16.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 259/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EE) 2018/1541 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 2ας Οκτωβρίου 2018

για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 904/2010 και (ΕΕ) 2017/2454 σχετικά με μέτρα ενίσχυσης της διοικητικής συνεργασίας στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 113,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το ισχύον σύστημα φορολόγησης των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών βασίζεται σε μεταβατικό καθεστώς το οποίο θεσπίστηκε το 1993 και είναι πλέον παρωχημένο και επιρρεπές σε απάτες στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερα σύνθετου συστήματος φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ). Τον Οκτώβριο του 2017 η Επιτροπή κατέθεσε νομοθετική πρόταση καθορίζοντας τις αρχές για ένα οριστικό σύστημα ΦΠΑ για τις διασυνοριακές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων ανάμεσα στα κράτη μέλη, το οποίο θα βασίζεται στη φορολόγηση των διασυνοριακών παραδόσεων στο κράτος μέλος προορισμού. Δεδομένου ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια για την πλήρη εφαρμογή του οριστικού συστήματος ΦΠΑ για τις ενδοενωσιακές συναλλαγές, απαιτείται η λήψη βραχυπρόθεσμων μέτρων για την πιο αποτελεσματική και ταχεία καταπολέμηση της διασυνοριακής απάτης στον τομέα του ΦΠΑ. Η βελτίωση και απλούστευση των μέσων διοικητικής συνεργασίας, ιδίως του Eurofisc, είναι εξίσου υψίστης σημασίας για την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ εν γένει και για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης μεταξύ των φορολογικών αρχών πριν θεσπιστεί το οριστικό καθεστώς ΦΠΑ.

(2)

Η διεξαγωγή διοικητικής έρευνας είναι συχνά απαραίτητη για την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ, ειδικότερα όταν ο υποκείμενος στον φόρο δεν είναι εγκατεστημένος στα κράτη μέλη όπου οφείλεται ο φόρος. Για να διασφαλισθεί η ορθή επιβολή του ΦΠΑ και να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη εργασιών και ο διοικητικός φόρτος για τις φορολογικές αρχές και τις επιχειρήσεις, όταν τουλάχιστον δύο κράτη μέλη θεωρούν ότι απαιτείται διοικητική έρευνα για τα ποσά που έχει δηλώσει υποκείμενος στον φόρο που δεν είναι εγκατεστημένος στο έδαφός τους αλλά φορολογείται σε αυτό, το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποκείμενος στον φόρο θα πρέπει να διεξαγάγει την έρευνα, εκτός εάν είναι σε θέση να παράσχει τις ζητηθείσες πληροφορίες. Τα κράτη μέλη που υποβάλλουν την αίτηση θα πρέπει να είναι έτοιμα να βοηθήσουν το κράτος μέλος εγκατάστασης συμμετέχοντας ενεργά στην έρευνα. Δεδομένου ότι οι υπάλληλοι των αιτούντων κρατών μελών ενδέχεται να γνωρίζουν καλύτερα τα γεγονότα και τις περιστάσεις της υπόθεσης και στις περιπτώσεις στις οποίες το κράτος μέλος προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση δεν έχει ζητήσει υπαλλήλους από τα αιτούντα κράτη μέλη, οι υπάλληλοι των τελευταίων θα πρέπει να μπορούν να παρίστανται κατά τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας, στο μέτρο που πληρούνται οι προϋποθέσεις για μια τέτοια παρουσία που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Στην περίπτωση αυτή, οι υπάλληλοι των αιτούντων κρατών μελών θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στους ίδιους χώρους και στα ίδια έγγραφα με τους υπαλλήλους του κράτους μέλους προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση, με τη διαμεσολάβηση των τελευταίων. Στις περιπτώσεις στις οποίες η νομοθεσία του κράτους μέλους προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση περιλαμβάνει τέτοιες προϋποθέσεις για να επιτραπεί η παρουσία αυτή, θα πρέπει να θεωρείται ότι το κράτος μέλος προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση θα λάβει τα αναγκαία μέτρα για την πλήρωση των εν λόγω προϋποθέσεων. Σε κάθε περίπτωση, οι υπάλληλοι των αιτούντων κρατών μελών θα πρέπει, όποτε το κρίνουν αναγκαίο, να έχουν τη δυνατότητα να παρίστανται προς διαβούλευση στην έρευνα στο κράτος μέλος προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση μαζί με τους υπαλλήλους του κατόπιν ενημέρωσής τους. Ο σκοπός της διαβούλευσης αυτής θα μπορεί να είναι να ανταλλαγούν απόψεις και πληροφορίες για την εξέλιξη της έρευνας και να προταθούν και να συζητηθούν πιθανές δράσεις.

(3)

Η διαβίβαση πληροφοριών χωρίς προηγούμενη αίτηση στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 904/2010 (3) του Συμβουλίου θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν απλούστερη και αποδοτικότερη. Είναι συνεπώς αναγκαίο να επιτρέπεται στις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν πληροφορίες με άλλα μέσα, πέραν των τυποποιημένων εντύπων, όταν κρίνουν ότι άλλα ασφαλή μέσα είναι πιο πρόσφορα και συμφωνούν για τη χρήση τους ή όταν οι πληροφορίες έχουν ληφθεί από τρίτη χώρα.

