27.12.2019 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 334/1 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (EE) 2019/2175 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 18ης Δεκεμβρίου 2019
για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και του κανονισμού (ΕΕ) 2015/847 περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τις γνώμες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),
Έχοντας υπόψη τις γνώμες της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Μετά τη χρηματοοικονομική κρίση και τις συστάσεις μιας ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου με επικεφαλής τον κ. Jacques de Larosière, η Ένωση σημείωσε σημαντική πρόοδο όσον αφορά την εκπόνηση όχι μόνο πιο εύρωστων, αλλά και περισσότερο εναρμονισμένων κανόνων για τις χρηματοοικονομικές αγορές με τη μορφή του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων. Η Ένωση δημιούργησε επίσης το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας («ΕΣΧΕ»), στηριζόμενο σε ένα σύστημα δύο πυλώνων που συνδυάζει την μικροπροληπτική εποπτεία, η οποία συντονίζεται από Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές («ΕΕΑ»), και την μακροπροληπτική εποπτεία, μέσω της ίδρυσης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου («ΕΣΣΚ»). Οι τρεις ΕΕΑ, και συγκεκριμένα η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών («ΕΑΤ») που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων («ΕΑΑΕΣ») που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών («ΕΑΚΑΑ») που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) (συλλογικά «οι ιδρυτικοί κανονισμοί»), άρχισαν να λειτουργούν τον Ιανουάριο του 2011. Ο γενικότερος στόχος των ΕΕΑ είναι να ενισχυθεί με βιώσιμο τρόπο η σταθερότητα και η αποτελεσματικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε ολόκληρη την Ένωση, καθώς και η προστασία των καταναλωτών και των επενδυτών. |
(2) |
Οι ΕΕΑ έχουν συμβάλει καθοριστικά στην εναρμόνιση των κανόνων των χρηματοοικονομικών αγορών στην Ένωση, παρέχοντας στην Επιτροπή χρήσιμες πληροφορίες για τις πρωτοβουλίες της για κανονισμούς και οδηγίες που εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Οι ΕΕΑ διαβίβασαν επίσης στην Επιτροπή σχέδια λεπτομερών τεχνικών κανόνων που έχουν εκδοθεί με τη μορφή κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων. |
(3) |
Οι ΕΕΑ συνέβαλαν επίσης στη σύγκλιση στον τομέα της χρηματοοικονομικής εποπτείας και των εποπτικών πρακτικών στην Ένωση, μέσω κατευθυντήριων γραμμών που απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές, στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή στους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές και με τον συντονισμό των αξιολογήσεων των εποπτικών πρακτικών. |
(4) |
Οι αυξημένες εξουσίες που έχουν χορηγηθεί στις ΕΕΑ, ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα να εκπληρώσουν τον εν λόγω στόχο, θα απαιτούσαν επίσης κατάλληλη διακυβέρνηση, αποτελεσματική χρήση των πόρων και επαρκή χρηματοδότηση. Οι αυξημένες εξουσίες από μόνες τους δεν θα αρκούσαν για την επίτευξη των στόχων των ΕΕΑ, εφόσον δεν έχουν επαρκή χρηματοδότηση ή δεν ασκείται η διακυβέρνησή τους με αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο. |
(5) |
Κατά την άσκηση των καθηκόντων και των εξουσιών τους, οι ΕΕΑ θα πρέπει να ενεργούν σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), καθώς και σύμφωνα με την πολιτική για τη βελτίωση της νομοθεσίας. Το περιεχόμενο και η μορφή των δράσεων και των μέτρων των ΕΕΑ, συμπεριλαμβανομένων μέσων όπως οι κατευθυντήριες γραμμές, οι συστάσεις, οι γνωμοδοτήσεις ή οι ερωτήσεις και απαντήσεις, θα πρέπει πάντα να βασίζεται και να βρίσκεται εντός των ορίων των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 των ιδρυτικών κανονισμών ή στο πλαίσιο των ΕΕΑ. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να μην υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού και να ενεργούν αναλογικά προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχει η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η επιχειρηματική δραστηριότητα του θιγόμενου χρηματοοικονομικού ιδρύματος ή επιχείρησης. |
(6) |
Με την ανακοίνωση της 8ης Ιουνίου 2017 σχετικά με την ενδιάμεση επανεξέταση του σχεδίου δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών, η Επιτροπή τόνισε ότι μια πιο αποτελεσματική και συνεπής εποπτεία των χρηματοοικονομικών αγορών και υπηρεσιών είναι ζωτικής σημασίας για την εξάλειψη του ρυθμιστικού αρμπιτράζ μεταξύ των κρατών μελών, κατά την άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων, προκειμένου να επιταχυνθεί η εναρμόνιση των αγορών και να δημιουργηθούν ευκαιρίες εντός της εσωτερικής αγοράς για τις χρηματοοικονομικές οντότητες και τους επενδυτές. |
(7) |
Η περαιτέρω πρόοδος στην εποπτική σύγκλιση είναι επομένως ιδιαίτερα επείγουσα για την ολοκλήρωση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών. Δέκα έτη μετά την εκδήλωση της χρηματοοικονομικής κρίσης και τη θέσπιση του νέου εποπτικού συστήματος, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και η Ένωση Κεφαλαιαγορών θα καθοδηγούνται όλο και περισσότερο από δύο σημαντικές εξελίξεις: τη βιώσιμη χρηματοδότηση και την τεχνολογική καινοτομία. Αμφότερες ενέχουν το δυναμικό να μεταμορφώσουν τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και το σύστημά μας για τη χρηματοοικονομική εποπτεία θα πρέπει να είναι εξοπλισμένο για αυτές. Επομένως, είναι καίριας σημασίας το χρηματοοικονομικό σύστημα να διαδραματίσει πλήρως τον ρόλο του στην αντιμετώπιση των κρίσιμων προκλήσεων βιωσιμότητας. Αυτό θα απαιτήσει ενεργή συμβολή από τις ΕΕΑ για τη δημιουργία του κατάλληλου ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου. |
(8) |
Οι ΕΕΑ θα πρέπει να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον εντοπισμό και την αναφορά κινδύνων που ενέχουν για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί παράγοντες και παράγοντες διακυβέρνησης, καθώς και στο να καταστεί η δραστηριότητα των χρηματοοικονομικών αγορών περισσότερο συνεπής με τους στόχους της βιωσιμότητας. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να παρέχουν καθοδήγηση σχετικά με την αποτελεσματική ενσωμάτωση ζητημάτων βιωσιμότητας στη νομοθεσία της Ένωσης για τον χρηματοοικονομικό τομέα και να προωθούν τη συνεκτική εφαρμογή των διατάξεων αυτών μετά την έκδοσή τους. Όταν δρομολογούν και συντονίζουν αξιολογήσεις σε επίπεδο Ένωσης σχετικά με την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, οι ΕΕΑ θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τους κινδύνους που θα μπορούσαν να θέσουν οι περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες και παράγοντες διακυβέρνησης για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των εν λόγω ιδρυμάτων. |
(9) |
Η τεχνολογική καινοτομία έχει αυξανόμενο αντίκτυπο στον χρηματοοικονομικό τομέα και, ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές έχουν αναλάβει διάφορες πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των εν λόγω τεχνολογικών εξελίξεων. Προκειμένου να εξακολουθήσει να προωθείται η εποπτική σύγκλιση και η ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, αφενός, και μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές, αφετέρου, θα πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος των ΕΕΑ σε σχέση με το εποπτικό τους καθήκον και τον εποπτικό συντονισμό. |
(10) |
Με τις τεχνολογικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές μπορεί να βελτιωθεί η χρηματοοικονομική ένταξη, να παρέχεται πρόσβαση σε χρηματοδότηση, να ενισχυθεί η ακεραιότητα της αγοράς και η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα, αλλά και να μειωθούν οι φραγμοί εισόδου στις αγορές αυτές. Στον βαθμό που απαιτείται για τους εφαρμοστέους κανόνες, η κατάρτιση των αρμόδιων αρχών θα πρέπει επίσης να καλύπτει και την τεχνολογική καινοτομία. Αυτό θα πρέπει να εμποδίσει τα κράτη μέλη από το να αναπτύξουν αποκλίνουσες προσεγγίσεις στα ζητήματα αυτά. |
(11) |
Η ΕΑΤ θα πρέπει, στον τομέα εξειδίκευσής της, να παρακολουθεί τα εμπόδια ή τις επιπτώσεις στην εποπτική ενοποίηση και θα μπορούσε να παρέχει γνώμες ή συστάσεις με σκοπό να προσδιορίζει κατάλληλους τρόπους για την αντιμετώπιση των εν λόγω εμποδίων ή επιπτώσεων. |
(12) |
Οι ερωτήσεις και απαντήσεις αποτελούν σημαντικό εργαλείο σύγκλισης που προωθεί κοινές εποπτικές προσεγγίσεις και πρακτικές, παρέχοντας καθοδήγηση σχετικά με την εφαρμογή ενωσιακών νομικών πράξεων εντός του πλαισίου των ΕΕΑ. |
(13) |
Είναι όλο και πιο σημαντικό να προωθηθεί η συνεπής, συστηματική και αποτελεσματική παρακολούθηση και αξιολόγηση των κινδύνων που συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας στο πλαίσιο του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης. Η πρόληψη και η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας αποτελεί κοινή ευθύνη των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης στο πλαίσιο των αντίστοιχων εντολών τους. Θα πρέπει να θεσπίσουν μηχανισμούς για ενισχυμένη συνεργασία συντονισμού και αμοιβαία συνδρομή, αξιοποιώντας πλήρως όλα τα εργαλεία και τα μέτρα που είναι διαθέσιμα βάσει του υφιστάμενου κανονιστικού και θεσμικού πλαισίου. |
(14) |
Δεδομένων των συνεπειών για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι οποίες ενδέχεται να προκύψουν από περιπτώσεις κατάχρησης του χρηματοοικονομικού τομέα για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για σκοπούς χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι ακριβώς στον τραπεζικό τομέα που είναι πιθανότερο να έχουν συστημικό αντίκτυπο οι κίνδυνοι νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και με βάση την πείρα που έχει ήδη αποκτήσει η ΕΑΤ, αρχή στην οποία αντιπροσωπεύονται οι αρμόδιες εθνικές αρχές όλων των κρατών μελών, στην προστασία του τραπεζικού τομέα από τις εν λόγω καταχρήσεις, η ΕΑΤ θα πρέπει να αναλάβει ηγετικό ρόλο συντονισμού και παρακολούθησης σε επίπεδο Ένωσης για να αποτρέπεται η χρήση του χρηματοοικονομικού συστήματος για τέτοιους σκοπούς. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να ανατεθεί στην ΕΑΤ, εκτός από τις αρμοδιότητες που διαθέτει επί του παρόντος, η εξουσία να ενεργεί εντός του πεδίου εφαρμογής των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, στον βαθμό που η εν λόγω εξουσία αφορά την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όταν πρόκειται για φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα και για τις αρμόδιες αρχές που τους εποπτεύουν, οι οποίοι καλύπτονται από τους εν λόγω κανονισμούς. Επιπλέον, η συγκέντρωση αυτής της εντολής για ολόκληρο τον χρηματοοικονομικό τομέα στο πλαίσιο της ΕΑΤ δύναται να βελτιώσει τη χρήση της εμπειρογνωσίας και των πόρων της ΕΑΤ και δεν θα έθιγε τις σημαντικές υποχρεώσεις που ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). |
(15) |
Προκειμένου να ασκήσει η ΕΑΤ αποτελεσματικά την εντολή της, θα πρέπει να αξιοποιήσει πλήρως όλες τις εξουσίες και τα εργαλεία που διαθέτει βάσει του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010 τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας. Για τον σκοπό αυτόν θα πρέπει να αναπτύξει ρυθμιστικά και εποπτικά πρότυπα, ειδικότερα με την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και γνωμοδοτήσεων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στον χρηματοοικονομικό τομέα, και την προώθηση της συνεπούς εφαρμογής τους, σύμφωνα με την εντολή που προβλέπεται στις σχετικές νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και στο άρθρο 16 των ιδρυτικών κανονισμών. Τα μέτρα που λαμβάνει η ΕΑΤ για την προώθηση της ακεραιότητας, της διαφάνειας και της ασφάλειας στο χρηματοοικονομικό σύστημα και για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού ή των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 των ιδρυτικών κανονισμών και θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τις επιχειρηματικές πρακτικές, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα και των αγορών. |
(16) |
Σύμφωνα με τον νέο της ρόλο, είναι σημαντικό η ΕΑΤ να συλλέγει όλες τις σχετικές πληροφορίες όσον αφορά τις αδυναμίες σχετικά με τις δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που εντοπίζονται από τις σχετικές ενωσιακές και εθνικές αρχές, με την επιφύλαξη των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στις αρχές δυνάμει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και χωρίς περιττές επικαλύψεις. Η ΕΑΤ θα πρέπει, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), να αποθηκεύει τις εν λόγω πληροφορίες σε κεντρική βάση δεδομένων και να προωθεί τη συνεργασία μεταξύ των αρχών, εξασφαλίζοντας την κατάλληλη διάδοση των σχετικών πληροφοριών. Ως εκ τούτου, η ΕΑΤ θα πρέπει να λάβει εντολή να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τη συλλογή πληροφοριών. Η ΕΑΤ έχει τη δυνατότητα επίσης, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να διαβιβάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στην κατοχή της και τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ποινικές διαδικασίες ενώπιον των εθνικών δικαστικών αρχών του οικείου κράτους μέλους και, στον βαθμό που αφορούν κράτη μέλη που συμμετέχουν στην εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση του γραφείου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου (9), στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, για τα εν λόγω καθήκοντα που ανατίθενται ρητά. |
(17) |
Η ΕΑΤ δεν θα πρέπει να συλλέγει πληροφορίες για συγκεκριμένες ύποπτες συναλλαγές, τις οποίες οι φορείς του χρηματοπιστωτικού τομέα υποχρεούνται να αναφέρουν στις μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών της Ένωσης στα κράτη μέλη τους δυνάμει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Οι αδυναμίες θα πρέπει να θεωρούνται ουσιώδεις όταν συνιστούν παράβαση ή πιθανή παράβαση από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, ή συνιστούν μη ενδεδειγμένη ή μη αποτελεσματική εφαρμογή από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα ή μη ενδεδειγμένη ή μη αποτελεσματική εφαρμογή, από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, των εσωτερικών πολιτικών και διαδικασιών του για τη συμμόρφωση με τις νομικές διατάξεις που αφορούν την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Παράβαση θεωρείται ότι συντελείται όταν φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις ενωσιακής πράξης και εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο τις απαιτήσεις αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 των ιδρυτικών κανονισμών, στο βαθμό που οι εν λόγω πράξεις συμβάλλουν στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. H πιθανή παράβαση αφορά την περίπτωση που η αρμόδια αρχή έχει εύλογες υπόνοιες ότι έχει υπάρξει παράβαση, αλλά στο στάδιο αυτό δεν είναι σε θέση να καταλήξει σε οριστικό σχετικό συμπέρασμα. Ωστόσο, από τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί στο εν λόγω στάδιο, όπως οι πληροφορίες από επιτόπιες επιθεωρήσεις ή μη επιτόπιες διαδικασίες, προκύπτει ότι είναι πολύ πιθανό να υπήρξε παράβαση. Η μη κατάλληλη ή μη αποτελεσματική εφαρμογή νομικών διατάξεων συνίσταται στη μη εφαρμογή των απαιτήσεων των εν λόγω πράξεων με ικανοποιητικό τρόπο από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα. Η μη κατάλληλη ή μη αποτελεσματική εφαρμογή εσωτερικών πολιτικών και διαδικασιών φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα που αποσκοπούν στη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εν λόγω πράξεις θα πρέπει να θεωρείται αδυναμία που αυξάνει σε σημαντικό βαθμό τον κίνδυνο να έχουν ήδη προκύψει ή να προκύψουν παραβάσεις. |
(18) |
Κατά την αξιολόγηση των αδυναμιών και των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η ΕΑΤ θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις που έχουν για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας όλα τα βασικά αδικήματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνιστούν φορολογικά αδικήματα, κατά περίπτωση. |
(19) |
Κατόπιν αιτήματος, η ΕΑΤ θα πρέπει να παρέχει συνδρομή σε αρμόδιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προληπτικής εποπτείας. Η ΕΑΤ θα πρέπει επίσης να συνεργάζεται στενά και, κατά περίπτωση, να ανταλλάσσει πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υπό την εποπτική ιδιότητά της, και με τις αρχές που είναι επιφορτισμένες με το δημόσιο καθήκον εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και για την αποφυγή οποιασδήποτε μορφής αλληλεπικαλυπτόμενων ή ασυνεπών ενεργειών για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. |
(20) |
Η ΕΑΤ θα πρέπει να διενεργεί αξιολογήσεις των αρμόδιων αρχών από ομοτίμους, καθώς και εκτιμήσεις κινδύνων σχετικά με την καταλληλότητα των στρατηγικών και των πόρων των αρμόδιων αρχών, λαμβάνοντας υπόψη τους σημαντικότερους αναδυόμενους κινδύνους που αφορούν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως προσδιορίζονται στην υπερεθνική εκτίμηση κινδύνου. Κατά τη διενέργεια των εν λόγω αξιολογήσεων από ομοτίμους, σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις σχετικές εκτιμήσεις, αξιολογήσεις ή εκθέσεις που συντάσσουν διεθνείς οργανισμοί και διακυβερνητικοί φορείς με αρμοδιότητα στον τομέα της πρόληψης και της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και την εξαμηνιαία έκθεση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και την εθνική εκτίμηση κινδύνου του οικείου κράτους μέλους που καταρτίζεται δυνάμει του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας. |
(21) |
Επιπλέον, η ΕΑΤ θα πρέπει να αναλάβει ηγετικό ρόλο όσον αφορά τη συμβολή στη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών της Ένωσης και των αρμόδιων αρχών σε τρίτες χώρες για τα θέματα αυτά, με σκοπό τον καλύτερο συντονισμό της δράσης σε επίπεδο Ένωσης σε σημαντικές υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας οι οποίες έχουν διασυνοριακή διάσταση και αφορούν και τρίτες χώρες. Ο ρόλος αυτός δεν θα πρέπει να θίγει τις τακτικές επαφές των αρμόδιων αρχών με τις αρχές τρίτων χωρών. |
(22) |
Προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα του εποπτικού ελέγχου της συμμόρφωσης στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και να εξασφαλιστεί μεγαλύτερος συντονισμός της επιβολής κυρώσεων από τις αρμόδιες εθνικές αρχές όσον αφορά παραβάσεις του άμεσα εφαρμοστέου ενωσιακού δικαίου ή των εθνικών μέτρων μεταφοράς του στο εθνικό δίκαιο, η ΕΑΤ θα πρέπει να έχει την εξουσία να διεξάγει ανάλυση των πληροφοριών που συλλέγονται και, εφόσον είναι αναγκαίο, να ελέγχει ισχυρισμούς που περιέρχονται σε γνώση της σχετικά με ουσιώδεις παραβιάσεις ή μη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, και, όταν υπάρχουν ενδείξεις για σημαντικές παραβιάσεις, να ζητεί από τις αρμόδιες αρχές να διερευνούν τις πιθανές παραβιάσεις των σχετικών κανόνων και να εξετάζουν το ενδεχόμενο λήψης αποφάσεων και επιβολής κυρώσεων σε φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα που υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις νομικές υποχρεώσεις τους. Η εξουσία αυτή θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο στις περιπτώσεις που η ΕΑΤ έχει ενδείξεις για σημαντικές παραβιάσεις. |
(23) |
Για τους σκοπούς της διαδικασίας για την παράβαση του ενωσιακού δικαίου και χάριν της ορθής εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, είναι σκόπιμο να διευκολυνθεί και να επιταχυνθεί η πρόσβαση των ΕΕΑ στις πληροφορίες. Θα πρέπει, επομένως, να μπορούν να ζητούν απευθείας πληροφορίες, με δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα, από άλλες αρμόδιες αρχές, όποτε ζητούνται πληροφορίες από την οικεία αρμόδια αρχή και έχει αποδειχθεί ή θεωρείται ότι δεν επαρκούν για να συγκεντρωθούν οι πληροφορίες που κρίνονται απαραίτητες για τον έλεγχο της υποτιθέμενης παράβασης ή μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. |
(24) |
Η εναρμονισμένη εποπτεία του χρηματοοικονομικού τομέα απαιτεί συνεπή προσέγγιση μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Για τον σκοπό αυτόν, οι δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών υπόκεινται σε αξιολογήσεις από ομοτίμους. Οι ΕΕΑ θα πρέπει επίσης να εξασφαλίσουν ότι η μεθοδολογία εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο. Οι αξιολογήσεις αυτές από ομοτίμους θα πρέπει να εστιάζουν όχι μόνο στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, αλλά και στην ικανότητα των αρμόδιων αρχών να επιτυγχάνουν εποπτικά αποτελέσματα υψηλής ποιότητας, καθώς επίσης και στην ανεξαρτησία των αρμόδιων αυτών αρχών. Τα κύρια ευρήματα των εν λόγω αξιολογήσεων από ομοτίμους θα πρέπει να δημοσιεύονται, ώστε να ενθαρρύνεται η συμμόρφωση και να αυξάνεται η διαφάνεια, εκτός εάν η δημοσίευση θα προκαλούσε κινδύνους για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα. |
(25) |
Δεδομένου ότι είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή του πλαισίου εποπτείας της Ένωσης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι αξιολογήσεις από ομοτίμους για την παροχή αντικειμενικών και διαφανών απόψεων σχετικά με τις εποπτικές πρακτικές είναι υψίστης σημασίας. Η ΕΑΤ θα πρέπει επίσης να αξιολογεί τις στρατηγικές, τις ικανότητες και τους πόρους των αρμόδιων αρχών για την αντιμετώπιση των αναδυόμενων κινδύνων που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. |
(26) |
Για την εκπλήρωση των καθηκόντων και την άσκηση των εξουσιών της για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η ΕΑΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις που απευθύνονται στους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα στο πλαίσιο της διαδικασίας για παράβαση του ενωσιακού δικαίου και της διαδικασίας δεσμευτικής διαμεσολάβησης, ακόμη και όταν οι ουσιαστικοί κανόνες δεν εφαρμόζονται άμεσα στους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα, αφού λάβει απόφαση που απευθύνεται στην αρμόδια αρχή. Όταν οι ουσιαστικοί κανόνες καθορίζονται σε οδηγίες, η ΕΑΤ θα πρέπει να εφαρμόζει την εθνική νομοθεσία εφόσον αποτελεί μεταφορά των εν λόγω οδηγιών στο εθνικό δίκαιο. Όταν το σχετικό ενωσιακό δίκαιο αποτελείται από κανονισμούς και όταν, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η ΕΑΤ θα πρέπει να εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο στο βαθμό που έχουν ασκηθεί οι επιλογές αυτές. |
(27) |
Σε περίπτωση που στον παρόντα κανονισμό εξουσιοδοτείται η ΕΑΤ να εφαρμόζει εθνική νομοθεσία που αποτελεί μεταφορά οδηγιών στο εθνικό δίκαιο, η εν λόγω εθνική νομοθεσία ή μπορεί να εφαρμοστεί από την ΕΑΤ μόνον εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται από το ενωσιακό δίκαιο. Συνεπώς, η ΕΑΤ θα πρέπει να εφαρμόζει όλους τους σχετικούς κανόνες της Ένωσης, και όταν οι κανόνες αυτοί θεσπίζονται με οδηγίες, θα πρέπει να εφαρμόζει την εθνική νομοθεσία που μεταφέρει τις οδηγίες αυτές στο εθνικό δίκαιο καθόσον απαιτείται από το ενωσιακό δίκαιο, με στόχο την ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου σε όλη την Ένωση, με παράλληλη τήρηση της σχετικής εθνικής νομοθεσίας. |
(28) |
Όταν μια απόφαση της ΕΑΤ βασίζεται στις εξουσίες για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και αφορά φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα ή αρμόδιες αρχές που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της ΕΑΑΕΣ ή της ΕΑΚΑΑ, η ΕΑΤ θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει την απόφαση μόνο σε συμφωνία με την ΕΑΑΕΣ ή την ΕΑΚΑΑ, αντίστοιχα. Η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ, σε κάθε περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της συγκεκριμένης απόφασης, θα πρέπει, όταν εκφράζουν τις απόψεις τους, να εξετάζουν το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσουν τις ταχείες διαδικασίες λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο των αντίστοιχων κανόνων εσωτερικής τους διακυβέρνησης. |
(29) |
Οι ΕΕΑ θα πρέπει να διαθέτουν ειδικούς διαύλους αναφοράς για την παραλαβή και τον χειρισμό πληροφοριών που παρέχονται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρει πραγματικές ή δυνητικές περιπτώσεις παράβασης, κατάχρησης ή μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες μπορούν να υποβάλλονται ανώνυμα ή εμπιστευτικά και με ασφάλεια. Ο αναφέρων θα πρέπει να προστατεύεται από αντίποινα. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να παρέχουν ενημέρωση στον αναφέροντα σχετικά με την εξέλιξη. |
(30) |
Η εναρμονισμένη εποπτεία του χρηματοοικονομικού τομέα προϋποθέτει επίσης ότι οι διαφωνίες μεταξύ των αρμόδιων αρχών των διαφόρων κρατών μελών στις διασυνοριακές υποθέσεις επιλύονται αποτελεσματικά. Οι υφιστάμενοι κανόνες για την επίλυση τέτοιων διαφωνιών δεν είναι πλήρως ικανοποιητικοί. Θα πρέπει, επομένως, να προσαρμοστούν, ούτως ώστε να εφαρμόζονται ευκολότερα. |
(31) |
Αναπόσπαστο στοιχείο του έργου των ΕΕΑ σχετικά με τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών είναι η προώθηση μιας ενωσιακής εποπτικής νοοτροπίας. Ως εκ τούτου, η Αρχή δύναται να προσδιορίζει σε τακτική βάση έως και δύο προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας. Οι προτεραιότητες αυτές θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων εργασίας τους. Το συμβούλιο εποπτών κάθε ΕΕΑ θα πρέπει να συζητά τις δραστηριότητες που πρόκειται να πραγματοποιηθούν από την αρμόδια αρχή το επόμενο έτος και να συνάγει συμπεράσματα. |
(32) |
Οι αξιολογήσεις από τις επιτροπές αξιολόγησης από ομοτίμους θα πρέπει να καθιστούν δυνατή την εκπόνηση εμπεριστατωμένων μελετών με βάση την αυτοαξιολόγηση από τις αξιολογούμενες αρχές, και να επακολουθεί αξιολόγηση από την επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους. Το μέλος της υπό αξιολόγηση αρμόδιας αρχής δεν θα πρέπει να συμμετέχει στην αξιολόγηση όταν συνδέεται με την εν λόγω αρμόδια αρχή. |
(33) |
Η πείρα των ΕΕΑ έχει καταδείξει τα οφέλη του ενισχυμένου συντονισμού σε ορισμένους τομείς μέσω ομάδων ή πλατφορμών ad hoc. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παράσχει μια νομική βάση και να ενισχύσει τις εν λόγω ρυθμίσεις με τη δημιουργία ενός νέου εργαλείου, συγκεκριμένα, της σύστασης ομάδων συντονισμού. Οι εν λόγω ομάδες συντονισμού θα πρέπει να προωθούν τη σύγκλιση όσον αφορά τις εποπτικές πρακτικές τις οποίες εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές, ιδίως μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και εμπειριών. Η συμμετοχή όλων των αρμόδιων αρχών σε αυτές τις ομάδες συντονισμού θα πρέπει να είναι υποχρεωτική και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρέχουν στις ομάδες συντονισμού τις απαραίτητες πληροφορίες. Θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο σύστασης ομάδων συντονισμού κάθε φορά που οι αρμόδιες αρχές εντοπίζουν ανάγκη συντονισμού λόγω συγκεκριμένων εξελίξεων της αγοράς. Οι εν λόγω ομάδες συντονισμού μπορούν να συγκροτούνται αναφορικά με όλους τους τομείς που καλύπτονται από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 των ιδρυτικών κανονισμών. |
(34) |
Η εύρυθμη και ομαλή λειτουργία των διεθνών χρηματοοικονομικών αγορών απαιτεί την παρακολούθηση των αποφάσεων ισοδυναμίας τρίτων χωρών που έχουν εκδοθεί από την Επιτροπή. Εκάστη ΕΕΑ θα πρέπει να παρακολουθεί τις ρυθμιστικές και εποπτικές εξελίξεις και τις πρακτικές επιβολής κυρώσεων στις εν λόγω τρίτες χώρες. Κι αυτό προκειμένου να ελέγχει κατά πόσον εξακολουθούν να πληρούνται τα κριτήρια, βάσει των οποίων έχουν ληφθεί οι εν λόγω αποφάσεις, και οποιεσδήποτε προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτές. Εκάστη ΕΕΑ θα πρέπει να υποβάλλει στην Επιτροπή, σε ετήσια βάση, εμπιστευτική έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες παρακολούθησης. Σε αυτό το πλαίσιο, εκάστη ΕΕΑ θα πρέπει επίσης, όταν είναι δυνατό, να καταρτίζει διοικητικές ρυθμίσεις με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, ώστε να λαμβάνει πληροφορίες για τους σκοπούς παρακολούθησης και για τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων. Αυτό το ενισχυμένο εποπτικό καθεστώς θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η ισοδυναμία της τρίτης χώρας είναι πιο διαφανής, πιο προβλέψιμη για τις ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες και χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη συνέπεια σε όλους τους τομείς. |
(35) |
Ο εκπρόσωπος του ΕΣΣΚ στο συμβούλιο εποπτών θα πρέπει να παρουσιάζει την κοινή άποψη του γενικού συμβουλίου του ΕΣΣΚ με ιδιαίτερη έμφαση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. |
(36) |
Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι το κατάλληλο επίπεδο εμπειρογνωμοσύνης υποστηρίζει τις αποφάσεις που αφορούν μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, είναι αναγκαίο να συσταθεί μόνιμη εσωτερική επιτροπή στην ΕΕΑ. Η επιτροπή αυτή θα πρέπει να απαρτίζεται από εκπροσώπους υψηλού επιπέδου των αρχών και των φορέων που είναι επιφορτισμένοι με τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με εμπειρογνωμοσύνη και εξουσίες λήψης αποφάσεων στον τομέα της πρόληψης της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η επιτροπή αυτή θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει εκπροσώπους υψηλού επιπέδου από τις ΕΕΑ, που διαθέτουν εμπειρογνωμοσύνη στα διάφορα επιχειρηματικά μοντέλα και τις αντίστοιχες τομεακές ιδιαιτερότητες τους. Η επιτροπή αυτή θα πρέπει να εξετάζει και να προετοιμάζει τις αποφάσεις που θα λαμβάνει η ΕΑΤ. Για να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη, η νέα επιτροπή θα αντικαταστήσει την υφιστάμενη υποεπιτροπή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η οποία συστάθηκε στο πλαίσιο της μεικτής επιτροπής των ΕΕΑ. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή να υποβάλλουν γραπτές παρατηρήσεις για οποιοδήποτε σχέδιο απόφασης της εσωτερικής επιτροπής, τις οποίες θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΤ πριν λάβει την τελική του απόφαση. |
(37) |
Σύμφωνα με τον στόχο της επίτευξης ενός πιο συνεκτικού και βιώσιμου συστήματος εποπτείας στην Ένωση για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με όλες τις σχετικές αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη, θα πρέπει να διενεργήσει ολοκληρωμένη αξιολόγηση σχετικά με την εφαρμογή, τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα των ειδικών καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΑΤ βάσει του παρόντος κανονισμού σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ειδικότερα, η αξιολόγηση θα πρέπει, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, να αποτυπώνει τις εμπειρίες που έχουν αποκτηθεί από τις περιπτώσεις που η ΕΑΤ ζητά από μια αρμόδια αρχή να διερευνήσει πιθανές παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας, καθόσον αυτή αποτελεί μεταφορά οδηγιών στο εθνικό δίκαιο ή χρήση επιλογών που παρέχονται στα κράτη μέλη από το ενωσιακό δίκαιο, τις οποίες διαπράττουν φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα· να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων στον εν λόγω φορέα για τις συγκεκριμένες παραβάσεις· να εξετάσει το ενδεχόμενο έκδοσης μεμονωμένης απόφασης που απευθύνεται στον συγκεκριμένο φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, επιβάλλοντάς του υποχρέωση να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, καθόσον αποτελεί μεταφορά των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο ή χρήση επιλογών που παρέχονται στα κράτη μέλη από το ενωσιακό δίκαιο. Θα πρέπει επίσης να αποτυπώνει τις εμπειρίες αυτές στις περιπτώσεις που η ΕΑΤ εφαρμόζει εθνική νομοθεσία καθόσον αποτελεί μεταφορά των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο ή χρήση επιλογών που παρέχονται στα κράτη μέλη από το ενωσιακό δίκαιο. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει την αξιολόγηση αυτή, στο πλαίσιο της έκθεσής της σύμφωνα με το άρθρο 65 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, συνοδευόμενη από νομοθετικές προτάσεις αν κρίνεται σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, έως τις 11 Ιανουαρίου 2022. Μέχρι την υποβολή αυτής της αξιολόγησης, οι εξουσίες που ανατίθενται στην ΕΑΤ σε σχέση με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας στο άρθρο 9β, το άρθρο 17 παράγραφος 6 και το άρθρο 19 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 θα πρέπει να θεωρούνται προσωρινή λύση, εφόσον παρέχουν στην ΕΑΤ τη δυνατότητα να στηρίζει τα αιτήματα προς τις αρμόδιες αρχές σχετικά με πιθανές παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας ή επιτρέπουν την εφαρμογή του εθνικού δικαίου από την ΕΑΤ. |
(38) |
Για να διαφυλαχθεί η εμπιστευτικότητα των εργασιών των ΕΕΑ, οι απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου θα πρέπει να εφαρμόζονται επίσης σε κάθε πρόσωπο που παρέχει οποιαδήποτε υπηρεσία, άμεσα ή έμμεσα, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, σχετική με τα καθήκοντα της συγκεκριμένης ΕΕΑ. |
(39) |
Οι ιδρυτικοί κανονισμοί καθώς και οι τομεακές νομοθετικές πράξεις επιβάλλουν στις ΕΕΑ την υποχρέωση να επιδιώκουν αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών. Η ανάγκη αποτελεσματικής συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών αναμένεται να καταστεί ακόμα πιο σημαντική όταν, σύμφωνα με τον παρόντα τροποποιητικό κανονισμό, ορισμένες από τις ΕΕΑ αναλάβουν πρόσθετες, ευρύτερες αρμοδιότητες σε σχέση με την εποπτεία οντοτήτων και δραστηριοτήτων εκτός ΕΕ. Στις περιπτώσεις που, στο πλαίσιο αυτό, οι ΕΕΑ επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων διαβιβάζοντας τέτοια δεδομένα εκτός της Ένωσης, δεσμεύονται από τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725. Ελλείψει απόφασης περί επάρκειας ή κατάλληλων διασφαλίσεων, που προβλέπονται, για παράδειγμα, από διοικητικές ρυθμίσεις κατά την έννοια του άρθρου 48 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, οι ΕΕΑ δύνανται να ανταλλάσσουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με αρχές τρίτων χωρών, σύμφωνα με την παρέκκλιση περί δημοσίου συμφέροντος και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτήν, όπως ορίζεται στο άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο δ) αυτού, η οποία ισχύει κυρίως σε περιπτώσεις διεθνών ανταλλαγών δεδομένων μεταξύ αρχών χρηματοπιστωτικής εποπτείας. |
(40) |
Οι ιδρυτικοί κανονισμοί προβλέπουν ότι οι ΕΕΑ θα πρέπει, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, να δρομολογούν και να συντονίζουν προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης, για να εκτιμούν την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζουν για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο. Επίσης, θα πρέπει να διευκρινιστεί, όσον αφορά όλες τις ΕΕΑ, ότι οι υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών για τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου δεν θα πρέπει να αποκλείουν τη διαβίβαση από τις αρμόδιες αρχές των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στις ΕΕΑ με σκοπό τη δημοσίευση. |
(41) |
Για να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο σύγκλισης στον τομέα της εποπτείας και της έγκρισης των εσωτερικών υποδειγμάτων, σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), η ΕΑΑΕΣ θα πρέπει να μπορεί κατόπιν αιτήματος να επικουρεί τις αρμόδιες αρχές στην απόφαση σχετικά με την έγκριση των εσωτερικών υποδειγμάτων. |
(42) |
Προκειμένου οι ΕΕΑ να εκτελούν τα καθήκοντά τους σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να συντονίζουν τις δραστηριότητες της λεγόμενης ανώνυμης έρευνας αγοράς («mystery shopping») των αρμόδιων αρχών, κατά περίπτωση. |
(43) |
Οι ΕΕΑ θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς πόρους και προσωπικό ώστε να συμβάλλουν αποτελεσματικά στη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική χρηματοπιστωτική εποπτεία στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Οι πρόσθετες αρμοδιότητες και ο πρόσθετος φόρτος εργασίας που ανατίθενται στις ΕΕΑ θα πρέπει να συνοδεύονται από επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους. |
(44) |
