20.6.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 157/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2017/1004 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Μαΐου 2017

σχετικά με τη θέσπιση ενωσιακού πλαισίου για τη συλλογή, διαχείριση και χρήση δεδομένων στον τομέα της αλιείας και τη στήριξη όσον αφορά τις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις για την κοινή αλιευτική πολιτική και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 199/2008 του Συμβουλίου

(αναδιατύπωση)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Πρόκειται να επέλθει πλήθος τροποποιήσεων στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 199/2008 του Συμβουλίου (4). Για λόγους σαφήνειας, είναι σκόπιμη η αναδιατύπωση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η κοινή αλιευτική πολιτική μεταρρυθμίστηκε σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Οι στόχοι της κοινής αλιευτικής πολιτικής και οι απαιτήσεις για τη συλλογή δεδομένων στον τομέα της αλιείας καθορίζονται στα άρθρα 2 και 25 του εν λόγω κανονισμού. Επιπλέον, δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 508/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), μεταρρυθμίστηκε η δομή της χρηματοδοτικής στήριξης για τις δραστηριότητες συλλογής αλιευτικών δεδομένων των κρατών μελών.

(3)

Βάσει των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής για τη διατήρηση, διαχείριση και εκμετάλλευση των έμβιων θαλάσσιων πόρων σε μη ενωσιακά ύδατα, η Ένωση πρέπει να συμμετέχει στις προσπάθειες που καταβάλλονται για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων, ιδίως σύμφωνα με τις διατάξεις που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο συμφωνιών σύμπραξης βιώσιμης αλιείας ή από περιφερειακές οργανώσεις διαχείρισης της αλιείας.

(4)

Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να θεσπίσει κανόνες για τη συλλογή, διαχείριση και χρήση βιολογικών, περιβαλλοντικών, τεχνικών και κοινωνικοοικονομικών δεδομένων που αφορούν τον τομέα της αλιείας.

(5)

Το πλαίσιο συλλογής δεδομένων θα πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, στους οποίους περιλαμβάνονται η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, η βιώσιμη διαχείριση όλων των ειδών που τυγχάνουν εμπορικής εκμετάλλευσης, και ιδιαίτερα η επίτευξη καλής περιβαλλοντικής κατάστασης στο θαλάσσιο περιβάλλον έως το 2020, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(6)

Οι κανόνες τους οποίους θεσπίζει ο παρών κανονισμός όσον αφορά τη συλλογή, τη διαχείριση και τη χρήση βιολογικών, περιβαλλοντικών, τεχνικών και κοινωνικοοικονομικών δεδομένων θα πρέπει να εφαρμόζονται επίσης στα δεδομένα που αφορούν τον τομέα της αλιείας τη συλλογή των οποίων επιτάσσουν άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης, στις οποίες περιλαμβάνονται οι κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1921/2006 (8), (ΕΚ) αριθ. 295/2008 (9), (ΕΚ) αριθ. 762/2008 (10), (ΕΚ) αριθ. 216/2009 (11), (ΕΚ) αριθ. 217/2009 (12), (ΕΚ) αριθ. 218/2009 (13), (ΕΕ) αριθ. 1236/2010 (14), (ΕΕ) αριθ. 1343/2011 (15) και (ΕΕ) 2016/2336 (16), οι οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2000/60/ΕΚ (17), 2008/56/ΕΚ και 2009/147/ΕΚ (18), οι κανονισμοί του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2347/2002 (19), (ΕΚ) αριθ. 812/2004 (20), (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 (21), (ΕΚ) αριθ. 1100/2007 (22) και (ΕΚ) αριθ. 1006/2008 (23), η οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου (24), η απόφαση 2010/717/ΕΕ του Συμβουλίου (25) και ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/218 της Επιτροπής (26).

(7)

Ωστόσο, προκειμένου να αποφεύγεται η αλληλεπικάλυψη, εφόσον η συλλογή και η διαχείριση των δεδομένων που αφορούν την αλιεία γίνονται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται σε άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης, όπως στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου (27) και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28), ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ορίζει μόνο τους κανόνες σχετικά με τη χρήση και τη διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων.

(8)

Οι υποχρεώσεις σχετικά με την πρόσβαση στα δεδομένα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό δεν θα πρέπει να θίγουν τις υποχρεώσεις των κρατών μελών βάσει της οδηγίας 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (29), καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (30).

(9)

Θα πρέπει να διασφαλίζεται ανά πάσα στιγμή και σε όλα τα επίπεδα ότι, όσον αφορά την αποθήκευση, την επεξεργασία και την ανταλλαγή δεδομένων, τηρούνται οι υποχρεώσεις περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (31) και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32).

(10)

Για λόγους νομικής σαφήνειας, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ένα σύνολο ορισμών.

(11)

Ο ορισμός των «θαλάσσιων περιοχών» θα πρέπει να βασίζεται σε επιστημονικά στοιχεία.

(12)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επιτρέψει στην Ένωση και στα κράτη μέλη της να επιτύχουν τους στόχους και τις αρχές που ορίζονται στα άρθρα 2 και 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013. Προς τούτο, απαιτείται ένα πολυετές πρόγραμμα της Ένωσης το οποίο θα συντονίζει τις προσπάθειες συλλογής δεδομένων από όλα τα κράτη μέλη. Είναι σκόπιμο να καθοριστούν βασικές απαιτήσεις και κριτήρια για τη θέσπιση του εν λόγω πολυετούς προγράμματος της Ένωσης, καθώς και οι διαβουλεύσεις που πρέπει να διεξαχθούν πριν από την έγκρισή του.

(13)

Θα πρέπει να εντοπιστούν οι ανάγκες των τελικών χρηστών επιστημονικών δεδομένων και θα πρέπει να διευκρινιστεί ποια δεδομένα πρέπει να συλλέγονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Στα εν λόγω δεδομένα θα πρέπει να περιλαμβάνονται οικοσυστημικά δεδομένα σχετικά με τον αντίκτυπο της αλιείας και δεδομένα για τη βιωσιμότητα της υδατοκαλλιέργειας, καθώς και κοινωνικοοικονομικά δεδομένα για την αλιεία και την υδατοκαλλιέργεια.

(14)

Για λόγους απλούστευσης και εξορθολογισμού, η επιλογή των δεδομένων που πρέπει να συλλέγονται θα πρέπει να βασίζεται σε ανάγκες που τεκμηριώνονται με σαφήνεια από τους τελικούς χρήστες επιστημονικών δεδομένων, λαμβανομένων υπόψη της επιστημονικής επάρκειας και της χρησιμότητας των εν λόγω δεδομένων.

(15)

Τα δεδομένα που συλλέγονται αναμένεται ότι θα επιτρέψουν τον καθορισμό των στόχων που απαιτούνται για την εφαρμογή των πολυετών σχεδίων που αναφέρονται στο άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, όπως τα ποσοστά θνησιμότητας λόγω αλιείας και τη βιομάζα του αποθέματος αναπαραγωγής. Αναμένεται επίσης ότι με αυτά θα εκλείψουν τα κενά ως προς την κάλυψη των δεδομένων που αφορούν τον αλιευτικό στόλο και ότι θα μειωθεί σε ορισμένες περιοχές ο αριθμός των αποθεμάτων για τα οποία τα δεδομένα είναι ελλιπή.

(16)

Έχει σημασία να συλλέγονται βιολογικά δεδομένα όσον αφορά την ερασιτεχνική αλιεία σε περίπτωση που ο αντίκτυπος στην κατάσταση των αποθεμάτων μπορεί να είναι σημαντικός, προκειμένου να καταστεί δυνατή η διαχείρισή τους με βάση το οικοσύστημα και η προστασία τους, όπως απαιτείται για τη λειτουργία της κοινής αλιευτικής πολιτικής, καθώς και να βελτιωθεί η αξιολόγηση των αποθεμάτων.

(17)

Κατά κανόνα απαιτούνται συμπληρωματικές πληροφορίες με σκοπό τη διατήρηση, την αναπροσαρμογή ή την ανάκληση έκτακτων μέτρων και λοιπών μέτρων που βασίζονται στην αρχή της προφύλαξης. Προτεραιότητα θα πρέπει, ως εκ τούτου, να δίνεται, όπου είναι εφικτό, στη συλλογή δεδομένων που είναι απαραίτητα για την αξιολόγηση μέτρων τα οποία επιβάλλονται με βάση την αρχή της προφύλαξης.

(18)

Με δεδομένο ότι η κατάσταση των αλιευτικών πόρων εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου, είναι αναγκαία η κατάρτιση και η διατήρηση χρονοσειρών δεδομένων, προκειμένου να καθίσταται δυνατή μια αποτελεσματική μακροπρόθεσμη επιστημονική παρακολούθηση των εν λόγω πόρων.

(19)

Οι επιστημονικές έρευνες στη θάλασσα είναι μια σημαντική μέθοδος συλλογής βιολογικών δεδομένων. Δεδομένης της σημασίας τους στις θαλάσσιες περιοχές στις οποίες τα αποθέματα είναι κοινά, είναι σκόπιμο να διεξάγεται σε ενωσιακό επίπεδο επαρκής αριθμός υποχρεωτικών επιστημονικών ερευνών στη θάλασσα.

