27.12.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (EE) 2019/2175 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 18ης Δεκεμβρίου 2019

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και του κανονισμού (ΕΕ) 2015/847 περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τις γνώμες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τις γνώμες της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Μετά τη χρηματοοικονομική κρίση και τις συστάσεις μιας ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου με επικεφαλής τον κ. Jacques de Larosière, η Ένωση σημείωσε σημαντική πρόοδο όσον αφορά την εκπόνηση όχι μόνο πιο εύρωστων, αλλά και περισσότερο εναρμονισμένων κανόνων για τις χρηματοοικονομικές αγορές με τη μορφή του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων. Η Ένωση δημιούργησε επίσης το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας («ΕΣΧΕ»), στηριζόμενο σε ένα σύστημα δύο πυλώνων που συνδυάζει την μικροπροληπτική εποπτεία, η οποία συντονίζεται από Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές («ΕΕΑ»), και την μακροπροληπτική εποπτεία, μέσω της ίδρυσης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου («ΕΣΣΚ»). Οι τρεις ΕΕΑ, και συγκεκριμένα η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών («ΕΑΤ») που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων («ΕΑΑΕΣ») που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών («ΕΑΚΑΑ») που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) (συλλογικά «οι ιδρυτικοί κανονισμοί»), άρχισαν να λειτουργούν τον Ιανουάριο του 2011. Ο γενικότερος στόχος των ΕΕΑ είναι να ενισχυθεί με βιώσιμο τρόπο η σταθερότητα και η αποτελεσματικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε ολόκληρη την Ένωση, καθώς και η προστασία των καταναλωτών και των επενδυτών.

(2)

Οι ΕΕΑ έχουν συμβάλει καθοριστικά στην εναρμόνιση των κανόνων των χρηματοοικονομικών αγορών στην Ένωση, παρέχοντας στην Επιτροπή χρήσιμες πληροφορίες για τις πρωτοβουλίες της για κανονισμούς και οδηγίες που εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Οι ΕΕΑ διαβίβασαν επίσης στην Επιτροπή σχέδια λεπτομερών τεχνικών κανόνων που έχουν εκδοθεί με τη μορφή κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων.

(3)

Οι ΕΕΑ συνέβαλαν επίσης στη σύγκλιση στον τομέα της χρηματοοικονομικής εποπτείας και των εποπτικών πρακτικών στην Ένωση, μέσω κατευθυντήριων γραμμών που απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές, στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή στους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές και με τον συντονισμό των αξιολογήσεων των εποπτικών πρακτικών.

(4)

Οι αυξημένες εξουσίες που έχουν χορηγηθεί στις ΕΕΑ, ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα να εκπληρώσουν τον εν λόγω στόχο, θα απαιτούσαν επίσης κατάλληλη διακυβέρνηση, αποτελεσματική χρήση των πόρων και επαρκή χρηματοδότηση. Οι αυξημένες εξουσίες από μόνες τους δεν θα αρκούσαν για την επίτευξη των στόχων των ΕΕΑ, εφόσον δεν έχουν επαρκή χρηματοδότηση ή δεν ασκείται η διακυβέρνησή τους με αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο.

(5)

Κατά την άσκηση των καθηκόντων και των εξουσιών τους, οι ΕΕΑ θα πρέπει να ενεργούν σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), καθώς και σύμφωνα με την πολιτική για τη βελτίωση της νομοθεσίας. Το περιεχόμενο και η μορφή των δράσεων και των μέτρων των ΕΕΑ, συμπεριλαμβανομένων μέσων όπως οι κατευθυντήριες γραμμές, οι συστάσεις, οι γνωμοδοτήσεις ή οι ερωτήσεις και απαντήσεις, θα πρέπει πάντα να βασίζεται και να βρίσκεται εντός των ορίων των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 των ιδρυτικών κανονισμών ή στο πλαίσιο των ΕΕΑ. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να μην υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού και να ενεργούν αναλογικά προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχει η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η επιχειρηματική δραστηριότητα του θιγόμενου χρηματοοικονομικού ιδρύματος ή επιχείρησης.

(6)

Με την ανακοίνωση της 8ης Ιουνίου 2017 σχετικά με την ενδιάμεση επανεξέταση του σχεδίου δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών, η Επιτροπή τόνισε ότι μια πιο αποτελεσματική και συνεπής εποπτεία των χρηματοοικονομικών αγορών και υπηρεσιών είναι ζωτικής σημασίας για την εξάλειψη του ρυθμιστικού αρμπιτράζ μεταξύ των κρατών μελών, κατά την άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων, προκειμένου να επιταχυνθεί η εναρμόνιση των αγορών και να δημιουργηθούν ευκαιρίες εντός της εσωτερικής αγοράς για τις χρηματοοικονομικές οντότητες και τους επενδυτές.

(7)

Η περαιτέρω πρόοδος στην εποπτική σύγκλιση είναι επομένως ιδιαίτερα επείγουσα για την ολοκλήρωση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών. Δέκα έτη μετά την εκδήλωση της χρηματοοικονομικής κρίσης και τη θέσπιση του νέου εποπτικού συστήματος, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και η Ένωση Κεφαλαιαγορών θα καθοδηγούνται όλο και περισσότερο από δύο σημαντικές εξελίξεις: τη βιώσιμη χρηματοδότηση και την τεχνολογική καινοτομία. Αμφότερες ενέχουν το δυναμικό να μεταμορφώσουν τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και το σύστημά μας για τη χρηματοοικονομική εποπτεία θα πρέπει να είναι εξοπλισμένο για αυτές. Επομένως, είναι καίριας σημασίας το χρηματοοικονομικό σύστημα να διαδραματίσει πλήρως τον ρόλο του στην αντιμετώπιση των κρίσιμων προκλήσεων βιωσιμότητας. Αυτό θα απαιτήσει ενεργή συμβολή από τις ΕΕΑ για τη δημιουργία του κατάλληλου ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου.

(8)

Οι ΕΕΑ θα πρέπει να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον εντοπισμό και την αναφορά κινδύνων που ενέχουν για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί παράγοντες και παράγοντες διακυβέρνησης, καθώς και στο να καταστεί η δραστηριότητα των χρηματοοικονομικών αγορών περισσότερο συνεπής με τους στόχους της βιωσιμότητας. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να παρέχουν καθοδήγηση σχετικά με την αποτελεσματική ενσωμάτωση ζητημάτων βιωσιμότητας στη νομοθεσία της Ένωσης για τον χρηματοοικονομικό τομέα και να προωθούν τη συνεκτική εφαρμογή των διατάξεων αυτών μετά την έκδοσή τους. Όταν δρομολογούν και συντονίζουν αξιολογήσεις σε επίπεδο Ένωσης σχετικά με την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, οι ΕΕΑ θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τους κινδύνους που θα μπορούσαν να θέσουν οι περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες και παράγοντες διακυβέρνησης για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των εν λόγω ιδρυμάτων.

(9)

Η τεχνολογική καινοτομία έχει αυξανόμενο αντίκτυπο στον χρηματοοικονομικό τομέα και, ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές έχουν αναλάβει διάφορες πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των εν λόγω τεχνολογικών εξελίξεων. Προκειμένου να εξακολουθήσει να προωθείται η εποπτική σύγκλιση και η ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, αφενός, και μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές, αφετέρου, θα πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος των ΕΕΑ σε σχέση με το εποπτικό τους καθήκον και τον εποπτικό συντονισμό.

(10)

Με τις τεχνολογικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές μπορεί να βελτιωθεί η χρηματοοικονομική ένταξη, να παρέχεται πρόσβαση σε χρηματοδότηση, να ενισχυθεί η ακεραιότητα της αγοράς και η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα, αλλά και να μειωθούν οι φραγμοί εισόδου στις αγορές αυτές. Στον βαθμό που απαιτείται για τους εφαρμοστέους κανόνες, η κατάρτιση των αρμόδιων αρχών θα πρέπει επίσης να καλύπτει και την τεχνολογική καινοτομία. Αυτό θα πρέπει να εμποδίσει τα κράτη μέλη από το να αναπτύξουν αποκλίνουσες προσεγγίσεις στα ζητήματα αυτά.

(11)

Η ΕΑΤ θα πρέπει, στον τομέα εξειδίκευσής της, να παρακολουθεί τα εμπόδια ή τις επιπτώσεις στην εποπτική ενοποίηση και θα μπορούσε να παρέχει γνώμες ή συστάσεις με σκοπό να προσδιορίζει κατάλληλους τρόπους για την αντιμετώπιση των εν λόγω εμποδίων ή επιπτώσεων.

(12)

Οι ερωτήσεις και απαντήσεις αποτελούν σημαντικό εργαλείο σύγκλισης που προωθεί κοινές εποπτικές προσεγγίσεις και πρακτικές, παρέχοντας καθοδήγηση σχετικά με την εφαρμογή ενωσιακών νομικών πράξεων εντός του πλαισίου των ΕΕΑ.

(13)

Είναι όλο και πιο σημαντικό να προωθηθεί η συνεπής, συστηματική και αποτελεσματική παρακολούθηση και αξιολόγηση των κινδύνων που συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας στο πλαίσιο του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης. Η πρόληψη και η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας αποτελεί κοινή ευθύνη των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης στο πλαίσιο των αντίστοιχων εντολών τους. Θα πρέπει να θεσπίσουν μηχανισμούς για ενισχυμένη συνεργασία συντονισμού και αμοιβαία συνδρομή, αξιοποιώντας πλήρως όλα τα εργαλεία και τα μέτρα που είναι διαθέσιμα βάσει του υφιστάμενου κανονιστικού και θεσμικού πλαισίου.

(14)

Δεδομένων των συνεπειών για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι οποίες ενδέχεται να προκύψουν από περιπτώσεις κατάχρησης του χρηματοοικονομικού τομέα για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για σκοπούς χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι ακριβώς στον τραπεζικό τομέα που είναι πιθανότερο να έχουν συστημικό αντίκτυπο οι κίνδυνοι νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και με βάση την πείρα που έχει ήδη αποκτήσει η ΕΑΤ, αρχή στην οποία αντιπροσωπεύονται οι αρμόδιες εθνικές αρχές όλων των κρατών μελών, στην προστασία του τραπεζικού τομέα από τις εν λόγω καταχρήσεις, η ΕΑΤ θα πρέπει να αναλάβει ηγετικό ρόλο συντονισμού και παρακολούθησης σε επίπεδο Ένωσης για να αποτρέπεται η χρήση του χρηματοοικονομικού συστήματος για τέτοιους σκοπούς. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να ανατεθεί στην ΕΑΤ, εκτός από τις αρμοδιότητες που διαθέτει επί του παρόντος, η εξουσία να ενεργεί εντός του πεδίου εφαρμογής των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, στον βαθμό που η εν λόγω εξουσία αφορά την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όταν πρόκειται για φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα και για τις αρμόδιες αρχές που τους εποπτεύουν, οι οποίοι καλύπτονται από τους εν λόγω κανονισμούς. Επιπλέον, η συγκέντρωση αυτής της εντολής για ολόκληρο τον χρηματοοικονομικό τομέα στο πλαίσιο της ΕΑΤ δύναται να βελτιώσει τη χρήση της εμπειρογνωσίας και των πόρων της ΕΑΤ και δεν θα έθιγε τις σημαντικές υποχρεώσεις που ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(15)

Προκειμένου να ασκήσει η ΕΑΤ αποτελεσματικά την εντολή της, θα πρέπει να αξιοποιήσει πλήρως όλες τις εξουσίες και τα εργαλεία που διαθέτει βάσει του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010 τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας. Για τον σκοπό αυτόν θα πρέπει να αναπτύξει ρυθμιστικά και εποπτικά πρότυπα, ειδικότερα με την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και γνωμοδοτήσεων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στον χρηματοοικονομικό τομέα, και την προώθηση της συνεπούς εφαρμογής τους, σύμφωνα με την εντολή που προβλέπεται στις σχετικές νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και στο άρθρο 16 των ιδρυτικών κανονισμών. Τα μέτρα που λαμβάνει η ΕΑΤ για την προώθηση της ακεραιότητας, της διαφάνειας και της ασφάλειας στο χρηματοοικονομικό σύστημα και για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού ή των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 των ιδρυτικών κανονισμών και θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τις επιχειρηματικές πρακτικές, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα και των αγορών.

(16)

Σύμφωνα με τον νέο της ρόλο, είναι σημαντικό η ΕΑΤ να συλλέγει όλες τις σχετικές πληροφορίες όσον αφορά τις αδυναμίες σχετικά με τις δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που εντοπίζονται από τις σχετικές ενωσιακές και εθνικές αρχές, με την επιφύλαξη των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στις αρχές δυνάμει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και χωρίς περιττές επικαλύψεις. Η ΕΑΤ θα πρέπει, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), να αποθηκεύει τις εν λόγω πληροφορίες σε κεντρική βάση δεδομένων και να προωθεί τη συνεργασία μεταξύ των αρχών, εξασφαλίζοντας την κατάλληλη διάδοση των σχετικών πληροφοριών. Ως εκ τούτου, η ΕΑΤ θα πρέπει να λάβει εντολή να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τη συλλογή πληροφοριών. Η ΕΑΤ έχει τη δυνατότητα επίσης, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να διαβιβάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στην κατοχή της και τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ποινικές διαδικασίες ενώπιον των εθνικών δικαστικών αρχών του οικείου κράτους μέλους και, στον βαθμό που αφορούν κράτη μέλη που συμμετέχουν στην εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση του γραφείου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου (9), στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, για τα εν λόγω καθήκοντα που ανατίθενται ρητά.

(17)

Η ΕΑΤ δεν θα πρέπει να συλλέγει πληροφορίες για συγκεκριμένες ύποπτες συναλλαγές, τις οποίες οι φορείς του χρηματοπιστωτικού τομέα υποχρεούνται να αναφέρουν στις μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών της Ένωσης στα κράτη μέλη τους δυνάμει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Οι αδυναμίες θα πρέπει να θεωρούνται ουσιώδεις όταν συνιστούν παράβαση ή πιθανή παράβαση από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, ή συνιστούν μη ενδεδειγμένη ή μη αποτελεσματική εφαρμογή από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα ή μη ενδεδειγμένη ή μη αποτελεσματική εφαρμογή, από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, των εσωτερικών πολιτικών και διαδικασιών του για τη συμμόρφωση με τις νομικές διατάξεις που αφορούν την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Παράβαση θεωρείται ότι συντελείται όταν φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις ενωσιακής πράξης και εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο τις απαιτήσεις αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 των ιδρυτικών κανονισμών, στο βαθμό που οι εν λόγω πράξεις συμβάλλουν στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. H πιθανή παράβαση αφορά την περίπτωση που η αρμόδια αρχή έχει εύλογες υπόνοιες ότι έχει υπάρξει παράβαση, αλλά στο στάδιο αυτό δεν είναι σε θέση να καταλήξει σε οριστικό σχετικό συμπέρασμα. Ωστόσο, από τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί στο εν λόγω στάδιο, όπως οι πληροφορίες από επιτόπιες επιθεωρήσεις ή μη επιτόπιες διαδικασίες, προκύπτει ότι είναι πολύ πιθανό να υπήρξε παράβαση. Η μη κατάλληλη ή μη αποτελεσματική εφαρμογή νομικών διατάξεων συνίσταται στη μη εφαρμογή των απαιτήσεων των εν λόγω πράξεων με ικανοποιητικό τρόπο από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα. Η μη κατάλληλη ή μη αποτελεσματική εφαρμογή εσωτερικών πολιτικών και διαδικασιών φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα που αποσκοπούν στη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εν λόγω πράξεις θα πρέπει να θεωρείται αδυναμία που αυξάνει σε σημαντικό βαθμό τον κίνδυνο να έχουν ήδη προκύψει ή να προκύψουν παραβάσεις.

(18)

Κατά την αξιολόγηση των αδυναμιών και των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η ΕΑΤ θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις που έχουν για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας όλα τα βασικά αδικήματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνιστούν φορολογικά αδικήματα, κατά περίπτωση.

(19)

Κατόπιν αιτήματος, η ΕΑΤ θα πρέπει να παρέχει συνδρομή σε αρμόδιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προληπτικής εποπτείας. Η ΕΑΤ θα πρέπει επίσης να συνεργάζεται στενά και, κατά περίπτωση, να ανταλλάσσει πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υπό την εποπτική ιδιότητά της, και με τις αρχές που είναι επιφορτισμένες με το δημόσιο καθήκον εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και για την αποφυγή οποιασδήποτε μορφής αλληλεπικαλυπτόμενων ή ασυνεπών ενεργειών για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(20)

Η ΕΑΤ θα πρέπει να διενεργεί αξιολογήσεις των αρμόδιων αρχών από ομοτίμους, καθώς και εκτιμήσεις κινδύνων σχετικά με την καταλληλότητα των στρατηγικών και των πόρων των αρμόδιων αρχών, λαμβάνοντας υπόψη τους σημαντικότερους αναδυόμενους κινδύνους που αφορούν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως προσδιορίζονται στην υπερεθνική εκτίμηση κινδύνου. Κατά τη διενέργεια των εν λόγω αξιολογήσεων από ομοτίμους, σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις σχετικές εκτιμήσεις, αξιολογήσεις ή εκθέσεις που συντάσσουν διεθνείς οργανισμοί και διακυβερνητικοί φορείς με αρμοδιότητα στον τομέα της πρόληψης και της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και την εξαμηνιαία έκθεση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και την εθνική εκτίμηση κινδύνου του οικείου κράτους μέλους που καταρτίζεται δυνάμει του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας.

(21)

Επιπλέον, η ΕΑΤ θα πρέπει να αναλάβει ηγετικό ρόλο όσον αφορά τη συμβολή στη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών της Ένωσης και των αρμόδιων αρχών σε τρίτες χώρες για τα θέματα αυτά, με σκοπό τον καλύτερο συντονισμό της δράσης σε επίπεδο Ένωσης σε σημαντικές υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας οι οποίες έχουν διασυνοριακή διάσταση και αφορούν και τρίτες χώρες. Ο ρόλος αυτός δεν θα πρέπει να θίγει τις τακτικές επαφές των αρμόδιων αρχών με τις αρχές τρίτων χωρών.

(22)

Προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα του εποπτικού ελέγχου της συμμόρφωσης στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και να εξασφαλιστεί μεγαλύτερος συντονισμός της επιβολής κυρώσεων από τις αρμόδιες εθνικές αρχές όσον αφορά παραβάσεις του άμεσα εφαρμοστέου ενωσιακού δικαίου ή των εθνικών μέτρων μεταφοράς του στο εθνικό δίκαιο, η ΕΑΤ θα πρέπει να έχει την εξουσία να διεξάγει ανάλυση των πληροφοριών που συλλέγονται και, εφόσον είναι αναγκαίο, να ελέγχει ισχυρισμούς που περιέρχονται σε γνώση της σχετικά με ουσιώδεις παραβιάσεις ή μη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, και, όταν υπάρχουν ενδείξεις για σημαντικές παραβιάσεις, να ζητεί από τις αρμόδιες αρχές να διερευνούν τις πιθανές παραβιάσεις των σχετικών κανόνων και να εξετάζουν το ενδεχόμενο λήψης αποφάσεων και επιβολής κυρώσεων σε φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα που υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις νομικές υποχρεώσεις τους. Η εξουσία αυτή θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο στις περιπτώσεις που η ΕΑΤ έχει ενδείξεις για σημαντικές παραβιάσεις.

(23)

Για τους σκοπούς της διαδικασίας για την παράβαση του ενωσιακού δικαίου και χάριν της ορθής εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, είναι σκόπιμο να διευκολυνθεί και να επιταχυνθεί η πρόσβαση των ΕΕΑ στις πληροφορίες. Θα πρέπει, επομένως, να μπορούν να ζητούν απευθείας πληροφορίες, με δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα, από άλλες αρμόδιες αρχές, όποτε ζητούνται πληροφορίες από την οικεία αρμόδια αρχή και έχει αποδειχθεί ή θεωρείται ότι δεν επαρκούν για να συγκεντρωθούν οι πληροφορίες που κρίνονται απαραίτητες για τον έλεγχο της υποτιθέμενης παράβασης ή μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.

(24)

Η εναρμονισμένη εποπτεία του χρηματοοικονομικού τομέα απαιτεί συνεπή προσέγγιση μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Για τον σκοπό αυτόν, οι δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών υπόκεινται σε αξιολογήσεις από ομοτίμους. Οι ΕΕΑ θα πρέπει επίσης να εξασφαλίσουν ότι η μεθοδολογία εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο. Οι αξιολογήσεις αυτές από ομοτίμους θα πρέπει να εστιάζουν όχι μόνο στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, αλλά και στην ικανότητα των αρμόδιων αρχών να επιτυγχάνουν εποπτικά αποτελέσματα υψηλής ποιότητας, καθώς επίσης και στην ανεξαρτησία των αρμόδιων αυτών αρχών. Τα κύρια ευρήματα των εν λόγω αξιολογήσεων από ομοτίμους θα πρέπει να δημοσιεύονται, ώστε να ενθαρρύνεται η συμμόρφωση και να αυξάνεται η διαφάνεια, εκτός εάν η δημοσίευση θα προκαλούσε κινδύνους για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα.

(25)

Δεδομένου ότι είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή του πλαισίου εποπτείας της Ένωσης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι αξιολογήσεις από ομοτίμους για την παροχή αντικειμενικών και διαφανών απόψεων σχετικά με τις εποπτικές πρακτικές είναι υψίστης σημασίας. Η ΕΑΤ θα πρέπει επίσης να αξιολογεί τις στρατηγικές, τις ικανότητες και τους πόρους των αρμόδιων αρχών για την αντιμετώπιση των αναδυόμενων κινδύνων που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

(26)

Για την εκπλήρωση των καθηκόντων και την άσκηση των εξουσιών της για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η ΕΑΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις που απευθύνονται στους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα στο πλαίσιο της διαδικασίας για παράβαση του ενωσιακού δικαίου και της διαδικασίας δεσμευτικής διαμεσολάβησης, ακόμη και όταν οι ουσιαστικοί κανόνες δεν εφαρμόζονται άμεσα στους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα, αφού λάβει απόφαση που απευθύνεται στην αρμόδια αρχή. Όταν οι ουσιαστικοί κανόνες καθορίζονται σε οδηγίες, η ΕΑΤ θα πρέπει να εφαρμόζει την εθνική νομοθεσία εφόσον αποτελεί μεταφορά των εν λόγω οδηγιών στο εθνικό δίκαιο. Όταν το σχετικό ενωσιακό δίκαιο αποτελείται από κανονισμούς και όταν, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η ΕΑΤ θα πρέπει να εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο στο βαθμό που έχουν ασκηθεί οι επιλογές αυτές.

(27)

Σε περίπτωση που στον παρόντα κανονισμό εξουσιοδοτείται η ΕΑΤ να εφαρμόζει εθνική νομοθεσία που αποτελεί μεταφορά οδηγιών στο εθνικό δίκαιο, η εν λόγω εθνική νομοθεσία ή μπορεί να εφαρμοστεί από την ΕΑΤ μόνον εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται από το ενωσιακό δίκαιο. Συνεπώς, η ΕΑΤ θα πρέπει να εφαρμόζει όλους τους σχετικούς κανόνες της Ένωσης, και όταν οι κανόνες αυτοί θεσπίζονται με οδηγίες, θα πρέπει να εφαρμόζει την εθνική νομοθεσία που μεταφέρει τις οδηγίες αυτές στο εθνικό δίκαιο καθόσον απαιτείται από το ενωσιακό δίκαιο, με στόχο την ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου σε όλη την Ένωση, με παράλληλη τήρηση της σχετικής εθνικής νομοθεσίας.

(28)

Όταν μια απόφαση της ΕΑΤ βασίζεται στις εξουσίες για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και αφορά φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα ή αρμόδιες αρχές που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της ΕΑΑΕΣ ή της ΕΑΚΑΑ, η ΕΑΤ θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει την απόφαση μόνο σε συμφωνία με την ΕΑΑΕΣ ή την ΕΑΚΑΑ, αντίστοιχα. Η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ, σε κάθε περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της συγκεκριμένης απόφασης, θα πρέπει, όταν εκφράζουν τις απόψεις τους, να εξετάζουν το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσουν τις ταχείες διαδικασίες λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο των αντίστοιχων κανόνων εσωτερικής τους διακυβέρνησης.

(29)

Οι ΕΕΑ θα πρέπει να διαθέτουν ειδικούς διαύλους αναφοράς για την παραλαβή και τον χειρισμό πληροφοριών που παρέχονται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρει πραγματικές ή δυνητικές περιπτώσεις παράβασης, κατάχρησης ή μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες μπορούν να υποβάλλονται ανώνυμα ή εμπιστευτικά και με ασφάλεια. Ο αναφέρων θα πρέπει να προστατεύεται από αντίποινα. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να παρέχουν ενημέρωση στον αναφέροντα σχετικά με την εξέλιξη.

(30)

Η εναρμονισμένη εποπτεία του χρηματοοικονομικού τομέα προϋποθέτει επίσης ότι οι διαφωνίες μεταξύ των αρμόδιων αρχών των διαφόρων κρατών μελών στις διασυνοριακές υποθέσεις επιλύονται αποτελεσματικά. Οι υφιστάμενοι κανόνες για την επίλυση τέτοιων διαφωνιών δεν είναι πλήρως ικανοποιητικοί. Θα πρέπει, επομένως, να προσαρμοστούν, ούτως ώστε να εφαρμόζονται ευκολότερα.

(31)

Αναπόσπαστο στοιχείο του έργου των ΕΕΑ σχετικά με τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών είναι η προώθηση μιας ενωσιακής εποπτικής νοοτροπίας. Ως εκ τούτου, η Αρχή δύναται να προσδιορίζει σε τακτική βάση έως και δύο προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας. Οι προτεραιότητες αυτές θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων εργασίας τους. Το συμβούλιο εποπτών κάθε ΕΕΑ θα πρέπει να συζητά τις δραστηριότητες που πρόκειται να πραγματοποιηθούν από την αρμόδια αρχή το επόμενο έτος και να συνάγει συμπεράσματα.

(32)

Οι αξιολογήσεις από τις επιτροπές αξιολόγησης από ομοτίμους θα πρέπει να καθιστούν δυνατή την εκπόνηση εμπεριστατωμένων μελετών με βάση την αυτοαξιολόγηση από τις αξιολογούμενες αρχές, και να επακολουθεί αξιολόγηση από την επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους. Το μέλος της υπό αξιολόγηση αρμόδιας αρχής δεν θα πρέπει να συμμετέχει στην αξιολόγηση όταν συνδέεται με την εν λόγω αρμόδια αρχή.

(33)

Η πείρα των ΕΕΑ έχει καταδείξει τα οφέλη του ενισχυμένου συντονισμού σε ορισμένους τομείς μέσω ομάδων ή πλατφορμών ad hoc. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παράσχει μια νομική βάση και να ενισχύσει τις εν λόγω ρυθμίσεις με τη δημιουργία ενός νέου εργαλείου, συγκεκριμένα, της σύστασης ομάδων συντονισμού. Οι εν λόγω ομάδες συντονισμού θα πρέπει να προωθούν τη σύγκλιση όσον αφορά τις εποπτικές πρακτικές τις οποίες εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές, ιδίως μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και εμπειριών. Η συμμετοχή όλων των αρμόδιων αρχών σε αυτές τις ομάδες συντονισμού θα πρέπει να είναι υποχρεωτική και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρέχουν στις ομάδες συντονισμού τις απαραίτητες πληροφορίες. Θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο σύστασης ομάδων συντονισμού κάθε φορά που οι αρμόδιες αρχές εντοπίζουν ανάγκη συντονισμού λόγω συγκεκριμένων εξελίξεων της αγοράς. Οι εν λόγω ομάδες συντονισμού μπορούν να συγκροτούνται αναφορικά με όλους τους τομείς που καλύπτονται από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 των ιδρυτικών κανονισμών.

(34)

Η εύρυθμη και ομαλή λειτουργία των διεθνών χρηματοοικονομικών αγορών απαιτεί την παρακολούθηση των αποφάσεων ισοδυναμίας τρίτων χωρών που έχουν εκδοθεί από την Επιτροπή. Εκάστη ΕΕΑ θα πρέπει να παρακολουθεί τις ρυθμιστικές και εποπτικές εξελίξεις και τις πρακτικές επιβολής κυρώσεων στις εν λόγω τρίτες χώρες. Κι αυτό προκειμένου να ελέγχει κατά πόσον εξακολουθούν να πληρούνται τα κριτήρια, βάσει των οποίων έχουν ληφθεί οι εν λόγω αποφάσεις, και οποιεσδήποτε προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτές. Εκάστη ΕΕΑ θα πρέπει να υποβάλλει στην Επιτροπή, σε ετήσια βάση, εμπιστευτική έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες παρακολούθησης. Σε αυτό το πλαίσιο, εκάστη ΕΕΑ θα πρέπει επίσης, όταν είναι δυνατό, να καταρτίζει διοικητικές ρυθμίσεις με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, ώστε να λαμβάνει πληροφορίες για τους σκοπούς παρακολούθησης και για τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων. Αυτό το ενισχυμένο εποπτικό καθεστώς θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η ισοδυναμία της τρίτης χώρας είναι πιο διαφανής, πιο προβλέψιμη για τις ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες και χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη συνέπεια σε όλους τους τομείς.

(35)

Ο εκπρόσωπος του ΕΣΣΚ στο συμβούλιο εποπτών θα πρέπει να παρουσιάζει την κοινή άποψη του γενικού συμβουλίου του ΕΣΣΚ με ιδιαίτερη έμφαση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

(36)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι το κατάλληλο επίπεδο εμπειρογνωμοσύνης υποστηρίζει τις αποφάσεις που αφορούν μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, είναι αναγκαίο να συσταθεί μόνιμη εσωτερική επιτροπή στην ΕΕΑ. Η επιτροπή αυτή θα πρέπει να απαρτίζεται από εκπροσώπους υψηλού επιπέδου των αρχών και των φορέων που είναι επιφορτισμένοι με τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με εμπειρογνωμοσύνη και εξουσίες λήψης αποφάσεων στον τομέα της πρόληψης της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η επιτροπή αυτή θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει εκπροσώπους υψηλού επιπέδου από τις ΕΕΑ, που διαθέτουν εμπειρογνωμοσύνη στα διάφορα επιχειρηματικά μοντέλα και τις αντίστοιχες τομεακές ιδιαιτερότητες τους. Η επιτροπή αυτή θα πρέπει να εξετάζει και να προετοιμάζει τις αποφάσεις που θα λαμβάνει η ΕΑΤ. Για να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη, η νέα επιτροπή θα αντικαταστήσει την υφιστάμενη υποεπιτροπή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η οποία συστάθηκε στο πλαίσιο της μεικτής επιτροπής των ΕΕΑ. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή να υποβάλλουν γραπτές παρατηρήσεις για οποιοδήποτε σχέδιο απόφασης της εσωτερικής επιτροπής, τις οποίες θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΤ πριν λάβει την τελική του απόφαση.

(37)

Σύμφωνα με τον στόχο της επίτευξης ενός πιο συνεκτικού και βιώσιμου συστήματος εποπτείας στην Ένωση για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με όλες τις σχετικές αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη, θα πρέπει να διενεργήσει ολοκληρωμένη αξιολόγηση σχετικά με την εφαρμογή, τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα των ειδικών καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΑΤ βάσει του παρόντος κανονισμού σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ειδικότερα, η αξιολόγηση θα πρέπει, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, να αποτυπώνει τις εμπειρίες που έχουν αποκτηθεί από τις περιπτώσεις που η ΕΑΤ ζητά από μια αρμόδια αρχή να διερευνήσει πιθανές παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας, καθόσον αυτή αποτελεί μεταφορά οδηγιών στο εθνικό δίκαιο ή χρήση επιλογών που παρέχονται στα κράτη μέλη από το ενωσιακό δίκαιο, τις οποίες διαπράττουν φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα· να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων στον εν λόγω φορέα για τις συγκεκριμένες παραβάσεις· να εξετάσει το ενδεχόμενο έκδοσης μεμονωμένης απόφασης που απευθύνεται στον συγκεκριμένο φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, επιβάλλοντάς του υποχρέωση να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, καθόσον αποτελεί μεταφορά των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο ή χρήση επιλογών που παρέχονται στα κράτη μέλη από το ενωσιακό δίκαιο. Θα πρέπει επίσης να αποτυπώνει τις εμπειρίες αυτές στις περιπτώσεις που η ΕΑΤ εφαρμόζει εθνική νομοθεσία καθόσον αποτελεί μεταφορά των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο ή χρήση επιλογών που παρέχονται στα κράτη μέλη από το ενωσιακό δίκαιο. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει την αξιολόγηση αυτή, στο πλαίσιο της έκθεσής της σύμφωνα με το άρθρο 65 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, συνοδευόμενη από νομοθετικές προτάσεις αν κρίνεται σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, έως τις 11 Ιανουαρίου 2022. Μέχρι την υποβολή αυτής της αξιολόγησης, οι εξουσίες που ανατίθενται στην ΕΑΤ σε σχέση με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας στο άρθρο 9β, το άρθρο 17 παράγραφος 6 και το άρθρο 19 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 θα πρέπει να θεωρούνται προσωρινή λύση, εφόσον παρέχουν στην ΕΑΤ τη δυνατότητα να στηρίζει τα αιτήματα προς τις αρμόδιες αρχές σχετικά με πιθανές παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας ή επιτρέπουν την εφαρμογή του εθνικού δικαίου από την ΕΑΤ.

(38)

Για να διαφυλαχθεί η εμπιστευτικότητα των εργασιών των ΕΕΑ, οι απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου θα πρέπει να εφαρμόζονται επίσης σε κάθε πρόσωπο που παρέχει οποιαδήποτε υπηρεσία, άμεσα ή έμμεσα, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, σχετική με τα καθήκοντα της συγκεκριμένης ΕΕΑ.

(39)

Οι ιδρυτικοί κανονισμοί καθώς και οι τομεακές νομοθετικές πράξεις επιβάλλουν στις ΕΕΑ την υποχρέωση να επιδιώκουν αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών. Η ανάγκη αποτελεσματικής συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών αναμένεται να καταστεί ακόμα πιο σημαντική όταν, σύμφωνα με τον παρόντα τροποποιητικό κανονισμό, ορισμένες από τις ΕΕΑ αναλάβουν πρόσθετες, ευρύτερες αρμοδιότητες σε σχέση με την εποπτεία οντοτήτων και δραστηριοτήτων εκτός ΕΕ. Στις περιπτώσεις που, στο πλαίσιο αυτό, οι ΕΕΑ επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων διαβιβάζοντας τέτοια δεδομένα εκτός της Ένωσης, δεσμεύονται από τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725. Ελλείψει απόφασης περί επάρκειας ή κατάλληλων διασφαλίσεων, που προβλέπονται, για παράδειγμα, από διοικητικές ρυθμίσεις κατά την έννοια του άρθρου 48 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, οι ΕΕΑ δύνανται να ανταλλάσσουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με αρχές τρίτων χωρών, σύμφωνα με την παρέκκλιση περί δημοσίου συμφέροντος και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτήν, όπως ορίζεται στο άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο δ) αυτού, η οποία ισχύει κυρίως σε περιπτώσεις διεθνών ανταλλαγών δεδομένων μεταξύ αρχών χρηματοπιστωτικής εποπτείας.

(40)

Οι ιδρυτικοί κανονισμοί προβλέπουν ότι οι ΕΕΑ θα πρέπει, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, να δρομολογούν και να συντονίζουν προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης, για να εκτιμούν την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζουν για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο. Επίσης, θα πρέπει να διευκρινιστεί, όσον αφορά όλες τις ΕΕΑ, ότι οι υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών για τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου δεν θα πρέπει να αποκλείουν τη διαβίβαση από τις αρμόδιες αρχές των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στις ΕΕΑ με σκοπό τη δημοσίευση.

(41)

Για να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο σύγκλισης στον τομέα της εποπτείας και της έγκρισης των εσωτερικών υποδειγμάτων, σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), η ΕΑΑΕΣ θα πρέπει να μπορεί κατόπιν αιτήματος να επικουρεί τις αρμόδιες αρχές στην απόφαση σχετικά με την έγκριση των εσωτερικών υποδειγμάτων.

(42)

Προκειμένου οι ΕΕΑ να εκτελούν τα καθήκοντά τους σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να συντονίζουν τις δραστηριότητες της λεγόμενης ανώνυμης έρευνας αγοράς («mystery shopping») των αρμόδιων αρχών, κατά περίπτωση.

(43)

Οι ΕΕΑ θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς πόρους και προσωπικό ώστε να συμβάλλουν αποτελεσματικά στη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική χρηματοπιστωτική εποπτεία στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Οι πρόσθετες αρμοδιότητες και ο πρόσθετος φόρτος εργασίας που ανατίθενται στις ΕΕΑ θα πρέπει να συνοδεύονται από επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους.

(44)

Σύμφωνα με την εξέλιξη του πεδίου εφαρμογής της άμεσης εποπτείας, ενδέχεται τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές που υπόκεινται σε άμεση εποπτεία από τις ΕΕΑ να πρέπει να καταβάλλουν πρόσθετες συνεισφορές με βάση τις εκτιμώμενες δαπάνες της οικείας ΕΕΑ.

(45)

Ασυνέπειες στην ποιότητα, τη μορφοποίηση, την αξιοπιστία και το κόστος των δεδομένων των συναλλαγών έχουν αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά τη διαφάνεια, την προστασία των επενδυτών και την αποτελεσματικότητα της αγοράς. Για να ενισχυθεί η παρακολούθηση και η ανασύσταση των δεδομένων των συναλλαγών, και να βελτιωθεί η συνέπεια και η ποιότητα των δεδομένων αυτών, καθώς και η διαθεσιμότητά τους και η προσβασιμότητα σε λογικό κόστος σε ολόκληρη την Ένωση για τους σχετικούς τόπους διαπραγμάτευσης, η οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) εισήγαγε ένα νέο νομικό καθεστώς για τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης της αδειοδότησης και εποπτείας των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων.

(46)

Η ποιότητα των δεδομένων των συναλλαγών και της επεξεργασίας και παροχής αυτών των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης της διασυνοριακής επεξεργασίας και παροχής δεδομένων, είναι υψίστης σημασίας για την επίτευξη του βασικού σκοπού του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) ήτοι της ενίσχυσης της διαφάνειας των χρηματοοικονομικών αγορών. Η παροχή βασικών υπηρεσιών δεδομένων είναι, επομένως, καίριας σημασίας προκειμένου οι χρήστες να μπορούν να έχουν την επιθυμητή γενική εικόνα της συναλλακτικής δραστηριότητας στις χρηματοοικονομικές αγορές της Ένωσης και προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν ακριβείς και σαφείς πληροφορίες αναφορικά με τις σχετικές συναλλαγές.

(47)

Επιπλέον, τα δεδομένα των συναλλαγών αποτελούν ολοένα σημαντικότερο εργαλείο για την αποτελεσματική επιβολή των απαιτήσεων που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Δεδομένης της διασυνοριακής διάστασης του χειρισμού δεδομένων, της ποιότητας των δεδομένων και της ανάγκης να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας, καθώς και να αποφευχθούν οι αρνητικές επιπτώσεις ενδεχόμενων αποκλίσεων τόσο στην ποιότητα των δεδομένων όσο και στα καθήκοντα των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, είναι χρήσιμο και δικαιολογημένο να μεταβιβαστούν οι εξουσίες αδειοδότησης και εποπτείας σε σχέση με τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων από τις αρμόδιες αρχές στην ΕΑΚΑΑ, εκτός εκείνων που επωφελούνται από παρέκκλιση, και να προσδιοριστούν οι εξουσίες αυτές στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, καθιστώντας δυνατή, ταυτόχρονα, την παγίωση των οφελών που απορρέουν από τη συγκέντρωση των σχετικών με τα δεδομένα αρμοδιοτήτων στην ΕΑΚΑΑ.

(48)

Οι ιδιώτες επενδυτές θα πρέπει να είναι δεόντως ενημερωμένο σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους όταν αποφασίζουν να επενδύσουν σε ένα χρηματοοικονομικό μέσο. Το νομικό πλαίσιο της Ένωσης αποσκοπεί στη μείωση του κινδύνου λανθασμένων πωλήσεων όταν πωλούνται στους ιδιώτες επενδυτές χρηματοοικονομικά προϊόντα που δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες ή τις προσδοκίες τους. Για τον σκοπό αυτόν, η οδηγία 2014/65/ΕΕ και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ενισχύουν τις απαιτήσεις οργάνωσης και επαγγελματικής δεοντολογίας, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενεργούν προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών τους. Οι εν λόγω απαιτήσεις περιλαμβάνουν τη διευρυμένη υποχρέωση γνωστοποίησης των κινδύνων στους πελάτες, την καλύτερη αξιολόγηση της καταλληλότητας των προϊόντων που συνιστώνται, καθώς και την υποχρέωση διανομής χρηματοοικονομικών μέσων στην προσδιορισμένη αγορά-στόχο, λαμβανομένων υπόψη παραγόντων όπως η φερεγγυότητα των εκδοτών. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να χρησιμοποιεί πλήρως τις εξουσίες της για να εξασφαλίζει την εποπτική σύγκλιση και να υποστηρίζει τις εθνικές αρχές για την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των επενδυτών και την αποτελεσματική επίβλεψη των κινδύνων που συνδέονται με τα χρηματοοικονομικά προϊόντα.

(49)

Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική και αποδοτική υποβολή, κατάρτιση, ανάλυση και δημοσίευση των δεδομένων για τους σκοπούς των υπολογισμών για τον καθορισμό των υποχρεώσεων για την προσυναλλακτική και μετασυναλλακτική διαφάνεια και τα καθεστώτα υποχρέωσης διαπραγμάτευσης, καθώς και για τους σκοπούς των στοιχείων αναφοράς σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13). Επομένως, θα πρέπει να ανατεθούν στην ΕΑΚΑΑ, επιπλέον των αρμόδιων αρχών, αρμοδιότητες για να αναλάβει την άμεση συγκέντρωση δεδομένων από τους συμμετέχοντες στην αγορά σε σχέση με τις υποχρεώσεις προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας, καθώς επίσης και για τη χορήγηση άδειας και την επίβλεψη των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων.

(50)

Η χορήγηση των εν λόγω αρμοδιοτήτων στην ΕΑΚΑΑ επιτρέπει αδειοδότηση και επίβλεψη υπό κεντρική διαχείριση, ώστε να αποφεύγεται η σημερινή κατάσταση, στην οποία περισσότεροι τόποι διαπραγμάτευσης, συστηματικοί εσωτερικοποιητές, εγκεκριμένοι μηχανισμοί δημοσιοποίησης συναλλαγών (ΕΜΗΔΗΣΥ) και πάροχοι ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών (ΠΕΔΗΣΥ) υποχρεούνται να παρέχουν σε περισσότερες αρμόδιες αρχές δεδομένα τα οποία στη συνέχεια μόνο παρέχονται στην ΕΑΚΑΑ. Το εν λόγω σύστημα υπό κεντρική διαχείριση θα είναι άκρως επωφελές για τους συμμετέχοντες στην αγορά όσον αφορά τη μεγαλύτερη διαφάνεια των δεδομένων, την προστασία των επενδυτών και την αποτελεσματικότητα της αγοράς.

(51)

Η ανάθεση εξουσιών συγκέντρωσης δεδομένων, αδειοδότησης και επίβλεψης από τις αρμόδιες αρχές στην ΕΑΚΑΑ, είναι επίσης χρήσιμη και για άλλα καθήκοντα που εκτελεί η ΕΑΚΑΑ βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όπως η παρακολούθηση της αγοράς και οι εξουσίες προσωρινής παρέμβασης της ΕΑΚΑΑ.

(52)

Προκειμένου η ΕΑΚΑΑ να ασκεί αποτελεσματικά τις εποπτικές της εξουσίες στον τομέα της επεξεργασίας και παροχής δεδομένων, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις ή περιοδικές χρηματικές ποινές για να υποχρεώνει τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων να θέτουν τέλος σε παράβαση, να παρέχουν πλήρεις και ορθές πληροφορίες, τις οποίες απαιτεί η ΕΑΚΑΑ, ή να υποβάλλονται σε έρευνα ή επιτόπια επιθεώρηση, καθώς και να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα όταν διαπιστώνει ότι ένα πρόσωπο έχει διαπράξει, με πρόθεση ή από αμέλεια, παράβαση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(53)

Χρηματοοικονομικά προϊόντα που χρησιμοποιούν δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας είναι διαθέσιμα σε όλα τα κράτη μέλη. Συνεπώς, οι εν λόγω δείκτες αναφοράς είναι καίριας σημασίας για τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών και για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα στην Ένωση. Η εποπτεία ενός δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας θα πρέπει, επομένως, να ακολουθεί ολιστική θεώρηση των δυνητικών επιπτώσεων, όχι μόνο στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο διαχειριστής και στα κράτη μέλη όπου βρίσκονται οι συνεισφέροντες, αλλά σε ολόκληρη την Ένωση. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμο ορισμένοι δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας να εποπτεύονται σε ενωσιακό επίπεδο από την ΕΑΚΑΑ. Για να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη καθηκόντων, οι διαχειριστές των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας θα πρέπει να εποπτεύονται μόνον από την ΕΑΚΑΑ, επίσης και για τυχόν δείκτες αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας που ενδεχομένως διαχειρίζονται.

(54)

Επειδή οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας και οι συνεισφέροντες σε αυτούς υπόκεινται σε αυστηρότερες απαιτήσεις από τους διαχειριστές και τους συνεισφέροντες σε άλλους δείκτες αναφοράς, ο χαρακτηρισμός δεικτών αναφοράς ως κρίσιμης σημασίας θα πρέπει να αναληφθεί από την Επιτροπή ή να ζητηθεί από την ΕΑΚΑΑ και θα πρέπει να κωδικοποιηθεί από την Επιτροπή. Δεδομένου ότι οι εθνικές αρμόδιες αρχές έχουν καλύτερη πρόσβαση σε δεδομένα και πληροφορίες σχετικά με τους δείκτες αναφοράς που εποπτεύουν, θα πρέπει να γνωστοποιούν στην Επιτροπή ή την ΕΑΚΑΑ κάθε δείκτη αναφοράς, ο οποίος, κατά την γνώμη τους, πληρεί τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας.

(55)

Η διαδικασία προσδιορισμού του κράτους μέλους αναφοράς για τους διαχειριστές δεικτών αναφοράς που βρίσκονται σε τρίτες χώρες και οι οποίοι υποβάλλουν αίτηση αναγνώρισης στην Ένωση είναι επαχθής και χρονοβόρα, τόσο για τους αιτούντες όσο και για τις εθνικές αρμόδιες αρχές. Οι αιτούντες ενδέχεται να προσπαθήσουν να επηρεάσουν τον εν λόγω προσδιορισμό με την ελπίδα του εποπτικού αρμπιτράζ. Οι εν λόγω διαχειριστές δεικτών αναφοράς θα μπορούσαν να επιλέξουν τον νόμιμο εκπρόσωπό τους βάσει στρατηγικής σε ένα κράτος μέλος στο οποίο θεωρούν ότι η εποπτεία είναι λιγότερο αυστηρή. Η εναρμονισμένη προσέγγιση, με την ΕΑΚΑΑ ως αρμόδια αρχή για την αναγνώριση των διαχειριστών δεικτών αναφοράς τρίτων χωρών, αποτρέπει τους κινδύνους αυτούς και τις δαπάνες για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους αναφοράς, καθώς και της επακόλουθης εποπτείας. Επιπλέον, ο ρόλος της ΕΑΚΑΑ ως αρμόδιας αρχής για τους αναγνωρισμένους διαχειριστές δεικτών αναφοράς τρίτων χωρών την αναδεικνύει ως τον ομόλογο των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών στην Ένωση, καθιστώντας αποδοτικότερη και αποτελεσματικότερη τη διασυνοριακή συνεργασία.

(56)

Πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, διαχειριστές δεικτών αναφοράς είναι τράπεζες ή επιχειρήσεις χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που χειρίζονται χρήματα πελατών. Για να αποφευχθεί η υπονόμευση της Ένωσης όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, θα πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση για τη σύναψη συμφωνίας συνεργασίας με αρμόδια αρχή βάσει καθεστώτος ισοδυναμίας ότι η χώρα της αρμόδιας αρχής δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χωρών που έχουν στρατηγικές ανεπάρκειες στα εθνικά τους συστήματα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες εγείρουν σημαντικές απειλές για το χρηματοοικονομικό σύστημα της Ένωσης.

(57)

Σχεδόν όλοι οι δείκτες αναφοράς έχουν ως σημείο αναφοράς χρηματοοικονομικά προϊόντα, τα οποία είναι διαθέσιμα σε διάφορα κράτη μέλη, αν όχι σε ολόκληρη την Ένωση. Για τον εντοπισμό κινδύνων που σχετίζονται με την παροχή δεικτών αναφοράς οι οποίοι ενδέχεται να μην είναι πλέον αξιόπιστοι ή αντιπροσωπευτικοί της αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας για τη μέτρηση της οποίας προορίζονται, οι αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΑΚΑΑ, θα πρέπει να συνεργάζονται και να παρέχουν αμοιβαία συνδρομή, εφόσον απαιτείται.

(58)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί εύλογο χρονικό διάστημα για την ολοκλήρωση των αναγκαίων ρυθμίσεων για τις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις, ώστε να είναι σε θέση οι ΕΕΑ και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι να εφαρμόζουν τους κανόνες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(59)

Οι κανονισμοί (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14)και ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) θα πρέπει επομένως να τροποποιηθούν αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ (*1), της οδηγίας 2009/110/ΕΚ, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (*2), της οδηγίας 2013/36/ΕΕ (*3), της οδηγίας 2014/49/ΕΕ (*4), της οδηγίας 2014/92/ΕΕ (*5), της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 (*6) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και, στον βαθμό που οι πράξεις αυτές εφαρμόζονται σε οικονομικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα και στις αρμόδιες αρχές που τα εποπτεύουν, στο πλαίσιο των σχετικών μερών της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων όλων των οδηγιών, κανονισμών και αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης νομικά δεσμευτικής πράξης της Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή. Η Αρχή ενεργεί επίσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (*7).

Η Αρχή ενεργεί επίσης στο πλαίσιο των εξουσιών που ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό και εντός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*8) και του κανονισμού (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*9), στον βαθμό που η εν λόγω οδηγία ισχύει για τους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα και τις αρμόδιες αρχές που τους εποπτεύουν. Για τον σκοπό αυτόν μόνο, η Αρχή εκτελεί τα καθήκοντα που ανατίθενται με οποιαδήποτε νομικά δεσμευτική πράξη της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*10) ή στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*11). Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων αυτών, η Αρχή διαβουλεύεται με τις εν λόγω Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και τις τηρεί ενήμερες για τις δραστηριότητές της που αφορούν οποιαδήποτε οντότητα αποτελεί «χρηματοοικονομικό ίδρυμα», όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ή «συμμετέχοντα στις χρηματοοικονομικές αγορές», όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Η Αρχή ενεργεί στο πεδίο των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων, των ιδρυμάτων πληρωμών και των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, σε σχέση με τα θέματα που δεν εμπίπτουν άμεσα στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, περιλαμβανομένων των θεμάτων εταιρικής διακυβέρνησης, ελέγχου και χρηματοοικονομικών αναφορών, λαμβάνοντας υπόψη βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα και την ενσωμάτωση περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση παραγόντων, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω δράσεις είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής των πράξεων αυτών.

(*1)  Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66)."

(*2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1)."

(*3)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338)."

(*4)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149)."

(*5)  Οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 214)."

(*6)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35)."

(*7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63)."

(*8)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73)."

(*9)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 1)."

(*10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48)."

(*11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).»."

β)

η παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Ο σκοπός της Αρχής είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον συμβάλλοντας στη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, προς όφελος της οικονομίας, των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης. Η Αρχή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της, συμβάλλει:»·

τα στοιχεία ε) και στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

στη διασφάλιση της δέουσας ρύθμισης και εποπτείας της ανάληψης των πιστωτικών και λοιπών κινδύνων,

στ)

στην ενίσχυση της προστασίας των πελατών και των καταναλωτών,»·

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ζ)

στην ενίσχυση της εποπτικής σύγκλισης σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά,

η)

στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.»·

ii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Γι’ αυτούς τους λόγους, η Αρχή συμβάλλει στη διασφάλιση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των πράξεων στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου, να ενισχύει την εποπτική σύγκλιση και να γνωμοδοτεί σύμφωνα με το άρθρο 16α στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.»·

iii)

το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα, αντικειμενικά και με αμερόληπτο και διαφανή τρόπο, προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου, τηρώντας παράλληλα την αρχή της αναλογικότητας. Η Αρχή έχει υποχρέωση λογοδοσίας, ενεργεί με ακεραιότητα και διασφαλίζει τη δίκαιη μεταχείριση όλων των ενδιαφερομένων.»·

iv)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Το περιεχόμενο και η μορφή των δράσεων και των μέτρων της Αρχής, ιδίως οι κατευθυντήριες γραμμές, οι συστάσεις, οι γνώμες, οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, τα σχέδια ρυθμιστικών προτύπων και τα σχέδια εκτελεστικών προτύπων τηρούν πλήρως τις εφαρμοστέες νομικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού και των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Εφόσον επιτρέπεται και είναι συναφές βάσει των εν λόγω διατάξεων, οι δράσεις και τα μέτρα της Αρχής λαμβάνουν δεόντως υπόψη, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων των δραστηριοτήτων ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος, επιχείρησης, άλλου προσώπου ή χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, οι οποίοι επηρεάζονται από τις δράσεις και τα μέτρα της Αρχής.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Η Αρχή συστήνει, ως αναπόσπαστο μέρος της, επιτροπή που την συμβουλεύει με ποιο τρόπο οι δράσεις και τα μέτρα της θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, σε πλήρη συμμόρφωση με τους εφαρμοστέους κανόνες, τις ειδικές διαφορές που επικρατούν στον τομέα, όσον αφορά τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τα επιχειρηματικά μοντέλα και τις επιχειρηματικές πρακτικές, καθώς και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών, στον βαθμό που οι παράγοντες αυτοί έχουν σημασία σύμφωνα με τους κανόνες που λαμβάνονται υπόψη.»·

2)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ). Κύριος στόχος του ΕΣΧΕ είναι να εξασφαλίζεται η κατάλληλη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τον χρηματοοικονομικό τομέα, ώστε να διαφυλαχθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα και για να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη στο χρηματοοικονομικό σύστημα στο σύνολό του και η αποτελεσματική και επαρκής προστασία των πελατών και των καταναλωτών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), οι συμμετέχοντες στο ΕΣΧΕ συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και πλήρη αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών αναμεταξύ τους και από την Αρχή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.»·

γ)

στην παράγραφο 5, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Με την επιφύλαξη των εθνικών αρμοδιοτήτων, οι αναφορές του παρόντος κανονισμού στην εποπτεία περιλαμβάνουν όλες τις σχετικές δραστηριότητες όλων των αρμόδιων αρχών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.».

3)

Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3

Υποχρέωση λογοδοσίας των Αρχών

1.   Οι αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ) είναι υπόλογες έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι υπόλογη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο όσον αφορά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τα οποία της ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 σύμφωνα με τον προαναφερθέντα κανονισμό.

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 226 ΣΛΕΕ, η Αρχή συνεργάζεται πλήρως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια οποιωνδήποτε ερευνών διεξάγονται δυνάμει του εν λόγω άρθρου.

3.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, και διαβιβάζει, έως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους, την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

4.   Κατόπιν αιτήσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο πρόεδρος συμμετέχει σε ακρόαση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις επιδόσεις της Αρχής. Πραγματοποιείται ακρόαση τουλάχιστον ετησίως. Ο πρόεδρος προβαίνει σε δήλωση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του, όποτε ζητηθεί.

5.   Ο πρόεδρος υποβάλλει έγγραφη έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Αρχής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όποτε ζητηθεί και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν προβεί στη δήλωση που προβλέπει η παράγραφος 4.

6.   Πέρα από τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 11 έως 18 και στα άρθρα 20 και 33, η έκθεση συμπεριλαμβάνει κάθε σχετική πληροφορία που έχει ζητήσει ad hoc το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

7.   Η Αρχή απαντά προφορικώς ή γραπτώς στις ερωτήσεις που απευθύνονται στην ίδια από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός πέντε εβδομάδων από την παραλαβή της ερώτησης.

8.   Κατόπιν αιτήματος, ο πρόεδρος πραγματοποιεί, κεκλεισμένων των θυρών, εμπιστευτικές προφορικές συζητήσεις με τον πρόεδρο, τους αντιπροέδρους και τους συντονιστές της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όλοι οι συμμετέχοντες τηρούν τις απαιτήσεις περί επαγγελματικού απορρήτου.

9.   Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας που απορρέουν από τη συμμετοχή σε διεθνή φόρουμ, η Αρχή ενημερώνει, κατόπιν αιτήματος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη συμβολή της στην ενιαία, κοινή, συνεπή και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων της Ένωσης στα εν λόγω διεθνή φόρουμ.».

4)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 1) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1)

«χρηματοοικονομικά ιδρύματα»: κάθε επιχείρηση που υπόκειται σε ρύθμιση και εποπτεία δυνάμει οποιασδήποτε από τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2·»·

β)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«1α)

«φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα»: η «οντότητα» που αναφέρεται στο άρθρο 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, η οποία είναι είτε «χρηματοοικονομικό ίδρυμα», όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 1) ή στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, είτε «συμμετέχων στις χρηματοοικονομικές αγορές», όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010·»·

γ)

το σημείο 2) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2)

«αρμόδιες αρχές»:

i)

οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε ό,τι αφορά ζητήματα που σχετίζονται με τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013·

ii)

όσον αφορά την οδηγία 2002/65/ΕΚ, οι αρχές και οι φορείς που είναι αρμόδιοι να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας·

iii)

όσον αφορά την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, οι αρχές και οι φορείς που εποπτεύουν τους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα και είναι αρμόδιοι να διασφαλίζουν τη συμμόρφωσή τους με τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας·

iv)

όσον αφορά τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων, οι φορείς που διαχειρίζονται συστήματα εγγύησης καταθέσεων, σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ ή, στην περίπτωση που τη λειτουργία του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων διαχειρίζεται ιδιωτική εταιρεία, η δημόσια αρχή που έχει την εποπτεία των συστημάτων αυτών δυνάμει αυτής της οδηγίας και οι οικείες διοικητικές αρχές που αναφέρονται στην εν λόγω οδηγία·

v)

όσον αφορά την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*12) και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*13), οι αρχές εξυγίανσης που διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης που ιδρύεται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή όταν αναλαμβάνουν δράσεις δυνάμει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ασκούν διακριτικές εξουσίες ή προβαίνουν σε επιλογές πολιτικής·

vi)

οι «αρμόδιες αρχές» που αναφέρονται στην οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*14), στον κανονισμό (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*15), στην οδηγία (ΕΕ) 2015/2366, στην οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*16), και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*17)·

vii)

οι «φορείς» και οι «αρχές» που αναφέρονται στο άρθρο 20 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ.