(4)

Η απαλλαγή από τον ΦΠΑ για τις εισαγωγές αγαθών που προβλέπεται στο άρθρο 143 παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου (4) («τελωνειακά καθεστώτα 42 και 63») γίνεται συχνά αντικείμενο κατάχρησης και τα αγαθά διοχετεύονται στη μαύρη αγορά χωρίς να έχει καταβληθεί ΦΠΑ. Συνεπώς, είναι σημαντικό, όταν οι τελωνειακοί υπάλληλοι ελέγχουν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της απαλλαγής, να έχουν πρόσβαση στους αριθμούς φορολογικού μητρώου ΦΠΑ και στους ανακεφαλαιωτικούς πίνακες. Επιπλέον, οι πληροφορίες που συλλέγονται από τις τελωνειακές αρχές στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος θα πρέπει επίσης να τίθενται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους στο οποίο θα πρέπει να λαμβάνει χώρα η επακόλουθη ενδοκοινοτική απόκτηση.

(5)

Για την καταπολέμηση της απάτης που προκύπτει από το διπλό καθεστώς ΦΠΑ που εφαρμόζεται στα αυτοκίνητα, οι υπάλληλοι σύνδεσμοι του Eurofisc θα πρέπει να μπορούν να έχουν αυτόματα πρόσβαση σε δεδομένα σχετικά με την ταξινόμηση οχημάτων. Αυτό θα τους επιτρέπει να εντοπίζουν γρήγορα το πρόσωπο που έχει διαπράξει τις δόλιες συναλλαγές και τον τόπο αυτών. Η εν λόγω πρόσβαση θα πρέπει να είναι διαθέσιμη μέσω της λογισμικής εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών για Οχήματα και Άδειες Οδήγησης (EUCARIS), η χρήση της οποίας είναι υποχρεωτική για τα κράτη μέλη βάσει των αποφάσεων 2008/615/ΔΕΥ (5) και 2008/616/ΔΕΥ (6) του Συμβουλίου, όσον αφορά δεδομένα σχετικά με την ταξινόμηση οχημάτων.

(6)

Για τη διασφάλιση ενιαίων προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων περί αυτόματης πρόσβασης στις πληροφορίες που συλλέγουν οι τελωνειακές αρχές και στα δεδομένα σχετικά με την ταξινόμηση οχημάτων, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(7)

Για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και αποδοτικής παρακολούθησης του ΦΠΑ σε διασυνοριακές συναλλαγές, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 904/2010 προβλέπει την παρουσία υπαλλήλων στα γραφεία των διοικητικών υπηρεσιών και κατά τη διάρκεια των διοικητικών ερευνών σε άλλα κράτη μέλη. Για να επιτευχθεί η ενίσχυση της ικανότητας των φορολογικών αρχών να ελέγχουν τις διασυνοριακές παραδόσεις, θα πρέπει να διεξάγονται διοικητικές έρευνες από κοινού, οι οποίες θα επιτρέπουν στους υπαλλήλους δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών να σχηματίζουν ενιαία ομάδα και να συμμετέχουν ενεργά σε διοικητική έρευνα που διενεργείται από κοινού.

(8)

Για την καταπολέμηση των πιο σοβαρών διασυνοριακών μορφών απάτης, είναι απαραίτητη η διευκρίνιση και η ενίσχυση της διακυβέρνησης, των καθηκόντων και της λειτουργίας του Eurofisc. Οι υπάλληλοι σύνδεσμοι του Eurofisc θα πρέπει να μπορούν να έχουν πρόσβαση, να ανταλλάσσουν, να επεξεργάζονται και να αναλύουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες με ταχύτητα και να συντονίζουν τυχόν επακόλουθες ενέργειες. Εντούτοις, ο εν λόγω συντονισμός δεν συνεπάγεται δικαίωμα να ζητείται η λήψη οποιουδήποτε συγκεκριμένου μέτρου έρευνας από το συμμετέχον κράτος μέλος. Είναι επίσης απαραίτητη η ενίσχυση της καταπολέμησης της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ σε ενωσιακό επίπεδο, ιδίως παρέχοντας στους συντονιστές του τομέα εργασίας του Eurofisc τη δυνατότητα να ζητούν στοχευμένες πληροφορίες από τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου («Ευρωπόλ») και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης («OLAF»). Επομένως, προκειμένου να λαμβάνουν ως αντάλλαγμα τις σχετικές πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους η Ευρωπόλ και η OLAF, οι συντονιστές του τομέα εργασίας του Eurofisc θα πρέπει να είναι σε θέση να αποστέλλουν όσες πληροφορίες είναι αναγκαίες στην Ευρωπόλ και την OLAF.

(9)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίοι όροι για την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με το Eurofisc, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(10)

Η οργάνωση της διαβίβασης αιτήσεων επιστροφής του ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2008/9/ΕΚ του Συμβουλίου (8) προσφέρει δυνατότητα μείωσης του διοικητικού φόρτου που επωμίζονται οι αρμόδιες αρχές για να εισπράξουν μη καταβληθείσες φορολογικές οφειλές στο κράτος μέλος εγκατάστασης.

(11)

Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να γνωστοποιούν στην OLAF συναφείς πληροφορίες, όταν το κρίνουν σκόπιμο. Αυτό θα επιτρέψει στην OLAF να εκπληρώσει την εντολή να διεξάγει διοικητικές έρευνες για απάτη, διαφθορά ή άλλες παράνομες δραστηριότητες κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και να παρέχει συνδρομή στα κράτη μέλη ώστε να συντονίζουν τη δράση τους για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης από τις απάτες.

