28.8.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 255/18


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 907/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 11ης Μαρτίου 2014

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τους οργανισμούς πληρωμών και άλλους οργανισμούς, τη δημοσιονομική διαχείριση, την εκκαθάριση λογαριασμών, τις εγγυήσεις και τη χρήση του ευρώ

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 352/78, (ΕΚ) αριθ. 165/94, (ΕΚ) αριθ. 2799/98, (ΕΚ) αριθ. 814/2000, (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 και (ΕΚ) αριθ. 485/2008 του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 1, το άρθρο 40, το άρθρο 46 παράγραφοι 1, 2, 3 και 4, το άρθρο 53 παράγραφος 3, το άρθρο 57 παράγραφος 1, το άρθρο 66 παράγραφος 3, το άρθρο 79 παράγραφος 2, το άρθρο 106 παράγραφοι 5 και 6, και το άρθρο 120,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 θέσπισε τις βασικές διατάξεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και των οργανισμών συντονισμού, τις υποχρεώσεις των οργανισμών πληρωμών όσον αφορά τη δημόσια παρέμβαση, τη δημοσιονομική διαχείριση και τις διαδικασίες εκκαθάρισης λογαριασμών, τις εγγυήσεις και τη χρήση του ευρώ. Για να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία του νέου νομικού πλαισίου πρέπει να θεσπιστούν ορισμένοι κανόνες που θα συμπληρώνουν τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 στους οικείους τομείς. Οι νέοι κανόνες θα πρέπει να αντικαταστήσουν τους υφιστάμενους κανονισμούς της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 883/2006 (2), (ΕΚ) αριθ. 884/2006 (3), (ΕΚ) αριθ. 885/2006 (4), (ΕΚ) αριθ. 1913/2006 (5), (ΕΕ) αριθ. 1106/2010 (6), τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 282/2012 (7), οι οποίοι βασίζονταν σε κανονισμούς του Συμβουλίου που έχουν ήδη αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1306/2013. Για λόγους σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου, οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 883/2006, (ΕΚ) αριθ. 884/2006, (ΕΚ) αριθ. 885/2006, (ΕΚ) αριθ. 1913/2006, (ΕΕ) αριθ. 1106/2010 και ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 282/2012 θα πρέπει να καταργηθούν.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαπιστεύουν τους οργανισμούς πληρωμών μόνον εφόσον ανταποκρίνονται σ’ ένα ελάχιστο σύνολο κριτηρίων τα οποία καθορίζονται σε επίπεδο Ένωσης. Τα εν λόγω κριτήρια θα πρέπει να καλύπτουν τέσσερις βασικούς τομείς: το εσωτερικό περιβάλλον, τις δραστηριότητες ελέγχου, την ενημέρωση και επικοινωνία και την παρακολούθηση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να θεσπίσουν πρόσθετα κριτήρια διαπίστευσης, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη τυχόν ειδικά χαρακτηριστικά ενός οργανισμού πληρωμών. Επιπλέον, θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες όσον αφορά τα κριτήρια διαπίστευσης των οργανισμών συντονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013.

(3)

Τα μέτρα δημόσιας παρέμβασης μπορούν να χρηματοδοτούνται μόνον εάν οι σχετικές δαπάνες πραγματοποιήθηκαν από τους οργανισμούς πληρωμών που έχουν ορισθεί από τα κράτη μέλη ως υπεύθυνοι για ορισμένες υποχρεώσεις σχετικές με τη δημόσια παρέμβαση. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, η εκτέλεση των καθηκόντων που αφορούν ιδίως τη διαχείριση και τον έλεγχο των μέτρων παρέμβασης, με εξαίρεση την καταβολή των ενισχύσεων, μπορεί να γίνεται κατ’ εξουσιοδότηση. Θα πρέπει επίσης να υπάρχει δυνατότητα διεκπεραίωσης των καθηκόντων αυτών από περισσότερους του ενός οργανισμούς πληρωμών. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί ότι η διαχείριση ορισμένων μέτρων δημόσιας αποθεματοποίησης μπορεί να ανατίθεται σε τρίτους, ήτοι σε δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς, υπό την ευθύνη του οργανισμού πληρωμών. Είναι συνεπώς σκόπιμο να διευκρινιστεί η έκταση της ευθύνης που υπέχουν, στο πλαίσιο αυτό, οι οργανισμοί πληρωμών, να διευκρινιστούν οι υποχρεώσεις τους και να καθοριστεί υπό ποιες προϋποθέσεις και σύμφωνα με ποιους κανόνες μπορεί να ανατίθεται σε τρίτους, ήτοι σε δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς, η διαχείριση ορισμένων μέτρων δημόσιας αποθεματοποίησης. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί ότι οι εν λόγω οργανισμοί υποχρεούνται να ενεργούν εντός του πλαισίου συμβάσεων ανάθεσης, με βάση γενικές υποχρεώσεις και αρχές που θα πρέπει να καθοριστούν.

(4)

Η γεωργική νομοθεσία της Ένωσης προβλέπει, για το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ), προθεσμίες για την καταβολή των ενισχύσεων στους δικαιούχους, τις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν. Οι πληρωμές που διενεργούνται εκτός των προθεσμιών αυτών πρέπει να θεωρούνται μη επιλέξιμες για ενωσιακές ενισχύσεις και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να επιστραφούν από την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 40 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013. Η ανάλυση των εκπρόθεσμων πληρωμών ενισχύσεων από τα κράτη μέλη έχει καταδείξει ότι ορισμένες από αυτές οφείλονται σε συμπληρωματικούς ελέγχους των κρατών μελών με αντικείμενο αμφισβητήσιμες απαιτήσεις, προσφυγές και άλλες εθνικές δικαστικές διενέξεις. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, θα πρέπει να καθοριστεί ένα σταθερό περιθώριο ανοχής όσον αφορά τις δαπάνες, εντός του οποίου δεν θα επιβάλλονται μειώσεις των μηνιαίων πληρωμών για τις περιπτώσεις αυτές. Επιπλέον, όταν σημειώνεται υπέρβαση του εν λόγω περιθωρίου, για να κλιμακώνεται η δημοσιονομική επίπτωση ανάλογα με την καθυστέρηση της πληρωμής, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι η Επιτροπή μειώνει αναλογικά τις ενωσιακές πληρωμές ανάλογα με τη διάρκεια της καθυστέρησης της πληρωμής. Οι πληρωμές ενισχύσεων πριν από την έναρξη της προθεσμίας πληρωμής που προβλέπεται στην ενωσιακή γεωργική νομοθεσία δεν μπορούν να δικαιολογηθούν για τους ίδιους λόγους με τις πληρωμές μετά τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής. Ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να προβλεφθεί αναλογική μείωση για αυτές τις πρόωρες πληρωμές. Ωστόσο, θα πρέπει να προβλεφθεί μια εξαίρεση για τις περιπτώσεις στις οποίες η ενωσιακή γεωργική νομοθεσία προβλέπει την πληρωμή προκαταβολής μέχρις ορισμένου ανώτατου ποσού.

(5)

Η Επιτροπή πραγματοποιεί μηνιαίες ή άλλες περιοδικές πληρωμές προς τα κράτη μέλη βάσει δηλώσεων δαπανών που αυτά της διαβιβάζουν. Ωστόσο, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα έσοδα που εισπράττουν οι οργανισμοί πληρωμών για λογαριασμό του προϋπολογισμού της Ένωσης. Είναι, συνεπώς, σκόπιμο να καθοριστεί υπό ποίους όρους μπορούν να γίνονται συμψηφισμοί μεταξύ ορισμένων ειδών δαπανών και εσόδων στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ.

(6)

Σε περίπτωση που ο προϋπολογισμός της Ένωσης δεν έχει εγκριθεί κατά την έναρξη του οικονομικού έτους, το άρθρο 16 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) προβλέπει ότι οι πράξεις πληρωμής μπορούν να διενεργούνται μηνιαίως ανά κεφάλαιο, εντός του ορίου του ενός δωδεκάτου των πιστώσεων που έχουν εγγραφεί στο συγκεκριμένο κεφάλαιο για το προηγούμενο οικονομικό έτος. Για τη δίκαιη κατανομή των διαθέσιμων πιστώσεων μεταξύ των κρατών μελών, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι, σε τέτοια περίπτωση, οι μηνιαίες πληρωμές στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και οι ενδιάμεσες πληρωμές στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ πραγματοποιούνται μέχρι ενός ποσοστού των δηλώσεων δαπανών που υποβάλλει κάθε κράτος μέλος και το μη χρησιμοποιηθέν υπόλοιπο ενός μήνα διατίθεται εκ νέου βάσει αποφάσεων της Επιτροπής σχετικών με μεταγενέστερες πληρωμές, μηνιαίες ή ενδιάμεσες.

(7)

Οι εφαρμοστέες συναλλαγματικές ισοτιμίες θα πρέπει να καθορίζονται συναρτήσει της ύπαρξης ή μη γενεσιουργού αιτίου στην τομεακή γεωργική νομοθεσία. Για να μη χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ διαφορετικές συναλλαγματικές ισοτιμίες κατά τη λογιστική εγγραφή σε νόμισμα άλλο πλην του ευρώ των εσόδων που εισπράττουν ή των ενισχύσεων που καταβάλλουν στους δικαιούχους, αφενός, και κατά την κατάρτιση των δηλώσεων δαπανών των οργανισμών πληρωμών, αφετέρου, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν στις δηλώσεις δαπανών που αφορούν το ΕΓΤΕ την ίδια συναλλαγματική ισοτιμία με εκείνη που χρησιμοποιούν για τα ως άνω έσοδα ή τις ενισχύσεις που καταβάλλονται στους δικαιούχους. Εξάλλου, για να απλοποιηθούν οι διοικητικές διατυπώσεις για εισπράξεις που αφορούν περισσότερες της μιας πράξεις, θα πρέπει να εφαρμόζεται μία και μόνη συναλλαγματική ισοτιμία κατά τη λογιστική εγγραφή των εν λόγω εισπράξεων.

(8)

Για να μπορεί η Επιτροπή να επαληθεύει ότι τα κράτη μέλη τηρούν την υποχρέωσή τους να προστατεύουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση που προβλέπεται στο άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ 1306/2013, θα πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις σχετικά με τα κριτήρια και τη μεθοδολογία επιβολής διορθώσεων. Θα πρέπει να καθοριστούν τα διάφορα είδη διορθώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 και θα πρέπει να θεσπιστούν αρχές για τον τρόπο με τον οποίο θα λαμβάνονται υπόψη οι περιστάσεις κάθε υπόθεσης για τον προσδιορισμό του ύψους των διορθώσεων. Επιπλέον, θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες για τον τρόπο με τον οποίο θα πιστώνονται στα ταμεία οι ανακτήσεις που πραγματοποιούν τα κράτη μέλη από τους δικαιούχους.

(9)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 προβλέπει έλεγχο των εμπορικών εγγράφων των δικαιούχων ή οφειλετριών οντοτήτων που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το σύστημα χρηματοδότησης από το ΕΓΤΕ, προκειμένου να διαπιστώνεται κατά πόσον οι πράξεις που αποτελούν μέρος του συστήματος χρηματοδότησης από το ΕΓΤΕ έχουν όντως πραγματοποιηθεί και κατά πόσον έχουν εκτελεσθεί ορθώς. Είναι σκόπιμο να εξαιρεθούν από την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού τα μέτρα που από τη φύση τους δεν επιδέχονται εκ των υστέρων έλεγχο μέσω της εξέτασης των εμπορικών εγγράφων, ελέγχους, καθώς και τα μέτρα τα οποία αφορούν πληρωμές που είτε συνδέονται με την έκταση είτε δεν συνδέονται με εμπορικά έγγραφα τα οποία είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχων.

(10)

Πολλές διατάξεις των γεωργικών κανονισμών της Ένωσης απαιτούν τη σύσταση εγγύησης για να εξασφαλισθεί η καταβολή του οφειλόμενου ποσού σε περίπτωση που δεν τηρείται κάποια υποχρέωση. Ωστόσο, εκ πείρας αποδεικνύεται ότι η απαίτηση αυτή ερμηνεύεται στην πράξη με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Ως εκ τούτου, για να αποφευχθούν άνισες συνθήκες ανταγωνισμού, θα πρέπει να καθοριστούν οι προϋποθέσεις που θα ισχύουν για την εν λόγω απαίτηση.

(11)

Οι δαπάνες για τη σύσταση εγγύησης, οι οποίες βαρύνουν, τόσο το μέρος που συστήνει την εγγύηση όσο και την αρμόδια αρχή, μπορεί να είναι δυσανάλογες σε σχέση με το ποσό, την καταβολή του οποίου διασφαλίζει η εγγύηση, αν το εν λόγω ποσό είναι κατώτερο από ένα ορισμένο όριο. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να μην απαιτούν εγγύηση για την καταβολή ποσού κατώτερου από το όριο αυτό. Εξάλλου, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να μην απαιτεί εγγύηση, όταν η φύση του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την τήρηση των υποχρεώσεων καθιστά άσκοπη την απαίτηση αυτή.

(12)

Η αρμόδια αρχή θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να αρνείται την προσφερόμενη εγγύηση όταν δεν τη θεωρεί ικανοποιητική.

(13)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 έχει ενισχύσει τους κανόνες που απαιτούν τη σύσταση εγγύησης για να εξασφαλισθεί η καταβολή του οφειλόμενου ποσού σε περίπτωση που δεν τηρείται κάποια υποχρέωση. Το εν λόγω ενιαίο οριζόντιο νομικό πλαίσιο θα πρέπει να συμπληρωθεί με ενιαίους κανόνες σχετικά με την ανωτέρα βία και με την κατάπτωση ή αποδέσμευση της εγγύησης. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 376/2008 της Επιτροπής (9) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 612/2009 της Επιτροπής (10) περιλαμβάνουν κανόνες σχετικά με την αποδέσμευση και την κατάπτωση εγγυήσεων στον τομέα των πιστοποιητικών εισαγωγής και εξαγωγής και του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή. Οι νέοι κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να εφαρμόζονται επίσης στους εν λόγω τομείς. Για λόγους σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου, θα πρέπει να καταργηθούν οι σχετικές διατάξεις των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 376/2008 και (ΕΚ) αριθ. 612/2009.

(14)

Βάσει του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 282/2012 γινόταν διάκριση μεταξύ πρωτογενών, δευτερογενών και τριτογενών απαιτήσεων, ενώ μικρός αριθμός κανονισμών της Επιτροπής αναφέρεται μόνο στις πρωτογενείς απαιτήσεις. Η μη τήρηση της απαίτησης επέφερε την καθ’ ολοκληρία ή κατ’ αναλογία κατάπτωση της εγγύησης που καλύπτει την εν λόγω απαίτηση σύμφωνα με πολύπλοκες μεθόδους υπολογισμού, οι οποίες προκαλούσαν σύγχυση. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, μια απλουστευμένη προσέγγιση της κατάπτωσης θα πρέπει να ακολουθεί την πραγματική κατάσταση, ήτοι ότι μια υποχρέωση είτε δεν εκπληρώθηκε είτε δεν εκπληρώθηκε εγκαίρως ή η απόδειξη εκπλήρωσης της υποχρέωσης δεν υποβλήθηκε εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών.

(15)

Πολλές διατάξεις της γεωργικής νομοθεσίας της Ένωσης προβλέπουν ότι η εγγύηση που έχει συσταθεί καταπίπτει, εάν δεν τηρείται η υποχρέωση για την οποία έχει συσταθεί, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ τύπων παράβασης. Για λόγους ίσης μεταχείρισης, θα πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των συνεπειών της μη τήρησης διαφόρων υποχρεώσεων. Ειδικότερα, θα πρέπει να προβλεφθεί η κατάπτωση μέρους μόνον της εγγύησης σε ειδικές περιπτώσεις.

(16)

Δεν θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των συνεπειών της μη τήρησης υποχρέωσης, με βάση τη χορήγηση ή μη προκαταβολής. Κατά συνέπεια, οι εγγυήσεις που συστήνονται για προκαταβολές θα πρέπει να διέπονται από ιδιαίτερους κανόνες.

(17)

Θα πρέπει να καθοριστούν οι γενεσιουργοί αιτίες των συναλλαγματικών ισοτιμιών οι οποίες ισχύουν στις διάφορες περιπτώσεις που παρουσιάζονται στο πλαίσιο της τομεακής γεωργικής νομοθεσίας, με την επιφύλαξη τυχόν ειδικών ορισμών ή παρεκκλίσεων που προβλέπονται στους κανόνες των σχετικών τομέων, βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στο άρθρο 106 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013.

(18)

Για όλες τις τιμές ή τα ποσά που καθορίζονται στο πλαίσιο των συναλλαγών με τρίτες χώρες, η αποδοχή της τελωνειακής διασάφησης αποτελεί την πλέον κατάλληλη γενεσιουργό αιτία για την επίτευξη του σχετικού εμπορικού στόχου. Το ίδιο ισχύει για τις επιστροφές κατά την εξαγωγή και τον καθορισμό της τιμής εισόδου των οπωροκηπευτικών στην Ένωση, βάσει της οποίας τα προϊόντα ταξινομούνται στο κοινό δασμολόγιο. Αυτή, συνεπώς, θα πρέπει να είναι η γενεσιουργός αιτία που θα καθοριστεί.

(19)

Για τις επιστροφές κατά την παραγωγή, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας συνδέεται κατά κανόνα με τη διεκπεραίωση ορισμένων ειδικών διατυπώσεων. Για λόγους εναρμόνισης των κανόνων, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι η γενεσιουργός αιτία είναι η ημερομηνία κατά την οποία τα προϊόντα δηλώνεται ότι έχουν φθάσει στον απαιτούμενο προορισμό, στις περιπτώσεις που απαιτείται προορισμός, και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η αποδοχή της αίτησης πληρωμής της επιστροφής από τον οργανισμό πληρωμών.

(20)

Για τις ενισχύσεις που χορηγούνται για ποσότητες προϊόντων που διατίθενται στην αγορά ή που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν κατά συγκεκριμένο τρόπο, η υποχρέωση που πρέπει να τηρείται όσον αφορά τη χορήγηση της ενίσχυσης συνίσταται σε πράξη η οποία εγγυάται την κατάλληλη χρήση των εν λόγω προϊόντων. Η παραλαβή των προϊόντων από τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση που επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να πραγματοποιούν τους απαιτούμενους ελέγχους πάσης φύσεως στους λογαριασμούς του και εγγυάται την ομοιογενή αντιμετώπιση των φακέλων. Επομένως, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα πρέπει να καθορίζεται σε σχέση με την παραλαβή των προϊόντων.