(*12)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190)."

(*13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1)."

(*14)  Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34)."

(*15)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με κάρτες (ΕΕ L 123 της 19.5.2015, σ. 1)."

(*16)  Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7)."

(*17)  Κανονισμός (EE) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 (ΕΕ L 94 της 30.3.2012, σ. 22).»·"

5)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

με βάση τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών προτύπων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, ιδίως με την ανάπτυξη σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και άλλων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των γνωμοδοτήσεων·»·

ii)

το στοιχείο αα) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«αα)

καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο σχετικά με την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση το οποίο πρέπει να προσδιορίζει εποπτικές βέλτιστες πρακτικές και μεθοδολογίες και διεργασίες υψηλής ποιότητας, λαμβάνει δε υπόψη, μεταξύ άλλων, τις μεταβαλλόμενες επιχειρηματικές πρακτικές και τα επιχειρηματικά μοντέλα, καθώς και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών·»·

iii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«αβ)

καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εγχειρίδιο εξυγίανσης σχετικά με την εξυγίανση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση το οποίο πρέπει να προσδιορίζει βέλτιστες πρακτικές και υψηλής ποιότητας μεθοδολογίες και διεργασίες εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη το έργο του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης και τις μεταβαλλόμενες επιχειρηματικές πρακτικές και επιχειρηματικά μοντέλα, καθώς και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών·»·

iv)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών ενωσιακών πράξεων, ιδίως συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας, διασφαλίζοντας τη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, αποτρέποντας την καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, προωθώντας και παρακολουθώντας την εποπτική ανεξαρτησία, μεσολαβώντας και επιλύοντας διαφωνίες μεταξύ αρμόδιων αρχών, διασφαλίζοντας αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, διασφαλίζοντας τη συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών και λαμβάνοντας μέτρα, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης·»·

v)

τα στοιχεία ε) έως η) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

διοργανώνει και διενεργεί αξιολογήσεις των αρμόδιων αρχών από ομοτίμους και, στο πλαίσιο αυτό, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και εντοπίζει βέλτιστες πρακτικές, με σκοπό την ενίσχυση της συνοχής των εποπτικών αποτελεσμάτων·

στ)

παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα αρμοδιότητάς της, περιλαμβανομένων, εφόσον ενδείκνυται, των εξελίξεων που αφορούν τις τάσεις της πίστης, ιδίως προς τα νοικοκυριά και τις ΜΜΕ, και τις τάσεις στις καινοτόμες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις εξελίξεις που σχετίζονται με τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και τους σχετικούς με τη διακυβέρνηση παράγοντες·

ζ)

πραγματοποιεί αναλύσεις αγοράς για την ενημέρωση της διαδικασίας απαλλαγής για την Αρχή·

η)

ενισχύει, κατά περίπτωση, την προστασία των καταθετών, των καταναλωτών και των επενδυτών, ιδίως σε σχέση με τις ελλείψεις σε διασυνοριακό πλαίσιο και λαμβάνοντας υπόψη τους σχετικούς κινδύνους·»·

vi)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«θα)

συμβάλλει στη θέσπιση κοινής στρατηγικής της Ένωσης για τα χρηματοοικονομικά δεδομένα·»·

vii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ιαα)

δημοσιεύει στον ιστότοπό της και ενημερώνει σε τακτική βάση όλα τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, τις κατευθυντήριες γραμμές, τις συστάσεις και τις ερωτήσεις και απαντήσεις για κάθε νομοθετική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, συμπεριλαμβανομένων των επισκοπήσεων που αφορούν την τρέχουσα κατάσταση των εν εξελίξει εργασιών και το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα για την έγκριση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων.»·

viii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ιβ)

συμβάλλει στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, μεταξύ άλλων με την προώθηση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, αντίστοιχα, όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας·»·

β)

στην παράγραφο 1α, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο για κατοχύρωση της ασφάλειας και ευρωστίας των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, λαμβάνει δεόντως υπόψη τους διάφορους τύπους, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων· και»·

γ)

στην παράγραφο 1α, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«γ)

λαμβάνει υπόψη την τεχνολογική καινοτομία, καινοτόμα και βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα, καθώς και την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και των σχετικών με τη διακυβέρνηση παραγόντων.»·

δ)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«γα)

εκδίδει συστάσεις, όπως αναφέρεται στο άρθρο 29α·»·

ii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δα)

εκδίδει προειδοποιήσεις σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3·»·

iii)

το στοιχείο ζ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ζ)

γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16α·»·

iv)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ζα)

εκδίδει απαντήσεις σε ερωτήσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 16β·

ζβ)

λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 9γ·»·

ε)

η παράγραφος 2α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και κατά την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Αρχή ενεργεί βάσει και εντός των ορίων του νομοθετικού πλαισίου και λαμβάνει δεόντως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, όποτε είναι σκόπιμο, και της βελτίωσης της νομοθεσίας, περιλαμβανομένων των αποτελεσμάτων αναλύσεων κόστους/οφέλους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Οι ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις που αναφέρονται στα άρθρα 10, 15, 16 και 16α διεξάγονται όσο το δυνατόν ευρύτερα, για να διασφαλιστεί μια προσέγγιση χωρίς αποκλεισμούς προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, και παρέχουν εύλογο χρόνο στους συμφεροντούχους για να απαντήσουν. Η Αρχή δημοσιεύει περίληψη της συμβολής των ενδιαφερομένων και επισκόπηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν οι πληροφορίες και οι απόψεις που προέκυψαν από τις διαβουλεύσεις, σε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου και σε σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου.».

6)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

συλλογή, ανάλυση και αναφορά των καταναλωτικών τάσεων, όπως η εξέλιξη του κόστους και των επιβαρύνσεων για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες λιανικής και χρηματοοικονομικά προϊόντα λιανικής στα κράτη μέλη·»·

ii)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία:

«αα)

διενέργεια ενδελεχών θεματικών αξιολογήσεων της συμπεριφοράς των αγορών, διαμόρφωση κοινής αντίληψης όσον αφορά τις πρακτικές των αγορών με σκοπό τον εντοπισμό δυνητικών προβλημάτων και την ανάλυση των επιπτώσεών τους·

αβ)

ανάπτυξη δεικτών κινδύνου λιανικής με σκοπό τον έγκαιρο εντοπισμό αιτιών που ενδέχεται να προκαλέσουν βλάβη στους καταναλωτές·»

iii)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ε)

συμβολή στην εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά όπου οι καταναλωτές και οι λοιποί χρήστες των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών έχουν ισότιμη πρόσβαση σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και χρηματοοικονομικά προϊόντα·

στ)

προώθηση περαιτέρω εξελίξεων όσον αφορά τη ρύθμιση και την εποπτεία, οι οποίες θα μπορούσαν να διευκολύνουν μια βαθύτερη εναρμόνιση και ολοκλήρωση σε επίπεδο Ένωσης·

ζ)

συντονισμός των δραστηριοτήτων ανώνυμης έρευνας αγοράς («mystery shopping») των αρμόδιων αρχών, κατά περίπτωση.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή παρακολουθεί τις νέες και τις υφιστάμενες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με σκοπό την προώθηση της ασφάλειας και της αξιοπιστίας των αγορών, καθώς και τη σύγκλιση και την αποτελεσματικότητα των ρυθμιστικών και εποπτικών πρακτικών.»·

γ)

οι παράγραφοι 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Αρχή συστήνει, ως αναπόσπαστο οργανωτικό της μέρος, επιτροπή για την προστασία των καταναλωτών και τη χρηματοοικονομική καινοτομία, στην οποία συμμετέχουν όλες οι σχετικές αρμόδιες αρχές και οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την προστασία των καταναλωτών, με σκοπό την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, την επίτευξη συντονισμένης προσέγγισης όσον αφορά τη ρυθμιστική και εποπτική μεταχείριση των νέων ή καινοτόμων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων και την παροχή γνωμοδοτήσεων με σκοπό να τις παρουσιάσει η Αρχή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Η Αρχή συνεργάζεται στενά με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*18) για την αποφυγή επικαλύψεων, ασυνεπειών και έλλειψη ασφάλειας δικαίου στον τομέα της προστασίας δεδομένων. Η Αρχή μπορεί επίσης να προσκαλεί εθνικές αρχές προστασίας δεδομένων ως παρατηρητές στην επιτροπή.

5.   Η Αρχή μπορεί προσωρινά να απαγορεύσει ή να περιορίσει την εμπορική προώθηση, διανομή ή πώληση ορισμένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, μέσων ή δραστηριοτήτων που ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντική οικονομική ζημία στους πελάτες ή τους καταναλωτές ή απειλούν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, στις περιπτώσεις που καθορίζονται και υπό τους όρους που θεσπίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, ή, εφόσον απαιτείται, σε περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα και με τους όρους που θεσπίζονται στο άρθρο 18.

Η Αρχή επανεξετάζει την απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά εξάμηνο. Μετά από τουλάχιστον δύο διαδοχικές ανανεώσεις και βάσει κατάλληλης ανάλυσης η οποία στοχεύει στο να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις στον πελάτη ή στον καταναλωτή, η Αρχή δύναται να αποφασίσει σχετικά με την ετήσια ανανέωση της απαγόρευσης.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Αρχή να επανεξετάσει την απόφασή της. Σε αυτήν την περίπτωση, η Αρχή αποφασίζει αν θα εμμείνει στην απόφασή της κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

Η Αρχή μπορεί επίσης να εκτιμήσει την ανάγκη απαγόρευσης ή περιορισμού ορισμένων μορφών χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής και, εφόσον χρειαστεί, να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να διευκολύνει τη θέσπιση οιασδήποτε απαγόρευσης ή περιορισμού.

(*18)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).»."

7)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 9α

Ειδικά καθήκοντα σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας

1.   Η Αρχή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της, αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο συντονισμού και παρακολούθησης για την προώθηση της ακεραιότητας, της διαφάνειας και της ασφάλειας του χρηματοοικονομικού συστήματος, λαμβάνοντας μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στο εν λόγω σύστημα. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού και των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και λαμβάνουν δεόντως υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τις επιχειρηματικές πρακτικές, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα και των χρηματοοικονομικών αγορών. Στα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνονται:

α)

συλλογή πληροφοριών από αρμόδιες αρχές σχετικά με τις αδυναμίες που εντοπίζονται κατά τις διαρκείς διαδικασίες εποπτείας και αδειοδότησης στις διεργασίες και τις διαδικασίες, τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, την καταλληλότητα και τη σκοπιμότητα, την απόκτηση ειδικών συμμετοχών, τα επιχειρηματικά μοντέλα και τις δραστηριότητες των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση των ακόλουθων σημαντικών αδυναμιών που επηρεάζουν μία ή περισσότερες από τις απαιτήσεις των ενωσιακών νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, το άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και το άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και τυχόν εθνικού νόμου που τους μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο αντίστοιχα, όσον αφορά στην πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας:

i)

παράβαση ή ενδεχόμενη παράβαση από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα τέτοιων απαιτήσεων·

ii)

μη κατάλληλη ή μη αποτελεσματική εφαρμογή από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα τέτοιων απαιτήσεων ή

iii)

μη κατάλληλη ή μη αποτελεσματική εφαρμογή από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα των εσωτερικών πολιτικών και διαδικασιών του για τη συμμόρφωση με τέτοιες απαιτήσεις.

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Αρχή όλες τις εν λόγω πληροφορίες, επιπλέον όσων υποχρεώσεων προβλέπονται βάσει του άρθρου 35 του παρόντος κανονισμού, και την ενημερώνουν σε εύλογο χρόνο όσον αφορά οποιεσδήποτε μεταγενέστερες εξελίξεις σχετικά με τις παρεχόμενες πληροφορίες. Η Αρχή συντονίζεται στενά με τις ενωσιακές μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ), όπως αναφέρεται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849, σεβόμενη παράλληλα το καθεστώς και τις υποχρεώσεις τους και χωρίς περιττές επικαλύψεις.

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, να ανταλλάσσουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, πρόσθετες πληροφορίες τις οποίες θεωρούν σημαντικές για την πρόληψη και την καταπολέμηση της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με την κεντρική βάση δεδομένων της παραγράφου 2.

β)

στενός συντονισμός και, κατά περίπτωση, ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όσον αφορά θέματα που συνδέονται με τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, και με τις αρχές που είναι επιφορτισμένες με το δημόσιο καθήκον εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, καθώς και με τις ΜΧΠ, σεβόμενη παράλληλα το καθεστώς και τις υποχρεώσεις των ΜΧΠ βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849·

γ)

ανάπτυξη κοινών κατευθυντήριων γραμμών και προτύπων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα και προώθηση της συνεπούς εφαρμογής τους, ειδικότερα με την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, σύμφωνα με τις εντολές που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και άλλων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των γνωμών, τα οποία βασίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2·

δ)

παροχή συνδρομής στις αρμόδιες αρχές, κατόπιν ειδικών αιτημάτων τους·

ε)

παρακολούθηση των εξελίξεων της αγοράς και αξιολόγηση των τρωτών σημείων και των κινδύνων όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, η Αρχή καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν τον ορισμό των αδυναμιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α), συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων καταστάσεων στις οποίες ενδέχεται να προκύψουν αδυναμίες, τον ουσιώδη χαρακτήρα των αδυναμιών και την πρακτική εφαρμογή της συγκέντρωσης πληροφοριών από την Αρχή, καθώς και το είδος των πληροφοριών που θα πρέπει να παρέχονται σύμφωνα μετοπρώτο εδάφιο στοιχείο α). Κατά την κατάρτιση των τεχνικών αυτών προτύπων, η Αρχή εξετάζει τον όγκο των πληροφοριών που πρόκειται να παρασχεθούν και την ανάγκη αποφυγής επικάλυψης. Καθορίζει επίσης ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και της εμπιστευτικότητας.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με την θέσπιση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14.

2.   Η Αρχή δημιουργεί και ενημερώνει κεντρική βάση δεδομένων με τις πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α). Η Αρχή διασφαλίζει ότι οι εν λόγω πληροφορίες αναλύονται και καθίστανται διαθέσιμες στις αρμόδιες αρχές με βάση την ανάγκη γνώσης τους και με εμπιστευτικό τρόπο. Η Αρχή δύναται επίσης, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να διαβιβάζει στις εθνικές δικαστικές αρχές και τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνα με τους εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες, τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στην κατοχή της και τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ποινική δίωξη. Η Αρχή δύναται επίσης, κατά περίπτωση, να διαβιβάζει αποδεικτικά στοιχεία στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, εφόσον τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία αφορούν αδικήματα για τα οποία η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ασκεί ή θα μπορούσε να ασκήσει αρμοδιότητα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου (*19).

3.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απευθύνουν στην Αρχή αιτιολογημένα αιτήματα για την παροχή πληροφοριών σχετικά με φορείς του χρηματοοικονομικού συστήματος που είναι σημαντικές για τις εποπτικές τους αρχές όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η Αρχή αξιολογεί αυτά τα αιτήματα και παρέχει εγκαίρως τις πληροφορίες τις οποίες ζητούν οι αρμόδιες αρχές με βάση την ανάγκη γνώσης τους. Όταν η Αρχή δεν παρέχει τις πληροφορίες που έχουν ζητηθεί, ενημερώνει την αιτούσα αρμόδια αρχή και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν τις παρέχει. Η Αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή ή οποιαδήποτε άλλη αρχή ή ίδρυμα που παρέσχε αρχικώς τις ζητούμενες πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα της αιτούσας αρμόδιας αρχής, την ταυτότητα του συγκεκριμένου φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, τον λόγο για τον οποίο ζητούνται οι πληροφορίες, καθώς και αν έχουν παρασχεθεί οι πληροφορίες ή όχι. Επιπλέον, η Αρχή αναλύει τις πληροφορίες με σκοπό την ανταλλαγή σημαντικών πληροφοριών ιδία πρωτοβουλία με τις αρμόδιες αρχές για τις εποπτικές τους δραστηριότητες όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Όταν προβαίνει στην ανταλλαγή αυτή, ενημερώνει την αρμόδια αρχή η οποία παρέσχε αρχικώς τις πληροφορίες. Επίσης, διεξάγει ανάλυση σε συνολική βάση για τη γνώμη που καλείται να διατυπώσει σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, η Αρχή καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προσδιορίζουν τον τρόπο ανάλυσης των πληροφοριών και διάθεσής τους στις αρμόδιες αρχές με βάση την ανάγκη γνώσης τους και με εμπιστευτικό τρόπο.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με την θέσπιση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14.

4.   Η Αρχή προωθεί τη σύγκλιση των εποπτικών διαδικασιών που αναφέρονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849, μεταξύ άλλων διεξάγοντας αξιολογήσεις από ομοτίμους και εκδίδοντας συναφείς εκθέσεις και συμπληρωματικά μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 30 του παρόντος κανονισμού. Η Αρχή, κατά τη διενέργεια των εν λόγω αξιολογήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 30 του παρόντος κανονισμού, λαμβάνει υπόψη τις σχετικές εκτιμήσεις, αξιολογήσεις ή εκθέσεις που συντάσσουν διεθνείς οργανισμοί και διακυβερνητικοί φορείς με αρμοδιότητα στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και την εξαμηνιαία έκθεση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και την εθνική εκτίμηση κινδύνου που διενεργείται από κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας.

5.   Η Αρχή, με τη συμμετοχή των αρμόδιων αρχών, διενεργεί αξιολογήσεις κινδύνου των στρατηγικών, των ικανοτήτων και των πόρων των αρμόδιων αρχών για την αντιμετώπιση των σημαντικότερων αναδυόμενων κινδύνων που συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σε ενωσιακό επίπεδο, όπως προσδιορίζει η υπερεθνική εκτίμηση κινδύνου. Διεξάγει τις εν λόγω εκτιμήσεις κινδύνου προκειμένου, ιδίως, να εκδώσει τη γνώμη που καλείται να διατυπώσει σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Η Αρχή διενεργεί εκτιμήσεις κινδύνου με βάση τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της, μεταξύ άλλων τις αξιολογήσεις από ομοτίμους σύμφωνα με το άρθρο 30 του παρόντος κανονισμού, την ανάλυση που πραγματοποίησε, σε συνολική βάση, των πληροφοριών που συνελέγησαν για τους σκοπούς της κεντρικής βάσης δεδομένων σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, καθώς και τις σχετικές αξιολογήσεις, εκτιμήσεις ή εκθέσεις που συντάσσουν διεθνείς οργανισμοί και διακυβερνητικοί φορείς με αρμοδιότητες στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και την εθνική εκτίμηση κινδύνων από τα κράτη μέλη που καταρτίζεται δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Η Αρχή καθιστά τις εκτιμήσεις κινδύνου διαθέσιμες σε όλες τις αρμόδιες αρχές.

Για τον σκοπό του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η Αρχή, μέσω της εσωτερικής επιτροπής που συγκροτείται δυνάμει της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου, αναπτύσσει και εφαρμόζει μεθόδους με στόχο την αντικειμενική αξιολόγηση, καθώς και τον συνεπή έλεγχο υψηλής ποιότητας, των εκτιμήσεων και της εφαρμογής της μεθοδολογίας, καθώς και για να εξασφαλίσει ίσους όρους ανταγωνισμού. Η εν λόγω εσωτερική επιτροπή διενεργεί τον έλεγχο ποιότητας και συνέπειας των αξιολογήσεων κινδύνου. Καταρτίζει τα σχέδια εκτιμήσεων κινδύνου προς έγκριση από το συμβούλιο εποπτών, σύμφωνα με το άρθρο 44.

6.   Στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν ενδείξεις για παραβάσεις των απαιτήσεων που καθορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 από πλευράς των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα και όταν υπάρχει διασυνοριακή διάσταση με τρίτες χώρες, η Αρχή διαδραματίζει ηγετικό ρόλο, συμβάλλοντας στη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών της Ένωσης και των αρμόδιων αρχών σε τρίτες χώρες, όταν χρειάζεται. Ο ρόλος αυτός της Αρχής δεν θίγει τις τακτικές επαφές των αρμόδιων αρχών με τις αρχές τρίτων χωρών.

7.   Η Αρχή συγκροτεί μόνιμη εσωτερική επιτροπή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με σκοπό τον συντονισμό των μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της χρήσης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και την εκπόνηση, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/847 και την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, όλων των σχεδίων αποφάσεων που θα πρέπει να ληφθούν από την Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 44 του παρόντος κανονισμού.

8.   Η επιτροπή που αναφέρεται στην παράγραφο 7 αποτελείται από εκπροσώπους υψηλού επιπέδου των αρχών και των φορέων όλων των κρατών μελών που είναι αρμόδιοι για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/847 και την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 που διαθέτουν εμπειρογνωμοσύνη και εξουσίες λήψης αποφάσεων στον τομέα της πρόληψης της χρήσης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και από εκπροσώπους υψηλού επιπέδου που διαθέτουν εμπειρογνωμοσύνη στα διάφορα επιχειρηματικά μοντέλα και τις τομεακές ιδιαιτερότητες, της Αρχής, της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) αντίστοιχα. Οι εκπρόσωποι υψηλού επιπέδου της Αρχής και των εν λόγω άλλων Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής αυτής χωρίς δικαίωμα ψήφου. Επιπλέον, η Επιτροπή, το ΕΣΣΚ και το εποπτικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ορίζουν από έναν εκπρόσωπο υψηλού επιπέδου για να συμμετέχει ως παρατηρητής στις συνεδριάσεις της εν λόγω επιτροπής. Ο Πρόεδρος της εν λόγω επιτροπής εκλέγεται από και μεταξύ των μελών της εν λόγω επιτροπής που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου.

Κάθε ίδρυμα, αρχή και όργανο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ορίζει αναπληρωματικό εκπρόσωπο από το προσωπικό του, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το τακτικό μέλος σε περίπτωση κωλύματος. Τα κράτη μέλη, όταν περισσότερες από μία αρχές είναι αρμόδιες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 μπορούν να ορίζουν έναν εκπρόσωπο για κάθε αρμόδια αρχή. Ανεξάρτητα από τον αριθμό των αρμόδιων αρχών που εκπροσωπούνται στη συνεδρίαση, κάθε κράτος μέλος διαθέτει μία ψήφο. Η εν λόγω επιτροπή μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές ομάδες εργασίας σχετικά με ειδικές πτυχές των εργασιών της με σκοπό την κατάρτιση σχεδίων αποφάσεων της εν λόγω επιτροπής. Οι εν λόγω ομάδες είναι ανοικτές για συμμετοχή του προσωπικού από όλες τις αρμόδιες αρχές που εκπροσωπούνται στην εν λόγω επιτροπή και από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών).

9.   Η Αρχή, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μπορούν ανά πάσα στιγμή να υποβάλλουν γραπτές παρατηρήσεις για κάθε σχέδιο απόφασης της επιτροπής που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου. Το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές πριν από τη λήψη της οριστικής του απόφασης. Όταν το σχέδιο απόφασης βασίζεται ή συνδέεται με τις εξουσίες που ανατίθενται στην Αρχή δυνάμει του άρθρου 9β, 17 ή 19 και αφορά:

i)

χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 ή οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές που τα εποπτεύουν, ή

ii)

συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 ή οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές που τους εποπτεύουν,

η Αρχή δύναται να λάβει την απόφαση μόνο σε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), στην περίπτωση του στοιχείου α), ή την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), στην περίπτωση του στοιχείου β). Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) ή η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) κοινοποιεί τις απόψεις της στην Αρχή εντός 20 ημερών από την ημερομηνία του σχεδίου απόφασης της επιτροπής που αναφέρεται στην παράγραφο 7. Εάν δεν κοινοποιήσουν τις απόψεις τους στην Αρχή εντός 20 ημερών ούτε ζητήσουν δεόντως αιτιολογημένη παράταση για την κοινοποίηση των εν λόγω απόψεων, η συμφωνία τεκμαίρεται.

Άρθρο 9β

Αίτημα διερεύνησης σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας

1.   Σε θέματα που αφορούν την πρόληψη και την καταπολέμηση της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, η Αρχή μπορεί, εφόσον έχει ενδείξεις για ουσιώδεις παραβάσεις, να ζητήσει από την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 σημείο 2) σημείο iii): α) να διερευνήσει πιθανές παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου, από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, και όταν το δίκαιο αυτό αποτελείται από οδηγίες ή παρέχει ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας, καθόσον αποτελεί μεταφορά οδηγιών στο εθνικό δίκαιο ή χρήση των επιλογών που παρέχονται στα κράτη μέλη από το ενωσιακό δίκαιο· και β) να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων στον εν λόγω φορέα όσον αφορά τις εν λόγω παραβάσεις. Εφόσον είναι αναγκαίο, μπορεί επίσης να ζητήσει από την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 σημείο 2) σημείο iii) να εξετάσει το ενδεχόμενο έκδοσης μεμονωμένης απόφασης που απευθύνεται στον συγκεκριμένο φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, επιβάλλοντάς του υποχρέωση να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του δυνάμει του άμεσα εφαρμοστέου ενωσιακού δικαίου ή σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, καθόσον αποτελεί μεταφορά οδηγιών στο εθνικό δίκαιο ή χρήση επιλογών που παρέχονται στα κράτη μέλη από το ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της παύσης οποιασδήποτε πρακτικής. Τα αιτήματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο δεν εμποδίζουν τρέχοντα εποπτικά μέτρα της αρμόδιας αρχής στην οποία απευθύνεται το αίτημα.

2.   Η αρμόδια αρχή συμμορφώνεται με κάθε αίτημα που απευθύνεται σε αυτήν σύμφωνα με την παράγραφο 1 και ενημερώνει την Αρχή το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός 10 εργάσιμων ημερών για τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να συμμορφωθεί με το αίτημα αυτό.

3.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, όταν αρμόδια αρχή δεν ενημερώνει την Αρχή εντός 10 εργάσιμων ημερών για τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να συμμορφωθεί με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται το άρθρο 17 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 9γ

Επιστολές μη ανάληψης δράσης

1.   Η Αρχή λαμβάνει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν θεωρεί ότι η εφαρμογή μίας από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιωνδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που βασίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις ενδέχεται να εγείρει σημαντικά ζητήματα, για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

α)

η Αρχή θεωρεί ότι οι διατάξεις που περιλαμβάνονται σε μια τέτοια πράξη μπορεί να έρχονται σε άμεση αντίθεση με άλλη σχετική πράξη,

β)

όταν η πράξη είναι μία από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η απουσία κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που θα συμπλήρωναν ή θα διευκρίνιζαν τη σχετική πράξη θα δημιουργούσε εύλογες αμφιβολίες σχετικά με τις νομικές συνέπειες που απορρέουν από τη νομοθετική πράξη ή την ορθή εφαρμογή της,

γ)

η απουσία κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16, θα δημιουργούσε πρακτικές δυσκολίες όσον αφορά την εφαρμογή της σχετικής νομοθετικής πράξης.

2.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Αρχή απευθύνει λεπτομερή γραπτή αναφορά στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή, στην οποία περιγράφει τα ζητήματα που θεωρεί ότι υφίστανται.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), η Αρχή γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που, κατά την κρίση της Αρχής, αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της.

Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, η Αρχή αξιολογεί το συντομότερο δυνατόν την ανάγκη να εγκρίνει σχετικές κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις όπως προβλέπεται στο άρθρο 16.

Η Αρχή ενεργεί με ταχείες διαδικασίες, ιδίως με σκοπό να συμβάλει στην πρόληψη των ζητημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όποτε αυτό είναι δυνατόν.

3.   Εφόσον απαιτείται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και εν αναμονή της έγκρισης και της εφαρμογής νέων μέτρων σε συνέχεια των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Αρχή εκδίδει γνώμες σχετικά με συγκεκριμένες διατάξεις των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, με σκοπό την προώθηση συνεκτικών, αποδοτικών και αποτελεσματικών πρακτικών εποπτείας και επιβολής, καθώς και της κοινής, ενιαίας και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.

4.   Όταν, βάσει των πληροφοριών που λαμβάνονται, ιδίως από τις αρμόδιες αρχές, η Αρχή θεωρεί ότι οποιαδήποτε από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιαδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστική πράξη που βασίζεται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις εγείρει σημαντικά έκτακτα ζητήματα που αφορούν την εμπιστοσύνη της αγοράς, την προστασία των καταναλωτών, των πελατών ή των επενδυτών, την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων, ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, απευθύνει χωρίς καθυστέρηση επιστολή στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή, στην οποία περιγράφει λεπτομερώς τα ζητήματα που θεωρεί ότι υφίστανται. Η Αρχή δύναται να γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότησης ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που, κατά την κρίση της Αρχής, αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της.

(*19)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).»."

8)

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οσάκις το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέτουν εξουσίες στην Επιτροπή για τη θέσπιση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεκτική εναρμόνιση στους τομείς που περιγράφονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η Αρχή δύναται να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων. Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που κατάρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση. Ταυτόχρονα, η Αρχή διαβιβάζει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.»·

ii)

το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Πριν την υποβολή τους στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι πολύ δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τις επιπτώσεις των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.»·

iii)

το τέταρτο εδάφιο απαλείφεται·

iv)

το πέμπτο και το έκτο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή ενημερώνει εν ευθέτω χρόνω το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο όταν η έγκριση δεν μπορεί να λάβει χώρα εντός της τρίμηνης περιόδου. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων εν μέρει μόνον ή, εάν το απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης, με τροποποιήσεις.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει ένα σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, διαβιβάζει και πάλι το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν το εγκρίνει ή εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Η Επιτροπή διαβιβάζει αντίγραφο της επιστολής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης προς έγκριση. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Εφόσον η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας προθεσμίας. Η Αρχή ενημερώνει εγκαίρως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή ότι δεν θα τηρήσει τη νέα προθεσμία.»·

γ)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τις επιπτώσεις των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.»·

δ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Οι λέξεις «ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο» εμφανίζονται στον τίτλο αυτών των κανονισμών και αποφάσεων. Τα πρότυπα αυτά δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζουν να ισχύουν κατά την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.».

9)

Στο άρθρο 13 παράγραφος 1, απαλείφεται το δεύτερο εδάφιο.

10)

Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέτουν εκτελεστικές εξουσίες στην Επιτροπή για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων με εκτελεστικές πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ, στους τομείς που ορίζονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η Αρχή δύναται να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων. Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα είναι τεχνικής φύσεως, δεν συνεπάγονται στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές, το δε περιεχόμενό τους είναι να καθοριστούν οι όροι εφαρμογής αυτών των πράξεων. Η Αρχή υποβάλλει το σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που κατήρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση. Ταυτόχρονα, η Αρχή διαβιβάζει τα εν λόγω τεχνικά πρότυπα προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Πριν από την υποβολή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και αν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι πολύ δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά έναν μήνα. Η Επιτροπή ενημερώνει εν ευθέτω χρόνω το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ότι η έγκριση δεν μπορεί να λάβει χώρα εντός της τρίμηνης περιόδου. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εν μέρει μόνον ή με τροποποιήσεις, εφόσον αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει ένα σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή προτίθεται να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, το διαβιβάζει και πάλι προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν σκοπεύει να το εγκρίνει ή εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Η Επιτροπή διαβιβάζει αντίγραφο της επιστολής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Αν, κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή έχει υποβάλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.

Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

2.   Όταν η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας χρονικής προθεσμίας. Η Αρχή ενημερώνει εγκαίρως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή ότι δεν θα τηρήσει τη νέα προθεσμία.»·

β)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.»·

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Οι λέξεις «εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο» εμφανίζονται στον τίτλο αυτών των κανονισμών ή αποφάσεων. Τα εν λόγω πρότυπα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζουν να ισχύουν κατά την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.».

11)

Το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών στο ΕΣΧΕ και την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, η Αρχή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με αποδέκτες όλες τις αρμόδιες αρχές ή όλα τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και εκδίδει συστάσεις με αποδέκτες μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές ή ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Οι κατευθυντήριες γραμμές και οι συστάσεις εκδίδονται σύμφωνα με τις εξουσιοδοτήσεις που παρέχονται στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή το παρόν άρθρο.

2.   Η Αρχή διενεργεί, κατά περίπτωση, ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδει και αναλύει τα συναφή ενδεχόμενα κόστη και οφέλη της έκδοσης τέτοιου είδους κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και την επίπτωση των κατευθυντήριων γραμμών ή των συστάσεων. Η Αρχή ζητεί επίσης, κατά περίπτωση, συμβουλές από την ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37. Η Αρχή, όταν δεν διεξάγει ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις ή δεν ζητεί συμβουλές από την ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων, προβαίνει σε σχετική αιτιολόγηση.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Οι κατευθυντήριες γραμμές και οι συστάσεις δεν αναφέρονται μόνο σε στοιχεία νομοθετικών πράξεων ούτε τα αναπαράγουν. Πριν να εκδώσει νέα κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση, η Αρχή επανεξετάζει τις υφιστάμενες κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, ώστε να αποφευχθεί τυχόν αλληλεπικάλυψη.»·

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που έχουν εκδοθεί.».

12)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 16α

Γνωμοδοτήσεις

1.   Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της.

2.   Το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιλαμβάνει δημόσια διαβούλευση ή τεχνική ανάλυση.

3.   Όσον αφορά τις εκτιμήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ οι οποίες, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, απαιτούν διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές, να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνωμοδότηση σχετικά με εκτίμηση του είδους αυτού. Η γνωμοδότηση εκδίδεται άμεσα και σε κάθε περίπτωση πριν από τη λήξη της περιόδου εκτίμησης που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο.

4.   Η Αρχή δύναται, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, να παρέχει τεχνικές συμβουλές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 16β

Ερωτήσεις και απαντήσεις

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις στην Αρχή σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης, σχετικά με την πρακτική εφαρμογή ή τη μεταφορά των διατάξεων των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, τις σχετικές κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδονται βάσει των εν λόγω νομοθετικών πράξεων.

Πριν από την υποβολή ερώτησης προς την Αρχή, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα εξετάζουν εάν θα απευθύνουν πρώτα την ερώτηση στην αρμόδια αρχή τους.

Πριν δημοσιεύσει τις απαντήσεις σε παραδεκτές ερωτήσεις, η Αρχή δύναται να ζητεί περαιτέρω διευκρινίσεις για τις ερωτήσεις που υποβάλλει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο.

2.   Οι απαντήσεις της Αρχής στις ερωτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν είναι δεσμευτικές. Η απάντηση καθίσταται διαθέσιμη τουλάχιστον στη γλώσσα στην οποία υποβλήθηκε η ερώτηση.

3.   Η Αρχή δημιουργεί και διατηρεί διαδικτυακό εργαλείο διαθέσιμο στον ιστότοπό της για την υποβολή ερωτήσεων και την έγκαιρη δημοσίευση όλων των ερωτήσεων που ελήφθησαν καθώς και όλων των απαντήσεων σε όλες τις παραδεκτές ερωτήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, εκτός εάν η δημοσίευση έρχεται σε σύγκρουση με το έννομο συμφέρον των προσώπων αυτών ή συνεπάγεται κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η Αρχή δύναται να απορρίπτει ερωτήσεις που δεν προτίθεται να απαντήσει. Οι ερωτήσεις που απορρίπτονται δημοσιεύονται από την Αρχή στον ιστότοπό της για περίοδο δύο μηνών.

4.   Τρία μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου, μπορούν να ζητήσουν από το συμβούλιο εποπτών να αποφασίσει δυνάμει του άρθρου 44 εάν θα αντιμετωπίσει το ζήτημα της παραδεκτής ερώτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στις κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16, να ζητήσει συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37, να εξετάζει ερωτήσεις και απαντήσεις σε κατάλληλα διαστήματα, να διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις ή να αναλύει τις ενδεχόμενες συναφείς δαπάνες και οφέλη. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και τον αντίκτυπο των υπό εξέταση σχεδίων ερωτήσεων και απαντήσεων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Σε περίπτωση συμμετοχής της ομάδας συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37, υφίσταται καθήκον εμπιστευτικότητας.

5.   Η Αρχή διαβιβάζει τις ερωτήσεις για τις οποίες απαιτείται ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου στην Επιτροπή. Η Αρχή δημοσιεύει τυχόν απαντήσεις που παρέχει η Επιτροπή.».

13)

Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων ή με δική της πρωτοβουλία, μεταξύ άλλων όταν βασίζεται σε τεκμηριωμένες και αιτιολογημένες πληροφορίες από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η Αρχή περιγράφει πώς προτίθεται να χειριστεί την υπόθεση και, κατά περίπτωση, διερευνά την πιθανολογούμενη παραβίαση ή μη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.»·

ii)

προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η Αρχή δύναται, αφού ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα για πληροφορίες απευθείας σε άλλες αρμόδιες αρχές, όποτε το αίτημα για πληροφορίες που υπέβαλε η σχετική αρμόδια αρχή αποδείχτηκε ή κρίνεται ανεπαρκές για τη συγκέντρωση των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τη διερεύνηση των ισχυρισμών σχετικά με παραβίαση ή μη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.

Ο αποδέκτης του εν λόγω αιτήματος παρέχει στην Αρχή σαφείς, ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και πριν από την έκδοση σύστασης όπως ορίζεται στην παράγραφο 3, η Αρχή, όταν το κρίνει σκόπιμο για την αντιμετώπιση παραβίασης του ενωσιακού δικαίου, συνεργάζεται με την οικεία αρμόδια αρχή σε μια προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας για τις δράσεις που είναι απαραίτητες ώστε η αρμόδια αρχή να συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο.»·

γ)

οι παράγραφοι 6 και 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται σε αυτήν και εφόσον απαιτείται έγκαιρη αποκατάσταση αυτής της μη συμμόρφωσης, προκειμένου να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν οι ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ή να διασφαλιστούν η εύρυθμη λειτουργία και η ακεραιότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, η Αρχή μπορεί, εφόσον οι σχετικές απαιτήσεις των νομοθετικών πράξεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού ισχύουν άμεσα για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ή στο πλαίσιο θεμάτων σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για τους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα, να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση προς χρηματοοικονομικό ίδρυμα ή άλλον φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, με την οποία θα απαιτεί από αυτόν να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένης της παύσης οποιασδήποτε πρακτικής.

Σε θέματα σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όταν οι σχετικές απαιτήσεις των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 δεν ισχύουν άμεσα για τους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα, η Αρχή μπορεί να εκδώσει απόφαση με την οποία θα απαιτεί από την αρμόδια αρχή να συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου εντός της προθεσμίας που ορίζεται σε αυτή. Αν αρχή δεν συμμορφωθεί με την εν λόγω απόφαση, η Αρχή μπορεί επίσης να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο. Για τον σκοπό αυτόν, η Αρχή εφαρμόζει όλη τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης και όταν η εν λόγω νομοθεσία αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία εφόσον μεταφέρουν τις εν λόγω οδηγίες στο εθνικό δίκαιο. Όταν η σχετική ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από κανονισμούς και αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η Αρχή εφαρμόζει και το εθνικό δίκαιο, εφόσον με αυτό ασκούνται οι εν λόγω επιλογές.

Η απόφαση της Αρχής είναι σύμφωνη με την επίσημη γνώμη που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 4.

7.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Οι αρμόδιες αρχές, όταν αναλαμβάνουν δράση αναφορικά με θέματα που υπόκεινται σε επίσημη γνώμη δυνάμει της παραγράφου 4 ή σε απόφαση δυνάμει της παραγράφου 6, συμμορφώνονται με την επίσημη γνώμη ή την απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση.».

14)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 17α

Προστασία των καταγγελλόντων

1.   Η Αρχή διαθέτει ειδικούς διαύλους καταγγελίας για την παραλαβή και τον χειρισμό πληροφοριών που παρέχονται από καταγγέλλοντα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προβαίνει σε καταγγελία για πραγματικές ή δυνητικές περιπτώσεις παραβίασης, κατάχρησης ή μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.

2.   Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν καταγγελία μέσω των εν λόγω διαύλων προστατεύονται έναντι αντιποίνων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*20), κατά περίπτωση.

3.   Η Αρχή διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες μπορούν να υποβάλλονται ανώνυμα ή εμπιστευτικά και με ασφάλεια. Όταν η Αρχή θεωρεί ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες περιλαμβάνουν αποδείξεις ή σοβαρές ενδείξεις για ουσιώδεις παραβάσεις, παρέχει ανατροφοδότηση στον καταγγέλλοντα.

(*20)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ L 305 της 26.11.2019, σ. 17.)»."

15)

Στο άρθρο 18, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Αν το Συμβούλιο έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον η συντονισμένη δράση από αρμόδιες αρχές είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης ή την προστασία των πελατών και των καταναλωτών, η Αρχή δύναται να εκδίδει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές, διασφαλίζοντας ότι τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις.».

16)

Το άρθρο 19 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Στις περιπτώσεις που προσδιορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 17, η Αρχή μπορεί να επικουρεί τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

α)

κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, εάν μια αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή το περιεχόμενο πράξης, προτεινόμενης πράξης ή αδράνειας από άλλη αρμόδια αρχή·

β)

στις περιπτώσεις που οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 προβλέπουν ότι η Αρχή μπορεί να επικουρεί με δική της πρωτοβουλία όταν, με βάση αντικειμενικούς λόγους, μπορεί να προσδιοριστεί διαφωνία μεταξύ αρμόδιων αρχών.

Στις περιπτώσεις που οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν τη λήψη κοινής απόφασης από τις αρμόδιες αρχές και όταν, σύμφωνα με τις εν λόγω πράξεις, η Αρχή μπορεί να επικουρεί με δική της πρωτοβουλία στην επίτευξη συμφωνίας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου τις οικείες αρμόδιες αρχές, η διαφωνία τεκμαίρεται αν δεν υπάρξει κοινή απόφαση των εν λόγω αρχών εντός των προθεσμιών που ορίζονται στις εν λόγω πράξεις».

β)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«1α.   Οι οικείες αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν αμελλητί στην Αρχή ότι δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν στις ενωσιακές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 προβλέπεται προθεσμία για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και επέρχεται ένα από τα ακόλουθα:

i)

η προθεσμία έχει λήξει· ή

ii)

τουλάχιστον δύο οικείες αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει διαφωνία, βάσει αντικειμενικών λόγων·

β)

όταν, στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, δεν έχει προβλεφθεί προθεσμία για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και επέρχεται ένα από τα ακόλουθα:

i)

τουλάχιστον δύο οικείες αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει διαφωνία, βάσει αντικειμενικών λόγων· ή

ii)

έχει παρέλθει διάστημα δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής από αρμόδια αρχή αιτήματος άλλης αρμόδιας αρχής για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων με σκοπό τη συμμόρφωση με τις εν λόγω πράξεις και η αρμόδια αρχή στην οποία απευθύνεται το αίτημα δεν έχει εκδώσει ακόμη απόφαση η οποία να ικανοποιεί το αίτημα.

1β.   Ο πρόεδρος κρίνει κατά πόσον η Αρχή πρέπει να ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 1. Όταν η παρέμβαση πραγματοποιείται με πρωτοβουλία της Αρχής, η Αρχή γνωστοποιεί στις οικείες αρμόδιες αρχές την απόφασή της σχετικά με την παρέμβαση.

Έως ότου εκδοθεί η απόφαση της Αρχής σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 3α, στις περιπτώσεις στις οποίες οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν τη λήψη κοινής απόφασης, όλες οι αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στην κοινή απόφαση αναβάλλουν τις ατομικές αποφάσεις τους. Εφόσον η Αρχή αποφασίσει να ενεργήσει, όλες οι αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στην κοινή απόφαση αναβάλλουν τη λήψη των αποφάσεών τους έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εάν οι οικείες αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία κατά τη διάρκεια της φάσης συμβιβασμού που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η Αρχή μπορεί να λάβει απόφαση απαιτώντας από τις εν λόγω αρχές να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα ή να μην προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την επίλυση του θέματος, και να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο. Η απόφαση της Αρχής είναι δεσμευτική για τις οικείες αρμόδιες αρχές. Η απόφαση της Αρχής μπορεί να επιβάλει στις αρμόδιες αρχές να ανακαλέσουν ή να τροποποιήσουν μια απόφαση που εξέδωσαν ή να κάνουν χρήση των εξουσιών που διαθέτουν βάσει της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης.»·

δ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Η Αρχή ενημερώνει τις οικείες αρμόδιες αρχές σχετικά με την ολοκλήρωση των διαδικασιών βάσει των παραγράφων 2 και 3, κοινοποιώντας τους ταυτόχρονα, κατά περίπτωση, την απόφαση που έλαβε βάσει της παραγράφου 3.»·

ε)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής και ως εκ τούτου δεν διασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοοικονομικού ιδρύματος ή, στο πλαίσιο θεμάτων που συνδέονται με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα με τις απαιτήσεις που ισχύουν άμεσα για αυτόν σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση που απευθύνεται στο εν λόγω χρηματοοικονομικό ίδρυμα ή τον εν λόγω φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία, περιλαμβανομένης της παύσης οποιασδήποτε πρακτικής.

Σε θέματα σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, η Αρχή μπορεί επίσης να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, όταν οι σχετικές απαιτήσεις των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 δεν ισχύουν άμεσα για τους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα. Για τον σκοπό αυτόν, η Αρχή εφαρμόζει όλη τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία και όταν η εν λόγω ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία στον βαθμό που μεταφέρει τις εν λόγω οδηγίες στο εθνικό δίκαιο. Όταν η σχετική ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από κανονισμούς και αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η Αρχή εφαρμόζει και το εθνικό δίκαιο στο βαθμό που έχουν ασκηθεί οι επιλογές αυτές.».

17)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή προωθεί και παρακολουθεί, εντός του πεδίου των εξουσιών της, την αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία των σωμάτων εποπτών, όπου αυτά θεσπίζονται με νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, και ενισχύει τη συνέπεια και τη συνοχή στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στα σώματα εποπτών. Με στόχο τη σύγκλιση των βέλτιστων πρακτικών εποπτείας, η Αρχή προωθεί κοινά εποπτικά σχέδια και κοινούς ελέγχους και το προσωπικό της Αρχής έχει πλήρη δικαιώματα συμμετοχής στα σώματα εποπτών και, ως εκ τούτου, δύναται να συμμετέχει στις δραστηριότητες των σωμάτων εποπτών, μεταξύ άλλων, σε επιτόπιους ελέγχους, που διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.»·

β)

στην παράγραφο 2 τρίτο εδάφιο, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

να δρομολογεί και να συντονίζει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 32 για να εκτιμά την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ιδίως τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 23, υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, καθώς και να αξιολογεί το ενδεχόμενο αύξησης του συστημικού κινδύνου υπό συνθήκες πίεσης, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο και, όταν κρίνεται σκόπιμο, να απευθύνει σύσταση στην αρμόδια αρχή για διόρθωση των προβλημάτων που εντοπίζονται κατά την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων, μεταξύ άλλων για τη διεξαγωγή ειδικών εκτιμήσεων. Μπορεί να συστήνει στις αρμόδιες αρχές να διεξάγουν επιτόπιες επιθεωρήσεις και να συμμετέχει σε τέτοιου είδους επιτόπιες επιθεωρήσεις, ώστε να εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα και η αξιοπιστία των μεθόδων, των πρακτικών και των αποτελεσμάτων των εκτιμήσεων σε επίπεδο Ένωσης·»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Αρχή μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, σύμφωνα με τις εξουσιοδοτήσεις των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15, για να διασφαλίζει ενιαίους όρους εφαρμογής σε σχέση με τις διατάξεις που αφορούν την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτών. Η Αρχή μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16, με στόχο την προώθηση της σύγκλισης της εποπτικής λειτουργίας και των βέλτιστων πρακτικών που έχουν εγκριθεί από τα σώματα εποπτών.».

18)

Το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Γενικές διατάξεις περί συστημικών κινδύνων»·

β)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ και σύμφωνα με το άρθρο 23, αναπτύσσει κοινή δέσμη ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών (πίνακας κινδύνου) για τον εντοπισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου.»·

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, ή ιδία πρωτοβουλία, η Αρχή μπορεί να ερευνά συγκεκριμένο είδος χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή συγκεκριμένο είδος προϊόντων ή συγκεκριμένη μορφή συμπεριφοράς, προκειμένου να αξιολογεί δυνητικές απειλές κατά της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος ή της προστασίας των πελατών ή των καταναλωτών.

Σε συνέχεια της έρευνας που διεξάγεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, το συμβούλιο εποπτών δύναται να προβαίνει στη διατύπωση κατάλληλων συστάσεων για ανάληψη δράσης προς τις οικείες αρμόδιες αρχές.

Για τους σκοπούς αυτούς, η Αρχή μπορεί να κάνει χρήση των εξουσιών που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 35.».

19)

Στο άρθρο 23, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή, σε συνεννόηση με το ΕΣΣΚ, αναπτύσσει κριτήρια για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου, καθώς και κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης, που περιλαμβάνει αξιολόγηση του ενδεχόμενου αύξησης, υπό συνθήκες πίεσης, του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν ή στον οποίο εκτίθενται τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένου του συστημικού κινδύνου που σχετίζεται με το περιβάλλον. Τα χρηματοοικονομικά αυτά ιδρύματα τα οποία ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία και, όποτε απαιτείται, στις διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 25.».

20)

Στο άρθρο 27 παράγραφος 2, το τρίτο εδάφιο διαγράφεται.

21)

Το άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία:

«αα)

καθορίζει τις στρατηγικές εποπτικές προτεραιότητες της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 29α·

αβ)

συγκροτεί ομάδες συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 45β για την προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και τον προσδιορισμό των βέλτιστων πρακτικών.»·

ii)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

προάγει την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών όσον αφορά όλα τα σχετικά ζητήματα, μεταξύ άλλων την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και τις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, τηρώντας πλήρως τις ισχύουσες διατάξεις για την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων που προβλέπουν οι συναφείς ενωσιακές νομοθετικές πράξεις·»·

iii)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

καταρτίζει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, μεταξύ άλλων όσον αφορά την τεχνολογική καινοτομία, διευκολύνει τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις αρμόδιες αρχές να εντείνουν τη χρήση προγραμμάτων αποσπάσεων και άλλων εργαλείων·»·

iv)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«στ)

θεσπίζει σύστημα παρακολούθησης για την εκτίμηση των σοβαρών περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση κινδύνων, λαμβάνοντας υπόψη τη συμφωνία του Παρισιού για τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή·»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή μπορεί, κατά περίπτωση, να αναπτύξει νέα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης για την προαγωγή κοινών εποπτικών προσεγγίσεων και πρακτικών.

Με σκοπό την ανάπτυξη κοινής εποπτικής νοοτροπίας, η Αρχή καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο σχετικά με την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση, το οποίο λαμβάνει δεόντως υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τις επιχειρηματικές πρακτικές, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών. Η Αρχή επίσης καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εγχειρίδιο εξυγίανσης για την εξυγίανση χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση, το οποίο λαμβάνει δεόντως υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τις επιχειρηματικές πρακτικές, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών. Τόσο το ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο όσο και το ενωσιακό εγχειρίδιο εξυγίανσης καθορίζουν βέλτιστες πρακτικές και προσδιορίζουν υψηλής ποιότητας μεθοδολογίες και διεργασίες.

Όταν κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τις γνωμοδοτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και τα εργαλεία και τα μέσα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Αναλύει επίσης, όταν κρίνεται σκόπιμο, τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες. Οι διαβουλεύσεις και αναλύσεις αυτές είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και τις επιπτώσεις των γνωμών ή των εργαλείων και των μέσων. Η Αρχή ζητεί επίσης, όταν κρίνεται σκόπιμο, συμβουλές από την οικεία ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων όπως αναφέρεται στο άρθρο 37.».

22)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 29α

Στρατηγικές εποπτικές προτεραιότητες της Ένωσης

Μετά από συζήτηση στο συμβούλιο εποπτών και λαμβάνοντας υπόψη τις συνεισφορές που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, τις τρέχουσες εργασίες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και τις αναλύσεις, τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις που δημοσιεύονται από το ΕΣΣΚ, η Αρχή προσδιορίζει, τουλάχιστον ανά τριετία έως τις 31 Μαρτίου, μέχρι δύο προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις μελλοντικές εξελίξεις και τάσεις. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω προτεραιότητες κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων εργασίας τους και ενημερώνουν την Αρχή σχετικά. Η Αρχή συζητά τις σχετικές δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών το επόμενο έτος και συνάγει συμπεράσματα. Η Αρχή συζητά πιθανές επακόλουθες ενέργειες που μπορούν να περιλαμβάνουν κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις προς τις αρμόδιες αρχές και αξιολογήσεις από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα.

Οι προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας που καθορίζει η Αρχή δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν τις δικές τους βέλτιστες πρακτικές, ενεργώντας με βάση τις δικές τους πρόσθετες προτεραιότητες και εξελίξεις, και να λαμβάνουν υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες.».

23)

Το άρθρο 30 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 30

Αξιολογήσεις αρμόδιων αρχών από ομοτίμους

1.   Η Αρχή διεξάγει περιοδικά αξιολογήσεις ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών από ομοτίμους, με σκοπό την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας και της αποτελεσματικότητας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Προς τον σκοπό αυτόν, η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική εκτίμηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρμόδιων αρχών που εξετάζονται. Κατά τον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση αξιολογήσεων από ομοτίμους, λαμβάνονται υπόψη υπάρχουσες πληροφορίες και οι αξιολογήσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί σχετικά με την οικεία αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συναφών πληροφοριών που παρέχονται στην Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 35 και κάθε συναφούς πληροφορίας από τους συμφεροντούχους.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η Αρχή συστήνει ad hoc επιτροπές αξιολόγησης από ομοτίμους, αποτελούμενες από προσωπικό της Αρχής και μέλη των αρμόδιων αρχών. Η προεδρία των επιτροπών αξιολόγησης από ομοτίμους ασκείται από μέλος του προσωπικού της Αρχής. Ο πρόεδρος, κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης για συμμετοχή, προτείνει τον πρόεδρο και τα μέλη επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους, που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών. Η πρόταση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εκτός εάν, εντός 10 ημερών από την πρόταση του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών εκδώσει απορριπτική απόφαση.

3.   Η αξιολόγηση από ομοτίμους περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αξιολόγηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:

α)

της επάρκειας των πόρων, του βαθμού ανεξαρτησίας και των ρυθμίσεων διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής, ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και της ικανότητας αντίδρασης στις εξελίξεις της αγοράς·

β)

της αποτελεσματικότητας και του βαθμού σύγκλισης που επιτεύχθηκε στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου και στην εποπτική πρακτική, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 16, και του βαθμού στον οποίο η εποπτική πρακτική επιτυγχάνει τους στόχους που ορίζονται από το ενωσιακό δίκαιο·

γ)

της εφαρμογής των βέλτιστων πρακτικών που ανέπτυξαν οι αρμόδιες αρχές και τις οποίες θα μπορούσαν να υιοθετήσουν επωφελώς και άλλες αρμόδιες αρχές·

δ)

της αποτελεσματικότητας και του βαθμού σύγκλισης που επιτεύχθηκε όσον αφορά την επιβολή των διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, περιλαμβανομένων των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων που επιβλήθηκαν κατά των υπεύθυνων προσώπων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις εν λόγω διατάξεις.

4.   Η Αρχή εκδίδει έκθεση με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Η εν λόγω έκθεση αξιολόγησης από ομοτίμους εκπονείται από την επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους και εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 3α. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αυτής, η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης, προκειμένου να διατηρηθεί η συνέπεια με άλλες εκθέσεις αξιολόγησης από ομοτίμους και να διασφαλιστούν ίσοι όροι. Το συμβούλιο διοίκησης αξιολογεί ιδίως αν έχει εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο η μεθοδολογία. Στην εν λόγω έκθεση επεξηγούνται και υποδεικνύονται τα μέτρα επακολούθησης που κρίνονται ενδεδειγμένα, αναλογικά και αναγκαία ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Τα εν λόγω μέτρα επακολούθησης μπορούν να διατυπωθούν υπό μορφή κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 και γνωμών σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται.

Κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 ή κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16, η Αρχή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους παράλληλα με οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, προκειμένου να διασφαλίσει τη σύγκλιση εποπτικών πρακτικών ύψιστης ποιότητας.

5.   Η Αρχή υποβάλλει γνώμη στην Επιτροπή όποτε, έχοντας υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, θεωρεί ότι θα ήταν αναγκαία περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων της Ένωσης που εφαρμόζονται στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή στις αρμόδιες αρχές από ενωσιακή άποψη.

6.   Η Αρχή καταρτίζει έκθεση επακολούθησης μετά την παρέλευση δύο ετών από τη δημοσίευση της έκθεσης αξιολόγησης από ομότιμους. Την έκθεση επακολούθησης συντάσσει η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους και εγκρίνει το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 3α. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αυτής, η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης, με σκοπό να διατηρηθεί η συνέπεια με άλλες εκθέσεις παρακολούθησης. Η έκθεση επακολούθησης περιλαμβάνει εκτίμηση, μεταξύ άλλων, της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας των ενεργειών στις οποίες προέβησαν οι αρμόδιες αρχές που υπόκεινται σε αξιολόγηση από ομοτίμους ανταποκρινόμενες στα μέτρα επακολούθησης που περιέχονταν στην έκθεση αξιολόγησης από ομότιμους.

