18.12.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 328/29


ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/2162 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 27ης Νοεμβρίου 2019

σχετικά με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και τη δημόσια εποπτεία καλυμμένων ομολόγων και την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) προβλέπει πολύ γενικές απαιτήσεις όσον αφορά τα διαρθρωτικά στοιχεία των καλυμμένων ομολόγων. Οι εν λόγω απαιτήσεις περιορίζονται στην ανάγκη έκδοσης των καλυμμένων ομολόγων από πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει την καταστατική έδρα του σε κράτος μέλος και στην ανάγκη να υπόκεινται σε ειδική δημόσια εποπτεία και σε μηχανισμό διπλής προσφυγής. Τα εθνικά πλαίσια για τα καλυμμένα ομόλογα αντιμετωπίζουν τα ζητήματα αυτά και τα ρυθμίζουν πολύ πιο λεπτομερώς. Τα εν λόγω εθνικά πλαίσια περιέχουν επίσης άλλες διαρθρωτικές διατάξεις, ιδίως κανόνες σχετικά με τη σύνθεση των συνολικών στοιχείων κάλυψης, κριτήρια επιλεξιμότητας για στοιχεία ενεργητικού, τη δυνατότητα ένταξης στοιχείων ενεργητικού στα συνολικά στοιχεία κάλυψης, υποχρεώσεις διαφάνειας και υποβολής αναφορών και κανόνες σχετικά με τον μετριασμό του κινδύνου ρευστότητας. Οι προσεγγίσεις των κρατών μελών όσον αφορά το κανονιστικό πλαίσιο διαφέρουν επίσης επί της ουσίας. Σε αρκετά κράτη μέλη, δεν υφίσταται ειδικό εθνικό πλαίσιο για τα καλυμμένα ομόλογα. Κατά συνέπεια, τα βασικά διαρθρωτικά στοιχεία με τα οποία οφείλουν να είναι σύμφωνα τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται στην Ένωση δεν καθορίζονται ακόμη στο ενωσιακό δίκαιο.

(2)

Το άρθρο 129 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) προσθέτει επιπλέον προϋποθέσεις σε αυτές του άρθρου 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ για την εξασφάλιση προνομιακής αντιμετώπισης όσον αφορά κεφαλαιακές απαιτήσεις που δίνουν στα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία επενδύουν σε καλυμμένα ομόλογα τη δυνατότητα να διατηρούν λιγότερα κεφάλαια από ό,τι για την επένδυση σε άλλα στοιχεία ενεργητικού. Αν και οι επιπρόσθετες αυτές απαιτήσεις αυξάνουν το επίπεδο εναρμόνισης των καλυμμένων ομολόγων εντός της Ένωσης, εξυπηρετούν τον συγκεκριμένο σκοπό να καθοριστούν οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου οι επενδυτές καλυμμένων ομολόγων να απολαμβάνουν μία τέτοια προνομιακή αντιμετώπιση και δεν έχουν εφαρμογή εκτός του πλαισίου του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(3)

Άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις, όπως οι κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμοί (ΕΕ) 2015/35 (5) και (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής (6) και η οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), παραπέμπουν επίσης στον ορισμό της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, ως σημείο αναφοράς για τον προσδιορισμό των καλυμμένων ομολόγων που επωφελούνται από την προνομιακή αντιμετώπιση για επενδυτές σε καλυμμένα ομόλογα δυνάμει των εν λόγω πράξεων. Ωστόσο, η διατύπωση των εν λόγω πράξεων διαφέρει ανάλογα με τον σκοπό και το αντικείμενό τους και, ως εκ τούτου, δεν χρησιμοποιείται με συνέπεια ο όρος «καλυμμένα ομόλογα».

(4)

Συνολικά, η αντιμετώπιση των καλυμμένων ομολόγων μπορεί να θεωρηθεί εναρμονισμένη όσον αφορά τις προϋποθέσεις επένδυσης σε καλυμμένα ομόλογα. Υφίσταται, ωστόσο, έλλειψη εναρμόνισης στην Ένωση όσον αφορά τις προϋποθέσεις έκδοσης καλυμμένων ομολόγων και αυτό έχει ποικίλες συνέπειες. Πρώτον, μέσα που διαφέρουν τόσο ως προς τη φύση τους όσο και ως προς το επίπεδο κινδύνου και προστασίας των επενδυτών τυγχάνουν ίσης προνομιακής αντιμετώπισης. Δεύτερον, οι διαφορές μεταξύ των εθνικών πλαισίων ή η απουσία τέτοιου πλαισίου και η έλλειψη ενός κοινώς αποδεκτού ορισμού του όρου ‘καλυμμένο ομόλογο’ θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εμπόδια για την ανάπτυξη μιας πραγματικά ολοκληρωμένης ενιαίας αγοράς για καλυμμένα ομόλογα. Τρίτον, οι διαφορές των διασφαλίσεων που παρέχουν οι εθνικοί κανόνες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν κινδύνους για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, καθώς τα καλυμμένα ομόλογα με διαφορετικά επίπεδα προστασίας των επενδυτών μπορούν να αγοραστούν σε όλη την Ένωση και να τύχουν της προνομιακής αντιμετώπισης που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σε άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις.

(5)

Με την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των εθνικών πλαισίων, βασισμένη σε ορισμένες βέλτιστες πρακτικές, αναμένεται, επομένως, να διασφαλιστεί η ομαλή και συνεχής ανάπτυξη αγορών καλυμμένων ομολόγων που να λειτουργούν εύρυθμα στην Ένωση και να περιοριστούν οι πιθανοί κίνδυνοι και τα τρωτά σημεία για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα. Με αυτήν την εναρμόνιση βάσει αρχών αναμένεται να καθιερωθεί μια κοινή βάση για την έκδοση όλων των καλυμμένων ομολόγων στην Ένωση. Για την εναρμόνιση απαιτείται από όλα τα κράτη μέλη να καθιερώσουν πλαίσια για τα καλυμμένα ομόλογα, τα οποία αναμένεται να διευκολύνουν επίσης την ανάπτυξη των αγορών καλυμμένων ομολόγων στα κράτη μέλη όπου δεν υφίσταται τέτοια αγορά. Μια τέτοια αγορά θα εξασφαλίσει σταθερή πηγή χρηματοδότησης για τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία, στη βάση αυτή, θα είναι σε καλύτερη θέση να προσφέρουν οικονομικά προσιτά ενυπόθηκα δάνεια για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις και θα μπορούν να θέτουν στη διάθεση των επενδυτών εναλλακτικές ασφαλείς επενδύσεις.

(6)

Στη σύστασή του της 20ής Δεκεμβρίου 2012 σχετικά με τη χρηματοδότηση των πιστωτικών ιδρυμάτων (8), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου («ΕΣΣΚ») κάλεσε τις εθνικές αρμόδιες αρχές και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) («EBA»), που συγκροτήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), να προσδιορίσουν τις βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τα καλυμμένα ομόλογα και να ενθαρρύνουν την εναρμόνιση των εθνικών πλαισίων. Συνέστησε επίσης τον συντονισμό, από την EBA, των μέτρων που λαμβάνουν οι εθνικές αρμόδιες αρχές, ιδίως σε σχέση με την ποιότητα και τον διαχωρισμό των συνολικών στοιχείων κάλυψης, την προστασία των καλυμμένων ομολόγων έναντι του κινδύνου πτώχευσης, τους κινδύνους ενεργητικού και παθητικού που επηρεάζουν τα συνολικά στοιχεία κάλυψης και τη δημοσιοποίηση της σύνθεσης των συνολικών στοιχείων κάλυψης. Με τη σύσταση κάλεσε επίσης την EBA να παρακολουθήσει τη λειτουργία της αγοράς των καλυμμένων ομολόγων με βάση τις βέλτιστες πρακτικές, που έχουν προσδιοριστεί από την EBA, για χρονικό διάστημα δύο ετών, ώστε να αξιολογηθεί η ανάγκη για νομοθετικά μέτρα, και ανάλογα να υποβάλει έκθεση στο ΕΣΣΚ και την Επιτροπή.

(7)

Τον Δεκέμβριο του 2013, η Επιτροπή ζήτησε τη γνωμοδότηση της EBA, σύμφωνα με το άρθρο 503 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(8)

Στην έκθεση που συνόδευε τη γνωμοδότησή της της 1ης Ιουλίου 2014, σε απάντηση τόσο στη σύσταση του ΕΣΣΚ της 20ής Δεκεμβρίου 2012, όσο και στο αίτημα της Επιτροπής για γνωμοδότηση του Δεκεμβρίου του 2013, η EBA συνέστησε την περαιτέρω σύγκλιση των εθνικών νομικών, κανονιστικών και εποπτικών πλαισίων για τα καλυμμένα ομόλογα, με σκοπό την περαιτέρω ενίσχυση μιας ενιαίας προνομιακής αντιμετώπισης στάθμισης κινδύνου των καλυμμένων ομολόγων στην Ένωση.

(9)

Όπως προβλεπόταν από το ΕΣΣΚ, η EBA παρακολούθησε τη λειτουργία της αγοράς των καλυμμένων ομολόγων με βάση τις βέλτιστες πρακτικές, όπως οριζόταν στην εν λόγω σύσταση, για δύο έτη. Με βάση την εν λόγω παρακολούθηση, η EBA παρέδωσε δεύτερη γνωμοδότηση και έκθεση σχετικά με τα καλυμμένα ομόλογα στο ΕΣΣΚ, το Συμβούλιο και την Επιτροπή στις 20 Δεκεμβρίου 2016 (10). Η εν λόγω έκθεση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι είναι απαραίτητη η περαιτέρω εναρμόνιση, για τη διασφάλιση περισσότερης συνέπειας ως προς τους ορισμούς και την κανονιστική αντιμετώπιση των καλυμμένων ομολόγων στην Ένωση. Η έκθεση κατέληγε επίσης στο συμπέρασμα ότι η εναρμόνιση θα πρέπει να βασίζεται σε υφιστάμενες αγορές που λειτουργούν εύρυθμα σε ορισμένα κράτη μέλη.

(10)

Τα καλυμμένα ομόλογα κατά παράδοση εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα. Ο εγγενής σκοπός των καλυμμένων ομολόγων είναι να παρέχει χρηματοδότηση για δάνεια και μία από τις βασικές δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι να χορηγούν δάνεια σε μεγάλη κλίμακα. Αναλόγως, προκειμένου για τα καλυμμένα ομόλογα να επωφεληθούν από την προνομιακή μεταχείριση βάσει του δικαίου της Ένωσης, απαιτείται να εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα.

(11)

Με τη διατήρηση του δικαιώματος έκδοσης καλυμμένων ομολόγων αποκλειστικά από τα πιστωτικά ιδρύματα διασφαλίζεται ότι ο εκδότης έχει τις απαραίτητες γνώσεις για τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου που σχετίζεται με τα δάνεια στα συνολικά στοιχεία κάλυψης. Διασφαλίζεται επίσης ότι ο εκδότης υπόκειται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις που προστατεύουν τους επενδυτές στο πλαίσιο του μηχανισμού διπλής προσφυγής, ο οποίος παρέχει στον επενδυτή, καθώς και στον αντισυμβαλλόμενο σε σύμβαση παραγώγων, αξίωση τόσο έναντι του εκδότη των καλυμμένων ομολόγων, όσο και έναντι των στοιχείων κάλυψης. Ως εκ τούτου, με τη διατήρηση του δικαιώματος έκδοσης καλυμμένων ομολόγων αποκλειστικά από τα πιστωτικά ιδρύματα διασφαλίζεται ότι τα καλυμμένα ομόλογα παραμένουν ένα ασφαλές και αποδοτικό εργαλείο χρηματοδότησης, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην προστασία των επενδυτών και στη χρηματοοικονομική σταθερότητα, που αποτελούν σημαντικούς στόχους δημόσιας πολιτικής υπέρ του γενικού συμφέροντος. Αυτό είναι επίσης σύμφωνο με την προσέγγιση των εθνικών αγορών που λειτουργούν εύρυθμα και στις οποίες επιτρέπεται μόνο σε πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα.

(12)

Επομένως, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι μόνο τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, επιτρέπεται να εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα δυνάμει του ενωσιακού δικαίου. Τα εξειδικευμένα ιδρύματα ενυπόθηκης πίστης χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι δεν δέχονται καταθέσεις, αλλά άλλου είδους επιστρεπτέα κεφάλαια από το κοινό, και, ως εκ τούτου, υπάγονται στον ορισμό του «πιστωτικού ιδρύματος» όπως προσδιορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Με την επιφύλαξη των βοηθητικών δραστηριοτήτων που επιτρέπονται δυνάμει του ισχύοντος εθνικού δικαίου, τα εξειδικευμένα ιδρύματα ενυπόθηκης πίστης είναι ιδρύματα τα οποία προβαίνουν μόνο σε ενυπόθηκο δανεισμό και δανεισμό σε οντότητες του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης δανείων που αγοράζονται από άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Ο κύριος σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να ρυθμίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα ως εργαλείο χρηματοδότησης, με τον καθορισμό των απαιτήσεων για τα προϊόντα και τη θέσπιση ειδικής εποπτείας στην οποία υπόκεινται τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών.

(13)

Η ύπαρξη μηχανισμού διπλής προσφυγής είναι βασική έννοια και στοιχείο πολλών υφιστάμενων εθνικών πλαισίων για τα καλυμμένα ομόλογα. Αποτελεί επίσης βασικό χαρακτηριστικό των καλυμμένων ομολόγων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ. Είναι, επομένως, αναγκαίο να διευκρινιστεί η έννοια αυτή, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι επενδυτές και οι αντισυμβαλλόμενοι σε συμβάσεις παραγώγων σε όλη την Ένωση έχουν απαίτηση τόσο έναντι του εκδότη των καλυμμένων ομολόγων, όσο και επί των στοιχείων κάλυψης, υπό εναρμονισμένες προϋποθέσεις.

(14)

Η προστασία έναντι του κινδύνου πτώχευσης θα πρέπει επίσης να αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό των καλυμμένων ομολόγων, ώστε να διασφαλιστεί η εξόφληση των επενδυτών σε καλυμμένα ομόλογα κατά τη λήξη του ομολόγου. Η αυτόματη επίσπευση της εξόφλησης, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης του εκδότη, μπορεί να διαταράξει την κατάταξη των επενδυτών σε καλυμμένα ομόλογα. Επομένως, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η εξόφληση των επενδυτών σε καλυμμένα ομόλογα σύμφωνα με το συμβατικό χρονοδιάγραμμα, ακόμη και σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης. Συνεπώς, η προστασία έναντι του κινδύνου πτώχευσης είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον μηχανισμό διπλής προσφυγής και θα πρέπει, επομένως, να αποτελεί επίσης βασικό χαρακτηριστικό του πλαισίου για τα καλυμμένα ομόλογα.

(15)

Άλλο βασικό χαρακτηριστικό των υφιστάμενων εθνικών πλαισίων για τα καλυμμένα ομόλογα είναι η απαίτηση τα στοιχεία κάλυψης να είναι πολύ υψηλής ποιότητας, προκειμένου να διασφαλίζεται η ανθεκτικότητα των συνολικών στοιχείων κάλυψης. Τα στοιχεία κάλυψης έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με απαιτήσεις πληρωμής και με τα στοιχεία εξασφάλισης που εξασφαλίζουν τα εν λόγω στοιχεία κάλυψης. Είναι, επομένως, σκόπιμο να καθοριστούν τα γενικά ποιοτικά χαρακτηριστικά των επιλέξιμων στοιχείων κάλυψης.