(20)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν το πολυετές πρόγραμμα της Ένωσης σε εθνικό επίπεδο, καθορίζοντας τις κύριες δραστηριότητές τους συλλογής δεδομένων υπό τη μορφή τμήματος του επιχειρησιακού προγράμματος που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο ιστ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 508/2014, που θα πρέπει να συμπληρωθεί με ένα πρόγραμμα εργασίας για τη συλλογή δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 21 του εν λόγω κανονισμού. Οι απαιτήσεις που αφορούν το περιεχόμενο αυτών των προγραμμάτων εργασίας θα πρέπει να καθοριστούν στον παρόντα κανονισμό.

(21)

Είναι σκόπιμο να περιγραφούν τα βήματα τα οποία θα πρέπει να ακολουθούν τα κράτη μέλη καθώς και τα στοιχεία που θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κατά τον καθορισμό των μεθόδων συλλογής δεδομένων στα εθνικά προγράμματα εργασίας τους. Προκειμένου να εξασφαλιστεί αποτελεσματική και ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος κανονισμού από τα κράτη μέλη, είναι επίσης αναγκαίο να καθοριστούν βασικές απαιτήσεις όσον αφορά τις εθνικές ρυθμίσεις συντονισμού, τα δικαιώματα των φορέων συλλογής δεδομένων και τις υποχρεώσεις των πλοιάρχων των αλιευτικών σκαφών.

(22)

Η Επιτροπή οφείλει να εγκρίνει τα επιχειρησιακά προγράμματα και τα εθνικά προγράμματα εργασίας των κρατών μελών, καθώς και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις σε αυτά σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 και το άρθρο 21 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 508/2014. Σύμφωνα με το άρθρο 22 του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση κανόνων για τις διαδικασίες, τον μορφότυπο και τα χρονοδιαγράμματα όσον αφορά την έγκρισή τους.

(23)

Είναι σκόπιμο να αξιολογεί η Επιτροπή τα προγράμματα εργασίας κατόπιν διαβούλευσης με την Επιστημονική, Τεχνική και Οικονομική Επιτροπή Αλιείας (ΕΤΟΕΑ), προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα εν λόγω προγράμματα συμμορφώνονται με τις ελάχιστες απαιτήσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(24)

Για την επαλήθευση της εφαρμογής των δραστηριοτήτων συλλογής δεδομένων από τα κράτη μέλη, είναι αναγκαίο τα κράτη μέλη να υποβάλλουν εκθέσεις στην Επιτροπή σε σαφώς καθορισμένο, τυποποιημένο μορφότυπο, ώστε να περιορίζεται ο διοικητικός φόρτος.

(25)

Είναι αναγκαίο τα κράτη μέλη να συνεργάζονται μεταξύ τους, καθώς και με τρίτες χώρες, και να συντονίζουν τα προγράμματα εργασίας τους όσον αφορά τη συλλογή δεδομένων που αφορούν την ίδια θαλάσσια περιοχή και τις περιοχές που καλύπτουν σχετικά εσωτερικά ύδατα.

(26)

Σύμφωνα με τον στόχο της κοινής αλιευτικής πολιτικής που συνίσταται στο να δοθεί μεγαλύτερη ευθύνη στα κράτη μέλη και να προωθηθεί η μεγαλύτερη συμμετοχή των τελικών χρηστών επιστημονικών δεδομένων στη συλλογή δεδομένων, ο περιφερειακός συντονισμός θα πρέπει να ενισχυθεί και να επεκταθεί από μία μόνο συνεδρίαση σε μια συνεχή διαδικασία που θα συντονίζεται από περιφερειακές ομάδες συντονισμού για κάθε θαλάσσια περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποσκοπούν στη συνεργασία με τους σχετικούς ενδιαφερόμενους φορείς, συμπεριλαμβανομένων των τρίτων χωρών.

(27)

Στις εν λόγω περιφερειακές ομάδες συντονισμού θα πρέπει να ανατίθενται τα καθήκοντα της ανάπτυξης και της εφαρμογής διαδικασιών, μεθόδων, διασφάλισης ποιότητας και ελέγχου ποιότητας για τη συλλογή και την επεξεργασία δεδομένων, με σκοπό να επιτευχθεί περαιτέρω βελτίωση της αξιοπιστίας των επιστημονικών συμβουλών.

(28)

Οι περιφερειακές ομάδες συντονισμού θα πρέπει να έχουν επίσης ως στόχο την ανάπτυξη και τη λειτουργία περιφερειακών βάσεων δεδομένων και να ξεκινήσουν όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές ενέργειες για την επίτευξη αυτού του στόχου.

(29)

Έχει σημασία τα δεδομένα να αξιοποιούνται πλήρως για τη βιώσιμη διαχείριση της αλιείας και για την αξιολόγηση και την εποπτεία των αποθεμάτων και των οικοσυστημάτων, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων σχετικά με την υποχρέωση εκφόρτωσης.

(30)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν τον τρόπο με τον οποίο θα συλλέγουν δεδομένα, αλλά, για να είναι σε θέση να συνδυάζουν με ουσιαστικό τρόπο δεδομένα σε περιφερειακό επίπεδο, οι ελάχιστες απαιτήσεις για την ποιότητα των δεδομένων, την κάλυψη και τη συμβατότητα θα πρέπει να συμφωνούνται από τα κράτη μέλη σε περιφερειακό επίπεδο, λαμβανομένου υπόψη ότι σε ορισμένες περιφέρειες οι λεκάνες απορροής τελούν υπό κοινή διαχείριση με τρίτες χώρες. Όταν υπάρχει γενική συναίνεση σχετικά με τις μεθόδους σε περιφερειακό επίπεδο, οι περιφερειακές ομάδες συντονισμού θα πρέπει να υποβάλλουν, με βάση την εν λόγω συναίνεση, σχέδιο περιφερειακού προγράμματος εργασίας προς έγκριση στην Επιτροπή.

(31)

Οι λεπτομέρειες των μεθόδων που πρέπει να εφαρμόζονται για τη συλλογή δεδομένων δεν θα πρέπει πλέον να καθορίζονται από την ενωσιακή νομοθεσία. Συνεπώς, οι διατάξεις σχετικά με τις ειδικές μεθόδους συλλογής δεδομένων θα πρέπει να αντικατασταθούν από περιγραφή της διαδικασίας βάσει της οποίας θα προσδιορίζονται. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει κυρίως τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και των χρηστών δεδομένων στο πλαίσιο περιφερειακών ομάδων συντονισμού και την επικύρωση από την Επιτροπή μέσω της έγκρισης προγραμμάτων εργασίας που θα υποβάλλονται από τα κράτη μέλη.

(32)

Τα δεδομένα που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να καταχωρίζονται σε εθνικές ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων, ώστε να είναι προσιτά στην Επιτροπή και να μπορούν να διατίθενται στους τελικούς χρήστες επιστημονικών δεδομένων και σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Δεδομένα που δεν επιτρέπουν προσωπική ταυτοποίηση θα πρέπει να διατίθενται χωρίς περιορισμούς σε κάθε μέρος που ενδιαφέρεται για την ανάλυσή τους, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων όσον αφορά τις περιβαλλοντικές πτυχές της διαχείρισης της αλιείας. Για τον σκοπό αυτό, τα ενδιαφερόμενα μέρη πλην των τελικών χρηστών επιστημονικών δεδομένων θα πρέπει να θεωρείται ότι περιλαμβάνουν κάθε άτομο ή οργανισμό που εκφράζει ανάλογο ενδιαφέρον.

(33)

Οι επιστημονικές γνωμοδοτήσεις όσον αφορά τη διαχείριση των αλιευτικών πόρων απαιτούν την επεξεργασία λεπτομερών δεδομένων, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες των φορέων διαχείρισης της αλιείας. Σε αυτό το πλαίσιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαθέτουν τα δεδομένα που χρειάζονται για επιστημονική ανάλυση και να διασφαλίζουν ότι έχουν την κατάλληλη προς τούτο τεχνική ικανότητα.

(34)

Σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί η έγκαιρη διάθεση των σχετικών δεδομένων και των αντίστοιχων μεθόδων στους ενδιαφερόμενους φορείς για σκοπούς έρευνας ή διαχείρισης μέσω επιστημονικής ανάλυσης των δεδομένων στον τομέα της αλιείας, καθώς και σε οποιουσδήποτε ενδιαφερομένους, εκτός από περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται προστασία και εμπιστευτικότητα σύμφωνα με το εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο.

(35)

Για να διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 25 παράγραφος 2 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κατάλληλες διαδικασίες και ηλεκτρονικές τεχνολογίες για τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας των δεδομένων και να συνεργάζονται με άλλα κράτη μέλη, με την Επιτροπή και με τους τελικούς χρήστες επιστημονικών δεδομένων για την ανάπτυξη συμβατών συστημάτων αποθήκευσης και ανταλλαγής δεδομένων, λαμβάνοντας υπόψη την οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (33). Θα πρέπει επίσης να διασφαλίζεται περαιτέρω διάδοση των πληροφοριών τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή κατάλληλες διασφαλίσεις, όπως ένα υψηλότερο επίπεδο συγκέντρωσης δεδομένων ή η εξασφάλιση της ανωνυμίας των δεδομένων, σε περίπτωση που στοιχεία περιλαμβάνουν πληροφορίες που αφορούν φυσικά πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της επεξεργασίας, της φύσης των δεδομένων και των δυνητικών κινδύνων που σχετίζονται με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(36)

Θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι τελικοί χρήστες επιστημονικών δεδομένων λαμβάνουν τα δεδομένα εγκαίρως και σε τυποποιημένο μορφότυπο, με σαφή συστήματα κωδικοποίησης, καθώς αυτό απαιτείται για την έγκαιρη παροχή γνωμοδοτήσεων, προκειμένου η αλιεία να καταστεί βιώσιμη. Οι υπόλοιποι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει επίσης να διαβεβαιώνονται ότι πρόκειται να λαμβάνουν τα δεδομένα εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.