7.   Η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές που υπόκεινται στην αξιολόγηση από ομοτίμους, προσδιορίζει τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Η Αρχή δημοσιοποιεί τα αιτιολογημένα κύρια πορίσματα της αξιολόγησης από ομοτίμους και της έκθεσης παρακολούθησης που αναφέρεται στην παράγραφο 6. Σε περίπτωση που τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της Αρχής διαφέρουν από αυτά που έχει προσδιορίσει η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους, η Αρχή διαβιβάζει, σε εμπιστευτική βάση, τα ευρήματα της επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Όταν η αρμόδια αρχή που υπόκειται στην αξιολόγηση από ομοτίμους ανησυχεί ότι η δημοσίευση των αιτιολογημένων κύριων ευρημάτων της Αρχής θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, έχει τη δυνατότητα να παραπέμψει το θέμα στο συμβούλιο εποπτών. Το συμβούλιο εποπτών δύναται να αποφασίσει να μην δημοσιεύσει τα εν λόγω αποσπάσματα.

8.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει πρόταση προγράμματος εργασίας για τις αξιολογήσεις από ομοτίμους όσον αφορά τα επόμενα δύο έτη, η οποία λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τα διδάγματα από τις προηγούμενες διαδικασίες αξιολόγησης από ομοτίμους και τις συζητήσεις των ομάδων συντονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 45β. Το σχέδιο εργασίας για τις αξιολογήσεις από ομοτίμους αποτελεί χωριστό τμήμα του ετήσιου και πολυετούς προγράμματος εργασίας. Το σχέδιο δημοσιοποιείται. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης ή απρόβλεπτων γεγονότων, η Αρχή μπορεί να αποφασίσει τη διενέργεια πρόσθετων αξιολογήσεων από ομοτίμους.».

24)

Το άρθρο 31 τροποποιείται ως εξής:

α)

η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή διαδραματίζει γενικό συντονιστικό ρόλο μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών, ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αντίξοες εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση.»·

β)

η δεύτερη παράγραφος τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή προάγει τη συντονισμένη ενωσιακή απόκριση, μεταξύ άλλων με:»

ii)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

τη λήψη κατάλληλων μέτρων στην περίπτωση εξελίξεων που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, με σκοπό τον συντονισμό των ενεργειών που αναλαμβάνονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές·»·

iii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«εα)

τη λήψη κατάλληλων μέτρων για τον συντονισμό των δράσεων που αναλαμβάνονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές με σκοπό τη διευκόλυνση της εισόδου στην αγορά φορέων ή προϊόντων που βασίζονται στην τεχνολογική καινοτομία·»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Προκειμένου να συμβάλει στην καθιέρωση κοινής ευρωπαϊκής προσέγγισης όσον αφορά την τεχνολογική καινοτομία, η Αρχή προωθεί την εποπτική σύγκλιση, με την υποστήριξη, κατά περίπτωση, της επιτροπής για την προστασία των καταναλωτών και τη χρηματοοικονομική καινοτομία, διευκολύνοντας την είσοδο στην αγορά φορέων ή προϊόντων που βασίζονται στην τεχνολογική καινοτομία, ιδίως μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16.».

25)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 31α

Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την καταλληλότητα και την εντιμότητα

Η Αρχή, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), δημιουργούν σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με την εκτίμηση της καταλληλότητας και της εντιμότητας των κατόχων ειδικών συμμετοχών, των διευθυντών και των βασικών αρμοδίων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.».

26)

Το άρθρο 32 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εκτίμηση των εξελίξεων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων»·

β)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα της αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), το ΕΣΣΚ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις συναφείς μικροπροληπτικές τάσεις, τους ενδεχόμενους κινδύνους και τα τρωτά σημεία. Η Αρχή περιλαμβάνει στις εκτιμήσεις της ανάλυση των αγορών εντός των οποίων λειτουργούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και εκτίμηση των επιπτώσεων των πιθανών εξελίξεων της αγοράς στα ιδρύματα αυτά.»·

γ)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης εκτιμήσεις της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς τον σκοπό αυτόν αναπτύσσει:»·

ii)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης οικονομικών σεναρίων στη χρηματοοικονομική θέση ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τους κινδύνους που απορρέουν από δυσμενείς περιβαλλοντικές εξελίξεις·»·

iii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«αα)

κοινές μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που πρέπει να περιλαμβάνονται στις εκτιμήσεις σε επίπεδο Ένωσης·»

iv)

τα στοιχεία γ) και δ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης συγκεκριμένων προϊόντων ή διαδικασιών διανομής σε κάποιο χρηματοοικονομικό ίδρυμα·

δ)

κοινές μεθοδολογίες για την εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων για τις ανάγκες των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων· και»·

v)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ε)

κοινές μεθοδολογίες για την εκτίμηση της επίπτωσης των περιβαλλοντικών κινδύνων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.»·

vi)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Αρχή συνεργάζεται με το ΕΣΣΚ.»·

δ)

στην παράγραφο 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, η Αρχή διαβιβάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος ή και συχνότερα, όταν κρίνει σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο ΕΣΣΚ, εκτιμήσεις τάσεων, δυνητικών κινδύνων και τρωτών σημείων στον τομέα αρμοδιότητάς της, σε συνδυασμό με τον πίνακα κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.»·

ε)

η παράγραφος 3β αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3β.   Η Αρχή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να απαιτούν από τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα να υποβάλλουν σε ανεξάρτητο λογιστικό έλεγχο τις πληροφορίες που αυτά πρέπει να παρέχουν κατά την παράγραφο 3α.».

27)

Το άρθρο 33 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 33

Διεθνείς σχέσεις συμπεριλαμβανομένης της ισοδυναμίας

1.   Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των ενωσιακών θεσμικών οργάνων, η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να συνάπτει διοικητικές ρυθμίσεις με ρυθμιστικές αρχές, εποπτικές αρχές και, κατά περίπτωση, αρχές εξυγίανσης, διεθνείς οργανισμούς και τους διοικητικούς φορείς τρίτων χωρών. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις στην Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε αποτρέπουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους από τη σύναψη διμερών ή πολυμερών ρυθμίσεων με αυτές τις τρίτες χώρες.

Εάν μια τρίτη χώρα, σύμφωνα με την ισχύουσα κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θεσπίστηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, περιλαμβάνεται στον κατάλογο χωρών που παρουσιάζουν στρατηγικές ανεπάρκειες στα εθνικά τους συστήματα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες συνεπάγονται σημαντικές απειλές για το χρηματοοικονομικό σύστημα της Ένωσης, η Αρχή δεν συνάπτει διοικητικές ρυθμίσεις με τις ρυθμιστικές αρχές, τις εποπτικές αρχές και, κατά περίπτωση, τις αρχές εξυγίανσης της εν λόγω τρίτης χώρας. Αυτό δεν αποκλείει άλλες μορφές συνεργασίας μεταξύ της Αρχής και των αντίστοιχων αρχών των τρίτων χωρών, με σκοπό τη μείωση των απειλών για το χρηματοοικονομικό σύστημα της Ένωσης.

2.   Η Αρχή επικουρεί την Επιτροπή στην εκπόνηση αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά ρυθμιστικά καθεστώτα και καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες κατόπιν συγκεκριμένου αιτήματος της Επιτροπής για παροχή συμβουλών ή εφόσον απαιτείται από τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.   Η Αρχή παρακολουθεί, με ιδιαίτερη έμφαση στις επιπτώσεις τους στη χρηματοοικονομική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των επενδυτών ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, τις σχετικές ρυθμιστικές και, κατά περίπτωση, τις εξελίξεις σε επίπεδο εξυγίανσης, καθώς και τις πρακτικές επιβολής και τις εξελίξεις της αγοράς σε τρίτες χώρες, στον βαθμό που αφορούν τις αξιολογήσεις ισοδυναμίας βάσει επικινδυνότητας, για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις ισοδυναμίας από την Επιτροπή σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Επιπλέον, επαληθεύει αν εξακολουθούν να πληρούνται τα κριτήρια, βάσει των οποίων έχουν ληφθεί οι εν λόγω αποφάσεις ισοδυναμίας, και οποιεσδήποτε προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτές.

Η Αρχή μπορεί να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών. Η Αρχή υποβάλλει εμπιστευτική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), στην οποία συνοψίζονται τα ευρήματά της που προκύπτουν από την παρακολούθηση όλων των ισοδύναμων τρίτων χωρών. Η έκθεση επικεντρώνεται ιδίως στις επιπτώσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των επενδυτών ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Όταν η Αρχή εντοπίζει σχετικές εξελίξεις όσον αφορά τις πρακτικές ρύθμισης, εποπτείας ή, κατά περίπτωση, εξυγίανσης, ή επιβολής στις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, οι οποίες ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της, στην ακεραιότητα της αγοράς, στην προστασία των επενδυτών ή στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σε εμπιστευτική βάση και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

4.   Με την επιφύλαξη των ειδικών απαιτήσεων που προβλέπονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και με την επιφύλαξη των όρων της δεύτερης περιόδου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Αρχή συνεργάζεται όταν είναι δυνατό με τις σχετικές αρμόδιες αρχές και κατά περίπτωση επίσης με τις αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών των οποίων τα ρυθμιστικά και εποπτικά καθεστώτα έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα. Καταρχήν, η εν λόγω συνεργασία λαμβάνει χώρα βάσει των διοικητικών ρυθμίσεων οι οποίες συνάπτονται με τις σχετικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Κατά τη διαπραγμάτευση τέτοιου είδους διοικητικών ρυθμίσεων, η Αρχή περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τα εξής:

α)

τους μηχανισμούς που παρέχουν τη δυνατότητα στην Αρχή να λαμβάνει συναφείς πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με το ρυθμιστικό καθεστώς, την εποπτική προσέγγιση, τις συναφείς εξελίξεις της αγοράς και τυχόν μεταβολές οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν την απόφαση περί ισοδυναμίας·

β)

στον βαθμό που είναι αναγκαίο ώστε να δοθεί συνέχεια σε τέτοιου είδους αποφάσεις περί ισοδυναμίας, τις διαδικασίες σχετικά με τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων επιθεωρήσεων, όπου απαιτείται.

Η Αρχή ενημερώνει την Επιτροπή όταν αρμόδια αρχή τρίτης χώρας αρνείται να συνάψει τέτοιου είδους διοικητικές ρυθμίσεις ή αρνείται να συνεργαστεί αποτελεσματικά.

5.   Η Αρχή μπορεί να καταρτίσει πρότυπες διοικητικές ρυθμίσεις, με σκοπό την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών εντός της Ένωσης και την ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού. Οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να ακολουθήσουν τέτοιου είδους πρότυπες ρυθμίσεις.

Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς ή διοικήσεις τρίτων χωρών, τη συνδρομή της Αρχής προς την Επιτροπή για την προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας και σχετικά με την παρακολούθηση από την Αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

6.   Στο πλαίσιο των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος κανονισμού και των νομοθετικών πράξεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή συμβάλλει στην ενιαία, κοινή, συνεπή και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων της Ένωσης στα διεθνή φόρουμ.».

28)

Το άρθρο 34 απαλείφεται.

29)

Το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 απαλείφεται·

β)

οι παράγραφοι 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ που απευθύνεται προς την Αρχή, η Αρχή συζητεί την εν λόγω προειδοποίηση ή σύσταση κατά την επόμενη συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών ή, κατά περίπτωση, νωρίτερα, για να εκτιμήσει τις επιπτώσεις της εν λόγω προειδοποίησης ή σύστασης στην εκπλήρωση των καθηκόντων της και τη συνέχεια που πρέπει ενδεχομένως να δοθεί.

Με τη συναφή διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση σχετικά με οποιαδήποτε ληπτέα μέτρα με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό για τον χειρισμό των θεμάτων που ορίζονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις.

Αν η Αρχή δεν δώσει συνέχεια σε προειδοποίηση ή σύσταση, αναφέρει στο ΕΣΣΚ τους σχετικούς λόγους. Το ΕΣΣΚ ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Το ΕΣΣΚ ενημερώνει επίσης σχετικά το Συμβούλιο.

5.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ που απευθύνεται προς αρμόδια αρχή, η Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, χρησιμοποιεί τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίσει ότι θα υπάρξει εγκαίρως επακολούθηση.

Αν ο αποδέκτης δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη σύσταση του ΕΣΣΚ, ενημερώνει το συμβούλιο εποπτών και συζητεί με αυτό τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει μέτρα.

Όταν η αρμόδια αρχή ενημερώνει, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ για τις ενέργειες στις οποίες προέβη ως απάντηση σε σύσταση του ΕΣΣΚ, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών.»·

γ)

η παράγραφος 6 απαλείφεται·

30)

Το άρθρο 37 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων αποτελείται από 30 μέλη. Τα εν λόγω μέλη απαρτίζονται από:

α)

13 μέλη που εκπροσωπούν, στη σωστή αναλογία, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην Ένωση, τρία από τα οποία εκπροσωπούν συνεργατικές τράπεζες και τράπεζες αποταμίευσης·

β)

13 μέλη που εκπροσωπούν τους εκπροσώπους των υπαλλήλων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ένωση, τους καταναλωτές, τους χρήστες τραπεζικών υπηρεσιών και τους αντιπροσώπους των ΜΜΕ· και

γ)

τέσσερις ανεξάρτητους διακεκριμένους πανεπιστημιακούς.

3.   Τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων ορίζονται από το συμβούλιο εποπτών, μετά από ανοικτή και διαφανή διαδικασία επιλογής. Στο μέτρο του δυνατού, κατά τη λήψη της απόφασής του το συμβούλιο εποπτών διασφαλίζει τη δέουσα συνεκτίμηση της ποικιλομορφίας του τραπεζικού τομέα, τη γεωγραφική ισορροπία και την ισορροπία των φύλων, καθώς και την εκπροσώπηση των συμφεροντούχων από ολόκληρη την Ένωση. Τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων επιλέγονται σύμφωνα με τα προσόντα, τις δεξιότητες, τις σχετικές γνώσεις και την αποδεδειγμένη πείρα τους.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων εκλέγουν πρόεδρο μεταξύ των μελών της. Η θητεία του προέδρου διαρκεί δύο έτη.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλέσει τον πρόεδρο της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων να προβεί σε δήλωση ενώπιόν του και να απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών του, όποτε του ζητηθεί.»·

γ)

στην παράγραφο 4, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, υπό την αίρεση του επαγγελματικού απορρήτου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 70 του παρόντος κανονισμού, και διασφαλίζει επαρκή γραμματειακή υποστήριξη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων. Καθιερώνεται επαρκής αποζημίωση για τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, εξαιρουμένων των εκπροσώπων του κλάδου. Η αποζημίωση αυτή λαμβάνει υπόψη το προπαρασκευαστικό και το μετέπειτα έργο των μελών και είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με τα ποσοστά επιστροφής δαπανών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους, σύμφωνα με τον Τίτλο V Κεφάλαιο 1 Τμήμα 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (*21) (κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης). Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων μπορεί να συγκροτήσει ομάδες εργασίας για τεχνικά θέματα. Η θητεία των μελών της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων διαρκεί τέσσερα έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

(*21)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.»·"

δ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων μπορεί να υποβάλλει στην Αρχή συμβουλές για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της Αρχής, με ιδιαίτερη έμφαση στα καθήκοντα που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 16, 29, 30 και 32.

Όταν τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε συμβουλή, το ένα τρίτο των μελών της ή τα μέλη που εκπροσωπούν μια ομάδα συμφεροντούχων επιτρέπεται να εκδώσουν χωριστή συμβουλή.

Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων, η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, η ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και η ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών μπορούν να εκδίδουν κοινές συμβουλές για ζητήματα που σχετίζονται με το έργο των ΕΕΑ σύμφωνα με το άρθρο 56 σχετικά με κοινές θέσεις και κοινές πράξεις.»·

ε)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Η Αρχή δημοσιοποιεί τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, τη χωριστή συμβουλή των μελών της και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών της, καθώς και πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη οι συμβουλές και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων.».

31)

Το άρθρο 39 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 39

Διαδικασίες λήψης αποφάσεων

1.   Η Αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου όταν εκδίδει αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 17, 18 και 19.

2.   Η Αρχή ενημερώνει κάθε αποδέκτη απόφασης στην επίσημη γλώσσα του σχετικά με την πρόθεσή της να εκδώσει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το αντικείμενο της απόφασης, λαμβανόμενου πλήρως υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα, της πολυπλοκότητας και των ενδεχόμενων συνεπειών του θέματος. Ο αποδέκτης μπορεί να εκφράσει τις απόψεις του στην επίσημη γλώσσα του. Η διάταξη που θεσπίζεται στην πρώτη περίοδο της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 3.

3.   Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

4.   Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

5.   Εάν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή 4, επανεξετάζει την εν λόγω απόφαση σε ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα.

6.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 17, 18 ή 19 δημοσιοποιούνται. Η δημοσιοποίηση γνωστοποιεί την ταυτότητα της οικείας αρμόδιας αρχής ή του οικείου χρηματοοικονομικού ιδρύματος και το βασικό περιεχόμενο της απόφασης, εκτός εάν η εν λόγω δημοσιοποίηση αντίκειται στο έννομο συμφέρον των εν λόγω χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή στην προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης.».

32)

Το άρθρο 40 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τον πρόεδρο·»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«8.   Εάν η εθνική δημόσια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δεν είναι υπεύθυνη για την επιβολή των κανόνων προστασίας των καταναλωτών, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στο εν λόγω στοιχείο μπορεί να αποφασίσει να καλέσει εκπρόσωπο της αρχής προστασίας καταναλωτών του κράτους μέλους, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Εάν σε ένα κράτος μέλος, πλείονες αρχές είναι συναρμόδιες για την προστασία των καταναλωτών, οι εν λόγω αρχές συμφωνούν για κοινό αντιπρόσωπο.».

33)

Τα άρθρα 41 και 42 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 41

Εσωτερικές επιτροπές

1.   Το συμβούλιο εποπτών, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του προέδρου, μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές για συγκεκριμένα καθήκοντα που του ανατίθενται. Το συμβούλιο εποπτών, κατόπιν αιτήματος του συμβουλίου διοίκησης ή του προέδρου, μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο συμβούλιο διοίκησης. Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές, στο συμβούλιο διοίκησης ή στον πρόεδρο.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 17 και με την επιφύλαξη του ρόλου της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 9α παράγραφος 7, ο πρόεδρος προτείνει απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, η οποία εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Τα άλλα έξι μέλη δεν είναι εκπρόσωποι της αρμόδιας αρχής που πιθανολογείται ότι παραβίασε το ενωσιακό δίκαιο και δεν έχουν κανένα συμφέρον επί του θέματος ούτε άμεσους δεσμούς με την οικεία αρμόδια αρχή.

Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

3.   Για τους σκοπούς του άρθρου 19 και με την επιφύλαξη του ρόλου της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 9α παράγραφος 7, ο πρόεδρος προτείνει απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, η οποία εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Τα άλλα έξι μέλη δεν είναι εκπρόσωποι των αρμόδιων αρχών που είναι μέρη της διαφωνίας και δεν έχουν κανένα συμφέρον στο ζήτημα ούτε άμεσους δεσμούς με τις οικείες αρμόδιες αρχές.

Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

4.   Για τους σκοπούς της διεξαγωγής της έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, ο πρόεδρος δύναται να προτείνει απόφαση για την έναρξη της έρευνας και απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, πρόταση που πρέπει να εγκριθεί από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής.

Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

5.   Οι επιτροπές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου ή ο πρόεδρος προτείνουν αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 17 ή του άρθρου 19, με εξαίρεση τα θέματα που αφορούν την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών. Η επιτροπή που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών το αποτέλεσμα της έρευνας που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο.

6.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό των ανεξάρτητων ομάδων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 42

Ανεξαρτησία του συμβουλίου εποπτών

1.   Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που τους ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, τα μέλη του συμβουλίου εποπτών ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά, αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και ούτε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

2.   Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

3.   Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών, ο πρόεδρος, καθώς και οι εκπρόσωποι και οι παρατηρητές που συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών χωρίς δικαίωμα ψήφου, δηλώνουν, πριν από τις συνεδριάσεις αυτές, με ακριβή και πλήρη τρόπο την απουσία ή την ύπαρξη κάθε συμφέροντος που ενδέχεται να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους σε σχέση με οποιαδήποτε σημεία της ημερήσιας διάταξης, και απέχουν από τη συμμετοχή στη συζήτηση και την ψηφοφορία των εν λόγω σημείων.

4.   Το συμβούλιο εποπτών καθορίζει στον εσωτερικό κανονισμό του, τις πρακτικές ρυθμίσεις για τον κανόνα της δήλωσης συμφερόντων που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και για την πρόληψη και τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων.».

34)

Το άρθρο 43 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το συμβούλιο εποπτών καθοδηγεί το έργο της Αρχής και είναι υπεύθυνο για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙ. Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τις γνώμες, τις συστάσεις, τις κατευθυντήριες γραμμές και τις αποφάσεις της Αρχής και εκδίδει τις συμβουλές που αναφέρονται στο κεφάλαιο II, βάσει πρότασης της οικείας εσωτερικής επιτροπής ή ομάδας, του προέδρου ή του συμβουλίου διοίκησης, κατά περίπτωση.»·

β)

οι παράγραφοι 2 και 3 διαγράφονται·

γ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει, βάσει πρότασης του συμβουλίου διοίκησης, την ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται και η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, και διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους. Η έκθεση δημοσιοποιείται.»·

δ)

η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Το συμβούλιο εποπτών ασκεί πειθαρχικό έλεγχο στον πρόεδρο και τον εκτελεστικό διευθυντή. Μπορεί να απαλλάσσει τον εκτελεστικό διευθυντή από τα καθήκοντά του, σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 5.»·

35)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 43α

Διαφάνεια των αποφάσεων που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών

Με την επιφύλαξη του άρθρου 70, εντός έξι εβδομάδων από τη συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών, η Αρχή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τουλάχιστον, πλήρη και ουσιαστικά πρακτικά των εργασιών της εν λόγω συνεδρίασης τα οποία καθιστούν δυνατή την πλήρη κατανόηση των συζητήσεων, συμπεριλαμβανομένου ενός σχολιασμένου καταλόγου των αποφάσεων. Τα πρακτικά αυτά δεν αποτυπώνουν τις συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.».

36)

Το άρθρο 44 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του. Κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 16 του παρόντος κανονισμού και τα μέτρα και τις αποφάσεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο του παρόντος κανονισμού και του Κεφαλαίου VΙ του παρόντος κανονισμού και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 ΣΕΕ και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον την απλή πλειοψηφία των παρόντων στην ψηφοφορία μελών από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 («συμμετέχοντα κράτη μέλη») και την απλή πλειοψηφία των παρόντων στην ψηφοφορία μελών από τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών που δεν είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 («μη συμμετέχοντα κράτη μέλη»).

Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει για τις αποφάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο.

Όσον αφορά τη σύνθεση των ειδικών ομάδων σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφοι 2, 3 και 4, και τα μέλη της επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2, το συμβούλιο εποπτών, όταν εξετάζει τις προτάσεις του προέδρου του, επιδιώκει τη συναίνεση. Εάν δεν επιτευχθεί συναίνεση, οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με την πλειοψηφία των τριών τετάρτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 18 παράγραφοι 3 και 4, και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία των μελών του με δικαίωμα ψήφου, που περιλαμβάνει απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών και απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.»·

β)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3α.   Όσον αφορά τις αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 30, το συμβούλιο εποπτών ψηφίζει με γραπτή διαδικασία για τις προτεινόμενες αποφάσεις. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου διαθέτουν οκτώ εργάσιμες ημέρες για να ψηφίσουν. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Η προτεινόμενη απόφαση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εφόσον δεν αντιταχθεί απλή πλειοψηφία των μελών του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου. Οι αποχές δεν υπολογίζονται ούτε ως έγκριση ούτε ως αντίρρηση και δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του αριθμού των ψηφισάντων. Εάν τρία μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου διατυπώσουν αντίρρηση στη γραπτή διαδικασία, το σχέδιο απόφασης συζητείται και η σχετική απόφαση λαμβάνεται από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3β.   Όσον αφορά τις αποφάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 19 το συμβούλιο εποπτών ψηφίζει επί των προτεινόμενων αποφάσεων με γραπτή διαδικασία. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου διαθέτουν οκτώ εργάσιμες ημέρες για να ψηφίσουν. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Η προτεινόμενη απόφαση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εκτός εάν η απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών ή η απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές μη συμμετεχόντων κρατών μελών αντιτίθεται σε αυτήν. Οι αποχές δεν υπολογίζονται ούτε ως έγκριση ούτε ως αντίρρηση και δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του αριθμού των ψηφισάντων. Εάν τρία μέλη με δικαίωμα ψήφου του συμβουλίου εποπτών υποβάλουν ένσταση κατά της γραπτής διαδικασίας, το σχέδιο απόφασης εξετάζεται από το συμβούλιο εποπτών και μπορεί να εγκριθεί με απλή πλειοψηφία των μελών με δικαίωμα ψήφου του συμβουλίου εποπτών, η οποία περιλαμβάνει την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών και απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, από την ημερομηνία κατά την οποία τέσσερα το πολύ μέλη με δικαίωμα ψήφου είναι από αρμόδιες αρχές μη συμμετεχόντων κρατών μελών, η προτεινόμενη απόφαση εγκρίνεται με απλή πλειοψηφία των μελών του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου, η οποία περιλαμβάνει μία τουλάχιστον ψήφο των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.»·

γ)

οι παράγραφοι 4 και 4α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές δεν παρακολουθούν οποιεσδήποτε συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στον εκτελεστικό διευθυντή και στον εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που ορίζεται από το εποπτικό της συμβούλιο.

4α.   Ο πρόεδρος της Αρχής έχει το προνόμιο να ζητεί τη διεξαγωγή ψηφοφορίας ανά πάσα στιγμή. Με την επιφύλαξη της εν λόγω εξουσίας και της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών λήψης αποφάσεων της Αρχής, το συμβούλιο εποπτών της Αρχής επιδιώκει την επίτευξη συναίνεσης κατά τη λήψη των αποφάσεών του.».

37)

Το άρθρο 45 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 45

Σύνθεση

1.   Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτείται από τον πρόεδρο και έξι μέλη του συμβουλίου εποπτών, που εκλέγονται από τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου.

Εκτός από τον πρόεδρο, για κάθε μέλος του συμβουλίου διοίκησης υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να το αντικαθιστά, αν κωλύεται να παραστεί.

2.   Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμισι έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ένωση στο σύνολό της. Το συμβούλιο διοίκησης περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο εκπροσώπους από μη συμμετέχοντα κράτη μέλη. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής.

3.   Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης συγκαλούνται από τον πρόεδρο με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος ενός εκ των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο. Το συμβούλιο διοίκησης συνέρχεται πριν από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών και όσο συχνά το συμβούλιο διοίκησης το κρίνει απαραίτητο. Συνέρχεται τουλάχιστον πέντε φορές τον χρόνο.

4.   Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης μπορούν, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Οι συμμετέχοντες χωρίς δικαίωμα ψήφου δεν παρίστανται σε οποιεσδήποτε συζητήσεις του συμβουλίου διοίκησης όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.».

38)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 45α

Λήψη αποφάσεων

1.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου διοίκησης εγκρίνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του, ενώ επιδιώκεται η επίτευξη συναίνεσης. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Ο πρόεδρος είναι μέλος με δικαίωμα ψήφου.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 63.

3.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

Άρθρο 45β

Ομάδες συντονισμού

1.   Το συμβούλιο διοίκησης μπορεί να συγκροτεί ομάδες συντονισμού με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής για συγκεκριμένα θέματα για τα οποία ενδέχεται να απαιτείται συντονισμός λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες εξελίξεις της αγοράς. Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτεί ομάδες συντονισμού για συγκεκριμένα θέματα κατόπιν αιτήματος πέντε μελών του συμβουλίου εποπτών.

2.   Όλες οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις ομάδες συντονισμού και παρέχουν σε αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 35, τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να μπορούν να ασκούν τα συντονιστικά καθήκοντά τους σύμφωνα με την εντολή τους. Το έργο των ομάδων συντονισμού βασίζεται στις πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές και σε τυχόν ευρήματα που προσδιορίζονται από την Αρχή.

3.   Η προεδρία των ομάδων ασκείται από μέλος του συμβουλίου διοίκησης. Κάθε χρόνο, το αντίστοιχο μέλος του συμβουλίου διοίκησης που είναι υπεύθυνο για την ομάδα συντονισμού υποβάλλει έκθεση στο συμβούλιο εποπτών σχετικά με τα κύρια στοιχεία των συζητήσεων και των ευρημάτων και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, υποβάλλει πρόταση για κανονιστική παρακολούθηση ή αξιολόγηση από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Αρχή τον τρόπο με τον οποίο έλαβαν υπόψη τις εργασίες των ομάδων συντονισμού στις δραστηριότητές τους.

4.   Κατά την παρακολούθηση των εξελίξεων της αγοράς που ενδέχεται να βρίσκονται στο επίκεντρο των συντονιστικών ομάδων, η Αρχή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 35 να παράσχουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες ώστε να μπορέσει η Αρχή να διαδραματίσει τον ρόλο της όσον αφορά την παρακολούθηση.».

39)

Το άρθρο 46 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 46

Ανεξαρτησία του συμβουλίου διοίκησης

Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το αποκλειστικό συμφέρον της Ένωσης συνολικά και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.».

40)

Το άρθρο 47 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Το συμβούλιο διοίκησης μπορεί να εξετάζει, να γνωμοδοτεί και να διατυπώνει προτάσεις για όλα τα θέματα πλην των καθηκόντωνπου προβλέπονται στα άρθρα 9α, 9β, 30, καθώς και τα άρθρα 17 και 19 για θέματα που αφορούν την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.»·

β)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών προς έγκριση ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου.»·

γ)

η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Το συμβούλιο διοίκησης διορίζει και παύει τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών, σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφοι 3 και 5, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την πρόταση του συμβουλίου εποπτών.»·

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«9.   Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης δημοσιοποιούν όλες τις διεξαχθείσες συνεδριάσεις και κάθε προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρίζονται δημοσίως σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.».

41)

Το άρθρο 48 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία των εργασιών του συμβουλίου εποπτών, μεταξύ άλλων για τον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης προς έγκριση από το συμβούλιο εποπτών, για τη σύγκληση των συνεδριάσεων και την κατάθεση των θεμάτων για λήψη απόφασης, και προεδρεύει των συνεδριάσεων του συμβουλίου εποπτών.

Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για τον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης του συμβουλίου διοίκησης, η οποία εγκρίνεται από αυτό και προεδρεύει των συνεδριάσεών του.

Ο πρόεδρος μπορεί να καλεί το συμβούλιο διοίκησης να εξετάσει το ενδεχόμενο σύστασης ομάδας συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 45β.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ο πρόεδρος επιλέγεται με βάση τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις αγορές και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης υποβολής υποψηφιοτήτων η οποία τηρεί την αρχή της ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το συμβούλιο εποπτών συντάσσει κατάλογο επικρατέστερων υποψηφίων που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για τη θέση του προέδρου, επικουρούμενο από την Επιτροπή. Βάσει του καταλόγου των επικρατέστερων υποψηφίων, το Συμβούλιο εκδίδει απόφαση για τον διορισμό του προέδρου, κατόπιν επιβεβαίωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Αν ο πρόεδρος δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 49 ή έχει κριθεί ένοχος σοβαρού παραπτώματος, το Συμβούλιο μπορεί, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής που έχει εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να εκδώσει απόφαση για παύση του από τα καθήκοντά του.

Επίσης το συμβούλιο εποπτών εκλέγει, μεταξύ των μελών του, αντιπρόεδρο, που ασκεί τις λειτουργίες του προέδρου όταν ο τελευταίος απουσιάζει. Ο αντιπρόεδρος αυτός δεν εκλέγεται μεταξύ των μελών του συμβουλίου διοίκησης.»·

γ)

στην παράγραφο 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τους σκοπούς της αξιολόγησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, τα καθήκοντα του προέδρου ασκούνται από τον αντιπρόεδρο.

Το Συμβούλιο, κατόπιν πρότασης του συμβουλίου εποπτών και επικουρούμενο από την Επιτροπή και λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, μπορεί να παρατείνει τη θητεία του προέδρου άπαξ.»·

δ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Ο πρόεδρος μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο για σοβαρούς λόγους. Στην εν λόγω απαλλαγή μπορεί να προβεί μόνο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατόπιν απόφασης του Συμβουλίου, η οποία εκδίδεται κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο εποπτών.».

42)

Το άρθρο 49 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανεξαρτησία του προέδρου»·

β)

η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη του ρόλου του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να ζητεί ούτε να δέχεται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.».

43)

Το άρθρο 49α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 49α

Δαπάνες

Ο πρόεδρος δημοσιοποιεί όλες τις συνεδριάσεις που διεξήχθησαν με εξωτερικούς ενδιαφερομένους εντός δύο εβδομάδων από τη συνεδρίαση και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρίζονται δημοσίως σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.».

44)

Το άρθρο 50 απαλείφεται.

45)

Το άρθρο 54 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Μεικτή Επιτροπή αποτελεί φόρουμ στο οποίο η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά, για να διασφαλίζει διατομεακή συνέπεια, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τις τομεακές ιδιαιτερότητες, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), συγκεκριμένα όσον αφορά:»·

ii)

η πρώτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

τους χρηματοοικονομικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και, όταν απαιτείται από το ενωσιακό δίκαιο, την εποπτική ενοποίηση,»·

iii)

η πέμπτη και η έκτη περίπτωση αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο,

την ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών με το ΕΣΣΚ και τις άλλες ΕΕΑ,»·

iv)

προστίθενται οι ακόλουθες περιπτώσεις:

«—

τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες λιανικής και ζητήματα προστασίας των καταναλωτών και των επενδυτών,

τις συμβουλές της επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 6.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να επικουρεί την Επιτροπή στην αξιολόγηση των προϋποθέσεων και των τεχνικών προδιαγραφών και διαδικασιών για την εξασφάλιση ασφαλούς και αποτελεσματικής διασύνδεσης των κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών σύμφωνα με την έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 32α παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, καθώς και στην αποτελεσματική διασύνδεση των εθνικών μητρώων σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Μεικτή επιτροπή διαθέτει αποκλειστικό προσωπικό που παρέχεται από τις ΕΕΑ, το οποίο λειτουργεί ως μόνιμη γραμματεία. Η Αρχή διαθέτει επαρκείς πόρους για τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής και τις λειτουργικές δαπάνες.».

46)

Το άρθρο 55 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής ορίζεται ετησίως εκ περιτροπής μεταξύ των προέδρων των ΕΕΑ. Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής είναι ο δεύτερος αντιπρόεδρος του ΕΣΣΚ.»·

β)

στην παράγραφο 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Μεικτή Επιτροπή συνέρχεται τουλάχιστον μία φορά το τρίμηνο.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Ο πρόεδρος της Αρχής ενημερώνει τακτικά το συμβούλιο εποπτών σχετικά με τις θέσεις που λαμβάνονται στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής.».

47)

Τα άρθρα 56 και 57 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 56

Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις

Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο κεφάλαιο II του παρόντος κανονισμού και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή επιδιώκει να καταλήξει με συναίνεση σε κοινές θέσεις, ανάλογα με την περίπτωση, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών).

Αν απαιτείται από την ενωσιακή νομοθεσία, τα μέτρα βάσει των άρθρων 10 έως 16 και οι αποφάσεις βάσει των άρθρων 17, 18 και 19 του παρόντος κανονισμού που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και που εμπίπτουν επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών), εγκρίνονται παράλληλα, ανάλογα με την περίπτωση, από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών).

Άρθρο 57

Υποεπιτροπές

1.   Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί υποεπιτροπές με σκοπό την προετοιμασία σχεδίων κοινών θέσεων και κοινών πράξεων για λογαριασμό της Μεικτής Επιτροπής.

2.   Κάθε υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής.

3.   Κάθε υποεπιτροπή εκλέγει πρόεδρο μεταξύ των εκπροσώπων των σχετικών αρμόδιων αρχών, ο οποίος είναι επίσης παρατηρητής στη Μεικτή Επιτροπή.

4.   Για τους σκοπούς του άρθρου 56, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μεικτή Επιτροπή.

5.   Η Μεικτή Επιτροπή δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της όλες τις υποεπιτροπές που έχουν συσταθεί, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων τους και καταλόγου των μελών τους με τα αντίστοιχα καθήκοντά τους στην υποεπιτροπή.».

48)

Το άρθρο 58 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Συγκροτείται συμβούλιο προσφυγών των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.»·

β)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το συμβούλιο προσφυγών αποτελείται από έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία είναι πρόσωπα υψίστης εντιμότητας με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων της ενωσιακής νομοθεσίας και διεθνούς επαγγελματικής πείρας, αρκούντως υψηλού επιπέδου στους τομείς των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, των επαγγελματικών συντάξεων, των αγορών κινητών αξιών ή άλλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αποκλειομένων του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών θεσμικών οργάνων ή οργανισμών που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής και των μελών της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων. Τα μέλη και οι αναπληρωτές είναι υπήκοοι κράτους μέλους και έχουν άριστη γνώση τουλάχιστον δύο επίσημων γλωσσών της Ένωσης. Το συμβούλιο προσφυγών διαθέτει επαρκή νομική πείρα, ώστε να παράσχει εμπεριστατωμένες νομικές συμβουλές όσον αφορά τη νομιμότητα, συμπεριλαμβανομένης της αναλογικότητας, της άσκησης των εξουσιών της Αρχής.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Το συμβούλιο διοίκησης της Αρχής ορίζει δυο μέλη του συμβουλίου προσφυγών και δύο αναπληρωματικά μέλη από πίνακα επικρατέστερων υποψηφίων τον οποίο προτείνει η Επιτροπή, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μετά από διαβούλευση με το συμβούλιο εποπτών.

Αφού λάβει τον κατάλογο επικρατέστερων υποψηφιοτήτων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλέσει τα υποψήφια μέλη και αναπληρωματικά μέλη να προβούν σε δήλωση ενώπιον του και να απαντήσουν σε τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών του.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλεί τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών να προβούν σε δήλωση ενώπιόν του και να απαντήσουν σε τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών του, όποτε αυτό ζητηθεί, με εξαίρεση τις δηλώσεις, ερωτήσεις ή απαντήσεις που αφορούν μεμονωμένες υποθέσεις για τις οποίες έχει ληφθεί απόφαση από το συμβούλιο προσφυγών ή που εκκρεμούν ενώπιόν του.».

49)

Στο άρθρο 59, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών και το προσωπικό της Αρχής που παρέχει επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός από τους διαδίκους ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.».

50)

Στο άρθρο 60, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η προσφυγή, συνοδευόμενη από αιτιολογικό υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα κατά την οποία η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της.

Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός τριών μηνών από την άσκησή της.».

51)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 60α

Υπέρβαση αρμοδιότητας από την Αρχή

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να αποστέλλει αιτιολογημένη συμβουλή στην Επιτροπή, εάν το πρόσωπο αυτό είναι της γνώμης ότι η Αρχή έχει υπερβεί την αρμοδιότητά της, ενεργώντας μη συμφώνως με την αρχή της αναλογικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 5, όταν ενεργεί σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 16β, και αυτό αφορά άμεσα και ατομικά το εν λόγω πρόσωπο.».

52)

Το άρθρο 62 παράγραφος 1, τροποποιείται ως εξής:

α)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα έσοδα της Αρχής, η οποία είναι ευρωπαϊκός οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*22) («δημοσιονομικός κανονισμός»), συνίστανται συγκεκριμένα σε οποιονδήποτε συνδυασμό των εξής:

(*22)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).»·"

β)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«δ)

τυχόν εθελοντικές συνεισφορές κρατών μελών ή παρατηρητών·

ε)

συμφωνημένες χρεώσεις για δημοσιεύσεις, δραστηριότητες κατάρτισης και άλλες υπηρεσίες που παρέχονται από την Αρχή, εφόσον αυτές έχουν ζητηθεί ειδικά από μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.»·

γ)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τυχόν εθελοντικές συνεισφορές κρατών μελών ή παρατηρητών που αναφέρονται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου δεν γίνονται δεκτές, εάν η εν λόγω αποδοχή θα έθετε εν αμφιβόλω την ανεξαρτησία και την αμεροληψία της Αρχής. Οι εθελοντικές συνεισφορές που συνιστούν αποζημίωση για το κόστος των καθηκόντων που ανατίθενται από αρμόδια αρχή στην Αρχή δεν θεωρείται ότι εγείρουν αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία της τελευταίας.».

53)

Τα άρθρα 63, 64 και 65 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 63

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσωρινό σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού της Αρχής για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη, στο οποίο παρουσιάζονται οι προβλέψεις εσόδων και δαπανών, καθώς και πληροφορίες σχετικά με το προσωπικό, με βάση τον ετήσιο και τον πολυετή προγραμματισμό της Αρχής, και το διαβιβάζει στο συμβούλιο διοίκησης και στο συμβούλιο εποπτών, μαζί με το οργανόγραμμα.

2.   Το συμβούλιο εποπτών, βάσει του σχεδίου που έχει εγκριθεί από το συμβούλιο διοίκησης, εγκρίνει το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη.

3.   Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού διαβιβάζεται από το συμβούλιο διοίκησης στην Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έως τις 31 Ιανουαρίου.

4.   Λαμβανομένου υπόψη του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο του προϋπολογισμού της Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα και το ποσό της εξισορροπητικής συνεισφοράς που θα βαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ.

5.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν το οργανόγραμμα για την Αρχή. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν τις πιστώσεις για την εξισορροπητική συνεισφορά προς την Αρχή.

6.   Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως.

7.   Το συμβούλιο διοίκησης γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργο σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων.

8.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 266 και 267 του δημοσιονομικού κανονισμού, απαιτείται έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο οποιουδήποτε έργου μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της Αρχής, ιδίως όταν πρόκειται για έργο σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων, συμπεριλαμβανομένων των ρητρών διακοπής.

Άρθρο 64

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί καθήκοντα διατάκτη και εκτελεί τον ετήσιο προϋπολογισμό της Αρχής.

2.   Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει τους προσωρινούς λογαριασμούς της στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους. Το άρθρο 70 δεν εμποδίζει την Αρχή να παρέχει στο Ελεγκτικό Συνέδριο οποιεσδήποτε πληροφορίες ζητούνται από το Ελεγκτικό Συνέδριο και οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του.

3.   Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους τα απαιτούμενα λογιστικά στοιχεία που απαιτούνται για την ενοποίηση, με τον τρόπο και τη μορφή που έχει οριστεί από τον υπόλογο της Επιτροπής.

4.   Επίσης, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει, μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους, την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

5.   Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 246 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο υπόλογος της Αρχής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής. Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει τους εν λόγω λογαριασμούς στο συμβούλιο εποπτών, το οποίο διατυπώνει γνώμη επί των λογαριασμών αυτών.

6.   Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει, μέχρι την 1η Ιουλίου του επόμενου έτους, τους οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του συμβουλίου εποπτών, στον υπόλογο της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει επίσης στον υπόλογο της Επιτροπής, έως την 15η Ιουνίου κάθε έτους, δέσμη εκθέσεων που έχει καταρτίσει, σε τυποποιημένη μορφή σύμφωνα με τα όσα έχει ορίσει ο υπόλογος της Επιτροπής για λόγους ενοποίησης.

7.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 15 Νοεμβρίου του επόμενου έτους.

8.   Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεων του τελευταίου επίσης και διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο συμβούλιο διοίκησης και στην Επιτροπή.

9.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 261 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος.

10.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, χορηγεί, πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, απαλλαγή στην Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν.

11.   Η Αρχή διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη για τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κάθε άλλη παρατήρηση που διατυπώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διαδικασία απαλλαγής.

Άρθρο 65

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το συμβούλιο διοίκησης μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής (*23) εκτός εάν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες για τη λειτουργία της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

(*23)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που δημιουργούνται δυνάμει της ΣΛΕΕ και της Συνθήκης Ευρατόμ και αναφέρονται στο άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 122 της 10.5.2019, σ. 1).»."

54)

Στο άρθρο 66, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζεται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*24)

(*24)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).»."

55)

Το άρθρο 70 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών και όλα τα μέλη του προσωπικού της Αρχής, περιλαμβανομένων υπαλλήλων από κράτη μέλη οι οποίοι έχουν αποσπαστεί προσωρινά και λοιπών προσώπων που εκτελούν καθήκοντα για την Αρχή βάσει συμβάσεως, υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.»·

β)

στην παράγραφο 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Αρχή και τις αρμόδιες αρχές να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για την επιβολή των νομοθετικών πράξεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και ειδικότερα για νομικές διαδικασίες σχετικές με την έκδοση αποφάσεων.»·

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Το συμβούλιο διοίκησης και το συμβούλιο εποπτών εξασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που παρέχουν, άμεσα ή έμμεσα, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, οποιαδήποτε υπηρεσία σχετική με τα καθήκοντα της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων υπαλλήλων και άλλων προσώπων που εξουσιοδοτούνται από το συμβούλιο διοίκησης και το συμβούλιο εποπτών ή διορίζονται από τις αρμόδιες αρχές για τον σκοπό αυτόν, υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου, ισοδύναμες με εκείνες των παραγράφων 1 και 2.

Οι ίδιες απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου ισχύουν επίσης για τους παρατηρητές που παρίστανται στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης και του συμβουλίου εποπτών και οι οποίοι λαμβάνουν μέρος στις δραστηριότητες της Αρχής.»·

δ)

οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν την Αρχή να ανταλλάσσει πληροφορίες με αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή ενωσιακή νομοθεσία που ισχύει για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στους όρους για το επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. Στον εσωτερικό κανονισμό της η Αρχή ορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Η Αρχή εφαρμόζει την απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής (*25).

(*25)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 53).»."

56)

Το άρθρο 71 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 71

Προστασία δεδομένων

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*26) κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

(*26)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).»."

57)

Στο άρθρο 72, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.».

58)

Στο άρθρο 74, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος για το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά τη λήψη της έγκρισης του συμβουλίου διοίκησης.».

59)

Το άρθρο 76 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 76

Σχέση με την επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας

Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της επιτροπής ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας (ΕΕΑΤΕ). Έως την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, όλα τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της ΕΕΑΤΕ μεταφέρονται αυτομάτως στην Αρχή. Η ΕΕΑΤΕ συντάσσει κατάσταση στην οποία εμφαίνεται η κατάσταση ενεργητικού και παθητικού της κατά την ημερομηνία της μεταφοράς αυτής. Η εν λόγω κατάσταση ελέγχεται και εγκρίνεται από την ΕΕΑΤΕ και από την Επιτροπή.».

60)

Το άρθρο 81 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2021 και ανά τριετία στη συνέχεια, η Επιτροπή δημοσιεύει γενική έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η έκθεση αξιολογεί μεταξύ άλλων:»·

ii)

στο στοιχείο α), η εισαγωγική φράση και το σημείο i) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

την αποτελεσματικότητα και τον βαθμό σύγκλισης των πρακτικών εποπτείας που έχει επιτευχθεί από τις αρμόδιες αρχές:

i)

την ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών και τη σύγκλιση ως προς πρότυπα ισοδύναμα προς την εταιρική διακυβέρνηση·»·

iii)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ζ)

τη λειτουργία της Μεικτής Επιτροπής,

η)

τα εμπόδια ή τις επιπτώσεις στην εποπτική ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 8.»·

β)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«2α.   Στο πλαίσιο της γενικής έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με όλες τις σχετικές αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη, διενεργεί ολοκληρωμένη αξιολόγηση σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 9γ.

2β.   Στο πλαίσιο της γενικής έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με όλες τις σχετικές αρμόδιες αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη, διενεργεί ολοκληρωμένη αξιολόγηση σχετικά με την εφαρμογή, τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα των ειδικών καθηκόντων σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που ανατίθενται στην Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2, το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), και τα άρθρα 9α, 9β, 17 και 19 του παρόντος κανονισμού. Στο πλαίσιο της αξιολόγησής της, η Επιτροπή αναλύει την αλληλεπίδραση μεταξύ των εν λόγω καθηκόντων και των καθηκόντων που ανατίθενται στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), καθώς και τον πρακτικό χαρακτήρα, από νομική άποψη, των εξουσιών της Αρχής, στον βαθμό που παρέχουν στην Αρχή τη δυνατότητα να βασίζει τις ενέργειές της στην εθνική νομοθεσία που μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο οδηγίες ή επιλογές άσκησης. Επιπλέον, η Επιτροπή, βάσει συνολικής ανάλυσης κόστους και οφέλους, καθώς και σύμφωνα με τον στόχο της διασφάλισης της συνέπειας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας, διερευνά διεξοδικά τη δυνατότητα ανάθεσης ειδικών καθηκόντων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε υφιστάμενο ή νέο ειδικό οργανισμό ενωσιακής εμβέλειας.».

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, με εξαίρεση τον Τίτλο IV αυτής, της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 (*27) και της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*28) και, στον βαθμό που οι πράξεις αυτές εφαρμόζονται για ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ιδρύματα που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών και ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, στο πλαίσιο των σχετικών τμημάτων της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, περιλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων που βασίζονται στις εν λόγω πράξεις, και κάθε άλλης νομικά δεσμευτικής πράξης της Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή.

Η Αρχή συμβάλλει στις εργασίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*29) όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*30) και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η Αρχή αποφασίζει επί της συμφωνίας της σύμφωνα με το άρθρο 9α παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.   Η Αρχή ενεργεί στο πεδίο των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών και ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, σε σχέση με τα θέματα που δεν εμπίπτουν άμεσα στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, περιλαμβανομένων των θεμάτων εταιρικής διακυβέρνησης, ελέγχου και χρηματοοικονομικών αναφορών, λαμβάνοντας υπόψη βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα και την ενσωμάτωση περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση παραγόντων, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω δράσεις είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής των πράξεων αυτών.

(*27)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιανουαρίου 2016 σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 26 της 2.2.2016, σ. 19)."

(*28)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ) (ΕΕ L 354 της 23.12.2016, σ. 37)."

(*29)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12)."

(*30)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).»·"

β)

η παράγραφος 6 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Ο σκοπός της Αρχής είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον συμβάλλοντας στη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, προς όφελος της οικονομίας, των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης. Η Αρχή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της, συμβάλλει:»·

τα στοιχεία ε) και στ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

στη διασφάλιση της δέουσας ρύθμισης και εποπτείας της ανάληψης κινδύνων στους τομείς των ασφαλίσεων, των αντασφαλίσεων και των δραστηριοτήτων επαγγελματικής συνταξιοδότησης·

στ)

στην ενίσχυση της προστασίας των πελατών και των καταναλωτών· και»·

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ζ)

στην ενίσχυση της εποπτικής σύγκλισης σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά·»·

ii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Γι’ αυτούς τους λόγους, η Αρχή συμβάλλει στη διασφάλιση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των πράξεων οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, να ενισχύει την εποπτική σύγκλιση και να γνωμοδοτεί σύμφωνα με το άρθρο 16α στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.»·

iii)

το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα, αντικειμενικά και με αμερόληπτο και διαφανή τρόπο, προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου, τηρώντας παράλληλα την αρχή της αναλογικότητας. Η Αρχή έχει υποχρέωση λογοδοσίας, ενεργεί με ακεραιότητα και διασφαλίζει τη δίκαιη μεταχείριση όλων των ενδιαφερομένων.»·

iv)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Το περιεχόμενο και η μορφή των δράσεων και των μέτρων της Αρχής, ιδίως οι κατευθυντήριες γραμμές, οι συστάσεις, οι γνώμες, οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, τα σχέδια ρυθμιστικών προτύπων και τα σχέδια εκτελεστικών προτύπων τηρούν πλήρως τις εφαρμοστέες διατάξεις του παρόντος κανονισμού και των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Εφόσον επιτρέπεται και είναι συναφές βάσει των εν λόγω διατάξεων, οι δράσεις και τα μέτρα της Αρχής λαμβάνουν, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, δεόντως υπόψητη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων των δραστηριοτήτων ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος, επιχείρησης, άλλου προσώπου ή χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, οι οποίοι επηρεάζονται από τις δράσεις και τα μέτρα της Αρχής.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7.   Η Αρχή συστήνει, ως αναπόσπαστο μέρος της, επιτροπή που την συμβουλεύει με ποιο τρόπο σε πλήρη συμμόρφωση με τους εφαρμοστέους κανόνες, οι δράσεις και τα μέτρα της θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές διαφορές που επικρατούν στον τομέα, όσον αφορά τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τα επιχειρηματικά μοντέλα και τις επιχειρηματικές πρακτικές, καθώς και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών, στον βαθμό που οι παράγοντες αυτοί έχουν σημασία σύμφωνα με τους κανόνες που λαμβάνονται υπόψη.».

2)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ). Κύριος στόχος του ΕΣΧΕ είναι να εξασφαλίζεται η κατάλληλη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τον χρηματοοικονομικό τομέα, ώστε να διαφυλαχθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα και για να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη στο χρηματοοικονομικό σύστημα στο σύνολό του και η αποτελεσματική και επαρκής προστασία των πελατών και των καταναλωτών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ, οι συμμετέχοντες στο ΕΣΧΕ συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και πλήρη αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών αναμεταξύ τους και από την Αρχή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.»

γ)

στην παράγραφο 5, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Με την επιφύλαξη των εθνικών αρμοδιοτήτων, οι αναφορές του παρόντος κανονισμού στην εποπτεία περιλαμβάνουν όλες τις σχετικές δραστηριότητες όλων των αρμόδιων αρχών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.».

3)

Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3

Υποχρέωση λογοδοσίας των Αρχών

1.   Οι αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ) είναι υπόλογες έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 226 ΣΛΕΕ, η Αρχή συνεργάζεται πλήρως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια οποιωνδήποτε ερευνών διεξάγονται δυνάμει του εν λόγω άρθρου.

3.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, και διαβιβάζει, ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους, την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

4.   Κατόπιν αιτήσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο πρόεδρος συμμετέχει σε ακρόαση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις επιδόσεις της Αρχής. Πραγματοποιείται ακρόαση τουλάχιστον ετησίως. Ο πρόεδρος προβαίνει σε δήλωση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του, όποτε ζητηθεί.

5.   Ο πρόεδρος υποβάλλει έγγραφη έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Αρχής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όποτε ζητηθεί και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν προβεί στη δήλωση που προβλέπει η παράγραφος 4.

6.   Πέρα από τις πληροφορίες που μνημονεύονται στα άρθρα 11 έως 18 και στα άρθρα 20 και 33, η έκθεση συμπεριλαμβάνει κάθε σχετική πληροφορία που έχει ζητήσει ad hoc το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

7.   Η Αρχή απαντά προφορικώς ή γραπτώς σε κάθε ερώτηση που απευθύνεται στην ίδια από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός πέντε εβδομάδων από την παραλαβή της.

8.   Κατόπιν αιτήσεως, ο πρόεδρος πραγματοποιεί, κεκλεισμένων των θυρών, εμπιστευτικές προφορικές συζητήσεις με τον πρόεδρο, τους αντιπροέδρους και τους συντονιστές της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όλοι οι συμμετέχοντες τηρούν τις απαιτήσεις περί επαγγελματικού απορρήτου.

9.   Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας που απορρέουν από τη συμμετοχή σε διεθνή φόρουμ, η Αρχή ενημερώνει, κατόπιν αιτήματος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη συμβολή της στην ενιαία, κοινή, συνεπή και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων της Ένωσης στα εν λόγω διεθνή φόρουμ.».

4)

Στο άρθρο 4 σημείο 2), το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ii)

όσον αφορά την οδηγία 2002/65/ΕΚ, οι αρχές και φορείς που είναι αρμόδιοι να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας·».

5)

Στο άρθρο 7 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Ο καθορισμός της τοποθεσίας της έδρας της Αρχής δεν επηρεάζει την εκτέλεση των καθηκόντων και εξουσιών της, την οργάνωση της δομής διακυβέρνησής της, τη λειτουργία της κύριας οργάνωσής της ή την κύρια χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της, επιτρέποντας, κατά περίπτωση, την από κοινού χρήση με τους οργανισμούς της Ένωσης υπηρεσιών διοικητικής στήριξης και υπηρεσιών διαχείρισης εγκαταστάσεων οι οποίες δεν συνδέονται με τις κύριες δραστηριότητες της Αρχής.».