Σύμφωνα με την εξέλιξη του πεδίου εφαρμογής της άμεσης εποπτείας, ενδέχεται τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές που υπόκεινται σε άμεση εποπτεία από τις ΕΕΑ να πρέπει να καταβάλλουν πρόσθετες συνεισφορές με βάση τις εκτιμώμενες δαπάνες της οικείας ΕΕΑ. |
(45) |
Ασυνέπειες στην ποιότητα, τη μορφοποίηση, την αξιοπιστία και το κόστος των δεδομένων των συναλλαγών έχουν αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά τη διαφάνεια, την προστασία των επενδυτών και την αποτελεσματικότητα της αγοράς. Για να ενισχυθεί η παρακολούθηση και η ανασύσταση των δεδομένων των συναλλαγών, και να βελτιωθεί η συνέπεια και η ποιότητα των δεδομένων αυτών, καθώς και η διαθεσιμότητά τους και η προσβασιμότητα σε λογικό κόστος σε ολόκληρη την Ένωση για τους σχετικούς τόπους διαπραγμάτευσης, η οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) εισήγαγε ένα νέο νομικό καθεστώς για τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης της αδειοδότησης και εποπτείας των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. |
(46) |
Η ποιότητα των δεδομένων των συναλλαγών και της επεξεργασίας και παροχής αυτών των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης της διασυνοριακής επεξεργασίας και παροχής δεδομένων, είναι υψίστης σημασίας για την επίτευξη του βασικού σκοπού του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) ήτοι της ενίσχυσης της διαφάνειας των χρηματοοικονομικών αγορών. Η παροχή βασικών υπηρεσιών δεδομένων είναι, επομένως, καίριας σημασίας προκειμένου οι χρήστες να μπορούν να έχουν την επιθυμητή γενική εικόνα της συναλλακτικής δραστηριότητας στις χρηματοοικονομικές αγορές της Ένωσης και προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν ακριβείς και σαφείς πληροφορίες αναφορικά με τις σχετικές συναλλαγές. |
(47) |
Επιπλέον, τα δεδομένα των συναλλαγών αποτελούν ολοένα σημαντικότερο εργαλείο για την αποτελεσματική επιβολή των απαιτήσεων που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Δεδομένης της διασυνοριακής διάστασης του χειρισμού δεδομένων, της ποιότητας των δεδομένων και της ανάγκης να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας, καθώς και να αποφευχθούν οι αρνητικές επιπτώσεις ενδεχόμενων αποκλίσεων τόσο στην ποιότητα των δεδομένων όσο και στα καθήκοντα των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, είναι χρήσιμο και δικαιολογημένο να μεταβιβαστούν οι εξουσίες αδειοδότησης και εποπτείας σε σχέση με τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων από τις αρμόδιες αρχές στην ΕΑΚΑΑ, εκτός εκείνων που επωφελούνται από παρέκκλιση, και να προσδιοριστούν οι εξουσίες αυτές στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, καθιστώντας δυνατή, ταυτόχρονα, την παγίωση των οφελών που απορρέουν από τη συγκέντρωση των σχετικών με τα δεδομένα αρμοδιοτήτων στην ΕΑΚΑΑ. |
(48) |
Οι ιδιώτες επενδυτές θα πρέπει να είναι δεόντως ενημερωμένο σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους όταν αποφασίζουν να επενδύσουν σε ένα χρηματοοικονομικό μέσο. Το νομικό πλαίσιο της Ένωσης αποσκοπεί στη μείωση του κινδύνου λανθασμένων πωλήσεων όταν πωλούνται στους ιδιώτες επενδυτές χρηματοοικονομικά προϊόντα που δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες ή τις προσδοκίες τους. Για τον σκοπό αυτόν, η οδηγία 2014/65/ΕΕ και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ενισχύουν τις απαιτήσεις οργάνωσης και επαγγελματικής δεοντολογίας, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενεργούν προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών τους. Οι εν λόγω απαιτήσεις περιλαμβάνουν τη διευρυμένη υποχρέωση γνωστοποίησης των κινδύνων στους πελάτες, την καλύτερη αξιολόγηση της καταλληλότητας των προϊόντων που συνιστώνται, καθώς και την υποχρέωση διανομής χρηματοοικονομικών μέσων στην προσδιορισμένη αγορά-στόχο, λαμβανομένων υπόψη παραγόντων όπως η φερεγγυότητα των εκδοτών. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να χρησιμοποιεί πλήρως τις εξουσίες της για να εξασφαλίζει την εποπτική σύγκλιση και να υποστηρίζει τις εθνικές αρχές για την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των επενδυτών και την αποτελεσματική επίβλεψη των κινδύνων που συνδέονται με τα χρηματοοικονομικά προϊόντα. |
(49) |
Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική και αποδοτική υποβολή, κατάρτιση, ανάλυση και δημοσίευση των δεδομένων για τους σκοπούς των υπολογισμών για τον καθορισμό των υποχρεώσεων για την προσυναλλακτική και μετασυναλλακτική διαφάνεια και τα καθεστώτα υποχρέωσης διαπραγμάτευσης, καθώς και για τους σκοπούς των στοιχείων αναφοράς σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13). Επομένως, θα πρέπει να ανατεθούν στην ΕΑΚΑΑ, επιπλέον των αρμόδιων αρχών, αρμοδιότητες για να αναλάβει την άμεση συγκέντρωση δεδομένων από τους συμμετέχοντες στην αγορά σε σχέση με τις υποχρεώσεις προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας, καθώς επίσης και για τη χορήγηση άδειας και την επίβλεψη των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. |
(50) |
Η χορήγηση των εν λόγω αρμοδιοτήτων στην ΕΑΚΑΑ επιτρέπει αδειοδότηση και επίβλεψη υπό κεντρική διαχείριση, ώστε να αποφεύγεται η σημερινή κατάσταση, στην οποία περισσότεροι τόποι διαπραγμάτευσης, συστηματικοί εσωτερικοποιητές, εγκεκριμένοι μηχανισμοί δημοσιοποίησης συναλλαγών (ΕΜΗΔΗΣΥ) και πάροχοι ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών (ΠΕΔΗΣΥ) υποχρεούνται να παρέχουν σε περισσότερες αρμόδιες αρχές δεδομένα τα οποία στη συνέχεια μόνο παρέχονται στην ΕΑΚΑΑ. Το εν λόγω σύστημα υπό κεντρική διαχείριση θα είναι άκρως επωφελές για τους συμμετέχοντες στην αγορά όσον αφορά τη μεγαλύτερη διαφάνεια των δεδομένων, την προστασία των επενδυτών και την αποτελεσματικότητα της αγοράς. |
(51) |
Η ανάθεση εξουσιών συγκέντρωσης δεδομένων, αδειοδότησης και επίβλεψης από τις αρμόδιες αρχές στην ΕΑΚΑΑ, είναι επίσης χρήσιμη και για άλλα καθήκοντα που εκτελεί η ΕΑΚΑΑ βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όπως η παρακολούθηση της αγοράς και οι εξουσίες προσωρινής παρέμβασης της ΕΑΚΑΑ. |
(52) |
Προκειμένου η ΕΑΚΑΑ να ασκεί αποτελεσματικά τις εποπτικές της εξουσίες στον τομέα της επεξεργασίας και παροχής δεδομένων, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις ή περιοδικές χρηματικές ποινές για να υποχρεώνει τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων να θέτουν τέλος σε παράβαση, να παρέχουν πλήρεις και ορθές πληροφορίες, τις οποίες απαιτεί η ΕΑΚΑΑ, ή να υποβάλλονται σε έρευνα ή επιτόπια επιθεώρηση, καθώς και να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα όταν διαπιστώνει ότι ένα πρόσωπο έχει διαπράξει, με πρόθεση ή από αμέλεια, παράβαση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014. |
(53) |
Χρηματοοικονομικά προϊόντα που χρησιμοποιούν δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας είναι διαθέσιμα σε όλα τα κράτη μέλη. Συνεπώς, οι εν λόγω δείκτες αναφοράς είναι καίριας σημασίας για τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών και για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα στην Ένωση. Η εποπτεία ενός δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας θα πρέπει, επομένως, να ακολουθεί ολιστική θεώρηση των δυνητικών επιπτώσεων, όχι μόνο στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο διαχειριστής και στα κράτη μέλη όπου βρίσκονται οι συνεισφέροντες, αλλά σε ολόκληρη την Ένωση. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμο ορισμένοι δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας να εποπτεύονται σε ενωσιακό επίπεδο από την ΕΑΚΑΑ. Για να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη καθηκόντων, οι διαχειριστές των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας θα πρέπει να εποπτεύονται μόνον από την ΕΑΚΑΑ, επίσης και για τυχόν δείκτες αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας που ενδεχομένως διαχειρίζονται. |
(54) |
Επειδή οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας και οι συνεισφέροντες σε αυτούς υπόκεινται σε αυστηρότερες απαιτήσεις από τους διαχειριστές και τους συνεισφέροντες σε άλλους δείκτες αναφοράς, ο χαρακτηρισμός δεικτών αναφοράς ως κρίσιμης σημασίας θα πρέπει να αναληφθεί από την Επιτροπή ή να ζητηθεί από την ΕΑΚΑΑ και θα πρέπει να κωδικοποιηθεί από την Επιτροπή. Δεδομένου ότι οι εθνικές αρμόδιες αρχές έχουν καλύτερη πρόσβαση σε δεδομένα και πληροφορίες σχετικά με τους δείκτες αναφοράς που εποπτεύουν, θα πρέπει να γνωστοποιούν στην Επιτροπή ή την ΕΑΚΑΑ κάθε δείκτη αναφοράς, ο οποίος, κατά την γνώμη τους, πληρεί τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας. |
(55) |
Η διαδικασία προσδιορισμού του κράτους μέλους αναφοράς για τους διαχειριστές δεικτών αναφοράς που βρίσκονται σε τρίτες χώρες και οι οποίοι υποβάλλουν αίτηση αναγνώρισης στην Ένωση είναι επαχθής και χρονοβόρα, τόσο για τους αιτούντες όσο και για τις εθνικές αρμόδιες αρχές. Οι αιτούντες ενδέχεται να προσπαθήσουν να επηρεάσουν τον εν λόγω προσδιορισμό με την ελπίδα του εποπτικού αρμπιτράζ. Οι εν λόγω διαχειριστές δεικτών αναφοράς θα μπορούσαν να επιλέξουν τον νόμιμο εκπρόσωπό τους βάσει στρατηγικής σε ένα κράτος μέλος στο οποίο θεωρούν ότι η εποπτεία είναι λιγότερο αυστηρή. Η εναρμονισμένη προσέγγιση, με την ΕΑΚΑΑ ως αρμόδια αρχή για την αναγνώριση των διαχειριστών δεικτών αναφοράς τρίτων χωρών, αποτρέπει τους κινδύνους αυτούς και τις δαπάνες για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους αναφοράς, καθώς και της επακόλουθης εποπτείας. Επιπλέον, ο ρόλος της ΕΑΚΑΑ ως αρμόδιας αρχής για τους αναγνωρισμένους διαχειριστές δεικτών αναφοράς τρίτων χωρών την αναδεικνύει ως τον ομόλογο των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών στην Ένωση, καθιστώντας αποδοτικότερη και αποτελεσματικότερη τη διασυνοριακή συνεργασία. |
(56) |
Πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, διαχειριστές δεικτών αναφοράς είναι τράπεζες ή επιχειρήσεις χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που χειρίζονται χρήματα πελατών. Για να αποφευχθεί η υπονόμευση της Ένωσης όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, θα πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση για τη σύναψη συμφωνίας συνεργασίας με αρμόδια αρχή βάσει καθεστώτος ισοδυναμίας ότι η χώρα της αρμόδιας αρχής δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χωρών που έχουν στρατηγικές ανεπάρκειες στα εθνικά τους συστήματα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες εγείρουν σημαντικές απειλές για το χρηματοοικονομικό σύστημα της Ένωσης. |
(57) |
Σχεδόν όλοι οι δείκτες αναφοράς έχουν ως σημείο αναφοράς χρηματοοικονομικά προϊόντα, τα οποία είναι διαθέσιμα σε διάφορα κράτη μέλη, αν όχι σε ολόκληρη την Ένωση. Για τον εντοπισμό κινδύνων που σχετίζονται με την παροχή δεικτών αναφοράς οι οποίοι ενδέχεται να μην είναι πλέον αξιόπιστοι ή αντιπροσωπευτικοί της αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας για τη μέτρηση της οποίας προορίζονται, οι αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΑΚΑΑ, θα πρέπει να συνεργάζονται και να παρέχουν αμοιβαία συνδρομή, εφόσον απαιτείται. |
(58) |
Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί εύλογο χρονικό διάστημα για την ολοκλήρωση των αναγκαίων ρυθμίσεων για τις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις, ώστε να είναι σε θέση οι ΕΕΑ και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι να εφαρμόζουν τους κανόνες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. |
(59) |
Οι κανονισμοί (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14)και ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) θα πρέπει επομένως να τροποποιηθούν αναλόγως, |
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010
Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 τροποποιείται ως εξής:
1) |
Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:
|
2) |
Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:
|
3) |
Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 3 Υποχρέωση λογοδοσίας των Αρχών 1. Οι αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ) είναι υπόλογες έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι υπόλογη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο όσον αφορά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τα οποία της ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 σύμφωνα με τον προαναφερθέντα κανονισμό. 2. Σύμφωνα με το άρθρο 226 ΣΛΕΕ, η Αρχή συνεργάζεται πλήρως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια οποιωνδήποτε ερευνών διεξάγονται δυνάμει του εν λόγω άρθρου. 3. Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, και διαβιβάζει, έως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους, την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Η έκθεση δημοσιοποιείται. 4. Κατόπιν αιτήσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο πρόεδρος συμμετέχει σε ακρόαση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις επιδόσεις της Αρχής. Πραγματοποιείται ακρόαση τουλάχιστον ετησίως. Ο πρόεδρος προβαίνει σε δήλωση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του, όποτε ζητηθεί. 5. Ο πρόεδρος υποβάλλει έγγραφη έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Αρχής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όποτε ζητηθεί και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν προβεί στη δήλωση που προβλέπει η παράγραφος 4. 6. Πέρα από τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 11 έως 18 και στα άρθρα 20 και 33, η έκθεση συμπεριλαμβάνει κάθε σχετική πληροφορία που έχει ζητήσει ad hoc το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. 7. Η Αρχή απαντά προφορικώς ή γραπτώς στις ερωτήσεις που απευθύνονται στην ίδια από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός πέντε εβδομάδων από την παραλαβή της ερώτησης. 8. Κατόπιν αιτήματος, ο πρόεδρος πραγματοποιεί, κεκλεισμένων των θυρών, εμπιστευτικές προφορικές συζητήσεις με τον πρόεδρο, τους αντιπροέδρους και τους συντονιστές της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όλοι οι συμμετέχοντες τηρούν τις απαιτήσεις περί επαγγελματικού απορρήτου. 9. Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας που απορρέουν από τη συμμετοχή σε διεθνή φόρουμ, η Αρχή ενημερώνει, κατόπιν αιτήματος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη συμβολή της στην ενιαία, κοινή, συνεπή και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων της Ένωσης στα εν λόγω διεθνή φόρουμ.». |
4) |
Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:
|
5) |
Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:
|
6) |
Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:
|
7) |
Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 9α Ειδικά καθήκοντα σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας 1. Η Αρχή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της, αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο συντονισμού και παρακολούθησης για την προώθηση της ακεραιότητας, της διαφάνειας και της ασφάλειας του χρηματοοικονομικού συστήματος, λαμβάνοντας μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στο εν λόγω σύστημα. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού και των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και λαμβάνουν δεόντως υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τις επιχειρηματικές πρακτικές, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα και των χρηματοοικονομικών αγορών. Στα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνονται:
Έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, η Αρχή καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν τον ορισμό των αδυναμιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α), συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων καταστάσεων στις οποίες ενδέχεται να προκύψουν αδυναμίες, τον ουσιώδη χαρακτήρα των αδυναμιών και την πρακτική εφαρμογή της συγκέντρωσης πληροφοριών από την Αρχή, καθώς και το είδος των πληροφοριών που θα πρέπει να παρέχονται σύμφωνα μετοπρώτο εδάφιο στοιχείο α). Κατά την κατάρτιση των τεχνικών αυτών προτύπων, η Αρχή εξετάζει τον όγκο των πληροφοριών που πρόκειται να παρασχεθούν και την ανάγκη αποφυγής επικάλυψης. Καθορίζει επίσης ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και της εμπιστευτικότητας. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με την θέσπιση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14. 2. Η Αρχή δημιουργεί και ενημερώνει κεντρική βάση δεδομένων με τις πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α). Η Αρχή διασφαλίζει ότι οι εν λόγω πληροφορίες αναλύονται και καθίστανται διαθέσιμες στις αρμόδιες αρχές με βάση την ανάγκη γνώσης τους και με εμπιστευτικό τρόπο. Η Αρχή δύναται επίσης, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να διαβιβάζει στις εθνικές δικαστικές αρχές και τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνα με τους εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες, τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στην κατοχή της και τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ποινική δίωξη. Η Αρχή δύναται επίσης, κατά περίπτωση, να διαβιβάζει αποδεικτικά στοιχεία στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, εφόσον τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία αφορούν αδικήματα για τα οποία η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ασκεί ή θα μπορούσε να ασκήσει αρμοδιότητα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου (*19). 3. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απευθύνουν στην Αρχή αιτιολογημένα αιτήματα για την παροχή πληροφοριών σχετικά με φορείς του χρηματοοικονομικού συστήματος που είναι σημαντικές για τις εποπτικές τους αρχές όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η Αρχή αξιολογεί αυτά τα αιτήματα και παρέχει εγκαίρως τις πληροφορίες τις οποίες ζητούν οι αρμόδιες αρχές με βάση την ανάγκη γνώσης τους. Όταν η Αρχή δεν παρέχει τις πληροφορίες που έχουν ζητηθεί, ενημερώνει την αιτούσα αρμόδια αρχή και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν τις παρέχει. Η Αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή ή οποιαδήποτε άλλη αρχή ή ίδρυμα που παρέσχε αρχικώς τις ζητούμενες πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα της αιτούσας αρμόδιας αρχής, την ταυτότητα του συγκεκριμένου φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, τον λόγο για τον οποίο ζητούνται οι πληροφορίες, καθώς και αν έχουν παρασχεθεί οι πληροφορίες ή όχι. Επιπλέον, η Αρχή αναλύει τις πληροφορίες με σκοπό την ανταλλαγή σημαντικών πληροφοριών ιδία πρωτοβουλία με τις αρμόδιες αρχές για τις εποπτικές τους δραστηριότητες όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Όταν προβαίνει στην ανταλλαγή αυτή, ενημερώνει την αρμόδια αρχή η οποία παρέσχε αρχικώς τις πληροφορίες. Επίσης, διεξάγει ανάλυση σε συνολική βάση για τη γνώμη που καλείται να διατυπώσει σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, η Αρχή καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προσδιορίζουν τον τρόπο ανάλυσης των πληροφοριών και διάθεσής τους στις αρμόδιες αρχές με βάση την ανάγκη γνώσης τους και με εμπιστευτικό τρόπο. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με την θέσπιση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14. 4. Η Αρχή προωθεί τη σύγκλιση των εποπτικών διαδικασιών που αναφέρονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849, μεταξύ άλλων διεξάγοντας αξιολογήσεις από ομοτίμους και εκδίδοντας συναφείς εκθέσεις και συμπληρωματικά μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 30 του παρόντος κανονισμού. Η Αρχή, κατά τη διενέργεια των εν λόγω αξιολογήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 30 του παρόντος κανονισμού, λαμβάνει υπόψη τις σχετικές εκτιμήσεις, αξιολογήσεις ή εκθέσεις που συντάσσουν διεθνείς οργανισμοί και διακυβερνητικοί φορείς με αρμοδιότητα στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και την εξαμηνιαία έκθεση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και την εθνική εκτίμηση κινδύνου που διενεργείται από κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας. 5. Η Αρχή, με τη συμμετοχή των αρμόδιων αρχών, διενεργεί αξιολογήσεις κινδύνου των στρατηγικών, των ικανοτήτων και των πόρων των αρμόδιων αρχών για την αντιμετώπιση των σημαντικότερων αναδυόμενων κινδύνων που συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σε ενωσιακό επίπεδο, όπως προσδιορίζει η υπερεθνική εκτίμηση κινδύνου. Διεξάγει τις εν λόγω εκτιμήσεις κινδύνου προκειμένου, ιδίως, να εκδώσει τη γνώμη που καλείται να διατυπώσει σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Η Αρχή διενεργεί εκτιμήσεις κινδύνου με βάση τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της, μεταξύ άλλων τις αξιολογήσεις από ομοτίμους σύμφωνα με το άρθρο 30 του παρόντος κανονισμού, την ανάλυση που πραγματοποίησε, σε συνολική βάση, των πληροφοριών που συνελέγησαν για τους σκοπούς της κεντρικής βάσης δεδομένων σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, καθώς και τις σχετικές αξιολογήσεις, εκτιμήσεις ή εκθέσεις που συντάσσουν διεθνείς οργανισμοί και διακυβερνητικοί φορείς με αρμοδιότητες στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και την εθνική εκτίμηση κινδύνων από τα κράτη μέλη που καταρτίζεται δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Η Αρχή καθιστά τις εκτιμήσεις κινδύνου διαθέσιμες σε όλες τις αρμόδιες αρχές. Για τον σκοπό του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η Αρχή, μέσω της εσωτερικής επιτροπής που συγκροτείται δυνάμει της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου, αναπτύσσει και εφαρμόζει μεθόδους με στόχο την αντικειμενική αξιολόγηση, καθώς και τον συνεπή έλεγχο υψηλής ποιότητας, των εκτιμήσεων και της εφαρμογής της μεθοδολογίας, καθώς και για να εξασφαλίσει ίσους όρους ανταγωνισμού. Η εν λόγω εσωτερική επιτροπή διενεργεί τον έλεγχο ποιότητας και συνέπειας των αξιολογήσεων κινδύνου. Καταρτίζει τα σχέδια εκτιμήσεων κινδύνου προς έγκριση από το συμβούλιο εποπτών, σύμφωνα με το άρθρο 44. 6. Στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν ενδείξεις για παραβάσεις των απαιτήσεων που καθορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 από πλευράς των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα και όταν υπάρχει διασυνοριακή διάσταση με τρίτες χώρες, η Αρχή διαδραματίζει ηγετικό ρόλο, συμβάλλοντας στη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών της Ένωσης και των αρμόδιων αρχών σε τρίτες χώρες, όταν χρειάζεται. Ο ρόλος αυτός της Αρχής δεν θίγει τις τακτικές επαφές των αρμόδιων αρχών με τις αρχές τρίτων χωρών. 7. Η Αρχή συγκροτεί μόνιμη εσωτερική επιτροπή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με σκοπό τον συντονισμό των μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της χρήσης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και την εκπόνηση, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/847 και την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, όλων των σχεδίων αποφάσεων που θα πρέπει να ληφθούν από την Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 44 του παρόντος κανονισμού. 8. Η επιτροπή που αναφέρεται στην παράγραφο 7 αποτελείται από εκπροσώπους υψηλού επιπέδου των αρχών και των φορέων όλων των κρατών μελών που είναι αρμόδιοι για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/847 και την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 που διαθέτουν εμπειρογνωμοσύνη και εξουσίες λήψης αποφάσεων στον τομέα της πρόληψης της χρήσης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και από εκπροσώπους υψηλού επιπέδου που διαθέτουν εμπειρογνωμοσύνη στα διάφορα επιχειρηματικά μοντέλα και τις τομεακές ιδιαιτερότητες, της Αρχής, της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) αντίστοιχα. Οι εκπρόσωποι υψηλού επιπέδου της Αρχής και των εν λόγω άλλων Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής αυτής χωρίς δικαίωμα ψήφου. Επιπλέον, η Επιτροπή, το ΕΣΣΚ και το εποπτικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ορίζουν από έναν εκπρόσωπο υψηλού επιπέδου για να συμμετέχει ως παρατηρητής στις συνεδριάσεις της εν λόγω επιτροπής. Ο Πρόεδρος της εν λόγω επιτροπής εκλέγεται από και μεταξύ των μελών της εν λόγω επιτροπής που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου. Κάθε ίδρυμα, αρχή και όργανο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ορίζει αναπληρωματικό εκπρόσωπο από το προσωπικό του, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το τακτικό μέλος σε περίπτωση κωλύματος. Τα κράτη μέλη, όταν περισσότερες από μία αρχές είναι αρμόδιες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 μπορούν να ορίζουν έναν εκπρόσωπο για κάθε αρμόδια αρχή. Ανεξάρτητα από τον αριθμό των αρμόδιων αρχών που εκπροσωπούνται στη συνεδρίαση, κάθε κράτος μέλος διαθέτει μία ψήφο. Η εν λόγω επιτροπή μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές ομάδες εργασίας σχετικά με ειδικές πτυχές των εργασιών της με σκοπό την κατάρτιση σχεδίων αποφάσεων της εν λόγω επιτροπής. Οι εν λόγω ομάδες είναι ανοικτές για συμμετοχή του προσωπικού από όλες τις αρμόδιες αρχές που εκπροσωπούνται στην εν λόγω επιτροπή και από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών). 9. Η Αρχή, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μπορούν ανά πάσα στιγμή να υποβάλλουν γραπτές παρατηρήσεις για κάθε σχέδιο απόφασης της επιτροπής που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου. Το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές πριν από τη λήψη της οριστικής του απόφασης. Όταν το σχέδιο απόφασης βασίζεται ή συνδέεται με τις εξουσίες που ανατίθενται στην Αρχή δυνάμει του άρθρου 9β, 17 ή 19 και αφορά:
η Αρχή δύναται να λάβει την απόφαση μόνο σε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), στην περίπτωση του στοιχείου α), ή την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), στην περίπτωση του στοιχείου β). Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) ή η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) κοινοποιεί τις απόψεις της στην Αρχή εντός 20 ημερών από την ημερομηνία του σχεδίου απόφασης της επιτροπής που αναφέρεται στην παράγραφο 7. Εάν δεν κοινοποιήσουν τις απόψεις τους στην Αρχή εντός 20 ημερών ούτε ζητήσουν δεόντως αιτιολογημένη παράταση για την κοινοποίηση των εν λόγω απόψεων, η συμφωνία τεκμαίρεται. Άρθρο 9β Αίτημα διερεύνησης σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας 1. Σε θέματα που αφορούν την πρόληψη και την καταπολέμηση της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, η Αρχή μπορεί, εφόσον έχει ενδείξεις για ουσιώδεις παραβάσεις, να ζητήσει από την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 σημείο 2) σημείο iii): α) να διερευνήσει πιθανές παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου, από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, και όταν το δίκαιο αυτό αποτελείται από οδηγίες ή παρέχει ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας, καθόσον αποτελεί μεταφορά οδηγιών στο εθνικό δίκαιο ή χρήση των επιλογών που παρέχονται στα κράτη μέλη από το ενωσιακό δίκαιο· και β) να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων στον εν λόγω φορέα όσον αφορά τις εν λόγω παραβάσεις. Εφόσον είναι αναγκαίο, μπορεί επίσης να ζητήσει από την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 σημείο 2) σημείο iii) να εξετάσει το ενδεχόμενο έκδοσης μεμονωμένης απόφασης που απευθύνεται στον συγκεκριμένο φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, επιβάλλοντάς του υποχρέωση να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του δυνάμει του άμεσα εφαρμοστέου ενωσιακού δικαίου ή σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, καθόσον αποτελεί μεταφορά οδηγιών στο εθνικό δίκαιο ή χρήση επιλογών που παρέχονται στα κράτη μέλη από το ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της παύσης οποιασδήποτε πρακτικής. Τα αιτήματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο δεν εμποδίζουν τρέχοντα εποπτικά μέτρα της αρμόδιας αρχής στην οποία απευθύνεται το αίτημα. 2. Η αρμόδια αρχή συμμορφώνεται με κάθε αίτημα που απευθύνεται σε αυτήν σύμφωνα με την παράγραφο 1 και ενημερώνει την Αρχή το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός 10 εργάσιμων ημερών για τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να συμμορφωθεί με το αίτημα αυτό. 3. Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, όταν αρμόδια αρχή δεν ενημερώνει την Αρχή εντός 10 εργάσιμων ημερών για τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να συμμορφωθεί με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται το άρθρο 17 του παρόντος κανονισμού. Άρθρο 9γ Επιστολές μη ανάληψης δράσης 1. Η Αρχή λαμβάνει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν θεωρεί ότι η εφαρμογή μίας από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιωνδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που βασίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις ενδέχεται να εγείρει σημαντικά ζητήματα, για έναν από τους ακόλουθους λόγους:
2. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Αρχή απευθύνει λεπτομερή γραπτή αναφορά στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή, στην οποία περιγράφει τα ζητήματα που θεωρεί ότι υφίστανται. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), η Αρχή γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που, κατά την κρίση της Αρχής, αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της. Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, η Αρχή αξιολογεί το συντομότερο δυνατόν την ανάγκη να εγκρίνει σχετικές κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις όπως προβλέπεται στο άρθρο 16. Η Αρχή ενεργεί με ταχείες διαδικασίες, ιδίως με σκοπό να συμβάλει στην πρόληψη των ζητημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όποτε αυτό είναι δυνατόν. 3. Εφόσον απαιτείται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και εν αναμονή της έγκρισης και της εφαρμογής νέων μέτρων σε συνέχεια των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Αρχή εκδίδει γνώμες σχετικά με συγκεκριμένες διατάξεις των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, με σκοπό την προώθηση συνεκτικών, αποδοτικών και αποτελεσματικών πρακτικών εποπτείας και επιβολής, καθώς και της κοινής, ενιαίας και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. 4. Όταν, βάσει των πληροφοριών που λαμβάνονται, ιδίως από τις αρμόδιες αρχές, η Αρχή θεωρεί ότι οποιαδήποτε από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιαδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστική πράξη που βασίζεται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις εγείρει σημαντικά έκτακτα ζητήματα που αφορούν την εμπιστοσύνη της αγοράς, την προστασία των καταναλωτών, των πελατών ή των επενδυτών, την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων, ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, απευθύνει χωρίς καθυστέρηση επιστολή στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή, στην οποία περιγράφει λεπτομερώς τα ζητήματα που θεωρεί ότι υφίστανται. Η Αρχή δύναται να γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότησης ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που, κατά την κρίση της Αρχής, αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της. (*19) Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).»." |
8) |
Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:
|
9) |
Στο άρθρο 13 παράγραφος 1, απαλείφεται το δεύτερο εδάφιο. |
10) |
Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής:
|
11) |
Το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:
|
12) |
Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 16α Γνωμοδοτήσεις 1. Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της. 2. Το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιλαμβάνει δημόσια διαβούλευση ή τεχνική ανάλυση. 3. Όσον αφορά τις εκτιμήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ οι οποίες, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, απαιτούν διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές, να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνωμοδότηση σχετικά με εκτίμηση του είδους αυτού. Η γνωμοδότηση εκδίδεται άμεσα και σε κάθε περίπτωση πριν από τη λήξη της περιόδου εκτίμησης που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο. 4. Η Αρχή δύναται, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, να παρέχει τεχνικές συμβουλές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2. Άρθρο 16β Ερωτήσεις και απαντήσεις 1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις στην Αρχή σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης, σχετικά με την πρακτική εφαρμογή ή τη μεταφορά των διατάξεων των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, τις σχετικές κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδονται βάσει των εν λόγω νομοθετικών πράξεων. Πριν από την υποβολή ερώτησης προς την Αρχή, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα εξετάζουν εάν θα απευθύνουν πρώτα την ερώτηση στην αρμόδια αρχή τους. Πριν δημοσιεύσει τις απαντήσεις σε παραδεκτές ερωτήσεις, η Αρχή δύναται να ζητεί περαιτέρω διευκρινίσεις για τις ερωτήσεις που υποβάλλει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο. 2. Οι απαντήσεις της Αρχής στις ερωτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν είναι δεσμευτικές. Η απάντηση καθίσταται διαθέσιμη τουλάχιστον στη γλώσσα στην οποία υποβλήθηκε η ερώτηση. 3. Η Αρχή δημιουργεί και διατηρεί διαδικτυακό εργαλείο διαθέσιμο στον ιστότοπό της για την υποβολή ερωτήσεων και την έγκαιρη δημοσίευση όλων των ερωτήσεων που ελήφθησαν καθώς και όλων των απαντήσεων σε όλες τις παραδεκτές ερωτήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, εκτός εάν η δημοσίευση έρχεται σε σύγκρουση με το έννομο συμφέρον των προσώπων αυτών ή συνεπάγεται κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η Αρχή δύναται να απορρίπτει ερωτήσεις που δεν προτίθεται να απαντήσει. Οι ερωτήσεις που απορρίπτονται δημοσιεύονται από την Αρχή στον ιστότοπό της για περίοδο δύο μηνών. 4. Τρία μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου, μπορούν να ζητήσουν από το συμβούλιο εποπτών να αποφασίσει δυνάμει του άρθρου 44 εάν θα αντιμετωπίσει το ζήτημα της παραδεκτής ερώτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στις κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16, να ζητήσει συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37, να εξετάζει ερωτήσεις και απαντήσεις σε κατάλληλα διαστήματα, να διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις ή να αναλύει τις ενδεχόμενες συναφείς δαπάνες και οφέλη. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και τον αντίκτυπο των υπό εξέταση σχεδίων ερωτήσεων και απαντήσεων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Σε περίπτωση συμμετοχής της ομάδας συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37, υφίσταται καθήκον εμπιστευτικότητας. 5. Η Αρχή διαβιβάζει τις ερωτήσεις για τις οποίες απαιτείται ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου στην Επιτροπή. Η Αρχή δημοσιεύει τυχόν απαντήσεις που παρέχει η Επιτροπή.». |
13) |
Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:
|
14) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 17α Προστασία των καταγγελλόντων 1. Η Αρχή διαθέτει ειδικούς διαύλους καταγγελίας για την παραλαβή και τον χειρισμό πληροφοριών που παρέχονται από καταγγέλλοντα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προβαίνει σε καταγγελία για πραγματικές ή δυνητικές περιπτώσεις παραβίασης, κατάχρησης ή μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. 2. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν καταγγελία μέσω των εν λόγω διαύλων προστατεύονται έναντι αντιποίνων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*20), κατά περίπτωση. 3. Η Αρχή διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες μπορούν να υποβάλλονται ανώνυμα ή εμπιστευτικά και με ασφάλεια. Όταν η Αρχή θεωρεί ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες περιλαμβάνουν αποδείξεις ή σοβαρές ενδείξεις για ουσιώδεις παραβάσεις, παρέχει ανατροφοδότηση στον καταγγέλλοντα. (*20) Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ L 305 της 26.11.2019, σ. 17.)»." |
