7.8.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 234/15


Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 788/2014 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων για την επιβολή προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών και για την ανάκληση της αναγνώρισης οργανισμών επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 214 της 19ης Ιουλίου 2014 )

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 788/2014 της Επιτροπής αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 788/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Ιουλίου 2014

σχετικά με τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων για την επιβολή προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών και για την ανάκληση της αναγνώρισης οργανισμών επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων (1), και ιδίως το άρθρο 14 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Βάσει των άρθρων 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να επιβάλλει πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές στους αναγνωρισμένους οργανισμούς που ορίζονται στο άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, ή να ανακαλεί την αναγνώρισή τους, ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των κριτηρίων και των υποχρεώσεων που θεσπίζονται δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, με σκοπό την άρση οιασδήποτε πιθανής απειλής κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος.

(2)

Για λόγους διαφάνειας και σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, είναι σκόπιμο να καθοριστούν λεπτομερείς κανόνες για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, καθώς και η μεθοδολογία υπολογισμού των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλει η Επιτροπή, ούτως ώστε να είναι εκ των προτέρων γνωστά στους οικείους οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων ειδικών κριτηρίων ώστε η Επιτροπή να αξιολογεί τη σοβαρότητα της εκάστοτε περίπτωσης και τον βαθμό στον οποίο έχουν τεθεί σε κίνδυνο η ασφάλεια ή η προστασία του περιβάλλοντος.

(3)

Με την καθιέρωση προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών, η Επιτροπή θα διαθέτει ένα επιπλέον μέσο που θα της επιτρέπει περισσότερο διαφοροποιημένη, ευέλικτη και κλιμακούμενη αντίδραση σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009, σε σύγκριση με την ανάκληση της αναγνώρισης οργανισμού.

(4)

Οι περιοδικές χρηματικές ποινές πρέπει να είναι αποτελεσματικές ως προς την εξασφάλιση της άμεσης και δέουσας αποκατάστασης οιασδήποτε παραβίασης των υποχρεώσεων και των απαιτήσεων που θεσπίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009. Για τον λόγο αυτό, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 391/2009 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να επιβάλλει περιοδικές χρηματικές ποινές, σε περίπτωση που αναγνωρισμένος οργανισμός παραλείψει να λάβει τα απαιτούμενα από την Επιτροπή προληπτικά μέτρα και μέτρα αποκατάστασης, μετά την παρέλευση εύλογου χρονικού διαστήματος και έως ότου ληφθούν οι απαιτούμενες ενέργειες από τον οικείο αναγνωρισμένο οργανισμό. Εφόσον παραστεί ανάγκη βάσει των περιστάσεων της υπόθεσης, ενδέχεται να αυξηθεί το ημερήσιο ποσό της χρηματικής ποινής, ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα των απαιτούμενων ενεργειών.

(5)

Ο υπολογισμός των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών ως ποσοστού του κύκλου εργασιών του οργανισμού, με γνώμονα το μέγιστο ανώτατο όριο που καθορίζεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, αποτελεί μια απλή μέθοδο για τη διασφάλιση του αποτρεπτικού χαρακτήρα των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών, διατηρώντας παράλληλα τον αναλογικό χαρακτήρα τους ως προς τη σοβαρότητα της υπόθεσης και την οικονομική δυνατότητα του οικείου οργανισμού, ενόψει των διαφορών μεγέθους των αναγνωρισμένων οργανισμών.

(6)

Για λόγους διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου, η εφαρμογή του ανώτατου ορίου του μέγιστου συνολικού ποσού στα πρόστιμα και τις περιοδικές χρηματικές ποινές πρέπει να καθορίζεται με σαφήνεια, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών περιστάσεων κατά τις οποίες πρόκειται να επιβληθούν. Για τους ίδιους λόγους, πρέπει να καθορίζεται επίσης για κάθε αναγνωρισμένο οργανισμό ο τρόπος υπολογισμού του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών των τριών προηγούμενων οικονομικών ετών για τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

(7)

Στο πλαίσιο οιασδήποτε απόφασης ανάκλησης της αναγνώρισης οργανισμού υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες οι οποίοι συνδέονται με τον πρωταρχικό στόχο της παρακολούθησης των δραστηριοτήτων και των συνολικών επιδόσεων των αναγνωρισμένων οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικότητας τυχόν προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών που έχουν ήδη επιβληθεί για επανειλημμένες και σοβαρές παραβιάσεις του εν λόγω κανονισμού.

(8)

Ενδείκνυται η θέσπιση ειδικής διαδικασίας, βάσει της οποίας θα παρέχεται στην Επιτροπή η δυνατότητα να ανακαλεί, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε κατόπιν αίτησης κράτους μέλους, την αναγνώριση οργανισμού δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, πέραν των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής όσον αφορά την αξιολόγηση των αναγνωρισμένων οργανισμών και να επιβάλει πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές μέσω των σχετικών διαδικασιών που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(9)

Είναι σημαντικό η απόφαση περί επιβολής προστίμων, περιοδικών χρηματικών ποινών ή ανάκλησης της αναγνώρισης δυνάμει του παρόντος κανονισμού να βασίζεται αποκλειστικά σε λόγους επί των οποίων ο οικείος αναγνωρισμένος οργανισμός ήταν σε θέση να υποβάλει παρατηρήσεις.

