7.6.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 150/253


ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/878 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Μαΐου 2019

για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

H οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) εκδόθηκαν για την αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων που σημειώθηκαν κατά την περίοδο 2007-2008. Τα εν λόγω νομοθετικά μέτρα έχουν συμβάλει ουσιαστικά στην ενίσχυση του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και έχουν καταστήσει τα ιδρύματα πιο ανθεκτικά σε ενδεχόμενες μελλοντικές διαταραχές. Αν και εξαιρετικά ολοκληρωμένα, τα εν λόγω μέτρα δεν αντιμετώπισαν όλες τις διαπιστωθείσες αδυναμίες που επηρεάζουν τα ιδρύματα. Επιπλέον, ορισμένα από τα μέτρα που προτάθηκαν αρχικά υπέκειντο σε ρήτρες επανεξέτασης ή δεν ήταν επαρκώς λεπτομερή ώστε να καταστεί δυνατή η ομαλή εφαρμογή τους.

(2)

Η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο την αντιμετώπιση των θεμάτων που τίθενται όσον αφορά τις διατάξεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ οι οποίες αποδείχτηκε ότι δεν ήταν επαρκώς σαφείς και, ως εκ τούτου, στάθηκαν ανοιχτές σε διαφορετικές ερμηνείες ή διαπιστώθηκε ότι ήταν υπερβολικά επαχθείς για ορισμένα ιδρύματα. Επίσης, περιλαμβάνει προσαρμογές στην οδηγία 2013/36/ΕΕ που απαιτούνται είτε μετά την έκδοση άλλων σχετικών νομικών πράξεων της Ένωσης, όπως η οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), είτε με τις αλλαγές που προτείνονται παράλληλα στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Τέλος, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις ευθυγραμμίζουν καλύτερα το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο με τις διεθνείς εξελίξεις, προκειμένου να προωθήσουν τη συνέπεια και τη συγκρισιμότητα μεταξύ των διάφορων δικαιοδοσιών.

(3)

Οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών μπορούν να αποτελούν τις μητρικές επιχειρήσεις τραπεζικών ομίλων και απαιτείται η εφαρμογή απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης των εν λόγω εταιρειών συμμετοχών. Καθώς το ίδρυμα που ελέγχεται από τις εν λόγω εταιρείες συμμετοχών δεν μπορεί πάντα να διασφαλίζει συμμόρφωση με τις απαιτήσεις σε ενοποιημένη βάση σε ολόκληρο τον όμιλο, είναι απαραίτητο ορισμένες χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να υπαχθούν στο άμεσο πεδίο εφαρμογής των εποπτικών εξουσιών δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 προκειμένου να διασφαλίζεται συμμόρφωση σε ενοποιημένη βάση. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προβλεφθούν ειδική διαδικασία έγκρισης και άμεσες εποπτικές εξουσίες επί ορισμένων χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω εταιρείες συμμετοχών μπορούν να θεωρηθούν άμεσα υπεύθυνες για τη διασφάλιση της τήρησης των ενοποιημένων απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, χωρίς να υπόκεινται σε ατομική βάση σε πρόσθετες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας.

(4)

Η έγκριση και η εποπτεία ορισμένων χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη δυνατότητα ομίλων να αποφασίζουν, κατά την κρίση τους, σχετικά με τις ειδικές εσωτερικές ρυθμίσεις και την κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου, ώστε να διασφαλίζουν την τήρηση των ενοποιημένων απαιτήσεων, και δεν θα πρέπει να εμποδίζει την άμεση εποπτική δράση για εκείνα τα ιδρύματα του ομίλου που δραστηριοποιούνται, ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

(5)

Υπό συγκεκριμένες συνθήκες, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία συνεστήθη με σκοπό την κατοχή συμμετοχών σε επιχειρήσεις μπορεί να απαλλάσσεται από την απαίτηση έγκρισης. Μολονότι αναγνωρίζεται ότι απαλλασσόμενη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της, δεν θα πρέπει να λαμβάνει διαχειριστικές, επιχειρησιακές ή οικονομικές αποφάσεις που επηρεάζουν τον όμιλο ή τις θυγατρικές του ομίλου οι οποίες είναι ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα. Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με την εν λόγω απαίτηση, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές απαιτήσεις βάσει του εταιρικού δικαίου στο οποίο υπόκειται η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

(6)

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι επιφορτισμένη με τις κύριες αρμοδιότητες όσον αφορά την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο η αρχή ενοποιημένης εποπτείας να συμμετέχει με τον ενδεδειγμένο τρόπο στην έγκριση και εποπτεία των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών. Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η έγκριση θα πρέπει να χορηγείται με κοινή απόφαση των εν λόγω δύο αρχών. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση του καθήκοντός της όσον αφορά την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση επί των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (7), θα πρέπει επίσης να ασκεί τα καθήκοντά της σε σχέση με την έγκριση και εποπτεία των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών.

(7)

Η έκθεση της Επιτροπής της 28ης Ιουλίου 2016 για την αξιολόγηση των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές που προβλέπουν η οδηγία 2013/36/ΕΕ και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 («έκθεση της Επιτροπής της 28ης Ιουλίου 2016») αποκάλυψε ότι ορισμένες από τις αρχές της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, δηλαδή οι απαιτήσεις για την αναβολή και την πληρωμή σε μέσα, όταν εφαρμόζονται σε μικρά ιδρύματα, είναι υπερβολικά επαχθείς και δυσανάλογες ως προς τα προληπτικά τους οφέλη. Κατά τον ίδιο τρόπο, διαπίστωσε ότι το κόστος εφαρμογής των απαιτήσεων αυτών υπερβαίνει τα προληπτικά τους οφέλη για προσωπικό με χαμηλά επίπεδα μεταβλητών αποδοχών, δεδομένου ότι τέτοια επίπεδα μεταβλητών αποδοχών παράγουν μικρό ή μηδενικό κίνητρο ώστε το προσωπικό να αναλάβει υπερβολικούς κινδύνους. Κατά συνέπεια, παρότι όλα τα ιδρύματα θα πρέπει γενικά να υποχρεούνται να εφαρμόζουν όλες τις αρχές προς όλους τους υπαλλήλους τους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος, είναι αναγκαίο να εξαιρεθούν τα μικρά ιδρύματα και το προσωπικό με χαμηλά επίπεδα μεταβλητών αποδοχών από τις αρχές για την αναβολή και την πληρωμή σε μέσα που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(8)

Απαιτούνται σαφή, συνεκτικά και εναρμονισμένα κριτήρια για τον προσδιορισμό των εν λόγω μικρών ιδρυμάτων, καθώς και των χαμηλών επιπέδων μεταβλητών αποδοχών, ώστε να διασφαλιστεί η εποπτική σύγκλιση και να προωθηθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των ιδρυμάτων και η επαρκής προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Ταυτόχρονα, είναι σκόπιμο να προσφερθεί κάποια ευελιξία στα κράτη μέλη, ώστε να υιοθετούν πιο αυστηρή προσέγγιση σε περίπτωση που το κρίνουν αναγκαίο.

(9)

Η αρχή της ισότητας αμοιβής για άνδρες και γυναίκες για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας ορίζεται στο άρθρο 157 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η αρχή αυτή είναι ανάγκη να εφαρμόζεται με συνεπή τρόπο από τα ιδρύματα. Ως εκ τούτου, τα ιδρύματα θα πρέπει να ακολουθούν πολιτική αποδοχών που να είναι ουδέτερη ως προς το φύλο.

(10)

Ο στόχος των απαιτήσεων αποδοχών είναι να προαχθεί η ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων των ιδρυμάτων με την ευθυγράμμιση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων των ιδρυμάτων και των υπαλλήλων τους οι επαγγελματικές δραστηριότητες των οποίων έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ του κινδύνου των ιδρυμάτων (πρόσωπα που αναλαμβάνουν σοβαρούς κινδύνους). Ταυτόχρονα, οι θυγατρικές που δεν είναι ιδρύματα και, συνεπώς, δεν υπόκεινται μεμονωμένα στην οδηγία 2013/36/ΕΕ ενδέχεται να υπόκεινται σε άλλες απαιτήσεις αποδοχών σύμφωνα με τις σχετικές νομικές πράξεις που αφορούν ειδικά τον τομέα και οι οποίες θα πρέπει να επικρατούν. Ως εκ τούτου, κατά κανόνα, οι απαιτήσεις αποδοχών που ορίζονται στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να ισχύουν σε ενοποιημένη βάση για τέτοιες θυγατρικές. Παρά ταύτα, προκειμένου να αποτραπεί πιθανό αρμπιτράζ, οι απαιτήσεις αποδοχών που ορίζονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύουν σε ενοποιημένη βάση για τους υπαλλήλους που απασχολούνται σε θυγατρικές οι οποίες παρέχουν συγκεκριμένες υπηρεσίες, όπως η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, η διαχείριση χαρτοφυλακίου ή η εκτέλεση εντολών, όταν οι υπάλληλοι αυτοί έχουν λάβει εντολή, ανεξάρτητα από τη μορφή που αυτή ενδέχεται να πάρει, να εκτελούν επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες τους κατατάσσουν ως στελέχη που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους στο επίπεδο του τραπεζικού ομίλου. Οι εντολές αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν ρυθμίσεις κατ' εξουσιοδότηση άσκησης ή εξωτερικής ανάθεσης που συνάπτονται ανάμεσα στη θυγατρική που απασχολεί τους υπαλλήλους και άλλο ίδρυμα του ίδιου ομίλου. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να εμποδίζονται να εφαρμόζουν τις απαιτήσεις αποδοχών που ορίζονται στην παρούσα οδηγία σε ενοποιημένη βάση σε μεγαλύτερο σύνολο θυγατρικών επιχειρήσεων και υπαλλήλων τους.

(11)

Η οδηγία 2013/36/ΕΕ απαιτεί η καταβολή σημαντικού μέρους, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50 % οιωνδήποτε μεταβλητών αποδοχών, να αποτελείται από μια ισόρροπη αναλογία μετοχών ή ισοδύναμων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, σε συνάρτηση με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος, ή από μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα, στην περίπτωση μη εισηγμένου ιδρύματος· και, ει δυνατόν, από εναλλακτικά μέσα της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Η αρχή αυτή περιορίζει τη χρήση των μέσων που συνδέονται με μετοχές σε μη εισηγμένα ιδρύματα και απαιτεί από τα εισηγμένα ιδρύματα να χρησιμοποιούν μετοχές. Η έκθεση της Επιτροπής της 28ης Ιουλίου 2016 διαπίστωσε ότι η χρήση των μετοχών μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικό διοικητικό φόρτο και δαπάνες για τα εισηγμένα ιδρύματα. Ταυτόχρονα, ισοδύναμα οφέλη προληπτικής εποπτείας μπορούν να επιτευχθούν μέσω της παροχής της δυνατότητας στα εισηγμένα ιδρύματα να χρησιμοποιούν μέσα που συνδέονται με μετοχές τα οποία παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς την αξία των μετοχών. Η δυνατότητα χρήσης των μέσων που συνδέονται με μετοχές θα πρέπει, κατά συνέπεια, να επεκταθεί στα εισηγμένα ιδρύματα.

(12)

Η διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος, τη διάρθρωση και την εσωτερική οργάνωση των ιδρυμάτων και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. Όταν διαφορετικά ιδρύματα έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου, παραδείγματος χάριν επειδή έχουν παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα ή γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων ή είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να προσαρμόζουν τη μεθοδολογία της διαδικασίας ελέγχου και αξιολόγησης για την αποτύπωση των κοινών χαρακτηριστικών και κινδύνων των ιδρυμάτων με τα εν λόγω ίδια χαρακτηριστικά κινδύνου. Η προσαρμογή αυτή, ωστόσο, δεν θα πρέπει ούτε να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τους ιδιαίτερους κινδύνους που επηρεάζουν το κάθε ίδρυμα, ούτε να αλλοιώνει τον ειδικό για κάθε ίδρυμα χαρακτήρα των επιβαλλόμενων μέτρων.

(13)

Η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές αποτελεί σημαντική κινητήρια δύναμη για το συνολικό επίπεδο ιδίων κεφαλαίων ενός ιδρύματος και έχει σημασία για τους συμμετέχοντες στην αγορά, δεδομένου ότι το επίπεδο της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται έχει αντίκτυπο στο σημείο ενεργοποίησης για την επιβολή περιορισμών επί των καταβολών μερισμάτων, πρόσθετων αμοιβών (bonus) και των πληρωμών σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1. Θα πρέπει να δίνεται σαφής ορισμός των όρων υπό τους οποίους θα πρέπει να επιβάλλεται η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων, ώστε να διασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή των κανόνων στο σύνολο των κρατών μελών και η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(14)

Η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καθορίζεται σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατάσταση του ιδρύματος και θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη. Πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων μπορούν να επιβληθούν για την αντιμετώπιση κινδύνων ή στοιχείων κινδύνου που εξαιρούνται ρητά ή δεν καλύπτονται ρητά από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων οι οποίες προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μόνο στον βαθμό που κρίνεται αναγκαίο σε συνάρτηση με τη συγκεκριμένη κατάσταση ενός ιδρύματος. Οι απαιτήσεις αυτές θα πρέπει να τοποθετούνται στη σχετική σειρά συσσώρευσης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, πάνω από τις σχετικές ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και κάτω από τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, όπως κρίνεται σκόπιμο. Ο ειδικός για κάθε ίδρυμα χαρακτήρας των πρόσθετων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων θα πρέπει να εμποδίζει τη χρήση τους ως εργαλείου για την αντιμετώπιση μακροπροληπτικών ή συστημικών κινδύνων. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να αντιμετωπίζουν, μεταξύ άλλων με πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, τους κινδύνους που αναλαμβάνουν τα επιμέρους ιδρύματα λόγω των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων όσων αντικατοπτρίζουν τις επιπτώσεις ορισμένων οικονομικών εξελίξεων και εξελίξεων της αγοράς στα χαρακτηριστικά κινδύνου επιμέρους ιδρύματος.

(15)

Η απαίτηση σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης αποτελεί μια παράλληλη απαίτηση με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων με βάση τον κίνδυνο. Ως εκ τούτου, οποιεσδήποτε πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης θα πρέπει να προστεθούν στην απαίτηση ελάχιστου δείκτη μόχλευσης και όχι στην απαίτηση ελάχιστων ιδίων κεφαλαίων με βάση τον κίνδυνο. Επιπλέον, τα ιδρύματα θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν οποιοδήποτε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που χρησιμοποιούν για να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις που αφορούν τον δείκτη μόχλευσης, ώστε να καλύψουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων με βάση τον κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένης της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας.

(16)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να κοινοποιούν σε ένα ίδρυμα υπό τη μορφή καθοδήγησης κάθε προσαρμογή του ποσού των κεφαλαίων που υπερβαίνει τις σχετικές ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, τη σχετική πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και, κατά περίπτωση, τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης την οποία αναμένουν από το εν λόγω ίδρυμα να τηρεί, ώστε να αντιμετωπίσει μελλοντικά σενάρια ακραίων καταστάσεων. Δεδομένου ότι η εν λόγω καθοδήγηση αποτελεί κεφαλαιακό στόχο, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι τοποθετείται πάνω από τις σχετικές ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, τις σχετικές πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ανάλογα με την περίπτωση. Η αποτυχία επίτευξης του στόχου αυτού δεν θα πρέπει να συνεπάγεται την ενεργοποίηση των περιορισμών της διανομής κερδών που προβλέπονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ. Δεδομένου ότι η καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια αντικατοπτρίζει εποπτικές προσδοκίες, η οδηγία 2013/36/ΕΕ και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν θα πρέπει ούτε να καθορίζουν δεσμευτική υποχρέωση δημοσιοποίησης για την καθοδήγηση ούτε να απαγορεύουν στις αρμόδιες αρχές να ζητούν δημοσιοποίηση της καθοδήγησης. Όταν ένα ίδρυμα επανειλημμένα δεν ικανοποιεί τον κεφαλαιακό στόχο, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να λαμβάνει μέτρα εποπτείας και, κατά περίπτωση, να επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων.

