27.5.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 158/196


ΟΔΗΓΊΑ 2014/56/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Απριλίου 2014

για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 50,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) καθορίζει τους όρους αδειοδότησης και εγγραφής σε μητρώο των προσώπων που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους, τους κανόνες περί ανεξαρτησίας, αντικειμενικότητας και επαγγελματικής δεοντολογίας που εφαρμόζονται στα πρόσωπα αυτά και το πλαίσιο για τη δημόσια εποπτεία τους. Ωστόσο, είναι αναγκαία η περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων αυτών σε ενωσιακό επίπεδο, προκειμένου να καταστεί δυνατή η μεγαλύτερη διαφάνεια και προβλεψιμότητα των απαιτήσεων που εφαρμόζονται στα πρόσωπα αυτά και να ενισχυθεί η ανεξαρτησία και η αντικειμενικότητά τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Είναι επίσης σημαντικό να αυξηθεί ο ελάχιστος βαθμός σύγκλισης σε ό,τι αφορά τα ελεγκτικά πρότυπα βάσει των οποίων διενεργούνται οι υποχρεωτικοί έλεγχοι. Επίσης, προκειμένου να βελτιωθεί η προστασία των επενδυτών, είναι σημαντικό να ενισχυθεί η δημόσια εποπτεία των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων, με την εδραίωση της ανεξαρτησίας των αρχών δημόσιας εποπτείας στην Ένωση και την ανάθεση σε αυτές των κατάλληλων αρμοδιοτήτων, μεταξύ άλλων των εξουσιών διενέργειας ερευνών και επιβολής κυρώσεων, ώστε να εντοπίζονται, να αποτρέπονται και να προλαμβάνονται οι παραβιάσεις των εφαρμοστέων κανόνων στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών ελέγχου από νόμιμους ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία.

(2)

Λόγω του σημαντικού δημόσιου αντικτύπου των οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος, ο οποίος απορρέει από την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους ή από τη φύση των δραστηριοτήτων τους, χρειάζεται να ενισχυθεί η αξιοπιστία των ελεγχόμενων οικονομικών καταστάσεων οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος. Κατά συνέπεια, οι ειδικές διατάξεις για τους υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος που περιλαμβάνονται στην οδηγία 2006/43/ΕΚ έχουν αναπτυχθεί περαιτέρω στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Οι διατάξεις που αφορούν τους υποχρεωτικούς ελέγχους των οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύουν για τους νόμιμους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία μόνο στον βαθμό που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους τέτοιων οντοτήτων.

(3)

Σύμφωνα με τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η εσωτερική αγορά αποτελείται από έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, εντός του οποίου εξασφαλίζονται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών και η ελευθερία εγκατάστασης. Είναι απαραίτητο να μπορούν οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους παροχής υπηρεσιών υποχρεωτικού ελέγχου εντός της Ένωσης, έχοντας τη δυνατότητα να παρέχουν τέτοιου είδους υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη πλην εκείνου στο οποίο έχουν αδειοδοτηθεί. Η δυνατότητα διενέργειας υποχρεωτικών ελέγχων από νόμιμους ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία σε ένα κράτος μέλος υποδοχής, με βάση τους επαγγελματικούς τίτλους του κράτους μέλους καταγωγής τους, καλύπτει ιδίως τις ανάγκες ομίλων επιχειρήσεων οι οποίοι, λόγω των αυξανόμενων εμπορικών ροών που προκύπτουν από την εσωτερική αγορά, καταρτίζουν οικονομικές καταστάσεις σε διάφορα κράτη μέλη και υποχρεούνται να τις υποβάλλουν σε έλεγχο βάσει του ενωσιακού δικαίου. Η εξάλειψη των φραγμών στην ανάπτυξη της παροχής υπηρεσιών υποχρεωτικού ελέγχου μεταξύ κρατών μελών θα συνέβαλε στην ενοποίηση της ενωσιακής αγοράς ελέγχου.

(4)

Ο υποχρεωτικός έλεγχος προϋποθέτει επαρκή γνώση θεμάτων όπως το εταιρικό δίκαιο, το φορολογικό δίκαιο και το κοινωνικό δίκαιο, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν μεταξύ των διάφορων κρατών μελών. Συνεπώς, για να μπορεί να διασφαλίσει την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών υποχρεωτικού ελέγχου στο έδαφός του, ένα κράτος μέλος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει αντισταθμιστικό μέτρο σε περίπτωση που νόμιμος ελεγκτής ο οποίος έχει αδειοδοτηθεί σε άλλο κράτος μέλος επιθυμεί να λάβει επίσης άδεια στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, προκειμένου να συστήσει εκεί μόνιμη εγκατάσταση. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την επαγγελματική πείρα του οικείου νόμιμου ελεγκτή. Δεν θα πρέπει να οδηγούν στην επιβολή δυσανάλογης επιβάρυνσης του νόμιμου ελεγκτή ούτε να εμποδίζουν ή να καθιστούν λιγότερο ελκυστική την παροχή υπηρεσιών υποχρεωτικού ελέγχου στα κράτη μέλη που επιβάλλουν το αντισταθμιστικό μέτρο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να χορηγήσουν άδεια στους υποψήφιους νόμιμους ελεγκτές είτε βάσει δοκιμασίας επάρκειας είτε βάσει πρακτικής άσκησης προσαρμογής, όπως ορίζει η οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Κατά το πέρας της πρακτικής άσκησης προσαρμογής, ο νόμιμος ελεγκτής θα πρέπει να είναι σε θέση να ενσωματωθεί στον επαγγελματικό κλάδο στο κράτος μέλος υποδοχής, αφού αξιολογηθεί ότι κατέχει επαγγελματική πείρα στο εν λόγω κράτος μέλος.

(5)

Παρόλο που την πρωταρχική ευθύνη για την παροχή χρηματοοικονομικών πληροφοριών θα πρέπει να έχει η διοίκηση των ελεγχόμενων οντοτήτων, οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία διαδραματίζουν ρόλο αμφισβητώντας ενεργά τη διοίκηση από την οπτική του χρήστη. Για να βελτιωθεί η ποιότητα του ελέγχου, είναι επομένως σημαντικό να ενισχυθεί ο επαγγελματικός προβληματισμός του νόμιμου ελεγκτή και των ελεγκτικών γραφείων απέναντι στην ελεγχόμενη οντότητα. Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία θα πρέπει να αναγνωρίζουν την πιθανότητα ύπαρξης ουσιώδους ανακρίβειας λόγω απάτης ή σφάλματος, με την επιφύλαξη της εμπειρίας που έχει αποκομίσει στο παρελθόν ο ελεγκτής σχετικά με την ειλικρίνεια και την ακεραιότητα της διοίκησης της ελεγχόμενης οντότητας.

(6)

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ενισχυθεί η ανεξαρτησία ως ουσιώδες στοιχείο όταν διενεργούνται υποχρεωτικοί έλεγχοι. Προκειμένου να ενισχυθεί η ανεξαρτησία των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων σε σχέση με την ελεγχόμενη οντότητα κατά τη διενέργεια υποχρεωτικών ελέγχων, ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο, καθώς και κάθε φυσικό πρόσωπο σε θέση να επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα την έκβαση του νόμιμου ελέγχου, θα πρέπει να είναι ανεξάρτητο από την ελεγχόμενη οντότητα και να μη συμμετέχει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ελεγχόμενης οντότητας. Προς διατήρηση της ανεξαρτησίας αυτής, είναι επίσης σημαντικό να τηρούνται αρχεία με όλες τις απειλές για την ανεξαρτησία τους και με τις διασφαλίσεις που εφαρμόζονται για τον μετριασμό των εν λόγω απειλών. Επίσης, στις περιπτώσεις που οι απειλές για την ανεξαρτησία είναι πολύ σημαντικές, ακόμα και μετά την εφαρμογή διασφαλίσεων για τον μετριασμό των εν λόγω απειλών, θα πρέπει να παραιτούνται ή να μην αναλαμβάνουν την ελεγκτική εργασία.

(7)

Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία θα πρέπει να είναι ανεξάρτητοι κατά τη διενέργεια υποχρεωτικών ελέγχων των ελεγχόμενων οντοτήτων και να αποφεύγεται κάθε σύγκρουση συμφερόντων. Για να εκτιμηθεί κατά πόσον είναι ανεξάρτητοι οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η έννοια του δικτύου εντός του οποίου ενεργούν νόμιμοι ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία. Η σχετική με την ανεξαρτησία απαίτηση θα πρέπει να πληρούται τουλάχιστον στη διάρκεια της περιόδου που καλύπτει η έκθεση ελέγχου, συμπεριλαμβανομένης τόσο της περιόδου που καλύπτουν οι προς έλεγχο οικονομικές καταστάσεις, όσο και της περιόδου κατά την οποία διενεργείται ο υποχρεωτικός έλεγχος.