(16)

Τα στοιχεία ενεργητικού που απαριθμούνται στο άρθρο 129 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θα πρέπει να είναι επιλέξιμα στοιχεία κάλυψης εντός ενός πλαισίου για τα καλυμμένα ομόλογα. Στοιχεία κάλυψης τα οποία έχουν παύσει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του άρθρου 129 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού θα πρέπει να εξακολουθούν να είναι επιλέξιμα στοιχεία κάλυψης δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας, με την προϋπόθεση ότι πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Άλλα στοιχεία κάλυψης παρόμοιας υψηλής ποιότητας μπορούν επίσης να είναι επιλέξιμα δυνάμει της παρούσας οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία κάλυψης πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων σε σχέση με τα στοιχεία εξασφάλισης που εξασφαλίζουν την απαίτηση πληρωμής. Για τα ενσώματα στοιχεία εξασφάλισης, η κυριότητα θα πρέπει να καταγράφεται σε δημόσιο μητρώο, προκειμένου να διασφαλίζεται η εκτελεστότητα. Όταν δεν υπάρχει δημόσιο μητρώο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν μια εναλλακτική μορφή πιστοποίησης της κυριότητας και των απαιτήσεων που να είναι συγκρίσιμη με αυτήν που παρέχεται από την καταχώριση του βεβαρημένου ενσώματου στοιχείου σε δημόσιο μητρώο. Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη κάνουν χρήση αυτής της εναλλακτικής μορφής πιστοποίησης, θα πρέπει επίσης να προβλέπουν διαδικασία για την εισαγωγή αλλαγών στον τρόπο καταγραφής της κυριότητας και των απαιτήσεων. Τα ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων θα πρέπει να είναι επιλέξιμα στοιχεία κάλυψης δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β) της παρούσας οδηγίας, ανάλογα με το αν συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 129 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Τα ανοίγματα έναντι ασφαλιστικών επιχειρήσεων θα πρέπει επίσης να είναι επιλέξιμα στοιχεία κάλυψης δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας. Τα δάνεια προς δημόσιες επιχειρήσεις ή με την εγγύηση δημόσιων επιχειρήσεων, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής (11), μπορούν να είναι επιλέξιμα στοιχεία κάλυψης, υπό την προϋπόθεση ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις παρέχουν βασικές δημόσιες υπηρεσίες για τη διατήρηση κοινωνικών δραστηριοτήτων κρίσιμης σημασίας.

Επιπλέον, αυτές οι δημόσιες επιχειρήσεις θα πρέπει να παρέχουν τις υπηρεσίες τους βάσει παραχώρησης ή έγκρισης από δημόσια αρχή, να υπόκεινται σε δημόσια εποπτεία και να διαθέτουν επαρκείς εξουσίες για τη δημιουργία εσόδων, ώστε να εξασφαλίζουν τη φερεγγυότητά τους. Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη αποφασίζουν να αποδεχτούν, στο εθνικό τους πλαίσιο, στοιχεία ενεργητικού υπό μορφή δανείων προς δημόσιες επιχειρήσεις ή με την εγγύηση δημόσιων επιχειρήσεων, θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τον πιθανό αντίκτυπο στον ανταγωνισμό από το γεγονός ότι τέτοια στοιχεία ενεργητικού γίνονται αποδεκτά. Ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να θεωρούνται δημόσιες επιχειρήσεις. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να προβλέπουν στα εθνικά τους πλαίσια ότι ορισμένα στοιχεία ενεργητικού αποκλείονται από το να είναι επιλέξιμα για να περιληφθούν στα συνολικά στοιχεία κάλυψης. Για να είναι σε θέση οι επενδυτές σε καλυμμένα ομόλογα να αξιολογούν καλύτερα τον κίνδυνο ενός προγράμματος καλυμμένων ομολόγων, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να προβλέπουν κανόνες για τη διαφοροποίηση των κινδύνων σε σχέση με τη διασπορά και τη σημαντική συγκέντρωση, για τον αριθμό των δανείων ή των ανοιγμάτων στα συνολικά στοιχεία κάλυψης και για τον αριθμό των αντισυμβαλλομένων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίζουν ποιο είναι το κατάλληλο επίπεδο διασποράς και σημαντικής συγκέντρωσης που απαιτείται δυνάμει του εθνικού τους δικαίου.

(17)

Τα καλυμμένα ομόλογα έχουν συγκεκριμένα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά που αποσκοπούν στη διαρκή προστασία των επενδυτών. Τα εν λόγω χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν την απαίτηση οι επενδυτές σε καλυμμένα ομόλογα να έχουν απαίτηση όχι μόνο έναντι του εκδότη, αλλά και επί στοιχείων ενεργητικού στα συνολικά στοιχεία κάλυψης. Οι εν λόγω διαρθρωτικές απαιτήσεις που σχετίζονται με τα προϊόντα διαφέρουν από τις προληπτικές απαιτήσεις που ισχύουν για πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα. Οι πρώτες δεν θα πρέπει να εστιάζουν στην εξασφάλιση της προληπτικής υγείας του εκδίδοντος ιδρύματος, αλλά να στοχεύουν στην προστασία των επενδυτών, μέσω της επιβολής ειδικών απαιτήσεων στο ίδιο το καλυμμένο ομόλογο. Πέρα από την ειδική απαίτηση χρήσης στοιχείων κάλυψης υψηλής ποιότητας, είναι επίσης σκόπιμο να ρυθμιστούν οι γενικές απαιτήσεις που αφορούν τα χαρακτηριστικά των συνολικών στοιχείων κάλυψης, με σκοπό την περαιτέρω ενίσχυση της προστασίας των επενδυτών. Οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν ειδικούς κανόνες με στόχο την προστασία των συνολικών στοιχείων κάλυψης, όπως κανόνες σχετικά με τον διαχωρισμό των στοιχείων κάλυψης. Ο διαχωρισμός μπορεί να επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του ισολογισμού, μέσω οντότητας ειδικού σκοπού ή με άλλα μέσα. Ωστόσο, σκοπός του διαχωρισμού των συνολικών στοιχείων κάλυψης είναι νόμιμα να μη διαθέτουν πρόσβαση σε αυτά άλλοι πιστωτές πέραν των επενδυτών σε καλυμμένα ομόλογα.

(18)

Η τοποθεσία των στοιχείων εξασφάλισης θα πρέπει επίσης να ρυθμίζεται, ώστε να διασφαλίζεται η επιβολή των δικαιωμάτων των επενδυτών. Είναι επίσης σημαντικό τα κράτη μέλη να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τη σύνθεση των συνολικών στοιχείων κάλυψης. Επιπλέον, στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να καθοριστούν απαιτήσεις κάλυψης, υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να επιτρέπουν διάφορα μέσα για τον μετριασμό κινδύνων όπως εκείνων που έχουν σχέση με τα συναλλάγματα και τα επιτόκια. Ο υπολογισμός της κάλυψης και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι συμβάσεις παραγώγων μπορούν να περιληφθούν στα συνολικά στοιχεία κάλυψης θα πρέπει επίσης να καθοριστούν, ώστε να διασφαλιστεί ότι τα συνολικά στοιχεία κάλυψης υπόκεινται σε κοινά υψηλά πρότυπα ποιότητας σε όλη την Ένωση. Ο υπολογισμός της κάλυψης θα πρέπει να ακολουθεί την αρχή της ονομαστικής αξίας για το κεφάλαιο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν άλλη μέθοδο υπολογισμού εκτός της αρχής της ονομαστικής αξίας, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω άλλη μέθοδος αποτελεί πιο συνετή προσέγγιση, δηλαδή δεν οδηγεί σε υψηλότερο δείκτη κάλυψης, στον οποίο τα στοιχεία κάλυψης είναι ο αριθμητής και οι υποχρεώσεις από καλυμμένα ομόλογα είναι ο παρονομαστής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν ένα επίπεδο υπερεξασφάλισης των καλυμμένων ομολόγων που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα τα οποία βρίσκονται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, υψηλότερο από την απαίτηση κάλυψης της παρούσας οδηγίας.

(19)

Ορισμένα κράτη μέλη απαιτούν ήδη την εκτέλεση ειδικών καθηκόντων από υπεύθυνο παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων κάλυψης όσον αφορά την ποιότητα των επιλέξιμων στοιχείων ενεργητικού και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με εθνικές απαιτήσεις κάλυψης. Είναι επομένως σημαντικό, προκειμένου να εναρμονιστεί η αντιμετώπιση των καλυμμένων ομολόγων σε όλη την Ένωση, να καθοριστούν με σαφήνεια τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις του υπευθύνου παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων κάλυψης, στις περιπτώσεις που αυτός απαιτείται από το εθνικό πλαίσιο. Η ύπαρξη υπευθύνου παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων κάλυψης δεν αίρει τις υποχρεώσεις των αρμόδιων εθνικών αρχών όσον αφορά τη δημόσια εποπτεία των καλυμμένων ομολόγων, ιδίως όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις διατάξεις εθνικού δικαίου που μεταφέρουν την παρούσα οδηγία.

(20)

Το άρθρο 129 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθορίζει ορισμένες προϋποθέσεις που οφείλουν να πληρούν καλυμμένα ομόλογα εξασφαλισμένα από οντότητες τιτλοποίησης. Μια από αυτές τις προϋποθέσεις αφορά τον βαθμό στον οποίο μπορούν να χρησιμοποιούνται στοιχεία κάλυψης αυτού του είδους και περιορίζει τη χρήση των εν λόγω δομών στο 10 % του ποσού των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων. Η προϋπόθεση αυτή μπορεί να αρθεί από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Η Επιτροπή, κατόπιν εξέτασης της σκοπιμότητας της εν λόγω απαλλαγής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δυνατότητα χρήσης θέσεων σε τιτλοποίηση ή καλυμμένων ομολόγων ως στοιχείων κάλυψης για την έκδοση καλυμμένων ομολόγων θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο για άλλα καλυμμένα ομόλογα («ενδοομιλικές δομές ομαδοποίησης καλυμμένων ομολόγων») και θα πρέπει να επιτρέπεται χωρίς περιορισμό με βάση το ποσό των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων. Για να εξασφαλίζεται το βέλτιστο επίπεδο διαφάνειας, τα συνολικά στοιχεία κάλυψης για καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί εκτός ομίλου δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί από διαφορετικά πιστωτικά ιδρύματα εντός του ίδιου ομίλου. Επιπλέον, δεδομένου ότι η χρήση ενδοομιλικών δομών ομαδοποίησης καλυμμένων ομολόγων παρέχει απαλλαγή από τα όρια για τα ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία θεσπίζονται στο άρθρο 129 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, θα πρέπει να απαιτείται τα καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί τόσο εντός ομίλου όσο και εκτός ομίλου να πληρούν τις προϋποθέσεις για την πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας κατά τη χρονική στιγμή της έκδοσης ή, σε περίπτωση μεταγενέστερης μεταβολής της βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας και με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, τις προϋποθέσεις για τη δεύτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας. Σε περίπτωση που τα καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί εντός ομίλου ή εκείνα που έχουν εκδοθεί εκτός ομίλου παύουν να πληρούν την εν λόγω απαίτηση, τα καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί εντός ομίλου δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις ως επιλέξιμα στοιχεία ενεργητικού δυνάμει του άρθρου 129 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά συνέπεια, τα καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί εκτός ομίλου στο πλαίσιο των σχετικών συνολικών στοιχείων ενεργητικού δεν επωφελούνται από την απαλλαγή του άρθρου 129 παράγραφος 1β του εν λόγω κανονισμού.

Σε περίπτωση που τα εν λόγω καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί εντός ομίλου παύουν να συμμορφώνονται με τη σχετική απαίτηση περί βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας, θα πρέπει ωστόσο να εξακολουθούν να αποτελούν επιλέξιμα στοιχεία κάλυψης για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφώνονται με όλες τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, και, κατά συνέπεια, τα καλυμμένα ομόλογα τα οποία έχουν εκδοθεί εκτός ομίλου, είναι εξασφαλισμένα με τα εν λόγω καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί εντός ομίλου ή με άλλα στοιχεία ενεργητικού και συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να μπορούν να χρησιμοποιούν το σήμα «Ευρωπαϊκά Καλυμμένα Ομόλογα». Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν την επιλογή να επιτρέπουν τη χρήση των δομών αυτών. Ως εκ τούτου, για να είναι όντως διαθέσιμη η εν λόγω επιλογή για πιστωτικά ιδρύματα που ανήκουν σε όμιλο με παρουσία σε διαφορετικά κράτη μέλη, θα πρέπει όλα τα σχετικά κράτη μέλη να έχουν κάνει χρήση της εν λόγω επιλογής και να έχουν μεταφέρει τη σχετική διάταξη στη νομοθεσία τους.

(21)

Τα μικρά πιστωτικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά την έκδοση καλυμμένων ομολόγων, καθώς η δημιουργία προγραμμάτων καλυμμένων ομολόγων συχνά συνεπάγεται υψηλό προκαταβολικό κόστος. Η ρευστότητα είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντική στις αγορές καλυμμένων ομολόγων και καθορίζεται, σε μεγάλο βαθμό, από τον όγκο των ανεξόφλητων ομολόγων. Είναι, επομένως, σκόπιμο να επιτραπεί η κοινή χρηματοδότηση από δύο ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να καταστεί δυνατή η έκδοση καλυμμένων ομολόγων από μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτό θα έδινε δυνατότητα να συγκεντρώνονται στοιχεία κάλυψης από αρκετά πιστωτικά ιδρύματα ως στοιχεία κάλυψης για καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί από ένα πιστωτικό ίδρυμα και θα διευκόλυνε την έκδοση καλυμμένων ομολόγων στα κράτη μέλη όπου δεν υφίσταται επί του παρόντος καλά αναπτυγμένη αγορά καλυμμένων ομολόγων. Οι απαιτήσεις για τη χρήση συμβάσεων κοινής χρηματοδότησης θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα στοιχεία κάλυψης που πωλούνται ή, σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος έχει επιτρέψει την εν λόγω δυνατότητα, μεταβιβάζονται μέσω συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας σύμφωνα με την οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) στα εκδίδοντα πιστωτικά ιδρύματα πληρούν τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας και διαχωρισμού για τα στοιχεία κάλυψης, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

(22)

Η διαφάνεια των συνολικών στοιχείων κάλυψης που εξασφαλίζουν το καλυμμένο ομόλογο είναι ουσιώδες μέρος του εν λόγω είδους χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς ενισχύει τη συγκρισιμότητα και δίνει στους επενδυτές τη δυνατότητα να προβαίνουν στην απαραίτητη αξιολόγηση των κινδύνων. Το ενωσιακό δίκαιο περιλαμβάνει κανόνες για την κατάρτιση, έγκριση και διανομή του ενημερωτικού δελτίου που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά που βρίσκεται ή λειτουργεί σε κράτος μέλος. Με την πάροδο του χρόνου, δρομολογήθηκαν συμπληρωματικά προς το εν λόγω ενωσιακό δίκαιο αρκετές πρωτοβουλίες από τους εθνικούς νομοθέτες και τους συμμετέχοντες στην αγορά σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σε επενδυτές σε καλυμμένα ομόλογα. Είναι, ωστόσο, απαραίτητο να διευκρινιστεί στο ενωσιακό δίκαιο το ελάχιστο κοινό επίπεδο πληροφόρησης στο οποίο θα πρέπει να έχουν πρόσβαση οι επενδυτές πριν ή κατά την αγορά καλυμμένων ομολόγων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα συμπλήρωσης των εν λόγω ελάχιστων απαιτήσεων με επιπλέον διατάξεις.

(23)

Βασικό στοιχείο της διασφάλισης της προστασίας των επενδυτών σε καλυμμένα ομόλογα είναι ο περιορισμός του κινδύνου ρευστότητας του μέσου. Τούτο είναι κρίσιμο για τη διασφάλιση της έγκαιρης αποπληρωμής των υποχρεώσεων που απορρέουν από το καλυμμένο ομόλογο. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία κάλυψης, με σκοπό την αντιμετώπιση κινδύνων έλλειψης ρευστότητας, όπως οι αναντιστοιχίες στη ληκτότητα και τα επιτόκια, οι διακοπές πληρωμών, οι κίνδυνοι επικάλυψης, οι υποχρεώσεις πληρωμής που συνδέονται με συμβάσεις παραγώγων και άλλες λειτουργικές υποχρεώσεις που λήγουν εντός του προγράμματος καλυμμένων ομολόγων. Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αντιμετωπίζει καταστάσεις όπου καθίσταται δυσχερής η συμμόρφωση με την απαίτηση περί αποθέματος ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία κάλυψης, για παράδειγμα σε περιόδους ακραίων καταστάσεων όπου το απόθεμα ασφάλειας χρησιμοποιείται για την κάλυψη εκροών. Οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία θα πρέπει να παρακολουθούν τη συμμόρφωση με την απαίτηση περί αποθέματος ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία κάλυψης και, εάν χρειάζεται, να λαμβάνουν μέτρα που διασφαλίζουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα συμμορφώνεται με την απαίτηση περί αποθέματος. Το απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία κάλυψης διαφέρει από τις γενικές απαιτήσεις ρευστότητας που επιβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης, καθώς το απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας σχετίζεται άμεσα με τα συνολικά στοιχεία κάλυψης και αποσκοπεί στον περιορισμό συγκεκριμένων κινδύνων ρευστότητας. Για να ελαχιστοποιηθεί η κανονιστική επιβάρυνση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιτρέπουν τη δέουσα αλληλεπίδραση με τις απαιτήσεις ρευστότητας που προβλέπονται σε άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης και εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς από το απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία κάλυψης. Επομένως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν ότι, έως την ημερομηνία τροποποίησης των εν λόγω νομικών πράξεων της Ένωσης, η απαίτηση περί αποθέματος ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία κάλυψης έχει εφαρμογή μόνο αν δεν επιβάλλεται άλλη απαίτηση ρευστότητας στο πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο κατά την περίοδο που καλύπτεται από αυτές τις άλλες απαιτήσεις.

