16.3.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/32


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/377 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 15ης Μαρτίου 2016

σχετικά με την ισοδυναμία του κανονιστικού πλαισίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από την Επιτροπή Προθεσμιακών Συναλλαγών Βασικών Εμπορευμάτων προς τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (1), και ιδίως το άρθρο 25 παράγραφος 6,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η διαδικασία που ισχύει για την αναγνώριση κεντρικών αντισυμβαλλομένων («CCP») εγκατεστημένων σε τρίτες χώρες, που καθορίζεται στο άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, έχει ως στόχο να δοθεί η δυνατότητα στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που είναι εγκατεστημένοι και έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες, των οποίων τα ρυθμιστικά πρότυπα είναι ισοδύναμα προς εκείνα που καθορίζονται στον εν λόγω κανονισμό, να παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης σε εκκαθαριστικά μέλη ή τόπους διαπραγμάτευσης που είναι εγκατεστημένα/οι στην Ένωση. Η εν λόγω διαδικασία αναγνώρισης και η απόφαση ισοδυναμίας που προβλέπονται σε αυτήν, ως εκ τούτου, συμβάλλουν στην επίτευξη του κύριου σκοπού του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ήτοι να μειωθεί ο συστημικός κίνδυνος, με την επέκταση της χρήσης ασφαλών και εύρωστων κεντρικών αντισυμβαλλομένων για την εκκαθάριση συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, μεταξύ άλλων και όταν οι εν λόγω CCP είναι εγκατεστημένοι και έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα.

(2)

Προκειμένου το νομικό καθεστώς τρίτης χώρας να θεωρηθεί ισοδύναμο με το νομικό καθεστώς της Ένωσης όσον αφορά τους CCP, το ουσιαστικό αποτέλεσμα των εφαρμοστέων νομοθετικών και εποπτικών ρυθμίσεων θα πρέπει να είναι ισοδύναμο με τις απαιτήσεις της Ένωσης όσον αφορά τους κανονιστικούς στόχους που επιτυγχάνουν. Σκοπός αυτής της αξιολόγησης της ισοδυναμίας είναι, επομένως, να εξακριβωθεί ότι οι νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) διασφαλίζουν ότι οι CCP, που είναι εγκατεστημένοι και διαθέτουν άδεια λειτουργίας εκεί, δεν εκθέτουν τα εκκαθαριστικά μέλη και τους τόπους διαπραγμάτευσης, που είναι εγκατεστημένα/οι στην Ένωση, σε υψηλότερο επίπεδο κινδύνου από εκείνο στο οποίο θα μπορούσαν να εκτεθούν οι δεύτεροι, από CCP που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση και, συνεπώς, δεν δημιουργούν απαράδεκτα επίπεδα συστημικού κινδύνου στην Ένωση.

(3)

Την 1η Σεπτεμβρίου 2013 η Επιτροπή έλαβε τις τεχνικές συμβουλές της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών («ΕΑΚΑΑ») σχετικά με τις νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που είναι εγκατεστημένοι στις ΗΠΑ. Στις εν λόγω τεχνικές συμβουλές προσδιορίστηκαν ορισμένες διαφορές μεταξύ των νομικά δεσμευτικών απαιτήσεων που εφαρμόζονται, σε επίπεδο περιοχής δικαιοδοσίας, στους CCP στις ΗΠΑ και των νομικά δεσμευτικών απαιτήσεων που εφαρμόζονται στους CCP βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Ωστόσο, η παρούσα απόφαση δεν βασίζεται μόνον σε συγκριτική ανάλυση των νομικά δεσμευτικών απαιτήσεων που εφαρμόζονται στους CCP στις ΗΠΑ, αλλά επίσης και σε αξιολόγηση του αποτελέσματος αυτών των απαιτήσεων, και της καταλληλότητάς τους για μείωση των κινδύνων στους οποίους μπορεί να εκτεθούν τα εκκαθαριστικά μέλη και οι τόποι διαπραγμάτευσης που είναι εγκατεστημένα/οι στην Ένωση, κατά τρόπο που να θεωρείται ισοδύναμος με το αποτέλεσμα των απαιτήσεων που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(4)

Σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, χρειάζεται να πληρούνται τρεις προϋποθέσεις, προκειμένου να κριθεί ότι οι νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις μιας τρίτης χώρας σχετικά με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας εκεί, είναι ισοδύναμες με εκείνες που καθορίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

(5)

Σύμφωνα με την πρώτη προϋπόθεση, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα πρέπει να πληρούν νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον τίτλο IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(6)