15) |
Στο άρθρο 18, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Αν το Συμβούλιο έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον η συντονισμένη δράση από αρμόδιες αρχές είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης ή την προστασία των πελατών και των καταναλωτών, η Αρχή δύναται να εκδίδει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές, διασφαλίζοντας ότι τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις.». |
16) |
Το άρθρο 19 τροποποιείται ως εξής:
|
17) |
Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:
|
18) |
Το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:
|
19) |
Στο άρθρο 23, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Η Αρχή, σε συνεννόηση με το ΕΣΣΚ, αναπτύσσει κριτήρια για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου, καθώς και κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης, που περιλαμβάνει αξιολόγηση του ενδεχόμενου αύξησης, υπό συνθήκες πίεσης, του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν ή στον οποίο εκτίθενται τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένου του συστημικού κινδύνου που σχετίζεται με το περιβάλλον. Τα χρηματοοικονομικά αυτά ιδρύματα τα οποία ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία και, όποτε απαιτείται, στις διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 25.». |
20) |
Στο άρθρο 27 παράγραφος 2, το τρίτο εδάφιο διαγράφεται. |
21) |
Το άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:
|
22) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 29α Στρατηγικές εποπτικές προτεραιότητες της Ένωσης Μετά από συζήτηση στο συμβούλιο εποπτών και λαμβάνοντας υπόψη τις συνεισφορές που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, τις τρέχουσες εργασίες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και τις αναλύσεις, τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις που δημοσιεύονται από το ΕΣΣΚ, η Αρχή προσδιορίζει, τουλάχιστον ανά τριετία έως τις 31 Μαρτίου, μέχρι δύο προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις μελλοντικές εξελίξεις και τάσεις. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω προτεραιότητες κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων εργασίας τους και ενημερώνουν την Αρχή σχετικά. Η Αρχή συζητά τις σχετικές δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών το επόμενο έτος και συνάγει συμπεράσματα. Η Αρχή συζητά πιθανές επακόλουθες ενέργειες που μπορούν να περιλαμβάνουν κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις προς τις αρμόδιες αρχές και αξιολογήσεις από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα. Οι προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας που καθορίζει η Αρχή δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν τις δικές τους βέλτιστες πρακτικές, ενεργώντας με βάση τις δικές τους πρόσθετες προτεραιότητες και εξελίξεις, και να λαμβάνουν υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες.». |
23) |
Το άρθρο 30 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 30 Αξιολογήσεις αρμόδιων αρχών από ομοτίμους 1. Η Αρχή διεξάγει περιοδικά αξιολογήσεις ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών από ομοτίμους, με σκοπό την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας και της αποτελεσματικότητας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Προς τον σκοπό αυτόν, η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική εκτίμηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρμόδιων αρχών που εξετάζονται. Κατά τον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση αξιολογήσεων από ομοτίμους, λαμβάνονται υπόψη υπάρχουσες πληροφορίες και οι αξιολογήσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί σχετικά με την οικεία αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συναφών πληροφοριών που παρέχονται στην Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 35 και κάθε συναφούς πληροφορίας από τους συμφεροντούχους. 2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η Αρχή συστήνει ad hoc επιτροπές αξιολόγησης από ομοτίμους, αποτελούμενες από προσωπικό της Αρχής και μέλη των αρμόδιων αρχών. Η προεδρία των επιτροπών αξιολόγησης από ομοτίμους ασκείται από μέλος του προσωπικού της Αρχής. Ο πρόεδρος, κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης για συμμετοχή, προτείνει τον πρόεδρο και τα μέλη επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους, που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών. Η πρόταση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εκτός εάν, εντός 10 ημερών από την πρόταση του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών εκδώσει απορριπτική απόφαση. 3. Η αξιολόγηση από ομοτίμους περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αξιολόγηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:
4. Η Αρχή εκδίδει έκθεση με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Η εν λόγω έκθεση αξιολόγησης από ομοτίμους εκπονείται από την επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους και εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 3α. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αυτής, η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης, προκειμένου να διατηρηθεί η συνέπεια με άλλες εκθέσεις αξιολόγησης από ομοτίμους και να διασφαλιστούν ίσοι όροι. Το συμβούλιο διοίκησης αξιολογεί ιδίως αν έχει εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο η μεθοδολογία. Στην εν λόγω έκθεση επεξηγούνται και υποδεικνύονται τα μέτρα επακολούθησης που κρίνονται ενδεδειγμένα, αναλογικά και αναγκαία ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Τα εν λόγω μέτρα επακολούθησης μπορούν να διατυπωθούν υπό μορφή κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 και γνωμών σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 στοιχείο α). Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται. Κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 ή κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16, η Αρχή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους παράλληλα με οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, προκειμένου να διασφαλίσει τη σύγκλιση εποπτικών πρακτικών ύψιστης ποιότητας. 5. Η Αρχή υποβάλλει γνώμη στην Επιτροπή όποτε, έχοντας υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, θεωρεί ότι θα ήταν αναγκαία περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων της Ένωσης που εφαρμόζονται στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή στις αρμόδιες αρχές από ενωσιακή άποψη. 6. Η Αρχή καταρτίζει έκθεση επακολούθησης μετά την παρέλευση δύο ετών από τη δημοσίευση της έκθεσης αξιολόγησης από ομότιμους. Την έκθεση επακολούθησης συντάσσει η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους και εγκρίνει το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 3α. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αυτής, η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης, με σκοπό να διατηρηθεί η συνέπεια με άλλες εκθέσεις παρακολούθησης. Η έκθεση επακολούθησης περιλαμβάνει εκτίμηση, μεταξύ άλλων, της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας των ενεργειών στις οποίες προέβησαν οι αρμόδιες αρχές που υπόκεινται σε αξιολόγηση από ομοτίμους ανταποκρινόμενες στα μέτρα επακολούθησης που περιέχονταν στην έκθεση αξιολόγησης από ομότιμους. 7. Η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές που υπόκεινται στην αξιολόγηση από ομοτίμους, προσδιορίζει τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Η Αρχή δημοσιοποιεί τα αιτιολογημένα κύρια πορίσματα της αξιολόγησης από ομοτίμους και της έκθεσης παρακολούθησης που αναφέρεται στην παράγραφο 6. Σε περίπτωση που τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της Αρχής διαφέρουν από αυτά που έχει προσδιορίσει η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους, η Αρχή διαβιβάζει, σε εμπιστευτική βάση, τα ευρήματα της επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Όταν η αρμόδια αρχή που υπόκειται στην αξιολόγηση από ομοτίμους ανησυχεί ότι η δημοσίευση των αιτιολογημένων κύριων ευρημάτων της Αρχής θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, έχει τη δυνατότητα να παραπέμψει το θέμα στο συμβούλιο εποπτών. Το συμβούλιο εποπτών δύναται να αποφασίσει να μην δημοσιεύσει τα εν λόγω αποσπάσματα. 8. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει πρόταση προγράμματος εργασίας για τις αξιολογήσεις από ομοτίμους όσον αφορά τα επόμενα δύο έτη, η οποία λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τα διδάγματα από τις προηγούμενες διαδικασίες αξιολόγησης από ομοτίμους και τις συζητήσεις των ομάδων συντονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 45β. Το σχέδιο εργασίας για τις αξιολογήσεις από ομοτίμους αποτελεί χωριστό τμήμα του ετήσιου και πολυετούς προγράμματος εργασίας. Το σχέδιο δημοσιοποιείται. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης ή απρόβλεπτων γεγονότων, η Αρχή μπορεί να αποφασίσει τη διενέργεια πρόσθετων αξιολογήσεων από ομοτίμους.». |
24) |
Το άρθρο 31 τροποποιείται ως εξής:
|
25) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 31α Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την καταλληλότητα και την εντιμότητα Η Αρχή, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), δημιουργούν σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με την εκτίμηση της καταλληλότητας και της εντιμότητας των κατόχων ειδικών συμμετοχών, των διευθυντών και των βασικών αρμοδίων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.». |
26) |
Το άρθρο 32 τροποποιείται ως εξής:
|
27) |
Το άρθρο 33 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 33 Διεθνείς σχέσεις συμπεριλαμβανομένης της ισοδυναμίας 1. Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των ενωσιακών θεσμικών οργάνων, η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να συνάπτει διοικητικές ρυθμίσεις με ρυθμιστικές αρχές, εποπτικές αρχές και, κατά περίπτωση, αρχές εξυγίανσης, διεθνείς οργανισμούς και τους διοικητικούς φορείς τρίτων χωρών. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις στην Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε αποτρέπουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους από τη σύναψη διμερών ή πολυμερών ρυθμίσεων με αυτές τις τρίτες χώρες. Εάν μια τρίτη χώρα, σύμφωνα με την ισχύουσα κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θεσπίστηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, περιλαμβάνεται στον κατάλογο χωρών που παρουσιάζουν στρατηγικές ανεπάρκειες στα εθνικά τους συστήματα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες συνεπάγονται σημαντικές απειλές για το χρηματοοικονομικό σύστημα της Ένωσης, η Αρχή δεν συνάπτει διοικητικές ρυθμίσεις με τις ρυθμιστικές αρχές, τις εποπτικές αρχές και, κατά περίπτωση, τις αρχές εξυγίανσης της εν λόγω τρίτης χώρας. Αυτό δεν αποκλείει άλλες μορφές συνεργασίας μεταξύ της Αρχής και των αντίστοιχων αρχών των τρίτων χωρών, με σκοπό τη μείωση των απειλών για το χρηματοοικονομικό σύστημα της Ένωσης. 2. Η Αρχή επικουρεί την Επιτροπή στην εκπόνηση αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά ρυθμιστικά καθεστώτα και καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες κατόπιν συγκεκριμένου αιτήματος της Επιτροπής για παροχή συμβουλών ή εφόσον απαιτείται από τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2. 3. Η Αρχή παρακολουθεί, με ιδιαίτερη έμφαση στις επιπτώσεις τους στη χρηματοοικονομική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των επενδυτών ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, τις σχετικές ρυθμιστικές και, κατά περίπτωση, τις εξελίξεις σε επίπεδο εξυγίανσης, καθώς και τις πρακτικές επιβολής και τις εξελίξεις της αγοράς σε τρίτες χώρες, στον βαθμό που αφορούν τις αξιολογήσεις ισοδυναμίας βάσει επικινδυνότητας, για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις ισοδυναμίας από την Επιτροπή σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2. Επιπλέον, επαληθεύει αν εξακολουθούν να πληρούνται τα κριτήρια, βάσει των οποίων έχουν ληφθεί οι εν λόγω αποφάσεις ισοδυναμίας, και οποιεσδήποτε προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτές. Η Αρχή μπορεί να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών. Η Αρχή υποβάλλει εμπιστευτική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), στην οποία συνοψίζονται τα ευρήματά της που προκύπτουν από την παρακολούθηση όλων των ισοδύναμων τρίτων χωρών. Η έκθεση επικεντρώνεται ιδίως στις επιπτώσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των επενδυτών ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Όταν η Αρχή εντοπίζει σχετικές εξελίξεις όσον αφορά τις πρακτικές ρύθμισης, εποπτείας ή, κατά περίπτωση, εξυγίανσης, ή επιβολής στις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, οι οποίες ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της, στην ακεραιότητα της αγοράς, στην προστασία των επενδυτών ή στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σε εμπιστευτική βάση και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. 4. Με την επιφύλαξη των ειδικών απαιτήσεων που προβλέπονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και με την επιφύλαξη των όρων της δεύτερης περιόδου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Αρχή συνεργάζεται όταν είναι δυνατό με τις σχετικές αρμόδιες αρχές και κατά περίπτωση επίσης με τις αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών των οποίων τα ρυθμιστικά και εποπτικά καθεστώτα έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα. Καταρχήν, η εν λόγω συνεργασία λαμβάνει χώρα βάσει των διοικητικών ρυθμίσεων οι οποίες συνάπτονται με τις σχετικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Κατά τη διαπραγμάτευση τέτοιου είδους διοικητικών ρυθμίσεων, η Αρχή περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τα εξής:
Η Αρχή ενημερώνει την Επιτροπή όταν αρμόδια αρχή τρίτης χώρας αρνείται να συνάψει τέτοιου είδους διοικητικές ρυθμίσεις ή αρνείται να συνεργαστεί αποτελεσματικά. 5. Η Αρχή μπορεί να καταρτίσει πρότυπες διοικητικές ρυθμίσεις, με σκοπό την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών εντός της Ένωσης και την ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού. Οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να ακολουθήσουν τέτοιου είδους πρότυπες ρυθμίσεις. Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς ή διοικήσεις τρίτων χωρών, τη συνδρομή της Αρχής προς την Επιτροπή για την προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας και σχετικά με την παρακολούθηση από την Αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. 6. Στο πλαίσιο των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος κανονισμού και των νομοθετικών πράξεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή συμβάλλει στην ενιαία, κοινή, συνεπή και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων της Ένωσης στα διεθνή φόρουμ.». |
28) |
Το άρθρο 34 απαλείφεται. |
29) |
Το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:
|
30) |
Το άρθρο 37 τροποποιείται ως εξής:
|
31) |
Το άρθρο 39 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 39 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων 1. Η Αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου όταν εκδίδει αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 17, 18 και 19. 2. Η Αρχή ενημερώνει κάθε αποδέκτη απόφασης στην επίσημη γλώσσα του σχετικά με την πρόθεσή της να εκδώσει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το αντικείμενο της απόφασης, λαμβανόμενου πλήρως υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα, της πολυπλοκότητας και των ενδεχόμενων συνεπειών του θέματος. Ο αποδέκτης μπορεί να εκφράσει τις απόψεις του στην επίσημη γλώσσα του. Η διάταξη που θεσπίζεται στην πρώτη περίοδο της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 3. 3. Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται. 4. Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. 5. Εάν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή 4, επανεξετάζει την εν λόγω απόφαση σε ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα. 6. Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 17, 18 ή 19 δημοσιοποιούνται. Η δημοσιοποίηση γνωστοποιεί την ταυτότητα της οικείας αρμόδιας αρχής ή του οικείου χρηματοοικονομικού ιδρύματος και το βασικό περιεχόμενο της απόφασης, εκτός εάν η εν λόγω δημοσιοποίηση αντίκειται στο έννομο συμφέρον των εν λόγω χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή στην προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης.». |
32) |
Το άρθρο 40 τροποποιείται ως εξής:
|
33) |
Τα άρθρα 41 και 42 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 41 Εσωτερικές επιτροπές 1. Το συμβούλιο εποπτών, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του προέδρου, μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές για συγκεκριμένα καθήκοντα που του ανατίθενται. Το συμβούλιο εποπτών, κατόπιν αιτήματος του συμβουλίου διοίκησης ή του προέδρου, μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο συμβούλιο διοίκησης. Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές, στο συμβούλιο διοίκησης ή στον πρόεδρο. 2. Για τους σκοπούς του άρθρου 17 και με την επιφύλαξη του ρόλου της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 9α παράγραφος 7, ο πρόεδρος προτείνει απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, η οποία εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Τα άλλα έξι μέλη δεν είναι εκπρόσωποι της αρμόδιας αρχής που πιθανολογείται ότι παραβίασε το ενωσιακό δίκαιο και δεν έχουν κανένα συμφέρον επί του θέματος ούτε άμεσους δεσμούς με την οικεία αρμόδια αρχή. Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο. Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη. 3. Για τους σκοπούς του άρθρου 19 και με την επιφύλαξη του ρόλου της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 9α παράγραφος 7, ο πρόεδρος προτείνει απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, η οποία εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Τα άλλα έξι μέλη δεν είναι εκπρόσωποι των αρμόδιων αρχών που είναι μέρη της διαφωνίας και δεν έχουν κανένα συμφέρον στο ζήτημα ούτε άμεσους δεσμούς με τις οικείες αρμόδιες αρχές. Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο. Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη. 4. Για τους σκοπούς της διεξαγωγής της έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, ο πρόεδρος δύναται να προτείνει απόφαση για την έναρξη της έρευνας και απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, πρόταση που πρέπει να εγκριθεί από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο. Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη. 5. Οι επιτροπές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου ή ο πρόεδρος προτείνουν αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 17 ή του άρθρου 19, με εξαίρεση τα θέματα που αφορούν την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών. Η επιτροπή που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών το αποτέλεσμα της έρευνας που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο. 6. Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό των ανεξάρτητων ομάδων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο. Άρθρο 42 Ανεξαρτησία του συμβουλίου εποπτών 1. Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που τους ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, τα μέλη του συμβουλίου εποπτών ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά, αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και ούτε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα. 2. Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. 3. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών, ο πρόεδρος, καθώς και οι εκπρόσωποι και οι παρατηρητές που συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών χωρίς δικαίωμα ψήφου, δηλώνουν, πριν από τις συνεδριάσεις αυτές, με ακριβή και πλήρη τρόπο την απουσία ή την ύπαρξη κάθε συμφέροντος που ενδέχεται να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους σε σχέση με οποιαδήποτε σημεία της ημερήσιας διάταξης, και απέχουν από τη συμμετοχή στη συζήτηση και την ψηφοφορία των εν λόγω σημείων. 4. Το συμβούλιο εποπτών καθορίζει στον εσωτερικό κανονισμό του, τις πρακτικές ρυθμίσεις για τον κανόνα της δήλωσης συμφερόντων που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και για την πρόληψη και τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων.». |
34) |
Το άρθρο 43 τροποποιείται ως εξής:
|
35) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 43α Διαφάνεια των αποφάσεων που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών Με την επιφύλαξη του άρθρου 70, εντός έξι εβδομάδων από τη συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών, η Αρχή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τουλάχιστον, πλήρη και ουσιαστικά πρακτικά των εργασιών της εν λόγω συνεδρίασης τα οποία καθιστούν δυνατή την πλήρη κατανόηση των συζητήσεων, συμπεριλαμβανομένου ενός σχολιασμένου καταλόγου των αποφάσεων. Τα πρακτικά αυτά δεν αποτυπώνουν τις συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.». |
36) |
Το άρθρο 44 τροποποιείται ως εξής:
|
37) |
Το άρθρο 45 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 45 Σύνθεση 1. Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτείται από τον πρόεδρο και έξι μέλη του συμβουλίου εποπτών, που εκλέγονται από τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου. Εκτός από τον πρόεδρο, για κάθε μέλος του συμβουλίου διοίκησης υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να το αντικαθιστά, αν κωλύεται να παραστεί. 2. Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμισι έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ένωση στο σύνολό της. Το συμβούλιο διοίκησης περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο εκπροσώπους από μη συμμετέχοντα κράτη μέλη. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής. 3. Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης συγκαλούνται από τον πρόεδρο με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος ενός εκ των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο. Το συμβούλιο διοίκησης συνέρχεται πριν από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών και όσο συχνά το συμβούλιο διοίκησης το κρίνει απαραίτητο. Συνέρχεται τουλάχιστον πέντε φορές τον χρόνο. 4. Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης μπορούν, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Οι συμμετέχοντες χωρίς δικαίωμα ψήφου δεν παρίστανται σε οποιεσδήποτε συζητήσεις του συμβουλίου διοίκησης όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.». |
38) |
παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 45α Λήψη αποφάσεων 1. Οι αποφάσεις του συμβουλίου διοίκησης εγκρίνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του, ενώ επιδιώκεται η επίτευξη συναίνεσης. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Ο πρόεδρος είναι μέλος με δικαίωμα ψήφου. 2. Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 63. 3. Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του. Άρθρο 45β Ομάδες συντονισμού 1. Το συμβούλιο διοίκησης μπορεί να συγκροτεί ομάδες συντονισμού με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής για συγκεκριμένα θέματα για τα οποία ενδέχεται να απαιτείται συντονισμός λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες εξελίξεις της αγοράς. Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτεί ομάδες συντονισμού για συγκεκριμένα θέματα κατόπιν αιτήματος πέντε μελών του συμβουλίου εποπτών. 2. Όλες οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις ομάδες συντονισμού και παρέχουν σε αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 35, τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να μπορούν να ασκούν τα συντονιστικά καθήκοντά τους σύμφωνα με την εντολή τους. Το έργο των ομάδων συντονισμού βασίζεται στις πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές και σε τυχόν ευρήματα που προσδιορίζονται από την Αρχή. 3. Η προεδρία των ομάδων ασκείται από μέλος του συμβουλίου διοίκησης. Κάθε χρόνο, το αντίστοιχο μέλος του συμβουλίου διοίκησης που είναι υπεύθυνο για την ομάδα συντονισμού υποβάλλει έκθεση στο συμβούλιο εποπτών σχετικά με τα κύρια στοιχεία των συζητήσεων και των ευρημάτων και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, υποβάλλει πρόταση για κανονιστική παρακολούθηση ή αξιολόγηση από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Αρχή τον τρόπο με τον οποίο έλαβαν υπόψη τις εργασίες των ομάδων συντονισμού στις δραστηριότητές τους. 4. Κατά την παρακολούθηση των εξελίξεων της αγοράς που ενδέχεται να βρίσκονται στο επίκεντρο των συντονιστικών ομάδων, η Αρχή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 35 να παράσχουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες ώστε να μπορέσει η Αρχή να διαδραματίσει τον ρόλο της όσον αφορά την παρακολούθηση.». |
39) |
Το άρθρο 46 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 46 Ανεξαρτησία του συμβουλίου διοίκησης Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το αποκλειστικό συμφέρον της Ένωσης συνολικά και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα. Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.». |
40) |
Το άρθρο 47 τροποποιείται ως εξής:
|
41) |
Το άρθρο 48 τροποποιείται ως εξής:
|
42) |
Το άρθρο 49 τροποποιείται ως εξής:
|
43) |
Το άρθρο 49α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 49α Δαπάνες Ο πρόεδρος δημοσιοποιεί όλες τις συνεδριάσεις που διεξήχθησαν με εξωτερικούς ενδιαφερομένους εντός δύο εβδομάδων από τη συνεδρίαση και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρίζονται δημοσίως σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.». |
44) |
Το άρθρο 50 απαλείφεται. |
45) |
Το άρθρο 54 τροποποιείται ως εξής:
|
46) |
Το άρθρο 55 τροποποιείται ως εξής:
|
47) |
Τα άρθρα 56 και 57 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 56 Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο κεφάλαιο II του παρόντος κανονισμού και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή επιδιώκει να καταλήξει με συναίνεση σε κοινές θέσεις, ανάλογα με την περίπτωση, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών). Αν απαιτείται από την ενωσιακή νομοθεσία, τα μέτρα βάσει των άρθρων 10 έως 16 και οι αποφάσεις βάσει των άρθρων 17, 18 και 19 του παρόντος κανονισμού που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και που εμπίπτουν επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών), εγκρίνονται παράλληλα, ανάλογα με την περίπτωση, από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών). Άρθρο 57 Υποεπιτροπές 1. Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί υποεπιτροπές με σκοπό την προετοιμασία σχεδίων κοινών θέσεων και κοινών πράξεων για λογαριασμό της Μεικτής Επιτροπής. 2. Κάθε υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής. 3. Κάθε υποεπιτροπή εκλέγει πρόεδρο μεταξύ των εκπροσώπων των σχετικών αρμόδιων αρχών, ο οποίος είναι επίσης παρατηρητής στη Μεικτή Επιτροπή. 4. Για τους σκοπούς του άρθρου 56, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μεικτή Επιτροπή. 5. Η Μεικτή Επιτροπή δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της όλες τις υποεπιτροπές που έχουν συσταθεί, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων τους και καταλόγου των μελών τους με τα αντίστοιχα καθήκοντά τους στην υποεπιτροπή.». |
48) |
Το άρθρο 58 τροποποιείται ως εξής:
|
49) |
Στο άρθρο 59, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών και το προσωπικό της Αρχής που παρέχει επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός από τους διαδίκους ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.». |
50) |
Στο άρθρο 60, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Η προσφυγή, συνοδευόμενη από αιτιολογικό υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα κατά την οποία η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της. Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός τριών μηνών από την άσκησή της.». |
51) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 60α Υπέρβαση αρμοδιότητας από την Αρχή Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να αποστέλλει αιτιολογημένη συμβουλή στην Επιτροπή, εάν το πρόσωπο αυτό είναι της γνώμης ότι η Αρχή έχει υπερβεί την αρμοδιότητά της, ενεργώντας μη συμφώνως με την αρχή της αναλογικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 5, όταν ενεργεί σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 16β, και αυτό αφορά άμεσα και ατομικά το εν λόγω πρόσωπο.». |
52) |
Το άρθρο 62 παράγραφος 1, τροποποιείται ως εξής:
|
53) |
Τα άρθρα 63, 64 και 65 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 63 Κατάρτιση του προϋπολογισμού 1. Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσωρινό σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού της Αρχής για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη, στο οποίο παρουσιάζονται οι προβλέψεις εσόδων και δαπανών, καθώς και πληροφορίες σχετικά με το προσωπικό, με βάση τον ετήσιο και τον πολυετή προγραμματισμό της Αρχής, και το διαβιβάζει στο συμβούλιο διοίκησης και στο συμβούλιο εποπτών, μαζί με το οργανόγραμμα. 2. Το συμβούλιο εποπτών, βάσει του σχεδίου που έχει εγκριθεί από το συμβούλιο διοίκησης, εγκρίνει το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη. 3. Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού διαβιβάζεται από το συμβούλιο διοίκησης στην Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έως τις 31 Ιανουαρίου. 4. Λαμβανομένου υπόψη του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο του προϋπολογισμού της Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα και το ποσό της εξισορροπητικής συνεισφοράς που θα βαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ. 5. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν το οργανόγραμμα για την Αρχή. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν τις πιστώσεις για την εξισορροπητική συνεισφορά προς την Αρχή. 6. Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως. 7. Το συμβούλιο διοίκησης γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργο σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων. 8. Με την επιφύλαξη των άρθρων 266 και 267 του δημοσιονομικού κανονισμού, απαιτείται έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο οποιουδήποτε έργου μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της Αρχής, ιδίως όταν πρόκειται για έργο σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων, συμπεριλαμβανομένων των ρητρών διακοπής. Άρθρο 64 Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού 1. Ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί καθήκοντα διατάκτη και εκτελεί τον ετήσιο προϋπολογισμό της Αρχής. 2. Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει τους προσωρινούς λογαριασμούς της στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους. Το άρθρο 70 δεν εμποδίζει την Αρχή να παρέχει στο Ελεγκτικό Συνέδριο οποιεσδήποτε πληροφορίες ζητούνται από το Ελεγκτικό Συνέδριο και οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του. 3. Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους τα απαιτούμενα λογιστικά στοιχεία που απαιτούνται για την ενοποίηση, με τον τρόπο και τη μορφή που έχει οριστεί από τον υπόλογο της Επιτροπής. 4. Επίσης, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει, μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους, την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. 5. Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 246 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο υπόλογος της Αρχής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής. Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει τους εν λόγω λογαριασμούς στο συμβούλιο εποπτών, το οποίο διατυπώνει γνώμη επί των λογαριασμών αυτών. 6. Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει, μέχρι την 1η Ιουλίου του επόμενου έτους, τους οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του συμβουλίου εποπτών, στον υπόλογο της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει επίσης στον υπόλογο της Επιτροπής, έως την 15η Ιουνίου κάθε έτους, δέσμη εκθέσεων που έχει καταρτίσει, σε τυποποιημένη μορφή σύμφωνα με τα όσα έχει ορίσει ο υπόλογος της Επιτροπής για λόγους ενοποίησης. 7. Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 15 Νοεμβρίου του επόμενου έτους. 8. Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεων του τελευταίου επίσης και διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο συμβούλιο διοίκησης και στην Επιτροπή. 9. Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 261 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος. 10. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, χορηγεί, πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, απαλλαγή στην Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν. 11. Η Αρχή διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη για τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κάθε άλλη παρατήρηση που διατυπώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διαδικασία απαλλαγής. Άρθρο 65 Δημοσιονομικοί κανόνες Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το συμβούλιο διοίκησης μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής (*23) εκτός εάν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες για τη λειτουργία της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής. (*23) Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που δημιουργούνται δυνάμει της ΣΛΕΕ και της Συνθήκης Ευρατόμ και αναφέρονται στο άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 122 της 10.5.2019, σ. 1).»." |
54) |
Στο άρθρο 66, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζεται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*24) (*24) Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).»." |
55) |
Το άρθρο 70 τροποποιείται ως εξής:
|
56) |
Το άρθρο 71 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 71 Προστασία δεδομένων Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*26) κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της. (*26) Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).»." |
57) |
Στο άρθρο 72, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.». |
58) |
Στο άρθρο 74, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος για το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά τη λήψη της έγκρισης του συμβουλίου διοίκησης.». |
59) |
Το άρθρο 76 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 76 Σχέση με την επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της επιτροπής ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας (ΕΕΑΤΕ). Έως την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, όλα τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της ΕΕΑΤΕ μεταφέρονται αυτομάτως στην Αρχή. Η ΕΕΑΤΕ συντάσσει κατάσταση στην οποία εμφαίνεται η κατάσταση ενεργητικού και παθητικού της κατά την ημερομηνία της μεταφοράς αυτής. Η εν λόγω κατάσταση ελέγχεται και εγκρίνεται από την ΕΕΑΤΕ και από την Επιτροπή.». |
60) |
Το άρθρο 81 τροποποιείται ως εξής:
|
Άρθρο 2
Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010
Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 τροποποιείται ως εξής:
1) |
Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:
|
2) |
Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:
|
3) |
Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 3 Υποχρέωση λογοδοσίας των Αρχών 1. Οι αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ) είναι υπόλογες έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. 2. Σύμφωνα με το άρθρο 226 ΣΛΕΕ, η Αρχή συνεργάζεται πλήρως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια οποιωνδήποτε ερευνών διεξάγονται δυνάμει του εν λόγω άρθρου. 3. Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, και διαβιβάζει, ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους, την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Η έκθεση δημοσιοποιείται. 4. Κατόπιν αιτήσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο πρόεδρος συμμετέχει σε ακρόαση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις επιδόσεις της Αρχής. Πραγματοποιείται ακρόαση τουλάχιστον ετησίως. Ο πρόεδρος προβαίνει σε δήλωση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του, όποτε ζητηθεί. 5. Ο πρόεδρος υποβάλλει έγγραφη έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Αρχής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όποτε ζητηθεί και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν προβεί στη δήλωση που προβλέπει η παράγραφος 4. 6. Πέρα από τις πληροφορίες που μνημονεύονται στα άρθρα 11 έως 18 και στα άρθρα 20 και 33, η έκθεση συμπεριλαμβάνει κάθε σχετική πληροφορία που έχει ζητήσει ad hoc το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. 7. Η Αρχή απαντά προφορικώς ή γραπτώς σε κάθε ερώτηση που απευθύνεται στην ίδια από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός πέντε εβδομάδων από την παραλαβή της. 8. Κατόπιν αιτήσεως, ο πρόεδρος πραγματοποιεί, κεκλεισμένων των θυρών, εμπιστευτικές προφορικές συζητήσεις με τον πρόεδρο, τους αντιπροέδρους και τους συντονιστές της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όλοι οι συμμετέχοντες τηρούν τις απαιτήσεις περί επαγγελματικού απορρήτου. 9. Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας που απορρέουν από τη συμμετοχή σε διεθνή φόρουμ, η Αρχή ενημερώνει, κατόπιν αιτήματος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη συμβολή της στην ενιαία, κοινή, συνεπή και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων της Ένωσης στα εν λόγω διεθνή φόρουμ.». |
4) |
Στο άρθρο 4 σημείο 2), το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
5) |
Στο άρθρο 7 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: «Ο καθορισμός της τοποθεσίας της έδρας της Αρχής δεν επηρεάζει την εκτέλεση των καθηκόντων και εξουσιών της, την οργάνωση της δομής διακυβέρνησής της, τη λειτουργία της κύριας οργάνωσής της ή την κύρια χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της, επιτρέποντας, κατά περίπτωση, την από κοινού χρήση με τους οργανισμούς της Ένωσης υπηρεσιών διοικητικής στήριξης και υπηρεσιών διαχείρισης εγκαταστάσεων οι οποίες δεν συνδέονται με τις κύριες δραστηριότητες της Αρχής.». |
6) |
Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:
|
7) |
Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:
|
8) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 9α Επιστολές μη ανάληψης δράσης 1. Η Αρχή λαμβάνει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν θεωρεί ότι η εφαρμογή μίας από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιωνδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που βασίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις ενδέχεται να εγείρει σημαντικά ζητήματα, για έναν από τους ακόλουθους λόγους:
2. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Αρχή απευθύνει στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή έγγραφη λεπτομερή περιγραφή των ζητημάτων που θεωρεί ότι υφίστανται. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), η Αρχή γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που, κατά την κρίση της Αρχής, αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της. Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, η Αρχή αξιολογεί το συντομότερο δυνατόν την ανάγκη να εγκρίνει σχετικές κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16. Η Αρχή ενεργεί με ταχείες διαδικασίες, ιδίως με σκοπό να συμβάλει στην πρόληψη των ζητημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όποτε αυτό είναι δυνατόν. 3. Εφόσον απαιτείται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και εν αναμονή της έγκρισης και της εφαρμογής νέων μέτρων σε συνέχεια των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Αρχή εκδίδει γνώμες σχετικά με συγκεκριμένες διατάξεις των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, με σκοπό την προώθηση συνεκτικών, αποδοτικών και αποτελεσματικών πρακτικών εποπτείας και επιβολής, καθώς και της κοινής, ενιαίας και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. 4. Όταν, βάσει των πληροφοριών που λαμβάνονται, ιδίως από τις αρμόδιες αρχές, η Αρχή θεωρεί ότι οποιαδήποτε από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιαδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστική πράξη που βασίζεται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις εγείρει σημαντικά έκτακτα ζητήματα που αφορούν την εμπιστοσύνη της αγοράς, την προστασία των καταναλωτών, των πελατών ή των επενδυτών, την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων, ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, απευθύνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση επιστολή στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή, στην οποία περιγράφει λεπτομερώς τα ζητήματα που θεωρεί ότι υφίστανται. Η Αρχή δύναται να γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της.». |
9) |
Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:
|
10) |
Στο άρθρο 13 παράγραφος 1, απαλείφεται το δεύτερο εδάφιο. |
11) |
Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής:
|
12) |
Το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:
|
13) |
Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 16α Γνωμοδοτήσεις 1. Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της. 2. Το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιλαμβάνει δημόσια διαβούλευση ή τεχνική ανάλυση. 3. Όσον αφορά τις προληπτικές αξιολογήσεις των συγχωνεύσεων και αποκτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και για τις οποίες, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, απαιτείται διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές, να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνώμη για προληπτική εκτίμηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αφορούν τα κριτήρια του άρθρου 59 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Η γνώμη εκδίδεται άμεσα και σε κάθε περίπτωση πριν από τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ. 4. Η Αρχή δύναται, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, να παρέχει τεχνικές συμβουλές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2. Άρθρο 16β Ερωτήσεις και απαντήσεις 1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών και των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις στην Αρχή σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης, σχετικά με την πρακτική εφαρμογή ή τη μεταφορά των διατάξεων των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, τις σχετικές κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδονται βάσει των εν λόγω νομοθετικών πράξεων. Πριν από την υποβολή ερώτησης προς την Αρχή, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα εξετάζουν εάν θα απευθύνουν πρώτα την ερώτηση στην αρμόδια αρχή τους. Πριν δημοσιεύσει τις απαντήσεις σε παραδεκτές ερωτήσεις, η Αρχή δύναται να ζητεί περαιτέρω διευκρινίσεις για τις ερωτήσεις που υποβάλλει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο. 2. Οι απαντήσεις της Αρχής στις ερωτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν είναι δεσμευτικές. Οι απαντήσεις καθίσταται διαθέσιμες τουλάχιστον στη γλώσσα που υποβλήθηκε η ερώτηση. 3. Η Αρχή δημιουργεί και διατηρεί διαδικτυακό εργαλείο διαθέσιμο στον ιστότοπό της για την υποβολή ερωτήσεων και την έγκαιρη δημοσίευση όλων των ερωτήσεων, που παραλήφθηκαν, καθώς και όλων των απαντήσεων σε όλες τις παραδεκτές ερωτήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, εκτός εάν η δημοσίευση έρχεται σε σύγκρουση με το έννομο συμφέρον των προσώπων αυτών ή συνεπάγεται κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η Αρχή δύναται να απορρίπτει ερωτήσεις που δεν προτίθεται να απαντήσει. Οι ερωτήσεις που απορρίπτονται δημοσιεύονται από την Αρχή στον ιστότοπό της για περίοδο δύο μηνών. 4. Τρία μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου, μπορούν να ζητήσουν από το συμβούλιο εποπτών να αποφασίσει, δυνάμει του άρθρο 44, εάν θα αντιμετωπίσει το ζήτημα της παραδεκτής ερώτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στις κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16, να ζητήσει συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37, να εξετάζει ερωτήσεις και απαντήσεις σε κατάλληλα διαστήματα, να διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις ή να αναλύει τις ενδεχόμενες συναφείς δαπάνες και οφέλη. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και τον αντίκτυπο των υπό εξέταση σχεδίων ερωτήσεων και απαντήσεων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Σε περίπτωση συμμετοχής της ομάδας συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37, υφίσταται καθήκον εμπιστευτικότητας. 5. Η Αρχή διαβιβάζει τις ερωτήσεις για τις οποίες απαιτείται ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου στην Επιτροπή. Η Αρχή δημοσιεύει τυχόν απαντήσεις που παρέχει η Επιτροπή.». |
14) |
Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:
|
15) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 17α Προστασία των καταγγελλόντων 1. Η Αρχή διαθέτει ειδικούς διαύλους καταγγελίας για την παραλαβή και τον χειρισμό πληροφοριών που παρέχονται από καταγγέλλοντα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προβαίνει σε καταγγελία για πραγματικές ή δυνητικές περιπτώσεις παραβίασης, κατάχρησης ή μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. 2. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν καταγγελία μέσω των εν λόγω διαύλων προστατεύονται έναντι αντιποίνων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*32) σχετικά με την προστασία των προσώπων που καταγγέλλουν παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης, κατά περίπτωση. 3. Η Αρχή διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες μπορούν να υποβάλλονται ανώνυμα ή εμπιστευτικά και με ασφάλεια. Όταν η Αρχή θεωρεί ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες περιλαμβάνουν αποδείξεις ή σοβαρές ενδείξεις για ουσιώδεις παραβάσεις, παρέχει ανατροφοδότηση στον καταγγέλλοντα. (*32) Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ L 305 της 26.11.2019, σ. 17.)»." |
16) |
Στο άρθρο 18, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Αν το Συμβούλιο έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον η συντονισμένη δράση από αρμόδιες αρχές είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης ή την προστασία των πελατών και των καταναλωτών, η Αρχή δύναται να εκδίδει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές, διασφαλίζοντας ότι τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις.»· |
17) |
Το άρθρο 19 τροποποιείται ως εξής:
|
18) |
Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:
|
19) |
Το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:
|
20) |
Στο άρθρο 23, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Η Αρχή, σε συνεννόηση με το ΕΣΣΚ, αναπτύσσει κριτήρια για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου, καθώς και κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης, που περιλαμβάνει αξιολόγηση του ενδεχόμενου αύξησης, υπό συνθήκες πίεσης, του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν ή στον οποίο εκτίθενται οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, συμπεριλαμβανομένου του συστημικού κινδύνου που σχετίζεται με το περιβάλλον. Οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές οι οποίοι ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία και, όποτε απαιτείται, στις διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 25.». |
21) |
Το άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:
|
22) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 29α Στρατηγικές εποπτικές προτεραιότητες της Ένωσης Μετά από συζήτηση στο συμβούλιο εποπτών και λαμβάνοντας υπόψη τις συνεισφορές που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, τις τρέχουσες εργασίες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και τις αναλύσεις, τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις που δημοσιεύονται από το ΕΣΣΚ, η Αρχή προσδιορίζει, τουλάχιστον ανά τριετία έως τις 31 Μαρτίου, έως δύο προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις μελλοντικές εξελίξεις και τάσεις. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω προτεραιότητες κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων εργασίας τους και ενημερώνουν σχετικά την Αρχή. Η Αρχή συζητά τις σχετικές δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών το επόμενο έτος και συνάγει συμπεράσματα. Η Αρχή συζητά πιθανές επακόλουθες ενέργειες κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις προς τις αρμόδιες αρχές και αξιολογήσεις από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα. Οι στρατηγικές ενωσιακής εμβέλειας δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν τις δικές τους βέλτιστες πρακτικές, ενεργώντας με βάση τις δικές τους πρόσθετες προτεραιότητες και εξελίξεις, και λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες.». |
23) |
Το άρθρο 30 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 30 Αξιολογήσεις αρμόδιων αρχών από ομοτίμους 1. Η Αρχή διεξάγει περιοδικά αξιολογήσεις ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών από ομοτίμους, με σκοπό την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας και της αποτελεσματικότητας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Προς τον σκοπό αυτόν, η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική εκτίμηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρμόδιων αρχών που εξετάζονται. Κατά τον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση αξιολογήσεων από ομοτίμους, λαμβάνονται υπόψη υπάρχουσες πληροφορίες και οι αξιολογήσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί σχετικά με την οικεία αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συναφών πληροφοριών που παρέχονται στην Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 35 και κάθε συναφούς πληροφορίας από τους συμφεροντούχους. 2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η Αρχή συστήνει ad hoc επιτροπές αξιολόγησης από ομοτίμους, αποτελούμενες από προσωπικό της Αρχής και μέλη των αρμόδιων αρχών. Η προεδρία των επιτροπών αξιολόγησης από ομοτίμους ασκείται από μέλος του προσωπικού της Αρχής. Ο πρόεδρος, κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης για συμμετοχή, προτείνει τον πρόεδρο και τα μέλη επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους, που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών. Η πρόταση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εκτός εάν, εντός 10 ημερών από την πρόταση του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών εκδώσει απορριπτική απόφαση. 3. Η αξιολόγηση από ομοτίμους περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αξιολόγηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:
4. Η Αρχή εκδίδει έκθεση με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Η εν λόγω έκθεση αξιολόγησης από ομοτίμους εκπονείται από την επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους και εγκρίνει το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 4. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αυτής, η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης, προκειμένου να διατηρηθεί η συνέπεια με άλλες εκθέσεις αξιολόγησης από ομοτίμους και να διασφαλιστούν ίσοι όροι. Το συμβούλιο διοίκησης αξιολογεί ιδίως αν έχει εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο η μεθοδολογία. Στην εν λόγω έκθεση επεξηγούνται και υποδεικνύονται τα μέτρα επακολούθησης που κρίνονται ενδεδειγμένα, αναλογικά και αναγκαία ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Τα εν λόγω μέτρα επακολούθησης μπορούν να διατυπωθούν υπό μορφή κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 και γνωμών σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 στοιχείο α). Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται. Κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 ή κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16, η Αρχή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους παράλληλα με οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, προκειμένου να διασφαλίσει τη σύγκλιση εποπτικών πρακτικών ύψιστης ποιότητας. 5. Η Αρχή υποβάλλει γνώμη στην Επιτροπή όποτε, έχοντας υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, θεωρεί ότι θα ήταν αναγκαία περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων της Ένωσης που εφαρμόζονται στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή στις αρμόδιες αρχές από ενωσιακή άποψη. 6. Η Αρχή καταρτίζει έκθεση επακολούθησης μετά την παρέλευση δύο ετών από τη δημοσίευση της έκθεσης αξιολόγησης από ομότιμους. Την έκθεση επακολούθησης συντάσσει η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους και εγκρίνει το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 4. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αυτής, η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης, με σκοπό να διατηρηθεί η συνέπεια με άλλες εκθέσεις παρακολούθησης. Η έκθεση επακολούθησης περιλαμβάνει εκτίμηση, μεταξύ άλλων, της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας των ενεργειών στις οποίες προέβησαν οι αρμόδιες αρχές που υπόκεινται σε αξιολόγηση από ομοτίμους ανταποκρινόμενες στα μέτρα επακολούθησης που περιέχονταν στην έκθεση αξιολόγησης από ομότιμους. 7. Η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές που υπόκεινται στην αξιολόγηση από ομοτίμους, προσδιορίζει τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Η Αρχή τα δημοσιοποιεί, μαζί με τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της αξιολόγησης από ομοτίμους και της έκθεσης επακολούθησης που αναφέρονται στην παράγραφο 6. Σε περίπτωση που τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της Αρχής διαφέρουν από αυτά που έχει προσδιορίσει η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους, η Αρχή διαβιβάζει, σε εμπιστευτική βάση, τα ευρήματα της επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Όταν η αρμόδια αρχή που υπόκειται στην αξιολόγηση από ομοτίμους ανησυχεί ότι η δημοσίευση των αιτιολογημένων κύριων ευρημάτων της Αρχής θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, έχει τη δυνατότητα να παραπέμψει το θέμα στο συμβούλιο εποπτών. Το συμβούλιο εποπτών δύναται να αποφασίσει να μην δημοσιεύσει τα εν λόγω αποσπάσματα. 8. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει πρόταση προγράμματος εργασίας για τις αξιολογήσεις από ομοτίμους όσον αφορά τα επόμενα δύο έτη, στην οποία αποτυπώνονται, μεταξύ άλλων, τα διδάγματα από τις προηγούμενες διαδικασίες αξιολόγησης από ομοτίμους και τις συζητήσεις των ομάδων συντονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 45β. Το σχέδιο εργασίας για τις αξιολογήσεις από ομοτίμους αποτελεί χωριστό τμήμα του ετήσιου και πολυετούς προγράμματος εργασίας. Το σχέδιο δημοσιοποιείται. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης ή απρόβλεπτων γεγονότων, η Αρχή μπορεί να αποφασίσει τη διενέργεια πρόσθετων αξιολογήσεων από ομοτίμους.». |
24) |
Το άρθρο 31 τροποποιείται ως εξής:
|
25) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 31α Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την καταλληλότητα και την εντιμότητα Η Αρχή, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), δημιουργούν σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με την εκτίμηση της καταλληλότητας και της εντιμότητας των κατόχων ειδικών συμμετοχών, των διευθυντών και των βασικών αρμοδίων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.». |
26) |
Το άρθρο 32 τροποποιείται ως εξής:
|
27) |
Το άρθρο 33 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 33 Διεθνείς σχέσεις συμπεριλαμβανομένης της ισοδυναμίας 1. Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των ενωσιακών θεσμικών οργάνων, η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και τους διοικητικούς φορείς τρίτων χωρών. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις στην Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε αποτρέπουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους από τη σύναψη διμερών ή πολυμερών ρυθμίσεων με αυτές τις τρίτες χώρες. Εάν μια τρίτη χώρα, σύμφωνα με την ισχύουσα κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θεσπίστηκε από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χωρών που παρουσιάζουν στρατηγικές ανεπάρκειες στα εθνικά τους συστήματα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες συνεπάγονται σημαντικές απειλές για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, η Αρχή δεν συνάπτει διοικητικές ρυθμίσεις με τις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας. Αυτό δεν αποκλείει άλλες μορφές συνεργασίας μεταξύ της Αρχής και των αντίστοιχων αρχών των τρίτων χωρών, με σκοπό τη μείωση των απειλών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης. 2. Η Αρχή επικουρεί την Επιτροπή στην εκπόνηση αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά ρυθμιστικά καθεστώτα και καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες κατόπιν συγκεκριμένου αιτήματος της Επιτροπής για παροχή συμβουλών ή εφόσον απαιτείται από τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2. 3. Η Αρχή παρακολουθεί με ιδιαίτερη έμφαση στις επιπτώσεις τους στη χρηματοοικονομική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των ασφαλισμένων και τη λειτουργία της εσωτερικής αγορά, τις σχετικές ρυθμιστικές και εποπτικές εξελίξεις, καθώς και τις πρακτικές επιβολής και τις εξελίξεις της αγοράς σε τρίτες χώρες, στον βαθμό που αφορούν τις αξιολογήσεις ισοδυναμίας βάσει επικινδυνότητας, για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις ισοδυναμίας από την Επιτροπή σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2. Επιπλέον, επαληθεύει αν εξακολουθούν να πληρούνται τα κριτήρια, βάσει των οποίων έχουν ληφθεί οι εν λόγω αποφάσεις ισοδυναμίας, και οποιεσδήποτε προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτές. Η Αρχή μπορεί να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών. Η Αρχή υποβάλλει εμπιστευτική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), στην οποία συνοψίζονται τα ευρήματά της που προκύπτουν από την παρακολούθηση όλων των ισοδύναμων τρίτων χωρών. Η έκθεση επικεντρώνεται ιδίως στις επιπτώσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των ασφαλισμένων ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Όταν η Αρχή εντοπίζει σχετικές εξελίξεις όσον αφορά τις πρακτικές ρύθμισης και εποπτείας ή επιβολής στις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, οι οποίες ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της, στην ακεραιότητα της αγοράς, στην προστασία των ασφαλισμένων ή στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σε εμπιστευτική βάση και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. 4. Με την επιφύλαξη των ειδικών απαιτήσεων που προβλέπονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και με την επιφύλαξη των όρων της δεύτερης περιόδου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Αρχή συνεργάζεται, κατά περίπτωση, με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων τα ρυθμιστικά και εποπτικά καθεστώτα έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα. Καταρχήν, η εν λόγω συνεργασία λαμβάνει χώρα βάσει διοικητικών ρυθμίσεων οι οποίες συνάπτονται με τις σχετικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Κατά τη διαπραγμάτευση τέτοιου είδους διοικητικών ρυθμίσεων, η Αρχή περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τα εξής:
Η Αρχή ενημερώνει την Επιτροπή όταν αρμόδια αρχή τρίτης χώρας αρνείται να συνάψει τέτοιου είδους διοικητικές ρυθμίσεις ή αρνείται να συνεργαστεί αποτελεσματικά. 5. Η Αρχή μπορεί να καταρτίσει πρότυπες διοικητικές ρυθμίσεις, με σκοπό την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών εντός της Ένωσης και την ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού. Οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να ακολουθούν τις εν λόγω πρότυπες ρυθμίσεις. Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς ή διοικήσεις τρίτων χωρών, τη συνδρομή της Αρχής προς την Επιτροπή για την προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας και σχετικά με την παρακολούθηση που αναλαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. 6. Στο πλαίσιο των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος κανονισμού και των νομοθετικών πράξεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή συμβάλλει στην ενιαία, κοινή, συνεπή και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων της Ένωσης στα διεθνή φόρουμ.». |
28) |
Το άρθρο 34 απαλείφεται. |
29) |
Το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:
|
30) |
Το άρθρο 37 τροποποιείται ως εξής:
|
31) |
Το άρθρο 39 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 39 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων 1. Η Αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου όταν εκδίδει αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 17, 18 και 19. 2. Η Αρχή ενημερώνει κάθε αποδέκτη απόφασης στην επίσημη γλώσσα του σχετικά με την πρόθεσή της να εκδώσει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το αντικείμενο της απόφασης, λαμβανόμενου πλήρως υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα, της πολυπλοκότητας και των ενδεχόμενων συνεπειών του θέματος. Ο αποδέκτης μπορεί να εκφράσει τις απόψεις του στην επίσημη γλώσσα του. Η διάταξη που θεσπίζεται στην πρώτη περίοδο της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 3. 3. Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται. 4. Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. 5. Εάν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή 4, επανεξετάζει την εν λόγω απόφαση σε ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα. 6. Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 17, 18 ή 19 δημοσιοποιούνται. Η δημοσιοποίηση γνωστοποιεί την ταυτότητα της οικείας αρμόδιας αρχής ή του οικείου χρηματοοικονομικού ιδρύματος και το βασικό περιεχόμενο της απόφασης, εκτός εάν η εν λόγω δημοσιοποίηση αντίκειται στο έννομο συμφέρον των εν λόγω χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή στην προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης.». |
32) |
Το άρθρο 40 τροποποιείται ως εξής:
|
33) |
Τα άρθρα 41 και 42 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 41 Εσωτερικές επιτροπές 1. Το συμβούλιο εποπτών, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του προέδρου, μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές για συγκεκριμένα καθήκοντα που του ανατίθενται. Το συμβούλιο εποπτών, κατόπιν αιτήματος του συμβουλίου διοίκησης ή του προέδρου, μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο συμβούλιο διοίκησης. Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές, στο συμβούλιο διοίκησης ή στον πρόεδρο. 2. Για τους σκοπούς του άρθρου 17, ο πρόεδρος προτείνει απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, η οποία εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Τα άλλα έξι μέλη δεν είναι εκπρόσωποι της αρμόδιας αρχής που πιθανολογείται ότι παραβίασε το ενωσιακό δίκαιο και δεν έχουν κανένα συμφέρον επί του θέματος ούτε άμεσους δεσμούς με την οικεία αρμόδια αρχή. Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο. Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη. 3. Για τους σκοπούς του άρθρου 19, ο πρόεδρος προτείνει απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, η οποία εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Τα άλλα έξι μέλη δεν είναι εκπρόσωποι των αρμόδιων αρχών που είναι μέρη της διαφωνίας και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διαμάχη ούτε άμεσους δεσμούς με τις οικείες αρμόδιες αρχές. Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο. Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη. 4. Για τους σκοπούς της διεξαγωγής της έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, ο πρόεδρος μπορεί να προτείνει απόφαση για την έναρξη της έρευνας και τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, πρόταση που πρέπει να εγκριθεί από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο. Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη. 5. Οι ανεξάρτητες ομάδες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου ή ο πρόεδρος προτείνουν αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 17 ή του άρθρου 19 για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών. Η επιτροπή που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών το αποτέλεσμα της έρευνας που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο. 6. Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό των ανεξάρτητων ομάδων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο. Άρθρο 42 Ανεξαρτησία του συμβουλίου εποπτών 1. Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που τους ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, τα μέλη του συμβουλίου εποπτών ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου και ούτε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα. 2. Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. 3. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών, ο πρόεδρος, καθώς και οι εκπρόσωποι και οι παρατηρητές που συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών χωρίς δικαίωμα ψήφου, δηλώνουν, πριν από κάθε τέτοια συνεδρίαση, με ακριβή και πλήρη τρόπο την απουσία ή την ύπαρξη κάθε συμφέροντος που ενδέχεται να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους σε σχέση με οποιαδήποτε σημεία της ημερήσιας διάταξης, και απέχουν από τη συμμετοχή στη συζήτηση και την ψηφοφορία των εν λόγω σημείων. 4. Το συμβούλιο εποπτών καθορίζει στον εσωτερικό κανονισμό του, τις πρακτικές ρυθμίσεις για τον κανόνα της δήλωσης συμφερόντων που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και για την πρόληψη και τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων.». |
34) |
Το άρθρο 43 τροποποιείται ως εξής:
|
35) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 43α Διαφάνεια των αποφάσεων που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών Με την επιφύλαξη του άρθρου 70, εντός έξι εβδομάδων από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών, η Αρχή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τουλάχιστον, πλήρη και ουσιαστικά πρακτικά των εργασιών της εν λόγω συνεδρίασης τα οποία καθιστούν δυνατή την πλήρη κατανόηση των συζητήσεων, συμπεριλαμβανομένου ενός σχολιασμένου καταλόγου των αποφάσεων. Τα εν λόγω πρακτικά δεν αποτυπώνουν τις συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.». |
36) |
Το άρθρο 44 τροποποιείται ως εξής:
|
37) |
Το άρθρο 45 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 45 Σύνθεση 1. Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτείται από τον πρόεδρο και έξι μέλη του συμβουλίου εποπτών, που εκλέγονται και προέρχονται από τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου. Εκτός από τον πρόεδρο, για κάθε μέλος του συμβουλίου διοίκησης υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να το αντικαθιστά, αν κωλύεται να παραστεί. 2. Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμισι έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ένωση στο σύνολό της. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής. 3. Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης συγκαλούνται από τον πρόεδρο με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος ενός εκ των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο. Το συμβούλιο διοίκησης συνέρχεται πριν από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών και όσο συχνά το συμβούλιο διοίκησης το κρίνει απαραίτητο. Συνέρχεται τουλάχιστον πέντε φορές τον χρόνο. 4. Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης μπορούν, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Οι συμμετέχοντες χωρίς δικαίωμα ψήφου δεν παρίστανται σε οποιεσδήποτε συζητήσεις του συμβουλίου διοίκησης όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.». |
38) |
Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 45α Λήψη αποφάσεων 1. Οι αποφάσεις του συμβουλίου διοίκησης εγκρίνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του, ενώ επιδιώκεται συναίνεση. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Ο πρόεδρος είναι μέλος με δικαίωμα ψήφου. 2. Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 63. 3. Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του. Άρθρο 45β Ομάδες συντονισμού 1. Το συμβούλιο διοίκησης μπορεί να συγκροτεί ομάδες συντονισμού με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής για συγκεκριμένα θέματα για τα οποία ενδέχεται να απαιτείται συντονισμός λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες εξελίξεις της αγοράς. Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτεί ομάδες συντονισμού για συγκεκριμένα θέματα κατόπιν αιτήματος πέντε μελών του συμβουλίου εποπτών. 2. Όλες οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις ομάδες συντονισμού και παρέχουν σε αυτές σύμφωνα με το άρθρο 35 τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να μπορούν να ασκούν τα συντονιστικά καθήκοντά τους σύμφωνα με την εντολή τους. Το έργο των ομάδων συντονισμού βασίζεται στις πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές και σε τυχόν ευρήματα που προσδιορίζονται από την Αρχή. 3. Η προεδρία των ομάδων ασκείται από μέλος του συμβουλίου διοίκησης. Κάθε χρόνο, το αντίστοιχο μέλος του συμβουλίου διοίκησης που είναι υπεύθυνο για την ομάδα συντονισμού υποβάλλει έκθεση στο συμβούλιο εποπτών σχετικά με τα κύρια στοιχεία των συζητήσεων και των ευρημάτων και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, υποβάλλει πρόταση για κανονιστική παρακολούθηση ή αξιολόγηση από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Αρχή τον τρόπο με τον οποίο έλαβαν υπόψη τις εργασίες των ομάδων συντονισμού στις δραστηριότητές τους. 4. Κατά την παρακολούθηση των εξελίξεων της αγοράς που ενδέχεται να βρίσκονται στο επίκεντρο των συντονιστικών ομάδων, η Αρχή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 35 να παράσχουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες ώστε να μπορέσει η Αρχή να διαδραματίσει τον ρόλο της όσον αφορά την παρακολούθηση.». |
39) |
Το άρθρο 46 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 46 Ανεξαρτησία του συμβουλίου διοίκησης Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το αποκλειστικό συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα. Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.». |
40) |
Το άρθρο 47 τροποποιείται ως εξής:
|
41) |
Το άρθρο 48 τροποποιείται ως εξής:
|
42) |
Το άρθρο 49 τροποποιείται ως εξής:
|
43) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 49α Δαπάνες Ο πρόεδρος δημοσιοποιεί όλες τις συνεδριάσεις που διεξάχθηκαν με εξωτερικούς ενδιαφερομένους εντός δύο εβδομάδων από τη συνεδρίαση και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρίζονται δημοσίως σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.». |
44) |
Το άρθρο 50 απαλείφεται· |
45) |
Το άρθρο 54 τροποποιείται ως εξής:
|
46) |
Το άρθρο 55 τροποποιείται ως εξής:
|
47) |