Με τις εν λόγω αποφάσεις θα πρέπει να αποφεύγεται η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να καλύπτουν τις ίδιες εκροές με διαφορετικά ρευστά στοιχεία ενεργητικού για την ίδια περίοδο. Η δυνατότητα των κρατών μελών να αποφασίζουν τη μη εφαρμογή του αποθέματος ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία ενεργητικού θα πρέπει να επαναξιολογείται στο πλαίσιο των μελλοντικών αλλαγών στις απαιτήσεις ρευστότητας για τα πιστωτικά ιδρύματα βάσει του ενωσιακού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του εφαρμοστέου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 460 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι κίνδυνοι ρευστότητας θα μπορούσαν να αντιμετωπίζονται με μέσα διαφορετικά από την παροχή ρευστών στοιχείων ενεργητικού, για παράδειγμα με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων που υπόκεινται σε δομές επεκτάσιμης ληκτότητας των οποίων οι παράγοντες ενεργοποίησης αφορούν την έλλειψη ρευστότητας ή τις ακραίες καταστάσεις. Στις εν λόγω περιπτώσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιτρέπουν να βασίζεται ο υπολογισμός του αποθέματος ασφάλειας ρευστότητας στην τελική ημερομηνία λήξης του καλυμμένου ομολόγου, λαμβάνοντας υπόψη πιθανές επεκτάσεις ληκτότητας, όταν οι παράγοντες ενεργοποίησης αφορούν τους κινδύνους ρευστότητας. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιτρέπουν οι απαιτήσεις ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία κάλυψης να μην εφαρμόζονται σε καλυμμένα ομόλογα που υπόκεινται σε απαιτήσεις ισόποσης χρηματοδότησης, εάν οι εισερχόμενες πληρωμές καθίστανται απαιτητές, βάσει σύμβασης, πριν από τις εξερχόμενες πληρωμές και στο μεταξύ τοποθετούνται σε στοιχεία ενεργητικού υψηλής ρευστότητας.

(24)

Σε ορισμένα κράτη μέλη έχουν αναπτυχθεί καινοτόμες δομές για τα προφίλ ληκτότητας, με σκοπό την αντιμετώπιση πιθανών κινδύνων ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων των αναντιστοιχιών ληκτότητας. Οι εν λόγω δομές περιλαμβάνουν τη δυνατότητα επέκτασης της προγραμματισμένης ληκτότητας του καλυμμένου ομολόγου για ορισμένο χρονικό διάστημα ή τη δυνατότητα άμεσης μεταβίβασης των χρηματορροών από τα στοιχεία κάλυψης στους επενδυτές καλυμμένων ομολόγων. Για την εναρμόνιση των δομών επεκτάσιμης ληκτότητας σε όλη την Ένωση είναι σημαντικό να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τις εν λόγω δομές, ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν είναι υπερβολικά σύνθετες και δεν εκθέτουν τους επενδυτές σε αυξημένους κινδύνους. Σημαντικό χαρακτηριστικό των εν λόγω προϋποθέσεων είναι να διασφαλίζεται ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να επεκτείνει τη ληκτότητα κατά τη διακριτική του ευχέρεια. Η επέκταση της ληκτότητας θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο όταν έχουν συμβεί ή αναμένεται να συμβούν στο εγγύς μέλλον αντικειμενικά γεγονότα ενεργοποίησης που καθορίζονται σαφώς από το εθνικό δίκαιο. Τα εν λόγω γεγονότα ενεργοποίησης θα πρέπει να καθορίζονται με γνώμονα την πρόληψη της αθέτησης υποχρεώσεων, για παράδειγμα μέσω της αντιμετώπισης ελλείψεων ρευστότητας ή αδυναμιών ή διαταραχών της αγοράς. Οι επεκτάσεις θα μπορούσαν επίσης να διευκολύνουν τη συντεταγμένη εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα, δεδομένου ότι θα μπορούσαν να προβλέπονται σε περιπτώσεις αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης, προκειμένου να αποφεύγεται η εκποίηση στοιχείων ενεργητικού.

(25)

Η ύπαρξη ειδικού πλαισίου δημόσιας εποπτείας είναι στοιχείο καθορισμού των καλυμμένων ομολόγων σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ. Ωστόσο, η εν λόγω οδηγία δεν καθορίζει τη φύση και το περιεχόμενο της εν λόγω εποπτείας ή τις αρχές που θα πρέπει να είναι υπεύθυνες για την άσκηση της εν λόγω εποπτείας. Είναι επομένως σημαντικό τα συστατικά στοιχεία της εν λόγω δημόσιας εποπτείας των καλυμμένων ομολόγων να είναι εναρμονισμένα και τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των αρμόδιων εθνικών αρχών που τα εκτελούν να καθορίζονται με σαφήνεια.

(26)

Καθώς η δημόσια εποπτεία των καλυμμένων ομολόγων διακρίνεται από την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ένωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να ορίζουν για την άσκηση της δημόσιας εποπτείας των καλυμμένων ομολόγων αρμόδιες εθνικές αρχές που είναι διαφορετικές από τις αρμόδιες αρχές που ασκούν τη γενική εποπτεία του πιστωτικού ιδρύματος. Ωστόσο, για να διασφαλιστεί η συνέπεια κατά την εφαρμογή της δημόσιας εποπτείας των καλυμμένων ομολόγων στην Ένωση, είναι απαραίτητο να υποχρεούνται οι αρμόδιες αρχές που ασκούν τη δημόσια εποπτεία των καλυμμένων ομολόγων να συνεργάζονται στενά με εκείνες που ασκούν τη γενική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και με την αρχή εξυγίανσης, κατά περίπτωση.

(27)

Η δημόσια εποπτεία των καλυμμένων ομολόγων θα πρέπει να περιλαμβάνει τη χορήγηση άδειας στα πιστωτικά ιδρύματα για την έκδοση καλυμμένων ομολόγων. Δεδομένου ότι μόνο στα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να επιτρέπεται να εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα, η απόκτηση άδειας λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να αποτελεί προαπαιτούμενο για τη χορήγηση της εν λόγω άδειας. Ενώ, στα κράτη μέλη που συμμετέχουν στον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι επιφορτισμένη με την αδειοδότηση των πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (13), μόνο οι αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία θα πρέπει να είναι αρμόδιες να χορηγούν άδειες για την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και να ασκούν τη δημόσια εποπτεία των καλυμμένων ομολόγων. Ακολούθως, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, μπορούν να λάβουν άδεια για την άσκηση της δραστηριότητας έκδοσης καλυμμένων ομολόγων.

(28)

Το πεδίο εφαρμογής της άδειας θα πρέπει να αφορά το πρόγραμμα καλυμμένων ομολόγων. Το εν λόγω πρόγραμμα θα πρέπει να υπόκειται σε εποπτεία δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να διαθέτει περισσότερα του ενός προγράμματα καλυμμένων ομολόγων. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να απαιτείται χωριστή άδεια για κάθε πρόγραμμα. Ένα πρόγραμμα καλυμμένων ομολόγων μπορεί να περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα σύνολα στοιχείων κάλυψης. Η ύπαρξη περισσότερων συνόλων στοιχείων κάλυψης ή διαφορετικών εκδόσεων (διαφορετικοί διεθνείς αριθμοί αναγνώρισης τίτλων (ISIN)) στο πλαίσιο του ίδιου προγράμματος καλυμμένων ομολόγων δεν υποδηλώνει απαραίτητα την ύπαρξη πολλαπλών χωριστών προγραμμάτων καλυμμένων ομολόγων.

(29)

Τα υφιστάμενα προγράμματα καλυμμένων ομολόγων δεν θα πρέπει να απαιτείται να λάβουν νέα άδεια μόλις τεθούν σε εφαρμογή οι νέες διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, όσον αφορά καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται στο πλαίσιο υφιστάμενων προγραμμάτων καλυμμένων ομολόγων μετά την ημερομηνία εφαρμογής των διατάξεων του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να συμμορφώνονται με όλες τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Η συμμόρφωση αυτή θα πρέπει να εποπτεύεται από τις αρμόδιες αρχές που ορίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας ως μέρος της δημόσιας εποπτείας των καλυμμένων ομολόγων. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να παρέχουν οδηγίες βάσει του εθνικού δικαίου σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης μετά την ημερομηνία από την οποία τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν τις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επανεξετάζουν ένα πρόγραμμα καλυμμένων ομολόγων και να αξιολογούν την ανάγκη τροποποίησης της άδειας για το εν λόγω πρόγραμμα. Μια τέτοια ανάγκη για τροποποίηση θα μπορούσε να οφείλεται σε ουσιαστικές αλλαγές στο επιχειρηματικό μοντέλο του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα, για παράδειγμα μετά από αλλαγή του εθνικού πλαισίου καλυμμένων ομολόγων ή μετά από αποφάσεις που έλαβε το πιστωτικό ίδρυμα. Οι αλλαγές αυτές θα μπορούσαν να θεωρούνται ουσιαστικές εφόσον καθιστούν αναγκαία την επαναξιολόγηση των όρων υπό τους οποίους χορηγήθηκε άδεια για την έκδοση καλυμμένων ομολόγων.

(30)

Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος προβλέπει τον διορισμό ειδικού διαχειριστή, θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να θεσπίζει κανόνες σχετικά με τις αρμοδιότητες και τις επιχειρησιακές απαιτήσεις για τέτοιους ειδικούς διαχειριστές. Οι εν λόγω κανόνες θα μπορούσαν να αποκλείουν τη δυνατότητα του ειδικού διαχειριστή να συγκεντρώνει καταθέσεις ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια από καταναλωτές και ιδιώτες επενδυτές, αλλά να επιτρέπουν τη συγκέντρωση καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων μόνο από επαγγελματίες επενδυτές.

(31)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα και προκειμένου να διασφαλιστεί παρόμοια αντιμετώπιση και συμμόρφωση σε όλη την Ένωση, θα πρέπει να απαιτείται από τα κράτη μέλη να προβλέπουν διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα που να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν ποινικές κυρώσεις αντί διοικητικών κυρώσεων. Τα κράτη μέλη που επιλέγουν να προβλέψουν ποινικές κυρώσεις θα πρέπει να κοινοποιούν τις σχετικές διατάξεις του ποινικού δικαίου στην Επιτροπή.

(32)

Οι διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά διοικητικά μέτρα που προβλέπονται από τα κράτη μέλη θα πρέπει να πληρούν ορισμένες βασικές απαιτήσεις όσον αφορά τους αποδέκτες των εν λόγω κυρώσεων ή μέτρων, τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή τους, τις υποχρεώσεις δημοσίευσης από τις αρμόδιες αρχές που ασκούν δημόσια εποπτεία των καλυμμένων ομολόγων, την εξουσία επιβολής κυρώσεων και το επίπεδο διοικητικών χρηματικών προστίμων που μπορούν να επιβληθούν. Πριν από τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων, θα πρέπει να παρέχεται στον αποδέκτη η δυνατότητα ακρόασης. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν εξαιρέσεις από το δικαίωμα ακρόασης σε σχέση με διοικητικά μέτρα πέραν των διοικητικών κυρώσεων. Κάθε τέτοια εξαίρεση θα πρέπει να περιορίζεται σε περιπτώσεις επικείμενου κινδύνου στις οποίες απαιτείται η ανάληψη επείγουσας δράσης για την πρόληψη σημαντικών ζημιών σε τρίτους, όπως οι επενδυτές σε καλυμμένα ομόλογα, ή για την πρόληψη ή την αποκατάσταση σημαντικής ζημίας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να παρέχεται στον αποδέκτη η δυνατότητα ακρόασης μετά την επιβολή του μέτρου.

(33)

Θα πρέπει να απαιτείται από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές που ασκούν δημόσια εποπτεία των καλυμμένων ομολόγων λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, ώστε να διασφαλιστεί η συνεπής επιβολή των διοικητικών κυρώσεων και λοιπών διοικητικών μέτρων στην Ένωση, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή λοιπών διοικητικών μέτρων και του επιπέδου των εν λόγω κυρώσεων. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν διοικητικά μέτρα σε σχέση με την επέκταση της ληκτότητας στο πλαίσιο δομών επεκτάσιμης ληκτότητας. Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη προβλέπουν τέτοια μέτρα, αυτά θα μπορούσαν να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να ακυρώνουν την επέκταση της ληκτότητας και θα μπορούσαν να θεσπίζουν προϋποθέσεις για την ακύρωση αυτή, ώστε να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο ένα πιστωτικό ίδρυμα να επεκτείνει τη ληκτότητα κατά παράβαση των αντικειμενικών παραγόντων ενεργοποίησης που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο ή προκειμένου να διασφαλιστούν η χρηματοοικονομική σταθερότητα και η προστασία των επενδυτών.

(34)

Για τον εντοπισμό πιθανών παραβάσεων των απαιτήσεων για την έκδοση και την εμπορική προώθηση καλυμμένων ομολόγων, οι αρμόδιες αρχές που ασκούν δημόσια εποπτεία των καλυμμένων ομολόγων θα πρέπει να διαθέτουν τις απαραίτητες εξουσίες διερεύνησης και αποτελεσματικούς μηχανισμούς για την ενθάρρυνση της αναφοράς πιθανών ή πραγματικών παραβάσεων. Οι εν λόγω μηχανισμοί θα πρέπει να τελούν υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων άμυνας κάθε προσώπου ή οντότητας που επηρεάζεται δυσμενώς από την άσκηση των εν λόγω εξουσιών και μηχανισμών.

(35)

Οι αρμόδιες αρχές που ασκούν τη δημόσια εποπτεία των καλυμμένων ομολόγων θα πρέπει επίσης να έχουν την εξουσία επιβολής διοικητικών κυρώσεων και θέσπισης άλλων διοικητικών μέτρων, με σκοπό τη διασφάλιση του ευρύτερου δυνατού πεδίου δράσης σε περίπτωση παράβασης και τη διευκόλυνση της πρόληψης περαιτέρω παραβάσεων, ανεξάρτητα από το αν τα μέτρα αυτά συνιστούν διοικητική κύρωση ή άλλο διοικητικό μέτρο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν κυρώσεις επιπλέον των προβλεπόμενων στην παρούσα οδηγία.

(36)

Οι υφιστάμενοι εθνικοί νόμοι σχετικά με τα καλυμμένα ομόλογα χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι υπόκεινται σε λεπτομερή ρύθμιση σε εθνικό επίπεδο και σε εποπτεία της έκδοσης και των προγραμμάτων καλυμμένων ομολόγων, με σκοπό τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων των επενδυτών σε καλυμμένα ομόλογα ανά πάσα στιγμή. Η εν λόγω εποπτεία περιλαμβάνει τη συνεχή παρακολούθηση των χαρακτηριστικών του προγράμματος, τις απαιτήσεις κάλυψης και την ποιότητα των συνολικών στοιχείων κάλυψης. Ένα επαρκές επίπεδο πληροφόρησης των επενδυτών σχετικά με το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει την έκδοση καλυμμένων ομολόγων είναι βασικό στοιχείο της προστασίας των επενδυτών. Είναι, επομένως, σκόπιμο να διασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν τακτικά πληροφορίες σχετικά με τις διατάξεις εθνικού δικαίου για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας και σχετικά με τον τρόπο άσκησης της δημόσιας εποπτείας των καλυμμένων ομολόγων.

