12.12.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 322/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/2099 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 23ης Οκτωβρίου 2019

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 όσον αφορά τις διαδικασίες αδειοδότησης κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τις συμμετέχουσες αρχές καθώς και τις απαιτήσεις αναγνώρισης κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) απαιτεί να εκκαθαρίζονται οι τυποποιημένες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσω ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως απαιτείται και σε άλλες χώρες της G20. Ο εν λόγω κανονισμός θέσπισε, επίσης, αυστηρές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, οργάνωσης και επιχειρηματικής συμπεριφοράς για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και ρυθμίσεις για την προληπτική τους εποπτεία, για να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους για τους χρήστες κεντρικών αντισυμβαλλομένων και να στηρίξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

(2)

Από τότε που εκδόθηκε ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ο όγκος της δραστηριότητας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και στην Ένωση και παγκοσμίως έχει αυξηθεί ραγδαίως, τόσο σε κλίμακα όσο και σε εμβέλεια. Αυτό αναμένεται να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια με την καθιέρωση πρόσθετων υποχρεώσεων εκκαθάρισης και την αύξηση της εθελοντικής εκκαθάρισης από αντισυμβαλλομένους μη υποκειμένους σε υποχρέωση εκκαθάρισης. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/34 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, με στοχευμένο τρόπο, βελτιώνει την αποτελεσματικότητα και την αναλογικότητά του, δίνει περαιτέρω κίνητρα στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους ώστε να προσφέρουν κεντρική εκκαθάριση παραγώγων στους αντισυμβαλλομένους και διευκολύνει την πρόσβαση στην εκκαθάριση για τους μικρούς χρηματοοικονομικούς και μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους. Τέλος, οι βαθύτερες και περισσότερο ενοποιημένες κεφαλαιαγορές, ως αποτέλεσμα της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, θα ενισχύσουν περαιτέρω την ανάγκη για διασυνοριακή εκκαθάριση στην Ένωση και, συνεπώς, θα αυξήσουν περαιτέρω τη σημασία και τη διασυνδεσιμότητα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων εντός του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

(3)

Ο αριθμός κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν εγκατασταθεί στην Ένωση και έχουν λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 παραμένει σχετικά περιορισμένος, ως έχει η κατάσταση στις 16 Αυγούστου 2019. Τριάντα τρείς κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι τρίτων χωρών έχουν αναγνωριστεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) δυνάμει του εν λόγω κανονισμού και τους επιτρέπεται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε εκκαθαριστικά μέλη και τόπους διαπραγμάτευσης που έχουν εγκατασταθεί στην Ένωση. Οι αγορές εκκαθάρισης βρίσκονται σε καλό επίπεδο ολοκλήρωσης εντός της Ένωσης, παρουσιάζοντας ωστόσο υψηλή συγκέντρωση σε ορισμένες κατηγορίες στοιχείων του ενεργητικού, και μεγάλη διασύνδεση. Η συγκέντρωση κινδύνου καθιστά την πτώχευση ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου σχετικά απίθανη αλλά μπορεί να έχει πολύ έντονο αντίκτυπο. Όπως συμφωνήθηκε στην ομάδα G20, η Επιτροπή ενέκρινε πρόταση κανονισμού για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τον Νοέμβριο του 2016, για να διασφαλίσει ότι οι αρχές είναι δεόντως προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν έναν προβληματικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, να διαφυλάξουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να περιορίσουν το κόστος για τους φορολογουμένους.

(4)

Με την επιφύλαξη της εν λόγω νομοθετικής πρότασης και υπό το πρίσμα του αυξανόμενου μεγέθους, της πολυπλοκότητας και της διασυνοριακής διάστασης της εκκαθάρισης στην Ένωση και παγκοσμίως, θα πρέπει να αναθεωρηθούν οι εποπτικές ρυθμίσεις για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους της Ένωσης και τρίτων χωρών. Με την έγκαιρη αντιμετώπιση των προβλημάτων και την καθιέρωση σαφών και συνεκτικών εποπτικών ρυθμίσεων, τόσο για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους της Ένωσης όσο και σε τρίτες χώρες, θα ενισχυθεί η συνολική σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης και θα μειωθεί ακόμη περισσότερο ο κίνδυνος πτώχευσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(5)

Υπό το πρίσμα των εν λόγω παρατηρήσεων, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση, στις 4 Μαΐου 2017, με τίτλο «Αντιμετώπιση των προκλήσεων για κρίσιμες υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών και περαιτέρω ανάπτυξη της Ένωσης Κεφαλαιαγορών», δηλώνοντας ότι είναι αναγκαίες περαιτέρω τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, για τη βελτίωση του ισχύοντος πλαισίου που εξασφαλίζει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στηρίζει την περαιτέρω ανάπτυξη και εμβάθυνση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών.

(6)

Οι εποπτικές ρυθμίσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 στηρίζονται κυρίως στην αρχή της χώρας καταγωγής. Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι στην Ένωση επί του παρόντος αδειοδοτούνται και εποπτεύονται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σε συνεργασία με σώματα αποτελούμενα από εθνικούς επόπτες, την ΕΑΚΑΑ, τα σχετικά μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), καθώς και από άλλες σχετικές αρχές. Τα σώματα στηρίζονται στον συντονισμό και την ενημέρωση από την αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η οποία φέρει την ευθύνη εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Οι αποκλίνουσες πρακτικές εποπτείας κεντρικών αντισυμβαλλομένων σε ολόκληρη την Ένωση μπορούν να δημιουργήσουν κινδύνους ρυθμιστικού και εποπτικού αρμπιτράζ, να θέσουν σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό. Η Επιτροπή τόνισε τους εν λόγω αναδυόμενους κινδύνους και την ανάγκη για μεγαλύτερη εποπτική σύγκλιση, στην ανακοίνωσή της για την Ένωση Κεφαλαιαγορών, της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, και στη δημόσια διαβούλευση σχετικά με τη λειτουργία των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (ΕΕΑ). Συνεπώς, στο πλαίσιο της γενικής δικαιοδοσίας που ήδη έχει η ΕΑΚΑΑ για τον συντονισμό μεταξύ αρμόδιων αρχών και μεταξύ των σωμάτων, με στόχο τη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών που εξασφαλίζουν ομοιόμορφες διαδικασίες και συνεπείς προσεγγίσεις και ενισχύουν τη συνέπεια των αποτελεσμάτων της εποπτείας, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να επικεντρωθεί ιδιαίτερα στους τομείς της εποπτείας με διασυνοριακή διάσταση ή πιθανό διασυνοριακό αντίκτυπο. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να προσδιορίσει τους τομείς αυτούς με βάση την εμπειρογνωμοσύνη και την πείρα της στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(7)

Υπό το πρίσμα του παγκόσμιου χαρακτήρα των χρηματοοικονομικών αγορών και της ανάγκης να αντιμετωπιστούν οι διαφορές στην εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων της Ένωσης και των τρίτων χωρών, θα πρέπει να ενισχυθεί η ικανότητα της ΕΑΚΑΑ να προωθεί τη σύγκλιση της εποπτείας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Πρέπει συνεπώς να δημιουργηθεί μόνιμη εσωτερική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους («εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους»), που θα ασχολείται με τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας εντός της Ένωσης και τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών. Η συγκρότηση, τα καθήκοντα και η σύσταση της εποπτικής επιτροπής θα πρέπει να αποτελέσει μια έκτακτη λύση για τη συγκέντρωση εμπειρογνωμοσύνης στον τομέα της εποπτείας κεντρικών αντισυμβαλλομένων και δεν θα πρέπει να αποτελέσει προηγούμενο για τις ΕΕΑ.

(8)

Η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους θα πρέπει να αναλάβει τα ειδικά της καθήκοντα δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης και των κρατών μελών της.

(9)

Για να περιλαμβάνει πλήρη πρακτική εμπειρία και επιχειρησιακή εμπειρογνωμοσύνη σχετικά με την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους θα πρέπει να απαρτίζεται από πρόεδρο, ανεξάρτητα μέλη και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών με αδειοδοτημένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Όταν η συνεδρίασή της εποπτικής επιτροπής αφορά αδειοδοτημένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης των νομισμάτων της Ένωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται από τους εν λόγω κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, θα πρέπει αν θέλουν να μπορούν να συμμετέχουν στην εποπτική επιτροπή σε σχέση με τομείς εκτιμήσεων, σε επίπεδο Ένωσης, της αντοχής των κεντρικών αντισυμβαλλομένων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς και σε σχέση με τις σχετικές εξελίξεις στην αγορά, για να έχουν καλύτερη πρόσβαση σε πληροφορίες χρήσιμες για την άσκηση των καθηκόντων τους. Όταν η συνεδρίαση της εποπτικής επιτροπής αφορά κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης όλων των νομισμάτων της Ένωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται ή πρόκειται να εκκαθαριστούν από τον αντίστοιχο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας θα πρέπει να δύνανται, σε εθελοντική βάση, να συμμετέχουν στην εποπτική επιτροπή για την προετοιμασία αποφάσεων σε σχέση με τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, που έχουν ή αναμένεται να αποκτήσουν συστημική σημασία για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή κράτους μέλους της (κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2). Οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης θα πρέπει να συμμετέχουν στην εποπτική επιτροπή χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ο πρόεδρος της εποπτικής επιτροπής θα πρέπει να δύναται να προσκαλεί μέλη των σωμάτων ως παρατηρητές, ώστε οι γνώμες άλλων σχετικών αρχών να λαμβάνονται υπόψη από την εποπτική επιτροπή.

(10)

Για την εξασφάλιση κατάλληλης εμπειρογνωμοσύνης και λογοδοσίας, ο πρόεδρος και τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους θα πρέπει να διορίζονται από το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ («συμβούλιο εποπτών») με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τη γνώση των ζητημάτων εκκαθάρισης, των μετασυναλλακτικών ζητημάτων, ζητημάτων προληπτικής εποπτείας και χρηματοοικονομικών ζητημάτων, καθώς και την πείρα σχετικά με την εποπτεία και τη ρύθμιση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής την οποία οργανώνει και διαχειρίζεται το συμβούλιο εποπτών με την επικουρία της Επιτροπής, τηρουμένης της αρχής της ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων. Πριν από το διορισμό του προέδρου και των ανεξάρτητων μελών της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και μέχρι ένα μήνα από την επιλογή τους από το συμβούλιο εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να μπορεί, μετά από ακρόαση των υποψηφίων, να εγκρίνει ή να αντιταχθεί στον διορισμό τους. Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να διορίζει μόνο υποψηφίους που έχουν εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

(11)

Για την εξασφάλιση της διαφάνειας και του δημοκρατικού ελέγχου καθώς και για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ο πρόεδρος και τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους θα πρέπει να λογοδοτούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για κάθε απόφαση που λαμβάνουν βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(12)

Ο πρόεδρος και τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους θα πρέπει να ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το συμφέρον της Ένωσης. Θα πρέπει να διασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς καθώς και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε κάθε κράτος μέλος, με ή χωρίς αδειοδοτημένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, και στην Ένωση.

(13)

Για μια καλύτερη, αποτελεσματική και ταχεία διαδικασία λήψης αποφάσεων στην εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, θα πρέπει να έχουν δικαιώματα ψήφου ο πρόεδρος, τα ανεξάρτητα μέλη και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους με αδειοδοτημένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Οι εκπρόσωποι της/των κεντρικής/-ών τράπεζας/-ών καθώς και οι παρατηρητές δεν θα πρέπει να έχουν δικαίωμα ψήφου. Η εποπτική επιτροπή αποφασίζει με απλή πλειοψηφία των μελών της, κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου έχει μία ψήφο, και η ψήφος του προέδρου υπερισχύει, σε περίπτωση ισοψηφίας. Την τελική εξουσία λήψης αποφάσεων θα πρέπει να κρατήσει το συμβούλιο εποπτών.

(14)

Για μια συνεκτική και συνεπή εποπτική προσέγγιση εντός της Ένωσης, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους θα πρέπει να είναι αρμόδια για την κατάρτιση ορισμένων ειδικών αποφάσεων και την εκτέλεση ορισμένων καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ. Οι αρμοδιότητες αυτές ενισχύουν τον συντονιστικό ρόλο που επιτελεί η ΕΑΚΑΑ μεταξύ των αρμόδιων αρχών και μεταξύ των σωμάτων, με στόχο τη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών, ιδίως σε τομείς εποπτείας με διασυνοριακή διάσταση ή πιθανό διασυνοριακό αντίκτυπο. Στο πλαίσιο αυτό, οι εποπτικές δραστηριότητες και αποφάσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τους τομείς της εποπτείας στους οποίους οι αποκλίνουσες εποπτικές πρακτικές μπορούν να δημιουργήσουν κινδύνους ρυθμιστικού και εποπτικού αρμπιτράζ ή να θέσουν σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει επίσης να ενημερώνεται για όλες τις γνώμες που εγκρίνουν τα σώματα που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, μεταξύ άλλων για τη βάση της λήψης αποφάσεων με την οποία σχετίζεται η γνώμη του σώματος, και για τυχόν συστάσεις που συμπεριλαμβάνουν τα σώματα στις εν λόγω γνώμες.

(15)

Επιπλέον, στο πλαίσιο της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους θα πρέπει να πραγματοποιείται υποχρεωτική εκ των προτέρων ανταλλαγή πληροφοριών και συζήτηση σχετικά με τα σχέδια αποφάσεων των αρμόδιων για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους αρχών για ορισμένους ιδιαίτερα σημαντικούς τομείς της εποπτείας. Επιπροσθέτως, σε εθελοντική βάση και με πρωτοβουλία των αρμόδιων για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους αρχών, όλα τα σχέδια αποφάσεων θα πρέπει να μπορούν να συζητηθούν εκ των προτέρων. Η ΕΑΚΑΑ δεν θα πρέπει να γνωμοδοτεί όταν, μετά τη συζήτηση στο πλαίσιο της εποπτικής επιτροπής, δεν διαπιστώνονται αποκλίσεις. Με την εξουσία της ΕΑΚΑΑ να γνωμοδοτεί θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι παρέχονται επιπλέον σχόλια σε σχέση με τα σχέδια αποφάσεων στην αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή από μια ομάδα εποπτικών αρχών με εξειδίκευση και πείρα στην εποπτεία κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Οι γνώμες της ΕΑΚΑΑ δεν επηρεάζουν την ευθύνη της αρμόδιας για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχής να λάβει την τελική απόφαση, γεγονός που σημαίνει ότι το τελικό περιεχόμενο της απόφασης θα παραμένει στη διακριτική της ευχέρεια. Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμφωνεί με γνώμη της ΕΑΚΑΑ, θα πρέπει να υποβάλει σχόλια στην ΕΑΚΑΑ σχετικά με κάθε σημαντική απόκλιση από την εν λόγω γνώμη. Η αρμόδια αρχή θα πρέπει να μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις πριν, ταυτόχρονα ή μετά την έκδοση απόφασης. Ωστόσο, εάν η αρμόδια αρχή υποβάλει παρατηρήσεις μετά την έκδοση απόφασης, θα πρέπει να το πράξει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η γνώμη που παρέχει η ΕΑΚΑΑ δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει τη διακριτική ευχέρεια των σωμάτων να διαμορφώνουν τη γνώμη τους, όπου αρμόζει.

(16)

Αν από την εποπτεία των αδειοδοτημένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων προκύψει έλλειψη σύγκλισης και συνοχής ως προς την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, μεταξύ άλλων με βάση την υποχρεωτική και προαιρετική διαβούλευση των αρμόδιων αρχών με την ΕΑΚΑΑ και τις συζητήσεις στην εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να επιδιώκει κατάλληλη σύγκλιση και συνέπεια, μεταξύ άλλων με την έκδοση κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων ή γνωμών. Για να διευκολυνθεί η διαδικασία, η εποπτική επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να ζητήσει από το συμβούλιο εποπτών να εξετάσει το ενδεχόμενο έκδοσης κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και γνωμών από την ΕΑΚΑΑ. Η εποπτική επιτροπή θα πρέπει επίσης να δύναται να υποβάλει στο συμβούλιο εποπτών τη γνώμη της για τις αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν από την ΕΑΚΑΑ οι οποίες αφορούν τα καθήκοντα και τις δραστηριότητες των αρμόδιων για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους αρχών. Η εποπτική επιτροπή θα πρέπει, για παράδειγμα, να γνωμοδοτεί για σχέδια τεχνικών προτύπων ή κατευθυντήριων γραμμών που καταρτίζει η ΕΑΚΑΑ στον τομέα της αδειοδότησης και της εποπτείας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

(17)

Για να εποπτεύει αποτελεσματικά τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους θα πρέπει να καταρτίζει ολοκληρωμένα σχέδια αποφάσεων προς έγκριση από το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ και να εκτελεί τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ σε σχέση με τις διατάξεις που αφορούν την αναγνώριση και την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών οι οποίες προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Καθώς η συνεργασία και η πληροφόρηση είναι ουσιαστικής σημασίας, η εποπτική επιτροπή, όταν συνεδριάσει με θέμα κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, θα πρέπει να ανταλλάσσει με το σώμα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών σχετικές πληροφορίες, όπως τα ολοκληρωμένα σχέδια αποφάσεων που υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών, τις τελικές αποφάσεις που εκδίδει το συμβούλιο εποπτών, τις ημερήσιες διατάξεις και τα πρακτικά των συνεδριάσεων της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τις αιτήσεις για αναγνώριση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτη χώρα.

(18)

Για να λειτουργήσει αποτελεσματικά η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους θα πρέπει να υποστηρίζεται από αποκλειστικό προσωπικό της ΕΑΚΑΑ για την προετοιμασία των συνεδριάσεών της, την προετοιμασία των αναλύσεων που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της και την υποστήριξή της στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας της.

(19)

Οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης θα πρέπει να συμμετέχουν στην κατάρτιση αποφάσεων από την εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους σε σχέση με την κατάταξη κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών με βάση με τη συστημική σημασία τους και την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2, προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή άσκηση των καθηκόντων τους που αφορούν τη νομισματική πολιτική και την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών. Καθώς οι αποφάσεις της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2 για τις απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας, τον έλεγχο κινδύνου ρευστότητας, την παροχή ασφαλείας, τον διακανονισμό και την έγκριση ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τα καθήκοντα των κεντρικών τραπεζών, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους θα πρέπει να διαβουλεύεται με τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης όλων των νομισμάτων της Ένωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται ή πρόκειται να εκκαθαριστούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας με βάση μηχανισμό «συμμόρφωσης ή αιτιολόγησης».

(20)

Το συμβούλιο εποπτών θα πρέπει να εκδίδει τα σχέδια αποφάσεων που υποβάλλει η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Για μια αποτελεσματική και ταχεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, ορισμένες αποφάσεις που δεν αφορούν την αναγνώριση, την κατάταξη κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών, ειδικές απαιτήσεις που επιβάλλονται σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2, την επανεξέταση ή την ανάκληση της αναγνώρισης, ή τα ουσιώδη στοιχεία της συνεχούς εποπτείας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών, όταν απαιτείται διαβούλευση με τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης, θα πρέπει να εκδίδονται από το συμβούλιο εποπτών εντός τριών εργάσιμων ημερών.

(21)

Για να προωθηθεί περαιτέρω η σύγκλιση των εποπτικών αποφάσεων, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να λάβει νέες εντολές για την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με την επέκταση των δραστηριοτήτων και υπηρεσιών και για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες τυχόν αλλαγές στα μοντέλα και στις παραμέτρους θεωρούνται σημαντικές. Επιπλέον, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να εκδίδει τις απαραίτητες κατευθυντήριες γραμμές για να διευκρινίζει περαιτέρω τις κοινές διαδικασίες εποπτικής επανεξέτασης και αξιολόγησης σε σχέση με τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους.

(22)

Η λειτουργία των σωμάτων που έχουν συσταθεί στο πλαίσιο της ένωσης κεντρικών αντισυμβαλλομένων συμβάλλουν αποφασιστικά στην αποτελεσματική εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Για να διασφαλιστεί η συνοχή των διαδικασιών στο πλαίσιο των σωμάτων σε ολόκληρη την Ένωση, οι γραπτές συμφωνίες στις οποίες καθορίζονται οι πρακτικές ρυθμίσεις λειτουργίας των εν λόγω σωμάτων θα πρέπει να βελτιωθούν και τυποποιηθούν περισσότερο. Τα μέλη των σωμάτων θα πρέπει να δικαιούνται να συμβάλουν στον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων του σώματος, με στόχο την περαιτέρω προώθηση του ρόλου τους. Για να ενισχυθεί η διαφάνεια των σωμάτων, η σύνθεσή τους θα πρέπει να δημοσιοποιείται. Για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (7) ορίζει ότι τα εποπτικά καθήκοντα της ΕΚΤ, τα καθήκοντα που αφορούν τη νομισματική πολιτική και οποιαδήποτε άλλα καθήκοντά της θα πρέπει να ασκούνται εντελώς χωριστά. Θα πρέπει να αναγνωριστεί ο εν λόγω συγκεκριμένος διαχωρισμός αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ. Ως εκ τούτου, όταν η ΕΚΤ είναι μέλος σώματος που έχει συσταθεί για κεντρικό αντισυμβαλλόμενο της Ένωσης, λόγω των καθηκόντων της ως αρμόδιας αρχής εκκαθαριστικού μέλους εντός του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, καθώς και λόγω της ιδιότητάς της ως κεντρικής τράπεζας έκδοσης που αντιπροσωπεύει το Ευρωσύστημα, η ΕΚΤ θα πρέπει να διαθέτει δύο ψήφους στο σώμα.

(23)

Ο αριθμός των κεντρικών τραπεζών έκδοσης και των αρμόδιων αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εκκαθαριστικών μελών των κρατών μελών οι οποίες εκπροσωπούνται στα σώματα που συγκροτούνται για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους της Ένωσης είναι επί του παρόντος περιορισμένος. Για να διευκολυνθεί η πρόσβαση στις πληροφορίες για ευρύτερο φάσμα κεντρικών τραπεζών έκδοσης και αρμόδιων αρχών άλλων κρατών μελών, των οποίων η χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα μπορούσε να επηρεαστεί από τη χρηματοοικονομική δυσχέρεια ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, θα πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν στα σώματα επιπλέον κεντρικές τράπεζες έκδοσης και αρμόδιες αρχές, κατόπιν αιτήματος. Για να προωθηθεί η συνέπεια στην εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων σε ολόκληρη την Ένωση, θα πρέπει επίσης να συμμετέχει στα σώματα ο πρόεδρος ή ένα ανεξάρτητο μέλος της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Για την εξασφάλιση της προσήκουσας, αποτελεσματικής και ταχείας διαδικασίας λήψης αποφάσεων, οι εν λόγω κεντρικές αρχές έκδοσης και αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν κατόπιν αιτήματος καθώς και ο πρόεδρος ή το ανεξάρτητο μέλος της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους δεν θα πρέπει να διαθέτουν δικαίωμα ψήφου.

(24)

Για να ενισχυθεί ο ρόλος τους, τα σώματα θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωμοδοτούν για πρόσθετους τομείς εποπτείας με θεμελιώδη αντίκτυπο στις επιχειρηματικές δραστηριότητες ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μεταξύ άλλων για την αξιολόγηση των μετόχων και των μελών με ειδικές συμμετοχές σε κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους, και την εξωτερική ανάθεση επιχειρησιακών λειτουργιών, υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων. Επιπλέον, κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε μέλους του σώματος, το σώμα θα πρέπει να μπορεί να περιλαμβάνει στις γνώμες του συστάσεις που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση αδυναμιών στη διαχείριση κινδύνων ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τη βελτίωση της αντοχής του, εφόσον αποφασιστεί κατά πλειοψηφία από το σώμα. Η ψηφοφορία του σώματος για τη συμπερίληψη των εν λόγω συστάσεων θα πρέπει να διενεργείται ξεχωριστά από την ψηφοφορία του σώματος για τη γνώμη. Προκειμένου να ενισχυθεί ο αντίκτυπος των γνωμών και των συστάσεων των σωμάτων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να τις λαμβάνουν δεόντως υπόψη και να παρέχουν αιτιολόγηση όταν αποκλίνουν σημαντικά από αυτές.