(8)

Οι νόμιμοι ελεγκτές, τα ελεγκτικά γραφεία και οι υπάλληλοί τους θα πρέπει ιδιαιτέρως να απέχουν από τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου μιας οντότητας, εάν έχουν επιχειρηματικό συμφέρον ή οικονομικό συμφέρον σε αυτήν, και από την πραγματοποίηση συναλλαγών με χρηματοοικονομικά μέσα που εκδίδει, εγγυάται ή υποστηρίζει με άλλον τρόπο μια ελεγχόμενη οντότητα, πέραν των συμμετοχών σε προγράμματα διαφοροποιημένων συλλογικών επενδύσεων. Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο θα πρέπει να απέχει από τη συμμετοχή στις εσωτερικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων της ελεγχόμενης οντότητας. Οι νόμιμοι ελεγκτές, τα ελεγκτικά γραφεία και οι υπάλληλοί τους που συμμετέχουν άμεσα στην εργασία υποχρεωτικού ελέγχου θα πρέπει να εμποδίζονται να αναλαμβάνουν καθήκοντα στην ελεγχόμενη οντότητα σε επίπεδο διεύθυνσης ή διοικητικού συμβουλίου, έως ότου περάσει κατάλληλο χρονικό διάστημα από την περάτωση της ελεγκτικής εργασίας.

(9)

Είναι σημαντικό οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία να σέβονται τα δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των πελατών τους. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να δεσμεύονται από αυστηρούς κανόνες τήρησης της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού απορρήτου οι οποίοι, ωστόσο, δεν θα πρέπει να εμποδίζουν την ορθή επιβολή της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 ή τη συνεργασία με τον ελεγκτή του ομίλου κατά τη διενέργεια του ελέγχου ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, όταν η μητρική επιχείρηση βρίσκεται σε τρίτη χώρα, εφόσον υπάρχει συμμόρφωση με την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Ωστόσο, οι εν λόγω κανόνες δεν θα πρέπει να επιτρέπουν στον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο να συνεργάζεται με αρχές τρίτων χωρών εκτός των διαύλων συνεργασίας που προβλέπονται στο κεφάλαιο XI της οδηγίας 2006/43/ΕΚ. Οι εν λόγω κανόνες τήρησης της εμπιστευτικότητας θα πρέπει να ισχύουν επίσης για οποιονδήποτε νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο που έχει παύσει να συμμετέχει σε μια συγκεκριμένη ελεγκτική εργασία.

(10)

Η κατάλληλη εσωτερική οργάνωση των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων θα πρέπει να συμβάλλει στην πρόληψη τυχόν απειλών για την ανεξαρτησία τους. Ως εκ τούτου, οι ιδιοκτήτες ή οι μέτοχοι ενός ελεγκτικού γραφείου, καθώς και όσοι το διευθύνουν, δεν θα πρέπει να επεμβαίνουν στη διενέργεια ενός υποχρεωτικού ελέγχου με οποιονδήποτε τρόπο που να θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα του νόμιμου ελεγκτή που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο εκ μέρους του ελεγκτικού γραφείου. Επίσης, οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία θα πρέπει να θεσπίζουν κατάλληλες εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες σε σχέση με τους υπαλλήλους και άλλα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δραστηριότητα υποχρεωτικού ελέγχου εντός των οργανισμών τους, ώστε να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις καταστατικές τους υποχρεώσεις. Αυτές οι πολιτικές και διαδικασίες θα πρέπει να επιδιώκουν ιδίως την πρόληψη και την αντιμετώπιση οποιασδήποτε απειλής για την ανεξαρτησία των ελεγκτών και θα πρέπει να εξασφαλίζουν την ποιότητα, την ακεραιότητα και την ενδελέχεια του υποχρεωτικού ελέγχου. Οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες θα πρέπει να είναι ανάλογες, ενόψει της κλίμακας και της πολυπλοκότητας της επιχείρησης του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου.

(11)

Ο υποχρεωτικός έλεγχος οδηγεί στην έκφραση γνώμης επί της αλήθειας και της αξιοπιστίας ότι οι οικονομικές καταστάσεις δίνουν την πραγματική και αξιόπιστη εικόνα των ελεγχόμενων οντοτήτων σύμφωνα με το σχετικό πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης. Οι συμφεροντούχοι, ωστόσο, μπορεί να μην γνωρίζουν τους περιορισμούς ενός ελέγχου, όσον αφορά, για παράδειγμα, τη σημαντικότητα, τις τεχνικές δειγματοληψίας, τον ρόλο του ελεγκτή στον εντοπισμό περιπτώσεων απάτης και ευθύνη της διοίκησης, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε απόκλιση σχετικά με τις προσδοκίες. Για να μειωθεί η εν λόγω απόκλιση, είναι σημαντικό να παρέχεται μεγαλύτερη σαφήνεια σχετικά με το αντικείμενο του υποχρεωτικού ελέγχου.

(12)

Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί υψηλή ποιότητα υποχρεωτικών ελέγχων στην Ένωση. Όλοι οι υποχρεωτικοί έλεγχοι θα πρέπει συνεπώς να διενεργούνται βάσει των διεθνών ελεγκτικών προτύπων που εγκρίνει η Επιτροπή. Δεδομένου ότι τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για οντότητες όλων των μεγεθών, όλων των ειδών και σε όλες τις δικαιοδοσίες, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της δραστηριότητας μικρών επιχειρήσεων όταν αξιολογούν το πεδίο εφαρμογής διεθνών ελεγκτικών προτύπων. Καμία διάταξη ή μέτρο που υιοθετήθηκε από κράτος μέλος από αυτήν την άποψη δεν θα πρέπει να στερεί από τους νόμιμους ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία τη δυνατότητα να διενεργήσουν υποχρεωτικούς ελέγχους σε συμμόρφωση με τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν πρόσθετες εθνικές διαδικασίες ή απαιτήσεις ελέγχου, μόνο εάν απορρέουν από ειδικές εθνικές νομικές απαιτήσεις σχετικά με το αντικείμενο του υποχρεωτικού ελέγχου ετήσιων ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, πράγμα που σημαίνει ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν έχουν καλυφθεί από τα εγκριθέντα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα, ή εάν ενισχύουν την αξιοπιστία και την ποιότητα των ετήσιων και των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξακολουθήσει να συμμετέχει στην παρακολούθηση του περιεχομένου των διεθνών ελεγκτικών προτύπων και της διαδικασίας έγκρισής τους από τη Διεθνή Ομοσπονδία Λογιστών (IFAC).

(13)

Στην περίπτωση ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, είναι σημαντικό να υπάρχει σαφής καθορισμός των ευθυνών των νόμιμων ελεγκτών που ελέγχουν διαφορετικές οντότητες εντός του οικείου ομίλου. Για τον σκοπό αυτό, ο ελεγκτής του ομίλου θα πρέπει να φέρει την πλήρη ευθύνη για την έκθεση ελέγχου.

(14)

Για να βελτιωθεί η αξιοπιστία και η διαφάνεια των επιθεωρήσεων διασφάλισης της ποιότητας που πραγματοποιούνται στην Ένωση, τα συστήματα διασφάλισης της ποιότητας των κρατών μελών θα πρέπει να διοικούνται από τις αρμόδιες αρχές που ορίζονται από τα κράτη μέλη για να εξασφαλιστεί η δημόσια εποπτεία των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων. Οι επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας είναι σχεδιασμένες να προλαμβάνουν ή να αντιμετωπίζουν δυνητικές ελλείψεις στον τρόπο με τον οποίο διενεργούνται οι υποχρεωτικοί έλεγχοι. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας είναι αρκούντως περιεκτικοί, οι αρμόδιες αρχές, κατά την πραγματοποίηση των επιθεωρήσεων αυτών, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την κλίμακα και τον περίπλοκο χαρακτήρα της δραστηριότητας των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων.

(15)

Για να βελτιωθεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 και ενόψει της ανακοίνωσης της Επιτροπής της 8ης Δεκεμβρίου 2010 με τίτλο «Ενίσχυση των καθεστώτων επιβολής κυρώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών», οι εξουσίες έγκρισης μέτρων εποπτείας και οι εξουσίες επιβολής κυρώσεων των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να ενισχυθούν. Θα πρέπει να προβλεφθεί η επιβολή διοικητικών χρηματικών κυρώσεων για τους νόμιμους ελεγκτές, τα ελεγκτικά γραφεία και τις οντότητες δημόσιου συμφέροντος στην περίπτωση που εντοπίζονται παραβάσεις των κανόνων. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξασφαλίζουν τη διαφάνεια σχετικά με τις κυρώσεις και τα μέτρα που εφαρμόζουν. Η έγκριση και η δημοσίευση κυρώσεων θα πρέπει να γίνονται με σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα που προβλέπονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου.