(21)

Για τις άλλες ενισχύσεις που χορηγούνται στον γεωργικό τομέα, οι καταστάσεις μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές. Εντούτοις, οι ενισχύσεις αυτές χορηγούνται πάντοτε κατόπιν αίτησης και εντός των προθεσμιών που προβλέπει η νομοθεσία. Συνεπώς, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα πρέπει σε αυτή την περίπτωση να είναι η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων.

(22)

Για τα μέτρα στήριξης, τις ενισχύσεις και τις πριμοδοτήσεις στον αμπελοοινικό τομέα, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα πρέπει να συνδέεται, ανάλογα με την περίπτωση, με την ημερομηνία έναρξης της περιόδου εμπορίας του οίνου, τη συμπλήρωση ορισμένων εργασιών ή μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Επομένως, η γενεσιουργός αιτία που θα λαμβάνεται υπόψη θα πρέπει να προσδιοριστεί για κάθε περίπτωση.

(23)

Οι καταστάσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της γενεσιουργού αιτίας διαφέρουν πολύ από τομέα σε τομέα. Η γενεσιουργός αιτία θα πρέπει, ως εκ τούτου, να καθορίζεται σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες κάθε κατάστασης και κάθε μέτρου που καλύπτεται από τους εν λόγω γεωργικούς τομείς, ιδίως όσον αφορά τις ενισχύσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, το σχέδιο προώθησης της κατανάλωσης φρούτων στα σχολεία, τον τομέα της ζάχαρης, τα μέτρα προώθησης, ορισμένα μέτρα που υπάγονται στον τομέα των οπωροκηπευτικών.

(24)

Τα ποσά διαρθρωτικού ή περιβαλλοντικού χαρακτήρα που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) και τα ποσά που εγκρίνονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου (12), η καταβολή των οποίων εξασφαλίζεται με τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης που εγκρίνονται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013, καθορίζονται για την περίοδο εμπορίας ή το ημερολογιακό έτος. Συνεπώς, ο εμπορικός στόχος επιτυγχάνεται εάν η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας καθορίζεται για το σχετικό έτος. Με βάση αυτά τα στοιχεία, ως γενεσιουργός αιτία θα πρέπει να καθορίζεται η 1η Ιανουαρίου του έτους κατά τη διάρκεια του οποίου λαμβάνεται η απόφαση χορήγησης της ενίσχυσης.

(25)

Για τις προκαταβολές και τις εγγυήσεις, τα ποσά που πρέπει να πληρώνονται ή τα εγγυημένα ποσά καθορίζονται σε ευρώ σύμφωνα με τη γεωργική νομοθεσία. Η συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει για τα εν λόγω ποσά πρέπει συνεπώς να είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερη στην ημερομηνία πληρωμής της προκαταβολής ή στην ημερομηνία σύστασης των εγγυήσεων. Σε περίπτωση χρησιμοποίησης των εγγυήσεων, το ποσό τους πρέπει επίσης να καλύπτει το σύνολο των κινδύνων τους οποίους αφορούν. Η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα πρέπει σε αυτές τις περιπτώσεις να καθορίζεται είτε με βάση την ημερομηνία καθορισμού του ποσού της προκαταβολής ή την ημερομηνία σύστασης της εγγύησης είτε με βάση την ημερομηνία καταβολής τους.

(26)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 του Συμβουλίου (13), η αυτόματη αποδέσμευση δημοσιονομικής δέσμευσης για ένα πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης της περιόδου 2007-2013, η οποία δεν χρησιμοποιήθηκε, γίνεται από την Επιτροπή στο τέλος του μεθεπόμενου έτους από εκείνο της δημοσιονομικής δέσμευσης. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 έχει τροποποιήσει τον κανόνα προβλέποντας την αυτόματη αποδέσμευση στο τέλος του τρίτου έτους που έπεται του έτους της δημοσιονομικής δέσμευσης. Για λόγους συνέπειας, για τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης της περιόδου 2007-2013 θα πρέπει να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται ο κανόνας του Ν + 2 και θα πρέπει να θεσπιστεί αντίστοιχος μεταβατικός κανόνας. Παρομοίως, οι ενδιάμεσες πληρωμές για τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης της περιόδου 2007-2013 θα πρέπει να εξακολουθήσουν να εξαρτώνται από την τήρηση του συνολικού ποσού της συμμετοχής του ΕΓΤΑΑ σε καθέναν από τους άξονες προτεραιότητας για ολόκληρη την περίοδο που καλύπτεται από το οικείο πρόγραμμα. Επιπλέον, για να εξασφαλιστεί η συνέχεια στη διαχείριση των εν λόγω προγραμμάτων, αυτοί οι μεταβατικοί κανόνες θα πρέπει να εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2014,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Προϋποθέσεις διαπίστευσης των οργανισμών πληρωμών

1.   Οι οργανισμοί πληρωμών που ασκούν τη διαχείριση και τον έλεγχο των δαπανών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, παρέχουν, για τις πληρωμές στις οποίες προβαίνουν καθώς και για την κοινοποίηση και τήρηση των στοιχείων, επαρκή εχέγγυα όσον αφορά:

α)

τον έλεγχο της επιλεξιμότητας των αιτήσεων και, στο πλαίσιο της αγροτικής ανάπτυξης, της διαδικασίας χορήγησης των ενισχύσεων, καθώς και της συμφωνίας τους προς τους ενωσιακούς κανόνες, πριν από την έγκριση της πληρωμής·

β)

την ακριβή και πλήρη καταχώριση των διενεργούμενων πληρωμών στα λογιστικά βιβλία·

γ)

τη διενέργεια των ελέγχων που προβλέπονται από τη νομοθεσία της Ένωσης·

δ)

την υποβολή των απαιτούμενων εγγράφων εντός των προθεσμιών και με τη μορφή που προβλέπονται από τους κανόνες της Ένωσης·

ε)

τη δυνατότητα πρόσβασης στα έγγραφα και την τήρησή τους κατά τρόπο που να διασφαλίζει την πληρότητα, την εγκυρότητα και την αναγνωσιμότητά τους διαχρονικώς, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών εγγράφων υπό την έννοια των κανόνων της Ένωσης.

2.   Τα κράτη μέλη διαπιστεύουν ως οργανισμούς πληρωμών υπηρεσίες ή φορείς που πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1. Επιπλέον, για τη διαπίστευσή του, ένας οργανισμός πληρωμών πρέπει να διαθέτει διοικητική οργάνωση και σύστημα εσωτερικού ελέγχου που να ανταποκρίνονται στα κριτήρια τα οποία καθορίζονται στο παράρτημα I («κριτήρια διαπίστευσης») όσον αφορά:

α)

το εσωτερικό περιβάλλον·

β)

τις δραστηριότητες ελέγχου·

γ)

την ενημέρωση και επικοινωνία·

δ)

την παρακολούθηση.

Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν επιπλέον κριτήρια διαπίστευσης ώστε να λαμβάνονται υπόψη το μέγεθος, οι αρμοδιότητες και άλλα ειδικά χαρακτηριστικά του οργανισμού πληρωμών.

Άρθρο 2

Προϋποθέσεις διαπίστευσης των οργανισμών συντονισμού

1.   Σε περίπτωση διαπίστευσης περισσότερων του ενός οργανισμών πληρωμών, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, το οικείο κράτος μέλος εκδίδει, με επίσημη πράξη σε υπουργικό επίπεδο, την απόφαση διαπίστευσης του οργανισμού συντονισμού, αφού βεβαιωθεί ότι οι διοικητικές διατάξεις του εν λόγω οργανισμού παρέχουν επαρκή εχέγγυα ότι ο οργανισμός είναι σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο.

2.   Για τη διαπίστευσή του, ο οργανισμός συντονισμού εφαρμόζει διαδικασίες οι οποίες διασφαλίζουν ότι:

α)

δηλώσεις προς την Επιτροπή βασίζονται σε στοιχεία από δεόντως εξουσιοδοτημένες πηγές·

β)

οι δηλώσεις στην Επιτροπή εγκρίνονται πλήρως πριν διαβιβαστούν·

γ)

υφίσταται η προσήκουσα διαδρομή ελέγχου για την υποστήριξη των στοιχείων που διαβιβάζονται στην Επιτροπή·

δ)

τα στοιχεία που λαμβάνονται και διαβιβάζονται αποθηκεύονται σε ασφαλές σημείο, είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή.

Άρθρο 3

Υποχρεώσεις του οργανισμού πληρωμών όσον αφορά τη δημόσια παρέμβαση

1.   Οι οργανισμοί πληρωμών που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 διασφαλίζουν τη διαχείριση και τον έλεγχο των συναφών με τα μέτρα παρέμβασης πράξεων σχετικά με τη δημόσια αποθεματοποίηση για την οποία είναι υπεύθυνοι, υπό τους όρους που καθορίζονται στο παράρτημα II του παρόντος κανονισμού και, κατά περίπτωση, στη γεωργική νομοθεσία του οικείου τομέα, ιδίως με βάση τα καθοριζόμενα στο εν λόγω παράρτημα ελάχιστα ποσοστά ελέγχων.

Οι οργανισμοί πληρωμών μπορούν να μεταβιβάζουν τις αρμοδιότητές τους στους οργανισμούς παρέμβασης οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις έγκρισης που καθορίζονται στο σημείο 1.Γ του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού ή να παρεμβαίνουν μέσω άλλων οργανισμών πληρωμών.

2.   Οι οργανισμοί πληρωμών ή οι οργανισμοί παρέμβασης μπορούν, τηρουμένης της συνολικής ευθύνης τους όσον αφορά τη δημόσια αποθεματοποίηση:

α)

να αναθέτουν τη διαχείριση ορισμένων μέτρων δημόσιας αποθεματοποίησης σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αναλαμβάνουν την αποθεματοποίηση των γεωργικών προϊόντων παρέμβασης («αποθεματοποιητές»)·

β)

να αναθέτουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα την εκτέλεση ορισμένων συγκεκριμένων καθηκόντων που προβλέπονται από τη γεωργική νομοθεσία του οικείου τομέα.

Εάν οι οργανισμοί πληρωμών αναθέτουν τη διαχείριση σε αποθεματοποιητές, όπως αναφέρεται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου, η εν λόγω διαχείριση γίνεται υποχρεωτικά στο πλαίσιο συμβάσεων αποθεματοποίησης, με βάση τις υποχρεώσεις και τις γενικές αρχές που παρατίθενται στο παράρτημα III.

3.   Οι υποχρεώσεις τις οποίες αναλαμβάνουν οι οργανισμοί πληρωμών, όσον αφορά τη δημόσια αποθεματοποίηση, είναι ιδίως οι εξής:

α)

τήρηση λογιστικής αποθήκης και χρηματοοικονομικής λογιστικής για καθένα από τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο μέτρου παρέμβασης δημόσιας αποθεματοποίησης, με βάση τις πράξεις που διενεργούν στο διάστημα από την 1η Οκτωβρίου ενός έτους μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους, καλούμενο «λογιστική χρήση»·

β)

τήρηση ενημερωμένου καταλόγου των αποθεματοποιητών με τους οποίους έχουν συνάψει συμβάσεις δημόσιας αποθεματοποίησης. Ο κατάλογος αυτός περιέχει τα στοιχεία αναφοράς τα οποία επιτρέπουν την ακριβή ταυτοποίηση όλων των σημείων αποθεματοποίησης, τις χωρητικότητές τους, τους αριθμούς αναγνώρισης των αποθηκών, των ψυκτικών θαλάμων ή σιλό, των σχεδίων και κατόψεών τους·

γ)

τήρηση στη διάθεση της Επιτροπής των υποδειγμάτων σύμβασης που χρησιμοποιούνται για τη δημόσια αποθεματοποίηση, των κανόνων που έχουν οριστεί για την παραλαβή των προϊόντων, την αποθεματοποίηση και την έξοδό τους από τις αποθήκες των αποθεματοποιητών, και των κανόνων που ισχύουν για την ευθύνη των αποθεματοποιητών·

δ)

συγκεντρωτική τήρηση ηλεκτρονικής λογιστικής αποθήκης για τα αποθέματα, αναφερόμενης σε όλους τους τόπους αποθεματοποίησης, σε όλα τα προϊόντα, σε όλες τις ποσότητες και ποιότητες των διαφόρων προϊόντων, με μνεία, για καθένα από αυτά, του βάρους (ενδεχομένως του καθαρού και μεικτού βάρους) ή του όγκου·

ε)

εκτέλεση όλων των πράξεων που είναι συναφείς με την αποθεματοποίηση, τη διατήρηση, τις μεταφορές ή τις μεταβιβάσεις των προϊόντων παρέμβασης, σύμφωνα με τις ενωσιακές και εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις, με την επιφύλαξη της ιδίας ευθύνης των αγοραστών, των λοιπών οργανισμών πληρωμών που παρεμβαίνουν στο πλαίσιο μιας πράξης ή των ειδικών εντολοδόχων τους·

στ)

διενέργεια ελέγχων στους τόπους αποθεματοποίησης των προϊόντων παρέμβασης, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, σε μη τακτά διαστήματα και αιφνιδιαστικά. Εντούτοις, είναι δυνατόν να υπάρξει προειδοποίηση, περιορισμένη στο απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, υπό τον όρο ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο ο σκοπός του ελέγχου. Η προειδοποίηση αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 24 ώρες, με εξαίρεση δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις·

ζ)

διενέργεια ετήσιας απογραφής υπό τους καθοριζόμενους στο άρθρο 4 όρους.

Όταν σε ένα κράτος μέλος η διαχείριση των λογαριασμών δημόσιας αποθεματοποίησης για ένα ή περισσότερα προϊόντα πραγματοποιείται από περισσότερους του ενός οργανισμούς πληρωμών, η λογιστική αποθήκης και η χρηματοοικονομική λογιστική, που αναφέρονται στα στοιχεία α) και δ), ενοποιούνται στο επίπεδο του κράτους μέλους πριν από την κοινοποίηση των αντίστοιχων πληροφοριών στην Επιτροπή.

4.   Οι οργανισμοί πληρωμών λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διασφαλίσουν:

α)

την κατάλληλη διατήρηση των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο μέτρων παρέμβασης της Ένωσης μέσω του ελέγχου της ποιότητας των αποθεματοποιημένων προϊόντων τουλάχιστον μία φορά κάθε έτος·

β)

την ακεραιότητα των αποθεμάτων παρέμβασης.

5.   Οι οργανισμοί πληρωμών ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά με:

α)

τις περιπτώσεις στις οποίες η παράταση της περιόδου αποθεματοποίησης ενός προϊόντος είναι ικανή να προκαλέσει υποβάθμιση του προϊόντος αυτού·

β)

τις ποσοτικές απώλειες ή την υποβάθμιση του προϊόντος εξαιτίας φυσικών καταστροφών.

Όταν έχουν εφαρμογή οι περιπτώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β), η Επιτροπή εκδίδει τις κατάλληλες αποφάσεις:

α)

όσον αφορά τις καταστάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β), σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 229 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14)·

β)

όσον αφορά τις καταστάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β), σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 116 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013.

6.   Οι οργανισμοί πληρωμών αναλαμβάνουν τις χρηματοοικονομικές συνέπειες της κακής διατήρησης των προϊόντων που έχουν αποτελέσει αντικείμενο μέτρων παρέμβασης της Ένωσης, ιδίως λόγω ακαταλληλότητας των χρησιμοποιούμενων μεθόδων αποθεματοποίησης. Στις περιπτώσεις που δεν τηρούν τις δεσμεύσεις ή υποχρεώσεις τους, κινείται εις βάρος των οργανισμών πληρωμών η διαδικασία για τη χρηματοοικονομική ευθύνη που υπέχουν, με την επιφύλαξη τυχόν προσφυγών κατά των αποθεματοποιητών.

7.   Οι οργανισμοί πληρωμών τηρούν διαρκώς στη διάθεση των υπαλλήλων της Επιτροπής και των εξουσιοδοτημένων από αυτήν προσώπων, διά της ηλεκτρονικής οδού ή στην έδρα του οργανισμού πληρωμών, τους λογαριασμούς δημόσιας αποθεματοποίησης και όλα τα έγγραφα, συμβάσεις και δελτία που έχουν συντάξει ή έχουν παραλάβει στο πλαίσιο της παρέμβασης.

Άρθρο 4

Απογραφή

1.   Οι οργανισμοί πληρωμών προβαίνουν, κατά τη διάρκεια κάθε λογιστικής χρήσης, σε απογραφή κάθε προϊόντος που έχει αποτελέσει αντικείμενο παρέμβασης της Ένωσης.

Προβαίνουν στη σύγκριση των αποτελεσμάτων της εν λόγω απογραφής με τα λογιστικά δεδομένα. Οι διαφορές που διαπιστώνονται όσον αφορά τις ποσότητες και τα ποσά που προκύπτουν από τις ποιοτικές διαφορές που διαπιστώνονται κατά τους ελέγχους, καταχωρίζονται λογιστικά σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 46 παράγραφος 6 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013.

2.   Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, οι ελλείπουσες ποσότητες, οι οποίες προκύπτουν από τις συνήθεις ενέργειες αποθεματοποίησης, αντιστοιχούν προς τη διαφορά μεταξύ των θεωρητικών αποθεμάτων που απορρέουν από τη λογιστική απογραφή, αφενός, και του πραγματικού αποθέματος που καταγράφηκε βάσει της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 απογραφής ή του εναπομένοντος λογιστικού αποθέματος μετά την εξάντληση του πραγματικού αποθέματος μιας αποθήκης, αφετέρου, και υπόκεινται στα όρια ανοχής που παρατίθενται στο παράρτημα IV.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

Άρθρο 5

Μη τήρηση της ημερομηνίας λήξης της προθεσμίας πληρωμής

1.   Όσον αφορά το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ), δυνάμει των εξαιρέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 40 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, οι δαπάνες που πραγματοποιούνται μετά τη λήξη των προθεσμιών πληρωμής είναι επιλέξιμες για πληρωμή από την Ένωση υπό τους όρους που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου.

2.   Όταν οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν εκπρόθεσμα δεν υπερβαίνουν το 5 % των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν εμπρόθεσμα, δεν επιβάλλεται καμία μείωση των μηνιαίων πληρωμών.