6)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

με βάση τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών προτύπων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, ιδίως με την ανάπτυξη σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και άλλων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των γνωμοδοτήσεων·»·

ii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«αα)

καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο σχετικά με την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση το οποίο πρέπει να προσδιορίζει βέλτιστες πρακτικές και μεθοδολογίες και διεργασίες υψηλής ποιότητας, λαμβάνει δε υπόψη, μεταξύ άλλων, τις μεταβαλλόμενες επιχειρηματικές πρακτικές και τα επιχειρηματικά μοντέλα, καθώς και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών·»·

iii)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών ενωσιακών πράξεων, ιδίως συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας, διασφαλίζοντας τη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, αποτρέποντας την καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, προωθώντας και παρακολουθώντας την εποπτική ανεξαρτησία, μεσολαβώντας και επιλύοντας διαφωνίες μεταξύ αρμόδιων αρχών, διασφαλίζοντας αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, διασφαλίζοντας τη συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών και λαμβάνοντας μέτρα, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης·»·

iv)

τα στοιχεία ε) έως η) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

διοργανώνει και διενεργεί αξιολογήσεις των αρμόδιων αρχών από ομοτίμους και, στο πλαίσιο αυτό, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και εντοπίζει βέλτιστες πρακτικές, με σκοπό την ενίσχυση της συνοχής των εποπτικών αποτελεσμάτων·

στ)

παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα αρμοδιότητάς της, περιλαμβανομένων, εφόσον ενδείκνυται, των εξελίξεων που αφορούν τις τάσεις στις ασφαλίσεις, τις αντασφαλίσεις και τις επαγγελματικές συντάξεις, ιδίως προς τα νοικοκυριά και τις ΜΜΕ, και τις τάσεις στις καινοτόμες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις εξελίξεις που σχετίζονται με τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και τους σχετικούς με τη διακυβέρνηση παράγοντες·

ζ)

πραγματοποιεί αναλύσεις αγοράς για την ενημέρωση της διαδικασίας απαλλαγής για την Αρχή·

η)

ενισχύει, κατά περίπτωση, την προστασία των ασφαλισμένων, των μελών του συνταξιοδοτικού συστήματος και των συνταξιούχων, των καταναλωτών και των επενδυτών, ιδίως σε σχέση με τις ελλείψεις σε διασυνοριακό πλαίσιο και λαμβάνοντας υπόψη τους σχετικούς κινδύνους·»·

v)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο μετά το στοιχείο θ):

«θα)

συμβάλλει στη θέσπιση κοινής στρατηγικής της Ένωσης για τα χρηματοοικονομικά δεδομένα·»·

vi)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο μετά το στοιχείο ια):

«ιαα)

δημοσιεύει στον ιστότοπό της και ενημερώνει σε τακτική βάση όλα τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, τις κατευθυντήριες γραμμές, τις συστάσεις και τις ερωτήσεις και απαντήσεις για κάθε νομοθετική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, συμπεριλαμβανομένων των επισκοπήσεων που αφορούν την τρέχουσα κατάσταση των εν εξελίξει εργασιών και το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα για την έγκριση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων.»

vii)

το στοιχείο ιβ) απαλείφεται·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή:

α)

κάνει χρήση όλων των εξουσιών που διαθέτει·

β)

λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο για κατοχύρωση της ασφάλειας και ευρωστίας των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, λαμβάνει δεόντως υπόψη τους διαφόρους τύπους, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων· και

γ)

λαμβάνει υπόψη την τεχνολογική καινοτομία, τα καινοτόμα και βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα, όπως τους συνεταιρισμούς και τα ταμεία αλληλασφάλισης, καθώς και την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και των σχετικών με τη διακυβέρνηση παραγόντων.»·

γ)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία:

«γα)

εκδίδει συστάσεις όπως ορίζεται στο άρθρο 29α»·

«δα)

εκδίδει προειδοποιήσεις σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3·»·

ii)

το στοιχείο ζ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ζ)

γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16α·»·

iii)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ζα)

εκδίδει απαντήσεις σε ερωτήσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 16β·

ζβ)

λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 9α·»

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και κατά την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Αρχή ενεργεί βάσει και εντός των ορίων του νομοθετικού πλαισίου και λαμβάνει δεόντως υπόψη τις αρχές της αναλογικότητας, όποτε είναι σκόπιμο, και της βελτίωσης της νομοθεσίας, περιλαμβανομένων των αποτελεσμάτων αναλύσεων κόστους/οφέλους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Οι ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις που αναφέρονται στα άρθρα 10, 15, 16 και 16α διεξάγονται όσο το δυνατόν ευρύτερα, για να διασφαλιστεί μια προσέγγιση χωρίς αποκλεισμούς προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, και παρέχουν εύλογο χρόνο στους συμφεροντούχους για να απαντήσουν. Η Αρχή δημοσιεύει περίληψη της συμβολής των ενδιαφερομένων και επισκόπηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν οι πληροφορίες και οι απόψεις που προέκυψαν από τις διαβουλεύσεις, σε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου και σε σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου.».

7)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

συλλογή, ανάλυση και αναφορά των καταναλωτικών τάσεων, όπως η εξέλιξη του κόστους και των επιβαρύνσεων για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες λιανικής και χρηματοοικονομικά προϊόντα λιανικής στα κράτη μέλη·»·

ii)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία:

«αα)

διενέργεια ενδελεχών θεματικών αξιολογήσεων της συμπεριφοράς των αγορών, διαμόρφωση κοινής αντίληψης όσον αφορά τις πρακτικές των αγορών με σκοπό τον εντοπισμό δυνητικών προβλημάτων και την ανάλυση των επιπτώσεών τους·

αβ)

ανάπτυξη δεικτών κινδύνου λιανικής με σκοπό τον έγκαιρο εντοπισμό αιτιών που ενδέχεται να προκαλέσουν βλάβη στους καταναλωτές και τους επενδυτές·»·

iii)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ε)

συμβολή στη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά όπου οι καταναλωτές και οι λοιποί χρήστες των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών έχουν ισότιμη πρόσβαση σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και χρηματοοικονομικά προϊόντα·

στ)

συντονισμός των δραστηριοτήτων ανώνυμης έρευνας αγοράς («mystery shopping») των αρμόδιων αρχών, κατά περίπτωση.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή παρακολουθεί τις νέες και τις υφιστάμενες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και μπορεί να εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με σκοπό την προώθηση της ασφάλειας και της αξιοπιστίας των αγορών, καθώς και τη σύγκλιση και την αποτελεσματικότητα των ρυθμιστικών και εποπτικών πρακτικών.»·

γ)

οι παράγραφοι 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Αρχή συστήνει, ως αναπόσπαστο οργανωτικό της μέρος της, επιτροπή για την προστασία των καταναλωτών και τη χρηματοοικονομική καινοτομία, στην οποία συμμετέχουν όλες οι σχετικές αρμόδιες αρχές και οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την προστασία των καταναλωτών, με σκοπό την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, την επίτευξη συντονισμένης προσέγγισης όσον αφορά τη ρυθμιστική και εποπτική μεταχείριση των νέων ή καινοτόμων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων και την παροχή γνωμοδοτήσεων με σκοπό να τις παρουσιάσει η Αρχή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Η Αρχή συνεργάζεται στενά με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*31) για την αποφυγή επικαλύψεων, ασυνεπειών και έλλειψη ασφάλειας δικαίου στον τομέα της προστασίας δεδομένων. Η Αρχή μπορεί επίσης να προσκαλεί εθνικές αρχές προστασίας δεδομένων ως παρατηρητές στην επιτροπή.

5.   Η Αρχή μπορεί προσωρινά να απαγορεύσει ή να περιορίσει την εμπορική προώθηση, διανομή ή πώληση ορισμένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, μέσων ή δραστηριοτήτων που ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντική οικονομική ζημία στους πελάτες ή τους καταναλωτές ή απειλούν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, στις περιπτώσεις που καθορίζονται και υπό τους όρους που θεσπίζονται στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή, εφόσον απαιτείται, σε περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα και με τους όρους που θεσπίζονται στο άρθρο 18.

Η Αρχή επανεξετάζει την απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά εξάμηνο. Μετά από τουλάχιστον δύο διαδοχικές ανανεώσεις και βάσει κατάλληλης ανάλυσης η οποία στοχεύει στο να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις στον πελάτη ή στον καταναλωτή, η Αρχή δύναται να αποφασίσει σχετικά με την ετήσια ανανέωση της απαγόρευσης.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Αρχή να επανεξετάσει την απόφασή της. Σε αυτήν την περίπτωση, η Αρχή αποφασίζει αν θα εμμείνει στην απόφασή αυτή κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

Η Αρχή μπορεί επίσης να εκτιμήσει την ανάγκη απαγόρευσης ή περιορισμού ορισμένων μορφών χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής και, εφόσον χρειαστεί, να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να διευκολύνει τη θέσπιση οποιασδήποτε απαγόρευσης ή περιορισμού.

(*31)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).»."

8)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 9α

Επιστολές μη ανάληψης δράσης

1.   Η Αρχή λαμβάνει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν θεωρεί ότι η εφαρμογή μίας από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιωνδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που βασίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις ενδέχεται να εγείρει σημαντικά ζητήματα, για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

α)

η Αρχή θεωρεί ότι οι διατάξεις που περιλαμβάνονται σε μια τέτοια πράξη μπορεί να έρχονται σε άμεση αντίθεση με άλλη σχετική πράξη,

β)

όταν η πράξη είναι μία από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η απουσία κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που θα συμπλήρωναν ή θα διευκρίνιζαν τη σχετική πράξη θα δημιουργούσε εύλογες αμφιβολίες σχετικά με τις νομικές συνέπειες που απορρέουν από τη νομοθετική πράξη ή την ορθή εφαρμογή της,

γ)

η απουσία κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16, θα δημιουργούσε πρακτικές δυσκολίες όσον αφορά την εφαρμογή της σχετικής νομοθετικής πράξης.

2.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Αρχή απευθύνει στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή έγγραφη λεπτομερή περιγραφή των ζητημάτων που θεωρεί ότι υφίστανται.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), η Αρχή γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που, κατά την κρίση της Αρχής, αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της.

Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, η Αρχή αξιολογεί το συντομότερο δυνατόν την ανάγκη να εγκρίνει σχετικές κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16.

Η Αρχή ενεργεί με ταχείες διαδικασίες, ιδίως με σκοπό να συμβάλει στην πρόληψη των ζητημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όποτε αυτό είναι δυνατόν.

3.   Εφόσον απαιτείται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και εν αναμονή της έγκρισης και της εφαρμογής νέων μέτρων σε συνέχεια των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Αρχή εκδίδει γνώμες σχετικά με συγκεκριμένες διατάξεις των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, με σκοπό την προώθηση συνεκτικών, αποδοτικών και αποτελεσματικών πρακτικών εποπτείας και επιβολής, καθώς και της κοινής, ενιαίας και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.

4.   Όταν, βάσει των πληροφοριών που λαμβάνονται, ιδίως από τις αρμόδιες αρχές, η Αρχή θεωρεί ότι οποιαδήποτε από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιαδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστική πράξη που βασίζεται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις εγείρει σημαντικά έκτακτα ζητήματα που αφορούν την εμπιστοσύνη της αγοράς, την προστασία των καταναλωτών, των πελατών ή των επενδυτών, την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων, ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, απευθύνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση επιστολή στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή, στην οποία περιγράφει λεπτομερώς τα ζητήματα που θεωρεί ότι υφίστανται. Η Αρχή δύναται να γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της.».

9)

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οσάκις το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέτουν εξουσίες στην Επιτροπή για τη θέσπιση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεκτική εναρμόνιση στους τομείς που περιγράφονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η Αρχή δύναται να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων. Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που κατάρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση. Ταυτόχρονα, η Αρχή διαβιβάζει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.»·

ii)

το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Πριν την υποβολή τους στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι πολύ δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τις επιπτώσεις των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τις συμβουλές της οικείας ομάδας συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.»·

iii)

το τέταρτο εδάφιο απαλείφεται·

iv)

το πέμπτο και το έκτο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή ενημερώνει εν ευθέτω χρόνω το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο όταν η έγκριση δεν μπορεί να λάβει χώρα εντός της τρίμηνης περιόδου. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων εν μέρει μόνον ή, εάν το απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης, με τροποποιήσεις.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει ένα σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, διαβιβάζει και πάλι το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν το εγκρίνει ή εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Η Επιτροπή διαβιβάζει αντίγραφο της επιστολής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης προς έγκριση. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Εφόσον η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας προθεσμίας. Η Αρχή ενημερώνει εγκαίρως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή ότι δεν θα τηρήσει τη νέα προθεσμία.»·

γ)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τις επιπτώσεις των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τις συμβουλές της οικείας ομάδας συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.»·

δ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Οι λέξεις «ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο» εμφανίζονται στον τίτλο των κανονισμών ή αποφάσεων αυτών. Τα εν λόγω πρότυπα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζουν να ισχύουν κατά την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.».

10)

Στο άρθρο 13 παράγραφος 1, απαλείφεται το δεύτερο εδάφιο.

11)

Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέτουν εκτελεστικές εξουσίες στην Επιτροπή για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων με εκτελεστικές πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ, στους τομείς που ορίζονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η Αρχή δύναται να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων. Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα είναι τεχνικής φύσεως, δεν συνεπάγονται στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές, το δε περιεχόμενό τους είναι να καθοριστούν οι όροι εφαρμογής αυτών των πράξεων. Η Αρχή υποβάλλει το σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που κατήρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση. Ταυτόχρονα, η Αρχή διαβιβάζει τα εν λόγω τεχνικά πρότυπα προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Πριν από την υποβολή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και αν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι πολύ δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τις συμβουλές της οικείας ομάδας συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά έναν μήνα. Η Επιτροπή ενημερώνει εν ευθέτω χρόνω το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εάν η έγκριση δεν μπορεί να λάβει χώρα εντός της τρίμηνης περιόδου. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εν μέρει μόνον ή με τροποποιήσεις, εφόσον αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει ένα σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή προτίθεται να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, το διαβιβάζει και πάλι προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν σκοπεύει να το εγκρίνει ή εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Η Επιτροπή διαβιβάζει αντίγραφο της επιστολής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Αν, κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή έχει υποβάλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.

Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

2.   Όταν η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας χρονικής προθεσμίας. Η Αρχή ενημερώνει εγκαίρως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή ότι δεν θα τηρήσει τη νέα προθεσμία.»·

β)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τις συμβουλές της οικείας ομάδας συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.»·

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Οι λέξεις «εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο» εμφανίζονται στον τίτλο των κανονισμών ή αποφάσεων αυτών. Τα εν λόγω πρότυπα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζουν να ισχύουν κατά την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.».

12)

Το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών στο ΕΣΧΕ και την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, η Αρχή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με αποδέκτες όλες τις αρμόδιες αρχές ή όλα τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και εκδίδει συστάσεις με αποδέκτες μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές ή ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Οι κατευθυντήριες γραμμές και οι συστάσεις εκδίδονται σύμφωνα με τις εξουσιοδοτήσεις που παρέχονται στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή το παρόν άρθρο.

2.   Η Αρχή διενεργεί, κατά περίπτωση, ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδει και αναλύει τα συναφή ενδεχόμενα κόστη και οφέλη της έκδοσης τέτοιου είδους κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και την επίπτωση των κατευθυντήριων γραμμών ή των συστάσεων. Η Αρχή ζητεί επίσης, κατά περίπτωση, συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και την ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών που αναφέρονται στο άρθρο 37. Η Αρχή, όταν δεν διεξάγει ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις ή δεν ζητεί συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και την ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, προβαίνει σε σχετική αιτιολόγηση.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Οι κατευθυντήριες γραμμές και οι συστάσεις δεν αναφέρονται μόνο σε στοιχεία νομοθετικών πράξεων ούτε τα αναπαράγουν. Πριν να εκδώσει νέα κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση, η Αρχή επανεξετάζει τις υφιστάμενες κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, ώστε να αποφευχθεί τυχόν αλληλεπικάλυψη.»·

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που έχουν εκδοθεί.».

13)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 16α

Γνωμοδοτήσεις

1.   Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της.

2.   Το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιλαμβάνει δημόσια διαβούλευση ή τεχνική ανάλυση.

3.   Όσον αφορά τις προληπτικές αξιολογήσεις των συγχωνεύσεων και αποκτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και για τις οποίες, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, απαιτείται διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές, να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνώμη για προληπτική εκτίμηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αφορούν τα κριτήρια του άρθρου 59 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Η γνώμη εκδίδεται άμεσα και σε κάθε περίπτωση πριν από τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ.

4.   Η Αρχή δύναται, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, να παρέχει τεχνικές συμβουλές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 16β

Ερωτήσεις και απαντήσεις

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών και των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις στην Αρχή σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης, σχετικά με την πρακτική εφαρμογή ή τη μεταφορά των διατάξεων των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, τις σχετικές κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδονται βάσει των εν λόγω νομοθετικών πράξεων.

Πριν από την υποβολή ερώτησης προς την Αρχή, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα εξετάζουν εάν θα απευθύνουν πρώτα την ερώτηση στην αρμόδια αρχή τους.

Πριν δημοσιεύσει τις απαντήσεις σε παραδεκτές ερωτήσεις, η Αρχή δύναται να ζητεί περαιτέρω διευκρινίσεις για τις ερωτήσεις που υποβάλλει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο.

2.   Οι απαντήσεις της Αρχής στις ερωτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν είναι δεσμευτικές. Οι απαντήσεις καθίσταται διαθέσιμες τουλάχιστον στη γλώσσα που υποβλήθηκε η ερώτηση.

3.   Η Αρχή δημιουργεί και διατηρεί διαδικτυακό εργαλείο διαθέσιμο στον ιστότοπό της για την υποβολή ερωτήσεων και την έγκαιρη δημοσίευση όλων των ερωτήσεων, που παραλήφθηκαν, καθώς και όλων των απαντήσεων σε όλες τις παραδεκτές ερωτήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, εκτός εάν η δημοσίευση έρχεται σε σύγκρουση με το έννομο συμφέρον των προσώπων αυτών ή συνεπάγεται κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η Αρχή δύναται να απορρίπτει ερωτήσεις που δεν προτίθεται να απαντήσει. Οι ερωτήσεις που απορρίπτονται δημοσιεύονται από την Αρχή στον ιστότοπό της για περίοδο δύο μηνών.

4.   Τρία μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου, μπορούν να ζητήσουν από το συμβούλιο εποπτών να αποφασίσει, δυνάμει του άρθρο 44, εάν θα αντιμετωπίσει το ζήτημα της παραδεκτής ερώτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στις κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16, να ζητήσει συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37, να εξετάζει ερωτήσεις και απαντήσεις σε κατάλληλα διαστήματα, να διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις ή να αναλύει τις ενδεχόμενες συναφείς δαπάνες και οφέλη. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και τον αντίκτυπο των υπό εξέταση σχεδίων ερωτήσεων και απαντήσεων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Σε περίπτωση συμμετοχής της ομάδας συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37, υφίσταται καθήκον εμπιστευτικότητας.

5.   Η Αρχή διαβιβάζει τις ερωτήσεις για τις οποίες απαιτείται ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου στην Επιτροπή. Η Αρχή δημοσιεύει τυχόν απαντήσεις που παρέχει η Επιτροπή.».

14)

Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, της οικείας ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων ή με δική της πρωτοβουλία, μεταξύ άλλων όταν βασίζεται σε τεκμηριωμένες και αιτιολογημένες πληροφορίες από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η Αρχή περιγράφει πώς προτίθεται να χειριστεί την υπόθεση και, κατά περίπτωση, διερευνά την πιθανολογούμενη παραβίαση ή μη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.»·

ii)

προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η Αρχή μπορεί, αφού ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα για πληροφορίες απευθείας σε άλλες αρμόδιες αρχές, όποτε το αίτημα για πληροφορίες που υπέβαλε η οικεία αρμόδια αρχή αποδείχτηκε ή κρίνεται ανεπαρκές για τη συγκέντρωση των πληροφοριών που κρίνονται αναγκαίες για τη διερεύνηση της πιθανολογούμενης παραβίασης ή μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.

Ο αποδέκτης του εν λόγου αιτήματος παρέχει στην Αρχή σαφείς, ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και πριν από την έκδοση σύστασης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3, η Αρχή, όταν το κρίνει σκόπιμο για την αντιμετώπιση παραβίασης του ενωσιακού δικαίου, συνεργάζεται με την οικεία αρμόδια αρχή σε μια προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας για τις ενέργειες που είναι απαραίτητες ώστε η αρμόδια αρχή να συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο.»·

γ)

οι παράγραφοι 6 και 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται σε αυτήν και εφόσον απαιτείται έγκαιρη αποκατάσταση αυτής της μη συμμόρφωσης προκειμένου να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν οι ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ή να διασφαλιστούν η εύρυθμη λειτουργία και η ακεραιότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, η Αρχή μπορεί, εφόσον οι σχετικές απαιτήσεις των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού ισχύουν άμεσα για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοοικονομικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής.

Η απόφαση της Αρχής είναι σύμφωνη με την επίσημη γνώμη που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 4.

7.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Οι αρμόδιες αρχές, όταν αναλαμβάνουν δράση αναφορικά με θέματα που υπόκεινται σε επίσημη γνώμη δυνάμει της παραγράφου 4 ή σε απόφαση δυνάμει της παραγράφου 6, συμμορφώνονται με την επίσημη γνώμη ή την απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση.».

15)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 17α

Προστασία των καταγγελλόντων

1.   Η Αρχή διαθέτει ειδικούς διαύλους καταγγελίας για την παραλαβή και τον χειρισμό πληροφοριών που παρέχονται από καταγγέλλοντα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προβαίνει σε καταγγελία για πραγματικές ή δυνητικές περιπτώσεις παραβίασης, κατάχρησης ή μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.

2.   Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν καταγγελία μέσω των εν λόγω διαύλων προστατεύονται έναντι αντιποίνων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*32) σχετικά με την προστασία των προσώπων που καταγγέλλουν παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης, κατά περίπτωση.

3.   Η Αρχή διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες μπορούν να υποβάλλονται ανώνυμα ή εμπιστευτικά και με ασφάλεια. Όταν η Αρχή θεωρεί ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες περιλαμβάνουν αποδείξεις ή σοβαρές ενδείξεις για ουσιώδεις παραβάσεις, παρέχει ανατροφοδότηση στον καταγγέλλοντα.

(*32)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ L 305 της 26.11.2019, σ. 17.)»."

16)

Στο άρθρο 18, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Αν το Συμβούλιο έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον η συντονισμένη δράση από αρμόδιες αρχές είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης ή την προστασία των πελατών και των καταναλωτών, η Αρχή δύναται να εκδίδει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές, διασφαλίζοντας ότι τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις.»·

17)

Το άρθρο 19 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Στις περιπτώσεις που προσδιορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 17, η Αρχή μπορεί να επικουρεί τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

α)

κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, εάν μια αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή το περιεχόμενο πράξης, προτεινόμενης πράξης ή αδράνειας από άλλη αρμόδια αρχή·

β)

στις περιπτώσεις που οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 προβλέπουν ότι η Αρχή μπορεί να επικουρεί με δική της πρωτοβουλία όταν, με βάση αντικειμενικούς λόγους, μπορεί να προσδιοριστεί διαφωνία μεταξύ αρμόδιων αρχών.

Στις περιπτώσεις που οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν τη λήψη κοινής απόφασης από τις αρμόδιες αρχές και όταν, σύμφωνα με τις εν λόγω πράξεις, η Αρχή μπορεί να επικουρεί με δική της πρωτοβουλία τις οικείες αρμόδιες αρχές για την επίτευξη συμφωνίας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου, η διαφωνία τεκμαίρεται όταν δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση των εν λόγω αρχών εντός των προθεσμιών που ορίζονται στις εν λόγω πράξεις.»·

β)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«1α.   Οι οικείες αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Αρχή ότι δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 προβλέπεται προθεσμία για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και επέρχεται ένα από τα ακόλουθα:

i)

η προθεσμία έχει λήξει· ή

ii)

τουλάχιστον δύο οικείες αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει διαφωνία, βάσει αντικειμενικών λόγων·

β)

όταν, στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, δεν έχει προβλεφθεί προθεσμία για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και επέρχεται ένα από τα ακόλουθα:

i)

τουλάχιστον δύο οικείες αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει διαφωνία, βάσει αντικειμενικών λόγων· ή

ii)

έχει παρέλθει διάστημα δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής από αρμόδια αρχή αιτήματος άλλης αρμόδιας αρχής για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων με σκοπό τη συμμόρφωση με τις εν λόγω πράξεις και η αρμόδια αρχή στην οποία απευθύνεται το αίτημα δεν έχει εκδώσει ακόμη απόφαση η οποία να ικανοποιεί το αίτημα.

1β.   Ο πρόεδρος κρίνει κατά πόσον η Αρχή πρέπει να ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 1. Όταν η παρέμβαση πραγματοποιείται με πρωτοβουλία της Αρχής, η Αρχή γνωστοποιεί στις οικείες αρμόδιες αρχές την απόφασή της σχετικά με την παρέμβαση.

Έως ότου εκδοθεί η απόφαση της Αρχής σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 4, στις περιπτώσεις στις οποίες οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν τη λήψη κοινής απόφασης, όλες οι αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στην κοινή απόφαση αναβάλλουν τις ατομικές αποφάσεις τους. Εφόσον η Αρχή αποφασίσει να ενεργήσει, όλες οι αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στην κοινή απόφαση αναβάλλουν τη λήψη των αποφάσεών τους έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Εάν οι οικείες αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία κατά τη διάρκεια της φάσης συμβιβασμού που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η Αρχή μπορεί να λάβει απόφαση απαιτώντας από τις εν λόγω αρχές να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα ή να μην προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την επίλυση του θέματος και την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς το ενωσιακό δίκαιο. Η απόφαση της Αρχής είναι δεσμευτική για τις οικείες αρμόδιες αρχές. Η απόφαση της Αρχής μπορεί να επιβάλει στις αρμόδιες αρχές να ανακαλέσουν ή να τροποποιήσουν μια απόφαση που εξέδωσαν ή να κάνουν χρήση των εξουσιών που διαθέτουν βάσει του σχετικού ενωσιακού δικαίου.»·

δ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Η Αρχή ενημερώνει τις οικείες αρμόδιες αρχές σχετικά με την ολοκλήρωση των διαδικασιών βάσει των παραγράφων 2 και 3, κοινοποιώντας τους ταυτόχρονα, κατά περίπτωση, την απόφαση που έλαβε βάσει της παραγράφου 3.»·

ε)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, όταν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της Αρχής, και ως εκ τούτου δεν διασφαλίζει τη συμμόρφωση χρηματοοικονομικού ιδρύματος με τις απαιτήσεις που ισχύουν άμεσα για αυτό σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η Αρχή μπορεί να εκδίδει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη στο εν λόγω χρηματοοικονομικό ίδρυμα, απαιτώντας από αυτό να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωσή του προς τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένης της παύσης οποιασδήποτε πρακτικής.».

18)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή προωθεί και παρακολουθεί, εντός του πεδίου των εξουσιών της, την αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία των σωμάτων εποπτών, όπου αυτά θεσπίζονται με νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, και ενισχύει τη συνέπεια και τη συνοχή στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στα σώματα εποπτών. Με στόχο τη σύγκλιση των βέλτιστων πρακτικών εποπτείας, η Αρχή προωθεί κοινά εποπτικά σχέδια και κοινούς ελέγχους και το προσωπικό της Αρχής έχει πλήρη δικαιώματα συμμετοχής στα σώματα εποπτών και, ως εκ τούτου, δύναται να συμμετέχει στις δραστηριότητες των σωμάτων εποπτών, μεταξύ άλλων, σε επιτόπιες επιθεωρήσεις, που διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.»·

β)

η παράγραφος 2, τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο όσον αφορά τη διασφάλιση της συνεπούς και συνεκτικής λειτουργίας των σωμάτων εποπτών για τα διασυνοριακά ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 23, και, κατά περίπτωση, συγκαλεί συνεδρίαση του σώματος των εποπτών.»·

ii)

στo τρίτο εδάφιο, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

να δρομολογεί και να συντονίζει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 32 για να εκτιμά την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ιδίως τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 23, υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, καθώς και να αξιολογεί το ενδεχόμενο αύξησης του συστημικού κινδύνου υπό συνθήκες πίεσης, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο και, όταν κρίνεται σκόπιμο, να απευθύνει σύσταση στην αρμόδια αρχή για διόρθωση των προβλημάτων που εντοπίζονται κατά την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων, μεταξύ άλλων σύσταση για τη διεξαγωγή ειδικών εκτιμήσεων· μπορεί να συνιστά στις αρμόδιες αρχές να διεξάγουν επιτόπιες επιθεωρήσεις και να συμμετέχει σε τέτοιου είδους επιτόπιες επιθεωρήσεις, ώστε να εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα και η αξιοπιστία των μεθόδων, των πρακτικών και των αποτελεσμάτων των εκτιμήσεων σε επίπεδο Ένωσης·»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Αρχή μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, σύμφωνα με τις εξουσιοδοτήσεις των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15, για να διασφαλίζει ενιαίους όρους εφαρμογής σε σχέση με τις διατάξεις που αφορούν την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτών. Η Αρχή μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16, με στόχο την προώθηση της σύγκλισης της εποπτικής λειτουργίας και των βέλτιστων πρακτικών που έχουν εγκριθεί από τα σώματα εποπτών.».

19)

Το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Γενικές διατάξεις περί συστημικών κινδύνων»·

β)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, αναπτύσσει κοινή προσέγγιση για τον εντοπισμό και τη μέτρηση της συστημικής βαρύτητας, περιλαμβανομένων ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών αν χρειαστεί.»·

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, ή ιδία πρωτοβουλία, η Αρχή μπορεί να ερευνά συγκεκριμένο είδος χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή συγκεκριμένο είδος προϊόντων ή συγκεκριμένη μορφή συμπεριφοράς, προκειμένου να αξιολογεί δυνητικές απειλές κατά της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος ή της προστασίας των πελατών ή των καταναλωτών.

Σε συνέχεια της έρευνας που διεξάγεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, το συμβούλιο εποπτών δύναται να προβαίνει στη διατύπωση κατάλληλων συστάσεων για ανάληψη δράσης προς τις οικείες αρμόδιες αρχές.

Για τον σκοπό αυτόν, η Αρχή μπορεί να κάνει χρήση των εξουσιών που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 35.».

20)

Στο άρθρο 23, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή, σε συνεννόηση με το ΕΣΣΚ, αναπτύσσει κριτήρια για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου, καθώς και κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης, που περιλαμβάνει αξιολόγηση του ενδεχόμενου αύξησης, υπό συνθήκες πίεσης, του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν ή στον οποίο εκτίθενται οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, συμπεριλαμβανομένου του συστημικού κινδύνου που σχετίζεται με το περιβάλλον. Οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές οι οποίοι ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία και, όποτε απαιτείται, στις διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 25.».

21)

Το άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία:

«αα)

καθορίζει τις στρατηγικές εποπτικές προτεραιότητες της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 29α·

αβ)

συγκροτεί ομάδες συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 45β για την προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και τον προσδιορισμό των βέλτιστων πρακτικών.»·

ii)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

προάγει την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών όσον αφορά όλα τα σχετικά ζητήματα, μεταξύ άλλων την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και τις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, τηρώντας πλήρως τις ισχύουσες διατάξεις για την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων που προβλέπουν οι συναφείς ενωσιακές νομοθετικές πράξεις·»·

iii)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

καταρτίζει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, μεταξύ άλλων όσον αφορά την τεχνολογική καινοτομία, τις διάφορες μορφές συνεταιρισμών και ταμείων αλληλασφάλισης, διευκολύνοντας τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις αρμόδιες αρχές να εντείνουν τη χρήση προγραμμάτων αποσπάσεων και άλλων εργαλείων·»·

iv)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«στ)

θεσπίζει σύστημα παρακολούθησης για την εκτίμηση των σοβαρών περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση κινδύνων, λαμβάνοντας υπόψη τη συμφωνία του Παρισιού για τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή·»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή μπορεί, κατά περίπτωση, να αναπτύξει νέα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης για την προαγωγή κοινών εποπτικών προσεγγίσεων και πρακτικών.

Με σκοπό την ανάπτυξη κοινής εποπτικής νοοτροπίας, η Αρχή καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο σχετικά με την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τις επιχειρηματικές πρακτικές, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών. Το ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο ορίζει βέλτιστες πρακτικές και προσδιορίζει μεθοδολογίες και διαδικασίες υψηλής ποιότητας.

Όπου κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τις γνώμες που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1, τα εργαλεία και τα μέσα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Αναλύει, επίσης, όπου κρίνεται σκόπιμο, τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες. Οι διαβουλεύσεις και αναλύσεις αυτές είναι ανάλογες με το εύρος, τη φύση και τις συνέπειες των γνωμών ή εργαλείων και μέσων. Η Αρχή ζητεί επίσης, όπου κρίνεται σκόπιμο, συμβουλές από την οικεία ομάδα συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.».

22)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 29α

Στρατηγικές εποπτικές προτεραιότητες της Ένωσης

Μετά από συζήτηση στο συμβούλιο εποπτών και λαμβάνοντας υπόψη τις συνεισφορές που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, τις τρέχουσες εργασίες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και τις αναλύσεις, τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις που δημοσιεύονται από το ΕΣΣΚ, η Αρχή προσδιορίζει, τουλάχιστον ανά τριετία έως τις 31 Μαρτίου, έως δύο προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις μελλοντικές εξελίξεις και τάσεις. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω προτεραιότητες κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων εργασίας τους και ενημερώνουν σχετικά την Αρχή. Η Αρχή συζητά τις σχετικές δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών το επόμενο έτος και συνάγει συμπεράσματα. Η Αρχή συζητά πιθανές επακόλουθες ενέργειες κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις προς τις αρμόδιες αρχές και αξιολογήσεις από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα.

Οι στρατηγικές ενωσιακής εμβέλειας δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν τις δικές τους βέλτιστες πρακτικές, ενεργώντας με βάση τις δικές τους πρόσθετες προτεραιότητες και εξελίξεις, και λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες.».

23)

Το άρθρο 30 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 30

Αξιολογήσεις αρμόδιων αρχών από ομοτίμους

1.   Η Αρχή διεξάγει περιοδικά αξιολογήσεις ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών από ομοτίμους, με σκοπό την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας και της αποτελεσματικότητας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Προς τον σκοπό αυτόν, η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική εκτίμηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρμόδιων αρχών που εξετάζονται. Κατά τον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση αξιολογήσεων από ομοτίμους, λαμβάνονται υπόψη υπάρχουσες πληροφορίες και οι αξιολογήσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί σχετικά με την οικεία αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συναφών πληροφοριών που παρέχονται στην Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 35 και κάθε συναφούς πληροφορίας από τους συμφεροντούχους.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η Αρχή συστήνει ad hoc επιτροπές αξιολόγησης από ομοτίμους, αποτελούμενες από προσωπικό της Αρχής και μέλη των αρμόδιων αρχών. Η προεδρία των επιτροπών αξιολόγησης από ομοτίμους ασκείται από μέλος του προσωπικού της Αρχής. Ο πρόεδρος, κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης για συμμετοχή, προτείνει τον πρόεδρο και τα μέλη επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους, που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών. Η πρόταση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εκτός εάν, εντός 10 ημερών από την πρόταση του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών εκδώσει απορριπτική απόφαση.

3.   Η αξιολόγηση από ομοτίμους περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αξιολόγηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:

α)

της επάρκειας των πόρων, του βαθμού ανεξαρτησίας και των ρυθμίσεων διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής, ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και της ικανότητας αντίδρασης στις εξελίξεις της αγοράς·

β)

της αποτελεσματικότητας και του βαθμού σύγκλισης που επιτεύχθηκε στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου και στην εποπτική πρακτική, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 16, και του βαθμού στον οποίο η εποπτική πρακτική επιτυγχάνει τους στόχους που ορίζονται από το ενωσιακό δίκαιο·

γ)

της εφαρμογής των βέλτιστων πρακτικών που ανέπτυξαν οι αρμόδιες αρχές η υιοθέτηση των οποίων θα μπορούσε είναι προς όφελος και άλλων αρμόδιων αρχών·

δ)

της αποτελεσματικότητας και του βαθμού σύγκλισης που επιτεύχθηκε όσον αφορά την επιβολή των διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, περιλαμβανομένων των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων που επιβλήθηκαν κατά των υπεύθυνων προσώπων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις εν λόγω διατάξεις.

4.   Η Αρχή εκδίδει έκθεση με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Η εν λόγω έκθεση αξιολόγησης από ομοτίμους εκπονείται από την επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους και εγκρίνει το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 4. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αυτής, η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης, προκειμένου να διατηρηθεί η συνέπεια με άλλες εκθέσεις αξιολόγησης από ομοτίμους και να διασφαλιστούν ίσοι όροι. Το συμβούλιο διοίκησης αξιολογεί ιδίως αν έχει εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο η μεθοδολογία. Στην εν λόγω έκθεση επεξηγούνται και υποδεικνύονται τα μέτρα επακολούθησης που κρίνονται ενδεδειγμένα, αναλογικά και αναγκαία ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Τα εν λόγω μέτρα επακολούθησης μπορούν να διατυπωθούν υπό μορφή κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 και γνωμών σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται.

Κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 ή κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16, η Αρχή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους παράλληλα με οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, προκειμένου να διασφαλίσει τη σύγκλιση εποπτικών πρακτικών ύψιστης ποιότητας.

5.   Η Αρχή υποβάλλει γνώμη στην Επιτροπή όποτε, έχοντας υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, θεωρεί ότι θα ήταν αναγκαία περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων της Ένωσης που εφαρμόζονται στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή στις αρμόδιες αρχές από ενωσιακή άποψη.

6.   Η Αρχή καταρτίζει έκθεση επακολούθησης μετά την παρέλευση δύο ετών από τη δημοσίευση της έκθεσης αξιολόγησης από ομότιμους. Την έκθεση επακολούθησης συντάσσει η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους και εγκρίνει το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 4. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αυτής, η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης, με σκοπό να διατηρηθεί η συνέπεια με άλλες εκθέσεις παρακολούθησης. Η έκθεση επακολούθησης περιλαμβάνει εκτίμηση, μεταξύ άλλων, της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας των ενεργειών στις οποίες προέβησαν οι αρμόδιες αρχές που υπόκεινται σε αξιολόγηση από ομοτίμους ανταποκρινόμενες στα μέτρα επακολούθησης που περιέχονταν στην έκθεση αξιολόγησης από ομότιμους.

7.   Η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές που υπόκεινται στην αξιολόγηση από ομοτίμους, προσδιορίζει τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Η Αρχή τα δημοσιοποιεί, μαζί με τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της αξιολόγησης από ομοτίμους και της έκθεσης επακολούθησης που αναφέρονται στην παράγραφο 6. Σε περίπτωση που τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της Αρχής διαφέρουν από αυτά που έχει προσδιορίσει η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους, η Αρχή διαβιβάζει, σε εμπιστευτική βάση, τα ευρήματα της επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Όταν η αρμόδια αρχή που υπόκειται στην αξιολόγηση από ομοτίμους ανησυχεί ότι η δημοσίευση των αιτιολογημένων κύριων ευρημάτων της Αρχής θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, έχει τη δυνατότητα να παραπέμψει το θέμα στο συμβούλιο εποπτών. Το συμβούλιο εποπτών δύναται να αποφασίσει να μην δημοσιεύσει τα εν λόγω αποσπάσματα.

8.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει πρόταση προγράμματος εργασίας για τις αξιολογήσεις από ομοτίμους όσον αφορά τα επόμενα δύο έτη, στην οποία αποτυπώνονται, μεταξύ άλλων, τα διδάγματα από τις προηγούμενες διαδικασίες αξιολόγησης από ομοτίμους και τις συζητήσεις των ομάδων συντονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 45β. Το σχέδιο εργασίας για τις αξιολογήσεις από ομοτίμους αποτελεί χωριστό τμήμα του ετήσιου και πολυετούς προγράμματος εργασίας. Το σχέδιο δημοσιοποιείται. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης ή απρόβλεπτων γεγονότων, η Αρχή μπορεί να αποφασίσει τη διενέργεια πρόσθετων αξιολογήσεων από ομοτίμους.».

24)

Το άρθρο 31 τροποποιείται ως εξής:

α)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή διαδραματίζει γενικό συντονιστικό ρόλο μεταξύ αρμόδιων εθνικών αρχών, ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αντίξοες εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος ή, σε περιπτώσεις διασυνοριακών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που ενδέχεται να επηρεάσουν την προστασία των ασφαλισμένων, των μελών του συνταξιοδοτικού συστήματος και των συνταξιούχων στην Ένωση.»·

β)

το δεύτερο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή προάγει τη συντονισμένη ενωσιακή απόκριση, μεταξύ άλλων με:»

ii)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

τη λήψη κατάλληλων μέτρων στην περίπτωση εξελίξεων που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, με σκοπό τον συντονισμό των ενεργειών που αναλαμβάνονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές·»·

iii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«εα)

τη λήψη κατάλληλων μέτρων για τον συντονισμό των δράσεων που αναλαμβάνονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές με σκοπό τη διευκόλυνση της εισόδου στην αγορά φορέων ή προϊόντων που βασίζονται στην τεχνολογική καινοτομία·»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Προκειμένου να συμβάλει στην καθιέρωση κοινής ευρωπαϊκής προσέγγισης όσον αφορά την τεχνολογική καινοτομία, η Αρχή προωθεί την εποπτική σύγκλιση, με την υποστήριξη, κατά περίπτωση, της επιτροπής για την προστασία των καταναλωτών και τη χρηματοοικονομική καινοτομία, διευκολύνοντας την είσοδο στην αγορά φορέων ή προϊόντων που βασίζονται στην τεχνολογική καινοτομία, ιδίως μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16.».

25)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 31α

Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την καταλληλότητα και την εντιμότητα

Η Αρχή, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), δημιουργούν σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με την εκτίμηση της καταλληλότητας και της εντιμότητας των κατόχων ειδικών συμμετοχών, των διευθυντών και των βασικών αρμοδίων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.».

26)

Το άρθρο 32 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εκτίμηση των εξελίξεων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων»·

β)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα της αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), το ΕΣΣΚ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις συναφείς μικροπροληπτικές τάσεις, τους ενδεχόμενους κινδύνους και τα τρωτά σημεία. Η Αρχή περιλαμβάνει στις εκτιμήσεις της ανάλυση των αγορών εντός των οποίων λειτουργούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και εκτίμηση των επιπτώσεων των πιθανών εξελίξεων της αγοράς στα ιδρύματα αυτά.»·

γ)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης εκτιμήσεις της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς τον σκοπό αυτόν αναπτύσσει:»·

ii)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης οικονομικών σεναρίων στη χρηματοοικονομική θέση ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τους κινδύνους που απορρέουν από δυσμενείς περιβαλλοντικές εξελίξεις·»·

iii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«αα)

κοινές μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που πρέπει να περιλαμβάνονται στις εκτιμήσεις σε επίπεδο Ένωσης·»·

iv)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δ)

κοινές μεθοδολογίες για την εκτίμηση της επίπτωσης των περιβαλλοντικών κινδύνων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.»·

v)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Αρχή συνεργάζεται με το ΕΣΣΚ.»·

δ)

στην παράγραφο 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, η Αρχή διαβιβάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος ή και συχνότερα, όταν κρίνει σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, εκτιμήσεις τάσεων, δυνητικών κινδύνων και τρωτών σημείων στον τομέα αρμοδιότητάς της, σε συνδυασμό με τους δείκτες που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.».

27)

Το άρθρο 33 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 33

Διεθνείς σχέσεις συμπεριλαμβανομένης της ισοδυναμίας

1.   Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των ενωσιακών θεσμικών οργάνων, η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και τους διοικητικούς φορείς τρίτων χωρών. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις στην Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε αποτρέπουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους από τη σύναψη διμερών ή πολυμερών ρυθμίσεων με αυτές τις τρίτες χώρες.

Εάν μια τρίτη χώρα, σύμφωνα με την ισχύουσα κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θεσπίστηκε από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χωρών που παρουσιάζουν στρατηγικές ανεπάρκειες στα εθνικά τους συστήματα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες συνεπάγονται σημαντικές απειλές για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, η Αρχή δεν συνάπτει διοικητικές ρυθμίσεις με τις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας. Αυτό δεν αποκλείει άλλες μορφές συνεργασίας μεταξύ της Αρχής και των αντίστοιχων αρχών των τρίτων χωρών, με σκοπό τη μείωση των απειλών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης.

2.   Η Αρχή επικουρεί την Επιτροπή στην εκπόνηση αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά ρυθμιστικά καθεστώτα και καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες κατόπιν συγκεκριμένου αιτήματος της Επιτροπής για παροχή συμβουλών ή εφόσον απαιτείται από τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.   Η Αρχή παρακολουθεί με ιδιαίτερη έμφαση στις επιπτώσεις τους στη χρηματοοικονομική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των ασφαλισμένων και τη λειτουργία της εσωτερικής αγορά, τις σχετικές ρυθμιστικές και εποπτικές εξελίξεις, καθώς και τις πρακτικές επιβολής και τις εξελίξεις της αγοράς σε τρίτες χώρες, στον βαθμό που αφορούν τις αξιολογήσεις ισοδυναμίας βάσει επικινδυνότητας, για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις ισοδυναμίας από την Επιτροπή σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Επιπλέον, επαληθεύει αν εξακολουθούν να πληρούνται τα κριτήρια, βάσει των οποίων έχουν ληφθεί οι εν λόγω αποφάσεις ισοδυναμίας, και οποιεσδήποτε προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτές.

Η Αρχή μπορεί να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών. Η Αρχή υποβάλλει εμπιστευτική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), στην οποία συνοψίζονται τα ευρήματά της που προκύπτουν από την παρακολούθηση όλων των ισοδύναμων τρίτων χωρών. Η έκθεση επικεντρώνεται ιδίως στις επιπτώσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των ασφαλισμένων ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Όταν η Αρχή εντοπίζει σχετικές εξελίξεις όσον αφορά τις πρακτικές ρύθμισης και εποπτείας ή επιβολής στις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, οι οποίες ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της, στην ακεραιότητα της αγοράς, στην προστασία των ασφαλισμένων ή στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σε εμπιστευτική βάση και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

4.   Με την επιφύλαξη των ειδικών απαιτήσεων που προβλέπονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και με την επιφύλαξη των όρων της δεύτερης περιόδου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Αρχή συνεργάζεται, κατά περίπτωση, με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων τα ρυθμιστικά και εποπτικά καθεστώτα έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα. Καταρχήν, η εν λόγω συνεργασία λαμβάνει χώρα βάσει διοικητικών ρυθμίσεων οι οποίες συνάπτονται με τις σχετικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Κατά τη διαπραγμάτευση τέτοιου είδους διοικητικών ρυθμίσεων, η Αρχή περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τα εξής:

α)

τους μηχανισμούς που παρέχουν τη δυνατότητα στην Αρχή να λαμβάνει σχετικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με το ρυθμιστικό καθεστώς, την εποπτική προσέγγιση, τις σχετικές εξελίξεις της αγοράς και τυχόν μεταβολές οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν την απόφαση περί ισοδυναμίας·

β)

στον βαθμό που είναι αναγκαίο ώστε να δοθεί συνέχεια σε τέτοιου είδους αποφάσεις περί ισοδυναμίας, τις διαδικασίες σχετικά με τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων επιθεωρήσεων, όπου απαιτείται.

Η Αρχή ενημερώνει την Επιτροπή όταν αρμόδια αρχή τρίτης χώρας αρνείται να συνάψει τέτοιου είδους διοικητικές ρυθμίσεις ή αρνείται να συνεργαστεί αποτελεσματικά.

5.   Η Αρχή μπορεί να καταρτίσει πρότυπες διοικητικές ρυθμίσεις, με σκοπό την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών εντός της Ένωσης και την ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού. Οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να ακολουθούν τις εν λόγω πρότυπες ρυθμίσεις.

Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς ή διοικήσεις τρίτων χωρών, τη συνδρομή της Αρχής προς την Επιτροπή για την προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας και σχετικά με την παρακολούθηση που αναλαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

6.   Στο πλαίσιο των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος κανονισμού και των νομοθετικών πράξεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή συμβάλλει στην ενιαία, κοινή, συνεπή και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων της Ένωσης στα διεθνή φόρουμ.».

28)

Το άρθρο 34 απαλείφεται.

29)

Το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 απαλείφεται·

β)

οι παράγραφοι 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς την Αρχή, η Αρχή συζητεί την προειδοποίηση ή σύσταση κατά την επόμενη συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών ή, κατά περίπτωση, νωρίτερα, για να εκτιμήσει τις επιπτώσεις της εν λόγω προειδοποίησης ή σύστασης στην εκπλήρωση των καθηκόντων της και τη συνέχεια που πρέπει ενδεχομένως να δοθεί.

Με τη συναφή διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση σχετικά με οποιαδήποτε ληπτέα μέτρα με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό για τον χειρισμό των θεμάτων που ορίζονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις.

Αν η Αρχή δεν προβεί σε ενέργειες για προειδοποίηση ή σύσταση, αναφέρει στο ΕΣΣΚ τους σχετικούς λόγους. Το ΕΣΣΚ ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Το ΕΣΣΚ ενημερώνει επίσης σχετικά το Συμβούλιο.

5.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ που απευθύνεται προς αρμόδια αρχή, η Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, χρησιμοποιεί τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίσει ότι θα υπάρξει εγκαίρως επακολούθηση.

Αν ο αποδέκτης δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη σύσταση του ΕΣΣΚ, ενημερώνει το συμβούλιο εποπτών και συζητεί με αυτό τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει μέτρα.

Όταν η αρμόδια αρχή ενημερώνει, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ για τις ενέργειες στις οποίες προέβη ως απάντηση σε σύσταση του ΕΣΣΚ, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών.»·

γ)

η παράγραφος 6 απαλείφεται.

30)

Το άρθρο 37 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2, 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων αποτελείται από 30 μέλη. Τα εν λόγω μέλη απαρτίζονται από:

α)

13 μέλη που εκπροσωπούν, στη σωστή αναλογία, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές που δραστηριοποιούνται στην Ένωση —τρία από τα οποία εκπροσωπούν συνεταιριστικούς ασφαλιστές ή αντασφαλιστές και αλληλασφαλιστικές ή αλληλαντασφαλιστικές ενώσεις,

β)

13 μέλη που εκπροσωπούν τους εκπροσώπους των υπαλλήλων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ασφαλιστικών διαμεσολαβητών που δραστηριοποιούνται στην Ένωση, καταναλωτές, χρήστες ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υπηρεσιών, αντιπροσώπους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) και εκπροσώπους των συναφών επαγγελματικών ενώσεων, και

γ)

τέσσερα μέλη που είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί.

3.   Η ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών αποτελείται από 30 μέλη. Τα εν λόγω μέλη απαρτίζονται από:

α)

13 μέλη που εκπροσωπούν στη σωστή αναλογία τα ιδρύματα επαγγελματικών συντάξεων που δραστηριοποιούνται στην Ένωση,

β)

13 μέλη που εκπροσωπούν εκπροσώπους υπαλλήλων, εκπροσώπους συνταξιούχων, εκπροσώπους των ΜΜΕ και εκπροσώπους των συναφών επαγγελματικών ενώσεων, και

γ)

τέσσερα μέλη που είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί.

4.   Τα μέλη των ομάδων συμφεροντούχων ορίζονται από το συμβούλιο εποπτών, μετά από ανοικτή και διαφανή διαδικασία επιλογής. Στο μέτρο του δυνατού, κατά τη λήψη της απόφασής του το συμβούλιο εποπτών διασφαλίζει τη δέουσα συνεκτίμηση της ποικιλομορφίας των τομέων των ασφαλίσεων, των αντασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων, τη γεωγραφική ισορροπία και την ισορροπία των φύλων, καθώς και την εκπροσώπηση των συμφεροντούχων από ολόκληρη την Ένωση. Τα μέλη των ομάδων συμφεροντούχων επιλέγονται σύμφωνα με τα προσόντα, τις δεξιότητες, τις σχετικές γνώσεις και την αποδεδειγμένη εμπειρία τους.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Τα μέλη της οικείας ομάδας συμφεροντούχων εκλέγουν τον πρόεδρο της ομάδας μεταξύ των μελών της. Η θητεία του προέδρου διαρκεί δύο έτη.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλεί τον πρόεδρο οποιασδήποτε ομάδας συμφεροντούχων να προβεί σε δήλωση ενώπιόν του και να απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών του, όποτε του ζητηθεί.»·

γ)

στην παράγραφο 5, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, υπό την αίρεση του επαγγελματικού απορρήτου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 70 του παρόντος κανονισμού, και διασφαλίζει επαρκή γραμματειακή υποστήριξη των ομάδων συμφεροντούχων. Καθιερώνεται επαρκής αποζημίωση για τα μέλη των ομάδων συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, εξαιρουμένων των εκπροσώπων του κλάδου. Η αποζημίωση αυτή λαμβάνει υπόψη το προπαρασκευαστικό έργο και το έργο επακολούθησης των μελών και είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με τα ποσοστά επιστροφής δαπανών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους, σύμφωνα με τον Τίτλο V Κεφάλαιο 1 Τμήμα 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (*33) (κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης). Οι ομάδες συμφεροντούχων μπορούν να συγκροτήσουν ομάδες εργασίας για τεχνικά θέματα. Η θητεία των μελών της ομάδας συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και της ομάδας συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών διαρκεί τέσσερα έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

(*33)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.»·"

δ)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Οι ομάδες συμφεροντούχων μπορούν να υποβάλλουν στην Αρχή συμβουλές για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της Αρχής, με ιδιαίτερη έμφαση στα καθήκοντα των άρθρων 10 έως 16 και 29, 30 και 32.

Όταν τα μέλη των ομάδων συμφεροντούχων δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε συμβουλή, το ένα τρίτο των μελών τους ή τα μέλη που εκπροσωπούν μια ομάδα συμφεροντούχων επιτρέπεται να εκδώσουν χωριστή συμβουλή.

Η ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων, η ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων και η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών μπορούν να εκδίδουν κοινές συμβουλές για θέματα που άπτονται των εργασιών των ΕΕΑ δυνάμει του άρθρου 56 σχετικά με τις κοινές θέσεις και τις κοινές πράξεις.»·

ε)

η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Η Αρχή δημοσιοποιεί τις συμβουλές των ομάδων συμφεροντούχων, τη χωριστή συμβουλή των μελών τους και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών τους, καθώς και πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη οι συμβουλές και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων.».

31)

Το άρθρο 39 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 39

Διαδικασίες λήψης αποφάσεων

1.   Η Αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου όταν εκδίδει αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 17, 18 και 19.

2.   Η Αρχή ενημερώνει κάθε αποδέκτη απόφασης στην επίσημη γλώσσα του σχετικά με την πρόθεσή της να εκδώσει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το αντικείμενο της απόφασης, λαμβανόμενου πλήρως υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα, της πολυπλοκότητας και των ενδεχόμενων συνεπειών του θέματος. Ο αποδέκτης μπορεί να εκφράσει τις απόψεις του στην επίσημη γλώσσα του. Η διάταξη που θεσπίζεται στην πρώτη περίοδο της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 3.

3.   Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

4.   Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

5.   Εάν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή 4, επανεξετάζει την εν λόγω απόφαση σε ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα.

6.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 17, 18 ή 19 δημοσιοποιούνται. Η δημοσιοποίηση γνωστοποιεί την ταυτότητα της οικείας αρμόδιας αρχής ή του οικείου χρηματοοικονομικού ιδρύματος και το βασικό περιεχόμενο της απόφασης, εκτός εάν η εν λόγω δημοσιοποίηση αντίκειται στο έννομο συμφέρον των εν λόγω χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή στην προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης.».

32)

Το άρθρο 40 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τον πρόεδρο·»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Εάν η εθνική δημόσια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δεν είναι υπεύθυνη για την επιβολή των κανόνων προστασίας των καταναλωτών, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στο εν λόγω στοιχείο μπορεί να αποφασίσει να καλέσει εκπρόσωπο της αρχής προστασίας καταναλωτών του κράτους μέλους, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Εάν σε ένα κράτος μέλος, πλείονες αρχές είναι συναρμόδιες για την προστασία των καταναλωτών, οι εν λόγω αρχές συμφωνούν για κοινό αντιπρόσωπο.».

33)

Τα άρθρα 41 και 42 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 41

Εσωτερικές επιτροπές

1.   Το συμβούλιο εποπτών, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του προέδρου, μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές για συγκεκριμένα καθήκοντα που του ανατίθενται. Το συμβούλιο εποπτών, κατόπιν αιτήματος του συμβουλίου διοίκησης ή του προέδρου, μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο συμβούλιο διοίκησης. Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές, στο συμβούλιο διοίκησης ή στον πρόεδρο.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 17, ο πρόεδρος προτείνει απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, η οποία εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Τα άλλα έξι μέλη δεν είναι εκπρόσωποι της αρμόδιας αρχής που πιθανολογείται ότι παραβίασε το ενωσιακό δίκαιο και δεν έχουν κανένα συμφέρον επί του θέματος ούτε άμεσους δεσμούς με την οικεία αρμόδια αρχή.

Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

3.   Για τους σκοπούς του άρθρου 19, ο πρόεδρος προτείνει απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, η οποία εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Τα άλλα έξι μέλη δεν είναι εκπρόσωποι των αρμόδιων αρχών που είναι μέρη της διαφωνίας και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διαμάχη ούτε άμεσους δεσμούς με τις οικείες αρμόδιες αρχές.

Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

4.   Για τους σκοπούς της διεξαγωγής της έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, ο πρόεδρος μπορεί να προτείνει απόφαση για την έναρξη της έρευνας και τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, πρόταση που πρέπει να εγκριθεί από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής.

Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

5.   Οι ανεξάρτητες ομάδες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου ή ο πρόεδρος προτείνουν αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 17 ή του άρθρου 19 για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών. Η επιτροπή που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών το αποτέλεσμα της έρευνας που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο.

6.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό των ανεξάρτητων ομάδων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 42

Ανεξαρτησία του συμβουλίου εποπτών

1.   Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που τους ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, τα μέλη του συμβουλίου εποπτών ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου και ούτε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

2.   Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

3.   Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών, ο πρόεδρος, καθώς και οι εκπρόσωποι και οι παρατηρητές που συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών χωρίς δικαίωμα ψήφου, δηλώνουν, πριν από κάθε τέτοια συνεδρίαση, με ακριβή και πλήρη τρόπο την απουσία ή την ύπαρξη κάθε συμφέροντος που ενδέχεται να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους σε σχέση με οποιαδήποτε σημεία της ημερήσιας διάταξης, και απέχουν από τη συμμετοχή στη συζήτηση και την ψηφοφορία των εν λόγω σημείων.

4.   Το συμβούλιο εποπτών καθορίζει στον εσωτερικό κανονισμό του, τις πρακτικές ρυθμίσεις για τον κανόνα της δήλωσης συμφερόντων που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και για την πρόληψη και τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων.».

34)

Το άρθρο 43 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το συμβούλιο εποπτών καθοδηγεί το έργο της Αρχής και είναι υπεύθυνο για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙ. Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τις γνώμες, τις συστάσεις, τις κατευθυντήριες γραμμές και τις αποφάσεις της Αρχής και εκδίδει τις συμβουλές που αναφέρονται στο κεφάλαιο II, βάσει πρότασης της οικείας εσωτερικής επιτροπής ή ομάδας, του προέδρου ή του συμβουλίου διοίκησης, κατά περίπτωση.»·

β)

οι παράγραφοι 2 και 3 διαγράφονται·

γ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει, βάσει πρότασης του συμβουλίου διοίκησης, την ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται και η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, και διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους. Η έκθεση δημοσιοποιείται.»·

δ)

η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Το συμβούλιο εποπτών ασκεί πειθαρχικό έλεγχο στον πρόεδρο και τον εκτελεστικό διευθυντή. Μπορεί να απαλλάσσει τον εκτελεστικό διευθυντή από τα καθήκοντά του, σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 5.».