(16)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλουν διοικητικές χρηματικές κυρώσεις που να είναι πραγματικά αποτρεπτικές, για παράδειγμα ποσού ύψους μέχρι ενός εκατομμυρίου ευρώ ή και παραπάνω στην περίπτωση φυσικών προσώπων και μέχρι ένα ποσοστό του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος στην περίπτωση νομικών προσώπων ή άλλων οντοτήτων. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται καλύτερα με τη συσχέτιση της χρηματικής κύρωσης με την οικονομική κατάσταση του προσώπου που έκανε την παραβίαση. Με την επιφύλαξη της δυνατότητας ανάκλησης της έγκρισης του σχετικού νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου, θα πρέπει να προβλεφθούν άλλα είδη κυρώσεων που έχουν κατάλληλο αποτρεπτικό χαρακτήρα. Εν πάση περιπτώσει, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν πανομοιότυπα κριτήρια όταν καθορίζουν ποια κύρωση πρόκειται να επιβληθεί.

(17)

Οι πληροφοριοδότες μπορούν να θέτουν νέες πληροφορίες υπόψη των αρμόδιων αρχών που μπορεί να τις βοηθούν να εντοπίζουν και να επιβάλλουν κυρώσεις για παρατυπίες, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων απάτης. Ωστόσο, οι πληροφοριοδότες μπορεί να αποθαρρύνονται από μια τέτοια ενέργεια υπό τον φόβο αντιποίνων ή μπορεί να μην έχουν κίνητρο να το κάνουν. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων, ώστε να ενθαρρύνονται οι πληροφοριοδότες να αποκαλύπτουν τυχόν παραβιάσεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 και να προστατεύονται από αντίποινα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν επίσης να τους παρέχουν κίνητρα για να προχωρήσουν στην πράξη αυτή· ωστόσο, οι πληροφοριοδότες θα πρέπει να επωφελούνται των εν λόγω κινήτρων μόνο στις περιπτώσεις που φέρνουν στο φως νέες πληροφορίες τις οποίες δεν είναι ήδη υποχρεωμένοι από τον νόμο να γνωστοποιήσουν και στις περιπτώσεις που οι πληροφορίες αυτές οδηγούν σε επιβολή κύρωσης για παραβίαση της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζουν ότι τα προγράμματα για τους πληροφοριοδότες που εφαρμόζουν περιλαμβάνουν μηχανισμούς που παρέχουν κατάλληλη προστασία στο πρόσωπο το οποίο αφορούν οι πληροφορίες, ιδίως σε σχέση με το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών του δεδομένων και τις διαδικασίες για την εξασφάλιση του δικαιώματός του υπεράσπισης και του δικαιώματός του ακρόασης πριν από την έκδοση απόφασης σχετικά με αυτό, καθώς και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά μιας τέτοιας απόφασης. Οι μηχανισμοί που θεσπίζονται θα πρέπει επίσης να προστατεύουν επαρκώς τους πληροφοριοδότες, όχι μόνο όσον αφορά το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων, αλλά διασφαλίζοντας επίσης ότι οι πληροφοριοδότες δεν πέφτουν θύματα ανάρμοστων αντιποίνων.

(18)

Η δημόσια εποπτεία των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων περιλαμβάνει την αδειοδότηση και την εγγραφή των νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων σε μητρώο, την υιοθέτηση προτύπων επαγγελματικής δεοντολογίας και εσωτερικού ελέγχου ποιότητας ελεγκτικών γραφείων, τη συνεχή εκπαίδευση, καθώς και τα συστήματα διασφάλισης της ποιότητας, έρευνας και κυρώσεων για νόμιμους ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία. Για να αυξηθεί η διαφάνεια της εποπτείας των ελεγκτών και να καταστεί δυνατή η μεγαλύτερη λογοδοσία, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να ορίζει μία αρχή αρμόδια για τη δημόσια εποπτεία των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων. Η ανεξαρτησία των εν λόγω αρχών δημόσιας εποπτείας από τον ελεγκτικό κλάδο αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ακεραιότητα, την αποδοτικότητα και την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας εποπτείας των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων. Ως εκ τούτου, οι αρχές δημόσιας εποπτείας θα πρέπει να διοικούνται από άτομα που δεν ασκούν το επάγγελμα και τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθιερώσουν ανεξάρτητες και διαφανείς διαδικασίες για την επιλογή των ατόμων αυτών.

(19)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν εξαιρέσεις από τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις υπηρεσίες ελέγχου όταν αυτές παρέχονται σε συνεταιρισμούς και ταμιευτήρια.

(20)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εξουσιοδοτούν ή να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να αναθέτουν τα καθήκοντα των εν λόγω αρμόδιων αρχών σε άλλες αρχές ή όργανα που εξουσιοδοτούνται ή ορίζονται από τον νόμο. Η ανάθεση αυτή θα πρέπει να υπόκειται σε διάφορους όρους και η οικεία αρμόδια αρχή θα πρέπει να φέρει την τελική ευθύνη για την εποπτεία.

(21)

Για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων των αρχών δημόσιας εποπτείας, οι αρχές αυτές θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς εξουσίες προς τον σκοπό αυτόν. Επιπλέον, θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για την άσκηση των καθηκόντων τους.

(22)

Η κατάλληλη εποπτεία των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων με διασυνοριακές δραστηριότητες ή που αποτελούν μέρος δικτύων προϋποθέτει την ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις αρχές δημόσιας εποπτείας των κρατών μελών. Προκειμένου να προστατευθεί η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που είναι δυνατόν να ανταλλαγούν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεώνουν σε τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου όχι μόνο τους υπαλλήλους των αρχών δημόσιας εποπτείας, αλλά και όλα τα άτομα στα οποία μπορεί να έχουν αναθέσει καθήκοντα οι αρχές δημόσιας εποπτείας.

(23)

Στις περιπτώσεις που υφίστανται βάσιμοι λόγοι δράσης, οι μέτοχοι, άλλα όργανα των ελεγχόμενων οντοτήτων όταν ορίζονται από το εθνικό δίκαιο ή οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων αρχές ή, όταν προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία της οντότητας δημόσιου συμφέροντος θα πρέπει να εξουσιοδοτούνται να προσφεύγουν ενώπιον εθνικού δικαστηρίου για την απόλυση του νόμιμου ελεγκτή.

(24)

Οι επιτροπές ελέγχου ή τα όργανα που εκτελούν αντίστοιχη λειτουργία εντός της ελεγχόμενης οντότητας δημόσιου συμφέροντος συμβάλλουν αποφασιστικά στην επίτευξη της υψηλής ποιότητας του υποχρεωτικού ελέγχου. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να ενισχυθεί η ανεξαρτησία και η τεχνική επάρκεια της επιτροπής ελέγχου μέσω της υποχρέωσης να είναι ανεξάρτητη η πλειονότητα των μελών της και ένα τουλάχιστον από τα μέλη της να διαθέτει γνώσεις ελέγχου και/ή λογιστικής. Η σύσταση της Επιτροπής, της 15ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με τον ρόλο των μη εκτελεστικών και των εποπτικών διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών, καθώς και σχετικά με τις επιτροπές του (εποπτικού) συμβουλίου (7), καθορίζει τον τρόπο σύστασης και λειτουργίας των επιτροπών ελέγχου. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος των διοικητικών συμβουλίων σε εταιρείες με μειωμένη χρηματιστηριακή αξία και σε μικρομεσαίες οντότητες δημόσιου συμφέροντος, είναι σκόπιμο να προβλέπεται ότι οι λειτουργίες που ανατίθενται στην επιτροπή ελέγχου των εν λόγω οντοτήτων ή σε ένα όργανο που εκτελεί αντίστοιχες λειτουργίες εντός της ελεγχόμενης οντότητας να μπορούν να εκτελούνται από το διοικητικό ή το εποπτικό συμβούλιο συνολικά. Οι οντότητες δημόσιου συμφέροντος που είναι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) ή οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων θα πρέπει να εξαιρούνται επίσης από την υποχρέωση διατήρησης επιτροπής ελέγχου. Η εξαίρεση αυτή λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, στις περιπτώσεις που οι εν λόγω οργανισμοί λειτουργούν απλώς με σκοπό τη συγκέντρωση ενεργητικού, δεν απαιτείται απασχόληση επιτροπής ελέγχου. Οι ΟΣΕΚΑ και οι οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων, καθώς και οι εταιρείες διαχείρισής τους, λειτουργούν σε ένα αυστηρώς καθορισμένο κανονιστικό περιβάλλον και υπόκεινται σε συγκεκριμένους μηχανισμούς διακυβέρνησης, όπως ελέγχους ασκούμενους από τον θεματοφύλακά τους.