(12)

Η Επιτροπή μπορεί να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν ή συλλέχθηκαν δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 904/2010 μόνο στον βαθμό που απαιτείται για την επιμέλεια, συντήρηση και ανάπτυξη των ηλεκτρονικών συστημάτων που φιλοξενούνται από την Επιτροπή και χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(13)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 904/2010. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Η καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ αναγνωρίζεται ως σημαντικός σκοπός γενικού δημόσιου συμφέροντος τόσο της Ένωσης όσο και των κρατών μελών της. Για τους σκοπούς της επίτευξης των στόχων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 904/2010, δηλαδή τον στόχο που αφορά τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών, που συμβάλλει στη σωστή αξιολόγηση του ΦΠΑ, τον έλεγχο της σωστής εφαρμογής του ΦΠΑ, ιδίως επί των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, και την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ, ενδείκνυται να τεθούν ειδικοί και οριοθετημένοι περιορισμοί για ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679.

(14)

Πιο συγκεκριμένα, η πλήρης εφαρμογή των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 θα υπονόμευε σοβαρά την αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ, καθώς θα έδινε ιδίως τη δυνατότητα στα υποκείμενα των δεδομένων να παρεμποδίζουν τις διεξαγόμενες έρευνες και την κατάρτιση του προφίλ κινδύνου. Κατά τον τρόπο αυτόν θα διακυβευόταν η διενέργεια επίσημων ή νομικών ερευνών, αναλύσεων, διερευνήσεων ή διαδικασιών που διεξάγονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 904/2010. Θα καθιστούσε αδύνατη επίσης τη διοικητική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών, η οποία αποτελεί βασικό μέσο για τον σκοπό της καταπολέμησης της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να προβλεφθούν περιορισμοί όσον αφορά το δικαίωμα για διαφανή ενημέρωση, το δικαίωμα λήψης πληροφοριών όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέγονται από το υποκείμενο των δεδομένων, το δικαίωμα λήψης πληροφοριών όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν προέρχονται από το υποκείμενο των δεδομένων, το δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων, το δικαίωμα διαγραφής, το δικαίωμα εναντίωσης στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το δικαίωμα σχετικά με την αυτοματοποιημένη ατομική λήψη αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ. Η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών θα πρέπει να υποβάλλεται σε περιορισμούς μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι αναγκαίο ώστε να μην υπονομεύονται οι επιδιωκόμενοι σκοποί σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 904/2010. Ο περιορισμός αυτός θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες δεδομένων που αναφέρονται στα άρθρα 1, 14 και 17 του εν λόγω κανονισμού, στον βαθμό που αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τη νομοθεσία ΦΠΑ, και στις σχετικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

(15)

Δεδομένου ότι ο στόχος για την πρόληψη, τη διερεύνηση και τον εντοπισμό της φοροδιαφυγής στον τομέα του ΦΠΑ και της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα, λιγότερο περιοριστικά μέσα ίσης αποτελεσματικότητας, οι περιορισμοί αυτοί είναι απολύτως αναγκαίοι για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Οι περιορισμοί αυτοί είναι επίσης αναλογικοί λόγω της απώλειας εσόδων για την Ένωση και τα κράτη μέλη και λόγω της κεφαλαιώδους σημασίας της διάθεσης πληροφοριών για την αποτελεσματική καταπολέμηση της απάτης. Η επεξεργασία και η αποθήκευση των πληροφοριών που συλλέγονται και ανταλλάσσονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού περιορίζονται στο πλαίσιο της επίτευξης των στόχων της καταπολέμησης της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ. Οι πληροφορίες που συλλέγονται και ανταλλάσσονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν αφορούν ευαίσθητα δεδομένα. Δεν επιτρέπεται να υφίστανται περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο με τους εν λόγω σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης επεξεργασίας για εμπορικούς σκοπούς. Σε ό,τι αφορά τις εγγυήσεις για την πρόληψη καταχρήσεων ή παράνομης πρόσβασης ή διαβίβασης, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 904/2010 προβλέπει ήδη λεπτομερείς προϋποθέσεις σχετικά με την πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα δεδομένα και τη μεταγενέστερη χρήση τους για την επίτευξη του γενικού σκοπού του εν λόγω κανονισμού. Η περίοδος διατήρησης των δεδομένων θα πρέπει να περιορίζεται στο αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων.

(16)

Δεδομένου ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/2454 του Συμβουλίου (11) τροποποίησε επίσης το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 904/2010, με εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2021, είναι ανάγκη να τροποποιηθεί ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/2454 ώστε να επικαιροποιηθούν οι σχετικές παραπομπές στο εν λόγω άρθρο. Δεδομένου ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/2454 τροποποίησε επίσης το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.904/2010, με εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2021, είναι ανάγκη να τροποποιηθεί ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/2454, δεδομένου ότι το παράρτημα Ι δεν είναι πια αναγκαίο και θα πρέπει συνεπώς να διαγραφεί.

(17)

Δεδομένου ότι η εφαρμογή των διατάξεων για την αυτόματη πρόσβαση σε πληροφορίες που συλλέγονται από τις τελωνειακές αρχές και σε δεδομένα σχετικά με την ταξινόμηση οχημάτων θα απαιτήσει την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, είναι απαραίτητο να ανασταλεί η εφαρμογή τους ώστε να επιτραπεί στα κράτη μέλη και την Επιτροπή να αναπτύξουν τις εν λόγω τεχνολογίες.

(18)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η βελτίωση των μέσων συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και η καταπολέμηση της διασυνοριακής απάτης στον τομέα του ΦΠΑ, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(19)

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων κλήθηκε να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 και υπέβαλε τις επίσημες παρατηρήσεις του στις 21 Μαρτίου 2018.