Τα άρθρα 56 και 57 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 56 Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο κεφάλαιο II του παρόντος κανονισμού και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή επιδιώκει να καταλήξει με συναίνεση σε κοινές θέσεις, ανάλογα με την περίπτωση, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών). Όταν απαιτείται από το ενωσιακό δίκαιο, τα μέτρα βάσει των άρθρων 10 έως 16 και οι αποφάσεις βάσει των άρθρων 17, 18 και 19 του παρόντος κανονισμού που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης η οποία αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και οι οποίες εμπίπτουν επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών), εγκρίνονται παράλληλα, ανάλογα με την περίπτωση, από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών). Άρθρο 57 Υποεπιτροπές 1. Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί υποεπιτροπές με σκοπό την προετοιμασία σχεδίων κοινών θέσεων και κοινών πράξεων για λογαριασμό της Μεικτής Επιτροπής. 2. Κάθε υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής. 3. Κάθε υποεπιτροπή εκλέγει πρόεδρο μεταξύ των εκπροσώπων των σχετικών αρμόδιων αρχών, ο οποίος είναι επίσης παρατηρητής στη Μεικτή Επιτροπή. 4. Για τους σκοπούς του άρθρου 56, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μεικτή Επιτροπή. 5. Η Μεικτή Επιτροπή δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της όλες τις υποεπιτροπές που έχουν συσταθεί, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων τους και καταλόγου των μελών τους με τα αντίστοιχα καθήκοντά τους στην υποεπιτροπή.». |
48) |
Το άρθρο 58 τροποποιείται ως εξής:
|
49) |
Στο άρθρο 59, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών και το προσωπικό της Αρχής που παρέχει επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός από τους διαδίκους ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.». |
50) |
Στο άρθρο 60, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Η προσφυγή, συνοδευόμενη από αιτιολογικό υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα κατά την οποία η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της. Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός τριών μηνών από την άσκησή της.». |
51) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 60α Υπέρβαση αρμοδιότητας από την Αρχή Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να αποστέλλει αιτιολογημένη συμβουλή στην Επιτροπή, εάν το εν λόγω πρόσωπο είναι της γνώμης ότι η Αρχή έχει υπερβεί την αρμοδιότητά της, μεταξύ άλλων, ενεργώντας μη συμφώνως με την αρχή της αναλογικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 5, όταν ενεργεί σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 16β, και αυτό αφορά άμεσα και ατομικά το εν λόγω πρόσωπο.». |
52) |
Στο άρθρο 62 η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:
|
53) |
Τα άρθρα 63, 64 και 65 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 63 Κατάρτιση του προϋπολογισμού 1. Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσωρινό σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού της Αρχής για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη, στο οποίο παρουσιάζονται οι προβλέψεις εσόδων και δαπανών, καθώς και πληροφορίες σχετικά με το προσωπικό, με βάση τον ετήσιο και τον πολυετή προγραμματισμό της Αρχής, και το διαβιβάζει στο συμβούλιο διοίκησης και στο συμβούλιο εποπτών, μαζί με το οργανόγραμμα. 2. Το συμβούλιο εποπτών, βάσει του σχεδίου που έχει εγκριθεί από το συμβούλιο διοίκησης, εγκρίνει το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη. 3. Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού διαβιβάζεται από το συμβούλιο διοίκησης στην Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έως τις 31 Ιανουαρίου. 4. Λαμβανομένου υπόψη του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο του προϋπολογισμού της Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα και το ποσό της εξισορροπητικής συνεισφοράς που θα βαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ. 5. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν το οργανόγραμμα για την Αρχή. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν τις πιστώσεις για την εξισορροπητική συνεισφορά προς την Αρχή. 6. Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως. 7. Το συμβούλιο διοίκησης γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργο σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων. 8. Με την επιφύλαξη των άρθρων 266 και 267 του δημοσιονομικού κανονισμού, απαιτείται έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για οποιοδήποτε έργο μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της Αρχής, ιδίως όταν πρόκειται για έργο σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων, συμπεριλαμβανομένων των ρητρών διακοπής. Άρθρο 64 Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού 1. Ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί καθήκοντα διατάκτη και εκτελεί τον ετήσιο προϋπολογισμό της Αρχής. 2. Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει τους προσωρινούς λογαριασμούς της στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους. Το άρθρο 70 δεν εμποδίζει την Αρχή να παρέχει στο Ελεγκτικό Συνέδριο οποιεσδήποτε πληροφορίες ζητούνται από το Ελεγκτικό Συνέδριο και οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του. 3. Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους τα απαιτούμενα λογιστικά στοιχεία που απαιτούνται για την ενοποίηση, με τον τρόπο και τη μορφή που έχει οριστεί από τον υπόλογο της Επιτροπής. 4. Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει επίσης, μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους, την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. 5. Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 246 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο υπόλογος της Αρχής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής. Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει τους εν λόγω λογαριασμούς στο συμβούλιο εποπτών, το οποίο διατυπώνει γνώμη επί των λογαριασμών αυτών. 6. Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει, έως την 1η Ιουλίου του επόμενου έτους, τους οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του συμβουλίου εποπτών στον υπόλογο της Επιτροπής, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει επίσης στον υπόλογο της Επιτροπής, έως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους, δέσμη εκθέσεων που έχει καταρτίσει, σε τυποποιημένη μορφή σύμφωνα με τα όσα έχει ορίσει ο υπόλογος της Επιτροπής για λόγους ενοποίησης. 7. Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 15 Νοεμβρίου του επόμενου έτους. 8. Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεων του τελευταίου και διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο συμβούλιο διοίκησης και στην Επιτροπή. 9. Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 261 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος. 10. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, χορηγεί, πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, απαλλαγή στην Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν. 11. Η Αρχή διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη για τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κάθε άλλη παρατήρηση που διατυπώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διαδικασία απαλλαγής. Άρθρο 65 Δημοσιονομικοί κανόνες Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το συμβούλιο διοίκησης μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής (*35), εκτός εάν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες για τη λειτουργία της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής. (*35) Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που δημιουργούνται δυνάμει της ΣΛΕΕ και της Συνθήκης Ευρατόμ και αναφέρονται στο άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 122 της 10.5.2019, σ. 1).»." |
54) |
Στο άρθρο 66, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζεται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*36). (*36) Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).»." |
55) |
Το άρθρο 70 τροποποιείται ως εξής:
|
56) |
Το άρθρο 71 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 71 Προστασία δεδομένων Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*38) κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της. (*38) Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).»." |
57) |
Στο άρθρο 72, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.». |
58) |
Στο άρθρο 74, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος για το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά τη λήψη της έγκρισης του συμβουλίου διοίκησης.». |
59) |
Το άρθρο 76 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 76 Σχέση με την επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της επιτροπής ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων (ΕΕΕΑΑΕΣ). Έως την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, όλα τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της ΕΕΕΑΑΕΣ μεταφέρονται αυτομάτως στην Αρχή. Η ΕΕΕΑΑΕΣ συντάσσει κατάσταση κλεισίματος για τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις της κατά την ημερομηνία της μεταφοράς αυτής. Η εν λόγω κατάσταση ελέγχεται και εγκρίνεται από την ΕΕΕΑΑΕΣ και από την Επιτροπή.». |
60) |
Το άρθρο 81 τροποποιείται ως εξής:
|
Άρθρο 3
Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010
Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 τροποποιείται ως εξής:
1) |
Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:
|
2) |
Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:
|
3) |
Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 3 Υποχρέωση λογοδοσίας των Αρχών 1. Οι αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ) είναι υπόλογες έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. 2. Σύμφωνα με το άρθρο 226 ΣΛΕΕ, η Αρχή συνεργάζεται πλήρως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια οποιωνδήποτε ερευνών διεξάγονται δυνάμει του εν λόγω άρθρου. 3. Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, και διαβιβάζει, ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους, την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Η έκθεση δημοσιοποιείται. 4. Κατόπιν αιτήσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο πρόεδρος συμμετέχει σε ακρόαση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις επιδόσεις της Αρχής. Πραγματοποιείται ακρόαση τουλάχιστον ετησίως. Ο πρόεδρος προβαίνει σε δήλωση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του, όποτε ζητηθεί. 5. Ο πρόεδρος υποβάλλει έγγραφη έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Αρχής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όποτε ζητηθεί και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν προβεί στη δήλωση που προβλέπει η παράγραφος 4. 6. Πέρα από τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 11 έως 18 και στα άρθρα 20 και 33, η έκθεση συμπεριλαμβάνει κάθε σχετική πληροφορία που έχει ζητήσει ad hoc το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. 7. Η Αρχή απαντά προφορικώς ή γραπτώς σε κάθε ερώτηση που απευθύνεται στην ίδια από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός πέντε εβδομάδων από την παραλαβή της. 8. Κατόπιν αιτήσεως, ο πρόεδρος πραγματοποιεί, κεκλεισμένων των θυρών, εμπιστευτικές προφορικές συζητήσεις με τον πρόεδρο, τους αντιπροέδρους και τους συντονιστές της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όλοι οι συμμετέχοντες τηρούν τις απαιτήσεις περί επαγγελματικού απορρήτου. 9. Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας που απορρέουν από τη συμμετοχή σε διεθνή φόρουμ, η Αρχή ενημερώνει, κατόπιν αιτήματος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη συμβολή της στην ενιαία, κοινή, συνεπή και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων της Ένωσης στα εν λόγω διεθνή φόρουμ.». |
4) |
Στο άρθρο 4 σημείο 3), το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
5) |
Στο άρθρο 7, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος: «Ο καθορισμός της τοποθεσίας της έδρας της Αρχής δεν επηρεάζει την εκτέλεση των καθηκόντων και εξουσιών της, την οργάνωση της δομής διακυβέρνησής της, τη λειτουργία της κύριας οργάνωσής της ή την κύρια χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της, επιτρέποντας, κατά περίπτωση, την από κοινού χρήση με τους οργανισμούς της Ένωσης υπηρεσιών διοικητικής στήριξης και υπηρεσιών διαχείρισης εγκαταστάσεων οι οποίες δεν συνδέονται με τις κύριες δραστηριότητες της Αρχής.». |
6) |
Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:
|
7) |
Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:
|
8) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 9α Επιστολές μη ανάληψης δράσης 1. Η Αρχή λαμβάνει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν θεωρεί ότι η εφαρμογή μίας από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιωνδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που βασίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις ενδέχεται να εγείρει σημαντικά ζητήματα, για έναν από τους ακόλουθους λόγους:
2. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Αρχή απευθύνει στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή, έγγραφη αναλυτική έκθεση στην οποία περιγράφει λεπτομερώς τα ζητήματα που θεωρεί ότι υφίστανται. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), η Αρχή γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που, κατά την κρίση της Αρχής, αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της. Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, η Αρχή αξιολογεί το συντομότερο δυνατόν την ανάγκη να εγκρίνει σχετικές κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16. Η Αρχή ενεργεί με ταχείες διαδικασίες, ιδίως με σκοπό να συμβάλει στην πρόληψη των ζητημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όποτε αυτό είναι δυνατόν. 3. Εφόσον απαιτείται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και εν αναμονή της έγκρισης και της εφαρμογής νέων μέτρων σε συνέχεια των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Αρχή εκδίδει γνώμες σχετικά με συγκεκριμένες διατάξεις των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, με σκοπό την προώθηση συνεκτικών, αποδοτικών και αποτελεσματικών πρακτικών εποπτείας και επιβολής, καθώς και της κοινής, ενιαίας και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. 4. Όταν, βάσει των πληροφοριών που λαμβάνονται, ιδίως από τις αρμόδιες αρχές, η Αρχή θεωρεί ότι οποιαδήποτε από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιαδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστική πράξη που βασίζεται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις εγείρει σημαντικά έκτακτα ζητήματα που αφορούν την εμπιστοσύνη της αγοράς, την προστασία των καταναλωτών, των πελατών ή των επενδυτών, την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών εμπορευμάτων, ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, απευθύνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση επιστολή στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή, στην οποία περιγράφει λεπτομερώς τα ζητήματα που θεωρεί ότι υφίστανται. Η Αρχή δύναται να γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που, κατά την κρίση της Αρχής, αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της.». |
9) |
Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:
|
10) |
Στο άρθρο 13 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο απαλείφεται. |
11) |
Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής:
|
12) |
Το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:
|
13) |
Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 16α Γνωμοδοτήσεις 1. Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της. 2. Το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιλαμβάνει δημόσια διαβούλευση ή τεχνική ανάλυση. 3. Όσον αφορά τις προληπτικές αξιολογήσεις συγχωνεύσεων και αποκτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και για τις οποίες, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, απαιτείται διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές, να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνώμη για προληπτική εκτίμηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αφορούν τα κριτήρια του άρθρου 13 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η γνώμη εκδίδεται άμεσα και σε κάθε περίπτωση πριν από τη λήξη της περιόδου εκτίμησης σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ. 4. Η Αρχή δύναται, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, να παρέχει τεχνικές συμβουλές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2. Άρθρο 16β Ερωτήσεις και απαντήσεις 1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών και των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις στην Αρχή σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης, σχετικά με την πρακτική εφαρμογή ή τη μεταφορά των διατάξεων των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, τις σχετικές κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδονται βάσει των εν λόγω νομοθετικών πράξεων. Πριν από την υποβολή ερώτησης προς την Αρχή, οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές εξετάζουν εάν θα απευθύνουν την ερώτηση πρώτα στην αρμόδια αρχή τους. Πριν δημοσιεύσει τις απαντήσεις σε παραδεκτές ερωτήσεις, η Αρχή δύναται να ζητεί περαιτέρω διευκρινίσεις για τις ερωτήσεις που υποβάλλει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο. 2. Οι απαντήσεις της Αρχής στις ερωτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν είναι δεσμευτικές. Οι απαντήσεις καθίστανται διαθέσιμες τουλάχιστον στη γλώσσα που υποβλήθηκε η ερώτηση. 3. Η Αρχή δημιουργεί και διατηρεί διαδικτυακό εργαλείο διαθέσιμο στον ιστότοπό της για την υποβολή ερωτήσεων και την έγκαιρη δημοσίευση όλων των ερωτήσεων που παραλήφθηκαν καθώς και όλων των απαντήσεων σε όλες τις παραδεκτές ερωτήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, εκτός εάν η δημοσίευση έρχεται σε σύγκρουση με το έννομο συμφέρον των προσώπων αυτών ή συνεπάγεται κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η Αρχή δύναται να απορρίπτει ερωτήσεις που δεν προτίθεται να απαντήσει. Οι ερωτήσεις που απορρίπτονται δημοσιεύονται από την Αρχή στον ιστότοπό της για περίοδο δύο μηνών. 4. Τρία μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου, μπορούν να ζητήσουν από το συμβούλιο εποπτών να αποφασίσει, δυνάμει του άρθρου 44, εάν θα αντιμετωπίσει το ζήτημα της παραδεκτής ερώτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σε κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16, να ζητήσει συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37, να εξετάζει ερωτήσεις και απαντήσεις σε κατάλληλα διαστήματα, να διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις ή να αναλύει τις ενδεχόμενες συναφείς δαπάνες και οφέλη. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και τον αντίκτυπο των υπό εξέταση σχεδίων ερωτήσεων και απαντήσεων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Σε περίπτωση συμμετοχής της ομάδας συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37, υφίσταται καθήκον εμπιστευτικότητας. 5. Η Αρχή διαβιβάζει τις ερωτήσεις για τις οποίες απαιτείται ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Αρχή δημοσιεύει όποιες απαντήσεις παρέχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.». |
14) |
Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:
|
15) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 17α Προστασία των καταγγελλόντων 1. Η Αρχή διαθέτει ειδικούς διαύλους καταγγελίας για την παραλαβή και τον χειρισμό πληροφοριών που παρέχονται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προβαίνει σε καταγγελία για πραγματικές ή δυνητικές περιπτώσεις παραβίασης, κατάχρησης ή μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. 2. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν καταγγελία μέσω των εν λόγω διαύλων προστατεύονται έναντι αντιποίνων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*45) σχετικά με την προστασία των προσώπων που καταγγέλλουν παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης, κατά περίπτωση. 3. Η Αρχή διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες μπορούν να υποβάλλονται ανώνυμα ή εμπιστευτικά και με ασφάλεια. Όταν η Αρχή θεωρεί ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες περιλαμβάνουν αποδείξεις ή σοβαρές ενδείξεις για ουσιώδεις παραβάσεις, παρέχει ανατροφοδότηση στον καταγγέλλοντα. (*45) Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ L 305 της 26.11.2019, σ. 17.)»." |
16) |
Στο άρθρο 18, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Αν το Συμβούλιο έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον η συντονισμένη δράση από αρμόδιες αρχές είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης ή την προστασία των πελατών και των επενδυτών, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές, διασφαλίζοντας ότι οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές και οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις.». |
17) |
Το άρθρο 19 τροποποιείται ως εξής:
|
18) |
Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:
|
19) |
Το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:
|
20) |
Στο άρθρο 23, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Η Αρχή, σε συνεννόηση με το ΕΣΣΚ, αναπτύσσει κριτήρια για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου, καθώς και κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης, που περιλαμβάνει αξιολόγηση του ενδεχόμενου αύξησης, υπό συνθήκες πίεσης, του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν ή στον οποίο εκτίθενται οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, συμπεριλαμβανομένου του συστημικού κινδύνου που σχετίζεται με το περιβάλλον. Οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές οι οποίοι ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία και, όποτε απαιτείται, στις διαδικασίες αποκατάστασης και εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 25.». |
21) |
Στο άρθρο 27 παράγραφος 2, το δεύτερο εδάφιο απαλείφεται· |
22) |
Το άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:
|
23) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 29α Στρατηγικές εποπτικές προτεραιότητες της Ένωσης Μετά από συζήτηση στο συμβούλιο εποπτών και λαμβάνοντας υπόψη τις συνεισφορές που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, τις τρέχουσες εργασίες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και τις αναλύσεις, τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις που δημοσιεύονται από το ΕΣΣΚ, η Αρχή προσδιορίζει, τουλάχιστον ανά τριετία και έως τις 31 Μαρτίου, έως δύο προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις μελλοντικές εξελίξεις και τάσεις. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω προτεραιότητες κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων εργασίας τους και ενημερώνουν την Αρχή σχετικά. Η Αρχή συζητά τις σχετικές δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών το επόμενο έτος και συνάγει συμπεράσματα. Η Αρχή συζητά πιθανές επακόλουθες ενέργειες οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις προς τις αρμόδιες αρχές και αξιολογήσεις από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα. Οι προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας που προσδιορίζονται από την Αρχή δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν τις δικές τους βέλτιστες πρακτικές, ενεργώντας με βάση τις πρόσθετες προτεραιότητες και εξελίξεις, και λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες.». |
24) |
Το άρθρο 30 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 30 Αξιολογήσεις αρμόδιων αρχών από ομοτίμους 1. Η Αρχή διεξάγει περιοδικά αξιολογήσεις ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών από ομοτίμους, με σκοπό την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας και της αποτελεσματικότητας στα εποπτικά αποτελέσματα. Προς τον σκοπό αυτόν, η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική εκτίμηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρμόδιων αρχών που αξιολογούνται. Κατά τον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση αξιολογήσεων από ομοτίμους, λαμβάνονται υπόψη υπάρχουσες πληροφορίες και οι αξιολογήσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί σχετικά με την οικεία αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συναφών πληροφοριών που παρέχονται στην Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 35 και κάθε συναφούς πληροφορίας από τους συμφεροντούχους. 2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η Αρχή συστήνει ad hoc επιτροπές αξιολόγησης από ομοτίμους, αποτελούμενες από προσωπικό της Αρχής και μέλη των αρμόδιων αρχών. Η προεδρία των επιτροπών αξιολόγησης από ομοτίμους ασκείται από μέλος του προσωπικού της Αρχής. Ο πρόεδρος της Αρχής, κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης για συμμετοχή, προτείνει τον πρόεδρο και τα μέλη επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους, που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών. Η πρόταση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εκτός εάν, εντός 10 ημερών από την πρόταση του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών εκδώσει απορριπτική απόφαση. 3. Η αξιολόγηση από ομοτίμους περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αξιολόγηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:
4. Η Αρχή εκδίδει έκθεση με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Η εν λόγω έκθεση αξιολόγησης από ομοτίμους εκπονείται από την επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους και εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 4. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αυτής, η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης, προκειμένου να διατηρηθεί η συνέπεια με άλλες εκθέσεις αξιολόγησης από ομοτίμους και να διασφαλιστούν ίσοι όροι. Το συμβούλιο διοίκησης αξιολογεί ιδίως αν έχει εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο η μεθοδολογία. Στην εν λόγω έκθεση επεξηγούνται και υποδεικνύονται τα συμπληρωματικά μέτρα που κρίνονται ενδεδειγμένα, αναλογικά και αναγκαία ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Τα εν λόγω συμπληρωματικά μέτρα μπορούν να διατυπωθούν υπό μορφή κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 και γνωμοδοτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 στοιχείο α). Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται. Κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 ή κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16, η Αρχή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα των αξιολογήσεων από ομοτίμους παράλληλα με οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, προκειμένου να διασφαλίσει τη σύγκλιση εποπτικών πρακτικών ύψιστης ποιότητας. 5. Η Αρχή υποβάλλει γνώμη στην Επιτροπή όποτε, έχοντας υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, θεωρεί ότι θα ήταν αναγκαία περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων της Ένωσης που εφαρμόζονται στους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές ή στις αρμόδιες αρχές από ενωσιακή άποψη. 6. Η Αρχή καταρτίζει συμπληρωματική έκθεση μετά την παρέλευση δύο ετών από τη δημοσίευση της έκθεσης αξιολόγησης από ομότιμους. Την έκθεση επακολούθησης συντάσσει η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους και εγκρίνει το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 4. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αυτής, η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης, με σκοπό να διατηρηθεί η συνέπεια με άλλες συμπληρωματικές εκθέσεις. Η συμπληρωματική έκθεση περιλαμβάνει εκτίμηση, μεταξύ άλλων, της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας των ενεργειών στις οποίες προέβησαν οι αρμόδιες αρχές που υπόκεινται σε αξιολόγηση από ομοτίμους ανταποκρινόμενες στα συμπληρωματικά μέτρα που περιέχονταν στην έκθεση αξιολόγησης από ομότιμους. 7. Η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές που υπόκεινται στην αξιολόγηση από ομοτίμους, προσδιορίζει τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Η Αρχή δημοσιοποιεί τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της αξιολόγησης από ομοτίμους και της συμπληρωματικής έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 6. Σε περίπτωση που τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της Αρχής διαφέρουν από αυτά που έχει προσδιορίσει η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους, η Αρχή διαβιβάζει, σε εμπιστευτική βάση, τα ευρήματα της επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Όταν η αρμόδια αρχή που υπόκειται στην αξιολόγηση από ομοτίμους ανησυχεί ότι η δημοσίευση των αιτιολογημένων κύριων ευρημάτων της Αρχής θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, έχει τη δυνατότητα να παραπέμψει το θέμα στο συμβούλιο εποπτών. Το συμβούλιο εποπτών δύναται να αποφασίσει να μην δημοσιεύσει τα εν λόγω αποσπάσματα. 8. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει πρόταση προγράμματος εργασίας για τις αξιολογήσεις από ομοτίμους όσον αφορά τα επόμενα δύο έτη, η οποία λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τα διδάγματα από τις προηγούμενες διαδικασίες αξιολόγησης από ομοτίμους και τις συζητήσεις των ομάδων συντονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 45β. Το σχέδιο εργασίας για τις αξιολογήσεις από ομοτίμους αποτελεί χωριστό τμήμα του ετήσιου και πολυετούς προγράμματος εργασίας. Το σχέδιο δημοσιοποιείται. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης ή απρόβλεπτων γεγονότων, η Αρχή μπορεί να αποφασίσει τη διενέργεια πρόσθετων αξιολογήσεων από ομοτίμους.». |
25) |
το άρθρο 31 τροποποιείται ως εξής:
|
26) |
Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 31α Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την καταλληλότητα και την εντιμότητα Η Αρχή, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), δημιουργούν σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με την εκτίμηση της καταλληλότητας και της εντιμότητας των κατόχων ειδικών συμμετοχών, των διευθυντών και των βασικών αρμοδίων των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2. Άρθρο 31β Λειτουργία συντονισμού σε σχέση με εντολές, συναλλαγές και δραστηριότητες με σημαντικές διασυνοριακές επιπτώσεις Εάν αρμόδια αρχή έχει αποδείξεις ή σαφείς ενδείξεις, από διάφορες πηγές, ότι εντολές, συναλλαγές ή οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα με σημαντικές διασυνοριακές επιπτώσεις απειλεί την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ένωσης, ενημερώνει αμέσως την Αρχή και παρέχει τις σχετικές πληροφορίες. Η Αρχή μπορεί να εκδίδει γνώμη σχετικά με την κατάλληλη επανεξέταση προς τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία έλαβε χώρα η πιθανολογούμενη δραστηριότητα.». |
27) |
Το άρθρο 32 τροποποιείται ως εξής:
|
28) |
Το άρθρο 33 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 33 Διεθνείς σχέσεις συμπεριλαμβανομένης της ισοδυναμίας 1. Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των ενωσιακών θεσμικών οργάνων, η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και τους διοικητικούς φορείς τρίτων χωρών. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις στην Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε αποτρέπουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους από τη σύναψη διμερών ή πολυμερών ρυθμίσεων με αυτές τις τρίτες χώρες. Εάν μια τρίτη χώρα, σύμφωνα με την ισχύουσα κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θεσπίστηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χωρών που παρουσιάζουν στρατηγικές ανεπάρκειες στα εθνικά τους συστήματα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες συνεπάγονται σημαντικές απειλές για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, η Αρχή δεν συνάπτει διοικητικές ρυθμίσεις με τις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας. Αυτό δεν αποκλείει άλλες μορφές συνεργασίας μεταξύ της Αρχής και των αντίστοιχων αρχών των τρίτων χωρών, με σκοπό τη μείωση των απειλών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης. 2. Η Αρχή επικουρεί την Επιτροπή στην εκπόνηση αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά ρυθμιστικά καθεστώτα και καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες κατόπιν συγκεκριμένου αιτήματος της Επιτροπής για παροχή συμβουλών ή εφόσον απαιτείται από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2. 3. Η Αρχή παρακολουθεί, με ιδιαίτερη έμφαση στις επιπτώσεις τους στη χρηματοοικονομική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των επενδυτών ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, τις σχετικές ρυθμιστικές και εποπτικές εξελίξεις καθώς και τις πρακτικές επιβολής κυρώσεων και τις εξελίξεις της αγοράς σε τρίτες χώρες, στον βαθμό που αφορούν τις αξιολογήσεις ισοδυναμίας βάσει επικινδυνότητας, για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις ισοδυναμίας από την Επιτροπή σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2. Επιπλέον, επαληθεύει αν εξακολουθούν να πληρούνται τα κριτήρια, βάσει των οποίων έχουν ληφθεί οι εν λόγω αποφάσεις ισοδυναμίας, και οποιεσδήποτε προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτές. Η Αρχή μπορεί να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών. Η Αρχή υποβάλλει εμπιστευτική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), στην οποία συνοψίζονται τα ευρήματά της που προκύπτουν από την παρακολούθηση όλων των ισοδύναμων τρίτων χωρών. Η έκθεση επικεντρώνεται ιδίως στις επιπτώσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των επενδυτών ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Όταν η Αρχή εντοπίζει σχετικές εξελίξεις όσον αφορά τις πρακτικές ρύθμισης, εποπτείας ή επιβολής κυρώσεων στις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, οι οποίες ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της, στην ακεραιότητα της αγοράς, στην προστασία των επενδυτών ή στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σε εμπιστευτική βάση και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. 4. Με την επιφύλαξη των ειδικών απαιτήσεων που προβλέπονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και με την επιφύλαξη των όρων της δεύτερης περιόδου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Αρχή συνεργάζεται, κατά περίπτωση, με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων τα ρυθμιστικά και εποπτικά καθεστώτα έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα. Καταρχήν, η εν λόγω συνεργασία λαμβάνει χώρα βάσει διοικητικών ρυθμίσεων οι οποίες συνάπτονται με τις σχετικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Κατά τη διαπραγμάτευση τέτοιου είδους διοικητικών ρυθμίσεων, η Αρχή περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τα εξής:
Η Αρχή ενημερώνει την Επιτροπή όταν αρμόδια αρχή τρίτης χώρας αρνείται να συνάψει τέτοιου είδους διοικητικές ρυθμίσεις ή αρνείται να συνεργαστεί αποτελεσματικά. 5. Η Αρχή μπορεί να καταρτίσει πρότυπες διοικητικές ρυθμίσεις, με σκοπό την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών εντός της Ένωσης και την ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού. Οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να ακολουθούν τις εν λόγω πρότυπες ρυθμίσεις. Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς ή διοικήσεις τρίτων χωρών, τη συνδρομή της Αρχής προς την Επιτροπή για την προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας και σχετικά με την παρακολούθηση που αναλαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. 6. Στο πλαίσιο των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος κανονισμού και των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή συμβάλλει στην ενιαία, κοινή, συνεπή και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων της Ένωσης στα διεθνή φόρουμ.». |
29) |
Το άρθρο 34 απαλείφεται· |
30) |
Το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:
|
31) |
Το άρθρο 37 τροποποιείται ως εξής:
|
32) |