(25)

Οι εποπτικές ρυθμίσεις στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που προσφέρουν υπηρεσίες εκκαθάρισης εντός της Ένωσης χρειάζονται, επίσης, αναθεώρηση. Η πρόσβαση στις πληροφορίες, η ικανότητα επιτόπιων επιθεωρήσεων και ερευνών, η δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών ανάμεσα στις αντίστοιχες ενωσιακές αρχές και τις αρχές των κρατών μελών καθώς και η δυνατότητα εκτέλεσης των αποφάσεων της ΕΑΚΑΑ για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών χρειάζεται να βελτιωθούν για να αποφευχθούν σοβαρές επιπλοκές στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα για τις οντότητες της Ένωσης. Υπάρχει, επίσης, κίνδυνος οι τροποποιήσεις στους κανόνες κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών ή στο ρυθμιστικό πλαίσιο τρίτων χωρών να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη και, ενδεχομένως, να επηρεάσουν αρνητικά τα ρυθμιστικά ή εποπτικά αποτελέσματα και να οδηγήσουν σε ανισότιμους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των κεντρικών αντισυμβαλλομένων της Ένωσης και τρίτων χωρών.

(26)

Ένα σημαντικό ποσοστό χρηματοπιστωτικών μέσων εκφρασμένων σε νομίσματα της Ένωσης εκκαθαρίζονται από κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται σημαντικές προκλήσεις για τις αρχές της Ένωσης και των κρατών μελών ως προς τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

(27)

Στο πλαίσιο της δέσμευσής της για ολοκληρωμένες χρηματοπιστωτικές αγορές, η Επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει να προσδιορίζει, μέσω αποφάσεων ισοδυναμίας, ότι τα νομικά και εποπτικά πλαίσια των τρίτων χωρών πληρούν τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Για την ενίσχυση της εφαρμογής του υφιστάμενου καθεστώτος ισοδυναμίας σε σχέση με τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί, αν είναι αναγκαίο, να προσδιορίζει περαιτέρω τα κριτήρια για την αξιολόγηση της ισοδυναμίας των καθεστώτων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών. Είναι, επίσης, αναγκαίο να έχει η ΕΑΚΑΑ την εξουσία παρακολούθησης των ρυθμιστικών και εποπτικών εξελίξεων στα εν λόγω καθεστώτα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών που έχουν κριθεί ως ισοδύναμα από την Επιτροπή. Αυτό γίνεται προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα κριτήρια ισοδυναμίας, και όποιοι ειδικοί όροι έχουν οριστεί για τη χρήση τους, εξακολουθούν να πληρούνται από τις τρίτες χώρες. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να υποβάλει τα πορίσματά της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το σώμα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών σε εμπιστευτική βάση.

(28)

Η Επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει, να αναστείλει, να αναθεωρήσει ή να ανακαλέσει μια απόφαση ισοδυναμίας, ειδικά όταν οι εξελίξεις λαμβάνουν χώρα σε μια τρίτη χώρα, γεγονός το οποίο μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τα στοιχεία που αξιολογήθηκαν σύμφωνα με τις απαιτήσεις ισοδυναμίας δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Όταν οι αρχές μιας τρίτης χώρας δεν συνεργάζονται πλέον με την ΕΑΚΑΑ ή άλλες εποπτικές αρχές της Ένωσης με καλή πίστη ή δεν πληρούν συνεχώς τις ισχύουσες απαιτήσεις ισοδυναμίας, η Επιτροπή μπορεί, επίσης, να προειδοποιήσει την αρχή της τρίτης χώρας ή να εκδώσει ειδική σύσταση. Όταν η Επιτροπή αποφασίζει, οποτεδήποτε, να ανακαλέσει απόφαση περί ισοδυναμίας, δύναται να αναβάλει την εφαρμογή της απόφασης αν υπάρχει κίνδυνος για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή διατάραξη της αγοράς. Επιπλέον των σημερινών εξουσιών της, η Επιτροπή θα πρέπει, επίσης, να μπορεί να ορίσει ειδικούς όρους, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα κριτήρια ισοδυναμίας εξακολουθούν να πληρούνται σε συνεχή βάση από την τρίτη χώρα την οποία αφορά η απόφαση ισοδυναμίας. Η Επιτροπή θα πρέπει, επίσης, να μπορεί να ορίζει όρους, προκειμένου να διασφαλίζει ότι η ΕΑΚΑΑ δύναται να ασκεί αποτελεσματικά τις αρμοδιότητές της σχετικά με τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που αναγνωρίζονται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή σχετικά με την παρακολούθηση των ρυθμιστικών και εποπτικών εξελίξεων σε τρίτες χώρες που σχετίζονται με τις εκδοθείσες αποφάσεις ισοδυναμίας.

(29)

Υπό το πρίσμα της αυξανόμενης διασυνοριακής διάστασης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των διασυνδέσεων στο ενωσιακό χρηματοπιστωτικό σύστημα, είναι αναγκαίο να βελτιωθεί η ικανότητα της Ένωσης να εντοπίζει, να παρακολουθεί και να μετριάζει τους δυνητικούς κινδύνους που αφορούν τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών. Ο ρόλος της ΕΑΚΑΑ θα πρέπει, επομένως, να ενισχυθεί, προκειμένου να εποπτεύει αποτελεσματικά τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που αιτούνται αναγνώριση για να παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης στην Ένωση. Θα πρέπει, επίσης, να βελτιωθεί η συμμετοχή των κεντρικών τραπεζών έκδοσης της Ένωσης στην αναγνώριση, την εποπτεία, την επανεξέταση και την ανάκληση της αναγνώρισης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών που δραστηριοποιούνται στο νόμισμα το οποίο εκδίδουν. Συνεπώς, θα πρέπει να ζητείται η γνώμη των κεντρικών τραπεζών έκδοσης της Ένωσης επί θεμάτων που επηρεάζουν τις αρμοδιότητές τους για τη νομισματική πολιτική όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκφράζονται σε ενωσιακά νομίσματα, τα οποία εκκαθαρίζονται ή πρόκειται να εκκαθαριστούν από κεντρικούς αντισυμβαλλομένους εκτός της Ένωσης.

(30)

Μόλις η Επιτροπή προσδιορίσει ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο μιας τρίτης χώρας είναι ισοδύναμο με το ενωσιακό πλαίσιο, η διαδικασία αναγνώρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου από την εν λόγω τρίτη χώρα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους που ενέχουν οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή των μελών της.

(31)

Όταν εξετάζει την αίτηση αναγνώρισης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να αξιολογεί τον βαθμό συστημικού κινδύνου που ενέχει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της, βάσει των αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων του παρόντος κανονισμού που θα πρέπει να συμβάλλουν στη συνολική αξιολόγηση. Κανένα από τα εν λόγω κριτήρια δεν θα πρέπει να θεωρείται καθοριστικό από μόνο του. Όταν αξιολογεί το προφίλ κινδύνου ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλους τους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των λειτουργικών, όπως η απάτη, η εγκληματική δραστηριότητα, ο κίνδυνος ασφάλειας ΤΠ και ο κίνδυνος στον κυβερνοχώρο. Τα εν λόγω κριτήρια θα διευκρινιστούν περαιτέρω με κατ' εξουσιοδότηση πράξη της Επιτροπής. Κατά τον προσδιορισμό των κριτηρίων αυτών, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η φύση των συναλλαγών που εκκαθαρίζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, η πολυπλοκότητά τους, η αστάθεια των τιμών και η μέση διάρκεια, καθώς και η διαφάνεια και η ρευστότητα των οικείων αγορών και ο βαθμός στον οποίο οι δραστηριότητες εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου είναι εκπεφρασμένες σε ευρώ ή σε άλλα ενωσιακά νομίσματα. Εν προκειμένω, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά σχετικά με ορισμένες συμβάσεις παραγώγων που αφορούν γεωργικά προϊόντα που είναι εισηγμένες για διαπραγμάτευση και εκτελούνται σε ρυθμιζόμενες αγορές σε τρίτες χώρες, οι οποίες αφορούν αγορές που εξυπηρετούν σε μεγάλο βαθμό εγχώριους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλόμενους στην εν λόγω τρίτη χώρα οι οποίοι διαχειρίζονται τους εμπορικούς κινδύνους τους μέσω των εν λόγω συμβάσεων, δύνανται να αποτελούν αμελητέο κίνδυνο για τα εκκαθαριστικά μέλη και τους τόπους διαπραγμάτευσης στην Ένωση, καθώς διαθέτουν περιορισμένη συστημική διασυνδεσιμότητα με το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όταν σε τρίτη χώρα εφαρμόζεται πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, το πλαίσιο αυτό θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη από την ΕΑΚΑΑ στην ανάλυσή της για τον βαθμό συστημικού κινδύνου που ενέχει ο αιτών κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που είναι εγκατεστημένος στην εν λόγω τρίτη χώρα για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων από τα κράτη μέλη της.

(32)

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που δεν είναι συστημικά σημαντικοί για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της θα πρέπει να θεωρούνται ως κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι «κατηγορίας 1». Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που είναι ή είναι πιθανόν να καταστούν συστημικά σημαντικοί για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της θα πρέπει να θεωρούνται ως κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι «κατηγορίας 2». Όταν η ΕΑΚΑΑ προσδιορίζει ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας δεν είναι συστημικά σημαντικός για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της, θα πρέπει να εφαρμόζονται έναντι αυτού οι όροι αναγνώρισης δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Όταν η ΕΑΚΑΑ προσδιορίζει ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας είναι συστημικά σημαντικός, θα πρέπει να του επιβάλλονται ειδικές απαιτήσεις. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να αναγνωρίζει έναν τέτοιον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο μόνον αν αυτός πληροί τις εν λόγω απαιτήσεις. Οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν ορισμένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, οι οποίες στοχεύουν στη βελτίωση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να είναι άμεσα υπεύθυνη, προκειμένου να διασφαλίζει ότι ένας συστημικά σημαντικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας συμμορφώνεται με τις εν λόγω απαιτήσεις. Οι σχετικές απαιτήσεις θα πρέπει, επίσης, να επιτρέπουν στην ΕΑΚΑΑ να διενεργεί πλήρη και αποτελεσματική εποπτεία του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(33)

Για την εξασφάλιση της δέουσας συμμετοχής της/των κεντρικής/-ών τράπεζας/-ών έκδοσης όλων των νομισμάτων της Ένωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται ή πρόκειται να εκκαθαριστούν από κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών στην αναγνώριση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2, όταν αναγνωρίζει τέτοιους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να εξετάζει αν τηρούν ειδικές απαιτήσεις νομισματικής πολιτικής που ενδεχομένως έχουν επιβάλει οι εν λόγω κεντρικές τράπεζες έκδοσης. Οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να αφορούν την υποβολή πληροφοριών σε κεντρική τράπεζα έκδοσης κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματός της, τη συνεργασία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων με τράπεζες έκδοσης στο πλαίσιο αξιολόγησης της αντοχής των κεντρικών αντισυμβαλλομένων υπό ακραίες συνθήκες αγοράς, που πραγματοποιεί η ΕΑΚΑΑ, το άνοιγμα λογαριασμού καταθέσεων μίας ημέρας σε κεντρική τράπεζα έκδοσης και απαιτήσεις που επιβάλλονται σε έκτακτες περιστάσεις, τις οποίες μια κεντρική τράπεζα έκδοσης θεωρεί αναγκαίες. Τα κριτήρια πρόσβασης και οι σχετικές απαιτήσεις κεντρικής τράπεζας έκδοσης για το άνοιγμα λογαριασμού καταθέσεων μίας ημέρας δεν θα πρέπει να συνεπάγονται υποχρέωση μετεγκατάστασης του συνόλου ή μέρους των υπηρεσιών εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(34)

Σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις που μπορεί εκτάκτως να επιβάλουν οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης, η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής ή η ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών ενδέχεται να επηρεαστεί από εξελίξεις στις κεντρικά εκκαθαριζόμενες αγορές σε περιστάσεις όπως οι πιέσεις στις αγορές (ιδίως τις χρηματαγορές και τις αγορές συμφωνιών επαναγοράς) στις οποίες βασίζεται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος για να αποκτήσει ρευστότητα, οι καταστάσεις στις οποίες οι εργασίες των κεντρικών αντισυμβαλλομένων συμβάλλουν στην εξάντληση της ρευστότητας στην αγορά, ή σε σοβαρές δυσλειτουργίες των ρυθμίσεων πληρωμών και διακανονισμού που εμποδίζουν την ικανότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις πληρωμών του ή αυξάνουν τις ανάγκες του για ρευστότητα. Ο προσδιορισμός της ύπαρξης τέτοιων έκτακτων περιστάσεων εξαρτάται αποκλειστικά από ζητήματα νομισματικής πολιτικής και δεν χρειάζεται να συμπίπτει με οποιαδήποτε κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αφορά τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Σε τέτοιες περιστάσεις, το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας δεν θα μπορεί, συνεπώς, να μετριάσει πλήρως τους κινδύνους που προκύπτουν, οπότε ενδέχεται να χρειαστεί η ανάληψη άμεσων ενεργειών από τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης, προκειμένου να εξασφαλιστεί η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής ή η ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών.

(35)

Σε τέτοιες έκτακτες περιστάσεις, ενδέχεται να χρειαστεί οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης να επιβάλουν, στον βαθμό που επιτρέπεται εντός του αντίστοιχου θεσμικού πλαισίου τους, προσωρινές απαιτήσεις σε σχέση με τους κινδύνους ρευστότητας, τις ρυθμίσεις διακανονισμού, τις απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας, την παροχή ασφαλείας ή τις ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας. Η μη συμμόρφωση με τις εν λόγω προσωρινές απαιτήσεις ενδέχεται να οδηγήσει στην ανάκληση της αναγνώρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατηγορίας 2 από την ΕΑΚΑΑ. Οι απαιτήσεις αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν προσωρινές βελτιώσεις της διαχείρισης κινδύνου ρευστότητας ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατηγορίας 2, όπως η αύξηση του αποθεματικού ασφαλείας ρευστότητας, η αύξηση της συχνότητας συλλογής των ενδοημερήσιων περιθωρίων ασφαλείας και οι περιορισμοί στα διασυναλλαγματικά ανοίγματα, ή ειδικές ρυθμίσεις για την κατάθεση μετρητών και τον διακανονισμό πληρωμών στο νόμισμα της κεντρικής τράπεζας. Οι απαιτήσεις δεν θα πρέπει να επεκτείνονται σε άλλους τομείς προληπτικής εποπτείας ή να συνεπάγονται αυτόματα ανάκληση της αναγνώρισης. Επιπλέον, η εφαρμογή των απαιτήσεων θα πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση για την αναγνώριση μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα έως και έξι μηνών, με δυνατότητα άπαξ παράτασης έως έξι μήνες. Μετά τη λήξη της παράτασης, η εφαρμογή των εν λόγω απαιτήσεων θα πρέπει να μην αποτελεί πλέον προϋπόθεση για την αναγνώριση κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατηγορίας 2. Ωστόσο, στο πλαίσιο νέας ή διαφορετικής εξαιρετικής κατάστασης, οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης δεν θα πρέπει να εμποδίζονται να επιβάλουν προσωρινές απαιτήσεις, η εφαρμογή των οποίων θα αποτελούσε προϋπόθεση για την αναγνώριση κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατηγορίας 2 δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(36)

Πριν από την επιβολή των απαιτήσεων ή την ενδεχόμενη παράτασή τους, η κεντρική τράπεζα έκδοσης θα πρέπει να ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ, τις άλλες κεντρικές τράπεζες έκδοσης όλων των νομισμάτων της Ένωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται ή πρόκειται να εκκαθαριστούν και τα μέλη του σώματος για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών με επεξήγηση των επιπτώσεων των απαιτήσεων που σκοπεύει να επιβάλει στην αποδοτικότητα, την ευρωστία και την αντοχή των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και να αιτιολογεί την αναγκαιότητα και τον αναλογικό χαρακτήρα των απαιτήσεων προκειμένου να διασφαλιστεί η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής ή η ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών, σεβόμενη παράλληλα σε ικανοποιητικό βαθμό την ανάγκη προστασίας των εμπιστευτικών ή ευαίσθητων πληροφοριών. Για να αποφευχθούν οι επικαλύψεις, η κεντρική τράπεζα έκδοσης θα πρέπει να συνεργάζεται σε συνεχή βάση και να ανταλλάσσει πληροφορίες με την ΕΑΚΑΑ και με τις άλλες κεντρικές τράπεζες έκδοσης όλων των νομισμάτων της Ένωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται ή πρόκειται να εκκαθαριστούν, σε ό,τι αφορά τις προσωρινές απαιτήσεις που εφαρμόζονται σε έκτακτες περιστάσεις.

(37)

H/οι κεντρική/-ές τράπεζα/-ες έκδοσης θα πρέπει να επιβεβαιώνουν στην ΕΑΚΑΑ αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 συμμορφώνεται ή όχι με τις πρόσθετες απαιτήσεις, όσο το δυνατόν συντομότερα, και σε κάθε περίπτωση εντός 30 εργάσιμων ημερών αφού προσδιοριστεί ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας δεν είναι κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 1 ή, αν έχουν επιβληθεί πρόσθετες απαιτήσεις μετά την αναγνώριση ως κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατηγορίας 2, εντός 90 εργάσιμων ημερών από την επιβολή τους.

(38)

Ο βαθμός κινδύνου που ενέχει ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συστημικής σημασίας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ποικίλλει. Οι απαιτήσεις για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους συστημικής σημασίας θα πρέπει, συνεπώς, να είναι ανάλογες προς τους κινδύνους που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενδέχεται να θέσει στην Ένωση. Όταν η ΕΑΚΑΑ, κατόπιν διαβούλευσης με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικών Κινδύνων (ΕΣΣΚ), σε συμφωνία με τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης όλων των νομισμάτων της Ένωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται ή πρόκειται να εκκαθαριστούν από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας, καταλήγει, με βάση πλήρως αιτιολογημένη αξιολόγηση που περιλαμβάνει ποσοτική τεχνική αξιολόγηση του κόστους και του οφέλους, στο συμπέρασμα ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας, ή ορισμένες από τις υπηρεσίες εκκαθάρισής του, είναι τέτοιας συστημικής σημασίας που η συμμόρφωση με τις ειδικές απαιτήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 δεν μπορεί να αντιμετωπίσει επαρκώς τον κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων από τα κράτη μέλη της και εφόσον άλλα μέτρα αποδειχθούν ανεπαρκή για την αντιμετώπιση κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να συστήσει στην Επιτροπή να μην αναγνωριστεί ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή ορισμένες από τις υπηρεσίες εκκαθάρισής του. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί, σύμφωνα με την εν λόγω διαδικασία, να συστήσει στην Επιτροπή να μην αναγνωριστεί κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, με ή χωρίς προηγούμενη κατάταξη αυτού ή ορισμένων υπηρεσιών του ως κατηγορίας 2.

(39)

Με βάση αυτή τη σύσταση, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να εκδίδει, ως μέτρο ύστατης λύσης, εκτελεστική πράξη στην οποία θα προσδιορίζεται ότι ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας δεν θα πρέπει να μπορεί να παρέχει μέρος ή το σύνολο των υπηρεσιών εκκαθάρισής του στα εκκαθαριστικά μέλη και τους τόπους διαπραγμάτευσης που έχουν εγκατασταθεί στην Ένωση, εκτός εάν ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει λάβει άδεια λειτουργίας για την παροχή αυτών των υπηρεσιών σε οποιοδήποτε κράτος μέλος σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη θα πρέπει επίσης να καθορίζει κατάλληλη περίοδο προσαρμογής που δεν θα υπερβαίνει τα δύο έτη, η οποία θα μπορεί να παραταθεί άπαξ για έξι επιπλέον μήνες και θα πρέπει να αναφέρει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να εξακολουθήσει να παρέχει ορισμένες εκκαθαριστικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της περιόδου προσαρμογής και τυχόν μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου προκειμένου να περιοριστεί το δυνητικό κόστος για τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους, ιδίως εκείνους που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση.

(40)

Είναι σημαντικό για τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης να διαβουλεύονται μεμονωμένα με την ΕΑΚΑΑ και να εκφράζουν τη συμφωνία τους για κάθε πιθανή σύσταση άρνησης της αναγνώρισης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας, δεδομένου του αντικτύπου που μπορεί να έχει μια τέτοια απόφαση για το νόμισμα που εκδίδουν καθώς και για την έκθεση της ΕΑΚΑΑ σχετικά με την εφαρμογή εκτελεστικής πράξης της Επιτροπής, η οποία εκδίδεται κατόπιν μιας τέτοιας σύστασης. Ωστόσο, στην περίπτωση μιας τέτοιας σύστασης ή έκθεσης, η συμφωνία μιας κεντρικής τράπεζας έκδοσης ή τα θέματα που αυτή ίσως θέσει θα πρέπει να αφορά μόνο το νόμισμα που εκδίδει και όχι τη σύσταση στο σύνολό της ή την έκθεση στο σύνολό της.

(41)

Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να επανεξετάζει τακτικά την αναγνώριση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών, καθώς και την κατάταξή τους σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 1 ή κατηγορίας 2. Εν προκειμένω, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να εξετάζει, μεταξύ άλλων, τις αλλαγές στη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας. Τέτοιες επανεξετάσεις θα πρέπει να λαμβάνουν μέρος τουλάχιστον κάθε πέντε έτη και όποτε αναγνωρισμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας επεκτείνει ή περιορίζει το φάσμα των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών που παρέχει εντός της Ένωσης. Όταν, μετά από μια τέτοια επανεξέταση, η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 1 θα πρέπει να χαρακτηριστεί κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2, θα πρέπει να καθορίσει κατάλληλη περίοδο προσαρμογής που δεν υπερβαίνει τους δεκαοκτώ μήνες, εντός της οποίας ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις που εφαρμόζονται στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2.

(42)

Κατόπιν αιτήματος κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατηγορίας 2, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει, επίσης, να μπορεί να λαμβάνει υπόψη τον βαθμό στον οποίο η συμμόρφωση ενός τέτοιου κεντρικού αντισυμβαλλομένου με τις ισχύουσες απαιτήσεις στην εν λόγω τρίτη χώρα μπορεί να συγκριθεί με τη συμμόρφωση του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Κατά τη διενέργεια αυτής της αξιολόγησης, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εκτελεστική πράξη που έχει εκδώσει η Επιτροπή, η οποία προσδιορίζει ότι οι νομικές και εποπτικές ρυθμίσεις της τρίτης χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι ισοδύναμες με αυτές του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και οποιεσδήποτε προϋποθέσεις στις οποίες δύναται να υπόκειται η εφαρμογή της εν λόγω εκτελεστικής πράξης. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αναλογικότητα, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει επίσης, κατά τη διενέργεια της αξιολόγησης, να λαμβάνει υπόψη τον βαθμό στον οποίο τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκκαθαρίζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο είναι εκπεφρασμένα σε νομίσματα της Ένωσης. Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδώσει μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη που θα διευκρινίζει τους τρόπους και τους όρους για την αξιολόγηση μιας τέτοιας συγκρίσιμης συμμόρφωσης.

(43)

Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να έχει όλες τις αναγκαίες εξουσίες προκειμένου να εποπτεύει τους αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, για την εξασφάλιση της συνεχούς συμμόρφωσής τους με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(44)

Για να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών και η συνεργασία μεταξύ της ΕΑΚΑΑ, των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των αρμόδιων αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των οντοτήτων στις οποίες θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο οι εργασίες των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να συγκροτήσει σώμα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών. Τα μέλη του σώματος θα πρέπει να μπορούν να ζητήσουν να συζητηθεί από την εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους οποιοδήποτε συγκεκριμένο ζήτημα σχετικά με τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών.

(45)

Για τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής άσκησης των καθηκόντων της ΕΑΚΑΑ ως προς τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι τρίτων χωρών θα πρέπει να πληρώνουν τέλη εποπτείας για τα εποπτικά και διοικητικά καθήκοντα της ΕΑΚΑΑ. Τα τέλη θα πρέπει να καλύπτουν το κόστος που αφορά τις αιτήσεις αναγνώρισης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών και την εποπτεία τους. Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδώσει κατ' εξουσιοδότηση πράξη, προσδιορίζοντας περαιτέρω τα είδη των τελών, τα θέματα για τα οποία οφείλονται τέλη, το ποσό των τελών και τον τρόπο καταβολής τους.