(10)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα υπεράσπισης, καθώς και την αρχή της εμπιστευτικότητας και την αρχή ne bis in idem (“κανείς δε διώκεται, ούτε τιμωρείται ποινικά δις για το ίδιο αδίκημα”), σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(11)

Οι αποφάσεις επιβολής προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει να είναι εκτελεστές σύμφωνα με το άρθρο 299 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενδέχεται να υπόκεινται σε έλεγχο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(12)

Για λόγους αμεροληψίας και ασφάλειας δικαίου κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, είναι αναγκαίο να καθοριστούν λεπτομερείς κανόνες για τον υπολογισμό των προθεσμιών που τάσσει η Επιτροπή στη διάρκεια της διαδικασίας και των περιόδων παραγραφής που αφορούν την Επιτροπή για την επιβολή και την εκτέλεση των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών, λαμβανομένης υπόψη και της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

(13)

Η επιβολή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού απαιτεί αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των οικείων κρατών μελών, της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα. Για τον σκοπό αυτό, είναι απαραίτητη η αποσαφήνιση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων όλων των μερών τα οποία εμπλέκονται στις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική διεξαγωγή των ερευνών, της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και παρακολούθησης δυνάμει των άρθρων 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

(14)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Με τον παρόντα κανονισμό καθορίζονται κανόνες για την εφαρμογή των άρθρων 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 από την Επιτροπή.

Θεσπίζονται τα κριτήρια για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών, τη διαδικασία λήψης αποφάσεων για την επιβολή προστίμου και περιοδικής χρηματικής ποινής ή για την ανάκληση της αναγνώρισης αναγνωρισμένου οργανισμού με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αίτησης κράτους μέλους.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ορισμοί που παρατίθενται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

Επιπλέον, ισχύει ο ακόλουθος ορισμός:

“Οικείο κράτος μέλος”: οιοδήποτε κράτος μέλος το οποίο έχει επιφορτίσει αναγνωρισμένο οργανισμό με την επιθεώρηση, τον έλεγχο και την πιστοποίηση πλοίων που φέρουν τη σημαία του όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους προς τις διεθνείς συμβάσεις, σύμφωνα με την οδηγία 2009/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (3), συμπεριλαμβανομένου του κράτους μέλους το οποίο υπέβαλε στην Επιτροπή την αίτηση αναγνώρισης του εν λόγω οργανισμού, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΠΡΟΣΤΙΜΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΕΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ

Άρθρο 3

Προσδιορισμός παραβάσεων

1.   Η Επιτροπή στοιχειοθετεί παράβαση βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 εφόσον:

α)

η σοβαρή ή επανειλημμένη παράλειψη εκ μέρους αναγνωρισμένου οργανισμού να τηρήσει ένα από τα ελάχιστα κριτήρια που ορίζονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 ή τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 4 και των άρθρων 9, 10 και 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 αναδεικνύει σοβαρές ελλείψεις στη δομή, τα συστήματα, τις διαδικασίες ή τους εσωτερικούς ελέγχους αναγνωρισμένου οργανισμού·

β)

η μείωση των επιδόσεων αναγνωρισμένου οργανισμού, λαμβανομένης υπόψη της απόφασης 2009/491/ΕΚ της Επιτροπής (4), αναδεικνύει σοβαρές ελλείψεις στη δομή, τα συστήματα, τις διαδικασίες ή τους εσωτερικούς ελέγχους του εν λόγω οργανισμού·

γ)

ένας αναγνωρισμένος οργανισμός παρέσχε σκοπίμως ανακριβείς, ατελείς ή παραπλανητικές πληροφορίες στην Επιτροπή κατά την αξιολόγησή του εκ μέρους της, ή παρεμπόδισε με άλλον τρόπο την εν λόγω αξιολόγηση.

2.   Στις διαδικασίες επί παραβάσει δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το βάρος απόδειξης φέρει η Επιτροπή.

Άρθρο 4

Υπολογισμός των προστίμων

1.   Για κάθε παράβαση που προσδιορίζεται βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 επιβάλλεται αρχικά βασικό πρόστιμο της τάξης του 0,6 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του αναγνωρισμένου οργανισμού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 9.

2.   Για τον υπολογισμό του επιμέρους προστίμου για κάθε παράβαση, το βασικό πρόστιμο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αυξάνεται ή μειώνεται, βάσει της σοβαρότητας και των αποτελεσμάτων της παράβασης, ιδίως όσον αφορά τον βαθμό στον οποίο έχουν τεθεί σε κίνδυνο η ασφάλεια ή η προστασία του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6 αντιστοίχως.

3.   Το μέγιστο ποσό για κάθε επιμέρους πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 1,8 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του αναγνωρισμένου οργανισμού.

4.   Σε περίπτωση που μία ενέργεια ή παράλειψη του αναγνωρισμένου οργανισμού αποτελεί τη μοναδική βάση δύο ή περισσότερων παραβάσεων βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 οι οποίες στοιχειοθετούνται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού, το συνολικό επιμέρους πρόστιμο που επιβάλλεται, είναι το υψηλότερο από τα επιμέρους πρόστιμα που υπολογίζονται για τις αντίστοιχες παραβάσεις.

5.   Το συνολικό πρόστιμο που επιβάλλεται σε αναγνωρισμένο οργανισμό σε μία απόφαση ισούται με το άθροισμα όλων των επιμέρους προστίμων που προκύπτουν από την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 4 του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη του μέγιστου ανώτατου ορίου που καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, όπως περιγράφεται αναλυτικά στο άρθρο 8 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 5

Εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης

Κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας κάθε παράβασης, η Επιτροπή συνεκτιμά όλες τις συναφείς επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις, και ιδίως τα ακόλουθα:

α)

κατά πόσον ο οργανισμός ενήργησε εξ αμελείας ή εκ προθέσεως·

β)

τον αριθμό των ενεργειών ή παραλείψεων του αναγνωρισμένου οργανισμού βάσει των οποίων στοιχειοθετείται η παράβαση·

γ)

εάν η παράβαση έχει αντίκτυπο σε μεμονωμένα γραφεία, γεωγραφικές ζώνες ή σε ολόκληρο τον οργανισμό·

δ)

