4.8.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 210/1


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/1328 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 29ης Ιουλίου 2016

για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (EΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016,για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1) («ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1.   Προσωρινά μέτρα

(1)

Στις 12 Φεβρουαρίου 2016 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή («η Επιτροπή») επέβαλε προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές στην Ένωση ορισμένων πλατέων προϊόντων έλασης από σίδηρο ή από μη κραματοποιημένο χάλυβα ή άλλο κραματοποιημένο χάλυβα εκτός από ανοξείδωτο χάλυβα, κάθε πλάτους, που έχουν ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση, μη επιστρωμένων με άλλο μέταλλο, ούτε επικαλυμμένων ή επενδυμένων, που έχουν απλώς ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση («πλατέα προϊόντα ψυχρής έλασης από χάλυβα») καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας («ΛΔΚ») και Ρωσικής Ομοσπονδίας («Ρωσία») (εφεξής αναφερόμενες από κοινού ως «οι οικείες χώρες») βάσει του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/181 της Επιτροπής (2) («ο προσωρινός κανονισμός»).

(2)

Η διαδικασία έρευνας κινήθηκε στις 14 Μαΐου 2015 (3) κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε την 1η Απριλίου 2015 από την European Steel Association («Eurofer» ή «ο καταγγέλλων») εξ ονόματος παραγωγών που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 25 % της συνολικής ενωσιακής παραγωγής ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα.

(3)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 19 του προσωρινού κανονισμού, η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Απριλίου 2014 έως 31 Μαρτίου 2015 («η περίοδος έρευνας» ή «ΠΕ»). Η εξέταση των συναφών τάσεων για την εκτίμηση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2011 έως το τέλος της περιόδου έρευνας (η «υπό εξέταση περίοδος»).

1.2.   Καταγραφή

(4)

H Επιτροπή κατέστησε υποχρεωτική την καταγραφή των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής ή προέλευσης ΛΔΚ και Ρωσίας με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/2325 της Επιτροπής (4). Η καταγραφή των εισαγωγών σταμάτησε με την επιβολή προσωρινών μέτρων στις 12 Φεβρουαρίου 2016.

(5)

Το ζήτημα της καταγραφής και η πιθανή αναδρομική εφαρμογή του υπό εξέταση δασμού αντιντάμπινγκ, καθώς και οι παρατηρήσεις που ελήφθησαν σε σχέση με αυτήν, περιγράφονται λεπτομερώς στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/1329 της Επιτροπής (5). Ο παρών κανονισμός εξετάζει μόνο τις παρατηρήσεις που ελήφθησαν σε σχέση με τα προσωρινά πορίσματα για το ντάμπινγκ, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια και το συμφέρον της Ένωσης, καθώς και την οριστική θέση της Επιτροπής για τα εν λόγω θέματα.

1.3.   Επακόλουθη διαδικασία

(6)

Μετά την κοινοποίηση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού βάσει των οποίων αποφασίστηκε η επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ («κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων»), ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν γραπτώς παρατηρήσεις γνωστοποιώντας τις απόψεις τους σχετικά με τα προσωρινά συμπεράσματα. Τα μέρη που το ζήτησαν, έγιναν δεκτά σε ακρόαση.

(7)

Ένα συνδεδεμένο κέντρο παροχής υπηρεσιών και έμπορος στον τομέα του χάλυβα ζήτησε την παρέμβαση του συμβούλου ακροάσεων σε διαδικασίες εμπορικών προσφυγών («ο σύμβουλος ακροάσεων») σχετικά με το ζήτημα των επιστροφών. Ο σύμβουλος ακροάσεων εξέτασε το αίτημα και απέστειλε έγγραφη απάντηση. Επιπλέον, στις 3 Μαΐου 2016 έλαβε χώρα ακρόαση με τον σύμβουλο ακροάσεων κατόπιν αίτησης της Eurofer.

(8)

Η Επιτροπή συνέχισε να αναζητεί και να επαληθεύει όλα τα στοιχεία που έκρινε αναγκαία για την εξαγωγή των οριστικών συμπερασμάτων της. Προκειμένου η Επιτροπή να έχει στη διάθεσή τις πιο συνεκτικές πληροφορίες όσον αφορά την κερδοφορία, ζητήθηκε από τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος να παράσχουν δεδομένα κερδοφορίας για την περίοδο 2005-2010 σε σχέση με τις πωλήσεις στην Ένωση του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας. Όλοι οι ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος υπέβαλαν τις ζητούμενες πληροφορίες.

(9)

Προκειμένου να επαληθευτούν οι απαντήσεις στα ερωτηματολόγια που αναφέρθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 8 ανωτέρω, διενεργήθηκαν επιτόπιες επαληθεύσεις των δεδομένων που υποβλήθηκαν από τους ακόλουθους ενωσιακούς παραγωγούς:

ThyssenKrupp Germany, Duisburg, Γερμανία

ArcelorMittal Belgium NV, Γάνδη, Βέλγιο

ArcelorMittal Sagunto SL, Puerto de Sagunto, Ισπανία

(10)

Η Επιτροπή ενημέρωσε όλα τα μέρη για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει του οποίου σκόπευε να επιβάλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές στην Ένωση πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής ΛΔΚ και Ρωσίας και να προβεί στην οριστική είσπραξη των ποσών που είχαν δεσμευτεί υπό μορφή προσωρινού δασμού («κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων»). Σε όλα τα μέρη δόθηκε επίσης προθεσμία εντός της οποίας μπορούσαν να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων.

(11)

Οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη εξετάστηκαν δεόντως και ελήφθησαν υπόψη όπου κρίθηκε σκόπιμο.

1.4.   Ισχυρισμοί σχετικά με το αίτημα για πρόσθετες πληροφορίες, την επαλήθευση και τη χρήση τους

(12)

Μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων, ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς διατύπωσαν παρατηρήσεις σε σχέση με την προθεσμία που είχε δοθεί στους ενωσιακούς παραγωγούς για την παροχή των αιτούμενων πληροφοριών και αμφισβήτησαν την ακρίβεια των εν λόγω δεδομένων, καθώς και τη διαδικασία επαλήθευσής τους. Τα εν λόγω μέρη ισχυρίστηκαν ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής μπορεί να μην είχε υποβάλει σωστά στοιχεία και ότι είχε επωφεληθεί από την ευνοϊκή μεταχείριση κατά παραβίαση των δικαιωμάτων άλλων μερών για αντικειμενική, αμερόληπτη και χωρίς διακρίσεις έρευνα. Αυτή η εικαζόμενη ευνοϊκή μεταχείριση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής φαίνεται επίσης από την επιείκεια της Επιτροπής προς τον κλάδο, όταν δεν κατάφερε να προσκομίσει σημαντικές πληροφορίες (τα μέρη αναφέρθηκαν σε τιμολόγια που έλειπαν).

(13)

Όσον αφορά την καταγγελία περί ευνοϊκής μεταχείρισης, ο ισχυρισμός απορρίπτεται. Το επίμαχο ζήτημα αφορά τη διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 59 του προσωρινού κανονισμού. Στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη επεξηγείται ότι για εσωτερικές μεταφορές δεν εκδίδονται τιμολόγια, κάτι το οποίο είναι σύμφωνο με τις αποδεκτές λογιστικές πρακτικές. Δεν τίθεται θέμα συναίνεσης της Επιτροπής σε μη προσκόμιση των αιτούμενων πληροφοριών από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

(14)

Οι ίδιοι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι η συλλογή και επαλήθευση από την Επιτροπή επιπρόσθετων στοιχείων από τους παραγωγούς της Ένωσης αποτελούσε μεροληπτική συμπεριφορά σε βάρος των ρώσων παραγωγών-εξαγωγέων, οι οποίοι είχαν ζητήσει δεύτερη επαλήθευση.

(15)

Πρώτον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή, ως αρχή που διεξάγει την έρευνα, έχει σαφώς δικαίωμα να ζητήσει επιπρόσθετα στοιχεία, όταν αυτά θεωρούνται απαραίτητα και κατάλληλα για την ανάλυσή της, είτε κατά τη διάρκεια του προσωρινού σταδίου είτε κατά τη διάρκεια του τελικού σταδίου της έρευνας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως εξηγήθηκε στην αιτιολογική σκέψη 154, η Επιτροπή είχε βάσιμους λόγους να ζητήσει τα εν λόγω επιπρόσθετα στοιχεία και να τα επαληθεύσει στη συνέχεια. Οι επαληθεύσεις αφορούσαν αποκλειστικά τα επιπρόσθετα υποβληθέντα στοιχεία, τα οποία δεν είχαν ζητηθεί στο παρελθόν, και διασφάλιζαν ότι τα στοιχεία στα οποία βασίστηκαν τελικά τα πορίσματα της Επιτροπής ήταν αξιόπιστα. Δεύτερον, τα αιτήματα των ρώσων παραγωγών-εξαγωγέων για δεύτερη επαλήθευση στην ουσία σχετίζονταν με τα ίδια στοιχεία τα οποία υπόκειντο στην αρχική επαλήθευση, ενώ η δεύτερη επαλήθευση στις εγκαταστάσεις ορισμένων ενωσιακών παραγωγών ήταν απαραίτητη προκειμένου να επαληθευτούν τα επιπρόσθετα στοιχεία που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 8 και να προσδιοριστεί εάν θα έπρεπε να επιβληθούν αναδρομικά δασμοί αντιντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, οι ανωτέρω ισχυρισμοί απορρίφθηκαν.

1.5.   Υπό εξέταση προϊόν και ομοειδές προϊόν

(16)

Στις αιτιολογικές σκέψεις 21 και 22 του προσωρινού κανονισμού ορίζεται ο προσωρινός ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος. Κανένα μέρος δεν υπέβαλε παρατήρηση σχετικά με τον εν λόγω ορισμό.

(17)

Το υπό εξέταση προϊόν ορίζεται οριστικά ως πλατέα προϊόντα έλασης από σίδηρο ή από μη κραματοποιημένο χάλυβα ή άλλο κραματοποιημένο χάλυβα εκτός από ανοξείδωτο χάλυβα, κάθε πλάτους, που έχουν ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση, μη επιστρωμένα με άλλο μέταλλο, ούτε επικαλυμμένα ή επενδυμένα, που έχουν απλώς ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση, τα οποία επί του παρόντος υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 7209 15 00, 7209 16 90, 7209 17 90, 7209 18 91, ex 7209 18 99, ex 7209 25 00, 7209 26 90, 7209 27 90, 7209 28 90, 7211 23 30, ex 7211 23 80, ex 7211 29 00, 7225 50 80, 7226 92 00 καταγωγής ΛΔΚ και Ρωσίας.

Από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος εξαιρούνται οι ακόλουθοι τύποι προϊόντων:

πλατέα προϊόντα έλασης από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα, κάθε πλάτους, που έχουν ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση, μη επιστρωμένα με άλλο μέταλλο, ούτε επικαλυμμένα ή επενδυμένα, που έχουν απλώς ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση, έστω και περιελιγμένα, κάθε πάχους, ηλεκτρικά,

πλατέα προϊόντα έλασης από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα, κάθε πλάτους, που έχουν ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση, μη επιστρωμένα με άλλο μέταλλο, ούτε επικαλυμμένα ή επενδυμένα, περιελιγμένα, πάχους κατώτερου των 0,35 mm, που έχουν υποστεί ανόπτηση (γνωστά ως «μαύρα ελάσματα»),

πλατέα προϊόντα έλασης από άλλο κραματοποιημένο χάλυβα, κάθε πλάτους, από πυριτιούχο χάλυβα για ηλεκτρικές εφαρμογές και

πλατέα προϊόντα έλασης από κραματοποιημένο χάλυβα, που έχουν απλώς ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση, από χάλυβα ταχείας κοπής.

(18)

Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά το υπό εξέταση προϊόν και το ομοειδές προϊόν, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 22 έως 24 του προσωρινού κανονισμού.

2.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

2.1.   ΛΔΚ

2.1.1.   Καθεστώς οικονομίας της αγοράς («ΚΟΑ»)

(19)

Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 34 του προσωρινού κανονισμού, κανένας από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αφορά η παρούσα έρευνα, δεν ζήτησε να του αναγνωριστεί ΚΟΑ.

2.1.2.   Ανάλογη χώρα

(20)

Στον προσωρινό κανονισμό, η Επιτροπή είχε επιλέξει τον Καναδά ως την ανάλογη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού.

(21)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος υποστήριξε ότι η διαφορά μεταξύ ζημίας και περιθωρίων ντάμπινγκ ήγειρε αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια των υπολογισμών της Επιτροπής. Το ίδιο ενδιαφερόμενο μέρος υποστήριξε επίσης ότι, αν ήταν πράγματι σωστή, μια τέτοια διαφορά θα έπρεπε να ακυρώνει την επιλογή του Καναδά ως ανάλογης χώρας, δεδομένου του επιπέδου των τιμών του υπό εξέταση προϊόντος στην εν λόγω χώρα.

(22)

Η Επιτροπή επιβεβαιώνει τους υπολογισμούς της. Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η επιλογή της ανάλογης χώρας γίνεται μεταξύ χωρών στις οποίες η τιμή του ομοειδούς προϊόντος διαμορφώνεται υπό συνθήκες που είναι όσο το δυνατόν παρόμοιες με εκείνες της χώρας εξαγωγής. Το ίδιο το επίπεδο των τιμών δεν συνιστά κριτήριο σε αυτή την επιλογή.

(23)

Βάσει των ανωτέρω, απορρίπτεται ο ισχυρισμός ότι ο Καναδάς δεν είναι κατάλληλη ανάλογη χώρα. Η Επιτροπή επιβεβαιώνει το σκεπτικό που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 27 έως 34 του προσωρινού κανονισμού και την επιλογή του Καναδά ως ανάλογης χώρας κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού.

2.1.3.   Κανονική αξία

(24)

Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με τον καθορισμό της κανονικής αξίας, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 35 έως 45 του προσωρινού κανονισμού.

2.1.4.   Τιμή εξαγωγής

(25)

Στις παρατηρήσεις του σχετικά με τον προσωρινό κανονισμό, ένας όμιλος εταιρειών επεσήμανε μια ασυνέπεια μεταξύ των υπολογισμών της ζημίας και του ντάμπινγκ, ισχυριζόμενος ότι οφειλόταν σε εκ παραδρομής λάθος της Επιτροπής. Ωστόσο, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η ασυνέπεια οφειλόταν σε μικρό λάθος εκ παραδρομής του εν λόγω ομίλου εταιρειών, το οποίο επηρέαζε την τιμή εξαγωγής. Το εκ παραδρομής λάθος διορθώθηκε από την Επιτροπή.

2.1.5.   Σύγκριση

(26)

Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με τη σύγκριση της κανονικής τιμής με την τιμή εξαγωγής, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 49 και 50 του προσωρινού κανονισμού.

2.1.6.   Περιθώρια ντάμπινγκ

(27)

Λόγω της μεταβολής της τιμής εξαγωγής που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 25 ανωτέρω, το περιθώριο ντάμπινγκ ενός ομίλου εταιρειών υπολογίστηκε εκ νέου και προκάλεσε μικρή αύξησή του. Η αύξηση αυτή μεταβάλλει επίσης το περιθώριο ντάμπινγκ όλων των υπολοίπων κινεζικών εταιρειών, καθώς το περιθώριο αυτό βασίζεται στον εν λόγω όμιλο εταιρειών.

(28)

Τα οριστικά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή δασμού, είναι τα εξής:

Πίνακας 1

Περιθώρια ντάμπινγκ, ΛΔΚ

Εταιρεία

Οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ (%)

Όμιλος Angang

59,2

Όμιλος Shougang

52,7

Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες

56,9

Όλες οι άλλες εταιρείες

59,2

2.2.   Ρωσία

2.2.1.   Εισαγωγή

(29)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, ο ρώσος παραγωγός-εξαγωγέας αμφισβήτησε την εφαρμογή του άρθρου 18 του προσωρινού κανονισμού. Υπέβαλε νέα δεδομένα, προκειμένου να αμφισβητήσει τα πορίσματα που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 60 του προσωρινού κανονισμού, σε σχέση με τα οποία η Επιτροπή απέδειξε ότι ο παραγωγός-εξαγωγέας ανέφερε υψηλότερη ποσότητα πώλησης από εκείνη που ήταν φυσικώς δυνατό να παραχθεί.

(30)

Η Επιτροπή οργάνωσε δύο ακροάσεις, παρέχοντας στον οικείο παραγωγό-εξαγωγέα την ευκαιρία να σχολιάσει και να εξηγήσει τους ισχυρισμούς του.

(31)

Κατά τη διάρκεια των ακροάσεων, η Επιτροπή επεσήμανε ότι οποιαδήποτε υποβολή/επεξήγηση πραγματοποιείται μετά την επαλήθευση θα μπορεί να γίνεται δεκτή μόνο εάν τα δεδομένα στα οποία βασίζεται έχουν ήδη υποβληθεί ή μπορούν να συνδεθούν με τα δεδομένα που έχουν υποβληθεί με απάντηση στο ερωτηματολόγιο ή κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επαλήθευσης το αργότερο. Ο παραγωγός-εξαγωγέας δεν κατάφερε να υποστηρίξει τα επιχειρήματά του ούτε με πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στην απάντησή του στο ερωτηματολόγιο ούτε με πληροφορίες στα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέχθηκαν επιτόπου. Ως εκ τούτου, επιβεβαιώνονται τα πορίσματα στο προσωρινό στάδιο που οδήγησαν την Επιτροπή να εφαρμόσει το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού και τα οποία διατυπώθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 60 και 61 του προσωρινού κανονισμού. Κατά συνέπεια, δυνάμει του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή καθόρισε οριστικά το περιθώριο ντάμπινγκ για την εν λόγω εταιρεία με βάση τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία.