(37)

Προκειμένου να βελτιωθεί η αξιοπιστία των επιστημονικών γνωμοδοτήσεων που απαιτούνται για την υλοποίηση της κοινής αλιευτικής πολιτικής, θα πρέπει να εξασφαλίζονται ο συντονισμός και η συνεργασία των κρατών μελών και της Επιτροπής στο πλαίσιο των σχετικών διεθνών επιστημονικών φορέων.

(38)

Θα πρέπει να ζητείται η γνώμη της επιστημονικής κοινότητας, και οι εργαζόμενοι στον αλιευτικό κλάδο και άλλες ομάδες συμφερόντων θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τη συλλογή δεδομένων. Οι αρμόδιοι φορείς από τους οποίους πρέπει να ζητούνται γνωμοδοτήσεις είναι η ΕΤΟΕΑ και τα γνωμοδοτικά συμβούλια που ιδρύθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013.

(39)

Προκειμένου να συμπληρωθούν ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά την κατάρτιση λεπτομερούς καταλόγου των δεδομένων που πρέπει να συλλέγονται για τον σκοπό του παρόντος κανονισμού στο πλαίσιο του πολυετούς προγράμματος της Ένωσης. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (34). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(40)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες όσον αφορά την έγκριση των σχεδίων περιφερειακών προγραμμάτων εργασίας που υποβάλλουν οι περιφερειακές ομάδες συντονισμού, καθώς και όσον αφορά τις σχετικές διαδικασίες, τις ρυθμίσεις επιμερισμού του κόστους για τη συμμετοχή σε επιστημονικές έρευνες στη θάλασσα, τον χώρο της θαλάσσιας περιοχής για τον σκοπό της συλλογής δεδομένων και τον μορφότυπο και τα χρονοδιαγράμματα για την υποβολή και την έγκριση των περιφερειακών αυτών προγραμμάτων εργασίας. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (35).

(41)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για την κατάρτιση, στο πλαίσιο του πολυετούς προγράμματος της Ένωσης, καταλόγου των υποχρεωτικών επιστημονικών ερευνών στη θάλασσα και των κατώτατων ορίων κάτω από τα οποία δεν είναι υποχρεωτική η συλλογή δεδομένων ή η διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών στη θάλασσα. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(42)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες όσον αφορά κανόνες για τις διαδικασίες, τον μορφότυπο και τα χρονοδιαγράμματα για την υποβολή και έγκριση των ετήσιων εκθέσεων που υποβλήθηκαν από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(43)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες όσον αφορά κανόνες για τις διαδικασίες, τους μορφότυπους, τους κώδικες και τα χρονοδιαγράμματα που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ώστε να εξασφαλίζεται η συμβατότητα των συστημάτων αποθήκευσης και ανταλλαγής δεδομένων, καθώς και για τη θέσπιση μέτρων διασφάλισης, όπου είναι απαραίτητο, στην περίπτωση που τα εν λόγω συστήματα περιέχουν πληροφορίες που αφορούν φυσικά πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(44)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, συγκεκριμένα η θέσπιση πλαισίου της Ένωσης για τη συλλογή, τη διαχείριση και τη χρήση δεδομένων στον τομέα της αλιείας, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

(45)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 199/2008 θα πρέπει να καταργηθεί. Ωστόσο, θα πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικά μέτρα για τα ήδη εγκριθέντα εθνικά προγράμματα και για το πολυετές πρόγραμμα της Ένωσης που ισχύει επί του παρόντος,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Προκειμένου να συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής που ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες για τη συλλογή, διαχείριση και χρήση βιολογικών, περιβαλλοντικών, τεχνικών και κοινωνικοοικονομικών δεδομένων στον τομέα της αλιείας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013.

2.   Τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συλλέγονται μόνον εφόσον δεν υφίσταται υποχρέωση συλλογής τους βάσει άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης πλην του παρόντος κανονισμού.

3.   Όσον αφορά τα αναγκαία για τη διαχείριση της αλιείας δεδομένα που συλλέγονται βάσει άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης, ο παρών κανονισμός ορίζει κανόνες αποκλειστικά για τη χρήση και τη διαβίβαση των δεδομένων αυτών.

Άρθρο 2

Προστασία δεδομένων

Κατά περίπτωση, η επεξεργασία, η διαχείριση και η χρήση των δεδομένων που συλλέγονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού τηρούν και δεν θίγουν την οδηγία 95/46/ΕΚ και τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και (ΕΚ) αριθ. 223/2009.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ορισμοί του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013. Επιπλέον, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «τομέας της αλιείας»: οι δραστηριότητες που συνδέονται με την εμπορική αλιεία, την ερασιτεχνική αλιεία, την υδατοκαλλιέργεια και τις βιομηχανίες μεταποίησης αλιευτικών προϊόντων·

2)   «ερασιτεχνική αλιεία»: οι μη εμπορικές αλιευτικές δραστηριότητες στο πλαίσιο των οποίων γίνεται εκμετάλλευση θαλάσσιων βιολογικών πόρων για αναψυχή, τουρισμό ή αθλητισμό·

3)   «θαλάσσια περιοχή»: η γεωγραφική περιοχή που καθορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, η περιοχή που καθορίζεται από τις περιφερειακές οργανώσεις διαχείρισης της αλιείας ή η περιοχή που ορίζεται στην εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 11·

4)   «πρωτογενή δεδομένα»: δεδομένα που έχουν σχέση με συγκεκριμένα σκάφη, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή μεμονωμένα δείγματα·

5)   «μεταδεδομένα»: δεδομένα που παρέχουν ποιοτικές και ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τα συλλεγέντα πρωτογενή δεδομένα·

6)   «λεπτομερή δεδομένα»: δεδομένα που προκύπτουν από πρωτογενή δεδομένα με τρόπο τέτοιο που να μην επιτρέπει τον άμεσο ή έμμεσο προσδιορισμό της ταυτότητας φυσικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων·

7)   «συγκεντρωτικά δεδομένα»: τα αποτελέσματα από τη σύνοψη πρωτογενών ή λεπτομερών δεδομένων για συγκεκριμένους αναλυτικούς σκοπούς·

8)   «επιστημονικός παρατηρητής»: το πρόσωπο που έχει οριστεί να παρατηρεί τις αλιευτικές δραστηριότητες στο πλαίσιο της συλλογής δεδομένων για επιστημονικούς σκοπούς και το οποίο ορίζει φορέας επιφορτισμένος με την εκτέλεση των εθνικών προγραμμάτων εργασίας για τη συλλογή δεδομένων·

9)   «επιστημονικά δεδομένα»: τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 τα οποία συλλέγονται, αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης ή χρησιμοποιούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΣΥΛΛΟΓΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΟΛΥΕΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Πολυετη προγραμματα τησ ενωσησ

Άρθρο 4

Κατάρτιση πολυετούς προγράμματος της Ένωσης

1.   Η Επιτροπή καταρτίζει πολυετές πρόγραμμα της Ένωσης για τη συλλογή και τη διαχείριση των δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, σύμφωνα με το περιεχόμενο και τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 5.

Η Επιτροπή εγκρίνει το μέρος του πολυετούς προγράμματος της Ένωσης που καλύπτει τα θέματα τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 24.

Η Επιτροπή εγκρίνει το μέρος του πολυετούς προγράμματος της Ένωσης που καλύπτει τα θέματα τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) με εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2.

2.   Πριν από την έκδοση των κατ’ εξουσιοδότηση και των εκτελεστικών πράξεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή διαβουλεύεται με τις περιφερειακές ομάδες συντονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 9, με την ΕΤΟΕΑ και με κάθε άλλους κατάλληλους επιστημονικούς φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013.

Άρθρο 5

Περιεχόμενο και κριτήρια για την κατάρτιση του πολυετούς προγράμματος της Ένωσης

1.   Το πολυετές πρόγραμμα της Ένωσης καθορίζει:

α)

λεπτομερή κατάλογο των απαιτούμενων δεδομένων για την επίτευξη των στόχων που προβλέπονται στα άρθρα 2 και 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013·

β)

κατάλογο των υποχρεωτικών επιστημονικών ερευνών στη θάλασσα·

γ)

τα κατώτατα όρια κάτω από τα οποία δεν είναι υποχρεωτικό για τα κράτη μέλη να συλλέγουν δεδομένα με βάση τις αλιευτικές και υδατοκαλλιεργητικές τους δραστηριότητες ή να διεξάγουν επιστημονικές έρευνες στη θάλασσα.