Όταν οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν εκπρόθεσμα υπερβαίνουν το όριο του 5 %, κάθε επιπλέον δαπάνη που πραγματοποιήθηκε εκπρόθεσμα μειώνεται ως εξής:

α)

δαπάνη που πραγματοποιήθηκε κατά τον πρώτο μήνα που έπεται του μήνα λήξης της προθεσμίας πληρωμής μειώνεται κατά 10 %·

β)

δαπάνη που πραγματοποιήθηκε κατά τον δεύτερο μήνα που έπεται του μήνα λήξης της προθεσμίας πληρωμής μειώνεται κατά 25 %·

γ)

δαπάνη που πραγματοποιήθηκε κατά τον τρίτο μήνα που έπεται του μήνα λήξης της προθεσμίας πληρωμής μειώνεται κατά 45 %·

δ)

δαπάνη που πραγματοποιήθηκε κατά τον τέταρτο μήνα που έπεται του μήνα λήξης της προθεσμίας πληρωμής μειώνεται κατά 70 %·

ε)

δαπάνη που πραγματοποιήθηκε μετά τον τέταρτο μήνα που έπεται του μήνα λήξης της προθεσμίας πληρωμής μειώνεται κατά 100 %.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, για τις άμεσες ενισχύσεις που υπόκεινται στο ανώτατο όριο που αναφέρεται στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) ισχύουν οι ακόλουθοι όροι:

α)

εάν το όριο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 δεν έχει χρησιμοποιηθεί εξ ολοκλήρου για πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν για το ημερολογιακό έτος Ν το αργότερο στις 15 Οκτωβρίου του έτους N + 1 και το εναπομένον ποσοστό υπερβαίνει το 2 %, το ποσοστό αυτό μειώνεται σε 2 %·

β)

κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους N + 1, οι άμεσες ενισχύσεις, εκτός από τις ενισχύσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 228/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 229/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17), για τα ημερολογιακά έτη N – 1 ή παλαιότερα, οι οποίες καταβλήθηκαν μετά τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής, θα είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση από το ΕΓΤΕ, μόνον εάν το συνολικό ποσό των άμεσων ενισχύσεων που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους N + 1, ενδεχομένως διορθωμένο κατά τα ποσά πριν από την αναπροσαρμογή που προβλέπεται στο άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο που καθορίζεται στο παράρτημα III του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 για το ημερολογιακό έτος N, σύμφωνα με το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού·

γ)

οι δαπάνες οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια που αναφέρονται στο στοιχείο α) ή β) μειώνονται κατά 100 %.

Τα ποσά των επιστροφών που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 δεν λαμβάνονται υπόψη για την επαλήθευση της τήρησης του όρου που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου.

4.   Η Επιτροπή εφαρμόζει κλιμάκωση διαφορετική εκείνων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 και/ή ποσοστά μείωσης χαμηλότερα ή μηδενικά εάν συντρέχουν ιδιαίτεροι όροι διαχείρισης για ορισμένα μέτρα ή εάν τα κράτη μέλη προβάλλουν βάσιμες αιτιολογίες.

Εντούτοις, το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται για τις δαπάνες οι οποίες υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β).

5.   Δύο φορές ανά οικονομικό έτος διενεργούνται επαληθεύσεις όσον αφορά την τήρηση των προθεσμιών πληρωμής, στο πλαίσιο των μηνιαίων πληρωμών:

α)

επί των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν μέχρι τις 31 Ιουλίου·

β)

επί των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν μέχρι τις 15 Οκτωβρίου.

Ενδεχόμενες υπερβάσεις κατά τους μήνες Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο συνεκτιμώνται στην απόφαση εκκαθάρισης λογαριασμών που αναφέρεται στο άρθρο 51 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013.

6.   Οι μειώσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της μεταγενέστερης απόφασης εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013.

Άρθρο 6

Μη τήρηση της ημερομηνίας έναρξης της προθεσμίας πληρωμής

Όσον αφορά το ΕΓΤΕ, εάν επιτρέπεται στα κράτη μέλη να χορηγούν προκαταβολές μέχρι ορισμένο ανώτατο ποσό πριν από την έναρξη της προθεσμίας πληρωμής που καθορίζεται στη γεωργική τομεακή νομοθεσία, οι δαπάνες που καταβάλλονται πέραν του ανώτατου αυτού ποσού θεωρούνται δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την έναρξη της προθεσμίας πληρωμής. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εξαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 40 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, οι εν λόγω δαπάνες είναι επιλέξιμες για πληρωμή από την Ένωση αφού εφαρμοστεί μείωση 10 %.

Άρθρο 7

Συμψηφισμός από τους οργανισμούς πληρωμών

1.   Στην απόφασή της σχετικά με τις μηνιαίες πληρωμές, η οποία εκδίδεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, η Επιτροπή καταβάλλει το υπόλοιπο των δαπανών που έχουν δηλωθεί από κάθε κράτος μέλος, μειωμένο κατά το ποσό των εσόδων ειδικού προορισμού που το εκάστοτε κράτος μέλος έχει συμπεριλάβει στην ίδια δήλωση δαπανών. Ο συμψηφισμός αυτός ισοδυναμεί με είσπραξη των αντίστοιχων εσόδων.

Οι πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων και οι πιστώσεις πληρωμών που προκύπτουν από τα έσοδα ειδικού προορισμού ανοίγουν από τη στιγμή κατά την οποία τα έσοδα αυτά διατίθενται στα κονδύλια του προϋπολογισμού, πράγμα που συμβαίνει κατά τη στιγμή της λογιστικής εγγραφής των εσόδων ειδικού προορισμού, στη διάρκεια των δύο μηνών μετά την παραλαβή των καταστάσεων που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τους κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 43 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013.

2.   Εάν τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 43 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 παρακρατήθηκαν πριν από την πληρωμή της ενίσχυσης την οποία αφορά η παρατυπία ή η αμέλεια, αφαιρούνται από την αντίστοιχη δαπάνη.

3.   Τα ποσά συμμετοχής του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), τα οποία ανακτώνται από τους δικαιούχους στο πλαίσιο του εκάστοτε προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης σε κάθε περίοδο αναφοράς, αφαιρούνται από το ποσό που θα καταβάλει το ΕΓΤΑΑ για τη δήλωση δαπανών της ίδιας περιόδου.

4.   Τα μεγαλύτερα ή μικρότερα ποσά τα οποία προκύπτουν, κατά περίπτωση, από την εκκαθάριση λογαριασμών που αναφέρεται στο άρθρο 51 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 και τα οποία ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν εκ νέου για το πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης, προστίθενται ή αφαιρούνται από το ποσό της συμμετοχής του ΕΓΤΑΑ κατά την κατάρτιση της πρώτης δήλωσης μετά την απόφαση εκκαθάρισης.

5.   Η χρηματοδότηση από το ΕΓΤΕ είναι ίση με τις δαπάνες, οι οποίες υπολογίζονται με βάση τα στοιχεία που κοινοποιεί ο οργανισμός πληρωμών, αφαιρουμένων των τυχόν εσόδων που προκύπτουν από τα μέτρα παρέμβασης, και οι οποίες έχουν επικυρωθεί από το σύστημα πληροφορικής που έχει εγκαταστήσει η Επιτροπή και συμπεριληφθεί από τον οργανισμό πληρωμών στη δήλωση δαπανών.

Άρθρο 8

Καθυστερημένη έγκριση του προϋπολογισμού της Ένωσης

1.   Όσον αφορά το ΕΓΤΕ, εάν ο προϋπολογισμός της Ένωσης δεν έχει εγκριθεί κατά την έναρξη του οικονομικού έτους, οι μηνιαίες πληρωμές που αναφέρονται στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 καταβάλλονται μέχρι ενός ποσοστού των δηλώσεων δαπανών που υποβάλλουν τα κράτη μέλη, καθοριζόμενου ανά κεφάλαιο δαπανών και εντός των ορίων που προβλέπει το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012. Σε αποφάσεις που αφορούν μεταγενέστερες επιστροφές, η Επιτροπή συνεκτιμά το υπόλοιπο που δεν επιστράφηκε στα κράτη μέλη.

2.   Όσον αφορά το ΕΓΤΑΑ, εάν ο προϋπολογισμός της Ένωσης δεν έχει εγκριθεί κατά την έναρξη του οικονομικού έτους:

α)

οι ενδιάμεσες πληρωμές που αναφέρονται στο άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 καταβάλλονται ανάλογα με τα διαθέσιμα κονδύλια μέχρι ενός ποσοστού των δηλώσεων δαπανών που έχουν υποβληθεί για κάθε πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης. Η Επιτροπή συνεκτιμά το υπόλοιπο που δεν επιστράφηκε στα κράτη μέλη στις επόμενες ενδιάμεσες πληρωμές·

β)

όσον αφορά τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, η εκταμίευση των πρώτων ετήσιων δόσεων μετά την έγκριση των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης γίνεται βάσει της σειράς με την οποία εγκρίθηκαν τα εν λόγω προγράμματα. Οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις για τις επόμενες ετήσιες δόσεις αναλαμβάνονται με τη σειρά των προγραμμάτων που έχουν εξαντλήσει τις αντίστοιχες πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων. Η Επιτροπή μπορεί να προβαίνει σε μερικές ετήσιες δημοσιονομικές δεσμεύσεις για τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης, εάν οι διαθέσιμες πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων είναι περιορισμένες. Το εναπομένον υπόλοιπο για τα προγράμματα αυτά δεσμεύεται πρώτο μόλις διατεθούν πρόσθετες πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων.

Άρθρο 9

Καθυστέρηση των μηνιαίων πληρωμών

Η Επιτροπή, αφού ενημερώσει τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, μπορεί να καθυστερήσει τις μηνιαίες πληρωμές προς τα κράτη μέλη που αναφέρονται στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, εάν οι κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 102 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημεία i) και ii) του εν λόγω κανονισμού φθάσουν καθυστερημένα ή περιέχουν ανακολουθίες για τις οποίες απαιτούνται περαιτέρω εξακριβώσεις.

Άρθρο 10

Αναστολή της πληρωμής σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής

1.   Η αναστολή πληρωμών που αναφέρεται στο άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 εφαρμόζεται στα μέτρα που απαριθμούνται στο παράρτημα V του παρόντος κανονισμού.

2.   Όσον αφορά τις δαπάνες στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ, εφαρμόζονται τα ακόλουθα ποσοστά αναστολής των πληρωμών:

α)

εάν τα αποτελέσματα των ελέγχων δεν έχουν αποσταλεί έως τις 15 Οκτωβρίου, το 1 % των δαπανών για τις οποίες οι σχετικές πληροφορίες δεν έχουν αποσταλεί εγκαίρως·

β)

εάν τα αποτελέσματα των ελέγχων δεν έχουν αποσταλεί έως την 1η Δεκεμβρίου, το 1,5 % των δαπανών για τις οποίες οι σχετικές πληροφορίες δεν έχουν αποσταλεί εγκαίρως.

3.   Όσον αφορά τις δαπάνες στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ, εφαρμόζονται τα ακόλουθα ποσοστά αναστολής των πληρωμών:

α)

εάν τα αποτελέσματα των ελέγχων δεν έχουν αποσταλεί έως τις 15 Οκτωβρίου, το 1 % των δαπανών για τις οποίες οι σχετικές πληροφορίες δεν έχουν αποσταλεί εγκαίρως·

β)

εάν τα αποτελέσματα των ελέγχων δεν έχουν αποσταλεί έως τις 15 Ιανουαρίου, το 1,5 % των δαπανών για τις οποίες οι σχετικές πληροφορίες δεν έχουν αποσταλεί εγκαίρως.

Άρθρο 11

Εφαρμοζόμενη ισοτιμία για την κατάρτιση των δηλώσεων δαπανών

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, όσον αφορά το ΕΓΤΕ, για την κατάρτιση των δηλώσεων δαπανών, τα κράτη μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ εφαρμόζουν την ίδια συναλλαγματική ισοτιμία με τη χρησιμοποιηθείσα κατά τη διενέργεια των πληρωμών προς τους δικαιούχους ή κατά την είσπραξη των εσόδων, σύμφωνα με το κεφάλαιο V και την τομεακή γεωργική νομοθεσία. Για τις αποφάσεις εκκαθάρισης που αναφέρονται στα άρθρα 51 και 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν την πρώτη συναλλαγματική ισοτιμία που καθορίστηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μετά την ημερομηνία έκδοσης των εν λόγω αποφάσεων.

Στις λοιπές περιπτώσεις εκτός εκείνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, ιδίως για τα προγράμματα προώθησης που εγκρίθηκαν βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3/2008 του Συμβουλίου (18) και για τα μέτρα προώθησης στον αμπελοοινικό τομέα, καθώς και για τις πράξεις για τις οποίες η τομεακή γεωργική νομοθεσία δεν έχει καθορίσει γενεσιουργό αιτία, η ισοτιμία που εφαρμόζεται είναι η προτελευταία ισοτιμία που καθόρισε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πριν από τον μήνα για τον οποίο δηλώθηκε η δαπάνη ή το έσοδο ειδικού προορισμού.

2.   Όσον αφορά τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης, για την κατάρτιση των δηλώσεων δαπανών, τα εκτός ζώνης του ευρώ κράτη μέλη εφαρμόζουν, για κάθε πράξη πληρωμής ή ανάκτησης, την προτελευταία ισοτιμία που καθόρισε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πριν από τον μήνα στη διάρκεια του οποίου καταγράφονται οι πράξεις στους λογαριασμούς του οργανισμού πληρωμών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ

Άρθρο 12

Κριτήρια και μεθοδολογία για την επιβολή διορθώσεων στο πλαίσιο της εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση

1.   Για την έκδοση της απόφασης, δυνάμει του άρθρου 52 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, σχετικά με τα ποσά που πρέπει να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, η Επιτροπή διακρίνει μεταξύ αυτών των ποσών ή τμημάτων των ποσών που χαρακτηρίζονται αδικαιολογήτως δαπανηθέντα και εκείνων που προσδιορίζονται με την εφαρμογή κατά παρεκβολή ή κατ’ αποκοπή διορθώσεων.

Η Επιτροπή, για να προσδιορίσει τα ποσά που ενδέχεται να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, όταν διαπιστώσει ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία και, όσον αφορά το ΕΓΤΑΑ, σύμφωνα με την εφαρμοστέα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία, βασίζεται στις δικές της διαπιστώσεις και λαμβάνει υπόψη της τα στοιχεία που διαβιβάστηκαν από τα κράτη μέλη στη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, η οποία διεξήχθη σύμφωνα με το άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013.

2.   Η Επιτροπή βασίζει τον αποκλεισμό στον προσδιορισμό των αδικαιολογήτως δαπανηθέντων ποσών, μόνον εάν τα ποσά αυτά μπορούν να προσδιορισθούν με λογική προσπάθεια. Όταν η Επιτροπή δεν μπορεί να προσδιορίσει τα αδικαιολογήτως δαπανηθέντα ποσά με λογική προσπάθεια, τα κράτη μέλη μπορούν, εντός των προθεσμιών που καθορίζονται από την Επιτροπή στη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, να υποβάλουν στοιχεία σχετικά με την επαλήθευση των ποσών αυτών βάσει εξέτασης όλων των μεμονωμένων περιπτώσεων που ενδεχομένως επηρεάζονται από τη μη συμμόρφωση. Η επαλήθευση καλύπτει όλες τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατά παράβαση του εφαρμοστέου δικαίου και καταλογίστηκαν στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Τα δεδομένα που υποβάλλονται περιλαμβάνουν όλα τα επιμέρους ποσά τα οποία δεν είναι επιλέξιμα λόγω της σχετικής μη συμμόρφωσης.

3.   Όταν τα αδικαιολογήτως δαπανηθέντα ποσά δεν μπορούν να προσδιορισθούν σύμφωνα με την παράγραφο 2, η Επιτροπή μπορεί να προσδιορίσει τα ποσά που πρέπει να αποκλειστούν εφαρμόζοντας κατά παρεκβολή διορθώσεις. Για να δοθεί η δυνατότητα στην Επιτροπή να προσδιορίσει τα σχετικά ποσά, τα κράτη μέλη μπορούν, εντός των προθεσμιών που καθορίζονται από την Επιτροπή στη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, να υποβάλουν υπολογισμό του ποσού που πρέπει να αποκλειστεί από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, με παρεκβολή, βάσει στατιστικών μέσων, των αποτελεσμάτων των ελέγχων που διενεργήθηκαν σε αντιπροσωπευτικό δείγμα των εν λόγω περιπτώσεων. Το δείγμα λαμβάνεται από πληθυσμό για τον οποίο εύλογα αναμένεται να διαπιστωθεί η προσδιορισθείσα μη συμμόρφωση.

4.   Για να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3, η Επιτροπή είναι σε θέση:

α)

να αξιολογεί τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό ή την παρεκβολή, οι οποίες περιγράφονται με σαφήνεια από τα κράτη μέλη·

β)

να ελέγχει την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος που αναφέρεται στην παράγραφο 3·

γ)

να ελέγχει το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα του προσδιορισμού ή της παρεκβολής που υποβλήθηκαν·

δ)

να αποκτά επαρκή και κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία λογιστικού ελέγχου σχετικά με τα υποκείμενα δεδομένα.

5.   Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 3, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν τις στατιστικές ελέγχου των οργανισμών πληρωμών που επιβεβαιώθηκαν από τον οργανισμό πιστοποίησης ή την αξιολόγηση του εν λόγω οργανισμού σχετικά με το επίπεδο σφάλματος στο πλαίσιο του δικού του λογιστικού ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, υπό τον όρο ότι:

α)

η Επιτροπή κρίνει ικανοποιητικές τις εργασίες που διεξήγαγαν οι οργανισμοί πιστοποίησης, τόσο όσον αφορά τη στρατηγική ελέγχου, όσο και σχετικά με το περιεχόμενο, την έκταση και την ποιότητα του πραγματικού ελεγκτικού έργου·

β)

το πεδίο των εργασιών των οργανισμών πιστοποίησης συμφωνεί με το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω έρευνας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, ιδίως όσον αφορά τα μέτρα ή τα καθεστώτα·

γ)

το ποσό των κυρώσεων που θα έπρεπε να είχαν επιβληθεί ελήφθη υπόψη στις αξιολογήσεις.

6.   Όταν δεν πληρούνται οι όροι προσδιορισμού των ποσών που πρέπει να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3, ή όταν η φύση της υπόθεσης δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό των ποσών που πρέπει να αποκλειστούν βάσει των εν λόγω παραγράφων, η Επιτροπή επιβάλλει τις κατάλληλες κατ’ αποκοπή διορθώσεις λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και τη δική της εκτίμηση για τον κίνδυνο πρόκλησης οικονομικής ζημίας στην Ένωση.

