13.4.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 101/156


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΉΡΙΑ ΓΡΑΜΜΉ (ΕΕ) 2017/697 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 4ης Απριλίου 2017

σχετικά με την άσκηση από τις εθνικές αρμόδιες αρχές δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο όσον αφορά τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα (ΕΚΤ/2017/9)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (1), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 1 και το άρθρο 6 παράγραφος 5 στοιχεία α) και γ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι υπεύθυνη για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ). Η ίδια επιβλέπει τη λειτουργία του συστήματος προκειμένου να διασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή υψηλών προτύπων εποπτείας και η συνοχή των αποτελεσμάτων των εποπτικών διαδικασιών στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Η ΕΚΤ μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές προς τις εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ), βάσει των οποίων αυτές ασκούν τα εποπτικά τους καθήκοντα και λαμβάνουν εποπτικές αποφάσεις.

(2)

Η ΕΚΤ υποχρεούται να διασφαλίζει τη συνεπή εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/17) (2).

(3)

Ως αρμόδια αρχή για τα πιστωτικά ιδρύματα που χαρακτηρίζονται σημαντικά σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, η ΕΚΤ έχει ασκήσει με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/445 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2016/4) (3) ορισμένα δικαιώματα και διακριτικές ευχέρειες που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο.

(4)

Παρόλο που την κύρια ευθύνη άσκησης των δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών σε σχέση με τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα έχουν οι ΕΑΑ, ο υπέρτερος ρόλος επίβλεψης που διαδραματίζει η ΕΚΤ εντός του ΕΕΜ τής επιτρέπει να προάγει τη συνεπή άσκησή τους σε σχέση τόσο με τα σημαντικά όσο και με τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα, κατά περίπτωση. Αυτό διασφαλίζει α) τη συνεκτική και αποτελεσματική εφαρμογή της προληπτικής εποπτείας όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων στα συμμετέχοντα κράτη μέλη· β) τη συνεπή εφαρμογή του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες σε όλα τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα· και γ) την εφαρμογή εποπτείας ύψιστης ποιότητας σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα.

(5)

Προς εξισορρόπηση της ανάγκης συνεπούς εφαρμογής των προτύπων εποπτείας, τόσο σε σχέση με τα σημαντικά όσο και σε σχέση με τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, η ΕΚΤ έχει εντοπίσει ορισμένα δικαιώματα και διακριτικές ευχέρειες μεταξύ εκείνων που ασκεί με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/445 (ΕΚΤ/2016/4) τα οποία οι ΕΑΑ θα πρέπει να ασκούν με τον ίδιο τρόπο όταν εποπτεύουν λιγότερο σημαντικά ιδρύματα.

(6)

Η άσκηση των δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών που παρέχονται στις αρμόδιες αρχές αναφορικά με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 3, το άρθρο 178 παράγραφος 1 στοιχείο β) και το άρθρο 282 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), καθώς και με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 471 παράγραφος 1 και του άρθρου 478 παράγραφος 3 στοιχεία α) και β) του ίδιου κανονισμού, επηρεάζει το επίπεδο και την ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων και τους δείκτες κεφαλαίου των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων. Η υιοθέτηση μιας συνετής και συνεπούς προσέγγισης όσον αφορά την άσκηση των συγκεκριμένων δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών καθίσταται αναγκαία για διάφορους λόγους. Μια τέτοια προσέγγιση θα διασφαλίσει α) την επαρκή αντιμετώπιση των κινδύνων που σχετίζονται με ειδικές συμμετοχές εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα· β) τη συνεπή χρήση του ορισμού της αθέτησης όσον αφορά την καταλληλότητα και συγκρισιμότητα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων· και γ) τον συνετό υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για συναλλαγές με μη γραμμικό προφίλ κινδύνου ή για σκέλη πληρωμής και συναλλαγές με υποκείμενο μέσο χρεωστικούς τίτλους για τις οποίες το ίδρυμα δεν μπορεί να προσδιορίσει τον συντελεστή δέλτα ή την τροποποιημένη διάρκεια. Η εναρμονισμένη εφαρμογή μεταβατικών διατάξεων όσον αφορά την αφαίρεση τοποθετήσεων σε ασφαλιστικές εταιρείες και αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων θα διασφαλίσει την εντός πρόσφορου χρονικού διαστήματος εφαρμογή, από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, του αυστηρότερου ορισμού του εποπτικού κεφαλαίου τον οποίο εισήγαγε ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(7)