(37)

Τα καλυμμένα ομόλογα διατίθενται επί του παρόντος στην Ένωση υπό εθνικά νομίσματα και σήματα, ορισμένα εκ των οποίων έχουν καθιερωθεί, ενώ κάποια άλλα όχι. Είναι, επομένως, σκόπιμο τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα στην Ένωση να μπορούν να χρησιμοποιούν συγκεκριμένο σήμα, «Ευρωπαϊκά Καλυμμένα Ομόλογα», κατά την πώληση καλυμμένων ομολόγων τόσο σε επενδυτές της Ένωσης όσο και σε επενδυτές τρίτων χωρών, υπό την προϋπόθεση τα εν λόγω καλυμμένα ομόλογα να είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Εάν τα εν λόγω καλυμμένα ομόλογα είναι επίσης σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 129 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, θα πρέπει να παρέχεται στα πιστωτικά ιδρύματα η δυνατότητα να χρησιμοποιούν το σήμα «Ευρωπαϊκά Καλυμμένα Ομόλογα (Ανωτέρας Ποιότητας)». Το εν λόγω σήμα, το οποίο σημαίνει ότι πληρούνται συγκεκριμένες πρόσθετες απαιτήσεις που συνεπάγονται ενισχυμένη και πλήρως κατανοητή ποιότητα, μπορεί να είναι ελκυστικό ακόμη και σε κράτη μέλη με καθιερωμένα εθνικά σήματα. Στόχος των σημάτων «Ευρωπαϊκά Καλυμμένα Ομόλογα» και «Ευρωπαϊκά Καλυμμένα Ομόλογα (Ανωτέρας Ποιότητας)» είναι να γίνει πιο εύκολη για τους επενδυτές η αξιολόγηση της ποιότητας των καλυμμένων ομολόγων και, επομένως, να γίνουν πιο ελκυστικά ως επενδυτικοί φορείς τόσο εντός όσο και εκτός της Ένωσης. Η χρήση των εν λόγω δύο σημάτων θα πρέπει, ωστόσο, να είναι προαιρετική και τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να διατηρήσουν τα δικά τους πλαίσια εθνικού νομίσματος και σήμανσης, παράλληλα με τα εν λόγω δύο σήματα.

(38)

Για την αξιολόγηση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή θα πρέπει, σε στενή συνεργασία με την EBA, να παρακολουθεί την ανάπτυξη των καλυμμένων ομολόγων στην Ένωση και να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με το επίπεδο προστασίας των επενδυτών και την ανάπτυξη των αγορών καλυμμένων ομολόγων. Η έκθεση θα πρέπει επίσης να εστιάζεται στις εξελίξεις όσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού που εξασφαλίζουν την έκδοση καλυμμένων ομολόγων. Καθώς η χρήση δομών επεκτάσιμης ληκτότητας σημειώνει αύξηση, η Επιτροπή θα πρέπει, επίσης, να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία των καλυμμένων ομολόγων με δομές επεκτάσιμης ληκτότητας και τους κινδύνους και τα οφέλη που απορρέουν από την έκδοση τέτοιων καλυμμένων ομολόγων.

(39)

Μια νέα κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, με την ονομασία Ευρωπαϊκοί Εξασφαλισμένοι Τίτλοι (ΕΕΤ), τα οποία θα καλύπτονται από στοιχεία ενεργητικού που ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τα ανοίγματα σε δημόσιο χρέος και τα ενυπόθηκα δάνεια και τα οποία δεν θα είναι επιλέξιμα στοιχεία κάλυψης δυνάμει της παρούσας οδηγίας, προτάθηκε από συμμετέχοντες στην αγορά και άλλους φορείς ως πρόσθετο μέσο χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας από τις τράπεζες. Η Επιτροπή ζήτησε τη γνώμη της EBA, στις 3 Οκτωβρίου 2017, σε σχέση με την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο οι ΕΕΤ θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν τις βέλτιστες πρακτικές που καθορίστηκαν από την EBA για τα παραδοσιακά καλυμμένα ομόλογα, την κατάλληλη διαχείριση των κινδύνων που συνεπάγονται οι ΕΕΤ και τις πιθανές επιπτώσεις που θα έχει η έκδοση ΕΕΤ στο επίπεδο επιβάρυνσης των ισολογισμών των τραπεζών. Ως απάντηση, η EBA εξέδωσε έκθεση στις 24 Ιουλίου 2018. Παράλληλα με την έκθεση της EBA, η Επιτροπή δημοσίευσε μελέτη στις 12 Οκτωβρίου 2018. Η μελέτη της Επιτροπής και η έκθεση της EBA κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι απαιτείται περαιτέρω αξιολόγηση, για παράδειγμα, όσον αφορά την κανονιστική αντιμετώπιση. Η Επιτροπή θα πρέπει, επομένως, να συνεχίσει να αξιολογεί κατά πόσο θα ήταν κατάλληλο ένα νομοθετικό πλαίσιο για τους ΕΕΤ και θα πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τα πορίσματά της, συνοδευόμενη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

(40)

Δεν υπάρχει επί του παρόντος καθεστώς ισοδυναμίας για την αναγνώριση, εκ μέρους της Ένωσης, των καλυμμένων ομολόγων που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα σε τρίτες χώρες, παρά μόνο σε προληπτικό πλαίσιο, στις περιπτώσεις που παρέχεται προνομιακή αντιμετώπιση όσον αφορά τη ρευστότητα σε ορισμένα ομόλογα τρίτων χωρών, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα πρέπει, σε στενή συνεργασία με την EBA, να αξιολογήσει την ανάγκη και τη συνάφεια εισαγωγής καθεστώτος ισοδυναμίας για τους εκδότες τρίτων χωρών και τους επενδυτές σε καλυμμένα ομόλογα. Η Επιτροπή θα πρέπει, το αργότερο δύο έτη μετά την ημερομηνία από την οποία τα κράτη μέλη θα εφαρμόσουν τις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, να υποβάλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

(41)

Τα καλυμμένα ομόλογα χαρακτηρίζονται από προγραμματισμένη ληκτότητα πολλών ετών. Είναι, επομένως, απαραίτητο να συμπεριληφθούν μεταβατικά μέτρα, ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν επηρεάζονται τα καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί πριν από τις 8 Ιουλίου 2022. Τα καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί πριν από την εν λόγω ημερομηνία θα πρέπει, συνεπώς, να συνεχίζουν να συμμορφώνονται, σε συνεχή βάση, με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ και να εξαιρούνται από τις περισσότερες από τις νέες απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Τα εν λόγω καλυμμένα ομόλογα θα πρέπει να μπορούν να συνεχίσουν να αναφέρονται ως καλυμμένα ομόλογα, υπό την προϋπόθεση ότι η συμμόρφωσή τους με το άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, υπό τη μορφή που ίσχυε κατά την ημερομηνία έκδοσής τους, και με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύουν γι’ αυτά υπόκειται σε εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Η εποπτεία αυτή δεν θα πρέπει να επεκτείνεται στις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας από τις οποίες εξαιρούνται τα εν λόγω καλυμμένα ομόλογα. Σε ορισμένα κράτη μέλη, οι ISIN παραμένουν ανοικτοί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ούτως ώστε να είναι δυνατή η συνεχής έκδοση καλυμμένων ομολόγων με τον εν λόγω κωδικό, με σκοπό την αύξηση του όγκου (μέγεθος έκδοσης) του εν λόγω καλυμμένου ομολόγου (συνεχείς εκδόσεις). Τα μεταβατικά μέτρα θα πρέπει να καλύπτουν συνεχείς εκδόσεις καλυμμένων ομολόγων με ISIN που έχουν ανοίξει πριν από τις 8 Ιουλίου 2022, υπό ορισμένους περιορισμούς.

(42)

Ως αποτέλεσμα της καθιέρωσης ενιαίου πλαισίου για τα καλυμμένα ομόλογα, θα πρέπει επίσης να τροποποιηθεί η περιγραφή των καλυμμένων ομολόγων στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ. Η οδηγία 2014/59/ΕΕ ορίζει τα καλυμμένα ομόλογα μέσω παραπομπής στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ. Καθώς ο εν λόγω ορισμός θα πρέπει να τροποποιηθεί, το ίδιο θα πρέπει να συμβεί και με την οδηγία 2014/59/ΕΕ. Επιπλέον, προκειμένου να μην επηρεαστούν τα καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ πριν από τις 8 Ιουλίου 2022, τα εν λόγω καλυμμένα ομόλογα θα πρέπει να συνεχίσουν να αναφέρονται ως καλυμμένα ομόλογα έως τη λήξη τους. Συνεπώς, οι οδηγίες 2009/65/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως.

(43)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (14), τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να επισυνάπτουν στην κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, όταν δικαιολογείται, και ένα ή περισσότερα έγγραφα που διευκρινίζουν τον δεσμό ανάμεσα στα στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα τμήματα των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι αιτιολογημένη.

(44)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση κοινού πλαισίου για τα καλυμμένα ομόλογα ώστε να διασφαλίζεται ότι τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των καλυμμένων ομολόγων στην Ένωση αντιστοιχούν στο προφίλ χαμηλότερου κινδύνου που δικαιολογεί την προνομιακή αντιμετώπιση στην Ένωση, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της ανάγκης περαιτέρω ανάπτυξης της αγοράς καλυμμένων ομολόγων και στήριξης των διασυνοριακών επενδύσεων στην Ένωση, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(45)

Ζητήθηκε η γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία και γνωμοδότησε στις 22 Αυγούστου 2018.

(46)

Ζητήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15), η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος και γνωμοδότησε στις 12 Οκτωβρίου 2018.

(47)

Τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα επεξεργάζονται σημαντικό όγκο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η εν λόγω επεξεργασία θα πρέπει να συμμορφώνεται ανά πάσα στιγμή με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16). Ομοίως, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΒΑ, όταν αυτή, όπως απαιτείται από την παρούσα οδηγία, διατηρεί κεντρική βάση δεδομένων με διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που της κοινοποιούνται από αρμόδιες εθνικές αρχές, θα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους ακόλουθους κανόνες για την προστασία των επενδυτών όσον αφορά:

1)

τις απαιτήσεις για την έκδοση καλυμμένων ομολόγων,

2)

τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των καλυμμένων ομολόγων,

3)

τη δημόσια εποπτεία καλυμμένων ομολόγων,

4)

τις απαιτήσεις δημοσίευσης σε σχέση με τα καλυμμένα ομόλογα.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«καλυμμένο ομόλογο»: τίτλος δανειακής υποχρέωσης που εκδίδεται από πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με τις διατάξεις εθνικού δικαίου για τη μεταφορά των υποχρεωτικών απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και εξασφαλίζεται από στοιχεία κάλυψης στα οποία οι επενδυτές σε καλυμμένα ομόλογα έχουν δικαίωμα άμεσης προσφυγής ως προνομιακοί πιστωτές,

2)

«πρόγραμμα καλυμμένων ομολόγων»: τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά μιας έκδοσης καλυμμένων ομολόγων τα οποία καθορίζονται από νομικούς κανόνες και συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις, σύμφωνα με την άδεια που χορηγείται στο πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα,

3)

«συνολικά στοιχεία κάλυψης»: σαφώς καθορισμένο σύνολο στοιχείων ενεργητικού που εξασφαλίζουν τις υποχρεώσεις πληρωμής που συνδέονται με καλυμμένα ομόλογα τα οποία διαχωρίζονται από τα άλλα στοιχεία ενεργητικού που κατέχει το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα,

4)

«στοιχεία κάλυψης»: στοιχεία ενεργητικού που περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία κάλυψης,

5)

«στοιχεία εξασφάλισης»: τα ενσώματα στοιχεία ενεργητικού και τα στοιχεία ενεργητικού υπό μορφή ανοιγμάτων που εξασφαλίζουν στοιχεία κάλυψης,

6)

«διαχωρισμός»: ενέργειες που πραγματοποιούνται από πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα προκειμένου να προσδιοριστούν τα στοιχεία κάλυψης και να οριοθετηθούν νόμιμα ώστε να μην έχουν πρόσβαση σε αυτά άλλοι πιστωτές πέραν των επενδυτών σε καλυμμένα ομόλογα και των αντισυμβαλλομένων σε συμβάσεις παραγώγων,

7)

«πιστωτικό ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

8)

«εξειδικευμένο ίδρυμα ενυπόθηκης πίστης»: το πιστωτικό ίδρυμα που χρηματοδοτεί δάνεια αποκλειστικά ή κυρίως μέσω της έκδοσης καλυμμένων ομολόγων, που μπορεί σύμφωνα με τον νόμο να προβαίνει μόνο σε ενυπόθηκο δανεισμό και δανεισμό σε οντότητες του δημόσιου τομέα και που δεν επιτρέπεται να αποδέχεται καταθέσεις, αλλά μπορεί να αποδέχεται άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια από το κοινό,

9)

«αυτόματη επίσπευση»: η περίπτωση στην οποία, με την αφερεγγυότητα ή την εξυγίανση του εκδότη, ένα καλυμμένο ομόλογο καθίσταται αυτομάτως άμεσα ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και στην οποία οι επενδυτές στο καλυμμένο ομόλογο διαθέτουν εκτελεστή απαίτηση εξόφλησης σε χρόνο προγενέστερο της αρχικής ημερομηνίας λήξης,

10)

«αγοραία αξία»: για τους σκοπούς της ακίνητης περιουσίας, η αγοραία αξία όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 76) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

11)

«αξία του ενυπόθηκου ακινήτου»: για τους σκοπούς της ακίνητης περιουσίας, η αξία του ενυπόθηκου ακινήτου όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 74) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

12)

«πρωτογενή στοιχεία ενεργητικού»: κυρίαρχα στοιχεία κάλυψης που καθορίζουν τη φύση των συνολικών στοιχείων κάλυψης,

13)

«στοιχεία ενεργητικού υποκατάστασης»: στοιχεία κάλυψης που συμβάλλουν στις απαιτήσεις κάλυψης, εκτός των πρωτογενών στοιχείων ενεργητικού,

14)

«υπερεξασφάλιση»: το συνολικό νόμιμο, συμβατικό ή εθελοντικό επίπεδο εξασφάλισης που υπερβαίνει την απαίτηση κάλυψης που καθορίζεται στο άρθρο 15,

15)

«απαιτήσεις ισόποσης χρηματοδότησης»: οι κανόνες που απαιτούν οι χρηματορροές μεταξύ υποχρεώσεων και στοιχείων ενεργητικού που καθίστανται απαιτητά να αντιστοιχίζονται μέσω της διασφάλισης, με συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις, ότι οι πληρωμές από τους δανειολήπτες και τους αντισυμβαλλομένους σε συμβάσεις παραγώγων καθίστανται απαιτητές πριν από την πραγματοποίηση πληρωμών στους επενδυτές σε καλυμμένα ομόλογα και στους αντισυμβαλλομένους σε συμβάσεις παραγώγων, ότι τα ποσά που εισπράχθηκαν είναι τουλάχιστον ίσης αξίας με τις πληρωμές που θα γίνουν προς τους επενδυτές σε καλυμμένα ομόλογα και τους αντισυμβαλλομένους σε συμβάσεις παραγώγων και ότι τα ποσά που λαμβάνονται από δανειολήπτες και αντισυμβαλλομένους σε συμβάσεις παραγώγων περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία κάλυψης, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, μέχρι να καταστούν απαιτητές οι πληρωμές στους επενδυτές σε καλυμμένα ομόλογα και στους αντισυμβαλλομένους σε συμβάσεις παραγώγων,

16)

«καθαρές εκροές ρευστότητας»: όλες οι εκροές πληρωμών που καθίστανται απαιτητές σε μία ημέρα, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών κεφαλαίου και τόκων και των πληρωμών στο πλαίσιο συμβάσεων παραγώγων του προγράμματος καλυμμένων ομολόγων, αφαιρουμένων όλων των εισροών πληρωμών που καθίστανται απαιτητές την ίδια ημέρα για απαιτήσεις που συνδέονται με τα στοιχεία κάλυψης,

17)

«δομή επεκτάσιμης ληκτότητας»: ο μηχανισμός που προβλέπει τη δυνατότητα επέκτασης της προγραμματισμένης λήξης των καλυμμένων ομολόγων, για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα και σε περίπτωση επέλευσης συγκεκριμένου γεγονότος ενεργοποίησης,

18)

«δημόσια εποπτεία των καλυμμένων ομολόγων»: η εποπτεία των προγραμμάτων καλυμμένων ομολόγων με την οποία εξασφαλίζεται η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ισχύουν για την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και η επιβολή των απαιτήσεων αυτών,

19)

«ειδικός διαχειριστής»: το πρόσωπο ή η οντότητα που έχει διοριστεί για τη διαχείριση προγράμματος καλυμμένων ομολόγων, σε περίπτωση αφερεγγυότητας πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος, ή όταν έχει διαπιστωθεί ότι το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει, σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις, εάν η σχετική αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι απειλείται σοβαρά η εύρυθμη λειτουργία του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος,

20)

«εξυγίανση»: η εξυγίανση όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,

21)

«όμιλος»: ο όμιλος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 138) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

22)

«δημόσιες επιχειρήσεις»: οι δημόσιες επιχειρήσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΚΑΛΥΜΜΕΝΩΝ ΟΜΟΛΟΓΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Διπλή προσφυγή και προστασία έναντι του κινδύνου πτώχευσης

Άρθρο 4

Διπλή προσφυγή

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες που παρέχουν στους επενδυτές σε καλυμμένα ομόλογα και στους αντισυμβαλλομένους σε συμβάσεις παραγώγων που συμμορφώνονται με το άρθρο 11 δικαίωμα στις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

απαίτηση έναντι του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα,

β)

στην περίπτωση της αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα, απαίτηση προτεραιότητας έναντι του κεφαλαίου και τυχόν δεδουλευμένων και μελλοντικών τόκων σε στοιχεία κάλυψης,

γ)

στην περίπτωση της αφερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα και σε περίπτωση που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πλήρως απαίτηση προτεραιότητας όπως αναφέρεται στο στοιχείο β), απαίτηση έναντι της πτωχευτικής περιουσίας του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος της αυτής προτεραιότητας (pari passu) με τις απαιτήσεις των κοινών μη εξασφαλισμένων πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος που καθορίζονται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την κατάταξη σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

2.   Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιορίζονται στην πλήρη εξόφληση των υποχρεώσεων που συνδέονται με τα καλυμμένα ομόλογα.