τον επαναληπτικό χαρακτήρα των ενεργειών ή παραλείψεων του αναγνωρισμένου οργανισμού βάσει των οποίων στοιχειοθετείται η παράβαση·

ε)

τη διάρκεια της παράβασης·

στ)

τυχόν εσφαλμένη περιγραφή της πραγματικής κατάστασης των πλοίων στα πιστοποιητικά και τα έγγραφα συμμόρφωσης που εκδίδει ο αναγνωρισμένος οργανισμός ή τη συμπερίληψη ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών σε αυτά·

ζ)

τις κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων των προστίμων, που έχουν επιβληθεί προηγουμένως στον ίδιο αναγνωρισμένο οργανισμό·

η)

κατά πόσον η παράβαση προκύπτει από συμφωνία μεταξύ αναγνωρισμένων οργανισμών ή από εναρμονισμένη πρακτική με αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παραβίαση των κριτηρίων και των υποχρεώσεων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009·

θ)

τον βαθμό επιμέλειας και συνεργασίας που επιδεικνύει ο αναγνωρισμένος οργανισμός κατά την αποκάλυψη των συναφών ενεργειών ή παραλείψεων, καθώς και κατά τον προσδιορισμό των παραβάσεων από την Επιτροπή.

Άρθρο 6

Εκτίμηση των αποτελεσμάτων της παράβασης

Κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων κάθε παράβασης, ιδίως όσον αφορά τον βαθμό κατά τον οποίο τέθηκαν σε κίνδυνο η ασφάλεια ή η προστασία του περιβάλλοντος, η Επιτροπή συνεκτιμά όλες τις συναφείς επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις, και ιδίως τα ακόλουθα:

α)

τη φύση και την έκταση των ελλείψεων οι οποίες επηρεάζουν πραγματικά ή δυνητικά τον στόλο που πιστοποιείται από τον οργανισμό και τις οποίες ο συγκεκριμένος οργανισμός είτε δεν εντόπισε είτε δεν ήταν ενδεχομένως σε θέση να εντοπίσει, λόγω της παράβασης, ή για τις οποίες δεν απαίτησε ή δεν ήταν ενδεχομένως σε θέση να απαιτήσει έγκαιρη διόρθωση, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη τα κριτήρια για την επιβολή κράτησης πλοίου που καθορίζονται στο παράρτημα X της οδηγίας 2009/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) σχετικά με τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα·

β)

το πραγματικά ή δυνητικά επηρεαζόμενο ποσοστό του στόλου που πιστοποιείται από τον οργανισμό·

γ)

τυχόν άλλες περιστάσεις που συνεπάγονται ειδικούς προσδιορίσιμους κινδύνους, όπως ο τύπος των πραγματικά ή δυνητικά επηρεαζόμενων πλοίων.

Άρθρο 7

Περιοδικές χρηματικές ποινές

1.   Η Επιτροπή δύναται να επιβάλει στον οικείο οργανισμό τις περιοδικές χρηματικές ποινές που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, με την επιφύλαξη των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 3, προκειμένου να διασφαλιστεί η λήψη των προληπτικών και διορθωτικών μέτρων που απαιτεί η Επιτροπή κατά την αξιολόγηση του αναγνωρισμένου οργανισμού.

2.   Στο πλαίσιο της απόφασης για την επιβολή προστίμων βάσει του άρθρου 3, η Επιτροπή δύναται επίσης να προβλέψει την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών στον αναγνωρισμένο οργανισμό, εάν και εφόσον έχει παραλείψει να λάβει διορθωτικά μέτρα ή εφόσον καθυστερήσει αδικαιολόγητα να τερματίσει τη συγκεκριμένη παράβαση.

3.   Στην απόφαση για την επιβολή των περιοδικών χρηματικών ποινών καθορίζονται οι προθεσμίες εντός των οποίων ο αναγνωρισμένος οργανισμός υποχρεούται να συμμορφωθεί με το απαιτούμενο μέτρο.

4.   Οι περιοδικές χρηματικές ποινές ισχύουν από την επομένη της ημερομηνίας λήξης της προθεσμίας που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 έως την ημερομηνία λήψης των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων από τον οργανισμό, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω διορθωτικά μέτρα κρίνονται ικανοποιητικά από την Επιτροπή.

5.   Το βασικό ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών για κάθε παράβαση ανέρχεται ημερησίως στο 0,0033 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του αναγνωρισμένου οργανισμού, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9. Για τον υπολογισμό του επιμέρους ποσού περιοδικών χρηματικών ποινών κάθε παράβασης, το βασικό ποσό προσαρμόζεται βάσει της σοβαρότητας της παράβασης και του βαθμού στον οποίο έχουν τεθεί σε κίνδυνο η ασφάλεια ή η προστασία του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος κανονισμού.

6.   Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει, βάσει των περιστάσεων της υπόθεσης, και ιδίως ενόψει του επείγοντος χαρακτήρα των διορθωτικών μέτρων που πρέπει να λάβει ο οικείος οργανισμός, την αύξηση του ημερήσιου ποσού των περιοδικών χρηματικών ποινών έως και τα ακόλουθα όρια:

α)

εφόσον ο αναγνωρισμένος οργανισμός υπερβαίνει την προθεσμία που ορίζεται δυνάμει της παραγράφου 3 κατά τουλάχιστον 120 ημέρες, από την εκατοστή εικοστή πρώτη ημέρα έως την τριακοσιοστή ημέρα από την εκπνοή της προθεσμίας, στο 0,005 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του οργανισμού ημερησίως, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9·

β)

εφόσον ο αναγνωρισμένος οργανισμός υπερβαίνει την προθεσμία που ορίζεται δυνάμει της παραγράφου 3 κατά τουλάχιστον 300 ημέρες, από την τριακοσιοστή πρώτη ημέρα από την εκπνοή της προθεσμίας, στο 0,01 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του οργανισμού ημερησίως, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9.