Τα δικαιώματα και οι διακριτικές ευχέρειες που σχετίζονται με την εξαίρεση ανοιγμάτων από την εφαρμογή των ορίων για μεγάλα ανοίγματα κατά το άρθρο 395 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θα πρέπει να εφαρμόζονται με συνέπεια στα σημαντικά και λιγότερο σημαντικά ιδρύματα, προκειμένου να διασφαλίζεται η ισοτιμία των όρων ανταγωνισμού για τα πιστωτικά ιδρύματα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, ο περιορισμός των κινδύνων συγκέντρωσης που απορρέουν από συγκεκριμένα ανοίγματα και η εφαρμογή σε επίπεδο ΕΕΜ των ίδιων ελάχιστων κριτηρίων αξιολόγησης της συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 400 παράγραφος 3 του ως άνω κανονισμού. Ειδικότερα, θα πρέπει να περιορίζονται οι κίνδυνοι συγκέντρωσης που απορρέουν από καλυμμένα ομόλογα του άρθρου 129 παράγραφοι 1, 3 και 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και από ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών κρατών μελών ή ανοίγματα καλυπτόμενα από την εγγύηση αυτών, στις περιπτώσεις που στις σχετικές απαιτήσεις αποδίδεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 % σύμφωνα με τις διατάξεις του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Προκειμένου για τα ανοίγματα εντός ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των συμμετοχών ή άλλου είδους επενδύσεων, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι τυχόν απόφαση για πλήρη εξαίρεσή τους από την εφαρμογή των ορίων για τα μεγάλα ανοίγματα θα βασίζεται σε διεξοδική αξιολόγηση σύμφωνα με το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) 2016/445 (ΕΚΤ/2016/4). Εν προκειμένω κρίνεται δικαιολογημένη η εφαρμογή κοινών κριτηρίων για την αξιολόγηση του κατά πόσον ένα άνοιγμα, συμπεριλαμβανομένων των συμμετοχών ή άλλου είδους επενδύσεων έναντι περιφερειακών ή κεντρικών πιστωτικών ιδρυμάτων με τα οποία συνδέεται πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει σε δίκτυο βάσει κανονιστικών ή καταστατικών διατάξεων και τα οποία, με βάση τις εν λόγω διατάξεις, είναι υπεύθυνα για την εντός του δικτύου εκκαθάριση συναλλαγών επί ρευστών διαθεσίμων, πληροί τους όρους εξαίρεσης από την εφαρμογή των ορίων για τα μεγάλα ανοίγματα σύμφωνα με το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) 2016/445 (ΕΚΤ/2016/4). Η εφαρμογή των κοινών αυτών κριτηρίων αναμένεται να διασφαλίσει τη συνεπή μεταχείριση των σημαντικών και λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων που συνδέονται στο πλαίσιο του ίδιου δικτύου. Η άσκηση του δικαιώματος του άρθρου 400 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σύμφωνα με την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον εφόσον το οικείο κράτος μέλος δεν έχει ασκήσει το δικαίωμα του άρθρου 493 παράγραφος 3 κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(8)