(20)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 904/2010 και ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/2454 θα πρέπει κατά συνέπεια να τροποποιηθούν αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 904/2010

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 904/2010 τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 διαγράφεται,

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιλαμβάνει αιτιολογημένη αίτηση για συγκεκριμένη διοικητική έρευνα. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση διεξάγει τη διοικητική έρευνα σε διαβούλευση με την αιτούσα αρχή, εφόσον απαιτείται. Εάν η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση φρονεί ότι δεν απαιτείται διοικητική έρευνα, ενημερώνει αμελλητί την αιτούσα αρχή για τους σχετικούς λόγους.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, διεξαγωγή έρευνας για ποσά που έχει δηλώσει ή που θα έπρεπε να είχε δηλώσει υποκείμενος στον φόρο εγκατεστημένος στο κράτος μέλος της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, τα οποία αφορούν παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών από τον εν λόγω υποκείμενο στον φόρο και τα οποία είναι φορολογητέα στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής, μπορεί να απορριφθεί μόνο για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

α)

για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 54 παράγραφος 1 και αξιολογούνται από την αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση σύμφωνα με δήλωση βέλτιστων πρακτικών σχετικά με την αλληλεπίδραση μεταξύ της παρούσας παραγράφου και του άρθρου 54 παράγραφος 1, η οποία θεσπίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 58 παράγραφος 2,

β)

για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 54 παράγραφοι 2, 3 και 4,

γ)

για τον λόγο ότι η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση είχε ήδη διαβιβάσει στην αιτούσα αρχή πληροφορίες σχετικά με τον ίδιο υποκείμενο στον φόρο, ως αποτέλεσμα διοικητικής έρευνας διεξαχθείσας σε διάστημα μικρότερο της τελευταίας διετίας.

Όταν η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση αρνείται τη διοικητική έρευνα που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο για τους λόγους που παρατίθενται στο στοιχείο α) ή β), γνωστοποιεί εντούτοις στην αιτούσα αρχή τις ημερομηνίες και τα ποσά όλων των σχετικών παραδόσεων και παροχών που πραγματοποίησε ο υποκείμενος στον φόρο στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής κατά την τελευταία διετία.»,

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές τουλάχιστον δύο κρατών μελών θεωρούν ότι απαιτείται διοικητική έρευνα για τα ποσά που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου και υποβάλλουν κοινή αιτιολογημένη αίτηση περιέχουσα ενδείξεις ή αποδείξεις για κινδύνους φοροδιαφυγής ή απάτης όσον αφορά τον ΦΠΑ, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δεν αρνείται να αναλάβει την έρευνα, εκτός εάν συντρέχουν οι λόγοι που προβλέπονται στο άρθρο 54 παράγραφος 1 στοιχείο β) ή στο άρθρο 54 παράγραφος 2, 3 ή 4. Εάν το κράτος μέλος προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση διαθέτει ήδη τις ζητούμενες πληροφορίες, κοινοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες στα αιτούντα κράτη μέλη. Εάν τα αιτούντα κράτη μέλη δεν είναι ικανοποιημένα με τις πληροφορίες που έλαβαν ενημερώνουν το κράτος μέλος προς το οποίο υπέβαλαν την αίτηση να προχωρήσει περαιτέρω με τη διοικητική έρευνα.

Εφόσον το απαιτεί το κράτος μέλος προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση, υπάλληλοι εξουσιοδοτημένοι από τις αιτούσες αρχές δύνανται να λαμβάνουν μέρος στη διοικητική έρευνα. Η εν λόγω διοικητική έρευνα διεξάγεται από κοινού και διενεργείται υπό τη διεύθυνση και σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Οι υπάλληλοι των αιτουσών αρχών έχουν πρόσβαση στους ίδιους χώρους και στα ίδια έγγραφα όπως και οι υπάλληλοι της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και, εφόσον η νομοθεσία του κράτους μέλους προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση το επιτρέπει για τους υπαλλήλους του, μπορούν να καλούν σε συνέντευξη τους υποκείμενους στον φόρο. Οι υπάλληλοι των αιτουσών αρχών ασκούν τις εξουσίες ελέγχου με μοναδικό σκοπό τη διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας.

Όταν το κράτος μέλος προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση δεν έχει ζητήσει υπαλλήλους από τα αιτούντα κράτη μέλη, οι υπάλληλοι οποιουδήποτε από τα αιτούντα κράτη μέλη δύνανται να είναι παρόντες κατά τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας, ασκώντας τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 28 παράγραφος 2, στον βαθμό που πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Σε κάθε περίπτωση, οι υπάλληλοι των εν λόγω αιτούντων κρατών μελών δύνανται να είναι παρόντες προς διαβούλευση.

Στην περίπτωση που πρέπει να συμμετάσχουν ή να είναι παρόντες υπάλληλοι από τα αιτούντα κράτη μέλη, η διοικητική έρευνα διεξάγεται μόνον όταν έχει εξασφαλισθεί η εν λόγω συμμετοχή ή παρουσία τους για τους σκοπούς της διοικητικής έρευνας.»,

2)

στο άρθρο 13, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι πληροφορίες διαβιβάζονται μέσω τυποποιημένων εντύπων εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 50 ή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου οι σχετικές αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι άλλα ασφαλή μέσα είναι πιο πρόσφορα και συμφωνούν να τα χρησιμοποιήσουν.