3.   Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση αφερεγγυότητας εξειδικευμένου ιδρύματος ενυπόθηκης πίστης, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν κανόνες με τους οποίους δίνεται στους επενδυτές σε καλυμμένα ομόλογα και στους αντισυμβαλλομένους σε συμβάσεις παραγώγων που συμμορφώνονται με το άρθρο 11 απαίτηση με υψηλότερη προτεραιότητα από εκείνη των κοινών μη εξασφαλισμένων πιστωτών του εν λόγω εξειδικευμένου ιδρύματος ενυπόθηκης πίστης, που καθορίζεται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την κατάταξη σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, αλλά χαμηλότερη από εκείνη τυχόν άλλων προνομιακών πιστωτών.

Άρθρο 5

Προστασία καλυμμένων ομολόγων έναντι του κινδύνου πτώχευσης

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι υποχρεώσεις πληρωμής που συνδέονται με καλυμμένα ομόλογα δεν υπόκεινται σε αυτόματη επίσπευση, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Συνολικά στοιχεία κάλυψης και κάλυψη

Τμήμα I

Επιλέξιμα στοιχεία ενεργητικού

Άρθρο 6

Επιλέξιμα στοιχεία κάλυψης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν τα καλυμμένα ομόλογα να είναι ανά πάσα στιγμή εξασφαλισμένα με:

α)

στοιχεία ενεργητικού που είναι επιλέξιμα σύμφωνα με το άρθρο 129 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, υπό την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 129 παράγραφοι 1α έως 3 του εν λόγω κανονισμού,

β)

στοιχεία κάλυψης υψηλής ποιότητας με τα οποία διασφαλίζεται ότι το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα διαθέτει απαίτηση πληρωμής όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 και τα οποία εξασφαλίζονται με στοιχεία εξασφάλισης όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 ή

γ)

στοιχεία ενεργητικού υπό μορφή δανείων προς δημόσιες επιχειρήσεις ή με την εγγύηση δημόσιων επιχειρήσεων, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

2.   Η απαίτηση πληρωμής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) υπόκειται στις ακόλουθες νομικές απαιτήσεις:

α)

το στοιχείο ενεργητικού αντιπροσωπεύει απαίτηση για την πληρωμή ποσών με ελάχιστη αξία η οποία είναι προσδιοριστέα ανά πάσα στιγμή, είναι νομικά έγκυρη και εκτελεστή, δεν υπόκειται σε άλλους όρους πέραν της προϋπόθεσης ότι η απαίτηση πρέπει να λήγει σε μελλοντική ημερομηνία και είναι εξασφαλισμένη με υποθήκη, βάρος, προνόμιο ή άλλη εγγύηση,

β)

η υποθήκη, το βάρος, το προνόμιο ή η άλλη εγγύηση που εξασφαλίζει την απαίτηση πληρωμής είναι εκτελεστή,

γ)

έχουν εκπληρωθεί όλες οι νομικές απαιτήσεις για την εγγραφή της υποθήκης, του βάρους, του προνομίου ή της εγγύησης που εξασφαλίζει την απαίτηση πληρωμής,

δ)

η υποθήκη, το βάρος, το προνόμιο ή η εγγύηση που εξασφαλίζει την απαίτηση πληρωμής επιτρέπει στο πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα να ανακτήσει την αξία της απαίτησης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Τα κράτη μέλη απαιτούν τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα να αξιολογούν την εκτελεστότητα των απαιτήσεων πληρωμής και τη δυνατότητα ρευστοποίησης των στοιχείων εξασφάλισης, πριν τα συμπεριλάβουν στα συνολικά στοιχεία κάλυψης.

3.   Τα στοιχεία εξασφάλισης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) πληρούν μία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

για τα ενσώματα στοιχεία εξασφάλισης, υφίστανται πρότυπα αποτίμησης γενικώς αποδεκτά από τους εμπειρογνώμονες τα οποία είναι κατάλληλα για το συγκεκριμένο ενσώματο στοιχείο εξασφάλισης και υπάρχει δημόσιο μητρώο στο οποίο καταγράφονται η κυριότητα και οι απαιτήσεις επί των εν λόγω ενσώματων στοιχείων εξασφάλισης ή

β)

για τα στοιχεία ενεργητικού υπό μορφή ανοιγμάτων, η ασφάλεια και η ευρωστία του αντισυμβαλλομένου στο άνοιγμα τεκμαίρεται από τη φοροδοτική ικανότητά του ή από το γεγονός ότι η επιχειρησιακή ευρωστία και η οικονομική φερεγγυότητά του τελούν υπό συνεχή δημόσια εποπτεία.

Τα ενσώματα στοιχεία εξασφάλισης που αναφέρονται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου συμβάλλουν στην κάλυψη των υποχρεώσεων που συνδέονται με το καλυμμένο ομόλογο, μέχρι το μικρότερο ποσό κεφαλαίου μεταξύ των ενυπόθηκων απαιτήσεων που συνδέονται με οποιαδήποτε ενυπόθηκη απαίτηση κύριας εξοφλητικής προτεραιότητας και του 70 % της αξίας των εν λόγω ενσώματων στοιχείων εξασφάλισης. Τα ενσώματα στοιχεία εξασφάλισης που αναφέρονται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου τα οποία εξασφαλίζουν στοιχεία ενεργητικού όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) δεν χρειάζεται να συμμορφώνονται με το όριο του 70 % ή με τα όρια του άρθρου 129 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Όταν, για τους σκοπούς του στοιχείου α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, δεν υπάρχει δημόσιο μητρώο για ένα συγκεκριμένο ενσώματο στοιχείο εξασφάλισης, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν εναλλακτική μορφή πιστοποίησης της κυριότητας και των απαιτήσεων επί του εν λόγω ενσώματου στοιχείου εξασφάλισης, στον βαθμό που η εν λόγω μορφή πιστοποίησης παρέχει προστασία που μπορεί να είναι συγκρίσιμη με την προστασία που παρέχεται από δημόσιο μητρώο, υπό την έννοια ότι επιτρέπει ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη, σύμφωνα με το δίκαιο του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που σχετίζονται με την ταυτοποίηση των βεβαρημένων ενσώματων στοιχείων εξασφάλισης, τον προσδιορισμό της κυριότητας, την τεκμηρίωση και τον προσδιορισμό των επιβαρύνσεων και την εκτελεστότητα των εμπράγματων δικαιωμάτων.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), τα καλυμμένα ομόλογα που εξασφαλίζονται με δάνεια προς δημόσιες επιχειρήσεις ή με την εγγύηση δημόσιων επιχειρήσεων ως πρωτογενή στοιχεία ενεργητικού υπόκεινται σε ελάχιστο επίπεδο υπερεξασφάλισης ύψους 10 %, και σε όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι δημόσιες επιχειρήσεις παρέχουν βασικές δημόσιες υπηρεσίες βάσει άδειας, σύμβασης παραχώρησης ή άλλης μορφής ανάθεσης από δημόσια αρχή,

β)

οι δημόσιες επιχειρήσεις υπόκεινται σε δημόσια εποπτεία,

γ)

οι δημόσιες επιχειρήσεις διαθέτουν επαρκείς εξουσίες για τη δημιουργία εσόδων, οι οποίες διασφαλίζονται από το γεγονός ότι εν λόγω δημόσιες επιχειρήσεις:

i)

διαθέτουν επαρκή ευελιξία όσον αφορά την είσπραξη και την αύξηση τελών, χρεώσεων και εισπρακτέων απαιτήσεων για την παρεχόμενη υπηρεσία, ώστε να διασφαλίζεται η οικονομική ευρωστία και η φερεγγυότητά τους,

ii)

λαμβάνουν επαρκείς επιχορηγήσεις, με νομική βάση, ώστε να διασφαλίζεται η οικονομική ευρωστία και η φερεγγυότητά τους, ως αντάλλαγμα για την παροχή βασικών δημόσιων υπηρεσιών, ή

iii)

έχουν συνάψει συμφωνία μεταφοράς κερδών και ζημιών με δημόσια αρχή.

5.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για τη μεθοδολογία και τη διαδικασία αποτίμησης των ενσώματων στοιχείων εξασφάλισης που εξασφαλίζουν στοιχεία ενεργητικού όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β). Με τους εν λόγω κανόνες διασφαλίζονται τουλάχιστον τα εξής:

α)

για κάθε ενσώματο στοιχείο εξασφάλισης, ότι υπάρχει μια τρέχουσα αποτίμηση στην αγοραία αξία ή στην αξία ενυπόθηκου ακινήτου ή σε χαμηλότερη αξία από αυτές, κατά τη συμπερίληψη του στοιχείου κάλυψης στα συνολικά στοιχεία κάλυψης,

β)

ότι η αποτίμηση διενεργείται από εκτιμητή ο οποίος διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα, την απαραίτητη ικανότητα και την απαραίτητη εμπειρία και

γ)

ότι ο εκτιμητής είναι ανεξάρτητος από τη διαδικασία λήψης πιστωτικών αποφάσεων, δεν λαμβάνει υπόψη κερδοσκοπικά στοιχεία στην αποτίμηση της αξίας του ενσώματου στοιχείου εξασφάλισης και τεκμηριώνει την αξία του ενσώματου στοιχείου εξασφάλισης με διαφανή και σαφή τρόπο.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα να διαθέτουν διαδικασίες για να ελέγχουν ότι τα ενσώματα στοιχεία εξασφάλισης που εξασφαλίζουν στοιχεία ενεργητικού όπως αναφέρεται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου είναι επαρκώς ασφαλισμένα έναντι του κινδύνου ζημίας και ότι η απαίτηση ασφάλισης διαχωρίζεται σύμφωνα με το άρθρο 12.

7.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα να τεκμηριώνουν τα στοιχεία κάλυψης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) και τη συμμόρφωση των δανειοδοτικών πολιτικών τους με τις διατάξεις μεταφοράς του παρόντος άρθρου στο εθνικό δίκαιο που μεταφέρουν το παρόν άρθρο.

8.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για τη διασφάλιση της διαφοροποίησης των κινδύνων στα συνολικά στοιχεία κάλυψης, σε σχέση με τη διασπορά και τη σημαντική συγκέντρωση, για στοιχεία ενεργητικού που δεν είναι επιλέξιμα δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο α).

Άρθρο 7

Στοιχεία εξασφάλισης που βρίσκονται εκτός της Ένωσης

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα να περιλαμβάνουν στα συνολικά στοιχεία κάλυψης στοιχεία ενεργητικού εξασφαλισμένα με στοιχεία εξασφάλισης που βρίσκονται εκτός της Ένωσης.

2.   Στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη συμπερίληψη των στοιχείων ενεργητικού όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1, διασφαλίζουν την προστασία των επενδυτών υποχρεώνοντας τα πιστωτικά ιδρύματα να επαληθεύουν ότι τα εν λόγω στοιχεία εξασφάλισης πληρούν όλες τις απαιτήσεις του άρθρου 6. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω στοιχεία εξασφάλισης παρέχουν παρόμοιο επίπεδο ασφάλειας με αυτό των στοιχείων εξασφάλισης που βρίσκονται εντός της Ένωσης και διασφαλίζουν ότι η ρευστοποίηση των εν λόγω στοιχείων εξασφάλισης είναι νόμιμα εκτελεστή κατά τρόπο ισοδύναμο, στην πράξη, με τη ρευστοποίηση στοιχείων εξασφάλισης που βρίσκονται εντός της Ένωσης.

Άρθρο 8

Ενδοομιλικές δομές ομαδοποίησης καλυμμένων ομολόγων

Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τη χρήση ενδοομιλικών δομών ομαδοποίησης καλυμμένων ομολόγων, στο πλαίσιο των οποίων καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί από πιστωτικό ίδρυμα που ανήκει σε όμιλο («καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί εντός ομίλου») χρησιμοποιούνται ως στοιχεία κάλυψης για την εξωτερική έκδοση καλυμμένων ομολόγων από άλλο πιστωτικό ίδρυμα που ανήκει στον ίδιο όμιλο («καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται εκτός ομίλου»). Οι εν λόγω κανόνες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται εντός ομίλου πωλούνται στο πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται εκτός ομίλου,

β)

τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται εντός ομίλου χρησιμοποιούνται ως στοιχεία κάλυψης στα συνολικά στοιχεία κάλυψης για τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται εκτός ομίλου και εγγράφονται στον ισολογισμό του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται εκτός ομίλου,

γ)

τα συνολικά στοιχεία κάλυψης για τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται εκτός ομίλου περιλαμβάνουν μόνο καλυμμένα ομόλογα τα οποία έχουν εκδοθεί από ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα εντός του ομίλου,

δ)

το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται εκτός ομίλου σκοπεύει να τα πωλήσει σε επενδυτές σε καλυμμένα ομόλογα εκτός του ομίλου,

ε)

τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται τόσο εντός όσο και εκτός ομίλου θεωρείται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις για την πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, όπως αναφέρεται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά την έκδοση και είναι εξασφαλισμένα με επιλέξιμα στοιχεία κάλυψης όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 της παρούσας οδηγίας,

στ)

στην περίπτωση των διασυνοριακών ενδοομιλικών δομών ομαδοποίησης καλυμμένων ομολόγων, τα στοιχεία κάλυψης των καλυμμένων ομολόγων που εκδίδονται εντός ομίλου πληρούν τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας και κάλυψης των καλυμμένων ομολόγων που εκδίδονται εκτός ομίλου.

Για τους σκοπούς του στοιχείου ε) του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 δύνανται να επιτρέπουν στα καλυμμένα ομόλογα που πληρούν τις προϋποθέσεις για τη δεύτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, μετά από αλλαγή που οδηγεί σε υποβάθμιση της πιστωτικής ποιότητας των καλυμμένων ομολόγων, να συνεχίσουν να αποτελούν μέρος μιας ενδοομιλικής δομής ομαδοποίησης καλυμμένων ομολόγων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η αλλαγή στη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας δεν οφείλεται σε παράβαση των απαιτήσεων για την άδεια, όπως αυτές ορίζονται στις διατάξεις με τις οποίες μεταφέρεται το άρθρο 19 παράγραφος 2 στο εθνικό δίκαιο. Στη συνέχεια, οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 κοινοποιούν στην EBA οποιαδήποτε απόφαση βάσει του παρόντος εδαφίου.

Άρθρο 9

Κοινή χρηματοδότηση

1.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν να χρησιμοποιούνται επιλέξιμα στοιχεία κάλυψης τα οποία έχουν δημιουργηθεί από πιστωτικό ίδρυμα και έχουν αγοραστεί από πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα, ως στοιχεία κάλυψης για την έκδοση καλυμμένων ομολόγων.

Τα κράτη μέλη ρυθμίζουν τις εν λόγω αγορές ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των απαιτήσεων των άρθρων 6 και 12.