Το άρθρο 39 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 39 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων 1. Η Αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου όταν εκδίδει αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 17, 18 και 19. 2. Η Αρχή ενημερώνει κάθε αποδέκτη απόφασης στην επίσημη γλώσσα του σχετικά με την πρόθεσή της να εκδώσει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το αντικείμενο της απόφασης, λαμβανόμενου πλήρως υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα, της πολυπλοκότητας και των ενδεχόμενων συνεπειών του θέματος. Ο αποδέκτης μπορεί να εκφράσει τις απόψεις του στην επίσημη γλώσσα του. Η διάταξη που θεσπίζεται στην πρώτη περίοδο της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 3. 3. Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται. 4. Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. 5. Εάν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή 4, επανεξετάζει την εν λόγω απόφαση σε ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα. 6. Οι αποφάσεις τις οποίες λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 17, 18 ή 19 δημοσιοποιούνται. Η δημοσιοποίηση γνωστοποιεί την ταυτότητα της οικείας αρμόδιας αρχής ή του οικείου συμμετέχοντος στις χρηματοοικονομικές αγορές και το βασικό περιεχόμενο της απόφασης, εκτός εάν η εν λόγω δημοσιοποίηση αντίκειται στο έννομο συμφέρον των εν λόγω συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές ή στην προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης.». |
33) |
Το άρθρο 40 τροποποιείται ως εξής
|
34) |
Τα άρθρα 41 και 42 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 41 Εσωτερικές επιτροπές 1. Το συμβούλιο εποπτών, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του προέδρου, μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές για συγκεκριμένα καθήκοντα που του ανατίθενται. Το συμβούλιο εποπτών, κατόπιν αιτήματος του συμβουλίου διοίκησης ή του προέδρου, μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο συμβούλιο διοίκησης. Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές, στο συμβούλιο διοίκησης ή στον πρόεδρο. 2. Για τους σκοπούς του άρθρου 17, ο πρόεδρος προτείνει απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, η οποία εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Τα άλλα έξι μέλη δεν είναι εκπρόσωποι της αρμόδιας αρχής που πιθανολογείται ότι παραβίασε το ενωσιακό δίκαιο και δεν έχουν κανένα συμφέρον επί του θέματος ούτε άμεσους δεσμούς με την οικεία αρμόδια αρχή. Κάθε μέλος της ανεξάρτητης ομάδας διαθέτει μία ψήφο. Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη. 3. Για τους σκοπούς του άρθρου 19, ο πρόεδρος προτείνει απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, η οποία εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Τα άλλα έξι μέλη δεν είναι εκπρόσωποι των αρμόδιων αρχών που είναι μέρη της διαφωνίας και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διαμάχη ούτε άμεσους δεσμούς με τις οικείες αρμόδιες αρχές. Κάθε μέλος της ανεξάρτητης ομάδας διαθέτει μία ψήφο. Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη. 4. Για τους σκοπούς της διεξαγωγής της έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, ο πρόεδρος μπορεί να προτείνει απόφαση για την έναρξη της έρευνας και τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, πρόταση που πρέπει να εγκριθεί από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Κάθε μέλος της ανεξάρτητης ομάδας διαθέτει μία ψήφο. Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη. 5. Οι ανεξάρτητες ομάδες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου ή ο πρόεδρος προτείνουν αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 17 ή του άρθρου 19 για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών. Η επιτροπή που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών το αποτέλεσμα της έρευνας που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο. 6. Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό των ανεξάρτητων ομάδων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο. Άρθρο 42 Ανεξαρτησία του συμβουλίου εποπτών 1. Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που τους ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, τα μέλη του συμβουλίου εποπτών ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου και ούτε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα. 2. Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. 3. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών, ο πρόεδρος, καθώς και οι εκπρόσωποι και οι παρατηρητές που συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών χωρίς δικαίωμα ψήφου, δηλώνουν, πριν από κάθε τέτοια συνεδρίαση, με ακριβή και πλήρη τρόπο την απουσία ή την ύπαρξη κάθε συμφέροντος που ενδέχεται να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους σε σχέση με οποιαδήποτε σημεία της ημερήσιας διάταξης, και απέχουν από τη συμμετοχή στη συζήτηση και την ψηφοφορία των εν λόγω σημείων. 4. Το συμβούλιο εποπτών καθορίζει στον εσωτερικό κανονισμό του, τις πρακτικές ρυθμίσεις για τον κανόνα της δήλωσης συμφερόντων που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και για την πρόληψη και τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων.». |
35) |
Το άρθρο 43 τροποποιείται ως εξής:
|
36) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 43α Διαφάνεια των αποφάσεων που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών Με την επιφύλαξη του άρθρου 70, εντός έξι εβδομάδων από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών, η Αρχή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τουλάχιστον, πλήρη και ουσιαστικά πρακτικά των εργασιών της εν λόγω συνεδρίασης τα οποία καθιστούν δυνατή την πλήρη κατανόηση των συζητήσεων, συμπεριλαμβανομένου ενός επεξηγηματικού καταλόγου των αποφάσεων. Τα πρακτικά αυτά δεν αποτυπώνουν τις συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.». |
37) |
Το άρθρο 44 τροποποιείται ως εξής:
|
38) |
Το άρθρο 45 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 45 Σύνθεση 1. Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτείται από τον πρόεδρο και έξι μέλη του συμβουλίου εποπτών, που εκλέγονται και προέρχονται από τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου. Εκτός από τον πρόεδρο, για κάθε μέλος του συμβουλίου διοίκησης υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να το αντικαθιστά, αν κωλύεται να παραστεί. 2. Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμισι έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ένωση στο σύνολό της. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής. 3. Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης συγκαλούνται από τον πρόεδρο με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον του ενός τρίτου εκ των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο. Το συμβούλιο διοίκησης συνέρχεται πριν από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών και όσο συχνά το συμβούλιο διοίκησης το κρίνει απαραίτητο. Συνέρχεται τουλάχιστον πέντε φορές τον χρόνο. 4. Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης μπορούν, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Οι συμμετέχοντες χωρίς δικαίωμα ψήφου με την εξαίρεση του εκτελεστικού διευθυντή δεν παρίστανται σε οποιεσδήποτε συζητήσεις του συμβουλίου διοίκησης όσον αφορά μεμονωμένους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές.». |
39) |
Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 45α Λήψη αποφάσεων 1. Οι αποφάσεις του συμβουλίου διοίκησης εγκρίνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του, ενώ επιδιώκεται συναίνεση. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Ο πρόεδρος είναι μέλος με δικαίωμα ψήφου. 2. Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 63. 3. Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του. Άρθρο 45β Ομάδες συντονισμού 1. Το συμβούλιο διοίκησης μπορεί να συγκροτεί ομάδες συντονισμού με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής για συγκεκριμένα θέματα για τα οποία ενδέχεται να απαιτείται συντονισμός λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες εξελίξεις της αγοράς. Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτεί ομάδες συντονισμού για συγκεκριμένα θέματα κατόπιν αιτήματος πέντε μελών του συμβουλίου εποπτών. 2. Όλες οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις ομάδες συντονισμού και παρέχουν σε αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 35, τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να μπορούν να ασκούν τα συντονιστικά καθήκοντά τους σύμφωνα με την εντολή τους. Το έργο των ομάδων συντονισμού βασίζεται στις πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές και σε τυχόν ευρήματα που προσδιορίζονται από την Αρχή. 3. Η προεδρία των ομάδων συντονισμού ασκείται από μέλος του συμβουλίου διοίκησης. Κάθε χρόνο, το αντίστοιχο μέλος του συμβουλίου διοίκησης που είναι υπεύθυνο για την ομάδα συντονισμού υποβάλλει έκθεση στο συμβούλιο εποπτών σχετικά με τα κύρια στοιχεία των συζητήσεων και των ευρημάτων και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, υποβάλλει πρόταση για κανονιστική παρακολούθηση ή αξιολόγηση από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Αρχή τον τρόπο με τον οποίο έλαβαν υπόψη τις εργασίες των ομάδων συντονισμού στις δραστηριότητές τους. 4. Κατά την παρακολούθηση των εξελίξεων της αγοράς που ενδέχεται να βρίσκονται στο επίκεντρο των ομάδων συντονισμού, η Αρχή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 35, να παράσχουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες ώστε να μπορέσει η Αρχή να διαδραματίσει τον ρόλο της όσον αφορά την παρακολούθηση.». |
40) |
Το άρθρο 46 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 46 Ανεξαρτησία του συμβουλίου διοίκησης Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το αποκλειστικό συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα. Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.». |
41) |
Το άρθρο 47 τροποποιείται ως εξής:
|
42) |
Το άρθρο 48 τροποποιείται ως εξής:
|
43) |
Το άρθρο 49 τροποποιείται ως εξής:
|
44) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 49α Δαπάνες Ο πρόεδρος δημοσιοποιεί όλες τις συνεδριάσεις που διεξάχθηκαν με εξωτερικούς ενδιαφερομένους εντός δύο εβδομάδων από τη συνεδρίαση και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρούνται δημοσίως σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.». |
45) |
Το άρθρο 50 απαλείφεται. |
46) |
Το άρθρο 54 τροποποιείται ως εξής:
|
47) |
Το άρθρο 55 τροποποιείται ως εξής:
|
48) |
Τα άρθρα 56 και 57 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 56 Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο κεφάλαιο II του παρόντος κανονισμού και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή καταλήγει με συναίνεση σε κοινές θέσεις, ανάλογα με την περίπτωση, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών). Αν απαιτείται από το ενωσιακό δίκαιο, τα μέτρα βάσει των άρθρων 10 έως 16 και οι αποφάσεις βάσει των άρθρων 17, 18 και 19 του παρόντος κανονισμού οι οποίες αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και οι οποίες εμπίπτουν επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), εγκρίνονται παράλληλα, ανάλογα με την περίπτωση, από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων). Άρθρο 57 Υποεπιτροπές 1. Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί υποεπιτροπές με σκοπό την προετοιμασία σχεδίων κοινών θέσεων και κοινών πράξεων για λογαριασμό της Μεικτής Επιτροπής. 2. Κάθε υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής. 3. Κάθε υποεπιτροπή εκλέγει πρόεδρο μεταξύ των εκπροσώπων των σχετικών αρμόδιων αρχών, ο οποίος είναι επίσης παρατηρητής στη Μεικτή Επιτροπή. 4. Για τους σκοπούς του άρθρου 56, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μεικτή Επιτροπή. 5. Η Μεικτή Επιτροπή δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της όλες τις υποεπιτροπές που έχουν συσταθεί, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων τους και καταλόγου των μελών τους με τα αντίστοιχα καθήκοντά τους στην υποεπιτροπή.». |
49) |
Το άρθρο 58 τροποποιείται ως εξής:
|
50) |
Στο άρθρο 59, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών και το προσωπικό της Αρχής που παρέχει επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός από τους διαδίκους ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.». |
51) |
Στο άρθρο 60, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Η προσφυγή, συνοδευόμενη από αιτιολογικό υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα κατά την οποία η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της. Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός τριών μηνών από την άσκησή της.». |
52) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 60α Υπέρβαση αρμοδιότητας από την Αρχή Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να αποστέλλει αιτιολογημένη συμβουλή στην Επιτροπή, εάν το εν λόγω πρόσωπο είναι της γνώμης ότι η Αρχή έχει υπερβεί την αρμοδιότητά της, μεταξύ άλλων ενεργώντας μη συμφώνως με την αρχή της αναλογικότητας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 5, όταν ενεργεί σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 16β, και αυτό αφορά άμεσα και ατομικά το εν λόγω πρόσωπο.». |
53) |
Στο άρθρο 62 η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:
|
54) |
Τα άρθρα 63, 64 και 65 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 63 Κατάρτιση του προϋπολογισμού 1. Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσωρινό σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού της Αρχής για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη, στο οποίο παρουσιάζονται οι προβλέψεις εσόδων και δαπανών, καθώς και πληροφορίες σχετικά με το προσωπικό, με βάση τον ετήσιο και τον πολυετή προγραμματισμό της Αρχής, και το διαβιβάζει στο συμβούλιο διοίκησης και στο συμβούλιο εποπτών, μαζί με το οργανόγραμμα. 2. Το συμβούλιο εποπτών, βάσει του σχεδίου που έχει εγκριθεί από το συμβούλιο διοίκησης, εγκρίνει το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη. 3. Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού διαβιβάζεται από το συμβούλιο διοίκησης στην Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έως τις 31 Ιανουαρίου. 4. Λαμβανομένου υπόψη του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο του προϋπολογισμού της Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα και το ποσό της εξισορροπητικής συνεισφοράς που θα βαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ. 5. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν το οργανόγραμμα για την Αρχή. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν τις πιστώσεις για την εξισορροπητική συνεισφορά προς την Αρχή. 6. Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως. 7. Το συμβούλιο διοίκησης γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργο σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων. 8. Με την επιφύλαξη των άρθρων 266 και 267 του δημοσιονομικού κανονισμού, απαιτείται έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο οποιουδήποτε έργου μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της Αρχής, ιδίως όταν πρόκειται για έργο σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων, συμπεριλαμβανομένων των ρητρών διακοπής. Άρθρο 64 Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού 1. Ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί καθήκοντα διατάκτη και εκτελεί τον ετήσιο προϋπολογισμό της Αρχής. 2. Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει τους προσωρινούς λογαριασμούς της στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους. Το άρθρο 70 δεν εμποδίζει την Αρχή να παρέχει στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο οποιεσδήποτε πληροφορίες ζητούνται από το Ελεγκτικό Συνέδριο και οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 3. Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους τα απαιτούμενα λογιστικά στοιχεία που απαιτούνται για την ενοποίηση, με τον τρόπο και τη μορφή που έχει οριστεί από τον υπόλογο της Επιτροπής. 4. Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει επίσης, μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους, την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. 5. Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 246 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο υπόλογος της Αρχής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής. Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει τους εν λόγω λογαριασμούς στο συμβούλιο εποπτών, το οποίο διατυπώνει γνώμη επί των λογαριασμών αυτών. 6. Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει, έως την 1η Ιουλίου του επόμενου έτους, τους οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του συμβουλίου εποπτών στον υπόλογο της Επιτροπής, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει επίσης στον υπόλογο της Επιτροπής, έως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους, δέσμη εκθέσεων που έχει καταρτίσει, σε τυποποιημένη μορφή σύμφωνα με τα όσα έχει ορίσει ο υπόλογος της Επιτροπής για λόγους ενοποίησης. 7. Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 15 Νοεμβρίου του επόμενου έτους. 8. Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεων του τελευταίου και διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο συμβούλιο διοίκησης και στην Επιτροπή. 9. Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 261 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος. 10. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, χορηγεί, πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, απαλλαγή στην Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν. 11. Η Αρχή διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη για τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κάθε άλλη παρατήρηση που διατυπώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διαδικασία απαλλαγής. Άρθρο 65 Δημοσιονομικοί κανόνες Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το συμβούλιο διοίκησης μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής (*48) εκτός εάν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες για τη λειτουργία της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής. (*48) Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που δημιουργούνται δυνάμει της ΣΛΕΕ και της Συνθήκης Ευρατόμ και αναφέρονται στο άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 122 της 10.5.2019, σ. 1).»." |
55) |
Στο άρθρο 66, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζεται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*49). (*49) Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).»." |
56) |
Το άρθρο 70 τροποποιείται ως εξής:
|
57) |
Το άρθρο 71 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 71 Προστασία δεδομένων Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*51) κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της. (*51) Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).»." |
58) |
Στο άρθρο 72, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.». |
59) |
Στο άρθρο 74, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος για το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά τη λήψη της έγκρισης του συμβουλίου διοίκησης.». |
60) |
Το άρθρο 76 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 76 Σχέση με την ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών (ΕΕΡΑΑΚΑ). Έως την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της ΕΕΡΑΑΚΑ μεταφέρονται αυτομάτως στην Αρχή. Η ΕΕΡΑΑΚΑ συντάσσει κατάσταση στην οποία εμφαίνεται η κατάσταση ενεργητικού και παθητικού της κατά την ημερομηνία της μεταφοράς αυτής. Η εν λόγω κατάσταση ελέγχεται και εγκρίνεται από την ΕΕΡΑΑΚΑ και από την Επιτροπή.». |
61) |
Το άρθρο 81 τροποποιείται ως εξής:
|
Άρθρο 4
Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014
Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 τροποποιείται ως εξής:
1) |
Στο άρθρο 1 παράγραφος 1 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:
|
2) |
Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:
|
3) |
Το άρθρο 22 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 22 Παροχή πληροφοριών για τους σκοπούς της διαφάνειας και άλλους υπολογισμούς 1. Προκειμένου να πραγματοποιηθούν υπολογισμοί για τον καθορισμό των υποχρεώσεων για την προ-συναλλακτική και τη μετα-συναλλακτική διαφάνεια και τα καθεστώτα υποχρέωσης διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 11, τα άρθρα 14 έως 21 και το άρθρο 32, που εφαρμόζονται στα χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και για να προσδιορισθεί αν μια επιχείρηση επενδύσεων είναι συστηματικός εσωτερικοποιητής, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ζητούν πληροφορίες από:
2. Οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι ΕΜΗΔΗΣΥ και οι ΠΕΔΕΣΥ αποθηκεύουν τα απαραίτητα στοιχεία για επαρκές χρονικό διάστημα. 3. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με στόχο να προσδιορίσει το περιεχόμενο και τη συχνότητα των αιτημάτων για παροχή δεδομένων και τη μορφή και το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι ΕΜΗΔΗΣΥ και οι ΠΕΔΕΣΥ οφείλουν να απαντούν στα αιτήματα για παροχή δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τον τύπο στοιχείων που πρέπει να αποθηκεύονται και το ελάχιστο χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι ΕΜΗΔΗΣΥ και οι ΠΕΔΕΣΥ οφείλουν να αποθηκεύουν στοιχεία προκειμένου να είναι σε θέση να απαντήσουν σε αιτήματα για παροχή δεδομένων σύμφωνα με την παράγραφο 2. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.». |
4) |
Στο άρθρο 26 παράγραφος 1, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Οι αρμόδιες αρχές θέτουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διάθεση της ΕΑΚΑΑ οποιεσδήποτε πληροφορίες έχουν αναφερθεί σε αυτές σύμφωνα με το παρόν άρθρο.». |
5) |
Το άρθρο 27 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 27 Υποχρέωση παροχής στοιχείων αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα 1. Όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή τελούν υπό διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ ή σε ΜΟΔ, οι εν λόγω τόποι διαπραγμάτευσης παρέχουν συστηματικά στην ΕΑΚΑΑ στοιχεία αναφοράς για την αναγνώριση των χρηματοπιστωτικών μέσων, για τον σκοπό της αναφοράς συναλλαγών που προβλέπεται στο άρθρο 26. Σε σχέση με άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία καλύπτονται από το άρθρο 26 παράγραφος 2 και τελούν υπό διαπραγμάτευση στο σύστημά του, κάθε συστηματικός εσωτερικοποιητής παρέχει στην ΕΑΚΑΑ δεδομένα γνωστοποίησης σχετικά με αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα. Αναγνωριστικά στοιχεία αναφοράς διατίθενται προς υποβολή στην ΕΑΚΑΑ σε ηλεκτρονική και τυποποιημένη μορφή πριν αρχίσει η διαπραγμάτευση του χρηματοπιστωτικού μέσου στο οποίο αναφέρονται. Τα στοιχεία αναφοράς του χρηματοπιστωτικού μέσου επικαιροποιούνται όταν σημειώνονται μεταβολές στα στοιχεία που αφορούν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει αμέσως τα στοιχεία αναφοράς στον δικτυακό της τόπο. Η ΕΑΚΑΑ παρέχει στις αρμόδιες αρχές πρόσβαση στα εν λόγω στοιχεία αναφοράς χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. 2. Προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να παρακολουθούν, σύμφωνα με το άρθρο 26, τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ότι αυτές ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο που προάγει την ακεραιότητα της αγοράς, η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές αναπτύσσει τους απαραίτητους μηχανισμούς, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι:
3. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται τα εξής:
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. 4. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να αναστέλλει τις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων που ορίζονται στην παράγραφο 1 για ορισμένα ή για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
Κατά τη λήψη του μέτρου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τον βαθμό στον οποίο το μέτρο διασφαλίζει την ακρίβεια και την πληρότητα των στοιχείων που αναφέρονται για τους σκοπούς που ορίζονται στην παράγραφο 2. Πριν αποφασίσει να λάβει το μέτρο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ ειδοποιεί τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 προκειμένου να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό καθορίζοντας τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και τις περιστάσεις υπό τις παύει να ισχύει η αναστολή που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο.». |
6) |
Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος τίτλος: «ΤΙΤΛΟΣ IVα ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Χορήγηση άδειας λειτουργίας για τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων Άρθρο 27α Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, ως εθνική αρμόδια αρχή νοείται η αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Άρθρο 27β Απαιτήσεις για την αδειοδότηση 1. Η λειτουργία ενός ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ ή ΕΜΗΓΝΩΣΥ ως τακτική ενασχόληση ή δραστηριότητα, υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο. Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ένας ΕΜΗΔΗΣΥ ή ΕΜΗΓΝΩΣΥ που αναγνωρίζεται σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση και εποπτεία από την οικεία εθνική αρμόδια αρχή σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο. 2. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται έναν τόπο διαπραγμάτευσης μπορούν επίσης να παρέχουν τις υπηρεσίες ενός ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ ή ΕΜΗΓΝΩΣΥ, υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης εξακρίβωσης από την ΕΑΚΑΑ ή την οικεία εθνική αρμόδια αρχή ότι η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς συμμορφώνονται με τον παρόντα τίτλο. Η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών περιλαμβάνεται στην άδεια λειτουργίας τους. 3. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει μητρώο με όλους τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων στην Ένωση. Το μητρώο είναι δημόσια διαθέσιμο και περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες για τις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει λάβει άδεια λειτουργίας και επικαιροποιείται τακτικά. Όταν η ΕΑΚΑΑ ή μια εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, ανακαλεί άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 27ε, η ανάκληση αυτή δημοσιεύεται στο μητρώο για περίοδο πέντε ετών. 4. Οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων παρέχουν τις υπηρεσίες τους υπό την εποπτεία της ΕΑΚΑΑ ή της εθνικής αρμόδιας αρχής, κατά περίπτωση. Η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, επανεξετάζει τακτικά τη συμμόρφωση των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων με τον παρόντα τίτλο. Η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, ελέγχει ότι οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων πληρούν ανά πάσα στιγμή τις προϋποθέσεις για την αρχική χορήγηση άδειας λειτουργίας, που ορίζονται στον παρόντα τίτλο. Άρθρο 27γ Χορήγηση άδειας λειτουργίας για τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων 1. Χορηγείται άδεια λειτουργίας για τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων από την ΕΑΚΑΑ ή την εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, για τους σκοπούς του παρόντα τίτλου, όταν:
2. Η άδεια λειτουργίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 προσδιορίζει τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων τις οποίες επιτρέπεται να παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Όταν ένας αδειοδοτημένος πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε επιπλέον υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων, υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ, ή στην εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας του. 3. Ένας αδειοδοτημένος πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων πληροί ανά πάσα στιγμή τους όρους για την άδεια που προβλέπονται στον παρόντα τίτλο. Ένας αδειοδοτημένος πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην ΕΑΚΑΑ ή στην εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, κάθε ουσιαστική μεταβολή στους όρους αδειοδότησης. 4. Η άδεια λειτουργίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ισχύει σε όλο το έδαφος της Ένωσης και επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων να παρέχει τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει λάβει άδεια σε όλη την Ένωση. Άρθρο 27δ Διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αιτήσεων χορήγησης άδειας 1. Ο αιτών πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων υποβάλλει αίτηση η οποία παρέχει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται προκειμένου να είναι σε θέση η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, να επιβεβαιώσει ότι ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει προβεί, κατά τη στιγμή χορήγησης της αρχικής άδειας λειτουργίας, σε όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει με βάση τις διατάξεις του παρόντος τίτλου, καθώς και το πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναγράφονται, μεταξύ άλλων, το είδος των προβλεπόμενων υπηρεσιών και η οργανωτική δομή. 2. Η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, εκτιμά εάν η αίτηση για τη χορήγηση άδειας είναι πλήρης εντός 20 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης. Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, ορίζει προθεσμία εντός της οποίας ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων οφείλει να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες. Η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, αφού κρίνει ότι η αίτηση είναι πλήρης, αποστέλλει σχετική κοινοποίηση στον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. 3. Η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, ελέγχει, εντός έξι μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης, τη συμμόρφωση του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων προς τον παρόντα τίτλο. Λαμβάνει πλήρως αιτιολογημένη απόφαση για τη χορήγηση ή την άρνηση χορήγησης άδειας και ενημερώνει τον αιτούντα πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων εντός πέντε εργάσιμων ημερών. 4. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα εξής:
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. 5. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες κοινοποίησης ή υποβολής των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 27στ παράγραφος 2. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Άρθρο 27ε Ανάκληση άδειας 1. Η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, εάν ο πάροχος:
2. Η ΕΑΚΑΑ ειδοποιεί, κατά περίπτωση, χωρίς αναίτια καθυστέρηση, την εθνική αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων σχετικά με απόφαση για ανάκληση της άδειας ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Άρθρο 27στ Απαιτήσεις για το διοικητικό όργανο παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων 1. Το διοικητικό όργανο ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, ανά πάσα στιγμή, έχει καλή φήμη, διαθέτει επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία και να αφιερώνει αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Το διοικητικό όργανο διαθέτει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, ώστε να αμφισβητεί αποτελεσματικά τις αποφάσεις των ανώτερων στελεχών όποτε αυτό είναι αναγκαίο και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί η λήψη των αποφάσεων από τη διοίκηση, όταν είναι αναγκαίο. Όταν ένας διαχειριστής αγοράς ζητεί άδεια λειτουργίας για ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ ή ΕΜΗΓΝΩΣΥ σύμφωνα με το άρθρο 27δ και τα μέλη του διοικητικού οργάνου του ΕΜΗΔΗΣΥ, του ΠΕΔΕΣΥ ή του ΕΜΗΓΝΩΣΥ συμπίπτουν με τα μέλη του διοικητικού οργάνου της ρυθμιζόμενης αγοράς, τα πρόσωπα αυτά τεκμαίρεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου. 2. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ ή στην εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, τα ονόματα όλων των μελών του οικείου διοικητικού οργάνου και κάθε μεταβολή στα μέλη του, καθώς και τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης της οντότητας με την παράγραφο 1. 3. Το διοικητικό όργανο ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων ορίζει και επιβλέπει την εφαρμογή των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση ενός οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων στον οργανισμό και της αποτροπής των συγκρούσεων συμφερόντων, και με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς και τα συμφέροντα των πελατών του. 4. Η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας εάν δεν έχει πειστεί ότι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι οι προτεινόμενες αλλαγές στο διοικητικό όργανο του παρόχου μπορεί να αποτελέσουν απειλή για την ορθή και συνετή διαχείριση, το συμφέρον των πελατών και την ακεραιότητα της αγοράς. 5. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Ιανουαρίου 2021 για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπόψη τους διαφορετικούς ρόλους και καθήκοντα των εν λόγω μελών και την ανάγκη αποφυγής συγκρούσεων συμφερόντων ανάμεσα στα μέλη του διοικητικού οργάνου και τους χρήστες του ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ ή ΕΜΗΓΝΩΣΥ. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Όροι για τους ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ και ΕΜΗΓΝΩΣΥ Άρθρο 27ζ Οργανωτικές απαιτήσεις για τους ΕΜΗΔΗΣΥ 1. Ο ΕΜΗΔΗΣΥ διαθέτει κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για τη δημοσίευση των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει των άρθρων 20 και 21 όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό υπό εύλογους εμπορικούς όρους. Οι πληροφορίες διατίθενται δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από τον ΕΜΗΔΗΣΥ. Ο ΕΜΗΔΗΣΥ διαδίδει αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε μορφότυπο που διευκολύνει την ενοποίηση των πληροφοριών αυτών με παρόμοια δεδομένα από άλλες πηγές. 2. Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται από έναν ΕΜΗΔΗΣΥ σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τα ακόλουθα στοιχεία:
3. Ο ΕΜΗΔΗΣΥ θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων με τους πελάτες του. Ιδίως, ο ΕΜΗΔΗΣΥ που είναι επίσης διαχειριστής αγοράς ή επιχείρηση επενδύσεων χειρίζεται όλες τις συλλεγόμενες πληροφορίες κατά τρόπο που να μη δημιουργεί διακρίσεις, εφαρμόζει δε και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών. 4. Ο ΕΜΗΔΗΣΥ διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας σχεδιασμένους για τη διασφάλιση των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης, και την αποτροπή της διαρροής των πληροφοριών πριν από τη δημοσίευση. Ο ΕΜΗΔΗΣΥ διατηρεί επαρκείς πόρους και διαθέτει εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχει και να διατηρεί τις υπηρεσίες του ανά πάσα στιγμή. 5. Ο ΕΜΗΔΗΣΥ διαθέτει συστήματα που να μπορούν να ελέγχουν αποτελεσματικά αν οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις, να εντοπίζουν παραλείψεις και εμφανή σφάλματα, και να ζητούν την εκ νέου διαβίβαση τυχόν εσφαλμένων αναφορών. 6. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό κοινών μορφοτύπων, προτύπων και τεχνικών ρυθμίσεων που να διευκολύνουν την ενοποίηση των πληροφοριών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. 7. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 προκειμένου να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό καθορίζοντας την έννοια των εύλογων εμπορικών όρων για τη δημοσίευση των πληροφοριών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. 8. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν τα εξής:
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Άρθρο 27η Οργανωτικές απαιτήσεις για τους Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. 1. Ο ΠΕΔΕΣΥ διαθέτει κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για να συγκεντρώνει τις δημοσιευμένες πληροφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 20, να τις ενοποιεί σε μια συνεχή ροή ηλεκτρονικών δεδομένων και να τις καθιστά διαθέσιμες στο κοινό όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό υπό εύλογους εμπορικούς όρους. Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
Οι πληροφορίες διατίθενται δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από τον ΠΕΔΕΣΥ. Ο ΠΕΔΕΣΥ είναι σε θέση να διαδίδει αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε μορφοτύπους που είναι εύκολα προσβάσιμοι και εύχρηστοι για τους συμμετέχοντες στην αγορά. 2. Ο ΠΕΔΕΣΥ διαθέτει κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για να συγκεντρώνει τις δημοσιευμένες πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 10 και το άρθρο 21, να τις ενοποιεί σε μια συνεχή ροή ηλεκτρονικών δεδομένων και να τις καθιστά διαθέσιμες στο κοινό όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό υπό εύλογους εμπορικούς όρους, συμπεριλαμβάνοντας τουλάχιστον τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
Οι πληροφορίες διατίθενται δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από τον ΠΕΔΕΣΥ. Ο ΠΕΔΕΣΥ είναι σε θέση να διαδίδει αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε γενικά αποδεκτούς μορφοτύπους που είναι διαλειτουργικοί, εύκολα προσβάσιμοι και εύχρηστοι για τους συμμετέχοντες στην αγορά. 3. Ο ΠΕΔΕΣΥ διασφαλίζει ότι τα παρεχόμενα δεδομένα ενοποιούνται από όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές, τους ΠΜΔ, τους ΜΟΔ και τους ΕΜΗΔΗΣΥ και για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που καθορίζονται με ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα βάσει της παραγράφου 8 στοιχείο γ). 4. Ο ΠΕΔΕΣΥ θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων. Ιδίως, ο διαχειριστής αγοράς ή ο ΕΜΗΔΗΣΥ, που διαχειρίζεται παράλληλα και ενοποιημένο δελτίο, επεξεργάζεται όλες τις συγκεντρωμένες πληροφορίες με τρόπο που να μην εισάγει διακρίσεις και θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικές ρυθμίσεις για τον διαχωρισμό των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών. 5. Ο ΠΕΔΕΣΥ διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας σχεδιασμένους για τη διασφάλιση των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών και την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης. Ο ΠΕΔΕΣΥ διατηρεί επαρκείς πόρους και διαθέτει εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχει και να διατηρεί τις υπηρεσίες του ανά πάσα στιγμή. 6. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό προτύπων δεδομένων και μορφοτύπων για τις πληροφορίες προς δημοσίευση σύμφωνα με τα άρθρα 6, 10, 20 και 21, συμπεριλαμβανομένων του αναγνωριστικού κωδικού του χρηματοπιστωτικού μέσου, της τιμής, της ποσότητας, της χρονικής στιγμής, της ένδειξης συμβόλου τιμής, του αναγνωριστικού κωδικού του τόπου και ενδείξεων για τους συγκεκριμένους όρους στους οποίους υπόκεινται οι συναλλαγές, καθώς επίσης τεχνικές ρυθμίσεις προώθησης της αποτελεσματικής και συνεπούς διάδοσης των πληροφοριών με τρόπο που να διασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση και χρήση για τους συμμετέχοντες στην αγορά, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού πρόσθετων υπηρεσιών τις οποίες ο ΠΕΔΕΣΥ θα μπορούσε να εκτελέσει, αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα της αγοράς. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. 7. Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 προκειμένου να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό αποσαφηνίζοντας την έννοια των εύλογων εμπορικών όρων για την παροχή πρόσβασης σε ροές δεδομένων, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου. 8. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν τα εξής:
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Άρθρο 27θ Οργανωτικές απαιτήσεις για τους ΕΜΗΓΝΩΣΥ 1. Ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ διαθέτει κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για την υποβολή των πληροφοριών που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 26 το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο μέχρι το τέλος της εργάσιμης ημέρας που έπεται εκείνης κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή. 2. Ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων με τους πελάτες του. Ιδίως, ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ που είναι επίσης διαχειριστής αγοράς ή επιχείρηση επενδύσεων χειρίζεται όλες τις συλλεγόμενες πληροφορίες κατά τρόπο που να μην εισάγει διακρίσεις, και εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών. 3. Ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας σχεδιασμένους για τη διασφάλιση και την εξακρίβωση της γνησιότητας των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και την αποφυγή της διαρροής των πληροφοριών, διατηρώντας πάντοτε την εμπιστευτικότητα των στοιχείων. Ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ διατηρεί επαρκείς πόρους και διαθέτει εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχει και να διατηρεί τις υπηρεσίες του ανά πάσα στιγμή. 4. Ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ διαθέτει συστήματα που να μπορούν να ελέγχουν αποτελεσματικά αν οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις, να εντοπίζουν παραλείψεις και εμφανή σφάλματα που προκαλούνται από την επιχείρηση επενδύσεων και, όπου υπάρχουν τέτοια σφάλματα ή παραλείψεις, να κοινοποιούν στην επιχείρηση επενδύσεων τις σχετικές λεπτομέρειες για τα σφάλματα ή τις παραλείψεις και να ζητούν την εκ νέου διαβίβαση τυχόν εσφαλμένων αναφορών. Ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ διαθέτει συστήματα που να του επιτρέπουν να εντοπίζει σφάλματα ή παραλείψεις που προκαλούνται από τον ίδιο τον ΕΜΗΓΝΩΣΥ και να μπορεί ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ να διορθώνει και να διαβιβάζει ή να διαβιβάζει εκ νέου, ανάλογα με την περίπτωση, ορθές και πλήρεις εκθέσεις συναλλαγών στην αρμόδια αρχή. 5. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν τα εξής:
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.». |
7) |
Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος Τίτλος: «ΤΙΤΛΟΣ VIα ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΑΚΑΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Αρμοδιότητες και διαδικασίες Άρθρο 38α Άσκηση των εξουσιών της ΕΑΚΑΑ Οι εξουσίες που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ ή οιονδήποτε υπάλληλο της ΕΑΚΑΑ ή άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο δυνάμει των άρθρων 38β έως 38ε δεν ασκούνται για να απαιτηθεί η γνωστοποίηση πληροφοριών ή εγγράφων που υπόκεινται σε νομικό απόρρητο. Άρθρο 38β Αίτηση παροχής πληροφοριών 1. Η ΕΑΚΑΑ δύναται με απλή αίτηση ή με απόφαση να ζητήσει από τα ακόλουθα πρόσωπα να παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να μπορεί η ΕΑΚΑΑ να εκτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό:
2. Κάθε απλή αίτηση παροχής πληροφοριών που προβλέπεται στην παράγραφο 1:
3. Όταν ζητεί την παροχή πληροφοριών με απόφαση, σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ:
4. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή οι εκπρόσωποί τους και, στην περίπτωση νομικών προσώπων ή ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα εξουσιοδοτημένα από τον νόμο ή από το καταστατικό τους πρόσωπα που τους εκπροσωπούν παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες. Τις πληροφορίες είναι δυνατόν να παρέχουν δεόντως εξουσιοδοτημένοι δικηγόροι εξ ονόματος των πελατών τους. Οι τελευταίοι εξακολουθούν να ευθύνονται πλήρως για την παροχή ελλιπών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών. 5. Η ΕΑΚΑΑ αποστέλλει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση αντίγραφο της απλής αίτησης ή της απόφασής της στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Άρθρο 38γ Γενικές έρευνες 1. Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει τις αναγκαίες έρευνες προσώπων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38β παράγραφος 1. Για τον σκοπό αυτόν, οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ έχουν την εξουσία:
2. Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς των ερευνών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας. Στην εν λόγω εξουσιοδότηση επισημαίνονται επίσης οι περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 38θ σε περίπτωση που τα απαιτούμενα αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή άλλο υλικό, ή οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που υποβάλλονται στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 38β παράγραφος 1 δεν παρέχονται ή είναι ελλιπείς, καθώς και τα πρόστιμα που προβλέπονται στο άρθρο 38η, σε περίπτωση που οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 38β παράγραφος 1 είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές. 3. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 38β παράγραφος 1 οφείλουν να υποβάλλονται σε έρευνες που κινούνται βάσει απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 38θ, τα ένδικα μέσα που διατίθενται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο. 4. Εγκαίρως πριν από την έρευνα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο πρόκειται να διεξαχθεί η έρευνα σχετικά με την έρευνα και την ταυτότητα των εξουσιοδοτημένων προσώπων. Οι υπάλληλοι της οικείας αρμόδιας αρχής επικουρούν, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, τα εν λόγω εξουσιοδοτημένα πρόσωπα στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Υπάλληλοι της οικείας αρμόδιας αρχής δύνανται επίσης να παρίστανται στις έρευνες, κατόπιν αιτήματος. 5. Εάν για μια αίτηση αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων ή διακίνησης δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) απαιτείται χορήγηση άδειας από δικαστική αρχή σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, υποβάλλεται σχετική αίτηση. Η άδεια αυτή μπορεί επίσης να ζητείται ως προληπτικό μέτρο. 6. Όταν μια εθνική δικαστική αρχή λαμβάνει αίτηση για τη χορήγηση άδειας για την αίτηση αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων ή διακίνησης δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε), η εν λόγω αρχή ελέγχει τα εξής:
Για τους σκοπούς του στοιχείου β), η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως όσον αφορά τους λόγους που έχει η ΕΑΚΑΑ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού, καθώς και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα μέτρα καταναγκασμού. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή δεν επανεξετάζει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της έρευνας, ούτε ζητεί να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΑΚΑΑ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ υπόκειται αποκλειστικά σε επανεξέταση από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Άρθρο 38δ Επιτόπιες επιθεωρήσεις 1. Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει όλες τις αναγκαίες επιτόπιες επιθεωρήσεις στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις των κατά το άρθρο 38β παράγραφος 1 προσώπων. 2. Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης μπορούν να εισέρχονται σε οιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις των προσώπων για τα οποία έχει εκδοθεί απόφαση έρευνας από την ΕΑΚΑΑ, διαθέτουν δε όλες τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 38β παράγραφος 1. Διαθέτουν επίσης την εξουσία να σφραγίζουν οποιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και βιβλία ή αρχεία κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης και στην έκταση που είναι αναγκαίο για αυτήν. 3. Εγκαίρως πριν από την επιθεώρηση, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει για την επιθεώρηση την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση. Οσάκις απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα των επιθεωρήσεων, η ΕΑΚΑΑ, αφού ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, μπορεί να διεξάγει την επιτόπια επιθεώρηση χωρίς προειδοποίηση. Επιθεωρήσεις σύμφωνα με το παρόν άρθρο διενεργούνται υπό την προϋπόθεση ότι η οικεία αρμόδια αρχή έχει επιβεβαιώσει ότι δεν έχει αντίρρηση για τις εν λόγω επιθεωρήσεις. 4. Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, καθώς και τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 38θ, εφόσον τα οικεία πρόσωπα δεν δέχονται την επιθεώρηση. 5. Τα κατά το άρθρο 38β παράγραφος 1 πρόσωπα υποβάλλονται σε επιτόπιες επιθεωρήσεις που διατάσσονται με απόφαση της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, καθορίζει την προγραμματισμένη ημερομηνία έναρξής της και αναφέρει τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 38θ, τα ένδικα μέσα που διατίθενται στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο. 6. Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση, καθώς και εκείνοι που εξουσιοδοτούνται ή ορίζονται από αυτήν, επικουρούν ενεργά, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, τους υπαλλήλους και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ. Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους δύνανται επίσης να παρίστανται στις επιτόπιες επιθεωρήσεις. 7. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί επίσης να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να εκτελέσουν εκ μέρους της ειδικά ερευνητικά καθήκοντα και να πραγματοποιήσουν επιτόπιες επιθεωρήσεις, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 38β παράγραφος 1. 8. Εάν οι υπάλληλοι και άλλα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ πρόσωπα που τους συνοδεύουν διαπιστώσουν ότι κάποιο πρόσωπο αντιτίθεται σε επιθεώρηση που έχει διαταχθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους τούς παρέχει την αναγκαία συνδρομή, ζητώντας, κατά περίπτωση, τη συνδρομή της αστυνομίας ή ισότιμης αρχής επιβολής του νόμου, ούτως ώστε να τους επιτρέψει να πραγματοποιήσουν την επιτόπια επιθεώρησή τους. 9. Εάν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, απαιτείται άδεια δικαστικής αρχής για την επιτόπια επιθεώρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή για τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, ζητείται η άδεια αυτή. Η άδεια αυτή μπορεί επίσης να ζητείται ως προληπτικό μέτρο. 10. Όταν εθνική δικαστική αρχή λαμβάνει αίτηση χορήγησης άδειας για την επιτόπια επιθεώρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή για τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, η εν λόγω αρχή ελέγχει τα εξής:
Για τους σκοπούς του στοιχείου β), η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως όσον αφορά τους λόγους που έχει η ΕΑΚΑΑ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού, καθώς και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα μέτρα καταναγκασμού. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή δεν επανεξετάζει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της έρευνας, ούτε ζητεί να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΑΚΑΑ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ υπόκειται αποκλειστικά σε επανεξέταση από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Άρθρο 38ε Ανταλλαγή πληροφοριών Η ΕΑΚΑΑ και οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος κανονισμού. Άρθρο 38στ Επαγγελματικό απόρρητο Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρεται στο άρθρο 76 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ εφαρμόζεται στην ΕΑΚΑΑ και σε όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή που έχουν εργαστεί για την ΕΑΚΑΑ ή για οιοδήποτε άλλο πρόσωπο στο οποίο η ΕΑΚΑΑ έχει αναθέσει καθήκοντα, περιλαμβανομένων των ελεγκτών και των εμπειρογνωμόνων που προσλαμβάνονται από την ΕΑΚΑΑ. Άρθρο 38ζ Εποπτικά μέτρα από την ΕΑΚΑΑ 1. Εάν η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι ένα πρόσωπο που παρατίθεται στο άρθρο 38β παράγραφος 1 στοιχείο α) έχει διαπράξει μία παράβαση ενός από τα προαπαιτούμενα που απαριθμούνται στον τίτλο IVα, αναλαμβάνει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες δράσεις:
2. Όταν αναλαμβάνει τις κατά την παράγραφο 1 δράσεις, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τη φύση και τη βαρύτητα της παράβασης, έχοντας κατά νου τα ακόλουθα κριτήρια:
3. Η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί χωρίς αναίτια καθυστέρηση κάθε δράση που αναλήφθηκε βάσει της παραγράφου 1 στο υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο και την ανακοινώνει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και στην Επιτροπή. Δημοσιοποιεί κάθε τέτοια δράση στον διαδικτυακό τόπο της, εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία ανάληψής της. Η δημοσιοποίηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα Άρθρο 38η Πρόστιμα 1. Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 38ια παράγραφος 5, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο έχει διαπράξει, με πρόθεση ή από αμέλεια,, μία από τις παραβάσεις των απαιτήσεων που προβλέπονται στον τίτλο IVα, εκδίδει απόφαση για την επιβολή προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Θεωρείται ότι έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως παράβαση εάν η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει αντικειμενικούς παράγοντες που αποδεικνύουν ότι το πρόσωπο ενήργησε εσκεμμένως προς διάπραξη της παράβασης. 2. Το ανώτατο ύψος του προστίμου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι 200 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, η αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα. 3. Κατά τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 38ζ παράγραφος 2. Άρθρο 38θ Περιοδικές χρηματικές ποινές 1. Η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει, με απόφαση, περιοδικές χρηματικές ποινές, προκειμένου να υποχρεώσει:
2. Η περιοδική χρηματική ποινή είναι αποτελεσματική και αναλογική. Η περιοδική χρηματική ποινή επιβάλλεται για κάθε μέρα καθυστέρησης. 3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, το ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών ανέρχεται στο 3 % του μέσου όρου του ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση ή, στην περίπτωση φυσικών προσώπων, στο 2 % του μέσου όρου του ημερήσιου εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Υπολογίζεται από την ημέρα που ορίζεται στην απόφαση επιβολής της περιοδικής χρηματικής ποινής. 4. Η περιοδική χρηματική ποινή επιβάλλεται για μέγιστη περίοδο έξι μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Μετά το πέρας της περιόδου αυτής, η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει το μέτρο. Άρθρο 38ι Δημοσιοποίηση, φύση, επιβολή και κατανομή των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών 1. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιοποιεί κάθε πρόστιμο και περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί σύμφωνα με τα άρθρα 38η και 38θ, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοοικονομικές αγορές ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη. Η δημοσιοποίηση αυτή δεν περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*52). 2. Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 38η και 38θ είναι διοικητικής φύσης. 3. Στις περιπτώσεις που η ΕΑΚΑΑ αποφασίζει να μην επιβάλει πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και εκθέτει τους λόγους για την απόφασή της. 4. Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 38η και 38θ είναι εκτελεστά. Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τους δικονομικούς κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος στο οποίο λαμβάνει χώρα. 5. Τα ποσά των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών αποδίδονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άρθρο 38ια Διαδικαστικοί κανόνες σχετικά με τη λήψη εποπτικών μέτρων και την επιβολή προστίμων 1. Εάν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις για πιθανή ύπαρξη περιστατικών που μπορεί να συνιστούν διάπραξη μίας ή περισσότερων από τις παραβάσεις των απαιτήσεων που προβλέπονται στον τίτλο IVα, διορίζει ανεξάρτητο πραγματογνώμονα εντός της ΕΑΚΑΑ προκειμένου να ερευνήσει το θέμα. Ο διορισμένος πραγματογνώμονας δεν πρέπει να συμμετέχει ούτε να έχει συμμετάσχει άμεσα ή έμμεσα στην εποπτεία ή στη διαδικασία αδειοδότησης του σχετικού παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, ασκεί δε τα καθήκοντά του ανεξάρτητα από την ΕΑΚΑΑ. 2. Ο πραγματογνώμονας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ερευνά τις εικαζόμενες παραβάσεις, λαμβάνοντας υπόψη οποιεσδήποτε παρατηρήσεις διατυπώσουν τα υπό έρευνα πρόσωπα, και υποβάλλει πλήρη φάκελο με τα πορίσματά του στην ΕΑΚΑΑ. 3. Για την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο πραγματογνώμονας δύναται να ασκεί το δικαίωμα να υποβάλλει αίτημα για παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 38β και να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 38γ και 38δ. 4. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο πραγματογνώμονας έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που συγκεντρώνει η ΕΑΚΑΑ κατά την άσκηση των εποπτικών δραστηριοτήτων της. 5. Κατά την ολοκλήρωση της έρευνας και πριν από την υποβολή του φακέλου των πορισμάτων του στην ΕΑΚΑΑ, ο πραγματογνώμονας δίνει στα υπό έρευνα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τα ζητήματα που ερευνώνται. Ο πραγματογνώμονας βασίζει τα πορίσματά του μόνο σε γεγονότα για τα οποία οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν παρατηρήσεις. 6. Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών σύμφωνα με το παρόν άρθρο, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα της υπεράσπισης των υπό έρευνα προσώπων. 7. Όταν υποβάλλει τον φάκελο των πορισμάτων του στην ΕΑΚΑΑ, ο πραγματογνώμονας ενημερώνει σχετικώς τα υπό έρευνα πρόσωπα. Τα υπό έρευνα πρόσωπα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν τρίτους. 8. Βάσει του φακέλου που περιέχει τα πορίσματα του πραγματογνώμονα και, εφόσον ζητηθεί από τα υπό έρευνα πρόσωπα, κατόπιν ακρόασης των εν λόγω προσώπων σύμφωνα με το άρθρο 38ιβ, η ΕΑΚΑΑ αποφαίνεται εάν τα υπό έρευνα πρόσωπα έχουν διαπράξει μία ή περισσότερες από τις παραβάσεις των απαιτήσεων που προβλέπονται στον τίτλο IVα και, στην περίπτωση αυτή, λαμβάνει εποπτικό μέτρο σύμφωνα με το άρθρο 38ζ. 9. Ο πραγματογνώμονας δεν συμμετέχει στις συσκέψεις της ΕΑΚΑΑ ούτε παρεμβαίνει καθ’ οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΑΚΑΑ. 10. Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 50, έως την 1η Οκτωβρίου 2021, προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω τους διαδικαστικούς κανόνες για την άσκηση του δικαιώματος επιβολής προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με το δικαίωμα της υπεράσπισης, προσωρινών διατάξεων και διατάξεων για την είσπραξη προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών και τις προθεσμίες παραγραφής για την επιβολή και την εκτέλεση των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών. 11. Η ΕΑΚΑΑ παραπέμπει θέματα ποινικής δίωξης στις οικείες εθνικές αρχές εάν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις για πιθανή ύπαρξη πραγματικών περιστατικών που ενδέχεται να συνιστούν ποινικό αδίκημα. Επιπροσθέτως, η ΕΑΚΑΑ δεν επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, εάν προγενέστερη αθώωση ή καταδίκη βάσει πανομοιότυπων πραγματικών περιστατικών ή βάσει πραγματικών περιστατικών που είναι κατ’ ουσίαν τα ίδια έχει ήδη αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου κατόπιν ποινικής διαδικασίας βάσει του εθνικού δικαίου. Άρθρο 38ιβ Ακρόαση των ενδιαφερόμενων προσώπων 1. Πριν από τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης δυνάμει των άρθρων 38ζ, 38η και 38θ, η ΕΑΚΑΑ παρέχει τη δυνατότητα ακρόασης, σχετικά με τα πορίσματά της, στα πρόσωπα που υπόκεινται σε πειθαρχικές διαδικασίες. Η ΕΑΚΑΑ θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνο στα πορίσματα για τα οποία δόθηκε η δυνατότητα στα πρόσωπα που υπόκεινται στις διαδικασίες να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει εάν απαιτούνται επείγουσες ενέργειες προκειμένου να προληφθεί σημαντική και επικείμενη ζημία στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Σε αυτήν την περίπτωση, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει προσωρινή απόφαση και να παρέχει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης το συντομότερο δυνατό μετά τη λήψη της απόφασής της. 2. Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα της υπεράσπισης των προσώπων που υπόκεινται σε έρευνα. Τα εν λόγω πρόσωπα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο της ΕΑΚΑΑ, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες ή τα εσωτερικά προπαρασκευαστικά έγγραφα της ΕΑΚΑΑ. Άρθρο 38ιγ Επανεξέταση από το Δικαστήριο Το Δικαστήριο διαθέτει απεριόριστη δικαιοδοσία για την επανεξέταση των αποφάσεων με τις οποίες η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει πρόστιμο ή περιοδική χρηματική ποινή. Δύναται να ακυρώσει, να μειώσει ή να επαυξήσει το πρόστιμο ή την περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί. Άρθρο 38ιδ Τέλη αδειοδότησης και εποπτικά τέλη 1. Η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει τέλη στους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και σύμφωνα με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Τα τέλη αυτά καλύπτουν πλήρως τις αναγκαίες δαπάνες της ΕΑΚΑΑ όσον αφορά την αδειοδότηση και την εποπτεία των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και την επιστροφή κάθε δαπάνης στην οποία ενδέχεται να υποβληθούν οι αρμόδιες αρχές κατά την εκτέλεση των εργασιών τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε ανάθεσης καθηκόντων σύμφωνα με το άρθρο 38ιε. 2. Το ύψος ενός τέλους που επιβάλλεται σε έναν συγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων καλύπτει όλες τις διοικητικές δαπάνες της ΕΑΚΑΑ για τις δραστηριότητες αδειοδότησης και εποπτείας σχετικά με τον εν λόγω πάροχο. Πρέπει να είναι ανάλογο προς τον κύκλο εργασιών του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. 3. Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 50 συμπληρώνοντας τον παρόντα κανονισμό έως την 1η Οκτωβρίου 2021 για να προσδιορίσει το είδος των τελών, τα θέματα για τα οποία επιβάλλονται τέλη, το ύψος τους και τον τρόπο καταβολής τους. Άρθρο 38ιε Ανάθεση καθηκόντων από την ΕΑΚΑΑ στις αρμόδιες αρχές 1. Εφόσον κρίνεται αναγκαίο για την ορθή εκτέλεση εποπτικού καθήκοντος, η ΕΑΚΑΑ δύναται να αναθέσει συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα στην αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η ΕΑΚΑΑ δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Τα εν λόγω συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα μπορούν ιδίως να περιλαμβάνουν την αρμοδιότητα διεκπεραίωσης αιτημάτων για παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 38β, καθώς και διεξαγωγής ερευνών και επιτόπιων επιθεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 38γ και το άρθρο 38δ. 2. Πριν από την ανάθεση καθήκοντος η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με την οικεία αρμόδια αρχή σχετικά με τα εξής:
3. Σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 38ιδ παράγραφος 3, η ΕΑΚΑΑ επιστρέφει στην αρμόδια αρχή κάθε δαπάνη στην οποία ενδέχεται να υποβληθεί κατά την εκτέλεση ανατεθέντων καθηκόντων. 4. Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει την απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα. Η ανάθεση μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή. 5. Η ανάθεση καθηκόντων δεν επηρεάζει την ευθύνη της ΕΑΚΑΑ ούτε περιορίζει την ικανότητά της να διεξάγει και να επιβλέπει την ανατεθείσα δραστηριότητα. (*52) Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).»." |
8) |
Στο άρθρο 40, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «6. Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει την απαγόρευση ή τον περιορισμό που επέβαλε βάσει της παραγράφου 1 σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά εξάμηνο. Μετά από τουλάχιστον δύο διαδοχικές ανανεώσεις και βάσει κατάλληλης ανάλυσης προκειμένου να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις στον καταναλωτή, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να αποφασίσει σχετικά με την ετήσια ανανέωση της απαγόρευσης ή του περιορισμού.». |
9) |
Στο άρθρο 41, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «6. Η ΕΑΤ επανεξετάζει την απαγόρευση ή τον περιορισμό που επέβαλε βάσει της παραγράφου 1 σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά εξάμηνο. Μετά από τουλάχιστον δύο διαδοχικές ανανεώσεις και βάσει κατάλληλης ανάλυσης προκειμένου να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις στον καταναλωτή, η ΕΑΤ μπορεί να αποφασίσει σχετικά με την ετήσια ανανέωση της απαγόρευσης ή του περιορισμού.». |
10) |
Το άρθρο 50 τροποποιείται ως εξής:
|
11) |
Στο άρθρο 52, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι: «13. Η Επιτροπή υποβάλλει, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία των ενοποιημένων δελτίων παρακολούθησης που καθιερώνονται σύμφωνα με τον τίτλο IVα. Η έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 27η παράγραφος 1 υποβάλλεται έως τις 3 Σεπτεμβρίου 2019. Η έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 27η παράγραφος 2 υποβάλλεται έως τις 3 Σεπτεμβρίου 2021. Οι εκθέσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο αξιολογούν τη λειτουργία του ενοποιημένου δελτίου παρακολούθησης με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:
Όταν η Επιτροπή κρίνει ότι οι ΠΕΔΕΣΥ δεν διέθεσαν τις πληροφορίες με τρόπο που να ανταποκρίνεται στα κριτήρια του δευτέρου εδαφίου, η Επιτροπή επισυνάπτει αίτημα στην έκθεσή της προς την ΕΑΚΑΑ για την έναρξη διαδικασίας με διαπραγμάτευση για τον καθορισμό, μέσω διαδικασίας δημόσιων συμβάσεων που θα διεξαγάγει η ΕΑΚΑΑ, της εμπορικής οντότητας που θα διαχειρίζεται το ενοποιημένο δελτίο. Η ΕΑΚΑΑ κινεί τη διαδικασία αφού λάβει το αίτημα από την Επιτροπή, υπό τους όρους που περιλαμβάνονται στο εν λόγω αίτημα και σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*53). 14. Κατά την εφαρμογή της διαδικασίας που περιγράφεται στην παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή έχει εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 προκειμένου να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας μέτρα τα οποία:
(*53) Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).»." |
12) |
Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 54α Μεταβατικά μέτρα σχετικά με την ΕΑΚΑΑ 1. Όλες οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που σχετίζονται με τη δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής στον τομέα των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων μεταβιβάζονται στην ΕΑΚΑΑ την 1η Ιανουαρίου 2022, εκτός από τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που σχετίζονται με τους ΕΜΗΔΗΣΥ και ΕΜΗΓΝΩΣΥ που υπόκεινται στην παρέκκλιση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3. Η ΕΑΚΑΑ αναλαμβάνει τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που μεταβιβάζονται την ίδια ημερομηνία. 2. Τυχόν αρχεία και έγγραφα εργασίας που σχετίζονται με τη δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής στον τομέα των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν συνεχιζόμενων εξετάσεων και δράσεων επιβολής, ή τα επικυρωμένα αντίγραφά τους, αναλαμβάνονται από την ΕΑΚΑΑ κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Ωστόσο, η αίτηση για τη χορήγηση άδειας που έχει ληφθεί από τις αρμόδιες αρχές πριν από την 1η Οκτωβρίου 2021 δεν μεταβιβάζεται στην ΕΑΚΑΑ, και η απόφαση για καταχώριση ή άρνηση καταχώρισης λαμβάνεται από την οικεία αρμόδια αρχή. 3. Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε υπάρχοντα αρχεία και έγγραφα εργασίας ή τα επικυρωμένα αντίγραφά τους διαβιβάζονται στην ΕΑΚΑΑ, το ταχύτερο δυνατόν, και σε κάθε περίπτωση έως την 1η Ιανουαρίου 2022. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές παρέχουν επίσης όλη την αναγκαία συνδρομή και τις αναγκαίες συμβουλές στην ΕΑΚΑΑ, προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική και αποδοτική μεταβίβαση και ανάληψη της δραστηριότητας εποπτείας και επιβολής της εφαρμογής στον τομέα των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. 4. Η ΕΑΚΑΑ ενεργεί ως ο νόμιμος διάδοχος των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε οποιεσδήποτε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες απορρέουν από δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής που ασκείται από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές σχετικά με θέματα που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό. 5. Κάθε χορήγηση άδειας παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που πραγματοποιείται από αρμόδια αρχή όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ εξακολουθεί να ισχύει και μετά τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων στην ΕΑΚΑΑ. Άρθρο 54β Σχέσεις με ελεγκτές 1. Κάθε πρόσωπο που έχει λάβει άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*54), το οποίο εκτελεί σε πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων τα καθήκοντα του άρθρου 34 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*55) ή του άρθρου 73 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή οποιαδήποτε άλλη εκ του νόμου προβλεπόμενη αποστολή, υποχρεούται να αναφέρει αμέσως στην ΕΑΚΑΑ κάθε γεγονός ή απόφαση σχετικά με τον εν λόγω πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων της οποίας έλαβε γνώση κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του και η οποία ενδέχεται:
Το πρόσωπο αυτό υποχρεούται επίσης να αναφέρει τα γεγονότα και τις αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του πρώτου εδαφίου σε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων στον οποίο επιτελεί επίσης ελεγκτική αποστολή. 2. Η καλόπιστη αναφορά στις αρμόδιες αρχές, από πρόσωπα που έχουν λάβει άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, γεγονότων ή αποφάσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, δεν αποτελεί παράβαση συμβατικών ή νομικών περιοριστικών διατάξεων σχετικών με αποκάλυψη πληροφοριών και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη των προσώπων αυτών. (*54) Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87)." (*55) Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/EOK και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).»." |
Άρθρο 5
Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011
Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 τροποποιείται ως εξής:
1) |
Το άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 24) στοιχείο α) τροποποιείται ως εξής:
|
2) |
Στο άρθρο 4, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος: «9. Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι επαρκώς άρτιες. Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Οκτωβρίου 2010. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.». |
3) |
Στο άρθρο 12, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: «4. Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η μεθοδολογία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 συνάδει με τα στοιχεία α) έως ε) της εν λόγω παραγράφου. Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Οκτωβρίου 2020. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.». |
4) |
Στο άρθρο 14, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: «4. Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών των συστημάτων και των ελέγχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Οκτωβρίου 2020. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.». |
5) |
Στο άρθρο 20, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος: «1α. Όταν η ΕΑΚΑΑ θεωρεί ότι ένας δείκτης αναφοράς πληροί όλα τα κριτήρια της παραγράφου 1 στοιχείο γ), υποβάλλει στην Επιτροπή τεκμηριωμένο αίτημα αναγνώρισης του εν λόγω δείκτη αναφοράς ως κρίσιμης σημασίας. Η Επιτροπή, αφού παραλάβει το εν λόγω τεκμηριωμένο αίτημα, εκδίδει εκτελεστική πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 1. Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει την αξιολόγησή της όσον αφορά την κρίσιμη σημασία του δείκτη αναφοράς τουλάχιστον ανά διετία και κοινοποιεί και διαβιβάζει την αξιολόγηση στην Επιτροπή.». |