(25)

Η «Small Business Act» που υιοθετήθηκε από την ανακοίνωση της Επιτροπής της 25ης Ιουνίου 2008 με τίτλο «Προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις — Μια “Small Business Act” για την Ευρώπη» και αναθεωρήθηκε από την ανακοίνωση της Επιτροπής της 23ης Φεβρουαρίου 2011 με τίτλο «Ανασκόπηση της πρωτοβουλίας “Small Business Act” για την Ευρώπη» αναγνωρίζει τον κεντρικό ρόλο των μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων στην οικονομία της Ένωσης και στοχεύει στη βελτίωση της συνολικής προσέγγισης της επιχειρηματικότητας και την ενσωμάτωση της αρχής «Think Small First» στη χάραξη πολιτικής. Η στρατηγική «Ευρώπη 2020», που εγκρίθηκε τον Μάρτιο του 2010, επίσης αποσκοπεί στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ιδίως για τις μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, με τη μείωση, μεταξύ άλλων, των εξόδων συναλλαγής για τις επιχειρηματικές πράξεις που πραγματοποιούνται στην Ένωση. Το άρθρο 34 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) δεν υποχρεώνει τις μικρές επιχειρήσεις να υποβάλλουν τις οικονομικές τους καταστάσεις σε εξωτερικό έλεγχο.

(26)

Για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων μερών, όταν οι αρμόδιες αρχές κρατών μελών συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών στην ανταλλαγή εγγράφων εργασίας ελέγχου ή άλλων σχετικών εγγράφων για την εκτίμηση της ποιότητας του διενεργούμενου ελέγχου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις εργασίας που συμφωνήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές τους, βάσει των οποίων λαμβάνει χώρα οποιαδήποτε τέτοια ανταλλαγή, περιλαμβάνουν επαρκείς διασφαλίσεις για την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου και των εμπορικών συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων βιομηχανικής και διανοητικής ιδιοκτησίας των ελεγχόμενων οντοτήτων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις αυτές τηρούν τις διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ και ότι είναι συμβατές με τις διατάξεις αυτές.

(27)

Το κατώτατο όριο των 50 000 EUR που θεσπίζεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ ευθυγραμμίστηκε με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχεία γ) και δ) της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9). Τα κατώτατα όρια που θεσπίζονται στην οδηγία 2003/71/ΕΚ αυξήθηκαν σε 100 000 EUR με το άρθρο 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 2010/73/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10). Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να γίνουν αντίστοιχες προσαρμογές στο όριο που προβλέπεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ.

(28)

Για την πλήρη εφαρμογή του νέου νομικού πλαισίου που προβλέπεται στη ΣΛΕΕ, είναι αναγκαίο να προσαρμοστούν και να αντικατασταθούν οι εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπονται στο άρθρο 202 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τις κατάλληλες διατάξεις σύμφωνα με τα άρθρα 290 και 291 ΣΛΕΕ.

(29)

Η ευθυγράμμιση των διαδικασιών για την έκδοση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών πράξεων από την Επιτροπή προς τη ΣΛΕΕ και, ειδικότερα, προς τα άρθρα 290 και 291 αυτής, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί κατά περίπτωση. Η εξουσία για την έκδοση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στην ελεγκτική και στο επάγγελμα του ελεγκτή και για να διευκολύνεται η εποπτεία των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων. Στο πεδίο της εποπτείας των ελεγκτών, η χρήση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων είναι αναγκαία για την ανάπτυξη των διαδικασιών που αφορούν τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και εκείνων τρίτων χωρών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να προβαίνει η Επιτροπή στις κατάλληλες διαβουλεύσεις, ακόμη και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της. Κατά την προετοιμασία και τη σύνταξη κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και δέουσα διαβίβαση των συναφών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(30)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των δηλώσεων ισοδυναμίας των καθεστώτων εποπτείας ελεγκτών τρίτων χωρών ή επάρκειας των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών, στον βαθμό που αφορούν μεμονωμένες τρίτες χώρες ή μεμονωμένες αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(31)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, συγκεκριμένα η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στην αξιοπιστία και την αντικειμενικότητα των οικονομικών καταστάσεων που δημοσιεύονται από τις επιχειρήσεις, με την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των υποχρεωτικών ελέγχων οι οποίοι διενεργούνται στην Ένωση, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά δύναται, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

(32)

Επομένως, είναι σκόπιμο να τροποποιηθεί αναλόγως η οδηγία 2006/43/ΕΚ.

(33)

Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), την οποία και διατύπωσε στις 23 Απριλίου 2012 (13).

(34)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (14), τα κράτη μέλη έχουν αναλάβει την υποχρέωση να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα που επεξηγούν τη σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα μέρη των νομικών πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι δικαιολογημένη,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 2006/43/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Το άρθρο 29 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζεται στον υποχρεωτικό έλεγχο ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος, εκτός εάν προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των ειδικών απαιτήσεων για τον έλεγχο οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος (ΕΕ L 158 της 27.5.2014, σ. 77).»."

2)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 1) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   “υποχρεωτικός έλεγχος”: έλεγχος των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, εφόσον ο έλεγχος αυτός:

α)

απαιτείται από το δίκαιο της Ένωσης·

β)

απαιτείται από το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τις μικρές επιχειρήσεις·

γ)

διενεργείται οικειοθελώς κατόπιν αίτησης μικρών επιχειρήσεων και πληροί εθνικές νομικές απαιτήσεις ισοδύναμες με αυτές που αφορούν τον έλεγχο σύμφωνα με το στοιχείο β), όταν η εθνική νομοθεσία ορίζει τους εν λόγω ελέγχους ως υποχρεωτικούς ελέγχους·»·

β)

το σημείο 4) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4)   “ελεγκτική οντότητα τρίτης χώρας”: οντότητα, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, η οποία διενεργεί ελέγχους των ετήσιων ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων μιας εταιρείας ιδρυθείσας σε τρίτη χώρα, εκτός της οντότητας που έχει εγγραφεί ως ελεγκτικό γραφείο σε οποιοδήποτε κράτος μέλος κατόπιν χορήγησης άδειας σύμφωνα με το άρθρο 3·»·

γ)

το σημείο 5) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5)   “ελεγκτής τρίτης χώρας”: φυσικό πρόσωπο το οποίο διενεργεί ελέγχους των ετήσιων ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων μιας εταιρείας ιδρυθείσας σε τρίτη χώρα, εκτός προσώπου που έχει εγγραφεί ως νόμιμος ελεγκτής σε οποιοδήποτε κράτος μέλος κατόπιν χορήγησης άδειας σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 44·»·

δ)

το σημείο 10) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«10)   “αρμόδιες αρχές”: οι αρχές που είναι εκ του νόμου υπεύθυνες για τη ρύθμιση και/ή την εποπτεία των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων ή συγκεκριμένων πτυχών τους· η αναφορά στην “αρμόδια αρχή” σε ένα συγκεκριμένο άρθρο σημαίνει αναφορά στην αρχή που είναι υπεύθυνη για τις λειτουργίες που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο·»·

ε)

το σημείο 11) απαλείφεται·

στ)

το σημείο 13) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«13)   “οντότητες δημόσιου συμφέροντος”:

α)

οντότητες που διέπονται από το δίκαιο ενός κράτους μέλους, των οποίων οι μεταβιβάσιμοι τίτλοι είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά οποιουδήποτε κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 14) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

β)

πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16), πλην όσων αναφέρονται στο άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας·

γ)

ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 91/674/ΕΟΚ ή

δ)

οντότητες που έχουν ορισθεί από τα κράτη μέλη ως οντότητες δημόσιου συμφέροντος, π.χ. επιχειρήσεις που έχουν ουσιαστική δημόσια χρησιμότητα λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων τους, του μεγέθους τους ή του αριθμού του προσωπικού τους·

(16)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 388).»·"

ζ)

το σημείο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«15)   “μη επαγγελματίας”: φυσικό πρόσωπο το οποίο, στη διάρκεια της συμμετοχής του στη διαχείριση του συστήματος δημόσιας εποπτείας και κατά τα τρία έτη που προηγούνται της συμμετοχής του, δεν διενήργησε υποχρεωτικούς ελέγχους, δεν είχε δικαιώματα ψήφου σε ελεγκτικό γραφείο, δεν υπήρξε μέλος του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου ελεγκτικού γραφείου και δεν απασχολήθηκε ούτε συνδέθηκε κατ' άλλο τρόπο με ελεγκτικό γραφείο·»·

η)

προστίθενται τα ακόλουθα σημεία 17) έως 20):

«17)   “μεσαίες επιχειρήσεις”: οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και στο άρθρο 3 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17)·

18)   “μικρές επιχειρήσεις”: οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

19)   “κράτος μέλος καταγωγής”: το κράτος μέλος στο οποίο έχει αδειοδοτηθεί ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1·

20)   “κράτος μέλος υποδοχής”: το κράτος μέλος στο οποίο νόμιμος ελεγκτής που έχει αδειοδοτηθεί στο κράτος μέλος καταγωγής επιδιώκει να αδειοδοτηθεί επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 14, ή το κράτος μέλος στο οποίο ελεγκτικό γραφείο που έχει αδειοδοτηθεί στο κράτος μέλος καταγωγής επιδιώκει να εγγραφεί ή έχει ήδη εγγραφεί σε μητρώο, σύμφωνα με το άρθρο 3α.