2.   Με την επιφύλαξη της απαίτησης που ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν μεταφορές μέσω συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας σύμφωνα με την οδηγία 2002/47/ΕΚ.

3.   Με την επιφύλαξη της απαίτησης που ορίζεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο, τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να επιτρέπουν να χρησιμοποιούνται ως στοιχεία κάλυψης στοιχεία ενεργητικού που έχουν δημιουργηθεί από επιχείρηση η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα. Όταν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση της εν λόγω δυνατότητας, απαιτούν από το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα είτε να αξιολογεί τα πιστοδοτικά πρότυπα της επιχείρησης από την οποία προήλθαν τα στοιχεία κάλυψης, είτε να διενεργεί το ίδιο ενδελεχή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη.

Άρθρο 10

Σύνθεση των συνολικών στοιχείων κάλυψης

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την προστασία των επενδυτών θεσπίζοντας κανόνες σχετικά με τη σύνθεση των συνολικών στοιχείων κάλυψης. Οι εν λόγω κανόνες καθορίζουν, κατά περίπτωση, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα μπορούν να περιλαμβάνουν πρωτογενή στοιχεία ενεργητικού με διαφορετικά γνωρίσματα όσον αφορά τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, τη διάρκεια ζωής ή το προφίλ κινδύνου στα συνολικά στοιχεία κάλυψης.

Άρθρο 11

Συμβάσεις παραγώγων στα συνολικά στοιχεία κάλυψης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την προστασία των επενδυτών, επιτρέποντας τη συμπερίληψη συμβάσεων παραγώγων στα συνολικά στοιχεία κάλυψης μόνο όταν πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

οι συμβάσεις παραγώγων περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία κάλυψης αποκλειστικά για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνων, ο όγκος τους προσαρμόζεται σε περίπτωση μείωσης του αντισταθμιζόμενου κινδύνου και αφαιρούνται όταν παύει να υφίσταται ο αντισταθμιζόμενος κίνδυνος,

β)

οι συμβάσεις παραγώγων τεκμηριώνονται επαρκώς,

γ)

οι συμβάσεις παραγώγων διαχωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12,

δ)

οι συμβάσεις παραγώγων δεν μπορούν να καταγγελθούν σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος που εξέδωσε τα καλυμμένα ομόλογα,

ε)

οι συμβάσεις παραγώγων συμμορφώνονται με τους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2.   Για τους σκοπούς της εξασφάλισης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για συμβάσεις παραγώγων που περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία κάλυψης. Οι εν λόγω κανόνες προσδιορίζουν:

α)

τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τους αντισυμβαλλομένους της αντιστάθμισης κινδύνων,

β)

την απαραίτητη τεκμηρίωση που πρέπει να παρέχεται σχετικά με τις συμβάσεις παραγώγων.

Άρθρο 12

Διαχωρισμός των στοιχείων κάλυψης

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για τη ρύθμιση του διαχωρισμού των στοιχείων κάλυψης. Οι εν λόγω κανόνες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

όλα τα στοιχεία κάλυψης μπορούν να αναγνωριστούν ανά πάσα στιγμή από το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα,

β)

όλα τα στοιχεία κάλυψης υπόκεινται σε νομικά δεσμευτικό και εκτελεστό διαχωρισμό από το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα,

γ)

όλα τα στοιχεία κάλυψης προστατεύονται από τυχόν απαιτήσεις τρίτων μερών και κανένα στοιχείο κάλυψης δεν αποτελεί μέρος της πτωχευτικής περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα, μέχρι να ικανοποιηθεί η απαίτηση προτεραιότητας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β).

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα στοιχεία κάλυψης περιλαμβάνουν τυχόν εξασφαλίσεις που λαμβάνονται σε σχέση με θέσεις συμβάσεων παραγώγων.

2.   Ο διαχωρισμός των στοιχείων κάλυψης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εφαρμόζεται και στην περίπτωση αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα.

Άρθρο 13

Υπεύθυνος παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων κάλυψης

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα να διορίζουν υπεύθυνο παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων κάλυψης για την άσκηση συνεχούς παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων κάλυψης ως προς τις απαιτήσεις των άρθρων 6 έως 12 και των άρθρων 14 έως 17.

2.   Στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη κάνουν χρήση της επιλογής της παραγράφου 1, θεσπίζουν κανόνες όσον αφορά τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

τον διορισμό και την παύση του υπευθύνου παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων κάλυψης,

β)

τυχόν κριτήρια επιλεξιμότητας για τον υπεύθυνο παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων κάλυψης,

γ)

τον ρόλο και τα καθήκοντα του υπευθύνου παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων κάλυψης, μεταξύ άλλων στην περίπτωση αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα,

δ)

την υποχρέωση υποβολής αναφοράς στις αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2,

ε)

το δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων του υπευθύνου παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων κάλυψης.

3.   Στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη κάνουν χρήση της επιλογής της παραγράφου 1, ο υπεύθυνος παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων κάλυψης είναι χωριστή και ανεξάρτητη οντότητα από το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα και από τον ελεγκτή του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος.

Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, ωστόσο, να επιτρέπουν ο υπεύθυνος παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων κάλυψης να μην είναι χωριστή οντότητα από το πιστωτικό ίδρυμα («εσωτερική εποπτεία χαρτοφυλακίου»), όταν:

α)

ο υπεύθυνος παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων κάλυψης είναι ανεξάρτητος από τη διαδικασία λήψης πιστωτικών αποφάσεων του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα,

β)

με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 στοιχείο α), τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δεν είναι δυνατή η παύση του υπευθύνου παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων κάλυψης από τα καθήκοντά του χωρίς προηγούμενη έγκριση από το διοικητικό όργανο με εποπτική αρμοδιότητα του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα και

γ)

όταν αυτό είναι απαραίτητο, ο υπεύθυνος παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων κάλυψης έχει άμεση πρόσβαση στο διοικητικό όργανο με εποπτική αρμοδιότητα.

4.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την EBA, στις περιπτώσεις που κάνουν χρήση της επιλογής της παραγράφου 1.

Άρθρο 14

Πληροφόρηση των επενδυτών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τα καλυμμένα ομόλογά τους που να είναι επαρκώς λεπτομερείς, ώστε να μπορούν οι επενδυτές να αξιολογήσουν το προφίλ και τους κινδύνους του εν λόγω προγράμματος και να επιδείξουν από τη μεριά τους τη δέουσα επιμέλεια.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες παρέχονται στους επενδυτές τουλάχιστον ανά τρίμηνο και περιλαμβάνουν τις ακόλουθες ελάχιστες πληροφορίες χαρτοφυλακίου:

α)

την αξία των συνολικών στοιχείων κάλυψης και των ανεξόφλητων καλυμμένων ομόλογων,

β)

κατάλογο των διεθνών αριθμών αναγνώρισης τίτλων (ISIN) για όλες τις εκδόσεις καλυμμένων ομολόγων στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος, στα οποία έχει αποδοθεί ένας ISIN,

γ)

τη γεωγραφική κατανομή και το είδος των στοιχείων κάλυψης, το μέγεθος του δανείου τους και τη μέθοδο αποτίμησης,

δ)

λεπτομέρειες σχετικά με τον κίνδυνο αγοράς, συμπεριλαμβανομένων του κινδύνου επιτοκίου και του συναλλαγματικού κινδύνου, και με τους πιστωτικούς κινδύνους και τους κινδύνους ρευστότητας,

ε)

τη δομή ληκτότητας των στοιχείων κάλυψης και των καλυμμένων ομολόγων, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επισκόπησης των γεγονότων ενεργοποίησης της επέκτασης της ληκτότητας,

στ)

τα επίπεδα απαιτούμενης και διαθέσιμης κάλυψης, καθώς και τα επίπεδα εκ του νόμου, συμβατικής και εθελοντικής υπερεξασφάλισης,

ζ)

το ποσοστό των δανείων στα οποία θεωρείται ότι έχει επέλθει αθέτηση υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 178 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, σε κάθε περίπτωση, των δανείων που παρουσιάζουν καθυστέρηση άνω των 90 ημερών.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται εκτός ομίλου, στο πλαίσιο ενδοομιλικών δομών ομαδοποίησης καλυμμένων ομολόγων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 8, παρέχονται στους επενδυτές οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου ή σχετικός σύνδεσμος προς αυτές, όσον αφορά το σύνολο των καλυμμένων ομολόγων του ομίλου που εκδίδονται εντός ομίλου. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται στους επενδυτές τουλάχιστον σε αθροιστική βάση.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την προστασία των επενδυτών, με την απαίτηση να δημοσιεύουν τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα στον ιστότοπό τους τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στους επενδυτές, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα να δημοσιεύουν τις εν λόγω πληροφορίες σε έντυπη μορφή.

Τμήμα ΙΙ

Απαιτήσεις κάλυψης και ρευστότητας

Άρθρο 15

Απαιτήσεις κάλυψης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την προστασία των επενδυτών, με την απαίτηση συμμόρφωσης των προγραμμάτων καλυμμένων ομολόγων, ανά πάσα στιγμή, τουλάχιστον με τις απαιτήσεις κάλυψης των παραγράφων 2 έως 8.

2.   Όλες οι υποχρεώσεις των καλυμμένων ομολόγων καλύπτονται από απαιτήσεις για πληρωμή που συνδέονται με τα στοιχεία κάλυψης.

3.   Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνουν:

α)

τις υποχρεώσεις για την πληρωμή του ποσού του κεφαλαίου των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων,

β)

τις υποχρεώσεις για την πληρωμή τυχόν τόκων επί ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων,

γ)

τις υποχρεώσεις πληρωμής που συνδέονται με συμβάσεις παραγώγων που τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 11 και

δ)

τα αναμενόμενα έξοδα που σχετίζονται με τη διατήρηση και τη διαχείριση για την εκκαθάριση του προγράμματος καλυμμένων ομολόγων.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο δ), τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν τον υπολογισμό κατ’ αποκοπή ποσού.

4.   Τα ακόλουθα στοιχεία κάλυψης θεωρείται ότι συμβάλλουν στην απαίτηση κάλυψης:

α)

τα πρωτογενή στοιχεία ενεργητικού,

β)

τα στοιχεία ενεργητικού υποκατάστασης,

γ)

τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού που τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 και

δ)

απαιτήσεις για πληρωμή που συνδέονται με συμβάσεις παραγώγων που τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 11.

Οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις, στις περιπτώσεις που θεωρείται ότι έχει λάβει χώρα αθέτηση υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 178 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν συμβάλλουν στην κάλυψη.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 3 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) και της παραγράφου 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ), τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για την αποτίμηση των συμβάσεων παραγώγων.

6.   Κατά τον υπολογισμό της απαιτούμενης κάλυψης διασφαλίζεται ότι το συνολικό ποσό κεφαλαίου για όλα τα στοιχεία κάλυψης ισούται με το συνολικό ποσό κεφαλαίου των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων ή το υπερβαίνει («αρχή της ονομαστικής αξίας»).

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν άλλες αρχές υπολογισμού, υπό την προϋπόθεση να μην έχουν ως αποτέλεσμα υψηλότερο ποσοστό κάλυψης από αυτό που υπολογίστηκε σύμφωνα με την αρχή της ονομαστικής αξίας.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό τυχόν πληρωτέων τόκων σε σχέση με ανεξόφλητα καλυμμένα ομόλογα και εισπρακτέων τόκων σε σχέση με στοιχεία κάλυψης, οι οποίοι αντικατοπτρίζουν αρχές χρηστής προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με τα εφαρμοστέα λογιστικά πρότυπα.

7.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 6 πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη δύνανται, κατά τρόπο που αντικατοπτρίζει αρχές χρηστής προληπτικής εποπτείας και σύμφωνα με τα εφαρμοστέα λογιστικά πρότυπα, να επιτρέπουν να λαμβάνονται υπόψη μελλοντικοί εισπρακτέοι τόκοι επί του στοιχείου κάλυψης, αφαιρουμένων των μελλοντικών καταβλητέων τόκων επί του αντίστοιχου καλυμμένου ομολόγου, για την αντιστάθμιση τυχόν ελλείψεων στην κάλυψη της υποχρέωσης πληρωμής κεφαλαίου που συνδέεται με το καλυμμένο ομόλογο, εφόσον υπάρχει στενή αντιστοιχία όπως ορίζεται στον εφαρμοστέο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι πληρωμές που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια ζωής του στοιχείου κάλυψης και οι οποίες είναι απαραίτητες για την κάλυψη της υποχρέωσης πληρωμής που συνδέεται με το αντίστοιχο καλυμμένο ομόλογο διαχωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12 ή περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία κάλυψης με τη μορφή των στοιχείων κάλυψης που αναφέρονται στο άρθρο 6 έως ότου καταστούν απαιτητές οι πληρωμές και

β)

η προεξόφληση του στοιχείου κάλυψης είναι δυνατή μόνο με την άσκηση του δικαιώματος παράδοσης, όπως ορίζεται στον εφαρμοστέο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή, στην περίπτωση καλυμμένων ομολόγων που είναι εξοφλητέα στο άρτιο από το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα, μέσω της καταβολής, εκ μέρους του δανειολήπτη του στοιχείου κάλυψης, του ονομαστικού ποσού του εξοφλούμενου καλυμμένου ομολόγου.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο υπολογισμός των στοιχείων κάλυψης και των υποχρεώσεων βασίζονται στην ίδια μέθοδο. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν διαφορετικές μεθόδους υπολογισμού για τον υπολογισμό των στοιχείων κάλυψης από τη μια πλευρά και των υποχρεώσεων από την άλλη, υπό την προϋπόθεση η χρήση των εν λόγω διαφορετικών μεθόδων να μην έχει ως αποτέλεσμα υψηλότερο ποσοστό κάλυψης από αυτό που υπολογίστηκε χρησιμοποιώντας την ίδια μέθοδο για τον υπολογισμό τόσο των στοιχείων κάλυψης, όσο και των υποχρεώσεων.

Άρθρο 16

Απαίτηση για απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία κάλυψης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την προστασία των επενδυτών, με την απαίτηση τα συνολικά στοιχεία κάλυψης να περιέχουν, ανά πάσα στιγμή, απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας που αποτελείται από ρευστά στοιχεία ενεργητικού που μπορούν να καλύψουν την καθαρή εκροή ρευστότητας του προγράμματος καλυμμένων ομολόγων.

2.   Το απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία κάλυψης καλύπτει τη μέγιστη σωρευτική καθαρή εκροή ρευστότητας κατά τις επόμενες 180 ημέρες.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία κάλυψης, που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, αποτελείται από τα ακόλουθα είδη στοιχείων ενεργητικού, τα οποία διαχωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12 της παρούσας οδηγίας:

α)

στοιχεία ενεργητικού που θεωρούνται στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 1, επιπέδου 2Α ή επιπέδου 2Β, σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 460 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα οποία αποτιμώνται σύμφωνα με τον εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό και δεν έχουν εκδοθεί από το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει το ίδιο τα καλυμμένα ομόλογα, τη μητρική του επιχείρηση, πλην οντότητας του δημόσιου τομέα που δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα, θυγατρική του ή άλλη θυγατρική της μητρικής του επιχείρησης ή από οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση με την οποία το πιστωτικό ίδρυμα διατηρεί στενούς δεσμούς,

β)

βραχυπρόθεσμα ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων που κατατάσσονται στην πρώτη ή στη δεύτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας ή βραχυπρόθεσμες καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα που κατατάσσονται στην πρώτη, τη δεύτερη ή την τρίτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, σύμφωνα με το άρθρο 129 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν τα είδη των ρευστών στοιχείων ενεργητικού που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχεία α) και β).

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις από ανοίγματα που θεωρούνται σε αθέτηση σύμφωνα με το άρθρο 178 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν μπορούν να συμβάλλουν στο απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία κάλυψης.

4.   Στις περιπτώσεις που πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα υπόκεινται σε απαιτήσεις ρευστότητας που προβλέπονται σε άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις και οι οποίες οδηγούν σε επικάλυψη με το απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία κάλυψης, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά των παραγράφων 1, 2 και 3 για την περίοδο που προβλέπεται στις εν λόγω ενωσιακές νομικές πράξεις. Τα κράτη μέλη μπορούν να κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας μόνο έως την ημερομηνία μέχρι την οποία ισχύει τροποποίηση των εν λόγω ενωσιακών νομικών πράξεων για την εξάλειψη της επικάλυψης και ενημερώνουν την Επιτροπή και την EBA όποτε κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν να βασίζεται ο υπολογισμός του κεφαλαίου για δομές επεκτάσιμης ληκτότητας στην τελική ημερομηνία λήξης σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις του καλυμμένου ομολόγου.