Το επίπεδο της κατ’ αποκοπή διόρθωσης καθορίζεται λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της μη συμμόρφωσης που διαπιστώθηκε. Προς τούτο, οι ελλείψεις ως προς τους ελέγχους υποδιαιρούνται σε ελλείψεις που αφορούν βασικούς και επικουρικούς ελέγχους, ως εξής:

α)

βασικοί έλεγχοι είναι οι διοικητικοί και επιτόπιοι έλεγχοι που απαιτούνται για να κριθεί η επιλεξιμότητα της ενίσχυσης και η σχετική επιβολή μειώσεων και ποινών·

β)

επικουρικοί έλεγχοι είναι όλες οι άλλες διοικητικές πράξεις που απαιτούνται για την ορθή διεκπεραίωση των αιτήσεων.

Εάν, στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, διαπιστωθούν διαφορετικές περιπτώσεις μη συμμόρφωσης που μεμονωμένα θα οδηγούσαν σε χωριστές κατ’ αποκοπή διορθώσεις, τότε επιβάλλεται μόνο η υψηλότερη κατ’ αποκοπή διόρθωση.

7.   Κατά τον καθορισμό του ύψους των κατ’ αποκοπή διορθώσεων, η Επιτροπή λαμβάνει ειδικά υπόψη τις ακόλουθες περιστάσεις, οι οποίες αποδεικνύουν αυξημένη σοβαρότητα των ελλείψεων που συνιστά μεγαλύτερο κίνδυνο απώλειας για τον προϋπολογισμό της Ένωσης:

α)

ένας ή περισσότεροι από τους βασικούς ελέγχους δεν διενεργούνται ή διενεργούνται ελλιπώς ή με περιορισμένη συχνότητα ώστε να κρίνονται αναποτελεσματικοί όσον αφορά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας της αίτησης ή την πρόληψη παρατυπιών· ή

β)

διαπιστώνονται τρεις ή περισσότερες ελλείψεις όσον αφορά το ίδιο σύστημα ελέγχου· ή

γ)

διαπιστώνεται ότι το κράτος μέλος δεν εφαρμόζει σύστημα ελέγχου ή το σύστημα εμφανίζει σοβαρές ελλείψεις και υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για εκτεταμένες παρατυπίες και αμέλειες στην αντιμετώπιση παράτυπων ή δόλιων πρακτικών· ή

δ)

έχει ήδη επιβληθεί διόρθωση στο εν λόγω κράτος μέλος για παρόμοιες ελλείψεις στον ίδιο τομέα, λαμβανομένων πάντως υπόψη των διορθωτικών ή αντισταθμιστικών μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί από το κράτος μέλος.

8.   Όταν το κράτος μέλος υποβάλλει ορισμένα αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία δεν ικανοποιούν μεν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, αλλά αποδεικνύουν ότι η μέγιστη απώλεια για τα Ταμεία περιορίζεται σε ποσό μικρότερο από εκείνο που θα προέκυπτε από την εφαρμογή του προτεινόμενου κατ’ αποκοπή ποσοστού, τότε η Επιτροπή χρησιμοποιεί το χαμηλότερο κατ’ αποκοπή ποσοστό για τη λήψη απόφασης σχετικά με τα ποσά που πρέπει να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013.

9.   Ποσά που ανακτώνται πραγματικά από τους δικαιούχους και πιστώνονται στα Ταμεία πριν από τη σχετική ημερομηνία, η οποία καθορίζεται από την Επιτροπή στη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, αφαιρούνται από το ποσό που η Επιτροπή αποφασίζει να αποκλείσει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013.

Άρθρο 13

Υποχρέωση μετά τις διαδικασίες ανάκτησης

Μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών ανάκτησης που αναφέρονται στο άρθρο 54 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, τα κράτη μέλη:

α)

πιστώνουν στο ΕΓΤΕ ποσοστό 50 % των ανακτηθέντων ποσών, αφού αφαιρέσουν τα έξοδα ανάκτησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 55 δεύτερο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού·

β)

πιστώνουν στο ΕΓΤΑΑ ποσοστό 50 % των ποσών που είτε ανακτώνται μετά την περάτωση του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης είτε ανακτώνται πριν την περάτωση του προγράμματος, αλλά δεν μπορούν να επαναδιατεθούν σύμφωνα με το άρθρο 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013.

Άρθρο 14

Έλεγχος των συναλλαγών

Το σύστημα ελέγχου που θεσπίζεται με το κεφάλαιο III του τίτλου V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 δεν εφαρμόζεται στα μέτρα που απαριθμούνται στο παράρτημα VI του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Πεδίο εφαρμογής και χρήση των όρων

Άρθρο 15

Πεδίο εφαρμογής

Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις για τις οποίες η τομεακή γεωργική νομοθεσία προβλέπει τη σύσταση εγγύησης, ανεξαρτήτως του αν χρησιμοποιείται ο συγκεκριμένος όρος «εγγύηση».

Το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται στις εγγυήσεις που παρέχονται για την εξασφάλιση της καταβολής των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου (19).

Άρθρο 16

Όροι που χρησιμοποιούνται στο παρόν κεφάλαιο

Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου:

α)

ως «αρμόδια αρχή» νοείται είτε η αρχή που είναι αρμόδια να αποδέχεται εγγύηση είτε η αρχή που είναι αρμόδια να αποφασίζει εάν θα αποδεσμευθεί ή θα καταπέσει η εγγύηση σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία·

β)

ως «συνολική εγγύηση» νοείται η εγγύηση που συστήνεται με την αρμόδια αρχή με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης περισσοτέρων της μιας υποχρεώσεων·

γ)

ως «αντίστοιχο τμήμα του εγγυημένου ποσού» νοείται το τμήμα του εγγυημένου ποσού που αντιστοιχεί στην ποσότητα για την οποία δεν τηρήθηκε μια απαίτηση.

ΤΜΗΜΑ 2

Απαίτηση σύστασης εγγύησης

Άρθρο 17

Υπεύθυνος για τη σύσταση εγγύησης

Η εγγύηση συστήνεται από ή για λογαριασμό προσώπου που είναι υπεύθυνο για την καταβολή του οφειλόμενου χρηματικού ποσού εάν δεν εκπληρωθεί μια υποχρέωση.

Άρθρο 18

Άρση της απαίτησης για τη σύσταση εγγύησης

1.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να μην απαιτεί εγγύηση αν ο υπεύθυνος για την τήρηση των υποχρεώσεων είναι:

α)

δημόσιος φορέας υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων δημόσιας αρχής, ή

β)

ιδιωτικός φορέας που ασκεί, υπό κρατική εποπτεία, τα καθήκοντα που αναφέρονται στο στοιχείο α).

2.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να μην απαιτεί τη σύσταση εγγύησης όταν το υπό εγγύηση ποσό είναι κατώτερο από 500 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, ο ενδιαφερόμενος αναλαμβάνει γραπτώς την υποχρέωση καταβολής ποσού ίσου με τη μη συσταθείσα εγγύηση εάν δεν εκπληρωθεί η αντίστοιχη υποχρέωση.

Για την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου, η αξία της εγγύησης υπολογίζεται ως σύνολο που περιλαμβάνει όλες τις συναφείς υποχρεώσεις που συνδέονται με την ίδια πράξη.

Άρθρο 19

Όροι που ισχύουν για τις εγγυήσεις

1.   Η αρμόδια αρχή αρνείται την αποδοχή ή απαιτεί την αντικατάσταση κάθε προσφερόμενης εγγύησης, όταν κρίνει ότι η εγγύηση αυτή είναι ανεπαρκής ή μη ικανοποιητική ή ότι δεν παρέχει κάλυψη για επαρκή χρονική περίοδο.

2.   Όταν η κατάθεση μετρητών διενεργείται με έμβασμα, δεν θεωρείται ότι έχει συσταθεί εγγύηση παρά μόνον όταν η αρμόδια αρχή εξασφαλίσει ότι τα χρήματα μπορούν να πιστωθούν στον λογαριασμό της.

3.   Επιταγή που αφορά ποσό, την πληρωμή του οποίου εγγυάται χρηματοπιστωτικός οργανισμός αναγνωρισμένος για τον σκοπό αυτό από το κράτος μέλος της αρμόδιας αρχής, θεωρείται κατάθεση μετρητών. Η αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται να προσκομίσει την επιταγή αυτή προς πληρωμή παρά μόνον όταν η περίοδος που καλύπτεται από την εγγύηση πρόκειται να λήξει.

Επιταγή, άλλη από αυτή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, συνιστά εγγύηση μόνον όταν η αρμόδια αρχή εξασφαλίσει ότι τα χρήματα μπορούν να πιστωθούν στον λογαριασμό της.

4.   Τα έξοδα που επιβάλλονται από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς βαρύνουν το μέρος που συστήνει την εγγύηση.

5.   Εγγύηση που συστήνεται με τη μορφή μετρητών δεν είναι τοκοφόρος γι’ αυτόν που τη συστήνει.

Άρθρο 20

Χρήση του ευρώ

1.   Οι εγγυήσεις συστήνονται σε ευρώ.

2.   Εάν η εγγύηση γίνεται αποδεκτή σε κράτος μέλος που δεν έχει υιοθετήσει το ευρώ, το ποσό της εγγύησης σε ευρώ μετατρέπεται στο οικείο εθνικό νόμισμα σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V. Η υποχρέωση που αντιστοιχεί στην εγγύηση και κάθε ποσό που παρακρατείται σε περίπτωση παρατυπίας ή παράβασης εξακολουθούν να εκφράζονται σε ευρώ.

Άρθρο 21

Εγγυητής

1.   Ο εγγυητής έχει την επίσημα καταχωρισμένη κατοικία του ή είναι εγκατεστημένος στην Ένωση και, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Συνθήκης για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, έχει γίνει αποδεκτός από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο συστήνεται η εγγύηση. Ο εγγυητής δεσμεύεται με γραπτή εγγύηση.

2.   Η γραπτή εγγύηση αναφέρει τουλάχιστον:

α)

την υποχρέωση, ή εφόσον πρόκειται για συνολική εγγύηση, τον τύπο ή τους τύπους της υποχρέωσης, την τήρηση των οποίων εγγυάται η καταβολή χρηματικού ποσού·

β)

το μέγιστο ποσό που αποδέχεται να καταβάλει ο εγγυητής·

γ)

ότι ο εγγυητής δεσμεύεται, από κοινού και εις ολόκληρον με τον υπεύθυνο για την τήρηση της υποχρέωσης, να καταβάλει, εντός 30 ημερών σε πρώτη ζήτηση της αρμόδιας αρχής και εντός των ορίων της εγγύησης, το οφειλόμενο ποσό κατά την κατάπτωση της εγγύησης.

3.   Η αρμόδια αρχή καθορίζει, όταν έχει ήδη συσταθεί συνολική γραπτή εγγύηση, την ακολουθητέα διαδικασία σύμφωνα με την οποία ολόκληρη ή μέρος της συνολικής εγγύησης διατίθεται για συγκεκριμένη υποχρέωση.

Άρθρο 22

Συνδρομή ανωτέρας βίας

Κάθε πρόσωπο υπεύθυνο για υποχρέωση που καλύπτεται από εγγύηση, το οποίο ισχυρίζεται ότι η μη τήρηση της υποχρέωσης οφείλεται σε ανωτέρα βία, αποδεικνύει, με τρόπο ικανοποιητικό για τις αρμόδιες αρχές, ότι συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας. Εάν η αρμόδια αρχή αναγνωρίσει ότι πρόκειται για περίπτωση ανωτέρας βίας, η υποχρέωση ακυρώνεται για τον σκοπό και μόνο της αποδέσμευσης της εγγύησης.

ΤΜΗΜΑ 3

Αποδέσμευση και κατάπτωση εγγυήσεων πλην εκείνων που αναφέρονται στο τμήμα 4

Άρθρο 23

Κατάπτωση εγγυήσεων

1.   Η υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 66 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 είναι η απαίτηση να πραγματοποιηθεί ενέργεια ή να μην πραγματοποιηθεί ενέργεια, η οποία αποτελεί βασικό στόχο του κανονισμού που την επιβάλλει.

2.   Σε περίπτωση αθέτησης μιας υποχρέωσης για την οποία δεν έχει ταχθεί προθεσμία εκπλήρωσης, η εγγύηση καταπίπτει όταν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει την αθέτησή της.

3.   Εάν έχει ταχθεί προθεσμία για την εκπλήρωση της υποχρέωσης και η υποχρέωση εκπληρώθηκε μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, η εγγύηση καταπίπτει.

Στην περίπτωση αυτή, καταπίπτει αμέσως το 10 % του ποσού της εγγύησης και στη συνέχεια πρόσθετο ποσοστό του υπολοίπου:

α)

2 % ανά ημερολογιακή ημέρα υπέρβασης της προθεσμίας, εάν η υποχρέωση αφορά την εισαγωγή προϊόντων σε τρίτη χώρα·

β)

5 % ανά ημερολογιακή ημέρα υπέρβασης της προθεσμίας, εάν η υποχρέωση αφορά την έξοδο προϊόντων από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.

4.   Σε περίπτωση έγκαιρης εκπλήρωσης της υποχρέωσης, όταν η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για την εκπλήρωσή της υπόκειται σε συγκεκριμένη προθεσμία, η εγγύηση που έχει συσταθεί για την υποχρέωση αυτή καταπίπτει για κάθε ημερολογιακή ημέρα μετά την καταληκτική ημερομηνία σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο 0,2 / προθεσμία σε ημέρες και λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 25.

Εάν η απόδειξη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο συνίσταται στην υποβολή πιστοποιητικού εισαγωγής ή εξαγωγής που έχει χρησιμοποιηθεί ή έχει λήξει ή στην υποβολή της απόδειξης ότι τα προϊόντα έχουν εγκαταλείψει το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, καταπίπτει το 15 % του ποσού της εγγύησης, εφόσον η εν λόγω απόδειξη υποβληθεί μετά τη λήξη της συγκεκριμένης προθεσμίας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, αλλά το αργότερο την 730ή ημερολογιακή ημέρα μετά την ημερομηνία λήξης ισχύος του πιστοποιητικού. Μετά την παρέλευση των 730 ημερολογιακών ημερών, καταπίπτει και το υπόλοιπο ποσό της εγγύησης.

Εάν η απόδειξη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο συνίσταται στην υποβολή πιστοποιητικού εξαγωγής με προκαθορισμό της επιστροφής, το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί ή έχει λήξει, η εγγύηση που καταπίπτει είναι:

α)

10 %, εάν το πιστοποιητικό υποβληθεί μεταξύ της 61ης και της 90ής ημερολογιακής ημέρας μετά την ημερομηνία λήξης ισχύος του πιστοποιητικού·

β)

50 %, εάν το πιστοποιητικό υποβληθεί μεταξύ της 91ης και της 120ής ημερολογιακής ημέρας μετά την ημερομηνία λήξης ισχύος του πιστοποιητικού·

γ)

70 %, εάν το πιστοποιητικό υποβληθεί μεταξύ της 121ης και της 150ής ημερολογιακής ημέρας μετά την ημερομηνία λήξης ισχύος του πιστοποιητικού·

δ)

80 %, εάν το πιστοποιητικό υποβληθεί μεταξύ της 151ης και της 180ής ημερολογιακής ημέρας μετά την ημερομηνία λήξης ισχύος του πιστοποιητικού·

ε)

100 %, εάν το πιστοποιητικό υποβληθεί μετά την 180ή ημερολογιακή ημέρα μετά την ημερομηνία λήξης ισχύος του πιστοποιητικού.

5.   Το ποσό της προς κατάπτωση εγγύησης στρογγυλοποιείται στο αμέσως μικρότερο ακέραιο ποσό σε ευρώ ή στο οικείο εθνικό νόμισμα.

Άρθρο 24

Αποδέσμευση εγγυήσεων

1.   Μόλις παρασχεθεί η απόδειξη που προβλέπεται από την ειδική νομοθεσία της Ένωσης ότι η υποχρέωση έχει εκπληρωθεί ή ότι η εγγύηση έχει καταπέσει εν μέρει σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 και το άρθρο 23 του παρόντος κανονισμού, η εγγύηση ή, κατά περίπτωση, το υπόλοιπο ποσό της εγγύησης, αποδεσμεύεται χωρίς καθυστέρηση.

2.   Η εγγύηση αποδεσμεύεται εν μέρει κατόπιν αιτήσεως, όταν προσκομιστεί η απόδειξη που προβλέπεται για τον σκοπό αυτό για ένα τμήμα της ποσότητας του προϊόντος, υπό την προϋπόθεση ότι το τμήμα αυτό αντιστοιχεί σε ποσότητα τουλάχιστον ίση με την ελάχιστη ποσότητα που καθορίζεται στον κανονισμό ο οποίος επιβάλλει την εγγύηση ή, άλλως, με την ποσότητα που καθορίζει το κράτος μέλος.

3.   Όταν δεν έχει οριστεί συγκεκριμένη προθεσμία για την προσκόμιση των απαραίτητων αποδείξεων για την αποδέσμευση της εγγύησης, η προθεσμία είναι 365 ημερολογιακές ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης για την οποία έχει συσταθεί η εγγύηση. Σε περίπτωση που δεν έχει οριστεί συγκεκριμένη προθεσμία, η προθεσμία είναι 365 ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία εκπλήρωσης του συνόλου των υποχρεώσεων.

Η χρονική περίοδος που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν υπερβαίνει τις 1 095 ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία σύνδεσης της εγγύησης με συγκεκριμένη υποχρέωση.

Άρθρο 25

Κατώτατα όρια

1.   Το σύνολο του ποσού που καταπίπτει δεν υπερβαίνει το 100 % του αντίστοιχου τμήματος του εγγυημένου ποσού.

2.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να παραιτείται από το δικαίωμα για κατάπτωση ποσού κάτω των 100 ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι παρόμοιες εθνικές διατάξεις για ανάλογες περιπτώσεις προβλέπονται με νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις.

ΤΜΗΜΑ 4

Εγγυήσεις όσον αφορά τις προκαταβολές

Άρθρο 26

Πεδίο εφαρμογής

Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις για τις οποίες ειδικές διατάξεις της Ένωσης προβλέπουν τη δυνατότητα προκαταβολής πριν από την εκπλήρωση υποχρέωσης που έχει τεθεί ως προϋπόθεση για τη χορήγηση ενίσχυσης ή πλεονεκτήματος.

Άρθρο 27

Αποδέσμευση των εγγυήσεων

1.   Η εγγύηση αποδεσμεύεται:

α)

είτε όταν έχει αποδειχθεί το οριστικό δικαίωμα προς απόληψη του ποσού που έχει προκαταβληθεί·

β)

είτε όταν έχει επιστραφεί το ποσό που χορηγήθηκε, επαυξημένο κατά το ποσοστό που προβλέπεται από τις ειδικές διατάξεις της Ένωσης.