(17)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).»."

3)

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Κάθε κράτος μέλος ορίζει την αρμόδια αρχή ως υπεύθυνη αρχή για την αδειοδότηση νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων.»,

ii)

το δεύτερο εδάφιο απαλείφεται·

β)

το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

το μεγαλύτερο μέρος των δικαιωμάτων ψήφου σε μια οντότητα πρέπει να κατέχεται από ελεγκτικά γραφεία στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή από φυσικά πρόσωπα που πληρούν τουλάχιστον τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 και των άρθρων 6 έως 12. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν ότι στα φυσικά αυτά πρόσωπα πρέπει επίσης να έχει χορηγηθεί άδεια σε άλλο κράτος μέλος. Για τον σκοπό του υποχρεωτικού ελέγχου των συνεταιρισμών, των ταμιευτηρίων και παρόμοιων οντοτήτων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 45 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, μιας θυγατρικής ή νόμιμου διαδόχου συνεταιρισμού ή ταμιευτηρίου ή συναφούς οντότητας όπως αναφέρεται στο άρθρο 45 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν άλλες ειδικές διατάξεις σε σχέση με τα δικαιώματα ψήφου·».

4)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 3α

Αναγνώριση ελεγκτικών γραφείων

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 1, ελεγκτικό γραφείο που έχει αδειοδοτηθεί σε ένα κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους σε άλλο κράτος μέλος, υπό τον όρο ότι ο κύριος εταίρος ελέγχου που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο εξ ονόματος του ελεγκτικού γραφείου συμμορφώνεται με το άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) στο κράτος μέλος υποδοχής.

2.   Ελεγκτικό γραφείο που επιθυμεί να διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους σε άλλο κράτος μέλος πλην του οικείου κράτους μέλους καταγωγής εγγράφεται στο μητρώο της αρμόδιας αρχής στο κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 17.

3.   Η αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος υποδοχής εγγράφει το ελεγκτικό γραφείο, αν βεβαιωθεί ότι το ελεγκτικό γραφείο είναι εγγεγραμμένο στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής. Όταν το κράτος μέλος υποδοχής προτίθεται να βασιστεί σε πιστοποιητικό το οποίο βεβαιώνει την εγγραφή του ελεγκτικού γραφείου στο κράτος μέλος καταγωγής, η αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος υποδοχής δύναται να ζητήσει το πιστοποιητικό που χορηγείται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής να έχει εκδοθεί το πολύ τους τελευταίους τρεις μήνες. Η αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος υποδοχής ενημερώνει την αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος καταγωγής για την εγγραφή του ελεγκτικού γραφείου.».

5)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όταν ανακαλείται για οποιονδήποτε λόγο η άδεια νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής στο οποίο ανακαλείται η άδεια γνωστοποιεί το γεγονός αυτό και τους λόγους της ανάκλησης στις οικείες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής στα οποία έχει επίσης εγγραφεί στο μητρώο ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο σύμφωνα με το άρθρο 3α, το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και το άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο θ).».

6)

Στο άρθρο 6, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 32 συνεργάζονται μεταξύ τους προκειμένου να επιτύχουν σύγκλιση των απαιτήσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Όταν συμμετέχουν σε αυτήν τη συνεργασία, οι εν λόγω αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τους τις εξελίξεις στην ελεγκτική και στο επάγγελμα του ελεγκτή και, ειδικότερα, τη σύγκλιση που έχει ήδη επιτευχθεί από το επάγγελμα. Συνεργάζονται με την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Φορέων Εποπτείας των Ελεγκτών (ΕΕΦΕΕ) και τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 στον βαθμό που η σύγκλιση αυτή συνδέεται με τον υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος.».

7)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«θ)

διεθνή ελεγκτικά πρότυπα όπως αναφέρονται στο άρθρο 26·»·

β)

η παράγραφος 3 απαλείφεται.

8)

Στο άρθρο 10, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για να εξασφαλίζεται η ικανότητα πρακτικής εφαρμογής των θεωρητικών γνώσεων που αποτελούν αντικείμενο εξετάσεων, οι ασκούμενοι πραγματοποιούν πρακτική άσκηση διάρκειας τριών ετών τουλάχιστον, η οποία θα καλύπτει μεταξύ άλλων τον έλεγχο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων ή παρόμοιων οικονομικών καταστάσεων. Η πρακτική άσκηση γίνεται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα σε νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο που έχει λάβει άδεια σε οποιοδήποτε κράτος μέλος.».

9)

Το άρθρο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

Συνεχής εκπαίδευση

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι νόμιμοι ελεγκτές υποχρεούνται να συμμετέχουν σε κατάλληλα προγράμματα συνεχούς εκπαίδευσης για τη διατήρηση επαρκών θεωρητικών γνώσεων, επαγγελματικών προσόντων και αρχών αρκούντως υψηλού επιπέδου και ότι η μη συμμόρφωση με την απαίτηση συνεχούς εκπαίδευσης επισύρει τις δέουσες κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 30.».

10)

Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

Χορήγηση άδειας σε νόμιμους ελεγκτές από άλλα κράτη μέλη

1.   Οι αρμόδιες αρχές καθιερώνουν διαδικασίες για την αδειοδότηση των νόμιμων ελεγκτών που έχουν ήδη λάβει άδεια σε άλλα κράτη μέλη. Οι διαδικασίες αυτές δεν υπερβαίνουν την υποχρέωση της ολοκλήρωσης της πρακτικής άσκησης προσαρμογής όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) ή της δοκιμασίας επάρκειας όπως ορίζεται στο στοιχείο η) της εν λόγω διάταξης.

2.   Το κράτος μέλος υποδοχής αποφασίζει αν ο αιτών που ζητά τη χορήγηση άδειας θα πρέπει να ολοκληρώσει πρακτική άσκηση προσαρμογής όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2005/36/ΕΚ ή να υποβληθεί σε δοκιμασία επάρκειας σύμφωνα με το στοιχείο η) της εν λόγω διάταξης.

Η πρακτική άσκησης προσαρμογής δεν υπερβαίνει τα τρία έτη και ο αιτών υπόκειται σε αξιολόγηση.

Η δοκιμασία επάρκειας διεξάγεται σε μία από τις γλώσσες που επιτρέπονται με βάση τους γλωσσικούς κανόνες που ισχύουν στο σχετικό κράτος μέλος υποδοχής. Καλύπτει μόνο την επάρκεια γνώσεων του νόμιμου ελεγκτή όσον αφορά τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον οι γνώσεις αυτές άπτονται των υποχρεωτικών ελέγχων.

3.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στο πλαίσιο της ΕΕΦΕΕ προκειμένου να επιτύχουν σύγκλιση των απαιτήσεων της πρακτικής άσκησης προσαρμογής και της δοκιμασίας επάρκειας. Ενισχύουν τη διαφάνεια και την προβλεψιμότητα των απαιτήσεων. Συνεργάζονται με την ΕΕΦΕΕ και τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 στον βαθμό που η σύγκλιση αυτή συνδέεται με υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος.

(18)  Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ L 255 της 30.9.2005, σ. 22).»."

11)

Στο άρθρο 15, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία εγγράφονται σε δημόσιο μητρώο σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 17. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις απαιτήσεις που προβλέπουν το παρόν άρθρο και το άρθρο 16 σχετικά με τη γνωστοποίηση, μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαίο προκειμένου να περιοριστεί άμεση και σημαντική απειλή για την προσωπική ασφάλεια οποιουδήποτε προσώπου.».

12)

Στο άρθρο 17 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ι)

κατά περίπτωση, εάν το ελεγκτικό γραφείο είναι εγγεγραμμένο σύμφωνα με το άρθρο 3α παράγραφος 3.».