6.   Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν να μην έχει εφαρμογή η παράγραφος 1 σε καλυμμένα ομόλογα που υπόκεινται σε απαιτήσεις ισόποσης χρηματοδότησης.

Άρθρο 17

Προϋποθέσεις για δομές επεκτάσιμης ληκτότητας

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την έκδοση καλυμμένων ομολόγων με δομές επεκτάσιμης ληκτότητας, στις περιπτώσεις που η προστασία των επενδυτών διασφαλίζεται τουλάχιστον από τα εξής:

α)

η ληκτότητα μπορεί να επεκταθεί μόνο με βάση αντικειμενικούς παράγοντες ενεργοποίησης που καθορίζονται στο εθνικό δίκαιο και όχι κατά τη διακριτική ευχέρεια του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα,

β)

τα γεγονότα ενεργοποίησης της επέκτασης της ληκτότητας καθορίζονται στους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις του καλυμμένου ομολόγου,

γ)

οι πληροφορίες που παρέχονται σε επενδυτές σχετικά με τη δομή ληκτότητας είναι επαρκείς, ώστε να μπορούν αυτοί να προσδιορίσουν τον κίνδυνο του καλυμμένου ομολόγου, και περιλαμβάνουν λεπτομερή περιγραφή:

i)

των γεγονότων ενεργοποίησης της επέκτασης της ληκτότητας,

ii)

των συνεπειών όσον αφορά την επέκταση της ληκτότητας της αφερεγγυότητας ή της εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα,

iii)

του ρόλου των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 και, κατά περίπτωση, του ειδικού διαχειριστή όσον αφορά την επέκταση της ληκτότητας,

δ)

η τελική ημερομηνία λήξης του καλυμμένου ομολόγου είναι προσδιορίσιμη ανά πάσα στιγμή,

ε)

στην περίπτωση της αφερεγγυότητας ή της εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος που έχει εκδώσει τα καλυμμένα ομόλογα, οι επεκτάσεις ληκτότητας δεν επηρεάζουν την κατάταξη των επενδυτών σε καλυμμένα ομόλογα ούτε τροποποιούν την ακολουθία των αρχικών προθεσμιών λήξης του προγράμματος καλυμμένων ομολόγων,

στ)

η επέκταση της ληκτότητας δεν επηρεάζει τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των καλυμμένων ομολόγων όσον αφορά τη διπλή προσφυγή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4, και την προστασία έναντι του κινδύνου πτώχευσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5.

2.   Τα κράτη μέλη που επιτρέπουν την έκδοση καλυμμένων ομολόγων με επεκτάσιμες δομές ληκτότητας ενημερώνουν την EBA αναλόγως.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΚΑΛΥΜΜΕΝΩΝ ΟΜΟΛΟΓΩΝ

Άρθρο 18

Δημόσια εποπτεία καλυμμένων ομολόγων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την προστασία των επενδυτών, με την πρόβλεψη ότι η έκδοση καλυμμένων ομολόγων υπόκειται σε δημόσια εποπτεία καλυμμένων ομολόγων.

2.   Για τους σκοπούς της δημόσιας εποπτείας των καλυμμένων ομολόγων που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη ορίζουν μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές. Ενημερώνουν την Επιτροπή και την EBA σχετικά με τις εν λόγω αρχές και αναφέρουν τυχόν καταμερισμό των λειτουργιών και των καθηκόντων τους.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 παρακολουθούν την έκδοση καλυμμένων ομολόγων, με σκοπό την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις των διατάξεων του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα καταγράφουν όλες τις συναλλαγές τους που σχετίζονται με το πρόγραμμα καλυμμένων ομολόγων και διαθέτουν επαρκή και κατάλληλα συστήματα και διαδικασίες τεκμηρίωσης.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν περαιτέρω τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων, ώστε οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου να μπορούν να λαμβάνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις των διατάξεων του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας, να ερευνούν τυχόν παραβάσεις των εν λόγω απαιτήσεων και να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά του άρθρου 23.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 έχουν την εξειδίκευση, τους πόρους, την επιχειρησιακή ικανότητα, τις εξουσίες και την ανεξαρτησία που θεωρούνται απαραίτητα για την άσκηση των λειτουργιών που αφορούν τη δημόσια εποπτεία καλυμμένων ομολόγων.

Άρθρο 19

Άδεια για προγράμματα καλυμμένων ομολόγων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την προστασία των επενδυτών, καθιστώντας υποχρεωτική τη λήψη άδειας για κάθε πρόγραμμα καλυμμένων ομολόγων πριν από την έκδοση καλυμμένων ομολόγων στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος. Τα κράτη μέλη παραχωρούν την εξουσία χορήγησης της εν λόγω άδειας στις αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2.

2.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις απαιτήσεις για την άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των εξής:

α)

επαρκούς προγράμματος λειτουργιών που καθορίζει την έκδοση των καλυμμένων ομολόγων,

β)

επαρκών πολιτικών, διαδικασιών και μεθόδων που αποσκοπούν στην προστασία των επενδυτών για την έγκριση, την τροποποίηση, την ανανέωση και την αναχρηματοδότηση δανείων που περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία κάλυψης,

γ)

της διοίκησης και του προσωπικού που ασχολούνται με το πρόγραμμα καλυμμένων ομολόγων και που έχουν επαρκή προσόντα και γνώσεις όσον αφορά την έκδοση των καλυμμένων ομολόγων και τη διαχείριση του προγράμματος καλυμμένων ομολόγων,

δ)

διοικητικής δομής των συνολικών στοιχείων κάλυψης και της παρακολούθησής τους που πληροί τις εφαρμοστέες απαιτήσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 20

Δημόσια εποπτεία των καλυμμένων ομολόγων σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης

1.   Οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 συνεργάζονται με την αρχή εξυγίανσης, σε περίπτωση εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα, ώστε να διασφαλιστεί ότι τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των επενδυτών σε καλυμμένα ομόλογα διατηρούνται, μεταξύ άλλων τουλάχιστον μέσω της επαλήθευσης της συνεχούς και χρηστής διαχείρισης του προγράμματος καλυμμένων ομολόγων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν τον διορισμό ειδικού διαχειριστή, ώστε να διασφαλιστεί ότι τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των επενδυτών σε καλυμμένα ομόλογα διατηρούνται, μεταξύ άλλων τουλάχιστον μέσω της επαλήθευσης της συνεχούς και χρηστής διαχείρισης του προγράμματος καλυμμένων ομολόγων για την περίοδο που αυτό κρίνεται αναγκαίο.

Στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη κάνουν χρήση αυτής της επιλογής, δύνανται να απαιτούν να εγκρίνονται ο διορισμός και η παύση του ειδικού διαχειριστή από τις αρμόδιες αρχές τους που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2. Τα κράτη μέλη κάνουν χρήση αυτής της επιλογής απαιτούν τουλάχιστον να ζητείται η γνώμη των εν λόγω αρμόδιων αρχών όσον αφορά τον διορισμό και την παύση του ειδικού διαχειριστή.

3.   Στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη προβλέπουν τον διορισμό ειδικού διαχειριστή σύμφωνα με την παράγραφο 2, θεσπίζουν κανόνες που καθορίζουν τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες του εν λόγω ειδικού διαχειριστή, τουλάχιστον όσον αφορά:

α)

την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που συνδέονται με τα καλυμμένα ομόλογα,

β)

τη διαχείριση και τη ρευστοποίηση στοιχείων κάλυψης, συμπεριλαμβανομένης της μεταβίβασής τους, μαζί με τις υποχρεώσεις των καλυμμένων ομολόγων, σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα,

γ)

τις νομικές πράξεις που είναι απαραίτητες για την ορθή διαχείριση των συνολικών στοιχείων κάλυψης, για τη συνεχή παρακολούθηση της κάλυψης των υποχρεώσεων που συνδέονται με τα καλυμμένα ομόλογα, για την κίνηση διαδικασιών για την επαναφορά στοιχείων ενεργητικού στα συνολικά στοιχεία κάλυψης και για τη μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού που απομένουν στην πτωχευτική περιουσία του πιστωτικού ιδρύματος που εξέδωσε τα καλυμμένα ομόλογα, μετά την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων των καλυμμένων ομολόγων.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο γ), τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στον ειδικό διαχειριστή να ενεργεί, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα, βάσει της άδειας που διαθέτει το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, υπό τις ίδιες επιχειρησιακές απαιτήσεις.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τον συντονισμό και την ανταλλαγή πληροφοριών, για τους σκοπούς της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης, μεταξύ των αρμόδιων αρχών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2, του ειδικού διαχειριστή, εφόσον έχει διοριστεί, και, σε περίπτωση εξυγίανσης, της αρχής εξυγίανσης.

Άρθρο 21

Υποβολή αναφορών στις αρμόδιες αρχές

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την προστασία των επενδυτών, απαιτώντας από τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα να υποβάλλουν αναφορές με τις πληροφορίες που καθορίζονται στην παράγραφο 2 σχετικά με τα προγράμματα καλυμμένων ομολόγων στις αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2. Η εν λόγω υποβολή αναφορών πραγματοποιείται τακτικά, καθώς και κατόπιν αιτήματος των εν λόγω αρμόδιων αρχών. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τη συχνότητα της εν λόγω τακτικής υποβολής αναφορών.

2.   Στις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών που θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 απαιτείται οι παρεχόμενες πληροφορίες να περιλαμβάνουν πληροφορίες τουλάχιστον όσον αφορά τα ακόλουθα:

α)

την επιλεξιμότητα των στοιχείων ενεργητικού και τις απαιτήσεις των συνολικών στοιχείων κάλυψης σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 11,

β)

τον διαχωρισμό των στοιχείων κάλυψης σύμφωνα με το άρθρο 12,

γ)

κατά περίπτωση, τη λειτουργία του υπευθύνου παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων κάλυψης σύμφωνα με το άρθρο 13,

δ)

τις απαιτήσεις κάλυψης σύμφωνα με το άρθρο 15,

ε)

το απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία κάλυψης σύμφωνα με το άρθρο 16,

στ)

κατά περίπτωση, τις προϋποθέσεις για δομές επεκτάσιμης ληκτότητας σύμφωνα με το άρθρο 17.

3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 από τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα προς τις αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα.

Άρθρο 22

Εξουσίες των αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς της δημόσιας εποπτείας των καλυμμένων ομολόγων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την προστασία των επενδυτών, παρέχοντας στις αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 όλες τις εξουσίες εποπτείας, έρευνας και επιβολής κυρώσεων που είναι απαραίτητες για την άσκηση του καθήκοντος της δημόσιας εποπτείας καλυμμένων ομολόγων.

2.   Οι εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

την εξουσία χορήγησης ή άρνησης έγκρισης σύμφωνα με το άρθρο 19,

β)

την εξουσία τακτικής εξέτασης του προγράμματος καλυμμένων ομολόγων, με σκοπό την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας,

γ)

την εξουσία πραγματοποίησης επιτόπιων και μη επιτόπιων ελέγχων,

δ)

την εξουσία επιβολής διοικητικών κυρώσεων και λοιπών διοικητικών μέτρων σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά του άρθρου 23,

ε)

την εξουσία έγκρισης και εφαρμογής κατευθυντήριων γραμμών εποπτείας σχετικά με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων.

Άρθρο 23

Διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα

1.   Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για την καθιέρωση κατάλληλων διοικητικών κυρώσεων και λοιπών διοικητικών μέτρων που εφαρμόζονται τουλάχιστον στις εξής περιπτώσεις:

α)

πιστωτικό ίδρυμα έχει λάβει άδεια για πρόγραμμα καλυμμένων ομολόγων μέσω ψευδών δηλώσεων ή άλλου αντικανονικού τρόπου,

β)

πιστωτικό ίδρυμα δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια για πρόγραμμα καλυμμένων ομολόγων,

γ)

πιστωτικό ίδρυμα εκδίδει καλυμμένα ομόλογα, χωρίς να λάβει άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά του άρθρου 19,

δ)

πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα δεν πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά του άρθρου 4,

ε)

πιστωτικό ίδρυμα εκδίδει καλυμμένα ομόλογα που δεν πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά του άρθρου 5,

στ)

πιστωτικό ίδρυμα εκδίδει καλυμμένα ομόλογα που δεν είναι εξασφαλισμένα σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά του άρθρου 6,

ζ)

πιστωτικό ίδρυμα εκδίδει καλυμμένα ομόλογα που είναι εξασφαλισμένα με στοιχεία ενεργητικού που βρίσκονται εκτός της Ένωσης, κατά παράβαση των απαιτήσεων των διατάξεων του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά του άρθρου 7,

η)

πιστωτικό ίδρυμα εξασφαλίζει καλυμμένα ομόλογα που είναι εξασφαλισμένα σε ενδοομιλική δομή ομαδοποίησης καλυμμένων ομολόγων, κατά παράβαση των απαιτήσεων των διατάξεων του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά του άρθρου 8,

θ)

πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα δεν πληροί τις προϋποθέσεις για κοινή χρηματοδότηση που καθορίζονται στις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά του άρθρου 9,

ι)

πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα δεν πληροί τις απαιτήσεις για τη σύνθεση των συνολικών στοιχείων κάλυψης που καθορίζονται στις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά του άρθρου 10,

ια)

πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα δεν πληροί τις απαιτήσεις σχετικά με συμβάσεις παραγώγων στα συνολικά στοιχεία κάλυψης που καθορίζονται στις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά του άρθρου 11,

ιβ)

πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα δεν πληροί τις απαιτήσεις για τον διαχωρισμό των στοιχείων κάλυψης σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά του άρθρου 12,

ιγ)

πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα δεν υποβάλλει πληροφορίες ή υποβάλλει ελλιπείς ή ανακριβείς πληροφορίες, κατά παράβαση των διατάξεων του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά του άρθρου 14,

ιδ)

πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα επανειλημμένα και συστηματικά δεν διατηρεί απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία κάλυψης, κατά παράβαση των διατάξεων του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά του άρθρου 16,

ιε)

πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα με δομές επεκτάσιμης ληκτότητας δεν πληροί τις απαιτήσεις για δομές επεκτάσιμης ληκτότητας που καθορίζονται στις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά του άρθρου 17,

ιστ)

πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα δεν υποβάλλει πληροφορίες ή υποβάλλει ελλιπείς ή ανακριβείς πληροφορίες όσον αφορά τις υποχρεώσεις του, κατά παράβαση των διατάξεων του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά του άρθρου 21 παράγραφος 2.

Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίζουν να μην προβλέψουν διοικητικές κυρώσεις ή λοιπά διοικητικά μέτρα για τις παραβάσεις που υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις βάσει του εθνικού τους δικαίου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους σχετικούς κανόνες του ποινικού δικαίου.

2.   Οι κυρώσεις και τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά και περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

ανάκληση της έγκρισης για πρόγραμμα καλυμμένων ομολόγων,

β)

δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου και τη φύση της παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 24,

γ)

διαταγή προς το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και αποφυγή της επανάληψης της,

δ)

διοικητικά χρηματικά πρόστιμα.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης την αποτελεσματική επιβολή των κυρώσεων και των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή λοιπών διοικητικών μέτρων και του ύψους των διοικητικών χρηματικών προστίμων, οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 λαμβάνουν υπόψη όλες τις ακόλουθες περιστάσεις, ανάλογα με την περίπτωση:

α)

τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης,

β)

τον βαθμό ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που ευθύνεται για την παράβαση,

γ)

την οικονομική ισχύ του φυσικού ή νομικού προσώπου που ευθύνεται για την παράβαση, μεταξύ άλλων αναφορικά με τον συνολικό κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου ή το ετήσιο εισόδημα του φυσικού προσώπου,

δ)

τη σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν, λόγω της παράβασης από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ευθύνεται για την παράβαση, στον βαθμό που τα εν λόγω κέρδη ή ζημίες μπορούν να προσδιοριστούν,

ε)

τις ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που οι εν λόγω ζημίες μπορούν να προσδιοριστούν,

στ)

τον βαθμό συνεργασίας του φυσικού ή νομικού προσώπου που ευθύνεται για την παράβαση με τις αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2,

ζ)

οποιεσδήποτε προηγούμενες παραβάσεις του φυσικού ή νομικού προσώπου που ευθύνεται για την παράβαση,

η)

τυχόν πραγματικές ή πιθανές συστημικές συνέπειες της παράβασης.