(32)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ένας παραγωγός-εξαγωγέας επεσήμανε ότι υπέστη διακριτική μεταχείριση στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας αντιντάμπινγκ, η οποία έθιξε τα διαδικαστικά του δικαιώματα, καθώς και τα δικαιώματα υπεράσπισής του. Ο εν λόγω παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι η Επιτροπή δεν ενέκρινε τη δεύτερη επαλήθευση στις εγκαταστάσεις της θυγατρικής του εταιρείας στο Βέλγιο, ενώ διενεργήθηκε δεύτερη επαλήθευση στις εγκαταστάσεις παραγωγών και εισαγωγέων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Για τους λόγους που εξηγούνται στην αιτιολογική σκέψη 15, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί.

(33)

Ο εν λόγω παραγωγός-εξαγωγέας επεσήμανε επίσης ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει τις τιμές εξαγωγής του συνδεδεμένου εμπόρου/εισαγωγέα και τα δεδομένα του κόστους κατασκευής του μοναδικού παραγωγού-εξαγωγέα που συνεργαζόταν πλήρως με την Επιτροπή. Με αυτό τον τρόπο, η Επιτροπή θα μπορούσε να είχε αποφύγει την εφαρμογή του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού, καθώς η επαλήθευση αφορούσε τον συγκεκριμένο συνδεδεμένο έμπορο/εισαγωγέα ξεχωριστά και δεν ήγειρε ζητήματα όσον αφορά τη συνεργασία του. Όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, το γεγονός ότι ο συνολικός όγκος πωλήσεων (μετά την αφαίρεση της δεσμευμένης χρήσης και την προσαρμογή βάσει των διακυμάνσεων αποθεμάτων) που ανέφερε ο παραγωγός-εξαγωγέας υπερέβαινε τις παραγόμενες ποσότητες, δεν επέτρεπε στην Επιτροπή να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εξαγωγικές πωλήσεις στην Ένωση είχαν δηλωθεί πλήρως. Επομένως, η Επιτροπή απέρριψε την πρόταση της εταιρείας να χρησιμοποιήσει μια δέσμη συναλλαγών οι οποίες μπορεί να αντιπροσωπεύουν μόνον εν μέρει τις συνολικές πωλήσεις στην Ένωση. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε στοιχεία κόστους παραγωγής, καθώς δεν υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία εξαγωγικών πωλήσεων για να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς σύγκρισης.

(34)

Δύο παραγωγοί-εξαγωγείς υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με τη διεξαγωγή των επισκέψεων επαλήθευσης και ζήτησαν από την Επιτροπή να αναστείλει την έρευνα μέχρι να ολοκληρωθεί η διερεύνηση των ισχυρισμών τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι παραγωγοί-εξαγωγείς αμφισβητούν την εφαρμογή, από την Επιτροπή, του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, το υπουργείο οικονομικής ανάπτυξης της Ρωσικής Ομοσπονδίας ζήτησε την αναστολή της εφαρμογής των οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ έως ότου τα αρμόδια όργανα της Ένωσης συνεκτιμήσουν δεόντως την επίσημη καταγγελία των δύο παραγωγών-εξαγωγέων.

(35)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η επαλήθευση είναι ένα στάδιο της διαδικασίας έρευνας που διενεργεί η Επιτροπή ως αρχή που διεξάγει την έρευνα. Η Επιτροπή εξήγησε διεξοδικά τους ουσιώδεις λόγους βάσει των οποίων αποφάσισε να εφαρμόσει το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού. Η εφαρμογή του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού βασίζεται στα αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλονται εγγράφως από τις εταιρείες στην Επιτροπή, καθώς και στην αξιοπιστία και συνέπεια των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων. Στους παραγωγούς-εξαγωγείς δόθηκαν ευκαιρίες να ασκήσουν πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισής τους καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας μέσω υποβολής πληροφοριών, παρατηρήσεων, ακροάσεων και συνεδριάσεων, συμπεριλαμβανομένων δύο συνεδριάσεων που αφορούσαν ειδικά τα επίμαχα ζητήματα.

(36)

Όσον αφορά το αίτημα αναστολής, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η μόνη βάση για αναστολή τυχόν μέτρων που έχουν επιβληθεί δυνάμει του βασικού κανονισμού είναι το άρθρο 14 παράγραφος 4. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι δεν πληρούνται οι όροι για την αναστολή, όπως ορίζονται στο εν λόγω άρθρο. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι τα μέτρα μπορούν να ανασταλούν για λόγους προστασίας του συμφέροντος της Κοινότητας μόνον αν οι συνθήκες της αγοράς αλλάξουν προσωρινά σε βαθμό που η ζημία να είναι απίθανο να επαναληφθεί συνεπεία της αναστολής. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι εν λόγω όροι θα πληρούνταν στην προκειμένη περίπτωση και η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν υποδείχθηκαν παρόμοιες περιστάσεις. Τουναντίον, η έρευνα έδειξε ότι πληρούνταν οι όροι για την επιβολή οριστικών μέτρων, όπως ορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απορρίπτει αυτό το αίτημα.

2.2.2.   Κανονική αξία

(37)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, ένας παραγωγός-εξαγωγέας αμφισβήτησε την προσαρμογή την οποία έκανε η Επιτροπή στο κόστος παραγωγής του πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 76 και αιτιολογείται στην αιτιολογική σκέψη 80 του προσωρινού κανονισμού. Ωστόσο, ο εμπλεκόμενος παραγωγός-εξαγωγέας δεν προέβαλε επιχειρήματα τα οποία θα επέτρεπαν στην Επιτροπή να μεταβάλει την άποψή της ότι οι δείκτες κατανάλωσης υλικών που ανέφερε η εταιρεία στην απάντησή της στο ερωτηματολόγιο ήταν ανεπαρκείς προκειμένου η Επιτροπή να διαμορφώσει μια εκτίμηση ακριβείας του κόστους των υλικών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα από την εταιρεία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν.

(38)

Ο ίδιος παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε επίσης ότι οι ζημίες σε σχέση με την εκκαθάριση των δύο υπερπόντιων θυγατρικών του θα πρέπει να εξαιρούνται από τον προσδιορισμό των εξόδων πώλησης καθώς και των γενικών και διοικητικών εξόδων («έξοδα ΓΔΕΠ»). Επιπλέον, υποστήριξε ότι τα έξοδα συσκευασίας είχαν υπολογιστεί δύο φορές στο κόστος παραγωγής και στα έξοδα ΓΔΕΠ. Η Επιτροπή αναθεώρησε αναλόγως τα πορίσματά της, καθώς οι εξηγήσεις που έδωσε η εταιρεία μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων υποστηρίζονταν από πληροφορίες που είχαν υποβληθεί δεόντως με την απάντησή της στο ερωτηματολόγιο ή κατά τη διάρκεια ή πριν την επιτόπια επαλήθευση.

(39)

Έπειτα από επανεξέταση των εξόδων ΓΔΕΠ, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ορισμένες εγχώριες πωλήσεις ήταν επικερδείς. Αυτό επέτρεψε στην Επιτροπή να υπολογίσει το περιθώριο ντάμπινγκ βάσει των εξόδων ΓΔΕΠ και του κέρδους της εταιρείας. Σε προσωρινό στάδιο, η Επιτροπή δεν εντόπισε επικερδείς εγχώριες πωλήσεις και επομένως υπολόγισε το περιθώριο ντάμπινγκ χρησιμοποιώντας τα έξοδα ΓΔΕΠ και κέρδη από εξωτερικές πηγές.

(40)

Δύο παραγωγοί-εξαγωγείς διαφώνησαν όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή είχε υπολογίσει τα έξοδα ΓΔΕΠ τους όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 75 του προσωρινού κανονισμού. Εξήγησαν ότι η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να θεωρεί τις ζημίες από την εκ νέου αξιολόγηση των δανείων σε ξένο νόμισμα ως μέρος των εξόδων ΓΔΕΠ, καθώς οι εταιρείες στην πραγματικότητα δεν επιβαρύνονταν με έξοδα και απλώς αναπροσάρμοζαν τα υπόλοιπα χρησιμοποιώντας τη συναλλαγματική ισοτιμία της τελευταίας ημέρας της περιόδου χρηματοοικονομικής αναφοράς τους. Η Επιτροπή, παραπέμποντας στα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς και στις ρωσικές ΓΠΛΑ, διαφωνεί με αυτό το επιχείρημα. Οι εν λόγω απώλειες κατεγράφησαν δεόντως στους λογαριασμούς των παραγωγών και προέκυψαν κατά την περίοδο της έρευνας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν.

(41)

Μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων, οι παραγωγοί-εξαγωγείς επανέλαβαν τους ισχυρισμούς τους χωρίς όμως να προσκομίσουν νέα στοιχεία σχετικά με τις εικαζόμενες ζημίες. Οι παραγωγοί-εξαγωγείς αναφέρθηκαν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2852/2000 του Συμβουλίου (6) (μη συνεχείς ίνες από πολυεστέρες καταγωγής Ινδίας και Δημοκρατίας της Κορέας), όπου η Επιτροπή απέρριψε το καθαρό συναλλαγματικό κέρδος που συμπεριλαμβανόταν στα έξοδα ΓΔΕΠ.

(42)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η πραγματική κατάσταση της υπόθεσης που αναφέρεται από τους παραγωγούς-εξαγωγείς είναι διαφορετική. Όπως εξηγήθηκε στην αιτιολογική σκέψη 34 του προαναφερθέντος κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2852/2000, διαπιστώθηκε ότι τα συναλλαγματικά κέρδη δεν σχετίζονταν ουσιαστικά με την παραγωγή και τις πωλήσεις.

(43)

Οι παραγωγοί-εξαγωγείς δεν αμφισβήτησαν τη συνάφεια των δανείων τους με το κόστος παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ζημίες σχετίζονταν με τα εν λόγω δάνεια, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση των πάγιων κεφαλαίων που απαιτούνταν για την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος. Επομένως, οι εν λόγω ζημίες πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον προσδιορισμό των εξόδων ΓΔΕΠ της εταιρείας. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν.

(44)

Ο ρώσος παραγωγός-εξαγωγέας επανέλαβε για άλλη μια φορά τον ισχυρισμό του μετά την επιπρόσθετη κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων. Ωστόσο, ο ισχυρισμός υπερβαίνει τις ειδικές πτυχές της επιπρόσθετης κοινοποίησης. Η Επιτροπή εμμένει στη θέση που εξέφρασε στις προηγούμενες παραγράφους.

(45)

Ένας παραγωγός-εξαγωγέας αμφισβήτησε τη μεθοδολογία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των συνολικών εξόδων ΓΔΕΠ των οικείων εγχώριων εμπόρων, όπου η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα έξοδα ΓΔΕΠ όπως αναφέρθηκαν για τις πωλήσεις σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην εγχώρια αγορά. Η Επιτροπή αποδέχθηκε τον ισχυρισμό αυτόν και διόρθωσε τον οριστικό υπολογισμό. Καθώς τα έξοδα ΓΔΕΠ δεν διέφεραν ουσιαστικά από εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν αρχικά και καθώς η εν λόγω διόρθωση επηρέαζε περιορισμένο μόνο αριθμό πωλήσεων, δεν είχε αντίκτυπο στο προκύπτον περιθώριο ντάμπινγκ.

(46)

Ένας παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι η Επιτροπή υπολόγισε δύο φορές τα έξοδα συσκευασίας προκειμένου να καθορίσει το συνολικό κόστος παραγωγής στη δοκιμή κερδοφορίας. Η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν. Όπως περιγράφηκε πλήρως στην κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Επιτροπή αφαίρεσε τα έξοδα συσκευασίας από τα έξοδα ΓΔΕΠ πριν υπολογίσει το συνολικό κόστος παραγωγής.

(47)

Μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων, οι παραγωγοί-εξαγωγείς διαφώνησαν με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για τη διαμόρφωση της κανονικής αξίας. Υποστήριξαν ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε λανθασμένο ποσοστό των εξόδων ΓΔΕΠ και με τη χρησιμοποίηση των εξόδων ΓΔΕΠ μόνο σε κερδοφόρες πωλήσεις, η Επιτροπή υπερεκτίμησε σε μεγάλο βαθμό την κανονική αξία.

(48)

Η Επιτροπή διεξάγει έρευνες με αντικειμενικό τρόπο. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για τη διαμόρφωση της κανονικής τιμής χρησιμοποιείται συστηματικά σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες πληρούνται συναφή κριτήρια. Η Επιτροπή εφαρμόζει το άρθρο 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, το οποίο απαιτεί τα ποσά των εξόδων ΓΔΕΠ και των κερδών να βασίζονται στις πωλήσεις κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις. Ο ισχυρισμός του παραγωγού-εξαγωγέα να χρησιμοποιηθεί το σταθερό ποσό των εξόδων ΓΔΕΠ ανεξάρτητα από το εάν τα εν λόγω έξοδα σχετίζονται με πωλήσεις κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις έρχεται σε αντίθεση με την εν λόγω διάταξη. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν.

(49)

Μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων, ένας παραγωγός-εξαγωγέας έθεσε το ζήτημα των αρνητικών καταχωρίσεων στον κατάλογο εγχώριων συναλλαγών σε σχέση με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας. Ο παραγωγός-εξαγωγέας εξήγησε ότι οι εν λόγω καταχωρίσεις αφορούσαν διορθώσεις τιμολογίων και οφείλονταν στη διαμόρφωση του λογιστικού του συστήματος, όπου κάθε διόρθωση στο τιμολόγιο μπορεί να πραγματοποιείται μόνο με πλήρη αντιστάθμιση της αρχικής καταχώρισης με μια αντίστοιχη αρνητική καταχώριση. Υποστήριξε ότι ο υπολογισμός της κανονικής αξίας από την Επιτροπή δεν λάμβανε υπόψη την ειδική διαμόρφωση του λογιστικού του συστήματος και, επομένως, δεν ήταν ακριβής.

(50)

Η Επιτροπή επισημαίνει κατ' αρχάς ότι, κατά παράβαση των οδηγιών στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, ο παραγωγός-εξαγωγέας καταχώρισε τις εν λόγω διορθώσεις ως συναλλαγές στον κατάλογο αντί να αναφέρει τις διορθωτικές καταχωρίσεις στην κατάλληλη στήλη του ερωτηματολογίου της Επιτροπής. Δεύτερον, μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων, ο παραγωγός-εξαγωγέας πράγματι υπέβαλε αναθεωρημένο περιθώριο ντάμπινγκ, αλλά χωρίς να υποβάλει αναθεωρημένο κατάλογο των εγχώριων συναλλαγών ή αναθεωρημένο υπολογισμό του ντάμπινγκ. Τρίτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο ισχυρισμός αυτός στην πραγματικότητα αφορά την ποιότητα των δεδομένων που υπέβαλε ο ίδιος ο παραγωγός-εξαγωγέας κατά την πορεία της έρευνας. Τέταρτον, ο υπολογισμός της κανονικής αξίας, συμπεριλαμβανομένου του καταλόγου εγχώριων συναλλαγών που υποβλήθηκε από τον παραγωγό-εξαγωγέα, κοινοποιήθηκε δεόντως στο προσωρινό στάδιο της έρευνας. Εντούτοις, ο παραγωγός-εξαγωγέας δεν διατύπωσε κανένα σχόλιο σχετικά με τον εν λόγω υπολογισμό στις παρατηρήσεις του για την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων. Ο ίδιος κατάλογος εγχώριων συναλλαγών χρησιμοποιήθηκε στους υπολογισμούς του ντάμπινγκ που κοινοποιήθηκαν οριστικά. Ο παραγωγός-εξαγωγέας δεν εξηγεί για ποιο λόγο δεν διατύπωσε το εν λόγω ζήτημα σε κάποιο προηγούμενο στάδιο της έρευνας.

(51)

Παρά τις ελλείψεις αυτές στη συμπεριφορά του παραγωγού-εξαγωγέα σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα, η Επιτροπή, ως αντικειμενική και αμερόληπτη ερευνητική αρχή, ανέλυσε τον εν λόγω ισχυρισμό και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πράγματι ο υπολογισμός της κανονικής αξίας έπρεπε να διορθωθεί ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο διπλής καταμέτρησης. Μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων, ο παραγωγός-εξαγωγέας υπέβαλε ένα κλειδί, σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσε να εφαρμοστεί ένα φίλτρο εξαίρεσης όλων των διορθώσεων από τον κατάλογο των συναλλαγών του, ώστε να παραμείνουν μόνο οι οριστικές καταχωρίσεις. Η Επιτροπή εφάρμοσε τη μέθοδο της διόρθωσης του καταλόγου που πρότεινε ο παραγωγός-εξαγωγέας μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων στα δεδομένα που είχαν επαληθευτεί και ως εκ τούτου αποδέχτηκε πλήρως τον ισχυρισμό.

(52)

Η Επιτροπή έστειλε μια επιπρόσθετη κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, με την οποία τα ενημέρωνε για την αποδοχή του ισχυρισμού και τα καλούσε να διατυπώσουν παρατηρήσεις.