6) |
Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:
|
7) |
Στο άρθρο 23, οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Ένας εποπτευόμενος συνεισφέρων σε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας που προτίθεται να παύσει να συνεισφέρει δεδομένα εισόδου ενημερώνει αμέσως σχετικά τον διαχειριστή γραπτώς. Ο διαχειριστής ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την αρμόδια αρχή του. Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την αρμόδια αρχή του εν λόγω εποπτευόμενου συνεισφέροντος και, κατά περίπτωση, την ΕΑΚΑΑ. Ο διαχειριστής υποβάλλει στην αρμόδια αρχή του αξιολόγηση των συνεπειών για την ικανότητα του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας να μετρά την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα το συντομότερο δυνατόν, αλλά όχι αργότερα από 14 ημέρες μετά την κοινοποίηση του εποπτευόμενου συνεισφέροντος. 4. Μόλις λάβει την αξιολόγηση που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή, κατά περίπτωση, ενημερώνει αμέσως την ΕΑΚΑΑ ή το συλλογικό όργανο που συστήνεται δυνάμει του άρθρου 46 και, με βάση την αξιολόγηση αυτή, προβαίνει σε δική της αξιολόγηση της ικανότητας του δείκτη αναφοράς να μετρά την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία του διαχειριστή για την παύση του δείκτη αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1.». |
8) |
Στο άρθρο 26, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: «6. Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν την πραγματοποίηση αλλαγών στη δήλωση συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 4. Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Οκτωβρίου 2020. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»· |
9) |
Το άρθρο 30 τροποποιείται ως εξής:
|
10) |
Το άρθρο 32 τροποποιείται ως εξής:
|
11) |
Στο άρθρο 34, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος: «1α. Όταν ένας ή περισσότεροι δείκτες που παρέχει το πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορούν να θεωρηθούν δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας όπως ορίζονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ), η αίτηση υποβάλλεται στην ΕΑΚΑΑ.». |
12) |
Το άρθρο 40 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 40 Αρμόδιες αρχές 1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ είναι η αρμόδια αρχή για:
2. Κάθε κράτος μέλος ορίζει την οικεία αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ. 3. Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος ορίσει περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με την παράγραφο 2, καθορίζει σαφώς τους αντίστοιχους ρόλους των αρμόδιων αυτών αρχών και ορίζει μία και μόνη αρχή ως υπεύθυνη για τον συντονισμό της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών με την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. 4. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.». |
13) |
Το άρθρο 41 τροποποιείται ως εξής:
|
14) |
Στο άρθρο 43 παράγραφος 1, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων, οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 2, λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται κατά περίπτωση:». |
15) |
Το άρθρο 44 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 44 Υποχρέωση συνεργασίας 1. Στις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 42, εξασφαλίζουν ότι έχουν τεθεί σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα ώστε οι αρμόδιες αρχές, που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφοι 2 και 3, να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εξουσίες για να συνεργάζονται με τις δικαστικές αρχές εντός της περιοχής δικαιοδοσίας τους όσον αφορά τη λήψη συγκεκριμένων πληροφοριών σε σχέση με έρευνες ή διώξεις ποινικής φύσης που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές θέτουν τις πληροφορίες αυτές στη διάθεση των υπόλοιπων αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ. 2. Οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφοι 2 και 3 επικουρούν τις άλλες αρμόδιες αρχές και την ΕΑΚΑΑ. Ειδικότερα, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε τυχόν δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται επίσης να συνεργάζονται με άλλες αρμόδιες αρχές προκειμένου να διευκολύνεται η ανάκτηση χρηματικών κυρώσεων.». |
16) |
Στο άρθρο 45 παράγραφος 5, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «5. Τα κράτη μέλη παρέχουν σε ετήσια βάση στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που έχουν επιβάλει δυνάμει του άρθρου 42. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για μέτρα σχετικά με έρευνες. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις πληροφορίες αυτές σε ετήσια έκθεση, μαζί με συγκεντρωτικές πληροφορίες για όλες τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που έχει επιβάλει σύμφωνα με το άρθρο 48στ.»· |
17) |
Στο άρθρο 46, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Μέσα σε 30 εργάσιμες ημέρες από τη συμπερίληψη δείκτη αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) στον κατάλογο των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, με εξαίρεση τους δείκτες αναφοράς των οποίων η πλειοψηφία των συνεισφερόντων είναι μη εποπτευόμενες οντότητες, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή συστήνει συλλογικό όργανο και ηγείται του οργάνου. 2. Το συλλογικό όργανο αποτελείται από εκπροσώπους της αρμόδιας αρχής του διαχειριστή, την ΕΑΚΑΑ, εκτός αν είναι η αρμόδια αρχή του διαχειριστή, και τις αρμόδιες αρχές των εποπτευόμενων συνεισφερόντων.». |
18) |
Στο άρθρο 47, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2 συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. 2. Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2 παρέχουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων της, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.». |
19) |
Στον τίτλο VΙ προστίθεται το ακόλουθο κεφάλαιο: «ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Εξουσίες και αρμοδιότητες της ΕΑΚΑΑ
Άρθρο 48α Άσκηση των εξουσιών από την ΕΑΚΑΑ Οι εξουσίες που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ ή οποιονδήποτε υπάλληλο της ΕΑΚΑΑ ή άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο δυνάμει των άρθρων 48β έως 48δ δεν ασκούνται για να απαιτηθεί η δημοσιοποίηση πληροφοριών ή εγγράφων που υπόκεινται σε νομικό απόρρητο. Άρθρο 48β Αίτηση παροχής πληροφοριών 1. Η ΕΑΚΑΑ δύναται με απλή αίτηση ή με απόφαση να ζητήσει από τα ακόλουθα πρόσωπα να παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό:
Σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν την εν λόγω αίτηση παροχής πληροφοριών σε συνεισφέροντες στους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) του παρόντος κανονισμού και γνωστοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις πληροφορίες που λαμβάνουν στην ΕΑΚΑΑ. 2. Κάθε απλή αίτηση παροχής πληροφοριών που αναφέρεται στην παράγραφο 1:
3. Όταν ζητεί την παροχή πληροφοριών με απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ:
4. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή οι εκπρόσωποί τους και, στην περίπτωση νομικών προσώπων ή ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα εξουσιοδοτημένα από τον νόμο ή από το καταστατικό τους πρόσωπα που τους εκπροσωπούν παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες. Τις πληροφορίες είναι δυνατόν να παρέχουν δεόντως εξουσιοδοτημένοι δικηγόροι εξ ονόματος των πελατών τους. Οι τελευταίοι εξακολουθούν να ευθύνονται πλήρως για την παροχή ελλιπών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών. 5. Η ΕΑΚΑΑ αποστέλλει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση αντίγραφο της απλής αίτησης ή της απόφασής της στην αρμόδια αρχή του κράτους των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Άρθρο 48γ Γενικές έρευνες 1. Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει τις αναγκαίες έρευνες προσώπων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 48β παράγραφος 1. Για τον σκοπό αυτόν, οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ έχουν την εξουσία:
2. Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς των ερευνών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας. Στην εν λόγω εξουσιοδότηση αναφέρονται οι περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 48ζ σε περίπτωση που τα απαιτούμενα αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή άλλο υλικό, ή οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που υποβάλλονται στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 48β παράγραφος 1 δεν παρέχονται ή είναι ελλιπείς, καθώς και τα πρόστιμα που προβλέπονται στο άρθρο 48στ, σε περίπτωση που οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται στα εν λόγω πρόσωπα είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές. 3. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 48β παράγραφος 1 υποχρεούνται να υποβάλλονται σε έρευνες που κινούνται βάσει απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 48ζ, τα ένδικα μέσα που διατίθενται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο. 4. Εγκαίρως πριν από την έρευνα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο πρόκειται να διεξαχθεί η έρευνα σχετικά με την έρευνα και την ταυτότητα των εξουσιοδοτημένων προσώπων. Οι υπάλληλοι της οικείας αρμόδιας αρχής επικουρούν, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, τα εν λόγω εξουσιοδοτημένα πρόσωπα στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Υπάλληλοι της οικείας αρμόδιας αρχής δύνανται να παρίστανται στις έρευνες, κατόπιν αιτήματος. 5. Αν για την αίτηση παροχής αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων ή διακίνησης δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) απαιτείται χορήγηση άδειας από εθνική δικαστική αρχή σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, υποβάλλεται σχετική αίτηση. Η άδεια αυτή μπορεί επίσης να ζητείται ως προληπτικό μέτρο. 6. Όταν εθνική δικαστική αρχή λαμβάνει αίτηση για τη χορήγηση άδειας για την αίτηση παροχής αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων ή διακίνησης δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε), η εν λόγω αρχή ελέγχει τα εξής:
Για τους σκοπούς του στοιχείου β), η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως όσον αφορά τους λόγους που έχει η ΕΑΚΑΑ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού, καθώς και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα μέτρα καταναγκασμού. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή δεν επανεξετάζει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της έρευνας, ούτε ζητεί να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΑΚΑΑ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ υπόκειται σε έλεγχο μόνον από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 61 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Άρθρο 48δ Επιτόπιες επιθεωρήσεις 1. Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει όλες τις αναγκαίες επιτόπιες επιθεωρήσεις στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 48β παράγραφος 1. 2. Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης μπορούν να εισέρχονται σε οποιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις των προσώπων για τα οποία έχει εκδοθεί απόφαση έρευνας από την ΕΑΚΑΑ, διαθέτουν δε όλες τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 48γ παράγραφος 1. Διαθέτουν την εξουσία να σφραγίζουν οποιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και βιβλία ή αρχεία κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης και στην έκταση που είναι αναγκαίο για αυτήν. 3. Εγκαίρως πριν από την επιθεώρηση, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει για την επιθεώρηση την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση. Οσάκις απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα των επιθεωρήσεων, η ΕΑΚΑΑ, αφού ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, μπορεί να διεξάγει την επιτόπια επιθεώρηση χωρίς προειδοποίηση. Επιθεωρήσεις σύμφωνα με το παρόν άρθρο διενεργούνται υπό την προϋπόθεση ότι η αρμόδια αρχή έχει επιβεβαιώσει ότι δεν έχει αντίρρηση για τις εν λόγω επιθεωρήσεις. 4. Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, καθώς και τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 48ζ, όταν τα οικεία πρόσωπα δεν δέχονται να υποβληθούν στην επιθεώρηση. 5. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 48β παράγραφος 1 υποβάλλονται σε επιτόπιες επιθεωρήσεις που διατάσσονται με απόφαση της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, την προγραμματισμένη ημερομηνία έναρξής της και αναφέρει τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 48ζ, τα ένδικα μέσα που διατίθενται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο. 6. Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση, καθώς και εκείνοι που εξουσιοδοτούνται ή ορίζονται από αυτήν, επικουρούν ενεργά, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, τους υπαλλήλους και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ. Υπάλληλοι της εν λόγω αρμόδιας αρχής δύνανται επίσης να παρίστανται στις επιθεωρήσεις, κατόπιν αιτήματος. 7. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί επίσης να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να εκτελέσουν εκ μέρους της ειδικά ερευνητικά καθήκοντα και να πραγματοποιήσουν επιτόπιες επιθεωρήσεις, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 48γ παράγραφος 1. Για τον σκοπό αυτόν, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις ίδιες εξουσίες με την ΕΑΚΑΑ, όπως ορίζονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 48γ παράγραφος 1. 8. Αν οι υπάλληλοι και άλλα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ πρόσωπα που τους συνοδεύουν διαπιστώσουν ότι κάποιο πρόσωπο αντιτίθεται σε επιθεώρηση που έχει διαταχθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους τούς παρέχει την αναγκαία συνδρομή, ζητώντας, κατά περίπτωση, τη συνδρομή της αστυνομίας ή ισότιμης αρχής επιβολής του νόμου, ούτως ώστε να τους επιτρέψει να πραγματοποιήσουν την επιτόπια επιθεώρησή τους. 9. Εάν απαιτείται άδεια εθνικής δικαστικής αρχής σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία για την επιτόπια επιθεώρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή για τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, ζητείται η άδεια αυτή. Η άδεια αυτή μπορεί επίσης να ζητείται ως προληπτικό μέτρο. 10. Όταν εθνική δικαστική αρχή λαμβάνει αίτηση χορήγησης άδειας για την επιτόπια επιθεώρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή για τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, η εν λόγω αρχή ελέγχει τα εξής:
Για τους σκοπούς του στοιχείου β), η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως όσον αφορά τους λόγους που έχει η ΕΑΚΑΑ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού, καθώς και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα μέτρα καταναγκασμού. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή δεν επανεξετάζει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της έρευνας, ούτε ζητεί να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΑΚΑΑ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ υπόκειται σε έλεγχο μόνον από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 61 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 48ε Εποπτικά μέτρα από την ΕΑΚΑΑ 1. Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 48θ παράγραφος 5, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι ένα πρόσωπο έχει διαπράξει μία από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α), αναλαμβάνει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες δράσεις:
2. Όταν αναλαμβάνει τις κατά την παράγραφο 1 δράσεις, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τη φύση και τη βαρύτητα της παράβασης, έχοντας κατά νου τα ακόλουθα κριτήρια:
3. Η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί χωρίς αναίτια καθυστέρηση κάθε απόφαση που λήφθηκε βάσει της παραγράφου 1 στο υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο και την ανακοινώνει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και στην Επιτροπή. Δημοσιοποιεί κάθε τέτοια απόφαση στον διαδικτυακό τόπο της, εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λήψης της απόφασης. Η δημοσιοποίηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:
Άρθρο 48στ Πρόστιμα 1. Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 48θ παράγραφος 5, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο έχει διαπράξει, με πρόθεση ή από αμέλεια, μία ή περισσότερες από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α), εκδίδει απόφαση για την επιβολή προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Θεωρείται ότι έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως παράβαση εάν η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει αντικειμενικούς παράγοντες που αποδεικνύουν ότι το πρόσωπο ενήργησε εσκεμμένως προς διάπραξη της παράβασης. 2. Το ανώτατο ύψος του προστίμου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ανέρχεται σε:
Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, το μέγιστο ύψος του προστίμου για τις παραβάσεις του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ή του άρθρου 11 παράγραφος 4 είναι 250 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, την αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά την 30ή Ιουνίου 2016 ή το 2 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο, όποιο από τα δύο είναι μεγαλύτερο, για τα νομικά πρόσωπα, και 100 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, η αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις 30 Ιουνίου 2016, για τα φυσικά πρόσωπα. Για τους σκοπούς του στοιχείου α), σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική της μητρικής επιχείρησης με υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων χρηματοοικονομικών λογαριασμών σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδήματος σύμφωνα με το σχετικό ενωσιακό δίκαιο περί λογιστικής με βάση τους τελευταίους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο της τελικής μητρικής επιχείρησης. 3. Κατά τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 48ε παράγραφος 2. 4. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, όταν το νομικό πρόσωπο έχει άμεσο ή έμμεσο οικονομικό όφελος από την παράβαση, το ύψος του προστίμου ισούται τουλάχιστον προς το όφελος αυτό. 5. Εφόσον η πράξη ή παράλειψη ενός προσώπου συνιστά περισσότερες από μία εκ των παραβάσεων που παρατίθενται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α), επιβάλλεται μόνο το ανώτερο πρόστιμο, το οποίο υπολογίζεται βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και αφορά μία εκ των εν λόγω παραβάσεων. Άρθρο 48ζ Περιοδικές χρηματικές ποινές 1. Η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει, με απόφαση, περιοδικές χρηματικές ποινές, προκειμένου να υποχρεώσει:
2. Η περιοδική χρηματική ποινή είναι αποτελεσματική και αναλογική. Η περιοδική χρηματική ποινή επιβάλλεται για κάθε μέρα καθυστέρησης. 3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, το ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών ανέρχεται στο 3 % του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση ή, στην περίπτωση φυσικών προσώπων, στο 2 % του μέσου ημερήσιου εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Υπολογίζεται από την ημέρα που ορίζεται στην απόφαση επιβολής της περιοδικής χρηματικής ποινής. 4. Η περιοδική χρηματική ποινή επιβάλλεται για μέγιστη περίοδο έξι μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Μετά το πέρας της περιόδου αυτής, η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει το μέτρο. Άρθρο 48η Δημοσιοποίηση, φύση, επιβολή και κατανομή των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών 1. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιοποιεί κάθε πρόστιμο και περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί σύμφωνα με τα άρθρα 48στ και 48ζ, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοοικονομικές αγορές ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη. Η δημοσιοποίηση αυτή δεν περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*57). 2. Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 48στ και 48ζ είναι διοικητικής φύσης. 3. Στις περιπτώσεις που η ΕΑΚΑΑ αποφασίζει να μην επιβάλει πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και εκθέτει τους λόγους για την απόφασή της. 4. Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 48στ και 48ζ είναι εκτελεστά. Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τους δικονομικούς κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος ή στην τρίτη χώρα όπου πραγματοποιείται η εκτέλεση. 5. Τα ποσά των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών αποδίδονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 48θ Διαδικαστικοί κανόνες σχετικά με τη λήψη εποπτικών μέτρων και την επιβολή προστίμων 1. Εάν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις για πιθανή ύπαρξη περιστατικών που μπορεί να συνιστούν διάπραξη μίας ή περισσότερων από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α), διορίζει ανεξάρτητο πραγματογνώμονα εντός της ΕΑΚΑΑ προκειμένου να ερευνήσει το θέμα. Ο διορισμένος πραγματογνώμονας δεν πρέπει να συμμετέχει ούτε να έχει συμμετάσχει άμεσα ή έμμεσα στην εποπτεία των δεικτών αναφοράς που αφορά η παράβαση, ασκεί δε τα καθήκοντά του ανεξάρτητα από το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ. 2. Ο πραγματογνώμονας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ερευνά τις εικαζόμενες παραβάσεις, λαμβάνει υπόψη οποιεσδήποτε παρατηρήσεις διατυπώσουν τα υπό έρευνα πρόσωπα, και υποβάλλει πλήρη φάκελο με τα πορίσματά του στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ. 3. Για την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο πραγματογνώμονας έχει την εξουσία υποβολής αιτήματος για παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 48β και να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 48γ και 48δ. 4. Κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων, ο πραγματογνώμονας έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που έχει συγκεντρώσει η ΕΑΚΑΑ κατά την άσκηση των εποπτικών δραστηριοτήτων της. 5. Κατά την ολοκλήρωση της έρευνας και πριν από την υποβολή του φακέλου των πορισμάτων του στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ, ο πραγματογνώμονας δίνει στα υπό έρευνα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τα ζητήματα που ερευνώνται. Ο πραγματογνώμονας βασίζει τα πορίσματά του μόνο σε γεγονότα για τα οποία οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν παρατηρήσεις. 6. Τα δικαιώματα υπεράσπισης των προσώπων που αφορά η έρευνα διασφαλίζονται πλήρως κατά τη διεξαγωγή ερευνών δυνάμει του παρόντος άρθρου. 7. Κατά την υποβολή του φακέλου των πορισμάτων του στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ, ο πραγματογνώμονας κοινοποιεί το γεγονός αυτό στα υπό έρευνα πρόσωπα. Τα υπό έρευνα πρόσωπα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν τρίτους. 8. Βάσει του φακέλου που περιέχει τα πορίσματα του πραγματογνώμονα και, εφόσον ζητηθεί από τα οικεία πρόσωπα, κατόπιν ακρόασης των εν λόγω προσώπων σύμφωνα με το άρθρο 48ι, η ΕΑΚΑΑ αποφαίνεται εάν τα υπό έρευνα πρόσωπα έχουν διαπράξει μία ή περισσότερες από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α) και, στην περίπτωση αυτή, λαμβάνει εποπτικό μέτρο σύμφωνα με το άρθρο 48ε και επιβάλλει πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 48στ. 9. Ο πραγματογνώμονας δεν συμμετέχει στις συσκέψεις του συμβουλίου εποπτών της ΕΑΚΑΑ ούτε παρεμβαίνει με οποιονδήποτε άλλον τρόπο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του συμβουλίου εποπτών της ΕΑΚΑΑ. 10. Εως την 1η Οκτωβρίου 2021, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 προκειμένου να προσδιορίσει τους διαδικαστικούς κανόνες για την άσκηση του δικαιώματος επιβολής προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με το δικαίωμα της υπεράσπισης, προσωρινών διατάξεων και διατάξεων για την είσπραξη προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών και τις προθεσμίες παραγραφής για την επιβολή και την εκτέλεση των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών. 11. Η ΕΑΚΑΑ παραπέμπει θέματα ποινικής δίωξης στις οικείες εθνικές αρχές εάν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις για πιθανή ύπαρξη πραγματικών περιστατικών που ενδέχεται να συνιστούν ποινικά αδικήματα. Επιπροσθέτως, η ΕΑΚΑΑ δεν επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, εάν προγενέστερη αθώωση ή καταδίκη βάσει πανομοιότυπων πραγματικών περιστατικών ή βάσει πραγματικών περιστατικών που είναι κατ’ ουσίαν τα ίδια, έχει ήδη αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου κατόπιν ποινικής διαδικασίας βάσει του εθνικού δικαίου. Άρθρο 48ι Ακρόαση των προσώπων τα οποία αφορούν οι έρευνες 1. Πριν από τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης δυνάμει των άρθρων 48στ, 48ζ και 48ε, η ΕΑΚΑΑ παρέχει τη δυνατότητα ακρόασης, σχετικά με τα πορίσματά της, στα πρόσωπα που υπόκεινται στις διαδικασίες. Η ΕΑΚΑΑ θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνο στα πορίσματα για τα οποία δόθηκε η δυνατότητα στα πρόσωπα που υπόκεινται στις διαδικασίες να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται αν απαιτούνται επείγουσες ενέργειες σύμφωνα με το άρθρο 48ε, προκειμένου να προληφθεί σημαντική και επικείμενη ζημία στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Σε αυτήν την περίπτωση, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει προσωρινή απόφαση και να παρέχει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης το συντομότερο δυνατό μετά τη λήψη της απόφασής της. 2. Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα της υπεράσπισης των προσώπων που υπόκεινται σε έρευνα. Τα εν λόγω πρόσωπα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο της ΕΑΚΑΑ, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες ή τα εσωτερικά προπαρασκευαστικά έγγραφα της ΕΑΚΑΑ. Άρθρο 48ια Επανεξέταση από το Δικαστήριο Το Δικαστήριο διαθέτει απεριόριστη δικαιοδοσία για την επανεξέταση των αποφάσεων με τις οποίες η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει πρόστιμο ή περιοδική χρηματική ποινή. Δύναται να ακυρώσει, να μειώσει ή να αυξήσει το πρόστιμο ή την περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί.
Άρθρο 48ιβ Εποπτικά τέλη 1. Η ΕΑΚΑΑ χρεώνει τέλη στους διαχειριστές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 1 σύμφωνα με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Τα τέλη αυτά καλύπτουν πλήρως τις αναγκαίες δαπάνες τις ΕΑΚΑΑ όσον αφορά την εποπτεία των διαχειριστών και την επιστροφή κάθε δαπάνης στην οποία ενδέχεται να υποβληθούν οι αρμόδιες αρχές κατά την εκτέλεση των εργασιών τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε ανάθεσης καθηκόντων σύμφωνα με το άρθρο 48ιγ. 2. Το ύψος ενός τέλους που χρεώνεται σε διαχειριστή καλύπτει όλες τις διοικητικές δαπάνες της ΕΑΚΑΑ για τις δραστηριότητές της σε σχέση με την εποπτεία και είναι αναλογικό προς τον κύκλο εργασιών του διαχειριστή. 3. Εως την 1η Οκτωβρίου 2021, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 προκειμένου να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό προσδιορίζοντας το είδος των τελών, τα θέματα για τα οποία επιβάλλονται τέλη, το ύψος τους και τον τρόπο καταβολής τους. Άρθρο 48ιγ Ανάθεση καθηκόντων από την ΕΑΚΑΑ στις αρμόδιες αρχές 1. Εφόσον κρίνεται αναγκαίο για την ορθή εκτέλεση εποπτικού καθήκοντος, η ΕΑΚΑΑ δύναται να αναθέσει συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα στην αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η ΕΑΚΑΑ δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Τα εν λόγω συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα μπορούν ιδίως να περιλαμβάνουν την αρμοδιότητα διεκπεραίωσης αιτημάτων για παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 48β, καθώς και διεξαγωγής ερευνών και επιτόπιων επιθεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 48γ και το άρθρο 48δ. Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, η χορήγηση άδειας για δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ανάθεσης. 2. Πριν από την ανάθεση καθήκοντος σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με την οικεία αρμόδια αρχή σχετικά με τα εξής:
3. Σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται βάσει του άρθρου 48ιβ παράγραφος 3, η ΕΑΚΑΑ επιστρέφει στην αρμόδια αρχή κάθε δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε κατά την εκτέλεση ανατεθέντων καθηκόντων. 4. Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει κάθε ανάθεση στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα. Η ανάθεση μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή. 5. Η ανάθεση καθηκόντων δεν επηρεάζει την ευθύνη της ΕΑΚΑΑ ούτε περιορίζει την ικανότητά της να διεξάγει και να επιβλέπει την ανατεθείσα δραστηριότητα. Άρθρο 48ιδ Μεταβατικά μέτρα σχετικά με την ΕΑΚΑΑ 1. Όλες οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που σχετίζονται με τη δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής, όσον αφορά τους διαχειριστές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 1, τα οποία ανατίθενται στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2 παύουν να ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2022. Η ΕΑΚΑΑ αναλαμβάνει τις εν λόγω αρμοδιότητες και καθήκοντα την ίδια ημερομηνία. 2. Τυχόν αρχεία και έγγραφα εργασίας που σχετίζονται με τη δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής όσον αφορά τους διαχειριστές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν συνεχιζόμενων εξετάσεων και δράσεων επιβολής, ή τα επικυρωμένα αντίγραφά τους, αναλαμβάνονται από την ΕΑΚΑΑ την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Ωστόσο, οι αιτήσεις για έγκριση από διαχειριστές δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) και οι αιτήσεις αναγνώρισης σύμφωνα με το άρθρο 32 που έχουν παραληφθεί από τις αρμόδιες αρχές πριν από την 1 Οκτωβρίου 2021 δεν μεταβιβάζονται στην ΕΑΚΑΑ, και η απόφαση έγκρισης ή αναγνώρισης λαμβάνεται από την οικεία αρμόδια αρχή. 3. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε υπάρχοντα αρχεία και έγγραφα εργασίας ή τα επικυρωμένα αντίγραφά τους, διαβιβάζονται στην ΕΑΚΑΑ το ταχύτερο δυνατόν, και εν πάση περιπτώσει έως την 1η Ιανουαρίου 2022. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές παρέχουν επίσης όλη την αναγκαία συνδρομή και τις αναγκαίες συμβουλές στην ΕΑΚΑΑ, προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική και αποδοτική μεταβίβαση και ανάληψη της δραστηριότητας εποπτείας και επιβολής κυρώσεων όσον αφορά τους διαχειριστές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 1. 4. Η ΕΑΚΑΑ ενεργεί ως ο νόμιμος διάδοχος των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε οποιεσδήποτε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες απορρέουν από δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής που ασκείται από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές σχετικά με θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. 5. Κάθε χορήγηση άδειας σε διαχειριστές δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) και η αναγνώριση σύμφωνα με το άρθρο 32 που παρέχεται από αρμόδια αρχή η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εξακολουθεί να ισχύει και μετά τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων στην ΕΑΚΑΑ. (*57) Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).»." |
20) |
Το άρθρο 49 τροποποιείται ως εξής:
|
21) |
Το άρθρο 53 τροποποιείται ως εξής: «Άρθρο 53 Επανεξέταση από την ΕΑΚΑΑ 1. Η ΕΑΚΑΑ επιδιώκει τη διαμόρφωση κοινής ευρωπαϊκής νοοτροπίας εποπτείας και τη διασφάλιση συνέπειας όσον αφορά τις πρακτικές εποπτείας και τις προσεγγίσεις μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 33. Για τον σκοπό αυτόν, οι προσυπογραφές που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 33 επανεξετάζονται από την ΕΑΚΑΑ ανά διετία. Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει γνώμη προς κάθε αρμόδια αρχή που έχει προσυπογράψει δείκτη αναφοράς τρίτης χώρας στην οποία αξιολογεί πώς η αρμόδια αυτή αρχή εφαρμόζει τις σχετικές απαιτήσεις του άρθρου 33 αντιστοίχως και τις απαιτήσεις που προβλέπονται σε τυχόν σχετικές κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα με βάση τον παρόντα κανονισμό. 2. Η ΕΑΚΑΑ διαθέτει εξουσία να απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές έγγραφη τεκμηρίωση για όλες τις αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο και το άρθρο 25 παράγραφος 2, καθώς και για τις δράσεις που αναλήφθηκαν όσον αφορά την επιβολή της εφαρμογής του άρθρου 24 παράγραφος 1.». |
Άρθρο 6
Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2015/847
Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 τροποποιείται ως εξής:
1) |
Στο άρθρο 15, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει του παρόντος κανονισμού υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*58). Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία δυνάμει του παρόντος κανονισμού από την Επιτροπή ή από την ΕΑΤ υπόκεινται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*59). (*58) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1)." (*59) Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).»." |
2) |
Στο άρθρο 17, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Έως τις 26 Ιουνίου 2017, τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στην Επιτροπή και στη Μεικτή Επιτροπή των ΕΕΑ. Στη συνέχεια, τα κράτη μέλη κοινοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Επιτροπή και την ΕΑΤ οποιεσδήποτε μεταγενέστερες τροποποιήσεις τους.». |
3) |
Στο άρθρο 22, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Μετά την κοινοποίηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του κεφαλαίου IV, με ιδιαίτερη έμφαση στις διασυνοριακές υποθέσεις.». |
4) |
Το άρθρο 25 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 25 Κατευθυντήριες γραμμές Έως τις 26 Ιουνίου 2017, οι ΕΕΑ εκδίδουν κατευθυντήριες γραμμές προς τις αρμόδιες αρχές και τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 7, 8, 11 και 12 αυτού. Από την 1η Ιανουαρίου 2020, η ΕΑΤ εκδίδει, κατά περίπτωση, τις κατευθυντήριες γραμμές αυτές.». |
Άρθρο 7
Έναρξη ισχύος και θέση σε εφαρμογή
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα άρθρα 1, 2, 3 και 6 εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2020. Τα άρθρα 4 και 5 εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2022.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.
Στρασβούργο, 18 Δεκεμβρίου 2019.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
D. M. SASSOLI
Για το Συμβούλιο
Η Πρόεδρος
T. TUPPURAINEN
(1) ΕΕ C 255 της 20.7.2018, σ. 2, και ΕΕ C 37 της 30.1.2019, σ. 1.
(2) ΕΕ C 227 της 28.6.2018, σ. 63, και ΕΕ C 110 της 22.3.2019, σ. 58.
(3) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 2ας Δεκεμβρίου 2019.
(4) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).
(5) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).
(6) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).
(7) Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).
(8) Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).
(9) Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).
(10) Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).
(11) Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).
(12) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).
(13) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1).
(14) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1).
(15) Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 1).