Η Επιτροπή εγκρίνει με εκτελεστικές πράξεις τα τυποποιημένα έντυπα. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 2.»,

3)

το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«στ)

τις πληροφορίες τις οποίες συλλέγει δυνάμει του άρθρου 143 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, όπως επίσης και τη χώρα καταγωγής, τη χώρα προορισμού, τον κωδικό εμπορεύματος, το νόμισμα, το συνολικό ποσό, τη συναλλαγματική ισοτιμία, την τιμή μονάδας και το καθαρό βάρος.»,

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή θεσπίζει με εκτελεστικές πράξεις τις τεχνικές λεπτομέρειες που αφορούν την αυτόματη αναζήτηση των πληροφοριών που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως στ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 2.»,

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Η Επιτροπή ορίζει με εκτελεστικές πράξεις τα στοιχεία των πληροφοριών που αναφέρονται στο στοιχείο στ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 2.»,

4)

το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Κάθε κράτος μέλος παραχωρεί στους υπαλλήλους του οι οποίοι ελέγχουν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 143 παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ) του παρόντος κανονισμού, για τις οποίες τα άλλα κράτη μέλη έχουν χορηγήσει αυτόματη πρόσβαση.»,

β)

στην παράγραφο 2, το στοιχείο ε) τροποποιείται ως εξής:

i)

τα σημεία i) και ii) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

η πρόσβαση συνδέεται με έρευνα για εικαζόμενη απάτη ή αποσκοπεί να εντοπίσει απάτη,

ii)

η πρόσβαση γίνεται μέσω υπαλλήλου συνδέσμου του Eurofisc, όπως αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1, ο οποίος έχει ταυτοποίηση προσωπικού χρήστη για τα ηλεκτρονικά συστήματα που επιτρέπει πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες.»,

ii)

το σημείο iii) διαγράφεται,

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Προκειμένου για τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο στ), είναι προσπελάσιμες οι ακόλουθες επιμέρους πληροφορίες:

α)

οι αριθμοί φορολογικού μητρώου ΦΠΑ που χορηγεί το κράτος μέλος που λαμβάνει τις πληροφορίες,

β)

οι αριθμοί φορολογικού μητρώου ΦΠΑ του εισαγωγέα ή του φορολογικού του αντιπροσώπου που παραδίδει τα αγαθά στα πρόσωπα στα οποία έχει χορηγηθεί αριθμός φορολογικού μητρώου ΦΠΑ που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου,

γ)

η χώρα καταγωγής, η χώρα προορισμού, ο κωδικός εμπορεύματος, το συνολικό ποσό και το καθαρό βάρος των εισαγόμενων αγαθών που ακολουθούνται από ενδοκοινοτική παράδοση αγαθών από κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου σε κάθε πρόσωπο με αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου,

δ)

η χώρα καταγωγής, η χώρα προορισμού, ο κωδικός εμπορεύματος, το νόμισμα, το συνολικό ποσό, η συναλλαγματική ισοτιμία, η τιμή μονάδας και το καθαρό βάρος των εισαγόμενων αγαθών που ακολουθούνται από ενδοκοινοτική παράδοση αγαθών από κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου σε κάθε πρόσωπο με αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ που έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η πρόσβαση συνδέεται με έρευνα για εικαζόμενη απάτη ή αποσκοπεί να εντοπίσει απάτη,

ii)

η πρόσβαση γίνεται μέσω υπαλλήλου συνδέσμου Eurofisc, όπως αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1, ο οποίος έχει ταυτοποίηση προσωπικού χρήστη για τα ηλεκτρονικά συστήματα που επιτρέπει πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες.

Οι αξίες που αναφέρονται στα στοιχεία γ) και δ) του πρώτου εδαφίου εκφράζονται στο νόμισμα του κράτους μέλους που παρέχει τις πληροφορίες και αφορούν κάθε είδος εμπορευμάτων της τελωνειακής δήλωσης που υποβάλλεται.»,

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Η Επιτροπή ορίζει με εκτελεστικές πράξεις τις πρακτικές ρυθμίσεις για τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προκειμένου το κράτος μέλος που παρέχει τις πληροφορίες να μπορεί να εντοπίζει τον υπάλληλο σύνδεσμο του Eurofisc που αποκτά πρόσβαση στις πληροφορίες. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 2.»,

ε)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή ορίζει με εκτελεστικές πράξεις τις πρακτικές ρυθμίσεις για τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και στο στοιχείο δ) της παραγράφου 2α του παρόντος άρθρου, προκειμένου το κράτος μέλος που παρέχει τις πληροφορίες να μπορεί να εντοπίζει τον υπάλληλο σύνδεσμο του Eurofisc που αποκτά πρόσβαση στις πληροφορίες. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 2.»,

5)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 21α

1.   Κάθε κράτος μέλος παραχωρεί στην αρμόδια αρχή οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους αυτόματη πρόσβαση στις ακόλουθες πληροφορίες σε σχέση με τις εθνικές ταξινομήσεις οχημάτων:

α)

στοιχεία αναγνώρισης οχημάτων,

β)

στοιχεία αναγνώρισης των ιδιοκτητών και των κατόχων του οχήματος στο όνομα των οποίων έχει ταξινομηθεί το όχημα, όπως ορίζεται στο δίκαιο του κράτους μέλους ταξινόμησης.

2.   Η πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παραχωρείται υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η πρόσβαση συνδέεται με έρευνα για εικαζόμενη απάτη όσον αφορά τον ΦΠΑ ή αποσκοπεί να εντοπίσει απάτη όσον αφορά τον ΦΠΑ,

β)

η πρόσβαση γίνεται μέσω υπαλλήλου συνδέσμου Eurofisc, όπως αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1, ο οποίος έχει ταυτοποίηση προσωπικού χρήστη για τα ηλεκτρονικά συστήματα που επιτρέπει πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες.