Τα δικαιώματα και οι διακριτικές ευχέρειες που παρέχονται στις αρμόδιες αρχές βάσει του άρθρου 24 παράγραφοι 4 και 5 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής (5) όσον αφορά τον υπολογισμό των εκροών από σταθερές καταθέσεις λιανικής που καλύπτονται από σύστημα εγγύησης καταθέσεων, ενόψει του υπολογισμού των απαιτήσεων για την κάλυψη του κινδύνου ρευστότητας, θα πρέπει να ασκούνται με συνέπεια σε σχέση τόσο με τα σημαντικά όσο και με τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που μετέχουν στο ίδιο σύστημα εγγύησης καταθέσεων τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή εξειδικεύει ορισμένα από τα δικαιώματα και τις διακριτικές ευχέρειες γενικής εφαρμογής που παρέχει στις αρμόδιες αρχές το ενωσιακό δίκαιο σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, η άσκηση των οποίων από τις ΕΑΑ σε ό,τι αφορά τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα πρέπει να ευθυγραμμίζεται πλήρως με την άσκηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών από την ΕΚΤ σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/445 (ΕΚΤ/2016/4).

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής ισχύουν οι ορισμοί του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17) και του άρθρου 3 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΕΥΧΕΡΕΙΩΝ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΑ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΙΖΕΤΑΙ ΠΛΗΡΩΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΟΥ ΔΙΕΠΕΙ ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ

ΤΜΗΜΑ I

Ίδια κεφάλαια

Άρθρο 3

Άρθρο 89 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: στάθμιση κινδύνου και απαγόρευση ειδικών συμμετοχών εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα

Με την επιφύλαξη του άρθρου 90 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του τρίτου μέρους του εν λόγω κανονισμού, οι ΕΑΑ πρέπει να απαιτούν από τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 % στο μεγαλύτερο από τα ακόλουθα ποσά:

α)

στο ποσό των ειδικών συμμετοχών σε επιχειρήσεις του άρθρου 89 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 το οποίο υπερβαίνει το 15 % του αποδεκτού κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος·

β)

στο συνολικό ποσό των ειδικών συμμετοχών σε επιχειρήσεις του άρθρου 89 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 το οποίο υπερβαίνει το 60 % του αποδεκτού κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος.

ΤΜΗΜΑ II

Κεφαλαιακές απαιτήσεις

Άρθρο 4

Άρθρο 178 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: αθέτηση πιστούχου

Προκειμένου για τις κατηγορίες ανοιγμάτων του άρθρου 178 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 οι ΕΕΑ πρέπει να απαιτούν από τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα να εφαρμόζουν τον κανόνα της «καθυστέρησης άνω των ενενήντα ημερών».

Άρθρο 5

Άρθρο 282 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: αντισταθμιστικά σύνολα

Προκειμένου για τις συναλλαγές του άρθρου 282 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 οι ΕΑΑ πρέπει να απαιτούν από τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν τη μέθοδο βάσει των τρεχουσών τιμών αγοράς του άρθρου 274 του εν λόγω κανονισμού.

ΤΜΗΜΑ III

Μεγάλα ανοίγματα

Άρθρο 6

Άρθρο 400 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: εξαιρέσεις

Προκειμένου για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα οι ΕΑΑ πρέπει να ασκούν το δικαίωμα του άρθρου 400 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με τις εξαιρέσεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο και στο παράρτημα.

α)

Τα ανοίγματα του άρθρου 400 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 πρέπει να εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1 του ίδιου κανονισμού για το 80 % της ονομαστικής αξίας των καλυμμένων ομολόγων, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 400 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού.

β)

Τα ανοίγματα του άρθρου 400 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 πρέπει να εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1 του ίδιου κανονισμού για το 80 % της αξίας ανοίγματος, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 400 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού.

γ)

Τα ανοίγματα του άρθρου 400 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 πρέπει να εξαιρούνται πλήρως από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1 του ίδιου κανονισμού, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 400 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, όπως εξειδικεύονται στο παράρτημα της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

δ)

Τα ανοίγματα του άρθρου 400 παράγραφος 2 στοιχεία ε) έως ια) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 πρέπει να εξαιρούνται πλήρως ή, στην περίπτωση του άρθρου 400 παράγραφος 2 στοιχείο θ), έως το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσό, από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1 του ίδιου κανονισμού, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 400 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού.