(46)

Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να είναι σε θέση να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις των κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 και σχετιζόμενων με αυτούς τρίτων, στους οποίους οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν αναθέσει επιχειρησιακές λειτουργίες, υπηρεσίες ή δραστηριότητες. Όπου αρμόζει, οι αρμόδιες αρχές εποπτείας των εκκαθαριστικών μελών που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση θα πρέπει να ενημερώνονται για τα πορίσματα ερευνών και επιθεωρήσεων. Όταν κρίνεται σκόπιμο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους που αφορούν τη νομισματική πολιτική, οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης όλων των νομισμάτων της Ένωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται ή πρόκειται να εκκαθαριστούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο θα πρέπει να μπορούν να ζητήσουν συμμετοχή στις επιθεωρήσεις.

(47)

Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να επιβάλλει περιοδικές χρηματικές ποινές για να υποχρεώνει τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών να θέτουν τέλος σε παράβαση, να παρέχουν πλήρεις και ορθές πληροφορίες τις οποίες απαιτεί η ΕΑΚΑΑ, ή να υποβάλλονται σε έρευνα ή επιτόπια επιθεώρηση.

(48)

Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλει πρόστιμα σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τόσο της κατηγορίας 1 όσο και της κατηγορίας 2, εφόσον διαπιστώσει ότι έχουν διαπράξει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, παράβαση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 με την παροχή ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών στην ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει, επίσης, να είναι σε θέση να επιβάλλει πρόστιμα σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους συστημικής σημασίας, εφόσον διαπιστώσει ότι έχουν διαπράξει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, παράβαση των πρόσθετων απαιτήσεων που εφαρμόζονται σε αυτούς με τον εν λόγω κανονισμό. Σε περίπτωση που η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 στο πλαίσιο της συμμόρφωσής του με το ισχύον νομικό πλαίσιο της τρίτης χώρας θεωρείται ότι συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 16 και των τίτλων IV και V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η συμπεριφορά του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου δεν θα πρέπει να θεωρείται παράβαση του εν λόγω κανονισμού εφόσον τηρεί τις εν λόγω συγκρίσιμες απαιτήσεις.

(49)

Τα πρόστιμα θα πρέπει να επιβάλλονται ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης. Οι παραβάσεις θα πρέπει να διαιρούνται σε κατηγορίες επισύρουσες διαφορετικά πρόστιμα. Για να ορίζει το πρόστιμο συγκεκριμένης παράβασης, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να χρησιμοποιεί μεθοδολογία δύο σταδίων, η οποία συνίσταται στον καθορισμό ενός βασικού ποσού και στην προσαρμογή του, εάν κρίνεται απαραίτητη, βάσει ορισμένων συντελεστών. Το βασικό ποσό θα πρέπει να καθορίζεται σε συνάρτηση με τον ετήσιο κύκλο εργασιών του εκάστοτε κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας, οι δε προσαρμογές θα πρέπει να πραγματοποιούνται με αύξηση ή μείωση του βασικού ποσού μέσω της εφαρμογής των σχετικών συντελεστών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(50)

Ο παρών κανονισμός καθορίζει συντελεστές προσαρμογής που συνδέονται με επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, για να διαθέτει η ΕΑΚΑΑ τα απαραίτητα εργαλεία για την επιβολή προστίμων ανάλογων προς τη σοβαρότητα της παράβασης που διέπραξε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε η παράβαση αυτή.

(51)

Η απόφαση επιβολής προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών θα πρέπει να βασίζεται σε ανεξάρτητη έρευνα.

(52)

Πριν λάβει απόφαση περί επιβολής προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα ακρόασης στα πρόσωπα που υπόκεινται σε πειθαρχικές διαδικασίες, ώστε να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα υπεράσπισής τους.

(53)

H ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να αποφεύγει να επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, εάν μια προγενέστερη αθώωση ή καταδίκη βάσει πανομοιότυπων γεγονότων ή γεγονότων κατ' ουσίαν ομοίων έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου κατόπιν ποινικής διαδικασίας βάσει του εθνικού δικαίου.

(54)

Οι αποφάσεις της ΕΑΚΑΑ που επιβάλλουν πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές θα πρέπει να είναι εκτελεστές και η εκτέλεσή τους θα πρέπει να υπόκειται στους κανόνες της πολιτικής δικονομίας του κράτους εκτέλεσης. Οι κανόνες πολιτικής δικονομίας δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν κανόνες ποινικής δικονομίας, θα πρέπει όμως να μπορούν να περιλαμβάνουν κανόνες διοικητικής δικονομίας.

(55)

Σε περίπτωση παράβασης που διαπράττεται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 2, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να έχει την εξουσία να λάβει ένα φάσμα εποπτικών μέτρων, όπως μεταξύ άλλων την απαίτηση από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 2 να θέσει τέλος στην παράβαση και, ως ύστατη λύση, την ανάκληση της αναγνώρισης, εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2, έχει παραβιάσει σοβαρά και κατ' επανάληψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να εφαρμόζει τα εποπτικά μέτρα λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη βαρύτητα της παράβασης, και να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας. Προτού αποφασίσει εποπτικά μέτρα, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα ακρόασης στα πρόσωπα κατά των οποίων εκινήθησαν οι διαδικασίες, ώστε να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα υπεράσπισής τους. Αν η ΕΑΚΑΑ ανακαλέσει την αναγνώριση, θα πρέπει να περιορίζει την πιθανότητα διατάραξης της αγοράς καθορίζοντας μεταβατική περίοδο έως δύο ετών.

(56)

Σε σχέση με την επικύρωση από τις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΚΑΑ των σημαντικών αλλαγών στα μοντέλα και τις παραμέτρους που εγκρίνονται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων περιθωρίου ασφάλειας, των εισφορών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, των απαιτήσεων παροχής ασφαλείας και άλλων μηχανισμών ελέγχου κινδύνων ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, θα πρέπει να διευκρινιστούν οι διαδικαστικές πτυχές και η αλληλεπίδραση της εν λόγω επικύρωσης με την απόφαση του σώματος. Θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα προκαταρκτικής έγκρισης μιας σημαντικής αλλαγής στα μοντέλα ή τις παραμέτρους, όταν είναι αναγκαία, ιδίως όταν η ταχεία αλλαγή τους είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί η αρτιότητα της διαχείρισης κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(57)

Η αποτελεσματική εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων βασίζεται στην ανάπτυξη ικανοτήτων, εμπειρογνωμοσύνης και δυνατοτήτων, καθώς και στη δημιουργία σχέσεων συνεργασίας και στις ανταλλαγές μεταξύ θεσμικών οργάνων. Δεδομένου ότι όλα αυτά είναι διαδικασίες που αναπτύσσονται με την πάροδο του χρόνου και ακολουθούν τη δική τους δυναμική, ο σχεδιασμός ενός λειτουργικού, αποτελεσματικού και αποδοτικού εποπτικού συστήματος για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη δυνητική εξέλιξή του μακροπρόθεσμα. Ως εκ τούτου, η κατανομή αρμοδιοτήτων που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό είναι δυνατόν να εξελιχθεί καθώς ο ρόλος και οι ικανότητες της ΕΑΚΑΑ, με την υποστήριξη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, αναπτύσσονται. Με σκοπό την ανάπτυξη αποτελεσματικής και ανθεκτικής εποπτικής προσέγγισης όσον αφορά τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την αποτελεσματικότητα των καθηκόντων της ΕΑΚΑΑ, ιδίως της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, για την προώθηση μιας συγκλίνουσας και συνεκτικής εφαρμογής στην Ένωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης και των κρατών μελών. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να υποβάλει έκθεση σχετικά με τον αντίκτυπο του παρόντος κανονισμού επί των ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και να αξιολογήσει το πλαίσιο για την αναγνώριση και την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει την έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, καθώς και κατάλληλες προτάσεις.

(58)

Για μια αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του παρόντος κανονισμού έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών. θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όσον αφορά την περαιτέρω διευκρίνιση του είδους των τελών, τα θέματα για τα οποία οφείλονται τέλη, το ποσό των τελών και τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται η καταβολή τους· τον περαιτέρω καθορισμό των κριτηρίων με τα οποία προσδιορίζεται εάν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας είναι, ή είναι πιθανόν να καταστεί, συστημικά σημαντικός για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή για ένα ή περισσότερα από τα κράτη μέλη της· τον περαιτέρω προσδιορισμό των κριτηρίων που πρέπει να χρησιμοποιούνται στις αξιολογήσεις της περί ισοδυναμίας τρίτων χωρών· τη διευκρίνιση του τρόπου και των όρων υπό τους οποίους υπάρχει συμμόρφωση προς ορισμένες απαιτήσεις από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών· την περαιτέρω διευκρίνιση διαδικαστικών κανόνων ως προς την επιβολή προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων για τα δικαιώματα υπεράσπισης, τα χρονικά περιθώρια, τη συλλογή προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, καθώς και των προθεσμιών για την επιβολή και την εκτέλεση των ποινών· μέτρα για την τροποποίηση του παραρτήματος IV, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (8). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

(59)

Για την εξασφάλιση ομοιόμορφων όρων για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, και ιδίως σχετικά με την αναγνώριση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών και την ισοδυναμία των νομικών πλαισίων τρίτων χωρών, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές εξουσίες. Οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(60)

Για μια συστηματική εναρμόνιση των κανόνων και εποπτικών πρακτικών για την επέκταση δραστηριοτήτων και υπηρεσιών, σωμάτων, μοντέλων επανεξέτασης, δοκιμών αντοχής και απολογιστικών ελέγχων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, που αναπτύσσει η ΕΑΚΑΑ, όσον αφορά τα ακόλουθα: τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι πρόσθετες υπηρεσίες ή δραστηριότητες, στις οποίες ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιθυμεί να επεκτείνει τις εργασίες του, δεν καλύπτονται από την αρχική άδεια λειτουργίας, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα ενωσιακά νομίσματα θα θεωρούνται ως τα πλέον σχετικά για τον σκοπό της συμμετοχής των κεντρικών τραπεζών έκδοσης ως μελών στα σώματα και των πρακτικών ρυθμίσεων λειτουργίας των εν λόγω σωμάτων· και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι σημαντικές οι αλλαγές στα μοντέλα και τις παραμέτρους των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(61)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η αύξηση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, με τη θέσπιση ομοιόμορφων απαιτήσεων για τις δραστηριότητές τους, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, εξαιτίας της κλίμακας και των επιπτώσεών τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(62)

Η χρήση από την ΕΑΚΑΑ της εξουσίας της να αναγνωρίζει κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας ως κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 1 ή κατηγορίας 2 θα πρέπει να μετατεθεί χρονικά, μέχρι να διευκρινιστούν περαιτέρω τα κριτήρια που επιτρέπουν να αξιολογηθεί: α) αν είναι ή δεν είναι ή αν είναι πιθανόν να γίνει συστημικά σημαντικός ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων από τα κράτη μέλη της, και β) η συγκρίσιμη συμμόρφωση προσδιορίζεται περαιτέρω.

(63)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 6 παράγραφος 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που είναι αδειοδοτημένοι, σύμφωνα με το άρθρο 17, ή αναγνωρισμένοι, σύμφωνα με το άρθρο 25, και την ημερομηνία αδειοδότησης ή αναγνώρισης, αντιστοίχως, αναφέροντας ποιοι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι αδειοδοτημένοι ή αναγνωρισμένοι για τους σκοπούς της υποχρέωσης εκκαθάρισης·».

2)

Στο άρθρο 15, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με το ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι πρόσθετες υπηρεσίες ή δραστηριότητες στις οποίες ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιθυμεί να επεκταθεί δεν καλύπτονται από την αρχική άδεια λειτουργίας και, συνεπώς, απαιτείται επέκταση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και η διευκρίνιση της διαδικασίας με την οποία ζητείται η γνώμη του σώματος που συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 18 σχετικά με το αν πληρούνται ή όχι οι εν λόγω προϋποθέσεις.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 2 Ιανουαρίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

3)

Στο άρθρο 17, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Εντός 30 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης, η αρμόδια αρχή εκτιμά αν η αίτηση είναι πλήρης. Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η αρμόδια αρχή ορίζει προθεσμία εντός της οποίας ο αιτών κεντρικός αντισυμβαλλόμενος οφείλει να παράσχει τις πρόσθετες πληροφορίες. Μόλις παραλάβει τις εν λόγω πρόσθετες πληροφορίες, η αρμόδια αρχή τις διαβιβάζει αμέσως στην ΕΑΚΑΑ και στο σώμα που έχει συγκροτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1. Όταν εκτιμήσει ότι μια αίτηση είναι πλήρης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει καταλλήλως τον αιτούντα κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τα μέλη του σώματος και την ΕΑΚΑΑ.»·

4)

Το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Εντός τριάντα ημερολογιακών ημερών από την υποβολή πλήρους αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 17, η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή συγκροτεί σώμα, το οποίο διευθύνει και του οποίου προεδρεύει, προκειμένου να διευκολυνθεί η εκπλήρωση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 15, 17, 30, 31, 32, 35, 49, 51 και 54.»·

β)

Στην παράγραφο 2, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τον πρόεδρο ή οποιοδήποτε από τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που αναφέρονται στο άρθρο 24α παράγραφος 2 στοιχεία α) και β)·»·

γ)

στην παράγραφο 2, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου τα οποία είναι εγκατεστημένα στα τρία κράτη μέλη με τις υψηλότερες εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 42 του παρόντος κανονισμού, επί συνολικής βάσεως για περίοδο ενός έτους, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της ΕΚΤ στο πλαίσιο των καθηκόντων που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στο πλαίσιο του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, τα οποία της έχουν ανατεθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (*1)·

(*1)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).»·"

δ)

στην παράγραφο 2, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«γα)

τις αρμόδιες αρχές εποπτείας εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, πέραν αυτών που αναφέρονται στο στοιχείο γ), εφόσον παρέχεται συγκατάθεση από την αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές ζητούν τη συγκατάθεση της αρμόδιας για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχής για να συμμετάσχουν στο σώμα, αιτιολογώντας το αίτημα με βάση την εκτίμηση του αντίκτυπου που δύναται να έχει η χρηματοοικονομική δυσχέρεια ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του αντίστοιχου κράτους μέλους τους. Στην περίπτωση που δεν κάνει δεκτό το αίτημα, η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή παρέχει γραπτώς πλήρη και αναλυτική σχετική αιτιολόγηση.»·

ε)

Στην παράγραφο 2, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«θ)

τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης των νομισμάτων της Ένωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται ή πρόκειται να εκκαθαριστούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, εκτός αυτών που αναφέρονται στο στοιχείο η), εφόσον παρέχεται συγκατάθεση από την αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή. Οι εν λόγω κεντρικές τράπεζες έκδοσης ζητούν τη συγκατάθεση της αρμόδιας για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχής για να συμμετάσχουν στο σώμα, αιτιολογώντας το αίτημα με βάση την εκτίμηση του αντίκτυπου που θα μπορούσε να έχει η χρηματοοικονομική δυσχέρεια ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου στο αντίστοιχο νόμισμα που εκδίδουν. Στην περίπτωση που δεν κάνει δεκτό το αίτημα, η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή παρέχει γραπτώς πλήρη και αναλυτική σχετική αιτιολόγηση.»·

στ)

στην παράγραφο 2 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των μελών του σώματος. Ο εν λόγω κατάλογος επικαιροποιείται, από την αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά από κάθε αλλαγή στη σύνθεση του σώματος. Η αρχή αυτή κοινοποιεί τον εν λόγω κατάλογο στην ΕΑΚΑΑ μέσα σε 30 ημερολογιακές μέρες από τη συγκρότηση του σώματος ή από μια αλλαγή στη σύνθεσή του. Μετά την παραλαβή της κοινοποίησης από την αρμόδια για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους αρχή, η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τον κατάλογο μελών του σώματος.»·

ζ)

στην παράγραφο 4 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για να διευκολυνθεί η εκπλήρωση των καθηκόντων που ανατίθενται στα σώματα δυνάμει του πρώτου εδαφίου, τα μέλη του σώματος που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δικαιούνται να συμβάλουν στον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων του σώματος, ιδίως με την προσθήκη σημείων στην ημερήσια διάταξη μιας συνεδρίασης.»·

η)

στην παράγραφο 5, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στη συμφωνία αυτή καθορίζονται οι πρακτικές ρυθμίσεις λειτουργίας του σώματος, που περιλαμβάνουν λεπτομερείς κανόνες σχετικά με:

i)

τις διαδικασίες ψηφοφορίας, όπως προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3·

ii)

τις διαδικασίες καθορισμού της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων του σώματος·

iii)

τη συχνότητα των συνεδριάσεων του σώματος·

iv)

τη μορφή και το εύρος των πληροφοριών που θα παρέχει η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή στα μέλη του σώματος, ιδίως σε ό,τι αφορά τις πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 4·

v)

τις κατάλληλες ελάχιστες προθεσμίες για την αξιολόγηση των σχετικών εγγράφων από τα μέλη του σώματος·

vi)

τους τρόπους επικοινωνίας μεταξύ των μελών του σώματος.

Η συμφωνία μπορεί επίσης να καθορίζει τα καθήκοντα που ανατίθενται στην αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή ή σε άλλο μέλος του σώματος.»·

θ)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεπής και συνεκτική λειτουργία των σωμάτων στο σύνολο της Ένωσης, η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με το ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν τους όρους υπό τους οποίους τα νομίσματα της Ένωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο η) πρέπει να θεωρούνται ως τα πλέον σχετικά και τις λεπτομέρειες των πρακτικών ρυθμίσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 2 Ιανουαρίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

5)

Το άρθρο 19 τροποποιείται ως εξής:

α)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.

Σε περίπτωση που το σώμα γνωμοδοτήσει σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε μέλους του σώματος και μετά την έγκριση από την πλειοψηφία του σώματος σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, μια τέτοια γνώμη μπορεί να περιλαμβάνει, πέρα από τον προσδιορισμό του ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό, συστάσεις που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση αδυναμιών στη διαχείριση κινδύνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τη βελτίωση της αντοχής του.

Αν το σώμα μπορεί να γνωμοδοτήσει, οποιαδήποτε κεντρική τράπεζα έκδοσης, η οποία είναι μέλος του σώματος σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχεία η) και θ), μπορεί να εκδίδει συστάσεις σχετικά με το νόμισμα που εκδίδει.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Η πλειοψηφική γνώμη του σώματος εγκρίνεται με απλή πλειοψηφία των μελών του.

Για σώματα με δώδεκα ή λιγότερα μέλη, έως δύο μέλη του σώματος που ανήκουν στο ίδιο κράτος μέλος διαθέτουν ψήφο και κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου διαθέτει μία μόνο ψήφο. Όσον αφορά τα σώματα με περισσότερα από δώδεκα μέλη, έως τρία μέλη που ανήκουν στο ίδιο κράτος μέλος διαθέτουν ψήφο και κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου διαθέτει μία μόνο ψήφο.

Όταν η ΕΚΤ είναι μέλος του σώματος, δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 2 στοιχεία γ) και η), διαθέτει δύο ψήφους.

Τα μέλη του σώματος που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχεία α), γα) και θ) δεν έχουν δικαίωμα ψήφου για τις γνώμες του σώματος.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.

Με την επιφύλαξη της διαδικασίας που ορίζεται στο άρθρο 17, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τη γνώμη στην οποία έχει καταλήξει το σώμα σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων πιθανών συστάσεων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση αδυναμιών στη διαχείριση κινδύνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τη βελτίωση της αντοχής του. Σε περίπτωση που η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή δεν συμφωνεί με μια γνώμη του σώματος, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συστάσεων που περιέχει οι οποίες αποσκοπούν στην αντιμετώπιση αδυναμιών στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου και στη βελτίωση της αντοχής του, η απόφασή της περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και παρέχει επεξήγηση κάθε τυχόν σημαντικής απόκλισης από την εν λόγω γνώμη ή τις εν λόγω συστάσεις.».

6)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Με την επιφύλαξη του ρόλου του σώματος, οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 22 επανεξετάζουν τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζονται από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους ώστε να συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό και αξιολογούν τους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των χρηματοπιστωτικών και λειτουργικών κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι.»·

β)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν τη συχνότητα και το βάθος της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σπουδαιότητα, τη φύση, την κλίμακα, την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων και την αλληλεπίδραση του υπό εξέταση κεντρικού αντισυμβαλλομένου με άλλες δομές της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Η επανεξέταση και αξιολόγηση επικαιροποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υπόκεινται σε επιτόπιες επιθεωρήσεις. Κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καλούν το προσωπικό της ΕΑΚΑΑ να συμμετέχει σε αυτές τις επιτόπιες επιθεωρήσεις.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να διαβιβάζει στην ΕΑΚΑΑ τυχόν πληροφορίες που λαμβάνει από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατά τη διάρκεια ή σε σχέση με επιτόπιες επιθεωρήσεις.»·

γ)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.

Έως τις 2 Ιανουαρίου 2021, για να διασφαλιστεί η συνέπεια ως προς τη μορφή, τη συχνότητα και το βάθος της επανεξέτασης που πραγματοποιούν οι εθνικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω, κατά τρόπο κατάλληλο προς το μέγεθος, τη δομή και την εσωτερική οργάνωση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, τις κοινές διαδικασίες και μεθοδολογίες για τη διαδικασία εποπτικής επανεξέτασης και αξιολόγησης που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 και στην παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου.».

7)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 23α

Εποπτική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ σε σχέση με τους αδειοδοτημένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

1.   Η ΕΑΚΑΑ επιτελεί συντονιστικό ρόλο μεταξύ των αρμόδιων αρχών και μεταξύ των σωμάτων, με στόχο τη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών που εξασφαλίζουν ομοιόμορφες διαδικασίες και συνεπείς προσεγγίσεις και ενισχύουν τη συνέπεια των αποτελεσμάτων της εποπτείας, ιδίως σε ό,τι αφορά τους τομείς της εποπτείας που έχουν διασυνοριακή διάσταση ή πιθανό διασυνοριακό αντίκτυπο.

2.   Οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν τα σχέδια αποφάσεών τους στην ΕΑΚΑΑ προτού εγκρίνουν οποιαδήποτε πράξη ή οποιοδήποτε μέτρο δυνάμει των άρθρων 7, 8, 14, 15, 29 έως 33, 35, 36 και 54.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να υποβάλουν σχέδια αποφάσεων στην ΕΑΚΑΑ προτού εγκρίνουν οποιαδήποτε άλλη πράξη ή μέτρο σύμφωνα με τα καθήκοντά τους βάσει του άρθρου 22 παράγραφος 1.

3.   Εντός 20 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή σχεδίου απόφασης που έχει υποβληθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 όσον αφορά ένα συγκεκριμένο άρθρο, η ΕΑΚΑΑ γνωμοδοτεί σχετικά με το εν λόγω σχέδιο απόφασης προς την αρμόδια αρχή, όταν είναι αναγκαίο για την προώθηση της συνεπούς και συνεκτικής εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.

Όταν το σχέδιο απόφασης που υποβάλλεται στην ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 2 παρουσιάζει έλλειψη σύγκλισης ή συνοχής ως προς την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις για να προωθήσει την απαραίτητη συνέπεια ή συνοχή στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Όταν η ΕΑΚΑΑ εκδίδει γνώμη σύμφωνα με την παράγραφο 3, η αρμόδια αρχή τη λαμβάνει δεόντως υπόψη και ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ για κάθε επακόλουθη ενέργεια ή παράλειψη ενέργειας εν προκειμένω. Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμφωνεί με γνώμη της ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει σχόλια στην ΕΑΚΑΑ σχετικά με κάθε σημαντική απόκλιση από την εν λόγω γνώμη.».

8)

Το άρθρο 24 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 24

Καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

Η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή ή οποιαδήποτε άλλη σχετική αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ, το σώμα, τα οικεία μέλη του ΕΣΚΤ και τις λοιπές οικείες αρχές, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχετικά με οποιαδήποτε κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αφορά κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, μεταξύ άλλων για τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η οποία ενδέχεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη ρευστότητα της αγοράς, στη διαβίβαση της νομισματικής πολιτικής, στην ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών ή στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε κάποιο από τα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή κάποιο από τα εκκαθαριστικά του μέλη.».

9)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο κεφάλαιο:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3Α

Εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

Άρθρο 24α

Εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

1.   Η ΕΑΚΑΑ συγκροτεί μόνιμη εσωτερική επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 για τους σκοπούς της κατάρτισης σχεδίων αποφάσεων προς έγκριση από το συμβούλιο εποπτών και της εκτέλεσης των καθηκόντων που καθορίζονται στις παραγράφους 7, 9 και 10 του παρόντος άρθρου (“εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους”).