3.   Η Επιτροπή ορίζει με εκτελεστικές πράξεις τα στοιχεία των πληροφοριών και τις τεχνικές λεπτομέρειες που αφορούν την αυτόματη αναζήτηση πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και τις πρακτικές ρυθμίσεις που αφορούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, προκειμένου το κράτος μέλος που παρέχει τις πληροφορίες να μπορεί να εντοπίζει τον υπάλληλο σύνδεσμο του Eurofisc που αποκτά πρόσβαση στις πληροφορίες. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 2.»,

6)

Το άρθρο 24 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 24

Εάν, για την εφαρμογή των άρθρων 17 έως 21α, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανταλλάσσουν πληροφορίες με ηλεκτρονικά μέσα, λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζουν την τήρηση του άρθρου 55.

Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για οποιαδήποτε απαραίτητη εξέλιξη του συστήματός τους για την ανταλλαγή των εν λόγω πληροφοριών με τη χρήση του δικτύου CCN/CSI ή κάθε άλλου παρόμοιου δικτύου που χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 21α με ηλεκτρονικά μέσα.»,

7)

ο τίτλος του κεφαλαίου VII αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΝΕΡΓΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ»,

8)

το άρθρο 28 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των αιτουσών αρχών και της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που ορίζει η τελευταία, υπάλληλοι εξουσιοδοτημένοι από τις αιτούσες αρχές δύνανται, για τους σκοπούς της συλλογής και ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρεται στο άρθρο 1, να λαμβάνουν μέρος στις διοικητικές έρευνες που διεξάγονται στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Αυτές οι διοικητικές έρευνες διεξάγονται από κοινού από υπαλλήλους των αιτουσών αρχών και των αρχών στις οποίες υποβάλλεται η αίτηση και διενεργούνται υπό τη διεύθυνση και σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Οι υπάλληλοι των αιτουσών αρχών έχουν πρόσβαση στους ίδιους χώρους και στα ίδια έγγραφα όπως και οι υπάλληλοι της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και, εφόσον η νομοθεσία του κράτους μέλους προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση το επιτρέπει για τους υπαλλήλους του, μπορούν να καλούν σε συνέντευξη τους υποκείμενους στον φόρο.

Εφόσον επιτρέπεται βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, οι υπάλληλοι των αιτούντων κρατών μελών ασκούν τις ίδιες εξουσίες ελέγχου με αυτές που έχουν ανατεθεί στους υπαλλήλους του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

Οι υπάλληλοι των αιτουσών αρχών ασκούν τις εξουσίες ελέγχου με μοναδικό σκοπό τη διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας.

Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των αιτουσών αρχών και της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που ορίζονται από την αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, οι συμμετέχουσες αρχές δύνανται να συντάξουν κοινή έκθεση έρευνας.»,

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι υπάλληλοι της αιτούσας αρχής που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος κατ' εφαρμογή των παραγράφων 1, 2 και 2α πρέπει να είναι σε θέση να επιδεικνύουν ανά πάσα στιγμή γραπτή εξουσιοδότηση στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητας και η επίσημη ιδιότητά τους.»,

9)

το άρθρο 33 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Προκειμένου να προαχθεί και να διευκολυνθεί η πολυμερής συνεργασία για την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ, με το παρόν κεφάλαιο δημιουργείται δίκτυο για την ταχεία ανταλλαγή, επεξεργασία και ανάλυση στοχοθετημένων πληροφοριών για τη διασυνοριακή απάτη μεταξύ των κρατών μελών και τον συντονισμό τυχόν επακόλουθων ενεργειών («Eurofisc»).»,

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

τα στοιχεία β) και γ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

διεξάγουν και συντονίζουν την ταχεία πολυμερή ανταλλαγή και την από κοινού επεξεργασία και ανάλυση στοχοθετημένων πληροφοριών για τη διασυνοριακή απάτη στους τομείς στους οποίους δραστηριοποιείται το Eurofisc («τομείς εργασίας του Eurofisc»),

γ)

συντονίζουν τις εργασίες των υπαλλήλων συνδέσμων των κρατών μελών που συμμετέχουν στο Eurofisc, όπως αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1, όσον αφορά την ανταπόκριση στις προειδοποιήσεις και τις πληροφορίες που έχουν λάβει,»,

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δ)

συντονίζουν τις διοικητικές έρευνες των συμμετεχόντων κρατών μελών σχετικά με απάτες που εντοπίζουν οι υπάλληλοι σύνδεσμοι του Eurofisc κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 36 παράγραφος 1, χωρίς εξουσία να απαιτούν από τα κράτη μέλη να διενεργούν διοικητικές έρευνες.»,

10)

στο άρθρο 34, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη που έχουν επιλέξει να συμμετέχουν σε τομέα εργασίας του Eurofisc συμμετέχουν ενεργά στην πολυμερή ανταλλαγή και την από κοινού επεξεργασία και ανάλυση στοχοθετημένων πληροφοριών για τη διασυνοριακή απάτη που διεξάγεται μεταξύ όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών, καθώς και στον συντονισμό τυχόν επακόλουθων ενεργειών.»,

11)

το άρθρο 35 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 35

Η Επιτροπή παρέχει τεχνική και επιμελητειακή στήριξη στο Eurofisc. Η Επιτροπή δεν έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 1, οι οποίες μπορούν να ανταλλάσσονται στο Eurofisc, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 55 παράγραφος 2.»,

12)