(53)

Έπειτα από αυτή την επιπρόσθετη κοινοποίηση, ένα μέρος υποστήριξε ότι η επιπρόσθετη κοινοποίηση στην ουσία τόνιζε ακόμα περισσότερο τις ελλείψεις ως προς τη συνεργασία εκ μέρους των ρώσων παραγωγών-εξαγωγέων. Το εν λόγω μέρος υποστήριξε επίσης ότι η πρόσθετη κοινοποίηση στην ουσία υπονοούσε ότι θα μπορούσαν να έχουν παραλειφθεί τα επιπρόσθετα σύνολα δεδομένων και δεν θα έπρεπε να έχουν γίνει αποδεκτά. Πράγματι η Επιτροπή έθιξε το ζήτημα της ποιότητας των υποβληθεισών πληροφοριών και της συνεργασίας, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση αποφάσισε ότι ο ισχυρισμός θα μπορούσε να γίνει αντικειμενικά αποδεκτός.

(54)

Μετά την επιπρόσθετη κοινοποίηση, ο ρώσος παραγωγός-εξαγωγέας συμφώνησε με την αρχή και την έκταση της διόρθωσης που εφάρμοσε η Επιτροπή στο περιθώριο ντάμπινγκ του.

(55)

Ο παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι είχε προσκομίσει τον κατάλογο εγχώριων συναλλαγών με την απάντηση στο ερωτηματολόγιο. Το γεγονός αυτό δεν αμφισβητείται. Αυτό που αμφισβητείται είναι η ποιότητα της εν λόγω υποβολής. Ο παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε επίσης ότι δεν υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με τον εν λόγω κατάλογο συναλλαγών μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων επειδή το εν λόγω σύνολο δεδομένων δεν είχε καμία επίπτωση στον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο παραγωγός-εξαγωγέας διατύπωσε επανειλημμένα ισχυρισμούς που σχετίζονταν με τη μεθοδολογία και τις πτυχές του υπολογισμού τα οποία, εάν είχαν γίνει αποδεκτά από την Επιτροπή (κάτι που δεν συνέβη), θα είχαν οδηγήσει την Επιτροπή στη χρήση του συνόλου δεδομένων. Επομένως, ήταν ουσιώδες για το ενδιαφερόμενο μέρος να διασφαλίσει ότι το σύνολο δεδομένων που είχε κοινοποιηθεί κατά το προσωρινό στάδιο ήταν ορθό και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ. Παρόλο που η εταιρεία έθιξε το ζήτημα των ακυρώσεων και των επακόλουθων πολλαπλών πανομοιότυπων καταχωρίσεων κατά την επίσκεψη επαλήθευσης, μόνο μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων αποκαλύφθηκε η πλήρης έκταση του προβλήματος, η οποία αποδεικνύεται επίσης και από τον αντίκτυπο στον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ. Ενώ η εταιρεία υποστηρίζει ότι οι καταχωρίσεις δεν συνιστούν πιστωτικά σημειώματα, το κλειδί που οδηγεί στον προσδιορισμό των εν λόγω καταχωρίσεων, το οποίο υπέβαλε η ίδια η εταιρεία, αποκαλείται «αριθμός πιστωτικού σημειώματος». Εντούτοις, η Επιτροπή αποδέχτηκε πλήρως τον ισχυρισμό και η εταιρεία δεν αμφισβήτησε τον νέο υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ.

(56)

Ένας παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι η Επιτροπή δεν συμπεριέλαβε στον υπολογισμό των εξόδων ΓΔΕΠ τα έσοδα από τη θέση σε κυκλοφορία των αποθεμάτων, τα οποία είχαν δημιουργηθεί πριν από την περίοδο της έρευνας. Κατά την άποψη του εν λόγω παραγωγού-εξαγωγέα, η Επιτροπή χρησιμοποιεί διπλά πρότυπα και ασύμμετρη αξιολόγηση σε σύγκριση με τις ζημίες στην ανατίμηση των ξένων νομισμάτων που συμπεριέλαβε η Επιτροπή.

(57)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσέγγιση αυτή είναι συνεπής. Τα έξοδα ΓΔΕΠ δεν περιλαμβάνουν ούτε έσοδα ούτε δαπάνες οι οποίες επηρεάζουν το κέρδος για το συγκεκριμένο έτος, γεγονός το οποίο η Επιτροπή έκρινε ότι σχετίζεται με τις υπερπόντιες δραστηριότητες του παραγωγού-εξαγωγέα. Το γεγονός αυτό επισημάνθηκε στην κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων και δεν αμφισβητήθηκε από τον παραγωγό-εξαγωγέα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν.

2.2.3.   Τιμή εξαγωγής

(58)

Η Επιτροπή διερεύνησε περαιτέρω τις πωλήσεις ενός εκ των παραγωγών-εξαγωγέων μέσω μη συνδεδεμένου εμπόρου, εγκατεστημένου στην Ελβετία, όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 84 του προσωρινού κανονισμού. Η Επιτροπή εξέτασε και τον παραγωγό-εξαγωγέα και τον μη συνδεδεμένο έμπορο και διεξήγαγε δική της έρευνα σχετικά με το ζήτημα προκειμένου να λάβει επιπλέον πληροφορίες όσον αφορά τη σχέση τους.

(59)

Η Eurofer, στην υποβολή της μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει προσεκτικά τη σχέση μεταξύ του παραγωγού-εξαγωγέα και του ελβετού εμπόρου και να προσαρμόσει τον υπολογισμό καταλλήλως, βάσει του αποτελέσματος της εν λόγω εξέτασης.

(60)

Αφού αξιολόγησε τα αποτελέσματα της εν λόγω εξέτασης, η Επιτροπή αποφάσισε να θεωρήσει τον εν λόγω ελβετό έμπορο ως μη συνδεδεμένο με τον ρώσο παραγωγό-εξαγωγέα. Η Επιτροπή δεν εντόπισε στοιχεία που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό ότι τα εν λόγω μέρη συνδέονταν κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας και συνεπώς απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν.

(61)

Ο παραγωγός-εξαγωγέας υπέβαλε επίσης επιπλέον πληροφορίες οι οποίες επέτρεψαν στην Επιτροπή να διορθώσει τις πωλήσεις προς ανεξάρτητα μέρη στην Ένωση. Ο παραγωγός-εξαγωγέας είχε προηγουμένως αναφέρει τις εν λόγω πωλήσεις βάσει εσωτερικών τιμολογίων σε ρωσικά ρούβλια. Τα εν λόγω τιμολόγια αποτύπωναν την αρχική τιμή σε ξένα νομίσματα, με μετατροπή βάσει της ημερήσιας ισοτιμίας της εταιρείας. Η Επιτροπή ήταν σε θέση να συνδέσει τη νέα αυτή υποβολή με τις πληροφορίες που επαληθεύτηκαν επιτόπου. Η εν λόγω διόρθωση προκάλεσε μικρή μείωση του περιθωρίου ντάμπινγκ σε σύγκριση με τον προσωρινό υπολογισμό.

(62)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, οι παραγωγοί-εξαγωγείς αμφισβήτησαν την εφαρμοσιμότητα των προσαρμογών που είχαν πραγματοποιηθεί για τα έξοδα ΓΔΕΠ και το κέρδος βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού για πωλήσεις μέσω των συνδεδεμένων με αυτούς ελβετών εμπόρων/εισαγωγέων,

(63)

Κατά την άποψή τους, οι προσαρμογές είναι κατάλληλες μόνο βάσει κάθε συναλλαγής ξεχωριστά, σε συναλλαγές όπου οι όροι πώλησης απαιτούν την παράδοση ενός προϊόντος μετά τον εκτελωνισμό, δηλ. σε συναλλαγές όπου το συνδεδεμένο μέρος ενεργεί ως εισαγωγέας, όπως συναλλαγές υπό όρους DDP (delivery duty paid —με εκτελωνισμένη παράδοση). Ταυτόχρονα, υποστήριξαν ότι οι συνδεδεμένοι έμποροι/εισαγωγείς με έδρα στην Ελβετία θα έπρεπε να θεωρηθούν ως μέρος του δικτύου εξαγωγής του παραγωγού.

(64)

Σχετικά με αυτό, η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι θα έπρεπε να εφαρμοστεί μια προσαρμογή για τα έξοδα ΓΔΕΠ και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους βάσει του δεύτερου και τρίτου εδαφίου του άρθρου 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού για όλους τους τύπους συναλλαγών πωλήσεων που πραγματοποιούνται μέσω των συνδεδεμένων ελβετών εμπόρων/εισαγωγέων.

(65)

Αν και η παράδοση των εμπορευμάτων για τους όρους συναλλαγών που αναφέρονται από τους παραγωγούς-εξαγωγείς γίνεται πριν από τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και, ακόμη και αν την ευθύνη για τον εκτελωνισμό την έχει ο αγοραστής (σε αντίθεση με τις συναλλαγές υπό όρους DDP), αυτό δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι οι πωλήσεις πραγματοποιούνται από τον συνδεδεμένο έμπορο/εισαγωγέα, ο οποίος φέρει τα έξοδα ΓΔΕΠ και ο οποίος συνήθως επιδιώκει να αποκομίσει κέρδος για την παροχή των υπηρεσιών του.

(66)

Με βάση το γεγονός ότι ο έμπορος/εισαγωγέας είναι συνδεδεμένος με τον παραγωγό-εξαγωγέα, το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού συνεπάγεται ότι τα δεδομένα του εν λόγω εμπόρου/εισαγωγέα είναι εξ ορισμού αναξιόπιστα και ότι τα κέρδη του θα πρέπει να καθοριστούν από την επιφορτισμένη με την έρευνα αρχή με εύλογο τρόπο. Εξάλλου, το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού δεν αποκλείει τις προσαρμογές που γίνονται στις πραγματοποιηθείσες δαπάνες πριν από την εισαγωγή, στον βαθμό που οι δαπάνες αυτές κανονικά επιβαρύνουν τον έμπορο/εισαγωγέα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν.

(67)

Οι παραγωγοί-εξαγωγείς επανέλαβαν αυτόν τον ισχυρισμό μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων χωρίς να προσκομίσουν νέες πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες των ελβετών εμπόρων/εισαγωγέων. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η θέση της είναι σύμφωνη με τη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι οι συνδεδεμένες εταιρείες επιτελούν μόνο ορισμένες λειτουργίες δεν εμποδίζει την Επιτροπή να προβεί σε προσαρμογές δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, αλλά θα μπορούσε να αντικατοπτρίζεται σε μια αφαίρεση μικρότερου ποσού ΓΔΕΠ από την τιμή στην οποία το εμπλεκόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή. Το βάρος της απόδειξης φέρουν τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία σκοπεύουν να αμφισβητήσουν την έκταση των προσαρμογών που πραγματοποιήθηκαν βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού. Ως εκ τούτου, αν τα εν λόγω μέρη θεωρούν ότι οι προσαρμογές είναι υπερβολικές, θα πρέπει να προσκομίσουν συγκεκριμένες αποδείξεις και υπολογισμούς που να αιτιολογούν τους εν λόγω ισχυρισμούς. Ωστόσο, οι παραγωγοί-εξαγωγείς δεν προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τα έξοδα ΓΔΕΠ ή το ποσοστό κέρδους που χρησιμοποιήθηκαν. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν.

2.2.4.   Σύγκριση

(68)

Στις παρατηρήσεις τους, οι παραγωγοί-εξαγωγείς διαφώνησαν σχετικά με τη χρήση της ημερομηνίας της σύμβασης πώλησης/εντολής αγοράς για τη μετατροπή των πωλήσεων εξαγωγών από ξένα νομίσματα σε ρωσικά ρούβλια. Ωστόσο, οι παραγωγοί-εξαγωγείς συμφώνησαν ότι αυτό μπορεί να καθορίζει με πιο κατάλληλο τρόπο τους ουσιώδεις όρους της πώλησης από ό,τι η ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου, αλλά υποστήριξαν ότι μέχρι στιγμής η Επιτροπή δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ αυτή την επιλογή. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν.

(69)

Οι παραγωγοί-εξαγωγείς επανέλαβαν τον ισχυρισμό αυτό μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων, δίνοντας έμφαση στο γεγονός ότι η Επιτροπή παρέσχε ανεπαρκή αιτιολογία όσον αφορά τη χρήση της ημερομηνίας της σύμβασης/εντολής αγοράς. Επιπλέον, υποστήριξαν ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιήσει τη συναλλαγματική ισοτιμία με ισχύ έως 60 ημέρες πριν από την ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου, με αναφορά στις σταθερές αυξομειώσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο ι) του βασικού κανονισμού.

(70)

Η Επιτροπή δεν παραχώρησε την προσαρμογή της σταθερής αυξομείωσης σε αυτή την περίπτωση, καθώς η αυξομείωση στη συναλλαγματική ισοτιμία EUR/RUB υποδηλώνει υψηλή μεταβλητότητα σε σχέση με τη σταθερή αυξομείωση προς τα τέλη της περιόδου έρευνας. Επιπλέον, εάν η Επιτροπή εφάρμοζε την προσαρμογή της σταθερής αυξομείωσης στο πλαίσιο υποτίμησης του νομίσματος του παραγωγού-εξαγωγέα, η τιμή εξαγωγής θα μειωνόταν και θα οδηγούσε σε υψηλότερα περιθώρια ντάμπινγκ. Επιπλέον, η προσαρμογή της σταθερής αυξομείωσης θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να αντικατοπτρίσει τη σχετική αυξομείωση στη συναλλαγματική ισοτιμία και όχι για την επιβολή του μέγιστου χρονικού περιθωρίου των 60 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου, όπως υποστηρίζουν οι παραγωγοί-εξαγωγείς. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν.

(71)

Χρησιμοποιώντας την προσέγγιση της ημερομηνίας της σύμβασης/εντολής αγοράς, η Επιτροπή ελαχιστοποίησε σε μεγάλο βαθμό τον αντίκτυπο των σημαντικών και απρόβλεπτων διακυμάνσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας προς τα τέλη της περιόδου της έρευνας. Η Επιτροπή διαφωνεί με τον ισχυρισμό των παραγωγών-εξαγωγέων, ότι κάτι τέτοιο συνιστά αδικαιολόγητη μεταβολή της μεθοδολογίας. Η Επιτροπή χρησιμοποίησε τη συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας πώλησης, σε πλήρη συμμόρφωση με το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο ι) του βασικού κανονισμού και αιτιολόγησε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους, στην προκειμένη περίπτωση, η ημερομηνία της σύμβασης/εντολής αγοράς καθορίζει καταλλήλως τους ουσιώδεις όρους της πώλησης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν.

2.2.5.   Περιθώρια ντάμπινγκ

(72)

Λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές στον καθορισμό της κανονικής αξίας που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 37 έως 51 ανωτέρω και επιβεβαιώνουν τα άλλα πορίσματα στις αιτιολογικές σκέψεις 65 έως 93 του προσωρινού κανονισμού, τα οριστικά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή του δασμού, καθορίζονται ως εξής:

Πίνακας 2

Περιθώρια ντάμπινγκ, Ρωσία

Εταιρεία

Οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ (%)

Magnitogorsk Iron & Steel Works OJSC

18,7

PAO Severstal

35,9

PJSC Novolipetsk Steel (7)

38,9

Όλες οι άλλες εταιρείες

38,9

3.   ΖΗΜΙΑ

3.1.   Ορισμός του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και της ενωσιακής παραγωγής

(73)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος αμφισβήτησε την αντιπροσωπευτικότητα των καταγγελλόντων υποστηρίζοντας ότι οι μονάδες επανέλασης δεν είχαν συμπεριληφθεί στους υπολογισμούς. Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι ο υπολογισμός της συνολικής παραγωγής πράγματι συμπεριλάμβανε τον όγκο παραγωγής των μονάδων επανέλασης. Ως εκ τούτου η παρατήρηση αυτή απορρίφθηκε.

(74)

Εφόσον δεν υποβλήθηκαν άλλες παρατηρήσεις σχετικά με τον ορισμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και της ενωσιακής παραγωγής, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 94 έως 98 του προσωρινού κανονισμού.

3.2.   Κατανάλωση της Ένωσης

(75)

Αρκετά μέρη εισηγήθηκαν ότι, μεταξύ άλλων, η κατανάλωση θα έπρεπε να είχε αναλυθεί συνολικά, με συνδυασμό της κατανάλωσης της δέσμιας αγοράς και της κατανάλωσης της ελεύθερης αγοράς.

(76)

Εν προκειμένω, στον πίνακα 5 και τον πίνακα 6 του προσωρινού κανονισμού, αναφέρεται και αναλύεται η ανάπτυξη της κατανάλωσης στη δέσμια αγορά και την ελεύθερη αγορά. Από τη συγχώνευση των δύο πινάκων, η συνολική κατανάλωση (η οποία περιλαμβάνει και τη δέσμια και την ελεύθερη αγορά) εξελίχθηκε ως εξής κατά την υπό εξέταση περίοδο:

Πίνακας 3

Συνολική κατανάλωση (δέσμια και ελεύθερη αγορά) (τόνοι)

 

2011

2012

2013

2014

ΠΕ

Συνολική κατανάλωση

36 961 744

34 375 474

36 277 064

37 461 260

37 306 302

Δείκτης (2011 = 100)

100

93

98

101

101

Πηγή: Επαληθευμένες απαντήσεις της Eurofer στο ερωτηματολόγιο και Eurostat

(77)

Ο παραπάνω πίνακας δείχνει ότι, έπειτα από μια απότομη μείωση της κατανάλωσης το 2012, η συνολική κατανάλωση αυξήθηκε σε επίπεδο ελαφρώς υψηλότερο κατά την περίοδο της έρευνας από ό,τι κατά την αρχή της υπό εξέταση περιόδου. Η τάση εξηγείται μέσω της αύξησης της δεσμευμένης κατανάλωσης, η οποία ήταν μεγαλύτερη από τη μείωση της κατανάλωσης στην ελεύθερη αγορά υπό απόλυτους όρους.