2.   H εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους αποτελείται από:

α)

τον πρόεδρο, με δικαίωμα ψήφου,

β)

δύο ανεξάρτητα μέλη, με δικαίωμα ψήφου,

γ)

τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που αναφέρονται στο άρθρο 22 του παρόντος κανονισμού με αδειοδοτημένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, με δικαίωμα ψήφου· όταν ένα κράτος μέλος έχει ορίσει περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, καθεμία από τις ορισθείσες αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους μπορεί να αποφασίσει να διορίσει έναν εκπρόσωπο για τους σκοπούς της συμμετοχής δυνάμει του παρόντος στοιχείου· ωστόσο, για τις διαδικασίες ψηφοφορίας που ορίζονται στο άρθρο 24γ, οι εκπρόσωποι του αντίστοιχου κράτους μέλους λογίζονται συνολικά ως ένα μέλος με δικαίωμα ψήφου.

δ)

οι ακόλουθες εκδοτικές κεντρικές τράπεζες:

i)

όταν η συνεδρίαση της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους αφορά κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, σε σχέση με την κατάρτιση του συνόλου των αποφάσεων που αφορούν τα αναφερόμενα στην παράγραφο 10 του παρόντος άρθρου άρθρα σχετικά με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2 και το άρθρο 25 παράγραφος 2α, τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ) οι οποίες έχουν ζητήσει να συμμετάσχουν ως μέλη στην εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, χωρίς δικαίωμα ψήφου,

ii)

όταν η συνεδρίαση της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους αφορά κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14, στο πλαίσιο των συζητήσεων που αφορούν την παράγραφο 7 στοιχείο β) και στοιχείο γ) σημείο iv) του παρόντος άρθρου, τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης των νομισμάτων της Ένωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται από αδειοδοτημένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, οι οποίες έχουν ζητήσει να συμμετάσχουν ως μέλη στην εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Η ιδιότητα του μέλους για τους σκοπούς των σημείων i) και ii) παραχωρείται αυτόματα κατόπιν έγγραφου αιτήματος που απευθύνεται άπαξ στον πρόεδρο.

3.   Ο πρόεδρος μπορεί να προσκαλεί ως παρατηρητές στις συνεδριάσεις της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, όπου κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο, μέλη των σωμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 18.

4.   Οι συνεδριάσεις της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους συγκαλούνται από τον πρόεδρό της, με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος ενός εκ των μελών της που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου. Η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους συνέρχεται τουλάχιστον πέντε φορές τον χρόνο.

5.   Ο πρόεδρος και τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους είναι ανεξάρτητοι επαγγελματίες πλήρους απασχόλησης. Διορίζονται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τη γνώση των ζητημάτων εκκαθάρισης, των μετασυναλλακτικών ζητημάτων, ζητημάτων προληπτικής εποπτείας και χρηματοοικονομικών ζητημάτων, καθώς και την πείρα σχετικά με την εποπτεία και τη ρύθμιση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής.

Πριν από τον διορισμό του προέδρου και των ανεξαρτήτων μελών της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, και έως έναν μήνα μετά την επιλογή από το συμβούλιο εποπτών το οποίο υποβάλει τον κατάλογο των προκριθέντων υποψηφίων τηρώντας την ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από ακρόαση των επιλεγμένων υποψηφίων, τους εγκρίνει ή τους απορρίπτει.

Σε περίπτωση που ο πρόεδρος ή οποιοδήποτε από τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις άσκησης των καθηκόντων του ή εάν έχει κριθεί ένοχος σοβαρού παραπτώματος, το Συμβούλιο μπορεί, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής που έχει εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να εκδώσει εκτελεστική απόφαση για την παύση του από τα καθήκοντά του. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορεί να ενημερώνει την Επιτροπή ότι θεωρεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την παύση του προέδρου ή ενός από τα ανεξάρτητα μέλη εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους από τα καθήκοντά του και η Επιτροπή ανταποκρίνεται στην ενημέρωση αυτή.

Η θητεία του προέδρου και των ανεξάρτητων μελών της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους είναι πενταετής και άπαξ ανανεώσιμη.

6.   Ο πρόεδρος και τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους δεν κατέχουν άλλη θέση σε εθνικό, ενωσιακό ή διεθνές επίπεδο. Ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και ούτε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης, ούτε κανένας άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τον πρόεδρο ή τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 68 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, ο πρόεδρος και τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, μετά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία, εξακολουθούν να δεσμεύονται από την υποχρέωση να συμπεριφέρονται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων ή ευεργετημάτων.

7.   Σε ό,τι αφορά τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους οι οποίοι είναι αδειοδοτημένοι ή αιτούνται χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 του παρόντος κανονισμού, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους καταρτίζει, για τον σκοπό του άρθρου 23α παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, αποφάσεις και εκτελεί τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ στο άρθρο 23α παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού και όσα παρατίθενται στα εξής στοιχεία:

α)

πραγματοποιεί, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, ανάλυση από ομοτίμους για τις εποπτικές δραστηριότητες όλων των αρμόδιων αρχών σε σχέση με την αδειοδότηση και την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010,

β)

δρομολογεί, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης εκτιμήσεις της αντοχής των κεντρικών αντισυμβαλλομένων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010,

γ)

προωθεί την τακτική ανταλλαγή πληροφοριών και συζήτηση μεταξύ των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού σχετικά με:

i)

συναφείς εποπτικές δραστηριότητες και αποφάσεις που έχουν εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 22 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σχετικά με την αδειοδότηση και την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους,

ii)

σχέδια αποφάσεων που υποβάλλονται στην ΕΑΚΑΑ από αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 23α παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

iii)

σχέδια αποφάσεων που υποβάλλονται στην ΕΑΚΑΑ από αρμόδια αρχή προαιρετικά σύμφωνα με το άρθρο 23α παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο,

iv)

σχετικές εξελίξεις στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων ή γεγονότων που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν την προληπτική ή τη χρηματοπιστωτική ευρωστία ή την αντοχή των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 ή των εκκαθαριστικών μελών τους,

δ)

ενημερώνεται σχετικά με όλες τις γνώμες και τις συστάσεις που εγκρίνουν τα σώματα δυνάμει του άρθρου 19 του παρόντος κανονισμού και πραγματοποιεί σχετική συζήτηση, προκειμένου να συμβάλει στη συνεπή και συνεκτική λειτουργία των σωμάτων και να προωθήσει τη συνεπή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού μεταξύ τους.

Για τους σκοπούς των στοιχείων α) έως δ) του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ κάθε σχετική πληροφορία και τεκμηρίωση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

8.   Σε περίπτωση που από τις δραστηριότητες ή την ανταλλαγή που αναφέρονται στην παράγραφο 7 στοιχεία α) έως δ) προκύψει έλλειψη σύγκλισης και συνοχής ως προς την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει τις απαραίτητες κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 ή γνωμοδοτεί δυνάμει του άρθρου 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Σε περίπτωση που, με την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 7 στοιχείο β), διαπιστωθούν αδυναμίες στην αντοχή ενός ή περισσότερων κεντρικών αντισυμβαλλομένων, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει τις αναγκαίες συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

9.   Επιπλέον, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους δύναται:

α)

βάσει των δραστηριοτήτων της σύμφωνα με την παράγραφο 7 στοιχεία α) έως δ), να ζητήσει από το συμβούλιο εποπτών να εξετάσει εάν απαιτείται η ΕΑΚΑΑ να εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και γνώμες προκειμένου να αντιμετωπιστούν ελλείψεις σύγκλισης και συνοχής στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού μεταξύ αρμόδιων αρχών και σωμάτων. Το συμβούλιο εποπτών εξετάζει δεόντως αυτά τα αιτήματα και ανταποκρίνεται με τον κατάλληλο τρόπο,

β)

να υποβάλει στο συμβούλιο εποπτών γνώμες για αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν σύμφωνα με το άρθρο 44 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, με εξαίρεση τις αποφάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 17 και 19 του εν λόγω κανονισμού, σχετικά με τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 22 του παρόντος κανονισμού.

10.   Η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, σε ό,τι αφορά κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, καταρτίζει σχέδια αποφάσεων που πρόκειται να υποβληθούν από το συμβούλιο εποπτών και εκτελεί τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ στα άρθρα 25, 25α, 25β, 25στ έως 25ιζ και στο άρθρο 85 παράγραφος 6.

11.   Η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, σε ό,τι αφορά κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, κοινοποιεί στο σώμα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών του άρθρου 5γ τις ημερήσιες διατάξεις των συνεδριάσεών της πριν πραγματοποιηθούν, τα πρακτικά των συνεδριάσεών της, τα ολοκληρωμένα σχέδια αποφάσεων που υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών και τις τελικές αποφάσεις που εγκρίνει το συμβούλιο εποπτών.

12.   Η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους υποστηρίζεται από αποκλειστικό προσωπικό της ΕΑΚΑΑ που διαθέτει επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία προκειμένου να:

α)

προετοιμάζει τις συνεδριάσεις της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους,

β)

πραγματοποιεί τις αναλύσεις που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους,

γ)

υποστηρίζει την εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους σε διοικητικό επίπεδο στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας της.

13.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ εξασφαλίζει τον διαρθρωτικό διαχωρισμό μεταξύ της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και άλλων καθηκόντων που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 24β

Διαβούλευση με τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης

1.   Σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν δυνάμει των άρθρων 41, 44, 46, 50 και 54 σχετικά με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους διαβουλεύεται με τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ). Κάθε κεντρική τράπεζα έκδοσης μπορεί να ανταποκριθεί. Οι απαντήσεις λαμβάνονται εντός 10 εργάσιμων ημερών από τη διαβίβαση του σχεδίου απόφασης. Σε επείγουσες καταστάσεις, το διάστημα που αναφέρεται ανωτέρω δεν υπερβαίνει τις 24 ώρες. Σε περίπτωση που μια κεντρική τράπεζα έκδοσης προτείνει τροποποιήσεις ή διατυπώσει αντιρρήσεις για τα σχέδια αποφάσεων δυνάμει των άρθρων 41, 44, 46, 50 και 54, παρέχει γραπτώς πλήρη και λεπτομερή αιτιολόγηση. Μόλις ολοκληρωθεί η περίοδος διαβούλευσης, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους εξετάζει δεόντως τις τροποποιήσεις που έχουν προτείνει οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης.

2.   Σε περίπτωση που η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους δεν αποτυπώνει στο σχέδιο απόφασής της τις τροποποιήσεις που έχουν προταθεί από κεντρική τράπεζα έκδοσης, ενημερώνει γραπτώς την εν λόγω κεντρική τράπεζα έκδοσης αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους δεν τις έλαβε υπόψη και παρέχοντας εξηγήσεις για τις τυχόν αποκλίσεις από τις εν λόγω τροποποιήσεις. Η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών τις τροποποιήσεις που προτείνουν οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης, εξηγώντας για τους λόγους για τους οποίους δεν τις έλαβε υπόψη, μαζί με το σχέδιο απόφασής της.

3.   Σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν δυνάμει των άρθρων 25 παράγραφος 2γ και 85 παράγραφος 6, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους επιζητεί τη συμφωνία των κεντρικών τραπεζών έκδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ) για ζητήματα που αφορούν τα νομίσματα που εκδίδουν. Θεωρείται ότι κάθε κεντρική τράπεζα έκδοσης συμφωνεί, εκτός εάν προτείνει τροποποιήσεις ή εκφράσει αντιρρήσεις εντός 10 εργάσιμων ημερών από τη διαβίβαση του σχεδίου απόφασης. Σε περίπτωση που μια κεντρική τράπεζα έκδοσης προτείνει τροποποιήσεις ή προβάλει αντιρρήσεις για σχέδιο απόφασης, παρέχει γραπτώς πλήρη και λεπτομερή αιτιολόγηση. Σε περίπτωση που κεντρική τράπεζα έκδοσης προτείνει τροποποιήσεις σχετικά με ζητήματα που αφορούν το νόμισμα που εκδίδει, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους μπορεί να υποβάλει στο συμβούλιο εποπτών μόνο το σχέδιο απόφασης όπως έχει τροποποιηθεί ως προς τα συγκεκριμένα ζητήματα. Σε περίπτωση που κεντρική τράπεζα έκδοσης προβάλει αντιρρήσεις σχετικά με ζητήματα που αφορούν το νόμισμα που εκδίδει, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους δεν συμπεριλαμβάνει τα ζητήματα αυτά στο σχέδιο απόφασης που υποβάλλει προς έγκριση στο συμβούλιο εποπτών.

Άρθρο 24γ

Λήψη αποφάσεων στην εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

Η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους λαμβάνει τις αποφάσεις της με απλή πλειοψηφία των μελών της που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.

Άρθρο 24δ

Λήψη αποφάσεων στο συμβούλιο εποπτών

Όταν η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους υποβάλλει σχέδια αποφάσεων στο συμβούλιο εποπτών δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφοι 2, 2α, 2β, 2γ και 5, του άρθρου 25ιστ, του άρθρου 85 παράγραφος 6 και του άρθρου 89 παράγραφος 3β του παρόντος κανονισμού, και επιπλέον μόνο για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2 σύμφωνα με τα άρθρα 41, 44, 46, 50 και 54 του παρόντος κανονισμού, το συμβούλιο εποπτών αποφασίζει επί των σχεδίων αυτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 εντός 10 εργάσιμων ημερών.

Όταν η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους υποβάλλει σχέδια αποφάσεων στο συμβούλιο εποπτών δυνάμει άρθρων εκτός αυτών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, το συμβούλιο εποπτών αποφασίζει για τα εν λόγω σχέδια αποφάσεων σύμφωνα με το άρθρο 44 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 εντός τριών εργάσιμων ημερών.

Άρθρο 24ε

Λογοδοσία

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορεί να καλέσει τον πρόεδρο και τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να προβούν σε δήλωση, σεβόμενο πλήρως την ανεξαρτησία τους. Ο πρόεδρος και τα ανεξάρτητα μέλη προβαίνουν στη δήλωση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντούν σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των βουλευτών του, όποτε ζητηθεί.

2.   Ο πρόεδρος και τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους υποβάλλουν γραπτή έκθεση σχετικά με τις κύριες δραστηριότητες της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, όποτε ζητηθεί, και τουλάχιστον δεκαπέντε ημέρες προτού προβούν στη δήλωση κατά την παράγραφο 1.

3.   Ο πρόεδρος και τα ανεξάρτητα μέλη αναφέρουν κάθε σχετική πληροφορία που ζητεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε ad hoc και εμπιστευτική βάση. Η εν λόγω έκθεση δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με επιμέρους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους.».

10)

Το άρθρο 25 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα δύναται να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης σε εκκαθαριστικά μέλη ή τόπους διαπραγμάτευσης που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση μόνον εάν ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι αναγνωρισμένος από την ΕΑΚΑΑ.»·

β)

Στην παράγραφο 2, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ε)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει προσδιοριστεί ότι είναι ή ότι είναι πιθανόν να καταστεί συστημικά σημαντικός σύμφωνα με την παράγραφο 2α και, επομένως, είναι κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 1.»·

γ)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«2α.

Η ΕΑΚΑΑ, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ και τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ), προσδιορίζει εάν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας είναι ή είναι πιθανόν να καταστεί συστημικά σημαντικός για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της (κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2), λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου στην Ένωση, και εκτός της Ένωσης στον βαθμό που οι επιχειρηματικές του δραστηριότητες μπορεί να έχουν συστημικό αντίκτυπο στην Ένωση ή σε ένα ή περισσότερα από τα κράτη μέλη της, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

i)

η αξία, με συνολικούς όρους και σε κάθε νόμισμα της Ένωσης, των συναλλαγών που εκκαθαρίζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή της συνολικής έκθεσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που ασχολείται με δραστηριότητες εκκαθάρισης προς τα εκκαθαριστικά μέλη του και, στον βαθμό που οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες, τους πελάτες και τους έμμεσους πελάτες τους που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση, μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που έχουν χαρακτηριστεί από κράτη μέλη ως άλλα συστημικά σημαντικά ιδρύματα (O-SII) σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και

ii)

το προφίλ κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε ό,τι αφορά, μεταξύ άλλων, το νομικό, λειτουργικό και επιχειρηματικό κίνδυνο,

β)

την επίδραση που θα είχε η πτώχευση ή μια διατάραξη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου:

i)

στις χρηματοοικονομικές αγορές, μεταξύ άλλων στη ρευστότητα των αγορών που εξυπηρετεί·

ii)

στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·

iii)

στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα· ή

iv)

στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της,

γ)

τη διάρθρωση των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένης, στον βαθμό που οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες, της διάρθρωσης του δικτύου πελατών και έμμεσων πελατών των εκκαθαριστικών μελών, που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση,

δ)

τον βαθμό στον οποίο υπάρχουν εναλλακτικές υπηρεσίες εκκαθάρισης που παρέχονται από άλλους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους σε χρηματοπιστωτικά μέσα που εκφράζονται σε νομίσματα της Ένωσης για εκκαθαριστικά μέλη, και στον βαθμό που οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες, τους πελάτες και τους έμμεσους πελάτες τους που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση,

ε)

τη σχέση, τις αλληλεξαρτήσεις και άλλες αλληλεπιδράσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με τις υπόλοιπες υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών, με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και το ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα στον βαθμό που αυτό ενδέχεται να επηρεάζει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της.

Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 82, για να προσδιορίσει περαιτέρω τα κριτήρια που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο μέχρι τις 2 Ιανουαρίου 2021.

Με την επιφύλαξη του αποτελέσματος της διαδικασίας αναγνώρισης, η ΕΑΚΑΑ, αφού διενεργήσει την αξιολόγηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ενημερώνει τον αιτούντα κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εάν θεωρείται κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 1 ή όχι εντός 30 εργάσιμων ημερών αφού προσδιοριστεί ότι η αίτηση του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι πλήρης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4.

2β.

Όταν η ΕΑΚΑΑ προσδιορίζει ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι ή είναι πιθανόν να καταστεί συστημικά σημαντικός (κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2) σύμφωνα με την παράγραφο 2α, αναγνωρίζει τον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο προκειμένου να παρέχει ορισμένες εκκαθαριστικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες μόνον όταν, επιπλέον των όρων που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ), πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμορφώνεται, τη στιγμή της αναγνώρισης, και στη συνέχεια σε συνεχή βάση, με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 16 καθώς και στους τίτλους IV και V. Σε ό,τι αφορά τη συμμόρφωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με τα άρθρα 41, 44, 46, 50 και 54, η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ) σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 24β παράγραφος 1. H ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 25α, τον βαθμό στον οποίο η συμμόρφωση ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου με τις εν λόγω απαιτήσεις καλύπτεται από τη συμμόρφωσή του με τις συγκρίσιμες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στην τρίτη χώρα,

β)

οι κεντρικές τράπεζες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ) έχουν παράσχει στην ΕΑΚΑΑ γραπτή επιβεβαίωση, εντός 30 εργάσιμων ημερών από τη στιγμή που έχει προσδιοριστεί ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας δεν είναι κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παράγραφο 2α ή κατόπιν της επανεξέτασης της παραγράφου 5, ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμορφώνεται με τις ακόλουθες απαιτήσεις που ενδέχεται να έχουν επιβάλει οι εν λόγω κεντρικές τράπεζες έκδοσης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους που αφορούν τη νομισματική πολιτική:

i)

υποβολή οποιωνδήποτε πληροφοριών ενδέχεται να απαιτεί η κεντρική τράπεζα έκδοσης κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματός της, όταν οι πληροφορίες αυτές δεν έχουν ληφθεί με άλλον τρόπο από την ΕΑΚΑΑ,

ii)

πλήρης και δέουσα συνεργασία με την κεντρική τράπεζα έκδοσης στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αντοχής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε αρνητικές εξελίξεις της αγοράς, η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 25β παράγραφος 3,

iii)

άνοιγμα ή κοινοποίηση της πρόθεσης για άνοιγμα, σύμφωνα με τα σχετικά κριτήρια πρόσβασης και τις σχετικές απαιτήσεις, λογαριασμού καταθέσεων μίας ημέρας στην κεντρική τράπεζα έκδοσης,

iv)

συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που επιβάλλει σε έκτακτες περιστάσεις η κεντρική τράπεζα έκδοσης, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της για την αντιμετώπιση συστημικών κινδύνων ρευστότητας που επηρεάζουν τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής ή την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών, και αφορούν τον έλεγχο κινδύνου ρευστότητας, τις απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας, την παροχή ασφαλείας, τις ρυθμίσεις διακανονισμού ή τις ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας.

Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο σημείο iv) διασφαλίζουν την αποδοτικότητα, την ευρωστία και την αντοχή των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και ευθυγραμμίζονται με τις απαιτήσεις του άρθρου 16 και των τίτλων IV και V του παρόντος κανονισμού.

Η εφαρμογή των απαιτήσεων που αναφέρονται στο σημείο iv) αποτελεί προϋπόθεση για την αναγνώριση για περιορισμένο χρονικό διάστημα έως και έξι μηνών. Σε περίπτωση που κατά τη λήξη αυτού του διαστήματος η κεντρική τράπεζα θεωρεί ότι η έκτακτη περίσταση εξακολουθεί να υφίσταται, η εφαρμογή των απαιτήσεων για την αναγνώριση μπορεί να παρατείνεται άπαξ για επιπλέον χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.

Πριν την επιβολή ή την παράταση εφαρμογής των απαιτήσεων που αναφέρονται στο σημείο iv), η κεντρική τράπεζα έκδοσης ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ, τις άλλες κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ) και τα μέλη του σώματος για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών και εξηγεί πώς οι απαιτήσεις που προτίθεται να επιβάλει διαφυλάσσουν την αποτελεσματικότητα, την ευρωστία και την αντοχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, αιτιολογώντας την αναγκαιότητα και τον αναλογικό χαρακτήρα των απαιτήσεων προκειμένου να διασφαλιστεί η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής ή η ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών σε σχέση με το νόμισμα που εκδίδει. Η ΕΑΚΑΑ γνωμοδοτεί προς την κεντρική τράπεζα έκδοσης, εντός 10 εργάσιμων ημερών από τη διαβίβαση του σχεδίου των απαιτήσεων ή του σχεδίου παράτασης. Σε επείγουσες καταστάσεις, το διάστημα που αναφέρεται ανωτέρω δεν υπερβαίνει τις 24 ώρες. Στη γνώμη της η ΕΑΚΑΑ εξετάζει ιδίως τις συνέπειες των απαιτήσεων που επιβάλλονται για την αποτελεσματικότητα, την ευρωστία και την αντοχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Οι άλλες κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ) μπορούν να υποβάλουν γνώμη εντός της ίδιας προθεσμίας. Μόλις ολοκληρωθεί η περίοδος διαβούλευσης, η κεντρική τράπεζα έκδοσης εξετάζει δεόντως τις τροποποιήσεις που προτείνονται στις γνώμες της ΕΑΚΑΑ ή των κεντρικών τραπεζών έκδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ).

Η κεντρική τράπεζα έκδοσης ενημερώνει επίσης το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προτού παρατείνει την εφαρμογή των απαιτήσεων που αναφέρονται στο σημείο iv).

Η κεντρική τράπεζα έκδοσης συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες σε συνεχή βάση με την ΕΑΚΑΑ και τις άλλες κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ) σε σχέση με τις προσωρινές απαιτήσεις που αναφέρονται στο σημείο iv), ιδίως σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των συστημικών κινδύνων ρευστότητας και τις συνέπειες των επιβληθεισών απαιτήσεων για την αποτελεσματικότητα, την ευρωστία και την αντοχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Όταν κεντρική τράπεζα έκδοσης επιβάλλει οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο παρόν στοιχείο μετά από αναγνώριση κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατηγορίας 2, η συμμόρφωση με κάθε τέτοια απαίτηση θεωρείται προϋπόθεση αναγνώρισης, και οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ γραπτή επιβεβαίωση, εντός 90 εργάσιμων ημερών, ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμορφώνεται με την απαίτηση.