5.   Σε περίπτωση που οι διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται σε νομικά πρόσωπα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης την επιβολή, από τις αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2, των διοικητικών κυρώσεων και λοιπών διοικητικών μέτρων που ορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, σε μέλη του διοικητικού οργάνου και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο που θεωρείται, δυνάμει του εθνικού δικαίου, υπαίτιο για την παράβαση.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν λάβουν απόφαση για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ή λοιπών διοικητικών μέτρων σύμφωνα με την παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 δίνουν στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο τη δυνατότητα ακρόασης. Μπορούν να εφαρμόζονται εξαιρέσεις από το δικαίωμα ακρόασης προκειμένου να εγκριθούν τα εν λόγω λοιπά διοικητικά μέτρα σε περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται η ανάληψη επείγουσας δράσης για την πρόληψη σημαντικών ζημιών σε τρίτους ή σημαντικής ζημίας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στις περιπτώσεις αυτές, παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα ακρόασης το συντομότερο δυνατό μετά την έγκριση του διοικητικού μέτρου και, εάν κριθεί απαραίτητο, το εν λόγω μέτρο αναθεωρείται.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε απόφαση επιβολής διοικητικών κυρώσεων ή λοιπών διοικητικών μέτρων που προβλέπεται στην παράγραφο 2 αιτιολογείται δεόντως και υπόκειται σε δικαίωμα προσφυγής.

Άρθρο 24

0 Δημοσίευση διοικητικών κυρώσεων και λοιπών διοικητικών μέτρων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας περιλαμβάνουν κανόνες βάσει των οποίων απαιτείται η δημοσιοποίηση των διοικητικών κυρώσεων και λοιπών διοικητικών μέτρων, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στους επίσημους ιστοτόπους των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2. Οι ίδιες υποχρεώσεις ισχύουν όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει να προβλέψει ποινικές κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

2.   Στους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 απαιτείται κατ’ ελάχιστον η δημοσιοποίηση οποιασδήποτε απόφασης κατά της οποίας δεν έχει ασκηθεί προσφυγή ή δεν μπορεί πλέον να ασκηθεί προσφυγή και η οποία επιβάλλεται λόγω παράβασης των διατάξεων του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εν λόγω δημοσιοποίηση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης, καθώς και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν περαιτέρω ότι οι εν λόγω πληροφορίες δημοσιοποιούνται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μετά την ενημέρωση του αποδέκτη σχετικά με την εν λόγω κύρωση ή μέτρο, καθώς και σχετικά με τη δημοσιοποίηση της απόφασης περί επιβολής της ποινής ή του μέτρου, στους επίσημους ιστοτόπους των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2.

4.   Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση απόφασης με την οποία επιβάλλονται κυρώσεις ή άλλα μέτρα εναντίον των οποίων εκκρεμεί προσφυγή, οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 δημοσιοποιούν επίσης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στους επίσημους ιστοτόπους τους, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της προσφυγής και τα αποτελέσματά της.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 δημοσιοποιούν την απόφαση με την οποία επιβάλλονται οι κυρώσεις ή τα μέτρα σε ανώνυμη βάση και κατά τρόπο σύμφωνο με το εθνικό δίκαιο, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν η κύρωση ή το μέτρο επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θεωρείται δυσανάλογη,

β)

όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια διεξαγόμενη ποινική έρευνα,

γ)

όταν η δημοσιοποίηση θα προξενούσε, στον βαθμό που είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αυτό, δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα πιστωτικά ιδρύματα ή φυσικά πρόσωπα.

6.   Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος δημοσιοποιεί απόφαση με την οποία επιβάλλεται κύρωση ή μέτρο σε ανώνυμη βάση, μπορεί να επιτρέπει την αναβολή της δημοσιοποίησης των σχετικών δεδομένων.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δημοσιοποιείται και κάθε τελεσίδικη δικαστική απόφαση που ακυρώνει απόφαση επιβολής κύρωσης ή μέτρου.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε δημοσιοποίηση που αναφέρεται στις παραγράφους 2 έως 6 παραμένει στους επίσημους ιστοτόπους των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2, για τουλάχιστον πέντε έτη από την ημερομηνία δημοσιοποίησής της. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσιοποίηση διατηρούνται στον επίσημο ιστότοπο μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η εν λόγω περίοδος διατήρησης καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τις προθεσμίες παραγραφής που προβλέπονται στη νομοθεσία των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει τα 10 έτη.

9.   Οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 ενημερώνουν την EBA σχετικά με οποιεσδήποτε επιβαλλόμενες διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων, όποτε συντρέχει περίπτωση, τυχόν αιτήσεων αναιρέσεως αυτών, καθώς και της έκβασής τους. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω αρμόδιες αρχές λαμβάνουν πληροφορίες και λεπτομέρειες όσον αφορά την τελική απόφαση για κάθε επιβαλλόμενη ποινική κύρωση, τις οποίες οι εν λόγω αρμόδιες αρχές υποβάλλουν και στην EBA.

10.   Η EBA διατηρεί κεντρική βάση δεδομένων με τις διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά διοικητικά μέτρα που της κοινοποιούνται. Μόνο οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 έχουν πρόσβαση στην εν λόγω βάση δεδομένων και αυτή ενημερώνεται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι εν λόγω αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 25

Υποχρεώσεις συνεργασίας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 συνεργάζονται στενά με τις αρμόδιες αρχές που ασκούν τη γενική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με το σχετικό ενωσιακό δίκαιο που είναι εφαρμοστέο στα εν λόγω ιδρύματα, καθώς και με την αρχή εξυγίανσης σε περίπτωση εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι υπάρχει στενή συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2. Η εν λόγω συνεργασία περιλαμβάνει την ανταλλαγή πληροφοριών που είναι αναγκαίες για την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων των άλλων αρχών, σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας.

3.   Για τους σκοπούς της δεύτερης περιόδου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 γνωστοποιούν:

α)

όλες τις αναγκαίες πληροφορίες κατόπιν αιτήματος άλλης αρμόδιας αρχής που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 και

β)

με δική τους πρωτοβουλία, οποιαδήποτε ουσιώδη πληροφορία σε άλλες αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 σε άλλα κράτη μέλη.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 συνεργάζονται με την EBA ή, κατά περίπτωση, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), που συγκροτήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18), για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

5.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι πληροφορίες θεωρούνται ουσιώδεις, εφόσον θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά την αξιολόγηση της έκδοσης καλυμμένων ομολόγων σε άλλο κράτος μέλος.

Άρθρο 26

Απαιτήσεις δημοσίευσης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δημοσιεύονται οι ακόλουθες πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 στους επίσημους ιστοτόπους τους:

α)

τα κείμενα των εθνικών τους νόμων, κανονισμών, διοικητικών κανόνων και γενικών κατευθυντήριων γραμμών που έχουν εγκριθεί σε σχέση με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων,

β)

ο κατάλογος πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν άδεια να εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα,

γ)

ο κατάλογος καλυμμένων ομολόγων που νομιμοποιούνται να χρησιμοποιούν το σήμα «Ευρωπαϊκό Καλυμμένο Ομόλογο» και ο κατάλογος των καλυμμένων ομολόγων που νομιμοποιούνται να χρησιμοποιούν το σήμα «Ευρωπαϊκό Καλυμμένο Ομόλογο (Ανωτέρας Ποιότητας)».

2.   Οι σύμφωνα με την παράγραφο 1 δημοσιευόμενες πληροφορίες επαρκούν για την αξιόπιστη σύγκριση των προσεγγίσεων που υιοθετούνται από τις αρμόδιες αρχές των διάφορων κρατών μελών οι οποίες έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2. Οι εν λόγω πληροφορίες επικαιροποιούνται, ώστε να λαμβάνονται υπόψη τυχόν αλλαγές.

3.   Οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 κοινοποιούν στην EBA σε ετήσια βάση τον κατάλογο των πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) και τους καταλόγους καλυμμένων ομολόγων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ).

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΣΗΜΑΝΣΗ

Άρθρο 27

Σήμανση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το σήμα «Ευρωπαϊκό Καλυμμένο Ομόλογο» και η επίσημη μετάφρασή του σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης χρησιμοποιείται μόνο για καλυμμένα ομόλογα που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το σήμα «Ευρωπαϊκό Καλυμμένο Ομόλογο (Ανωτέρας Ποιότητας)» και η επίσημη μετάφρασή του σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης χρησιμοποιείται μόνο για καλυμμένα ομόλογα τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας και πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 129 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2160 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19).

ΤΙΤΛΟΣ V

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ

Άρθρο 28

Τροποποίηση της οδηγίας 2009/65/ΕΚ

Το άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αυξήσουν το όριο του 5 % της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο σε 25 % κατ’ ανώτατο όριο, σε περίπτωση που οι ομολογίες εκδόθηκαν πριν από τις 8 Ιουλίου 2022 και πληρούσαν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία έκδοσής τους, ή σε περίπτωση που οι ομολογίες εμπίπτουν στον ορισμό των καλυμμένων ομολόγων στο άρθρο 3 σημείο 1) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1).

(*1)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/2162 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και τη δημόσια εποπτεία καλυμμένων ομολόγων και την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ (ΕΕ L328 της 18.12.2019, σ.29).»."

2)

Το τρίτο εδάφιο απαλείφεται.

Άρθρο 29

Τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ

Στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, το σημείο 96) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«96)

“καλυμμένο ομόλογο”: καλυμμένο ομόλογο όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 1) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2) ή, όσον αφορά μέσο που εκδόθηκε πριν από τις 8 Ιουλίου 2022, ομόλογο όπως αναφέρεται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3), όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία έκδοσής του

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 30

Μεταβατικά μέτρα

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί πριν από τις 8 Ιουλίου 2022 και πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία έκδοσής τους, δεν υπόκεινται στις απαιτήσεις των άρθρων 5 έως 12 και των άρθρων 15, 16, 17 και 19 της παρούσας οδηγίας, μπορούν όμως να συνεχίσουν να αναφέρονται ως καλυμμένα ομόλογα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία έως τη λήξη τους.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας παρακολουθούν τη συμμόρφωση των καλυμμένων ομολόγων που έχουν εκδοθεί πριν από τις 8 Ιουλίου 2022 με τις απαιτήσεις του άρθρου 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία έκδοσής τους, καθώς και με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, στον βαθμό που εφαρμόζονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν την παράγραφο 1 σε συνεχείς εκδόσεις καλυμμένων ομολόγων για τις οποίες το άνοιγμα του ISIN πραγματοποιήθηκε πριν από τις 8 Ιουλίου 2022 για έως 24 μήνες από την εν λόγω ημερομηνία, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω εκδόσεις συμμορφώνονται με όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

η ημερομηνία λήξης του καλυμμένου ομολόγου είναι πριν από τις 8 Ιουλίου 2027,

β)

το συνολικό μέγεθος έκδοσης των συνεχών εκδόσεων που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 8 Ιουλίου 2022 δεν υπερβαίνει το διπλάσιο του συνολικού μεγέθους έκδοσης των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων την εν λόγω ημερομηνία,

γ)

το συνολικό μέγεθος έκδοσης του καλυμμένου ομολόγου στη λήξη δεν υπερβαίνει τα 6 000 000 000 EUR ή το ισοδύναμο ποσό στο εθνικό νόμισμα,

δ)

τα στοιχεία εξασφάλισης βρίσκονται στο κράτος μέλος που εφαρμόζει την παράγραφο 1 στις συνεχείς εκδόσεις καλυμμένων ομολόγων.

Άρθρο 31

Επανεξέταση και εκθέσεις

1.   Έως τις 8 Ιουλίου 2024, η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με την EBA, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση, σχετικά με τη δυνατότητα και, αν ναι, τον τρόπο θα μπορούσε να καθιερωθεί καθεστώς ισοδυναμίας για τα πιστωτικά ιδρύματα τρίτων χωρών που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα και για τους επενδυτές στα εν λόγω καλυμμένα ομόλογα, λαμβανομένων υπόψη των διεθνών εξελίξεων στον τομέα των καλυμμένων ομολόγων, ιδίως της ανάπτυξης νομοθετικών πλαισίων σε τρίτες χώρες.

2.   Έως τις 8 Ιουλίου 2025, η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με την EBA, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας όσον αφορά το επίπεδο προστασίας των επενδυτών και σχετικά με τις εξελίξεις αναφορικά με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων στην Ένωση. Η έκθεση περιλαμβάνει τυχόν συστάσεις για περαιτέρω δράση. Η έκθεση περιλαμβάνει πληροφορίες για:

α)

τις εξελίξεις όσον αφορά τον αριθμό των αδειών έκδοσης καλυμμένων ομολόγων,

β)

τις εξελίξεις όσον αφορά τον αριθμό των καλυμμένων ομολόγων που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας και το άρθρο 129 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

γ)

τις εξελίξεις όσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού που δίνονται ως εξασφάλιση της έκδοσης καλυμμένων ομολόγων,

δ)

τις εξελίξεις όσον αφορά το επίπεδο υπερεξασφάλισης,

ε)

τις διασυνοριακές επενδύσεις σε καλυμμένα ομόλογα, περιλαμβανομένων των εισερχόμενων επενδύσεων από τρίτες χώρες και των εξερχόμενων επενδύσεων προς τρίτες χώρες,

στ)

τις εξελίξεις όσον αφορά την έκδοση καλυμμένων ομολόγων με δομές επεκτάσιμης ληκτότητας,

ζ)

τις εξελίξεις όσον αφορά τους κινδύνους και τα οφέλη της χρήσης των ανοιγμάτων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 129 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

η)

τη λειτουργία των αγορών καλυμμένων ομολόγων.

3.   Έως τις 8 Ιουλίου 2024, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες σχετικά με τα θέματα που απαριθμούνται στην παράγραφο 2.

4.   Έως τις 8 Ιουλίου 2024, η Επιτροπή, αφού αναθέσει την εκπόνηση μελέτης για την αξιολόγηση των κινδύνων και των οφελών που προκύπτουν από τα καλυμμένα ομόλογα με δομές επεκτάσιμης ληκτότητας και παραλάβει την εν λόγω μελέτη και μετά από διαβούλευση με την EBA, εκδίδει έκθεση και υποβάλλει την εν λόγω μελέτη και την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενες, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

5.   Έως τις 8 Ιουλίου 2024, η Επιτροπή εκδίδει έκθεση όσον αφορά τη δυνατότητα θέσπισης ενός μέσου διπλής προσφυγής με την ονομασία «Ευρωπαϊκοί Εξασφαλισμένοι Τίτλοι». Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο την εν λόγω έκθεση, συνοδευόμενη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

Άρθρο 32

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 8 Ιουλίου 2021, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα το αργότερο από τις 8 Ιουλίου 2022.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι τρόποι πραγματοποίησης αυτής της παραπομπής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών μέτρων εθνικού δικαίου τα οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 33

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 34

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 27 Νοεμβρίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. M. SASSOLI

Για το Συμβούλιο

H Πρόεδρος

T. TUPPURAINEN


(1)  ΕΕ C 367 της 10.10.2018, σ. 56.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2019.

(3)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(5)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/35 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 12 της 17.1.2015, σ. 1).

(6)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την απαίτηση κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας για τα πιστωτικά ιδρύματα (ΕΕ L 11 της 17.1.2015, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(8)  Σύσταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, της 20ής Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με τη χρηματοδότηση των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΣΣΚ/2012/2) (ΕΕ C 119 της 25.4.2013, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (EE L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(10)  «EBA Report on covered bonds - Recommendations on harmonisation of covered bond frameworks in the EU» (Έκθεση της EBA σχετικά με τα καλυμμένα ομόλογα — συστάσεις για την εναρμόνιση των πλαισίων των καλυμμένων ομολόγων στην ΕΕ) (2016), EBA-Op-2016-23.

(11)  Οδηγία 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2006, για τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων καθώς και για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων (ΕΕ L 318 της 17.11.2006, σ. 17).

(12)  Οδηγία 2002/47/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (EE L 168 της 27.6.2002, σ. 43).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(14)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (EE L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(19)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2160 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τα ανοίγματα υπό τη μορφή καλυμμένων ομολόγων (βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).