Οι νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις των ΗΠΑ για CCP που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας [ο όρος που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της CFTC είναι «registration» (καταχώριση)] και εποπτεύονται από την Επιτροπή Προθεσμιακών Συναλλαγών Βασικών Εμπορευμάτων (Commodity Futures Trading Commission — CFTC) περιέχονται στον νόμο για το Χρηματιστήριο Βασικών Εμπορευμάτων (Commodity Exchange Act — «ο νόμος CEA»), όπως τροποποιήθηκε με τους τίτλους VII και VIII του νόμου «Dodd-Frank Wall Street Reform and Consumer Protection Act» («ο νόμος Dodd-Frank» για τη μεταρρύθμιση της Wall Street και την προστασία των καταναλωτών), και τους κανονισμούς της CFTC που εκδόθηκαν βάσει αυτών. Η CFTC είναι η αρμόδια αρχή για την εποπτεία όλων των συμβάσεων παραγώγων που δεν βασίζονται σε έναν ενιαίο τίτλο (ομόλογο ή μετοχή), δάνειο ή μια ομάδα ή έναν δείκτη τίτλων περιορισμένης βάσης, και είναι υπεύθυνη για την αδειοδότηση και τη ρύθμιση των CCP που παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης για τις εν λόγω συμβάσεις παραγώγων [«οργανισμοί εκκαθάρισης παραγώγων» (derivative clearing organizations — «DCO»)]. Οι συμβάσεις παραγώγων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της CFTC αντιστοιχούν, επομένως, σε ένα υποσύνολο των συμβάσεων παραγώγων οι οποίες καλύπτονται από τις διατάξεις σχετικά με τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Η παρούσα απόφαση αφορά αποκλειστικά την ισοδυναμία των νομοθετικών και εποπτικών ρυθμίσεων για τους DCO και όχι τις νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις για τους CCP που παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης για τις συμβάσεις παραγώγων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Securities and Exchange Commission — «SEC»). Σε περίπτωση που ο CCP έχει λάβει άδεια λειτουργίας τόσο ως οργανισμός εκκαθάρισης υπό τη δικαιοδοσία της SEC όσο και ως DCO, η παρούσα απόφαση αφορά τους εν λόγω CCP μόνον στον βαθμό που παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης για τις συμβάσεις παραγώγων που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της CFTC.

(7)

Οι νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις που ισχύουν για τους CCP που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από τη CFTC περιλαμβάνουν πρότυπα υψηλού επιπέδου, που καθορίζονται από τις βασικές αρχές για τους DCO, οι οποίες περιλαμβάνονται στο τμήμα 5b(c)(2) του νόμου CEA και στα υποτμήματα Α και Β του μέρους 39 των κανονισμών της CFTC. Προκειμένου να λάβουν άδεια λειτουργίας από τη CFTC, όλοι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να συμμορφώνονται με τις εν λόγω βασικές αρχές. Οι βασικές αρχές συμπληρώνονται από ειδικά πρότυπα ενισχυμένης διαχείρισης του κινδύνου, που εφαρμόζονται σε DCO οι οποίοι έχουν χαρακτηριστεί από το Συμβούλιο Επίβλεψης Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (Financial Stability Oversight Council) των ΗΠΑ ως συστημικά σημαντικοί (systemically important) και για τους οποίους έχει οριστεί ως εποπτική αρχή η CFTC («SIDCO»). Τα πρότυπα ενισχυμένης διαχείρισης του κινδύνου ορίζονται στο τμήμα C του μέρους 39 των κανονισμών της CFTC (κανονισμοί 39.30 έως 39.42). Τα πρότυπα υψηλού επιπέδου και τα ειδικά πρότυπα ενισχυμένης διαχείρισης του κινδύνου για τους SIDCO (από κοινού, «οι πρωταρχικοί κανόνες») ισχύουν για τους SIDCO και τους DCO που δεν έχουν χαρακτηριστεί ως SIDCO, αλλά έχουν οικειοθελώς επιλέξει να δεσμεύονται νομικά από τα εν λόγω ειδικά πρότυπα διαχείρισης του κινδύνου («προαιρετικώς συμμετέχοντες DCO»). Οι εν λόγω πρωταρχικοί κανόνες αποτελούν την πρώτη κατηγορία των νομικά δεσμευτικών απαιτήσεων που εφαρμόζονται στους DCO.