35)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 43α

Διαφάνεια των αποφάσεων που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών

Με την επιφύλαξη του άρθρου 70, εντός έξι εβδομάδων από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών, η Αρχή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τουλάχιστον, πλήρη και ουσιαστικά πρακτικά των εργασιών της εν λόγω συνεδρίασης τα οποία καθιστούν δυνατή την πλήρη κατανόηση των συζητήσεων, συμπεριλαμβανομένου ενός σχολιασμένου καταλόγου των αποφάσεων. Τα εν λόγω πρακτικά δεν αποτυπώνουν τις συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.».

36)

Το άρθρο 44 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του. Κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 16 του παρόντος κανονισμού και όλα τα μέτρα και τις αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο του παρόντος κανονισμού και του Κεφαλαίου VΙ του παρόντος κανονισμού και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει για τις αποφάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο.

Όσον αφορά τη σύνθεση των ειδικών ομάδων σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφοι 2, 3 και 4, και τα μέλη της επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2, το συμβούλιο εποπτών, όταν εξετάζει τις προτάσεις του προέδρου, επιδιώκει τη συναίνεση. Εάν δεν επιτευχθεί συναίνεση, οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με την πλειοψηφία των τριών τετάρτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 18 παράγραφοι 3 και 4 και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία των μελών του με δικαίωμα ψήφου.»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Όσον αφορά τις αποφάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 17, 19 και 30 το συμβούλιο εποπτών ψηφίζει επί των προτεινόμενων αποφάσεων με γραπτή διαδικασία. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου διαθέτουν οκτώ εργάσιμες ημέρες για να ψηφίσουν. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Η προτεινόμενη απόφαση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εφόσον δεν αντιταχθεί απλή πλειοψηφία των μελών του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου. Οι αποχές δεν υπολογίζονται ούτε ως έγκριση ούτε ως αντίρρηση και δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του αριθμού των ψηφισάντων. Εάν τρία μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου διατυπώσουν αντίρρηση στη γραπτή διαδικασία, το σχέδιο απόφασης συζητείται και η σχετική απόφαση λαμβάνεται από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές, με εξαίρεση τον εκτελεστικό διευθυντή, δεν παρακολουθούν οποιεσδήποτε συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Ο πρόεδρος της Αρχής έχει το προνόμιο να ζητεί τη διεξαγωγή ψηφοφορίας ανά πάσα στιγμή. Με την επιφύλαξη της εν λόγω εξουσίας και της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών λήψης αποφάσεων της Αρχής, το συμβούλιο εποπτών της Αρχής επιδιώκει την επίτευξη συναίνεσης κατά τη λήψη των αποφάσεών του.».

37)

Το άρθρο 45 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 45

Σύνθεση

1.   Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτείται από τον πρόεδρο και έξι μέλη του συμβουλίου εποπτών, που εκλέγονται και προέρχονται από τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου.

Εκτός από τον πρόεδρο, για κάθε μέλος του συμβουλίου διοίκησης υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να το αντικαθιστά, αν κωλύεται να παραστεί.

2.   Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμισι έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ένωση στο σύνολό της. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής.

3.   Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης συγκαλούνται από τον πρόεδρο με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος ενός εκ των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο. Το συμβούλιο διοίκησης συνέρχεται πριν από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών και όσο συχνά το συμβούλιο διοίκησης το κρίνει απαραίτητο. Συνέρχεται τουλάχιστον πέντε φορές τον χρόνο.

4.   Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης μπορούν, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Οι συμμετέχοντες χωρίς δικαίωμα ψήφου δεν παρίστανται σε οποιεσδήποτε συζητήσεις του συμβουλίου διοίκησης όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.».

38)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 45α

Λήψη αποφάσεων

1.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου διοίκησης εγκρίνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του, ενώ επιδιώκεται συναίνεση. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Ο πρόεδρος είναι μέλος με δικαίωμα ψήφου.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 63.

3.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

Άρθρο 45β

Ομάδες συντονισμού

1.   Το συμβούλιο διοίκησης μπορεί να συγκροτεί ομάδες συντονισμού με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής για συγκεκριμένα θέματα για τα οποία ενδέχεται να απαιτείται συντονισμός λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες εξελίξεις της αγοράς. Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτεί ομάδες συντονισμού για συγκεκριμένα θέματα κατόπιν αιτήματος πέντε μελών του συμβουλίου εποπτών.

2.   Όλες οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις ομάδες συντονισμού και παρέχουν σε αυτές σύμφωνα με το άρθρο 35 τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να μπορούν να ασκούν τα συντονιστικά καθήκοντά τους σύμφωνα με την εντολή τους. Το έργο των ομάδων συντονισμού βασίζεται στις πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές και σε τυχόν ευρήματα που προσδιορίζονται από την Αρχή.

3.   Η προεδρία των ομάδων ασκείται από μέλος του συμβουλίου διοίκησης. Κάθε χρόνο, το αντίστοιχο μέλος του συμβουλίου διοίκησης που είναι υπεύθυνο για την ομάδα συντονισμού υποβάλλει έκθεση στο συμβούλιο εποπτών σχετικά με τα κύρια στοιχεία των συζητήσεων και των ευρημάτων και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, υποβάλλει πρόταση για κανονιστική παρακολούθηση ή αξιολόγηση από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Αρχή τον τρόπο με τον οποίο έλαβαν υπόψη τις εργασίες των ομάδων συντονισμού στις δραστηριότητές τους.

4.   Κατά την παρακολούθηση των εξελίξεων της αγοράς που ενδέχεται να βρίσκονται στο επίκεντρο των συντονιστικών ομάδων, η Αρχή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 35 να παράσχουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες ώστε να μπορέσει η Αρχή να διαδραματίσει τον ρόλο της όσον αφορά την παρακολούθηση.».

39)

Το άρθρο 46 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 46

Ανεξαρτησία του συμβουλίου διοίκησης

Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το αποκλειστικό συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.».

40)

Το άρθρο 47 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Το συμβούλιο διοίκησης μπορεί να εξετάζει, να γνωμοδοτεί και να διατυπώνει προτάσεις για όλα τα θέματα εκτός από τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 30.»·

β)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών προς έγκριση ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου.»·

γ)

η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Το συμβούλιο διοίκησης διορίζει και παύει τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφοι 3 και 5, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την πρόταση του συμβουλίου εποπτών.»·

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«9.   Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης δημοσιοποιούν όλες τις διεξαχθείσες συνεδριάσεις και κάθε προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρίζονται δημοσίως σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.».

41)

Το άρθρο 48 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία των εργασιών του συμβουλίου εποπτών, μεταξύ άλλων για τον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης προς έγκριση από το συμβούλιο εποπτών, για τη σύγκληση των συνεδριάσεων και την κατάθεση των θεμάτων για λήψη απόφασης και προεδρεύει των συνεδριάσεων του συμβουλίου εποπτών.

Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για τον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης του συμβουλίου διοίκησης, η οποία εγκρίνεται από αυτό και προεδρεύει των συνεδριάσεών του.

Ο πρόεδρος μπορεί να καλεί το συμβούλιο διοίκησης να εξετάσει το ενδεχόμενο σύστασης ομάδας συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 45β.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ο πρόεδρος επιλέγεται με βάση τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις αγορές και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, κατόπιν ανοικτής διαδικασίας επιλογής η οποία τηρεί την αρχή της ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το συμβούλιο εποπτών συντάσσει κατάλογο επικρατέστερων υποψηφίων που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για τη θέση του προέδρου, επικουρούμενο από την Επιτροπή. Βάσει του καταλόγου των επικρατέστερων υποψηφίων, το Συμβούλιο εκδίδει απόφαση για το διορισμό του προέδρου, κατόπιν επιβεβαίωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Εάν ο πρόεδρος δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 49 ή έχει κριθεί ένοχος σοβαρού παραπτώματος, το Συμβούλιο μπορεί, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής που έχει εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να εκδώσει απόφαση με την οποία τον απαλλάσσει από τα καθήκοντά του.

Επίσης το συμβούλιο εποπτών επιλέγει, μεταξύ των μελών του, αντιπρόεδρο, που ασκεί τις λειτουργίες του προέδρου όταν ο τελευταίος απουσιάζει. Ο αντιπρόεδρος αυτός δεν εκλέγεται μεταξύ των μελών του συμβουλίου διοίκησης.»·

γ)

στην παράγραφο 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τους σκοπούς της αξιολόγησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, τα καθήκοντα του προέδρου ασκούνται από τον αντιπρόεδρο.

Το Συμβούλιο, κατόπιν πρότασης του συμβουλίου εποπτών και επικουρούμενο από την Επιτροπή και λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, μπορεί να παρατείνει τη θητεία του προέδρου άπαξ.»·

δ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Ο πρόεδρος μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο για σοβαρούς λόγους. Στην εν λόγω απαλλαγή μπορεί να προβεί μόνο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατόπιν απόφασης του Συμβουλίου, η οποία εκδίδεται κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο εποπτών.».

42)

Το άρθρο 49 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανεξαρτησία του προέδρου»·

β)

η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη του ρόλου του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να ζητεί ούτε να δέχεται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.».

43)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 49α

Δαπάνες

Ο πρόεδρος δημοσιοποιεί όλες τις συνεδριάσεις που διεξάχθηκαν με εξωτερικούς ενδιαφερομένους εντός δύο εβδομάδων από τη συνεδρίαση και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρίζονται δημοσίως σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.».

44)

Το άρθρο 50 απαλείφεται·

45)

Το άρθρο 54 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Μεικτή Επιτροπή αποτελεί φόρουμ στο οποίο η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά, για να διασφαλίζει διατομεακή συνέπεια, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τομεακές ιδιαιτερότητες, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), συγκεκριμένα όσον αφορά:»·

ii)

η πρώτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

τους χρηματοοικονομικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και, όταν απαιτείται από το ενωσιακό δίκαιο, την εποπτική ενοποίηση,»·

iii)

η πέμπτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο,»·

iv)

η έκτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

την ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών με το ΕΣΣΚ και τις άλλες ΕΕΑ,»·

v)

προστίθενται οι ακόλουθες περιπτώσεις:

«—

τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες λιανικής και ζητήματα προστασίας των καταναλωτών και των επενδυτών,

τις συμβουλές της επιτροπής που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 7.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να επικουρεί την Επιτροπή στην αξιολόγηση των προϋποθέσεων και των τεχνικών προδιαγραφών και διαδικασιών για την εξασφάλιση ασφαλούς και αποτελεσματικής διασύνδεσης των κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών σύμφωνα με την έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 32α παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, καθώς και στην αποτελεσματική διασύνδεση των εθνικών μητρώων σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Μεικτή επιτροπή διαθέτει αποκλειστικό προσωπικό που παρέχεται από τις ΕΕΑ, το οποίο λειτουργεί ως μόνιμη γραμματεία. Η Αρχή διαθέτει επαρκείς πόρους για τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής και τις λειτουργικές δαπάνες.».

46)

Το άρθρο 55 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής ορίζεται ετησίως εκ περιτροπής μεταξύ των προέδρων των ΕΕΑ. Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής είναι ο δεύτερος αντιπρόεδρος του ΕΣΣΚ.»·

β)

στην παράγραφο 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Μεικτή Επιτροπή συνέρχεται τουλάχιστον μία φορά το τρίμηνο.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Ο πρόεδρος της Αρχής ενημερώνει τακτικά το συμβούλιο εποπτών σχετικά με τις θέσεις που λαμβάνονται στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής.».

47)

Τα άρθρα 56 και 57 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 56

Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις

Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο κεφάλαιο II του παρόντος κανονισμού και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή επιδιώκει να καταλήξει με συναίνεση σε κοινές θέσεις, ανάλογα με την περίπτωση, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών).

Όταν απαιτείται από το ενωσιακό δίκαιο, τα μέτρα βάσει των άρθρων 10 έως 16 και οι αποφάσεις βάσει των άρθρων 17, 18 και 19 του παρόντος κανονισμού που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης η οποία αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και οι οποίες εμπίπτουν επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών), εγκρίνονται παράλληλα, ανάλογα με την περίπτωση, από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών).

Άρθρο 57

Υποεπιτροπές

1.   Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί υποεπιτροπές με σκοπό την προετοιμασία σχεδίων κοινών θέσεων και κοινών πράξεων για λογαριασμό της Μεικτής Επιτροπής.

2.   Κάθε υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής.

3.   Κάθε υποεπιτροπή εκλέγει πρόεδρο μεταξύ των εκπροσώπων των σχετικών αρμόδιων αρχών, ο οποίος είναι επίσης παρατηρητής στη Μεικτή Επιτροπή.

4.   Για τους σκοπούς του άρθρου 56, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μεικτή Επιτροπή.

5.   Η Μεικτή Επιτροπή δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της όλες τις υποεπιτροπές που έχουν συσταθεί, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων τους και καταλόγου των μελών τους με τα αντίστοιχα καθήκοντά τους στην υποεπιτροπή.».

48)

Το άρθρο 58 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Συστήνεται συμβούλιο προσφυγών των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.»·

β)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το συμβούλιο προσφυγών αποτελείται από έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία είναι πρόσωπα υψίστης εντιμότητας με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων του ενωσιακού δικαίου και διεθνούς επαγγελματικής πείρας, αρκούντως υψηλού επιπέδου στους τομείς των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, των επαγγελματικών συντάξεων, των αγορών κινητών αξιών ή άλλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αποκλειομένων του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών θεσμικών οργάνων ή οργανισμών που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής και των μελών της ομάδας συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και της ομάδας συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών. Τα μέλη και οι αναπληρωτές είναι υπήκοοι κράτους μέλους και έχουν άριστη γνώση τουλάχιστον δύο επίσημων γλωσσών της Ένωσης. Το συμβούλιο προσφυγών έχει επαρκή νομική πείρα, ώστε να παρέχει εμπεριστατωμένες νομικές συμβουλές όσον αφορά τη νομιμότητα, συμπεριλαμβανομένης της αναλογικότητας, της άσκησης των εξουσιών της Αρχής.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Το συμβούλιο διοίκησης της Αρχής ορίζει δυο μέλη του συμβουλίου προσφυγών και δύο αναπληρωματικά μέλη από πίνακα επικρατέστερων υποψηφίων τον οποίο προτείνει η Επιτροπή, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μετά από διαβούλευση με το συμβούλιο εποπτών.

Αφού λάβει τον κατάλογο επικρατέστερων υποψηφιοτήτων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλέσει τα υποψήφια μέλη και αναπληρωματικά μέλη να προβούν σε δήλωση ενώπιον του και να απαντήσουν σε τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών του.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλεί τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών να προβούν σε δήλωση ενώπιόν του και να απαντήσουν σε τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών του, όποτε αυτό ζητηθεί, με εξαίρεση τις δηλώσεις, ερωτήσεις ή απαντήσεις που αφορούν μεμονωμένες υποθέσεις για τις οποίες έχει ληφθεί απόφαση από το συμβούλιο προσφυγών ή που εκκρεμούν ενώπιόν του.».

49)

Στο άρθρο 59, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών και το προσωπικό της Αρχής που παρέχει επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός από τους διαδίκους ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.».

50)

Στο άρθρο 60, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η προσφυγή, συνοδευόμενη από αιτιολογικό υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα κατά την οποία η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της.

Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός τριών μηνών από την άσκησή της.».

51)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 60α

Υπέρβαση αρμοδιότητας από την Αρχή

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να αποστέλλει αιτιολογημένη συμβουλή στην Επιτροπή, εάν το εν λόγω πρόσωπο είναι της γνώμης ότι η Αρχή έχει υπερβεί την αρμοδιότητά της, μεταξύ άλλων, ενεργώντας μη συμφώνως με την αρχή της αναλογικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 5, όταν ενεργεί σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 16β, και αυτό αφορά άμεσα και ατομικά το εν λόγω πρόσωπο.».

52)

Στο άρθρο 62 η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα έσοδα της Αρχής, η οποία είναι ευρωπαϊκός οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*34) («δημοσιονομικός κανονισμός»), συνίστανται συγκεκριμένα σε οποιονδήποτε συνδυασμό των εξής:

(*34)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).»·"

β)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«δ)

οι τυχόν εθελοντικές συνεισφορές κρατών μελών ή παρατηρητών.

ε)

συμφωνημένες χρεώσεις για δημοσιεύσεις, δραστηριότητες κατάρτισης και άλλες υπηρεσίες που παρέχονται από την Αρχή, εφόσον αυτές έχουν ζητηθεί ειδικά από μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.»·

γ)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οι τυχόν εθελοντικές συνεισφορές κρατών μελών ή παρατηρητών που αναφέρονται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου δεν γίνονται δεκτές, εάν η εν λόγω αποδοχή θα έθετε εν αμφιβόλω την ανεξαρτησία και την αμεροληψία της Αρχής. Οι εθελοντικές συνεισφορές που συνιστούν αποζημίωση για το κόστος των καθηκόντων που ανατίθενται από αρμόδια αρχή στην Αρχή δεν θεωρείται ότι εγείρουν αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία της τελευταίας.».

53)

Τα άρθρα 63, 64 και 65 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 63

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσωρινό σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού της Αρχής για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη, στο οποίο παρουσιάζονται οι προβλέψεις εσόδων και δαπανών, καθώς και πληροφορίες σχετικά με το προσωπικό, με βάση τον ετήσιο και τον πολυετή προγραμματισμό της Αρχής, και το διαβιβάζει στο συμβούλιο διοίκησης και στο συμβούλιο εποπτών, μαζί με το οργανόγραμμα.

2.   Το συμβούλιο εποπτών, βάσει του σχεδίου που έχει εγκριθεί από το συμβούλιο διοίκησης, εγκρίνει το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη.

3.   Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού διαβιβάζεται από το συμβούλιο διοίκησης στην Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έως τις 31 Ιανουαρίου.

4.   Λαμβανομένου υπόψη του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο του προϋπολογισμού της Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα και το ποσό της εξισορροπητικής συνεισφοράς που θα βαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ.

5.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν το οργανόγραμμα για την Αρχή. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν τις πιστώσεις για την εξισορροπητική συνεισφορά προς την Αρχή.

6.   Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως.

7.   Το συμβούλιο διοίκησης γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργο σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων.

8.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 266 και 267 του δημοσιονομικού κανονισμού, απαιτείται έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για οποιοδήποτε έργο μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της Αρχής, ιδίως όταν πρόκειται για έργο σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων, συμπεριλαμβανομένων των ρητρών διακοπής.

Άρθρο 64

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί καθήκοντα διατάκτη και εκτελεί τον ετήσιο προϋπολογισμό της Αρχής.

2.   Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει τους προσωρινούς λογαριασμούς της στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους. Το άρθρο 70 δεν εμποδίζει την Αρχή να παρέχει στο Ελεγκτικό Συνέδριο οποιεσδήποτε πληροφορίες ζητούνται από το Ελεγκτικό Συνέδριο και οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του.

3.   Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους τα απαιτούμενα λογιστικά στοιχεία που απαιτούνται για την ενοποίηση, με τον τρόπο και τη μορφή που έχει οριστεί από τον υπόλογο της Επιτροπής.

4.   Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει επίσης, μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους, την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

5.   Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 246 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο υπόλογος της Αρχής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής. Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει τους εν λόγω λογαριασμούς στο συμβούλιο εποπτών, το οποίο διατυπώνει γνώμη επί των λογαριασμών αυτών.

6.   Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει, έως την 1η Ιουλίου του επόμενου έτους, τους οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του συμβουλίου εποπτών στον υπόλογο της Επιτροπής, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει επίσης στον υπόλογο της Επιτροπής, έως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους, δέσμη εκθέσεων που έχει καταρτίσει, σε τυποποιημένη μορφή σύμφωνα με τα όσα έχει ορίσει ο υπόλογος της Επιτροπής για λόγους ενοποίησης.

7.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 15 Νοεμβρίου του επόμενου έτους.

8.   Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεων του τελευταίου και διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο συμβούλιο διοίκησης και στην Επιτροπή.

9.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 261 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος.

10.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, χορηγεί, πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, απαλλαγή στην Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν.

11.   Η Αρχή διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη για τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κάθε άλλη παρατήρηση που διατυπώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διαδικασία απαλλαγής.

Άρθρο 65

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το συμβούλιο διοίκησης μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής (*35), εκτός εάν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες για τη λειτουργία της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

(*35)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που δημιουργούνται δυνάμει της ΣΛΕΕ και της Συνθήκης Ευρατόμ και αναφέρονται στο άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 122 της 10.5.2019, σ. 1).»."

54)

Στο άρθρο 66, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζεται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*36).

(*36)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).»."

55)

Το άρθρο 70 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών και όλα τα μέλη του προσωπικού της Αρχής, περιλαμβανομένων υπαλλήλων από κράτη μέλη οι οποίοι έχουν αποσπαστεί προσωρινά και λοιπών προσώπων που εκτελούν καθήκοντα για την Αρχή βάσει συμβάσεως, υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.»·

β)

στην παράγραφο 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Αρχή και τις αρμόδιες αρχές να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για την επιβολή των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και ειδικότερα για νομικές διαδικασίες σχετικές με την έκδοση αποφάσεων.»·

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Το συμβούλιο διοίκησης και το συμβούλιο εποπτών εξασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που παρέχουν, άμεσα ή έμμεσα, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, οποιαδήποτε υπηρεσία σχετική με τα καθήκοντα της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων υπαλλήλων και άλλων προσώπων που εξουσιοδοτούνται από το συμβούλιο διοίκησης και το συμβούλιο εποπτών ή διορίζονται από τις αρμόδιες αρχές για τον σκοπό αυτόν, υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου, ισοδύναμες με εκείνες των παραγράφων 1 και 2.

Οι ίδιες απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου ισχύουν επίσης για τους παρατηρητές που παρίστανται στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης και του συμβουλίου εποπτών και οι οποίοι λαμβάνουν μέρος στις δραστηριότητες της Αρχής.»·

δ)

οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν την Αρχή να ανταλλάσσει πληροφορίες με αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή ενωσιακή νομοθεσία που ισχύει για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στους όρους για το επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. Στον εσωτερικό κανονισμό της η Αρχή ορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Η Αρχή εφαρμόζει την απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής (*37).

(*37)  Απόφαση (ΕΚ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 53).»·"

56)

Το άρθρο 71 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 71

Προστασία δεδομένων

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*38) κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

(*38)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).»."

57)

Στο άρθρο 72, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.».

58)

Στο άρθρο 74, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος για το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά τη λήψη της έγκρισης του συμβουλίου διοίκησης.».

59)

Το άρθρο 76 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 76

Σχέση με την επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων

Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της επιτροπής ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων (ΕΕΕΑΑΕΣ). Έως την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, όλα τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της ΕΕΕΑΑΕΣ μεταφέρονται αυτομάτως στην Αρχή. Η ΕΕΕΑΑΕΣ συντάσσει κατάσταση κλεισίματος για τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις της κατά την ημερομηνία της μεταφοράς αυτής. Η εν λόγω κατάσταση ελέγχεται και εγκρίνεται από την ΕΕΕΑΑΕΣ και από την Επιτροπή.».

60)

Το άρθρο 81 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2021 και ανά τριετία στη συνέχεια, η Επιτροπή δημοσιεύει γενική έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η έκθεση αξιολογεί μεταξύ άλλων:»·

ii)

στο στοιχείο α), η εισαγωγική φράση και το σημείο i) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

την αποτελεσματικότητα και τον βαθμό σύγκλισης των πρακτικών εποπτείας που έχει επιτευχθεί από τις αρμόδιες αρχές:

i)

την ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών και τη σύγκλιση ως προς πρότυπα ισοδύναμα προς την εταιρική διακυβέρνηση·»·

iii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ζ)

τη λειτουργία της Μεικτής Επιτροπής.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Στο πλαίσιο της γενικής έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με όλες τις σχετικές αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη, διενεργεί ολοκληρωμένη αξιολόγηση σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 9α.».

Άρθρο 3

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής των οδηγιών 97/9/ΕΚ, 98/26/ΕΚ, 2001/34/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*39), και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*40), του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1129 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*41) και, στον βαθμό που οι πράξεις αυτές εφαρμόζονται σε εταιρείες που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που διαθέτουν στο κοινό μέσω της αγοράς μερίδια ή μετοχές τους και στις αρμόδιες αρχές που ασκούν την εποπτεία επ’ αυτών, στο πλαίσιο των σχετικών μερών των οδηγιών 2002/87/ΕΚ και 2002/65/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης νομικά δεσμευτικής πράξης της Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή.

Η Αρχή συμβάλλει στις εργασίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*42) όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*43) και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η Αρχή αποφασίζει επί της συμφωνίας της σύμφωνα με το άρθρο 9α παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.   Η Αρχή ενεργεί στο πεδίο των δραστηριοτήτων των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές, σε σχέση με τα θέματα που δεν εμπίπτουν άμεσα στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, περιλαμβανομένων των θεμάτων εταιρικής διακυβέρνησης, ελεγκτικών και χρηματοοικονομικών αναφορών, λαμβάνοντας υπόψη βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα και την ενσωμάτωση περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση παραγόντων, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω δράσεις είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής των πράξεων αυτών. Η Αρχή λαμβάνει επίσης τα κατάλληλα μέτρα στο πλαίσιο των θεμάτων δημόσιων προσφορών εξαγορών, εκκαθαρίσεων και διακανονισμών και παραγώγων.

(*39)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1)."

(*40)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349)."

(*41)  Κανονισμός (EE) 2017/1129 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή κατά την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 2003/71/ΕΚ (ΕΕ L 168 της 30.6.2017, σ. 12)."

(*42)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12)."

(*43)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).»·"

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη άλλων ενωσιακών πράξεων με τις οποίες ανατίθενται στην Αρχή τα καθήκοντα της αδειοδότησης ή της εποπτείας και αντίστοιχες εξουσίες.»·

γ)

η παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Ο σκοπός της Αρχής είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον συμβάλλοντας στη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, προς όφελος της οικονομίας, των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης. Η Αρχή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της, συμβάλλει:»·

τα στοιχεία ε) και στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

στη διασφάλιση της δέουσας ρύθμισης και εποπτείας της ανάληψης επενδυτικών και λοιπών κινδύνων·

στ)

στην ενίσχυση της προστασίας των πελατών και των επενδυτών·»·

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ζ)

στην ενίσχυση της εποπτικής σύγκλισης σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά·»·

ii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Γι’ αυτούς τους λόγους, η Αρχή συμβάλλει στη διασφάλιση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των πράξεων στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου, στην ενίσχυση της εποπτικής σύγκλισης και στην παροχή γνωμοδοτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 16α στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.»·

iii)

το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα, αντικειμενικά και με αμερόληπτο και διαφανή τρόπο, προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου, τηρώντας παράλληλα, όποτε είναι σκόπιμο, την αρχή της αναλογικότητας. Η Αρχή έχει υποχρέωση λογοδοσίας, ενεργεί με ακεραιότητα και διασφαλίζει τη δίκαιη μεταχείριση όλων των ενδιαφερομένων.»·

iv)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Το περιεχόμενο και η μορφή των δράσεων και των μέτρων της Αρχής, ιδίως οι κατευθυντήριες γραμμές, οι συστάσεις, οι γνώμες, οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, τα σχέδια ρυθμιστικών προτύπων και τα σχέδια εκτελεστικών προτύπων τηρούν πλήρως τις εφαρμοστέες διατάξεις του παρόντος κανονισμού και των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Εφόσον επιτρέπεται και είναι συναφές βάσει των εν λόγω διατάξεων, οι δράσεις και τα μέτρα της Αρχής λαμβάνουν δεόντως υπόψη, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων των δραστηριοτήτων ενός συμμετέχοντος στη χρηματοοικονομική αγορά, επιχείρησης, άλλου προσώπου ή χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, οι οποίοι επηρεάζονται από τις δράσεις και τα μέτρα της Αρχής.»·

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Η Αρχή συστήνει, ως αναπόσπαστο μέρος της, επιτροπή που την συμβουλεύει με ποιο τρόπο σε πλήρη συμμόρφωση με τους εφαρμοστέους κανόνες, τα μέτρα και οι δράσεις της θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές διαφορές που επικρατούν στον τομέα, όσον αφορά τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τα επιχειρηματικά μοντέλα και τις επιχειρηματικές πρακτικές, καθώς και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών, στον βαθμό που οι παράγοντες αυτοί έχουν σημασία σύμφωνα με τους κανόνες που λαμβάνονται υπόψη.».

2)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ). Κύριος στόχος του ΕΣΧΕ είναι να εξασφαλίζεται η κατάλληλη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τον χρηματοοικονομικό τομέα, ώστε να διαφυλαχθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα και να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη στο χρηματοοικονομικό σύστημα στο σύνολό του, καθώς και η αποτελεσματική και επαρκής προστασία των πελατών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), οι συμμετέχοντες στο ΕΣΧΕ συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και πλήρη αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών αναμεταξύ τους και από την Αρχή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.»·

γ)

στην παράγραφο 5, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Με την επιφύλαξη των εθνικών αρμοδιοτήτων, οι αναφορές του παρόντος κανονισμού στην εποπτεία περιλαμβάνουν όλες τις σχετικές δραστηριότητες, όλων των αρμόδιων αρχών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.».

3)

Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3

Υποχρέωση λογοδοσίας των Αρχών

1.   Οι αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ) είναι υπόλογες έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 226 ΣΛΕΕ, η Αρχή συνεργάζεται πλήρως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια οποιωνδήποτε ερευνών διεξάγονται δυνάμει του εν λόγω άρθρου.

3.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, και διαβιβάζει, ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους, την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

4.   Κατόπιν αιτήσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο πρόεδρος συμμετέχει σε ακρόαση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις επιδόσεις της Αρχής. Πραγματοποιείται ακρόαση τουλάχιστον ετησίως. Ο πρόεδρος προβαίνει σε δήλωση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του, όποτε ζητηθεί.

5.   Ο πρόεδρος υποβάλλει έγγραφη έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Αρχής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όποτε ζητηθεί και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν προβεί στη δήλωση που προβλέπει η παράγραφος 4.

6.   Πέρα από τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 11 έως 18 και στα άρθρα 20 και 33, η έκθεση συμπεριλαμβάνει κάθε σχετική πληροφορία που έχει ζητήσει ad hoc το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

7.   Η Αρχή απαντά προφορικώς ή γραπτώς σε κάθε ερώτηση που απευθύνεται στην ίδια από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός πέντε εβδομάδων από την παραλαβή της.

8.   Κατόπιν αιτήσεως, ο πρόεδρος πραγματοποιεί, κεκλεισμένων των θυρών, εμπιστευτικές προφορικές συζητήσεις με τον πρόεδρο, τους αντιπροέδρους και τους συντονιστές της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όλοι οι συμμετέχοντες τηρούν τις απαιτήσεις περί επαγγελματικού απορρήτου.

9.   Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας που απορρέουν από τη συμμετοχή σε διεθνή φόρουμ, η Αρχή ενημερώνει, κατόπιν αιτήματος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη συμβολή της στην ενιαία, κοινή, συνεπή και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων της Ένωσης στα εν λόγω διεθνή φόρουμ.».

4)

Στο άρθρο 4 σημείο 3), το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ii)

όσον αφορά την οδηγία 2002/65/ΕΚ, τις αρχές και φορείς που είναι αρμόδιοι να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση εταιρειών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που διαθέτουν στο κοινό μέσω της αγοράς μερίδια ή μετοχές τους προς τις απαιτήσεις την εν λόγω οδηγίας·».

5)

Στο άρθρο 7, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Ο καθορισμός της τοποθεσίας της έδρας της Αρχής δεν επηρεάζει την εκτέλεση των καθηκόντων και εξουσιών της, την οργάνωση της δομής διακυβέρνησής της, τη λειτουργία της κύριας οργάνωσής της ή την κύρια χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της, επιτρέποντας, κατά περίπτωση, την από κοινού χρήση με τους οργανισμούς της Ένωσης υπηρεσιών διοικητικής στήριξης και υπηρεσιών διαχείρισης εγκαταστάσεων οι οποίες δεν συνδέονται με τις κύριες δραστηριότητες της Αρχής.».

6)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

με βάση τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών προτύπων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, ιδίως με την ανάπτυξη σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και άλλων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των γνωμοδοτήσεων·»·

ii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«αα)

καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο σχετικά με την εποπτεία των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές στην Ένωση το οποίο πρέπει να προσδιορίζει βέλτιστες πρακτικές και μεθοδολογίες και διαδικασίες υψηλής ποιότητας, λαμβάνει δε υπόψη, μεταξύ άλλων, τις μεταβαλλόμενες επιχειρηματικές πρακτικές και τα επιχειρηματικά μοντέλα, καθώς και το μέγεθος των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές και των αγορών·»·

iii)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών ενωσιακών πράξεων, ιδίως συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας, διασφαλίζοντας τη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, αποτρέποντας την καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, προωθώντας και παρακολουθώντας την εποπτική ανεξαρτησία, μεσολαβώντας και επιλύοντας διαφωνίες μεταξύ αρμόδιων αρχών, διασφαλίζοντας αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές, διασφαλίζοντας τη συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών και λαμβάνοντας μέτρα, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης·»·

iv)

τα στοιχεία ε) έως η) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

διοργανώνει και διενεργεί αξιολογήσεις των αρμόδιων αρχών από ομοτίμους και, στο πλαίσιο αυτό, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και εντοπίζει βέλτιστες πρακτικές, με σκοπό την ενίσχυση της συνοχής των εποπτικών αποτελεσμάτων·

στ)

παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα αρμοδιότητάς της, περιλαμβανομένων, εφόσον ενδείκνυται, των εξελίξεων που αφορούν τις τάσεις στις καινοτόμες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις εξελίξεις που σχετίζονται με τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και τους σχετικούς με τη διακυβέρνηση παράγοντες·

ζ)

πραγματοποιεί αναλύσεις αγοράς για την ενημέρωση της διαδικασίας απαλλαγής για τα καθήκοντα της Αρχής·

η)

ενισχύει, κατά περίπτωση, την προστασία των καταναλωτών και των επενδυτών, ιδίως σε σχέση με τις ελλείψεις σε διασυνοριακό πλαίσιο και λαμβάνοντας υπόψη τους σχετικούς κινδύνους·»·

v)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«θα)

συμβάλλει στη θέσπιση κοινής στρατηγικής της Ένωσης για τα χρηματοοικονομικά δεδομένα·»·

vi)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ια)

δημοσιεύει στον ιστότοπό της και ενημερώνει σε τακτική βάση όλα τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, τις κατευθυντήριες γραμμές, τις συστάσεις και τις ερωτήσεις και απαντήσεις για κάθε νομοθετική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, συμπεριλαμβανομένων των επισκοπήσεων που αφορούν την τρέχουσα κατάσταση των εν εξελίξει εργασιών και το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα για την έγκριση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων.»·

vii)

το στοιχείο ιβ) απαλείφεται·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή:

α)

κάνει χρήση όλων των εξουσιών που διαθέτει·

β)

λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο για κατοχύρωση της ασφάλειας και ευρωστίας των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές, λαμβάνει δεόντως υπόψη τους διαφόρους τύπους, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές· και

γ)

λαμβάνει υπόψη την τεχνολογική καινοτομία, καινοτόμα και βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα, καθώς και την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και των σχετικών με τη διακυβέρνηση παραγόντων.»·

γ)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία:

«γα)

εκδίδει συστάσεις όπως ορίζεται στο άρθρο 29α·»·

«δα)

εκδίδει προειδοποιήσεις σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3·»·

ii)

το στοιχείο ζ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ζ)

γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16α·»·

iii)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ζα)

εκδίδει απαντήσεις σε ερωτήσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 16β·

ζβ)

λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 9α·»·

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και κατά την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Αρχή ενεργεί βάσει και εντός των ορίων του νομοθετικού πλαισίου και λαμβάνει δεόντως υπόψη τις αρχές της αναλογικότητας, όποτε είναι σκόπιμο, και της βελτίωσης της νομοθεσίας, περιλαμβανομένων των αποτελεσμάτων αναλύσεων κόστους/οφέλους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Οι ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις που αναφέρονται στα άρθρα 10, 15, 16 και 16α διεξάγονται όσο το δυνατόν ευρύτερα, για να διασφαλιστεί μια προσέγγιση χωρίς αποκλεισμούς προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, και παρέχουν εύλογο χρόνο στους ενδιαφερομένους για να απαντήσουν. Η Αρχή δημοσιεύει περίληψη της συμβολής των ενδιαφερομένων και επισκόπηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν οι πληροφορίες και οι απόψεις που προέκυψαν από τις διαβουλεύσεις, σε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου και σε σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου.».

7)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

συλλογή, ανάλυση και αναφορά των καταναλωτικών τάσεων, όπως η εξέλιξη του κόστους και των επιβαρύνσεων για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες λιανικής και χρηματοοικονομικά προϊόντα λιανικής στα κράτη μέλη·»·

ii)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία:

«αα)

διενέργεια ενδελεχών θεματικών αξιολογήσεων της συμπεριφοράς των αγορών, διαμόρφωση κοινής αντίληψης όσον αφορά τις πρακτικές των αγορών με σκοπό τον εντοπισμό δυνητικών προβλημάτων και την ανάλυση των επιπτώσεών τους·

αβ)

ανάπτυξη δεικτών κινδύνου λιανικής με σκοπό τον έγκαιρο εντοπισμό αιτιών που ενδέχεται να προκαλέσουν βλάβη στους καταναλωτές και τους επενδυτές·»·

iii)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ε)

συμβολή στην εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά όπου οι καταναλωτές και οι λοιποί χρήστες των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών έχουν ισότιμη πρόσβαση σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και χρηματοοικονομικά προϊόντα·

στ)

συντονισμός των δραστηριοτήτων ανώνυμης έρευνας αγοράς («mystery shopping») των αρμόδιων αρχών, κατά περίπτωση.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή παρακολουθεί τις νέες και τις υφιστάμενες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και μπορεί να εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με σκοπό την προώθηση της ασφάλειας και της αξιοπιστίας των αγορών, καθώς και τη σύγκλιση και την αποτελεσματικότητα των ρυθμιστικών και εποπτικών πρακτικών.»·

γ)

οι παράγραφοι 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Αρχή συστήνει, ως αναπόσπαστο οργανωτικό της μέρος, επιτροπή για την προστασία των καταναλωτών και τη χρηματοοικονομική καινοτομία, στην οποία συμμετέχουν όλες οι σχετικές αρμόδιες αρχές και οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την προστασία των καταναλωτών, με σκοπό την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, την επίτευξη συντονισμένης προσέγγισης όσον αφορά τη ρυθμιστική και εποπτική μεταχείριση των νέων ή καινοτόμων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων και την παροχή γνωμοδοτήσεων με σκοπό να τις παρουσιάσει η Αρχή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Η Αρχή συνεργάζεται στενά με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*44) για την αποφυγή επικαλύψεων, ασυνεπειών και έλλειψης νομικής σαφήνειας στον τομέα της προστασίας δεδομένων. Η Αρχή μπορεί επίσης να προσκαλεί εθνικές αρχές προστασίας δεδομένων ως παρατηρητές στην επιτροπή.

5.   Η Αρχή μπορεί προσωρινά να απαγορεύσει ή να περιορίσει την εμπορική προώθηση, διανομή ή πώληση ορισμένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, μέσων ή δραστηριοτήτων που ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντική οικονομική ζημία στους πελάτες ή καταναλωτές, ή απειλούν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση, στις περιπτώσεις που καθορίζονται και υπό τους όρους που θεσπίζονται στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή, εφόσον απαιτείται, σε περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα και με τους όρους που θεσπίζονται στο άρθρο 18.

Η Αρχή επανεξετάζει την απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά εξάμηνο. Μετά από τουλάχιστον δύο διαδοχικές ανανεώσεις και βάσει κατάλληλης ανάλυσης η οποία στοχεύει στο να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις στον πελάτη ή στον καταναλωτή, η Αρχή δύναται να αποφασίσει σχετικά με την ετήσια ανανέωση της απαγόρευσης.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Αρχή να επανεξετάσει την απόφασή της. Σε αυτήν την περίπτωση, η Αρχή αποφασίζει αν θα εμμείνει στην απόφαση αυτή κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

Η Αρχή μπορεί επίσης να εκτιμήσει την ανάγκη απαγόρευσης ή περιορισμού ορισμένων μορφών χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής και, εφόσον χρειαστεί, να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να διευκολύνει τη θέσπιση οποιασδήποτε απαγόρευσης ή περιορισμού.

(*44)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).»."

8)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 9α

Επιστολές μη ανάληψης δράσης

1.   Η Αρχή λαμβάνει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν θεωρεί ότι η εφαρμογή μίας από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιωνδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που βασίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις ενδέχεται να εγείρει σημαντικά ζητήματα, για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

α)

η Αρχή θεωρεί ότι οι διατάξεις που περιλαμβάνονται σε μια τέτοια πράξη μπορεί να έρχονται σε άμεση αντίθεση με άλλη σχετική πράξη,

β)

όταν η πράξη είναι μία από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η απουσία κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που θα συμπλήρωναν ή θα διευκρίνιζαν τη σχετική πράξη θα δημιουργούσε εύλογες αμφιβολίες σχετικά με τις νομικές συνέπειες που απορρέουν από τη νομοθετική πράξη ή την ορθή εφαρμογή της,

γ)

η απουσία κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16, θα δημιουργούσε πρακτικές δυσκολίες όσον αφορά την εφαρμογή της σχετικής νομοθετικής πράξης.

2.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Αρχή απευθύνει στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή, έγγραφη αναλυτική έκθεση στην οποία περιγράφει λεπτομερώς τα ζητήματα που θεωρεί ότι υφίστανται.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), η Αρχή γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που, κατά την κρίση της Αρχής, αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της.

Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, η Αρχή αξιολογεί το συντομότερο δυνατόν την ανάγκη να εγκρίνει σχετικές κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16.

Η Αρχή ενεργεί με ταχείες διαδικασίες, ιδίως με σκοπό να συμβάλει στην πρόληψη των ζητημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όποτε αυτό είναι δυνατόν.

3.   Εφόσον απαιτείται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και εν αναμονή της έγκρισης και της εφαρμογής νέων μέτρων σε συνέχεια των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Αρχή εκδίδει γνώμες σχετικά με συγκεκριμένες διατάξεις των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, με σκοπό την προώθηση συνεκτικών, αποδοτικών και αποτελεσματικών πρακτικών εποπτείας και επιβολής, καθώς και της κοινής, ενιαίας και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.

4.   Όταν, βάσει των πληροφοριών που λαμβάνονται, ιδίως από τις αρμόδιες αρχές, η Αρχή θεωρεί ότι οποιαδήποτε από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιαδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστική πράξη που βασίζεται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις εγείρει σημαντικά έκτακτα ζητήματα που αφορούν την εμπιστοσύνη της αγοράς, την προστασία των καταναλωτών, των πελατών ή των επενδυτών, την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών εμπορευμάτων, ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, απευθύνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση επιστολή στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή, στην οποία περιγράφει λεπτομερώς τα ζητήματα που θεωρεί ότι υφίστανται. Η Αρχή δύναται να γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που, κατά την κρίση της Αρχής, αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της.».

9)

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οσάκις το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέτουν εξουσίες στην Επιτροπή για τη θέσπιση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεκτική εναρμόνιση στους τομείς που περιγράφονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η Αρχή δύναται να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων. Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που κατάρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση. Ταυτόχρονα, η Αρχή διαβιβάζει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.»·

ii)

το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Πριν την υποβολή τους στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι πολύ δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τις επιπτώσεις των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τις συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που αναφέρεται στο άρθρο 37.»·

iii)

το τέταρτο εδάφιο απαλείφεται·

iv)

το πέμπτο και το έκτο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή ενημερώνει εν ευθέτω χρόνω το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ότι η έγκριση δεν μπορεί να λάβει χώρα εντός της τρίμηνης περιόδου. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων εν μέρει μόνον ή, εάν το απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης, με τροποποιήσεις.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει ένα σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, διαβιβάζει και πάλι το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν το εγκρίνει ή εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Η Επιτροπή διαβιβάζει αντίγραφο της επιστολής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης προς έγκριση. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Εφόσον η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας προθεσμίας. Η Αρχή ενημερώνει εγκαίρως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή ότι δεν θα τηρήσει τη νέα προθεσμία.»·

γ)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τις επιπτώσεις των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τις συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που αναφέρεται στο άρθρο 37.»·

δ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Οι λέξεις «ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο» εμφανίζονται στον τίτλο των κανονισμών ή αποφάσεων αυτών. Τα εν λόγω πρότυπα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζουν να ισχύουν κατά την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.».

10)

Στο άρθρο 13 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο απαλείφεται.

11)

Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέτουν εκτελεστικές εξουσίες στην Επιτροπή για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων με εκτελεστικές πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ, στους τομείς που ορίζονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η Αρχή δύναται να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων. Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα είναι τεχνικής φύσεως, δεν συνεπάγονται στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές, το δε περιεχόμενό τους είναι να καθοριστούν οι όροι εφαρμογής αυτών των πράξεων. Η Αρχή υποβάλλει το σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που κατήρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση. Ταυτόχρονα, η Αρχή διαβιβάζει τα εν λόγω τεχνικά πρότυπα προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Πριν από την υποβολή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και αν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι πολύ δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τις συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά έναν μήνα. Η Επιτροπή ενημερώνει εν ευθέτω χρόνω το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ότι η έγκριση δεν μπορεί να ληφθεί εντός της τρίμηνης περιόδου. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εν μέρει μόνον ή με τροποποιήσεις, εφόσον αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει ένα σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή προτίθεται να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, το διαβιβάζει και πάλι προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν σκοπεύει να το εγκρίνει ή εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Η Επιτροπή διαβιβάζει αντίγραφο της επιστολής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Αν, κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή έχει υποβάλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.

Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

2.   Όταν η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας χρονικής προθεσμίας. Η Αρχή ενημερώνει εγκαίρως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή ότι δεν θα τηρήσει τη νέα προθεσμία.»·

β)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τις συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που αναφέρεται στο άρθρο 37.»·

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Οι λέξεις «εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο» εμφανίζονται στον τίτλο των κανονισμών ή αποφάσεων αυτών. Τα εν λόγω πρότυπα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζουν να ισχύουν κατά την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.».

12)

Το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών στο ΕΣΧΕ και την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, η Αρχή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με αποδέκτες όλες τις αρμόδιες αρχές ή όλους τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές και εκδίδει συστάσεις με αποδέκτες μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές ή έναν ή περισσότερους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές.

Οι κατευθυντήριες γραμμές και οι συστάσεις εκδίδονται σύμφωνα με τις εξουσιοδοτήσεις που παρέχονται στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή το παρόν άρθρο.

2.   Η Αρχή διενεργεί, κατά περίπτωση, ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδει και αναλύει τα συναφή ενδεχόμενα κόστη και οφέλη της έκδοσης τέτοιου είδους κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και την επίπτωση των κατευθυντήριων γραμμών ή των συστάσεων. Η Αρχή ζητεί επίσης, κατά περίπτωση, συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που αναφέρεται στο άρθρο 37. Η Αρχή, όταν δεν διεξάγει ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις ή δεν ζητεί συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, προβαίνει σε σχετική αιτιολόγηση.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Οι κατευθυντήριες γραμμές και οι συστάσεις δεν αναφέρονται μόνο σε στοιχεία νομοθετικών πράξεων ούτε τα αναπαράγουν. Πριν να εκδώσει νέα κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση, η Αρχή επανεξετάζει τις υφιστάμενες κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, ώστε να αποφευχθεί τυχόν αλληλεπικάλυψη.»·

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που έχουν εκδοθεί.».

13)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 16α

Γνωμοδοτήσεις

1.   Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της.

2.   Το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιλαμβάνει δημόσια διαβούλευση ή τεχνική ανάλυση.

3.   Όσον αφορά τις προληπτικές αξιολογήσεις συγχωνεύσεων και αποκτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και για τις οποίες, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, απαιτείται διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές, να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνώμη για προληπτική εκτίμηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αφορούν τα κριτήρια του άρθρου 13 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η γνώμη εκδίδεται άμεσα και σε κάθε περίπτωση πριν από τη λήξη της περιόδου εκτίμησης σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ.

4.   Η Αρχή δύναται, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, να παρέχει τεχνικές συμβουλές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 16β

Ερωτήσεις και απαντήσεις

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών και των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις στην Αρχή σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης, σχετικά με την πρακτική εφαρμογή ή τη μεταφορά των διατάξεων των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, τις σχετικές κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδονται βάσει των εν λόγω νομοθετικών πράξεων.

Πριν από την υποβολή ερώτησης προς την Αρχή, οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές εξετάζουν εάν θα απευθύνουν την ερώτηση πρώτα στην αρμόδια αρχή τους.

Πριν δημοσιεύσει τις απαντήσεις σε παραδεκτές ερωτήσεις, η Αρχή δύναται να ζητεί περαιτέρω διευκρινίσεις για τις ερωτήσεις που υποβάλλει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο.

2.   Οι απαντήσεις της Αρχής στις ερωτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν είναι δεσμευτικές. Οι απαντήσεις καθίστανται διαθέσιμες τουλάχιστον στη γλώσσα που υποβλήθηκε η ερώτηση.

3.   Η Αρχή δημιουργεί και διατηρεί διαδικτυακό εργαλείο διαθέσιμο στον ιστότοπό της για την υποβολή ερωτήσεων και την έγκαιρη δημοσίευση όλων των ερωτήσεων που παραλήφθηκαν καθώς και όλων των απαντήσεων σε όλες τις παραδεκτές ερωτήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, εκτός εάν η δημοσίευση έρχεται σε σύγκρουση με το έννομο συμφέρον των προσώπων αυτών ή συνεπάγεται κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η Αρχή δύναται να απορρίπτει ερωτήσεις που δεν προτίθεται να απαντήσει. Οι ερωτήσεις που απορρίπτονται δημοσιεύονται από την Αρχή στον ιστότοπό της για περίοδο δύο μηνών.

4.   Τρία μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου, μπορούν να ζητήσουν από το συμβούλιο εποπτών να αποφασίσει, δυνάμει του άρθρου 44, εάν θα αντιμετωπίσει το ζήτημα της παραδεκτής ερώτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σε κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16, να ζητήσει συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37, να εξετάζει ερωτήσεις και απαντήσεις σε κατάλληλα διαστήματα, να διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις ή να αναλύει τις ενδεχόμενες συναφείς δαπάνες και οφέλη. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και τον αντίκτυπο των υπό εξέταση σχεδίων ερωτήσεων και απαντήσεων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Σε περίπτωση συμμετοχής της ομάδας συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37, υφίσταται καθήκον εμπιστευτικότητας.

5.   Η Αρχή διαβιβάζει τις ερωτήσεις για τις οποίες απαιτείται ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Αρχή δημοσιεύει όποιες απαντήσεις παρέχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.».

14)

Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών ή με δική της πρωτοβουλία, μεταξύ άλλων όταν βασίζεται σε τεκμηριωμένες και αιτιολογημένες πληροφορίες από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η Αρχή περιγράφει πώς προτίθεται να χειριστεί την υπόθεση και, κατά περίπτωση, διερευνά την πιθανολογούμενη παραβίαση ή μη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.»·

ii)

προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η Αρχή μπορεί, αφού ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα για πληροφορίες απευθείας σε άλλες αρμόδιες αρχές, όποτε το αίτημα για πληροφορίες που υπέβαλε η οικεία αρμόδια αρχή αποδείχτηκε ή κρίνεται ανεπαρκές για τη συγκέντρωση των πληροφοριών που κρίνονται αναγκαίες για τη διερεύνηση της πιθανολογούμενης παραβίασης ή μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.

Ο αποδέκτης του εν λόγου αιτήματος παρέχει στην Αρχή σαφείς, ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και πριν από την έκδοση σύστασης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3, η Αρχή συνεργάζεται με την οικεία αρμόδια αρχή, όταν το κρίνει σκόπιμο για την αντιμετώπιση παραβίασης του ενωσιακού δικαίου, σε μια προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας για τις ενέργειες που είναι απαραίτητες ώστε η αρμόδια αρχή να συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο.»·

γ)

οι παράγραφοι 6 και 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται σε αυτήν και εφόσον απαιτείται έγκαιρη αποκατάσταση αυτής της μη συμμόρφωσης προκειμένου να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν οι ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ή να διασφαλιστούν η εύρυθμη λειτουργία και η ακεραιότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, η Αρχή μπορεί, εφόσον οι σχετικές απαιτήσεις των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού ισχύουν άμεσα για τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς συμμετέχοντα στις χρηματοοικονομικές αγορές, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένης της παύσης οποιασδήποτε πρακτικής.

Η απόφαση της Αρχής είναι σύμφωνη με την επίσημη γνώμη που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 4.

7.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Οι αρμόδιες αρχές, όταν αναλαμβάνουν δράση αναφορικά με θέματα που υπόκεινται σε επίσημη γνώμη δυνάμει της παραγράφου 4 ή σε απόφαση δυνάμει της παραγράφου 6, συμμορφώνονται με την επίσημη γνώμη ή την απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση.».

15)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 17α

Προστασία των καταγγελλόντων

1.   Η Αρχή διαθέτει ειδικούς διαύλους καταγγελίας για την παραλαβή και τον χειρισμό πληροφοριών που παρέχονται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προβαίνει σε καταγγελία για πραγματικές ή δυνητικές περιπτώσεις παραβίασης, κατάχρησης ή μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.

2.   Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν καταγγελία μέσω των εν λόγω διαύλων προστατεύονται έναντι αντιποίνων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*45) σχετικά με την προστασία των προσώπων που καταγγέλλουν παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης, κατά περίπτωση.

3.   Η Αρχή διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες μπορούν να υποβάλλονται ανώνυμα ή εμπιστευτικά και με ασφάλεια. Όταν η Αρχή θεωρεί ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες περιλαμβάνουν αποδείξεις ή σοβαρές ενδείξεις για ουσιώδεις παραβάσεις, παρέχει ανατροφοδότηση στον καταγγέλλοντα.

(*45)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ L 305 της 26.11.2019, σ. 17.)»."

16)

Στο άρθρο 18, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Αν το Συμβούλιο έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον η συντονισμένη δράση από αρμόδιες αρχές είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης ή την προστασία των πελατών και των επενδυτών, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές, διασφαλίζοντας ότι οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές και οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις.».

17)

Το άρθρο 19 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Στις περιπτώσεις που προσδιορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 17, η Αρχή μπορεί να επικουρεί τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

α)

κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, εάν μια αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή το περιεχόμενο πράξης, προτεινόμενης πράξης ή αδράνειας από άλλη αρμόδια αρχή·

β)

στις περιπτώσεις που οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 προβλέπουν ότι η Αρχή μπορεί να επικουρεί με δική της πρωτοβουλία όταν, με βάση αντικειμενικούς λόγους, μπορεί να προσδιοριστεί διαφωνία μεταξύ αρμόδιων αρχών.

Στις περιπτώσεις που οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν τη λήψη κοινής απόφασης από τις αρμόδιες αρχές και όταν, σύμφωνα με τις εν λόγω πράξεις, η Αρχή μπορεί να επικουρεί με δική της πρωτοβουλία τις οικείες αρμόδιες αρχές για την επίτευξη συμφωνίας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου η διαφωνία τεκμαίρεται όταν δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση των εν λόγω αρχών εντός των προθεσμιών που ορίζονται στις εν λόγω πράξεις.»·

β)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«1α.   Οι οικείες αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Αρχή ότι δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 προβλέπεται προθεσμία για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και επέρχεται ένα από τα ακόλουθα:

i)

η προθεσμία έχει λήξει· ή

ii)

τουλάχιστον δύο οικείες αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει διαφωνία, βάσει αντικειμενικών λόγων·

β)

όταν, στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, δεν έχει προβλεφθεί προθεσμία για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και επέρχεται ένα από τα ακόλουθα:

i)

τουλάχιστον δύο οικείες αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει διαφωνία, βάσει αντικειμενικών λόγων· ή

ii)

έχει παρέλθει διάστημα δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής από αρμόδια αρχή αιτήματος άλλης αρμόδιας αρχής για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων με σκοπό τη συμμόρφωση με τις εν λόγω πράξεις και η αρμόδια αρχή στην οποία απευθύνεται το αίτημα δεν έχει εκδώσει ακόμη απόφαση η οποία να ικανοποιεί το αίτημα.

1β.   Ο πρόεδρος κρίνει κατά πόσον η Αρχή πρέπει να ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 1. Όταν η παρέμβαση πραγματοποιείται με πρωτοβουλία της Αρχής, η Αρχή γνωστοποιεί στις οικείες αρμόδιες αρχές την απόφασή της σχετικά με την παρέμβαση.

Έως ότου εκδοθεί η απόφαση της Αρχής σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 4, στις περιπτώσεις στις οποίες οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν τη λήψη κοινής απόφασης, όλες οι αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στην κοινή απόφαση αναβάλλουν τις ατομικές αποφάσεις τους. Εφόσον η Αρχή αποφασίσει να ενεργήσει, όλες οι αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στην κοινή απόφαση αναβάλλουν τη λήψη των αποφάσεών τους έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Εάν οι οικείες αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία κατά τη διάρκεια της φάσης συμβιβασμού που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η Αρχή μπορεί να λάβει απόφαση απαιτώντας από τις εν λόγω αρχές να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα ή να μην προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την επίλυση του θέματος και να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο. Η απόφαση της Αρχής είναι δεσμευτική για τις οικείες αρμόδιες αρχές. Η απόφαση της Αρχής μπορεί να επιβάλει στις αρμόδιες αρχές να ανακαλέσουν ή να τροποποιήσουν μια απόφαση που εξέδωσαν ή να κάνουν χρήση των εξουσιών που διαθέτουν βάσει της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης.»·

δ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Η Αρχή ενημερώνει τις οικείες αρμόδιες αρχές σχετικά με την ολοκλήρωση των διαδικασιών βάσει των παραγράφων 2 και 3, κοινοποιώντας τους ταυτόχρονα, κατά περίπτωση, την απόφαση που έλαβε βάσει της παραγράφου 3.»·

ε)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής και έτσι δεν διασφαλίσει τη συμμόρφωση συμμετέχοντος στις χρηματοοικονομικές αγορές με τις απαιτήσεις που ισχύουν άμεσα για αυτόν σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς συμμετέχοντα στις χρηματοοικονομικές αγορές, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένης της παύσης οποιασδήποτε πρακτικής.».