(78)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος επεσήμανε πως η δήλωση ότι η δεσμευμένη χρήση δεν αντιτίθεται στις εισαγωγές δεν έχει τεκμηριωμένη αιτιολόγηση. Το εν λόγω μέρος θεωρεί ότι, εάν ίσχυαν συνθήκες ανταγωνισμού όσον αφορά τις εισαγωγές, οι ενωσιακοί παραγωγοί θα τις χρησιμοποιούσαν. Ως εκ τούτου, η δεσμευμένη χρήση θα πρέπει να ληφθεί υπόψη.

(79)

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι οι ενσωματωμένοι παραγωγοί δεν έχουν οικονομικό συμφέρον να αγοράζουν προϊόντα τα οποία προορίζονται για μεταγενέστερη παραγωγή από ανταγωνιστές, όταν υπάρχει η δυνατότητα να παρασκευάζουν οι ίδιοι τα εν λόγω προϊόντα. Πράγματι, σε έναν τομέα εντάσεως κεφαλαίου, όπως είναι ο τομέας του χάλυβα, τα ποσοστά χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας θα πρέπει να διατηρούνται στο υψηλότερο επίπεδο προκειμένου να αντισταθμίζουν τις πάγιες δαπάνες και να διατηρούν το κόστος παραγωγής στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Με βάση αυτά τα στοιχεία, το επιχείρημα στην αιτιολογική σκέψη 78 πρέπει να απορριφθεί.

(80)

Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη έθιξαν ξανά το ζήτημα της κατανάλωσης στις παρατηρήσεις που διατύπωσαν μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων. Ορισμένα μέρη ισχυρίστηκαν ότι οι δέσμιες και ελεύθερες αγορές δεν είχαν αναλυθεί ή διευκρινιστεί καταλλήλως. Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 103 έως 106 του προσωρινού κανονισμού, είναι σαφές ότι η κατανάλωση κάθε αγοράς ήταν διαφορετική και αντικατόπτριζε την επίδοση των σημαντικότερων εμπλεκομένων κλάδων μεταγενέστερου σταδίου. Η δέσμια αγορά αυξήθηκε λόγω της ανάπτυξης κλάδων όπως η αυτοκινητοβιομηχανία. Αντιθέτως, οι κυρίως γενικοί βιομηχανικοί κλάδοι, οι οποίοι προμηθεύονται εμπορεύματα μέσω της ελεύθερης αγοράς, αναπτύχθηκαν σε μικρότερο βαθμό. Ο ισχυρισμός ότι η ελεύθερη και η δέσμια αγορά δεν είχαν αναλυθεί καταλλήλως απορρίφθηκε.

(81)

Ελλείψει περαιτέρω παρατηρήσεων όσον αφορά την κατανάλωση της Ένωσης, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 99 έως 106 του προσωρινού κανονισμού.

3.3.   Εισαγωγές από τις οικείες χώρες

3.3.1.   Σωρευτική εκτίμηση των επιπτώσεων των εισαγωγών από τις οικείες χώρες

(82)

Εφόσον δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις σχετικά με τη σωρευτική εκτίμηση των επιπτώσεων των εισαγωγών από τις οικείες χώρες, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 107 έως 111 του προσωρινού κανονισμού.

3.3.2.   Όγκος, μερίδιο της αγοράς και τιμές των εισαγωγών από τις οικείες χώρες

(83)

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, ορισμένα μέρη υποστήριξαν ότι η συνολική κατάσταση, συμπεριλαμβανομένης της δέσμιας και της ελεύθερης αγοράς, θα έπρεπε να είχε αναλυθεί σε σχέση με τους διάφορους δείκτες. Όσον αφορά το μερίδιο αγοράς, επισημαίνεται ότι, λόγω της έλλειψης ανταγωνισμού μεταξύ δεσμευμένης κατανάλωσης (πωλήσεις) και εισαγωγών από τις οικείες χώρες, και ενόψει της ιδιαιτερότητας της δέσμιας αγοράς επόμενου σταδίου, δεν καταγράφεται εδώ ανάλυση του μεριδίου αγοράς εκφρασμένου ως ποσοστού της συνολικής κατανάλωσης. Αυτό είναι επίσης σύμφωνο με την πάγια νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης (8).

(84)

Εφόσον δεν υποβλήθηκαν περαιτέρω παρατηρήσεις σχετικά με τον όγκο και το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τις οικείες χώρες, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 112 έως 114 του προσωρινού κανονισμού.

3.3.3.   Τιμές των εισαγωγών από τις οικείες χώρες και υποτιμολόγηση

(85)

Επισημαίνεται κατ' αρχάς ότι έπειτα από εκ παραδρομής σφάλμα, οι ποσότητες που πωλήθηκαν από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής έπρεπε να διορθωθούν. Καθώς το εν λόγω σφάλμα δεν είχε ουσιαστική επίπτωση στις μέσες τιμές, είχε αμελητέο αντίκτυπο στα περιθώρια που υπολογίστηκαν.

(86)

Ένα μέρος υποστήριξε ότι το ποσοστό που προστέθηκε στην αξία CIF για την κάλυψη των εξόδων μετά την εισαγωγή θα έπρεπε να υπολογιστεί εκ νέου βάσει ποσού ανά τόνο. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό και οι υπολογισμοί προσαρμόστηκαν αναλόγως, με ελάχιστο αντίκτυπο στα περιθώρια.

(87)

Συνεπώς, τα οριστικά περιθώρια υποτιμολόγησης αναθεωρήθηκαν και ανέρχονται σε 8,1 % και 15,1 % για τη ΛΔΚ και τη Ρωσία αντίστοιχα.

(88)

Εφόσον δεν υποβλήθηκαν περαιτέρω παρατηρήσεις σχετικά με τον όγκο και το μερίδιο αγοράς και τις τιμές των εισαγωγών από τις οικείες χώρες, και με την εξαίρεση των περιθωρίων υποτιμολόγησης όπως εξηγούνται στην αιτιολογική σκέψη 87 ανωτέρω, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 115 έως 119 του προσωρινού κανονισμού.

3.4.   Οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

3.4.1.   Μεθοδολογία

(89)

Αρκετά μέρη υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την ανάλυση της οικονομικής κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Συγκεκριμένα, τα μέρη επεσήμαναν ότι, παρά το μεγάλο μέγεθος της δέσμιας αγοράς, η οικονομική ανάλυση απέκλειε σε μεγάλο βαθμό την εν λόγω αγορά και ότι τα συμπεράσματα βασίζονταν αποκλειστικά στα ευρήματα που αφορούσαν την ελεύθερη αγορά. Συγκεκριμένα, τα μέρη αυτά υποστήριξαν ότι η τιμή πώλησης και η κερδοφορία στη δέσμια αγορά θα έπρεπε να είχαν αναλυθεί ξεχωριστά. Επιπλέον, υποστήριξαν ότι η συνολική κατάσταση, συμπεριλαμβανομένης της δέσμιας και της ελεύθερης αγοράς, θα έπρεπε να είχε αναλυθεί και η εν λόγω ανάλυση θα είχε οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

(90)

Ως προς αυτό και όπως εξηγήθηκε στην αιτιολογική σκέψη 123 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή ανέλυσε τη δέσμια αγορά, την ελεύθερη αγορά και τις συνολικές επιδόσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ξεχωριστά, κατά περίπτωση. Όσον αφορά τη δέσμια αγορά, το μεγαλύτερο μέρος της σχετίζεται με δέσμιες μεταβιβάσεις στο πλαίσιο μιας νομικής οντότητας όπου δεν εκδίδεται τιμολόγιο και, συνεπώς, δεν υπάρχει τιμή πώλησης. Στην περίπτωση των δεσμευμένων πωλήσεων μεταξύ συνδεδεμένων οντοτήτων, ήταν προφανές ότι, ενόψει των διαφορετικών πολιτικών τιμών μεταβίβασης που ισχύουν για τους διάφορους παραγωγούς του δείγματος, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ουσιαστική ανάλυση των δεικτών τιμών και κερδοφορίας. Από την άλλη πλευρά, η εξέλιξη του όγκου της δεσμευμένης κατανάλωσης ήταν εφικτή και πραγματοποιήθηκε ανάλυση. Όσον αφορά την ελεύθερη αγορά, αναλύθηκαν το μοναδιαίο κόστος παραγωγής, η τιμή πώλησης, ο όγκος πωλήσεων και η κερδοφορία. Όσον αφορά τη συνολική δραστηριότητα που καλύπτει τις αλληλένδετες δέσμιες και ελεύθερες αγορές, αναλύθηκαν διάφοροι δείκτες, όπως ο όγκος παραγωγής, η παραγωγική ικανότητα, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, η απασχόληση, η παραγωγικότητα, τα αποθέματα, το κόστος εργασίας, οι ταμειακές ροές, οι επενδύσεις και οι αποδόσεις επενδύσεων.

(91)

Βάσει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός ότι η ανάλυση της οικονομικής κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής βασίζεται αποκλειστικά στην ελεύθερη αγορά και ότι θα έπρεπε να περιλαμβάνει ανάλυση της δεσμευμένης και συνολικής δραστηριότητας πρέπει να απορριφθεί. Αναλύθηκαν όλες οι ουσιαστικές πτυχές που καλύπτουν την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης τέτοιων αγορών όταν εξετάζονται μεμονωμένα ή συγκεντρωτικά.

(92)

Ένα μέρος υποστήριξε ότι η ανάλυση της ελεύθερης αγοράς θα έπρεπε να περιλαμβάνει την ανάλυση και άλλων δεικτών, όπως η παραγωγή, τα αποθέματα και οι ταμειακές ροές, μόνο για την ελεύθερη αγορά. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανάλυση δεν παρουσιάζει την πραγματική κατάσταση για την εικαζόμενη ζημία.

(93)

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η ανάλυση άλλων δεικτών ζημίας για την ελεύθερη αγορά μόνο δεν ήταν εφικτή ενόψει της στενής σχέσης μεταξύ των δραστηριοτήτων της δέσμιας και της ελεύθερης αγοράς. Επιπλέον, η ανάλυση αυτή δεν θα είχε οδηγήσει σε ουσιαστικά συμπεράσματα. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

(94)

Μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων, ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς έθιξαν ξανά αυτό το ζήτημα στις παρατηρήσεις τους. Υποστήριξαν ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την ανάλυση της δέσμιας και της ελεύθερης αγοράς συνιστούσε παραβίαση της αρχής της δίκαιης και αντικειμενικής εξέτασης. Ωστόσο, τόσο η δέσμια όσο και η ελεύθερη αγορά εξετάστηκαν όποτε ήταν δυνατό και όπου υπήρχαν ουσιαστικά δεδομένα, ενώ διενεργήθηκε επίσης σωρευτική εκτίμηση, κατά περίπτωση. Επομένως, αποδείχθηκε σαφώς ότι το συμπέρασμα για τη ζημία προέκυψε από τριπλή εκτίμηση (δέσμια και ελεύθερη αγορά, και σωρευτική ανάλυση), με χρήση όλων των σχετικών δεδομένων. Όπου δεν ήταν δυνατή η εκτίμηση, αναφέρθηκαν επίσης οι υποκείμενοι λόγοι.

(95)

Επιπλέον, λόγω της συνεκτικής αυτής μεθοδολογίας, τα ζητήματα που διατυπώθηκαν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς σχετίζονται με ζητήματα παρουσίασης και όχι ουσίας, καθώς προσκομίστηκαν όλα τα σχετικά δεδομένα. Τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν υποδεικνύουν ότι ο όγκος πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στην ελεύθερη και τη δέσμια αγορά αυξήθηκε ελάχιστα, κατά λιγότερο από 1 %, αλλά ότι αυτή η αύξηση είναι μικρότερη από την αύξηση της κατανάλωσης στις εν λόγω αγορές. Όσον αφορά τις τιμές και την κερδοφορία στην ενωσιακή αγορά, αυτές θεωρούνται συναφείς μόνο εάν οι τιμές πώλησης αφορούν μη συνδεδεμένα μέρη. Πράγματι, δεν υπάρχουν τιμές πώλησης για δεσμευμένες μεταβιβάσεις ούτε αξιόπιστες τιμές πώλησης για δεσμευμένες πωλήσεις, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ήδη στην αιτιολογική σκέψη 142 του προσωρινού κανονισμού. Ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατό να διενεργηθεί ουσιαστική ανάλυση της κερδοφορίας στη δέσμια αγορά. Όσον αφορά το κόστος παραγωγής, υπενθυμίζεται ότι η εξέλιξη του εν λόγω δείκτη στην ελεύθερη αγορά αναλύθηκε παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν απαιτείται ρητά από τον βασικό κανονισμό. Η εξέλιξη του κόστους παραγωγής στη δέσμια αγορά δεν αναλύθηκε για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην ίδια αιτιολογική σκέψη.

(96)

Βάσει των ανωτέρω, αποδείχθηκε σαφώς ότι το συμπέρασμα για τη ζημία προέκυψε από τριπλή εκτίμηση (δέσμια και ελεύθερη αγορά, και σωρευτική ανάλυση), με χρήση όλων των σχετικών δεδομένων. Ο ισχυρισμός ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της δίκαιης και αντικειμενικής εξέτασης απορρίπτεται.

(97)

Βάσει των ανωτέρω και ελλείψει άλλων παρατηρήσεων σχετικά με το ζήτημα, επιβεβαιώνεται η μεθοδολογία για την εκτίμηση της κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, όπως περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 120 έως 123 του προσωρινού κανονισμού.

3.4.2.   Μακροοικονομικοί δείκτες

3.4.2.1.   Παραγωγή, παραγωγική ικανότητα και χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας

(98)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος επεσήμανε ότι υπήρχε μετατόπιση της εστίασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής από την ελεύθερη στη δέσμια αγορά και ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δείχνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την πώληση στη δέσμια αγορά, όπου πωλούνται προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.

(99)

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν αποφασίζει ανεξάρτητα αν θα εστιάσει στη δέσμια ή στην ελεύθερη αγορά. Αντιθέτως, δεδομένου ότι η αγορά πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καθοδηγούνταν από τη ζήτηση και όχι την προσφορά, όπως αποδεικνύεται από τη διαθέσιμη ικανότητα των ενωσιακών παραγωγών, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν αποφάσισε να εστιάσει στη δέσμια αγορά αλλά έχασε μερίδιο αγοράς και όγκους πωλήσεων στην ελεύθερη αγορά λόγω της ευρείας και έντονα αυξημένης διαθεσιμότητας εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες. Τέτοιο ζήτημα δεν υπήρχε στη δέσμια αγορά. Το επιχείρημα πρέπει επομένως να απορριφθεί.

(100)

Το ίδιο ενδιαφερόμενο μέρος υποστήριξε ότι η βελτίωση της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας δεν συνδέεται με τη μείωση της παραγωγικής ικανότητας, αλλά μάλλον με την αύξηση του όγκου παραγωγής.

(101)

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, παρόλο που η αύξηση της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας δεν συνδέεται αποκλειστικά με τη μείωση της παραγωγικής ικανότητας, καθώς ο όγκος παραγωγής αυξήθηκε επίσης, η μείωση της παραγωγικής ικανότητας είναι μακράν η κύρια αιτία για την αύξηση της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας. Πράγματι, σε απόλυτους αριθμούς, ο όγκος παραγωγής αυξήθηκε κατά μόλις 337 348 τόνους, ενώ η παραγωγική ικανότητα μειώθηκε κατά 1 873 141 τόνους. Βάσει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

(102)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 124 έως 126 του προσωρινού κανονισμού.

3.4.2.2.   Όγκος πωλήσεων και μερίδιο αγοράς

(103)

Ρώσοι παραγωγοί-εξαγωγείς εισηγήθηκαν ότι η μείωση στον όγκο παραγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο ζημίας, καθώς σε γενικές γραμμές συμφωνούσε με τη μείωση στην κατανάλωση κατά την υπό εξέταση περίοδο. Υποστήριξαν ότι η μείωση συνδεόταν με την πτώση στις παγκόσμιες τιμές πρώτων υλών, η οποία οδήγησε σε χαμηλότερες τιμές του υπό εξέταση προϊόντος, με τον αυξανόμενο όγκο εισαγωγών από τρίτες χώρες από το 2012 και με τις εισαγωγές από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος.

(104)

Εν προκειμένω, επισημαίνεται κατ' αρχάς ότι η διαφορά μεταξύ της μείωσης των πωλήσεων (– 14 %) και της κατανάλωσης (– 9 %) δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα. Επιπλέον, η μείωση στις παγκόσμιες τιμές πρώτων υλών δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρος λόγος για τη μείωση στον όγκο πωλήσεων, καθώς τα στοιχεία αυτά, δηλ. οι τιμές πρώτων υλών και οι όγκοι πωλήσεων, δεν συνδέονται άμεσα. Επιπλέον, οποιαδήποτε μείωση στις παγκόσμιες τιμές πρώτων υλών θα ίσχυε και για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και για τις εισαγωγές. Όσον αφορά τις εισαγωγές από τρίτες χώρες, η τάση πρέπει να αναλυθεί στο πλαίσιο ολόκληρης της υπό εξέταση περιόδου και όχι με αφετηρία τα μέσα της εν λόγω περιόδου. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι οι εισαγωγές από τρίτες χώρες μειώθηκαν τόσο σε απόλυτους (– 206 571 τόνοι) όσο και σε σχετικούς όρους (10,9 % έως 9,1 % του μεριδίου αγοράς). Επιπλέον, όσον αφορά τις εισαγωγές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής από τις οικείες χώρες, επισημαίνεται ότι οι εν λόγω αγορές ήταν σταθερές κατά την υπό εξέταση περίοδο και αντιπροσώπευαν λιγότερο από το 1 % του συνολικού κύκλου εργασιών πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Βάσει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

(105)

Όσον αφορά το μερίδιο αγοράς, τα ίδια μέρη αμφισβήτησαν τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή είχε προσωρινά καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μείωση του μεριδίου αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής (από 74,8 % σε 70,8 %) ήταν ενδεικτική ζημίας, ενώ το 5,4 % του μεριδίου αγοράς που κατείχαν οι εισαγωγές από την Ινδία, το Ιράν και την Ουκρανία δεν μπορούσε να διασπάσει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της εικαζόμενης ζημίας και των εισαγωγών από τις οικείες χώρες.