(8)

Σύμφωνα με τους πρωταρχικούς κανόνες, οι DCO πρέπει να καθιερώνουν εσωτερικούς κανόνες και διαδικασίες, που πρέπει να εγκρίνονται από τη CFTC. Όσον αφορά ορισμένα πρότυπα που καθορίζονται στο πλαίσιο των πρωταρχικών κανόνων, οι εσωτερικοί κανόνες και διαδικασίες των DCO πρέπει να προβλέπουν περιοριστικές λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο DCO θα πληροί τα εν λόγω πρότυπα. Επιπλέον, οι εν λόγω εσωτερικοί κανόνες και διαδικασίες περιέχουν απαιτήσεις οι οποίες συμπληρώνουν εκείνες που προβλέπονται στους πρωταρχικούς κανόνες. Αφού εγκριθούν από τη CFTC, οι εν λόγω εσωτερικοί κανόνες και διαδικασίες καθίστανται νομικά δεσμευτικοί/-ές για τον DCO, και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των νομοθετικών και εποπτικών ρυθμίσεων με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται οι εν λόγω DCO. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους πρωταρχικούς κανόνες ή με τους εσωτερικούς κανόνες και διαδικασίες του DCO, η CFTC έχει την εξουσία να επιβάλλει κυρώσεις σε αυτούς τους DCO, μεταξύ άλλων με την επιβολή ποινών και με την αναστολή ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

(9)

Οι νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις στις ΗΠΑ όσον αφορά τις συμβάσεις παραγώγων που εκκαθαρίζονται από DCO περιλαμβάνουν, επομένως, μια προσέγγιση δύο κατηγοριών. Οι πρωταρχικοί κανόνες για τους SIDCO και τους προαιρετικώς συμμετέχοντες DCO αποτελούν την πρώτη κατηγορία των νομικά δεσμευτικών απαιτήσεων. Οι εσωτερικοί κανόνες και διαδικασίες των SIDCO και των προαιρετικώς συμμετεχόντων DCO αποτελούν τη δεύτερη κατηγορία των νομικά δεσμευτικών απαιτήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η φύση και οι λεπτομέρειες των νομικών απαιτήσεων που περιέχονται στους εσωτερικούς κανόνες και τις διαδικασίες των SIDCO και των προαιρετικώς συμμετεχόντων DCO πρέπει, ως εκ τούτου, να εξετάζονται από κοινού με τους πρωταρχικούς κανόνες, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις, που παράγουν αποτελέσματα μέσω αυτών των συνδυασμένων στοιχείων των νομοθετικών και εποπτικών ρυθμίσεων, μπορούν να θεωρηθούν ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον τίτλο IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(10)

Οι πρωταρχικοί κανόνες που ισχύουν για τους SIDCO και τους προαιρετικώς συμμετέχοντες DCO, οι οποίοι συμπληρώνονται από τους εσωτερικούς τους κανόνες και διαδικασίες, αποφέρουν ουσιαστικά αποτελέσματα ισοδύναμα με τα αποτελέσματα των κανόνων που περιέχονται στον τίτλο IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Οι πρωταρχικοί κανόνες περιλαμβάνουν απαιτήσεις σχετικά με τη διακυβέρνηση (μεταξύ άλλων, τις οργανωτικές απαιτήσεις, τις απαιτήσεις όσον αφορά τα ανώτερα διοικητικά στελέχη, τις επιτροπές κινδύνου, την τήρηση αρχείων, τις ειδικές συμμετοχές, τις πληροφορίες που διαβιβάζονται στην αρμόδια αρχή), τις συγκρούσεις συμφερόντων, την εξωτερική ανάθεση, την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, τη συνέχεια της επιχειρηματικής δραστηριότητας και τον διαχωρισμό, καθώς και τον κίνδυνο ρευστότητας, τις απαιτήσεις παροχής εξασφαλίσεων, την επενδυτική πολιτική και τον κίνδυνο διακανονισμού.

(11)

Αν και οι πρωταρχικοί κανόνες αναφορικά με κινδύνους ρευστότητας δεν απαιτούν από τους SIDCO και τους προαιρετικώς συμμετέχοντες DCO να διατηρούν επιλέξιμους πόρους ρευστότητας για να ανταποκρίνονται στην «αρχή κάλυψης 2», δηλαδή πόρους ρευστότητας που να καλύπτουν την αθέτηση υποχρεώσεων τουλάχιστον των δύο εκκαθαριστικών μελών έναντι των οποίων έχουν τα μεγαλύτερα ανοίγματα, οι εν λόγω DCO οφείλουν, ωστόσο, να καθιερώσουν διαδικασίες για την κάλυψη τυχόν ακάλυπτων ελλείψεων ρευστότητας, εξασφαλίζοντας ότι υπάρχουν διαθέσιμοι δεσμευμένοι πόροι, όταν οι ζημίες υπερβαίνουν την αθέτηση υποχρεώσεων από το εκκαθαριστικό μέλος έναντι του οποίου έχουν τη μεγαλύτερη έκθεση. Μολονότι πρόκειται για διαφορετική προσέγγιση από την «αρχή κάλυψης 2», που προβλέπεται στον τίτλο IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, αποφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα ισοδύναμα με τα αποτελέσματα των κανόνων που περιέχονται στον τίτλο IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(12)