18)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή προωθεί και παρακολουθεί, εντός του πεδίου των εξουσιών της, την αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία των σωμάτων εποπτών, όπου αυτά θεσπίζονται με νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, και ενισχύει τη συνέπεια και τη συνοχή στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στα σώματα εποπτών. Με στόχο τη σύγκλιση των βέλτιστων πρακτικών εποπτείας, η Αρχή προωθεί κοινά εποπτικά σχέδια και κοινούς ελέγχους και το προσωπικό της Αρχής έχει πλήρη δικαιώματα συμμετοχής στα σώματα εποπτών και, ως εκ τούτου, δύναται να συμμετέχει στις δραστηριότητες των σωμάτων εποπτών, μεταξύ άλλων, σε επιτόπιες επιθεωρήσεις, που διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.»·

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο όσον αφορά τη διασφάλιση της συνεπούς και συνεκτικής λειτουργίας των σωμάτων εποπτών για τα διασυνοριακά ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές που αναφέρονται στο άρθρο 23, και, κατά περίπτωση, συγκαλεί συνεδρίαση του σώματος.»·

ii)

στο τρίτο εδάφιο, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

να δρομολογεί και να συντονίζει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 32 για να εκτιμά την αντοχή των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές, ιδίως τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, όπως αναφέρεται στο άρθρο 23, υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, καθώς και να αξιολογεί το ενδεχόμενο αύξησης του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν βασικοί συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές υπό συνθήκες πίεσης, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο και, όταν κρίνεται σκόπιμο, να απευθύνει σύσταση στην αρμόδια αρχή για διόρθωση των προβλημάτων που εντοπίζονται κατά την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων περιλαμβανόμενης της σύστασης για διεξαγωγή ειδικών εκτιμήσεων. Μπορεί να συστήνει στις αρμόδιες αρχές να διεξάγουν επιτόπιες επιθεωρήσεις και να συμμετέχει σε τέτοιου είδους επιτόπιες επιθεωρήσεις, ώστε να εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα και η αξιοπιστία των μεθόδων, των πρακτικών και των αποτελεσμάτων των εκτιμήσεων σε επίπεδο Ένωσης·»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Αρχή μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, σύμφωνα με τις εξουσιοδοτήσεις των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15, για να διασφαλίζει ενιαίους όρους εφαρμογής σε σχέση με τις διατάξεις που αφορούν την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτών. Η Αρχή μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16, με στόχο την προώθηση της σύγκλισης της εποπτικής λειτουργίας και των βέλτιστων πρακτικών που έχουν εγκριθεί από τα σώματα εποπτών.».

19)

Το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Γενικές διατάξεις περί συστημικών κινδύνων»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή με δικής της πρωτοβουλία, η Αρχή μπορεί να ερευνά συγκεκριμένο είδος χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή συγκεκριμένο είδος προϊόντων ή συγκεκριμένη μορφή συμπεριφοράς, προκειμένου να εκτιμά ενδεχόμενους κινδύνους κατά της ακεραιότητας των χρηματοοικονομικών αγορών ή της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος ή της προστασίας των πελατών ή των επενδυτών και να απευθύνει κατάλληλες συστάσεις στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές για την ανάληψη δράσης.

Σε συνέχεια της έρευνας που διεξάγεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, το συμβούλιο εποπτών δύναται να προβαίνει στη διατύπωση κατάλληλων συστάσεων για ανάληψη δράσης προς τις οικείες αρμόδιες αρχές.

Για τον σκοπό αυτόν, η Αρχή μπορεί να κάνει χρήση των εξουσιών που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 35.».

20)

Στο άρθρο 23, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή, σε συνεννόηση με το ΕΣΣΚ, αναπτύσσει κριτήρια για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου, καθώς και κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης, που περιλαμβάνει αξιολόγηση του ενδεχόμενου αύξησης, υπό συνθήκες πίεσης, του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν ή στον οποίο εκτίθενται οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, συμπεριλαμβανομένου του συστημικού κινδύνου που σχετίζεται με το περιβάλλον. Οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές οι οποίοι ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία και, όποτε απαιτείται, στις διαδικασίες αποκατάστασης και εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 25.».

21)

Στο άρθρο 27 παράγραφος 2, το δεύτερο εδάφιο απαλείφεται·

22)

Το άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία:

«αα)

καθορίζει τις στρατηγικές εποπτικές προτεραιότητες της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 29α·

αβ)

συγκροτεί ομάδες συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 45β για την προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και τον προσδιορισμό των βέλτιστων πρακτικών.»·

ii)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

προάγει την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών όσον αφορά όλα τα σχετικά ζητήματα, μεταξύ άλλων την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και τις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, τηρώντας πλήρως τις ισχύουσες διατάξεις για την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων που προβλέπουν οι συναφείς νομοθετικές πράξεις·»·

iii)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

καταρτίζει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, μεταξύ άλλων όσον αφορά την τεχνολογική καινοτομία, διευκολύνει τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις αρμόδιες αρχές να εντείνουν τη χρήση προγραμμάτων αποσπάσεων και άλλων εργαλείων·»·

iv)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«στ)

θεσπίζει σύστημα παρακολούθησης για την αξιολόγηση των σοβαρών περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση κινδύνων, λαμβάνοντας υπόψη τη συμφωνία του Παρισιού για τη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή·»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή μπορεί, κατά περίπτωση, να αναπτύξει νέα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης για την προαγωγή κοινών εποπτικών προσεγγίσεων και πρακτικών.

Με σκοπό την ανάπτυξη κοινής εποπτικής νοοτροπίας, η Αρχή καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο σχετικά με την εποπτεία των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές στην Ένωση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τις επιχειρηματικές πρακτικές, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών, μεταξύ άλλων τις αλλαγές λόγω της τεχνολογικής καινοτομίας, των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές και των αγορών. Το ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο ορίζει βέλτιστες πρακτικές και διαμορφώνει μεθοδολογίες και διαδικασίες υψηλής ποιότητας.

Όταν κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τις γνωμοδοτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και τα εργαλεία και τα μέσα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Αναλύει επίσης, κατά περίπτωση, τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες. Οι διαβουλεύσεις και αναλύσεις αυτές είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και τις επιπτώσεις των γνωμών ή των εργαλείων και των μέσων. Η Αρχή ζητεί επίσης, όπου κρίνεται σκόπιμο, συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών.».

23)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 29α

Στρατηγικές εποπτικές προτεραιότητες της Ένωσης

Μετά από συζήτηση στο συμβούλιο εποπτών και λαμβάνοντας υπόψη τις συνεισφορές που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, τις τρέχουσες εργασίες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και τις αναλύσεις, τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις που δημοσιεύονται από το ΕΣΣΚ, η Αρχή προσδιορίζει, τουλάχιστον ανά τριετία και έως τις 31 Μαρτίου, έως δύο προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις μελλοντικές εξελίξεις και τάσεις. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω προτεραιότητες κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων εργασίας τους και ενημερώνουν την Αρχή σχετικά. Η Αρχή συζητά τις σχετικές δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών το επόμενο έτος και συνάγει συμπεράσματα. Η Αρχή συζητά πιθανές επακόλουθες ενέργειες οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις προς τις αρμόδιες αρχές και αξιολογήσεις από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα.

Οι προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας που προσδιορίζονται από την Αρχή δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν τις δικές τους βέλτιστες πρακτικές, ενεργώντας με βάση τις πρόσθετες προτεραιότητες και εξελίξεις, και λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες.».

24)

Το άρθρο 30 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 30

Αξιολογήσεις αρμόδιων αρχών από ομοτίμους

1.   Η Αρχή διεξάγει περιοδικά αξιολογήσεις ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών από ομοτίμους, με σκοπό την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας και της αποτελεσματικότητας στα εποπτικά αποτελέσματα. Προς τον σκοπό αυτόν, η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική εκτίμηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρμόδιων αρχών που αξιολογούνται. Κατά τον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση αξιολογήσεων από ομοτίμους, λαμβάνονται υπόψη υπάρχουσες πληροφορίες και οι αξιολογήσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί σχετικά με την οικεία αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συναφών πληροφοριών που παρέχονται στην Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 35 και κάθε συναφούς πληροφορίας από τους συμφεροντούχους.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η Αρχή συστήνει ad hoc επιτροπές αξιολόγησης από ομοτίμους, αποτελούμενες από προσωπικό της Αρχής και μέλη των αρμόδιων αρχών. Η προεδρία των επιτροπών αξιολόγησης από ομοτίμους ασκείται από μέλος του προσωπικού της Αρχής. Ο πρόεδρος της Αρχής, κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης για συμμετοχή, προτείνει τον πρόεδρο και τα μέλη επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους, που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών. Η πρόταση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εκτός εάν, εντός 10 ημερών από την πρόταση του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών εκδώσει απορριπτική απόφαση.

3.   Η αξιολόγηση από ομοτίμους περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αξιολόγηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:

α)

της επάρκειας των πόρων, του βαθμού ανεξαρτησίας και των ρυθμίσεων διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής, ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και της ικανότητας αντίδρασης στις εξελίξεις της αγοράς·

β)

της αποτελεσματικότητας και του βαθμού σύγκλισης που επιτεύχθηκε στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου και στην εποπτική πρακτική, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 16, και του βαθμού στον οποίο η εποπτική πρακτική επιτυγχάνει τους στόχους που ορίζονται από το ενωσιακό δίκαιο·

γ)

της εφαρμογής των βέλτιστων πρακτικών που ανέπτυξαν ορισμένες αρμόδιες αρχές η υιοθέτηση των οποίων θα μπορούσε να ήταν προς όφελος άλλων αρμόδιων αρχών·

δ)

της αποτελεσματικότητας και του βαθμού σύγκλισης που επιτεύχθηκε όσον αφορά την επιβολή των διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, περιλαμβανομένων των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων που επιβλήθηκαν κατά των υπεύθυνων προσώπων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις εν λόγω διατάξεις.

4.   Η Αρχή εκδίδει έκθεση με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Η εν λόγω έκθεση αξιολόγησης από ομοτίμους εκπονείται από την επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους και εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 4. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αυτής, η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης, προκειμένου να διατηρηθεί η συνέπεια με άλλες εκθέσεις αξιολόγησης από ομοτίμους και να διασφαλιστούν ίσοι όροι. Το συμβούλιο διοίκησης αξιολογεί ιδίως αν έχει εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο η μεθοδολογία. Στην εν λόγω έκθεση επεξηγούνται και υποδεικνύονται τα συμπληρωματικά μέτρα που κρίνονται ενδεδειγμένα, αναλογικά και αναγκαία ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Τα εν λόγω συμπληρωματικά μέτρα μπορούν να διατυπωθούν υπό μορφή κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 και γνωμοδοτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται.

Κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 ή κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16, η Αρχή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα των αξιολογήσεων από ομοτίμους παράλληλα με οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, προκειμένου να διασφαλίσει τη σύγκλιση εποπτικών πρακτικών ύψιστης ποιότητας.

5.   Η Αρχή υποβάλλει γνώμη στην Επιτροπή όποτε, έχοντας υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, θεωρεί ότι θα ήταν αναγκαία περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων της Ένωσης που εφαρμόζονται στους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές ή στις αρμόδιες αρχές από ενωσιακή άποψη.

6.   Η Αρχή καταρτίζει συμπληρωματική έκθεση μετά την παρέλευση δύο ετών από τη δημοσίευση της έκθεσης αξιολόγησης από ομότιμους. Την έκθεση επακολούθησης συντάσσει η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους και εγκρίνει το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 4. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αυτής, η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης, με σκοπό να διατηρηθεί η συνέπεια με άλλες συμπληρωματικές εκθέσεις. Η συμπληρωματική έκθεση περιλαμβάνει εκτίμηση, μεταξύ άλλων, της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας των ενεργειών στις οποίες προέβησαν οι αρμόδιες αρχές που υπόκεινται σε αξιολόγηση από ομοτίμους ανταποκρινόμενες στα συμπληρωματικά μέτρα που περιέχονταν στην έκθεση αξιολόγησης από ομότιμους.

7.   Η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές που υπόκεινται στην αξιολόγηση από ομοτίμους, προσδιορίζει τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Η Αρχή δημοσιοποιεί τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της αξιολόγησης από ομοτίμους και της συμπληρωματικής έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 6. Σε περίπτωση που τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της Αρχής διαφέρουν από αυτά που έχει προσδιορίσει η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους, η Αρχή διαβιβάζει, σε εμπιστευτική βάση, τα ευρήματα της επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Όταν η αρμόδια αρχή που υπόκειται στην αξιολόγηση από ομοτίμους ανησυχεί ότι η δημοσίευση των αιτιολογημένων κύριων ευρημάτων της Αρχής θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, έχει τη δυνατότητα να παραπέμψει το θέμα στο συμβούλιο εποπτών. Το συμβούλιο εποπτών δύναται να αποφασίσει να μην δημοσιεύσει τα εν λόγω αποσπάσματα.

8.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει πρόταση προγράμματος εργασίας για τις αξιολογήσεις από ομοτίμους όσον αφορά τα επόμενα δύο έτη, η οποία λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τα διδάγματα από τις προηγούμενες διαδικασίες αξιολόγησης από ομοτίμους και τις συζητήσεις των ομάδων συντονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 45β. Το σχέδιο εργασίας για τις αξιολογήσεις από ομοτίμους αποτελεί χωριστό τμήμα του ετήσιου και πολυετούς προγράμματος εργασίας. Το σχέδιο δημοσιοποιείται. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης ή απρόβλεπτων γεγονότων, η Αρχή μπορεί να αποφασίσει τη διενέργεια πρόσθετων αξιολογήσεων από ομοτίμους.».

25)

το άρθρο 31 τροποποιείται ως εξής:

α)

η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή διαδραματίζει γενικό συντονιστικό ρόλο μεταξύ των αρμόδιων αρχών, ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αντίξοες εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση.»·

β)

η δεύτερη παράγραφος τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή προάγει τη συντονισμένη ενωσιακή απόκριση, μεταξύ άλλων με:»·

ii)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

τη λήψη κατάλληλων μέτρων στην περίπτωση εξελίξεων που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, με σκοπό τον συντονισμό των ενεργειών που αναλαμβάνονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές·»·

iii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«εα)

τη λήψη κατάλληλων μέτρων για τον συντονισμό των δράσεων που αναλαμβάνονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές με σκοπό τη διευκόλυνση της εισόδου στην αγορά φορέων ή προϊόντων που βασίζονται στην τεχνολογική καινοτομία·»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Προκειμένου να συμβάλει στην καθιέρωση κοινής ευρωπαϊκής προσέγγισης όσον αφορά την τεχνολογική καινοτομία, η Αρχή προωθεί την εποπτική σύγκλιση, με την υποστήριξη, κατά περίπτωση, της επιτροπής για την προστασία των καταναλωτών και τη χρηματοοικονομική καινοτομία, διευκολύνοντας την είσοδο στην αγορά φορέων ή προϊόντων που βασίζονται στην τεχνολογική καινοτομία, ιδίως μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16.».

26)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 31α

Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την καταλληλότητα και την εντιμότητα

Η Αρχή, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), δημιουργούν σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με την εκτίμηση της καταλληλότητας και της εντιμότητας των κατόχων ειδικών συμμετοχών, των διευθυντών και των βασικών αρμοδίων των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 31β

Λειτουργία συντονισμού σε σχέση με εντολές, συναλλαγές και δραστηριότητες με σημαντικές διασυνοριακές επιπτώσεις

Εάν αρμόδια αρχή έχει αποδείξεις ή σαφείς ενδείξεις, από διάφορες πηγές, ότι εντολές, συναλλαγές ή οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα με σημαντικές διασυνοριακές επιπτώσεις απειλεί την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ένωσης, ενημερώνει αμέσως την Αρχή και παρέχει τις σχετικές πληροφορίες. Η Αρχή μπορεί να εκδίδει γνώμη σχετικά με την κατάλληλη επανεξέταση προς τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία έλαβε χώρα η πιθανολογούμενη δραστηριότητα.».

27)

Το άρθρο 32 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Αξιολόγηση των εξελίξεων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων»·

β)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή παρακολουθεί και αξιολογεί τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα της αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), το ΕΣΣΚ, και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις συναφείς μικροπροληπτικές τάσεις, τους ενδεχόμενους κινδύνους και τα τρωτά σημεία. Η Αρχή περιλαμβάνει στις αξιολογήσεις της ανάλυση των αγορών εντός των οποίων λειτουργούν οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές και αξιολόγηση των επιπτώσεων των πιθανών εξελίξεων της αγοράς σε αυτούς τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές.»·

γ)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης αξιολογήσεις της αντοχής των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς τον σκοπό αυτόν αναπτύσσει:»·

ii)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης της επίπτωσης οικονομικών σεναρίων στη χρηματοοικονομική θέση ενός συμμετέχοντα στις χρηματοοικονομικές αγορές, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των κινδύνων που απορρέουν από δυσμενείς περιβαλλοντικές εξελίξεις·»·

iii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«αα)

κοινές μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές που πρέπει να περιλαμβάνονται στις αξιολογήσεις σε επίπεδο Ένωσης·»·

iv)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δ)

κοινές μεθοδολογίες για την εκτίμηση της επίπτωσης των περιβαλλοντικών κινδύνων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές.»·

v)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Αρχή συνεργάζεται με το ΕΣΣΚ.»·

δ)

στην παράγραφο 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, η Αρχή διαβιβάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος ή και συχνότερα, όταν κρίνει σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο ΕΣΣΚ, αξιολογήσεις τάσεων, δυνητικών κινδύνων και τρωτών σημείων στον τομέα αρμοδιότητάς της, σε συνδυασμό με τους δείκτες που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.».

28)

Το άρθρο 33 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 33

Διεθνείς σχέσεις συμπεριλαμβανομένης της ισοδυναμίας

1.   Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των ενωσιακών θεσμικών οργάνων, η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και τους διοικητικούς φορείς τρίτων χωρών. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις στην Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε αποτρέπουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους από τη σύναψη διμερών ή πολυμερών ρυθμίσεων με αυτές τις τρίτες χώρες.

Εάν μια τρίτη χώρα, σύμφωνα με την ισχύουσα κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θεσπίστηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χωρών που παρουσιάζουν στρατηγικές ανεπάρκειες στα εθνικά τους συστήματα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες συνεπάγονται σημαντικές απειλές για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, η Αρχή δεν συνάπτει διοικητικές ρυθμίσεις με τις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας. Αυτό δεν αποκλείει άλλες μορφές συνεργασίας μεταξύ της Αρχής και των αντίστοιχων αρχών των τρίτων χωρών, με σκοπό τη μείωση των απειλών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης.

2.   Η Αρχή επικουρεί την Επιτροπή στην εκπόνηση αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά ρυθμιστικά καθεστώτα και καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες κατόπιν συγκεκριμένου αιτήματος της Επιτροπής για παροχή συμβουλών ή εφόσον απαιτείται από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.   Η Αρχή παρακολουθεί, με ιδιαίτερη έμφαση στις επιπτώσεις τους στη χρηματοοικονομική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των επενδυτών ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, τις σχετικές ρυθμιστικές και εποπτικές εξελίξεις καθώς και τις πρακτικές επιβολής κυρώσεων και τις εξελίξεις της αγοράς σε τρίτες χώρες, στον βαθμό που αφορούν τις αξιολογήσεις ισοδυναμίας βάσει επικινδυνότητας, για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις ισοδυναμίας από την Επιτροπή σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Επιπλέον, επαληθεύει αν εξακολουθούν να πληρούνται τα κριτήρια, βάσει των οποίων έχουν ληφθεί οι εν λόγω αποφάσεις ισοδυναμίας, και οποιεσδήποτε προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτές.

Η Αρχή μπορεί να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών. Η Αρχή υποβάλλει εμπιστευτική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), στην οποία συνοψίζονται τα ευρήματά της που προκύπτουν από την παρακολούθηση όλων των ισοδύναμων τρίτων χωρών. Η έκθεση επικεντρώνεται ιδίως στις επιπτώσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των επενδυτών ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Όταν η Αρχή εντοπίζει σχετικές εξελίξεις όσον αφορά τις πρακτικές ρύθμισης, εποπτείας ή επιβολής κυρώσεων στις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, οι οποίες ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της, στην ακεραιότητα της αγοράς, στην προστασία των επενδυτών ή στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σε εμπιστευτική βάση και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

4.   Με την επιφύλαξη των ειδικών απαιτήσεων που προβλέπονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και με την επιφύλαξη των όρων της δεύτερης περιόδου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Αρχή συνεργάζεται, κατά περίπτωση, με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων τα ρυθμιστικά και εποπτικά καθεστώτα έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα. Καταρχήν, η εν λόγω συνεργασία λαμβάνει χώρα βάσει διοικητικών ρυθμίσεων οι οποίες συνάπτονται με τις σχετικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Κατά τη διαπραγμάτευση τέτοιου είδους διοικητικών ρυθμίσεων, η Αρχή περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τα εξής:

α)

τους μηχανισμούς που παρέχουν τη δυνατότητα στην Αρχή να αποκτά σχετικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με το ρυθμιστικό καθεστώς, την εποπτική προσέγγιση, τις σχετικές εξελίξεις της αγοράς και τυχόν μεταβολές οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν την απόφαση περί ισοδυναμίας·

β)

στον βαθμό που είναι αναγκαίο ώστε να δοθεί συνέχεια σε τέτοιου είδους αποφάσεις περί ισοδυναμίας, τις διαδικασίες σχετικά με τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων επιθεωρήσεων, όπου απαιτείται.

Η Αρχή ενημερώνει την Επιτροπή όταν αρμόδια αρχή τρίτης χώρας αρνείται να συνάψει τέτοιου είδους διοικητικές ρυθμίσεις ή αρνείται να συνεργαστεί αποτελεσματικά.

5.   Η Αρχή μπορεί να καταρτίσει πρότυπες διοικητικές ρυθμίσεις, με σκοπό την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών εντός της Ένωσης και την ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού. Οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να ακολουθούν τις εν λόγω πρότυπες ρυθμίσεις.

Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς ή διοικήσεις τρίτων χωρών, τη συνδρομή της Αρχής προς την Επιτροπή για την προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας και σχετικά με την παρακολούθηση που αναλαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

6.   Στο πλαίσιο των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος κανονισμού και των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή συμβάλλει στην ενιαία, κοινή, συνεπή και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων της Ένωσης στα διεθνή φόρουμ.».

29)

Το άρθρο 34 απαλείφεται·

30)

Το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 απαλείφεται·

β)

οι παράγραφοι 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς την Αρχή, η Αρχή συζητεί την προειδοποίηση ή σύσταση κατά την επόμενη συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών ή, κατά περίπτωση, νωρίτερα, για να εκτιμήσει τις επιπτώσεις της εν λόγω προειδοποίησης ή σύστασης στην εκπλήρωση των καθηκόντων της και τη συνέχεια που πρέπει ενδεχομένως να δοθεί.

Με τη συναφή διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση σχετικά με οιαδήποτε ληπτέα μέτρα με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό για τον χειρισμό των θεμάτων που ορίζονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις.

Αν η Αρχή δεν προβεί σε ενέργειες για προειδοποίηση ή σύσταση, αναφέρει στο ΕΣΣΚ τους σχετικούς λόγους. Το ΕΣΣΚ ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Το ΕΣΣΚ ενημερώνει επίσης σχετικά το Συμβούλιο.

5.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ που απευθύνεται προς αρμόδια αρχή, η Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, χρησιμοποιεί τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίσει ότι θα υπάρξει εγκαίρως συμπληρωματική εξέταση.

Αν ο αποδέκτης δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη σύσταση του ΕΣΣΚ, ενημερώνει το συμβούλιο εποπτών και συζητεί με αυτό τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει μέτρα.

Όταν η αρμόδια αρχή ενημερώνει, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ για τις ενέργειες στις οποίες προέβη ως απάντηση σε σύσταση του ΕΣΣΚ, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών.»·

γ)

η παράγραφος 6 απαλείφεται.

31)

Το άρθρο 37 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών αποτελείται από 30 μέλη. Τα εν λόγω μέλη απαρτίζονται από:

α)

13 μέλη που εκπροσωπούν στη σωστή αναλογία τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές που δραστηριοποιούνται στην Ένωση,

β)

13 μέλη που εκπροσωπούν τους εκπροσώπους των υπαλλήλων συμμετεχόντων σε χρηματοοικονομικές αγορές, τους καταναλωτές, τους χρήστες χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και τους αντιπροσώπους των ΜΜΕ, και

γ)

τέσσερα μέλη που είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί.

3.   Τα μέλη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών ορίζονται από το συμβούλιο εποπτών, μετά από ανοικτή και διαφανή διαδικασία επιλογής. Στο μέτρο του δυνατού, κατά τη λήψη της απόφασής του το συμβούλιο εποπτών διασφαλίζει τη δέουσα συνεκτίμηση της ποικιλομορφίας του τομέα των κινητών αξιών και αγορών, τη γεωγραφική ισορροπία και την ισορροπία των φύλων, καθώς και την εκπροσώπηση των συμφεροντούχων από ολόκληρη την Ένωση. Τα μέλη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών επιλέγονται σύμφωνα με τα προσόντα, τις δεξιότητες, τις σχετικές γνώσεις και την αποδεδειγμένη πείρα τους.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Τα μέλη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών εκλέγουν πρόεδρο μεταξύ των μελών της. Η θητεία του προέδρου διαρκεί δύο έτη.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλεί τον πρόεδρο της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών να προβεί σε δήλωση ενώπιόν του και να απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις των μελών του, όποτε του ζητηθεί.»·

γ)

στην παράγραφο 4, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, υπό την αίρεση του επαγγελματικού απορρήτου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 70 του παρόντος κανονισμού, και διασφαλίζει επαρκή γραμματειακή υποστήριξη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών. Καθιερώνεται επαρκής αποζημίωση για τα μέλη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, εξαιρουμένων των εκπροσώπων του κλάδου. Η αποζημίωση αυτή λαμβάνει υπόψη το προπαρασκευαστικό και το μετέπειτα έργο των μελών και είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με τα ποσοστά επιστροφής δαπανών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους, σύμφωνα με τον Τίτλο V Κεφάλαιο 1 Τμήμα 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (*46) (κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης). Η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών μπορεί να συγκροτήσει ομάδες εργασίας για τεχνικά θέματα. Η θητεία των μελών της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών διαρκεί τέσσερα έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

(*46)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.»·"

δ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών μπορεί να υποβάλλει στην Αρχή συμβουλές για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της Αρχής, με ιδιαίτερη έμφαση στα καθήκοντα των άρθρων 10 έως 16 και 29, 30 και 32.

Όταν τα μέλη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε συμβουλή, το ένα τρίτο των μελών της ή τα μέλη που εκπροσωπούν μια ομάδα συμφεροντούχων επιτρέπεται να εκδώσουν χωριστή συμβουλή.

Η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων, η ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και η ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών μπορούν να εκδίδουν κοινή συμβουλή για ζητήματα που σχετίζονται με το έργο των ΕΕΑ σύμφωνα με το άρθρο 56 σχετικά με κοινές θέσεις και κοινές πράξεις.»·

ε)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Η Αρχή δημοσιοποιεί τις συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, τη χωριστή συμβουλή των μελών της και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών της, καθώς και πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη οι γνώμες και οι απόψεις που συγκεντρώθηκαν από τις διαβουλεύσεις.».

32)

Το άρθρο 39 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 39

Διαδικασίες λήψης αποφάσεων

1.   Η Αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου όταν εκδίδει αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 17, 18 και 19.

2.   Η Αρχή ενημερώνει κάθε αποδέκτη απόφασης στην επίσημη γλώσσα του σχετικά με την πρόθεσή της να εκδώσει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το αντικείμενο της απόφασης, λαμβανόμενου πλήρως υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα, της πολυπλοκότητας και των ενδεχόμενων συνεπειών του θέματος. Ο αποδέκτης μπορεί να εκφράσει τις απόψεις του στην επίσημη γλώσσα του. Η διάταξη που θεσπίζεται στην πρώτη περίοδο της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 3.

3.   Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

4.   Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

5.   Εάν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή 4, επανεξετάζει την εν λόγω απόφαση σε ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα.

6.   Οι αποφάσεις τις οποίες λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 17, 18 ή 19 δημοσιοποιούνται. Η δημοσιοποίηση γνωστοποιεί την ταυτότητα της οικείας αρμόδιας αρχής ή του οικείου συμμετέχοντος στις χρηματοοικονομικές αγορές και το βασικό περιεχόμενο της απόφασης, εκτός εάν η εν λόγω δημοσιοποίηση αντίκειται στο έννομο συμφέρον των εν λόγω συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές ή στην προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης.».

33)

Το άρθρο 40 τροποποιείται ως εξής

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τον πρόεδρο·»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7.   Εάν η εθνική δημόσια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δεν είναι υπεύθυνη για την επιβολή των κανόνων προστασίας των καταναλωτών, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στο εν λόγω στοιχείο μπορεί να αποφασίσει να καλέσει εκπρόσωπο της αρχής προστασίας καταναλωτών του κράτους μέλους, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Εάν σε ένα κράτος μέλος, πλείονες αρχές είναι συναρμόδιες για την προστασία των καταναλωτών, οι εν λόγω αρχές συμφωνούν για κοινό αντιπρόσωπο.».

34)

Τα άρθρα 41 και 42 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 41

Εσωτερικές επιτροπές

1.   Το συμβούλιο εποπτών, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του προέδρου, μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές για συγκεκριμένα καθήκοντα που του ανατίθενται. Το συμβούλιο εποπτών, κατόπιν αιτήματος του συμβουλίου διοίκησης ή του προέδρου, μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο συμβούλιο διοίκησης. Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές, στο συμβούλιο διοίκησης ή στον πρόεδρο.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 17, ο πρόεδρος προτείνει απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, η οποία εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Τα άλλα έξι μέλη δεν είναι εκπρόσωποι της αρμόδιας αρχής που πιθανολογείται ότι παραβίασε το ενωσιακό δίκαιο και δεν έχουν κανένα συμφέρον επί του θέματος ούτε άμεσους δεσμούς με την οικεία αρμόδια αρχή.

Κάθε μέλος της ανεξάρτητης ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

3.   Για τους σκοπούς του άρθρου 19, ο πρόεδρος προτείνει απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, η οποία εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Τα άλλα έξι μέλη δεν είναι εκπρόσωποι των αρμόδιων αρχών που είναι μέρη της διαφωνίας και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διαμάχη ούτε άμεσους δεσμούς με τις οικείες αρμόδιες αρχές.

Κάθε μέλος της ανεξάρτητης ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

4.   Για τους σκοπούς της διεξαγωγής της έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, ο πρόεδρος μπορεί να προτείνει απόφαση για την έναρξη της έρευνας και τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, πρόταση που πρέπει να εγκριθεί από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής.

Κάθε μέλος της ανεξάρτητης ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

5.   Οι ανεξάρτητες ομάδες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου ή ο πρόεδρος προτείνουν αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 17 ή του άρθρου 19 για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών. Η επιτροπή που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών το αποτέλεσμα της έρευνας που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο.

6.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό των ανεξάρτητων ομάδων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 42

Ανεξαρτησία του συμβουλίου εποπτών

1.   Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που τους ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, τα μέλη του συμβουλίου εποπτών ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου και ούτε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

2.   Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

3.   Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών, ο πρόεδρος, καθώς και οι εκπρόσωποι και οι παρατηρητές που συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών χωρίς δικαίωμα ψήφου, δηλώνουν, πριν από κάθε τέτοια συνεδρίαση, με ακριβή και πλήρη τρόπο την απουσία ή την ύπαρξη κάθε συμφέροντος που ενδέχεται να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους σε σχέση με οποιαδήποτε σημεία της ημερήσιας διάταξης, και απέχουν από τη συμμετοχή στη συζήτηση και την ψηφοφορία των εν λόγω σημείων.

4.   Το συμβούλιο εποπτών καθορίζει στον εσωτερικό κανονισμό του, τις πρακτικές ρυθμίσεις για τον κανόνα της δήλωσης συμφερόντων που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και για την πρόληψη και τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων.».

35)

Το άρθρο 43 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το συμβούλιο εποπτών καθοδηγεί το έργο της Αρχής και είναι υπεύθυνο για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙ. Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τις γνώμες, τις συστάσεις, τις κατευθυντήριες γραμμές και τις αποφάσεις της Αρχής και εκδίδει τις συμβουλές που αναφέρονται στο κεφάλαιο II, βάσει πρότασης της οικείας εσωτερικής επιτροπής ή ανεξάρτητης ομάδας, του προέδρου ή του συμβουλίου διοίκησης, κατά περίπτωση.»·

β)

οι παράγραφοι 2 και 3 διαγράφονται·

γ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει, βάσει πρότασης του συμβουλίου διοίκησης, την ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται και η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, και διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους. Η έκθεση δημοσιοποιείται.»·

δ)

η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Το συμβούλιο εποπτών ασκεί πειθαρχικό έλεγχο στον πρόεδρο και τον εκτελεστικό διευθυντή. Μπορεί να απαλλάσσει τον εκτελεστικό διευθυντή από τα καθήκοντά του, σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 5.».

36)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 43α

Διαφάνεια των αποφάσεων που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών

Με την επιφύλαξη του άρθρου 70, εντός έξι εβδομάδων από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών, η Αρχή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τουλάχιστον, πλήρη και ουσιαστικά πρακτικά των εργασιών της εν λόγω συνεδρίασης τα οποία καθιστούν δυνατή την πλήρη κατανόηση των συζητήσεων, συμπεριλαμβανομένου ενός επεξηγηματικού καταλόγου των αποφάσεων. Τα πρακτικά αυτά δεν αποτυπώνουν τις συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.».

37)

Το άρθρο 44 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του. Κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 16 του παρόντος κανονισμού και όλα τα μέτρα και τις αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο του παρόντος κανονισμού και του Κεφαλαίου VΙ του παρόντος κανονισμού και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 ΣΕΕ και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει για τις αποφάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο.

Όσον αφορά τη σύνθεση των ανεξάρτητων ομάδων σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφοι 2, 3 και 4, και τα μέλη της επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2, το συμβούλιο εποπτών, όταν εξετάζει τις προτάσεις του προέδρου, επιδιώκει τη συναίνεση. Εάν δεν επιτευχθεί συναίνεση, οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με την πλειοψηφία των τριών τετάρτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου. Κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 18 παράγραφοι 3 και 4 και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία των μελών του με δικαίωμα ψήφου»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Όσον αφορά τις αποφάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 17, 19 και 30, το συμβούλιο εποπτών ψηφίζει επί των προτεινόμενων αποφάσεων με γραπτή διαδικασία. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου διαθέτουν οκτώ εργάσιμες ημέρες για να ψηφίσουν. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Η προτεινόμενη απόφαση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εφόσον δεν αντιταχθεί απλή πλειοψηφία των μελών του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου. Οι αποχές δεν υπολογίζονται ούτε ως έγκριση ούτε ως αντίρρηση και δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του αριθμού των ψηφισάντων. Εάν τρία μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου διατυπώσουν αντίρρηση στη γραπτή διαδικασία, το σχέδιο απόφασης συζητείται και η σχετική απόφαση λαμβάνεται από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές με εξαίρεση τον εκτελεστικό διευθυντή δεν παρακολουθούν οποιεσδήποτε συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένους συμμετέχοντες σε χρηματοοικονομικές αγορές, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Ο πρόεδρος της Αρχής έχει το προνόμιο να ζητεί τη διεξαγωγή ψηφοφορίας ανά πάσα στιγμή. Με την επιφύλαξη της εν λόγω εξουσίας και της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών λήψης αποφάσεων της Αρχής, το συμβούλιο εποπτών της Αρχής επιδιώκει την επίτευξη συναίνεσης κατά τη λήψη των αποφάσεών του.».

38)

Το άρθρο 45 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 45

Σύνθεση

1.   Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτείται από τον πρόεδρο και έξι μέλη του συμβουλίου εποπτών, που εκλέγονται και προέρχονται από τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου.

Εκτός από τον πρόεδρο, για κάθε μέλος του συμβουλίου διοίκησης υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να το αντικαθιστά, αν κωλύεται να παραστεί.

2.   Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμισι έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ένωση στο σύνολό της. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής.

3.   Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης συγκαλούνται από τον πρόεδρο με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον του ενός τρίτου εκ των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο. Το συμβούλιο διοίκησης συνέρχεται πριν από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών και όσο συχνά το συμβούλιο διοίκησης το κρίνει απαραίτητο. Συνέρχεται τουλάχιστον πέντε φορές τον χρόνο.

4.   Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης μπορούν, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Οι συμμετέχοντες χωρίς δικαίωμα ψήφου με την εξαίρεση του εκτελεστικού διευθυντή δεν παρίστανται σε οποιεσδήποτε συζητήσεις του συμβουλίου διοίκησης όσον αφορά μεμονωμένους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές.».

39)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 45α

Λήψη αποφάσεων

1.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου διοίκησης εγκρίνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του, ενώ επιδιώκεται συναίνεση. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Ο πρόεδρος είναι μέλος με δικαίωμα ψήφου.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 63.

3.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

Άρθρο 45β

Ομάδες συντονισμού

1.   Το συμβούλιο διοίκησης μπορεί να συγκροτεί ομάδες συντονισμού με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής για συγκεκριμένα θέματα για τα οποία ενδέχεται να απαιτείται συντονισμός λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες εξελίξεις της αγοράς. Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτεί ομάδες συντονισμού για συγκεκριμένα θέματα κατόπιν αιτήματος πέντε μελών του συμβουλίου εποπτών.

2.   Όλες οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις ομάδες συντονισμού και παρέχουν σε αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 35, τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να μπορούν να ασκούν τα συντονιστικά καθήκοντά τους σύμφωνα με την εντολή τους. Το έργο των ομάδων συντονισμού βασίζεται στις πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές και σε τυχόν ευρήματα που προσδιορίζονται από την Αρχή.

3.   Η προεδρία των ομάδων συντονισμού ασκείται από μέλος του συμβουλίου διοίκησης. Κάθε χρόνο, το αντίστοιχο μέλος του συμβουλίου διοίκησης που είναι υπεύθυνο για την ομάδα συντονισμού υποβάλλει έκθεση στο συμβούλιο εποπτών σχετικά με τα κύρια στοιχεία των συζητήσεων και των ευρημάτων και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, υποβάλλει πρόταση για κανονιστική παρακολούθηση ή αξιολόγηση από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Αρχή τον τρόπο με τον οποίο έλαβαν υπόψη τις εργασίες των ομάδων συντονισμού στις δραστηριότητές τους.

4.   Κατά την παρακολούθηση των εξελίξεων της αγοράς που ενδέχεται να βρίσκονται στο επίκεντρο των ομάδων συντονισμού, η Αρχή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 35, να παράσχουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες ώστε να μπορέσει η Αρχή να διαδραματίσει τον ρόλο της όσον αφορά την παρακολούθηση.».

40)

Το άρθρο 46 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 46

Ανεξαρτησία του συμβουλίου διοίκησης

Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το αποκλειστικό συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.».

41)

Το άρθρο 47 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Το συμβούλιο διοίκησης μπορεί να εξετάζει, να γνωμοδοτεί και να υποβάλλει προτάσεις για κάθε ζήτημα που πρόκειται να αποφασιστεί από το συμβούλιο εποπτών, μετά από συζήτηση στη σχετική εσωτερική επιτροπή, εκτός από τις αξιολογήσεις από ομοτίμους σύμφωνα με το άρθρο 30.»·

β)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών προς έγκριση ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου.»·

γ)

η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Το συμβούλιο διοίκησης διορίζει και παύει τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφοι 3 και 5, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την πρόταση του συμβουλίου εποπτών.»·

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«9.   Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης δημοσιοποιούν όλες τις διεξαχθείσες συνεδριάσεις και κάθε προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρίζονται δημοσίως σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.».

42)

Το άρθρο 48 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία των εργασιών του συμβουλίου εποπτών, μεταξύ άλλων για τον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης προς έγκριση από το συμβούλιο εποπτών, για τη σύγκληση των συνεδριάσεων και την κατάθεση των θεμάτων για λήψη απόφασης και προεδρεύει των συνεδριάσεων του συμβουλίου εποπτών.

Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για τον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης του συμβουλίου διοίκησης, η οποία εγκρίνεται από αυτό και προεδρεύει των συνεδριάσεών του.

Ο πρόεδρος μπορεί να καλεί το συμβούλιο διοίκησης να εξετάσει το ενδεχόμενο σύστασης ομάδας συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 45β.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ο πρόεδρος επιλέγεται με βάση τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές και τις αγορές και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, κατόπιν ανοικτής διαδικασίας επιλογής η οποία τηρεί την αρχή της ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το συμβούλιο εποπτών συντάσσει κατάλογο επικρατέστερων υποψηφίων που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για τη θέση του προέδρου, επικουρούμενο από την Επιτροπή. Βάσει του καταλόγου των επικρατέστερων υποψηφίων, το Συμβούλιο εκδίδει απόφαση για το διορισμό του προέδρου, κατόπιν επιβεβαίωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Εάν ο πρόεδρος δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 49 ή έχει κριθεί ένοχος σοβαρού παραπτώματος, το Συμβούλιο μπορεί, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής που έχει εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να εκδώσει απόφαση με την οποία τον απαλλάσσει από τα καθήκοντά του.

Επίσης το συμβούλιο εποπτών επιλέγει, μεταξύ των μελών του, αντιπρόεδρο, που ασκεί τις λειτουργίες του προέδρου όταν ο τελευταίος απουσιάζει. Ο αντιπρόεδρος αυτός δεν εκλέγεται μεταξύ των μελών του συμβουλίου διοίκησης.»·

γ)

στην παράγραφο 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τους σκοπούς της αξιολόγησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, τα καθήκοντα του προέδρου ασκούνται από τον αντιπρόεδρο.

Το Συμβούλιο, κατόπιν πρότασης του συμβουλίου εποπτών, επικουρούμενο από την Επιτροπή και λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, μπορεί να παρατείνει τη θητεία του προέδρου άπαξ.»·

δ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Ο πρόεδρος μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο για σοβαρούς λόγους. Στην εν λόγω απαλλαγή μπορεί να προβεί μόνο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατόπιν απόφασης του Συμβουλίου, η οποία εκδίδεται κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο εποπτών.».

43)

Το άρθρο 49 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανεξαρτησία του προέδρου»·

β)

η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη του ρόλου του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να ζητεί ούτε να δέχεται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.».

44)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 49α

Δαπάνες

Ο πρόεδρος δημοσιοποιεί όλες τις συνεδριάσεις που διεξάχθηκαν με εξωτερικούς ενδιαφερομένους εντός δύο εβδομάδων από τη συνεδρίαση και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρούνται δημοσίως σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.».

45)

Το άρθρο 50 απαλείφεται.

46)

Το άρθρο 54 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Μεικτή Επιτροπή αποτελεί φόρουμ στο οποίο η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά, για να διασφαλίζει διατομεακή συνέπεια, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τις τομεακές ιδιαιτερότητες, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), συγκεκριμένα όσον αφορά:»·

ii)

η πρώτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

τους χρηματοοικονομικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και όταν απαιτείται από νομοθεσίας της Ένωσης εποπτική ενοποίηση,»·

iii)

η πέμπτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο,»·

iv)

η έκτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

την ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών με το ΕΣΣΚ και τις άλλες ΕΕΑ,»·

v)

προστίθενται οι ακόλουθες περιπτώσεις:

«—

τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες λιανικής και ζητήματα προστασίας των καταναλωτών και των επενδυτών,

τις συμβουλές της επιτροπής που συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 6.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να επικουρεί την Επιτροπή στην αξιολόγηση των προϋποθέσεων και των τεχνικών προδιαγραφών και διαδικασιών για την εξασφάλιση ασφαλούς και αποτελεσματικής διασύνδεσης των κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών σύμφωνα με την έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 32α παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, καθώς και στην αποτελεσματική διασύνδεση των εθνικών μητρώων σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Μεικτή επιτροπή διαθέτει αποκλειστικό προσωπικό που παρέχεται από τις ΕΕΑ, το οποίο λειτουργεί ως μόνιμη γραμματεία. Η Αρχή συνεισφέρει επαρκείς πόρους για τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής και τις λειτουργικές δαπάνες.».

47)

Το άρθρο 55 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής ορίζεται ετησίως εκ περιτροπής μεταξύ των προέδρων των ΕΕΑ. Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής είναι ο δεύτερος αντιπρόεδρος του ΕΣΣΚ.»·

β)

στην παράγραφο 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Μεικτή Επιτροπή συνέρχεται τουλάχιστον μία φορά το τρίμηνο.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Ο πρόεδρος της Αρχής ενημερώνει τακτικά το συμβούλιο εποπτών σχετικά με τις θέσεις που λαμβάνονται στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής.».

48)

Τα άρθρα 56 και 57 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 56

Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις

Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο κεφάλαιο II του παρόντος κανονισμού και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή καταλήγει με συναίνεση σε κοινές θέσεις, ανάλογα με την περίπτωση, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών).

Αν απαιτείται από το ενωσιακό δίκαιο, τα μέτρα βάσει των άρθρων 10 έως 16 και οι αποφάσεις βάσει των άρθρων 17, 18 και 19 του παρόντος κανονισμού οι οποίες αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και οι οποίες εμπίπτουν επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), εγκρίνονται παράλληλα, ανάλογα με την περίπτωση, από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων).

Άρθρο 57

Υποεπιτροπές

1.   Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί υποεπιτροπές με σκοπό την προετοιμασία σχεδίων κοινών θέσεων και κοινών πράξεων για λογαριασμό της Μεικτής Επιτροπής.

2.   Κάθε υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής.

3.   Κάθε υποεπιτροπή εκλέγει πρόεδρο μεταξύ των εκπροσώπων των σχετικών αρμόδιων αρχών, ο οποίος είναι επίσης παρατηρητής στη Μεικτή Επιτροπή.

4.   Για τους σκοπούς του άρθρου 56, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μεικτή Επιτροπή.

5.   Η Μεικτή Επιτροπή δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της όλες τις υποεπιτροπές που έχουν συσταθεί, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων τους και καταλόγου των μελών τους με τα αντίστοιχα καθήκοντά τους στην υποεπιτροπή.».

49)

Το άρθρο 58 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Συστήνεται συμβούλιο προσφυγών των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.»·

β)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το συμβούλιο προσφυγών αποτελείται από έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία είναι πρόσωπα υψίστης εντιμότητας με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων ενωσιακού δικαίου και διεθνούς επαγγελματικής πείρας, αρκούντως υψηλού επιπέδου στους τομείς των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, των επαγγελματικών συντάξεων, των αγορών κινητών αξιών ή άλλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αποκλειομένων του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών θεσμικών οργάνων ή οργανισμών που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής και των μελών της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών. Τα μέλη και οι αναπληρωτές είναι υπήκοοι κράτους μέλους και έχουν άριστη γνώση τουλάχιστον δύο επίσημων γλωσσών της Ένωσης. Το συμβούλιο προσφυγών έχει επαρκή νομική πείρα, ώστε να παρέχει εμπεριστατωμένες νομικές συμβουλές όσον αφορά τη νομιμότητα περιλαμβανομένης και της αναλογικότητας της άσκησης των εξουσιών της Αρχής.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Το συμβούλιο διοίκησης της Αρχής ορίζει δυο μέλη του συμβουλίου προσφυγών και δύο αναπληρωματικά μέλη από πίνακα επικρατέστερων υποψηφίων τον οποίο προτείνει η Επιτροπή, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μετά από διαβούλευση με το συμβούλιο εποπτών.

Αφού λάβει τον κατάλογο επικρατέστερων υποψηφιοτήτων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλέσει τα υποψήφια μέλη και αναπληρωματικά μέλη να προβούν σε δήλωση ενώπιον του και να απαντήσουν σε τυχόν ερωτήσεις των μελών του.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλεί τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών να προβούν σε δήλωση ενώπιόν του και να απαντήσουν σε τυχόν ερωτήσεις των μελών του, όποτε αυτό ζητηθεί, με εξαίρεση τις δηλώσεις, ερωτήσεις ή απαντήσεις που αφορούν μεμονωμένες υποθέσεις για τις οποίες έχει ληφθεί απόφαση από το συμβούλιο προσφυγών ή που εκκρεμούν ενώπιόν του.».

50)

Στο άρθρο 59, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών και το προσωπικό της Αρχής που παρέχει επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός από τους διαδίκους ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.».

51)

Στο άρθρο 60, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η προσφυγή, συνοδευόμενη από αιτιολογικό υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα κατά την οποία η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της.

Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός τριών μηνών από την άσκησή της.».

52)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 60α

Υπέρβαση αρμοδιότητας από την Αρχή

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να αποστέλλει αιτιολογημένη συμβουλή στην Επιτροπή, εάν το εν λόγω πρόσωπο είναι της γνώμης ότι η Αρχή έχει υπερβεί την αρμοδιότητά της, μεταξύ άλλων ενεργώντας μη συμφώνως με την αρχή της αναλογικότητας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 5, όταν ενεργεί σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 16β, και αυτό αφορά άμεσα και ατομικά το εν λόγω πρόσωπο.».

53)

Στο άρθρο 62 η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα έσοδα της Αρχής, η οποία είναι ευρωπαϊκός οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*47) (“δημοσιονομικός κανονισμός”), συνίστανται συγκεκριμένα σε οιονδήποτε συνδυασμό των εξής:

(*47)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).»·"

β)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«δ)

οι τυχόν εθελοντικές συνεισφορές κρατών μελών ή παρατηρητών.

ε)

συμφωνημένες χρεώσεις για δημοσιεύσεις, δραστηριότητες κατάρτισης και άλλες υπηρεσίες που παρέχονται από την Αρχή, εφόσον αυτές έχουν ζητηθεί ειδικά από μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.»·

γ)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οι τυχόν εθελοντικές συνεισφορές κρατών μελών ή παρατηρητών που αναφέρονται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου δεν γίνονται δεκτές, εάν η εν λόγω αποδοχή θα έθετε εν αμφιβόλω την ανεξαρτησία και την αμεροληψία της Αρχής. Οι εθελοντικές συνεισφορές που συνιστούν αποζημίωση για το κόστος των καθηκόντων που ανατίθενται από αρμόδια αρχή στην Αρχή δεν θεωρείται ότι εγείρουν αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία της τελευταίας.».

54)

Τα άρθρα 63, 64 και 65 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 63

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσωρινό σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού της Αρχής για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη, στο οποίο παρουσιάζονται οι προβλέψεις εσόδων και δαπανών, καθώς και πληροφορίες σχετικά με το προσωπικό, με βάση τον ετήσιο και τον πολυετή προγραμματισμό της Αρχής, και το διαβιβάζει στο συμβούλιο διοίκησης και στο συμβούλιο εποπτών, μαζί με το οργανόγραμμα.

2.   Το συμβούλιο εποπτών, βάσει του σχεδίου που έχει εγκριθεί από το συμβούλιο διοίκησης, εγκρίνει το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη.

3.   Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού διαβιβάζεται από το συμβούλιο διοίκησης στην Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έως τις 31 Ιανουαρίου.

4.   Λαμβανομένου υπόψη του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο του προϋπολογισμού της Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα και το ποσό της εξισορροπητικής συνεισφοράς που θα βαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ.

5.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν το οργανόγραμμα για την Αρχή. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν τις πιστώσεις για την εξισορροπητική συνεισφορά προς την Αρχή.

6.   Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως.

7.   Το συμβούλιο διοίκησης γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργο σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων.

8.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 266 και 267 του δημοσιονομικού κανονισμού, απαιτείται έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο οποιουδήποτε έργου μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της Αρχής, ιδίως όταν πρόκειται για έργο σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων, συμπεριλαμβανομένων των ρητρών διακοπής.

Άρθρο 64

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί καθήκοντα διατάκτη και εκτελεί τον ετήσιο προϋπολογισμό της Αρχής.

2.   Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει τους προσωρινούς λογαριασμούς της στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους. Το άρθρο 70 δεν εμποδίζει την Αρχή να παρέχει στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο οποιεσδήποτε πληροφορίες ζητούνται από το Ελεγκτικό Συνέδριο και οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

3.   Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους τα απαιτούμενα λογιστικά στοιχεία που απαιτούνται για την ενοποίηση, με τον τρόπο και τη μορφή που έχει οριστεί από τον υπόλογο της Επιτροπής.

4.   Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει επίσης, μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους, την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

5.   Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 246 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο υπόλογος της Αρχής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής. Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει τους εν λόγω λογαριασμούς στο συμβούλιο εποπτών, το οποίο διατυπώνει γνώμη επί των λογαριασμών αυτών.

6.   Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει, έως την 1η Ιουλίου του επόμενου έτους, τους οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του συμβουλίου εποπτών στον υπόλογο της Επιτροπής, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει επίσης στον υπόλογο της Επιτροπής, έως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους, δέσμη εκθέσεων που έχει καταρτίσει, σε τυποποιημένη μορφή σύμφωνα με τα όσα έχει ορίσει ο υπόλογος της Επιτροπής για λόγους ενοποίησης.

7.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 15 Νοεμβρίου του επόμενου έτους.

8.   Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεων του τελευταίου και διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο συμβούλιο διοίκησης και στην Επιτροπή.

9.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 261 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος.

10.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, χορηγεί, πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, απαλλαγή στην Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν.

11.   Η Αρχή διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη για τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κάθε άλλη παρατήρηση που διατυπώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διαδικασία απαλλαγής.

Άρθρο 65

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το συμβούλιο διοίκησης μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής (*48) εκτός εάν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες για τη λειτουργία της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

(*48)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που δημιουργούνται δυνάμει της ΣΛΕΕ και της Συνθήκης Ευρατόμ και αναφέρονται στο άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 122 της 10.5.2019, σ. 1).»."

55)

Στο άρθρο 66, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζεται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*49).

(*49)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).»."

56)

Το άρθρο 70 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών και όλα τα μέλη του προσωπικού της Αρχής, περιλαμβανομένων υπαλλήλων από κράτη μέλη οι οποίοι έχουν αποσπαστεί προσωρινά και λοιπών προσώπων που εκτελούν καθήκοντα για την Αρχή βάσει συμβάσεως, υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.»·

β)

στην παράγραφο 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Αρχή και τις αρμόδιες αρχές να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για την επιβολή των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και ειδικότερα για νομικές διαδικασίες σχετικές με την έκδοση αποφάσεων.»·

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Το συμβούλιο διοίκησης και το συμβούλιο εποπτών εξασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που παρέχουν, άμεσα ή έμμεσα, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, οποιαδήποτε υπηρεσία σχετική με τα καθήκοντα της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων υπαλλήλων και άλλων προσώπων που εξουσιοδοτούνται από το συμβούλιο διοίκησης και το συμβούλιο εποπτών ή διορίζονται από τις αρμόδιες αρχές για τον σκοπό αυτόν, υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου, ισοδύναμες με εκείνες των παραγράφων 1 και 2.

Οι ίδιες απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου ισχύουν επίσης για τους παρατηρητές που παρίστανται στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης και του συμβουλίου εποπτών και οι οποίοι λαμβάνουν μέρος στις δραστηριότητες της Αρχής.»·

δ)

οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν την Αρχή να ανταλλάσσει πληροφορίες με αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή ενωσιακή νομοθεσία που ισχύει για τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές.

Οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στους όρους για το επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. Στον εσωτερικό κανονισμό της η Αρχή ορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Η Αρχή εφαρμόζει την απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής (*50).

(*50)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 53).»."

57)

Το άρθρο 71 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 71

Προστασία δεδομένων

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*51) κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

(*51)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).»."

58)

Στο άρθρο 72, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.».

59)

Στο άρθρο 74, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος για το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά τη λήψη της έγκρισης του συμβουλίου διοίκησης.».

60)

Το άρθρο 76 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 76

Σχέση με την ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών

Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών (ΕΕΡΑΑΚΑ). Έως την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της ΕΕΡΑΑΚΑ μεταφέρονται αυτομάτως στην Αρχή. Η ΕΕΡΑΑΚΑ συντάσσει κατάσταση στην οποία εμφαίνεται η κατάσταση ενεργητικού και παθητικού της κατά την ημερομηνία της μεταφοράς αυτής. Η εν λόγω κατάσταση ελέγχεται και εγκρίνεται από την ΕΕΡΑΑΚΑ και από την Επιτροπή.».

61)

Το άρθρο 81 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2021 και ανά τριετία στη συνέχεια, η Επιτροπή δημοσιεύει γενική έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η έκθεση αξιολογεί μεταξύ άλλων:»·

ii)

στο στοιχείο α), η εισαγωγική φράση και το σημείο i) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

την αποτελεσματικότητα και τον βαθμό σύγκλισης των πρακτικών εποπτείας που έχει επιτευχθεί από τις αρμόδιες αρχές:

i)

την ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών και τη σύγκλιση ως προς πρότυπα ισοδύναμα προς την εταιρική διακυβέρνηση·»·

iii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ζ)

τη λειτουργία της Μεικτής Επιτροπής.»·

β)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«2α.   Στο πλαίσιο της γενικής έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με όλες τις σχετικές αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη, διενεργεί ολοκληρωμένη αξιολόγηση σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 9α.

2β.   Στο πλαίσιο της γενικής έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με όλες τις σχετικές αρμόδιες αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη, διενεργεί ολοκληρωμένη αξιολόγηση σχετικά με την ενδεχόμενη εποπτεία των τόπων διαπραγμάτευσης τρίτων χωρών από την Αρχή, διερευνώντας πτυχές όπως η αναγνώριση με βάση τη συστημική σημασία, οι οργανωτικές απαιτήσεις, η διαρκής συμμόρφωση, τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές, καθώς και το προσωπικό και οι πόροι. Στην αξιολόγησή της, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις στη ρευστότητα, συμπεριλαμβανομένων της διαθεσιμότητας της βέλτιστης τιμής για τους επενδυτές, της βέλτιστης εκτέλεσης για τους πελάτες από την ΕΕ, των εμποδίων στην πρόσβαση και των οικονομικών οφελών για αντισυμβαλλομένους από την ΕΕ όσον αφορά τις εμπορικές συναλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και της ανάπτυξης της Ένωσης Κεφαλαιαγορών.