(106)

Εν προκειμένω, αξίζει να σημειωθεί ότι το μερίδιο αγοράς των χωρών που αναφέρονται παραπάνω θα πρέπει να αναλυθεί καθ' όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου και όχι εστιάζοντας σε μια συγκεκριμένη περίοδο ενός έτους. Προκύπτει ότι το μερίδιο αγοράς που κατείχαν οι εισαγωγές από την Ινδία, το Ιράν και την Ουκρανία αυξήθηκε από 4 % σε μόλις 5,4 % κατά την υπό εξέταση περίοδο· δηλ. κατά μόλις 1,4 % ποσοστιαίες μονάδες, ενώ όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 105 ανωτέρω, οι συνολικές εισαγωγές από τρίτες χώρες μειώθηκαν από 10,9 % σε 9,1 % προς όφελος των εισαγωγών από τις οικείες χώρες. Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι η μείωση του μεριδίου αγοράς για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής δεν μπορεί να συγκριθεί υπό την αυστηρή έννοια του όρου με το μερίδιο αγοράς που κατείχαν οι προαναφερθείσες χώρες, και ότι η εν λόγω μείωση μπορεί να θεωρηθεί ως ενδεικτική ζημία. Βάσει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

(107)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 127 έως 132 του προσωρινού κανονισμού.

3.4.2.3.   Απασχόληση, κόστος εργασίας και παραγωγικότητα

(108)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος επεσήμανε ότι η μείωση της απασχόλησης δεν θα πρέπει να συνδέεται με τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες, αλλά με τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού, ο οποίος οδήγησε στην πρόσληψη πιο εξειδικευμένου προσωπικού και είχε ως αποτέλεσμα υψηλότερο κόστος εργασίας.

(109)

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι οι ισχυρισμοί που διατυπώθηκαν σε σχέση με τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού και την πρόσληψη πιο εξειδικευμένου προσωπικού δεν υποστηρίζονται από αποδεικτικά στοιχεία και συνεπώς πρέπει να απορριφθούν.

(110)

Ένα άλλο ενδιαφερόμενο μέρος διατύπωσε αμφιβολίες σχετικά με τις αντίθετες τάσεις που ακολούθησαν η απασχόληση (– 10 %) και το κόστος εργασίας (+ 11 %) κατά την υπό εξέταση περίοδο. Αναρωτήθηκε επίσης εάν η εξέλιξη ίσχυε και για τη δέσμια και για την ελεύθερη αγορά.

(111)

Εν προκειμένω, γίνεται αναφορά στην αιτιολογική σκέψη 144 του προσωρινού κανονισμού, σύμφωνα με την οποία η αύξηση του κόστους εργασίας πράγματι συνδεόταν με σημαντικές περικοπές στην απασχόληση, οι οποίες οδήγησαν στην καταβολή αποζημιώσεων καταγγελίας σύμβασης και κατά συνέπεια αύξησαν το κόστος εργασίας κατά ΙΠΑ. Επισημαίνεται επίσης ότι η μείωση της απασχόλησης δεν σχετιζόταν αποκλειστικά με το προσωπικό της ελεύθερης ή της δέσμιας αγοράς, αλλά επηρέαζε τη συνολική απασχόληση, καθώς τα προϊόντα που προορίζονται για την ελεύθερη ή τη δέσμια αγορά παράγονται από το ίδιο προσωπικό και με τον ίδιο εξοπλισμό. Βάσει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

(112)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 133 και 134 του προσωρινού κανονισμού.

3.4.2.4.   Αποθέματα, μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ, ανάπτυξη, τιμές, κερδοφορία, ταμειακές ροές, επενδύσεις και απόδοση των επενδύσεων

(113)

Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με τα αποθέματα, το μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ, την ανάπτυξη, τις τιμές, την κερδοφορία, τις ταμειακές ροές, τις επενδύσεις και την απόδοση των επενδύσεων, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 135 έως 151 του προσωρινού κανονισμού.

3.4.3.   Συμπέρασμα σχετικά με τη ζημία

(114)

Αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη επεσήμαναν ότι η ανάλυση της ζημίας βασιζόταν μόνο στην αρνητική εξέλιξη των δεικτών στην ελεύθερη αγορά και ότι τα συμπεράσματα μιας τέτοιας ανάλυσης δεν επαρκούσαν για να αιτιολογήσουν το γεγονός ότι ολόκληρος ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη ουσιαστική ζημία.

(115)

Εν προκειμένω, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 96, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δεν περιόρισε την ανάλυσή της μόνο στην ελεύθερη αγορά αλλά, κατά περίπτωση, ανέλυε και κατέληγε σε συμπεράσματα για την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής συνολικά και της δέσμιας αγοράς ειδικότερα.

(116)

Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το συμπέρασμα ότι ο κλάδος υπέστη ουσιαστική ζημία δεν βασίζεται αποκλειστικά στην αρνητική εξέλιξη των μικροοικονομικών και μακροοικονομικών δεικτών στην ελεύθερη αγορά. Ενώ ορισμένοι μικροοικονομικοί και μακροοικονομικοί δείκτες πράγματι καταδεικνύουν αρνητική εξέλιξη στην ελεύθερη αγορά, άλλοι δείκτες που σχετίζονται με τις συνολικές επιδόσεις του ενωσιακού κλάδου, όπως η απασχόληση, το κόστος εργασίας κατά ΙΠΑ, οι επενδύσεις και η απόδοση των επενδύσεων, καταδεικνύουν επίσης επιδείνωση της κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Λαμβάνοντας υπόψη το αντίστοιχο μέγεθος της ελεύθερης και της δέσμιας αγοράς, επισημαίνεται ότι η θετική εξέλιξη των επιδόσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στη δέσμια αγορά (σε σχέση με ορισμένους δείκτες) δεν επαρκούσε για να υπερκεράσει τις αρνητικές επιδόσεις στην ελεύθερη αγορά, όπως αποδεικνύεται από την αρνητική εξέλιξη των παραπάνω δεικτών που σχετίζονται με τη συνολική δραστηριότητα. Βάσει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

(117)

Βάσει της ανάλυσης των παρατηρήσεων, όπως συνοψίζονται στις αιτιολογικές σκέψης 73 έως 115 ανωτέρω, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 152 έως 155 του προσωρινού κανονισμού.

4.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

(118)

Αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν ότι η ζημία δεν μπορούσε να αποδοθεί στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες και ότι η διάσπαση της αιτιώδους συνάφειας οφειλόταν σε άλλους παράγοντες. Ορισμένοι από τους ισχυρισμούς αποτελούσαν απλή επανάληψη των ισχυρισμών που είχαν ήδη διατυπωθεί στο προσωρινό στάδιο, χωρίς νέα στοιχεία. Οι νέες παρατηρήσεις αναλύονται παρακάτω.

4.1.   Ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας

(119)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος αμφισβήτησε την ύπαρξη βραδείας διαδικασίας ανάκαμψης μετά την κρίση του 2012 και υποστήριξε ότι οι εισαγωγές από τις οικείες χώρες δεν εμπόδισαν τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής να επωφεληθεί από την εν λόγω ανάκαμψη. Στην ουσία, υποστήριξαν ότι η αδυναμία ανάκαμψης από την κρίση του 2012 οφειλόταν στην εικαζόμενη συνεχή χαμηλή ζήτηση πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα.

(120)

Θα πρέπει να σημειωθεί κατ' αρχάς ότι η κατανάλωση μεταξύ του 2012 και της περιόδου της έρευνας αυξήθηκε κατά 4,4 %, το οποίο, παρά το γεγονός ότι δεν έφτασε στο επίπεδο του 2011, μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη βραδείας ανάκαμψης. Όσον αφορά τις εισαγωγές από τις οικείες χώρες, αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της βραδείας ανάκαμψης, το μερίδιό τους στην αγορά αυξήθηκε από 13,5 % το 2012 σε 18,7 % το 2013 και σε 20,1 % κατά την περίοδο έρευνας. Βάσει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

4.2.   Επενδύσεις, παραγωγική ικανότητα και αύξηση της παραγωγής

(121)

Το ίδιο ενδιαφερόμενο μέρος υποστήριξε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής είχε ακούσια λάβει λανθασμένες επιχειρηματικές αποφάσεις προβαίνοντας σε δαπανηρές επενδύσεις το 2011 και το 2012 και αυξάνοντας την παραγωγική ικανότητα το 2011.

(122)

Στο σημείο αυτό, υπενθυμίζεται ότι η παρούσα έρευνα εστίασε την ανάλυσή της στην εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής για το διάστημα από το 2011 έως την περίοδο έρευνας. Ως εκ τούτου, η αύξηση της παραγωγικής ικανότητας που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 2010 και 2011 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος του πεδίου εφαρμογής της ανάλυσης. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός πως ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής προέβη σε εικαζόμενες δαπανηρές επενδύσεις το 2011 και το 2012 δεν υποστηρίζεται από κανένα πραγματικό αποδεικτικό στοιχείο. Τέλος, επισημαίνεται ότι οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν από τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος κατά την υπό εξέταση περίοδο αντιπροσώπευαν κάτω από το 2,5 % των καθαρών περιουσιακών τους στοιχείων και αποτελούσαν κατά βάση επενδύσεις αντικατάστασης και εξορθολογισμού. Δεδομένου του επιπέδου και της φύσης των επενδύσεων, οι εν λόγω επενδύσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επαρκώς σημαντικές για να επηρεάσουν τις οικονομικές επιδόσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Συνεπώς, ο εν λόγω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

(123)

Μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων και στη συνέχεια μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν ότι, αντί των εισαγωγών από τις οικείες χώρες, ως αιτία της ζημίας θα πρέπει να θεωρηθεί η αύξηση του όγκου παραγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, τη στιγμή που η κατανάλωση σημείωνε μείωση.

(124)

Ως προς αυτό και όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 152 του προσωρινού κανονισμού, υπενθυμίζεται ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής αύξησε τον όγκο παραγωγής του προκειμένου να ικανοποιήσει την αύξηση στη δεσμευμένη κατανάλωση. Καθώς ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής παράγει κυρίως κατά παραγγελία, όπως επιβεβαιώνεται από τα σχετικά χαμηλά επίπεδα αποθεμάτων (βλ. αιτιολογική σκέψη 136 του προσωρινού κανονισμού), η εν λόγω αύξηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτία ζημίας. Βάσει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

4.3.   Τιμές πρώτων υλών

(125)

Αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη αμφισβήτησαν τα συμπεράσματα που συνάχθηκαν σε σχέση με τον αντίκτυπο της μείωσης των τιμών πρώτων υλών στις τιμές που χρεώνονταν από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Πρώτον, αμφισβήτησαν το γεγονός ότι η μείωση στις τιμές εισαγωγών ήταν μικρότερη από τη μείωση στις τιμές πρώτων υλών και χρησιμοποίησαν το παράδειγμα του σιδηρομεταλλεύματος. Στον ισχυρισμό αυτό, το συγκεκριμένο μέρος επεσήμανε ότι η τιμή του σιδηρομεταλλεύματος (RMB/τόνο) είχε μειωθεί κατά 39 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Δεύτερον, υποστήριξαν ότι τα επιχειρήματα της Επιτροπής στις αιτιολογικές σκέψεις 171 έως 175 του προσωρινού κανονισμού δεν αντέκρουαν τον ισχυρισμό ότι η μείωση των τιμών πρώτων υλών είχε οδηγήσει σε πτώση των τιμών του υπό εξέταση προϊόντος και ότι η Επιτροπή δεν είχε δώσει την κατάλληλη βαρύτητα στην παγκόσμια μείωση των τιμών πρώτων υλών.

(126)

Εν προκειμένω, επισημαίνεται κατ' αρχάς ότι οι τιμές εισαγωγών από τις οικείες χώρες μειώθηκαν κατά μέσο όρο κατά 20 % κατά την υπό εξέταση περίοδο, η οποία μείωση είναι υψηλότερη από τη μείωση στο κόστος παραγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Επιπλέον, όσον αφορά το σιδηρομετάλλευμα, έπειτα από μετατροπή των υποβληθεισών πληροφοριών για τις τιμές από RMB σε ευρώ/τόνο, φαίνεται ότι οι τιμές του σιδηρομεταλλεύματος μειώθηκαν μόνο κατά περίπου 31 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Υποθέτοντας συντηρητικά ότι το μερίδιο σιδηρομεταλλεύματος θα αναλογούσε σε 35 % του κόστους για τις οικείες χώρες, η μείωση στις τιμές πρώτων υλών θα μπορούσε να προκαλέσει μόνο περίπου 11 % μείωση των τιμών, ενώ, όπως εξηγείται ανωτέρω, οι τιμές εισαγωγών από τις οικείες χώρες μειώθηκαν κατά 20 %.

(127)

Όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό, αξίζει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν απέκλεισε το γεγονός ότι η μείωση των τιμών πρώτων υλών επηρέασε την τιμή του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Ωστόσο, επισήμανε ότι η τιμή του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας στην Ένωση δεν ακολούθησε μία παγκόσμια τάση των τιμών, αντικατοπτρίζοντας στην ουσία την εξέλιξη των τιμών πρώτων υλών. Επιπλέον, η Επιτροπή ανέλυσε άλλους παράγοντες που επηρέασαν τις τιμές, συγκεκριμένα τις περιφερειακές διαφορές και την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Επεσήμανε επίσης ότι, εάν η τιμή του υπό εξέταση προϊόντος δεν είχε μειωθεί περισσότερο από τη μείωση των τιμών πρώτων υλών, οι συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά θα είχαν παραμείνει δίκαιες και ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής θα μπορούσε να είχε αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα της μείωσης του κόστους και να αποκτήσει και πάλι κερδοφορία. Βάσει των ανωτέρω, οι ανωτέρω ισχυρισμοί πρέπει να απορριφθούν.

(128)

Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς έθιξαν ξανά αυτό το ζήτημα στις παρατηρήσεις τους σχετικά με την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων. Ωστόσο, δεν διατυπώθηκαν νέα επιχειρήματα.

4.4.   Εισαγωγές από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής

(129)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος υποστήριξε ότι δεν είχε δοθεί η απαιτούμενη βαρύτητα στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής στην αξιολόγηση αιτιώδους συνάφειας της Επιτροπής, με αποτέλεσμα η αξιολόγηση της αιτιώδους συνάφειας να είναι ατελής και ανακριβής.

(130)

Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 104 ανωτέρω, οι εισαγωγές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής από τις οικείες χώρες ήταν σταθερές κατά την υπό εξέταση περίοδο και αντιπροσώπευαν λιγότερο από το 1 % του συνολικού κύκλου εργασιών πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Επιπλέον, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 191 του προσωρινού κανονισμού, οι εν λόγω αγορές πραγματοποιήθηκαν από εμπορικά σκέλη τα οποία είναι ελεύθερα να προμηθεύονται τα πλατέα προϊόντα έλασης από χάλυβα από πολλαπλές πηγές. Τα εν λόγω εμπορικά σκέλη παροτρύνονται να προσφέρουν το οικονομικότερο δυνατό υλικό, προκειμένου να διατηρούν τις εμπορικές σχέσεις τους. Βάσει των χαμηλών όγκων που εμπλέκονται και του γεγονότος ότι οι εν λόγω όγκοι δεν έχουν αυξηθεί κατά την υπό εξέταση περίοδο, κρίνεται ότι δόθηκε επαρκής βαρύτητα στις εισαγωγές από τις οικείες χώρες. Επομένως, ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

(131)

Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς έθιξαν ξανά αυτό το ζήτημα στις παρατηρήσεις τους μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων και υποστήριξαν ότι η Επιτροπή είχε ερμηνεύσει εκ νέου τους αριθμούς για να αιτιολογήσει τον εντοπισμό ζημίας, προβαίνοντας σε επανεκτίμηση του λόγου που αντιπροσώπευαν οι εισαγωγές στο ποσοστό των συνολικών πωλήσεων. Στην ουσία, η Επιτροπή δεν ερμήνευσε εκ νέου τους αριθμούς, αλλά έδωσε ένα πιο ακριβές αριθμητικό στοιχείο (μικρότερο από 1 %) από ό,τι το μεγαλύτερο εύρος που ορίζεται στον προσωρινό κανονισμό (0 % – 5 %).

4.5.   Ύπαρξη προηγουμένως εφαρμοστέας συμφωνίας για το εμπόριο ορισμένων προϊόντων χάλυβα μεταξύ Ρωσίας και Ένωσης

(132)

Τα ίδια ενδιαφερόμενα μέρη, μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων καθώς και μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων, επανέλαβαν το επιχείρημα ότι οι εισαγωγές από τη Ρωσία παρέμεναν στο πλαίσιο των μη ζημιογόνων ποσοστώσεων που ορίζονται στην προηγουμένως εφαρμοστέα συμφωνία για το εμπόριο ορισμένων προϊόντων χάλυβα μεταξύ Ρωσίας και Ένωσης. Συγκεκριμένα, διαφώνησε με το συμπέρασμα ότι το επίπεδο της ποσόστωσης ήταν «υπερβολικά υψηλό» και επεσήμανε ότι υπήρχε επαρκής επικάλυψη μεταξύ του πεδίου εφαρμογής της παρούσας έρευνας και της κατηγορίας «άλλων πλατέων προϊόντων έλασης» (όπως ορίζονται στις συμφωνίες).