7.   Το συνολικό ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, είτε μεμονωμένα είτε επιπλέον των επιβαλλόμενων προστίμων, δεν υπερβαίνει το μέγιστο ανώτατο όριο που καθορίζεται βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, όπως περιγράφεται αναλυτικά στο άρθρο 8 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 8

Καθορισμός του μέγιστου συνολικού ποσού των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών

Το μέγιστο συνολικό ποσό των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλονται στον αναγνωρισμένο οργανισμό, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, καθορίζεται ως εξής:

α)

το συνολικό ποσό των προστίμων που επιβάλλονται σε αναγνωρισμένο οργανισμό κατ' εφαρμογή του άρθρου 4 εντός ενός οικονομικού έτους για τον οργανισμό, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας της απόφασης για την επιβολή των προστίμων και, σε περίπτωση λήψης περισσοτέρων αποφάσεων για την επιβολή προστίμων στον εν λόγω οργανισμό, της ημερομηνίας της πρώτης απόφασης για την επιβολή προστίμου στον εν λόγω οργανισμό, δεν υπερβαίνει το 5 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του συγκεκριμένου οργανισμού, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9·

β)

το συνολικό ποσό των προστίμων που επιβάλλονται σε αναγνωρισμένο οργανισμό κατ' εφαρμογή του άρθρου 4 εντός ενός οικονομικού έτους για τον εν λόγω οργανισμό, βάσει της παραγράφου 1, καθώς και οι εισπρακτέες περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται στο πλαίσιο των ίδιων αποφάσεων σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 εφόσον ο οργανισμός δεν λαμβάνει τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα, δεν υπερβαίνει το 5 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του εν λόγω οργανισμού, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9. Με την επιφύλαξη του άρθρου 21, η είσπραξη των περιοδικών χρηματικών ποινών από την Επιτροπή δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο του 5 %·

γ)

το συνολικό ποσό των εισπρακτέων περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλονται σε αναγνωρισμένο οργανισμό κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 1, εφόσον ο οργανισμός δεν λαμβάνει τα κατάλληλα προληπτικά ή διορθωτικά μέτρα, δεν υπερβαίνει το 5 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του εν λόγω οργανισμού, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9. Με την επιφύλαξη του άρθρου 21, η είσπραξη των περιοδικών χρηματικών ποινών από την Επιτροπή δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο του 5 %.

Άρθρο 9

Υπολογισμός του κύκλου εργασιών

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ο συνολικός μέσος όρος του κύκλου εργασιών του οικείου αναγνωρισμένου οργανισμού ανέρχεται στο ένα τρίτο του ποσού που προκύπτει από το άθροισμα, κατά τα τρία οικονομικά έτη που προηγούνται της απόφασης της Επιτροπής, του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών της μητρικής οντότητας που είναι κάτοχος της αναγνώρισης και όλων των νομικών οντοτήτων που περιλαμβάνονται στην εν λόγω αναγνώριση κατά τη λήξη εκάστου έτους.

2.   Στην περίπτωση ομίλου με πιστοποιημένους ενοποιημένους λογαριασμούς, ως κύκλος εργασιών κατά την έννοια της παραγράφου 1 νοούνται, όσον αφορά τη μητρική οντότητα και όλες τις νομικές οντότητες που υπάγονται στον συγκεκριμένο όμιλο και περιλαμβάνονται στην αναγνώριση κατά τη λήξη εκάστου οικονομικού έτους, τα ενοποιημένα έσοδα των εν λόγω οντοτήτων.

3.   Κατά την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, λαμβάνονται υπόψη μόνο οι δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

Άρθρο 10

Ανάκληση αναγνώρισης

1.   Με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αίτησης κράτους μέλους, η Επιτροπή δύναται να εκδώσει απόφαση για την ανάκληση της αναγνώρισης οργανισμού στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

2.   Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν σοβαρή και επανειλημμένη αθέτηση από πλευράς του οργανισμού συνιστά απαράδεκτη απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, συνεκτιμώνται τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

οι πληροφορίες και οι περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, ιδίως υπό το πρίσμα των περιστάσεων που αναφέρονται στα άρθρα 5 και 6 του παρόντος κανονισμού·

β)

τα κριτήρια και, κατά περίπτωση, τα κατώφλια που καθορίζονται στην απόφαση 2009/491/ΕΚ.

3.   Σε περίπτωση που τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σε αναγνωρισμένο οργανισμό προσεγγίζουν το μέγιστο ανώτατο όριο που προβλέπεται βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 και δεν έχουν ληφθεί τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα από τον αναγνωρισμένο οργανισμό, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει ότι με τα εν λόγω μέτρα δεν επιτεύχθηκε ο στόχος να αρθεί κάθε ενδεχόμενη απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος.

Άρθρο 11

Διαδικασία ανάκλησης της αναγνώρισης κατόπιν αίτησης κράτους μέλους

1.   Σε περίπτωση που κράτος μέλος ζητήσει από την Επιτροπή να ανακαλέσει την αναγνώριση οργανισμού κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, υποβάλλει γραπτώς την εν λόγω αίτηση στην Επιτροπή.

2.   Το αιτούν κράτος μέλος διευκρινίζει τους λόγους του αιτήματός του με όλες τις λεπτομέρειες και με παραπομπή, κατά περίπτωση, στα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 και στις περιστάσεις που παρατίθενται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, καθώς και στις περιστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 10 του παρόντος κανονισμού.

3.   Το αιτούν κράτος μέλος διαβιβάζει στην Επιτροπή, δεόντως διαβαθμισμένα και αριθμημένα, όλα τα στοιχεία τεκμηρίωσης προς επίρρωση της αίτησής του.

4.   Η Επιτροπή επιβεβαιώνει γραπτώς την παραλαβή της αίτησης του κράτους μέλους.