2.   Τα δεδομένα για τα οποία γίνεται μνεία στην παράγραφο 1 στοιχείο α) περιλαμβάνουν:

α)

βιολογικά δεδομένα για όλα τα αποθέματα που αλιεύονται στην Ένωση, εκούσια ή ως παρεμπίπτοντα αλιεύματα, στο πλαίσιο της εμπορικής αλιείας και, όπου αυτό ενδείκνυται, στο πλαίσιο της ερασιτεχνικής αλιείας εντός και εκτός ενωσιακών υδάτων, μεταξύ άλλων για το χέλι και τον σολομό στα συναφή εσωτερικά ύδατα, καθώς και για άλλα είδη διάδρομων ψαριών που παρουσιάζουν εμπορικό ενδιαφέρον, ώστε να είναι δυνατή μια προσέγγιση της διαχείρισης και της προστασίας της αλιείας με βάση το οικοσύστημα, ανάλογα με τις ανάγκες που υφίστανται για τη λειτουργία της κοινής αλιευτικής πολιτικής·

β)

δεδομένα με στόχο την αξιολόγηση των επιπτώσεων της ενωσιακής αλιείας στο θαλάσσιο οικοσύστημα εντός και εκτός ενωσιακών υδάτων, καθώς και δεδομένα σχετικά με τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα ειδών που δεν αποτελούν στόχο, ιδίως των ειδών που προστατεύονται από το ενωσιακό ή το διεθνές δίκαιο, δεδομένα σχετικά με τις επιπτώσεις της αλιείας στα θαλάσσια ενδιαιτήματα, μεταξύ άλλων σε ευαίσθητες θαλάσσιες περιοχές, και δεδομένα σχετικά με τις επιπτώσεις της αλιείας στους τροφικούς ιστούς·

γ)

δεδομένα σχετικά με τη δραστηριότητα των αλιευτικών σκαφών της Ένωσης εντός και εκτός ενωσιακών υδάτων, συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων της αλιευτικής προσπάθειας και της αλιευτικής ικανότητας του στόλου της Ένωσης·

δ)

κοινωνικοοικονομικά δεδομένα για την αλιεία, ώστε να καθίσταται δυνατή η εκτίμηση των κοινωνικοοικονομικών επιδόσεων του τομέα της αλιείας στην Ένωση·

ε)

κοινωνικοοικονομικά δεδομένα και δεδομένα σχετικά με τη βιωσιμότητα της θαλάσσιας υδατοκαλλιέργειας, ώστε να καθίσταται δυνατή η εκτίμηση των κοινωνικοοικονομικών επιδόσεων και της βιωσιμότητας του τομέα της υδατοκαλλιέργειας στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένου του περιβαλλοντικού της αντίκτυπου·

στ)

κοινωνικοοικονομικά δεδομένα για τον τομέα της μεταποίησης ιχθύων, ώστε να καθίσταται δυνατή η εκτίμηση των κοινωνικοοικονομικών επιδόσεων του εν λόγω τομέα.

3.   Επιπλέον, τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) μπορούν να περιλαμβάνουν κοινωνικοοικονομικά δεδομένα και δεδομένα σχετικά με τη βιωσιμότητα της υδατοκαλλιέργειας σε γλυκά ύδατα, ώστε να καθίσταται δυνατή η εκτίμηση των κοινωνικοοικονομικών επιδόσεων και της βιωσιμότητας του τομέα υδατοκαλλιέργειας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του περιβαλλοντικού του αντίκτυπου.

4.   Για τους σκοπούς της κατάρτισης του πολυετούς προγράμματος της Ένωσης, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη:

α)

τις ανάγκες σε πληροφορίες για τη διαχείριση και την αποτελεσματική εφαρμογή της κοινής αλιευτικής πολιτικής, με σκοπό την επίτευξη των στόχων της που καθορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013. Οι πληροφορίες αυτές επιτρέπουν επίσης τον καθορισμό των στόχων που απαιτούνται για την εφαρμογή των πολυετών σχεδίων που αναφέρονται στο άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού·

β)

την ανάγκη για συναφή, περιεκτικά και αξιόπιστα δεδομένα για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη διαχείριση της αλιείας και την προστασία των οικοσυστημάτων, συμπεριλαμβανομένων των ευαίσθητων ειδών και ενδιαιτημάτων·

γ)

την ανάγκη για δεδομένα και την επάρκεια των δεδομένων για τη βιώσιμη ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας σε επίπεδο Ένωσης, λαμβανομένου υπόψη του κυρίως τοπικού χαρακτήρα των επιπτώσεών της·

δ)

την ανάγκη να υποστηριχθούν οι εκτιμήσεις επιπτώσεων των μέτρων πολιτικής·

ε)

το κόστος και τα οφέλη, λαμβανομένων υπόψη των πλέον αποδοτικών από οικονομική άποψη λύσεων για την επίτευξη του στόχου της συλλογής δεδομένων·

στ)

την ανάγκη να αποφευχθεί οποιαδήποτε διακοπή των υφιστάμενων χρονοσειρών·

ζ)

την ανάγκη να υπάρξει απλούστευση και να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη στο πλαίσιο της συλλογής δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 1·

η)

κατά περίπτωση, την ανάγκη σε δεδομένα, προκειμένου να καλυφθεί η αλιεία για την οποία τα δεδομένα είναι ελλιπή·

θ)

τις περιφερειακές ιδιαιτερότητες και τις περιφερειακές συμφωνίες που συνάπτονται στις περιφερειακές ομάδες συντονισμού·

ι)

τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ένωσης και των κρατών μελών της·

ια)

τη χωρική και χρονική κάλυψη των δραστηριοτήτων συλλογής δεδομένων.

5.   Ο κατάλογος των υποχρεωτικών επιστημονικών ερευνών στη θάλασσα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) καταρτίζεται με βάση τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

τις ανάγκες σε πληροφορίες για τη διαχείριση της κοινής αλιευτικής πολιτικής, με σκοπό την επίτευξη των στόχων της όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013·

β)

τις ανάγκες σε πληροφορίες που προκύπτουν από τον συντονισμό και την εναρμόνιση που έχουν συμφωνηθεί σε διεθνές επίπεδο·

γ)

τις ανάγκες σε πληροφορίες για την αξιολόγηση των σχεδίων διαχείρισης·

δ)

τις ανάγκες σε πληροφορίες για την παρακολούθηση των οικοσυστημικών μεταβλητών·

ε)

τις ανάγκες σε πληροφορίες για την κατάλληλη κάλυψη των περιοχών αποθεμάτων·

στ)

την ανάγκη αποφυγής των επικαλύψεων μεταξύ των επιστημονικών ερευνών στη θάλασσα· και

ζ)

την ανάγκη να αποφευχθεί η διακοπή των χρονοσειρών.

6.   Για τα αποθέματα που υπόκεινται σε όρια αλιευμάτων, οι κανόνες συμμετοχής των διάφορων κρατών μελών στις επιστημονικές έρευνες στη θάλασσα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) βασίζονται στη συμμετοχή των εν λόγω κρατών μελών στα συνολικά επιτρεπόμενα αλιεύματα που είναι διαθέσιμα για την Ένωση όσον αφορά τα οικεία αποθέματα. Για τα αποθέματα που δεν υπόκεινται σε όρια αλιευμάτων, οι κανόνες αυτοί βασίζονται στη συναφή συμμετοχή των εν λόγω κρατών μελών στη συνολική εκμετάλλευση των οικείων αποθεμάτων.

7.   Για τα αποθέματα που υπόκεινται σε όρια αλιευμάτων, το κατώτατο όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) καθορίζεται με βάση τη συμμετοχή του σχετικού κράτους μέλους στα συνολικά επιτρεπόμενα αλιεύματα που είναι διαθέσιμα για την Ένωση για το συγκεκριμένο απόθεμα. Για τα αποθέματα που δεν υπόκεινται σε όρια αλιευμάτων, το εν λόγω όριο καθορίζεται με βάση τη σχετική συμμετοχή του σχετικού κράτους μέλους στη συνολική εκμετάλλευση των οικείων αποθεμάτων. Όσον αφορά την υδατοκαλλιέργεια και τον τομέα μεταποίησης, τα εν λόγω όρια είναι ανάλογα με το μέγεθος των τομέων αυτών ενός κράτους μέλους.

ΤΜΗΜΑ 2

Εφαρμογη του πολυετουσ προγραμματοσ τησ ενωσησ απο τα κρατη μελη

Άρθρο 6

Εθνικά προγράμματα εργασίας

1.   Με την επιφύλαξη των υφιστάμενων υποχρεώσεών τους όσον αφορά τη συλλογή δεδομένων βάσει του ενωσιακού δικαίου, τα κράτη μέλη συλλέγουν δεδομένα στο πλαίσιο επιχειρησιακού προγράμματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 508/2014, και στο πλαίσιο προγράμματος εργασίας που καταρτίζεται σύμφωνα με το πολυετές πρόγραμμα της Ένωσης και σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 508/2014 («εθνικό πρόγραμμα εργασίας»).