(17)

Οι διατάξεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σχετικά με τον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών συνδέονται με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 οι οποίες απαιτούν μεγαλύτερη περίοδο εφαρμογής για τα ιδρύματα. Προκειμένου να ευθυγραμμιστεί η εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, οι διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με τις σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία με τις συναφείς διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(18)

Προκειμένου να εναρμονίσει τον υπολογισμό του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου, όταν τα εσωτερικά συστήματα των ιδρυμάτων για τη μέτρηση του εν λόγω κινδύνου δεν είναι ικανοποιητικά, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναπτύσσει η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη τυποποιημένης μεθοδολογίας με σκοπό την αξιολόγηση του εν λόγω κινδύνου. Η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(19)

Προκειμένου να βελτιωθεί ο εντοπισμός από τις αρμόδιες αρχές των ιδρυμάτων εκείνων που ενδέχεται να υπόκεινται σε υπερβολικές ζημίες στις δραστηριότητές τους εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών λόγω των ενδεχόμενων μεταβολών των επιτοκίων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναπτύσσει η ΕΑΤ. Τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να διευκρινίζουν: τα έξι εποπτικά σενάρια διαταραχών, τα οποία όλα τα ιδρύματα οφείλουν να εφαρμόζουν για τον υπολογισμό των αλλαγών στην οικονομική αξία των μετοχών· τις κοινές παραδοχές που τα ιδρύματα οφείλουν να εφαρμόσουν στα εσωτερικά τους συστήματα με σκοπό τον υπολογισμό της οικονομικής αξίας των μετοχών και όσον αφορά τον προσδιορισμό της ενδεχόμενης ανάγκης να οριστούν ειδικά κριτήρια για τον εντοπισμό των ιδρυμάτων για τα οποία ενδέχεται να δικαιολογούνται μέτρα εποπτείας μετά τη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους που αποδίδονται σε μεταβολές των επιτοκίων· και τι σημαίνει «μεγάλη μείωση». Η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(20)

Η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας έχει ουσιώδη σημασία για τη διατήρηση της σταθερότητας και της ακεραιότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η αποκάλυψη ότι ένα ίδρυμα εμπλέκεται σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ενδέχεται να επηρεάσει τη βιωσιμότητά του και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος. Μαζί με τις αρχές και τους φορείς που έχουν επιφορτιστεί με τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), ο ρόλος των αρμόδιων αρχών που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και την προληπτική εποπτεία είναι σημαντικός για τον εντοπισμό και τη διόρθωση αδυναμιών. Για τον λόγο αυτό, οι εν λόγω αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεκτιμούν σταθερά τις πλευρές της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στις σχετικές εποπτικές δραστηριότητές τους, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, των αξιολογήσεων της επάρκειας των ρυθμίσεων, των διαδικασιών και μηχανισμών διακυβέρνησης των ιδρυμάτων και των αξιολογήσεων της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου, να ενημερώνουν δεόντως για τυχόν πορίσματα τις σχετικές αρχές και φορείς που είναι υπεύθυνα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και να λαμβάνουν, όποτε κρίνεται σκόπιμο, μέτρα εποπτείας σύμφωνα με τις εξουσίες τους δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται με βάση τα πορίσματα από τις διαδικασίες χορήγησης άδειας λειτουργίας, έγκρισης ή ελέγχου για τις οποίες είναι υπεύθυνες οι εν λόγω αρμόδιες αρχές, καθώς και με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνονται από τις αρχές και τους φορείς που είναι υπεύθυνα για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

(21)

Ένα από τα βασικά διδάγματα από την οικονομική κρίση στην Ένωση ήταν η ανάγκη ύπαρξης επαρκούς θεσμικού πλαισίου και πλαισίου πολιτικής για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των ανισορροπιών εντός της Ένωσης. Υπό το πρίσμα των τελευταίων θεσμικών εξελίξεων στην Ένωση, δικαιολογείται μια συνολική επανεξέταση του μακροπροληπτικού πλαισίου πολιτικής.

(22)

Η οδηγία 2013/36/ΕΕ δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν στο εθνικό δίκαιο μέτρα τα οποία αποσκοπούν στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, όπως, ενδεικτικά, τα όρια δανείου-αξίας, τα όρια χρέους-εισοδήματος, τα όρια εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα και άλλα μέσα που αφορούν τα πιστοδοτικά κριτήρια.

(23)

Για να διασφαλιστεί ότι τα αντικυκλικά κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας αντικατοπτρίζουν σωστά τον κίνδυνο αυξημένης πιστωτικής επέκτασης που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός κλάδος, τα ιδρύματα θα πρέπει να υπολογίζουν τα αποθέματα ασφαλείας ειδικά για το ίδρυμά τους ως σταθμισμένο μέσο όρο των ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας που ισχύουν στις χώρες στις οποίες βρίσκονται τα πιστωτικά τους ανοίγματα. Επομένως, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να ορίζει μια αρχή που θα είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για ανοίγματα εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Το εν λόγω ποσοστό αποθέματος ασφαλείας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάπτυξη των επιπέδων πίστωσης και τυχόν αλλαγές στη σχέση της πίστωσης προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ) στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες μεταβλητές που αφορούν κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος.

(24)

Εκτός από απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου και αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν από ορισμένα ιδρύματα να τηρούν απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, προκειμένου να αποτρέπονται και να μετριάζονται οι μακροπροληπτικοί ή συστημικοί κίνδυνοι που δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και από την οδηγία 2013/36/ΕΕ, δηλαδή ο κίνδυνος διαταραχής του χρηματοοικονομικού συστήματος με πιθανότητα σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία σε συγκεκριμένο κράτος μέλος. Το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα ή σε υποσύνολο ανοιγμάτων και σε όλα τα ιδρύματα ή σε ένα ή περισσότερα υποσύνολα των εν λόγω ιδρυμάτων, όταν τα ιδρύματα παρουσιάζουν παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.

(25)

Είναι σημαντικό να εξορθολογιστεί ο μηχανισμός συντονισμού μεταξύ των αρχών, να διασφαλιστεί η σαφής οριοθέτηση των ευθυνών, να απλουστευθεί η ενεργοποίηση των μακροπροληπτικών μέσων πολιτικής και να διευρυνθεί η μακροπροληπτική εργαλειοθήκη, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι αρχές θα έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουν εγκαίρως και αποτελεσματικά τους συστημικούς κινδύνους. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), που συστήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), αναμένεται να διαδραματίζει καίριο ρόλο στον συντονισμό των μακροπροληπτικών μέτρων, καθώς και στη διαβίβαση πληροφοριών σχετικά με τα σχεδιαζόμενα μακροπροληπτικά μέτρα στα κράτη μέλη, ιδίως μέσω της δημοσίευσης των εγκριθέντων μακροπροληπτικών μέτρων στον δικτυακό τόπο του και μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών μετά τις κοινοποιήσεις σχεδιαζόμενων μακροπροληπτικών μέτρων. Προκειμένου να διασφαλισθούν κατάλληλες λύσεις πολιτικής μεταξύ των κρατών μελών, το ΕΣΣΚ αναμένεται να παρακολουθεί την επάρκεια και τη συνέπεια των μακροπροληπτικών πολιτικών των κρατών μελών, μεταξύ άλλων παρακολουθώντας αν τα εργαλεία χρησιμοποιούνται με συνέπεια και χωρίς αλληλεπικαλύψεις.

(26)

Οι σχετικές αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές θα πρέπει να στοχεύουν στην αποφυγή κάθε επαναληπτικής ή ασυνεπούς χρήσης μακροπροληπτικών μέτρων που προβλέπονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Ειδικότερα, οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές θα πρέπει να εξετάσουν δεόντως αν μέτρα που ελήφθησαν δυνάμει του άρθρου 133 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ παρουσιάζουν επανάληψη ή ασυνέπεια όσον αφορά άλλα ισχύοντα ή επικείμενα μέτρα δυνάμει του άρθρου 124, 164 ή 458 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(27)

Οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές θα πρέπει να μπορούν να καθορίζουν το επίπεδο ή τα επίπεδα εφαρμογής του αποθέματος ασφαλείας των άλλων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων (O-SII), με βάση τη φύση και την κατανομή των κινδύνων που είναι εγγενείς στη δομή του ομίλου. Σε ορισμένες περιστάσεις, ενδεχομένως ενδείκνυται να επιβάλλει η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή απόθεμα ασφαλείας O-SII αποκλειστικά σε επίπεδο κάτω από το υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης.

(28)

Σύμφωνα με τη μεθοδολογία αξιολόγησης για τις παγκόσμιες συστημικώς σημαντικές τράπεζες που δημοσιεύθηκε από την Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία (BCBS), οι διακρατικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις ενός ιδρύματος αποτελούν δείκτες της παγκόσμιας συστημικής σημασίας του και του αντικτύπου που μπορεί να έχει τυχόν χρεοκοπία του στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα. Οι εν λόγω δείκτες αντικατοπτρίζουν τις ιδιαίτερες ανησυχίες, για παράδειγμα σχετικά με τις μεγαλύτερες δυσκολίες ως προς τον συντονισμό της εξυγίανσης των ιδρυμάτων με σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες. Η πρόοδος στο θέμα της κοινής προσέγγισης για την εξυγίανση που προκύπτει από την ενίσχυση του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων και από τη δημιουργία του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (ΕΜΕ) έχει οδηγήσει σε σημαντική ανάπτυξη της ικανότητας ομαλής εξυγίανσης διασυνοριακών ομίλων στο πλαίσιο της τραπεζικής ένωσης. Ως εκ τούτου και με την επιφύλαξη της δυνατότητας των αρμόδιων ή των εντεταλμένων αρχών για την άσκηση της εποπτικής τους κρίσης, θα πρέπει να οριστεί μια εναλλακτική βαθμολογία που να αντικατοπτρίζει την εν λόγω πρόοδο, ενώ οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την εν λόγω βαθμολογία κατά την αξιολόγηση της συστημικής σημασίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, χωρίς αυτό να επηρεάζει τα στοιχεία που δόθηκαν στην BCBS για τον προσδιορισμό των διεθνών προτύπων αναφοράς. Η ΕΑΤ θα πρέπει να αναπτύξει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινιστεί η πρόσθετη μεθοδολογία προσδιορισμού των παγκόσμιων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων (G-SII) με σκοπό την αναγνώριση των ιδιαιτεροτήτων του ευρωπαϊκού ολοκληρωμένου πλαισίου εξυγίανσης υπό το πρίσμα του ΕΜΕ. Η εν λόγω μεθοδολογία θα πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τους σκοπούς της βαθμονόμησης του αποθέματος ασφαλείας G-SII. Η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(29)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η ενίσχυση και η τελειοποίηση ήδη υφιστάμενων νομικών πράξεων της Ένωσης που διασφαλίζουν ομοιόμορφες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων σε ολόκληρη την Ένωση, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω στόχων.

(30)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 όσον αφορά τα επεξηγηματικά έγγραφα (11), τα κράτη μέλη έχουν δεσμευθεί να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς τους με ένα ή περισσότερα έγγραφα που εξηγούν τη σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και τα αντίστοιχα μέρη των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι αιτιολογημένη.

(31)

Συνεπώς, η οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ

Η οδηγία 2013/36/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2, οι παράγραφοι 5 και 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η παρούσα οδηγία δεν έχει εφαρμογή ως προς:

1)

την πρόσβαση στη δραστηριότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων στον βαθμό που ρυθμίζεται από την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1),

2)

τις κεντρικές τράπεζες,

3)

τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών,

4)

στη Δανία, το “Eksport Kredit Fonden”, το “Eksport Kredit Fonden A/S”, το “Danmarks Skibskredit A/S” και το “KommuneKredit”,

5)

στη Γερμανία, τις “Kreditanstalt für Wiederaufbau”, “Landwirtschaftliche Rentenbank”, “Bremer Aufbau-Bank GmbH”, “Hamburgische Investitions- und Förderbank”, “Investitionsbank Berlin”, “Investitionsbank des Landes Brandenburg”, “Investitionsbank Schleswig-Holstein”, “Investitions- und Förderbank Niedersachsen – NBank”, “Investitions- und Strukturbank Rheinland-Pfalz”, “Landeskreditbank Baden-Württemberg – Förderbank”, “LfA Förderbank Bayern”, “NRW.BANK”, “Saarländische Investitionskreditbank AG”, “Sächsische Aufbaubank – Förderbank”, “Thüringer Aufbaubank”, επιχειρήσεις οι οποίες αναγνωρίζονται στο πλαίσιο του “Wohnungsgemeinnützigkeitsgesetz” ως όργανα της εθνικής πολιτικής στον στεγαστικό τομέα και οι τραπεζικές εργασίες των οποίων δεν συνιστούν την κύρια δραστηριότητα, καθώς και τους οργανισμούς οι οποίοι, δυνάμει του εν λόγω νόμου, αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς στεγαστικοί οργανισμοί,

6)

στην Εσθονία, τις “hoiu-laenuühistud”, που αναγνωρίζονται ως συνεταιριστικές επιχειρήσεις βάσει του “hoiu-laenuühistu seadus”,

7)

στην Ιρλανδία, τη “Strategic Banking Corporation of Ireland”, τις “credit unions” και τις “friendly societies”,

8)

στην Ελλάδα, το “Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων”,

9)

στην Ισπανία, το “Instituto de Crédito Oficial”,

10)

στη Γαλλία, την “Caisse des dépôts et consignations”,

11)

στην Κροατία, τις “kreditne unije” και “Hrvatska banka za obnovu i razvitak”,

12)

στην Ιταλία, την “Cassa depositi e prestiti”,

13)

στη Λετονία, τις “krājaizdevu sabiedrības”, επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται βάσει του “krājaizdevu sabiedrību likums” ως συνεταιριστικές επιχειρήσεις που παρέχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες μόνο στα μέλη τους,

14)

στη Λιθουανία, τις “kredito unijos” πέραν της “centrinės kredito unijos”,

15)

στην Ουγγαρία, την “MFB Magyar Fejlesztési Bank Zártkörűen Működő Részvénytársaság” και τη “Magyar Export-Import Bank Zártkörűen Működő Részvénytársaság”,

16)

στη Μάλτα, τη “Malta Development Bank”,

17)

στις Κάτω Χώρες, τη “Nederlandse Investeringsbank voor Ontwikkelingslanden NV”, την “NV Noordelijke Ontwikkelingsmaatschappij”, την “NV Limburgs Instituut voor Ontwikkeling en Financiering”, την “Ontwikkelingsmaatschappij Oost-Nederland NV” και τις “kredietunies”,

18)

στην Αυστρία, τις επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς οικοδομικοί συνεταιρισμοί και την “Österreichische Kontrollbank AG”,

19)

στην Πολωνία, τη “Spółdzielcze Kasy Oszczędnościowo — Kredytowe” και την “Bank Gospodarstwa Krajowego”,

20)

στην Πορτογαλία, τις “Caixas Económicas” που υφίστανται από την 1η Ιανουαρίου 1986, με εξαίρεση εκείνες που έχουν τη μορφή ανώνυμων εταιρειών, καθώς και την “Caixa Económica Montepio Geral”,

21)

στη Σλοβενία, τη “SID-Slovenska izvozna in razvojna banka, d.d. Ljubljana”,

22)

στη Φινλανδία, την “Teollisen yhteistyön rahasto Oy/Fonden för industriellt samarbete AB” και τη “Finnvera Oyj/Finnvera Abp”,

23)

στη Σουηδία, τη “Svenska Skeppshypotekskassan”,

24)

στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη “National Savings and Investments (NS&I)”, τη “CDC Group plc”, την “Agricultural Mortgage Corporation Ltd”, τους “Crown Agents for overseas governments and administrations”, τις “credit unions” και τις “municipal banks”.

6.   Οι οντότητες που αναφέρονται στο σημείο 1) και στα σημεία 3) έως 24) της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα για τους σκοπούς του άρθρου 34 και του τίτλου VII κεφάλαιο 3.

(*1)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).»."

2)

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«60)   “αρχή εξυγίανσης”: η αρχή εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 18) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2),

61)   “παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα” ή “G-SII”: G-SII όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 133) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

62)   “παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα εκτός ΕΕ” ή “εκτός ΕΕ G-SII”: εκτός ΕΕ G-SII όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 134) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

63)   “όμιλος”: όμιλος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 138) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

64)   “όμιλος τρίτης χώρας”: όμιλος του οποίου η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα,

65)   “πολιτική αποδοχών ουδέτερη ως προς το φύλο”: πολιτική αποδοχών που βασίζεται στην ισότητα αμοιβής μεταξύ γυναικών και ανδρών εργαζομένων για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας.

(*2)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).»·"

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Για να διασφαλιστεί ότι οι απαιτήσεις ή εποπτικές εξουσίες που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εφαρμόζονται σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον εν λόγω κανονισμό, οι όροι “ίδρυμα”, “μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος”, “μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ” και “μητρική επιχείρηση” περιλαμβάνουν επίσης:

α)

χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών στις οποίες έχει χορηγηθεί έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α της παρούσας οδηγίας,

β)

καθορισμένα ιδρύματα ελεγχόμενα από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, εφόσον η οικεία μητρική εταιρεία δεν υπόκειται σε έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας, και

γ)

χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ή ιδρύματα που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 6 στοιχείο δ) της παρούσας οδηγίας.».

3)

Στο άρθρο 4, η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που αρχές, διαφορετικές από αρμόδιες αρχές, έχουν αρμοδιότητες εξυγίανσης, οι εν λόγω διαφορετικές αρχές συνεργάζονται στενά και διαβουλεύονται με τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την προετοιμασία των σχεδίων εξυγίανσης και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις όπου η εν λόγω συνεργασία και διαβούλευση απαιτούνται από την παρούσα οδηγία, την οδηγία 2014/59/ΕΕ ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.».

4)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της αίτησης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων του προγράμματος δραστηριοτήτων, της διαρθρωτικής οργάνωσης και των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που προβλέπονται στο άρθρο 10,

β)

τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές, ή, εφόσον δεν υπάρχουν ειδικές συμμετοχές, των 20 σημαντικότερων μετόχων ή εταίρων, δυνάμει του άρθρου 14, και»,

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι οποίες απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές, ώστε να ορίσει μια κοινή μεθοδολογία αξιολόγησης για τη χορήγηση αδειών λειτουργίας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.».

5)

Στο άρθρο 9, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τους εθνικούς νόμους που επιτρέπουν ρητά σε επιχειρήσεις πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων να ασκούν τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων και άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.

4.   Σύμφωνα με το παρόν άρθρο, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαλλάσσουν πιστωτικά ιδρύματα από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.».