ε)

Οι ΕΑΑ πρέπει να απαιτούν από τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα να αξιολογούν εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 400 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του παραρτήματος της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής που είναι εφαρμοστέο στο συγκεκριμένο άνοιγμα. Οι ίδιες μπορούν να επαληθεύουν ανά πάσα στιγμή το αποτέλεσμα της αξιολόγησης, ζητώντας κατά περίπτωση από τα ως άνω ιδρύματα να υποβάλλουν τα στοιχεία τεκμηρίωσης που καθορίζονται στο παράρτημα.

στ)

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνον όταν το οικείο κράτος μέλος δεν έχει ασκήσει το δικαίωμα πλήρους ή μερικής εξαίρεσης για το συγκεκριμένο άνοιγμα βάσει του άρθρου 493 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΤΜΗΜΑ IV

Ρευστότητα

Άρθρο 7

Άρθρο 24 παράγραφοι 4 και 5 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61: εκροές από σταθερές καταθέσεις λιανικής

Οι ΕΑΑ πρέπει να απαιτούν από τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα να πολλαπλασιάζουν επί 3 % το ποσό των σταθερών καταθέσεων λιανικής που καλύπτονται από σύστημα εγγύησης καταθέσεων κατά το άρθρο 24 παράγραφος 4 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61, υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί η σχετική έγκριση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5 του εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού στην οποία βεβαιώνεται ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 24 παράγραφος 4.

ΤΜΗΜΑ V

Μεταβατικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

Άρθρο 8

Άρθρο 471 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: εξαίρεση από την αφαίρεση τοποθετήσεων σε ασφαλιστικές εταιρείες από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

1.   Από την 1η Ιανουαρίου 2018 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018 οι ΕΑΑ μπορούν να επιτρέπουν στα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα να μην αφαιρούν κεφαλαιακές τοποθετήσεις σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, σύμφωνα με το άρθρο 471 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Από την 1η Ιανουαρίου 2019 οι ΕΑΑ πρέπει να απαιτούν από τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα να αφαιρούν κεφαλαιακές τοποθετήσεις σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

3.   Η εφαρμογή του παρόντος άρθρου τελεί υπό την επιφύλαξη αποφάσεων που τυχόν λαμβάνουν οι ΕΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 9

Άρθρο 478 παράγραφος 3 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: εφαρμοστέα ποσοστά για την αφαίρεση από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 στοιχείων σημαντικών επενδύσεων σε οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα και αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία

Προκειμένου για τα ποσοστά που εφαρμόζονται στην αφαίρεση σημαντικών επενδύσεων σε οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα και αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οι ΕΑΑ πρέπει να ασκούν το δικαίωμα του άρθρου 478 παράγραφος 3 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σύμφωνα με τα ακόλουθα:

α)

Για τους σκοπούς του άρθρου 478 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το εφαρμοστέο ποσοστό για τους σκοπούς του άρθρου 469 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) του εν λόγω κανονισμού διαμορφώνεται στο 100 % από την 1η Ιανουαρίου 2018.

β)

Για τους σκοπούς του άρθρου 478 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το εφαρμοστέο ποσοστό διαμορφώνεται στο 100 % από την 1η Ιανουαρίου 2018.

γ)

Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο β), εφόσον για τους σκοπούς του άρθρου 478 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 η οικεία εθνική νομοθεσία προβλέπει δεκαετή περίοδο σταδιακής εξάλειψης, το εφαρμοστέο ποσοστό διαμορφώνεται ως εξής:

i)

80 % από την 1η Ιανουαρίου 2018 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018· και

ii)

100 % από την 1η Ιανουαρίου 2019.

δ)

Οι ΕΑΑ δεν πρέπει να εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις των στοιχείων β) και γ) σε λιγότερο σημαντικά ιδρύματα επί των οποίων κατά τον χρόνο έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής εφαρμόζονται σχέδια αναδιάρθρωσης που έχει εγκρίνει η Επιτροπή.