2.   Κατά την έγκριση των εθνικών προγραμμάτων εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 508/2014, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την αξιολόγηση που εκπόνησε η ΕΤΟΕΑ σύμφωνα με το άρθρο 10 του παρόντος κανονισμού. Στην περίπτωση που από την αξιολόγηση αυτή προκύψει ότι ένα εθνικό πρόγραμμα εργασίας δεν συμμορφώνεται με το παρόν άρθρο ή ότι δεν εξασφαλίζει την επιστημονική επάρκεια των δεδομένων ή την ικανοποιητική ποιότητα των προτεινόμενων μεθόδων και διαδικασιών, η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως το οικείο κράτος μέλος και προτείνει τις τροποποιήσεις που κρίνει αναγκαίες στο εν λόγω πρόγραμμα εργασίας. Στη συνέχεια, το οικείο κράτος μέλος υποβάλλει αναθεωρημένο εθνικό πρόγραμμα εργασίας στην Επιτροπή.

3.   Τα εθνικά προγράμματα εργασίας περιέχουν λεπτομερή περιγραφή των εξής στοιχείων:

α)

των δεδομένων που πρέπει να συλλέγονται σύμφωνα με το πολυετές πρόγραμμα της Ένωσης·

β)

της χρονικής και χωρικής κατανομής και της συχνότητας με την οποία θα συλλέγονται τα δεδομένα·

γ)

της πηγής των δεδομένων, των διαδικασιών και των μεθόδων για τη συλλογή και επεξεργασία των στοιχείων όσον αφορά τα σύνολα δεδομένων που θα παρέχονται στους τελικούς χρήστες·

δ)

του πλαισίου διασφάλισης και ελέγχου της ποιότητας για τη διασφάλιση επαρκούς ποιότητας των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 14·

ε)

του μορφοτύπου και των περιπτώσεων στις οποίες τα δεδομένα πρέπει να τίθενται στη διάθεση των τελικών χρηστών επιστημονικών δεδομένων, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών των τελικών χρηστών επιστημονικών δεδομένων, εφόσον είναι γνωστές·

στ)

των διεθνών και περιφερειακών συμφωνιών συνεργασίας και συντονισμού, συμπεριλαμβανομένων των διμερών και πολυμερών συμφωνιών που συνάπτονται για την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού· και

ζ)

του τρόπου με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη οι διεθνείς υποχρεώσεις της Ένωσης και των κρατών μελών της.

4.   Κατά την εκπόνηση του εθνικού προγράμματος εργασίας του, κάθε κράτος μέλος, στο πλαίσιο των περιφερειακών ομάδων συντονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 9, συνεργάζεται και συντονίζει τις προσπάθειές του με άλλα κράτη μέλη, ιδίως με εκείνα στην ίδια θαλάσσια περιοχή, ώστε να εξασφαλίζεται επαρκής και αποτελεσματική κάλυψη και να αποφεύγεται η αλληλεπικάλυψη των δραστηριοτήτων συλλογής δεδομένων. Στη διαδικασία αυτή, τα κράτη μέλη επιδιώκουν επίσης τη συμμετοχή των σχετικών ενδιαφερόμενων φορέων στο κατάλληλο επίπεδο. Κατά περίπτωση, αυτή η συνεργασία και ο συντονισμός μπορούν επίσης να υλοποιούνται εκτός του πλαισίου των περιφερειακών ομάδων συντονισμού.

Άρθρο 7

Εθνικοί ανταποκριτές

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει έναν εθνικό ανταποκριτή και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή. Ο εθνικός ανταποκριτής λειτουργεί ως σημείο επαφής για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους όσον αφορά την κατάρτιση και την εφαρμογή των εθνικών προγραμμάτων εργασίας.

2.   Επιπλέον, ο εθνικός ανταποκριτής εκτελεί, ειδικότερα, τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

συντονίζει την προετοιμασία της ετήσιας έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 11·

β)

εξασφαλίζει τη μετάδοση πληροφοριών εντός του κράτους μέλους· και

γ)

συντονίζει τη συμμετοχή των σχετικών εμπειρογνωμόνων στις συνεδριάσεις της ομάδας εμπειρογνωμόνων που διοργανώνονται από την Επιτροπή και τη συμμετοχή τους στις σχετικές περιφερειακές ομάδες συντονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 9.

3.   Εάν, σε ένα κράτος μέλος, στην εφαρμογή του εθνικού προγράμματος εργασίας συμμετέχουν πολλοί οργανισμοί, ο εθνικός ανταποκριτής φέρει την ευθύνη συντονισμού των συναφών εργασιών.

4.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι ο εθνικός του ανταποκριτής έχει επαρκή εντολή εκπροσώπησης του κράτους μέλους του στις περιφερειακές ομάδες συντονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 9.

Άρθρο 8

Συνεργασία εντός της Ένωσης

Τα κράτη μέλη συνεργάζονται και συντονίζουν τις δράσεις τους για την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας, της έγκαιρης παροχής και της κάλυψης των δεδομένων, ώστε να καταστεί δυνατή η περαιτέρω βελτίωση της αξιοπιστίας των μεθόδων συλλογής δεδομένων, με στόχο τη βελτίωση των δραστηριοτήτων τους στον τομέα της συλλογής δεδομένων.

Άρθρο 9

Περιφερειακός συντονισμός και συνεργασία

1.   Όπως προβλέπεται στο άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, τα κράτη μέλη συντονίζουν τις δραστηριότητές τους στον τομέα της συλλογής δεδομένων με άλλα κράτη μέλη στην ίδια θαλάσσια περιοχή και καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να συντονίζουν τις δράσεις τους με τρίτες χώρες που ασκούν κυριαρχία ή δικαιοδοσία σε ύδατα που ανήκουν στην ίδια θαλάσσια περιοχή.

2.   Για τη διευκόλυνση της περιφερειακής συνεργασίας, συγκροτούνται περιφερειακές ομάδες συντονισμού για κάθε θαλάσσια περιοχή από τα οικεία κράτη μέλη.

3.   Στόχος των περιφερειακών ομάδων συντονισμού είναι να αναπτύσσουν και να εφαρμόζουν διαδικασίες, μεθόδους, διασφάλιση ποιότητας και έλεγχο ποιότητας για τη συλλογή και την επεξεργασία δεδομένων, προκειμένου να επιτευχθεί περαιτέρω βελτίωση της αξιοπιστίας των επιστημονικών συμβουλών. Για τον σκοπό αυτό, στόχος των περιφερειακών ομάδων συντονισμού είναι η ανάπτυξη και η εφαρμογή περιφερειακών βάσεων δεδομένων.

4.   Οι περιφερειακές ομάδες συντονισμού αποτελούνται από εμπειρογνώμονες που ορίζονται από τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών ανταποκριτών, και από την Επιτροπή.

5.   Οι περιφερειακές ομάδες συντονισμού καταρτίζουν κανόνες διεξαγωγής των δραστηριοτήτων τους και συμφωνούν ως προς αυτούς.

6.   Οι περιφερειακές ομάδες συντονισμού διαβουλεύονται τόσο μεταξύ τους όσο και με την Επιτροπή για θέματα που αφορούν διαφορετικές θαλάσσιες περιφέρειες.

7.   Οι εκπρόσωποι συναφών τελικών χρηστών επιστημονικών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των κατάλληλων επιστημονικών φορέων όπως αναφέρονται στο άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1830/2013, οι περιφερειακές οργανώσεις διαχείρισης της αλιείας, τα γνωμοδοτικά συμβούλια και τρίτες χώρες καλούνται να παραστούν στις συνεδριάσεις των περιφερειακών ομάδων συντονισμού ως παρατηρητές, όταν χρειάζεται.

8.   Οι περιφερειακές ομάδες συντονισμού μπορούν να καταρτίζουν σχέδια περιφερειακών προγραμμάτων εργασίας συμβατά με τον παρόντα κανονισμό και με το πολυετές πρόγραμμα της Ένωσης. Τα εν λόγω σχέδια περιφερειακών προγραμμάτων εργασίας μπορούν να περιλαμβάνουν τις διαδικασίες, τις μεθόδους, τη διασφάλιση της ποιότητας και τον έλεγχο της ποιότητας για τη συλλογή και την επεξεργασία των δεδομένων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) και στο άρθρο 5 παράγραφος 5, τις στρατηγικές που συντονίζονται σε περιφερειακό επίπεδο και τους όρους για την παροχή δεδομένων σε περιφερειακές βάσεις δεδομένων. Μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για τον επιμερισμό του κόστους για τη συμμετοχή σε επιστημονικές έρευνες στη θάλασσα.

9.   Στην περίπτωση κατάρτισης σχεδίου περιφερειακού προγράμματος εργασίας, το οικείο κράτος μέλος το υποβάλλει στην Επιτροπή έως τις 31 Οκτωβρίου του έτους που προηγείται του έτους από το οποίο το περιφερειακό πρόγραμμα εργασίας πρόκειται να εφαρμοστεί, εκτός αν εξακολουθεί να ισχύει υφιστάμενο πρόγραμμα, οπότε τα οικεία κράτη μέλη ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή. Το σχέδιο περιφερειακού προγράμματος εργασίας μπορεί να εγκριθεί από την Επιτροπή με εκτελεστική πράξη. H εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη, κατά περίπτωση, την αξιολόγηση της ΕΤΕΟΑ που αναφέρεται στο άρθρο 10. Στην περίπτωση που από την αξιολόγηση αυτή προκύψει ότι ένα σχέδιο περιφερειακού προγράμματος εργασίας δεν συμμορφώνεται με το παρόν άρθρο ή ότι δεν εξασφαλίζει την επιστημονική επάρκεια των δεδομένων ή την ικανοποιητική ποιότητα των προτεινόμενων μεθόδων και διαδικασιών, η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως τα οικεία κράτη μέλη και προτείνει τις τροποποιήσεις που κρίνει αναγκαίες στο εν λόγω σχέδιο προγράμματος εργασίας. Στη συνέχεια, τα οικεία κράτη μέλη υποβάλλουν αναθεωρημένο σχέδιο περιφερειακού προγράμματος εργασίας στην Επιτροπή.