2γ.   Στο πλαίσιο της γενικής έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με όλες τις σχετικές αρμόδιες αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη, διενεργεί ολοκληρωμένη αξιολόγηση σχετικά με την ενδεχόμενη εποπτεία των κεντρικών αποθετηρίων τίτλων (ΚΑΤ) τρίτων χωρών από την Αρχή, διερευνώντας πτυχές όπως η αναγνώριση με βάση τη συστημική σημασία, οι οργανωτικές απαιτήσεις, η διαρκής συμμόρφωση, τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές, καθώς και το προσωπικό και οι πόροι.

2δ.   Η Επιτροπή υποβάλλει τις αξιολογήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2β και 2γ, μαζί με νομοθετικές προτάσεις, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως την 30ή Ιουνίου 2021.»·

Άρθρο 4

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1 παράγραφος 1 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ζ)

αδειοδότηση και εποπτεία παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων.».

2)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

τo σημείο 18) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«18)

“αρμόδια αρχή”: η αρμόδια αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και, για την αδειοδότηση και εποπτεία των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, η ΕΑΚΑΑ, με εξαίρεση τους εν λόγω εγκεκριμένους μηχανισμούς γνωστοποίησης συναλλαγών (ΕΜΗΓΝΩΣΥ) και εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσιοποίησης συναλλαγών (ΕΜΗΔΗΣΥ) με παρέκκλιση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου·»·

ii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«22α)

“ανώτερα στελέχη”: τα ανώτερα στελέχη όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 37 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.»·

iii)

τα σημεία 34), 35) και 36) αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

«34)

“εγκεκριμένος μηχανισμός δημοσιοποίησης συναλλαγών” ή “ΕΜΗΔΗΣΥ”: πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, άδεια παροχής της υπηρεσίας δημοσίευσης αναφορών συναλλαγών για λογαριασμό επιχειρήσεων επενδύσεων σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21·

35)

“πάροχος ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών” ή “Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.”: πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, άδεια παροχής της υπηρεσίας συγκέντρωσης των αναφορών συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που απαριθμούνται στα άρθρα 6, 7, 10, 12 και 13, 20 και 21 από ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ και ΕΜΗΔΗΣΥ και ενοποίησής τους σε συνεχή ηλεκτρονική ροή δεδομένων ταυτόχρονης μετάδοσης, παρέχοντας δεδομένα τιμών και όγκου ανά χρηματοπιστωτικό μέσο·

36)

“εγκεκριμένος μηχανισμός γνωστοποίησης συναλλαγών” ή “ΕΜΗΓΝΩΣΥΕΜΗΓΝΩΣΥ”: πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, άδεια παροχής της υπηρεσίας γνωστοποίησης των λεπτομερειών των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές ή την ΕΑΚΑΑ για λογαριασμό επιχειρήσεων επενδύσεων·»·

iv)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«36α)

“πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων”: το πρόσωπο που αναφέρεται στα σημεία 34) έως 36) και το πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 27β παράγραφος 2·»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 για τον καθορισμό των κριτηρίων προσδιορισμού των εν λόγω ΕΜΗΓΝΩΣΥ και Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ οι οποίοι, κατά παρέκκλιση από τον παρόντα κανονισμό, λόγω της περιορισμένης σημασίας τους για την εσωτερική αγορά, υπόκεινται σε έγκριση και εποπτεία από αρμόδια αρχή κράτους μέλους όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Κατά την έκδοση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τον βαθμό στον οποίο οι υπηρεσίες παρέχονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε ένα μόνο κράτος μέλος·

β)

τον αριθμό των αναφορών συναλλαγών ή των συναλλαγών·

γ)

κατά πόσον ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ ή ΕΜΗΔΗΣΥ αποτελεί μέρος ομίλου συμμετεχόντων σε χρηματοοικονομικές αγορές που δραστηριοποιείται σε διασυνοριακό επίπεδο.

Όταν μια οντότητα εποπτεύεται από την ΕΑΚΑΑ για οποιεσδήποτε υπηρεσίες παρέχει με την ιδιότητά της ως παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων δυνάμει του παρόντος κανονισμού, καμία από τις δραστηριότητές της ως ΕΜΗΓΝΩΣΥ ή ΕΜΗΔΗΣΥ δεν αποκλείεται από την εποπτεία της ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.».

3)

Το άρθρο 22 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 22

Παροχή πληροφοριών για τους σκοπούς της διαφάνειας και άλλους υπολογισμούς

1.   Προκειμένου να πραγματοποιηθούν υπολογισμοί για τον καθορισμό των υποχρεώσεων για την προ-συναλλακτική και τη μετα-συναλλακτική διαφάνεια και τα καθεστώτα υποχρέωσης διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 11, τα άρθρα 14 έως 21 και το άρθρο 32, που εφαρμόζονται στα χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και για να προσδιορισθεί αν μια επιχείρηση επενδύσεων είναι συστηματικός εσωτερικοποιητής, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ζητούν πληροφορίες από:

α)

τόπους διαπραγμάτευσης·

β)

Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ· και

γ)

Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι ΕΜΗΔΗΣΥ και οι ΠΕΔΕΣΥ αποθηκεύουν τα απαραίτητα στοιχεία για επαρκές χρονικό διάστημα.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με στόχο να προσδιορίσει το περιεχόμενο και τη συχνότητα των αιτημάτων για παροχή δεδομένων και τη μορφή και το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι ΕΜΗΔΗΣΥ και οι ΠΕΔΕΣΥ οφείλουν να απαντούν στα αιτήματα για παροχή δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τον τύπο στοιχείων που πρέπει να αποθηκεύονται και το ελάχιστο χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι ΕΜΗΔΗΣΥ και οι ΠΕΔΕΣΥ οφείλουν να αποθηκεύουν στοιχεία προκειμένου να είναι σε θέση να απαντήσουν σε αιτήματα για παροχή δεδομένων σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

4)

Στο άρθρο 26 παράγραφος 1, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αρμόδιες αρχές θέτουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διάθεση της ΕΑΚΑΑ οποιεσδήποτε πληροφορίες έχουν αναφερθεί σε αυτές σύμφωνα με το παρόν άρθρο.».

5)

Το άρθρο 27 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 27

Υποχρέωση παροχής στοιχείων αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα

1.   Όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή τελούν υπό διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ ή σε ΜΟΔ, οι εν λόγω τόποι διαπραγμάτευσης παρέχουν συστηματικά στην ΕΑΚΑΑ στοιχεία αναφοράς για την αναγνώριση των χρηματοπιστωτικών μέσων, για τον σκοπό της αναφοράς συναλλαγών που προβλέπεται στο άρθρο 26.

Σε σχέση με άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία καλύπτονται από το άρθρο 26 παράγραφος 2 και τελούν υπό διαπραγμάτευση στο σύστημά του, κάθε συστηματικός εσωτερικοποιητής παρέχει στην ΕΑΚΑΑ δεδομένα γνωστοποίησης σχετικά με αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα.

Αναγνωριστικά στοιχεία αναφοράς διατίθενται προς υποβολή στην ΕΑΚΑΑ σε ηλεκτρονική και τυποποιημένη μορφή πριν αρχίσει η διαπραγμάτευση του χρηματοπιστωτικού μέσου στο οποίο αναφέρονται. Τα στοιχεία αναφοράς του χρηματοπιστωτικού μέσου επικαιροποιούνται όταν σημειώνονται μεταβολές στα στοιχεία που αφορούν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει αμέσως τα στοιχεία αναφοράς στον δικτυακό της τόπο. Η ΕΑΚΑΑ παρέχει στις αρμόδιες αρχές πρόσβαση στα εν λόγω στοιχεία αναφοράς χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

2.   Προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να παρακολουθούν, σύμφωνα με το άρθρο 26, τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ότι αυτές ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο που προάγει την ακεραιότητα της αγοράς, η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές αναπτύσσει τους απαραίτητους μηχανισμούς, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι:

α)

η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει με αποτελεσματικό τρόπο τα στοιχεία αναφοράς για χρηματοπιστωτικό μέσο που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου·

β)

η ποιότητα των στοιχείων αναφοράς για χρηματοπιστωτικό μέσο που λαμβάνονται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου είναι κατάλληλη για το σκοπό της αναφοράς των συναλλαγών που προβλέπεται στο άρθρο 26·

γ)

τα στοιχεία αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα, τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ανταλλάσσονται με αποτελεσματικό τρόπο και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών.

δ)

υπάρχουν αποτελεσματικοί μηχανισμοί μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των αρμόδιων αρχών για την επίλυση ζητημάτων που αφορούν την παράδοση των δεδομένων ή ζητημάτων που αφορούν στην ποιότητα των στοιχείων.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται τα εξής:

α)

πρότυπα και μορφότυποι για τα στοιχεία αναφοράς για χρηματοπιστωτικό μέσο σύμφωνα με την παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων και ρυθμίσεων για την παροχή των στοιχείων και οποιασδήποτε επικαιροποίησής τους στην ΕΑΚΑΑ και τη διαβίβασή τους στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 1 καθώς και της μορφής και του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων·

β)

τα τεχνικά μέτρα που είναι απαραίτητα σε σχέση με τις ρυθμίσεις τις οποίες θεσπίζουν η ΕΑΚΑΑ και οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να αναστέλλει τις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων που ορίζονται στην παράγραφο 1 για ορισμένα ή για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

Η αναστολή είναι απαραίτητη προκειμένου να διατηρηθούν η ακεραιότητα και η ποιότητα των δεδομένων αναφοράς που υπόκεινται στην υποχρέωση υποβολής στοιχείων, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, οι οποίες μπορεί να τεθούν σε κίνδυνο από τα ακόλουθα:

i)

σοβαρές ελλείψεις, ανακρίβειες ή παραποιήσεις των υποβληθέντων στοιχείων, ή

ii)

μη έγκαιρη διαθεσιμότητα, διακοπή ή βλάβη της λειτουργίας των συστημάτων που χρησιμοποιούνται για την υποβολή, συλλογή, επεξεργασία ή αποθήκευση των σχετικών δεδομένων αναφοράς από την ΕΑΚΑΑ, τις αρμόδιες εθνικές αρχές, τις υποδομές της αγοράς, τα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού και τους σημαντικούς συμμετέχοντες στην αγορά.

β)

Η απειλή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις υφιστάμενες κανονιστικές απαιτήσεις της Ένωσης.

γ)

Η αναστολή δεν έχει αρνητικές συνέπειες όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τους επενδυτές, δυσανάλογες σε σχέση με τα οφέλη του μέτρου.

δ)

Η αναστολή δεν δημιουργεί κίνδυνο καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας.

Κατά τη λήψη του μέτρου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τον βαθμό στον οποίο το μέτρο διασφαλίζει την ακρίβεια και την πληρότητα των στοιχείων που αναφέρονται για τους σκοπούς που ορίζονται στην παράγραφο 2.

Πριν αποφασίσει να λάβει το μέτρο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ ειδοποιεί τις σχετικές αρμόδιες αρχές.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 προκειμένου να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό καθορίζοντας τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και τις περιστάσεις υπό τις παύει να ισχύει η αναστολή που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο.».

6)

Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος τίτλος:

«ΤΙΤΛΟΣ IVα

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Χορήγηση άδειας λειτουργίας για τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων

Άρθρο 27α

Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, ως εθνική αρμόδια αρχή νοείται η αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 27β

Απαιτήσεις για την αδειοδότηση

1.   Η λειτουργία ενός ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ ή ΕΜΗΓΝΩΣΥ ως τακτική ενασχόληση ή δραστηριότητα, υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ένας ΕΜΗΔΗΣΥ ή ΕΜΗΓΝΩΣΥ που αναγνωρίζεται σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση και εποπτεία από την οικεία εθνική αρμόδια αρχή σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται έναν τόπο διαπραγμάτευσης μπορούν επίσης να παρέχουν τις υπηρεσίες ενός ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ ή ΕΜΗΓΝΩΣΥ, υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης εξακρίβωσης από την ΕΑΚΑΑ ή την οικεία εθνική αρμόδια αρχή ότι η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς συμμορφώνονται με τον παρόντα τίτλο. Η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών περιλαμβάνεται στην άδεια λειτουργίας τους.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει μητρώο με όλους τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων στην Ένωση. Το μητρώο είναι δημόσια διαθέσιμο και περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες για τις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει λάβει άδεια λειτουργίας και επικαιροποιείται τακτικά.

Όταν η ΕΑΚΑΑ ή μια εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, ανακαλεί άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 27ε, η ανάκληση αυτή δημοσιεύεται στο μητρώο για περίοδο πέντε ετών.

4.   Οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων παρέχουν τις υπηρεσίες τους υπό την εποπτεία της ΕΑΚΑΑ ή της εθνικής αρμόδιας αρχής, κατά περίπτωση. Η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, επανεξετάζει τακτικά τη συμμόρφωση των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων με τον παρόντα τίτλο. Η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, ελέγχει ότι οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων πληρούν ανά πάσα στιγμή τις προϋποθέσεις για την αρχική χορήγηση άδειας λειτουργίας, που ορίζονται στον παρόντα τίτλο.

Άρθρο 27γ

Χορήγηση άδειας λειτουργίας για τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων

1.   Χορηγείται άδεια λειτουργίας για τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων από την ΕΑΚΑΑ ή την εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, για τους σκοπούς του παρόντα τίτλου, όταν:

α)

ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων είναι νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση· και

β)

ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων πληροί τους όρους που καθορίζονται στον παρόντα τίτλο.

2.   Η άδεια λειτουργίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 προσδιορίζει τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων τις οποίες επιτρέπεται να παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Όταν ένας αδειοδοτημένος πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε επιπλέον υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων, υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ, ή στην εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας του.

3.   Ένας αδειοδοτημένος πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων πληροί ανά πάσα στιγμή τους όρους για την άδεια που προβλέπονται στον παρόντα τίτλο. Ένας αδειοδοτημένος πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην ΕΑΚΑΑ ή στην εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, κάθε ουσιαστική μεταβολή στους όρους αδειοδότησης.

4.   Η άδεια λειτουργίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ισχύει σε όλο το έδαφος της Ένωσης και επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων να παρέχει τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει λάβει άδεια σε όλη την Ένωση.

Άρθρο 27δ

Διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αιτήσεων χορήγησης άδειας

1.   Ο αιτών πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων υποβάλλει αίτηση η οποία παρέχει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται προκειμένου να είναι σε θέση η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, να επιβεβαιώσει ότι ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει προβεί, κατά τη στιγμή χορήγησης της αρχικής άδειας λειτουργίας, σε όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει με βάση τις διατάξεις του παρόντος τίτλου, καθώς και το πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναγράφονται, μεταξύ άλλων, το είδος των προβλεπόμενων υπηρεσιών και η οργανωτική δομή.

2.   Η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, εκτιμά εάν η αίτηση για τη χορήγηση άδειας είναι πλήρης εντός 20 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης.

Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, ορίζει προθεσμία εντός της οποίας ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων οφείλει να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες.

Η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, αφού κρίνει ότι η αίτηση είναι πλήρης, αποστέλλει σχετική κοινοποίηση στον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων.

3.   Η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, ελέγχει, εντός έξι μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης, τη συμμόρφωση του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων προς τον παρόντα τίτλο. Λαμβάνει πλήρως αιτιολογημένη απόφαση για τη χορήγηση ή την άρνηση χορήγησης άδειας και ενημερώνει τον αιτούντα πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων εντός πέντε εργάσιμων ημερών.

4.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται βάσει της παραγράφου 1, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων,

β)

τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις κοινοποιήσεις βάσει του άρθρου 27στ παράγραφος 2.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες κοινοποίησης ή υποβολής των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 27στ παράγραφος 2.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 27ε

Ανάκληση άδειας

1.   Η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, εάν ο πάροχος:

α)

δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτείται ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες κατά το προηγούμενο εξάμηνο,

β)

έχει λάβει άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλον αντικανονικό τρόπο,

γ)

δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδειά του,

δ)

έχει διαπράξει σοβαρές και συστηματικές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Η ΕΑΚΑΑ ειδοποιεί, κατά περίπτωση, χωρίς αναίτια καθυστέρηση, την εθνική αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων σχετικά με απόφαση για ανάκληση της άδειας ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων.

Άρθρο 27στ

Απαιτήσεις για το διοικητικό όργανο παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων

1.   Το διοικητικό όργανο ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, ανά πάσα στιγμή, έχει καλή φήμη, διαθέτει επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία και να αφιερώνει αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων του.

Το διοικητικό όργανο διαθέτει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, ώστε να αμφισβητεί αποτελεσματικά τις αποφάσεις των ανώτερων στελεχών όποτε αυτό είναι αναγκαίο και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί η λήψη των αποφάσεων από τη διοίκηση, όταν είναι αναγκαίο.

Όταν ένας διαχειριστής αγοράς ζητεί άδεια λειτουργίας για ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ ή ΕΜΗΓΝΩΣΥ σύμφωνα με το άρθρο 27δ και τα μέλη του διοικητικού οργάνου του ΕΜΗΔΗΣΥ, του ΠΕΔΕΣΥ ή του ΕΜΗΓΝΩΣΥ συμπίπτουν με τα μέλη του διοικητικού οργάνου της ρυθμιζόμενης αγοράς, τα πρόσωπα αυτά τεκμαίρεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου.

2.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ ή στην εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, τα ονόματα όλων των μελών του οικείου διοικητικού οργάνου και κάθε μεταβολή στα μέλη του, καθώς και τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης της οντότητας με την παράγραφο 1.

3.   Το διοικητικό όργανο ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων ορίζει και επιβλέπει την εφαρμογή των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση ενός οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων στον οργανισμό και της αποτροπής των συγκρούσεων συμφερόντων, και με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς και τα συμφέροντα των πελατών του.

4.   Η ΕΑΚΑΑ ή η εθνική αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση, αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας εάν δεν έχει πειστεί ότι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι οι προτεινόμενες αλλαγές στο διοικητικό όργανο του παρόχου μπορεί να αποτελέσουν απειλή για την ορθή και συνετή διαχείριση, το συμφέρον των πελατών και την ακεραιότητα της αγοράς.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Ιανουαρίου 2021 για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπόψη τους διαφορετικούς ρόλους και καθήκοντα των εν λόγω μελών και την ανάγκη αποφυγής συγκρούσεων συμφερόντων ανάμεσα στα μέλη του διοικητικού οργάνου και τους χρήστες του ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ ή ΕΜΗΓΝΩΣΥ.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Όροι για τους ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ και ΕΜΗΓΝΩΣΥ

Άρθρο 27ζ

Οργανωτικές απαιτήσεις για τους ΕΜΗΔΗΣΥ

1.   Ο ΕΜΗΔΗΣΥ διαθέτει κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για τη δημοσίευση των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει των άρθρων 20 και 21 όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό υπό εύλογους εμπορικούς όρους. Οι πληροφορίες διατίθενται δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από τον ΕΜΗΔΗΣΥ. Ο ΕΜΗΔΗΣΥ διαδίδει αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε μορφότυπο που διευκολύνει την ενοποίηση των πληροφοριών αυτών με παρόμοια δεδομένα από άλλες πηγές.

2.   Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται από έναν ΕΜΗΔΗΣΥ σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τον αναγνωριστικό κωδικό του χρηματοπιστωτικού μέσου,

β)

την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,

γ)

τον όγκο της συναλλαγής,

δ)

τη χρονική στιγμή της συναλλαγής,

ε)

τη χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,

στ)

την ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής,

ζ)

τον κωδικό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, ή τον κωδικό “SI” αν η συναλλαγή εκτελέστηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά τον κωδικό “OTC”,

η)

αν συντρέχει περίπτωση, μια ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους.

3.   Ο ΕΜΗΔΗΣΥ θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων με τους πελάτες του. Ιδίως, ο ΕΜΗΔΗΣΥ που είναι επίσης διαχειριστής αγοράς ή επιχείρηση επενδύσεων χειρίζεται όλες τις συλλεγόμενες πληροφορίες κατά τρόπο που να μη δημιουργεί διακρίσεις, εφαρμόζει δε και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.

4.   Ο ΕΜΗΔΗΣΥ διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας σχεδιασμένους για τη διασφάλιση των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης, και την αποτροπή της διαρροής των πληροφοριών πριν από τη δημοσίευση. Ο ΕΜΗΔΗΣΥ διατηρεί επαρκείς πόρους και διαθέτει εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχει και να διατηρεί τις υπηρεσίες του ανά πάσα στιγμή.

5.   Ο ΕΜΗΔΗΣΥ διαθέτει συστήματα που να μπορούν να ελέγχουν αποτελεσματικά αν οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις, να εντοπίζουν παραλείψεις και εμφανή σφάλματα, και να ζητούν την εκ νέου διαβίβαση τυχόν εσφαλμένων αναφορών.

6.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό κοινών μορφοτύπων, προτύπων και τεχνικών ρυθμίσεων που να διευκολύνουν την ενοποίηση των πληροφοριών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 προκειμένου να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό καθορίζοντας την έννοια των εύλογων εμπορικών όρων για τη δημοσίευση των πληροφοριών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

8.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν τα εξής:

α)

τα μέσα με τα οποία ο ΕΜΗΔΗΣΥ μπορεί να συμμορφώνεται με την υποχρέωση πληροφόρησης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1,

β)

το περιεχόμενο των πληροφοριών που δημοσιεύονται βάσει της παραγράφου 1, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή η δημοσίευση των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει του παρόντος άρθρου,

γ)

τις συγκεκριμένες οργανωτικές απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 3, 4 και 5.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 27η

Οργανωτικές απαιτήσεις για τους Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.

1.   Ο ΠΕΔΕΣΥ διαθέτει κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για να συγκεντρώνει τις δημοσιευμένες πληροφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 20, να τις ενοποιεί σε μια συνεχή ροή ηλεκτρονικών δεδομένων και να τις καθιστά διαθέσιμες στο κοινό όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό υπό εύλογους εμπορικούς όρους.

Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες λεπτομέρειες:

α)

τον αναγνωριστικό κωδικό του χρηματοπιστωτικού μέσου,

β)

την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,

γ)

τον όγκο της συναλλαγής,

δ)

τη χρονική στιγμή της συναλλαγής,

ε)

τη χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,

στ)

την ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής,

ζ)

τον κωδικό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, τον κωδικό “SI” αν η συναλλαγή εκτελέστηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά τον κωδικό “OTC”,

η)

όπου έχει εφαρμογή, τον προσδιορισμό του γεγονότος ότι υπολογιστικός αλγόριθμος στο εσωτερικό της επιχείρησης επενδύσεων είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση και την εκτέλεση της συναλλαγής,

θ)

αν συντρέχει περίπτωση, μια ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους,

ι)

αν η υποχρέωση δημοσιοποίησης των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 έχει αρθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β), ένδειξη για το σε ποια από τις εξαιρέσεις αυτές είχε υπαχθεί η εν λόγω συναλλαγή.

Οι πληροφορίες διατίθενται δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από τον ΠΕΔΕΣΥ. Ο ΠΕΔΕΣΥ είναι σε θέση να διαδίδει αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε μορφοτύπους που είναι εύκολα προσβάσιμοι και εύχρηστοι για τους συμμετέχοντες στην αγορά.

2.   Ο ΠΕΔΕΣΥ διαθέτει κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για να συγκεντρώνει τις δημοσιευμένες πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 10 και το άρθρο 21, να τις ενοποιεί σε μια συνεχή ροή ηλεκτρονικών δεδομένων και να τις καθιστά διαθέσιμες στο κοινό όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό υπό εύλογους εμπορικούς όρους, συμπεριλαμβάνοντας τουλάχιστον τις ακόλουθες λεπτομέρειες:

α)

τον αναγνωριστικό κωδικό ή τα αναγνωριστικά στοιχεία του χρηματοπιστωτικού μέσου,

β)

την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,

γ)

τον όγκο της συναλλαγής,

δ)

τη χρονική στιγμή της συναλλαγής,

ε)

τη χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,

στ)

την ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής,

ζ)

τον κωδικό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, τον κωδικό “SI” αν η συναλλαγή εκτελέστηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά τον κωδικό “OTC”,

η)

αν συντρέχει περίπτωση, μια ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους.

Οι πληροφορίες διατίθενται δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από τον ΠΕΔΕΣΥ. Ο ΠΕΔΕΣΥ είναι σε θέση να διαδίδει αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε γενικά αποδεκτούς μορφοτύπους που είναι διαλειτουργικοί, εύκολα προσβάσιμοι και εύχρηστοι για τους συμμετέχοντες στην αγορά.

3.   Ο ΠΕΔΕΣΥ διασφαλίζει ότι τα παρεχόμενα δεδομένα ενοποιούνται από όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές, τους ΠΜΔ, τους ΜΟΔ και τους ΕΜΗΔΗΣΥ και για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που καθορίζονται με ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα βάσει της παραγράφου 8 στοιχείο γ).

4.   Ο ΠΕΔΕΣΥ θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων. Ιδίως, ο διαχειριστής αγοράς ή ο ΕΜΗΔΗΣΥ, που διαχειρίζεται παράλληλα και ενοποιημένο δελτίο, επεξεργάζεται όλες τις συγκεντρωμένες πληροφορίες με τρόπο που να μην εισάγει διακρίσεις και θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικές ρυθμίσεις για τον διαχωρισμό των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.

5.   Ο ΠΕΔΕΣΥ διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας σχεδιασμένους για τη διασφάλιση των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών και την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης. Ο ΠΕΔΕΣΥ διατηρεί επαρκείς πόρους και διαθέτει εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχει και να διατηρεί τις υπηρεσίες του ανά πάσα στιγμή.

6.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό προτύπων δεδομένων και μορφοτύπων για τις πληροφορίες προς δημοσίευση σύμφωνα με τα άρθρα 6, 10, 20 και 21, συμπεριλαμβανομένων του αναγνωριστικού κωδικού του χρηματοπιστωτικού μέσου, της τιμής, της ποσότητας, της χρονικής στιγμής, της ένδειξης συμβόλου τιμής, του αναγνωριστικού κωδικού του τόπου και ενδείξεων για τους συγκεκριμένους όρους στους οποίους υπόκεινται οι συναλλαγές, καθώς επίσης τεχνικές ρυθμίσεις προώθησης της αποτελεσματικής και συνεπούς διάδοσης των πληροφοριών με τρόπο που να διασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση και χρήση για τους συμμετέχοντες στην αγορά, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού πρόσθετων υπηρεσιών τις οποίες ο ΠΕΔΕΣΥ θα μπορούσε να εκτελέσει, αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα της αγοράς.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

7.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 προκειμένου να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό αποσαφηνίζοντας την έννοια των εύλογων εμπορικών όρων για την παροχή πρόσβασης σε ροές δεδομένων, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

8.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν τα εξής:

α)

τα μέσα με τα οποία οι ΠΕΔΕΣΥ μπορούν να συμμορφώνονται προς την υποχρέωση πληροφόρησης, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2,

β)

το περιεχόμενο των πληροφοριών που δημοσιεύονται βάσει των παραγράφων 1 και 2,

γ)

τα χρηματοπιστωτικά μέσα, τα δεδομένα των οποίων πρέπει να παρέχονται στη ροή δεδομένων και, για τα μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα, τους τόπους διαπραγμάτευσης και τους ΕΜΗΔΗΣΥ που πρέπει να περιληφθούν,

δ)

άλλα μέσα που να διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα που δημοσιεύονται από διαφορετικούς ΠΕΔΕΣΥ είναι συνεπή και επιτρέπουν τη διεξοδική αντιστοίχιση και διασταύρωση με παρόμοια δεδομένα από άλλες πηγές και, επίσης, είναι δυνατή η άθροισή τους σε επίπεδο Ένωσης,

ε)

τις συγκεκριμένες οργανωτικές απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 4 και 5.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 27θ

Οργανωτικές απαιτήσεις για τους ΕΜΗΓΝΩΣΥ

1.   Ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ διαθέτει κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για την υποβολή των πληροφοριών που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 26 το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο μέχρι το τέλος της εργάσιμης ημέρας που έπεται εκείνης κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή.

2.   Ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων με τους πελάτες του. Ιδίως, ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ που είναι επίσης διαχειριστής αγοράς ή επιχείρηση επενδύσεων χειρίζεται όλες τις συλλεγόμενες πληροφορίες κατά τρόπο που να μην εισάγει διακρίσεις, και εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.

3.   Ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας σχεδιασμένους για τη διασφάλιση και την εξακρίβωση της γνησιότητας των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και την αποφυγή της διαρροής των πληροφοριών, διατηρώντας πάντοτε την εμπιστευτικότητα των στοιχείων. Ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ διατηρεί επαρκείς πόρους και διαθέτει εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχει και να διατηρεί τις υπηρεσίες του ανά πάσα στιγμή.

4.   Ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ διαθέτει συστήματα που να μπορούν να ελέγχουν αποτελεσματικά αν οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις, να εντοπίζουν παραλείψεις και εμφανή σφάλματα που προκαλούνται από την επιχείρηση επενδύσεων και, όπου υπάρχουν τέτοια σφάλματα ή παραλείψεις, να κοινοποιούν στην επιχείρηση επενδύσεων τις σχετικές λεπτομέρειες για τα σφάλματα ή τις παραλείψεις και να ζητούν την εκ νέου διαβίβαση τυχόν εσφαλμένων αναφορών.

Ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ διαθέτει συστήματα που να του επιτρέπουν να εντοπίζει σφάλματα ή παραλείψεις που προκαλούνται από τον ίδιο τον ΕΜΗΓΝΩΣΥ και να μπορεί ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ να διορθώνει και να διαβιβάζει ή να διαβιβάζει εκ νέου, ανάλογα με την περίπτωση, ορθές και πλήρεις εκθέσεις συναλλαγών στην αρμόδια αρχή.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν τα εξής:

α)

τα μέσα με τα οποία ο ΕΜΗΓΝΩΣΥ μπορεί να συμμορφώνεται με την υποχρέωση πληροφόρησης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, και

β)

τις συγκεκριμένες οργανωτικές απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

7)

Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος Τίτλος:

«ΤΙΤΛΟΣ VIα

ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΑΚΑΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Αρμοδιότητες και διαδικασίες

Άρθρο 38α

Άσκηση των εξουσιών της ΕΑΚΑΑ

Οι εξουσίες που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ ή οιονδήποτε υπάλληλο της ΕΑΚΑΑ ή άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο δυνάμει των άρθρων 38β έως 38ε δεν ασκούνται για να απαιτηθεί η γνωστοποίηση πληροφοριών ή εγγράφων που υπόκεινται σε νομικό απόρρητο.

Άρθρο 38β

Αίτηση παροχής πληροφοριών

1.   Η ΕΑΚΑΑ δύναται με απλή αίτηση ή με απόφαση να ζητήσει από τα ακόλουθα πρόσωπα να παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να μπορεί η ΕΑΚΑΑ να εκτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό:

α)

ΕΜΗΔΗΣΥ, Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ., ΕΜΗΓΝΩΣΥ, όταν εποπτεύονται από την ΕΑΚΑΑ, και επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται τόπο διαπραγμάτευσης για να εκτελεί τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων ενός ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ ή ΕΜΗΓΝΩΣΥ, καθώς και τα πρόσωπα που τους ελέγχουν ή ελέγχονται από αυτούς·

β)

τους διαχειριστές των προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ)

τους ελεγκτές και συμβούλους των προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

2.   Κάθε απλή αίτηση παροχής πληροφοριών που προβλέπεται στην παράγραφο 1:

α)

παραπέμπει στο παρόν άρθρο ως νομική βάση της αίτησης·

β)

δηλώνει τον σκοπό της αίτησης·

γ)

προσδιορίζει τις πληροφορίες που ζητούνται·

δ)

καθορίζει χρονικό όριο εντός του οποίου πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες·

ε)

περιλαμβάνει δήλωση ότι δεν υπάρχει καμία υποχρέωση του προσώπου από το οποίο ζητούνται πληροφορίες να παράσχει τις πληροφορίες, αλλά στην περίπτωση εκούσιας απάντησης στην αίτηση οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν πρέπει να είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές·

στ)

αναφέρει το ποσό του προστίμου που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 38η όταν οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές.

3.   Όταν ζητεί την παροχή πληροφοριών με απόφαση, σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ:

α)

παραπέμπει στο παρόν άρθρο ως νομική βάση της αίτησης·

β)

δηλώνει τον σκοπό της αίτησης·

γ)

προσδιορίζει τις πληροφορίες που ζητούνται·

δ)

καθορίζει χρονικό όριο εντός του οποίου πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες·

ε)

επισημαίνει τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 38ζ στην περίπτωση ελλιπούς παροχής των απαιτούμενων πληροφοριών·

στ)

επισημαίνει το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 38η, στην περίπτωση που οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές.

ζ)

αναφέρει το δικαίωμα για προσφυγή κατά της απόφασης ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών της ΕΑΚΑΑ και για υποβολή αίτησης επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δικαστήριο) σύμφωνα με τα άρθρα 60 και 61 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή οι εκπρόσωποί τους και, στην περίπτωση νομικών προσώπων ή ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα εξουσιοδοτημένα από τον νόμο ή από το καταστατικό τους πρόσωπα που τους εκπροσωπούν παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες. Τις πληροφορίες είναι δυνατόν να παρέχουν δεόντως εξουσιοδοτημένοι δικηγόροι εξ ονόματος των πελατών τους. Οι τελευταίοι εξακολουθούν να ευθύνονται πλήρως για την παροχή ελλιπών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών.

5.   Η ΕΑΚΑΑ αποστέλλει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση αντίγραφο της απλής αίτησης ή της απόφασής της στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 38γ

Γενικές έρευνες

1.   Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει τις αναγκαίες έρευνες προσώπων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38β παράγραφος 1. Για τον σκοπό αυτόν, οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ έχουν την εξουσία:

α)

να εξετάζουν οποιαδήποτε αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες και κάθε άλλο υλικό συναφές με την εκτέλεση των καθηκόντων της, ανεξαρτήτως του μέσου στο οποίο αποθηκεύονται·

β)

να λαμβάνουν ή να αποκτούν πιστοποιημένα αντίγραφα ή αποσπάσματα από αυτά τα αρχεία, τα δεδομένα, τις διαδικασίες και άλλο υλικό·

γ)

να καλούν και να ζητούν από οποιοδήποτε πρόσωπο αναφερόμενο στο άρθρο 38β παράγραφος 1 ή τους εκπροσώπους ή τα μέλη του προσωπικού του προφορικές ή γραπτές εξηγήσεις σχετικά με γεγονότα ή έγγραφα που αφορούν το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης και να καταγράφουν τις απαντήσεις·

δ)

να εξετάζουν κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας·

ε)

να ζητούν αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων και διακίνησης δεδομένων.

2.   Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς των ερευνών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας. Στην εν λόγω εξουσιοδότηση επισημαίνονται επίσης οι περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 38θ σε περίπτωση που τα απαιτούμενα αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή άλλο υλικό, ή οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που υποβάλλονται στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 38β παράγραφος 1 δεν παρέχονται ή είναι ελλιπείς, καθώς και τα πρόστιμα που προβλέπονται στο άρθρο 38η, σε περίπτωση που οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 38β παράγραφος 1 είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές.

3.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 38β παράγραφος 1 οφείλουν να υποβάλλονται σε έρευνες που κινούνται βάσει απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 38θ, τα ένδικα μέσα που διατίθενται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο.

4.   Εγκαίρως πριν από την έρευνα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο πρόκειται να διεξαχθεί η έρευνα σχετικά με την έρευνα και την ταυτότητα των εξουσιοδοτημένων προσώπων. Οι υπάλληλοι της οικείας αρμόδιας αρχής επικουρούν, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, τα εν λόγω εξουσιοδοτημένα πρόσωπα στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Υπάλληλοι της οικείας αρμόδιας αρχής δύνανται επίσης να παρίστανται στις έρευνες, κατόπιν αιτήματος.

5.   Εάν για μια αίτηση αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων ή διακίνησης δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) απαιτείται χορήγηση άδειας από δικαστική αρχή σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, υποβάλλεται σχετική αίτηση. Η άδεια αυτή μπορεί επίσης να ζητείται ως προληπτικό μέτρο.

6.   Όταν μια εθνική δικαστική αρχή λαμβάνει αίτηση για τη χορήγηση άδειας για την αίτηση αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων ή διακίνησης δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε), η εν λόγω αρχή ελέγχει τα εξής:

α)

ότι η απόφαση που εκδίδει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 3 είναι αυθεντική·

β)

ότι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν είναι αναλογικά και δεν είναι αυθαίρετα ή υπερβολικά.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως όσον αφορά τους λόγους που έχει η ΕΑΚΑΑ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού, καθώς και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα μέτρα καταναγκασμού. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή δεν επανεξετάζει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της έρευνας, ούτε ζητεί να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΑΚΑΑ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ υπόκειται αποκλειστικά σε επανεξέταση από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 38δ

Επιτόπιες επιθεωρήσεις

1.   Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει όλες τις αναγκαίες επιτόπιες επιθεωρήσεις στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις των κατά το άρθρο 38β παράγραφος 1 προσώπων.

2.   Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης μπορούν να εισέρχονται σε οιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις των προσώπων για τα οποία έχει εκδοθεί απόφαση έρευνας από την ΕΑΚΑΑ, διαθέτουν δε όλες τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 38β παράγραφος 1. Διαθέτουν επίσης την εξουσία να σφραγίζουν οποιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και βιβλία ή αρχεία κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης και στην έκταση που είναι αναγκαίο για αυτήν.

3.   Εγκαίρως πριν από την επιθεώρηση, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει για την επιθεώρηση την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση. Οσάκις απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα των επιθεωρήσεων, η ΕΑΚΑΑ, αφού ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, μπορεί να διεξάγει την επιτόπια επιθεώρηση χωρίς προειδοποίηση. Επιθεωρήσεις σύμφωνα με το παρόν άρθρο διενεργούνται υπό την προϋπόθεση ότι η οικεία αρμόδια αρχή έχει επιβεβαιώσει ότι δεν έχει αντίρρηση για τις εν λόγω επιθεωρήσεις.

4.   Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, καθώς και τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 38θ, εφόσον τα οικεία πρόσωπα δεν δέχονται την επιθεώρηση.

5.   Τα κατά το άρθρο 38β παράγραφος 1 πρόσωπα υποβάλλονται σε επιτόπιες επιθεωρήσεις που διατάσσονται με απόφαση της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, καθορίζει την προγραμματισμένη ημερομηνία έναρξής της και αναφέρει τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 38θ, τα ένδικα μέσα που διατίθενται στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο.

6.   Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση, καθώς και εκείνοι που εξουσιοδοτούνται ή ορίζονται από αυτήν, επικουρούν ενεργά, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, τους υπαλλήλους και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ. Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους δύνανται επίσης να παρίστανται στις επιτόπιες επιθεωρήσεις.

7.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί επίσης να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να εκτελέσουν εκ μέρους της ειδικά ερευνητικά καθήκοντα και να πραγματοποιήσουν επιτόπιες επιθεωρήσεις, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 38β παράγραφος 1.

8.   Εάν οι υπάλληλοι και άλλα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ πρόσωπα που τους συνοδεύουν διαπιστώσουν ότι κάποιο πρόσωπο αντιτίθεται σε επιθεώρηση που έχει διαταχθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους τούς παρέχει την αναγκαία συνδρομή, ζητώντας, κατά περίπτωση, τη συνδρομή της αστυνομίας ή ισότιμης αρχής επιβολής του νόμου, ούτως ώστε να τους επιτρέψει να πραγματοποιήσουν την επιτόπια επιθεώρησή τους.

9.   Εάν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, απαιτείται άδεια δικαστικής αρχής για την επιτόπια επιθεώρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή για τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, ζητείται η άδεια αυτή. Η άδεια αυτή μπορεί επίσης να ζητείται ως προληπτικό μέτρο.

10.   Όταν εθνική δικαστική αρχή λαμβάνει αίτηση χορήγησης άδειας για την επιτόπια επιθεώρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή για τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, η εν λόγω αρχή ελέγχει τα εξής:

α)

ότι η απόφαση που εκδίδει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 5 είναι αυθεντική·

β)

ότι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν είναι αναλογικά και δεν είναι αυθαίρετα ή υπερβολικά.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως όσον αφορά τους λόγους που έχει η ΕΑΚΑΑ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού, καθώς και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα μέτρα καταναγκασμού. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή δεν επανεξετάζει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της έρευνας, ούτε ζητεί να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΑΚΑΑ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ υπόκειται αποκλειστικά σε επανεξέταση από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 38ε

Ανταλλαγή πληροφοριών

Η ΕΑΚΑΑ και οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 38στ

Επαγγελματικό απόρρητο

Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρεται στο άρθρο 76 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ εφαρμόζεται στην ΕΑΚΑΑ και σε όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή που έχουν εργαστεί για την ΕΑΚΑΑ ή για οιοδήποτε άλλο πρόσωπο στο οποίο η ΕΑΚΑΑ έχει αναθέσει καθήκοντα, περιλαμβανομένων των ελεγκτών και των εμπειρογνωμόνων που προσλαμβάνονται από την ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 38ζ

Εποπτικά μέτρα από την ΕΑΚΑΑ

1.   Εάν η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι ένα πρόσωπο που παρατίθεται στο άρθρο 38β παράγραφος 1 στοιχείο α) έχει διαπράξει μία παράβαση ενός από τα προαπαιτούμενα που απαριθμούνται στον τίτλο IVα, αναλαμβάνει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες δράσεις:

α)

εκδίδει απόφαση βάσει της οποίας το πρόσωπο υποχρεούται να τερματίσει την παράβαση·

β)

εκδίδει απόφαση για την επιβολή προστίμου ή περιοδικών χρηματικών ποινών σύμφωνα με τα άρθρα 38η και 38θ·

γ)

εκδίδει δημόσιες ανακοινώσεις.

2.   Όταν αναλαμβάνει τις κατά την παράγραφο 1 δράσεις, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τη φύση και τη βαρύτητα της παράβασης, έχοντας κατά νου τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τη διάρκεια και τη συχνότητα της παράβασης·

β)

αν ένα οικονομικό έγκλημα προκλήθηκε, διευκολύνθηκε ή μπορεί κατ’ άλλον τρόπο να αποδοθεί στην παράβαση·

γ)

αν η παράβαση διαπράχθηκε με πρόθεση ή από αμέλεια·

δ)

τον βαθμό ευθύνης του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου·

ε)

τη χρηματοοικονομική ισχύ του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, όπως προκύπτει από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπεύθυνου νομικού προσώπου ή το ετήσιο εισόδημα και τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του υπεύθυνου φυσικού προσώπου·

στ)

τον αντίκτυπο της παράβασης στα συμφέροντα των επενδυτών·

ζ)

τη σημασία των κερδών που αποκτήθηκαν, των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση ή των ζημιών για τρίτους που προκύπτουν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν·

η)

το επίπεδο συνεργασίας του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου με την ΕΑΚΑΑ, με την επιφύλαξη της ανάγκης αποστέρησης των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το εν λόγω πρόσωπο·

θ)

τις προηγούμενες παραβάσεις του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου·

ι)

τα μέτρα που λήφθηκαν μετά την παράβαση από τον υπεύθυνο της παράβασης για την αποφυγή της επανάληψής της.

3.   Η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί χωρίς αναίτια καθυστέρηση κάθε δράση που αναλήφθηκε βάσει της παραγράφου 1 στο υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο και την ανακοινώνει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και στην Επιτροπή. Δημοσιοποιεί κάθε τέτοια δράση στον διαδικτυακό τόπο της, εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία ανάληψής της.

Η δημοσιοποίηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:

α)

δήλωση με την οποία επιβεβαιώνεται το δικαίωμα του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση να προσβάλει την απόφαση·

β)

κατά περίπτωση, δήλωση στην οποία επιβεβαιώνεται ότι έχει ασκηθεί προσφυγή, διευκρινίζοντας ότι η εν λόγω προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα·

γ)

δήλωση στην οποία αναφέρεται ότι είναι δυνατόν το συμβούλιο προσφυγών της ΕΑΚΑΑ να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα

Άρθρο 38η

Πρόστιμα

1.   Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 38ια παράγραφος 5, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο έχει διαπράξει, με πρόθεση ή από αμέλεια,, μία από τις παραβάσεις των απαιτήσεων που προβλέπονται στον τίτλο IVα, εκδίδει απόφαση για την επιβολή προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Θεωρείται ότι έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως παράβαση εάν η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει αντικειμενικούς παράγοντες που αποδεικνύουν ότι το πρόσωπο ενήργησε εσκεμμένως προς διάπραξη της παράβασης.

2.   Το ανώτατο ύψος του προστίμου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι 200 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, η αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα.

3.   Κατά τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 38ζ παράγραφος 2.

Άρθρο 38θ

Περιοδικές χρηματικές ποινές

1.   Η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει, με απόφαση, περιοδικές χρηματικές ποινές, προκειμένου να υποχρεώσει:

α)

πρόσωπο να τερματίσει την παράβαση, κατ’ εφαρμογή απόφασης που έχει ληφθεί δυνάμει του άρθρου 38ζ παράγραφος 1 στοιχείο α)·

β)

πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 38β παράγραφος 1:

i)

να παράσχει πλήρεις πληροφορίες οι οποίες έχουν ζητηθεί με απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 38β·

ii)

να υποβληθεί σε έρευνα και ειδικότερα να παράσχει πλήρη αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή οποιοδήποτε άλλο απαιτούμενο υλικό, και να συμπληρώσει και να διορθώσει άλλες πληροφορίες που παρέχονται κατά τη διάρκεια έρευνας που έχει κινηθεί με απόφαση δυνάμει του άρθρου 38γ·

iii)

να υποβληθεί σε επιτόπια επιθεώρηση που έχει διαταχθεί με απόφαση δυνάμει του άρθρου 38δ.

2.   Η περιοδική χρηματική ποινή είναι αποτελεσματική και αναλογική. Η περιοδική χρηματική ποινή επιβάλλεται για κάθε μέρα καθυστέρησης.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, το ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών ανέρχεται στο 3 % του μέσου όρου του ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση ή, στην περίπτωση φυσικών προσώπων, στο 2 % του μέσου όρου του ημερήσιου εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Υπολογίζεται από την ημέρα που ορίζεται στην απόφαση επιβολής της περιοδικής χρηματικής ποινής.

4.   Η περιοδική χρηματική ποινή επιβάλλεται για μέγιστη περίοδο έξι μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Μετά το πέρας της περιόδου αυτής, η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει το μέτρο.

Άρθρο 38ι

Δημοσιοποίηση, φύση, επιβολή και κατανομή των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών

1.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιοποιεί κάθε πρόστιμο και περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί σύμφωνα με τα άρθρα 38η και 38θ, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοοικονομικές αγορές ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη. Η δημοσιοποίηση αυτή δεν περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*52).

2.   Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 38η και 38θ είναι διοικητικής φύσης.

3.   Στις περιπτώσεις που η ΕΑΚΑΑ αποφασίζει να μην επιβάλει πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και εκθέτει τους λόγους για την απόφασή της.

4.   Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 38η και 38θ είναι εκτελεστά.

Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τους δικονομικούς κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος στο οποίο λαμβάνει χώρα.

5.   Τα ποσά των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών αποδίδονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 38ια

Διαδικαστικοί κανόνες σχετικά με τη λήψη εποπτικών μέτρων και την επιβολή προστίμων

1.   Εάν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις για πιθανή ύπαρξη περιστατικών που μπορεί να συνιστούν διάπραξη μίας ή περισσότερων από τις παραβάσεις των απαιτήσεων που προβλέπονται στον τίτλο IVα, διορίζει ανεξάρτητο πραγματογνώμονα εντός της ΕΑΚΑΑ προκειμένου να ερευνήσει το θέμα. Ο διορισμένος πραγματογνώμονας δεν πρέπει να συμμετέχει ούτε να έχει συμμετάσχει άμεσα ή έμμεσα στην εποπτεία ή στη διαδικασία αδειοδότησης του σχετικού παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, ασκεί δε τα καθήκοντά του ανεξάρτητα από την ΕΑΚΑΑ.

2.   Ο πραγματογνώμονας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ερευνά τις εικαζόμενες παραβάσεις, λαμβάνοντας υπόψη οποιεσδήποτε παρατηρήσεις διατυπώσουν τα υπό έρευνα πρόσωπα, και υποβάλλει πλήρη φάκελο με τα πορίσματά του στην ΕΑΚΑΑ.

3.   Για την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο πραγματογνώμονας δύναται να ασκεί το δικαίωμα να υποβάλλει αίτημα για παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 38β και να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 38γ και 38δ.

4.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο πραγματογνώμονας έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που συγκεντρώνει η ΕΑΚΑΑ κατά την άσκηση των εποπτικών δραστηριοτήτων της.

5.   Κατά την ολοκλήρωση της έρευνας και πριν από την υποβολή του φακέλου των πορισμάτων του στην ΕΑΚΑΑ, ο πραγματογνώμονας δίνει στα υπό έρευνα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τα ζητήματα που ερευνώνται. Ο πραγματογνώμονας βασίζει τα πορίσματά του μόνο σε γεγονότα για τα οποία οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν παρατηρήσεις.

6.   Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών σύμφωνα με το παρόν άρθρο, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα της υπεράσπισης των υπό έρευνα προσώπων.

7.   Όταν υποβάλλει τον φάκελο των πορισμάτων του στην ΕΑΚΑΑ, ο πραγματογνώμονας ενημερώνει σχετικώς τα υπό έρευνα πρόσωπα. Τα υπό έρευνα πρόσωπα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν τρίτους.

8.   Βάσει του φακέλου που περιέχει τα πορίσματα του πραγματογνώμονα και, εφόσον ζητηθεί από τα υπό έρευνα πρόσωπα, κατόπιν ακρόασης των εν λόγω προσώπων σύμφωνα με το άρθρο 38ιβ, η ΕΑΚΑΑ αποφαίνεται εάν τα υπό έρευνα πρόσωπα έχουν διαπράξει μία ή περισσότερες από τις παραβάσεις των απαιτήσεων που προβλέπονται στον τίτλο IVα και, στην περίπτωση αυτή, λαμβάνει εποπτικό μέτρο σύμφωνα με το άρθρο 38ζ.

9.   Ο πραγματογνώμονας δεν συμμετέχει στις συσκέψεις της ΕΑΚΑΑ ούτε παρεμβαίνει καθ’ οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΑΚΑΑ.

10.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 50, έως την 1η Οκτωβρίου 2021, προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω τους διαδικαστικούς κανόνες για την άσκηση του δικαιώματος επιβολής προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με το δικαίωμα της υπεράσπισης, προσωρινών διατάξεων και διατάξεων για την είσπραξη προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών και τις προθεσμίες παραγραφής για την επιβολή και την εκτέλεση των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών.

11.   Η ΕΑΚΑΑ παραπέμπει θέματα ποινικής δίωξης στις οικείες εθνικές αρχές εάν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις για πιθανή ύπαρξη πραγματικών περιστατικών που ενδέχεται να συνιστούν ποινικό αδίκημα. Επιπροσθέτως, η ΕΑΚΑΑ δεν επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, εάν προγενέστερη αθώωση ή καταδίκη βάσει πανομοιότυπων πραγματικών περιστατικών ή βάσει πραγματικών περιστατικών που είναι κατ’ ουσίαν τα ίδια έχει ήδη αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου κατόπιν ποινικής διαδικασίας βάσει του εθνικού δικαίου.

Άρθρο 38ιβ

Ακρόαση των ενδιαφερόμενων προσώπων

1.   Πριν από τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης δυνάμει των άρθρων 38ζ, 38η και 38θ, η ΕΑΚΑΑ παρέχει τη δυνατότητα ακρόασης, σχετικά με τα πορίσματά της, στα πρόσωπα που υπόκεινται σε πειθαρχικές διαδικασίες. Η ΕΑΚΑΑ θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνο στα πορίσματα για τα οποία δόθηκε η δυνατότητα στα πρόσωπα που υπόκεινται στις διαδικασίες να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

Το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει εάν απαιτούνται επείγουσες ενέργειες προκειμένου να προληφθεί σημαντική και επικείμενη ζημία στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Σε αυτήν την περίπτωση, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει προσωρινή απόφαση και να παρέχει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης το συντομότερο δυνατό μετά τη λήψη της απόφασής της.

2.   Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα της υπεράσπισης των προσώπων που υπόκεινται σε έρευνα. Τα εν λόγω πρόσωπα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο της ΕΑΚΑΑ, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες ή τα εσωτερικά προπαρασκευαστικά έγγραφα της ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 38ιγ

Επανεξέταση από το Δικαστήριο

Το Δικαστήριο διαθέτει απεριόριστη δικαιοδοσία για την επανεξέταση των αποφάσεων με τις οποίες η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει πρόστιμο ή περιοδική χρηματική ποινή. Δύναται να ακυρώσει, να μειώσει ή να επαυξήσει το πρόστιμο ή την περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί.

Άρθρο 38ιδ

Τέλη αδειοδότησης και εποπτικά τέλη

1.   Η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει τέλη στους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και σύμφωνα με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Τα τέλη αυτά καλύπτουν πλήρως τις αναγκαίες δαπάνες της ΕΑΚΑΑ όσον αφορά την αδειοδότηση και την εποπτεία των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και την επιστροφή κάθε δαπάνης στην οποία ενδέχεται να υποβληθούν οι αρμόδιες αρχές κατά την εκτέλεση των εργασιών τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε ανάθεσης καθηκόντων σύμφωνα με το άρθρο 38ιε.

2.   Το ύψος ενός τέλους που επιβάλλεται σε έναν συγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων καλύπτει όλες τις διοικητικές δαπάνες της ΕΑΚΑΑ για τις δραστηριότητες αδειοδότησης και εποπτείας σχετικά με τον εν λόγω πάροχο. Πρέπει να είναι ανάλογο προς τον κύκλο εργασιών του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων.

3.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 50 συμπληρώνοντας τον παρόντα κανονισμό έως την 1η Οκτωβρίου 2021 για να προσδιορίσει το είδος των τελών, τα θέματα για τα οποία επιβάλλονται τέλη, το ύψος τους και τον τρόπο καταβολής τους.

Άρθρο 38ιε

Ανάθεση καθηκόντων από την ΕΑΚΑΑ στις αρμόδιες αρχές

1.   Εφόσον κρίνεται αναγκαίο για την ορθή εκτέλεση εποπτικού καθήκοντος, η ΕΑΚΑΑ δύναται να αναθέσει συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα στην αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η ΕΑΚΑΑ δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Τα εν λόγω συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα μπορούν ιδίως να περιλαμβάνουν την αρμοδιότητα διεκπεραίωσης αιτημάτων για παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 38β, καθώς και διεξαγωγής ερευνών και επιτόπιων επιθεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 38γ και το άρθρο 38δ.

2.   Πριν από την ανάθεση καθήκοντος η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με την οικεία αρμόδια αρχή σχετικά με τα εξής:

α)

το εύρος του ανατιθέμενου καθήκοντος·

β)

το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του καθήκοντος· και

γ)

τη διαβίβαση των απαραίτητων πληροφοριών από και προς την ΕΑΚΑΑ.

3.   Σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 38ιδ παράγραφος 3, η ΕΑΚΑΑ επιστρέφει στην αρμόδια αρχή κάθε δαπάνη στην οποία ενδέχεται να υποβληθεί κατά την εκτέλεση ανατεθέντων καθηκόντων.

4.   Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει την απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα. Η ανάθεση μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή.

5.   Η ανάθεση καθηκόντων δεν επηρεάζει την ευθύνη της ΕΑΚΑΑ ούτε περιορίζει την ικανότητά της να διεξάγει και να επιβλέπει την ανατεθείσα δραστηριότητα.

(*52)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).»."

8)

Στο άρθρο 40, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει την απαγόρευση ή τον περιορισμό που επέβαλε βάσει της παραγράφου 1 σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά εξάμηνο. Μετά από τουλάχιστον δύο διαδοχικές ανανεώσεις και βάσει κατάλληλης ανάλυσης προκειμένου να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις στον καταναλωτή, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να αποφασίσει σχετικά με την ετήσια ανανέωση της απαγόρευσης ή του περιορισμού.».

9)

Στο άρθρο 41, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Η ΕΑΤ επανεξετάζει την απαγόρευση ή τον περιορισμό που επέβαλε βάσει της παραγράφου 1 σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά εξάμηνο. Μετά από τουλάχιστον δύο διαδοχικές ανανεώσεις και βάσει κατάλληλης ανάλυσης προκειμένου να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις στον καταναλωτή, η ΕΑΤ μπορεί να αποφασίσει σχετικά με την ετήσια ανανέωση της απαγόρευσης ή του περιορισμού.».