6)

Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Πρόγραμμα δραστηριοτήτων, οργανωτική διάρθρωση και ρυθμίσεις διακυβέρνησης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν να συνοδεύονται οι αιτήσεις άδειας λειτουργίας από πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο θα περιγράφει τα είδη των σκοπούμενων επιχειρηματικών δράσεων και την οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της ένδειξης των μητρικών επιχειρήσεων, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών εντός του ομίλου. Τα κράτη μέλη απαιτούν επίσης να συνοδεύονται οι αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας από περιγραφή των ρυθμίσεων, των διαδικασιών και των μηχανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 74 παράγραφος 1.

2.   Οι αρμόδιες αρχές αρνούνται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, εκτός αν έχουν πειστεί ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 74 παράγραφος 1 καθιστούν δυνατή την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων από το εν λόγω ίδρυμα.».

7)

Στο άρθρο 14, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι αρμόδιες αρχές αρνούνται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος εφόσον, ενόψει της αναγκαιότητας να διασφαλιστεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχουν πειστεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1. Εφαρμόζεται το άρθρο 23 παράγραφοι 2 και 3 και το άρθρο 24.».

8)

Στο άρθρο 18, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο τρίτο, τέταρτο ή έκτο μέρος, εκτός από τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 92α και 92β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 105 της παρούσας οδηγίας ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και, κυρίως, δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του,».

9)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 21α

Έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών

1.   Οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών σε κράτος μέλος, οι μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών σε κράτος μέλος, οι εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ζητούν έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Άλλες χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ζητούν έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, όταν απαιτείται συμμόρφωσή τους με την παρούσα οδηγία ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε υποενοποιημένη βάση.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο παρέχουν στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εφόσον είναι διαφορετική, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου του οποίου η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών αποτελεί μέρος, με σαφή αναφορά στις οικείες θυγατρικές και, κατά περίπτωση, στις μητρικές επιχειρήσεις, καθώς και τον τόπο και το είδος της δραστηριότητας που ασκείται από καθεμία από τις οντότητες του ομίλου,

β)

πληροφορίες σχετικά με τον διορισμό τουλάχιστον δύο προσώπων που πράγματι διευθύνουν τη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του άρθρου 121 περί της επάρκειας των διευθυντικών στελεχών,

γ)

πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς τα κριτήρια του άρθρου 14 περί των μετόχων και των μελών, εφόσον η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει πιστωτικό ίδρυμα ως θυγατρική της,

δ)

την εσωτερική οργάνωση και την κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου,

ε)

κάθε άλλη πληροφορία που μπορεί να είναι αναγκαία για τη διενέργεια των εκτιμήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών συμπίπτει χρονικώς με την εκτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 22, η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του εν λόγω άρθρου συντονίζεται καταλλήλως με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εφόσον είναι διαφορετική, την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Στην περίπτωση αυτή, η περίοδος εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο αναστέλλεται επί χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες, έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που προβλέπει το παρόν άρθρο.

3.   Έγκριση μπορεί να χορηγηθεί σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο μόνο εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι εσωτερικές ρυθμίσεις και η κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου επαρκούν για τον σκοπό της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που επιβάλλουν η παρούσα οδηγία και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση και είναι, ιδίως, κατάλληλες για:

i)

τον συντονισμό όλων των θυγατρικών της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, μεταξύ άλλων, εφόσον απαιτείται, μέσω της κατάλληλης κατανομής καθηκόντων μεταξύ των θυγατρικών ιδρυμάτων,

ii)

την πρόληψη ή τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στο εσωτερικό του ομίλου και

iii)

την επιβολή πολιτικών οι οποίες αφορούν ολόκληρο τον όμιλο και καθορίζονται από τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σε ολόκληρο τον όμιλο,

β)

η οργανωτική διάρθρωση του ομίλου, μέρος του οποίου αποτελεί η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, δεν εμποδίζει ούτε παρακωλύει κατ' άλλον τρόπο την αποτελεσματική εποπτεία των θυγατρικών ιδρυμάτων ή των μητρικών ιδρυμάτων όσον αφορά τις ατομικές, τις ενοποιημένες και, κατά περίπτωση, τις υποενοποιημένες υποχρεώσεις στις οποίες υπόκεινται. Για την αξιολόγηση του εν λόγω κριτηρίου λαμβάνονται υπόψη ιδίως:

i)

η θέση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε πολυεπίπεδο όμιλο,

ii)

η μετοχική δομή και

iii)

ο ρόλος της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εντός του ομίλου,

γ)

αν πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 14 και οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 121.

4.   Δεν απαιτείται έγκριση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών βάσει του παρόντος άρθρου όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

κύρια δραστηριότητα της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών είναι η απόκτηση συμμετοχών σε θυγατρικές ή, στην περίπτωση μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, κύρια δραστηριότητά της έναντι ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων είναι η απόκτηση συμμετοχών σε θυγατρικές,

β)

η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν έχει οριστεί ως φορέας εξυγίανσης σε οποιονδήποτε από τους ομίλους εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης που καθορίζεται από τη σχετική αρχή εξυγίανσης βάσει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,

γ)

ένα θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα έχει οριστεί υπεύθυνο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του ομίλου με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και του παρέχονται όλα τα αναγκαία μέσα και η νόμιμη εξουσία να εκπληρώνει αποτελεσματικά τις εν λόγω υποχρεώσεις,

δ)

η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει στη λήψη διαχειριστικών, επιχειρησιακών ή οικονομικών αποφάσεων που επηρεάζουν τον όμιλο ή τις θυγατρικές του οι οποίες είναι ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα,

ε)

δεν υπάρχει κώλυμα για την αποτελεσματική εποπτεία του ομίλου σε ενοποιημένη βάση.

Χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών απαλλασσόμενες από τις απαιτήσεις έγκρισης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο δεν αποκλείονται από την περίμετρο της ενοποίησης όπως καθορίζεται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

5.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας παρακολουθεί τη συμμόρφωση προς τους όρους της παραγράφου 3 ή, κατά περίπτωση, της παραγράφου 4 εξακολουθητικά. Οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή οι μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών παρέχουν στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας τις πληροφορίες που ζητεί για να παρακολουθεί εξακολουθητικά την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου και τη συμμόρφωση προς τους όρους της παραγράφου 3 ή, κατά περίπτωση, της παραγράφου 4. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

6.   Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας έχει διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται ή έχουν παύσει να πληρούνται οι όροι της παραγράφου 3, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ενδεδειγμένα μέτρα εποπτείας για τη διασφάλιση ή την αποκατάσταση, ανάλογα με την περίπτωση, της συνέχειας και της ακεραιότητας της ενοποιημένης εποπτείας και της εξασφάλισης της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση. Στην περίπτωση μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, τα μέτρα εποπτείας λαμβάνουν, ιδίως, υπόψη τις επιπτώσεις στον χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων.

Τα μέτρα εποπτείας που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορούν να περιλαμβάνουν:

α)

αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή μερίδια των θυγατρικών ιδρυμάτων που κατέχει η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών,

β)

έκδοση προσωρινών μέτρων ή κυρώσεων κατά της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή των μελών του διοικητικού οργάνου και των διευθυντικών στελεχών, με την επιφύλαξη των άρθρων 65 έως 72,

γ)

παροχή εντολών ή οδηγιών στη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή στη μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών να μεταβιβάσει στους μετόχους της τις συμμετοχές στα θυγατρικά της ιδρύματα,

δ)

καθορισμό σε προσωρινή βάση άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή ιδρύματος εντός του ομίλου ως υπευθύνων για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση,

ε)

περιορισμό ή απαγόρευση της διανομής κερδών ή της καταβολής τόκων στους μετόχους,

στ)

απαίτηση από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να προβούν σε εκποίηση ή περιορισμό των συμμετοχών σε ιδρύματα ή άλλες οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα,

ζ)

απαίτηση από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να υποβάλουν σχέδιο για την αποκατάσταση, χωρίς καθυστέρηση, της συμμόρφωσης.

7.   Εφόσον η αρχή ενοποιημένης εποπτείας έχει διαπιστώσει ότι οι όροι της παραγράφου 4 δεν πληρούνται πλέον, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ζητεί έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

8.   Για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την έγκριση και την απαλλαγή από την υποχρέωση έγκρισης κατά τις παραγράφους 3 και 4, αντίστοιχα, και τα μέτρα εποπτείας κατά τις παραγράφους 6 και 7, στην περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, οι δύο αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, με πλήρη συνεννόηση. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καταρτίζει αξιολόγηση για τα θέματα που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4, 6 και 7, κατά περίπτωση, την οποία και διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Οι δύο αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να λάβουν από κοινού απόφαση εντός δύο μηνών από την παραλαβή της εν λόγω αξιολόγησης.

Η κοινή απόφαση είναι δεόντως τεκμηριωμένη και αιτιολογημένη. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί την κοινή απόφαση στη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή στη μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει στη λήψη απόφασης και παραπέμπει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός μηνός από την παραλαβή της παραπομπής στην ΕΑΤ. Οι εκάστοτε αρμόδιες αρχές λαμβάνουν κοινή απόφαση σε συμφωνία με την απόφαση της ΕΑΤ. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της δίμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.

9.   Στην περίπτωση μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, εφόσον η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών είναι διαφορετική από τον συντονιστή που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, απαιτείται η συγκατάθεση του συντονιστή για τους σκοπούς των αποφάσεων ή των κοινών αποφάσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4, 6 και 7 του παρόντος άρθρου, κατά περίπτωση. Εφόσον απαιτείται η συγκατάθεση του συντονιστή, οι διαφωνίες παραπέμπονται στη σχετική Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή, δηλαδή την ΕΑΤ ή την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (EIOPA), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3), η οποία αποφασίζει εντός μηνός από την παραλαβή της παραπομπής. Οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο δεν θίγει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην οδηγία 2002/87/ΕΚ ή την οδηγία 2009/138/ΕΚ.

10.   Εφόσον η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο έχει απορριφθεί, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφαση και το σκεπτικό της εντός τετραμήνου από την παραλαβή της αίτησης ή, εφόσον η αίτηση είναι ελλιπής, εντός τετραμήνου από την παραλαβή του συνόλου των πληροφοριών που απαιτούνται για την απόφαση.

Σε κάθε περίπτωση, εκδίδεται απόφαση χορήγησης ή άρνησης έγκρισης εντός έξι μηνών από την παραλαβή της αίτησης. Η άρνηση μπορεί να συνοδεύεται, εφόσον απαιτείται, από οποιοδήποτε εκ των μέτρων της παραγράφου 6.

Άρθρο 21β

Ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση

1.   Δύο ή περισσότερα ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ένωση, τα οποία αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας, έχουν μία μόνο ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση η οποία είναι εγκατεστημένη στην Ένωση.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν στα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να έχουν δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις εάν διαπιστώσουν ότι η εγκατάσταση μίας μόνο ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης:

α)

θα ήταν ασυμβίβαστη με την υποχρεωτική απαίτηση για διαχωρισμό των δραστηριοτήτων που επιβάλλουν οι κανόνες ή οι εποπτικές αρχές της τρίτης χώρας στην οποία έχει την έδρα της η τελική μητρική επιχείρηση του ομίλου τρίτης χώρας ή

β)

θα καθιστούσε λιγότερο αποτελεσματική τη δυνατότητα εξυγίανσης από ό,τι στην περίπτωση που υπήρχαν δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με αξιολόγηση που έχει διενεργήσει η αρμόδια αρχή εξυγίανσης της ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης.

3.   Η ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση είναι πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8 ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, εάν κανένα από τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα ή εάν η δεύτερη ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση πρέπει να συσταθεί σε σχέση με επενδυτικές δραστηριότητες, προκειμένου να συμμορφωθεί με υποχρεωτική απαίτηση, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση ή η δεύτερη ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση μπορεί να είναι επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και η οποία υπόκειται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ.

4.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν εφαρμόζονται όταν η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση είναι χαμηλότερη από 40 δισεκατομμύρια EUR.

5.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση είναι το άθροισμα των ακολούθων:

α)

της συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού κάθε ιδρύματος του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση, όπως αυτό προκύπτει από τον ενοποιημένο ισολογισμό του ή όπως προκύπτει από τον ατομικό ισολογισμό τους, όταν ο ισολογισμός του ιδρύματος δεν είναι ενοποιημένος, και

β)

της συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού κάθε υποκαταστήματος του ομίλου τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, την οδηγία 2014/65/ΕΕ ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*4).

6.   Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΤ τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε όμιλο τρίτης χώρας που λειτουργεί στη δικαιοδοσία τους:

α)

επωνυμίες και συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού των εποπτευόμενων ιδρυμάτων που ανήκουν σε όμιλο τρίτης χώρας,

β)

επωνυμίες και συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού που αντιστοιχούν στα υποκαταστήματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στο εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, την οδηγία 2014/65/ΕΕ ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και τα είδη δραστηριοτήτων που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν,

γ)

επωνυμία και είδος όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 οποιασδήποτε ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης που έχει συσταθεί στο εν λόγω κράτος μέλος και επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει.

7.   Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον διαδικτυακό τόπο της κατάλογο όλων των ομίλων τρίτης χώρας που δραστηριοποιούνται στην Ένωση και της οικείας ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης ή των ενδιάμεσων ενωσιακών μητρικών επιχειρήσεων, κατά περίπτωση.

Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι κάθε ίδρυμα που υπάγεται στη δικαιοδοσία τους και ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

έχει ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση,

β)

είναι ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση,

γ)

είναι το μόνο ίδρυμα του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση ή

δ)

ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας με συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού στην Ένωση κάτω από 40 δισεκατομμύρια EUR.

8.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι όμιλοι τρίτης χώρας που λειτουργούν μέσω περισσότερων του ενός ιδρυμάτων στην Ένωση και με συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού ίση ή μεγαλύτερη από 40 δισεκατομμύρια EUR στις 27 Ιουνίου 2019 έχουν ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση ή, αν ισχύει η παράγραφος 2, δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις έως τις 30 Δεκεμβρίου 2023.

9.   Έως τις 30 Δεκεμβρίου 2026 η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΤ, επανεξετάζει τις απαιτήσεις που επιβάλλει στα ιδρύματα το παρόν άρθρο και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η εν λόγω έκθεση εξετάζει τουλάχιστον:

α)

αν οι απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο είναι λειτουργικές, αναγκαίες και αναλογικές και αν θα ήταν καταλληλότερα άλλα μέτρα,

β)

αν οι απαιτήσεις που επιβάλλει στα ιδρύματα το παρόν άρθρο θα πρέπει να αναθεωρηθούν, ώστε να αντικατοπτρίζουν τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές.

10.   Έως τις 28 Ιουνίου 2021, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή με θέμα την αντιμετώπιση των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας βάσει του εθνικού δικαίου των κρατών μελών. Η εν λόγω έκθεση εξετάζει τουλάχιστον:

α)

κατά πόσον και σε ποιον βαθμό οι εποπτικές πρακτικές βάσει του εθνικού δικαίου για τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας διαφέρουν ανάμεσα στα κράτη μέλη,

β)

κατά πόσον η διαφορετική αντιμετώπιση των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας βάσει του εθνικού δικαίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε ρυθμιστικό αρμπιτράζ,

γ)

κατά πόσο θα ήταν απαραίτητο και σκόπιμο να εναρμονιστούν περαιτέρω τα εθνικά καθεστώτα για τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας, ιδίως όσον αφορά τα σημαντικά υποκαταστήματα τρίτης χώρας.

Αν κριθεί σκόπιμο, η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, με βάση τις συστάσεις της ΕΑΤ.

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48)."

(*4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).»."

10)

Στο άρθρο 23 παράγραφος 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τη φήμη, τη γνώση, τις δεξιότητες και την πείρα, όπως ορίζεται στο άρθρο 91 παράγραφος 1, οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής,».

11)

Το άρθρο 47 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα να υποβάλλουν έκθεση τουλάχιστον ετησίως στις αρμόδιες αρχές με τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα συνολικά στοιχεία του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις δραστηριότητες του υποκαταστήματος το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο συγκεκριμένο κράτος μέλος,

β)

πληροφορίες σχετικά με τα ρευστά διαθέσιμα του υποκαταστήματος, ιδίως τη διαθεσιμότητα των ρευστών διαθεσίμων σε νομίσματα των κρατών μελών,

γ)

τα ίδια κεφάλαια που είναι στη διάθεση του υποκαταστήματος,

δ)

τους μηχανισμούς προστασίας των καταθέσεων που είναι διαθέσιμοι στους καταθέτες στο υποκατάστημα,

ε)

τις ρυθμίσεις για τη διαχείριση των κινδύνων,

στ)

τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών για τις δραστηριότητες του υποκαταστήματος,

ζ)

τα σχέδια ανάκαμψης που καλύπτουν το υποκατάστημα και

η)

κάθε άλλη πληροφορία που θεωρείται αναγκαία από την αρμόδια αρχή για την ενδελεχή παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος.»,

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ για τα εξής:

α)

όλες τις άδειες λειτουργίας υποκαταστημάτων οι οποίες χορηγούνται στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα, καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των εν λόγω αδειών,

β)

τα συνολικά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των υποκαταστημάτων με άδεια λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα, βάσει των περιοδικών εκθέσεων,

γ)

επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει υποκατάστημα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας.

Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον διαδικτυακό τόπο της κατάλογο όλων των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση, αναφέροντας το κράτος μέλος στο οποίο έχουν άδεια να λειτουργούν.»,

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα και οι αρμόδιες αρχές για ιδρύματα που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας συνεργάζονται στενά προκειμένου να διασφαλίσουν ότι όλες οι δραστηριότητες του ομίλου της εν λόγω τρίτης χώρας στην Ένωση υπόκεινται σε συνολική εποπτεία, να αποτρέψουν την παράβαση των απαιτήσεων που ισχύουν για τους ομίλους τρίτης χώρας δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και να εμποδίσουν κάθε αρνητική επίπτωση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης.

Η ΕΑΤ διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, μεταξύ άλλων κατά την επαλήθευση της τήρησης του κατώτατου ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 21β παράγραφος 4.».

12)

Το άρθρο 56 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο ζ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ζ)

αρχών αρμόδιων για την εποπτεία των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*5), αναφορικά με τη συμμόρφωση με την εν λόγω οδηγία, καθώς και μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών,

(*5)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).»,"

β)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«η)

αρμόδιων αρχών ή φορέων που είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των κανόνων περί διαρθρωτικού διαχωρισμού στο εσωτερικό τραπεζικού ομίλου.».

13)

Στο άρθρο 57 παράγραφος 1, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 53, 54 και 55, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις αρμόδιες αρχές και τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την επίβλεψη:»,

14)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 58α

Διαβίβαση πληροφοριών σε διεθνείς οργανισμούς

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 53 παράγραφος 1 και του άρθρου 54, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, υπό την επιφύλαξη των όρων των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, να διαβιβάζουν ή να ανταλλάσσουν ορισμένες πληροφορίες με τους ακόλουθους φορείς:

α)

το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, για τους σκοπούς των αξιολογήσεων για το Πρόγραμμα Αξιολόγησης του Χρηματοπιστωτικού Τομέα,

β)

την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, για τους σκοπούς των μελετών ποσοτικών επιπτώσεων,

γ)

το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, για τους σκοπούς της οικείας λειτουργίας επιτήρησης.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες μόνο ύστερα από ρητό αίτημα του σχετικού φορέα, εφόσον πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το αίτημα είναι δεόντως δικαιολογημένο από τα ειδικά καθήκοντα που εκτελεί ο αιτών φορέας σύμφωνα με την καταστατική αποστολή του,

β)

το αίτημα είναι αρκούντως ακριβές ως προς τη φύση, την έκταση και τον μορφότυπο των ζητούμενων πληροφοριών, καθώς και τα μέσα της κοινοποίησης ή διαβίβασής του,

γ)

οι ζητούμενες πληροφορίες είναι απολύτως απαραίτητες για την εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων του αιτούντος φορέα και δεν υπερβαίνουν τα καταστατικά καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στον αιτούντα φορέα,

δ)

οι πληροφορίες διαβιβάζονται ή γνωστοποιούνται αποκλειστικά στα πρόσωπα τα οποία εμπλέκονται άμεσα στην εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων,

ε)

τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες προς τις προβλεπόμενες στο άρθρο 53 παράγραφος 1.

3.   Εφόσον το αίτημα υποβάλλεται από οποιαδήποτε από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να διαβιβάζουν μόνο συγκεντρωτικά ή ανωνυμοποιημένα στοιχεία και δύνανται να ανταλλάσσουν άλλες πληροφορίες μόνο στις εγκαταστάσεις της αρμόδιας αρχής.

4.   Στον βαθμό που η γνωστοποίηση πληροφοριών αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον αιτούντα φορέα συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*6).

(*6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).»."

15)

Στο άρθρο 63 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτούν την αντικατάσταση προσώπου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, εάν το εν λόγω πρόσωπο παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του πρώτου εδαφίου.».

16)

Το άρθρο 64 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Στις αρμόδιες αρχές χορηγούνται όλες οι εποπτικές εξουσίες παρέμβασης στις δραστηριότητες των ιδρυμάτων, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, οι οποίες είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων ιδίως του δικαιώματος ανάκλησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 18, των εξουσιών που αναφέρονται στα άρθρα 18, 102, 104 και 105, καθώς και των εξουσιών λήψης των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 21α παράγραφος 6.»,

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές κατά την άσκηση των εποπτικών τους εξουσιών και των εξουσιών τους για την επιβολή κυρώσεων αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.».

17)

Στο άρθρο 66 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ε)

τη μη υποβολή αίτησης για έγκριση κατά παράβαση του άρθρου 21α ή οποιαδήποτε άλλη παράβαση των απαιτήσεων του εν λόγω άρθρου.».

18)

Στο άρθρο 67 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ιζ)

μητρικό ίδρυμα, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει σε ενέργεια που ενδέχεται να απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο τρίτο, τέταρτο, έκτο ή έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 105 της παρούσας οδηγίας σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση.».

19)

Το άρθρο 74 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 74

Εσωτερική διακυβέρνηση και σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης

1.   Τα ιδρύματα θεσπίζουν άρτιες ρυθμίσεις διακυβέρνησης, οι οποίες περιλαμβάνουν σαφή οργανωτική διάρθρωση με σαφώς καθορισμένες, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνουν ή ενδέχεται να αναλάβουν, επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων των κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που συνάδουν προς τις αρχές της ορθής και αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων και τις προωθούν.

Οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι ουδέτερες ως προς το φύλο.

2.   Οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου είναι εκτενή και αναλογικά προς τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχουν το επιχειρηματικό μοντέλο και οι δραστηριότητες του ιδρύματος. Λαμβάνονται υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που ορίζονται στα άρθρα 76 έως 95.

3.   Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τις ουδέτερες ως προς το φύλο πολιτικές αποδοχών για τα ιδρύματα.

Εντός δύο ετών από την ημερομηνία δημοσίευσης των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο και με βάση τις πληροφορίες που συλλέγουν οι αρμόδιες αρχές, η ΕΑΤ εκδίδει έκθεση με θέμα την εφαρμογή ουδέτερων ως προς το φύλο πολιτικών αποδοχών από τα ιδρύματα.».

20)

Στο άρθρο 75, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αρμόδιες αρχές συλλέγουν τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα κριτήρια για δημοσιοποίηση που ορίζονται στο άρθρο 450 παράγραφος 1 στοιχεία ζ), η), θ) και ια) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τις πληροφορίες που παρέχουν τα ιδρύματα σχετικά με τη διαφορά αποδοχών μεταξύ των φύλων, και χρησιμοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών ως προς τις αποδοχές. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΤ.».

21)

Το άρθρο 84 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 84

Κίνδυνος επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών

1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν εσωτερικά συστήματα και χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μεθοδολογία ή την απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία για τον εντοπισμό, την εκτίμηση, τη διαχείριση και τον μετριασμό των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος.

2.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν συστήματα για την εκτίμηση και την παρακολούθηση των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές πιστωτικών περιθωρίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών, όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος.

3.   Μια αρμόδια αρχή δύναται να απαιτεί από ίδρυμα να χρησιμοποιεί την τυποποιημένη μεθοδολογία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, όταν τα εσωτερικά συστήματα που εφαρμόζει αυτό το ίδρυμα για τον σκοπό αξιολόγησης των κινδύνων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο δεν είναι ικανοποιητικά.

4.   Μια αρμόδια αρχή δύναται να απαιτεί από μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 145) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, να χρησιμοποιεί την τυποποιημένη μεθοδολογία, εφόσον κρίνει ότι η απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία δεν επαρκεί για την αποτύπωση του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του εν λόγω ιδρύματος.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, μια τυποποιημένη μεθοδολογία που μπορούν να χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για τον σκοπό της αξιολόγησης των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένης της απλουστευμένης τυποποιημένης μεθοδολογίας για τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 145) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η οποία είναι κατ' ελάχιστον εξίσου συντηρητική με την τυποποιημένη μεθοδολογία.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που διευκρινίζουν τα κριτήρια για:

α)

την αξιολόγηση από το εσωτερικό σύστημα ιδρύματος των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1,

β)

την αναγνώριση, τη διαχείριση και τον μετριασμό εκ μέρους των ιδρυμάτων των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1,

γ)

την αξιολόγηση και την παρακολούθηση εκ μέρους των ιδρυμάτων των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2,

δ)

τον καθορισμό των εσωτερικών συστημάτων που εφαρμόζονται από ιδρύματα για τους σκοπούς της παραγράφου 1 και δεν είναι ικανοποιητικά, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΤ εκδίδει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές έως τις 28 Ιουνίου 2020.».

22)

Στο άρθρο 85, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διαχείριση των ανοιγμάτων σε λειτουργικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων του κινδύνου υποδείγματος και των κινδύνων που απορρέουν από την εξωτερική ανάθεση, και για την κάλυψη του κινδύνου που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις. Τα ιδρύματα διατυπώνουν με σαφήνεια τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο για τους σκοπούς των εν λόγω πολιτικών και διαδικασιών.».

23)

Στο άρθρο 88 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα σχετικά με δάνεια προς τα μέλη του διοικητικού οργάνου και τα συνδεδεμένα μέρη τους είναι δεόντως τεκμηριωμένα και τίθενται στη διάθεση των αρμοδίων αρχών κατόπιν αιτήματος.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, με τον όρο “συνδεδεμένο μέρος” νοείται:

α)

σύζυγος, καταχωρισμένος ή καταχωρισμένη σύντροφος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τέκνο ή γονέας μέλους του διοικητικού οργάνου,

β)

εμπορική οντότητα, στην οποία μέλος του διοικητικού οργάνου ή στενός συγγενής του όπως αναφέρεται στο στοιχείο α) έχει ειδική συμμετοχή ύψους 10 % ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου στην εν λόγω οντότητα ή στην οποία τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν να ασκούν σημαντική επιρροή ή στην οποία τα εν λόγω πρόσωπα κατέχουν θέσεις ανώτερων διοικητικών στελεχών ή είναι μέλη του διοικητικού οργάνου.».

24)

Στο άρθρο 89, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2021, η Επιτροπή, έπειτα από διαβούλευση με την ΕΑΤ, την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ, εξετάζει κατά πόσο οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως στ) εξακολουθούν να είναι επαρκείς, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη προηγούμενες εκτιμήσεις επιπτώσεων, διεθνείς συμφωνίες και νομοθετικές εξελίξεις στην Ένωση, και κατά πόσο μπορούν να προστεθούν περαιτέρω σχετικές απαιτήσεις για πληροφορίες στην παράγραφο 1.

Έως τις 30 Ιουνίου 2021, η Επιτροπή, βάσει της διαβούλευσης με την ΕΑΤ, την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εκτίμηση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.».

25)

Το άρθρο 91 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα ιδρύματα, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών έχουν την πρωταρχική ευθύνη να διασφαλίζουν ότι τα μέλη του διοικητικού οργάνου έχουν ανά πάσα στιγμή επαρκώς καλή φήμη και διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη του διοικητικού οργάνου πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 8.

Όταν μέλη του διοικητικού οργάνου δεν πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο, οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να απομακρύνουν τα εν λόγω πρόσωπα από το διοικητικό όργανο. Οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ειδικότερα κατά πόσο οι απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο εξακολουθούν να πληρούνται όταν έχουν βάσιμους λόγους να εικάζουν ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή υπάρχει αυξημένος τέτοιος κίνδυνος σε σχέση με το εν λόγω ίδρυμα.»,

β)

οι παράγραφοι 7 και 8 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Το διοικητικό όργανο διαθέτει συνολικά επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία, ώστε να μπορεί να κατανοεί τις δραστηριότητες του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων. Η συνολική σύνθεση του διοικητικού οργάνου αποτυπώνει ένα αρκούντως ευρύ φάσμα εμπειριών.

8.   Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, ώστε να εκτιμά και να αμφισβητεί αποτελεσματικά τις αποφάσεις των ανώτερων διοικητικών στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται και να επιβλέπει και να παρακολουθεί αποτελεσματικά τη λήψη των αποφάσεων από τη διοίκηση. Η ιδιότητα μέλους συνδεόμενων εταιρειών ή συνδεόμενων οντοτήτων δεν συνιστά από μόνη της εμπόδιο για να ενεργεί κανείς με ανεξάρτητη βούληση.»,

γ)

στην παράγραφο 12 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«στ)

τη συνεκτική εφαρμογή της εξουσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο.».

26)

Το άρθρο 92 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 διαγράφεται,

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή του συνόλου των πολιτικών περί αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και των προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, για τις κατηγορίες υπαλλήλων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος, τα ιδρύματα συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες απαιτήσεις κατά τρόπο που ενδείκνυται για το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους:»,

ii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«αα)

η πολιτική αποδοχών είναι πολιτική αποδοχών ουδέτερη ως προς το φύλο.»,

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, στις κατηγορίες υπαλλήλων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος περιλαμβάνονται τουλάχιστον:

α)

όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη,

β)

τα μέλη του προσωπικού με διευθυντικές ευθύνες επί των λειτουργιών ελέγχου ή των σημαντικών επιχειρηματικών μονάδων του ιδρύματος,

γ)

τα μέλη του προσωπικού που εδικαιούντο σημαντική αμοιβή κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

οι αποδοχές του μέλους του προσωπικού είναι ίσες ή υψηλότερες από 500 000 EUR και ίσες ή υψηλότερες από τις μέσες αποδοχές που παρέχονται στα μέλη του διοικητικού οργάνου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος τα οποία αναφέρονται στο στοιχείο α),

ii)

το μέλος του προσωπικού ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητα στο πλαίσιο σημαντικής επιχειρηματικής μονάδας και η δραστηριότητα αυτή ανήκει σε είδος που έχει σημαντικές επιπτώσεις στα χαρακτηριστικά κινδύνου της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας.».

27)

Το άρθρο 94 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο ιβ) σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

μετοχές ή, ανάλογα με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος, ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας· ή μέσα που συνδέονται με μετοχές ή, ανάλογα με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος, ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα,»,

ii)

το στοιχείο ιγ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ιγ)

η καταβολή σημαντικού μέρους και σε κάθε περίπτωση σε ποσοστό ύψους τουλάχιστον 40 % της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών αναβάλλεται για χρονική περίοδο η οποία δεν είναι μικρότερη από τέσσερα έως πέντε έτη και ευθυγραμμίζεται ορθά με τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους της και τις δραστηριότητες του εν λόγω μέλους του προσωπικού. Για τα μέλη του διοικητικού οργάνου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ιδρυμάτων που είναι σημαντικά ως προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, η περίοδος αναβολής δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη από πέντε έτη.

Οι πληρωτέες αποδοχές που υπάγονται στις ρυθμίσεις περί αναβολής δεν καθίστανται καταβλητέες ταχύτερα απ' ότι προβλέπεται σε αναλογική βάση (pro-rata). Σε περίπτωση μεταβλητής συνιστώσας αποδοχών ιδιαίτερα υψηλού ποσού, αναβάλλεται η καταβολή της τουλάχιστον κατά ποσοστό ύψους 60 %. Η χρονική διάρκεια της περιόδου αναβολής καθορίζεται σύμφωνα με τον επιχειρηματικό κύκλο, τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους που ενέχει και τις δραστηριότητες των μελών του προσωπικού που αφορά,»,

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις κατηγορίες των μέσων που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ιβ) σημείο ii).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Μαρτίου 2014.

Με σκοπό τον εντοπισμό των υπαλλήλων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος όπως αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τα κριτήρια που καθορίζουν τα ακόλουθα:

α)

διευθυντικές ευθύνες και λειτουργίες ελέγχου,

β)

σημαντική επιχειρηματική μονάδα και σημαντικό αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας και

γ)

άλλες κατηγορίες προσωπικού που δεν αναφέρονται ρητώς στο άρθρο 92 παράγραφος 3 και του οποίου οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος, συγκριτικά τόσο ουσιώδη όσο και ο αντίκτυπος των κατηγοριών προσωπικού που αναφέρονται στη συγκεκριμένη παράγραφο.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»,

γ)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα στοιχεία ιβ) και ιγ) και στο δεύτερο εδάφιο του στοιχείου ιε) της εν λόγω παραγράφου δεν ισχύουν για:

α)

ίδρυμα που δεν είναι μεγάλο ίδρυμα όπως ορίζεται άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 146) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του οποίου είναι κατά μέσον όρο και σε ατομική βάση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ίση ή μικρότερη από 5 δισεκατομμύρια EUR κατά τη διάρκεια της τετραετίας που προηγείται άμεσα του τρέχοντος οικονομικού έτους,

β)

μέλος του προσωπικού του οποίου οι ετήσιες μεταβλητές αποδοχές δεν υπερβαίνουν τις 50 000 EUR και δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τρίτο των συνολικών ετήσιων αποδοχών του μέλους του προσωπικού.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 στοιχείο α), ένα κράτος μέλος δύναται να μειώσει ή να αυξήσει το ανώτατο όριο που αναφέρεται στην εν λόγω διάταξη, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

το ίδρυμα σε σχέση με το οποίο το κράτος μέλος κάνει χρήση της παρούσας διάταξης δεν είναι μεγάλο ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 146) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, όταν το ανώτατο όριο αυξάνεται:

i)

το ίδρυμα πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 145) στοιχεία γ), δ) και ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και

ii)

το ανώτατο όριο δεν υπερβαίνει τα 15 δισεκατομμύρια EUR,

β)

ενδείκνυται να τροποποιηθεί το ανώτατο όριο σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του ιδρύματος, της εσωτερικής οργάνωσής του ή, κατά περίπτωση, των χαρακτηριστικών του ομίλου στον οποίο ανήκει.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 στοιχείο β), ένα κράτος μέλος δύναται να αποφασίσει ότι τα μέλη του προσωπικού που δικαιούνται ετήσιες μεταβλητές αποδοχές κάτω του ανώτατου ορίου και του μεριδίου που αναφέρονται στο εν λόγω στοιχείο δεν υπόκεινται στην εξαίρεση που ορίζεται στο εν λόγω στοιχείο λόγω των ιδιαιτεροτήτων της εθνικής αγοράς όσον αφορά τις πρακτικές αποδοχών ή λόγω της φύσης των αρμοδιοτήτων και της περιγραφής καθηκόντων των εν λόγω μελών του προσωπικού.