10.   Το περιφερειακό πρόγραμμα εργασίας θεωρείται ότι αντικαθιστά ή συμπληρώνει τα σχετικά μέρη των εθνικών προγραμμάτων εργασίας κάθε οικείου κράτους μέλους.

11.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με τις διαδικασίες, τις ρυθμίσεις επιμερισμού του κόστους για τη συμμετοχή σε επιστημονικές έρευνες στη θάλασσα, τον χώρο της θαλάσσιας περιοχής για τον σκοπό της συλλογής δεδομένων, και τον μορφότυπο και τα χρονοδιαγράμματα υποβολής και έγκρισης των περιφερειακών προγραμμάτων εργασίας, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2.

Άρθρο 10

Αξιολόγηση των προγραμμάτων εργασίας από την ΕΤΕΟΑ

Η ΕΤΟΕΑ αξιολογεί τα εθνικά προγράμματα εργασίας και τα σχέδια περιφερειακών προγραμμάτων εργασίας σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 9. Κατά την εν λόγω αξιολόγηση, η ΕΤΕΟΑ εξετάζει:

α)

τη συμμόρφωση των προγραμμάτων εργασίας και των ενδεχόμενων τροποποιήσεών τους με τα άρθρα 6 και 9· και

β)

την επιστημονική επάρκεια των δεδομένων που καλύπτονται από προγράμματα εργασίας για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και την ποιότητα των προτεινόμενων μεθόδων και διαδικασιών.

Άρθρο 11

Αξιολόγηση και έγκριση των αποτελεσμάτων των εθνικών προγραμμάτων εργασίας

1.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν ετησίως στην Επιτροπή έκθεση για την εφαρμογή των εθνικών προγραμμάτων εργασίας. Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση κανόνων, τον μορφότυπο και τα χρονοδιαγράμματα για την υποβολή και έγκριση των ετήσιων εκθέσεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 25 παράγραφος 2.

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 10, η ΕΤΟΕΑ αξιολογεί:

α)

την εκτέλεση των εθνικών προγραμμάτων εργασίας· και

β)

την ποιότητα των δεδομένων που συλλέγονται από τα κράτη μέλη.

3.   Η Επιτροπή εκτιμά την υλοποίηση των εθνικών προγραμμάτων εργασίας με βάση:

α)

την αξιολόγηση της ΕΤΕΟΑ· και

β)

τη γνώμη κατάλληλων περιφερειακών οργανώσεων διαχείρισης της αλιείας στις οποίες η Ένωση αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος ή συμμετέχει ως παρατηρητής και σχετικών διεθνών επιστημονικών φορέων.

ΤΜΗΜΑ 3

Απαιτησεισ για τη διαδικασια συλλογησ δεδομενων

Άρθρο 12

Πρόσβαση στους τόπους δειγματοληψίας

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, προκειμένου να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους, οι φορείς συλλογής δεδομένων που έχουν οριστεί από τον φορέα ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση του εθνικού προγράμματος εργασίας έχουν πρόσβαση σε όλα τα αλιεύματα, τα σκάφη και τους λοιπούς τόπους δειγματοληψίας, τα μητρώα επιχειρήσεων και κάθε απαραίτητο δεδομένο.

2.   Οι πλοίαρχοι ενωσιακών αλιευτικών σκαφών δέχονται την επιβίβαση επί του σκάφους επιστημονικών παρατηρητών και συνεργάζονται με αυτούς, προκειμένου να τους επιτρέψουν να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους ενόσω βρίσκονται επί των ενωσιακών αλιευτικών σκαφών, και δέχονται επίσης τη χρήση εναλλακτικών μεθόδων συλλογής δεδομένων, κατά περίπτωση, που καθορίζονται σε εθνικά προγράμματα εργασίας, με την επιφύλαξη διεθνών υποχρεώσεων.

3.   Οι πλοίαρχοι ενωσιακών αλιευτικών σκαφών έχουν τη δυνατότητα να αρνηθούν να δεχτούν την επιβίβαση επί του σκάφους επιστημονικών παρατηρητών που εργάζονται στο πλαίσιο προγράμματος παρακολούθησης στη θάλασσα μόνο επί τη βάσει προφανούς έλλειψης χώρου επί του σκάφους ή για λόγους ασφάλειας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Στις περιπτώσεις αυτές, τα δεδομένα συλλέγονται μέσω εναλλακτικών μεθόδων συλλογής δεδομένων που καθορίζονται σε εθνικό πρόγραμμα εργασίας και σχεδιάζονται και ελέγχονται από τον φορέα ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση του εθνικού προγράμματος εργασίας.

ΤΜΗΜΑ 4

Διαδικασια διαχειρισησ δεδομενων

Άρθρο 13

Αποθήκευση δεδομένων

Τα κράτη μέλη:

α)

εξασφαλίζουν την ασφαλή αποθήκευση σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων των πρωτογενών δεδομένων που συλλέγονται στο πλαίσιο των εθνικών προγραμμάτων εργασίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι αντιμετωπίζονται ως εμπιστευτικά·

β)

εξασφαλίζουν ότι τα μεταδεδομένα που αφορούν τα πρωτογενή κοινωνικοοικονομικά δεδομένα που συλλέγονται στο πλαίσιο των εθνικών προγραμμάτων εργασίας αποθηκεύονται με ασφάλεια στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων·

γ)

λαμβάνουν όλα τα αναγκαία τεχνικά μέτρα για να προστατεύσουν τα εν λόγω δεδομένα από τυχαία ή παράνομη καταστροφή, τυχαία απώλεια, υποβάθμιση, πρόσβαση σε αυτά από μη εξουσιοδοτημένα άτομα ή διανομή σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα.

Άρθρο 14

Έλεγχος και επικύρωση ποιότητας δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη ευθύνονται για την ποιότητα και την πληρότητα των πρωτογενών δεδομένων που συλλέγονται στο πλαίσιο των εθνικών προγραμμάτων εργασίας, καθώς και των λεπτομερών και των συγκεντρωτικών δεδομένων που προκύπτουν από αυτά και τα οποία διαβιβάζονται στους τελικούς χρήστες επιστημονικών δεδομένων.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

α)

τα πρωτογενή δεδομένα που συλλέγονται στο πλαίσιο των εθνικών προγραμμάτων εργασίας ελέγχονται δεόντως για σφάλματα μέσω κατάλληλων διαδικασιών ελέγχου ποιότητας·

β)

τα λεπτομερή και συγκεντρωτικά δεδομένα τα οποία προκύπτουν από πρωτογενή δεδομένα που συλλέγονται στο πλαίσιο των εθνικών προγραμμάτων εργασίας επικυρώνονται πριν από τη διαβίβασή τους στους τελικούς χρήστες επιστημονικών δεδομένων·

γ)

οι διαδικασίες εξασφάλισης ποιότητας που εφαρμόζονται στα πρωτογενή, λεπτομερή και συγκεντρωτικά δεδομένα και οι οποίες αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) αναπτύσσονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχουν υιοθετηθεί από τους διεθνείς επιστημονικούς φορείς, τις περιφερειακές οργανώσεις διαχείρισης της αλιείας, την ΕΤΟΕΑ και τις περιφερειακές ομάδες συντονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 15

Πρόσβαση σε πρωτογενή δεδομένα και διαβίβαση πρωτογενών δεδομένων

1.   Για τον σκοπό της επαλήθευσης της ύπαρξης των πρωτογενών δεδομένων που συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1, πέραν των κοινωνικοοικονομικών δεδομένων, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η Επιτροπή διαθέτει πρόσβαση στις εθνικές ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 13 στοιχείο α).

2.   Για τον σκοπό της επαλήθευσης των κοινωνικοοικονομικών δεδομένων που συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η Επιτροπή έχει πρόσβαση στις εθνικές ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 13 στοιχείο β).

3.   Τα κράτη μέλη συνάπτουν συμφωνίες με την Επιτροπή προκειμένου να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική και απρόσκοπτη πρόσβαση της Επιτροπής στις εθνικές ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων τους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που έχουν θεσπιστεί από άλλους ενωσιακούς κανόνες.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη διαβίβαση των πρωτογενών δεδομένων που συλλέγονται στο πλαίσιο των επιστημονικών ερευνών στη θάλασσα, στους διεθνείς επιστημονικούς οργανισμούς και στους κατάλληλους επιστημονικούς φορείς στο πλαίσιο των περιφερειακών οργανώσεων διαχείρισης της αλιείας σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ένωσης και των κρατών μελών.

Άρθρο 16

Επεξεργασία των πρωτογενών δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη μετατρέπουν τα πρωτογενή δεδομένα σε σύνολα λεπτομερών ή συγκεντρωτικών δεδομένων σύμφωνα με:

α)

τα σχετικά διεθνή πρότυπα, εφόσον τυγχάνουν εφαρμογής·

β)

τα πρωτόκολλα που έχουν συμφωνηθεί σε διεθνές ή περιφερειακό επίπεδο, εφόσον τυγχάνουν εφαρμογής.