2.   Εφόσον έχει παρέλθει η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για να αποδειχθεί το οριστικό δικαίωμα χορήγησης του ποσού που έχει προκαταβληθεί χωρίς να έχει προσκομισθεί η απόδειξη για το δικαίωμα, η αρμόδια αρχή κινεί αμέσως τη διαδικασία για την κατάπτωση της εγγύησης.

Ωστόσο, στις περιπτώσεις που υπάρχει σχετική πρόβλεψη από ειδικές διατάξεις της Ένωσης, η απόδειξη μπορεί να προσκομισθεί και μετά την ημερομηνία αυτή, έναντι μερικής επιστροφής της εγγύησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Άρθρο 28

Επιστροφές κατά την εξαγωγή και συναλλαγές με τρίτες χώρες

1.   Όσον αφορά τα ποσά σχετικά με τις εισαγωγές και τους φόρους κατά την εξαγωγή, που καθορίζονται σε ευρώ από την ενωσιακή νομοθεσία σχετικά με την κοινή γεωργική πολιτική και εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη σε εθνικό νόμισμα, η ισοτιμία μετατροπής είναι ειδικά ίση με την ισοτιμία που εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92.

2.   Για τις επιστροφές κατά την εξαγωγή που καθορίζονται σε ευρώ και τις τιμές και τα ποσά σε ευρώ που προβλέπει η γεωργική νομοθεσία της Ένωσης όσον αφορά τις συναλλαγές με τρίτες χώρες, γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η αποδοχή της τελωνειακής διασάφησης.

3.   Για τον υπολογισμό της κατ’ αποκοπή τιμής των οπωροκηπευτικών κατά την εισαγωγή, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 136 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 της Επιτροπής (20), προκειμένου να καθοριστεί η τιμή εισόδου που αναφέρεται στο άρθρο 137 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας για τις αντιπροσωπευτικές τιμές, οι οποίες χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της εν λόγω κατ’ αποκοπή τιμής και του ποσού της μείωσης που αναφέρεται στο άρθρο 134 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, είναι η ημέρα την οποία αφορούν οι αντιπροσωπευτικές τιμές.

Άρθρο 29

Επιστροφές κατά την παραγωγή και ειδικές ενισχύσεις

1.   Για τις επιστροφές κατά την παραγωγή που καθορίζονται σε ευρώ από τη νομοθεσία της Ένωσης, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η ημερομηνία κατά την οποία δηλώνεται ότι τα προϊόντα έφθασαν στον προορισμό τους που ενδέχεται να απαιτείται από την εν λόγω νομοθεσία. Στις περιπτώσεις που δεν απαιτείται προορισμός, η γενεσιουργός αιτία είναι η αποδοχή της αίτησης πληρωμής της επιστροφής από τον οργανισμό πληρωμών.

2.   Για τις ενισχύσεις που χορηγούνται για συγκεκριμένες ποσότητες προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο ή προϊόντων που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν κατά συγκεκριμένο τρόπο, με την επιφύλαξη των άρθρων 30 έως 33, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η πρώτη πράξη η οποία εξασφαλίζει, μετά την παραλαβή των προϊόντων από τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα, την κατάλληλη χρήση των εν λόγω προϊόντων και δημιουργεί την υποχρέωση χορήγησης της ενίσχυσης.

3.   Για τις ενισχύσεις ιδιωτικής αποθεματοποίησης, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η πρώτη ημέρα της περιόδου για την οποία χορηγείται η ενίσχυση που προβλέπεται βάσει μιας και της ιδίας σύμβασης.

4.   Για τις λοιπές ενισχύσεις πλην εκείνων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 30 και 31, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων.

Άρθρο 30

Αμπελοοινικός τομέας

1.   Η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η πρώτη ημέρα της αμπελουργικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας παρέχεται στήριξη για:

α)

την αναδιάρθρωση και μετατροπή αμπελώνων που αναφέρεται στο άρθρο 46 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013·

β)

τη σύσταση των ταμείων αλληλοβοήθειας που αναφέρονται στο άρθρο 48 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013·

γ)

την ασφάλιση συγκομιδής που αναφέρεται στο άρθρο 49 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013.

2.   Για τις ενισχύσεις που καταβάλλονται με σκοπό την προαιρετική ή υποχρεωτική απόσταξη υποπροϊόντων οινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η πρώτη ημέρα της αμπελουργικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας παραδίδεται το υποπροϊόν.

3.   Για τις επενδύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 50 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 και την καινοτομία στον αμπελοοινικό τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 51 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η 1η Ιανουαρίου του έτους κατά το οποίο ελήφθη η απόφαση χορήγησης της ενίσχυσης.

4.   Για τις εργασίες πρώιμης συγκομιδής που αναφέρονται στο άρθρο 47 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η ημέρα πραγματοποίησης των εργασιών πρώιμης συγκομιδής.

Άρθρο 31

Ποσά και πληρωμές στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

1.   Για την ενίσχυση που χορηγείται για τη διάθεση ορισμένων γαλακτοκομικών προϊόντων σε μαθητές σχολείων, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 657/2008 της Επιτροπής (21), γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η πρώτη ημέρα της περιόδου την οποία αφορά η αίτηση πληρωμής που αναφέρεται στο άρθρο 11 του εν λόγω κανονισμού.

2.   Για την πληρωμή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 595/2004 της Επιτροπής (22), για μια συγκεκριμένη δωδεκάμηνη περίοδο κατά την έννοια του κεφαλαίου ΙΙΙ του τίτλου I του μέρους II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (23), η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η 1η Απριλίου που έπεται της σχετικής περιόδου.

3.   Για το κόστος μεταφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1272/2009 της Επιτροπής (24), η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η ημέρα παραλαβής της έγκυρης προσφοράς από την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 32

Ποσά και πληρωμές της ενίσχυσης που συνδέεται με την εφαρμογή του σχεδίου προώθησης της κατανάλωσης φρούτων στα σχολεία

Για την ενίσχυση που χορηγείται για την προμήθεια οπωροκηπευτικών, μεταποιημένων οπωροκηπευτικών και προϊόντων μπανάνας στα παιδιά, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 288/2009 της Επιτροπής (25), η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η 1η Ιανουαρίου που προηγείται της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 33

Ελάχιστη τιμή για τα τεύτλα, εισφορά επί του πλεονάσματος και τέλος παραγωγής στον τομέα της ζάχαρης

Για το τέλος παραγωγής στον τομέα της ζάχαρης, την ελάχιστη τιμή για τα τεύτλα και την εισφορά επί του πλεονάσματος που αναφέρονται αντίστοιχα στα άρθρα 128, 135 και 142 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η 1η Οκτωβρίου της περιόδου εμπορίας την οποία αφορούν οι τιμές ή κατά την οποία καταβάλλονται τα σχετικά ποσά.

Άρθρο 34

Ποσά διαρθρωτικού ή περιβαλλοντικού χαρακτήρα και γενικά έξοδα των επιχειρησιακών προγραμμάτων

1.   Για τα ποσά που αναφέρονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013, καθώς και για τα ποσά που έχουν σχέση με τα μέτρα που εγκρίνονται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005, τα οποία πληρώνονται στους δικαιούχους από τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης που εγκρίνονται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η 1η Ιανουαρίου του έτους κατά το οποίο λαμβάνεται η απόφαση χορήγησης της ενίσχυσης.

Εντούτοις, στις περιπτώσεις που, βάσει των ενωσιακών κανόνων, τα ποσά που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο καταβάλλονται σταδιακά σε διάστημα περισσοτέρων του ενός ετών, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας για κάθε ετήσια δόση είναι η 1η Ιανουαρίου του έτους κατά το οποίο πληρώνεται η εν λόγω ετήσια δόση.

2.   Για τα ποσά που αναφέρονται στο σημείο 2 στοιχείο α) του παραρτήματος IX του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011, τα οποία έχουν ως στόχο να καλύψουν τα γενικά έξοδα που αφορούν ειδικά τα επιχειρησιακά ταμεία ή τα επιχειρησιακά προγράμματα που αναφέρονται στα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η 1η Ιανουαρίου του έτους το οποίο αφορούν αυτά τα έξοδα.

Άρθρο 35

Ποσά που συνδέονται με την έγκριση χορήγησης εθνικής χρηματοδοτικής συνδρομής στις οργανώσεις παραγωγών στον τομέα των οπωροκηπευτικών και τη μερική επιστροφή της εν λόγω εθνικής χρηματοδοτικής συνδρομής

1.   Για την αίτηση έγκρισης χορήγησης της εθνικής χρηματοδοτικής συνδρομής που αναφέρεται στο άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013, η γενεσιουργός αιτία είναι η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής της αίτησης στην Επιτροπή, όπως ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011.

2.   Για την επιστροφή από την Ένωση της εθνικής χρηματοδοτικής συνδρομής σύμφωνα με το άρθρο 95 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων ενίσχυσης από τις οργανώσεις παραγωγών στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011.

Άρθρο 36

Άλλα ποσά και τιμές

Για τις άλλες τιμές ή ποσά πλην αυτών που αναφέρονται στα άρθρα 28 έως 35 ή για τα ποσά που έχουν σχέση με αυτές τις τιμές και εκφράζονται σε ευρώ στην ενωσιακή νομοθεσία ή εκφράζονται σε ευρώ στο πλαίσιο διαδικασίας υποβολής προσφορών, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η ημέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα μία από τις ακόλουθες έννομες πράξεις:

α)

για τις αγορές, η παραλαβή της έγκυρης προσφοράς·

β)

για τις πωλήσεις, η παραλαβή της έγκυρης προσφοράς·

γ)

για τις αποσύρσεις οπωροκηπευτικών προϊόντων, η ημέρα που γίνεται η απόσυρση·

δ)

για τη μη συγκομιδή και τις εργασίες πρώιμης συγκομιδής στον τομέα των οπωροκηπευτικών, η ημέρα της μη συγκομιδής και της πραγματοποίησης των εργασιών πρώιμης συγκομιδής·

ε)

για το κόστος μεταφοράς, μεταποίησης ή δημόσιας αποθεματοποίησης, καθώς και για τα ποσά που διατίθενται για μελέτες στο πλαίσιο διαδικασίας υποβολής προσφορών, η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των προσφορών·

στ)

για την καταγραφή των τιμών, των ποσών ή των προσφορών στην αγορά, η ημέρα καταγραφής των τιμών, των ποσών ή των προσφορών·

ζ)

για τις κυρώσεις λόγω μη τήρησης της γεωργικής νομοθεσίας, η ημερομηνία της πράξης διαπίστωσης των γεγονότων από την αρμόδια αρχή·

η)

για τον κύκλο εργασιών ή τα ποσά σχετικά με τον όγκο της παραγωγής, η έναρξη της περιόδου αναφοράς που προβλέπει η γεωργική νομοθεσία.

Άρθρο 37

Πληρωμή προκαταβολών

Για τις προκαταβολές, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η γενεσιουργός αιτία που ισχύει για την τιμή ή το ποσό με το οποίο έχει σχέση η προκαταβολή, όταν αυτή η γενεσιουργός αιτία έχει επέλθει κατά τον χρόνο πληρωμής της προκαταβολής ή, σε άλλες περιπτώσεις, η ημερομηνία καθορισμού της προκαταβολής σε ευρώ ή, άλλως, η ημερομηνία πληρωμής της προκαταβολής. Η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας ισχύει για τις προκαταβολές, με την επιφύλαξη της ισχύος για ολόκληρη την τιμή ή ολόκληρο το ποσό της γενεσιουργού αιτίας που καθορίζεται γι’ αυτή την τιμή ή γι’ αυτό το ποσό.

Άρθρο 38

Εγγυήσεις

Για τις εγγυήσεις, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η ημερομηνία σύστασης της εγγύησης.

Ισχύουν ωστόσο οι ακόλουθες εξαιρέσεις:

α)

για τις εγγυήσεις που έχουν σχέση με προκαταβολές, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η γενεσιουργός αιτία που καθορίζεται για το ποσό της προκαταβολής, όταν αυτή έχει επέλθει κατά τον χρόνο καταβολής της εγγύησης·

β)

για τις εγγυήσεις που έχουν σχέση με την υποβολή προσφορών, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η ημέρα υποβολής της προσφοράς·

γ)

για τις εγγυήσεις που έχουν σχέση με την υλοποίηση των προσφορών, η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής προσφορών.

Άρθρο 39

Έλεγχος των συναλλαγών

Τα ποσά σε ευρώ που αναφέρονται στο κεφάλαιο III του τίτλου V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 μετατρέπονται, ενδεχομένως, σε εθνικά νομίσματα με εφαρμογή των ισοτιμιών που ισχύουν την πρώτη εργάσιμη ημέρα του έτους κατά το οποίο αρχίζει η περίοδος ελέγχου και δημοσιεύονται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 40

Καθορισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας

Όταν μια γενεσιουργός αιτία καθορίζεται βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας, η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιείται είναι η πλέον πρόσφατη ισοτιμία που έχει καθορισθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) πριν από την πρώτη ημέρα του μηνός κατά τον οποίο επέρχεται η γενεσιουργός αιτία.

Εντούτοις, στις ακόλουθες περιπτώσεις, η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιείται είναι η εξής:

α)

για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 28 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και στις οποίες η γενεσιουργός αιτία της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η αποδοχή της τελωνειακής διασάφησης, η ισοτιμία που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92·

β)

για τις δαπάνες παρέμβασης που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των ενεργειών δημόσιας αποθεματοποίησης, η ισοτιμία που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 906/2014 της Επιτροπής (26)·

γ)

για την ελάχιστη τιμή για τα τεύτλα που αναφέρεται στο άρθρο 33 του παρόντος κανονισμού, η μέση ισοτιμία που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τον τελευταίο μήνα πριν από τη γενεσιουργό αιτία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 41

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Εάν ένας οργανισμός πληρωμών που έχει διαπιστευθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 αναλαμβάνει την ευθύνη δαπανών για τις οποίες δεν ήταν προηγουμένως υπεύθυνος, λαμβάνει διαπίστευση για τις νέες αρμοδιότητες έως την 1η Ιανουαρίου 2015.

2.   Τα μέτρα που απαριθμούνται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1106/2010 δεν υπόκεινται στο σύστημα ελέγχου που θεσπίστηκε με το κεφάλαιο III του τίτλου V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 για τους σκοπούς του ελέγχου δαπανών προγενέστερων του οικονομικού έτους 2014.

3.   Όταν σε ειδική νομοθεσία γίνεται αναφορά στις πρωτογενείς, δευτερογενείς ή τριτογενείς απαιτήσεις που αναφέρονται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 282/2012, εφαρμόζεται το άρθρο 23 παράγραφοι 2, 3 και 4 του παρόντος κανονισμού.

4.   Για τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης που αναφέρονται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου:

α)

εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 38 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 για τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του μεθεπόμενου έτους από εκείνο της δημοσιονομικής δέσμευσης. Στο άρθρο 38 του ίδιου κανονισμού οι αναφορές στο έτος Ν + 3 θεωρούνται αναφορές στο έτος Ν + 2·

β)

οι ενδιάμεσες πληρωμές που διενεργούνται από την Επιτροπή εξαρτώνται, όπως αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, από την απουσία υπέρβασης της συνολικής συμμετοχής του ΕΓΤΑΑ σε καθέναν από τους άξονες προτεραιότητας για ολόκληρη την περίοδο που καλύπτεται από το οικείο πρόγραμμα·

γ)

για την εφαρμογή των άρθρων 37 και 38 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, η καταληκτική ημερομηνία επιλεξιμότητας των δαπανών είναι η προβλεπόμενη στο άρθρο 71 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005.

5.   Για την εφαρμογή του άρθρου 54 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, για τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν ή πρόκειται να αναφερθούν στην Επιτροπή σε σχέση με τα οικονομικά έτη 2013 και 2014, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 885/2006, εξακολουθεί να λαμβάνεται υπόψη το οικονομικό έτος της πρώτης διαπίστωσης της παρατυπίας κατά την έννοια του άρθρου 35 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1290/2005. Για τις περιπτώσεις για τις οποίες δεν υπάρχει πρώτη διοικητική ή δικαστική διαπίστωση της παρατυπίας πριν από την 16η Οκτωβρίου 2014, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 54 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013.

Όσον αφορά το ΕΓΤΑΑ, για τους σκοπούς της εκκαθάρισης των λογαριασμών σύμφωνα με το άρθρο 51 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 54 παράγραφος 2 του ίδιου κανονισμού, αρχής γενομένης με την εκκαθάριση των λογαριασμών για το οικονομικό έτος 2014.

Άρθρο 42

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 376/2008

Οι παράγραφοι 6 και 7 του άρθρου 34 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 376/2008 απαλείφονται.

Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές εξακολουθούν να εφαρμόζονται για τις εγγυήσεις που έχουν συσταθεί εγκύρως βάσει του εν λόγω κανονισμού πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 43

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 612/2009

Το άρθρο 47 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 612/2009 της Επιτροπής απαλείφεται.

Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές εξακολουθούν να εφαρμόζονται για τις εγγυήσεις που έχουν συσταθεί εγκύρως βάσει του εν λόγω κανονισμού πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 44

Κατάργηση

Καταργούνται οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 883/2006, (ΕΚ) αριθ. 884/2006, (ΕΚ) αριθ. 885/2006, (ΕΚ) αριθ. 1913/2006, (ΕΕ) αριθ. 1106/2010 και ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 282/2012.

Ισχύουν ωστόσο τα εξής:

α)

ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 282/2012 εξακολουθεί να εφαρμόζεται για τις εγγυήσεις που έχουν συσταθεί εγκύρως βάσει του εν λόγω κανονισμού πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού·

β)

το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2006 εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις δαπάνες που πραγματοποιούνται έως τις 15 Οκτωβρίου 2014·

γ)

το άρθρο 11 και το κεφάλαιο III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 885/2006 εξακολουθούν να εφαρμόζονται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

Άρθρο 45

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 41 παράγραφος 4 εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Μαρτίου 2014.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 549.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 του Συμβουλίου σε ό,τι αφορά την τήρηση των λογαριασμών των οργανισμών πληρωμών, τις δηλώσεις δαπανών και εσόδων και τους όρους επιστροφής των δαπανών στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΕ L 171 της 23.6.2006, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 884/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 του Συμβουλίου, όσον αφορά τη χρηματοδότηση των παρεμβάσεων του ΕΓΤΕ και τη λογιστική καταχώριση των ενεργειών δημόσιας αποθεματοποίησης από τους οργανισμούς πληρωμών των κρατών μελών (ΕΕ L 171 της 23.6.2006, σ. 35).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 του Συμβουλίου σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ L 171 της 23.6.2006, σ. 90).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1913/2006 της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, που προβλέπει τους κανόνες εφαρμογής του γεωργονομισματικού καθεστώτος του ευρώ στον γεωργικό τομέα και τροποποιεί ορισμένους κανονισμούς (ΕΕ L 365 της 21.12.2006, σ. 52).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1106/2010 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2010, για τη θέσπιση του καταλόγου των μέτρων στα οποία δεν εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 485/2008 του Συμβουλίου περί των ελέγχων, εκ μέρους των κρατών μελών, των πράξεων που αποτελούν μέρος του συστήματος χρηματοδοτήσεως από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΕ L 315 της 1.12.2010, σ. 16).