6.   Έως τις 28 Ιουνίου 2023, η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ, επανεξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των παραγράφων 3 έως 5 και υποβάλλει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μαζί με νομοθετική πρόταση, εφόσον είναι σκόπιμο.

7.   Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, που διευκολύνουν την εφαρμογή των παραγράφων 3, 4 και 5 και διασφαλίζουν τη συνεκτική εφαρμογή τους.».

28)

το άρθρο 97 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο β) διαγράφεται,

β)

στην παράγραφο 4, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Κατά τη διενέργεια της εξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με τα κριτήρια που δημοσιοποιούνται δυνάμει του άρθρου 143 παράγραφος 1 στοιχείο γ).»,

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να προσαρμόσουν τις μεθοδολογίες για την εφαρμογή της εξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη ιδρύματα με παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου, όπως παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα ή γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων. Οι εν λόγω εξατομικευμένες μεθοδολογίες μπορούν να περιλαμβάνουν δείκτες αναφοράς με γνώμονα τον κίνδυνο καθώς και ποσοτικούς δείκτες, επιτρέπουν τη δέουσα συνεκτίμηση των ειδικών κινδύνων στους οποίους μπορεί να εκτίθεται κάθε ίδρυμα και δεν θίγουν τον ειδικό για κάθε ίδρυμα χαρακτήρα των μέτρων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 104.

Εφόσον οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν εξατομικευμένες μεθοδολογίες σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ενημερώνουν την ΕΑΤ. Η ΕΑΤ παρακολουθεί τις εποπτικές πρακτικές και εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο αξιολογούνται παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και για να διασφαλίζεται η συνεκτική και αναλογική εφαρμογή μεθοδολογιών σε ολόκληρη την Ένωση που είναι προσαρμοσμένες σε παρόμοια ιδρύματα.»,

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Όταν μια εξέταση, ιδίως η αξιολόγηση των ρυθμίσεων διακυβέρνησης, του επιχειρηματικού μοντέλου ή των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος, παρέχει στις αρμόδιες αρχές βάσιμους λόγους να εικάζουν ότι, σε σχέση με το εν λόγω ίδρυμα, διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή υπάρχει αυξημένος τέτοιος κίνδυνος, η αρμόδια αρχή ενημερώνει αμέσως την ΕΑΤ και την αρχή ή τον φορέα που εποπτεύει το ίδρυμα σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 και έχει αρμοδιότητα να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με την εν λόγω οδηγία. Σε περίπτωση δυνητικού αυξημένου κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η αρμόδια αρχή και η αρχή ή ο φορέας που εποπτεύει το ίδρυμα σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 και έχει αρμοδιότητα να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με την εν λόγω οδηγία έρχονται σε επαφή και κοινοποιούν αμέσως την κοινή τους εκτίμηση στην ΕΑΤ. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει καταλλήλως μέτρα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.».

29)

Το άρθρο 98 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο ι) διαγράφεται·

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Ο έλεγχος και η αξιολόγηση που πραγματοποιούν οι αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν την έκθεση των ιδρυμάτων στον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου.

Οι εποπτικές εξουσίες ασκούνται τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εφόσον η οικονομική αξία των μετοχών ιδρύματος όπως αναφέρεται στο άρθρο 84 παράγραφος 1 μειώνεται κατά περισσότερο από το 15 % του οικείου κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε οποιοδήποτε εκ των έξι εποπτικών σεναρίων διαταραχών που εφαρμόζονται στα επιτόκια,

β)

εφόσον ένα ίδρυμα αντιμετωπίσει μεγάλη μείωση στα καθαρά του έσοδα από τόκους όπως αναφέρεται στο άρθρο 84 παράγραφος 1 ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε οποιοδήποτε εκ των δύο εποπτικών σεναρίων διαταραχών που εφαρμόζονται στα επιτόκια.

Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να ασκούν εποπτικές εξουσίες όταν κρίνουν, βάσει του ελέγχου και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, ότι η διαχείριση στην οποία προβαίνει το ίδρυμα έναντι του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών είναι επαρκής και ότι το ίδρυμα δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, με τον όρο “εποπτικές εξουσίες” νοούνται οι εξουσίες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 104 παράγραφος 1 ή η εξουσία καθορισμού παραδοχών για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων, πλην εκείνων που προσδιορίζονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το στοιχείο β) της παραγράφου 5α του παρόντος άρθρου, που πρέπει να αποτυπώνονται από τα ιδρύματα στον υπολογισμό τους όσον αφορά την οικονομική αξία των μετοχών σύμφωνα με το άρθρο 84 παράγραφος 1.»,

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5α.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει, για τους σκοπούς της παραγράφου 5:

α)

τα έξι εποπτικά σενάρια διαταραχών όπως αναφέρονται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) και τα δύο εποπτικά σενάρια διαταραχών όπως αναφέρονται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β) που πρέπει να εφαρμόζονται στα επιτόκια για κάθε νόμισμα,

β)

υπό το πρίσμα διεθνώς συμπεφωνημένων προτύπων προληπτικής εποπτείας, τις κοινές παραδοχές για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων, με εξαίρεση τις παραδοχές για τη συμπεριφορά, τις οποίες τα ιδρύματα αποτυπώνουν στους υπολογισμούς τους όσον αφορά την οικονομική αξία των μετοχών όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), οι οποίες περιορίζονται:

i)

στη μεταχείριση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος,

ii)

στη συμπερίληψη, σύνθεση και προεξόφληση ταμειακών ροών ευαίσθητων σε επιτόκια που απορρέουν από τα στοιχεία ενεργητικού, τις υποχρεώσεις και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία του ιδρύματος, περιλαμβανομένης της επεξεργασίας εμπορικών περιθωρίων και άλλων συνιστωσών περιθωρίου,

iii)

στη χρήση δυναμικών ή στατικών μοντέλων ισολογισμού και στην επακόλουθη επεξεργασία αποσβεσμένων θέσεων και θέσεων που λήγουν,

γ)

υπό το πρίσμα διεθνώς συμπεφωνημένων προτύπων προληπτικής εποπτείας, κοινές παραδοχές για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων, με εξαίρεση τις παραδοχές για τη συμπεριφορά, τις οποίες τα ιδρύματα αποτυπώνουν στους υπολογισμούς τους όσον αφορά τα καθαρά έσοδα από τόκους όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β), οι οποίες περιορίζονται:

i)

στη συμπερίληψη και τη σύνθεση ταμειακών ροών ευαίσθητων σε επιτόκια που απορρέουν από τα στοιχεία ενεργητικού, τις υποχρεώσεις και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία του ιδρύματος, περιλαμβανομένης της επεξεργασίας εμπορικών περιθωρίων και άλλων συνιστωσών περιθωρίου,

ii)

στη χρήση δυναμικών ή στατικών μοντέλων ισολογισμού και στην επακόλουθη επεξεργασία αποσβεσμένων θέσεων και θέσεων που λήγουν,

iii)

στην περίοδο κατά την οποία υπολογίζονται τα μελλοντικά καθαρά έσοδα από τόκους,

δ)

τι σημαίνει “μεγάλη μείωση” όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»,

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«8.   Η ΕΑΤ εκτιμά το ενδεχόμενο ένταξης περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση κινδύνων (κίνδυνοι ΠΚΔ) στον έλεγχο και την αξιολόγηση που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η εκτίμηση της ΕΑΤ περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

την ανάπτυξη ενιαίου ορισμού των κινδύνων ΠΚΔ, συμπεριλαμβανομένων των υλικών κινδύνων και των κινδύνων μετάβασης· οι κίνδυνοι μετάβασης περιλαμβάνουν τους κινδύνους που συνδέονται με την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού λόγω ρυθμιστικών αλλαγών,

β)

την ανάπτυξη κατάλληλων ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων για την εκτίμηση του αντικτύπου των κινδύνων ΠΚΔ στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των ιδρυμάτων βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα· τέτοια κριτήρια περιλαμβάνουν διαδικασίες δοκιμής ακραίων καταστάσεων και αναλύσεις σεναρίων για την εκτίμηση του αντικτύπου των κινδύνων ΠΚΔ σε σενάρια διαφορετικής σοβαρότητας,

γ)

τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες, τους μηχανισμούς και τις στρατηγικές που πρέπει να εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τον εντοπισμό, την εκτίμηση και τη διαχείριση των κινδύνων ΠΚΔ,

δ)

τις μεθόδους και τα εργαλεία ανάλυσης για την εκτίμηση του αντικτύπου των κινδύνων ΠΚΔ στις δραστηριότητες δανειοδότησης και χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης των ιδρυμάτων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση με τα πορίσματά της στην Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως τις 28 Ιουνίου 2021.

Με βάση τα αποτελέσματα της έκθεσής της, η ΕΑΤ δύναται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για την ενιαία ένταξη των κινδύνων ΠΚΔ στη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές.».

30)

Στο άρθρο 99 παράγραφος 2, το στοιχείο β) διαγράφεται.

31)

Το άρθρο 103 διαγράφεται.

32)

Το άρθρο 104 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 97, του άρθρου 98 παράγραφοι 4 και 5, του άρθρου 101 παράγραφος 4 και του άρθρου 102 της παρούσας οδηγίας και της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τουλάχιστον την εξουσία:

α)

να απαιτούν από τα ιδρύματα να διαθέτουν πρόσθετα ίδια κεφάλαια πέραν των απαιτήσεων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 104α της παρούσας οδηγίας,

β)

να απαιτούν την ενίσχυση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 74,

γ)

να απαιτούν από τα ιδρύματα να υποβάλουν σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τις εποπτικές απαιτήσεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και να ορίζουν προθεσμία για την εφαρμογή του, συμπεριλαμβανομένων και βελτιώσεων του σχεδίου αυτού όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία,

δ)

να απαιτούν από τα ιδρύματα να εφαρμόζουν ειδική πολιτική προβλέψεων ή μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού από την άποψη των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων,

ε)

να θέτουν περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, τις εργασίες ή το δίκτυο των ιδρυμάτων ή να ζητούν την αφαίρεση δραστηριοτήτων που ενέχουν υπερβολικούς κινδύνους για την αρτιότητα ενός ιδρύματος,

στ)

να απαιτούν τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που ανατίθενται σε τρίτους,

ζ)

να απαιτούν από τα ιδρύματα τον περιορισμό των μεταβλητών αποδοχών ως ποσοστού των καθαρών εσόδων, όταν δεν συνάδουν με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης,

η)

να απαιτούν από τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν τα καθαρά κέρδη για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων,

θ)

να περιορίζουν ή να απαγορεύουν τη διανομή κερδών ή την καταβολή τόκων από ένα ίδρυμα σε μετόχους, μέλη ή κατόχους μέσων της πρόσθετης κατηγορίας 1, εφόσον η απαγόρευση δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος,

ι)

να επιβάλλουν απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών σχετικά με τα ίδια κεφάλαια, τη ρευστότητα και τη μόχλευση,

ια)

να επιβάλλουν συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών στις αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού,

ιβ)

να απαιτούν πρόσθετες πληροφορίες.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ι), οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών στα ιδρύματα μόνο όταν η σχετική απαίτηση είναι κατάλληλη και αναλογική ως προς τον σκοπό για τον οποίο απαιτούνται οι πληροφορίες και οι ζητούμενες πληροφορίες δεν είναι αλληλεπικαλυπτόμενες.

Για τους σκοπούς των άρθρων 97 έως 102, κάθε πρόσθετη πληροφορία που μπορεί να απαιτείται από τα ιδρύματα θεωρείται ως επαναληπτική εφόσον οι ίδιες ή οι κατ' ουσίαν ίδιες πληροφορίες έχουν ήδη αναφερθεί με άλλο τρόπο στην αρμόδια αρχή ή μπορούν να παράγονται από την αρμόδια αρχή.

Η αρμόδια αρχή δεν απαιτεί την αναφορά πρόσθετων πληροφοριών από ίδρυμα, εφόσον τις έχει ήδη λάβει υπό διαφορετική μορφή ή επίπεδο ανάλυσης και αυτή η διαφορετική μορφή ή το επίπεδο ανάλυσης δεν αποτρέπουν την αρμόδια αρχή από την παραγωγή πληροφοριών ίδιας ποιότητας και αξιοπιστίας με εκείνες που παράγονται με βάση τις πρόσθετες πληροφορίες που θα αναφέρονταν διαφορετικά.»,

β)

η παράγραφος 3 διαγράφεται.

33)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 104α

Πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων

1.   Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) εάν, βάσει των ελέγχων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 101, διαπιστώνουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις για ένα επιμέρους ίδρυμα:

α)

το ίδρυμα είναι εκτεθειμένο σε κινδύνους ή στοιχεία κινδύνων που δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς, όπως ορίζει η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου, από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο, και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*7),

β)

το ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 73 και 74 της παρούσας οδηγίας ή στο άρθρο 393 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και πιθανώς άλλα μέτρα εποπτείας δεν θα επαρκούσαν ώστε να μπορούν να τηρηθούν οι απαιτήσεις αυτές εντός κατάλληλου χρονοδιαγράμματος,

γ)

οι προσαρμογές που αναφέρονται στο άρθρο 98 παράγραφος 4 θεωρούνται ανεπαρκείς, ώστε να επιτρέψουν στο ίδρυμα να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς,

δ)

η αξιολόγηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 4 αποκαλύπτει ότι η μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για την εφαρμογή της επιτρεπόμενης προσέγγισης ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπαρκείς απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων,

ε)

το ίδρυμα αδυνατεί επανειλημμένως να καθορίζει ή να τηρεί επαρκές επίπεδο πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της καθοδήγησης που ανακοινώνεται σύμφωνα με το άρθρο 104β παράγραφος 3,

στ)

άλλες καταστάσεις που αφορούν μεμονωμένα ιδρύματα, οι οποίες θεωρεί η αρμόδια αρχή ότι προκαλούν σημαντικούς εποπτικούς προβληματισμούς.

Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) μόνο για την κάλυψη των κινδύνων που αντιμετωπίζουν μεμονωμένα ιδρύματα λόγω των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων όσων αντικατοπτρίζουν τις επιπτώσεις ορισμένων οικονομικών εξελίξεων και εξελίξεων της αγοράς στα χαρακτηριστικά κινδύνου επιμέρους ιδρύματος.

2.   Για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνου θεωρούνται ότι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 μόνο όταν τα ποσά, τα είδη και η κατανομή των κεφαλαίων που κρίνονται επαρκή από την αρμόδια αρχή λαμβανομένης υπόψη της εποπτικής επανεξέτασης της εκτίμησης που διενεργείται από τα ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 73 πρώτο εδάφιο της παρούσας οδηγίας, είναι υψηλότερα από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά κινδύνου κάθε επιμέρους ιδρύματος, τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το ίδρυμα, μεταξύ άλλων:

α)

τους κινδύνους που αφορούν το εκάστοτε ίδρυμα ή τα στοιχεία των κινδύνων αυτών που εξαιρούνται ρητά ή δεν καλύπτονται ρητά από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,

β)

τους κινδύνους που αφορούν το εκάστοτε ίδρυμα ή τα στοιχεία των κινδύνων αυτών που ενδέχεται να υποτιμώνται παρά τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

Στον βαθμό που οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνων υπόκεινται σε μεταβατικές ρυθμίσεις ή διατάξεις αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν θεωρούνται κίνδυνοι ή στοιχεία τέτοιων κινδύνων που ενδέχεται να υποτιμώνται παρά τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα κεφάλαια που θεωρούνται επαρκή καλύπτουν όλους τους κινδύνους ή τα στοιχεία κινδύνων που προσδιορίζονται ως σημαντικοί σύμφωνα με την αξιολόγηση που ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου οι οποίοι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

Κίνδυνος επιτοκίου που προκύπτει από θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός τουλάχιστον στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 98 παράγραφος 5, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές, κατά την εκτέλεση του ελέγχου και της αξιολόγησης, καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η διαχείριση από το ίδρυμα του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών είναι επαρκής και ότι το ίδρυμα δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

3.   Όταν απαιτούνται πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτονται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και των σχετικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο τρίτο και τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

Όταν απαιτούνται πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και των σχετικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο τρίτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

4.   Το ίδρυμα συμμορφώνεται προς την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων την οποία επιβάλλει η αρμόδια αρχή βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) με ίδια κεφάλαια που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων καλύπτονται με κεφάλαια της κατηγορίας 1,

β)

τουλάχιστον τα τρία τέταρτα του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 που αναφέρεται στο στοιχείο α) αποτελούνται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από το ίδρυμα να πληροί την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων με υψηλότερο ποσοστό κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ή κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπου χρειάζεται και λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών του ιδρύματος.

Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:

α)

των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας,

γ)

της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στο άρθρο 104β παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας, όταν η καθοδήγηση αυτή αφορά κινδύνους εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης.

Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:

α)

της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

γ)

της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στο άρθρο 104β παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας, όταν η καθοδήγηση αυτή αφορά κινδύνους υπερβολικής μόχλευσης.

5.   Η αρμόδια αρχή αιτιολογεί δεόντως γραπτώς προς κάθε όργανο την απόφαση της επιβολής πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), τουλάχιστον παρέχοντας σαφή εικόνα για την πλήρη εκτίμηση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω αιτιολόγηση περιλαμβάνει, στην περίπτωση που προβλέπεται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ειδική έκθεση των λόγων για τους οποίους η επιβολή καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια δεν θεωρείται πλέον επαρκής.

Άρθρο 104β

Καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια

1.   Σύμφωνα με τις στρατηγικές και τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 73, τα ιδρύματα καθορίζουν το εσωτερικό τους κεφάλαιο σε κατάλληλο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που επαρκεί ώστε να καλύπτονται όλοι οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται ένα ίδρυμα και να διασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος μπορούν να απορροφήσουν δυνητικές ζημιές που απορρέουν από σενάρια ακραίων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων όσων προσδιορίζονται σύμφωνα με τις εποπτικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 100.

2.   Οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν τακτικά το επίπεδο του εσωτερικού κεφαλαίου που καθορίζεται από κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στο πλαίσιο των ελέγχων και των αξιολογήσεων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 101, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 100.

Σύμφωνα με την εν λόγω επανεξέταση, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν για κάθε ίδρυμα το συνολικό επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που κρίνουν κατάλληλο.

3.   Οι αρμόδιες αρχές ανακοινώνουν στα ιδρύματα την καθοδήγησή τους ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια.

Τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια τα οποία αφορά η καθοδήγηση είναι τα ίδια κεφάλαια που υπερβαίνουν το σχετικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται σύμφωνα με το τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και το άρθρο 128 σημείο 6) της παρούσας οδηγίας ή σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά περίπτωση, τα οποία είναι αναγκαία για την επίτευξη του συνολικού επιπέδου των ιδίων κεφαλαίων που θεωρείται κατάλληλο από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

4.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου ειδικά για κάθε ίδρυμα. Η καθοδήγηση μπορεί να καλύπτει κινδύνους οι οποίοι αντιμετωπίζονται από την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) μόνο στον βαθμό που καλύπτει πτυχές των κινδύνων αυτών οι οποίες δεν καλύπτονται ήδη βάσει της εν λόγω απαίτησης.

5.   Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:

α)

των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 104α της παρούσας οδηγίας και επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας.

Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν χρησιμοποιούνται με σκοπό την κάλυψη της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της απαίτησης του άρθρου 104α της παρούσας οδηγίας που επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

6.   Η μη κάλυψη της καθοδήγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, όταν ένα ίδρυμα πληροί τις σχετικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του τρίτου, τέταρτου και έβδομου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του κεφαλαίου 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, τη σχετική πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν συνεπάγεται την εφαρμογή των περιορισμών του άρθρου 141 ή 141β της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 104γ

Συνεργασία με τις αρχές εξυγίανσης

Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στις σχετικές αρχές εξυγίανσης την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται σε ιδρύματα βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και κάθε καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται σε ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 104β παράγραφος 3.

(*7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την τιτλοποίηση και σχετικά με τη δημιουργία ειδικού πλαισίου για απλή, διαφανή και τυποποιημένη τιτλοποίηση και σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 347 της 28.12.2017, σ. 35).»."

34)

Στο άρθρο 105, το στοιχείο δ) διαγράφεται.

35)

Στο άρθρο 108, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

36)

Το άρθρο 109 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις μητρικές επιχειρήσεις και τις θυγατρικές που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο τμήμα II του παρόντος κεφαλαίου σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση και να διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που απαιτούνται από το τμήμα II του παρόντος κεφαλαίου είναι συνεπείς και με καλή ενσωμάτωση και ότι μπορούν να παραχθούν οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία αφορούν τον σκοπό της εποπτείας. Ιδιαίτερα, διασφαλίζουν ότι οι μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία εφαρμόζουν τις εν λόγω ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς στις θυγατρικές τους που δεν υπόκεινται στην παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων όσων εδρεύουν σε υπεράκτια (offshore) οικονομικά κέντρα. Οι εν λόγω ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί είναι συνεπείς και με καλή ενσωμάτωση και οι εν λόγω θυγατρικές πρέπει επίσης να είναι σε θέση να παράγουν οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία αφορούν τον σκοπό της εποπτείας. Οι θυγατρικές επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται οι ίδιες στην παρούσα οδηγία συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αφορούν ειδικά τον τομέα τους σε ατομική βάση.

3.   Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από το τμήμα II του παρόντος κεφαλαίου σχετικά με τις θυγατρικές επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται οι ίδιες στην παρούσα οδηγία δεν ισχύουν αν το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι η εφαρμογή του τμήματος II είναι παράνομη σύμφωνα με τη νομοθεσία της τρίτης χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η θυγατρική.»,

β)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«4.   Οι απαιτήσεις αποδοχών που ορίζονται στα άρθρα 92, 94 και 95 δεν εφαρμόζονται σε ενοποιημένη βάση στις ακόλουθες οντότητες:

α)

θυγατρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Ένωση, όταν υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις αποδοχών σύμφωνα με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης,

β)

θυγατρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα, εφόσον θα υπέκειντο σε ειδικές απαιτήσεις αποδοχών σύμφωνα με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης, εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση.

5.   Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, και για την αποφυγή της καταστρατήγησης των κανόνων που ορίζονται στα άρθρα 92, 94 και 95, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 92, 94 και 95 εφαρμόζονται στα μέλη του προσωπικού των θυγατρικών που δεν υπόκεινται στην παρούσα οδηγία σε ατομική βάση, εφόσον:

α)

η θυγατρική είναι είτε εταιρεία διαχείρισης είτε επιχείρηση που παρέχει τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα I τμήμα Α σημεία 2), 3), 4), 6) και 7) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και

β)

τα εν λόγω μέλη του προσωπικού έχουν λάβει εντολή να εκτελούν επαγγελματικές δραστηριότητες που έχουν άμεσο ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου ή τις δραστηριότητες των ιδρυμάτων εντός του ομίλου.

6.   Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τα άρθρα 92, 94 και 95 σε ενοποιημένη βάση σε ευρύτερο φάσμα θυγατρικών επιχειρήσεων και στο προσωπικό τους.».

37)

Το άρθρο 111 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 111

Καθορισμός της αρχής ενοποιημένης εποπτείας

1.   Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος ή μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει το εν λόγω μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στο κράτος μέλος ή το εν λόγω μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ σε ατομική βάση.

Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ και καμία από τις θυγατρικές της δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει την εν λόγω μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στο κράτος μέλος ή την εν λόγω μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ σε ατομική βάση.

Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ και τουλάχιστον μία εκ των θυγατρικών της είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος ή, όταν υπάρχουν περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα, του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

2.   Όταν το μητρικό ίδρυμα είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει το ίδρυμα σε ατομική βάση.

3.   Όταν δύο ή περισσότερα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση έχουν την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από:

α)

την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος, όταν ο όμιλος περιλαμβάνει μόνο ένα πιστωτικό ίδρυμα,

β)

την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος περιλαμβάνει περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα, ή

γ)

την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα.

4.   Όταν απαιτείται ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού ή, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα, από την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 τρίτο εδάφιο, από την παράγραφο 3 στοιχείο β) και από την παράγραφο 4, όταν μια αρμόδια αρχή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα εντός ομίλου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι η αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα εντός του ομίλου, όταν το άθροισμα των συνόλων ισολογισμού των εν λόγω εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μεγαλύτερο από αυτό των πιστωτικών ιδρυμάτων που εποπτεύονται σε ατομική βάση από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή.

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 στοιχείο γ), όταν η αρμόδια αρχή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερες από μία επιχειρήσεις επενδύσεων εντός ομίλου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι η αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση μία ή περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων εντός του ομίλου με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού συγκεντρωτικά.

6.   Σε ειδικές περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να μην εφαρμόσουν, με κοινή συμφωνία, τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 3 και 4 και να αναθέσουν σε διαφορετική αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, όταν η εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων δεν θα ήταν εν προκειμένω σκόπιμη, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων ιδρυμάτων και της σχετικής σημασίας των δραστηριοτήτων τους στα οικεία κράτη μέλη, ή της ανάγκης να εξασφαλιστεί η συνέχεια της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση από την ίδια αρμόδια αρχή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα, η εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, η εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή το ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, κατά περίπτωση, έχει δικαίωμα ακρόασης πριν από τη λήψη της απόφασης από τις αρμόδιες αρχές.

7.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τις συμφωνίες που υπάγονται στην παράγραφο 6.».

38)

Το άρθρο 113 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 113

Κοινές αποφάσεις για τις ειδικές για κάθε ίδρυμα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία των θυγατρικών ενός εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών πράττουν ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά τα εξής:

α)

την εφαρμογή των άρθρων 73 και 97 για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου ιδρυμάτων όσον αφορά την οικονομική κατάστασή του και τα χαρακτηριστικά κινδύνου και συνεπώς το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) σε κάθε οντότητα στο πλαίσιο του ομίλου ιδρυμάτων και σε ενοποιημένη βάση,

β)

τα μέτρα για την αντιμετώπιση ουσιωδών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 86 και όσων αφορούν την ανάγκη των ειδικών για κάθε ίδρυμα απαιτήσεων ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 105,

γ)

οποιαδήποτε καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στο άρθρο 104β παράγραφος 3.

2.   Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνονται:

α)

για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία θα περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 104α προς τις άλλες συναφείς αρμόδιες αρχές,

β)

για τους σκοπούς του στοιχείου β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία θα περιλαμβάνει την εκτίμηση των χαρακτηριστικών του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 86 και 105,

γ)

για τους σκοπούς του στοιχείου γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία θα περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 104β.

Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου λαμβάνουν, επίσης, δεόντως υπόψη την εκτίμηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις συναφείς αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 73, 97, 104α και 104β.

Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) παρουσιάζονται σε έγγραφα που περιέχουν πλήρη αιτιολόγηση που θα δοθεί στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε άλλης ενδιαφερόμενης αρμόδιας αρχής. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί, επίσης, να συμβουλευτεί την ΕΑΤ με δική της πρωτοβουλία.

3.   Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και των άρθρων 104β και 105 της παρούσας οδηγίας λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου για τις θυγατρικές που έχει πραγματοποιηθεί από τις συναφείς αρμόδιες αρχές. Αν, κατά τη λήξη των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου θεωρούνται οι περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός από την παραλαβή της παραπομπής στην ΕΑΤ. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.

Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και των άρθρων 104β και 105 της παρούσας οδηγίας λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών ενός εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού πιστωτικού ιδρύματος ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, έπειτα από τη δέουσα εξέταση των απόψεων και των επιφυλάξεων που διατυπώθηκαν από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αν στο τέλος οποιασδήποτε από τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρμόδια αρχή αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει τυχόν απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου θεωρούνται οι περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός από την παραλαβή της παραπομπής στην ΕΑΤ. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.

Οι αποφάσεις παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη την εκτίμηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Το έγγραφο υποβάλλεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε όλες τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ.

Σε περίπτωση που έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, όλες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις συστάσεις της και εξηγούν τυχόν ουσιώδη απόκλιση από αυτές.

4.   Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3, αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου επικαιροποιούνται σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών υποβάλλει γραπτό και πλήρως αιτιολογημένο αίτημα προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας προκειμένου να επικαιροποιήσει την απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και των άρθρων 104β και 105. Στις εν λόγω εξαιρετικές περιπτώσεις, η επικαιροποίηση μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της διαδικασίας κοινής απόφασης στην οποία αναφέρεται το παρόν άρθρο, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και των άρθρων 104β και 105 με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης κοινών αποφάσεων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιουλίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

39)

Στο άρθρο 115, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Όταν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α, οι ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου συνάπτονται επίσης με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση.».

40)

Το άρθρο 116 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 1, στο άρθρο 114 παράγραφος 1 και στο άρθρο 115 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συγκροτεί επίσης σώματα εποπτών μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις όπου όλες οι διασυνοριακές θυγατρικές μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχές εποπτείας των τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου 1 τμήμα II της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, των άρθρων 76 και 81 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.»,

β)

στην παράγραφο 6, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α μπορεί να συμμετέχει στο σχετικό σώμα εποπτών.».

41)

Στο άρθρο 117, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5.   Οι αρμόδιες αρχές, οι μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών και οι αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ως προς τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία, συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και διαβιβάζουν μεταξύ τους τις απαραίτητες πληροφορίες για τα αντίστοιχα καθήκοντά τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, υπό την προϋπόθεση ότι η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών δεν επηρεάζουν διεξαγόμενη έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία σύμφωνα με το ποινικό ή διοικητικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η αρμόδια αρχή, η μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών ή η αρχή στην οποία έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

Η ΕΑΤ μπορεί να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην περίπτωση διαφωνίας σχετικά με το συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων δυνάμει του παρόντος άρθρου ιδία πρωτοβουλία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2020, η ΕΑΤ δημοσιεύει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, διευκρινίζοντας τον τρόπο της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ιδίως όσον αφορά τις διασυνοριακές ομάδες και στο πλαίσιο του εντοπισμού σοβαρών παραβιάσεων των κανόνων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.».

42)

Στο άρθρο 119, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 21α, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που ενδεχομένως απαιτούνται για την υπαγωγή των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία.».

43)

Στο άρθρο 120, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Σε περίπτωση που μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται, κατόπιν συμφωνίας με τον επόπτη του ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα, να εφαρμόσει στην εν λόγω μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μόνον τις διατάξεις της οδηγίας όσον αφορά τον πλέον σημαντικό χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.».

44)

Στο άρθρο 125 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 111 της παρούσας οδηγίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενός ομίλου με μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών είναι διαφορετική από τον συντονιστή που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και ο συντονιστής συνεργάζονται με σκοπό την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση. Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η συνεργασία, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και ο συντονιστής συνάπτουν γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας.».

45)

Στο άρθρο 128, παρεμβάλλονται τα ακόλουθα εδάφια μετά το πρώτο εδάφιο:

«Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, το οποίο τηρείται προκειμένου να πληρούνται η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που προβλέπεται στο σημείο 6) του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 104α της παρούσας οδηγίας για την αντιμετώπιση άλλων κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και την καθοδήγηση που κοινοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 104β παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης.

Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρείται προκειμένου να πληρούται ένα εκ των στοιχείων της οικείας συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ώστε να πληρούν άλλα εφαρμοστέα στοιχεία της οικείας συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας.

Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρείται προκειμένου να πληρούται η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που αναφέρεται στο σημείο 6) του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, ώστε να πληρούν τις βάσει κινδύνου συνιστώσες των απαιτήσεων των άρθρων 92α και 92β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και των άρθρων 45γ και 45δ της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.».

46)

Τα άρθρα 129 και 130 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 129

Απαιτήσεις τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου

1.   Πέραν του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρείται για την εκπλήρωση οποιασδήποτε από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να τηρούν απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ίσο με το 2,5 % του συνολικού ποσού ανοιγμάτων τους σε κίνδυνο υπολογισμένο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, σε ατομική και ενοποιημένη βάση, όπως εφαρμόζεται σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος II του εν λόγω κανονισμού.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κράτος μέλος δύναται να εξαιρεί μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις επενδύσεων από τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, εφόσον η εξαίρεση αυτή δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους.

Οι αποφάσεις σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης του πρώτου εδαφίου είναι πλήρως αιτιολογημένες, εξηγούν για ποιους λόγους η εξαίρεση δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους και περιέχουν τον ακριβή ορισμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επενδύσεων οι οποίες πρόκειται να εξαιρεθούν.

Το κράτος μέλος που αποφασίζει να εφαρμόσει την εξαίρεση του πρώτου εδαφίου το γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω γνωστοποιήσεις χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη ορίζουν αρχή υπεύθυνη για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω αρχή είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές ή μεσαίες σύμφωνα με τη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (*8).

5.   Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, του επιβάλλονται οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στο άρθρο 141 παράγραφοι 2 και 3.

Άρθρο 130

Απαίτηση τήρησης αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να τηρούν αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για κάθε ίδρυμα, ίσο με το συνολικό ποσό ανοιγμάτων τους σε κίνδυνο υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και πολλαπλασιαζόμενο με τον σταθμισμένο μέσο όρο των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 140 της παρούσας οδηγίας σε ατομική και ενοποιημένη βάση, όπως εφαρμόζεται σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος II του εν λόγω κανονισμού. Το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συνίσταται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κράτος μέλος δύναται να εξαιρεί μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις επενδύσεων από τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, εφόσον η εξαίρεση αυτή δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους.

Οι αποφάσεις σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης του πρώτου εδαφίου είναι πλήρως αιτιολογημένες, εξηγούν για ποιους λόγους η εξαίρεση δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους και περιέχουν τον ακριβή ορισμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επενδύσεων οι οποίες πρόκειται να εξαιρεθούν.