ε)

Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα το οποίο εμπίπτει στη ρύθμιση του στοιχείου δ) και επί του οποίου εφαρμόζεται σχέδιο αναδιάρθρωσης εξαγοράζεται ή συγχωνεύεται στη διάρκεια της εφαρμογής του σχεδίου αναδιάρθρωσης χωρίς οποιαδήποτε μεταβολή στην εποπτική αντιμετώπιση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, οι ΕΑΑ πρέπει να εφαρμόζουν στο εξαγοράζον πιστωτικό ίδρυμα, στο νέο πιστωτικό ίδρυμα το οποίο προκύπτει από τη συγχώνευση ή στο πιστωτικό ίδρυμα το οποίο απορροφά το εξαφανιζόμενο την ως άνω εξαίρεση στον ίδιο βαθμό που αυτή εφαρμοζόταν στο εξαγοραζόμενο, συγχωνευόμενο ή απορροφώμενο πιστωτικό ίδρυμα.

στ)

Σε περίπτωση απρόβλεπτης αύξησης του αντίκτυπου της αφαίρεσης κατά τα στοιχεία β) και γ) την οποία η ΕΑΑ θεωρεί σημαντική, τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα μπορούν να μην εφαρμόσουν τις ρυθμίσεις των εν λόγω στοιχείων.

ζ)

Εφόσον δεν εφαρμόζονται τα στοιχεία β) και γ), οι ΕΑΑ πρέπει να απαιτούν από τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα να εφαρμόζουν εθνικές νομοθετικές διατάξεις.

Η εφαρμογή του παρόντος άρθρου τελεί υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής ποσοστών υψηλότερων από εκείνα των στοιχείων α) έως γ) βάσει ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας η οποία έχει θεσπιστεί πριν από την έναρξη παραγωγής αποτελεσμάτων της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 10

Έναρξη παραγωγής αποτελεσμάτων και εφαρμογή

1.   Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή αρχίζει να παράγει αποτελέσματα την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Οι ΕΑΑ συμμορφώνονται με την παρούσα κατευθυντήρια αρχή από την 1η Ιανουαρίου 2018, με εξαίρεση το άρθρο 7, με το οποίο συμμορφώνονται από την 1η Ιανουαρίου 2019 και εφεξής.

Άρθρο 11

Αποδέκτες

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή απευθύνεται στις ΕΑΑ των συμμετεχόντων κρατών μελών.

Φρανκφούρτη, 4 Απριλίου 2017.

Για το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/445 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 14ης Μαρτίου 2016, σχετικά με την άσκηση δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο (ΕΚΤ/2016/4) (ΕΕ L 78 της 24.3.2016, σ. 60).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(5)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την απαίτηση κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας για τα πιστωτικά ιδρύματα (ΕΕ L 11 της 17.1.2015, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Προϋποθέσεις για την αξιολόγηση των εξαιρέσεων από το όριο για τα μεγάλα ανοίγματα κατά το άρθρο 400 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το άρθρο 6 στοιχείο γ) της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής

1.

Οι ΕΑΑ πρέπει να απαιτούν από τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα να λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια όταν αξιολογούν εάν ορισμένο άνοιγμα κατά το άρθρο 400 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 πληροί τις προϋποθέσεις της εφαρμογής εξαίρεσης από το όριο για τα μεγάλα ανοίγματα σύμφωνα με το άρθρο 400 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού.

α)

Προκειμένου να αξιολογήσουν εάν η ειδική φύση του ανοίγματος, ο περιφερειακός ή κεντρικός οργανισμός ή η σχέση των ιδίων με οποιονδήποτε εξ αυτών αποκλείει ή μειώνει τον κίνδυνο του ανοίγματος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 400 παράγραφος 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη:

i)

εάν υφίστανται ή αναμένεται ότι θα υπάρξουν ουσιώδη πρακτικά ή νομικά κωλύματα σε ό,τι αφορά την έγκαιρη εξόφληση του ποσού του ανοίγματος από τον αντισυμβαλλόμενο προς εκείνα, εκτός των περιπτώσεων ανάκαμψης ή εξυγίανσης οι οποίες επιτάσσουν την εφαρμογή των περιορισμών που καθορίζονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1)·

ii)