(7)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 282/2012 της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2012, για τον καθορισμό των κοινών λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος εγγυήσεων για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 92 της 30.3.2012, σ. 4).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 376/2008 της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 2008, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 114 της 26.4.2008, σ. 3).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 612/2009 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 2009, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 186 της 17.7.2009, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 487).

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 277 της 21.10.2005, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 209 της 11.8.2005, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 637/2008 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 608).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 228/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 2013, για τον καθορισμό ειδικών μέτρων για τη γεωργία στις εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ένωσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 247/2006 του Συμβουλίου (ΕΕ L 78 της 20.3.2013, σ. 23).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 229/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 2013, σχετικά με τον καθορισμό ειδικών μέτρων για τη γεωργία στα μικρά νησιά του Αιγαίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1405/2006 του Συμβουλίου (ΕΕ L 78 της 20.3.2013, σ. 41).

(18)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3/2008 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με ενέργειες ενημέρωσης και προώθησης υπέρ των γεωργικών προϊόντων στην εσωτερική αγορά και στις τρίτες χώρες (ΕΕ L 3 της 5.1.2008, σ. 1).

(19)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1).

(20)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 543/2011 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (ΕΕ L 157 της 15.6.2011, σ. 1).

(21)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 657/2008 της Επιτροπής, της 10ης Ιουλίου 2008, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 όσον αφορά τη χορήγηση κοινοτικής ενίσχυσης για τη διάθεση γάλακτος και ορισμένων γαλακτοκομικών προϊόντων στους μαθητές των σχολικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 183 της 11.7.2008, σ. 17).

(22)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 595/2004 της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2004, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1788/2003 του Συμβουλίου για τη θέσπιση εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 94 της 31.3.2004, σ. 22).

(23)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ») (ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1).

(24)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1272/2009 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2009, για τη θέσπιση κοινών λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά την αγορά και την πώληση γεωργικών προϊόντων από τη δημόσια παρέμβαση (ΕΕ L 349 της 29.12.2009, σ. 1).

(25)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 288/2009 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2009, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τη χορήγηση κοινοτικής ενίσχυσης για την προμήθεια οπωροκηπευτικών, μεταποιημένων οπωροκηπευτικών και προϊόντων μπανάνας στα παιδιά σε εκπαιδευτικά ιδρύματα στο πλαίσιο σχεδίου προώθησης της κατανάλωσης φρούτων στα σχολεία (ΕΕ L 94 της 8.4.2009, σ. 38).

(26)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 906/2014 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις δαπάνες για τη δημόσια παρέμβαση (βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΣΗΣ

(Άρθρο 1)

1.   ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Α.   Οργανωτική δομή

Η οργανωτική δομή του οργανισμού πληρωμών του επιτρέπει να εκτελεί τα ακόλουθα κύρια καθήκοντα σχετικά με τις δαπάνες του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ:

i)

Έγκριση και έλεγχο των πληρωμών με σκοπό να διαπιστώνεται εάν το ποσό που πρέπει να καταβληθεί σε κάθε δικαιούχο είναι σύμφωνο με τους ενωσιακούς κανόνες. Συμπεριλαμβάνονται ιδίως οι διοικητικοί και επιτόπιοι έλεγχοι·

ii)

Εκτέλεση των πληρωμών με καταβολή του εγκεκριμένου ποσού στους δικαιούχους (ή στους εντολοδόχους τους) ή, στην περίπτωση της αγροτικής ανάπτυξης, καταβολή του μεριδίου της ενωσιακής συγχρηματοδότησης·

iii)

Λογιστική καταχώριση όλων των πληρωμών στους χωριστούς λογαριασμούς του οργανισμού πληρωμών για τις δαπάνες του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ, σε ηλεκτρονική μορφή, και κατάρτιση των περιοδικών συνοπτικών δελτίων δαπανών, συμπεριλαμβανομένων των μηνιαίων (για το ΕΓΤΕ), των τριμηνιαίων (για το ΕΓΤΑΑ) και των ετησίων δηλώσεων στην Επιτροπή. Στους λογαριασμούς του οργανισμού πληρωμών καταχωρίζονται επίσης τα στοιχεία ενεργητικού που χρηματοδοτούνται από τα Ταμεία, ιδίως όσον αφορά τα αποθέματα παρέμβασης, τις ανεκκαθάριστες προκαταβολές, τις εγγυήσεις και τους οφειλέτες.

Η οργανωτική δομή του οργανισμού πληρωμών προβλέπει ρητή ανάθεση εξουσίας και αρμοδιοτήτων σε όλα τα επιχειρησιακά επίπεδα, καθώς και διαχωρισμό των τριών λειτουργιών που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο, οι αρμοδιότητες των οποίων καθορίζονται σε οργανόγραμμα. Περιλαμβάνει τις τεχνικές υπηρεσίες και την υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου που αναφέρονται στο σημείο 4.

Β.   Πρότυπο για τους ανθρώπινους πόρους

Ο οργανισμός διασφαλίζει τα ακόλουθα:

i)

Διάθεση κατάλληλων ανθρώπινων πόρων για την εκτέλεση των εργασιών και εξασφάλιση των κατάλληλων τεχνικών δεξιοτήτων που απαιτούνται στα διάφορα επιχειρησιακά επίπεδα.

ii)

Η κατανομή καθηκόντων γίνεται κατά τρόπο ώστε κανένας υπάλληλος δεν έχει περισσότερες από μία αρμοδιότητες ως προς την έγκριση, πληρωμή ή λογιστική καταχώριση των ποσών που καταλογίζονται στο ΕΓΤΕ ή στο ΕΓΤΑΑ και κανένας υπάλληλος δεν ασκεί ένα από τα εν λόγω καθήκοντα χωρίς την επίβλεψη δεύτερου υπαλλήλου.

iii)

Οι αρμοδιότητες κάθε υπαλλήλου καθορίζονται με γραπτή περιγραφή καθηκόντων, στην οποία συμπεριλαμβάνεται ο καθορισμός των χρηματοδοτικών ορίων της δικαιοδοσίας του.

iv)

Η επιμόρφωση του προσωπικού είναι η αρμόζουσα σε όλα τα επιχειρησιακά επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης της ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης σε θέματα απάτης, και εφαρμόζεται πολιτική εκ περιτροπής τοποθέτησης προσωπικού σε ευαίσθητες θέσεις ή, εναλλακτικά, ενισχυμένης επίβλεψης.

v)

Λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα προκειμένου να αποφεύγεται η σύγκρουση συμφερόντων, όταν ένα πρόσωπο που κατέχει υπεύθυνη ή ευαίσθητη θέση όσον αφορά την εξακρίβωση, έγκριση, πληρωμή και λογιστική καταχώριση αιτήσεων ή αίτησης πληρωμής εκτελεί και άλλα καθήκοντα εκτός του οργανισμού πληρωμών.

Γ.   Ανάθεση καθηκόντων

Γ.1.

Εάν ο οργανισμός πληρωμών αναθέτει οποιαδήποτε από τα καθήκοντά του σε άλλον φορέα δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

Μεταξύ του οργανισμού πληρωμών και του εν λόγω φορέα συνάπτεται γραπτή συμφωνία, στην οποία διευκρινίζονται, εκτός από τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί, η φύση των πληροφοριακών στοιχείων και των παραστατικών που πρέπει να υποβάλλονται στον οργανισμό πληρωμών, καθώς και η προθεσμία υποβολής τους. Η συμφωνία πρέπει να επιτρέπει στον οργανισμό πληρωμών να συμμορφώνεται με τα κριτήρια διαπίστευσης.

ii)

Ο οργανισμός πληρωμών παραμένει σε κάθε περίπτωση υπεύθυνος για την αποτελεσματική διαχείριση των σχετικών Ταμείων. Εξακολουθεί να έχει την πλήρη ευθύνη για τη νομιμότητα και την κανονικότητα των υποκείμενων συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, καθώς και για τη δήλωση των αντίστοιχων δαπανών στην Επιτροπή και την κατάρτιση των λογαριασμών.

iii)

Οι αρμοδιότητες και οι υποχρεώσεις του άλλου φορέα ορίζονται σαφώς, κυρίως όσον αφορά τον έλεγχο και την εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τους ενωσιακούς κανόνες.

iv)

Ο οργανισμός πληρωμών εξασφαλίζει ότι ο άλλος φορέας διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα που επιτρέπουν να διασφαλιστεί ότι εκτελεί τα καθήκοντά του ικανοποιητικά.

v)

Ο άλλος φορέας επιβεβαιώνει ρητώς στον οργανισμό πληρωμών ότι όντως ασκεί τα καθήκοντά του και περιγράφει τα χρησιμοποιούμενα μέσα.

vi)

Ο οργανισμός πληρωμών επανεξετάζει σε τακτά διαστήματα τα ανατεθέντα καθήκοντα, προκειμένου να επιβεβαιώσει ότι οι εργασίες εκτελέστηκαν με ικανοποιητικό τρόπο και σε συμμόρφωση με τους ενωσιακούς κανόνες.

Γ.2.

Οι προϋποθέσεις που παρατίθενται στα σημεία Γ.1. i), ii), iii) και v) ανωτέρω εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στις περιπτώσεις στις οποίες αρμοδιότητες του οργανισμού πληρωμών ασκούνται από άλλον φορέα στο πλαίσιο των συνήθων καθηκόντων του βάσει της εθνικής νομοθεσίας.

2.   ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ

Α.   Διαδικασίες έγκρισης των αιτήσεων

Ο οργανισμός πληρωμών θεσπίζει τις ακόλουθες διαδικασίες:

i)

Ο οργανισμός πληρωμών καθορίζει λεπτομερείς διαδικασίες για την παραλαβή, καταχώριση και διεκπεραίωση των αιτήσεων, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής όλων των χρησιμοποιούμενων εγγράφων.

ii)

Κάθε υπάλληλος που είναι αρμόδιος για την έγκριση έχει στη διάθεσή του λεπτομερή κατάσταση ελέγχου για τις επαληθεύσεις που πρέπει να πραγματοποιηθούν και βεβαιώνει στα δικαιολογητικά της αίτησης ότι οι εν λόγω έλεγχοι διενεργήθηκαν. Η εν λόγω βεβαίωση μπορεί να συντάσσεται ηλεκτρονικά. Πρέπει να υπάρχουν αποδείξεις για τη διενέργεια συστηματικής, όπως βάσει δείγματος, συστήματος ή σχεδίου, επανεξέτασης της εργασίας του από ιεραρχικά ανώτερο υπάλληλο.

iii)

Η αίτηση εγκρίνεται για πληρωμή μόνο μετά τη διενέργεια επαρκών ελέγχων για διασφάλιση της συμμόρφωσής της με τους ενωσιακούς κανόνες.

Στους εν λόγω ελέγχους περιλαμβάνονται και οι έλεγχοι που απαιτούνται από τον σχετικό κανονισμό που διέπει το ειδικό μέτρο βάσει του οποίου ζητείται ενίσχυση, καθώς και οι έλεγχοι που απαιτούνται βάσει του άρθρου 58 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 για την πρόληψη και τον εντοπισμό περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών, λαμβανομένων ιδιαίτερα υπόψη των κινδύνων που υφίστανται. Για το ΕΓΤΑΑ προβλέπονται επιπλέον διαδικασίες προκειμένου να εξακριβώνεται ότι τηρήθηκαν οι όροι χορήγησης της ενίσχυσης, συμπεριλαμβανομένης της σύναψης συμβάσεων, και ότι τηρήθηκαν όλοι οι εφαρμοστέοι ενωσιακοί και εθνικοί κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που καθορίστηκαν στο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης.

iv)

Η διοίκηση του οργανισμού πληρωμών ενημερώνεται στο κατάλληλο επίπεδο, τακτικά και εγκαίρως, για τα αποτελέσματα των διοικητικών και των επιτόπιων ελέγχων που διενεργήθηκαν, ώστε να λαμβάνεται πάντα υπόψη η επάρκεια των εν λόγω ελέγχων πριν από την εκκαθάριση μιας αίτησης.

v)

Οι εκτελεσθείσες εργασίες περιγράφονται λεπτομερώς στην έκθεση που συνοδεύει κάθε αίτηση ή ομάδα αιτήσεων ή, κατά περίπτωση, σε έκθεση που καλύπτει μία περίοδο εμπορίας. Η έκθεση συνοδεύεται από βεβαίωση για την επιλεξιμότητα των εγκεκριμένων αιτήσεων και τη φύση, το εύρος και τα όρια της εκτελεσθείσας εργασίας. Επιπλέον, για το ΕΓΤΑΑ πρέπει να υπάρχει βεβαιότητα ότι τηρήθηκαν τα κριτήρια χορήγησης των ενισχύσεων, συμπεριλαμβανομένης της σύναψης συμβάσεων, και ότι τηρήθηκαν όλοι οι εφαρμοστέοι ενωσιακοί και εθνικοί κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που καθορίστηκαν στο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης. Εάν οι φυσικοί ή διοικητικοί έλεγχοι δεν είναι εξαντλητικοί, αλλά διενεργούνται σε δείγμα αιτήσεων, οι επιλεγείσες αιτήσεις προσδιορίζονται, περιγράφεται η μέθοδος δειγματοληψίας, αναφέρονται τα αποτελέσματα όλων των επιθεωρήσεων και τα μέτρα που έχουν ληφθεί σχετικά με τις ανακολουθίες και τις παρατυπίες. Τα δικαιολογητικά έγγραφα πρέπει να είναι επαρκή ώστε να παρέχουν τη βεβαιότητα ότι έχουν διενεργηθεί όλοι οι απαιτούμενοι έλεγχοι όσον αφορά την επιλεξιμότητα των αιτήσεων που εγκρίθηκαν.

vi)

Εάν άλλοι φορείς φυλάσσουν έγγραφα (σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή) σχετικά με τις αιτήσεις που εγκρίθηκαν και τους ελέγχους που διενεργήθηκαν, τόσο οι εν λόγω φορείς, όσο και ο οργανισμός πληρωμών θεσπίζουν διαδικασίες προκειμένου να διασφαλίσουν ότι έχει καταγραφεί το σημείο φύλαξης όλων αυτών των εγγράφων που αφορούν τις συγκεκριμένες πληρωμές.

Β.   Διαδικασίες πληρωμής

Ο οργανισμός πληρωμών θεσπίζει τις απαραίτητες διαδικασίες προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι πληρωμές διενεργούνται αποκλειστικά σε τραπεζικό λογαριασμό είτε των δικαιούχων είτε των εντολοδόχων τους. Η πληρωμή εκτελείται από την τράπεζα του οργανισμού πληρωμών ή, ενδεχομένως, από δημόσιο ταμείο, εντός πέντε εργασίμων ημερών από την ημερομηνία χρέωσης του ποσού στο ΕΓΤΕ ή στο ΕΓΤΑΑ. Θεσπίζονται διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι όλες οι πληρωμές για τις οποίες δεν εκτελείται η μεταφορά πιστώσεων δεν δηλώνονται στα Ταμεία για απόδοση δαπανών. Εάν οι εν λόγω πληρωμές έχουν ήδη δηλωθεί στα Ταμεία, θα πρέπει να επαναπιστώνονται στα Ταμεία μέσω των επόμενων μηνιαίων/τριμηνιαίων δηλώσεων ή, το αργότερο, στους ετήσιους λογαριασμούς Δεν πραγματοποιούνται πληρωμές τοις μετρητοίς. Η έγκριση του διατάκτη και/ή του επόπτη αυτού μπορεί να παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα, υπό τον όρο ότι εξασφαλίζεται το ενδεδειγμένο επίπεδο ασφάλειας των εν λόγω μέσων και η ταυτότητα του υπογράφοντος αναγράφεται στα ηλεκτρονικά αρχεία.

Γ.   Διαδικασίες λογιστικής καταχώρισης

Ο οργανισμός πληρωμών θεσπίζει τις ακόλουθες διαδικασίες:

i)

Οι λογιστικές διαδικασίες διασφαλίζουν ότι οι μηνιαίες (για το ΕΓΤΕ), οι τριμηνιαίες (για το ΕΓΤΑΑ) και οι ετήσιες δηλώσεις είναι πλήρεις, ακριβείς και έγκαιρες, και ότι τυχόν λάθη ή παραλείψεις εντοπίζονται και διορθώνονται, ιδίως μέσω ελέγχων και συμφωνίας λογαριασμών που διενεργούνται σε τακτά διαστήματα.

ii)

Η λογιστική καταχώριση όσον αφορά τα αποθέματα παρέμβασης διασφαλίζει ότι οι ποσότητες και το συναφές κόστος αποτελούν αντικείμενο ορθής και ταχείας επεξεργασίας και καταχωρίζονται ανά αναγνωρίσιμη παρτίδα στον σωστό λογαριασμό σε κάθε φάση, από την αποδοχή της προσφοράς έως την υλική διάθεση του προϊόντος, σύμφωνα με τις ισχύουσες κανονιστικές διατάξεις, και διασφαλίζει ότι η ποσότητα και η φύση των αποθεμάτων μπορούν να προσδιοριστούν ανά πάσα στιγμή σε κάθε τόπο αποθεματοποίησης.

Δ.   Διαδικασίες προκαταβολών και εγγυήσεων

Θεσπίζονται διαδικασίες προκειμένου να διασφαλιστεί ότι:

i)

Οι πληρωμές προκαταβολών προσδιορίζονται χωριστά στις λογιστικές ή επικουρικές καταχωρίσεις.

ii)

Λαμβάνονται εγγυήσεις μόνο από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που πληρούν τις προϋποθέσεις του κεφαλαίου IV του παρόντος κανονισμού και είναι εγκεκριμένοι από τις αρμόδιες αρχές· οι εγγυήσεις ισχύουν μέχρι την αποδέσμευση ή την κατάπτωσή τους, με απλή αίτηση του οργανισμού πληρωμών.

iii)

Οι προκαταβολές εκκαθαρίζονται εντός των καθορισμένων προθεσμιών και, εκείνες των οποίων καθυστερεί η εκκαθάριση, εντοπίζονται πάραυτα και ζητείται αμέσως η κατάπτωση των εγγυήσεων.