5.   Σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει αναγκαία την παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών, αποσαφηνίσεων ή αποδεικτικών στοιχείων για τη λήψη απόφασης, ενημερώνει σχετικά το αιτούν κράτος μέλος και του ζητεί να υποβάλει τα συναφή συμπληρωματικά στοιχεία εντός καθορισμένης προθεσμίας, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τεσσάρων εβδομάδων. Η εξέταση της αίτησης κράτους μέλους δεν περατώνεται εάν δεν διαβιβασθούν όλες οι αναγκαίες πληροφορίες.

6.   Εντός ενός έτους από την παραλαβή πλήρους αίτησης, η Επιτροπή προβαίνει, εφόσον αποφανθεί ότι η αίτηση του κράτους μέλους είναι αιτιολογημένη, σε κοινοποίηση των αιτιάσεων προς τον οικείο οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 12, ενόψει της ανάκλησης της αναγνώρισής του δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, χορηγούνται στο αιτούν κράτος μέλος η μεταχείριση και τα δικαιώματα οικείου κράτους μέλους βάσει του κεφαλαίου IV του παρόντος κανονισμού.

Εάν η Επιτροπή αποφανθεί, εντός της ίδιας προθεσμίας, ότι η αίτηση του κράτους μέλους δεν είναι αιτιολογημένη, ενημερώνει σχετικά το αιτούν κράτος μέλος, αναφέροντας τους λόγους της απόφασής της, και του ζητεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός καθορισμένης προθεσμίας, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών μηνών. Εντός έξι μηνών από την παραλαβή των εν λόγω παρατηρήσεων, η Επιτροπή είτε επιβεβαιώνει ότι η αίτηση δεν είναι αιτιολογημένη είτε προβαίνει σε κοινοποίηση των αιτιάσεων σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

7.   Εφόσον η Επιτροπή αποφανθεί ότι η αίτηση του κράτους μέλους δεν είναι αιτιολογημένη ή ότι παραμένει ελλιπής μετά την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η Επιτροπή δύναται να επιλέξει να ενσωματώσει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τη συγκεκριμένη αίτηση και τα συνοδευτικά αποδεικτικά στοιχεία στην αξιολόγηση του αναγνωρισμένου οργανισμού που διενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

8.   Η Επιτροπή υποβάλλει στην COSS ετήσιες εκθέσεις σχετικά τόσο με τις αιτήσεις ανάκλησης που υποβάλλουν τα κράτη μέλη όσο και με τις υπό εξέλιξη διαδικασίες ανάκλησης που έχει δρομολογήσει η Επιτροπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 12

Κοινοποίηση των αιτιάσεων

1.   Εφόσον η Επιτροπή κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι είτε για την επιβολή προστίμου και περιοδικών χρηματικών ποινών σε αναγνωρισμένο οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 είτε για την ανάκληση της αναγνώρισης οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού, αποστέλλει στον οργανισμό κοινοποίηση των αιτιάσεων και ενημερώνει σχετικά τα οικεία κράτη μέλη.

2.   Η κοινοποίηση των αιτιάσεων περιέχει:

α)

αναλυτική κατάσταση των ενεργειών και των παραλείψεων του αναγνωρισμένου οργανισμού, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των συναφών περιστατικών και του προσδιορισμού των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 που η Επιτροπή εκτιμά ότι έχουν παραβιαστεί από τον αναγνωρισμένο οργανισμό·

β)

προσδιορισμό των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία βασίζονται τα συναφή συμπεράσματα, μεταξύ άλλων με παραπομπή σε εκθέσεις επιθεώρησης, εκθέσεις αξιολόγησης ή τυχόν άλλα συναφή έγγραφα που διαβιβάστηκαν σε προγενέστερο στάδιο στον οικείο οργανισμό είτε από την Επιτροπή είτε από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα εξ ονόματος της Επιτροπής·

γ)

αναγγελία της πιθανής επιβολής προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών ή της πιθανής ανάκλησης αναγνώρισης εκ μέρους της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 6 ή 7 αντιστοίχως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

3.   Κατά την κοινοποίηση των αιτιάσεων, η Επιτροπή καλεί τον οικείο αναγνωρισμένο οργανισμό και τα οικεία κράτη μέλη να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις εντός καθορισμένης προθεσμίας, η οποία δεν μπορεί να είναι σε καμία περίπτωση μικρότερη των έξι εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης των αιτιάσεων. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη της παρατηρήσεις που παραλαμβάνονται εκπρόθεσμα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 24 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.

4.   Η κοινοποίηση των αιτιάσεων δεν αναστέλλει την αξιολόγηση του οικείου οργανισμού. Ανά πάσα στιγμή πριν από την έκδοση απόφασης για την επιβολή προστίμου και περιοδικών χρηματικών ποινών ή για την ανάκληση αναγνώρισης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει να διενεργήσει συμπληρωματικές επιθεωρήσεις στα γραφεία και τις εγκαταστάσεις ενός οργανισμού, να πραγματοποιήσει επισκέψεις σε πλοία που πιστοποιούνται από τον οργανισμό ή να ζητήσει γραπτώς από τον αναγνωρισμένο οργανισμό να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωσή του προς τα κριτήρια και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

5.   Ανά πάσα στιγμή πριν από την έκδοση απόφασης για την επιβολή προστίμου και περιοδικών χρηματικών ποινών ή για την ανάκληση αναγνώρισης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή δύναται να τροποποιήσει την αξιολόγηση του οικείου αναγνωρισμένου οργανισμού. Σε περίπτωση που η νέα αξιολόγηση είναι διαφορετική από την αξιολόγηση που είχε ως αποτέλεσμα την κοινοποίηση των αιτιάσεων, λόγω της αποκάλυψης νέων περιστατικών ή λόγω προσδιορισμού νέων παραβάσεων ή νέων περιστάσεων σχετικά με τη σοβαρότητα ή τα αποτελέσματα κάποιας παράβασης στην ασφάλεια και το περιβάλλον, η Επιτροπή εκδίδει νέα κοινοποίηση αιτιάσεων.