Οι πρωταρχικοί κανόνες όσον αφορά τη συμμετοχή, τη διαχείριση των ανοιγμάτων, τις απαιτήσεις περιθωρίων ασφαλείας, τα κεφάλαια εκκαθάρισης και άλλους χρηματοοικονομικούς πόρους, τις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης και τις διαδικασίες σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης ακολουθούν παρόμοια προσέγγιση με τους κανόνες που περιέχονται στον τίτλο IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, αλλά διαφέρουν σε ορισμένες πτυχές. Όσον αφορά το αρχικό περιθώριο που εφαρμόστηκε στις κατά κυριότητα κατεχόμενες θέσεις του εκκαθαριστικού μέλους, οι πρωταρχικοί κανόνες προβλέπουν μια ελάχιστη περίοδο ρευστοποίησης μιας ημέρας, για συμβάσεις μη εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, όπου περιλαμβάνονται συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, δικαιώματα προαίρεσης, συμφωνίες ανταλλαγής επί γεωργικών ενεργειακών βασικών εμπορευμάτων και μετάλλων, και πέντε ημερών, για όλα τα άλλα παράγωγα, με περιθώριο που συλλέγεται σε καθαρή βάση. Οι κανόνες της Ένωσης, ωστόσο, καθορίζουν ελάχιστες περιόδους ρευστοποίησης δύο ημερών, για συμβάσεις μη εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, και πέντε ημερών, για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, με περιθώριο που συλλέγεται συνήθως σε καθαρή βάση. Επομένως, όσον αφορά τις κατά κυριότητα κατεχόμενες θέσεις των εκκαθαριστικών μελών, η μεγαλύτερη διάρκεια της περιόδου ρευστοποίησης (των δύο ημερών) για την εκκαθάριση συμβάσεων μη εξωχρηματιστηριακών παραγώγων στην Ένωση έχει ως αποτέλεσμα να συλλέγουν οι CCP που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση μεγαλύτερο περιθώριο όσον αφορά τις εν λόγω θέσεις. Αντιθέτως, στην περίπτωση των αρχικών περιθωρίων που συλλέγονται για τις θέσεις των πελατών των εκκαθαριστικών μελών, βάσει των πρωταρχικών κανόνων απαιτείται να συλλέγεται περιθώριο σε ακαθάριστη βάση, για όλες τις κατηγορίες συμβάσεων παραγώγων, ενώ στο δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπεται τέτοια απαίτηση. Αυτή η διαφορά μεταξύ της συλλογής περιθωρίου σε καθαρή και ακαθάριστη βάση καταλήγει σε ισοδύναμα αποτελέσματα όσον αφορά το ποσό περιθωρίου που κατέχουν οι DCO για τις θέσεις των πελατών, πράγμα το οποίο αντισταθμίζει τη διαφορά της περιόδου ρευστοποίησης. Ως εκ τούτου, οι πρωταρχικοί κανόνες σχετικά με τις απαιτήσεις παροχής περιθωρίου ασφαλείας μπορούν να θεωρηθούν ισοδύναμοι με το δίκαιο της Ένωσης, στον βαθμό που αφορούν τις θέσεις των πελατών των εκκαθαριστικών μελών. Περαιτέρω, βάσει του δικαίου της Ένωσης απαιτείται η εφαρμογή ενός εκ των τριών μέτρων αντι-φιλοκυκλικότητας, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα αρχικά περιθώρια δεν υποχωρούν σε υπερβολικά χαμηλά επίπεδα σε περιόδους οικονομικής σταθερότητας, και δεν αυξάνονται απότομα σε περιόδους ακραίων καταστάσεων, ενώ οι πρωταρχικοί κανόνες δεν περιέχουν τέτοια συγκεκριμένη απαίτηση. Στο πλαίσιο αυτό, με τα μέτρα αυτά εξασφαλίζονται σταθερά και συντηρητικά περιθώρια. Επιπλέον, βάσει των πρωταρχικών κανόνων, απαιτείται από τους SIDCO και τους προαιρετικώς συμμετέχοντες DCO να εφαρμόζουν την «αρχή κάλυψης 2», όταν οι εν λόγω DCO έχουν χαρακτηριστεί ως συστημικά σημαντικοί σε πολλές περιοχές δικαιοδοσίας ή όταν ασχολούνται με δραστηριότητες με πιο πολύπλοκο προφίλ κινδύνου. Σε αντίθεση, βάσει των κανόνων της Ένωσης, απαιτείται η τήρηση της «αρχής κάλυψης 2» από όλους τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους.