(133)

Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι η παραπάνω συμφωνία έληξε πριν την περίοδο έρευνας, δηλ. στις 22 Αυγούστου 2012, έπειτα από την προσχώρηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η συμφωνία δεν προέβλεπε καμία διάταξη σχετικά με την τιμαριθμική αναπροσαρμογή της ποσόστωσης σύμφωνα με την πραγματική ετήσια εξέλιξη της ζήτησης/κατανάλωσης. Με άλλα λόγια, μια συρρικνούμενη αγορά δεν θα οδηγούσε σε αντίστοιχη προσαρμογή των ποσοστώσεων. Επιπροσθέτως, το άρθρο 10 της προαναφερθείσας συμφωνίας προέβλεπε ότι οι ποσότητες θα πρέπει να αυξάνονται κατά 2,5 % σε κάθε ομάδα προϊόντων με κάθε ετήσια ανανέωση. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η ποσόστωση για την ομάδα προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων που καλύπτονται από την παρούσα έρευνα, δεν επετεύχθη ποτέ κατά την περίοδο ισχύος της συμφωνίας.

(134)

Ενόψει των ανωτέρω, φαίνεται ότι οι ποσοστώσεις που αναφέρονται στα παραρτήματα των εν λόγω ετήσιων συμφωνιών είναι αποσυνδεδεμένες από την πραγματικότητα της αγοράς και την εξέλιξη της κατανάλωσης, καθώς η ποσόστωση προσαρμόστηκε αυτομάτως προς τα πάνω, ανεξάρτητα από την εξέλιξη της κατανάλωσης / ζήτησης. Επιπλέον, καθώς η ποσόστωση δεν εξαντλήθηκε ποτέ στο πλαίσιο της περιόδου ισχύος της συμφωνίας, μπορεί να θεωρηθεί ότι η εν λόγω ποσόστωση ήταν πράγματι «υπερβολικά υψηλή» όχι μόνο για την περίοδο ισχύος της συμφωνίας αλλά και σε σύγκριση με την εξέλιξη της κατανάλωσης κατά την υπό εξέταση περίοδο. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ του επιπέδου της εν λόγω ποσόστωσης, το οποίο δεν ίσχυε πλέον από τις 22 Αυγούστου 2012 και μετά, και του επιπέδου των εισαγωγών από τη Ρωσία κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου είναι άνευ σημασίας. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί.

(135)

Η εικαζόμενη επικάλυψη μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του προϊόντος της παρούσας έρευνας και των αντίστοιχων «άλλων πλατέων προϊόντων έλασης» αναλύθηκε περαιτέρω. Αρχικά φάνηκε ότι το πεδίο του προϊόντος της τρέχουσας έρευνας αφορούσε επίσης προϊόντα που ενέπιπταν στην ομάδα προϊόντων «κραματοποιημένων φύλλων ψυχρής έλασης με μεταλλική επικάλυψη». Στη συνέχεια, φάνηκε ότι, από τους 42 κωδικούς Taric που καλύπτονται από τη συμφωνία στο πλαίσιο των προαναφερθεισών ομάδων προϊόντων, μόνο 7 αντιστοιχούσαν πλήρως στους κωδικούς που αναφέρονται στον προσωρινό κανονισμό (7209169000, 7209179000, 7209189100, 7209269000, 7209279000, 7209289000 και 7225508000). Ως εκ τούτου, 35 κωδικοί Taric που αναφέρονται στο παράρτημα της συμφωνίας εξαιρούνται από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος της παρούσας έρευνας. Από την άλλη πλευρά, περίπου 10 κωδικοί Taric που καλύπτονται από την παρούσα έρευνα δεν καλύπτονταν από την προαναφερθείσα συμφωνία. Βάσει των ανωτέρω, φαίνεται ότι η εικαζόμενη επικάλυψη δεν υποστηρίζεται από πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία και ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί πρέπει να απορριφθούν.

4.6.   Πλεονάζουσα ικανότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

(136)

Ένα άλλο ενδιαφερόμενο μέρος υποστήριξε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής είχε επηρεαστεί ουσιαστικά από την πλεονάζουσα ικανότητά του, η οποία προκάλεσε πλεονάζουσα προσφορά, αύξηση του κόστους και μείωση των κερδών, ενώ επίσης απέτρεψε περαιτέρω επενδύσεις. Επεσήμανε επίσης ότι, λόγω της έλλειψης εισαγωγών, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας μόλις θα είχε υπερβεί το 72 %.

(137)

Υπενθυμίζεται κατ' αρχάς ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής μείωσε την παραγωγική του ικανότητα κατά 3 % εντός της υπό εξέταση περιόδου προκειμένου να προσαρμοστεί στη μεταβαλλόμενη κατάσταση της παγκόσμιας αγοράς. Μολονότι ο ρυθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας που πέτυχε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής κατά την υπό εξέταση περίοδο δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικός και δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι τα χαμηλά επίπεδα χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας μπορεί να έχουν αντίκτυπο στις επιδόσεις ενός κλάδου, επισημαίνεται ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής εξακολουθούσε να είναι κερδοφόρος το 2011, όταν η εγκατεστημένη παραγωγική ικανότητά του υπερέβαινε εκείνη της περιόδου της έρευνας και η χρησιμοποίησή της ήταν χαμηλότερη από εκείνη της περιόδου της έρευνας. Ως εκ τούτου, και ενόψει της βελτίωσης της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας που συνδέεται με τη μείωση της παραγωγικής ικανότητας, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το επίπεδο χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο διάσπασης της αιτιώδους συνάφειας. Βάσει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

4.7.   Εισαγωγές από τρίτες χώρες

(138)

Αρκετά μέρη υποστήριξαν ότι η Επιτροπή δεν είχε αξιολογήσει κατάλληλα τον αντίκτυπο των εισαγωγών από τρίτες χώρες. Υποστήριξαν ότι το επίπεδο των εισαγωγών τους ήταν κοντά στο επίπεδο των εισαγωγών από τη Ρωσία και ότι οι εισαγωγές από το Ιράν και την Ουκρανία πραγματοποιούνταν σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες των εισαγωγών από τη Ρωσία και την Κίνα. Επιπλέον, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 105, ένα ενδιαφερόμενο μέρος υποστήριξε ότι οι εισαγωγές από την Ουκρανία, την Ινδία και το Ιράν, οι οποίες αντιστοιχούν στο 5,4 % του μεριδίου αγοράς κατά την υπό εξέταση περίοδο, δεν είχαν εκτιμηθεί σωστά σε σύγκριση με τη μείωση του μεριδίου αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

(139)

Εν προκειμένω, επισημαίνεται κατ' αρχάς ότι, όπως υποδηλώνεται στην αιτιολογική σκέψη 104, το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τρίτες χώρες μειώθηκε από 10,9 % σε 9,1 % (από 854 281 σε 647 710 τόνους) κατά την υπό εξέταση περίοδο, ενώ το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τη Ρωσία μόνο αυξήθηκε από 5,9 % σε 9,8 % (και από 466 165 σε 697 661 τόνους). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι εισαγωγές από τη Ρωσία και από άλλες τρίτες χώρες ακολούθησαν αντίθετες τάσεις. Επισημαίνεται επίσης ότι, στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, οι εισαγωγές από τη Ρωσία είχαν αθροιστεί με τις εισαγωγές από την Κίνα και ότι το μερίδιο αγοράς των οικείων χωρών είχε αυξηθεί από 14,3 % το 2011 σε 20,1 % κατά την περίοδο της έρευνας.

(140)

Δεύτερον, μολονότι δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι οι εισαγωγές από το Ιράν και την Ουκρανία πραγματοποιήθηκαν σε μέσες τιμές χαμηλότερες από τις μέσες τιμές των οικείων χωρών, επισημαίνεται ότι το μέσο επίπεδο τιμών των εν λόγω εισαγωγών μείωσε σημαντικά τις εισαγωγές από τις οικείες χώρες καθ' όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου και δεν υπήρξε σημαντική μεταβολή στην συμπεριφορά των τιμών κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου. Καθώς το μερίδιό τους στην αγορά αυξήθηκε ελαφρώς μόνο, από 2,9 % σε 3,4 %, είναι μάλλον απίθανο οι εν λόγω εισαγωγές να διασπάσουν την αιτιώδη συνάφεια.

(141)

Τρίτον, και όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 106, το μερίδιο αγοράς της Ουκρανίας, της Ινδίας και του Ιράν θα πρέπει να αναλυθεί καθ' όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου και όχι εστιάζοντας σε μια συγκεκριμένη περίοδο ενός έτους. Προκύπτει ότι το μερίδιο αγοράς που κατείχαν οι εισαγωγές από την Ινδία, το Ιράν και την Ουκρανία πράγματι αυξήθηκε ελαφρώς από 4 % σε 5,4 % κατά την υπό εξέταση περίοδο, ενώ οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναφέρονται ανωτέρω) σε γενικές γραμμές μειώθηκαν από 10,9 % σε 9,1 %. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η μείωση του μεριδίου αγοράς για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής (– 4 %) δεν μπορεί να συγκριθεί με το μερίδιο αγοράς που κατείχαν οι προαναφερθείσες χώρες μόνο κατά την περίοδο της έρευνας, και ότι η αύξηση του μεριδίου αγοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί αρκετά σημαντική ώστε να διασπάσει την αιτιώδη συνάφεια.

(142)

Μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων, ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι, σε μια εκτίμηση σε απόλυτους όρους, οι εισαγωγές από όλες τις τρίτες χώρες ήταν συγκρίσιμες με τις εισαγωγές από τη Ρωσία και ότι θα πρέπει επίσης να θεωρούνται ως ζημιογόνες. Από την άποψη αυτή, επισημαίνεται κατ' αρχάς ότι, όπως ορίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 107 έως 111 του προσωρινού κανονισμού, πληρούνται οι όροι για την σωρευτική εκτίμηση των κινεζικών και ρωσικών εισαγωγών. Ως εκ τούτου, οι ρωσικές εισαγωγές δεν θα πρέπει να αναλυθούν ξεχωριστά. Δεύτερον, επισημαίνεται επίσης ότι, ενώ η ανάλυση των εισαγωγών θα πρέπει πράγματι να διενεργηθεί σε απόλυτους αριθμούς, θα πρέπει επίσης να αναλυθεί και η εξέλιξη των εν λόγω απόλυτων αριθμών. Εν προκειμένω και όπως αναφέρεται ανωτέρω, επισημαίνεται ότι οι εισαγωγές από όλες τις τρίτες χώρες μειώθηκαν κατά 206 571 τόνους κατά την υπό εξέταση περίοδο, ενώ οι εισαγωγές από τη Ρωσία αυξήθηκαν κατά 231 496 τόνους. Οι εισαγωγές από τις οικείες χώρες οι οποίες εκτιμήθηκαν σωρευτικά, ακολουθούσαν παρόμοια τάση και παρουσίασαν αύξηση κατά 312 224 τόνους. Όπως παρουσιάζεται ανωτέρω, οι εισαγωγές από όλες τις τρίτες χώρες ήταν πολύ λιγότερες από τις εισαγωγές από τις οικείες χώρες κατά την υπό εξέταση περίοδο. Ακολούθησαν επίσης αντίθετη τάση από εκείνη των ρωσικών εισαγωγών ή των εισαγωγών από τις οικείες χώρες. Στη βάση αυτή, επιβεβαιώνεται ότι οι εισαγωγές από τρίτες χώρες αναλύθηκαν σωστά, λαμβάνοντας υπόψη τις τάσεις τους ως προς τον όγκο, την τιμή και το μερίδιο αγοράς. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

4.8.   Συμπέρασμα σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια

(143)

Βάσει των ανωτέρω και ελλείψει άλλων παρατηρήσεων επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 202 έως 204 του προσωρινού κανονισμού.

5.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

5.1.   Συμφέρον του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

(144)

Ελλείψει τυχόν παρατηρήσεων όσον αφορά το συμφέρον του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, επιβεβαιώνεται η αιτιολογική σκέψη 209 του προσωρινού κανονισμού.

5.2.   Συμφέρον των εισαγωγέων και των χρηστών

(145)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, αρκετά μέρη υποστήριξαν ότι δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης να επιβάλει μέτρα αντιντάμπινγκ κατά των οικείων χωρών. Επανέλαβαν τον ισχυρισμό αυτόν μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων. Υποστήριξαν ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ θα ήταν ενάντια στα συμφέροντα μικρότερων χρηστών, επειδή θα έχουν αντιανταγωνιστικό αντίκτυπο (οι ενωσιακοί παραγωγοί θα αυξήσουν τις τιμές τους) και επειδή οι ενωσιακοί παραγωγοί δεν παράγουν ορισμένους τύπους πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα.

(146)

Οι ισχυρισμοί αυτοί είχαν ήδη αντιμετωπιστεί στις αιτιολογικές σκέψεις 220 έως 223 του προσωρινού κανονισμού, ωστόσο δεν υποβλήθηκαν επιπρόσθετες πληροφορίες για τους εν λόγω ισχυρισμούς μετά την κοινοποίηση των προσωρινών ή των οριστικών συμπερασμάτων. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα απορρίπτεται.

5.3.   Άλλα επιχειρήματα

(147)

Ορισμένα μέλη υποστήριξαν ότι η Επιτροπή μεροληπτούσε υπέρ των ενωσιακών παραγωγών και ότι προσπαθούσε να εντοπίσει συνθήκες ντάμπινγκ με οποιοδήποτε κόστος.

(148)

Ο παραπάνω ισχυρισμός δεν τεκμηριώθηκε περαιτέρω. Η Επιτροπή τονίζει ότι η έρευνα διενεργείται εντός του ισχύοντος νομικού πλαισίου με τα υψηλότερα πρότυπα ουδετερότητας και διαφάνειας.

(149)

Σύμφωνα με ορισμένα μέρη, το γεγονός ότι οι ενωσιακοί παραγωγοί εισήγαγαν το υπό εξέταση προϊόν υποδεικνύει ότι δεν μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση στην Ένωση.

(150)

Όπως επίσης επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 191 του προσωρινού κανονισμού, ορισμένοι ενωσιακοί παραγωγοί ανήκουν σε ενιαίους ομίλους καθετοποιημένων χαλυβουργιών με ανεξάρτητες εμπορικές εταιρείες. Οι εν λόγω έμποροι είναι ελεύθεροι να αγοράζουν από οποιαδήποτε πηγή επιλέξουν, συμπεριλαμβανομένων των οικείων χωρών. Θα πρέπει να επαναληφθεί ότι οι εν λόγω αγορές αντιπροσώπευαν λιγότερο του 1 % των πωλήσεων των καταγγελλόντων. Πέραν από λόγους αυτοάμυνας και διατήρησης εμπορικών σχέσεων, κανένα από τα παρεχόμενα στοιχεία δεν υποδηλώνει ότι οι εν λόγω εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν επειδή οι ενωσιακοί παραγωγοί δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τη ζήτηση.

5.4.   Συμπέρασμα σχετικά με το συμφέρον της Ένωσης

(151)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων όσον αφορά το συμφέρον της Ένωσης, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα στις αιτιολογικές σκέψεις 229 έως 232 του προσωρινού κανονισμού.

6.   ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

6.1.   Επίπεδο εξάλειψης της ζημίας

(152)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, αρκετά μέρη διατύπωσαν παρατηρήσεις σχετικά με το στοχευόμενο κέρδος του 5 % που χρησιμοποιούνταν προσωρινά για τον υπολογισμό της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 237 έως 238 του προσωρινού κανονισμού. Ένα ενδιαφερόμενο μέρος υποστήριξε ότι το κέρδος στον κλάδο δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο του 5 %, ενώ ένα άλλο ενδιαφερόμενο μέρος εισηγήθηκε ότι ένα στοχευόμενο κέρδος της τάξης του 5 % ήταν υπερβολικό. Οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν τεκμηριώθηκαν.

(153)

Η Eurofer έκρινε ότι το στοχευόμενο κέρδος της τάξης του 5 % ήταν υπερβολικά χαμηλό. Πρώτον, απέρριψε την αναφορά στο στοχευόμενο κέρδος GOES επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, τις διαφορές στην έρευνα και ανάπτυξη, τις αγορές και τη φύση του χάλυβα. Δεύτερον, η Eurofer υποστήριξε ότι τα διαθέσιμα και επαληθεύσιμα αποδεικτικά στοιχεία από πριν το 2009 καταδείκνυαν ότι το χρησιμοποιούμενο στοχευόμενο κέρδος θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 10 %. Στο πλαίσιο του εν λόγω ισχυρισμού, η Eurofer βασίστηκε εν μέρει στις πληροφορίες που παρείχαν οι καταγγέλλοντες παραγωγοί, οι οποίοι είχαν επιλεγεί για το δείγμα και είχαν παράσχει, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, δεδομένα κερδοφορίας, μεταξύ άλλων και για την περίοδο 2005-2008, και εν μέρει στην κερδοφορία που πέτυχαν ορισμένοι άλλοι ενωσιακοί παραγωγοί κατά την εν λόγω περίοδο. Η Eurofer πρόσθεσε ότι το στοχευόμενο κέρδος δεν θα έπρεπε να προκύπτει από τα έτη που είχαν επηρεαστεί είτε από την οικονομική κρίση είτε από εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους των οικείων χωρών. Τρίτον, η Eurofer υποστήριξε ότι το στοχευόμενο κέρδος θα έπρεπε να προσαρμοστεί βάσει των εισαγωγών μετά την περίοδο της έρευνας και μιας συνεχιζόμενης αθέμιτης υποτίμησης των τιμών των οικείων εισαγωγών. Επεσήμανε επίσης ότι, κατά το παρελθόν, θεσμικά όργανα της Ένωσης είχαν ήδη βασιστεί σε υψηλότερο από το κανονικό επίπεδο κέρδους για να αντισταθμίσουν τη ζημία που οφειλόταν σε εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ (9).