εάν τα προτεινόμενα ανοίγματα συνάδουν με τη συνήθη πορεία των εργασιών και με το επιχειρησιακό μοντέλο των ιδίων ή δικαιολογούνται βάσει της δομής χρηματοδότησης του δικτύου·

iii)

εάν η διαδικασία λήψης απόφασης για την έγκριση ανοιγμάτων έναντι του κεντρικού οργανισμού τους και η εφαρμοζόμενη διαδικασία παρακολούθησης και εξέτασης των εν λόγω ανοιγμάτων, σε ατομική και ενοποιημένη βάση, κατά περίπτωση, είναι παρόμοιες με εκείνες που εφαρμόζονται στη δανειοδότηση τρίτων·

iv)

εάν οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων και εσωτερικής αναφοράς και τα πληροφοριακά τους συστήματα τους επιτρέπουν να παρακολουθούν διαρκώς τα μεγάλα ανοίγματα έναντι του περιφερειακού ή κεντρικού οργανισμού τους και να διασφαλίζουν ότι αυτά συνάδουν με τη στρατηγική των ιδίων όσον αφορά την ανάληψη κινδύνων.

β)

Προκειμένου να αξιολογήσουν τη δυνατότητα αντιμετώπισης οποιουδήποτε εναπομένοντος κινδύνου συγκέντρωσης με άλλους, εξίσου αποτελεσματικούς τρόπους, όπως το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί του άρθρου 81 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 400 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη:

i)

εάν τα ίδια διαθέτουν αξιόπιστες διαδικασίες και μηχανισμούς ελέγχου που να διασφαλίζουν ότι η εφαρμογή εξαίρεσης δεν θα οδηγήσει σε κίνδυνο συγκέντρωσης ο οποίος δεν καλύπτεται από τη στρατηγική τους όσον αφορά την ανάληψη κινδύνων·

ii)

εάν τα ίδια θεωρούν και τυπικά ότι ο κίνδυνος συγκέντρωσης που πηγάζει από ανοίγματα έναντι του περιφερειακού ή κεντρικού τους οργανισμού αποτελεί μέρος του συνολικού πλαισίου τους για την αξιολόγηση των κινδύνων·

iii)

εάν τα ίδια διαθέτουν πλαίσιο ελέγχου κινδύνων το οποίο παρακολουθεί επαρκώς τα προτεινόμενα ανοίγματα· και

iv)

εάν ο κίνδυνος συγκέντρωσης που ανακύπτει έχει ήδη εντοπιστεί ή θα εντοπιστεί με σαφήνεια στο πλαίσιο της εσωτερικής διαδικασίας αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας (internal capital adequacy assessment process — ICAAP) που εφαρμόζουν τα ίδια και θα αποτελέσει αντικείμενο ενεργής διαχείρισης. Το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί διαχείρισης του κινδύνου συγκέντρωσης θα αξιολογούνται κατά τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης.

2.

Πέρα από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, οι ΕΑΑ πρέπει να απαιτούν από τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, όταν αυτά αξιολογούν εάν ο περιφερειακός ή κεντρικός οργανισμός με τον οποίο είναι συνδεδεμένα στο πλαίσιο δικτύου είναι υπεύθυνος για την εκκαθάριση συναλλαγών επί ρευστών διαθεσίμων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 400 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, να λαμβάνουν υπόψη εάν οι εσωτερικοί κανονισμοί ή οι καταστατικές διατάξεις του εν λόγω οργανισμού προβλέπουν ρητά τις σχετικές αρμοδιότητες, περιλαμβανομένων, ενδεικτικά, των ακόλουθων:

α)

χρηματοδότησης από την αγορά για το όλο δίκτυο·

β)

εκκαθάρισης ρευστότητας εντός του δικτύου, στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

παροχής ρευστότητας σε συνδεδεμένα πιστωτικά ιδρύματα·

δ)

απορρόφησης πλεονάζουσας ρευστότητας συνδεδεμένων πιστωτικών ιδρυμάτων.

3.