(13)

Οι νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις των ΗΠΑ που ισχύουν για τους DCO θα πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθούν ισοδύναμες, υπό την προϋπόθεση ότι, σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανόνες και διαδικασίες των DCO που έχουν αδειοδοτηθεί ως SIDCO και προαιρετικώς συμμετέχοντες DCO, εξασφαλίζουν ότι οι DCO συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις. Οι απαιτήσεις αυτές είναι οι εξής: 1) για συμβάσεις μη εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που εκτελούνται σε ρυθμιζόμενες αγορές, περίοδος ρευστοποίησης δύο ημερών όσον αφορά το αρχικό περιθώριο που εφαρμόζεται στις κατά κυριότητα κατεχόμενες θέσεις των εκκαθαριστικών μελών· 2) για όλες τις συμβάσεις παραγώγων, μέτρα για τον περιορισμό της φιλοκυκλικότητας, τα οποία εξασφαλίζουν σταθερά και συντηρητικά περιθώρια, και είναι ισοδύναμα με τουλάχιστον μία από τις επιλογές που προβλέπονται στον τίτλο IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012· και 3) επαρκείς διαθέσιμοι προχρηματοδοτημένοι χρηματοοικονομικοί πόροι, που παρέχουν τη δυνατότητα στον DCO να αντιμετωπίζει την αθέτηση υποχρεώσεων τουλάχιστον των δύο εκκαθαριστικών μελών έναντι των οποίων έχει τα μεγαλύτερα ανοίγματα, υπό ακραίες αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς, λαμβανομένων υπόψη των πρόσθετων κινδύνων στους οποίους εκτίθενται οι εν λόγω DCO, οι οποίοι προκύπτουν από την ταυτόχρονη πτώχευση οντοτήτων στον όμιλο των αθετούντων εκκαθαριστικών μελών.

(14)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ορισμένων καταγεγραμμένων συμβάσεων γεωργικών παραγώγων, που εκτελούνται σε ρυθμιζόμενες αγορές στις ΗΠΑ και εκκαθαρίζονται από DCO, αφορούν αγορές που εξυπηρετούν ως επί το πλείστον εγχώριους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους στις ΗΠΑ, οι οποίοι διαχειρίζονται τους εμπορικούς κινδύνους τους μέσω των συμβάσεων αυτών και οι οποίοι έχουν χαμηλό βαθμό συστημικής διασύνδεσης με το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ο κίνδυνος που προκύπτει από την εκκαθάριση των συμβάσεων αυτών είναι αμελητέος όσον αφορά τα εκκαθαριστικά μέλη και τους τόπους διαπραγμάτευσης που είναι εγκατεστημένα/οι στην Ένωση. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της ισοδυναμίας δεν επηρεάζεται ουσιαστικά από τα κανονιστικά χαρακτηριστικά αυτών των συμβάσεων γεωργικών παραγώγων.

(15)

Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι νομικές και εποπτικές ρυθμίσεις της CFTC, που περιλαμβάνουν τους πρωταρχικούς κανόνες και τους εσωτερικούς κανόνες και διαδικασίες των SIDCO και των προαιρετικώς συμμετεχόντων DCO, και οι οποίες πληρούν τα πρότυπα που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση όσον αφορά τη διαχείριση του κινδύνου, θα πρέπει να θεωρηθούν νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον τίτλο IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Μόνον οι SIDCO και οι προαιρετικώς συμμετέχοντες DCO που συμμορφώνονται με αυτές τις νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις (δηλαδή τους πρωτογενείς κανόνες, όπως συμπληρώνονται από τους εσωτερικούς κανόνες και διαδικασίες που έχουν εγκριθεί από τη CFTC, και πληρούν τα πρότυπα που καθορίζονται στην παρούσα πράξη) μπορούν να είναι επιλέξιμοι για αναγνώριση από την ΕΑΚΑΑ, η οποία θα πρέπει να επαληθεύει, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ότι τα πρότυπα αυτά αποτελούν μέρος των εσωτερικών κανόνων και διαδικασιών κάθε κεντρικού αντισυμβαλλομένου που υπόκειται στο εν λόγω καθεστώς και υποβάλλει αίτηση για αναγνώριση στην Ένωση. Ομοίως, η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, αν εξακολουθεί να πληρούται το ισοδύναμο καθεστώς, όπως ορίζεται στην παρούσα απόφαση, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων που καθορίζονται σε αυτήν, και μπορεί να ανακαλέσει την αναγνώριση, σε περίπτωση που δεν πληρούται. Ειδικότερα, η ΕΑΚΑΑ θα εξακριβώνει αν ο CCP εφαρμόζει περίοδο ρευστοποίησης δύο ημερών όσον αφορά τις κατά κυριότητα κατεχόμενες θέσεις των εκκαθαριστικών μελών σε συμβάσεις μη εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, και αν ο CCP εφαρμόζει μέτρα που αποσκοπούν στον περιορισμό της φιλοκυκλικότητας τα οποία είναι ισοδύναμα για την εξασφάλιση σταθερών και συντηρητικών περιθωρίων με οποιοδήποτε από τα τρία μέτρα που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, και αν ο CCP διατηρεί επαρκείς διαθέσιμους προχρηματοδοτημένους χρηματοοικονομικούς πόρους, που του παρέχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει την αθέτηση υποχρεώσεων τουλάχιστον των δύο εκκαθαριστικών μελών έναντι των οποίων έχει τα μεγαλύτερα ανοίγματα, υπό ακραίες αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς, λαμβανομένων υπόψη των πρόσθετων κινδύνων στους οποίους εκτίθενται οι εν λόγω CCP, οι οποίοι προκύπτουν από την ταυτόχρονη πτώχευση οντοτήτων στον όμιλο των αθετούντων εκκαθαριστικών μελών.