Άρθρο 13

Αιτήματα παροχής πληροφοριών

Προκειμένου να διαλευκανθούν τα περιστατικά για τους σκοπούς του άρθρου 12, η Επιτροπή δύναται να ζητήσει εγγράφως από τον αναγνωρισμένο οργανισμό να υποβάλει γραπτώς ή προφορικώς διευκρινίσεις, λεπτομερειακά στοιχεία και έγγραφα, εντός καθορισμένης προθεσμίας, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τεσσάρων εβδομάδων. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει τον αναγνωρισμένο οργανισμό για τις περιοδικές χρηματικές ποινές και τα πρόστιμα που μπορούν να επιβληθούν σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με το αίτημα παροχής πληροφοριών, αδικαιολόγητων καθυστερήσεων στην παροχή πληροφοριών ή σκόπιμης παροχής από πλευράς του ανακριβών, ατελών ή παραπλανητικών πληροφοριών στην Επιτροπή.

Άρθρο 14

Διαδικασία ακρόασης

1.   Κατόπιν αίτησης του αναγνωρισμένου οργανισμού στον οποίο απευθύνεται η δήλωση αιτιάσεων, η Επιτροπή παρέχει στον εν λόγω οργανισμό την ευκαιρία να παρουσιάσει τα επιχειρήματά του σε ακρόαση.

2.   Η Επιτροπή προσκαλεί τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και, ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν αίτησης των οικείων κρατών μελών, μπορεί να προσκαλέσει τυχόν άλλα πρόσωπα με έννομο συμφέρον στο πλαίσιο των παραβάσεων. Η Επιτροπή μπορεί να επιλέξει να λάβει συνδρομή από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα.

3.   Φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που καλούνται να παραστούν στη διαδικασία παρίστανται αυτοπροσώπως ή εκπροσωπούνται από νόμιμο ή εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο. Τα κράτη μέλη εκπροσωπούνται από αξιωματούχους τους.

4.   Η ακρόαση δεν είναι δημόσια. Η ακρόαση καθενός γίνεται χωριστά ή με παρουσία άλλων προσώπων που έχουν κληθεί να παραστούν, λαμβάνοντας υπόψη το έννομο συμφέρον του αναγνωρισμένου οργανισμού και των άλλων μερών για την προστασία των επιχειρηματικών τους απορρήτων και λοιπών εμπιστευτικών πληροφοριών.

5.   Η κατάθεση κάθε προσώπου που παρίσταται σε προφορική εξέταση καταγράφεται. Εφόσον τούτο ζητηθεί, η καταγραφή της προφορικής εξέτασης τίθεται στη διάθεση των προσώπων που έχουν παραστεί στην προφορική εξέταση και των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

Άρθρο 15

Περιοδικές χρηματικές ποινές λόγω άρνησης συνεργασίας

1.   Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να εκδώσει απόφαση για την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 σε αναγνωρισμένο οργανισμό που δεν έλαβε ή παρουσιάζει αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ανάληψη προληπτικής και διορθωτικής δράσης που έχει ζητηθεί από την Επιτροπή, αποστέλλει πρώτα γραπτή κοινοποίηση στον αναγνωρισμένο οργανισμό.

2.   Η κοινοποίηση της Επιτροπής που αποστέλλεται δυνάμει της παραγράφου 1 αναφέρει τη συγκεκριμένη προληπτική και διορθωτική δράση που δεν αναλήφθηκε από τον αναγνωρισμένο οργανισμό και τη συναφή τεκμηρίωση, και επίσης ενημερώνει τον αναγνωρισμένο οργανισμό σχετικά με την περιοδική χρηματική ποινή που εξετάζει η Επιτροπή εν προκειμένω.

3.   Η Επιτροπή ορίζει προθεσμία εντός της οποίας ο αναγνωρισμένος οργανισμός δύναται να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις προς την Επιτροπή. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που περιέρχονται σε αυτήν εκπρόθεσμα.

Άρθρο 16

Πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης

1.   Κατόπιν αίτησης του αναγνωρισμένου οργανισμού στον οποίο έχει απευθυνθεί δήλωση αιτιάσεων, η Επιτροπή χορηγεί πλήρη πρόσβαση στον φάκελο που περιέχει έγγραφα και άλλα στοιχεία τεκμηρίωσης που έχει συλλέξει η Επιτροπή σχετικά με την εικαζόμενη παράβαση.

2.   Η Επιτροπή ορίζει την ημερομηνία και μεριμνά για τις αναγκαίες πρακτικές διευθετήσεις της πρόσβασης του αναγνωρισμένου οργανισμού στον φάκελο, η οποία πρόσβαση επιτρέπεται να παρασχεθεί μόνο σε ηλεκτρονική μορφή.

3.   Η Επιτροπή διαθέτει στον ενδιαφερόμενο αναγνωρισμένο οργανισμό, κατόπιν αίτησής του, κατάλογο του συνόλου των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο.

4.   Ο ενδιαφερόμενος αναγνωρισμένος οργανισμός έχει δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και τις πληροφορίες που περιέχονται στον φάκελο. Κατά τη χορήγηση της εν λόγω πρόσβασης, η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το επιχειρηματικό απόρρητο, εμπιστευτικές πληροφορίες, καθώς και έγγραφα που προορίζονται για εσωτερική χρήση εκδοθέντα από την Επιτροπή ή τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, μεταξύ των εγγράφων για εσωτερική χρήση της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα μπορούν να περιλαμβάνονται:

α)

έγγραφα ή τμήματα εγγράφων που αφορούν εσωτερικές διαβουλεύσεις της Επιτροπής και των υπηρεσιών της καθώς και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων των γνωμοδοτήσεων και συστάσεων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα προς την Επιτροπή·

β)

έγγραφα ή τμήματα εγγράφων στο πλαίσιο της ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα ή μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών.