2.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στους τελικούς χρήστες επιστημονικών δεδομένων και στην Επιτροπή, όταν απαιτείται, περιγραφή των μεθόδων που εφαρμόζονται για την επεξεργασία των αιτούμενων δεδομένων και τις στατιστικές τους ιδιότητες.

Άρθρο 17

Διαδικασία για τη διασφάλιση της παροχής λεπτομερών και συγκεντρωτικών δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κατάλληλες διαδικασίες και ηλεκτρονικές τεχνολογίες για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 και του παρόντος κανονισμού. Απέχουν από την επιβολή κάθε περιττού περιορισμού στη διάδοση λεπτομερών και συγκεντρωτικών δεδομένων στους τελικούς χρήστες επιστημονικών δεδομένων και σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν κατάλληλες διασφαλίσεις, σε περίπτωση που τα δεδομένα περιλαμβάνουν πληροφορίες που αφορούν φυσικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες των οποίων η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί. Κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί τη διαβίβαση των σχετικών λεπτομερών και συγκεντρωτικών δεδομένων εάν υπάρχει κίνδυνος να προσδιορισθεί η ταυτότητα φυσικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων, περίπτωση κατά την οποία το οικείο κράτος μέλος προτείνει εναλλακτικά μέσα κάλυψης των αναγκών των τελικών χρηστών επιστημονικών δεδομένων τα οποία εξασφαλίζουν την ανωνυμία.

3.   Σε περίπτωση αιτήσεων από τελικούς χρήστες επιστημονικών δεδομένων που θα χρησιμεύσουν ως βάση για την παροχή συμβουλών για τη διαχείριση της αλιείας, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα συναφή λεπτομερή και συγκεντρωτικά δεδομένα επικαιροποιούνται και διατίθενται στους συναφείς τελικούς χρήστες επιστημονικών δεδομένων εντός των οριζόμενων στην αίτηση προθεσμιών, οι οποίες δεν είναι συντομότερες του ενός μηνός από την παραλαβή της αίτησης για τα εν λόγω δεδομένα.

4.   Σε περίπτωση αιτήσεων πλην αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 3, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα συναφή δεδομένα επικαιροποιούνται και διατίθενται στους συναφείς τελικούς χρήστες επιστημονικών δεδομένων και σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Εντός δύο μηνών από την παραλαβή της αίτησης, τα κράτη μέλη ενημερώνουν το μέρος που υποβάλλει την αίτηση σχετικά με τη διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος, η οποία είναι ανάλογη του πεδίου που αφορά η αίτηση, και σχετικά με την ενδεχόμενη ανάγκη περαιτέρω επεξεργασίας των ζητηθέντων δεδομένων.

5.   Στις περιπτώσεις όπου, στο πλαίσιο αίτησης για δεδομένα από τελικούς χρήστες επιστημονικών δεδομένων πλην αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 ή από άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, απαιτείται πρόσθετη επεξεργασία δεδομένων τα οποία έχουν ήδη συλλεγεί, τα κράτη μέλη μπορούν να χρεώνουν στο μέρος που υποβάλλει την αίτηση το πραγματικό κόστος της πρόσθετης επεξεργασίας δεδομένων η οποία είναι αναγκαία πριν από τη διαβίβασή τους.

6.   Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να επιτρέπει την παράταση της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

7.   Στις περιπτώσεις που ζητούνται λεπτομερή δεδομένα για επιστημονική δημοσίευση, τα κράτη μέλη μπορούν, προκειμένου να προστατεύσουν τα επαγγελματικά συμφέροντα των φορέων συλλογής δεδομένων τους οποίους έχει ορίσει ο φορέας που είναι επιφορτισμένος με την εφαρμογή του εθνικού προγράμματος εργασίας, να απαιτούν να καθυστερήσει η δημοσίευση των δεδομένων κατά τρία έτη από την ημερομηνία στην οποία αναφέρονται τα δεδομένα. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τους τελικούς χρήστες επιστημονικών δεδομένων και την Επιτροπή για κάθε τέτοια απόφαση και την αιτιολογούν.

Άρθρο 18

Συμβατά συστήματα αποθήκευσης και ανταλλαγής δεδομένων

1.   Με στόχο τη μείωση των δαπανών και τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε λεπτομερή και συγκεντρωτικά δεδομένα για τους τελικούς χρήστες επιστημονικών δεδομένων και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη, τα κράτη μέλη, η Επιτροπή, οι επιστημονικοί συμβουλευτικοί φορείς και κάθε συναφής τελικός χρήστης επιστημονικών δεδομένων συνεργάζονται για την ανάπτυξη συμβατών συστημάτων αποθήκευσης και ανταλλαγής δεδομένων, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις της οδηγίας 2007/2/ΕΚ. Τα εν λόγω συστήματα διευκολύνουν επίσης τη διάδοση πληροφοριών σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Τα συστήματα αυτά μπορούν να έχουν τη μορφή περιφερειακών βάσεων δεδομένων. Τα περιφερειακά προγράμματα εργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 8 του παρόντος κανονισμού μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για συμφωνία σχετικά με τα εν λόγω συστήματα.

2.   Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με τις διαδικασίες, τους μορφότυπους, τους κωδικούς και τα χρονοδιαγράμματα που θα χρησιμοποιούνται για να εξασφαλίζεται η συμβατότητα των συστημάτων αποθήκευσης και ανταλλαγής δεδομένων και να θεσπίζει μέτρα διασφάλισης, κατά περίπτωση, εφόσον τα συστήματα αποθήκευσης και ανταλλαγής δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνουν πληροφορίες που αφορούν φυσικά πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 25 παράγραφος 2.

Άρθρο 19

Επανεξέταση της άρνησης παροχής δεδομένων

Εάν κράτος μέλος αρνηθεί να παράσχει δεδομένα βάσει του άρθρου 17 παράγραφος 7, ο τελικός χρήστης επιστημονικών δεδομένων μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να επανεξετάσει την άρνηση. Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η άρνηση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, μπορεί να απαιτήσει από το κράτος μέλος να διαθέσει τα δεδομένα στον τελικό χρήστη επιστημονικών δεδομένων εντός ενός μηνός.

Άρθρο 20

Υποχρεώσεις των τελικών χρηστών επιστημονικών δεδομένων και των λοιπών ενδιαφερόμενων μερών

1.   Οι τελικοί χρήστες επιστημονικών δεδομένων και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη:

α)

χρησιμοποιούν τα δεδομένα μόνο για τον σκοπό που έχουν δηλώσει στην αίτηση για πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 17·

β)

αναφέρουν δεόντως τις πηγές των δεδομένων·

γ)

ευθύνονται για την ορθή και ενδεδειγμένη χρήση των δεδομένων σύμφωνα με την επιστημονική δεοντολογία·

δ)

ενημερώνουν την Επιτροπή και τα οικεία κράτη μέλη για κάθε υπόνοια προβλήματος σχετικά με τα δεδομένα·

ε)

αναφέρουν στα οικεία κράτη μέλη και στην Επιτροπή τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τη χρήση των δεδομένων·

στ)

δεν διαβιβάζουν τα ζητηθέντα δεδομένα σε τρίτους χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους·

ζ)

δεν πωλούν τα δεδομένα σε τρίτους.

2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για οποιαδήποτε μη συμμόρφωση των τελικών χρηστών επιστημονικών δεδομένων ή των λοιπών ενδιαφερόμενων μερών.

3.   Σε περίπτωση που οι τελικοί χρήστες επιστημονικών δεδομένων ή τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη δεν συμμορφωθούν με οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή μπορεί να επιτρέψει στο οικείο κράτος μέλος να περιορίσει ή να αρνηθεί την πρόσβαση στα δεδομένα στους εν λόγω χρήστες δεδομένων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΣΤΗΡΙΞΗ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΩΝ

Άρθρο 21

Συμμετοχή σε συσκέψεις διεθνών φορέων

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των εθνικών τους εμπειρογνωμόνων σε σχετικές συσκέψεις περιφερειακών οργανώσεων διαχείρισης της αλιείας στις οποίες η Ένωση αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος ή συμμετέχει ως παρατηρητής και διεθνών επιστημονικών φορέων.

Άρθρο 22

Διεθνής συντονισμός και συνεργασία

1.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συντονίζουν τις προσπάθειές τους και συνεργάζονται προκειμένου να βελτιώσουν περαιτέρω την ποιότητα, την έγκαιρη παροχή και την κάλυψη των δεδομένων, επιτρέποντας την περαιτέρω βελτίωση της αξιοπιστίας των επιστημονικών γνωμοδοτήσεων, προκειμένου να βελτιώσουν περαιτέρω την ποιότητα των προγραμμάτων εργασίας και προκειμένου να βελτιώσουν περαιτέρω τις μεθόδους εργασίας των περιφερειακών οργανώσεων διαχείρισης της αλιείας στις οποίες η Ένωση αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος ή συμμετέχει ως παρατηρητής και διεθνών επιστημονικών φορέων.