13)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Επαγγελματική δεοντολογία και προβληματισμός»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου, ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο διατηρεί τον επαγγελματικό του προβληματισμό καθ' όλη τη διάρκεια του ελέγχου, αναγνωρίζοντας την πιθανότητα ύπαρξης ουσιώδους ανακρίβειας λόγω γεγονότων ή συμπεριφοράς που φανερώνουν παρατυπίες, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης απάτης ή σφάλματος, ανεξαρτήτως της εμπειρίας που έχει αποκομίσει στο παρελθόν ο ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο σχετικά με την ειλικρίνεια και την ακεραιότητα της διοίκησης της ελεγχόμενης οντότητας και των προσώπων που έχουν επιφορτιστεί με τη διακυβέρνησή της.

Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο επιδεικνύουν επαγγελματικό προβληματισμό ιδίως κατά την ανασκόπηση των εκτιμήσεων της διοίκησης σχετικά με την εύλογη αξία, την απομείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, τις προβλέψεις και τις μελλοντικές ταμειακές ροές σχετικά με τη δυνατότητα της οντότητας να συνεχίσει τις δραστηριότητές της.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως “επαγγελματικός προβληματισμός” νοείται η συμπεριφορά που περιλαμβάνει διάθεση αμφισβήτησης, επαγρύπνηση απέναντι σε συνθήκες που ενδέχεται να υποδεικνύουν πιθανή ανακρίβεια λόγω σφάλματος ή απάτης και κριτική αξιολόγηση των αποδεικτικών εγγράφων του ελέγχου.».

14)

Το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τη διενέργεια υποχρεωτικού ελέγχου, ένας νόμιμος ελεγκτής ή ένα ελεγκτικό γραφείο, καθώς και οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο είναι σε θέση να επηρεάσει κατά άμεσο ή έμμεσο τρόπο το αποτέλεσμα του υποχρεωτικού ελέγχου, είναι ανεξάρτητα από την ελεγχόμενη οντότητα και δεν συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ελεγχόμενης οντότητας.

Απαιτείται ανεξαρτησία τουλάχιστον τόσο κατά την περίοδο που καλύπτεται από τις υπό έλεγχο οικονομικές καταστάσεις όσο και κατά την περίοδο διενέργειας του υποχρεωτικού ελέγχου.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει ότι κατά τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου η ανεξαρτησία του δεν επηρεάζεται από οποιαδήποτε υφιστάμενη ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων ή επιχειρηματική ή άλλη άμεση ή έμμεση σχέση στην οποία εμπλέκεται ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο και, κατά περίπτωση, το δίκτυό του, τα διευθυντικά στελέχη του, οι ελεγκτές ή οι υπάλληλοί του, οποιαδήποτε άλλα φυσικά πρόσωπα οι υπηρεσίες των οποίων τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχο του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου ή οποιοδήποτε πρόσωπο συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο μέσω της άσκησης ελέγχου.

Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο δεν διενεργούν υποχρεωτικό έλεγχο όταν υπάρχει κίνδυνος να ανακύψει αυτοανασκόπηση, ίδιο συμφέρον, προάσπιση, οικειότητα ή εκφοβισμός που απορρέουν από οικονομική, προσωπική, επιχειρηματική, εργασιακή ή άλλη σχέση μεταξύ:

του νόμιμου ελεγκτή, του ελεγκτικού γραφείου, του δικτύου του, καθώς και οποιουδήποτε φυσικού προσώπου είναι σε θέση να επηρεάσει το αποτέλεσμα του νόμιμου ελέγχου, και

της ελεγχόμενης οντότητας,

με αποτέλεσμα ένας αντικειμενικός, συνετός και ενημερωμένος τρίτος, λαμβάνοντας υπόψη τις εφαρμοζόμενες διασφαλίσεις, να κατέληγε στο συμπέρασμα ότι υπονομεύεται η ανεξαρτησία του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο νόμιμος ελεγκτής, το ελεγκτικό γραφείο, οι κύριοι εταίροι ελέγχου τους, οι υπάλληλοί τους, καθώς και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο οι υπηρεσίες του οποίου τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχο του εν λόγω νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου και το οποίο συμμετέχει άμεσα σε δραστηριότητες υποχρεωτικού ελέγχου, καθώς και πρόσωπα που συνδέονται στενά με τα ανωτέρω κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/72/ΕΚ της Επιτροπής (19), δεν κατέχουν ούτε διατηρούν υλικό και άμεσο εμπράγματο συμφέρον και δεν συμμετέχουν σε οποιαδήποτε συναλλαγή με οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό μέσο που εκδίδει, εγγυάται ή άλλως υποστηρίζει η ελεγχόμενη οντότητα στον τομέα των δραστηριοτήτων υποχρεωτικού ελέγχου που διενεργούν, με εξαίρεση τα συμφέροντα που τους ανήκουν έμμεσα μέσω προγραμμάτων διαφοροποιημένων συλλογικών επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαίων υπό διαχείριση, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι ασφαλίσεις ζωής.

(19)  Οδηγία 2004/72/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις αποδεκτές πρακτικές της αγοράς, τον ορισμό των εμπιστευτικών πληροφοριών για παράγωγα μέσα εμπορευμάτων, την κατάρτιση καταλόγων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών, τη γνωστοποίηση των συναλλαγών προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα και τη γνωστοποίηση ύποπτων συναλλαγών (ΕΕ L 162 της 30.4.2004, σ. 70).»·"

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 πρόσωπα ή γραφεία δεν συμμετέχουν ούτε επηρεάζουν κατ' άλλο τρόπο το αποτέλεσμα του υποχρεωτικού ελέγχου οποιασδήποτε ελεγχόμενης οντότητας, εάν:

α)

κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα της ελεγχόμενης οντότητας, με εξαίρεση τα συμφέροντα που τους ανήκουν έμμεσα μέσω προγραμμάτων διαφοροποιημένων συλλογικών επενδύσεων·

β)

κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα οποιασδήποτε οντότητας που συνδέεται με την ελεγχόμενη οντότητα, η κυριότητα των οποίων μπορεί να προκαλέσει ή να θεωρηθεί γενικά ότι προκαλεί σύγκρουση συμφερόντων, με εξαίρεση τα συμφέροντα που τους ανήκουν έμμεσα μέσω προγραμμάτων διαφοροποιημένων συλλογικών επενδύσεων·

γ)

είχαν σχέση απασχόλησης, επιχειρηματική ή άλλη σχέση με την εν λόγω ελεγχόμενη οντότητα μέσα στην περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 η οποία μπορεί να προκαλέσει ή να θεωρηθεί γενικά ότι προκαλεί σύγκρουση συμφερόντων.»·

δ)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5.   Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 πρόσωπα ή γραφεία δεν επιδιώκουν τη λήψη και δεν αποδέχονται χρηματικά και μη χρηματικά δώρα ή διευκολύνσεις από την ελεγχόμενη οντότητα ή οποιαδήποτε οντότητα συνδέεται με ελεγχόμενη οντότητα, εκτός εάν η αξία αυτών θα εθεωρείτο μικρή ή ασήμαντη από έναν αντικειμενικό, συνετό και ενημερωμένο τρίτο.

6.   Εάν μια ελεγχόμενη οντότητα, κατά την περίοδο που καλύπτεται από τις οικονομικές καταστάσεις, εξαγοραστεί, συγχωνευτεί ή εξαγοράσει μια άλλη οντότητα, ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο εντοπίζει και αξιολογεί τυχόν τρέχοντα ή πρόσφατα συμφέροντα ή σχέσεις — συμπεριλαμβανομένων μη ελεγκτικών υπηρεσιών που παρέχονται στην εν λόγω οντότητα — οι οποίες, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες διασφαλίσεις, θα μπορούσαν να διακυβεύσουν την ανεξαρτησία του ελεγκτή και την ικανότητά του να συνεχίσει τον υποχρεωτικό έλεγχο μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συγχώνευσης ή της εξαγοράς.

Το συντομότερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός τριών μηνών, ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τον τερματισμό τυχόν υφιστάμενων συμφερόντων ή σχέσεων που ενδέχεται να διακυβεύσουν την ανεξαρτησία του και, όποτε είναι δυνατόν, υιοθετεί διασφαλίσεις για την ελαχιστοποίηση τυχόν απειλών για την ανεξαρτησία του που προκύπτουν από προηγούμενα και τρέχοντα συμφέροντα και σχέσεις.».