Το κράτος μέλος που αποφασίζει να εφαρμόσει την εξαίρεση του πρώτου εδαφίου το γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω γνωστοποιήσεις χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη ορίζουν αρχή υπεύθυνη για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω αρχή είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές και μεσαίες σύμφωνα με τη σύσταση 2003/361/ΕΚ.

5.   Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, του επιβάλλονται οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στο άρθρο 141 παράγραφοι 2 και 3.

(*8)  Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).»."

47)

Το άρθρο 131 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν αρχή που θα είναι υπεύθυνη για τον προσδιορισμό, σε ενοποιημένη βάση, των G-SII και, σε ατομική, υποενοποιημένη ή ενοποιημένη βάση, ανάλογα με την περίπτωση, των άλλων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων (O-SII), τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στη δικαιοδοσία τους. Η εν λόγω αρχή είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν περισσότερες από μία αρχές.

Τα G-SII είναι οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

ένας όμιλος με επικεφαλής ένα εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα, μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή

β)

ένα ίδρυμα που δεν είναι θυγατρική εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος, εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

Τα Ο-SII μπορούν να αποτελούν είτε ίδρυμα είτε όμιλο με επικεφαλής ένα εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα, μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, ένα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος μητρικό ίδρυμα, μια εγκατεστημένη σε κράτος μέλος μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μια εγκατεστημένη σε κράτος μέλος μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.»,

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Η πρόσθετη μεθοδολογία προσδιορισμού των G-SII βασίζεται στις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

τις κατηγορίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,

β)

διασυνοριακή δραστηριότητα του ομίλου, εξαιρουμένων των δραστηριοτήτων του ομίλου σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*9).

Κάθε κατηγορία έχει ίσο βάρος και αποτελείται από δείκτες που μπορούν να εκφραστούν ποσοτικά. Για τις κατηγορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, οι δείκτες πρέπει να είναι οι ίδιοι με εκείνους των αντίστοιχων δεικτών που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Από την εφαρμογή πρόσθετης μεθοδολογίας προσδιορισμού προκύπτει πρόσθετη συνολική βαθμολογία για κάθε οντότητα της παραγράφου 1 που αξιολογείται, βάσει της οποίας οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές μπορούν να λάβουν ένα από τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 10 στοιχείο γ).

(*9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).»,"

γ)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η ΕΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, έως την 1η Ιανουαρίου 2015 σχετικά με τα κριτήρια προσδιορισμού των όρων εφαρμογής της παρούσας παραγράφου σε σχέση με την εκτίμηση των O-SII. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές λαμβάνουν υπόψη τα διεθνή πλαίσια των εγχώριων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων και τις ενωσιακές και τις εθνικές ιδιομορφίες.

Η ΕΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με την ενδεδειγμένη μεθοδολογία σχεδιασμού και βαθμονόμησης των ποσοστών αποθεμάτων ασφαλείας των O-SII.»,

δ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή μπορεί να υποχρεώνει κάθε O-SII, σε ενοποιημένη, υποενοποιημένη ή ατομική βάση, ανάλογα με την περίπτωση, να τηρεί απόθεμα ασφαλείας O-SII ύψους έως 3 % του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων για τον προσδιορισμό του O-SII. Το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συνίσταται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.»,

ε)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5α.   Με την επιφύλαξη της εξουσιοδότησης της Επιτροπής που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή μπορεί να υποχρεώνει κάθε O-SII, σε ενοποιημένη, υποενοποιημένη ή ατομική βάση, ανάλογα με την περίπτωση, να διατηρεί απόθεμα ασφαλείας O-SII υψηλότερο του 3 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συνίσταται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

Εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, το ΕΣΣΚ παρέχει στην Επιτροπή γνωμοδότηση στην οποία εκτιμά αν το απόθεμα ασφαλείας O-SII κρίνεται κατάλληλο. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να παράσχει γνωμοδότηση στην Επιτροπή σχετικά με το απόθεμα ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Εντός τριών μηνών αφότου το ΕΣΣΚ προωθήσει τη σύμφωνα με την παράγραφο 7 γνωστοποίηση στην Επιτροπή, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση του ΕΣΣΚ και της ΕΑΤ, κατά περίπτωση, και εφόσον είναι πεπεισμένη ότι το απόθεμα ασφαλείας O-SII δεν προκαλεί δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοοικονομικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά οι οποίες δημιουργούν ή θέτουν εμπόδια στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εγκρίνει πράξη με την οποία εξουσιοδοτείται η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή να θεσπίσει το προτεινόμενο μέτρο.»,

στ)

στην παράγραφο 7, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, πριν καθορίσει ή ανακαθορίσει απόθεμα ασφαλείας O-SII, το γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ ένα μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 5 και το γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ τρεις μήνες πριν από τη δημοσίευση της απόφασης της αρμόδιας ή εντεταλμένης αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 5α. Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω γνωστοποιήσεις χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Οι εν λόγω γνωστοποιήσεις καθορίζουν αναλυτικά:»,

ζ)

η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 133 και της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, όταν ένα O-SII είναι θυγατρική G-SII ή O-SII που αποτελεί είτε ίδρυμα είτε όμιλο με επικεφαλής μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας O-SII σε ενοποιημένη βάση, το απόθεμα ασφαλείας που εφαρμόζεται σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση στο O-SII δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο από τα κατωτέρω:

α)

το άθροισμα του μεγαλύτερου ποσοστού αποθέματος ασφαλείας G-SII ή O-SII που εφαρμόζεται στον όμιλο σε ενοποιημένη βάση και του 1 % του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και

β)

3 % του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή το ποσοστό που ενέκρινε η Επιτροπή να εφαρμοστεί στον όμιλο σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παράγραφο 5α του παρόντος άρθρου.»,

η)

οι παράγραφοι 9 και 10 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.   Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε υποκατηγορίες G-SII. Το κατώτατο όριο και τα όρια μεταξύ κάθε υποκατηγορίας καθορίζονται από τις βαθμολογίες βάσει της μεθοδολογίας προσδιορισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Οι οριακές βαθμολογίες μεταξύ γειτονικών υποκατηγοριών καθορίζονται σαφώς και ακολουθούν την αρχή ότι υπάρχει σταθερή γραμμική αύξηση συστημικής σημασίας μεταξύ κάθε υποκατηγορίας, που έχει ως αποτέλεσμα τη γραμμική αύξηση της απαίτησης πρόσθετου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, με εξαίρεση την υποκατηγορία πέντε και οποιαδήποτε προστιθέμενη ανώτερη υποκατηγορία. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως “συστημική σημασία” νοείται ο αναμενόμενος αντίκτυπος της δυσχέρειας του G-SII στην παγκόσμια χρηματοοικονομική αγορά. Για την κατώτατη υποκατηγορία ισχύει απόθεμα ασφαλείας G-SII ίσο με το 1 % του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το απόθεμα ασφαλείας για κάθε υποκατηγορία αυξάνεται ανά βαθμίδα κατά 0,5 % τουλάχιστον του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού.

10.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 9 και χρησιμοποιώντας τις υποκατηγορίες και τις οριακές βαθμολογίες που αναφέρονται στην παράγραφο 9, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή μπορεί, κατά την άσκηση ορθής εποπτικής κρίσης:

α)

να ανακατατάσσει ένα G-SII από κατώτερη υποκατηγορία σε ανώτερη υποκατηγορία,

β)

να κατατάσσει οντότητα κατά την παράγραφο 1 που έχει συνολική βαθμολογία όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 χαμηλότερη από την οριακή βαθμολογία της κατώτατης υποκατηγορίας σε αυτήν την υποκατηγορία ή σε ανώτερη υποκατηγορία, προσδιορίζοντάς την κατ' αυτό τον τρόπο ως G-SII,

γ)

λαμβάνοντας υπόψη τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης, επί τη βάσει της πρόσθετης συνολικής βαθμολογίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2α, να ανακατατάσσει ένα G-SII από ανώτερη υποκατηγορία σε κατώτερη υποκατηγορία.»,

θ)

η παράγραφος 11 διαγράφεται,

ι)

η παράγραφος 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«12.   Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ τις επωνυμίες των G-SII και O-SII και την αντίστοιχη υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε G-SII. Η γνωστοποίηση περιέχει πλήρη αιτιολόγηση για την άσκηση ή μη εποπτικής κρίσης σύμφωνα με την παράγραφο 10 στοιχεία α), β) και γ). Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω γνωστοποιήσεις στην Επιτροπή και την ΕΑΤ χωρίς καθυστέρηση και δημοσιοποιεί τις επωνυμίες τους. Οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές δημοσιοποιούν την υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε G-SII.

Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή επανεξετάζει ετησίως τον προσδιορισμό των G-SII και O-SII και την κατάταξη των G-SII στις αντίστοιχες υποκατηγορίες και γνωστοποιεί το αποτέλεσμα στο σχετικό συστημικώς σημαντικό ίδρυμα και στο ΕΣΣΚ, το οποίο διαβιβάζει τα αποτελέσματα στην Επιτροπή και την ΕΑΤ χωρίς καθυστέρηση. Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή δημοσιοποιεί τον ενημερωμένο κατάλογο των προσδιοριζόμενων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων και την υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε προσδιοριζόμενο G-SII.»,

ια)

η παράγραφος 13 διαγράφεται,

ιβ)

οι παράγραφοι 14 και 15 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«14.   Όταν ένας όμιλος, σε ενοποιημένη βάση, υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας G-SII και απόθεμα ασφαλείας O-SII, εφαρμόζεται το υψηλότερο απόθεμα ασφαλείας.

15.   Όταν ένα ίδρυμα υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, το οποίο έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 133, το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας είναι σωρευτικό με το απόθεμα ασφαλείας O-SII ή το απόθεμα ασφαλείας G-SII που εφαρμόζεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο

Όταν το άθροισμα του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, όπως υπολογίζεται για τους σκοπούς του άρθρου 133 παράγραφος 10, 11 ή 12 και του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας O-SII ή του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας G-SII στο οποίο υπόκειται το ίδιο ίδρυμα είναι υψηλότερο του 5 %, εφαρμόζεται η διαδικασία της παραγράφου 5α του παρόντος άρθρου.»,

ιγ)

οι παράγραφοι 16 και 17 διαγράφονται·

ιδ)

η παράγραφος 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«18.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να ορίσει, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τις μεθοδολογίες σύμφωνα με τις οποίες η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή προσδιορίζει ίδρυμα ή όμιλο με επικεφαλής μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ως G-SII και να ορίσει τη μεθοδολογία καθορισμού των υποκατηγοριών και κατάταξης των G-SII στις υποκατηγορίες με βάση τη συστημική τους σημασία, λαμβανομένων υπόψη διεθνώς συμφωνηθέντων προτύπων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

48)

Το άρθρο 132 διαγράφεται.

49)

Τα άρθρα 133 και 134 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 133

Απαιτήσεις τήρησης αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου

1.   Κάθε κράτος μέλος δύναται να εισαγάγει απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για τον χρηματοπιστωτικό τομέα ή για ένα ή περισσότερα υποσύνολα του εν λόγω τομέα σε όλα ή σε υποσύνολο ανοιγμάτων, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ώστε να αποτρέπονται και να μετριάζονται οι μακροπροληπτικοί ή συστημικοί κίνδυνοι που δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και από τα άρθρα 130 και 131 της παρούσας οδηγίας, κατά την έννοια κινδύνου διαταραχής του χρηματοοικονομικού συστήματος με πιθανότητα σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία σε συγκεκριμένο κράτος μέλος.

2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου ως εξής:

Formula

όπου:

BSR = το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

rT = το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται στο συνολικό ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο ενός ιδρύματος,

ET = το συνολικό ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο ενός ιδρύματος υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

i= ο δείκτης που δηλώνει το υποσύνολο των ανοιγμάτων και αναφέρεται στην παράγραφο 5,

ri = το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται στο ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο του υποσυνόλου ανοιγμάτων i και

Ei = το ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο ενός ιδρύματος για το υποσύνολο ανοιγμάτων i υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη ορίζουν την αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου και τον προσδιορισμό των ανοιγμάτων και των υποσυνόλων ιδρυμάτων στα οποία εφαρμόζεται. Η εν λόγω αρχή είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η σχετική αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα να τηρούν απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, σε ατομική, ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τον τίτλο II του πρώτου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

5.   Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου μπορεί να εφαρμόζεται στα εξής:

α)

όλα τα ανοίγματα στο κράτος μέλος που ορίζει το εν λόγω απόθεμα,

β)

τα ακόλουθα τομεακά ανοίγματα στο κράτος μέλος που ορίζει το εν λόγω απόθεμα:

i)

όλα τα ανοίγματα λιανικής σε φυσικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται με ακίνητα προοριζόμενα για κατοικία,

ii)

όλα τα ανοίγματα σε νομικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται με υποθήκες σε εμπορική ακίνητη περιουσία,

iii)

όλα τα ανοίγματα σε νομικά πρόσωπα εξαιρουμένων αυτών που ορίζονται στο σημείο ii),

iv)

όλα τα ανοίγματα σε φυσικά πρόσωπα εξαιρουμένων αυτών που ορίζονται στο σημείο i),

γ)

όλα τα ανοίγματα σε άλλα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη των παραγράφων 12 και 15,

δ)

τα τομεακά ανοίγματα σε άλλα κράτη μέλη, όπως ορίζονται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου, με μόνο σκοπό την αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας που έχει οριστεί από άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 134,

ε)

ανοίγματα σε τρίτες χώρες,

στ)

υποτομείς κάθε μιας από τις κατηγορίες ανοιγμάτων που προσδιορίζονται στο στοιχείο β).

6.   Η ΕΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, έως τις 30 Ιουνίου 2020, σχετικά με τους ενδεδειγμένους υποτομείς ανοιγμάτων στους οποίους η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή δύναται να εφαρμόζει απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το στοιχείο στ) της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου.

7.   Ένα απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα ή σε υποσύνολο ανοιγμάτων κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου όλων των ιδρυμάτων ή σε ένα ή περισσότερα υποσύνολα αυτών των ιδρυμάτων, για τα οποία είναι αρμόδιες οι αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και ορίζεται και αναπροσαρμόζεται σε πολλαπλάσια του 0,5 %. Είναι δυνατόν να εισαχθούν διαφορετικές απαιτήσεις για διαφορετικά υποσύνολα ιδρυμάτων και ανοιγμάτων. Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν αντιμετωπίζει κινδύνους που καλύπτονται από τα άρθρα 130 και 131.

8.   Η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, όταν απαιτεί την τήρηση αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, συμμορφώνεται προς τα ακόλουθα:

α)

το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν προκαλεί δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοοικονομικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά, σχηματίζοντας ή δημιουργώντας εμπόδιο στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς,

β)

το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου επανεξετάζεται από την αρμόδια αρχή ή την εντεταλμένη αρχή τουλάχιστον ανά διετία,

γ)

το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση κινδύνων που καλύπτονται από τα άρθρα 130 και 131.

9.   Η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ειδοποιεί το ΕΣΣΚ πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 13. Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω ειδοποιήσεις στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών χωρίς καθυστέρηση.

Όταν το ίδρυμα στο οποίο εφαρμόζονται ένα ή περισσότερα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου αποτελεί θυγατρική μητρικής εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί επίσης τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους.

Όταν ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ειδοποιεί επίσης το ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω ειδοποιήσεις χωρίς καθυστέρηση στις εποπτικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών.

Οι εν λόγω ειδοποιήσεις καθορίζουν αναλυτικά:

α)

τους μακροπροληπτικούς ή συστημικούς κινδύνους στο κράτος μέλος,

β)

τους λόγους για τους οποίους η διάσταση των μακροπροληπτικών ή συστημικών κινδύνων απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο, με αιτιολόγηση του ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

γ)

τους λόγους για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου θεωρείται ότι είναι πιθανό να είναι αποτελεσματικό και αναλογικό για τον μετριασμό του κινδύνου,

δ)

εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντικτύπου του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου στην εσωτερική αγορά βάσει των πληροφοριών που διαθέτει το κράτος μέλος,

ε)

το ποσοστό ή τα ποσοστά του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, προτίθεται να επιβάλει και τα ανοίγματα στα οποία εφαρμόζονται τα ποσοστά και τα ιδρύματα που υπόκεινται στα ποσοστά αυτά,

στ)

όταν το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα, έκθεση των λόγων για τους οποίους η αρχή θεωρεί ότι το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν επικαλύπτει τη λειτουργία του αποθέματος ασφαλείας O-SII που προβλέπεται στο άρθρο 131.

Σε περίπτωση που η απόφαση να καθοριστεί ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου συνεπάγεται μείωση ή δεν συνεπάγεται αλλαγή σε σύγκριση με το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας που είχε καθοριστεί προηγουμένως, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, συμμορφώνεται μόνο με την παρούσα παράγραφο.

10.   Όταν ο καθορισμός ή ανακαθορισμός ποσοστού ή ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε οποιαδήποτε κατηγορία ή υποκατηγορία ανοιγμάτων της παραγράφου 5 που υπόκειται σε ένα ή περισσότερα αποθέματα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν έχει ως αποτέλεσμα συνδυασμένο ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου υψηλότερο του 3 % για οποιοδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ειδοποιεί το ΕΣΣΚ σύμφωνα με την παράγραφο 9 ένα μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 13.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που ορίζει άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 134 δεν προσμετράται για το όριο του 3 %.