Όταν κεντρική τράπεζα έκδοσης δεν έχει παράσχει γραπτή επιβεβαίωση στην ΕΑΚΑΑ εντός της προθεσμίας, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να θεωρεί την εν λόγω απαίτηση ως εκπληρωμένη·

γ)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει παράσχει στην ΕΑΚΑΑ:

i)

γραπτή δήλωση, υπογεγραμμένη από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, με την οποία δηλώνεται η άνευ όρων συγκατάθεση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να:

παράσχει εντός τριών εργάσιμων ημερών μετά τη γνωστοποίηση αιτήματος από την ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε έγγραφα, αρχεία, πληροφορίες και δεδομένα που τηρούνται από τον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατά τον χρόνο γνωστοποίησης του αιτήματος, και

να επιτρέψει στην ΕΑΚΑΑ να έχει πρόσβαση σε κάθε επαγγελματικό χώρο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου,

ii)

αιτιολογημένη νομική γνώμη από ανεξάρτητο νομικό εμπειρογνώμονα, η οποία επιβεβαιώνει ότι η εκφρασθείσα συγκατάθεση είναι έγκυρη και εκτελεστή δυνάμει των οικείων εφαρμοστέων νόμων,

δ)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει εφαρμόσει όλα τα αναγκαία μέτρα και έχει θεσπίσει όλες τις αναγκαίες διαδικασίες για να εξασφαλίσει την αποτελεσματική συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και γ),

ε)

η Επιτροπή δεν έχει εκδώσει εκτελεστική πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 2γ.

2γ.

Η ΕΑΚΑΑ μπορεί, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ και σε συμφωνία με τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στο στοιχείο στ) της παραγράφου 3, σύμφωνα με το άρθρο 24β παράγραφος 3 και ανάλογα με τον βαθμό της συστημικής σημασίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, σύμφωνα με την παράγραφο 2α του παρόντος άρθρου, να καταλήξει, βάσει πλήρως αιτιολογημένης αξιολόγησης, στο συμπέρασμα ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή ορισμένες από τις υπηρεσίες εκκαθάρισής του είναι τέτοιας ουσιώδους συστημικής σημασίας ώστε αυτός δεν θα πρέπει να αναγνωριστεί όσον αφορά την παροχή ορισμένων εκκαθαριστικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων. Η συμφωνία μιας κεντρικής τράπεζας έκδοσης αφορά μόνο το νόμισμα το οποίο εκδίδει και όχι τη σύσταση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Στην αξιολόγησή της, η ΕΑΚΑΑ προβαίνει επίσης στα εξής:

α)

εξηγεί πώς η συμμόρφωση με τους όρους που τίθενται στην παράγραφο 2β δεν θα αντιμετωπίσει επαρκώς τον κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων από τα κράτη μέλη της,

β)

περιγράφει τα χαρακτηριστικά των εκκαθαριστικών υπηρεσιών που παρέχονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων ρευστότητας και φυσικού διακανονισμού που συνδέονται με την παροχή αυτών των υπηρεσιών,

γ)

παρέχει ποσοτική τεχνική αξιολόγηση του κόστους και του οφέλους, καθώς και των επιπτώσεων μιας απόφασης μη αναγνώρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου όσον αφορά την παροχή ορισμένων εκκαθαριστικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, λαμβάνοντας υπόψη τα εξής:

i)

την ύπαρξη πιθανών εναλλακτικών υποκατάστατων για την παροχή των σχετικών εκκαθαριστικών υπηρεσιών στα οικεία νομίσματα στα εκκαθαριστικά μέλη, και στον βαθμό που οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες, στους πελάτες τους και στους έμμεσους πελάτες τους που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση,

ii)

τις πιθανές συνέπειες της υπαγωγής των εκκρεμών συμβάσεων που τηρούνται στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο στο πεδίο εφαρμογής της εκτελεστικής πράξης·

Βάσει της αξιολόγησής της, η ΕΑΚΑΑ συνιστά στην Επιτροπή να εκδώσει εκτελεστική πράξη που να επιβεβαιώνει ότι ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν θα πρέπει να αναγνωριστεί όσον αφορά την παροχή ορισμένων εκκαθαριστικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων.

Η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της τουλάχιστον 30 εργάσιμες ημέρες για να αξιολογήσει τη σύσταση της ΕΑΚΑΑ.

Μετά την υποβολή της σύστασης που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, η Επιτροπή δύναται ως μέτρο ύστατης λύσης να εκδώσει εκτελεστική πράξη, η οποία θα ορίζει:

α)

ότι μετά την περίοδο προσαρμογής που ορίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με το στοιχείο β) του παρόντος εδαφίου, ορισμένες ή όλες οι εκκαθαριστικές υπηρεσίες του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλόμενου τρίτης χώρας μπορούν να παρέχονται στα εκκαθαριστικά μέλη και τους τόπους διαπραγμάτευσης που έχουν εγκατασταθεί στην Ένωση από αυτόν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο μόνον αφού του έχει δοθεί άδεια να το πράξει σύμφωνα με το άρθρο 14,

β)

κατάλληλη περίοδο προσαρμογής για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τα εκκαθαριστικά μέλη του και τους πελάτες τους. Η περίοδος προσαρμογής δεν υπερβαίνει τα δύο έτη και μπορεί να παραταθεί μόνο μία φορά για πρόσθετη περίοδο έξι μηνών, όταν εξακολουθούν να συντρέχουν οι λόγοι χορήγησης περιόδου προσαρμογής,

γ)

τους όρους υπό τους οποίους ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να εξακολουθήσει να παρέχει ορισμένες εκκαθαριστικές υπηρεσίες και δραστηριότητες κατά την περίοδο προσαρμογής που αναφέρεται στο στοιχείο β),

δ)

τυχόν μέτρα που θα ληφθούν κατά τη διάρκεια της περιόδου προσαρμογής, προκειμένου να περιοριστεί το δυνητικό κόστος για τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους, ιδίως εκείνους που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση.

Κατά τον προσδιορισμό των υπηρεσιών και της περιόδου προσαρμογής που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του τετάρτου εδαφίου, η Επιτροπή εξετάζει:

α)

τα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών που προσφέρονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και τη δυνατότητα υποκατάστασής τους,

β)

αν και σε ποιο βαθμό θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της εκτελεστικής πράξης εκκρεμείς εκκαθαρισμένες συναλλαγές, λαμβάνοντας υπόψη τις νομικές και οικονομικές συνέπειες αυτής της συμπερίληψης,

γ)

τις πιθανές επιπτώσεις ως προς το κόστος για τα εκκαθαριστικά μέλη και, όταν είναι διαθέσιμες οι εν λόγω πληροφορίες, τους πελάτες τους, ιδίως αυτούς που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση.

Η εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 86 παράγραφος 2.»·

δ)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Κατά την εκτίμηση του κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) έως δ), η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με:»·

ii)

το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«στ)

τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης όλων των νομισμάτων της Ένωσης ως προς τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκκαθαρίζονται ή πρόκειται να εκκαθαριστούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.»·

ε)

στην παράγραφο 4, το δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο αιτών κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει στην ΕΑΚΑΑ όλες τις αναγκαίες για την αναγνώρισή του πληροφορίες. Εντός 30 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή, η ΕΑΚΑΑ εκτιμά εάν η αίτηση είναι πλήρης. Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η ΕΑΚΑΑ ορίζει προθεσμία εντός της οποίας ο αιτών κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει πρόσθετες πληροφορίες. Η ΕΑΚΑΑ διαβιβάζει αμέσως όλες τις πληροφορίες που λαμβάνει από τον αιτούντα κεντρικό αντισυμβαλλόμενο στο σώμα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών.

Η απόφαση αναγνώρισης βασίζεται στις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 1 και στις παραγράφους 2 και 2β στοιχεία α) έως δ) για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους της κατηγορίας 2 και είναι ανεξάρτητη από ενδεχόμενη αξιολόγηση που λαμβάνεται ως βάση για την απόφαση περί ισοδυναμίας του άρθρου 13 παράγραφος 3. Εντός 180 εργάσιμων ημερών από την απόφαση ότι η αίτηση είναι πλήρης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει εγγράφως και πλήρως αιτιολογημένα τον αιτούντα κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αν χορηγείται άδεια λειτουργίας ή όχι.»·

στ)

στην παράγραφο 4, το έκτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν αναγνωριστεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, αναφέροντας την κατάταξή τους ως κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 1 ή κατηγορίας 2.»·

ζ)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

Η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με τις αρχές και τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 3, επανεξετάζει την αναγνώριση ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου που είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα:

α)

εάν ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σκοπεύει να επεκτείνει ή να μειώσει το εύρος των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών του στην Ένωση, περίπτωση κατά την οποία ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ σχετικά υποβάλλοντας όλες τις αναγκαίες πληροφορίες· και

β)

σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον κάθε πέντε έτη.

Η επανεξέταση αυτή διενεργείται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4.

Όταν, μετά από την επανεξέταση του πρώτου εδαφίου, η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας, ο οποίος έχει κατηγοριοποιηθεί ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 1, θα πρέπει να κατηγοριοποιηθεί ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2, η ΕΑΚΑΑ καθορίζει κατάλληλη περίοδο προσαρμογής που δεν υπερβαίνει τους δεκαοκτώ μήνες, εντός της οποίας ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πρέπει να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2β. Η ΕΑΚΑΑ δύναται να παρατείνει την εν λόγω περίοδο προσαρμογής κατά έξι επιπλέον μήνες κατ' ανώτατο όριο, μετά από αιτιολογημένο αίτημα του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου ή αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των εκκαθαριστικών μελών, όταν η επέκταση αυτή δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις και από τις επιπτώσεις για τα εκκαθαριστικά μέλη που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση.»·

η)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.

Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστική πράξη βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, με την οποία ορίζεται ότι:

α)

οι νομικές και εποπτικές ρυθμίσεις μιας τρίτης χώρας εξασφαλίζουν ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που αδειοδοτήθηκε στην εν λόγω τρίτη χώρα συμμορφώνεται σε συνεχή βάση με τις νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις που είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον τίτλο IV του παρόντος κανονισμού,

β)

οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή στην εν λόγω τρίτη χώρα σε συνεχή βάση,

γ)

το νομικό πλαίσιο της εν λόγω τρίτης χώρας προβλέπει αποτελεσματικό σύστημα ισοδυναμίας για την αναγνώριση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που είναι αδειοδοτημένοι δυνάμει νομικών καθεστώτων τρίτων χωρών.

Η Επιτροπή μπορεί να εξαρτήσει την εφαρμογή της εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο από την αποτελεσματική εκπλήρωση οποιασδήποτε απαίτησης που καθορίζεται εκεί από τρίτη χώρα σε συνεχή βάση, και από την ικανότητα της ΕΑΚΑΑ να ασκεί αποτελεσματικά τις αρμοδιότητές της όσον αφορά τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που αναγνωρίζονται βάσει των παραγράφων 2 και 2β ή όσον αφορά την παρακολούθηση που αναφέρεται στην παράγραφο 6β, μεταξύ άλλων μέσω της συμφωνίας και της εφαρμογής των ρυθμίσεων συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 7.»·

θ)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«6α.

Η Επιτροπή δύναται να εκδώσει κατ' εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 82, για να προσδιορίσει περαιτέρω τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 6 στοιχεία α), β) και γ).

6β.

Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί τις ρυθμιστικές και εποπτικές εξελίξεις στις τρίτες χώρες για τις οποίες έχουν εκδοθεί εκτελεστικές πράξεις δυνάμει της παραγράφου 6.

Όταν η ΕΑΚΑΑ εντοπίζει οποιαδήποτε ρυθμιστική ή εποπτική εξέλιξη στις εν λόγω τρίτες χώρες που μπορεί να έχει αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και τα μέλη του σώματος για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που αναφέρεται στο άρθρο 25γ χωρίς καθυστέρηση. Όλες οι σχετικές πληροφορίες αντιμετωπίζονται ως εμπιστευτικές.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει εμπιστευτική έκθεση στην Επιτροπή και στα μέλη του σώματος για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που αναφέρεται στο άρθρο 25γ όσον αφορά τις ρυθμιστικές και εποπτικές εξελίξεις στις τρίτες χώρες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σε ετήσια βάση.»·

ι)

η παράγραφος 7 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.

Η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε αποτελεσματικές ρυθμίσεις συνεργασίας με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων το νομοθετικό και εποπτικό πλαίσιο έχει αναγνωριστεί ως ισοδύναμο με τον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με την παράγραφο 6. Οι σχετικές ρυθμίσεις προσδιορίζουν τουλάχιστον:»·

ii)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΑΚΑΑ, των κεντρικών τραπεζών έκδοσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ) και των αρμόδιων αρχών των σχετικών τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε όλες τις πληροφορίες που ζητεί η ΕΑΚΑΑ σχετικά με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες, όπως τις σημαντικές αλλαγές στα μοντέλα και τις παραμέτρους κινδύνου, την επέκταση των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τις αλλαγές στη δομή του λογαριασμού πελάτη και στη χρήση συστημάτων πληρωμών που επηρεάζουν ουσιαστικά την Ένωση·»·

iii)

το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

τις διαδικασίες που αφορούν τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, που περιλαμβάνουν τη συμφωνία των αρχών της τρίτης χώρας να επιτρέπονται οι έρευνες και οι επιτόπιες επιθεωρήσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 25ζ και 25η, αντιστοίχως·»·

iv)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ε)

τις αναγκαίες διαδικασίες για την αποτελεσματική παρακολούθηση των ρυθμιστικών και εποπτικών εξελίξεων σε τρίτη χώρα,

στ)

τις διαδικασίες για τις αρχές τρίτης χώρας που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής επιβολής των αποφάσεων που εκδίδονται από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με τα άρθρα 25β, 25στ έως 25ιγ, 25ιστ και 25ιζ.

ζ)

τις διαδικασίες για τις αρχές τρίτης χώρας για την ενημέρωση της ΕΑΚΑΑ, του σώματος της ΕΑΚΑΑ για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που αναφέρεται στο άρθρο 25γ και των κεντρικών τραπεζών έκδοσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ) χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχετικά με οποιαδήποτε κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αφορά τον αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, μεταξύ άλλων για τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η οποία ενδέχεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη ρευστότητα και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση ή σε ένα από τα κράτη μέλη της, καθώς και τις διαδικασίες και τα σχέδια απρόοπτων γεγονότων για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων.

η)

τη συγκατάθεση των αρχών της τρίτης χώρας για την περαιτέρω κοινοποίηση των πληροφοριών που έχουν παράσχει στην ΕΑΚΑΑ στο πλαίσιο των ρυθμίσεων συνεργασίας με τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και τα μέλη του σώματος της ΕΑΚΑΑ για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, με την επιφύλαξη της τήρησης των απαιτήσεων του επαγγελματικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 83·»·

v)

προστίθεται το ακόλουθο τελικό εδάφιο:

«Σε περίπτωση που η ΕΑΚΑΑ θεωρήσει ότι η αρμόδια αρχή τρίτης χώρας δεν εφαρμόζει οποιαδήποτε από τις διατάξεις που ορίζονται σε ρύθμιση συνεργασίας, η οποία έχει θεσπιστεί σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ενημερώνει την Επιτροπή για το συγκεκριμένο ζήτημα, εμπιστευτικά και χωρίς καθυστέρηση. Σε αυτή την περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει την επανεξέταση της εκτελεστικής πράξης που έχει εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6.».

11)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 25α

Συγκρίσιμη συμμόρφωση

1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2β στοιχείο α) μπορεί να υποβάλει αιτιολογημένο αίτημα να αξιολογήσει η ΕΑΚΑΑ κατά πόσον κατά τη συμμόρφωσή του με το εφαρμοστέο πλαίσιο τρίτης χώρας, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της εκτελεστικής πράξης που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 6, ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί τις απαιτήσεις συμμόρφωσης που ορίζονται στο άρθρο 16 και στους τίτλους IV και V. Η ΕΑΚΑΑ διαβιβάζει αμέσως το αίτημα στο σώμα της ΕΑΚΑΑ για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών.

2.   Το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχει την πραγματική βάση για τη διαπίστωση της συγκρισιμότητας, και τους λόγους για τους οποίους η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που εφαρμόζονται στην τρίτη χώρα πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 16 και στους τίτλους IV και V.

3.   Προκειμένου να εξασφαλίσει ότι η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 λαμβάνει πραγματικά υπόψη τους κανονιστικούς στόχους των απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο 16 και στους τίτλους IV και V και τα συμφέροντα της Ένωσης, συνολικά, η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξη για να προσδιορίσει τα ακόλουθα:

α)

τα ελάχιστα προς αξιολόγηση στοιχεία για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου,

β)

τους τρόπους και τους όρους διενέργειας της αξιολόγησης.

Η Επιτροπή εκδίδει την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 82 έως τις 2 Ιανουαρίου 2021.

Άρθρο 25β

Συνεχής συμμόρφωση με τους όρους για αναγνώριση

1.   Η ΕΑΚΑΑ είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό για την εποπτεία, σε συνεχή βάση, της συμμόρφωσης των αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2β στοιχείο α). Σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις κατά τα άρθρα 41, 44, 46, 50 και 54, η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ) σύμφωνα με το άρθρο 24β παράγραφος 1.

Η ΕΑΚΑΑ απαιτεί επιβεβαίωση από κάθε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 2, τουλάχιστον επί ετήσιας βάσης, ότι οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2β στοιχεία α), γ) και δ) εξακολουθούν να πληρούνται.

Όταν μια κεντρική τράπεζα έκδοσης που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ) θεωρεί ότι κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 δεν πληροί πλέον τον όρο που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2β στοιχείο β), ειδοποιεί αμέσως την ΕΑΚΑΑ.

2.   Αν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 δεν παρέχει στην ΕΑΚΑΑ την επιβεβαίωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο, ή αν η ΕΑΚΑΑ λάβει ειδοποίηση κατά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις αναγνώρισης σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2β και εφαρμόζεται η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 25ιστ παράγραφοι 2, 3 και 4.

3.   Η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, διενεργεί εκτιμήσεις της αντοχής των αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, σε συντονισμό με τις εκτιμήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β) του άρθρου 24α παράγραφος 7. Οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στο στοιχείο στ) του άρθρου 25 παράγραφος 3 μπορούν να συμβάλουν στις εν λόγω εκτιμήσεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους που αφορούν τη νομισματική πολιτική. Κατά τη διενέργεια αυτών των εκτιμήσεων, η ΕΑΚΑΑ συνυπολογίζει τουλάχιστον τους οικονομικούς και τους επιχειρησιακούς κινδύνους, και διασφαλίζει τη συνοχή με τις εκτιμήσεις της αντοχής των κεντρικών αντισυμβαλλομένων της Ένωσης που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 24α παράγραφος 7 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 25γ

Σώμα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών

1.   Η ΕΑΚΑΑ συγκροτεί σώμα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, με σκοπό τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών.

2.   Το σώμα απαρτίζεται από:

α)

τον πρόεδρο της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, ο οποίος προεδρεύει του σώματος,

β)

τα δύο ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους,

γ)

τις αναφερόμενες στο άρθρο 22 αρμόδιες αρχές, στα κράτη μέλη στα οποία έχουν οριστεί ως αρμόδιες περισσότερες από μία αρχές σύμφωνα με το άρθρο 22, οι εν λόγω αρχές συμφωνούν για έναν κοινό αντιπρόσωπο,

δ)

τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εκκαθαριστικών μελών που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση,

ε)

τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των τόπων διαπραγμάτευσης που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση και εξυπηρετούνται ή πρόκειται να εξυπηρετηθούν από τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους,

στ)

τις αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν κεντρικά αποθετήρια τίτλων εγκατεστημένα στην Ένωση, με τα οποία οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι συνδεδεμένοι ή προτίθενται να συνδεθούν,

ζ)

τα μέλη του ΕΣΚΤ.

3.   Τα μέλη του σώματος δύνανται να ζητούν να συζητήσει η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους συγκεκριμένα θέματα σε σχέση με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα. Το εν λόγω αίτημα υποβάλλεται γραπτώς και περιλαμβάνει λεπτομερή αιτιολόγησή του. Η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους εξετάζει δεόντως αυτά τα αιτήματα και παρέχει κατάλληλη απάντηση.

4.   Η συγκρότηση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτή συμφωνία μεταξύ όλων των μελών του. Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 83 εφαρμόζεται σε όλα τα μέλη του σώματος.

Άρθρο 25δ

Τέλη

1.   Η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει τα ακόλουθα τέλη στους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτη χώρα σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου 3:

α)

τέλη που συνδέονται με τις αιτήσεις αναγνώρισης δυνάμει του άρθρου 25,

β)

ετήσια τέλη που συνδέονται με τα καθήκοντα της ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, σε ό,τι αφορά τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 25.

2.   Τα τέλη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι αναλογικά προς τον κύκλο εργασιών του οικείου κεντρικού αντισυμβαλλομένου και καλύπτουν όλες τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται η ΕΑΚΑΑ για την αναγνώριση και την άσκηση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

3.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 82, προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω τα ακόλουθα:

α)

τα είδη των τελών,

β)

τα θέματα για τα οποία οφείλονται τέλη,

γ)

το ποσό των τελών,

δ)

τον τρόπο καταβολής των τελών από τις ακόλουθες οντότητες:

i)

κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ο οποίος υποβάλλει αίτηση για αναγνώριση,

ii)

αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που έχει κατηγοριοποιηθεί ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2,

iii)

αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που έχει κατηγοριοποιηθεί ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2β.

Άρθρο 25ε

Άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στα άρθρα 25στ έως 25η

Οι εξουσίες που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ ή σε οποιονδήποτε υπάλληλο της ΕΑΚΑΑ ή άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτή πρόσωπο δυνάμει των άρθρων 25στ έως 25η δεν ασκούνται για να απαιτηθεί η γνωστοποίηση πληροφοριών ή εγγράφων που υπόκεινται σε νομικό επαγγελματικό προνόμιο.

Άρθρο 25στ

Αίτηση παροχής πληροφοριών

1.   Η ΕΑΚΑΑ δύναται με απλή αίτηση ή με απόφαση να ζητήσει από αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και σχετιζόμενους με αυτούς τρίτους, στους οποίους οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν αναθέσει επιχειρησιακές λειτουργίες ή δραστηριότητες, να παράσχουν κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία ώστε η ΕΑΚΑΑ να μπορέσει να εκτελέσει τα καθήκοντά της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Κατά τη διαβίβαση απλής αίτησης για παροχή πληροφοριών δυνάμει της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ αναφέρει όλα τα ακόλουθα:

α)

την παραπομπή στο παρόν άρθρο ως νομική βάση της αίτησης,

β)

τον σκοπό της αίτησης,

γ)

τις απαιτούμενες πληροφορίες,

δ)

το χρονικό όριο για την παροχή των πληροφοριών,

ε)

πληροφορεί το πρόσωπο από το οποίο ζητούνται οι πληροφορίες ότι δεν υφίσταται υποχρέωση παροχής πληροφοριών, αλλά ότι στην περίπτωση εκούσιας απάντησης στην αίτηση οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν πρέπει να είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές,

στ)

το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 25ι σε συνδυασμό με το παράρτημα III τμήμα V στοιχείο α), στην περίπτωση που οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές.

3.   Όταν απαιτεί την παροχή των πληροφοριών αυτών σύμφωνα με την παράγραφο 1 με απόφαση, η ΕΑΚΑΑ αναφέρει όλα τα ακόλουθα:

α)

την παραπομπή στο παρόν άρθρο ως νομική βάση της αίτησης,

β)

τον σκοπό της αίτησης,

γ)

τις απαιτούμενες πληροφορίες,

δ)

το χρονικό όριο για την παροχή των πληροφοριών,

ε)

τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 25ια, στην περίπτωση ελλιπούς παροχής των απαιτούμενων πληροφοριών,

στ)

το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 25ι σε συνδυασμό με το παράρτημα III τμήμα V στοιχείο α), αν οι αιτηθείσες πληροφορίες δεν παρεσχέθησαν, ή στην περίπτωση που οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές και

ζ)

το δικαίωμα για προσβολή της απόφασης ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών της ΕΑΚΑΑ και για υποβολή αίτησης επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“Δικαστήριο”) σύμφωνα με τα άρθρα 60 και 61 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή οι εκπρόσωποί τους και, στην περίπτωση νομικών προσώπων ή ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα εξουσιοδοτημένα από τον νόμο ή από το καταστατικό τους πρόσωπα που τους εκπροσωπούν παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες. Τις πληροφορίες είναι δυνατόν να παρέχουν δεόντως εξουσιοδοτημένοι δικηγόροι εξ ονόματος των πελατών τους. Οι τελευταίοι εξακολουθούν να ευθύνονται πλήρως για την παροχή ανακριβών, ελλιπών ή παραπλανητικών πληροφοριών.