(154)

Οι παρατηρήσεις αυτές μελετήθηκαν δεόντως. Θα πρέπει κατ' αρχάς να υπενθυμιστεί ότι, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 236 του προσωρινού κανονισμού, η έρευνα κατέδειξε ότι καθ' όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου υπήρξαν σημαντικοί όγκοι εισαγωγών από τις οικείες χώρες, οι οποίες είχαν αρνητική επίπτωση, μεταξύ άλλων, στην κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Ως εκ τούτου, κανένα από τα έτη της υπό εξέταση περιόδου δεν μπορούσε να θεωρηθεί ενδεικτικό για το κέρδος που θα μπορούσε εύλογα να επιτευχθεί υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού. Καθώς ο μόνος ισχυρισμός που διατυπώθηκε σε σχέση με αυτό κατά το προσωρινό στάδιο δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένος, η Επιτροπή επέλεξε να καθορίσει προσωρινά το στοχευόμενο κέρδος βάσει των πορισμάτων σε έρευνες σχετικά με άλλα προϊόντα χάλυβα. Ωστόσο, μετά την επιβολή προσωρινών μέτρων, η Επιτροπή εξέτασε περαιτέρω το εν λόγω ζήτημα όχι μόνο βάσει των παρατηρήσεων που έλαβε μετά την κοινοποίηση, αλλά και ζητώντας και αναλύοντας περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με αυτό το ζήτημα.

(155)

Πράγματι, όπως αναφέρθηκε ήδη στην αιτιολογική σκέψη 8 ανωτέρω, μετά την επιβολή προσωρινών μέτρων, η Επιτροπή ζήτησε από τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος να παράσχουν δεδομένα κερδοφορίας σε σχέση με το ομοειδές προϊόν, κατά την πώλησή του στην ενωσιακή αγορά τα έτη 2005 έως 2010 (οι ίδιες πληροφορίες για το διάστημα από το 2011 έως την περίοδο της έρευνας είχαν ήδη παρασχεθεί μέσω της αρχικής τους απάντησης στο ερωτηματολόγιο). Οι πληροφορίες αυτές παρασχέθηκαν και επαληθεύτηκαν δεόντως. Η σταθμισμένη μέση κερδοφορία για τα έτη 2005 έως 2008 η οποία θα υπολογιζόταν επ' αυτής της βάσης κυμαινόταν για καθένα από τα εν λόγω έτη μεταξύ 9 % και 15 %. Τα έτη από το 2005 έως το 2008 φαίνεται ότι ήταν αντιπροσωπευτικά για τον καθορισμό ενός στοχευόμενου κέρδους, καθώς δεν επηρεάστηκαν ούτε από την οικονομική κρίση, η οποία επηρέασε σημαντικά τον κλάδο από το 2009 και μετά, ούτε χαρακτηρίζονταν από εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες αγοράς. Επιπλέον, ο όγκος των εισαγωγών από τις οικείες χώρες και άλλες χώρες κατά τα εν λόγω έτη υποδείκνυε ότι ο ανταγωνισμός ήταν ισχυρός.

(156)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι το περιθώριο κέρδους που επετεύχθη από τον κλάδο κατά το πλέον πρόσφατο αντιπροσωπευτικό έτος, δηλ. το 2008, είναι πιο κατάλληλη βάση για την επίτευξη του στοχευόμενου κέρδους, για τον συγκεκριμένο κλάδο, από ό,τι το στοχευόμενο κέρδος του 5 % που χρησιμοποιούνταν προσωρινά. Το εν λόγω σταθμισμένο μέσο περιθώριο κέρδους ανέρχεται στο 9,9 % και οι υπολογισμοί για την πώληση σε χαμηλότερες τιμές προσαρμόστηκαν αναλόγως. Δεδομένου ότι βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα κερδοφορίας για το υπό εξέταση προϊόν, αποτελεί τις βέλτιστες διαθέσιμες πληροφορίες για τον σκοπό αυτόν.

(157)

Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς έθιξαν ξανά το ζήτημα των περιθωρίων ζημίας που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό του επιπέδου εξάλειψης της ζημίας στις παρατηρήσεις τους μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων. Παραθέτοντας τη σκέψη 60 της απόφασης EFMA (10), επισημάνθηκε ότι «κατά τον υπολογισμό ενδεικτικής τιμής δυνάμενης να εξαλείψει την εν λόγω ζημία [το περιθώριο κέρδους που πρέπει να ληφθεί υπόψη] πρέπει να περιορίζεται στο περιθώριο κέρδους που η κοινοτική βιομηχανία θα μπορούσε λογικώς να αναμένει υπό τους συνήθεις όρους ανταγωνισμού, ελλείψει των αποτελουσών το αντικείμενο ντάμπινγκ εισαγωγών». Επεσήμαναν επίσης ότι το κέρδος που αποκτήθηκε κατά το 2011 συνιστά αξιόπιστο περιθώριο κέρδους ελλείψει εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα δεδομένα στον φάκελο για την περίοδο 2009 έως την περίοδο της έρευνας ήταν σαφώς ακατάλληλα λόγω της σημαντικής παρουσίας εισαγωγών σε χαμηλές τιμές και εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, καθώς και των οικονομικών κρίσεων του 2009 που επηρέασαν τον τομέα του χάλυβα και κατά τα έτη 2010 και 2011, ήταν εμφανές ότι η Επιτροπή είχε βάσιμους λόγους να ανατρέξει στο παρελθόν (εφόσον υπήρχαν διαθέσιμα δεδομένα) προκειμένου να προσδιορίσει το πλέον πρόσφατο αντιπροσωπευτικό έτος και ότι η περίοδος 2005-2008 έπρεπε συνεπώς να εξεταστεί. Από τα διαθέσιμα δεδομένα συνήχθη το συμπέρασμα ότι το έτος 2008 ήταν το πλέον κατάλληλο έτος, για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω. Ο ισχυρισμός ότι αυτό συνιστά «επιλεκτική διαλογή» είναι αβάσιμος, καθώς το έτος 2008 δεν ήταν σε καμία περίπτωση το έτος με την υψηλότερη κερδοφορία της περιόδου 2005-2008. Το 2008 επελέγη επειδή ήταν το πιο πρόσφατο έτος με κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού. Πράγματι, μια εξέταση των τιμών αγοράς της Ένωσης, των δεδομένων εισαγωγών και της κατανάλωσης της Ένωσης κατέδειξε ότι επικρατούσαν κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού της αγοράς.

(158)

Ως εκ τούτου, η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό κανονικού κέρδους για το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας είναι πλήρως σύμφωνη με την απόφαση EFMA και ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

(159)

Οι ίδιοι παραγωγοί-εξαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 122 ανωτέρω, η Επιτροπή είχε αγνοήσει γεγονότα τα οποία συνέβησαν το 2010 από την ανάλυσή της της κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, με την αιτιολογία ότι συνέβησαν πριν την περίοδο της ανάλυσης, ενώ είχε χρησιμοποιήσει το έτος 2008 για τον προσδιορισμό του στοχευόμενου κέρδους. Ως προς τούτο, επισημαίνεται ότι, ενώ η περίοδος που λαμβάνεται υπόψη για την ανάλυση της κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν περιορισμένη στην περίοδο από το 2011 έως την περίοδο της έρευνας, όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 20 του προσωρινού κανονισμού, δεν υπάρχουν νομικοί φραγμοί που να εμποδίζουν την Επιτροπή να ανατρέχει σε περιόδους εκτός της υπό εξέταση περιόδου, προκειμένου να προσδιορίσει ένα εύλογο στοχευόμενο κέρδος, εφόσον η επιλεγμένη περίοδος είναι αντιπροσωπευτική του επιπέδου κέρδους που θα μπορούσε να επιτευχθεί ελλείψει εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Αυτό εξηγείται δεόντως στην αιτιολογική σκέψη 157 ανωτέρω. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί.

(160)

Τα ίδια μέρη υποστήριξαν ότι, ελλείψει «άλλων δεικτών ζημίας» για την περίοδο 2005-2008, τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν μπορούσαν να υποβάλουν ουσιαστικές παρατηρήσεις σχετικά με την καταλληλότητα του επιπέδου του στοχευόμενου κέρδους. Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι ο προσδιορισμός του πλέον πρόσφατου έτους κατά το οποίο επικρατούσαν κανονικές συνθήκες αγοράς και η εκτίμηση της κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά την υπό εξέταση περίοδο είναι δύο ξεχωριστές ενέργειες για τις οποίες η Επιτροπή δεν απαιτεί και/ή αναλύει το ίδιο σύνολο πληροφοριών. Οι «άλλοι δείκτες ζημίας» δεν είναι συναφείς προκειμένου να προσδιοριστεί εάν επικρατούν κανονικές συνθήκες αγοράς σε ένα δεδομένο έτος. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

(161)

Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι τα δεδομένα κερδοφορίας του 2008 δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν επειδή δεν εμπίπτουν στην περίοδο από το 2011 έως την περίοδο της έρευνας. Ωστόσο, προκύπτει σαφώς από την προαναφερθείσα απόφαση EFMA ότι κατά την υπό εξέταση περίοδο κανένας παραγωγός-εξαγωγέας δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει στοχευόμενο κέρδος. Όπως και στο προσωρινό στάδιο, η Επιτροπή δεν έκανε χρήση αξιόπιστων, επαληθευμένων και εύχρηστων πληροφοριών κερδοφορίας από τον κλάδο παραγωγής, αλλά βασίστηκε σε δείκτες κερδοφορίας που χρησιμοποιήθηκαν σε άλλες έρευνες. Ωστόσο, καθώς η Επιτροπή δεν είχε λάβει και επαληθεύσει επιπρόσθετες πληροφορίες κερδοφορίας μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, και οι εν λόγω πληροφορίες αποδείχθηκαν ενδεικτικές για τον προσδιορισμό κέρδους που θα μπορούσε εύλογα να επιτευχθεί υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού στον εν λόγω κλάδο, η χρήση του εν λόγω κέρδους είναι καταλληλότερη από τη χρήση ενός ποσοστού που επηρεάζεται από διαφορετικές συνθήκες αγοράς (προϊόντα, συνθήκες ανταγωνισμού), ακόμα και αν το ποσοστό είναι πιο πρόσφατο. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

(162)

Ένας ρώσος παραγωγός-εξαγωγέας επεσήμανε ότι δεν είχε διενεργηθεί υπολογισμός του περιθωρίου πώλησης σε χαμηλότερες τιμές για τύπους προϊόντων τα οποία υποβάλλονταν σε επεξεργασία από σχετικούς εισαγωγείς κατά την είσοδό τους στην αγορά της Ένωσης. Καθώς υπήρχαν διαθέσιμα δεδομένα για να συμπεριληφθούν οι εν λόγω πωλήσεις, ο ισχυρισμός αυτός έγινε δεκτός και τα περιθώρια υποτιμολόγησης και πώλησης σε χαμηλότερες τιμές ενημερώθηκαν αναλόγως.

(163)

Ο ίδιος ρώσος παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι ο προσδιορισμός του επιπέδου πώλησης σε χαμηλότερες τιμές ήταν ανακριβής. Επεσήμανε ότι το κόστος της αξίας παραγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, το οποίο χρησιμοποιούνταν για τον υπολογισμό της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές, ήταν, για ορισμένους τύπους προϊόντων, πολύ υψηλό συγκριτικά με σχεδόν πανομοιότυπους τύπους προϊόντων και ότι η Επιτροπή θα έπρεπε είτε να το παραβλέψει είτε να το προσαρμόσει σε ένα πιο ρεαλιστικό επίπεδο. Επεσήμανε επίσης ότι, μολονότι οι μέσες τιμές εξαγωγών CIF για κινεζικές εισαγωγές είναι υψηλότερες κατά 3 %, το περιθώριο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές των ρώσων εξαγωγέων είναι διπλάσιο. Τέλος, επεσήμανε ότι ο όγκος συγκρίσιμων προϊόντων που πωλούνται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής αντιπροσώπευε μόλις το 6,4 % του συνολικού όγκου εξαγωγών του.

(164)

Έπειτα από επανέλεγχο, η Επιτροπή απέδειξε, ωστόσο, ότι τα στοιχεία σχετικά με το κόστος παραγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν ακριβή. Όσον αφορά τη διαφορά μεταξύ της αξίας CIF και του περιθωρίου πώλησης σε χαμηλότερες τιμές, επισημαίνεται ότι η εν λόγω σύγκριση είναι απλουστευτική και δεν λαμβάνει υπόψη τις πιθανές διακυμάνσεις τιμής και κόστους μεταξύ των τύπων προϊόντων από την πλευρά της Ένωσης ή του παραγωγού-εξαγωγέα. Επισημαίνεται επίσης ότι ο βασικός κανονισμός δεν προβλέπει κάποιο κατώτατο όριο όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ του όγκου εξαγόμενων προϊόντων και του αντίστοιχου όγκου πώλησης παρόμοιων προϊόντων από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Σε κάθε περίπτωση, αφού λήφθηκε υπόψη ο ισχυρισμός στην αιτιολογική σκέψη 162, ο όγκος συγκρίσιμων προϊόντων που πωλούνται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής αντιπροσώπευε το 10 % του συνολικού όγκου εξαγωγών του. Εν προκειμένω, επισημαίνεται επίσης ότι πάνω από το 90 % των προϊόντων που εξάγονται στην Ένωση από τον συγκεκριμένο παραγωγό-εξαγωγέα θα μπορούσαν να αντιστοιχιστούν με ένα συγκρίσιμο προϊόν της Ένωσης. Βάσει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

(165)

Αρκετοί παραγωγοί-εξαγωγείς αμφισβήτησαν την εφαρμογή εκ μέρους της Επιτροπής του άρθρου 2 παράγραφος 9 για τον υπολογισμό της ζημίας, με το επιχείρημα ότι το άρθρο 2 παράγραφος 9 αφορά τις διατάξεις του βασικού κανονισμού για το ντάμπινγκ και δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατ' αναλογία για τον υπολογισμό της ζημίας. Υποστήριξαν ότι η τιμή ελεύθερης κυκλοφορίας θα έπρεπε να βασίζεται στην τιμή την οποία χρεώνουν οι συνδεδεμένοι εισαγωγείς στην Ένωση στους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση.

(166)

Σκοπός του υπολογισμού του περιθωρίου ζημίας είναι να προσδιοριστεί κατά πόσον η επιβολή χαμηλότερου δασμολογικού συντελεστή (αντί του συντελεστή που βασίζεται στο περιθώριο ντάμπινγκ) στην τιμή εξαγωγής των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ θα επαρκούσε για να εξαλειφθεί η ζημία που προκαλούν οι εν λόγω εισαγωγές. Η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει να βασίζεται στην τιμή εξαγωγής στα σύνορα της Ένωσης, η οποία θεωρείται ότι είναι επιπέδου συγκρίσιμου με την τιμή εκ του εργοστασίου του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Όσον αφορά τις εξαγωγικές πωλήσεις μέσω συνδεδεμένων εισαγωγέων, κατ' αναλογία προς την προσέγγιση που υιοθετήθηκε για τους υπολογισμούς του περιθωρίου ντάμπινγκ, η τιμή εξαγωγής κατασκευάζεται με βάση την τιμή μεταπώλησης στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη, δεόντως προσαρμοσμένη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι η τιμή εξαγωγής αποτελεί απολύτως αναγκαίο στοιχείο για τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας και ότι το άρθρο αυτό αποτελεί το μοναδικό άρθρο του βασικού κανονισμού που παρέχει οδηγίες για την κατασκευή της τιμής εξαγωγής, η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου κατ' αναλογία είναι δικαιολογημένη.

(167)

Επιπλέον, θεωρείται ότι η μέθοδος που συνιστάται από το εν λόγω μέρος θα οδηγούσε σε άνιση μεταχείριση για τον υπολογισμό των περιθωρίων της ίδιας και των άλλων παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος οι οποίοι πραγματοποιούν πωλήσεις σε ανεξάρτητους εισαγωγείς. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για τους άλλους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος βασίστηκε σε μια τιμή εξαγωγής σε επίπεδο CIF η οποία ασφαλώς αποκλείει τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και τα διοικητικά έξοδα και τα κέρδη από τη μεταπώληση στην Ένωση μετά τον εκτελωνισμό. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η δημιουργία της σχετικής τιμής εισαγωγής για τους υπολογισμούς της υποτιμολόγησης και της πώλησης σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές που ισχύουν στην Ένωση δεν πρέπει να επηρεάζεται από το κατά πόσον οι εξαγωγές γίνονται σε συνδεδεμένους ή ανεξάρτητους εμπόρους της Ένωσης. Η μέθοδος που ακολούθησε η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι την ισότητα μεταχείρισης και στις δύο περιπτώσεις.

(168)

Συνεπώς, η Επιτροπή θεώρησε ότι η προσέγγιση που ακολουθήθηκε ήταν ακριβής και απέρριψε τους εν λόγω ισχυρισμούς.