Ε.   Διαδικασίες οφειλών

Όλα τα κριτήρια που προβλέπονται στα σημεία Α έως Δ εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στις εισφορές, στις καταπεσούσες εγγυήσεις, στις επιστραφείσες πληρωμές, στα έσοδα για ειδικό προορισμό κ.λπ., που ο οργανισμός πληρωμών οφείλει να εισπράττει για λογαριασμό του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ.

Ο οργανισμός πληρωμών θεσπίζει σύστημα για την αναγνώριση όλων των οφειλόμενων ποσών και την καταγραφή όλων αυτών των οφειλών σε ενιαίο βιβλίο οφειλετών πριν από την είσπραξή τους. Το βιβλίο οφειλετών επιθεωρείται σε τακτά διαστήματα και λαμβάνονται μέτρα για την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών.

ΣΤ.   Διαδρομή ελέγχου

Τα πληροφοριακά στοιχεία όσον αφορά τα αποδεικτικά έγγραφα της έγκρισης, της λογιστικής καταχώρισης και της πληρωμής των αιτήσεων, καθώς και της διεκπεραίωσης των προκαταβολών, των εγγυήσεων και των οφειλών είναι διαθέσιμα στον οργανισμό πληρωμών προκειμένου να διασφαλίζεται ανά πάσα στιγμή μια επαρκώς διεξοδική διαδρομή ελέγχου.

3.   ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Α.   Επικοινωνία

Ο οργανισμός πληρωμών θεσπίζει τις αναγκαίες διαδικασίες προκειμένου να διασφαλίσει ότι καταγράφεται κάθε τροποποίηση των ενωσιακών κανονισμών και, ιδίως, του ισχύοντος ύψους των ενισχύσεων, και ότι οι οδηγίες, οι βάσεις δεδομένων και οι καταστάσεις ελέγχου ενημερώνονται εγκαίρως.

Β.   Ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων

i)

Με την επιφύλαξη του κάτωθι σημείου ii), η ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων βασίζεται στα κριτήρια που προβλέπονται στην ισχύουσα κατά το σχετικό οικονομικό έτος έκδοση ενός εκ των ακόλουθων προτύπων:

Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης 27002: Κώδικας ορθής πρακτικής για τους ελέγχους ασφάλειας πληροφοριών (ISO),

Bundesamt für Sicherheit in der Informationstechnik: IT-Grundschutzhandbuch/Εγχειρίδιο βασικής προστασίας στον τομέα της τεχνολογίας των πληροφοριών (BSI),

Information Systems Audit and Control Association (Ένωση Ελέγχων Πληροφοριακών Συστημάτων): Control objectives for Information and related Technology (COBIT) (Στόχοι ελέγχου για την τεχνολογία πληροφοριών και τις συναφείς τεχνολογίες).

ii)

Αρχής γενομένης από τις 16 Οκτωβρίου 2016, η ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων θα πρέπει να πιστοποιείται σύμφωνα με το πρότυπο του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης 27001: Συστήματα διαχείρισης της ασφάλειας των πληροφοριών — απαιτήσεις (ISO).

Η Επιτροπή μπορεί να επιτρέπει στα κράτη μέλη να πιστοποιούν την ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων τους σύμφωνα με άλλα αποδεκτά πρότυπα, εφόσον τα πρότυπα αυτά εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας τουλάχιστον ισοδύναμο με αυτό που παρέχει το ISO 27001.

Για τους οργανισμούς πληρωμών που είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση και τον έλεγχο ετήσιων δαπανών οι οποίες δεν υπερβαίνουν τα 400 εκατ. ευρώ, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου. Τα εν λόγω κράτη μέλη εξακολουθούν να εφαρμόζουν τις διατάξεις του σημείου i). Ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την απόφασή τους.

4.   ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ

Α.   Τρέχουσα παρακολούθηση μέσω των δραστηριοτήτων εσωτερικού ελέγχου

Οι δραστηριότητες εσωτερικού ελέγχου καλύπτουν τουλάχιστον τους ακόλουθους τομείς:

i)

Παρακολούθηση των τεχνικών υπηρεσιών και των εξουσιοδοτημένων φορέων που είναι αρμόδιοι για τη διενέργεια των ελέγχων και την εκτέλεση άλλων καθηκόντων με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των κανονιστικών διατάξεων, των κατευθυντήριων γραμμών και των διαδικασιών.

ii)

Δρομολόγηση της τροποποίησης συστημάτων προκειμένου να βελτιωθούν τα συστήματα ελέγχου εν γένει.

iii)

Επανεξέταση των αιτήσεων και των αιτημάτων που υποβλήθηκαν στον οργανισμό πληρωμών, καθώς και άλλων πληροφοριακών στοιχείων που εγείρουν υπόνοιες για παρατυπίες.

iv)

Παρακολούθηση των διαδικασιών για την πρόληψη και τον εντοπισμό περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών, ιδιαίτερα όσον αφορά τους τομείς των δαπανών της ΚΓΠ αρμοδιότητας του οργανισμού πληρωμών που είναι εκτεθειμένοι σε σημαντικό κίνδυνο απάτης ή άλλων σοβαρών παρατυπιών.

Η τρέχουσα παρακολούθηση εντάσσεται στις κανονικές, συνήθεις δραστηριότητες λειτουργίας του οργανισμού πληρωμών. Σε όλα τα επίπεδα οι καθημερινές λειτουργίες και οι δραστηριότητες ελέγχου του οργανισμού πληρωμών παρακολουθούνται σε συνεχή βάση, προκειμένου να διασφαλιστεί μια επαρκώς διεξοδική διαδρομή ελέγχου.

Β.   Χωριστές αξιολογήσεις μέσω της υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου

Ο οργανισμός πληρωμών θεσπίζει εν προκειμένω τις ακόλουθες διαδικασίες:

i)

Η υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου είναι ανεξάρτητη από τα άλλα τμήματα του οργανισμού πληρωμών και υπάγεται απευθείας στον διευθυντή του οργανισμού πληρωμών.

ii)

Η υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου εξακριβώνει κατά πόσον οι διαδικασίες που θεσπίζονται από τον οργανισμό πληρωμών είναι κατάλληλες προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι ελέγχεται η συμμόρφωση με τους ενωσιακούς κανόνες και ότι οι λογαριασμοί είναι ακριβείς, πλήρεις και έχουν καταρτιστεί έγκαιρα. Οι εξακριβώσεις μπορούν να περιορίζονται σε επιλεγμένα μέτρα και σε δείγματα συναλλαγών, υπό τον όρο ότι ένα πρόγραμμα ελέγχου διασφαλίζει ότι όλοι οι σημαντικοί τομείς, συμπεριλαμβανομένων των τμημάτων που είναι αρμόδια για την έγκριση, καλύπτονται σε διάστημα που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.

iii)

Το έργο της υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου εκτελείται σύμφωνα με διεθνώς αποδεκτά πρότυπα, καταγράφεται σε έγγραφα εργασίας και οδηγεί σε εκπόνηση εκθέσεων και συστάσεων που απευθύνονται στα ανώτατα διοικητικά στελέχη του οργανισμού πληρωμών.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΦΥΣΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

(Άρθρο 3)

Α.   ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

I.   Έλεγχοι

1.   Συχνότητα και αντιπροσωπευτικότητα

Τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο γίνεται έλεγχος σε κάθε σημείο αποθεματοποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου Β. Οι εν λόγω έλεγχοι αφορούν ειδικότερα:

τη διαδικασία συλλογής στοιχείων σχετικά με τη δημόσια αποθεματοποίηση,

τη συμφωνία των λογιστικών στοιχείων που διαθέτει επιτόπου ο αποθεματοποιητής, με τα στοιχεία που έχουν διαβιβασθεί στον οργανισμό πληρωμών,

τη φυσική παρουσία, στα αποθέματα, των ποσοτήτων που αναφέρονται στις λογιστικές καταστάσεις του αποθεματοποιητή και έχουν αποτελέσει τη βάση για την τελευταία μηνιαία κατάσταση που διαβίβασε ο τελευταίος, η οποία αξιολογείται οπτικά ή, σε περίπτωση αμφιβολίας ή αμφισβήτησης, με ζύγιση ή με μέτρηση,

την υγιή, ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητα των αποθεματοποιημένων προϊόντων.

Η εν λόγω φυσική παρουσία εξακριβώνεται με φυσική επιθεώρηση επαρκώς αντιπροσωπευτική, που αφορά τουλάχιστον τα ποσοστά που αναφέρονται στο σημείο Β και επιτρέπει να διαπιστωθεί η πραγματική παρουσία στα αποθέματα του συνόλου των ποσοτήτων που έχουν καταχωριστεί στη λογιστική αποθήκης.

Οι έλεγχοι ποιότητας διενεργούνται κατά τρόπο οπτικό, οσφρητικό και/ή οργανοληπτικό και, σε περίπτωση αμφιβολιών, με εις βάθος αναλύσεις.

2.   Συμπληρωματικοί έλεγχοι

Σε περίπτωση ανωμαλίας που διαπιστώνεται κατά τον φυσικό έλεγχο θα πρέπει να γίνεται έλεγχος σε ένα επιπλέον ποσοστό των αποθεματοποιημένων ποσοτήτων με βάση την ίδια μέθοδο. Η επιθεώρηση θα περιλαμβάνει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, ακόμη και τη ζύγιση του συνόλου των αποθεματοποιημένων προϊόντων στην παρτίδα ή την αποθήκη που αποτελεί αντικείμενο του ελέγχου.

II.   Πρωτόκολλα ελέγχου

1.

Ο οργανισμός εσωτερικού ελέγχου του οργανισμού πληρωμών ή ο εξουσιοδοτημένος από αυτόν οργανισμός, συντάσσει πρωτόκολλο για καθέναν από τους διενεργούμενους ελέγχους ή φυσικές επιθεωρήσεις.

2.

Τα πρωτόκολλα περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:

α)

τα στοιχεία του αποθεματοποιητή, τη διεύθυνση της αποθήκης στην οποία έγινε επιθεώρηση και τον προσδιορισμό των παρτίδων που ελέγχθηκαν·

β)

την ημερομηνία και ώρα έναρξης και λήξης της διαδικασίας ελέγχου·

γ)

τον τόπο διενέργειας του ελέγχου, καθώς και περιγραφή των συνθηκών αποθήκευσης, συσκευασίας και προσπελασιμότητας·

δ)

την πλήρη ταυτότητα των προσώπων που διενεργούν τον έλεγχο, την επαγγελματική τους ιδιότητα και την εντολή που έχουν·

ε)

τις ενέργειες ελέγχου που πραγματοποιήθηκαν και τους τρόπους ογκομετρικής μέτρησης που χρησιμοποιήθηκαν όπως τις μεθόδους μέτρησης, τους υπολογισμούς που πραγματοποιήθηκαν και τα ενδιάμεσα και τελικά αποτελέσματα που προέκυψαν, καθώς και τα συμπεράσματα που εξήχθησαν·

στ)

για κάθε αποθεματοποιημένη στην αποθήκη παρτίδα ή ποιότητα, την ποσότητα που αναφέρεται στα βιβλία του οργανισμού πληρωμών, την ποσότητα που αναφέρεται στα βιβλία της αποθήκης και τις ενδεχόμενες διαφορές που διαπιστώθηκαν μεταξύ των δύο αυτών βιβλίων·

ζ)

για κάθε παρτίδα ή ποιότητα στην οποία γίνεται φυσικός έλεγχος, τα πρωτόκολλα περιλαμβάνουν τα δεδομένα που αναφέρονται στο στοιχείο στ) καθώς και την ποσότητα που διαπιστώθηκε επιτόπου και τις ενδεχόμενες αποκλίσεις, τον αριθμό της παρτίδας ή της ποιότητας, τις παλέτες, τα χαρτοκιβώτια, τα σιλό, τους κάδους ή άλλα δοχεία και το βάρος (κατά περίπτωση, το καθαρό και το μεικτό βάρος) ή τον όγκο·

η)

τις υποβληθείσες από τον αποθεματοποιητή δηλώσεις σε περίπτωση διαφορών ή αποκλίσεων·

θ)

τον τόπο, την ημερομηνία και την υπογραφή του συντάκτη των πρωτοκόλλων, καθώς και του αποθεματοποιητή ή του εκπροσώπου του·

ι)

τη διενέργεια διευρυμένου ελέγχου σε περίπτωση ανωμαλίας, με διευκρίνιση του ποσοστού των αποθεματοποιημένων ποσοτήτων οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο διευρυμένου ελέγχου, τις ενδεχόμενες αποκλίσεις που διαπιστώθηκαν και τις εξηγήσεις που δόθηκαν.

3.

Τα πρωτόκολλα αποστέλλονται αμέσως στον προϊστάμενο της αρμόδιας για την τήρηση των λογαριασμών του οργανισμού πληρωμών.

Αμέσως μετά την παραλαβή του πρωτοκόλλου, η λογιστική του οργανισμού πληρωμών διορθώνεται, σε συνάρτηση με τις διαπιστωθείσες διαφορές ή αποκλίσεις.

4.

Τα πρωτόκολλα φυλάσσονται στην έδρα του οργανισμού πληρωμών και τίθενται στη διάθεση των υπαλλήλων της Επιτροπής και των εξουσιοδοτημένων από αυτήν προσώπων.

5.

Ο οργανισμός πληρωμών συντάσσει ανακεφαλαιωτικό έγγραφο, στο οποίο αναφέρονται:

οι διενεργηθέντες έλεγχοι, με ειδική μνεία, των φυσικών ελέγχων (έλεγχοι απογραφών),

οι ελεγχθείσες ποσότητες,

οι διαπιστωθείσες ανωμαλίες και οι λόγοι των ανωμαλιών αυτών σε σχέση με τις μηνιαίες και ετήσιες καταστάσεις.

Οι ελεγχθείσες ποσότητες και οι διαπιστωθείσες ανωμαλίες αναγράφονται, για κάθε προϊόν χωριστά, σε βάρος ή σε όγκο και σε εκατοστιαίο ποσοστό των κατεχομένων συνολικών ποσοτήτων.

Το εν λόγω ανακεφαλαιωτικό έγγραφο περιλαμβάνει, κατά τρόπο διακριτό, τους διενεργηθέντες ελέγχους για την επαλήθευση της ποιότητας των αποθεματοποιημένων προϊόντων. Διαβιβάζεται στην Επιτροπή ταυτόχρονα με τους ετήσιους λογαριασμούς που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013.

B.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΝΑ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ Α ΕΛΕΓΧΩΝ

I.   Βούτυρο

1.

Το δείγμα των προς έλεγχο παρτίδων αντιστοιχεί σε 5 % τουλάχιστον της συνολικής ποσότητας στη δημόσια αποθεματοποίηση. Η επιλογή των προς έλεγχο παρτίδων πραγματοποιείται πριν από την επιθεώρηση στην αποθήκη με βάση τα λογιστικά στοιχεία του οργανισμού πληρωμών, αλλά δεν ανακοινώνεται στον αποθεματοποιητή.

2.

Η παρουσία των παρτίδων που επιλέγονται και η σύνθεσή τους επαληθεύονται επιτόπου μέσω:

αναγνώρισης των αριθμών ελέγχου των παρτίδων και των χαρτοκιβωτίων σύμφωνα με τα δελτία αγορών ή εισόδου,

ζύγισης των παλετών (1 στις 10) και των χαρτοκιβωτίων (1 ανά παλέτα),

οπτικού ελέγχου του περιεχομένου ενός χαρτοκιβωτίου (1 χαρτοκιβώτιο ανά 5 παλέτες),

ελέγχου της κατάστασης της συσκευασίας.

3.

Στο πρωτόκολλο ελέγχου σημειώνονται η περιγραφή των παρτίδων, στις οποίες διενεργήθηκε φυσικός έλεγχος, και οι διαπιστωθείσες ελλείψεις.

II.   Αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη

1.

Το δείγμα των προς έλεγχο παρτίδων αντιστοιχεί σε 5 % τουλάχιστον της ποσότητας στη δημόσια αποθεματοποίηση. Η επιλογή των προς έλεγχο παρτίδων πραγματοποιείται πριν από την επιθεώρηση στην αποθήκη με βάση τα λογιστικά στοιχεία του οργανισμού πληρωμών, αλλά δεν ανακοινώνεται στον αποθεματοποιητή.

2.

Η παρουσία των παρτίδων που επιλέγονται και η σύνθεσή τους επαληθεύονται επιτόπου μέσω:

αναγνώρισης των αριθμών ελέγχου των παρτίδων και των σάκων σύμφωνα με τα δελτία αγορών ή εισόδου,

ζύγισης των παλετών (1 στις 10) και των σάκων (1 στους 10),

οπτικού ελέγχου του περιεχομένου ενός σάκου (1 σάκο ανά 5 παλέτες),

ελέγχου της κατάστασης της συσκευασίας.

3.

Στο πρωτόκολλο ελέγχου σημειώνονται η περιγραφή των παρτίδων, στις οποίες διενεργήθηκε φυσικός έλεγχος, και οι διαπιστωθείσες ελλείψεις.

III.   Σιτηρά και ρύζι

1.   Διαδικασία φυσικού ελέγχου

α)

Επιλογή των θαλάμων ή χώρων αποθήκευσης που πρόκειται να ελεγχθούν και που αντιστοιχούν στο 5 % τουλάχιστον της ολικής ποσότητας των σιτηρών και του ρυζιού στη δημόσια αποθεματοποίηση.

Η επιλογή πραγματοποιείται με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία στη λογιστική αποθήκης του οργανισμού πληρωμών, αλλά δεν ανακοινώνεται στον αποθεματοποιητή.

β)

Φυσικός έλεγχος:

εξακρίβωση της παρουσίας των σιτηρών ή του ρυζιού στους θαλάμους ή στους χώρους αποθήκευσης που έχουν επιλεγεί,

ταυτοποίηση των σιτηρών ή του ρυζιού,

έλεγχος των συνθηκών αποθήκευσης και επαλήθευση της ποιότητας των αποθεματοποιημένων προϊόντων υπό τους όρους που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1272/2009 της Επιτροπής (1),

σύγκριση του χώρου αποθεματοποίησης και των στοιχείων των σιτηρών ή του ρυζιού με τα στοιχεία της λογιστικής αποθήκης,

εκτίμηση των αποθεματοποιημένων ποσοτήτων, σύμφωνα με προηγουμένως εγκριθείσα από τον οργανισμό πληρωμών μέθοδο, περιγραφή της οποίας πρέπει να έχει κατατεθεί στην έδρα του οργανισμού πληρωμών.