Άρθρο 17

Νομική εκπροσώπηση

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός έχει δικαίωμα νομικής εκπροσώπησης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 18

Εμπιστευτικότητα, επαγγελματικό απόρρητο και δικαίωμα σιωπής

1.   Η διαδικασία δυνάμει του παρόντος κανονισμού υπόκειται στις αρχές της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού απορρήτου.

2.   Όσον αφορά την Επιτροπή, τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα και τις αρχές των οικείων κρατών μελών, καθώς και τους υπαλλήλους, τους λειτουργούς και άλλα πρόσωπα που εργάζονται υπό την εποπτεία τους, δεν δημοσιοποιούν πληροφορίες που έχουν συλλέξει ή ανταλλάξει κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και οι οποίες, λόγω της φύσεώς τους, καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου και εμπιστευτικότητας.

3.   Κάθε αναγνωρισμένος οργανισμός ή πρόσωπο που διαβιβάζει πληροφορίες ή παρατηρήσεις σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό προσδιορίζει σαφώς, και με σχετική αιτιολόγηση, κάθε στοιχείο το οποίο θεωρεί εμπιστευτικό και παρέχει το σχετικό υλικό σε άλλη, μη εμπιστευτική, μορφή έως την ημερομηνία που έχει ορίσει η Επιτροπή.

4.   Η Επιτροπή δύναται επίσης να ζητήσει από αναγνωρισμένους οργανισμούς και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να προσδιορίσουν τυχόν τμήματα έκθεσης, δήλωσης αιτιάσεων ή απόφασης της Επιτροπής τα οποία, κατά την άποψή τους, περιέχουν απόρρητα επιχειρηματικά δεδομένα.

5.   Ελλείψει του προσδιορισμού που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4, η Επιτροπή μπορεί να θεωρεί ότι τα έγγραφα ή οι παρατηρήσεις δεν περιέχουν απόρρητες πληροφορίες.

6.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί έχουν το δικαίωμα σιωπής σε περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσαν να αναγκαστούν να δώσουν απαντήσεις που ενδέχεται να εκληφθούν ως εκ μέρους τους αποδοχή της ύπαρξης παράβασης.

Άρθρο 19

Απόφαση

1.   Η απόφαση περί επιβολής προστίμων, περιοδικών χρηματικών ποινών ή ανάκλησης της αναγνώρισης δυνάμει του παρόντος κανονισμού βασίζεται αποκλειστικά σε λόγους επί των οποίων ο οικείος αναγνωρισμένος οργανισμός ήταν σε θέση να υποβάλει παρατηρήσεις.

2.   Η απόφαση περί επιβολής προστίμου ή περιοδικής χρηματικής ποινής και ο προσδιορισμός του δέοντος ύψους αυτών λαμβάνουν υπόψη τις αρχές της αποτελεσματικότητας, της αναλογικότητας και της αποτρεπτικότητας.

3.   Όταν λαμβάνει μέτρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού και αποφασίζει επί της βαρύτητας και του αποτελέσματος των συναφών ενεργειών ή παραλείψεων όσον αφορά την ασφάλεια και το περιβάλλον, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τυχόν εθνικά μέτρα που έχουν ήδη επιβληθεί στον οικείο αναγνωρισμένο οργανισμό για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ειδικότερα όταν ο εν λόγω οργανισμός έχει ήδη υποβληθεί σε δικαστική διαδικασία ή διαδικασία εκτέλεσης αποφάσεων.

4.   Ενέργειες ή παραλείψεις αναγνωρισμένου οργανισμού επί των οποίων έχουν ληφθεί μέτρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν υπόκεινται σε περαιτέρω μέτρα. Εντούτοις, οι εν λόγω ενέργειες ή παραλείψεις μπορούν να λαμβάνονται υπόψη σε επακόλουθες αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού για λόγους αξιολόγησης τυχόν επανάληψης.

5.   Η απόφαση επιβολής περιοδικής χρηματικής ποινής ή η απόφαση επιβολής προστίμων και περιοδικής χρηματικής ποινής λαμβάνεται από την Επιτροπή σύμφωνα προς τη διαδικασία που εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

6.   Η απόφαση ανάκλησης της αναγνώρισης αναγνωρισμένου οργανισμού λαμβάνεται από την Επιτροπή σύμφωνα προς τη διαδικασία που εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

Άρθρο 20

Ένδικα βοηθήματα, κοινοποίηση και δημοσίευση

1.   Η Επιτροπή ενημερώνει τον οικείο αναγνωρισμένο οργανισμό σχετικά με τα ένδικα βοηθήματα που υπάρχουν στη διάθεσή του.

2.   Η Επιτροπή κοινοποιεί την απόφασή της στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα και στα κράτη μέλη προς ενημέρωσή τους.

3.   Εφόσον συντρέχει λόγος, η Επιτροπή μπορεί να δημοσιοποιήσει απόφασή της, ειδικότερα για λόγους ασφάλειας ή προστασίας του περιβάλλοντος. Όταν δημοσιεύει λεπτομέρειες της απόφασής της ή ενημερώνει τα κράτη μέλη, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα έννομα συμφέροντα του οικείου αναγνωρισμένου οργανισμού και άλλων ενδιαφερομένων μερών.

Άρθρο 21

Είσπραξη προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών

Η Επιτροπή προβαίνει στην είσπραξη των προστίμων και των χρηματικών ποινών με τη σύνταξη εντάλματος είσπραξης και την έκδοση χρεωστικού σημειώματος προς τον ενδιαφερόμενο αναγνωρισμένο οργανισμό σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 80 και το άρθρο 83 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και τα άρθρα 80 έως 92 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 της Επιτροπής (7).