(16)

Σύμφωνα με τη δεύτερη προϋπόθεση, βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, οι νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις όσον αφορά τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που είναι εγκατεστημένοι στις ΗΠΑ πρέπει επίσης να προβλέπουν αποτελεσματική εποπτεία των εν λόγω κεντρικών αντισυμβαλλομένων σε αυτή την περιοχή δικαιοδοσίας και επιβολή των απαιτήσεων σε συνεχή βάση.

(17)

Η CFTC διενεργεί συνεχή παρακολούθηση της συμμόρφωσης των DCO με τις απαιτήσεις διαχείρισης κινδύνων, μέσω της επιτήρησης και των διαδικασιών εξέτασης βάσει κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των δοκιμών των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας. Η CFTC διενεργεί την εξέταση αυτή με ομάδες εξέτασης. Μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης, η CFTC συντάσσει έκθεση στην οποία συνοψίζονται τα αποτελέσματα της εξέτασης, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ζητημάτων που προκαλούν ανησυχία. Στην έκθεση περιγράφονται τυχόν ελλείψεις που έχουν εντοπιστεί, και τα διάφορα μέτρα που έχει στη διάθεσή της η CFTC, προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι DCO αντιμετωπίζουν δεόντως τυχόν ζητήματα που έχουν επισημανθεί, μεταξύ άλλων, με την επιβολή κυρώσεων και με την αναστολή ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, όταν δεν αντιμετωπίζονται οι ελλείψεις. Η έκθεση αυτή, ή οι πληροφορίες που περιέχονται στην έκθεση, καθώς και κάθε μέτρο που λαμβάνεται βάσει αυτών, μπορούν να γνωστοποιούνται σε ρυθμιστικές αρχές τρίτων χωρών, βάσει ρυθμίσεων συνεργασίας.

(18)

Ως εκ τούτου, θα πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις όσον αφορά τους DCO προβλέπουν αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή των απαιτήσεων σε συνεχή βάση.

(19)

Σύμφωνα με την τρίτη προϋπόθεση, βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, οι νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις των ΗΠΑ πρέπει να περιλαμβάνουν ένα αποτελεσματικό ισοδύναμο σύστημα για την αναγνώριση κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει των νομικών καθεστώτων τρίτων χωρών («CCP τρίτων χωρών»).

(20)

Οι CCP τρίτων χωρών μπορούν να υποβάλλουν στην CFTC αίτηση για άδεια λειτουργίας ως DCO. Σύμφωνα με την καταστατική αρμοδιότητά της, βάσει του κώδικα 7 U.S.C. § 2(i), η CFTC μπορεί να αναγνωρίζει υποκατάστατη συμμόρφωση («substituted compliance») των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών, στον βαθμό που έχει διαπιστώσει συγκρισιμότητα μεταξύ των απαιτήσεών της για τους DCO και των απαιτήσεων του κανονιστικού καθεστώτος της τρίτης χώρας. Όταν αναγνωρίζεται υποκατάστατη συμμόρφωση, ένας CCP τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας ως DCO μπορεί να πληροί τις απαιτήσεις της CFTC, με τη συμμόρφωσή του προς τις συγκρίσιμες απαιτήσεις στη δική του περιοχή δικαιοδοσίας (τρίτη χώρα). Προκειμένου να χορηγηθεί αναγνώριση, απαιτείται επίσης η σύναψη μνημονίου συνεννόησης μεταξύ της CFTC και της αρμόδιας εποπτικής αρχής της τρίτης χώρας του αιτούντος κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(21)

Κατά συνέπεια, θα πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι νομικές και εποπτικές ρυθμίσεις της CFTC προβλέπουν ένα αποτελεσματικό ισοδύναμο σύστημα για την αναγνώριση CCP τρίτων χωρών.

(22)

Η παρούσα απόφαση βασίζεται στις νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις που αφορούν SIDCO και προαιρετικώς συμμετέχοντες DCO, οι οποίες ισχύουν στις ΗΠΑ κατά τη στιγμή της έκδοσης της παρούσας απόφασης. Η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ, θα πρέπει να συνεχίσει να παρακολουθεί, σε τακτική βάση, την εξέλιξη των νομοθετικών και εποπτικών ρυθμίσεων για τους SIDCO και τους προαιρετικώς συμμετέχοντες DCO και την εκπλήρωση των προϋποθέσεων βάσει των οποίων εκδόθηκε η παρούσα απόφαση.