γ)

Σε κάθε σημείο αποθεματοποίησης πρέπει να υπάρχει διαθέσιμο το σχέδιο των αποθηκών, καθώς και το έγγραφο καταμέτρησης για κάθε σιλό ή θάλαμο αποθήκευσης.

Σε κάθε αποθήκη, τα σιτηρά και το ρύζι πρέπει να αποθηκεύονται κατά τρόπο που να μπορεί να πραγματοποιηθεί ογκομετρικός έλεγχος.

2.   Διαδικασία σε περίπτωση διαπίστωσης διαφορών

Επιτρέπεται απόκλιση κατά τον ογκομετρικό έλεγχο των προϊόντων.

Συνεπώς, οι κανόνες που ορίζονται στο παράρτημα III σημείο ΙΙ εφαρμόζονται, εφόσον το βάρος του προϊόντος που έχει αποθεματοποιηθεί και διαπιστωθεί κατά τον φυσικό έλεγχο διαφέρει από το λογιστικό του βάρος κατά 5 % ή περισσότερο όσον αφορά τα σιτηρά και το ρύζι στην περίπτωση αποθεματοποίησης σε σιλό ή σε επίπεδη αποθήκη.

Στην περίπτωση αποθεματοποίησης των σιτηρών ή του ρυζιού σε αποθήκη, μπορούν να ληφθούν υπόψη οι ποσότητες που υπολογίστηκαν κατά τη ζύγιση στην είσοδο στην αποθεματοποίηση και όχι εκείνες που προκύπτουν από ογκομετρική εκτίμησή τους, όταν η εκτίμηση αυτή δεν παρουσιάζει τον επιθυμητό βαθμό ακρίβειας και η παρατηρούμενη απόκλιση μεταξύ των δύο αυτών τιμών δεν είναι υπερβολική.

Ο οργανισμός πληρωμών χρησιμοποιεί τη μέθοδο αυτή εφόσον το δικαιολογούν οι περιστάσεις, οι οποίες αξιολογούνται για κάθε περίπτωση χωριστά, και υπό την ευθύνη του. Αναγράφει τη σχετική μνεία στο πρωτόκολλο ελέγχου, σύμφωνα με το παρακάτω υπόδειγμα:

(Ενδεικτικό υπόδειγμα)

ΣΙΤΗΡΑ — ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΣ

Προϊόν:

Αποθεματοποιητής: Αποθήκη, σιλό:

Αριθ. θαλάμου συντήρησης:

Ημερομηνία:

Παρτίδα

Ποσότητα σύμφωνα με τη λογιστική


Α.   Αποθέματα σε σιλό

Αριθμός του θαλάμου

Όγκος σύμφωνα με το βιβλίο m3 (Α)

Ελεύθερος όγκος που διαπιστώθηκε m3 (Β)

Όγκος των αποθηκευμένων σιτηρών m3 (A – Β)

Σχετική πυκνότητα που διαπιστώθηκε kg/hl = 100

Βάρος των σιτηρών ή του ρυζιού

 

 

 

 

 

 

Σύνολο (Α): …

B.   Αποθέματα σε επίπεδη αποθήκη

 

Θάλαμος αριθ.

Θάλαμος αριθ.

Θάλαμος αριθ.

Καλυπτόμενη επιφάνει …

Ύψος: …

… m2

… m

… m3

… m2

… m

… m3

… m2

… m

… m3

Διορθώσεις: …

… m3

… m3

… m3

Όγκος: …

… m3

… m3

… m3

Σχετική πυκνότητα: …

… kg/hl

… kg/hl

… kg/hl

Συνολικό βάρος

… τόνοι

… τόνοι

… τόνοι

Σύνολο (Β): …

Συνολικό βάρος στην αποθήκη: …

Διαφορά σε σχέση με το λογιστικό βάρος: …

Σε ποσοστό %: …

…, [ημερομηνία]

… (Υπογραφή και σφραγίδα)

Ελεγκτής του οργανισμού πληρωμών:

IV.   Βόειο κρέας

1.

Το δείγμα των προς έλεγχο παρτίδων αντιστοιχεί σε 5 % τουλάχιστον της συνολικής ποσότητας στη δημόσια αποθεματοποίηση. Η επιλογή των προς έλεγχο παρτίδων πραγματοποιείται πριν από την επιθεώρηση στην αποθήκη με βάση τα λογιστικά στοιχεία του οργανισμού πληρωμών, αλλά δεν ανακοινώνεται στον αποθεματοποιητή.

2.

Για το κρέας χωρίς κόκαλα, η παρουσία των παρτίδων που επιλέγονται και η σύνθεσή τους επαληθεύονται επιτόπου μέσω:

της αναγνώρισης των παρτίδων και των παλετών και της επαλήθευσης του αριθμού των χαρτοκιβωτίων,

της εξακρίβωσης του βάρους σε ποσοστό 10 % των παλετών ή εμπορευματοκιβωτίων,

της εξακρίβωσης του βάρους σε ποσοστό 10 % των χαρτοκιβωτίων κάθε παλέτας που ζυγίστηκε,

της οπτικής επαλήθευσης του περιεχομένου των χαρτοκιβωτίων, καθώς και της κατάστασης της συσκευασίας μέσα στο χαρτοκιβώτιο.

Για την επιλογή των παλετών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα διάφορα είδη αποθεματοποιημένων τεμαχίων.

3.

Στο πρωτόκολλο ελέγχου σημειώνονται η περιγραφή των παρτίδων, στις οποίες διενεργήθηκε φυσικός έλεγχος, και οι διαπιστωθείσες ελλείψεις.

(1)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1272/2009 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2009, για τη θέσπιση κοινών λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά την αγορά και την πώληση γεωργικών προϊόντων από τη δημόσια παρέμβαση (ΕΕ L 349 της 29.12.2009, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΠΟΙΗΤΩΝ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΟΥΣ, ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΑΠΤΟΜΕΝΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΠΟΙΗΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗΣ

(Άρθρο 3)

Ο αποθεματοποιητής είναι υπεύθυνος για την καλή διατήρηση των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο των μέτρων ενωσιακής παρέμβασης. Φέρει το βάρος των οικονομικών συνεπειών από την πλημμελή διατήρηση των προϊόντων.

I.   ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Σε περίπτωση υποβάθμισης της ποιότητας των αποθεματοποιημένων προϊόντων παρέμβασης, οφειλόμενης σε κακές ή ακατάλληλες συνθήκες αποθήκευσης, οι ζημίες χρεώνονται στον αποθεματοποιητή και εγγράφονται στους λογαριασμούς της δημόσιας αποθεματοποίησης, ως απώλεια προκύπτουσα από την υποβάθμιση του προϊόντος, οφειλόμενη στις συνθήκες αποθεματοποίησής του.

II.   ΕΛΛΕΙΠΟΥΣΕΣ ΠΟΣΟΤΗΤΕΣ

1.

Ο αποθεματοποιητής είναι υπεύθυνος για όλες τις διαφορές που διαπιστώνονται μεταξύ των αποθεματοποιημένων ποσοτήτων και των ενδείξεων που αναγράφονται στις καταστάσεις αποθεμάτων που διαβιβάζονται στον οργανισμό πληρωμών.

2.

Όταν οι ελλείπουσες ποσότητες υπερβαίνουν τις προβλεπόμενες βάσει του εφαρμοστέου ή των εφαρμοστέων ορίων ανοχής, σύμφωνα με το άρθρο 4, το παράρτημα II σημείο Β.ΙΙΙ.2 και το παράρτημα IV, ή βάσει της τομεακής γεωργικής νομοθεσίας, ολόκληρο το ποσό χρεώνεται στον αποθεματοποιητή ως αδιευκρίνιστη ζημία. Εάν ο αποθεματοποιητής αμφισβητεί τις ελλείπουσες ποσότητες, μπορεί να απαιτήσει τη ζύγιση ή τη μέτρηση του προϊόντος. Στην περίπτωση αυτή, επιβαρύνεται με τα έξοδα που συνεπάγεται η εν λόγω ενέργεια, εκτός εάν αποδειχθεί ότι υπάρχουν πράγματι οι δηλωθείσες ποσότητες, ή ότι η διαφορά δεν υπερβαίνει το εφαρμοστέο ή τα εφαρμοστέα όρια ανοχής, οπότε τα έξοδα της ζύγισης ή της μέτρησης χρεώνονται στον οργανισμό πληρωμών.

Τα προβλεπόμενα στο παράρτημα II σημείο Β.ΙΙΙ.2 όρια ανοχής εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των λοιπών ορίων ανοχής που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

III.   ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΗΝΙΑΙΕΣ ΚΑΙ ΕΤΗΣΙΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ

1.   Δικαιολογητικά και μηνιαίες δηλώσεις

α)

Τα έγγραφα σχετικά με την είσοδο, την παραμονή και την έξοδο των προϊόντων, που χρησιμεύουν ως βάση για την κατάρτιση των ετήσιων λογαριασμών, πρέπει να βρίσκονται στην κατοχή του αποθεματοποιητή και να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα, τουλάχιστον, στοιχεία:

τον τόπο αποθεματοποίησης (με ταυτοποίηση, κατά περίπτωση, του κιβωτίου ή της δεξαμενής),

την ποσότητα που μεταφέρθηκε από τον προηγούμενο μήνα,

τις εισόδους και εξόδους ανά παρτίδα,

τα υπάρχοντα στο τέλος της περιόδου αποθέματα.

Τα έγγραφα αυτά πρέπει να επιτρέπουν την ακριβή ταυτοποίηση των ποσοτήτων που βρίσκονται στα αποθέματα ανά πάσα στιγμή, λαμβανομένων υπόψη των πράξεων αγοραπωλησίας που έχουν συναφθεί, αλλά όσον αφορά τις οποίες η είσοδος ή έξοδος από τα αντίστοιχα αποθέματα δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί.

β)

Τα έγγραφα που αφορούν την είσοδο, την παραμονή και την έξοδο των προϊόντων, κοινοποιούνται από τον αποθεματοποιητή στον οργανισμό πληρωμών μία τουλάχιστον φορά κάθε μήνα, ως δικαιολογητικά μιας συγκεντρωτικής μηνιαίας κατάστασης των αποθεμάτων. Πρέπει να βρίσκονται στην κατοχή του οργανισμού πληρωμών πριν από τη δέκατη ημέρα του μηνός που έπεται αυτού στον οποίο αναφέρεται η κατάσταση αποθεμάτων.

γ)

Υπόδειγμα συγκεντρωτικής μηνιαίας κατάστασης αποθεμάτων (ενδεικτικό υπόδειγμα) παρατίθεται κατωτέρω. Οι οργανισμοί πληρωμών τηρούν στη διάθεση των αποθεματοποιητών το υπόδειγμα αυτό, σε ηλεκτρονική μορφή.

Μηνιαία κατάσταση αποθεμάτων

Προϊόντα:

Αποθεματοποιητής:

Αποθήκη: Αριθ.:

Διεύθυνση:

Μήνας:

Παρτίδα

Περιγραφή

Ποσότητα (χιλιόγραμμα, τόνοι, εκατόλιτρα, κιβώτια, τεμάχια κ.λπ.)

Ημερομηνία

Παρατηρήσεις

Είσοδος

Έξοδος

 

Ποσότητα εκ μεταφοράς

 

 

 

 

 

Ποσότητα προς μεταφορά

 

 

 

(Υπογραφή και σφραγίδα)

Τόπος και ημερομηνία:

Όνομα:

2.   Ετήσια δήλωση

α)

Ο αποθεματοποιητής συντάσσει, με βάση τις περιγραφόμενες στο σημείο 1 μηνιαίες καταστάσεις, ετήσια κατάσταση των αποθεμάτων. Η κατάσταση αυτή κοινοποιείται στον οργανισμό πληρωμών το αργότερο στις 15 του Οκτωβρίου που έπεται της λήξης της λογιστικής χρήσης.

β)

Η ετήσια κατάσταση αποθεμάτων περιλαμβάνει ανακεφαλαιωτικό κατάλογο των ποσοτήτων του αποθέματος, ανά προϊόν και ανά τόπο αποθήκευσης, ενώ για κάθε προϊόν παρατίθενται οι ποσότητες που βρίσκονται στο απόθεμα, οι αριθμοί των παρτίδων (εκτός για τα σιτηρά), το έτος εισόδου τους στο απόθεμα και η αιτιολόγηση των ανωμαλιών που ενδεχομένως διαπιστώθηκαν.

γ)

Υπόδειγμα ετήσιας δήλωσης αποθεμάτων (ενδεικτικό υπόδειγμα) παρατίθεται κατωτέρω.

Οι οργανισμοί πληρωμών τηρούν στη διάθεση των αποθεματοποιητών το υπόδειγμα αυτό, σε ηλεκτρονική μορφή.

Ετήσια κατάσταση αποθεμάτων

Προϊόντα:

Αποθεματοποιητής:

Αποθήκη: Αριθ.:

Διεύθυνση:

Έτος:

Παρτίδα

Περιγραφή

Καταχωρισθείσα ποσότητα και/ή βάρος

Παρατηρήσεις

 

 

 

 

(Υπογραφή και σφραγίδα)

Τόπος και ημερομηνία:

Όνομα:

IV.   ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΘΗΚΗΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΙΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η συναπτόμενη μεταξύ του οργανισμού πληρωμών και του αποθεματοποιητή σύμβαση δημόσιας αποθεματοποίησης περιλαμβάνει διατάξεις ικανές να διασφαλίσουν την τήρηση της ενωσιακής νομοθεσίας.

Περιλαμβάνει τις ακόλουθες απαιτήσεις:

την τήρηση ηλεκτρονικής λογιστικής αποθήκης για τα αποθέματα της παρέμβασης,

την απευθείας και άμεση δυνατότητα πρόσβασης σε βιβλία διαρκούς απογραφής,

την ανά πάσα στιγμή δυνατότητα πρόσβασης σε όλα τα έγγραφα που αφορούν την είσοδο, την παραμονή και την έξοδο των προϊόντων του αποθέματος, καθώς και στα λογιστικά έγγραφα και τα πρωτόκολλα που έχουν συνταχθεί κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και βρίσκονται στην κατοχή του αποθεματοποιητή,

τη διαρκή δυνατότητα πρόσβασης στα έγγραφα αυτά των υπαλλήλων του οργανισμού πληρωμών και της Επιτροπής, καθώς και κάθε δεόντως εξουσιοδοτημένου από τον οργανισμό πληρωμών ή την Επιτροπή προσώπου.

V.   ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΩΝ ΣΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

Η μορφή και το περιεχόμενο των εγγράφων που αναφέρονται στα σημεία 1 και 2 της παραγράφου ΙΙΙ καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 104 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013.

VI.   ΦΥΛΑΞΗ ΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

Τα δικαιολογητικά έγγραφα σχετικά με όλες τις πράξεις δημόσιας αποθεματοποίησης φυλάσσονται από τον αποθεματοποιητή καθ’ όλη τη διάρκεια του διαστήματος που απαιτείται σύμφωνα με τους κανόνες που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 104 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 για τις διαδικασίες εκκαθάρισης λογαριασμών, τηρουμένων των κείμενων εθνικών διατάξεων.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΟΡΙΑ ΑΝΟΧΗΣ

(Άρθρο 4)

1.

Για κάθε γεωργικό προϊόν που αποτελεί αντικείμενο μέτρου δημόσιας αποθεματοποίησης καθορίζονται τα παρακάτω όρια ανοχής, τα οποία καλύπτουν τις ποσοτικές απώλειες που προκύπτουν από τις συνήθεις ενέργειες αποθεματοποίησης, οι οποίες πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους κανόνες:

σιτηρά 0,2 %

αναποφλοίωτο ρύζι, καλαμπόκι 0,4 %

αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη 0,0 %

βούτυρο 0,0 %

βόειο κρέας 0,6 %

2.

Το όριο αποδεκτών απωλειών κατά την αφαίρεση των οστών του βοείου κρέατος καθορίζεται στο 32 %. Το ποσοστό αυτό εφαρμόζεται στο σύνολο των ποσοτήτων που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της λογιστικής χρήσης.

3.

Τα όρια ανοχής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζονται ως ποσοστό επί τοις εκατό του πραγματικού βάρους, χωρίς συσκευασία, των ποσοτήτων που έχουν εισέλθει στο απόθεμα και έχουν παραληφθεί κατά τη διάρκεια της εν λόγω λογιστικής χρήσης, στις οποίες προστίθενται οι υπάρχουσες στο απόθεμα ποσότητες στην αρχή της εν λόγω χρήσης.

Τα εν λόγω όρια ανοχής εφαρμόζονται κατά τους φυσικούς ελέγχους των αποθεμάτων. Υπολογίζονται, για κάθε προϊόν, με βάση τις συνολικές αποθεματοποιημένες ποσότητες από τον οργανισμό πληρωμών.

Το πραγματικό βάρος κατά την είσοδο και κατά την έξοδο υπολογίζεται αφαιρώντας, από το βάρος που διαπιστώθηκε, το κατ’ αποκοπή βάρος της συσκευασίας που προβλέπεται στους όρους της εισόδου, ή ελλείψει αυτών, το μέσο βάρος των συσκευασιών που χρησιμοποιεί ο οργανισμός πληρωμών.

4.

Απώλεια εκφραζόμενη σε αριθμό συσκευασιών ή σε αριθμό τεμαχίων που έχουν καταγραφεί δεν καλύπτεται από το όριο ανοχής.

5.

Οι ελλείπουσες ποσότητες λόγω κλοπών ή άλλων απωλειών οφειλομένων σε αναγνωρίσιμες αιτίες, δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των ορίων ανοχής που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 10

1.

Καθεστώτα που απαριθμούνται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 και, από το 2016, καθεστώτα που απαριθμούνται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013.

2.

Μέτρα αγροτικής ανάπτυξης βάσει των τίτλων Ι και ΙΙ του μέρους II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 65/2011 της Επιτροπής (1) και μέτρα αγροτικής ανάπτυξης που αναφέρονται στο κεφάλαιο 1 του τίτλου III του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013.

(1)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 65/2011 της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου όσον αφορά την εφαρμογή διαδικασιών ελέγχου καθώς και την πολλαπλή συμμόρφωση σε σχέση με μέτρα στήριξης της αγροτικής ανάπτυξης (ΕΕ L 25 της 28.1.2011, σ. 8).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 14

1.

Αναδιάρθρωση και μετατροπή αμπελώνων σύμφωνα με το άρθρο 46 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013.

2.

Πρώιμη συγκομιδή σύμφωνα με το άρθρο 47 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013.