5.   Η ΕΑΚΑΑ αποστέλλει αμελλητί αντίγραφο της απλής αίτησης ή της απόφασής της στην αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας όπου κατοικούν ή είναι εγκατεστημένα τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τα οποία σχετίζονται με την αίτηση πληροφοριών.

Άρθρο 25ζ

Γενικές έρευνες

1.   Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει τις αναγκαίες έρευνες επί κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 και σχετιζόμενων με αυτούς τρίτων, στους οποίους οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν αναθέσει επιχειρησιακές λειτουργίες, υπηρεσίες ή δραστηριότητες. Για αυτόν τον σκοπό, οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ έχουν την εξουσία:

α)

να εξετάζουν οποιαδήποτε αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες και κάθε άλλο υλικό συναφές με την εκτέλεση των καθηκόντων της, ανεξαρτήτως του μέσου στο οποίο αποθηκεύονται,

β)

να λαμβάνουν ή να αποκτούν πιστοποιημένα αντίγραφα ή αποσπάσματα από αυτά τα αρχεία, τα δεδομένα, τις διαδικασίες και άλλο υλικό,

γ)

να καλούν και να ζητούν από κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2 ή τους εκπροσώπους τους ή τα μέλη του προσωπικού τους προφορικές ή γραπτές εξηγήσεις σχετικά με γεγονότα ή έγγραφα που αφορούν το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης και να καταγράφουν τις απαντήσεις,

δ)

να εξετάζουν κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας,

ε)

να ζητούν αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων και διαβίβασης δεδομένων.

Οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ) δύνανται, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος προς την ΕΑΚΑΑ, να συμμετέχουν στις εν λόγω έρευνες, σε περίπτωση που οι έρευνες αυτές κρίνονται σημαντικές για την άσκηση των καθηκόντων τους που αφορούν τη νομισματική πολιτική.

Το σώμα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που αναφέρεται στο άρθρο 25γ ενημερώνεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για κάθε εύρημα που μπορεί να είναι χρήσιμο για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

2.   Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς των ερευνών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας. Στην εν λόγω εξουσιοδότηση επισημαίνονται, επίσης, οι περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 25ια, σε περίπτωση που τα απαιτούμενα αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή άλλο υλικό, ή οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που υποβάλλονται σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2 δεν παρέχονται ή είναι ελλιπείς, καθώς και τα πρόστιμα που προβλέπονται στο άρθρο 25ι σε συνδυασμό με το παράρτημα III τμήμα V στοιχείο β), σε περίπτωση που οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2 είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές.

3.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατηγορίας 2 υποβάλλονται σε έρευνες που κινούνται βάσει απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 25ια του παρόντος κανονισμού, τα ένδικα μέσα που διατίθενται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο.

4.   Προτού ενημερώσει τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει την αρμόδια αρχή τρίτης χώρας, στην οποία πρόκειται να διεξαχθεί η έρευνα, σχετικά με την έρευνα και την ταυτότητα των εξουσιοδοτημένων προσώπων. Οι υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής τρίτης χώρας δύνανται, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, να επικουρούν τα εν λόγω εξουσιοδοτημένα πρόσωπα στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής τρίτης χώρας δύνανται επίσης να παρίστανται στις έρευνες. Οι έρευνες σε τρίτη χώρα σύμφωνα με το παρόν άρθρο διεξάγονται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις συνεργασίας που έχουν θεσπιστεί με την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας.

Άρθρο 25η

Επιτόπιες επιθεωρήσεις

1.   Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξαγάγει όλες τις αναγκαίες επιτόπιες επιθεωρήσεις σε οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο, έκταση ή ιδιοκτησία κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 και σχετιζόμενων με αυτούς τρίτων, στους οποίους οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν αναθέσει επιχειρησιακές λειτουργίες, υπηρεσίες ή δραστηριότητες.

Οι αναφερόμενες στο άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ) κεντρικές τράπεζες έκδοσης μπορούν να υποβάλουν αιτιολογημένο αίτημα στην ΕΑΚΑΑ να συμμετάσχουν στις εν λόγω επιτόπιες επιθεωρήσεις, όταν αυτές είναι συναφείς προς την εκτέλεση των οικείων καθηκόντων νομισματικής πολιτικής.

Το σώμα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που αναφέρεται στο άρθρο 25γ ενημερώνεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για κάθε εύρημα που μπορεί να είναι χρήσιμο για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

2.   Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης μπορούν να εισέρχονται σε οιονδήποτε επαγγελματικό ή άλλο χώρο των νομικών προσώπων για τα οποία έχει εκδοθεί απόφαση επιθεώρησης από την ΕΑΚΑΑ, διαθέτουν δε όλες τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 25ζ παράγραφος 1. Διαθέτουν επίσης την εξουσία να σφραγίζουν οιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και βιβλία ή αρχεία κατά την περίοδο της επιθεώρησης και στην έκταση που είναι αναγκαίο για αυτή.

3.   Σε εύθετο χρόνο πριν από την επιθεώρηση, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει για την επιθεώρηση τη σχετική αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξαγάγει την επιτόπια επιθεώρηση, αφού ενημερώσει τη σχετική αρμόδια αρχή τρίτης χώρας, χωρίς να ειδοποιείται προηγουμένως ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όταν αυτό απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα της επιθεώρησης. Οι έρευνες σε τρίτη χώρα σύμφωνα με το παρόν άρθρο διεξάγονται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις συνεργασίας που έχουν θεσπιστεί με την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας.

Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, καθώς και τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 25ια, εφόσον τα οικεία πρόσωπα δεν δέχονται την επιθεώρηση.

4.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατηγορίας 2 υποβάλλονται σε επιτόπιες επιθεωρήσεις που διατάσσονται με απόφαση της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, καθορίζει την προγραμματισμένη ημερομηνία έναρξής της και αναφέρει τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 25ια, τα ένδικα μέσα που προσφέρονται στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο.

5.   Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση, καθώς και εκείνοι που εξουσιοδοτούνται ή ορίζονται από αυτή, δύνανται να επικουρούν ενεργά, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, τους υπαλλήλους και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ. Υπάλληλοι της σχετικής αρμόδιας αρχής τρίτης χώρας δύνανται, επίσης, να παρίστανται στις επιτόπιες επιθεωρήσεις.

6.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί, επίσης, να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών να εκτελέσουν εκ μέρους της ειδικά ερευνητικά καθήκοντα και να πραγματοποιήσουν επιτόπιες επιθεωρήσεις, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 25ζ παράγραφος 1.

7.   Στην περίπτωση που οι υπάλληλοι και άλλα συνοδεύοντα πρόσωπα, εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ, διαπιστώσουν ότι κάποιο πρόσωπο αντιτίθεται σε επιθεώρηση που έχει διαταχθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η οικεία αρμόδια αρχή τρίτης χώρας δύναται, μετά από αίτημα της ΕΑΚΑΑ, να τους παράσχει την αναγκαία συνδρομή, αιτούμενη, αν χρειαστεί, τη συνδρομή της αστυνομίας ή ισότιμης αρχής επιβολής του νόμου, ώστε να τους επιτρέψει να πραγματοποιήσουν την επιτόπια επιθεώρησή τους.

Άρθρο 25ι

Κανόνες σχετικά με τη διαδικασία λήψης εποπτικών μέτρων και επιβολής προστίμων

1.   Εάν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις πιθανής ύπαρξης περιστατικών δυνάμενων να συνιστούν διάπραξη μίας ή περισσότερων από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα III, διορίζει ανεξάρτητο πραγματογνώμονα εντός της ΕΑΚΑΑ προκειμένου να ερευνήσει το θέμα. Ο διορισμένος πραγματογνώμονας δεν πρέπει να συμμετέχει ούτε να έχει συμμετάσχει άμεσα ή έμμεσα στην αναγνώριση ή στη διαδικασία εποπτείας του σχετικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ασκεί δε τα καθήκοντά του ανεξάρτητα από την ΕΑΚΑΑ.

2.   Ο πραγματογνώμονας ερευνά τις εικαζόμενες παραβάσεις, λαμβάνοντας υπ' όψιν οιεσδήποτε παρατηρήσεις διατυπώσουν τα υπό έρευνα πρόσωπα, και υποβάλλει πλήρη φάκελο με τα πορίσματά του στην ΕΑΚΑΑ.

Για την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο πραγματογνώμονας δύναται να ασκεί το δικαίωμα υποβολής αιτήματος για παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 25στ και να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 25ζ και 25η. Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, ο πραγματογνώμονας τηρεί τις διατάξεις του άρθρου 25ε.

Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο πραγματογνώμονας έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που συλλέγει η ΕΑΚΑΑ κατά τις δραστηριότητές της.

3.   Κατά την ολοκλήρωση της έρευνας και πριν από την υποβολή του φακέλου των πορισμάτων του στην ΕΑΚΑΑ, ο πραγματογνώμονας δίνει στα υπό έρευνα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τα ζητήματα που ερευνώνται. Ο πραγματογνώμονας βασίζει τα πορίσματά του μόνο σε γεγονότα για τα οποία οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν παρατηρήσεις.

Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών σύμφωνα με το παρόν άρθρο, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα της υπεράσπισης των προσώπων που αφορά η έρευνα.

4.   Όταν υποβάλλει τον φάκελο των πορισμάτων του στην ΕΑΚΑΑ, ο πραγματογνώμονας ενημερώνει σχετικώς τα υπό έρευνα πρόσωπα. Τα πρόσωπα αυτά έχουν δικαίωμα να αποκτούν γνώση του φακέλου, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν επεκτείνεται στις εμπιστευτικές πληροφορίες ή στα προπαρασκευαστικά έγγραφα εσωτερικής χρήσης της ΕΑΚΑΑ.

5.   Βάσει του φακέλου που περιέχει τα πορίσματα του πραγματογνώμονα και, εφόσον ζητηθεί από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, κατόπιν ακρόασης των υπό έρευνα προσώπων σύμφωνα με το άρθρο 25ιβ, η ΕΑΚΑΑ αποφαίνεται αν τα υπό έρευνα πρόσωπα έχουν διαπράξει μία ή περισσότερες από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα III και, σε περίπτωση που αποφανθεί ότι έχει διαπραχθεί παράβαση, λαμβάνει εποπτικό μέτρο σύμφωνα με το άρθρο 25ιζ και επιβάλλει πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 25ι.

6.   Ο πραγματογνώμονας δεν συμμετέχει στις συσκέψεις της ΕΑΚΑΑ ούτε παρεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΑΚΑΑ.

7.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 82, για να διευκρινίσει περαιτέρω τους κανόνες για τη διαδικασία άσκησης του δικαιώματος επιβολής προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με το δικαίωμα της υπεράσπισης, προσωρινών διατάξεων και διατάξεων για την είσπραξη προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, καθώς και των προθεσμιών για την επιβολή και την εκτέλεση των ποινών.

8.   Εάν η ΕΑΚΑΑ, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις πιθανής ύπαρξης περιστατικών, για τα οποία γνωρίζει ότι μπορεί να συνιστούν έγκλημα υπό το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο τρίτης χώρας, παραπέμπει την υπόθεση στις ενδεδειγμένες αρχές για έρευνα και πιθανή ποινική δίωξη. Επιπροσθέτως, η ΕΑΚΑΑ δεν επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, εάν γνωρίζει ότι προγενέστερη αθώωση ή καταδίκη βάσει πανομοιότυπων περιστατικών ή βάσει περιστατικών που είναι κατ' ουσία τα ίδια έχει ήδη αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου κατόπιν ποινικής διαδικασίας βάσει του εθνικού δικαίου.

Άρθρο 25ιβ)

Πρόστιμα

1.   Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 25θ παράγραφο 5, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει διαπράξει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, μία από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα III, εκδίδει απόφαση για την επιβολή προστίμου, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Θεωρείται ότι έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως παράβαση από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, εάν η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει αντικειμενικούς παράγοντες που αποδεικνύουν ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή η ανώτερη διοίκησή του ενήργησαν εσκεμμένως προς διάπραξη της παράβασης.

2.   Τα βασικά ποσά των προστίμων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι μέχρι το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκομίστηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν εξαιτίας της παραβίασης, εφόσον μπορούν να καθοριστούν, ή έως το 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών, όπως ορίζεται στο σχετικό δίκαιο της Ένωσης, ενός νομικού προσώπου κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση.

3.   Τα βασικά ποσά που ορίζονται στην παράγραφο 2 προσαρμόζονται, εφόσον απαιτείται, λαμβανομένων υπόψη των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών παραγόντων σύμφωνα με τους σχετικούς συντελεστές του παραρτήματος IV.

Οι σχετικοί επιβαρυντικοί συντελεστές εφαρμόζονται έκαστος με τη σειρά του στο βασικό ποσό. Εάν εφαρμόζονται περισσότεροι του ενός επιβαρυντικοί συντελεστές, η διαφορά ανάμεσα στο βασικό ποσό και το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή εκάστου επιμέρους επιβαρυντικού συντελεστή προστίθεται στο βασικό ποσό.

Οι σχετικοί ελαφρυντικοί συντελεστές εφαρμόζονται έκαστος με τη σειρά του στο βασικό ποσό. Εάν εφαρμόζονται περισσότεροι του ενός ελαφρυντικοί συντελεστές, η διαφορά ανάμεσα στο βασικό ποσό και το ποσό που απορρέει από την εφαρμογή εκάστου επιμέρους ελαφρυντικού συντελεστή αφαιρείται από το βασικό ποσό.

4.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 2 και 3, το ύψος του προστίμου δεν υπερβαίνει το 20 % του ετήσιου κύκλου εργασιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση, όταν όμως ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει επωφεληθεί οικονομικά άμεσα ή έμμεσα από την παράβαση, το ύψος του προστίμου πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό το όφελος.

Εφόσον η πράξη ή παράλειψη ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου συνιστά περισσότερες από μία εκ των παραβάσεων που αναφέρονται στο παράρτημα III, επιβάλλεται μόνο το ανώτερο πρόστιμο, το οποίο υπολογίζεται βάσει των παραγράφων 2 και 3 και αφορά μία εκ των εν λόγω παραβάσεων.

Άρθρο 25ια

Περιοδικές χρηματικές ποινές

1.   Η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει, με απόφαση, περιοδικές χρηματικές ποινές, προκειμένου να υποχρεώσει:

α)

έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 2 να τερματίσει κάποια παράβαση, κατ' εφαρμογή αποφάσεως που έχει ληφθεί δυνάμει του άρθρου 25ιζ παράγραφος 1 στοιχείο α),

β)

πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 25στ παράγραφος 1 να παράσχει πλήρεις πληροφορίες, οι οποίες έχουν ζητηθεί με απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 25στ,

γ)

έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 2:

i)

να υποβληθεί σε έρευνα και ειδικότερα να παράσχει πλήρη αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή οποιοδήποτε άλλο απαιτούμενο υλικό, και να συμπληρώσει και να διορθώσει άλλες πληροφορίες που παρέχονται κατά τη διάρκεια έρευνας που έχει κινηθεί με απόφαση δυνάμει του άρθρου 25ζ· ή

ii)

να υποβληθεί σε επιτόπια επιθεώρηση που έχει διαταχθεί με απόφαση δυνάμει του άρθρου 25η.

2.   Η περιοδική χρηματική ποινή είναι αποτελεσματική και αναλογική. Το ποσό της περιοδικής χρηματικής ποινής επιβάλλεται για κάθε μέρα καθυστέρησης.

3.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, το ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών ανέρχεται στο 3 % του μέσου όρου του ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση ή, στην περίπτωση φυσικών προσώπων, στο 2 % του μέσου όρου του ημερήσιου εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Υπολογίζεται από την ημέρα που ορίζεται στην απόφαση επιβολής της περιοδικής χρηματικής ποινής.

4.   Η περιοδική χρηματική ποινή επιβάλλεται για μέγιστη περίοδο έξι μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Μετά το πέρας της περιόδου αυτής, η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει το μέτρο.

Άρθρο 25ιβ

Ακρόαση ενδιαφερομένων

1.   Πριν από τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης επιβολής προστίμου ή περιοδικής χρηματικής ποινής δυνάμει των άρθρων 25ι και 25ια, η ΕΑΚΑΑ παρέχει τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τα πορίσματά της στα πρόσωπα που υπόκεινται σε πειθαρχικές διαδικασίες. Η ΕΑΚΑΑ θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνο στα πορίσματα επί των οποίων δόθηκε η δυνατότητα στα πρόσωπα που υπόκεινται σε πειθαρχικές διαδικασίες να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

Το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει όταν απαιτούνται επείγουσες ενέργειες προκειμένου να προληφθεί σημαντική και επικείμενη ζημία στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Σε αυτή την περίπτωση, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει προσωρινή απόφαση και να παρέχει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης το συντομότερο δυνατό μετά τη λήψη της απόφασής της.

2.   Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα της υπεράσπισης των προσώπων που υπόκεινται σε πειθαρχικές διαδικασίες. Αυτά έχουν το δικαίωμα να αποκτούν πρόσβαση στον φάκελο της ΕΑΚΑΑ, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν επεκτείνεται στις εμπιστευτικές πληροφορίες ή στα προπαρασκευαστικά έγγραφα εσωτερικής χρήσης της ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 25ιγ

Κοινοποίηση, φύση, επιβολή και κατανομή των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών

1.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιοποιεί κάθε πρόστιμο και περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί σύμφωνα με τα άρθρα 25ι και 25ια του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη. Η κοινοποίηση αυτή δεν περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

2.   Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 25ι και 25ια είναι διοικητικής φύσης.

3.   Στις περιπτώσεις που η ΕΑΚΑΑ αποφασίζει να μην επιβάλει πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και εκθέτει τους λόγους για την απόφασή της.

4.   Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 25ι και 25ια είναι εκτελεστά.

Την αναγκαστική εκτέλεση διέπουν οι κανόνες της πολιτικής δικονομίας που ισχύουν στο κράτος μέλος ή στην τρίτη χώρα όπου λαμβάνει χώρα η εκτέλεση.

5.   Τα ποσά των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών διοχετεύονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 25ιδ

Επανεξέταση από το Δικαστήριο

Το Δικαστήριο διαθέτει απεριόριστη δικαιοδοσία για την επανεξέταση των αποφάσεων με τις οποίες η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει πρόστιμο ή περιοδική χρηματική ποινή. Δύναται να ακυρώσει, να μειώσει ή να επαυξήσει το πρόστιμο ή την περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί.

Άρθρο 25ιε

Τροποποιήσεις του παραρτήματος IV

Προκειμένου να λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις των χρηματοπιστωτικών αγορών, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει πράξεις κατ' εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 82, όσον αφορά μέτρα για την τροποποίηση του παραρτήματος IV.

Άρθρο 25ιστ

Ανάκληση αναγνώρισης

1.   Χωρίς να θίγεται το άρθρο 25ιζ και με την επιφύλαξη των ακόλουθων παραγράφων, η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με τις αρχές και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3, ανακαλεί απόφαση αναγνώρισης που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 25, όταν:

α)

ο σχετικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει κάνει χρήση της αναγνώρισης εντός έξι μηνών, παραιτείται ρητώς από αυτή ή έπαυσε να ασκεί δραστηριότητες για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών,

β)

ο σχετικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος απέκτησε την αναγνώριση με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

γ)

ο σχετικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει διαπράξει σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις οποιασδήποτε από τις προϋποθέσεις αναγνώρισης κατά το άρθρο 25 ή δεν συμμορφώνεται πλέον με οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις αυτές και σε οποιαδήποτε από τις καταστάσεις αυτές δεν έλαβε τα διορθωτικά μέτρα που ζήτησε η ΕΑΚΑΑ εντός καταλλήλου χρονικού πλαισίου διάρκειας έως και έξι μηνών,

δ)

η ΕΑΚΑΑ δεν είναι σε θέση να ασκήσει αποτελεσματικά τις αρμοδιότητές της δυνάμει του παρόντος κανονισμού επί του σχετικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, λόγω της παράλειψης της αρχής της τρίτης χώρας που είναι αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να παράσχει στην ΕΑΚΑΑ όλες τις σχετικές πληροφορίες ή να συνεργαστεί με την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 7,

ε)

η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 6 ανακαλείται ή αναστέλλεται ή δεν πληρούται πλέον οποιοσδήποτε από τους όρους που συνδέονται με αυτή.

Η ΕΑΚΑΑ δύναται να περιορίσει την ανάκληση της αναγνώρισης σε συγκεκριμένη υπηρεσία, δραστηριότητα ή κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων.

Κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας έναρξης των αποτελεσμάτων της απόφασης ανάκλησης της αναγνώρισης, η ΕΑΚΑΑ επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει τη δυνητική διατάραξη της αγοράς και προβλέπει κατάλληλη περίοδο προσαρμογής, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη.

2.   Πριν από την ανάκληση της αναγνώρισης σύμφωνα με το στοιχείο γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τη δυνατότητα εφαρμογής μέτρων βάσει του άρθρου 25ιζ παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ).

Εάν η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι δεν έχουν ληφθεί διορθωτικά μέτρα εντός του καθορισμένου χρονικού πλαισίου διάρκειας έως και έξι μηνών σύμφωνα με το στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή εάν τα μέτρα που έχουν ληφθεί δεν είναι κατάλληλα και μετά από διαβούλευση με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3, η ΕΑΚΑΑ ανακαλεί την απόφαση αναγνώρισης.

3.   Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τη σχετική αρμόδια αρχή της οικείας τρίτης χώρας για την απόφαση ανάκλησης της αναγνώρισης αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

4.   Οποιαδήποτε από τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3, οι οποίες θεωρούν ότι πληρούται μία από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ να εξετάσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ανάκληση της αναγνώρισης ενός αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή της αναγνώρισης συγκεκριμένης υπηρεσίας, δραστηριότητας ή κατηγορίας χρηματοπιστωτικού μέσου. Σε περίπτωση που η ΕΑΚΑΑ αποφασίσει να μην ανακαλέσει την αναγνώριση του σχετικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, οφείλει να παράσχει πλήρη αιτιολόγηση στην αιτούσα αρχή.

Άρθρο 25ιδ

Εποπτικά Μέτρα από την ΕΑΚΑΑ

1.   Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 25θ παράγραφος 5, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 έχει διαπράξει μία από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα III, λαμβάνει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες αποφάσεις:

α)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να τερματίσει την παράβαση,

β)

επιβάλλει πρόστιμα δυνάμει του άρθρου 25ι,

γ)

εκδίδει ανακοινώσεις,

δ)

ανακαλεί την αναγνώριση κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή συγκεκριμένης υπηρεσίας, δραστηριότητας ή κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων, δυνάμει του άρθρου 25ιστ.

2.   Όταν λαμβάνει τις κατά την παράγραφο 1 αποφάσεις, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τη φύση και τη βαρύτητα της παράβασης, συνεκτιμώντας:

α)

τη διάρκεια και τη συχνότητα της παράβασης,

β)

το κατά πόσον η παράβαση έχει αποκαλύψει σοβαρές ή συστημικές αδυναμίες στις διαδικασίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή στα συστήματα διαχείρισής του ή στους εσωτερικούς ελέγχους του,

γ)

εάν ένα οικονομικό έγκλημα προκλήθηκε, διευκολύνθηκε ή μπορεί κατ' άλλο τρόπο να συσχετιστεί με την παράβαση,

δ)

το κατά πόσον η παράβαση διεπράχθη εκ προθέσεως ή εξ αμελείας.

3.   Η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε απόφαση που ελήφθη βάσει της παραγράφου 1 στον ενδιαφερόμενο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και την ανακοινώνει στις σχετικές αρμόδιες αρχές των οικείων τρίτων χωρών και στην Επιτροπή. Δημοσιοποιεί κάθε τέτοια απόφαση στον ιστότοπό της, εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λήψης της απόφασης.

Κατά τη δημοσιοποίηση της απόφασής της, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί επίσης δημοσίως το δικαίωμα του σχετικού αρχείου καταγραφής συναλλαγών να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης αυτής, το γεγονός, κατά περίπτωση, ότι η προσφυγή αυτή έχει ασκηθεί, προσδιορίζοντας ότι η εν λόγω προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, καθώς και ότι το όργανο εξέτασης προσφυγών της ΕΑΚΑΑ είναι δυνατόν να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

12)

Στο άρθρο 32 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για την αξιολόγηση της αρμόδιας αρχής όσον αφορά την κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 31 παράγραφος 2 και τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 31 παράγραφος 3, εκδίδεται γνώμη από το σώμα σύμφωνα με το άρθρο 19.».