2.   Ο εν λόγω συντονισμός και συνεργασία πραγματοποιούνται χωρίς να θίγεται ο ανοικτός επιστημονικός διάλογος και στοχεύουν στην προώθηση αμερόληπτων επιστημονικών γνωμοδοτήσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 23

Παρακολούθηση

1.   Η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΤΟΕΑ, παρακολουθεί την πρόοδο των προγραμμάτων εργασίας στο πλαίσιο της επιτροπής αλιείας και υδατοκαλλιέργειας που αναφέρεται στο άρθρο 25.

2.   Έως τις 11 Ιουλίου 2020 η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και τη λειτουργία του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 24

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο τριών ετών από τις 10 Ιουλίου 2017. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των τριών ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλει αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 25

Διαδικασία επιτροπής

1.   Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή αλιείας και υδατοκαλλιέργειας που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 47 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013. Η εν λόγω επιτροπή συνιστά επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 26

Κατάργηση και μεταβατικές διατάξεις

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 199/2008 καταργείται με ισχύ από τις 10 Ιουλίου 2017.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1:

α)

οι καταργούμενες διατάξεις παραμένουν σε ισχύ για τα εθνικά προγράμματα που έχουν εγκριθεί πριν από τις 10 Ιουλίου 2017·

β)

το πολυετές πρόγραμμα της Ένωσης που ισχύει στις 10 Ιουλίου 2017, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 199/2008, παραμένει σε ισχύ για το διάστημα της διάρκειάς του ή έως ότου εγκριθεί νέο πολυετές πρόγραμμα της Ένωσης βάσει του παρόντος κανονισμού, ανάλογα με το ποιο θα επέλθει πρώτο.

3.   Οι παραπομπές στον καταργηθέντα κανονισμό νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο παράρτημα.

Άρθρο 27

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 17 Μαΐου 2017.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

C. ABELA


(1)  ΕΕ C 13 της 15.1.2016, σ. 201.

(2)  ΕΕ C 120 της 5.4.2016, σ. 40.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Μαρτίου 2017 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 25ης Απριλίου 2017.

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 199/2008 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 2008, σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικού πλαισίου για τη συλλογή, διαχείριση και χρήση δεδομένων στον τομέα της αλιείας και τη στήριξη όσον αφορά τις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις για την κοινή αλιευτική πολιτική (ΕΕ L 60 της 5.3.2008, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την κοινή αλιευτική πολιτική, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1954/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και (ΕΚ) αριθ. 639/2004 και της απόφασης 2004/585/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 22).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 508/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2328/2003, (ΕΚ) αριθ. 861/2006, (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και (ΕΚ) αριθ. 791/2007 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1255/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 149 της 20.5.2014, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, περί πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής για το θαλάσσιο περιβάλλον (οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική) (ΕΕ L 164 της 25.6.2008, σ. 19).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1921/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την υποβολή στατιστικών στοιχείων για τις εκφορτώσεις αλιευτικών προϊόντων στα κράτη μέλη και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1382/91 του Συμβουλίου (ΕΕ L 403 της 30.12.2006, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 295/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2008 σχετικά με τις στατιστικές διάρθρωσης των επιχειρήσεων (ΕΕ L 97 της 9.4.2008, σ. 13).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 762/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, περί των στατιστικών στοιχείων που πρέπει να υποβάλλουν τα κράτη μέλη σχετικά με την υδατοκαλλιέργεια και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 788/96 του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 216/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με την υποβολή στατιστικών για τις ονομαστικές αλιεύσεις από τα κράτη μέλη που αλιεύουν σε ορισμένες περιοχές εκτός του Βορείου Ατλαντικού (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 217/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με την υποβολή στατιστικών για τις αλιεύσεις και την αλιευτική δραστηριότητα από τα κράτη μέλη που αλιεύουν στο Βορειοδυτικό Ατλαντικό (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 42).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 218/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με την υποβολή στατιστικών για τις ονομαστικές αλιεύσεις από τα κράτη μέλη που αλιεύουν στο Βορειοανατολικό Ατλαντικό (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 70).

(14)  Κανονισμός (EE) αριθ. 1236/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2010, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου και επιβολής που εφαρμόζεται στη ζώνη της σύμβασης για τη μελλοντική πολυμερή συνεργασία στον τομέα της αλιείας στο Βορειοανατολικό Ατλαντικό και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2791/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 348 της 31.12.2010, σ. 17).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1343/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με ορισμένες διατάξεις περί αλιείας στην περιοχή της συμφωνίας ΓΕΑΜ (Γενική Επιτροπή Αλιείας για τη Μεσόγειο) και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 του Συμβουλίου σχετικά με μέτρα διαχείρισης για τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στη Μεσόγειο Θάλασσα (ΕΕ L 347 της 30.12.2011, σ. 44).

(16)  Κανονισμός (EE) 2016/2336 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, για τη θέσπιση ειδικών όρων όσον αφορά την αλιεία αποθεμάτων βαθέων υδάτων στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό και διατάξεων όσον αφορά την αλιεία σε διεθνή ύδατα του Βορειοανατολικού Ατλαντικού καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2347/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 354 της 23.12.2016, σ. 1).

(17)  Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1).

(18)  Οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ L 20 της 26.1.2010, σ. 7).

(19)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2347/2002 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση ειδικών απαιτήσεων πρόσβασης και συναφών όρων που εφαρμόζονται στην αλιεία αποθεμάτων βαθέων υδάτων (ΕΕ L 351 της 28.12.2002, σ. 6).

(20)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 812/2004 του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με παρεμπίπτοντα αλιεύματα κητοειδών κατά την αλιεία και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 88/98 (ΕΕ L 150 της 30.4.2004, σ. 12).

(21)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με μέτρα διαχείρισης για τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στη Μεσόγειο Θάλασσα, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1626/94 (ΕΕ L 409 της 30.12.2006, σ. 11).

(22)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1100/2007 του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση μέτρων για την ανασύσταση του αποθέματος ευρωπαϊκού χελιού (ΕΕ L 248 της 22.9.2007, σ. 17).

(23)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1006/2008 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τις άδειες αλιείας κοινοτικών αλιευτικών σκαφών εκτός των υδάτων της Κοινότητας και για την πρόσβαση σκαφών τρίτων χωρών στα ύδατα της Κοινότητας, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 και (ΕΚ) αριθ. 1627/94 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3317/94 (ΕΕ L 286 της 29.10.2008, σ. 33).

(24)  Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206 της 22.7.1992, σ. 7).

(25)  Απόφαση 2010/717/ΕΕ του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2010, για την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των τροποποιήσεων της σύμβασης περί της μελλοντικής πολυμερούς συνεργασίας στον τομέα της αλιείας του Βορειοδυτικού Ατλαντικού (ΕΕ L 321 της 7.12.2010, σ. 1).

(26)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/218 της Επιτροπής, της 6ης Φεβρουαρίου 2017, σχετικά με το μητρώο αλιευτικού στόλου της Ένωσης (ΕΕ L 34 της 9.2.2017, σ. 9).

(27)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως ενωσιακού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τροποποιήσεως των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 847/96, (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, (ΕΚ) αριθ. 811/2004, (ΕΚ) αριθ. 768/2005, (ΕΚ) αριθ. 2115/2005, (ΕΚ) αριθ. 2166/2005, (ΕΚ) αριθ. 388/2006, (ΕΚ) αριθ. 509/2007, (ΕΚ) αριθ. 676/2007, (ΕΚ) αριθ. 1098/2007, (ΕΚ) αριθ. 1300/2008, (ΕΚ) αριθ. 1342/2008 και καταργήσεως των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93, (ΕΚ) αριθ. 1627/94 και (ΕΚ) αριθ. 1966/2006 (ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 1).

(28)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1101/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές και της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164).

(29)  Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26).

(30)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ L 264 της 25.9.2006, σ. 13).

(31)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(32)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(33)  Οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2007, για τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (INSPIRE) (ΕΕ L 108 της 25.4.2007, σ. 1).

(34)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(35)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 199/2008

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 2

Άρθρο 2 στοιχείο α) και άρθρο 2 στοιχεία γ) έως η)

Άρθρο 3 παράγραφοι 1 έως 7

Άρθρο 2 στοιχεία β), θ), ι) και ια)

Άρθρο 3 παράγραφοι 8 και 9

Άρθρο 3

Άρθρα 4 και 5

Άρθρο 4

Άρθρο 6

Άρθρο 5

Άρθρα 8 και 9

Άρθρο 7

Άρθρο 6

Άρθρο 10

Άρθρο 7

Άρθρο 11

Άρθρο 8

Άρθρο 9

Άρθρο 10

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 11

Άρθρο 12 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 12

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β) και άρθρο 5 παράγραφος 5

Άρθρο 13

Άρθρο 13

Άρθρο 14

Άρθρο 14

Άρθρο 15

Άρθρο 16

Άρθρο 15

Άρθρο 17

Άρθρο 16

Άρθρα 18, 19 και 20

Άρθρο 17

Άρθρο 21

Άρθρο 19

Άρθρο 22

Άρθρο 20

Άρθρο 23

Άρθρο 21

Άρθρο 24

Άρθρο 22

Άρθρα 25 και 27

Άρθρα 24 και 25

Άρθρο 26

Άρθρο 23 παράγραφος 1

Άρθρο 23 παράγραφος 2

Άρθρο 28

Άρθρο 26

Άρθρο 29

Άρθρο 27

Παράρτημα

Παράρτημα