το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Οι υπάλληλοι σύνδεσμοι των κρατών μελών ορίζουν έναν πρόεδρο του Eurofisc μεταξύ των υπαλλήλων συνδέσμων του Eurofisc, για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

Οι υπάλληλοι σύνδεσμοι των κρατών μελών:

α)

συμφωνούν σχετικά με τον καθορισμό και την περάτωση των τομέων εργασίας του Eurofisc,

β)

εξετάζουν τυχόν θέματα που αφορούν την επιχειρησιακή λειτουργία του Eurofisc,

γ)

αξιολογούν, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα της λειτουργίας των δραστηριοτήτων του Eurofisc,

δ)

εγκρίνουν την ετήσια έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 37.»,

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι υπάλληλοι σύνδεσμοι των κρατών μελών που συμμετέχουν σε συγκεκριμένο τομέα εργασίας του Eurofisc («συμμετέχοντες υπάλληλοι σύνδεσμοι του Eurofisc») ορίζουν συντονιστή του τομέα εργασίας του Eurofisc, μεταξύ των συμμετεχόντων υπαλλήλων συνδέσμων του Eurofisc, για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

Οι συντονιστές του τομέα εργασίας του Eurofisc:

α)

συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν από τους συμμετέχοντες υπάλληλους συνδέσμους του Eurofisc όπως συμφωνείται από τους συμμετέχοντες του τομέα εργασίας και θέτουν όλες τις πληροφορίες στη διάθεση των άλλων συμμετεχόντων υπαλλήλων συνδέσμων του Eurofisc· οι πληροφορίες αυτές ανταλλάσσονται με ηλεκτρονικά μέσα,

β)

διασφαλίζουν την επεξεργασία και ανάλυση των πληροφοριών που λαμβάνουν από τους συμμετέχοντες υπαλλήλους συνδέσμους του Eurofisc μαζί με τις σχετικές στοχοθετημένες πληροφορίες για τη διασυνοριακή απάτη που γνωστοποιούνται ή συλλέγονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, όπως συμφωνείται από τους συμμετέχοντες του τομέα εργασίας, και θέτουν τα αποτελέσματα στη διάθεση όλων των συμμετεχόντων υπαλλήλων συνδέσμων του Eurofisc,

γ)

παρέχουν αναπληροφόρηση σε όλους τους συμμετέχοντες υπαλλήλους συνδέσμους του Eurofisc,

δ)

υποβάλλουν ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του τομέα εργασίας στους υπαλλήλους συνδέσμους των κρατών μελών.»,

γ)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.   Οι συντονιστές του τομέα εργασίας του Eurofisc μπορούν να ζητούν σχετικές πληροφορίες από τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου («Ευρωπόλ») και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης («OLAF»). Προς τον σκοπό αυτό και όπως έχει συμφωνηθεί από τους συμμετέχοντες του τομέα εργασίας, μπορούν να τους αποστέλλουν όσες πληροφορίες κρίνουν αναγκαίες ώστε να λάβουν τις ζητούμενες πληροφορίες.

4.   Οι συντονιστές του τομέα εργασίας του Eurofisc κοινοποιούν τις πληροφορίες που λαμβάνουν από την Ευρωπόλ και την OLAF στους άλλους συμμετέχοντες υπαλλήλους συνδέσμους του Eurofisc· οι πληροφορίες αυτές ανταλλάσσονται με ηλεκτρονικά μέσα.

5.   Οι συντονιστές του τομέα εργασίας του Eurofisc διασφαλίζουν επίσης ότι οι πληροφορίες που λαμβάνουν από την Ευρωπόλ και την OLAF αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας και ανάλυσης μαζί με τις σχετικές στοχοθετημένες πληροφορίες που γνωστοποιούνται ή συλλέγονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, κατά τα συμφωνηθέντα από τους συμμετέχοντες του τομέα εργασίας, και θέτουν τα αποτελέσματα στη διάθεση των συμμετεχόντων υπαλλήλων συνδέσμων του Eurofisc.»,

13)

το άρθρο 37 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 37

Ο πρόεδρος του Eurofisc υποβάλλει ετήσια έκθεση των δραστηριοτήτων όλων των τομέων εργασίας στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 1.

Η Επιτροπή εγκρίνει, με εκτελεστικές πράξεις, τις διαδικαστικές ρυθμίσεις σε σχέση με το Eurofisc. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 2.»,

14)

στο άρθρο 48 παράγραφος 1, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Όταν το κράτος μέλος εγκατάστασης λάβει γνώση ότι υποκείμενος στον φόρο που υποβάλλει αίτηση επιστροφής του ΦΠΑ, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/9/ΕΚ, έχει φορολογικές οφειλές στο εν λόγω κράτος μέλος εγκατάστασης, μπορεί να ζητήσει τη συγκατάθεση του υποκειμένου στον φόρο για τη μεταφορά της επιστροφής του ΦΠΑ απευθείας στο κράτος μέλος εγκατάστασης για τους σκοπούς της εξόφλησης των εκκρεμών φορολογικών οφειλών. Εφόσον ο υποκείμενος στον φόρο συμφωνήσει για την εν λόγω μεταφορά, το κράτος μέλος εγκατάστασης ενημερώνει το κράτος μέλος επιστροφής του φόρου για το ποσό σχετικά με το οποίο έχει δοθεί η συγκατάθεση, το δε κράτος μέλος επιστροφής μεταφέρει για λογαριασμό του υποκειμένου στον φόρο το ποσό αυτό στο κράτος μέλος εγκατάστασης. Το κράτος μέλος εγκατάστασης ενημερώνει τον υποκείμενο στον φόρο αν το ποσό που μεταφέρθηκε εξοφλεί πλήρως ή εν μέρει την φορολογική οφειλή σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο και τις διοικητικές πρακτικές του. Ωστόσο, η μεταφορά της επιστροφής του ΦΠΑ στο κράτος μέλος εγκατάστασης δεν θίγει το δικαίωμα του κράτους μέλους επιστροφής να εισπράττει τις οφειλές που έχει σε αυτό ο υποκείμενος στον φόρο.