(23)

Η τακτική επανεξέταση των νομοθετικών και εποπτικών ρυθμίσεων που ισχύουν για τους SIDCO και τους προαιρετικώς συμμετέχοντες DCO στις ΗΠΑ δεν θίγει τη δυνατότητα της Επιτροπής να διενεργεί ειδική επανεξέταση, ανά πάσα στιγμή, σε περίπτωση που, λόγω σχετικών εξελίξεων και, ιδίως, των επαληθεύσεων που πραγματοποιούνται από την ΕΑΚΑΑ ή των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της ως αποτέλεσμα της εποπτικής συνεργασίας με τη CFTC, σύμφωνα με τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, καταστεί αναγκαίο να αξιολογήσει εκ νέου η Επιτροπή την ισοδυναμία που χορηγείται με την παρούσα απόφαση. Η εν λόγω επανεξέταση θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάργηση της παρούσας απόφασης.

(24)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κινητών Αξιών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, οι νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) για τους οργανισμούς εκκαθάρισης παραγώγων, οι οποίες αποτελούνται από το τμήμα 5b του νόμου για το Χρηματιστήριο Βασικών Εμπορευμάτων και τα υποτμήματα Α, Β και C του μέρους 39 των κανονισμών της CFTC, με την εξαίρεση των κανονισμών 39.35 και 39.39, θεωρούνται ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του τίτλου IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, όταν οι εσωτερικοί κανόνες και διαδικασίες των οργανισμών εκκαθάρισης παραγώγων οι οποίοι έχουν χαρακτηριστεί, από τις αρχές των ΗΠΑ, ως συστημικά σημαντικοί («συστημικά σημαντικοί οργανισμοί εκκαθάρισης παραγώγων»), καθώς και των οργανισμών εκκαθάρισης παραγώγων οι οποίοι έχουν επιλέξει να υπόκεινται στους κανόνες που περιλαμβάνονται στο τμήμα C του μέρους 39 των κανονισμών της CFTC και οι οποίοι έχουν λάβει άδεια και εποπτεύονται από τη CFTC («προαιρετικώς συμμετέχοντες οργανισμοί εκκαθάρισης παραγώγων»), περιέχουν τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3.

2.   Οι ειδικοί κανόνες που περιέχονται στους εσωτερικούς κανόνες και διαδικασίες των συστημικά σημαντικών οργανισμών εκκαθάρισης παραγώγων και των προαιρετικώς συμμετεχόντων οργανισμών εκκαθάρισης παραγώγων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, περιλαμβάνουν, όσον αφορά την αρχή που καθορίζεται στον κανονισμό 39.13 της CFTC, ειδικά μέτρα διαχείρισης του κινδύνου που εξασφαλίζουν ότι τα αρχικά περιθώρια υπολογίζονται και συλλέγονται βάσει των ακόλουθων παραμέτρων:

α)

στην περίπτωση κατά κυριότητα κατεχόμενων θέσεων των εκκαθαριστικών μελών σε συμβάσεις παραγώγων που εκτελούνται σε ρυθμιζόμενες αγορές ή συγκεκριμένες αγορές συμβάσεων («designated contract markets»), σύμφωνα με το τμήμα 5 του νόμου για το Χρηματιστήριο Βασικών Εμπορευμάτων (CEA), 7 USC 7, περίοδος ρευστοποίησης δύο ημερών υπολογιζόμενη σε καθαρή βάση·

β)

στην περίπτωση όλων των συμβάσεων παραγώγων, μέτρα που αποσκοπούν στον περιορισμό της φιλοκυκλικότητας, ισοδύναμα με τουλάχιστον ένα από τα εξής:

i)

μέτρα με τα οποία εφαρμόζεται απόθεμα περιθωρίου ασφαλείας τουλάχιστον ίσο με το 25 % των υπολογιζόμενων περιθωρίων, το οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιτρέπει να εξαντλείται προσωρινά, σε περιόδους όπου οι υπολογισθείσες απαιτήσεις παροχής περιθωρίου αυξάνονται σημαντικά·

ii)

μέτρα με τα οποία αποδίδεται βαρύτητα τουλάχιστον 25 % σε παρατηρήσεις ακραίων συνθηκών κατά την προγενέστερη περίοδο·

iii)

μέτρα που διασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις παροχής περιθωρίου δεν είναι χαμηλότερες εκείνων που θα υπολογίζονταν χρησιμοποιώντας εκτιμώμενη μεταβλητότητα για δεκαετή ιστορική προγενέστερη περίοδο.