(169)

Μετά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων, ένα ενδιαφερόμενο μέρος υποστήριξε ότι, λόγω της αφαίρεσης των ΓΔΕΠ και του κέρδους από την τιμή πώλησης, οι δείκτες υποτιμολόγησης και ντάμπινγκ δεν μπορούσαν πλέον να συγκριθούν σωστά καθώς ο παρονομαστής του υπολογισμού (δηλ. η τιμή CIF) δεν θα ήταν πλέον ο ίδιος. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε, καθώς οι αφαιρέσεις των ΓΔΕΠ και του κέρδους επηρεάζουν μόνο τον αριθμητή του δείκτη και όχι τον παρονομαστή.

(170)

Επίσης, όσον αφορά την κοινοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν ότι η μείωση των ΓΔΕΠ και του κέρδους επηρέαζε την επίπτωση του κανόνα του χαμηλότερου δασμού. Ωστόσο, καθώς εφαρμόστηκε συγκρίσιμη μεθοδολογία στους υπολογισμούς ντάμπινγκ, είναι σαφές ότι δεν υφίσταται στρέβλωση του κανόνα χαμηλότερου δασμού. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

(171)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος επεσήμανε ότι ο αποκαλούμενος κανόνας του χαμηλότερου δασμού δεν επαρκούσε για να εξαλείψει τη ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής στην παρούσα υπόθεση, επειδή, ενώ το κόστος παραγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής παρέμεινε σταθερό μετά την περίοδο της έρευνας, οι τιμές εισαγωγών από τη Ρωσία και την Κίνα μειώθηκαν αντίστοιχα κατά 19 % και 22 % από τον Απρίλιο έως τον Δεκέμβριο του 2015. Στη βάση αυτή, υποστήριξε ότι το αντίστοιχο επίπεδο των προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ (26,2 % και 16 %) δεν ήταν επαρκές, καθώς οι δασμοί είχαν απορροφηθεί ήδη πλήρως ή σε μεγάλο βαθμό από τις προαναφερθείσες μειώσεις των τιμών. Ως αποτέλεσμα των εν λόγω μειώσεων των τιμών, οι παραγωγοί στις οικείες χώρες ήταν σε θέση να αυξήσουν σημαντικά τον όγκο εξαγωγών τους στην Ένωση. Αναφέρθηκε επίσης στην αιτιολογική σκέψη 26 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 437/2004 του Συμβουλίου (11), όπου η Επιτροπή επεσήμανε ότι τα πορίσματα θα πρέπει να περιοριστούν στην περίοδο της έρευνας εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι δυνατόν να αποδειχθεί ότι οι επιπτώσεις των νέων περιστάσεων είναι προφανείς, αναμφισβήτητες, διαρκείς, δεν επιδέχονται αλλαγών και δεν είναι προϊόν προμελετημένης ενέργειας ενδιαφερομένων μερών.

(172)

Ο εν λόγω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί. Αφενός, ο ισχυρισμός ότι το κόστος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής παρέμεινε σταθερό δεν υποστηριζόταν από αποδεικτικά στοιχεία. Αφετέρου, ενώ οι τιμές εισαγωγών από τις οικείες χώρες έχουν πράγματι μειωθεί σημαντικά από το τέλος της περιόδου έρευνας και μετά, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι οι τιμές εισαγωγών αυξάνονται ξανά στο δεύτερο τρίμηνο του 2016. Ως εκ τούτου, η μείωση στις τιμές πωλήσεων δεν φαίνεται να έχει διαρκή χαρακτήρα και συνεπώς θα ήταν πρόωρο να αντιμετωπιστεί ως τέτοια.

(173)

Καθώς το επίπεδο συνεργασίας ήταν υψηλό, το οριστικό περιθώριο ζημίας για την ΛΔΚ που ίσχυε για συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς οι οποίοι δεν είχαν επιλεγεί για το δείγμα υπολογίστηκε ως ο μέσος όρος των δύο παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος. Το οριστικό περιθώριο ζημίας για την ΛΔΚ, που ίσχυε για μη συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς, καθορίστηκε στο επίπεδο του υψηλότερου περιθωρίου των δύο συνεργαζόμενων εταιρειών.

(174)

Για τη Ρωσία, το οριστικό περιθώριο ζημίας που ίσχυε για μη συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς καθορίστηκε βάσει του περιθωρίου ζημίας ενός αντιπροσωπευτικού τύπου προϊόντος από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς. Το περιθώριο αυτό ισχύει για την PJSC Novolipetsk Steel επειδή η άρνηση συνεργασίας της η οποία εξηγείται παραπάνω στην ενότητα «Ντάμπινγκ» σχετιζόταν επίσης με την τιμή εξαγωγών της και κατ' επέκταση και με το περιθώριο ζημίας της.

(175)

Λαμβάνοντας υπόψη τα ζητήματα που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 152 έως 172 ανωτέρω, τα οριστικά περιθώρια ζημίας και ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της τιμής CIF ελεύθερο στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή του δασμού, καθορίζονται ως εξής. Εδώ εμφανίζονται επίσης και οι οριστικοί δασμολογικοί συντελεστές.

Πίνακας 4

Οριστικά περιθώρια και δασμολογικοί συντελεστές

Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς

Οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ (%)

Οριστικό περιθώριο ζημίας (%)

Οριστικός δασμολογικός συντελεστής (%)

Όμιλος Angang

59,2

19,7

19,7

Όμιλος Shougang

52,7

22,1

22,1

Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες

56,9

20,5

20,5

Όλες οι άλλες εταιρείες

59,2

22,1

22,1

Ρώσοι παραγωγοί-εξαγωγείς

 

 

 

Magnitogorsk Iron & Steel Works OJSC

18,7

26,4

18,7

PAO Severstal

35,9

34,0

34,0

PJSC Novolipetsk Steel

38,9

36,1

36,1

Όλες οι άλλες εταιρείες

38,9

36,1

36,1

(176)

Τα προαναφερθέντα περιθώρια ζημίας στρογγυλοποιήθηκαν προς τα κάτω, κατά περίπτωση, στο πλησιέστερο δέκατο αριθμού έπειτα από παρατηρήσεις από παραγωγό-εξαγωγέα μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων.

(177)

Οι ατομικοί συντελεστές δασμού αντιντάμπινγκ σε επίπεδο εταιρείας που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό καθορίστηκαν με βάση τα συμπεράσματα της παρούσας έρευνας. Συνεπώς, αντικατοπτρίζουν την κατάσταση που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της παρούσας έρευνας όσον αφορά τις εν λόγω εταιρείες. Οι εν λόγω δασμολογικοί συντελεστές (σε αντίθεση με τον δασμό σε επίπεδο χώρας που ισχύει για «όλες τις άλλες εταιρείες») εφαρμόζονται, επομένως, αποκλειστικά στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής των εμπλεκόμενων χωρών, το οποίο έχει παραχθεί από τις εταιρείες και, άρα, από τις αναφερόμενες συγκεκριμένες νομικές οντότητες. Στο εισαγόμενο προϊόν που παράγεται από άλλη εταιρεία η οποία δεν κατονομάζεται στο διατακτικό του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που συνδέονται με όσες κατονομάζονται ρητώς, δεν πρέπει να εφαρμόζονται οι εν λόγω συντελεστές, αλλά ο δασμολογικός συντελεστής που ισχύει για «όλες τις άλλες εταιρείες».

(178)

Οποιοδήποτε αίτημα για την εφαρμογή αυτών των ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ για μεμονωμένες εταιρείες (π.χ. μετά από αλλαγή της επωνυμίας της επιχείρησης ή μετά τη δημιουργία νέας επιχείρησης παραγωγής ή πωλήσεων) θα πρέπει να απευθύνεται στην Επιτροπή (12) μαζί με όλες τις σχετικές πληροφορίες και, ιδίως, οποιαδήποτε αλλαγή των δραστηριοτήτων της εταιρείας που σχετίζεται με την παραγωγή, τις εγχώριες και εξαγωγικές πωλήσεις και συνδέεται, για παράδειγμα, με την εν λόγω αλλαγή της επωνυμίας ή την εν λόγω αλλαγή των επιχειρήσεων παραγωγής και πωλήσεων. Εάν κριθεί σκόπιμο, ο παρών κανονισμός θα τροποποιηθεί αναλόγως με επικαιροποίηση του καταλόγου των εταιρειών για τις οποίες ισχύουν ατομικοί δασμολογικοί συντελεστές.

(179)

Για να περιοριστούν οι κίνδυνοι καταστρατήγησης, κρίνεται ότι απαιτείται η λήψη ειδικών μέτρων στην περίπτωση αυτή, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η σωστή εφαρμογή των μέτρων αντιντάμπινγκ. Αυτά τα ειδικά μέτρα περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: την προσκόμιση στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών έγκυρου εμπορικού τιμολογίου το οποίο πρέπει να είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού. Οι εισαγωγές που δεν συνοδεύονται από τέτοιο τιμολόγιο υπόκεινται στον δασμολογικό συντελεστή που ισχύει για όλες τις άλλες εταιρείες.

6.2.   Οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών

(180)

Δεδομένων των περιθωρίων ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν και λαμβανομένου υπόψη του επιπέδου της ζημίας που προκλήθηκε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής θα πρέπει να εισπραχθούν οριστικά τα ποσά που είχαν δεσμευτεί μέσω του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ, ο οποίος επιβλήθηκε με τον προσωρινό κανονισμό.

6.3.   Εκτελεστό των μέτρων

(181)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών μέτρων ο καταγγέλλων υποστήριξε ότι ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς άρχισαν να απορροφούν τους επιβληθέντες προσωρινούς δασμούς αρνούμενοι να αυξήσουν τις τιμές τους. Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να επαληθευτεί στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας. Εάν υποβληθεί χωριστό αίτημα για μια νέα έρευνα κατά της απορρόφησης, δύναται να κινηθεί επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, εφόσον προσκομιστούν εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία.

(182)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που συστάθηκε βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2016/1036,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές πλατέων προϊόντων έλασης από σίδηρο ή από μη κραματοποιημένο χάλυβα ή άλλο κραματοποιημένο χάλυβα εκτός από ανοξείδωτο χάλυβα, κάθε πλάτους, που έχουν ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση, μη επιστρωμένα με άλλο μέταλλο, ούτε επικαλυμμένα ή επενδυμένα, που έχουν απλώς ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση, τα οποία επί του παρόντος υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 7209 15 00 (κωδικός TARIC 7209150090), 7209 16 90, 7209 17 90, 7209 18 91, ex 7209 18 99 (κωδικός TARIC 7209189990), ex 7209 25 00 (κωδικός TARIC 7209250090), 7209 26 90, 7209 27 90, 7209 28 90, 7211 23 30, ex 7211 23 80 (κωδικοί TARIC 7211238019, 7211238095 και 7211238099), ex 7211 29 00 (κωδικοί TARIC 7211290019 και 7211290099), 7225 50 80 και 7226 92 00, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος εξαιρούνται οι ακόλουθοι τύποι προϊόντων:

πλατέα προϊόντα έλασης από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα, κάθε πλάτους, που έχουν ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση, μη επιστρωμένα με άλλο μέταλλο, ούτε επικαλυμμένα ή επενδυμένα, που έχουν απλώς ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση, έστω και περιελιγμένα, κάθε πάχους, ηλεκτρικά,

πλατέα προϊόντα έλασης από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα, κάθε πλάτους, που έχουν ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση, μη επιστρωμένα με άλλο μέταλλο, ούτε επικαλυμμένα ή επενδυμένα, περιελιγμένα, πάχους κατώτερου των 0,35 mm, που έχουν υποστεί ανόπτηση (γνωστά ως «μαύρα ελάσματα»),

πλατέα προϊόντα έλασης από άλλο κραματοποιημένο χάλυβα, κάθε πλάτους, από πυριτιούχο χάλυβα για ηλεκτρικές εφαρμογές, και

πλατέα προϊόντα έλασης από κραματοποιημένο χάλυβα, που έχουν απλώς ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση, από χάλυβα ταχείας κοπής.

2.   Ο συντελεστής του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται επί της καθαρής, «ελεύθερης στα σύνορα της Ένωσης» τιμής, πριν από την καταβολή δασμού, του προϊόντος που περιγράφεται στην παράγραφο 1 και παράγεται από τις εταιρείες που αναφέρονται κατωτέρω, καθορίζεται ως εξής:

Χώρα

Εταιρεία

Οριστικός δασμολογικός συντελεστής (%)

Πρόσθετος κωδικός TARIC

ΛΔΚ

Angang Steel Company Limited, Anshan

19,7

C097

Tianjin Angang Tiantie Cold Rolled Sheets Co. Ltd., Tianjin

19,7

C098

Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες που απαριθμούνται στο παράρτημα

20,5

 

Όλες οι άλλες εταιρείες

22,1

C999

Ρωσία

Magnitogorsk Iron & Steel Works OJSC, Magnitogorsk

18,7

C099

PAO Severstal, Cherepovets

34

C100

Όλες οι άλλες εταιρείες

36,1

C999

3.   Η εφαρμογή των ατομικών δασμολογικών συντελεστών αντιντάμπινγκ που καθορίζονται για τις εταιρείες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 εξαρτάται από την προσκόμιση στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών έγκυρου εμπορικού τιμολογίου στο οποίο να υπάρχει δήλωση που να φέρει ημερομηνία και υπογραφή υπαλλήλου της οντότητας που εκδίδει το τιμολόγιο, με αναφορά του ονόματος και της θέσης του/της, με την ακόλουθη διατύπωση: «Ο υπογεγραμμένος πιστοποιώ ότι ο (όγκος) πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα που πωλήθηκε προς εξαγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και καλύπτεται από το παρόν τιμολόγιο παράχθηκε από την (επωνυμία και διεύθυνση της εταιρείας) (πρόσθετος κωδικός Taric) στην (οικεία χώρα). Δηλώνω ότι τα στοιχεία που αναγράφονται στο παρόν τιμολόγιο είναι πλήρη και ακριβή». Εάν δεν προσκομιστεί το τιμολόγιο αυτό, ισχύει ο συντελεστής δασμού που επιβάλλεται στις λοιπές εταιρείες.

4.   Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις σχετικά με τους δασμούς.

Άρθρο 2

Τα ποσά που είχαν δεσμευτεί υπό μορφή προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/181 εισπράττονται οριστικά. Τα ποσά που καταβλήθηκαν ως εγγύηση και υπερβαίνουν τους οριστικούς συντελεστές των δασμών αντιντάμπινγκ αποδεσμεύονται.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 29 Ιουλίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 176 της 30.6.2016, σ. 21.

(2)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/181 της Επιτροπής, της 10ης Φεβρουαρίου 2016, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΕΕ L 37 της 12.2.2016, σ. 1).

(3)  ΕΕ C 161 της 14.5.2015, σ. 9.

(4)  Εκτελεστικός κανονισμός (EE) 2015/2325 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2015, για την υποχρέωση καταγραφής των εισαγωγών ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΕΕ L 328 της 12.12.2015, σ. 104)

(5)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/1329 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2016, για την είσπραξη του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας (βλέπε σελίδα 27 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2852/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές μη συνεχών ινών από πολυεστέρες καταγωγής Ινδίας και Δημοκρατίας της Κορέας (ΕΕ L 332 της 28.12.2000, σ. 17).

(7)  Η εταιρεία κοινοποίησε στην Επιτροπή ότι, σύμφωνα με τις αλλαγές στον ρωσικό νόμο, άλλαξε την νομική της μορφή από ανοικτή ανώνυμη εταιρεία (OJSC) σε δημόσια ανώνυμη εταιρεία (PJSC). Αυτή η αλλαγή έχει τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2016.

(8)  Υπόθεση C-315/90, Gimelec κ.λπ. κατά Επιτροπής, απόφαση 27 Νοεμβρίου 1991, EU:C:1991:447, σκέψη 23.

(9)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3262/90 της Επιτροπής της 5ης Νοεμβρίου 1990 για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ταινιών ηχογράφησης σε κασέτες καταγωγής Ιαπωνίας, Δημοκρατίας της Κορέας και Χονγκ Κονγκ (ΕΕ L 313 της 13.11.1990, σ. 5).

(10)  Υπόθεση T-210/95, European Fertilizer Manufacturers' Association (EFMA) κατά Συμβουλίου [1999] ECR II-3291

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 437/2004 του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2004, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ιριδίζουσας πέστροφας καταγωγής Νορβηγίας και Νήσων Φερόες (ΕΕ L 72 της 11.3.2004, σ. 23).

(12)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση Εμπορίου, Διεύθυνση H, 1049 Βρυξέλλες, Βέλγιο.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κινέζοι συνεργασθέντες παραγωγοί-εξαγωγείς που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα:

Χώρα

Επωνυμία

Πρόσθετος κωδικός TARIC

ΛΔΚ

Hebei Iron and Steel Co., Ltd., Shijiazhuang

C103

ΛΔΚ

Handan Iron & Steel Group Han-Bao Co., Ltd., Handan

C104

ΛΔΚ

Baoshan Iron & Steel Co., Ltd., Shanghai

C105

ΛΔΚ

Shanghai Meishan Iron & Steel Co., Ltd., Nanjing

C106

ΛΔΚ

BX Steel POSCO Cold Rolled Sheet Co., Ltd., Benxi

C107

ΛΔΚ

Bengang Steel Plates Co., Ltd, Benxi

C108

ΛΔΚ

WISCO International Economic & Trading Co. Ltd., Wuhan

C109

ΛΔΚ

Maanshan Iron & Steel Co., Ltd., Maanshan

C110

ΛΔΚ

Tianjin Rolling-one Steel Co., Ltd., Tianjin

C111

ΛΔΚ

Zhangjiagang Yangtze River Cold Rolled Sheet Co., Ltd., Zhangjiagang

C112

ΛΔΚ

Inner Mongolia Baotou Steel Union Co., Ltd., Baotou City

C113