13)

Στο άρθρο 35 παράγραφος 1, το τελευταίο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι δεν αναθέτουν εξωτερικά μείζονες δραστηριότητες που συνδέονται με τη διαχείριση κινδύνων εκτός εάν η αρμόδια αρχή εγκρίνει παρόμοια εξωτερική ανάθεση. Για την απόφαση της αρμόδιας αρχής εκδίδεται γνώμη του σώματος σύμφωνα με το άρθρο 19.».

14)

Το άρθρο 49 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επανεξετάζει τακτικά τα μοντέλα και τις παραμέτρους που εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των απαιτήσεών του για περιθώρια ασφαλείας, των εισφορών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, των απαιτήσεων παροχής ασφάλειας και άλλων μηχανισμών ελέγχου κινδύνων. Υποβάλλει τα μοντέλα σε αυστηρούς και συχνούς ελέγχους αντοχής σε ακραίες συνθήκες, προκειμένου να αξιολογήσει την ανθεκτικότητά τους σε ακραίες, αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς και εκτελεί απολογιστικούς ελέγχους, προκειμένου να αξιολογήσει την αξιοπιστία της μεθοδολογίας που εφαρμόστηκε. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος λαμβάνει ανεξάρτητη επικύρωση και ενημερώνει την αρμόδια για αυτόν αρχή και την ΕΑΚΑΑ για τα αποτελέσματα των δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν και λαμβάνει την επικύρωσή τους σύμφωνα με τις παραγράφους 1α, 1β, 1γ, 1δ και 1ε, προτού προβεί σε οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή των μοντέλων και των παραμέτρων.

Για τα μοντέλα και τις παραμέτρους που εφαρμόζονται καθώς και για οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή τους, εκδίδεται γνώμη από το σώμα, σύμφωνα με τις ακόλουθες παραγράφους.

Η ΕΑΚΑΑ εξασφαλίζει ότι οι πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων αντοχής σε ακραίες συνθήκες διαβιβάζονται στις ΕΕΑ, στο ΕΣΚΤ και στο Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, προκειμένου να τους επιτραπεί να εκτιμήσουν την έκθεση των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στην αθέτηση υποχρεώσεων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων.»·

β)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«1α.

Όταν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προτίθεται να προβεί σε οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στα μοντέλα και τις παραμέτρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, αιτείται στην αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ την επικύρωση της εν λόγω αλλαγής. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εσωκλείει ανεξάρτητη επικύρωση της προβλεπόμενης αλλαγής στις αιτήσεις του. Η αρμόδια αρχή και η ΕΑΚΑΑ βεβαιώνουν εκάστη την παραλαβή της πλήρους αίτησης στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

1β.

Εντός 50 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή των πλήρων αιτήσεων, η αρμόδια αρχή και η ΕΑΚΑΑ, διενεργούν εκάστη αξιολόγηση της σημαντικής αλλαγής και υποβάλλουν τις εκθέσεις τους στο σώμα που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 18.

1γ.

Εντός 30 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή των εκθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1β, το σώμα γνωμοδοτεί με πλειοψηφία σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3. Με την επιφύλαξη της προσωρινής έγκρισης σύμφωνα με την παράγραφο 1ε, η αρμόδια αρχή δεν εκδίδει απόφαση με την οποία επικυρώνει ή αρνείται να επικυρώσει σημαντικές αλλαγές στα μοντέλα και τις παραμέτρους προτού το σώμα να εκδώσει την εν λόγω γνωμοδότηση, εκτός εάν το σώμα δεν την εκδώσει εντός της προθεσμίας.

1δ.

Εντός 90 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή των αιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1α, η αρμόδια αρχή και η ΕΑΚΑΑ, ενημερώνουν εκάστη εγγράφως τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και η μία την άλλη, συμπεριλαμβανομένης πλήρους αιτιολόγησης, εάν έχει χορηγηθεί η επικύρωση ή όχι.

1ε.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν μπορεί να προβεί σε οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στα μοντέλα και τις παραμέτρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 προτού λάβει τις επικυρώσεις από την αρμόδια αρχή του και από την ΕΑΚΑΑ. Η αρμόδια αρχή, σε συμφωνία με την ΕΑΚΑΑ, μπορεί να επιτρέψει την προσωρινή έγκριση σημαντικής αλλαγής των εν λόγω μοντέλων ή παραμέτρων, πριν από τις επικυρώσεις τους, εφόσον αυτό δικαιολογείται δεόντως.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.

Προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΤ, άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές και τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που ορίζουν τους όρους υπό τους οποίους οι αλλαγές των μοντέλων και παραμέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι σημαντικές.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 2 Ιανουαρίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

15)

Το άρθρο 82 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2, 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6, στο άρθρο 4 παράγραφος 3α, στο άρθρο 25 παράγραφος 2α, στο άρθρο 25 παράγραφος 6α, στο άρθρο 25α παράγραφος 3, στο άρθρο 25δ παράγραφος 3, στο άρθρο 25θ παράγραφος 7, στο άρθρο 25ιε, στο άρθρο 64 παράγραφος 7, στο άρθρο 70, στο άρθρο 72 παράγραφος 3 και στο άρθρο 85 παράγραφος 2 ανατίθεται στην Επιτροπή επ' αόριστον.

3.

Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6, στο άρθρο 4 παράγραφος 3, στο άρθρο 25 παράγραφος 2α, στο άρθρο 25 παράγραφος 6α, στο άρθρο 25α παράγραφος 3, στο άρθρο 25δ παράγραφος 3, στο άρθρο 25θ παράγραφος 7, στο άρθρο 25ιε, στο άρθρο 64 παράγραφος 7, στο άρθρο 70, στο άρθρο 72 παράγραφος 3 και στο άρθρο 85 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.

Πριν από την έκδοση μιας κατ' εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή επιδιώκει τη διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ και διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζει κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.»·

β)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.

Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 6, το άρθρο 4 παράγραφος 3α, το άρθρο 25 παράγραφος 2α, το άρθρο 25 παράγραφος 6α, το άρθρο 25α παράγραφος 3, το άρθρο 25δ παράγραφος 3, το άρθρο 25θ παράγραφος 7, το άρθρο 25ιε, το άρθρο 64 παράγραφος 7, το άρθρο 70, το άρθρο 72 παράγραφος 3 και το άρθρο 85 παράγραφος 2 τίθενται σε ισχύ μόνον εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν διατύπωσαν αντιρρήσεις εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από τη λήξη αυτής της προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημέρωσαν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

16)

Στο άρθρο 85, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«6.

Η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ και σε συμφωνία, κατά το άρθρο 24β παράγραφος 3, με τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης όλων των νομισμάτων της Ένωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται ή πρόκειται να εκκαθαρίζονται από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών στους οποίους απευθύνεται η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 25 παράγραφος 2γ, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω εκτελεστικής πράξης, αξιολογώντας ιδίως κατά πόσον μετριάζεται επαρκώς ο κίνδυνος για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός από τα κράτη μέλη της. Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει την έκθεσή της στην Επιτροπή εντός 12 μηνών από το πέρας της περιόδου προσαρμογής που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2γ τέταρτο εδάφιο στοιχείο β). Η συμφωνία μιας κεντρικής τράπεζας έκδοσης αφορά μόνο το νόμισμα το οποίο εκδίδει και όχι την έκθεση στο σύνολό της.

Εντός 12 μηνών από τη διαβίβαση της έκθεσης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω εκτελεστικής πράξης. Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από ενδεδειγμένες προτάσεις.

7.

Έως τις 2 Ιανουαρίου 2023, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας:

α)

των καθηκόντων της ΕΑΚΑΑ, ιδίως της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, για την προώθηση της σύγκλισης και της συνοχής της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού μεταξύ των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 22 και των σωμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 18,

β)

του πλαισίου για την αναγνώριση και την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών,

γ)

του πλαισίου διασφάλισης ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 καθώς και μεταξύ των εξουσιοδοτημένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 25,

δ)

της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΑΚΑΑ, των αρμόδιων αρχών και των κεντρικών τραπεζών έκδοσης.

Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από ενδεδειγμένες προτάσεις.».

17)

Στο άρθρο 89, παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3α.

Η ΕΑΚΑΑ δεν ασκεί τις εξουσίες της δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α δεύτερο εδάφιο και στο άρθρο 25α παράγραφος 3 και, σε σχέση με τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους για τους οποίους η ΕΑΚΑΑ δεν έχει εκδώσει απόφαση περί αναγνωρίσεως σύμφωνα με το άρθρο 25 πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020, έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος της σχετικής εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 6.

3β.

Η ΕΑΚΑΑ συγκροτεί και διαχειρίζεται σώμα σύμφωνα με το άρθρο 25γ, για όλους τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 25 πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020 εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α δεύτερο εδάφιο.

3γ.

Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει τις αποφάσεις αναγνώρισης που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 1 πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων του άρθρου 25 παράγραφος 2α δεύτερο εδάφιο και του άρθρου 25α παράγραφος 3 εντός δεκαοκτώ μηνών από την ημερομηνία έναρξη ισχύος της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α δεύτερο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 5.

Όταν, μετά από την επανεξέταση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που έχει αναγνωριστεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020 θα πρέπει να καταταγεί στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους της κατηγορίας 2, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2α, η ΕΑΚΑΑ καθορίζει κατάλληλη περίοδο προσαρμογής που δεν υπερβαίνει τους δεκαοκτώ μήνες, εντός της οποίας ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πρέπει να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2β. Η ΕΑΚΑΑ δύναται να παρατείνει την περίοδο προσαρμογής κατά έξι επιπλέον μήνες κατ' ανώτατο όριο, μετά από αιτιολογημένο αίτημα του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου ή οποιασδήποτε από τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εκκαθαριστικών μελών που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση, όταν η επέκταση αυτή δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις και από τις επιπτώσεις για τα εκκαθαριστικά μέλη που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση.».

18)

Το άρθρο 90 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 90

Προσωπικό και πόροι της ΕΑΚΑΑ

Έως τις 2 Ιανουαρίου 2022, η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε αποτίμηση των αναγκών σε προσωπικό και πόρους τις οποίες συνεπάγεται η ανάληψη των εξουσιών και καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.».

19)

Τα κείμενα του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού προστίθενται ως παραρτήματα III και IV.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 23 Οκτωβρίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. M. SASSOLI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

T. TUPPURAINEN


(1)  ΕΕ C 385 της 15.11.2017, σ. 3.

(2)  ΕΕ C 434 της 15.12.2017, σ. 63.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2019.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/834 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 σε σχέση με την υποχρέωση εκκαθάρισης, την αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης, τις απαιτήσεις αναφοράς, τις τεχνικές μείωσης κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, την καταχώριση και την εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών και τις απαιτήσεις για αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 141 της 28.5.2019, σ. 42).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(8)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τα ακόλουθα κείμενα προστίθενται ως παραρτήματα III και IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Κατάλογος των παραβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 25ι παράγραφος 1

I.

Παραβάσεις που αφορούν κεφαλαιακές απαιτήσεις:

α)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 16 παράγραφος 1 εάν δεν κατέχει πάγιο και διαθέσιμο αρχικό κεφάλαιο ύψους τουλάχιστον 7,5 εκατομμυρίων EUR,

β)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας παραβαίνει το άρθρο 16 παράγραφος 2 εάν δεν διαθέτει κεφάλαιο, περιλαμβανομένων των αδιανέμητων κερδών και των αποθεματικών, το οποίο είναι ανάλογο του κινδύνου που απορρέει από τις δραστηριότητές του και επαρκεί ανά πάσα στιγμή για τη διασφάλιση εύτακτου τερματισμού της λειτουργίας ή αναδιάρθρωσης των δραστηριοτήτων αυτών, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, όπως και για την επαρκή προστασία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου έναντι πιστωτικών κινδύνων, κινδύνων αντισυμβαλλομένου, κινδύνων αγοράς, λειτουργικών κινδύνων, νομικών κινδύνων και επιχειρηματικών κινδύνων που δεν καλύπτονται ήδη από συγκεκριμένους χρηματοοικονομικούς πόρους, όπως αναφέρεται στα άρθρα 41 έως 44.

II.

Παραβάσεις που αφορούν οργανωτικές απαιτήσεις ή συγκρούσεις συμφερόντων:

α)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 26 παράγραφος 1 εάν δεν διαθέτει άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων ορθών διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών,

β)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 26 παράγραφος 2 εάν δεν εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες επαρκώς αποτελεσματικές ώστε να εξασφαλίζεται συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης των διοικητικών στελεχών και των υπαλλήλων του,

γ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 26 παράγραφος 3 εάν δεν διατηρεί ή εφαρμόζει οργανωτική δομή η οποία διασφαλίζει τη συνέχεια και την εύρυθμη λειτουργία κατά την παροχή των υπηρεσιών και την άσκηση των δραστηριοτήτων του ή εάν δεν χρησιμοποιεί κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, πόρους ή διαδικασίες,

δ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 26 παράγραφος 4 εάν δεν διατηρεί σαφή διαχωρισμό μεταξύ των γραμμών αναφοράς σε σχέση με τη διαχείριση κινδύνου, αφενός, και όσον αφορά άλλες εργασίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, αφετέρου,

ε)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 26 παράγραφος 5 εάν δεν υιοθετεί, εφαρμόζει και διατηρεί πολιτική αποδοχών η οποία προωθεί την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και η οποία δεν δημιουργεί κίνητρα χαλάρωσης των προτύπων κινδύνου,

στ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 26 παράγραφος 6 εάν δεν διατηρεί συστήματα τεχνολογίας των πληροφοριών κατάλληλα για τη διαχείριση της πολυπλοκότητας, της ποικιλίας και των ειδών των παρεχόμενων υπηρεσιών και των ασκούμενων δραστηριοτήτων, ώστε να κατοχυρώνονται υψηλά επίπεδα ασφαλείας, καθώς και η ακεραιότητα και η εμπιστευτικότητα των διατηρούμενων πληροφοριών,

ζ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 26 παράγραφος 7 εάν δεν θέτει δωρεάν στη διάθεση του κοινού τις ρυθμίσεις διακυβέρνησής του, τους κανόνες που διέπουν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή τα κριτήρια αποδοχής εκκαθαριστικών μελών,

η)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 26 παράγραφος 8 εάν δεν υπόκειται σε συχνούς και ανεξάρτητους ελέγχους ή εάν δεν γνωστοποιεί τα αποτελέσματα των εν λόγω ελέγχων στο συμβούλιο ή δεν θέτει τα αποτελέσματα αυτά στη διάθεση της ΕΑΚΑΑ,

θ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 27 παράγραφος 1 ή το άρθρο 27 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο εάν δεν μεριμνά ώστε τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του και τα μέλη του συμβουλίου να διαθέτουν επαρκή καλή φήμη και πείρα ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου,

ι)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 27 παράγραφος 2 εάν δεν διασφαλίζει ότι τουλάχιστον το ένα τρίτο, και όχι λιγότερα από δύο, από τα μέλη του συμβουλίου κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι ανεξάρτητα, ή εάν δεν προσκαλούνται οι εκπρόσωποι των πελατών των εκκαθαριστικών μελών στις συνεδριάσεις του συμβουλίου για ζητήματα που σχετίζονται με τα άρθρα 38 και 39, ή εάν η αμοιβή των ανεξάρτητων και των λοιπών μη εκτελεστικών μελών του συμβουλίου συνδέεται με τις επιχειρηματικές επιδόσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου,

ια)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 27 παράγραφος 3 εάν δεν καθορίζει σαφώς τους ρόλους και τις αρμοδιότητες του συμβουλίου ή εάν δεν θέτει στη διάθεση της ΕΑΚΑΑ ή των ελεγκτών τα πρακτικά των συνεδριάσεων του συμβουλίου,

ιβ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 28 παράγραφος 1 εάν δεν συγκροτεί επιτροπή κινδύνου, ή εάν η εν λόγω επιτροπή κινδύνου δεν απαρτίζεται από εκπροσώπους των εκκαθαριστικών μελών του, από ανεξάρτητα μέλη του συμβουλίου και από εκπροσώπους των πελατών του, ή εάν η επιτροπή κινδύνου συγκροτείται κατά τρόπο ώστε μια από τις εν λόγω ομάδες εκπροσώπων να διαθέτει πλειοψηφία στην επιτροπή κινδύνου, ή εάν δεν ενημερώνει δεόντως την ΕΑΚΑΑ για τις δραστηριότητες και αποφάσεις της επιτροπής κινδύνου, σε περίπτωση που η ΕΑΚΑΑ έχει ζητήσει να της παρέχεται η δέουσα ενημέρωση,

ιγ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 28 παράγραφος 2 εάν δεν καθορίζει σαφώς την εντολή, τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της, τις λειτουργικές διαδικασίες, τα κριτήρια αποδοχής των μελών ή τον μηχανισμό εκλογής των μελών της επιτροπής κινδύνου, ή εάν δεν δημοσιοποιεί τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, ή εάν δεν προβλέπει ότι στην επιτροπή κινδύνου προεδρεύει ανεξάρτητο μέλος του συμβουλίου και ότι η επιτροπή κινδύνου αναφέρεται απευθείας στο συμβούλιο και πραγματοποιεί τακτικές συνεδριάσεις,

ιδ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 28 παράγραφος 3 εάν δεν παρέχει τη δυνατότητα στην επιτροπή κινδύνου να συμβουλεύει το συμβούλιο όσον αφορά κάθε ρύθμιση η οποία ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη διαχείριση κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ή εάν δεν καταβάλλει εύλογες προσπάθειες για διαβούλευση με την επιτροπή κινδύνου όσον αφορά εξελίξεις που επιδρούν στη διαχείριση κινδύνου σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης,

ιε)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 28 παράγραφος 5 εάν δεν ενημερώνει πάραυτα την ΕΑΚΑΑ σχετικά με κάθε απόφαση όπου το συμβούλιο αποφασίζει να μην ακολουθήσει τις συμβουλές της επιτροπής κινδύνου,

ιστ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 29 παράγραφος 1 εάν δεν διατηρεί όλα τα αρχεία που αφορούν τις παρασχεθείσες υπηρεσίες και τις ασκηθείσες δραστηριότητες από τον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών, τα οποία απαιτούνται ώστε να είναι σε θέση η ΕΑΚΑΑ να παρακολουθεί τη συμμόρφωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου προς τον παρόντα κανονισμό,

ιζ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 29 παράγραφος 2 εάν δεν διατηρεί, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από τη λήξη μιας σύμβασης, όλες τις πληροφορίες για όλες τις συμβάσεις που έχει διεκπεραιώσει, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό των αρχικών όρων μιας συναλλαγής, πριν αυτή εκκαθαριστεί από τον σχετικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο,

ιη)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 29 παράγραφος 3 εάν δεν θέτει στη διάθεση της ΕΑΚΑΑ και των σχετικών μελών του ΕΣΚΤ, κατόπιν αιτήματος, τα αρχεία και τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφοι 1 και 2, ή όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις θέσεις των συμβάσεων που εκκαθαρίστηκαν, ανεξαρτήτως του τόπου όπου εκτελέστηκαν οι συναλλαγές,

ιθ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 30 παράγραφος 1 εάν δεν γνωστοποιηθεί στην ΕΑΚΑΑ -ή η γνωστοποίηση είναι ψευδής ή ελλιπής- η ταυτότητα των μετόχων ή των μελών του, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για άμεσους ή έμμεσους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, ή το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών,

κ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 30 παράγραφος 4 εάν επιτρέπει στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 να ασκούν επιρροή η οποία είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της χρηστής και συνετής διαχείρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου,

κα)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 31 παράγραφος 1 εάν δεν κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ -ή η κοινοποίηση είναι ψευδής ή ελλιπής- κάθε μεταβολή στη διοίκησή του ή δεν παρέχει στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει τη συμμόρφωση με το άρθρο 27 παράγραφος 1 ή με το άρθρο 27 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο,

κβ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 33 παράγραφος 1 εάν δεν διατηρεί ή εφαρμόζει αποτελεσματικές γραπτές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις, προκειμένου να εντοπίζει ή να διαχειρίζεται πιθανή σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του ιδίου, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών στελεχών και των υπαλλήλων του ή κάθε προσώπου που συνδέεται μαζί τους με σχέση άμεσου ή έμμεσου ελέγχου ή με άμεσους ή έμμεσους στενούς δεσμούς, και των εκκαθαριστικών μελών του ή των πελατών τους που είναι γνωστοί στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή εάν δεν διατηρεί ή εφαρμόζει κατάλληλες διαδικασίες με σκοπό την επίλυση πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων,

κγ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 33 παράγραφος 2 εάν δεν γνωστοποιεί σαφώς, στο εκκαθαριστικό μέλος ή σε ενδιαφερόμενο πελάτη του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους ο οποίος είναι γνωστός στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τη γενική φύση ή τις πηγές συγκρούσεων συμφερόντων, προτού δεχτεί νέες συναλλαγές από το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος, εάν οι οργανωτικές ή διοικητικές ρυθμίσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου για τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί, με εύλογη βεβαιότητα, η πρόληψη των κίνδυνων να επηρεαστούν αρνητικά τα συμφέροντα εκκαθαριστικού μέλους ή πελάτη,

κδ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 33 παράγραφος 3 εάν οι γραπτές ρυθμίσεις του δεν λαμβάνουν υπόψη οποιεσδήποτε περιστάσεις, τις οποίες γνωρίζει ή θα έπρεπε να γνωρίζει, και οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων ως αποτέλεσμα της δομής και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων άλλων επιχειρήσεων με τις οποίες έχει σχέση μητρικής ή θυγατρικής επιχείρησης,

κε)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 33 παράγραφος 5 εάν δεν λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάχρηση των πληροφοριών που διατηρούνται στα συστήματά του, ή δεν αποφεύγει τη χρήση των εν λόγω πληροφοριών για άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, ή τη χρήση για εμπορικούς σκοπούς, από φυσικό πρόσωπο που έχει στενή σχέση με έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή νομικό πρόσωπο που έχει σχέση μητρικής ή θυγατρικής επιχείρησης με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, εμπιστευτικών πληροφοριών που καταγράφηκαν στον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση από τον πελάτη στον οποίο ανήκουν οι εμπιστευτικές πληροφορίες αυτές,

κστ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 36 παράγραφος 1 εάν δεν ενεργεί με εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των εκκαθαριστικών μελών του και των πελατών τους,

κζ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 36 παράγραφος 2 εάν δεν διαθέτει προσιτούς, διαφανείς και δίκαιους κανόνες για τον γρήγορο χειρισμό των παραπόνων,

κη)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 37 παράγραφος 1 ή 2 εάν χρησιμοποιεί, σε συνεχή βάση, μεροληπτικά, αδιαφανή ή υποκειμενικά κριτήρια αποδοχής, ή εάν δεν διασφαλίζει διαφορετικά ισότιμη και ανοικτή πρόσβαση στον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, σε συνεχή βάση, ή εάν δεν κατοχυρώνει, σε συνεχή βάση, ότι τα εκκαθαριστικά μέλη του διαθέτουν επαρκείς χρηματοοικονομικούς πόρους και επιχειρησιακή ικανότητα για να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή στον συγκεκριμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή εάν δεν προβαίνει σε συνολική επανεξέταση της συμμόρφωσης των εκκαθαριστικών μελών του, σε ετήσια βάση,

κθ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 37 παράγραφος 4 εάν δεν διαθέτει αντικειμενικές και διαφανείς διαδικασίες για την αναστολή και την ομαλή αποχώρηση των εκκαθαριστικών μελών τα οποία δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1,

λ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 37 παράγραφος 5 εάν αρνηθεί την πρόσβαση εκκαθαριστικού μέλους, το οποίο πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1, χωρίς δέουσα γραπτή αιτιολόγηση της άρνησης και βάσει συνολικής ανάλυσης κινδύνου,

λα)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 1 εάν δεν επιτρέπει στους πελάτες των εκκαθαριστικών μελών του χωριστή πρόσβαση στις διάφορες παρεχόμενες υπηρεσίες,

λβ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 39 παράγραφος 7 εάν δεν προσφέρει τα διάφορα επίπεδα διαχωρισμού, που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο, υπό εύλογους εμπορικούς όρους.

III.