3.   Οι ειδικοί κανόνες που περιέχονται στους εσωτερικούς κανόνες και διαδικασίες των συστημικά σημαντικών οργανισμών εκκαθάρισης παραγώγων και των προαιρετικώς συμμετεχόντων οργανισμών εκκαθάρισης παραγώγων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, περιλαμβάνουν, όσον αφορά την αρχή που καθορίζεται στους κανονισμούς 39.11 και 39.33 της CFTC, ειδικά μέτρα σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς πόρους, που εξασφαλίζουν ότι ο συστημικά σημαντικός οργανισμός εκκαθάρισης παραγώγων ή ο προαιρετικώς συμμετέχων οργανισμός εκκαθάρισης παραγώγων διατηρεί επαρκείς διαθέσιμους προχρηματοδοτημένους χρηματοοικονομικούς πόρους, που παρέχουν τη δυνατότητα στον εν λόγω οργανισμό εκκαθάρισης παραγώγων να αντιμετωπίζει την αθέτηση υποχρεώσεων τουλάχιστον των δύο εκκαθαριστικών μελών έναντι των οποίων έχει τα μεγαλύτερα ανοίγματα, υπό ακραίες αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς, λαμβανομένων υπόψη των πρόσθετων κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ο εν λόγω οργανισμός εκκαθάρισης παραγώγων, οι οποίοι προκύπτουν από την ταυτόχρονη πτώχευση οντοτήτων στον όμιλο των αθετούντων εκκαθαριστικών μελών.

Άρθρο 2

1.   Οι συμβάσεις παραγώγων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 δεν περιλαμβάνουν τις συμβάσεις παραγώγων επί βασικών γεωργικών εμπορευμάτων που πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

βασίζονται σε βαθμίδες, τιμές, βάρη, μέτρα ή συντελεστές μετατροπής αναφοράς, όπως δημοσιεύονται από το Υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών, που αναφέρονται σε υποκείμενο γεωργικό προϊόν, για βασικά γεωργικά εμπορεύματα και τα προϊόντα τους, και αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε συγκεκριμένες αγορές συμβάσεων στις ΗΠΑ, σύμφωνα με το τμήμα 5 του νόμου για το Χρηματιστήριο Βασικών Εμπορευμάτων (CEA), 7 USC 7, ή βασίζονται σε υποκείμενο γεωργικό προϊόν όπως ζάχαρη, σογιέλαιο, σογιάλευρο, κακάο, καφέ, ή ξυλεία και αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε συγκεκριμένες αγορές συμβάσεων στις ΗΠΑ, σύμφωνα με το τμήμα 5 του νόμου για το Χρηματιστήριο Βασικών Εμπορευμάτων (CEA), 7 USC 7·

β)

βασίζονται σε υποκείμενο γεωργικό προϊόν, το οποίο αποτελεί τη βάση μιας σύμβασης παραγώγων επί βασικών γεωργικών εμπορευμάτων, που προσφέρεται για εκκαθάριση από οργανισμό εκκαθάρισης παραγώγων εγκατεστημένο στις ΗΠΑ·

γ)

όταν προσδιορίζεται ένας ή περισσότεροι τόποι παραγωγής του υποκείμενου γεωργικού προϊόντος, κανένας από αυτούς τους τόπους παραγωγής δεν βρίσκεται εντός της Ένωσης·

δ)

πληρούν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση και, εκτός από την περίπτωση που βασίζονται σε υποκείμενο γεωργικό προϊόν τον καφέ, όλοι οι τόποι παράδοσης είναι εκτός της Ένωσης·

ii)

εκκαθαρίζονται με χρηματικό διακανονισμό και, εκτός από την περίπτωση που βασίζονται σε υποκείμενο γεωργικό προϊόν τον καφέ ή τη ζάχαρη, το ποσό του διακανονισμού δεν βασίζεται σε τιμές για ένα υποκείμενο γεωργικό προϊόν για το οποίο ένας τουλάχιστον από τους τόπους παράδοσης είναι εντός της Ένωσης.

Η προϋπόθεση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) θεωρείται ότι δεν πληρούται για μια συγκεκριμένη σύμβαση παραγώγων επί βασικών γεωργικών εμπορευμάτων, όταν η πλειονότητα των συμβάσεων αυτών που εκκαθαρίζονται από τον οργανισμό εκκαθάρισης παραγώγων ο οποίος είναι εγκατεστημένος στις ΗΠΑ υπόκεινται σε εκκαθάριση για αντισυμβαλλομένους που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση, και οι συμβάσεις αυτές προσφέρονται επίσης για εκκαθάριση από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση.

2.   Το άρθρο 1 παράγραφος 3 δεν εφαρμόζεται σε συστημικά σημαντικούς οργανισμούς εκκαθάρισης παραγώγων ή προαιρετικώς συμμετέχοντες οργανισμούς εκκαθάρισης παραγώγων οι οποίοι εκκαθαρίζουν μόνον τις συμβάσεις παραγώγων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1.