Εάν οι φορολογικές οφειλές στο κράτος μέλος εγκατάστασης αμφισβητούνται, η μεταφορά των ποσών επιστροφής μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το κράτος μέλος της εγκατάστασης ως μέτρο παρακράτησης, με τη συγκατάθεση του υποκειμένου στον φόρο, μέχρις ότου πραγματοποιηθεί αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος στο εν λόγω κράτος μέλος.»,

15)

ο τίτλος του κεφαλαίου XIII αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ Ή ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ»,

16)

στο άρθρο 49, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Τα κράτη μέλη δύνανται να κοινοποιούν στην OLAF τις σχετικές πληροφορίες ώστε να της επιτρέπουν να εξετάζει τις ενδεδειγμένες ενέργειες, σύμφωνα με την εντολή της. Όταν οι πληροφορίες αυτές έχουν ληφθεί από άλλο κράτος μέλος, το κράτος αυτό μπορεί να απαιτεί να υπόκειται η διαβίβαση των πληροφοριών σε προηγούμενη έγκρισή του.»,

17)

το άρθρο 55 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα δεόντως διαπιστευμένα πρόσωπα από την αρχή πιστοποίησης της ασφάλειας της Επιτροπής μπορούν να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές μόνο στον βαθμό που απαιτείται για την επιμέλεια, συντήρηση και ανάπτυξη των ηλεκτρονικών συστημάτων που φιλοξενούνται από την Επιτροπή και χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.»,

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Κάθε αποθήκευση, επεξεργασία ή ανταλλαγή πληροφοριών που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό υπόκειται στους κανονισμούς (ΕΕ) 2016/679 (*1) και (ΕΚ) αριθ. 45/2001 (*2) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Εντούτοις, τα κράτη μέλη για τους σκοπούς της ορθής εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, περιορίζουν την έκταση των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 15 και στα άρθρα 17, 21 και 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679. Οι περιορισμοί αυτοί περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο για τη διασφάλιση των συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εν λόγω κανονισμού, ιδίως προκειμένου:

α)

να μπορούν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να εκτελούν ορθά τα καθήκοντά τους για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ή

β)

να μην παρεμποδίζεται η διενέργεια επίσημων ή νομικών ερευνών, αναλύσεων ή διαδικασιών για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και να εξασφαλίζεται ότι δεν διακυβεύονται η πρόληψη, η διερεύνηση και ο εντοπισμός της φοροδιαφυγής και της φορολογικής απάτης.

Η επεξεργασία και η αποθήκευση των πληροφοριών που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό λαμβάνουν χώρα μόνο για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, η δε επεξεργασία τους δεν γίνεται κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς. Απαγορεύεται η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει του παρόντος κανονισμού για άλλους σκοπούς, όπως π.χ. εμπορικούς σκοπούς. Οι περίοδοι αποθήκευσης των πληροφοριών αυτών περιορίζονται στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη αυτών των σκοπών. Οι περίοδοι αποθήκευσης των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 17 του παρόντος κανονισμού καθορίζονται σύμφωνα με τις προθεσμίες που προβλέπονται στη νομοθεσία του κράτους μέλους, αλλά δεν υπερβαίνουν τα δέκα έτη.

(*1)  Κανονισμός (EΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1)."

(*2)  Κανονισμός (ΕΕ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).»,"

18)

στο άρθρο 58, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3).

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»,"

19)

το παράρτημα I διαγράφεται.

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2017/2454

Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2017/2454 τροποποιείται ως εξής:

1)

το σημείο 5) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5)

Στο άρθρο 17, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή θεσπίζει με εκτελεστικές πράξεις τις τεχνικές λεπτομέρειες που αφορούν την αυτόματη αναζήτηση των πληροφοριών που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως στ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 2.».»,

2)

το σημείο 8) διαγράφεται.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 1 σημείο 3) στοιχεία α), β) και γ), το άρθρο 1 σημείο 4) στοιχεία α), γ) και ε) και το άρθρο 1 σημεία 5), 6) και 14) εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2020.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λουξεμβούργο, 2 Οκτωβρίου 2018.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H. LÖGER


(1)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 23ης Μαΐου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 904/2010 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2010, για τη διοικητική συνεργασία και την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 268 της 12.10.2010, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347 της 11.12.2006, σ. 1).

(5)  Απόφαση 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος (ΕΕ L 210 της 6.8.2008, σ. 1).

(6)  Απόφαση 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, για την εφαρμογή της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος (ΕΕ L 210 της 6.8.2008, σ. 12).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(8)  Οδηγία 2008/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2008, για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων σχετικά με την επιστροφή του φόρου προστιθέμενης αξίας, που προβλέπεται στην οδηγία 2006/112/ΕΚ, σε υποκείμενους στον φόρο μη εγκατεστημένους στο κράτος μέλος επιστροφής αλλά εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος (ΕΕ L 44 της 20.2.2008, σ. 23).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ.1).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (EΕ) 2017/2454 του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 904/2010 για τη διοικητική συνεργασία και την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 348 της 29.12.2017, σ. 1).