Άρθρο 22

Χρόνος παραγραφής της επιβολής προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών

1.   Η προθεσμία άσκησης του δικαιώματος της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα ή/και περιοδική χρηματική ποινή σε αναγνωρισμένο οργανισμό δυνάμει του παρόντος κανονισμού εκπνέει κατόπιν παρέλευσης πενταετίας από την ημερομηνία διάπραξης από τον αναγνωρισμένο οργανισμό της ενέργειας ή παράλειψης η οποία συνεπαγόταν παράβαση που στοιχειοθετείται σύμφωνα με το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού. Εντούτοις, σε περίπτωση διαρκών ή επαναλαμβανόμενων ενεργειών ή παραλείψεων που συνεπάγονται παράβαση, η ως άνω προθεσμία υπολογίζεται από την πρώτη ημέρα παύσης της ενέργειας ή παράλειψης.

Η προθεσμίας άσκησης του δικαιώματος της Επιτροπής να επιβάλλει περιοδική χρηματική ποινή σε αναγνωρισμένο οργανισμό δυνάμει του άρθρου 15 του παρόντος κανονισμού εκπνέει κατόπιν παρέλευσης τριετίας από την ημερομηνία της διάπραξης της ενέργειας ή παράλειψης του αναγνωρισμένου οργανισμού, για την οποία η Επιτροπή έχει ζητήσει την ανάληψη της απαραίτητης προληπτικής και διορθωτικής δράσης.

2.   Η προθεσμία παραγραφής που ορίζεται στην παράγραφο 1 διακόπτεται από κάθε ενέργεια που αναλαμβάνεται από την Επιτροπή ή τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα για σκοπούς αξιολόγησης ή στο πλαίσιο της διαδικασίας επί παραβάσει σχετικά με ενέργεια ή παράλειψη του αναγνωρισμένου οργανισμού. Η παραγραφή διακόπτεται από την ημερομηνία κοινοποίησης της ενέργειας της Επιτροπής ή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα στον αναγνωρισμένο οργανισμό.

3.   Έπειτα από κάθε διακοπή, η προθεσμία αρχίζει να υπολογίζεται από την αρχή. Ο χρόνος παραγραφής δεν υπερβαίνει ωστόσο το διπλάσιο του αρχικού χρόνου παραγραφής, εκτός εάν η παραγραφή ανασταλεί βάσει της παραγράφου 4.

4.   Ο χρόνος παραγραφής για την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών αναστέλλεται για όσο διάστημα εκκρεμεί η δίκη σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 23

Χρόνος παραγραφής της είσπραξης προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών

1.   Το δικαίωμα έναρξης της διαδικασίας είσπραξης προστίμων ή/και περιοδικών χρηματικών ποινών εκπνέει ένα έτος μετά τη λήψη οριστικής απόφασης βάσει του άρθρου 19.

2.   Η προθεσμία παραγραφής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 διακόπτεται από κάθε ενέργεια της Επιτροπής ή κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αίτησης της Επιτροπής, με σκοπό την αναγκαστική εκτέλεση του προστίμου ή/και της περιοδικής χρηματικής ποινής.

3.   Έπειτα από κάθε διακοπή, η προθεσμία αρχίζει να υπολογίζεται από την αρχή.

4.   Οι περίοδοι παραγραφής που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 αναστέλλονται για χρονικό διάστημα κατά το οποίο:

α)

επιτρέπεται η διενέργεια της πληρωμής·

β)

η αναγκαστική εκτέλεση της πληρωμής έχει ανασταλεί δυνάμει αποφάσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 24

Εφαρμογή των προθεσμιών

1.   Οι προθεσμίες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό αρχίζουν από την επομένη της ημέρας παραλαβής της κοινοποίησης της Επιτροπής ή ιδιόχειρης παράδοσης αυτής.

2.   Σε περίπτωση κοινοποίησης που απευθύνεται στην Επιτροπή, οι συναφείς προθεσμίες θεωρείται ότι τηρούνται όταν η εν λόγω κοινοποίηση έχει αποσταλεί με συστημένη επιστολή πριν από την εκπνοή της εκάστοτε προθεσμίας.

3.   Κατά τον προσδιορισμό των προθεσμιών, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τόσο τα δέοντα δικονομικά δικαιώματα όσο και τις ειδικές περιστάσεις κάθε επιμέρους διαδικασίας λήψης αποφάσεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

4.   Οι προθεσμίες είναι δυνατόν, κατά περίπτωση και κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης που υποβάλλεται πριν τη λήξη της αρχικής προθεσμίας, να παραταθούν.

Άρθρο 25

Συνεργασία με τις αρμόδιες εθνικές αρχές

Οι πληροφορίες που παρέχονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές ως ανταπόκριση σε αίτηση της Επιτροπής χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή μόνο για τους κάτωθι σκοπούς:

α)

για την εκτέλεση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί σχετικά με την αναγνώριση και εποπτεία αναγνωρισμένων οργανισμών δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009·

β)

ως αποδεικτικά στοιχεία για τους σκοπούς λήψης αποφάσεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού, με την επιφύλαξη των άρθρων 16 και 18 του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 26

Εφαρμογή

Περιστατικά που σημειώθηκαν πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 δεν επισύρουν τη λήψη μέτρων δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 27

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Ιουλίου 2014.

Για την Επιτροπή

O Πρόεδρος

José Manuel BARROSO

»

(1)  ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 11.

(2)  ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 47.

(4)  ΕΕ L 162 της 25.6.2009, σ. 6.

(5)  ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 57.

(6)  ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 362 της 31.12.2012, σ. 1.