Παραβάσεις που αφορούν λειτουργικές απαιτήσεις:

α)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 34 παράγραφος 1 εάν δεν διαμορφώνει, εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλη πολιτική αδιάλειπτης λειτουργίας και σχέδιο αποκατάστασης λειτουργίας μετά από καταστροφή, με σκοπό να διασφαλίσει τη διατήρηση των λειτουργιών του, την έγκαιρη αποκατάσταση των εργασιών και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η οποία επιτρέπει τουλάχιστον την αποκατάσταση όλων των συναλλαγών κατά τη στιγμή της διακοπής, ώστε να είναι σε θέση ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να εξακολουθήσει να λειτουργεί με ασφάλεια και να ολοκληρώσει τον διακανονισμό στην καθορισμένη ημερομηνία,

β)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 34 παράγραφος 2 εάν δεν θεσπίζει, εφαρμόζει και διατηρεί μια κατάλληλη διαδικασία με σκοπό να εξασφαλίζει τον έγκαιρο και εύρυθμο διακανονισμό ή τη μεταφορά των περιουσιακών στοιχείων και των θέσεων των πελατών και των εκκαθαριστικών μελών, σε περίπτωση ανάκλησης της αναγνώρισης λόγω απόφασης δυνάμει του άρθρου 25,

γ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 35 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο εάν αναθέτει εξωτερικά μείζονες δραστηριότητες που συνδέονται με τη διαχείριση κινδύνων του χωρίς την έγκριση της ΕΑΚΑΑ,

δ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 39 παράγραφος 1 εάν δεν τηρεί χωριστά αρχεία και λογαριασμούς που του επιτρέπουν, ανά πάσα στιγμή και χωρίς καθυστέρηση, να διακρίνει στους λογαριασμούς που τηρούνται σε αυτόν τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις που κρατούνται για λογαριασμό εκκαθαριστικού μέλους από τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις που κρατούνται για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου εκκαθαριστικού μέλους, καθώς και από τα δικά του περιουσιακά στοιχεία,

ε)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 39 παράγραφος 2 εάν δεν προσφέρεται να τηρεί, ή δεν τηρεί όταν του έχει ζητηθεί, χωριστά αρχεία και λογαριασμούς που δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε εκκαθαριστικό μέλος να διακρίνει, σε λογαριασμούς στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους από εκείνα που κρατούνται για λογαριασμό των πελατών του,

στ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 39 παράγραφος 3 εάν δεν προσφέρεται να τηρεί, ή δεν τηρεί όταν του έχει ζητηθεί, χωριστά αρχεία και λογαριασμούς που δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε εκκαθαριστικό μέλος να διακρίνει, σε λογαριασμούς με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις που κρατούνται για λογαριασμό ενός πελάτη από εκείνα που κρατούνται για λογαριασμό άλλων πελατών, ή εάν δεν προσφέρει στα εκκαθαριστικά μέλη τη δυνατότητα να ανοίγουν περισσότερους λογαριασμούς στο όνομά τους για τους πελάτες τους, κατόπιν αιτήματος,

ζ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 40 εάν δεν προβαίνει σε μέτρηση και εκτίμηση της έκθεσής του σε κίνδυνο ρευστότητας και της πιστωτικής έκθεσής του έναντι κάθε εκκαθαριστικού μέλους και, ενδεχομένως, άλλου κεντρικού αντισυμβαλλομένου με τον οποίο έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, σε σχεδόν πραγματικό χρόνο, ή εάν δεν διαθέτει πρόσβαση σε σχετικές πηγές καθορισμού τιμών, ώστε να είναι σε θέση να μετρά αποτελεσματικά τα ανοίγματά του, σε βάση εύλογου κόστους,

η)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 41 παράγραφος 1 εάν, προκειμένου να περιορίσει την πιστωτική του έκθεση, δεν επιβάλλει, ζητεί ή συγκεντρώνει περιθώρια ασφαλείας από τα εκκαθαριστικά μέλη του ή, ενδεχομένως, από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με τους οποίους έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, ή εάν επιβάλλει, ζητεί ή συγκεντρώνει περιθώρια ασφαλείας που δεν επαρκούν για την κάλυψη δυνητικών ανοιγμάτων τα οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, υπολογίζει να παρουσιαστούν μέχρι τη ρευστοποίηση των σχετικών θέσεων, ή για την κάλυψη των ζημιών που προκύπτουν από τουλάχιστον 99 % των μεταβολών των ανοιγμάτων, σε κατάλληλο χρονικό ορίζοντα, ή δεν επαρκούν για να διασφαλιστεί ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καλύπτει πλήρως τα ανοίγματά του με όλα τα εκκαθαριστικά μέλη του και, ενδεχομένως, με τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με τους οποίους έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, τουλάχιστον επί καθημερινής βάσεως, ή, εφόσον απαιτείται, για να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες φιλοκυκλικές επιπτώσεις,

θ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 41 παράγραφος 2 εάν, κατά τον καθορισμό των απαιτήσεών του για περιθώρια ασφαλείας, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν εφαρμόζει μοντέλα και παραμέτρους που συλλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά κινδύνου των προϊόντων που εκκαθαρίζονται, λαμβάνοντας υπόψη το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της συλλογής των περιθωρίων ασφαλείας, τη ρευστότητα της αγοράς και την πιθανότητα αλλαγών καθ' όλη τη διάρκεια της συναλλαγής,

ι)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 41 παράγραφος 3 εάν δεν ζητεί και συγκεντρώνει περιθώρια ασφαλείας, σε ενδοημερήσια βάση, τουλάχιστον όταν σημειώνεται υπέρβαση προκαθορισμένων κατωφλίων,

ια)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 42 παράγραφος 3 εάν δεν διατηρεί τουλάχιστον κεφάλαιο εκκαθάρισης το οποίο του επιτρέπει να αντιμετωπίσει, υπό ακραίες αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς, την αθέτηση υποχρέωσης από το εκκαθαριστικό μέλος έναντι του οποίου έχει τα μεγαλύτερα ανοίγματα ή από το δεύτερο και το τρίτο μεγαλύτερο εκκαθαριστικό μέλος, εάν το άθροισμα των ανοιγμάτων τους είναι μεγαλύτερο, ή εάν καταρτίζει σενάρια που δεν περιλαμβάνουν τις περιόδους με τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις που έχουν σημειωθεί στις αγορές στις οποίες παρέχει τις υπηρεσίες του ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, και μια σειρά πιθανών μελλοντικών σεναρίων, τα οποία να λαμβάνουν υπόψη αιφνίδιες πωλήσεις χρηματοοικονομικών πόρων και γρήγορες μειώσεις της ρευστότητας της αγοράς,

ιβ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 43 παράγραφος 2 εάν το κεφάλαιο εκκαθάρισής του, που αναφέρεται στο άρθρο 42, και οι άλλοι χρηματοοικονομικοί του πόροι, που αναφέρονται στο άρθρο 43 παράγραφος 1, δεν του παρέχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την αθέτηση υποχρέωσης από τα δύο εκκαθαριστικά μέλη έναντι των οποίων έχει τα μεγαλύτερα ανοίγματα, υπό ακραίες αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς,

ιγ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 44 παράγραφος 1 εάν δεν διαθέτει ανά πάσα στιγμή πρόσβαση σε επαρκή ρευστότητα, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και να ασκεί δραστηριότητες, ή εάν δεν υπολογίζει σε καθημερινή βάση τις δυνητικές του ανάγκες σε ρευστότητα,

ιδ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 45 παράγραφοι 1, 2 και 3 εάν δεν χρησιμοποιεί, για την κάλυψη των ζημιών, τα περιθώρια ασφαλείας που έχουν παρασχεθεί από το υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος, πριν από άλλους χρηματοοικονομικούς πόρους,

ιε)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 45 παράγραφος 4 εάν δεν χρησιμοποιεί ειδικούς ίδιους πόρους προτού χρησιμοποιήσει τις εισφορές των εκκαθαριστικών μελών, που δεν έχουν αθετήσει υποχρέωση, στο κεφάλαιο εκκαθάρισης,

ιστ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 46 παράγραφος 1 εάν δέχεται οτιδήποτε άλλο εκτός από άκρως ρευστοποιήσιμες ασφάλειες, με ελάχιστο πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο αγοράς, για την κάλυψη του αρχικού και συνεχιζόμενου ανοίγματός του έναντι των εκκαθαριστικών μελών του, όπου δεν επιτρέπονται άλλες ασφάλειες, σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 3,

ιζ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 47 παράγραφος 1 εάν επενδύει τους χρηματοοικονομικούς πόρους του σε άλλα μέσα εκτός από μετρητά ή άκρως ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα, με ελάχιστο κίνδυνο αγοράς και πιστωτικό κίνδυνο, και ταχέως ρευστοποιήσιμες επενδύσεις, με ελάχιστες δυσμενείς επιπτώσεις στις τιμές,

ιη)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 47 παράγραφος 3 εάν δεν καταθέτει τα χρηματοπιστωτικά μέσα που παρέχονται ως περιθώρια ασφαλείας ή ως εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης σε διαχειριστές συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων που διασφαλίζουν την πλήρη προστασία των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων, εφόσον είναι διαθέσιμα, ή εάν δεν χρησιμοποιεί άλλες ρυθμίσεις υψηλής ασφάλειας σε εγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα,

ιθ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 47 παράγραφος 4 εάν τα ταμειακά διαθέσιμά του τηρούνται με άλλον τρόπο πλην μέσω άκρως ασφαλών διευθετήσεων με εγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή μέσω της χρησιμοποίησης πάγιων καταθετικών διευκολύνσεων των κεντρικών τραπεζών ή μέσω άλλων συγκρίσιμων τρόπων που παρέχονται από τις κεντρικές τράπεζες,

κ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 47 παράγραφος 5 εάν καταθέτει περιουσιακά στοιχεία σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς να εξασφαλίζει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στα εκκαθαριστικά μέλη ταυτοποιούνται χωριστά από τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και από τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στο εν λόγω τρίτο πρόσωπο, μέσω λογαριασμών με διακριτές ονομασίες στα βιβλία του τρίτου προσώπου ή μέσω άλλων ισοδύναμων μέτρων που επιτυγχάνουν το ίδιο επίπεδο προστασίας, ή εάν δεν διαθέτει άμεση πρόσβαση στα χρηματοπιστωτικά μέσα, όταν απαιτείται,

κα)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 47 παράγραφος 6 εάν επενδύει το κεφάλαιό του ή τα ποσά που προκύπτουν από τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 41 έως 44 σε δικές του κινητές αξίες ή σε κινητές αξίες της μητρικής επιχείρησης ή της θυγατρικής του,

κβ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 48 παράγραφος 1 εάν δεν προβλέπει λεπτομερείς διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται σε περίπτωση που ένα εκκαθαριστικό μέλος δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις συμμετοχής που προβλέπονται στο άρθρο 37, εντός των προθεσμιών και σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχουν καθοριστεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή εάν δεν καθορίζει λεπτομερώς τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται σε περίπτωση που η αθέτηση υποχρέωσης εκκαθαριστικού μέλους δεν κηρύσσεται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή εάν δεν επανεξετάζει τις εν λόγω διαδικασίες ετησίως,

κγ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 48 παράγραφος 2 εάν δεν προβαίνει σε άμεσες ενέργειες για τον περιορισμό των ζημιών και των πιέσεων στη ρευστότητα που προκύπτουν από αθετήσεις υποχρεώσεων από εκκαθαριστικό μέλος, και δεν διασφαλίζει ότι το κλείσιμο των θέσεων οποιουδήποτε εκκαθαριστικού μέλους δεν προκαλεί αναστάτωση στις εργασίες του, ούτε εκθέτει τα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη σε ζημίες τις οποίες δεν μπορούν να προβλέψουν ή να ελέγξουν,

κδ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 48 παράγραφος 3 εάν δεν ενημερώσει πάραυτα την ΕΑΚΑΑ, προτού κηρυχθούν ή εκκινήσουν οι διαδικασίες που προβλέπονται σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης,

κε)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 48 παράγραφος 4 εάν δεν εξασφαλίζει ότι οι διαδικασίες που προβλέπονται σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης είναι εκτελεστές, και δεν λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να διασφαλίσει ότι διαθέτει εξουσία εκ του νόμου για τη ρευστοποίηση των κατά κυριότητα κατεχόμενων θέσεων του υπερήμερου εκκαθαριστικού μέλους και για τη μεταφορά ή ρευστοποίηση των θέσεων των πελατών του εκκαθαριστικού μέλους που αθετεί υποχρέωση,

κστ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 49 παράγραφος 1 εάν δεν επανεξετάζει τακτικά τα μοντέλα και τις παραμέτρους που εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των απαιτήσεών του για περιθώρια ασφαλείας, των εισφορών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, των απαιτήσεων παροχής ασφάλειας ή άλλων μηχανισμών ελέγχου κινδύνων, και εάν δεν υποβάλλει τα μοντέλα σε αυστηρές και συχνές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων, προκειμένου να αξιολογήσει την ανθεκτικότητά τους σε ακραίες, αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς ή δεν εκτελεί απολογιστικούς ελέγχους, προκειμένου να αξιολογήσει την αξιοπιστία της μεθοδολογίας που εφαρμόστηκε, ή εάν δεν λαμβάνει ανεξάρτητη επικύρωση, ή εάν δεν ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ για τα αποτελέσματα των δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν ή δεν λαμβάνει την επικύρωση της ΕΑΚΑΑ, πριν προβεί σε οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή των μοντέλων και των παραμέτρων όταν η ΕΑΚΑΑ δεν έχει επιτρέψει την προσωρινή εφαρμογή της εν λόγω αλλαγής πριν την επικύρωσή της,

κζ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 49 παράγραφος 2 εάν δεν ελέγχει τακτικά τις βασικές πτυχές των διαδικασιών του σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων, ή εάν δεν λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να διασφαλίσει ότι όλα τα εκκαθαριστικά μέλη τις κατανοούν και έχουν προβλέψει κατάλληλες ρυθμίσεις για να αντιμετωπίσουν γεγονότα αθέτησης υποχρεώσεων,

κη)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 50 παράγραφος 1 εάν δεν χρησιμοποιεί, εφόσον είναι πραγματοποιήσιμο και διαθέσιμο, χρήμα κεντρικής τράπεζας για τον διακανονισμό των συναλλαγών του, ή εάν δεν λαμβάνει μέτρα για τον αυστηρό περιορισμό των κινδύνων ταμειακού διακανονισμού, εάν δεν χρησιμοποιείται χρήμα κεντρικής τράπεζας,

κθ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 50 παράγραφος 3 εάν δεν εξαλείφει τους κινδύνους κεφαλαίου, με την προσφυγή, όσο το δυνατόν, σε μηχανισμούς “παράδοσης με την πληρωμή”, σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει υποχρέωση να προβεί σε παραδόσεις ή παραλαβές χρηματοπιστωτικών μέσων,

λ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 50α ή το άρθρο 50β εάν δεν υπολογίζει το KCCP ως ορίζεται στα εν λόγω άρθρα ή εάν δεν τηρεί τους κανόνες για τον υπολογισμό του KCCP, που προβλέπονται στο άρθρο 50α παράγραφος 2 και στα άρθρα 50β και 50δ,

λα)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 50α παράγραφος 3 εάν υπολογίζει το KCCP λιγότερο από μία φορά το τρίμηνο ή λιγότερο συχνά από όσο απαιτείται από την ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με το άρθρο 50α παράγραφος 3,

λβ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 51 παράγραφος 2 εάν δεν διαθέτει πρόσβαση χωρίς διακρίσεις, τόσο στα δεδομένα που χρειάζεται για την άσκηση των καθηκόντων του από έναν τόπο διαπραγμάτευσης, στο μέτρο που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πληροί τις λειτουργικές και τεχνικές απαιτήσεις που καθορίζονται από τον τόπο διαπραγμάτευσης, όσο και στο αντίστοιχο σύστημα διακανονισμού,

λγ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 52 παράγραφος 1 εάν προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, χωρίς να πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα στοιχεία α) έως δ) της εν λόγω παραγράφου,

λδ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 53 παράγραφος 1 εάν δεν διακρίνει στους λογαριασμούς τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις που τηρούνται για λογαριασμό άλλου κεντρικού αντισυμβαλλομένου με τον οποίο έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας,

λε)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 54 παράγραφος 1 εάν προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας χωρίς την προηγούμενη έγκριση της ΕΑΚΑΑ.

IV.

Παραβάσεις που αφορούν τη διαφάνεια και τη διαθεσιμότητα των πληροφοριών:

α)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 1 εάν δεν δημοσιοποιεί τις τιμές και τα τέλη για κάθε υπηρεσία χωριστά, συμπεριλαμβανομένων των εκπτώσεων και των επιστροφών, καθώς και τους όρους παροχής του οφέλους των εν λόγω μειώσεων,

β)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 1 εάν δεν γνωστοποιεί τις πληροφορίες για τα έξοδα και τα έσοδα σχετικά με τις υπηρεσίες του στην ΕΑΚΑΑ,

γ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 2 εάν δεν κοινοποιεί στα εκκαθαριστικά μέλη του και στους πελάτες τους τούς συναφείς κινδύνους των παρεχόμενων υπηρεσιών,

δ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 3 εάν δεν κοινοποιεί στα εκκαθαριστικά μέλη του ή στην ΕΑΚΑΑ τις πληροφορίες για τις τιμές που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ανοιγμάτων του έναντι των εκκαθαριστικών μελών στο τέλος της ημέρας, ή εάν δεν δημοσιοποιεί τον όγκο των συναλλαγών που εκκαθαρίστηκαν για κάθε μέσο από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε συγκεντρωτική βάση,

ε)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 4 εάν δεν δημοσιοποιεί τις λειτουργικές και τεχνικές απαιτήσεις που αφορούν τα πρωτόκολλα επικοινωνίας, τα οποία καλύπτουν τους μορφοτύπους περιεχομένου και μηνύματος που χρησιμοποιεί στην επικοινωνία του με τρίτους, συμπεριλαμβανομένων των λειτουργικών και τεχνικών προδιαγραφών που αναφέρονται στο άρθρο 7,

στ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 5 εάν δεν δημοσιοποιεί τυχόν παραβιάσεις, από πλευράς των εκκαθαριστικών μελών, των κριτηρίων που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 ή των απαιτήσεων που θεσπίζονται στο άρθρο 38 παράγραφος 1, εκτός αν η ΕΑΚΑΑ θεωρήσει ότι η δημοσιοποίησή τους θα συνιστούσε απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς, ή θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη,

ζ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 6 εάν δεν παρέχει στα εκκαθαριστικά μέλη του ένα εργαλείο προσομοίωσης που να τους επιτρέπει να καθορίσουν το ποσό του πρόσθετου αρχικού περιθωρίου σε ακαθάριστη βάση που μπορεί να απαιτήσει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατά την εκκαθάριση μιας νέας συναλλαγής ή εάν καθιστά το εν λόγω εργαλείο προσπελάσιμο βάσει μη ασφαλούς πρόσβασης.

η)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 7 εάν δεν παρέχει στα εκκαθαριστικά μέλη του πληροφορίες σχετικά με τα μοντέλα αρχικού περιθωρίου που χρησιμοποιεί όπως εκτίθεται λεπτομερώς στα στοιχεία α), β) και γ) της εν λόγω παραγράφου.

θ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 39 παράγραφος 7 εάν δεν δημοσιοποιεί το επίπεδο προστασίας και το κόστος που συνδέονται με τα διάφορα επίπεδα διαχωρισμού που παρέχει,

ι)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 49 παράγραφος 3 εάν δεν δημοσιοποιεί βασικές πλευρές σχετικά με το μοντέλο διαχείρισης κινδύνου που εφαρμόζει ή τις υποθέσεις που δέχεται κατά την εκτέλεση των ελέγχων που αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1,

ια)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 50 παράγραφος 2 εάν δεν δηλώνει σαφώς τις υποχρεώσεις του όσον αφορά τις παραδόσεις χρηματοπιστωτικών μέσων, αναφέροντας συγκεκριμένα αν έχει υποχρέωση να προβεί σε παράδοση ή παραλαβή χρηματοπιστωτικού μέσου ή αν αποζημιώνει συμμετέχοντες για ζημίες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία παράδοσης,

ιβ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 50γ παράγραφος 1 εάν δεν κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 50γ παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε) στα εκκαθαριστικά μέλη του που είναι ιδρύματα ή στις αρμόδιες αρχές τους,

ιγ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 50γ παράγραφος 2 εάν γνωστοποιεί τα στοιχεία στα εκκαθαριστικά μέλη του που είναι ιδρύματα λιγότερο από μία φορά το τρίμηνο ή λιγότερο συχνά από όσο απαιτείται από την ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με το άρθρο 50γ παράγραφος 2.

V.

Παραβάσεις που αφορούν εμπόδια στις εποπτικές δραστηριότητες:

α)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παραβαίνει το άρθρο 25στ εάν δεν παράσχει πληροφορίες ως απάντηση σε απόφαση με την οποία ζητούνται πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 25στ παράγραφος 3, ή εάν παράσχει ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ως απάντηση σε απλή αίτηση πληροφοριών της ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με το άρθρο 25στ παράγραφος 2 ή ως απάντηση σε απόφαση της ΕΑΚΑΑ, με την οποία ζητούνται πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 25στ παράγραφος 3,

β)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή οι εκπρόσωποί του παρέχουν ανακριβείς ή παραπλανητικές απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 25ζ παράγραφος 1 στοιχείο γ),

γ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παραβαίνει το άρθρο 25ζ παράγραφος 1 στοιχείο ε) εάν δεν συμμορφώνεται με αίτημα της ΕΑΚΑΑ για παροχή αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων ή για διαβίβαση δεδομένων,

δ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 δεν συμμορφώνεται εγκαίρως με εποπτικό μέτρο το οποίο απαιτείται βάσει απόφασης που έχει εκδοθεί από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 25ιζ,

ε)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 δεν υποβάλλεται σε επιτόπια επιθεώρηση η οποία απαιτείται βάσει απόφασης επιθεώρησης που έχει εκδοθεί από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 25η.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Κατάλογος των συντελεστών που συνδέονται με επιβαρυντικούς ή ελαφρυντικούς παράγοντες για την εφαρμογή του άρθρου 25ι παράγραφος 3

Οι ακόλουθοι συντελεστές εφαρμόζονται, σωρευτικά, στα βασικά ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 25ι παράγραφος 2:

I.

Συντελεστές προσαρμογής που συνδέονται με επιβαρυντικούς παράγοντες:

α)

εάν η παράβαση έχει διαπραχθεί κατ' επανάληψη, για κάθε φορά που επαναλαμβάνεται, εφαρμόζεται πρόσθετος συντελεστής 1,1,

β)

εάν η παράβαση έχει διαπραχθεί για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, εφαρμόζεται συντελεστής 1,5,

γ)

εάν η παράβαση αποκάλυψε συστημικές αδυναμίες στην οργάνωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ιδίως δε στις διαδικασίες, στα συστήματα διαχείρισης ή στους εσωτερικούς ελέγχους του, εφαρμόζεται συντελεστής 2,2,

δ)

εάν η παράβαση έχει αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εφαρμόζεται συντελεστής 1,5,

ε)

εάν η παράβαση έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως, εφαρμόζεται συντελεστής 2,

στ)

εάν δεν έχουν ληφθεί διορθωτικά μέτρα μετά τον εντοπισμό της παράβασης, εφαρμόζεται συντελεστής 1,7,

ζ)

εάν τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου δεν έχουν συνεργαστεί με την ΕΑΚΑΑ στη διεξαγωγή των ερευνών της, εφαρμόζεται συντελεστής 1,5.

II.

Συντελεστές προσαρμογής που συνδέονται με ελαφρυντικούς παράγοντες:

α)

εάν η παράβαση διεπράχθη για διάστημα μικρότερο των 10 εργάσιμων ημερών, εφαρμόζεται συντελεστής 0,9,

β)

εάν τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου μπορούν να αποδείξουν ότι έλαβαν όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την αποφυγή της παράβασης, εφαρμόζεται συντελεστής 0,7,

γ)

εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενημέρωσε την ΕΑΚΑΑ για την παράβαση με ταχύτητα, αποτελεσματικότητα και πληρότητα, εφαρμόζεται συντελεστής 0,4,

δ)

εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έλαβε εθελοντικά μέτρα ώστε να εξασφαλιστεί ότι παρόμοια παράβαση δεν θα μπορεί να διαπραχθεί στο μέλλον, εφαρμόζεται συντελεστής 0,6.

».