Προκειμένου να ελέγξουν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2, οι ΕΑΑ μπορούν να ζητήσουν από ένα λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα να υποβάλει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

επιστολή υπογεγραμμένη από τον νομικό εκπρόσωπο και εγκεκριμένη από το όργανο διοίκησης του πιστωτικού ιδρύματος η οποία να αναφέρει ότι το ίδρυμα πληροί όλες τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση εξαίρεσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 400 παράγραφος 2 στοιχείο δ) και στο άρθρο 400 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

νομική γνωμοδότηση, η οποία εκπονείται από τρίτο ανεξάρτητο πρόσωπο ή από τις οικείες νομικές υπηρεσίες και φέρει την έγκριση του οργάνου διοίκησης, η οποία να καταδεικνύει την απουσία εμποδίων προερχόμενων από εφαρμοστέες κανονιστικές διατάξεις, μεταξύ άλλων και δημοσιονομικές, ή δεσμευτικές συμβάσεις, σε ό,τι αφορά την έγκαιρη εξόφληση ανοιγμάτων από ορισμένο περιφερειακό ή κεντρικό οργανισμό προς το πιστωτικό ίδρυμα·

γ)

δήλωση υπογεγραμμένη από τον νομικό εκπρόσωπο και εγκεκριμένη από το όργανο διοίκησης η οποία να αναφέρει ότι:

i)

δεν υπάρχουν πρακτικά κωλύματα σε ό,τι αφορά την έγκαιρη εξόφληση ανοιγμάτων από ορισμένο περιφερειακό ή κεντρικό οργανισμό προς το πιστωτικό ίδρυμα·

ii)

η δομή χρηματοδότησης του ομίλου δικαιολογεί τα ανοίγματα έναντι περιφερειακού ή κεντρικού οργανισμού·

iii)

η διαδικασία λήψης απόφασης για την έγκριση ανοιγμάτων έναντι περιφερειακού ή κεντρικού οργανισμού και η εφαρμοζόμενη διαδικασία παρακολούθησης και εξέτασης των εν λόγω ανοιγμάτων, σε ατομική και ενοποιημένη βάση, κατά περίπτωση, είναι παρόμοιες με εκείνες που εφαρμόζονται στη δανειοδότηση τρίτων·

iv)

ο κίνδυνος συγκέντρωσης που πηγάζει από ανοίγματα έναντι του περιφερειακού ή κεντρικού οργανισμού έχει θεωρηθεί ότι αποτελεί μέρος του συνολικού πλαισίου του πιστωτικού ιδρύματος για την αξιολόγηση των κινδύνων·

δ)

έγγραφα υπογεγραμμένα από τον νομικό εκπρόσωπο και εγκεκριμένα από το όργανο διοίκησης του πιστωτικού ιδρύματος με τα οποία να βεβαιώνεται ότι οι διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου του κινδύνου τις οποίες αυτό εφαρμόζει είναι ίδιες με εκείνες του περιφερειακού ή κεντρικού οργανισμού και ότι τα πληροφοριακά συστήματά του και οι διαδικασίες διαχείρισης του κινδύνου και εσωτερικής αναφοράς τού επιτρέπουν τη διαρκή παρακολούθηση, σε ατομική και ενοποιημένη βάση, κατά περίπτωση, του επιπέδου του μεγάλου ανοίγματος και της συμβατότητάς του με τη στρατηγική του πιστωτικού ιδρύματος όσον αφορά την ανάληψη κινδύνων και με τις αρχές της χρηστής διαχείρισης της ρευστότητας εντός του δικτύου·

ε)

έγγραφα που να καταδεικνύουν ότι η ICAAP εντοπίζει με σαφήνεια τον κίνδυνο συγκέντρωσης που πηγάζει από τα μεγάλα ανοίγματα έναντι του περιφερειακού ή κεντρικού οργανισμού και ότι ο εν λόγω κίνδυνος αποτελεί αντικείμενο ενεργής διαχείρισης·

στ)

έγγραφα που να καταδεικνύουν ότι η διαχείριση του κινδύνου συγκέντρωσης συνάδει με το σχέδιο ανάκαμψης του δικτύου.


(1)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(2)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).