15)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 22α

Απασχόληση από ελεγχόμενες οντότητες πρώην νόμιμων ελεγκτών ή υπαλλήλων νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν από τη λήξη περιόδου διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους ή, στην περίπτωση υποχρεωτικού ελέγχου οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος, πριν από τη λήξη περιόδου διάρκειας τουλάχιστον δύο ετών από την ημέρα κατά την οποία έπαψε να δρα ως νόμιμος ελεγκτής ή κύριος εταίρος ελέγχου σε σχέση με την ελεγκτική εργασία, ο νόμιμος ελεγκτής ή ο κύριος εταίρος ελέγχου που διενεργεί υποχρεωτικό έλεγχο εκ μέρους ελεγκτικού γραφείου:

α)

δεν αναλαμβάνει βασική διευθυντική θέση στην ελεγχόμενη οντότητα·

β)

κατά περίπτωση, δεν συμμετέχει ως μέλος στην επιτροπή ελέγχου της ελεγχόμενης οντότητας ή, αν δεν υφίσταται τέτοια επιτροπή, στο όργανο που εκτελεί καθήκοντα ισοδύναμα με αυτά της επιτροπής ελέγχου·

γ)

δεν συμμετέχει ως μη εκτελεστικό μέλος στο διοικητικό συμβούλιο ή ως μέλος στο εποπτικό συμβούλιο της ελεγχόμενης οντότητας.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι υπάλληλοι και οι εταίροι εκτός των κύριων εταίρων ελέγχου του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου που διενεργεί υποχρεωτικό έλεγχο, καθώς και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο οι υπηρεσίες του οποίου τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχο του εν λόγω νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου, δεν αναλαμβάνουν, στην περίπτωση που οι εν λόγω υπάλληλοι, εταίροι ή άλλα φυσικά πρόσωπα έχουν λάβει προσωπικά άδεια ως νόμιμοι ελεγκτές, οποιαδήποτε από τα καθήκοντα που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1, πριν από το πέρας περιόδου τουλάχιστον ενός έτους από την άμεση συμμετοχή τους σε εργασία υποχρεωτικού ελέγχου.».

16)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 22β

Προετοιμασία του υποχρεωτικού ελέγχου και αξιολόγηση των απειλών για την ανεξαρτησία

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν αποδεχθεί ή συνεχίσει μια εργασία υποχρεωτικού ελέγχου, ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο αξιολογεί και καταγράφει τα εξής:

εάν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 22 της παρούσας οδηγίας,

εάν υφίστανται απειλές για την ανεξαρτησία του και τις διασφαλίσεις για τη μείωση των απειλών αυτών,

εάν διαθέτει τους κατάλληλους υπαλλήλους, τον χρόνο και τους πόρους που είναι αναγκαίοι για να διενεργήσει σωστά τον υποχρεωτικό έλεγχο,

στην περίπτωση ελεγκτικού γραφείου, εάν ο κύριος εταίρος ελέγχου έχει λάβει άδεια νόμιμου ελεγκτή στο κράτος μέλος όπου πρέπει να διενεργηθεί ο υποχρεωτικός έλεγχος.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν απλουστευμένες απαιτήσεις για τους ελέγχους που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 1) στοιχεία β) και γ).».

17)

Το άρθρο 23 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι κανόνες εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού απορρήτου που εφαρμόζονται στους νόμιμους ελεγκτές ή στα ελεγκτικά γραφεία δεν εμποδίζουν την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όταν ένας νόμιμος ελεγκτής ή ένα ελεγκτικό γραφείο αντικαθίσταται από άλλο νόμιμο ελεγκτή ή άλλο ελεγκτικό γραφείο, ο προηγούμενος ελεγκτής ή το προηγούμενο γραφείο παρέχει στον αντικαταστάτη του πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν την ελεγχόμενη οντότητα και τον πιο πρόσφατο έλεγχο της εν λόγω οντότητας.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Στην περίπτωση που ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο διενεργεί υποχρεωτικό έλεγχο επιχείρησης που είναι μέλος ομίλου η μητρική του οποίου είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα, οι κανόνες εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζουν τη διαβίβαση από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο αποδεικτικών εγγράφων σχετικά με τον έλεγχο που έχει διενεργηθεί στον ελεγκτή του ομίλου που είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα, εάν τα εν λόγω αποδεικτικά έγγραφα είναι απαραίτητα για την πραγματοποίηση του ελέγχου των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της μητρικής επιχείρησης.

Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο επιχείρησης που έχει εκδώσει χρεόγραφα σε τρίτη χώρα ή που αποτελεί μέλος ομίλου ο οποίος εκδίδει επίσημες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σε τρίτη χώρα μπορεί να διαβιβάζει τα έγγραφα εργασίας του ελέγχου ή άλλα έγγραφα σχετικά με τον έλεγχο της οντότητας αυτής που κατέχει στις αρμόδιες αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών μόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 47.

Η διαβίβαση πληροφοριών στον ελεγκτή του ομίλου που είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα είναι σύμφωνη με το κεφάλαιο IV της οδηγίας 95/46/ΕΚ και τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.».

18)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 24α

Εσωτερική οργάνωση νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο πληροί τις ακόλουθες οργανωτικές απαιτήσεις:

α)

το ελεγκτικό γραφείο θεσπίζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να εξασφαλίζει ότι οι ιδιοκτήτες ή μέτοχοί του, καθώς και τα μέλη των οργάνων διοίκησης, διαχείρισης και εποπτείας του γραφείου, ή ενός συνδεδεμένου γραφείου, δεν παρεμβαίνουν στη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου με οποιονδήποτε τρόπο που να θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα του νόμιμου ελεγκτή που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο εκ μέρους του ελεγκτικού γραφείου·

β)

ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο διαθέτει αξιόπιστες διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου διασφάλισης της ποιότητας, αποτελεσματικές διαδικασίες εκτίμησης των κινδύνων και κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων επεξεργασίας δεδομένων.

Οι εν λόγω μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου διασφάλισης της ποιότητας είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις και τις διαδικασίες σε όλα τα επίπεδα του ελεγκτικού γραφείου ή της λειτουργικής διάρθρωσης του νόμιμου ελεγκτή·

γ)

ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο θεσπίζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες ώστε να εξασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοί του και οποιαδήποτε φυσικά πρόσωπα, οι υπηρεσίες των οποίων τίθενται στη διάθεσή του ή υπό τον έλεγχό του και τα οποία συμμετέχουν απευθείας στις δραστηριότητες υποχρεωτικού ελέγχου διαθέτουν κατάλληλες γνώσεις και πείρα ως προς τα καθήκοντα που τους ανατίθενται·

δ)

ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο θεσπίζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες ώστε να εξασφαλίζει ότι η ανάθεση σε τρίτους σημαντικών λειτουργιών ελέγχου δεν αναλαμβάνεται κατά τρόπο που βλάπτει την ποιότητα του εσωτερικού ελέγχου διασφάλισης της ποιότητας του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου και την ικανότητα των αρμόδιων αρχών να εποπτεύουν τη συμμόρφωση του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και, κατά περίπτωση, στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 537/2014·

ε)

ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο θεσπίζει κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα οργάνωσης και διοίκησης ώστε να προλαμβάνει, να εντοπίζει, να εξαλείφει ή να διαχειρίζεται και να γνωστοποιεί οποιεσδήποτε απειλές για την ανεξαρτησία του όπως αναφέρονται στα άρθρα 22, 22α και 22β·

στ)

ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο θεσπίζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για τη διενέργεια υποχρεωτικών ελέγχων, την καθοδήγηση, την εποπτεία και την ανασκόπηση των δραστηριοτήτων των εργαζομένων και την οργάνωση της δομής του φακέλου ελέγχου όπως αναφέρεται στο άρθρο 24β παράγραφος 5·

ζ)

ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο καθορίζει εσωτερικό σύστημα διασφάλισης ποιότητας ώστε να εξασφαλίζει την ποιότητα του υποχρεωτικού ελέγχου.