11.   Όταν ο καθορισμός ή ανακαθορισμός ποσοστού ή ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε οποιαδήποτε κατηγορία ή υποκατηγορία ανοιγμάτων της παραγράφου 5 που υπόκειται σε ένα ή περισσότερα αποθέματα ασφαλείας συστημικού κινδύνου έχει ως αποτέλεσμα συνδυασμένο ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου υψηλότερο του 3 % και έως 5 %, για οποιοδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή του κράτους μέλους που ορίζει το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας ζητεί στην ειδοποίηση που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 9 γνωμοδότηση της Επιτροπής. Η Επιτροπή γνωμοδοτεί εντός ενός μηνός από την παραλαβή της ειδοποίησης.

Όταν η γνωμοδότηση της Επιτροπής είναι αρνητική, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, του κράτους μέλους που ορίζει το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου συμμορφώνεται με τη γνώμη αυτή ή αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν το πράττει.

Όταν ένα ίδρυμα στο οποίο εφαρμόζονται ένα ή περισσότερα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου αποτελεί θυγατρική μητρικής εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή ζητεί στην ειδοποίηση που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 9 σύσταση από την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ.

Η Επιτροπή και το ΕΣΣΚ παρέχουν το καθένα τις οικείες συστάσεις εντός έξι μηνών από την παραλαβή της ειδοποίησης.

Όταν οι αρχές της θυγατρικής και της μητρικής διαφωνούν ως προς το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που είναι εφαρμοστέα στο εν λόγω ίδρυμα και στην περίπτωση αρνητικής σύστασης τόσο της Επιτροπής όσο και του ΕΣΣΚ, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η απόφαση καθορισμού του ποσοστού ή των ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα εν λόγω ανοίγματα αναστέλλεται έως ότου λάβει απόφαση η ΕΑΤ.

12.   Όταν ο καθορισμός ή ανακαθορισμός ποσοστού ή ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε οποιαδήποτε κατηγορία ή υποκατηγορία ανοιγμάτων της παραγράφου 5 που υπόκειται σε ένα ή περισσότερα αποθέματα ασφαλείας συστημικού κινδύνου έχει ως αποτέλεσμα συνδυασμένο ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου άνω του 5 %, για οποιοδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ζητεί την έγκριση της Επιτροπής πριν από την εφαρμογή του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου.

Εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή της ειδοποίησης της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου, το ΕΣΣΚ παρέχει στην Επιτροπή γνώμη στην οποία εκτιμά αν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου κρίνεται κατάλληλο. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να παράσχει γνωμοδότηση στην Επιτροπή σχετικά με το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή της ειδοποίησης της παραγράφου 9, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση του ΕΣΣΚ και της ΕΑΤ, κατά περίπτωση, και εφόσον είναι πεπεισμένη ότι το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν προκαλούν δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοοικονομικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά, σχηματίζοντας ή δημιουργώντας εμπόδιο στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εκδίδει πράξη με την οποία εξουσιοδοτείται η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, να θεσπίσει το προτεινόμενο μέτρο.

13.   Κάθε αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ανακοινώνει τον καθορισμό ή τον ανακαθορισμό ενός ή περισσότερων ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου με δημοσίευση σε κατάλληλο ιστότοπο. Η εν λόγω δημοσίευση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

β)

τα ιδρύματα στα οποία εφαρμόζεται το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

γ)

τα ανοίγματα στα οποία εφαρμόζεται το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

δ)

αιτιολόγηση για τον καθορισμό ή ανακαθορισμό του ποσοστού ή των ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

ε)

την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα εφαρμόζουν τον καθορισμό ή ανακαθορισμό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου και

στ)

τα ονόματα των χωρών στις οποίες τα ανοίγματα στις εν λόγω χώρες αναγνωρίζονται στο απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου.

Όταν η αιτιολόγηση των πληροφοριών που αναφέρεται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, οι εν λόγω πληροφορίες δεν περιλαμβάνονται στη δημοσίευση.

14.   Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, του επιβάλλονται οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στο άρθρο 141 παράγραφοι 2 και 3.

Αν η εφαρμογή των περιορισμών της διανομής κερδών οδηγεί σε ανεπαρκή βελτίωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος υπό το πρίσμα του οικείου συστημικού κινδύνου, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 64.

15.   Αν η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, αποφασίσει να καθορίσει το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου βάσει των ανοιγμάτων σε άλλα κράτη μέλη, το απόθεμα καθορίζεται στο ίδιο ποσοστό σε όλα τα ανοίγματα εντός της Ένωσης, εκτός αν το απόθεμα ασφαλείας καθορίζεται προκειμένου να αναγνωριστεί το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που έχει καθορίσει άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 134.

Άρθρο 134

Αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου

1.   Άλλα κράτη μέλη δύνανται να αναγνωρίζουν ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 133 και να εφαρμόζουν το εν λόγω ποσοστό στα ιδρύματα με εγχώρια άδεια για ανοίγματα στο κράτος μέλος που καθορίζει το εν λόγω ποσοστό.

2.   Όταν τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια, σύμφωνα με την παράγραφο 1, ειδοποιούν το ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ προωθεί αμελλητί τις εν λόγω ειδοποιήσεις στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και το κράτος μέλος που καθορίζει το εν λόγω ποσοστό.

3.   Όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει την αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 1, λαμβάνει υπόψη του τις πληροφορίες που έχει υποβάλει το κράτος μέλος το οποίο έχει καθορίσει το εν λόγω ποσοστό σύμφωνα με το άρθρο 133 παράγραφοι 9 και 13.

4.   Όταν τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια, το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δύναται να είναι σωρευτικό με το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται κατά το άρθρο 133, υπό τον όρο ότι τα αποθέματα ασφαλείας καλύπτουν διαφορετικούς κινδύνους. Όταν τα αποθέματα ασφαλείας καλύπτουν τους ίδιους κινδύνους, εφαρμόζεται μόνο το υψηλότερο απόθεμα ασφαλείας.

5.   Το κράτος μέλος που καθορίζει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 133 της παρούσας οδηγίας δύναται να ζητεί από το ΕΣΣΚ να εκδίδει σύσταση κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 προς ένα ή περισσότερα κράτη μέλη τα οποία ενδέχεται να αναγνωρίσουν το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου.».

50)

Το άρθρο 136 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 3, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Κάθε εντεταλμένη αρχή αξιολογεί τη σοβαρότητα του κυκλικού συστημικού κινδύνου και την καταλληλότητα του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για το οικείο κράτος μέλος ανά τρίμηνο και καθορίζει ή προσαρμόζει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο. Όταν πράττει τα ανωτέρω, κάθε εντεταλμένη αρχή λαμβάνει υπόψη τα εξής:»,

β)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Κάθε εντεταλμένη αρχή δημοσιεύει στον ιστότοπό της ανά τρίμηνο τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας,

β)

τον σχετικό λόγο πίστωσης προς το ΑΕγχΠ και την απόκλισή του από τη μακροπρόθεσμη τάση,

γ)

τον οδηγό αποθέματος ασφαλείας που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2,

δ)

αιτιολόγηση αυτού του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,

ε)

όταν αυξάνεται το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα εφαρμόζουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τον σκοπό υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα,

στ)

όταν η ημερομηνία του στοιχείου ε) απέχει λιγότερο από 12 μήνες από την ημερομηνία της δημοσίευσης της παρούσας παραγράφου, αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής,

ζ)

όταν το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας μειώνεται, την ενδεικτική περίοδο κατά την οποία δεν αναμένεται αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, καθώς και αιτιολόγηση αυτής της περιόδου,

Οι εντεταλμένες αρχές προβαίνουν σε όλες τις εύλογες ενέργειες ώστε να συντονιστεί ο χρόνος αυτής της δημοσίευσης.

Οι εντεταλμένες αρχές κοινοποιούν στο ΕΣΣΚ κάθε αλλαγή του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, μαζί με τις απαιτούμενες πληροφορίες που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως ζ). Το ΕΣΣΚ δημοσιεύει στον ιστότοπό του όλα αυτά τα ποσοστά αποθεμάτων ασφαλείας και τις σχετικές πληροφορίες που του κοινοποιούνται.».

51)

Στο άρθρο 141, οι παράγραφοι 1 έως 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ίδρυμα που πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας δεν προβαίνει σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στον βαθμό που μια τέτοια διανομή θα μείωνε το κεφάλαιο κοινών μετοχών του κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να μην ικανοποιείται πλέον η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.

2.   Ένα ίδρυμα που δεν ικανοποιεί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, υπολογίζει το μέγιστο διανεμητέο ποσό (“ΜΔΠ”) σύμφωνα με την παράγραφο 4 και το κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή.

Σε περίπτωση εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, το ίδρυμα δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες πριν υπολογίσει το ΜΔΠ:

α)

σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

β)

σε δημιουργία υποχρέωσης καταβολής μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, ούτε σε καταβολή μεταβλητών αποδοχών, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε όσο το ίδρυμα δεν πληρούσε τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας, ή

γ)

σε πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 1.

3.   Στην περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν ικανοποιεί ή δεν υπερβαίνει τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, δεν διανέμει περισσότερο από το ΜΔΠ που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 μέσω οποιασδήποτε ενέργειας από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ).

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίσθηκε βάσει της παραγράφου 5 με τον συντελεστή που ορίζεται βάσει της παραγράφου 6. Το ΜΔΠ μειώνεται κατά οποιοδήποτε ποσό που προέρχεται από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), β) ή γ).

5.   Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 περιλαμβάνει:

α)

οποιαδήποτε ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή που προκύπτει από τις ενέργειες που αναφέρονται στο στοιχείο α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,

πλέον

β)

οποιαδήποτε κέρδη τέλους χρήσης που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή που προκύπτει από τις ενέργειες που αναφέρονται στο στοιχείο α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,

μείον

γ)

τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος, αν τα είδη που προσδιορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου δεν διανέμονταν.

6.   Ο συντελεστής καθορίζεται ως εξής:

α)

όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οποιεσδήποτε εκ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,

β)

όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούται οποιαδήποτε εκ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού είναι εντός του δεύτερου τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,2,

γ)

όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού είναι εντός του τρίτου τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,4,

δ)

όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,6.

Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:

Formula

Formula

όπου:

Qn = ο τακτικός αριθμός του σχετικού τεταρτημόριου.».

52)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 141α

Μη τήρηση της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας

Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τους σκοπούς του άρθρου 141, εφόσον δεν διαθέτει ίδια κεφάλαια στην ποσότητα και την ποιότητα που απαιτούνται για να επιτευχθεί ταυτόχρονα η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και καθεμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας,

β)

του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας,

γ)

του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 141β

Περιορισμός στις διανομές σε περίπτωση μη τήρησης της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης

1.   Ίδρυμα που πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης κατά το άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν προβαίνει σε διανομή που αφορά το κεφάλαιο της κατηγορίας 1, στον βαθμό που μια τέτοια διανομή θα μείωνε το οικείο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να μην ικανοποιείται πλέον η απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης.

2.   Ίδρυμα που δεν ικανοποιεί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης υπολογίζει το μέγιστο διανεμητέο ποσό που αφορά τον δείκτη μόχλευσης (Μ-ΜΔΠ) σύμφωνα με την παράγραφο 4 και το κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή.

Σε περίπτωση εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, το ίδρυμα δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες προτού υπολογίσει το Μ-ΜΔΠ:

α)

σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

β)

στη δημιουργία υποχρέωσης καταβολής μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, ούτε στην καταβολή μεταβλητών αποδοχών, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε, ενώ το ίδρυμα δεν πληρούσε τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας, ή

γ)

σε πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 1.

3.   Στην περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν ικανοποιεί ή δεν υπερβαίνει την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, δεν διανέμει περισσότερο από το Μ-ΜΔΠ που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 μέσω οποιασδήποτε ενέργειας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ).

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το Μ-ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίσθηκε βάσει της παραγράφου 5 με τον συντελεστή που προσδιορίζεται βάσει της παραγράφου 6. Το Μ-ΜΔΠ μειώνεται κατά οποιοδήποτε ποσό που προέρχεται από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), β) ή γ).

5.   Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 περιλαμβάνει:

α)

τυχόν ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή αφορά τις ενέργειες που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,

πλέον

β)

τυχόν τα κέρδη τέλους χρήσης που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή αφορά τις ενέργειες που αναφέρονται στο στοιχείο α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,

μείον

γ)

τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος αν τα είδη που προσδιορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου δεν διανέμονταν.

6.   Ο συντελεστής που αναφέρεται στην παράγραφο 4 καθορίζεται από τα κράτη μέλη ως εξής:

α)

όπου το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,

β)

όπου το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,2,

γ)

όπου το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, είναι εντός του τρίτου τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,4,

δ)

όπου το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,6.

Το κατώτατο και το ανώτατο όριο κάθε τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης υπολογίζονται ως εξής:

Formula

Formula

όπου:

Qn = ο τακτικός αριθμός του σχετικού τεταρτημόριου.

7.   Οι περιορισμοί που επιβάλλει το παρόν άρθρο εφαρμόζονται μόνο στις πληρωμές που προκαλούν μείωση του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ή μείωση των κερδών και όπου η παύση πληρωμών ή η μη πληρωμή δεν αποτελεί γεγονός αθέτησης ή προϋπόθεση για την έναρξη διαδικασιών πτώχευσης βάσει του καθεστώτος που ισχύει για το ίδρυμα.

8.   Όταν ένα ίδρυμα δεν πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης και σκοπεύει να προβεί σε διανομή οποιωνδήποτε διανεμητέων κερδών του ή σε ενέργεια που αναφέρεται στα στοιχεία α), β) και γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, οφείλει να ειδοποιήσει την αρμόδια αρχή και να υποβάλει τα στοιχεία που παρατίθενται στο άρθρο 141 παράγραφος 8, με εξαίρεση το στοιχείο α) σημείο iii) αυτής, και το Μ-ΜΔΠ που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

9.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζουν ότι το ποσό των διανεμητέων κερδών και το Μ-ΜΔΠ υπολογίζονται με ακρίβεια και είναι σε θέση να αποδεικνύουν αυτήν την ακρίβεια στην αρμόδια αρχή εάν τους ζητείται.

10.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, η διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 περιλαμβάνει οποιοδήποτε από τα στοιχεία που παρατίθενται στο άρθρο 141 παράγραφος 10.

Άρθρο 141γ

Μη τήρηση της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης

Ένα ίδρυμα πρέπει να θεωρείται ότι δεν πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης για τους σκοπούς του άρθρου 141β της παρούσας οδηγίας, εφόσον δεν διαθέτει κεφάλαιο της κατηγορίας 1 στο ποσό που απαιτείται ώστε να πληροί ταυτοχρόνως την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την απαίτηση του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του εν λόγω κανονισμού και του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας κατά την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.».

53)

Στο άρθρο 142 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν ένα ίδρυμα δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή, κατά περίπτωση, την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, καταρτίζει σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το υποβάλλει στην αρμόδια αρχή το αργότερο εντός πέντε εργάσιμων ημερών αφότου διαπίστωσε ότι δεν πληροί την ανωτέρω απαίτηση, εκτός εάν η αρμόδια αρχή εγκρίνει μεγαλύτερη προθεσμία που δεν υπερβαίνει τις 10 ημέρες.».

54)

Στο άρθρο 143 παράγραφος 1, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

τα γενικά κριτήρια και τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιούν για τον έλεγχο και την αξιολόγηση που αναφέρονται στο άρθρο 97, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας που αναφέρονται στο άρθρο 97 παράγραφος 4,».

55)

Το άρθρο 146 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 146

Εκτελεστικές πράξεις

Σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2, η τροποποίηση του ύψους του αρχικού κεφαλαίου το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 12 και στον τίτλο IV προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και νομισματικές εξελίξεις εγκρίνεται με εκτελεστική πράξη.».

56)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο κεφάλαιο μετά το άρθρο 159:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Α

Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών

Άρθρο 159α

Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών

Οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που υφίστανται ήδη στις 27 Ιουνίου 2019 υποβάλλουν αίτηση για έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α έως τις 28 Ιουνίου 2021. Εάν χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν υποβάλει αίτηση για έγκριση έως τις 28 Ιουνίου 2021, λαμβάνονται τα ενδεδειγμένα μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 6.

Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου η οποία προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εποπτικές εξουσίες που τους ανατίθενται μέσω της παρούσας οδηγίας σε σχέση με τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που υπόκεινται σε έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α για τους σκοπούς της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.».

57)

Στο άρθρο 161, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«10.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2023, η Επιτροπή εξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και την εκτέλεση των εποπτικών εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχεία ι) και ιβ) και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.».

Άρθρο 2

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 28 Δεκεμβρίου 2020, τα αναγκαία μέτρα για συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά με αυτά.

Εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από τις 29 Δεκεμβρίου 2020. Ωστόσο, οι διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με τις τροποποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 σημείο 21) και στο άρθρο 1 σημείο 29) στοιχεία α), β) και γ) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά το άρθρο 84 και το άρθρο 98 παράγραφοι 5 και 5α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ εφαρμόζονται από τις 28 Ιουνίου 2021, οι δε διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με τις τροποποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 σημεία 52) και 53) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τα άρθρα 141β και 141γ και το άρθρο 142 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2022.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την εν λόγω αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται η εν λόγω αναφορά.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Παραλήπτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 34 της 31.1.2018, σ. 5.

(2)  ΕΕ C 209 της 30.6.2017, σ. 36.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 2019.

(4)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(6)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(9)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).

(11)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.