10)

Το άρθρο 50 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 9, στο άρθρο 2 παράγραφοι 2 και 3, στο άρθρο 13 παράγραφος 2, στο άρθρο 15 παράγραφος 5, στο άρθρο 17 παράγραφος 3, στο άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3, στο άρθρο 27 παράγραφος 4, στο άρθρο 27ζ παράγραφος 7, στο άρθρο 27η παράγραφος 7, στο άρθρο 31 παράγραφος 4, στο άρθρο 38ια παράγραφος 10, στο άρθρο 38ιδ παράγραφος 3, στο άρθρο 40 παράγραφος 8, στο άρθρο 41 παράγραφος 8, στο άρθρο 42 παράγραφος 7, στο άρθρο 45 παράγραφος 10 και στο άρθρο 52 παράγραφοι 10, 12 και 14 ανατίθεται επ’ αόριστον από τις 2 Ιουλίου 2014.»·

β)

στην παράγραφο 3, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 9, στο άρθρο 2 παράγραφοι 2 και 3, στο άρθρο 13 παράγραφος 2, στο άρθρο 15 παράγραφος 5, στο άρθρο 17 παράγραφος 3, στο άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3, στο άρθρο 27 παράγραφος 4, στο άρθρο 27ζ παράγραφος 7, στο άρθρο 27η παράγραφος 7, στο άρθρο 31 παράγραφος 4, στο άρθρο 38ια παράγραφος 10, στο άρθρο 38ιδ παράγραφος 3, στο άρθρο 40 παράγραφος 8, στο άρθρο 41 παράγραφος 8, στο άρθρο 42 παράγραφος 7, στο άρθρο 45 παράγραφος 10 και στο άρθρο 52 παράγραφοι 10, 12 και 14 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.»·

γ)

στην παράγραφο 5, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 9, το άρθρο 2 παράγραφοι 2 και 3, το άρθρο 13 παράγραφος 2, το άρθρο 15 παράγραφος 5, το άρθρο 17 παράγραφος 3, το άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3, το άρθρο 27 παράγραφος 4, το άρθρο 27ζ παράγραφος 7, το άρθρο 27η παράγραφος 7, το άρθρο 31 παράγραφος 4, το άρθρο 38ια παράγραφος 10, το άρθρο 38ιδ παράγραφος 3, το άρθρο 40 παράγραφος 8, το άρθρο 41 παράγραφος 8, το άρθρο 42 παράγραφος 7, το άρθρο 45 παράγραφος 10 και το άρθρο 52 παράγραφοι 10, 12 και 14 τίθενται σε ισχύ μόνον εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν διατύπωσαν αντιρρήσεις εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από τη λήξη αυτής της προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημέρωσαν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις.».

11)

Στο άρθρο 52, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«13.   Η Επιτροπή υποβάλλει, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία των ενοποιημένων δελτίων παρακολούθησης που καθιερώνονται σύμφωνα με τον τίτλο IVα. Η έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 27η παράγραφος 1 υποβάλλεται έως τις 3 Σεπτεμβρίου 2019. Η έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 27η παράγραφος 2 υποβάλλεται έως τις 3 Σεπτεμβρίου 2021.

Οι εκθέσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο αξιολογούν τη λειτουργία του ενοποιημένου δελτίου παρακολούθησης με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

διαθεσιμότητα και επικαιρότητα μεταδιαπραγματευτικών πληροφοριών σε ενοποιημένη μορφή, που να καλύπτουν όλες τις συναλλαγές ανεξαρτήτως του αν διενεργήθηκαν σε τόπους διαπραγμάτευσης ή όχι,

β)

διαθεσιμότητα και επικαιρότητα του συνόλου ή μέρους των μεταδιαπραγματευτικών πληροφοριών υψηλής ποιότητας, σε μορφές που τις καθιστούν προσιτές και εύχρηστες για τους συμμετέχοντες στην αγορά και διαθέσιμες υπό εύλογους εμπορικούς όρους.

Όταν η Επιτροπή κρίνει ότι οι ΠΕΔΕΣΥ δεν διέθεσαν τις πληροφορίες με τρόπο που να ανταποκρίνεται στα κριτήρια του δευτέρου εδαφίου, η Επιτροπή επισυνάπτει αίτημα στην έκθεσή της προς την ΕΑΚΑΑ για την έναρξη διαδικασίας με διαπραγμάτευση για τον καθορισμό, μέσω διαδικασίας δημόσιων συμβάσεων που θα διεξαγάγει η ΕΑΚΑΑ, της εμπορικής οντότητας που θα διαχειρίζεται το ενοποιημένο δελτίο. Η ΕΑΚΑΑ κινεί τη διαδικασία αφού λάβει το αίτημα από την Επιτροπή, υπό τους όρους που περιλαμβάνονται στο εν λόγω αίτημα και σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*53).

14.   Κατά την εφαρμογή της διαδικασίας που περιγράφεται στην παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή έχει εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 προκειμένου να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας μέτρα τα οποία:

α)

προβλέπουν τη διάρκεια της σύμβασης της εμπορικής οντότητας που διαχειρίζεται ενοποιημένο δελτίο και τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις για την ανανέωση της σύμβασης και την έναρξη νέας διαδικασίας δημόσιων συμβάσεων,

β)

προβλέπουν ότι η εμπορική οντότητα που διαχειρίζεται ενοποιημένο δελτίο το πράττει με αποκλειστικότητα και ότι καμία άλλη οντότητα δεν λαμβάνει άδεια ως ΠΕΔΕΣΥ σύμφωνα με το άρθρο 27β,

γ)

εξουσιοδοτούν την ΕΑΚΑΑ να εξασφαλίσει την τήρηση των όρων προσφοράς από την εμπορική οντότητα που διαχειρίζεται ενοποιημένο δελτίο και έχει οριστεί μέσω διαδικασίας δημόσιων συμβάσεων,

δ)

εξασφαλίζουν ότι οι μετασυναλλακτικές πληροφορίες που παρέχονται από την εμπορική οντότητα που διαχειρίζεται ενοποιημένο δελτίο είναι υψηλής ποιότητας, σε μορφές που επιτρέπουν την εύκολη πρόσβαση και χρήση τους από τους συμμετέχοντες στην αγορά, και σε ενοποιημένη μορφή που καλύπτει ολόκληρη την αγορά,

ε)

εξασφαλίζουν ότι οι μετασυναλλακτικές πληροφορίες παρέχονται υπό εύλογους εμπορικούς όρους, τόσο σε ενοποιημένη όσο και μη ενοποιημένη μορφή, και ανταποκρίνονται στις ανάγκες των χρηστών των πληροφοριών αυτών σε ολόκληρη την Ένωση,

στ)

εξασφαλίζουν ότι οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι ΕΜΗΔΗΣΥ θέτουν τα δεδομένα των διαπραγματεύσεων στη διάθεση της εμπορικής οντότητας που διαχειρίζεται ενοποιημένο δελτίο και έχει οριστεί μέσω διαδικασίας δημόσιων συμβάσεων εκτελούμενης από την ΕΑΚΑΑ, με εύλογο κόστος,

ζ)

καθορίζουν ρυθμίσεις για την περίπτωση που η εμπορική οντότητα που διαχειρίζεται ενοποιημένο δελτίο και έχει οριστεί μέσω διαδικασίας δημόσιων συμβάσεων δεν πληροί τους όρους της προσφοράς,

η)

καθορίζουν ρυθμίσεις σύμφωνα με τις οποίες οι ΠΕΔΕΣΥ που αδειοδοτούνται δυνάμει του άρθρου 27β μπορούν να συνεχίσουν να διαχειρίζονται ενοποιημένο δελτίο όταν δεν χρησιμοποιείται η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου ή όταν δεν ορίζεται οντότητα μέσω της διαδικασίας δημόσιων συμβάσεων, μέχρι να ολοκληρωθεί η νέα διαδικασία δημόσιων συμβάσεων και να οριστεί εμπορική οντότητα για τη διαχείριση ενοποιημένου δελτίου.

(*53)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).»."

12)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 54α

Μεταβατικά μέτρα σχετικά με την ΕΑΚΑΑ

1.   Όλες οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που σχετίζονται με τη δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής στον τομέα των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων μεταβιβάζονται στην ΕΑΚΑΑ την 1η Ιανουαρίου 2022, εκτός από τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που σχετίζονται με τους ΕΜΗΔΗΣΥ και ΕΜΗΓΝΩΣΥ που υπόκεινται στην παρέκκλιση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3. Η ΕΑΚΑΑ αναλαμβάνει τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που μεταβιβάζονται την ίδια ημερομηνία.

2.   Τυχόν αρχεία και έγγραφα εργασίας που σχετίζονται με τη δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής στον τομέα των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν συνεχιζόμενων εξετάσεων και δράσεων επιβολής, ή τα επικυρωμένα αντίγραφά τους, αναλαμβάνονται από την ΕΑΚΑΑ κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Ωστόσο, η αίτηση για τη χορήγηση άδειας που έχει ληφθεί από τις αρμόδιες αρχές πριν από την 1η Οκτωβρίου 2021 δεν μεταβιβάζεται στην ΕΑΚΑΑ, και η απόφαση για καταχώριση ή άρνηση καταχώρισης λαμβάνεται από την οικεία αρμόδια αρχή.

3.   Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε υπάρχοντα αρχεία και έγγραφα εργασίας ή τα επικυρωμένα αντίγραφά τους διαβιβάζονται στην ΕΑΚΑΑ, το ταχύτερο δυνατόν, και σε κάθε περίπτωση έως την 1η Ιανουαρίου 2022. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές παρέχουν επίσης όλη την αναγκαία συνδρομή και τις αναγκαίες συμβουλές στην ΕΑΚΑΑ, προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική και αποδοτική μεταβίβαση και ανάληψη της δραστηριότητας εποπτείας και επιβολής της εφαρμογής στον τομέα των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων.

4.   Η ΕΑΚΑΑ ενεργεί ως ο νόμιμος διάδοχος των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε οποιεσδήποτε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες απορρέουν από δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής που ασκείται από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές σχετικά με θέματα που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό.

5.   Κάθε χορήγηση άδειας παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που πραγματοποιείται από αρμόδια αρχή όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ εξακολουθεί να ισχύει και μετά τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων στην ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 54β

Σχέσεις με ελεγκτές

1.   Κάθε πρόσωπο που έχει λάβει άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*54), το οποίο εκτελεί σε πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων τα καθήκοντα του άρθρου 34 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*55) ή του άρθρου 73 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή οποιαδήποτε άλλη εκ του νόμου προβλεπόμενη αποστολή, υποχρεούται να αναφέρει αμέσως στην ΕΑΚΑΑ κάθε γεγονός ή απόφαση σχετικά με τον εν λόγω πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων της οποίας έλαβε γνώση κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του και η οποία ενδέχεται:

α)

να συνιστά σοβαρή παραβίαση των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων,

β)

να θίγει τη συνέχιση της λειτουργίας του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων·

γ)

να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.

Το πρόσωπο αυτό υποχρεούται επίσης να αναφέρει τα γεγονότα και τις αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του πρώτου εδαφίου σε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων στον οποίο επιτελεί επίσης ελεγκτική αποστολή.

2.   Η καλόπιστη αναφορά στις αρμόδιες αρχές, από πρόσωπα που έχουν λάβει άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, γεγονότων ή αποφάσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, δεν αποτελεί παράβαση συμβατικών ή νομικών περιοριστικών διατάξεων σχετικών με αποκάλυψη πληροφοριών και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη των προσώπων αυτών.

(*54)  Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87)."

(*55)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/EOK και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).»."

Άρθρο 5

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 24) στοιχείο α) τροποποιείται ως εξής:

α)

η εισαγωγική φράση τροποποιείται ως εξής:

«α)

δεδομένα εισόδου που αποτελούν εξ ολοκλήρου αντικείμενο συνεισφοράς από:»·

β)

το σημείο vii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«vii)

πάροχο υπηρεσιών στον οποίο ο διαχειριστής δεικτών αναφοράς έχει αναθέσει τη συλλογή των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 10, με εξαίρεση το άρθρο 10 παράγραφος 3 στοιχείο στ), εφόσον ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών λαμβάνει τα δεδομένα καθ’ ολοκληρία από οντότητα που καλύπτεται από τα σημεία i) έως vi) του παρόντος σημείου·».

2)

Στο άρθρο 4, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«9.   Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι επαρκώς άρτιες.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Οκτωβρίου 2010.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

3)

Στο άρθρο 12, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η μεθοδολογία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 συνάδει με τα στοιχεία α) έως ε) της εν λόγω παραγράφου.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Οκτωβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

4)

Στο άρθρο 14, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών των συστημάτων και των ελέγχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Οκτωβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

5)

Στο άρθρο 20, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Όταν η ΕΑΚΑΑ θεωρεί ότι ένας δείκτης αναφοράς πληροί όλα τα κριτήρια της παραγράφου 1 στοιχείο γ), υποβάλλει στην Επιτροπή τεκμηριωμένο αίτημα αναγνώρισης του εν λόγω δείκτη αναφοράς ως κρίσιμης σημασίας.

Η Επιτροπή, αφού παραλάβει το εν λόγω τεκμηριωμένο αίτημα, εκδίδει εκτελεστική πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει την αξιολόγησή της όσον αφορά την κρίσιμη σημασία του δείκτη αναφοράς τουλάχιστον ανά διετία και κοινοποιεί και διαβιβάζει την αξιολόγηση στην Επιτροπή.».

6)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κατόπιν παραλαβής της αξιολόγησης του διαχειριστή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή:

α)

ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και το συλλογικό όργανο που συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο 46·

β)

προβαίνει μέσα σε τέσσερις εβδομάδες σε δική της αξιολόγηση όσον αφορά τον τρόπο μεταβίβασης του δείκτη αναφοράς σε νέο διαχειριστή ή παύσης της παροχής του δείκτη, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία που καθιερώνεται με το άρθρο 28 παράγραφος 1.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο του στοιχείου β) ο διαχειριστής δεν παύει την παροχή του δείκτη αναφοράς χωρίς τη γραπτή συναίνεση της ΕΑΚΑΑ ή της αρμόδιας αρχής, κατά περίπτωση.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα κριτήρια στα οποία πρέπει να βασίζεται η αξιολόγηση που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Οκτωβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

7)

Στο άρθρο 23, οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Ένας εποπτευόμενος συνεισφέρων σε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας που προτίθεται να παύσει να συνεισφέρει δεδομένα εισόδου ενημερώνει αμέσως σχετικά τον διαχειριστή γραπτώς. Ο διαχειριστής ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την αρμόδια αρχή του.

Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την αρμόδια αρχή του εν λόγω εποπτευόμενου συνεισφέροντος και, κατά περίπτωση, την ΕΑΚΑΑ. Ο διαχειριστής υποβάλλει στην αρμόδια αρχή του αξιολόγηση των συνεπειών για την ικανότητα του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας να μετρά την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα το συντομότερο δυνατόν, αλλά όχι αργότερα από 14 ημέρες μετά την κοινοποίηση του εποπτευόμενου συνεισφέροντος.

4.   Μόλις λάβει την αξιολόγηση που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή, κατά περίπτωση, ενημερώνει αμέσως την ΕΑΚΑΑ ή το συλλογικό όργανο που συστήνεται δυνάμει του άρθρου 46 και, με βάση την αξιολόγηση αυτή, προβαίνει σε δική της αξιολόγηση της ικανότητας του δείκτη αναφοράς να μετρά την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία του διαχειριστή για την παύση του δείκτη αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1.».

8)

Στο άρθρο 26, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν την πραγματοποίηση αλλαγών στη δήλωση συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Οκτωβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

9)

Το άρθρο 30 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το στοιχείο β):

«Η Επιτροπή δύναται να εξαρτά την εφαρμογή της εκτελεστικής απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο από την αποτελεσματική εκπλήρωση από την εν λόγω τρίτη χώρα κάθε προϋπόθεσης που αποσκοπεί στην εξασφάλιση ισοδύναμων εποπτικών και ρυθμιστικών προτύπων και προβλέπεται στην εν λόγω εκτελεστική απόφαση, σε συνεχή βάση, και από την ικανότητα της ΕΑΚΑΑ να ασκεί αποτελεσματικά τις αρμοδιότητες παρακολούθησης που αναφέρονται στο άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Η Επιτροπή δύναται να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 49 προκειμένου να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.»·

γ)

στην παράγραφο 3, το ακόλουθο εδάφιο παρεμβάλλεται μετά το στοιχείο β):

«Η Επιτροπή δύναται να εξαρτά την εφαρμογή της εκτελεστικής απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο από την αποτελεσματική εκπλήρωση από την εν λόγω τρίτη χώρα κάθε προϋπόθεσης που αποσκοπεί στην εξασφάλιση ισοδύναμων εποπτικών και ρυθμιστικών προτύπων και προβλέπεται στην εν λόγω εκτελεστική απόφαση, σε συνεχή βάση, και από την ικανότητα της ΕΑΚΑΑ να ασκεί αποτελεσματικά τις αρμοδιότητες παρακολούθησης που αναφέρονται στο άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

δ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Η Επιτροπή δύναται να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 49 προκειμένου να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.»·

ε)

στην παράγραφο 4, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η ΕΑΚΑΑ καθορίζει ρυθμίσεις συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων τα νομοθετικά πλαίσια και οι εποπτικές πρακτικές έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3 του παρόντος άρθρου. Κατά τον καθορισμό των εν λόγω ρυθμίσεων η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη αν η οικεία τρίτη χώρα περιλαμβάνεται, σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θεσπίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*56), στον κατάλογο χωρών που παρουσιάζουν στρατηγικές ανεπάρκειες στα εθνικά τους συστήματα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες εγείρουν σημαντικές απειλές για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης. Οι σχετικές ρυθμίσεις προσδιορίζουν τουλάχιστον:

(*56)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).»."

10)

Το άρθρο 32 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφοι 2 και 3, δείκτης αναφοράς που παρέχεται από διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από εποπτευόμενες οντότητες της Ένωσης με την προϋπόθεση ο διαχειριστής να έχει προηγουμένως αναγνωριστεί από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το παρόν άρθρο.»·

β)

στην παράγραφο 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η ΕΑΚΑΑ, προκειμένου να διαπιστώσει αν πληρούται η προϋπόθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο και να αξιολογηθεί η συμμόρφωση προς τις αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς ή τις αρχές της IOSCO για την εποπτεία των οργανισμών κοινοποίησης τιμών, κατά περίπτωση, μπορεί να βασιστεί σε αξιολόγηση ανεξάρτητου εξωτερικού ελεγκτή ή στην πιστοποίηση που παρέχει η αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας όπου βρίσκεται ο διαχειριστής.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα και προτίθεται να λάβει την εκ των προτέρων αναγνώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 διαθέτει νόμιμο εκπρόσωπο. Ο νόμιμος εκπρόσωπος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο που βρίσκεται στην Ένωση και να έχει οριστεί ρητά από τον διαχειριστή για να ενεργεί εξ ονόματος του εν λόγω διαχειριστή σε σχέση με τις υποχρεώσεις του διαχειριστή δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Ο νόμιμος εκπρόσωπος επιτελεί, από κοινού με τον διαχειριστή, το καθήκον εποπτείας σε σχέση με την παροχή δεικτών αναφοράς το οποίο ασκείται από τον διαχειριστή δυνάμει του παρόντος κανονισμού και, συνεπώς, είναι υπόλογος στην ΕΑΚΑΑ.»·

δ)

η παράγραφος 4 απαλείφεται·

ε)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα και προτίθεται να λάβει την εκ των προτέρων αναγνώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υποβάλει αίτηση αναγνώρισης στην ΕΑΚΑΑ. Ο αιτών διαχειριστής παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες προκειμένου να πείσει την ΕΑΚΑΑ ότι, κατά τον χρόνο της αναγνώρισης, έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, και παρέχει κατάλογο των πραγματικών ή πιθανών δεικτών αναφοράς του που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην Ένωση, καθώς και, κατά περίπτωση, υποδεικνύει την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του στην τρίτη χώρα.

Μέσα σε 90 ημέρες από την παραλαβή της αίτησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου η ΕΑΚΑΑ επαληθεύει την τήρηση των προϋποθέσεων που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3.

Αν η ΕΑΚΑΑ θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 δεν πληρούνται, απορρίπτει την αίτηση αναγνώρισης και εκθέτει τους λόγους της απόρριψης αυτής. Επιπρόσθετα, δεν χορηγείται αναγνώριση αν δεν πληρούνται οι ακόλουθες πρόσθετες προϋποθέσεις:

α)

όταν ο διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα υπόκειται σε εποπτεία, υπάρχει κατάλληλη ρύθμιση συνεργασίας μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας στην οποία βρίσκεται ο διαχειριστής, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 30 παράγραφος 5, προκειμένου να εξασφαλίζεται αποδοτική ανταλλαγή πληροφοριών η οποία επιτρέπει στην αρμόδια αρχή της εν λόγω τρίτης χώρας να επιτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

β)

η αποτελεσματική άσκηση, από την ΕΑΚΑΑ, των εποπτικών καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν εμποδίζεται από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις της τρίτης χώρας στην οποία βρίσκεται ο διαχειριστής ούτε, κατά περίπτωση, από περιορισμούς στις εξουσίες των εποπτικών αρχών της εν λόγω τρίτης χώρας για την άσκηση εποπτείας και τη διεξαγωγή ερευνών.»·

στ)

οι παράγραφοι 6 και 7 απαλείφονται·

ζ)

η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Η ΕΑΚΑΑ αναστέλλει ή, όπου είναι σκόπιμο, ανακαλεί την αναγνώριση που χορηγείται σύμφωνα με την παράγραφο 5 αν έχει βάσιμους λόγους, με τεκμηριωμένα στοιχεία, να θεωρεί ότι ο διαχειριστής:

α)

ενεργεί κατά τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των χρηστών των δεικτών αναφοράς του ή για την ομαλή λειτουργία των αγορών·

β)

έχει τελέσει σοβαρή παράβαση των σχετικών απαιτήσεων που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό·

γ)

έχει προβεί σε ψευδείς δηλώσεις ή έχει χρησιμοποιήσει άλλα παράτυπα μέσα για να λάβει την αναγνώριση.».

11)

Στο άρθρο 34, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Όταν ένας ή περισσότεροι δείκτες που παρέχει το πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορούν να θεωρηθούν δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας όπως ορίζονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ), η αίτηση υποβάλλεται στην ΕΑΚΑΑ.».

12)

Το άρθρο 40 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 40

Αρμόδιες αρχές

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ είναι η αρμόδια αρχή για:

α)

τους διαχειριστές των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ)·

β)

διαχειριστές των δεικτών αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 32.

2.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει την οικεία αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ.

3.   Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος ορίσει περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με την παράγραφο 2, καθορίζει σαφώς τους αντίστοιχους ρόλους των αρμόδιων αυτών αρχών και ορίζει μία και μόνη αρχή ως υπεύθυνη για τον συντονισμό της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών με την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.

4.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.».

13)

Το άρθρο 41 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Προκειμένου να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2, έχουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες εποπτείας και έρευνας:»·

β)

στην παράγραφο 2, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2 ασκούν τα καθήκοντα και τις εξουσίες τους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και την εξουσία να επιβάλλουν κυρώσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 42, σύμφωνα με τα εθνικά νομικά τους πλαίσια, με οποιονδήποτε από τους εξής τρόπους:».

14)

Στο άρθρο 43 παράγραφος 1, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων, οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 2, λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται κατά περίπτωση:».

15)

Το άρθρο 44 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 44

Υποχρέωση συνεργασίας

1.   Στις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 42, εξασφαλίζουν ότι έχουν τεθεί σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα ώστε οι αρμόδιες αρχές, που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφοι 2 και 3, να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εξουσίες για να συνεργάζονται με τις δικαστικές αρχές εντός της περιοχής δικαιοδοσίας τους όσον αφορά τη λήψη συγκεκριμένων πληροφοριών σε σχέση με έρευνες ή διώξεις ποινικής φύσης που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές θέτουν τις πληροφορίες αυτές στη διάθεση των υπόλοιπων αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ.

2.   Οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφοι 2 και 3 επικουρούν τις άλλες αρμόδιες αρχές και την ΕΑΚΑΑ. Ειδικότερα, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε τυχόν δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται επίσης να συνεργάζονται με άλλες αρμόδιες αρχές προκειμένου να διευκολύνεται η ανάκτηση χρηματικών κυρώσεων.».

16)

Στο άρθρο 45 παράγραφος 5, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα κράτη μέλη παρέχουν σε ετήσια βάση στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που έχουν επιβάλει δυνάμει του άρθρου 42. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για μέτρα σχετικά με έρευνες. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις πληροφορίες αυτές σε ετήσια έκθεση, μαζί με συγκεντρωτικές πληροφορίες για όλες τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που έχει επιβάλει σύμφωνα με το άρθρο 48στ.»·

17)

Στο άρθρο 46, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Μέσα σε 30 εργάσιμες ημέρες από τη συμπερίληψη δείκτη αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) στον κατάλογο των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, με εξαίρεση τους δείκτες αναφοράς των οποίων η πλειοψηφία των συνεισφερόντων είναι μη εποπτευόμενες οντότητες, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή συστήνει συλλογικό όργανο και ηγείται του οργάνου.

2.   Το συλλογικό όργανο αποτελείται από εκπροσώπους της αρμόδιας αρχής του διαχειριστή, την ΕΑΚΑΑ, εκτός αν είναι η αρμόδια αρχή του διαχειριστή, και τις αρμόδιες αρχές των εποπτευόμενων συνεισφερόντων.».

18)

Στο άρθρο 47, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2 συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.   Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2 παρέχουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων της, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

19)

Στον τίτλο VΙ προστίθεται το ακόλουθο κεφάλαιο:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Εξουσίες και αρμοδιότητες της ΕΑΚΑΑ

Τμήμα 1

Αρμοδιότητες και διαδικασίες

Άρθρο 48α

Άσκηση των εξουσιών από την ΕΑΚΑΑ

Οι εξουσίες που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ ή οποιονδήποτε υπάλληλο της ΕΑΚΑΑ ή άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο δυνάμει των άρθρων 48β έως 48δ δεν ασκούνται για να απαιτηθεί η δημοσιοποίηση πληροφοριών ή εγγράφων που υπόκεινται σε νομικό απόρρητο.

Άρθρο 48β

Αίτηση παροχής πληροφοριών

1.   Η ΕΑΚΑΑ δύναται με απλή αίτηση ή με απόφαση να ζητήσει από τα ακόλουθα πρόσωπα να παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό:

α)

πρόσωπα που εμπλέκονται στην παροχή των δεικτών αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 1·

β)

τρίτους στους οποίους τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο α) έχουν αναθέσει καθήκοντα ή δραστηριότητες σύμφωνα με το άρθρο 10·

γ)

πρόσωπα που έχουν άλλη στενή και ουσιαστική σχέση ή σύνδεση με τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο α).

Σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν την εν λόγω αίτηση παροχής πληροφοριών σε συνεισφέροντες στους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) του παρόντος κανονισμού και γνωστοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις πληροφορίες που λαμβάνουν στην ΕΑΚΑΑ.

2.   Κάθε απλή αίτηση παροχής πληροφοριών που αναφέρεται στην παράγραφο 1:

α)

παραπέμπει στο παρόν άρθρο ως νομική βάση της αίτησης·

β)

αναφέρει τον σκοπό της εν λόγω αίτησης·

γ)

προσδιορίζει ποιες πληροφορίες ζητούνται·

δ)

καθορίζει χρονικό όριο εντός του οποίου πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες·

ε)

περιλαμβάνει δήλωση ότι δεν υπάρχει καμία υποχρέωση του προσώπου από το οποίο ζητούνται πληροφορίες να παράσχει τις πληροφορίες, αλλά στην περίπτωση εκούσιας απάντησης στην αίτηση, οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν πρέπει να είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές·

στ)

αναφέρει το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 48στ όταν οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές.

3.   Όταν ζητεί την παροχή πληροφοριών με απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ:

α)

παραπέμπει στο παρόν άρθρο ως νομική βάση της αίτησης·

β)

αναφέρει τον σκοπό της εν λόγω αίτησης·

γ)

προσδιορίζει ποιες πληροφορίες ζητούνται·

δ)

καθορίζει χρονικό όριο εντός του οποίου πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες·

ε)

αναφέρει τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 48ζ στην περίπτωση που οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ελλιπείς·

στ)

αναφέρει το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 48στ, στην περίπτωση που οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές·

ζ)

αναφέρει το δικαίωμα για προσφυγή κατά της απόφασης ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών της ΕΑΚΑΑ και για υποβολή αίτησης επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δικαστήριο) σύμφωνα με το άρθρο 48ια του παρόντος κανονισμού και τα άρθρα 60 και 61 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή οι εκπρόσωποί τους και, στην περίπτωση νομικών προσώπων ή ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα εξουσιοδοτημένα από τον νόμο ή από το καταστατικό τους πρόσωπα που τους εκπροσωπούν παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες. Τις πληροφορίες είναι δυνατόν να παρέχουν δεόντως εξουσιοδοτημένοι δικηγόροι εξ ονόματος των πελατών τους. Οι τελευταίοι εξακολουθούν να ευθύνονται πλήρως για την παροχή ελλιπών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών.

5.   Η ΕΑΚΑΑ αποστέλλει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση αντίγραφο της απλής αίτησης ή της απόφασής της στην αρμόδια αρχή του κράτους των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 48γ

Γενικές έρευνες

1.   Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει τις αναγκαίες έρευνες προσώπων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 48β παράγραφος 1. Για τον σκοπό αυτόν, οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ έχουν την εξουσία:

α)

να εξετάζουν οποιαδήποτε αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες και κάθε άλλο υλικό συναφές με την εκτέλεση των καθηκόντων της, ανεξαρτήτως του μέσου στο οποίο αποθηκεύονται·

β)

να λαμβάνουν ή να αποκτούν επικυρωμένα αντίγραφα ή αποσπάσματα από αυτά τα αρχεία, τα δεδομένα, τις διαδικασίες και άλλο υλικό·

γ)

να καλούν και να ζητούν από οποιοδήποτε από αυτά τα πρόσωπα ή τους εκπροσώπους, ή το προσωπικό, προφορικές ή γραπτές εξηγήσεις σχετικά με γεγονότα ή έγγραφα που αφορούν το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης και να καταγράφουν τις απαντήσεις·

δ)

να εξετάζουν κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας·

ε)

να ζητούν αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων και διακίνησης δεδομένων.

2.   Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς των ερευνών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας. Στην εν λόγω εξουσιοδότηση αναφέρονται οι περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 48ζ σε περίπτωση που τα απαιτούμενα αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή άλλο υλικό, ή οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που υποβάλλονται στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 48β παράγραφος 1 δεν παρέχονται ή είναι ελλιπείς, καθώς και τα πρόστιμα που προβλέπονται στο άρθρο 48στ, σε περίπτωση που οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται στα εν λόγω πρόσωπα είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές.

3.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 48β παράγραφος 1 υποχρεούνται να υποβάλλονται σε έρευνες που κινούνται βάσει απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 48ζ, τα ένδικα μέσα που διατίθενται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο.

4.   Εγκαίρως πριν από την έρευνα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο πρόκειται να διεξαχθεί η έρευνα σχετικά με την έρευνα και την ταυτότητα των εξουσιοδοτημένων προσώπων. Οι υπάλληλοι της οικείας αρμόδιας αρχής επικουρούν, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, τα εν λόγω εξουσιοδοτημένα πρόσωπα στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Υπάλληλοι της οικείας αρμόδιας αρχής δύνανται να παρίστανται στις έρευνες, κατόπιν αιτήματος.

5.   Αν για την αίτηση παροχής αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων ή διακίνησης δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) απαιτείται χορήγηση άδειας από εθνική δικαστική αρχή σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, υποβάλλεται σχετική αίτηση. Η άδεια αυτή μπορεί επίσης να ζητείται ως προληπτικό μέτρο.

6.   Όταν εθνική δικαστική αρχή λαμβάνει αίτηση για τη χορήγηση άδειας για την αίτηση παροχής αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων ή διακίνησης δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε), η εν λόγω αρχή ελέγχει τα εξής:

α)

ότι η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 είναι αυθεντική·

β)

ότι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν είναι αναλογικά και δεν είναι αυθαίρετα ή υπερβολικά.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως όσον αφορά τους λόγους που έχει η ΕΑΚΑΑ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού, καθώς και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα μέτρα καταναγκασμού. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή δεν επανεξετάζει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της έρευνας, ούτε ζητεί να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΑΚΑΑ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ υπόκειται σε έλεγχο μόνον από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 61 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 48δ

Επιτόπιες επιθεωρήσεις

1.   Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει όλες τις αναγκαίες επιτόπιες επιθεωρήσεις στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 48β παράγραφος 1.

2.   Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης μπορούν να εισέρχονται σε οποιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις των προσώπων για τα οποία έχει εκδοθεί απόφαση έρευνας από την ΕΑΚΑΑ, διαθέτουν δε όλες τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 48γ παράγραφος 1. Διαθέτουν την εξουσία να σφραγίζουν οποιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και βιβλία ή αρχεία κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης και στην έκταση που είναι αναγκαίο για αυτήν.

3.   Εγκαίρως πριν από την επιθεώρηση, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει για την επιθεώρηση την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση. Οσάκις απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα των επιθεωρήσεων, η ΕΑΚΑΑ, αφού ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, μπορεί να διεξάγει την επιτόπια επιθεώρηση χωρίς προειδοποίηση. Επιθεωρήσεις σύμφωνα με το παρόν άρθρο διενεργούνται υπό την προϋπόθεση ότι η αρμόδια αρχή έχει επιβεβαιώσει ότι δεν έχει αντίρρηση για τις εν λόγω επιθεωρήσεις.

4.   Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, καθώς και τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 48ζ, όταν τα οικεία πρόσωπα δεν δέχονται να υποβληθούν στην επιθεώρηση.

5.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 48β παράγραφος 1 υποβάλλονται σε επιτόπιες επιθεωρήσεις που διατάσσονται με απόφαση της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, την προγραμματισμένη ημερομηνία έναρξής της και αναφέρει τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 48ζ, τα ένδικα μέσα που διατίθενται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο.

6.   Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση, καθώς και εκείνοι που εξουσιοδοτούνται ή ορίζονται από αυτήν, επικουρούν ενεργά, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, τους υπαλλήλους και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ. Υπάλληλοι της εν λόγω αρμόδιας αρχής δύνανται επίσης να παρίστανται στις επιθεωρήσεις, κατόπιν αιτήματος.

7.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί επίσης να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να εκτελέσουν εκ μέρους της ειδικά ερευνητικά καθήκοντα και να πραγματοποιήσουν επιτόπιες επιθεωρήσεις, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 48γ παράγραφος 1. Για τον σκοπό αυτόν, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις ίδιες εξουσίες με την ΕΑΚΑΑ, όπως ορίζονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 48γ παράγραφος 1.

8.   Αν οι υπάλληλοι και άλλα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ πρόσωπα που τους συνοδεύουν διαπιστώσουν ότι κάποιο πρόσωπο αντιτίθεται σε επιθεώρηση που έχει διαταχθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους τούς παρέχει την αναγκαία συνδρομή, ζητώντας, κατά περίπτωση, τη συνδρομή της αστυνομίας ή ισότιμης αρχής επιβολής του νόμου, ούτως ώστε να τους επιτρέψει να πραγματοποιήσουν την επιτόπια επιθεώρησή τους.

9.   Εάν απαιτείται άδεια εθνικής δικαστικής αρχής σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία για την επιτόπια επιθεώρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή για τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, ζητείται η άδεια αυτή. Η άδεια αυτή μπορεί επίσης να ζητείται ως προληπτικό μέτρο.

10.   Όταν εθνική δικαστική αρχή λαμβάνει αίτηση χορήγησης άδειας για την επιτόπια επιθεώρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή για τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, η εν λόγω αρχή ελέγχει τα εξής:

α)

ότι η απόφαση που εκδίδει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 5 είναι αυθεντική·

β)

ότι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν είναι αναλογικά και δεν είναι αυθαίρετα ή υπερβολικά.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως όσον αφορά τους λόγους που έχει η ΕΑΚΑΑ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού, καθώς και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα μέτρα καταναγκασμού. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή δεν επανεξετάζει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της έρευνας, ούτε ζητεί να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΑΚΑΑ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ υπόκειται σε έλεγχο μόνον από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 61 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΤΜΗΜΑ 2

Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα

Άρθρο 48ε

Εποπτικά μέτρα από την ΕΑΚΑΑ

1.   Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 48θ παράγραφος 5, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι ένα πρόσωπο έχει διαπράξει μία από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α), αναλαμβάνει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες δράσεις:

α)

εκδίδει απόφαση βάσει της οποίας το πρόσωπο υποχρεούται να τερματίσει την παράβαση·

β)

εκδίδει απόφαση για την επιβολή προστίμου σύμφωνα με το άρθρο 48στ·

γ)

εκδίδει δημόσιες ανακοινώσεις.

2.   Όταν αναλαμβάνει τις κατά την παράγραφο 1 δράσεις, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τη φύση και τη βαρύτητα της παράβασης, έχοντας κατά νου τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τη διάρκεια και τη συχνότητα της παράβασης·

β)

αν ένα οικονομικό αδίκημα προκλήθηκε, διευκολύνθηκε ή μπορεί κατ’ άλλον τρόπο να αποδοθεί στην παράβαση·

γ)

αν η παράβαση διαπράχθηκε με πρόθεση ή από αμέλεια·

δ)

τον βαθμό ευθύνης του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου·

ε)

τη χρηματοοικονομική ισχύ του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, όπως προκύπτει από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπεύθυνου νομικού προσώπου ή το ετήσιο εισόδημα και τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του υπεύθυνου φυσικού προσώπου·

στ)

τον αντίκτυπο της παράβασης στα συμφέροντα των ιδιωτών επενδυτών·

ζ)

τη σημασία των κερδών που αποκτήθηκαν, των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση ή των ζημιών για τρίτους που προκύπτουν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν·

η)

το επίπεδο συνεργασίας του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου με την ΕΑΚΑΑ, με την επιφύλαξη της ανάγκης αποστέρησης των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το εν λόγω πρόσωπο·

θ)

τις προηγούμενες παραβάσεις του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου·

ι)

τα μέτρα που λήφθηκαν μετά την παράβαση από τον υπεύθυνο της παράβασης για την αποφυγή της επανάληψής της.

3.   Η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί χωρίς αναίτια καθυστέρηση κάθε απόφαση που λήφθηκε βάσει της παραγράφου 1 στο υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο και την ανακοινώνει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και στην Επιτροπή. Δημοσιοποιεί κάθε τέτοια απόφαση στον διαδικτυακό τόπο της, εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λήψης της απόφασης.

Η δημοσιοποίηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:

α)

δήλωση με την οποία επιβεβαιώνεται το δικαίωμα του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση να προσβάλει την απόφαση·

β)

κατά περίπτωση, δήλωση στην οποία επιβεβαιώνεται ότι έχει ασκηθεί προσφυγή, διευκρινίζοντας ότι η εν λόγω προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα·

γ)

δήλωση στην οποία αναφέρεται ότι είναι δυνατόν το συμβούλιο προσφυγών της ΕΑΚΑΑ να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 48στ

Πρόστιμα

1.   Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 48θ παράγραφος 5, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο έχει διαπράξει, με πρόθεση ή από αμέλεια, μία ή περισσότερες από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α), εκδίδει απόφαση για την επιβολή προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Θεωρείται ότι έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως παράβαση εάν η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει αντικειμενικούς παράγοντες που αποδεικνύουν ότι το πρόσωπο ενήργησε εσκεμμένως προς διάπραξη της παράβασης.

2.   Το ανώτατο ύψος του προστίμου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ανέρχεται σε:

α)

σε περιπτώσεις νομικών προσώπων, 1 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη των οποίων το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, την αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις 30 Ιουνίου 2016, ή 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο, όποιο είναι μεγαλύτερο·

β)

στην περίπτωση φυσικών προσώπων, 500 000 EUR ή, στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, την αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις 30 Ιουνίου 2016.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, το μέγιστο ύψος του προστίμου για τις παραβάσεις του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ή του άρθρου 11 παράγραφος 4 είναι 250 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, την αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά την 30ή Ιουνίου 2016 ή το 2 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο, όποιο από τα δύο είναι μεγαλύτερο, για τα νομικά πρόσωπα, και 100 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, η αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις 30 Ιουνίου 2016, για τα φυσικά πρόσωπα.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική της μητρικής επιχείρησης με υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων χρηματοοικονομικών λογαριασμών σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδήματος σύμφωνα με το σχετικό ενωσιακό δίκαιο περί λογιστικής με βάση τους τελευταίους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο της τελικής μητρικής επιχείρησης.

3.   Κατά τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 48ε παράγραφος 2.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, όταν το νομικό πρόσωπο έχει άμεσο ή έμμεσο οικονομικό όφελος από την παράβαση, το ύψος του προστίμου ισούται τουλάχιστον προς το όφελος αυτό.

5.   Εφόσον η πράξη ή παράλειψη ενός προσώπου συνιστά περισσότερες από μία εκ των παραβάσεων που παρατίθενται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α), επιβάλλεται μόνο το ανώτερο πρόστιμο, το οποίο υπολογίζεται βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και αφορά μία εκ των εν λόγω παραβάσεων.

Άρθρο 48ζ

Περιοδικές χρηματικές ποινές

1.   Η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει, με απόφαση, περιοδικές χρηματικές ποινές, προκειμένου να υποχρεώσει:

α)

πρόσωπο να τερματίσει την παράβαση, κατ’ εφαρμογή απόφασης που έχει ληφθεί δυνάμει του άρθρου 48ε παράγραφος 1 στοιχείο α)·

β)

τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 48β παράγραφος 1:

i)

να παράσχουν πλήρεις πληροφορίες οι οποίες έχουν ζητηθεί με απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 48β·

ii)

να υποβληθούν σε έρευνα και ειδικότερα να παράσχουν πλήρη αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή οποιοδήποτε άλλο υλικό, και να συμπληρώσουν και να διορθώσουν άλλες πληροφορίες που παρέχονται κατά τη διάρκεια έρευνας που έχει κινηθεί με απόφαση δυνάμει του άρθρου 48γ·

iii)

να υποβληθούν σε επιτόπια επιθεώρηση που έχει διαταχθεί με απόφαση δυνάμει του άρθρου 48δ.

2.   Η περιοδική χρηματική ποινή είναι αποτελεσματική και αναλογική. Η περιοδική χρηματική ποινή επιβάλλεται για κάθε μέρα καθυστέρησης.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, το ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών ανέρχεται στο 3 % του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση ή, στην περίπτωση φυσικών προσώπων, στο 2 % του μέσου ημερήσιου εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Υπολογίζεται από την ημέρα που ορίζεται στην απόφαση επιβολής της περιοδικής χρηματικής ποινής.

4.   Η περιοδική χρηματική ποινή επιβάλλεται για μέγιστη περίοδο έξι μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Μετά το πέρας της περιόδου αυτής, η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει το μέτρο.

Άρθρο 48η

Δημοσιοποίηση, φύση, επιβολή και κατανομή των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών

1.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιοποιεί κάθε πρόστιμο και περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί σύμφωνα με τα άρθρα 48στ και 48ζ, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοοικονομικές αγορές ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη. Η δημοσιοποίηση αυτή δεν περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*57).

2.   Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 48στ και 48ζ είναι διοικητικής φύσης.

3.   Στις περιπτώσεις που η ΕΑΚΑΑ αποφασίζει να μην επιβάλει πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και εκθέτει τους λόγους για την απόφασή της.

4.   Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 48στ και 48ζ είναι εκτελεστά.

Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τους δικονομικούς κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος ή στην τρίτη χώρα όπου πραγματοποιείται η εκτέλεση.

5.   Τα ποσά των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών αποδίδονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τμήμα 3

Διαδικασίες και επανεξέταση

Άρθρο 48θ

Διαδικαστικοί κανόνες σχετικά με τη λήψη εποπτικών μέτρων και την επιβολή προστίμων

1.   Εάν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις για πιθανή ύπαρξη περιστατικών που μπορεί να συνιστούν διάπραξη μίας ή περισσότερων από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α), διορίζει ανεξάρτητο πραγματογνώμονα εντός της ΕΑΚΑΑ προκειμένου να ερευνήσει το θέμα. Ο διορισμένος πραγματογνώμονας δεν πρέπει να συμμετέχει ούτε να έχει συμμετάσχει άμεσα ή έμμεσα στην εποπτεία των δεικτών αναφοράς που αφορά η παράβαση, ασκεί δε τα καθήκοντά του ανεξάρτητα από το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ.

2.   Ο πραγματογνώμονας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ερευνά τις εικαζόμενες παραβάσεις, λαμβάνει υπόψη οποιεσδήποτε παρατηρήσεις διατυπώσουν τα υπό έρευνα πρόσωπα, και υποβάλλει πλήρη φάκελο με τα πορίσματά του στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ.

3.   Για την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο πραγματογνώμονας έχει την εξουσία υποβολής αιτήματος για παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 48β και να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 48γ και 48δ.

4.   Κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων, ο πραγματογνώμονας έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που έχει συγκεντρώσει η ΕΑΚΑΑ κατά την άσκηση των εποπτικών δραστηριοτήτων της.

5.   Κατά την ολοκλήρωση της έρευνας και πριν από την υποβολή του φακέλου των πορισμάτων του στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ, ο πραγματογνώμονας δίνει στα υπό έρευνα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τα ζητήματα που ερευνώνται. Ο πραγματογνώμονας βασίζει τα πορίσματά του μόνο σε γεγονότα για τα οποία οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν παρατηρήσεις.

6.   Τα δικαιώματα υπεράσπισης των προσώπων που αφορά η έρευνα διασφαλίζονται πλήρως κατά τη διεξαγωγή ερευνών δυνάμει του παρόντος άρθρου.

7.   Κατά την υποβολή του φακέλου των πορισμάτων του στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ, ο πραγματογνώμονας κοινοποιεί το γεγονός αυτό στα υπό έρευνα πρόσωπα. Τα υπό έρευνα πρόσωπα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν τρίτους.

8.   Βάσει του φακέλου που περιέχει τα πορίσματα του πραγματογνώμονα και, εφόσον ζητηθεί από τα οικεία πρόσωπα, κατόπιν ακρόασης των εν λόγω προσώπων σύμφωνα με το άρθρο 48ι, η ΕΑΚΑΑ αποφαίνεται εάν τα υπό έρευνα πρόσωπα έχουν διαπράξει μία ή περισσότερες από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α) και, στην περίπτωση αυτή, λαμβάνει εποπτικό μέτρο σύμφωνα με το άρθρο 48ε και επιβάλλει πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 48στ.

9.   Ο πραγματογνώμονας δεν συμμετέχει στις συσκέψεις του συμβουλίου εποπτών της ΕΑΚΑΑ ούτε παρεμβαίνει με οποιονδήποτε άλλον τρόπο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του συμβουλίου εποπτών της ΕΑΚΑΑ.

10.   Εως την 1η Οκτωβρίου 2021, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 προκειμένου να προσδιορίσει τους διαδικαστικούς κανόνες για την άσκηση του δικαιώματος επιβολής προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με το δικαίωμα της υπεράσπισης, προσωρινών διατάξεων και διατάξεων για την είσπραξη προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών και τις προθεσμίες παραγραφής για την επιβολή και την εκτέλεση των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών.

11.   Η ΕΑΚΑΑ παραπέμπει θέματα ποινικής δίωξης στις οικείες εθνικές αρχές εάν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις για πιθανή ύπαρξη πραγματικών περιστατικών που ενδέχεται να συνιστούν ποινικά αδικήματα. Επιπροσθέτως, η ΕΑΚΑΑ δεν επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, εάν προγενέστερη αθώωση ή καταδίκη βάσει πανομοιότυπων πραγματικών περιστατικών ή βάσει πραγματικών περιστατικών που είναι κατ’ ουσίαν τα ίδια, έχει ήδη αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου κατόπιν ποινικής διαδικασίας βάσει του εθνικού δικαίου.

Άρθρο 48ι

Ακρόαση των προσώπων τα οποία αφορούν οι έρευνες

1.   Πριν από τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης δυνάμει των άρθρων 48στ, 48ζ και 48ε, η ΕΑΚΑΑ παρέχει τη δυνατότητα ακρόασης, σχετικά με τα πορίσματά της, στα πρόσωπα που υπόκεινται στις διαδικασίες. Η ΕΑΚΑΑ θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνο στα πορίσματα για τα οποία δόθηκε η δυνατότητα στα πρόσωπα που υπόκεινται στις διαδικασίες να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται αν απαιτούνται επείγουσες ενέργειες σύμφωνα με το άρθρο 48ε, προκειμένου να προληφθεί σημαντική και επικείμενη ζημία στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Σε αυτήν την περίπτωση, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει προσωρινή απόφαση και να παρέχει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης το συντομότερο δυνατό μετά τη λήψη της απόφασής της.

2.   Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα της υπεράσπισης των προσώπων που υπόκεινται σε έρευνα. Τα εν λόγω πρόσωπα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο της ΕΑΚΑΑ, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες ή τα εσωτερικά προπαρασκευαστικά έγγραφα της ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 48ια

Επανεξέταση από το Δικαστήριο

Το Δικαστήριο διαθέτει απεριόριστη δικαιοδοσία για την επανεξέταση των αποφάσεων με τις οποίες η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει πρόστιμο ή περιοδική χρηματική ποινή. Δύναται να ακυρώσει, να μειώσει ή να αυξήσει το πρόστιμο ή την περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί.

Τμήμα 4

Τέλη και ανάθεση καθηκόντων

Άρθρο 48ιβ

Εποπτικά τέλη

1.   Η ΕΑΚΑΑ χρεώνει τέλη στους διαχειριστές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 1 σύμφωνα με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Τα τέλη αυτά καλύπτουν πλήρως τις αναγκαίες δαπάνες τις ΕΑΚΑΑ όσον αφορά την εποπτεία των διαχειριστών και την επιστροφή κάθε δαπάνης στην οποία ενδέχεται να υποβληθούν οι αρμόδιες αρχές κατά την εκτέλεση των εργασιών τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε ανάθεσης καθηκόντων σύμφωνα με το άρθρο 48ιγ.

2.   Το ύψος ενός τέλους που χρεώνεται σε διαχειριστή καλύπτει όλες τις διοικητικές δαπάνες της ΕΑΚΑΑ για τις δραστηριότητές της σε σχέση με την εποπτεία και είναι αναλογικό προς τον κύκλο εργασιών του διαχειριστή.

3.   Εως την 1η Οκτωβρίου 2021, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 προκειμένου να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό προσδιορίζοντας το είδος των τελών, τα θέματα για τα οποία επιβάλλονται τέλη, το ύψος τους και τον τρόπο καταβολής τους.

Άρθρο 48ιγ

Ανάθεση καθηκόντων από την ΕΑΚΑΑ στις αρμόδιες αρχές

1.   Εφόσον κρίνεται αναγκαίο για την ορθή εκτέλεση εποπτικού καθήκοντος, η ΕΑΚΑΑ δύναται να αναθέσει συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα στην αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η ΕΑΚΑΑ δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Τα εν λόγω συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα μπορούν ιδίως να περιλαμβάνουν την αρμοδιότητα διεκπεραίωσης αιτημάτων για παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 48β, καθώς και διεξαγωγής ερευνών και επιτόπιων επιθεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 48γ και το άρθρο 48δ.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, η χορήγηση άδειας για δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ανάθεσης.

2.   Πριν από την ανάθεση καθήκοντος σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με την οικεία αρμόδια αρχή σχετικά με τα εξής:

α)

το εύρος του ανατιθέμενου καθήκοντος·

β)

το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του καθήκοντος· και

γ)

τη διαβίβαση των απαραίτητων πληροφοριών από και προς την ΕΑΚΑΑ.

3.   Σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται βάσει του άρθρου 48ιβ παράγραφος 3, η ΕΑΚΑΑ επιστρέφει στην αρμόδια αρχή κάθε δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε κατά την εκτέλεση ανατεθέντων καθηκόντων.

4.   Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει κάθε ανάθεση στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα. Η ανάθεση μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή.

5.   Η ανάθεση καθηκόντων δεν επηρεάζει την ευθύνη της ΕΑΚΑΑ ούτε περιορίζει την ικανότητά της να διεξάγει και να επιβλέπει την ανατεθείσα δραστηριότητα.

Άρθρο 48ιδ

Μεταβατικά μέτρα σχετικά με την ΕΑΚΑΑ

1.   Όλες οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που σχετίζονται με τη δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής, όσον αφορά τους διαχειριστές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 1, τα οποία ανατίθενται στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2 παύουν να ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2022. Η ΕΑΚΑΑ αναλαμβάνει τις εν λόγω αρμοδιότητες και καθήκοντα την ίδια ημερομηνία.

2.   Τυχόν αρχεία και έγγραφα εργασίας που σχετίζονται με τη δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής όσον αφορά τους διαχειριστές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν συνεχιζόμενων εξετάσεων και δράσεων επιβολής, ή τα επικυρωμένα αντίγραφά τους, αναλαμβάνονται από την ΕΑΚΑΑ την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Ωστόσο, οι αιτήσεις για έγκριση από διαχειριστές δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) και οι αιτήσεις αναγνώρισης σύμφωνα με το άρθρο 32 που έχουν παραληφθεί από τις αρμόδιες αρχές πριν από την 1 Οκτωβρίου 2021 δεν μεταβιβάζονται στην ΕΑΚΑΑ, και η απόφαση έγκρισης ή αναγνώρισης λαμβάνεται από την οικεία αρμόδια αρχή.

3.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε υπάρχοντα αρχεία και έγγραφα εργασίας ή τα επικυρωμένα αντίγραφά τους, διαβιβάζονται στην ΕΑΚΑΑ το ταχύτερο δυνατόν, και εν πάση περιπτώσει έως την 1η Ιανουαρίου 2022. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές παρέχουν επίσης όλη την αναγκαία συνδρομή και τις αναγκαίες συμβουλές στην ΕΑΚΑΑ, προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική και αποδοτική μεταβίβαση και ανάληψη της δραστηριότητας εποπτείας και επιβολής κυρώσεων όσον αφορά τους διαχειριστές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 1.

4.   Η ΕΑΚΑΑ ενεργεί ως ο νόμιμος διάδοχος των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε οποιεσδήποτε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες απορρέουν από δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής που ασκείται από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές σχετικά με θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

5.   Κάθε χορήγηση άδειας σε διαχειριστές δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) και η αναγνώριση σύμφωνα με το άρθρο 32 που παρέχεται από αρμόδια αρχή η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εξακολουθεί να ισχύει και μετά τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων στην ΕΑΚΑΑ.

(*57)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).»."

20)

Το άρθρο 49 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Η προβλεπόμενη στα άρθρα 30 παράγραφος 2α, 30 παράγραφος 3α, 48θ παράγραφος 10 και 48ιβ παράγραφος 3, εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από την 30ή Δεκεμβρίου 2019.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2, στο άρθρο 13 παράγραφος 2α, στο άρθρο 19α παράγραφος 2, στο άρθρο 19γ παράγραφος 1, στο άρθρο 20 παράγραφος 6, στο άρθρο 24 παράγραφος 2, στο άρθρο 27 παράγραφος 2β, στο άρθρο 30 παράγραφοι 2α, 3α, στο άρθρο 33 παράγραφος 7, στο άρθρο 48θ παράγραφος 10, στο άρθρο 48ιβ παράγραφος 3, στο άρθρο 51 παράγραφος 6 και στο άρθρο 54 παράγραφος 3 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.»·

γ)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2, το άρθρο 13 παράγραφος 2α, το άρθρο 19α παράγραφος 2, το άρθρο 19γ παράγραφος 1, το άρθρο 20 παράγραφος 6, το άρθρο 24 παράγραφος 2, το άρθρο 27 παράγραφος 2β, το άρθρο 30 παράγραφος 2α, το άρθρο 30 παράγραφος 3α, το άρθρο 33 παράγραφος 7, το άρθρο 48θ παράγραφος 10, το άρθρο 48ιβ παράγραφος 3, το άρθρο 51 παράγραφος 6 ή το άρθρο 54 παράγραφος 3 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

21)

Το άρθρο 53 τροποποιείται ως εξής:

«Άρθρο 53

Επανεξέταση από την ΕΑΚΑΑ

1.   Η ΕΑΚΑΑ επιδιώκει τη διαμόρφωση κοινής ευρωπαϊκής νοοτροπίας εποπτείας και τη διασφάλιση συνέπειας όσον αφορά τις πρακτικές εποπτείας και τις προσεγγίσεις μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 33. Για τον σκοπό αυτόν, οι προσυπογραφές που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 33 επανεξετάζονται από την ΕΑΚΑΑ ανά διετία.

Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει γνώμη προς κάθε αρμόδια αρχή που έχει προσυπογράψει δείκτη αναφοράς τρίτης χώρας στην οποία αξιολογεί πώς η αρμόδια αυτή αρχή εφαρμόζει τις σχετικές απαιτήσεις του άρθρου 33 αντιστοίχως και τις απαιτήσεις που προβλέπονται σε τυχόν σχετικές κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα με βάση τον παρόντα κανονισμό.

2.   Η ΕΑΚΑΑ διαθέτει εξουσία να απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές έγγραφη τεκμηρίωση για όλες τις αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο και το άρθρο 25 παράγραφος 2, καθώς και για τις δράσεις που αναλήφθηκαν όσον αφορά την επιβολή της εφαρμογής του άρθρου 24 παράγραφος 1.».

Άρθρο 6

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2015/847

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 15, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει του παρόντος κανονισμού υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*58). Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία δυνάμει του παρόντος κανονισμού από την Επιτροπή ή από την ΕΑΤ υπόκεινται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*59).

(*58)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1)."

(*59)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).»."

2)

Στο άρθρο 17, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Έως τις 26 Ιουνίου 2017, τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στην Επιτροπή και στη Μεικτή Επιτροπή των ΕΕΑ. Στη συνέχεια, τα κράτη μέλη κοινοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Επιτροπή και την ΕΑΤ οποιεσδήποτε μεταγενέστερες τροποποιήσεις τους.».

3)

Στο άρθρο 22, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Μετά την κοινοποίηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του κεφαλαίου IV, με ιδιαίτερη έμφαση στις διασυνοριακές υποθέσεις.».

4)

Το άρθρο 25 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 25

Κατευθυντήριες γραμμές

Έως τις 26 Ιουνίου 2017, οι ΕΕΑ εκδίδουν κατευθυντήριες γραμμές προς τις αρμόδιες αρχές και τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 7, 8, 11 και 12 αυτού. Από την 1η Ιανουαρίου 2020, η ΕΑΤ εκδίδει, κατά περίπτωση, τις κατευθυντήριες γραμμές αυτές.».

Άρθρο 7

Έναρξη ισχύος και θέση σε εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα άρθρα 1, 2, 3 και 6 εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2020. Τα άρθρα 4 και 5 εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2022.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Στρασβούργο, 18 Δεκεμβρίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. M. SASSOLI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

T. TUPPURAINEN


(1)  ΕΕ C 255 της 20.7.2018, σ. 2, και ΕΕ C 37 της 30.1.2019, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 227 της 28.6.2018, σ. 63, και ΕΕ C 110 της 22.3.2019, σ. 58.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 2ας Δεκεμβρίου 2019.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(7)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).

(10)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(11)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 1).