Το σύστημα διασφάλισης ποιότητας καλύπτει τουλάχιστον τις πολιτικές και τις διαδικασίες που περιγράφονται στο στοιχείο στ). Στην περίπτωση ελεγκτικού γραφείου, την ευθύνη για το εσωτερικό σύστημα διασφάλισης ποιότητας φέρει το πρόσωπο που έχει την ιδιότητα του νόμιμου ελεγκτή·

η)

ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο χρησιμοποιεί κατάλληλα συστήματα, πόρους και διαδικασίες, ώστε να εξασφαλίζει τη συνέχεια και την κανονικότητα της εκτέλεσης των δραστηριοτήτων υποχρεωτικού ελέγχου·

θ)

ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο λαμβάνει επίσης κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα οργάνωσης και διοίκησης για την αντιμετώπιση και την καταγραφή συμβάντων που έχουν ή μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ακεραιότητα των δραστηριοτήτων υποχρεωτικού ελέγχου που εκτελεί·

ι)

ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο διαθέτει κατάλληλες πολιτικές αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης της κατανομής κερδών, που παρέχουν επαρκή κίνητρα επιδόσεων για τη διασφάλιση της ποιότητας του ελέγχου. Συγκεκριμένα, το ύψος των εσόδων που λαμβάνει ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο από την παροχή μη ελεγκτικών υπηρεσιών στην ελεγχόμενη οντότητα δεν αποτελεί μέρος της αξιολόγησης των επιδόσεων και των αποδοχών οποιουδήποτε προσώπου συμμετέχει ή είναι σε θέση να επηρεάσει τη διεξαγωγή του ελέγχου·

ια)

ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο παρακολουθεί και αξιολογεί την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων του, των εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου διασφάλισης της ποιότητας και των μέτρων που έχουν τεθεί σε εφαρμογή σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και, κατά περίπτωση, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 537/2014 και λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση οποιωνδήποτε ελλείψεων. Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο πραγματοποιεί ιδίως ετήσια αξιολόγηση του εσωτερικού συστήματος διασφάλισης ποιότητας που αναφέρεται στο στοιχείο ζ). Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο διατηρεί αρχείο με τα ευρήματα της αξιολόγησης αυτής και οποιοδήποτε προτεινόμενο μέτρο για την τροποποίηση του εσωτερικού συστήματος διασφάλισης της ποιότητας.

Οι πολιτικές και οι διαδικασίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο καταγράφονται και κοινοποιούνται στους υπαλλήλους του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν απλουστευμένες απαιτήσεις για τους ελέγχους που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 1) στοιχεία β) και γ).

Οποιαδήποτε ανάθεση σε τρίτους λειτουργιών ελέγχου, όπως αναφέρεται στο στοιχείο δ) της παρούσας παραγράφου, δεν επηρεάζει την ευθύνη του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου έναντι της ελεγχόμενης οντότητας.

2.   Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο λαμβάνει υπόψη το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του κατά τη συμμόρφωση με τις παρούσες απαιτήσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι οι πολιτικές και οι διαδικασίες που αποσκοπούν στη συμμόρφωση αυτή είναι οι κατάλληλες δεδομένου του μεγέθους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου.».

19)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 24β

Οργάνωση του έργου

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όταν ο υποχρεωτικός έλεγχος διενεργείται από ελεγκτικό γραφείο, το εν λόγω ελεγκτικό γραφείο ορίζει τουλάχιστον έναν κύριο εταίρο ελέγχου. Το ελεγκτικό γραφείο παρέχει στον ή στους κύριους εταίρους ελέγχου επαρκείς πόρους και προσωπικό με την επάρκεια και τις ικανότητες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους κατά τον δέοντα τρόπο.

Η διασφάλιση της ποιότητας του ελέγχου, η ανεξαρτησία και η επάρκεια αποτελούν τα κύρια κριτήρια που όταν το ελεγκτικό γραφείο επιλέγει τους κύριους εταίρους ελέγχου που θα διοριστούν.

Οι κύριοι εταίροι ελέγχου συμμετέχουν ενεργά στη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου.

2.   Κατά τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου, ο νόμιμος ελεγκτής αφιερώνει επαρκή χρόνο στην εργασία και κατανέμει επαρκείς πόρους που θα τον διευκολύνουν να πραγματοποιήσει δεόντως τα καθήκοντά του.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο διατηρεί αρχείο με τις ενδεχόμενες παραβιάσεις των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν τους νόμιμους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία από την υποχρέωση αυτή όσον αφορά ελάσσονες παραβιάσεις. Νόμιμοι ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία τηρούν επίσης αρχείο με οποιεσδήποτε συνέπειες οποιασδήποτε παραβίασης, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των παραβιάσεων αυτών και για την τροποποίηση του εσωτερικού συστήματος διασφάλισης ποιότητας. Καταρτίζουν ετήσια έκθεση που περιλαμβάνει την επισκόπηση τυχόν μέτρων που έχουν ληφθεί και κοινοποιούν την έκθεση εσωτερικά.

Όταν ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο απευθύνεται σε εξωτερικούς εμπειρογνώμονες για την παροχή συμβουλών, καταγράφει το σχετικό αίτημα και τις συμβουλές που έλαβε.

4.   Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο διατηρεί μητρώο με τους λογαριασμούς των πελατών. Το εν λόγω μητρώο περιλαμβάνει τα ακόλουθα δεδομένα για κάθε πελάτη υποβληθέντα σε έλεγχο:

α)

το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία, τη διεύθυνση και την επιχειρηματική έδρα·

β)

στην περίπτωση ελεγκτικού γραφείου, τα ονόματα του ή των κύριων εταίρων ελέγχου·

γ)

τις αμοιβές που χρεώθηκαν για τον υποχρεωτικό έλεγχο και τις αμοιβές που χρεώθηκαν για άλλες υπηρεσίες σε οποιαδήποτε οικονομική χρήση.

5.   Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο καταρτίζει φάκελο ελέγχου για κάθε υποχρεωτικό έλεγχο.

Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο καταγράφει τουλάχιστον τα δεδομένα που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 22β παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, τα άρθρα 6 έως 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014.

Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο διατηρεί τυχόν άλλα δεδομένα και έγγραφα που έχουν σημασία για την υποστήριξη της έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 28 της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, στα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 και για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με την παρούσα οδηγία και άλλες ισχύουσες νομικές απαιτήσεις.

Ο φάκελος ελέγχου κλείνει εντός 60 ημερών το αργότερο από την ημερομηνία υπογραφής της έκθεσης ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 28 της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014.

6.   Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο τηρεί αρχείο οποιωνδήποτε καταγγελιών υποβλήθηκαν γραπτώς σχετικά με την εκτέλεση των υποχρεωτικών ελέγχων που διενεργήθηκαν.

7.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν απλουστευμένες απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τις παραγράφους 3 και 6 για τους ελέγχους που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 1) στοιχεία β) και γ).».

20)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 25α

Αντικείμενο του υποχρεωτικού ελέγχου

Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 28 της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, στα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014, το αντικείμενο του υποχρεωτικού ελέγχου δεν περιλαμβάνει εγγυήσεις σχετικά με τη μελλοντική βιωσιμότητα της ελεγχόμενης οντότητας ή την αποδοτικότητα ή αποτελεσματικότητα με την οποία το διαχειριστικό ή διοικητικό όργανο έχει χειριστεί ή θα χειρίζεται τις υποθέσεις της οντότητας.».

21)

Το άρθρο 26 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 26

Ελεγκτικά πρότυπα

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους νόμιμους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία να διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο σύμφωνα με τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα που υιοθετεί η Επιτροπή με τη διαδικασία της παραγράφου 3.

Τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν εθνικά ελεγκτικά πρότυπα, διαδικασίες ή απαιτήσεις, εφόσον η Επιτροπή δεν έχει υιοθετήσει διεθνές ελεγκτικό πρότυπο που να καλύπτει το ίδιο αντικείμενο.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως “διεθνή ελεγκτικά πρότυπα” νοούνται τα Διεθνή Πρότυπα Ελέγχου (ΔΠΕ), το Διεθνές Πρότυπο Ελέγχου Ποιότητας 1 και άλλα σχετικά πρότυπα που έχουν εκδοθεί από τη Διεθνή Ομοσπονδία Λογιστών (IFAC) μέσω του Διεθνούς Συμβουλίου Προτύπων Ελέγχου και Διασφάλισης (IAASB), εφόσον έχουν συνάφεια με τον υποχρεωτικό έλεγχο.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει, με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 48α, τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στον τομέα της ελεγκτικής πρακτικής, της ανεξαρτησίας και των εσωτερικών ελέγχων διασφάλισης της ποιότητας των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων, για τους σκοπούς της εφαρμογής των εν λόγω προτύπων εντός της Ένωσης.

Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα μόνο εφόσον:

α)

καταρτίζονται με κατάλληλες διαδικασίες, με δημόσια εποπτεία και διαφάνεια και τυγχάνουν γενικής διεθνούς αποδοχής·

β)

συνεισφέρουν σε υψηλό επίπεδο αξιοπιστίας και ποιότητας των ετήσιων ή των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/34/ΕΚ·

γ)

προάγουν το δημόσιο συμφέρον της Ένωσης και

δ)

δεν τροποποιούν καμία από τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας ούτε και τις συμπληρώνουν, με εξαίρεση τις απαιτήσεις που ορίζονται στο κεφάλαιο IV και στα άρθρα 27 και 28.

4.   Με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν ελεγκτικές διαδικασίες ή απαιτήσεις πέραν των διεθνών ελεγκτικών προτύπων που έχει υιοθετήσει η Επιτροπή, μόνο

α)

εφόσον οι εν λόγω διαδικασίες ή απαιτήσεις είναι αναγκαίες για να εφαρμοσθούν οι εθνικές νομικές απαιτήσεις σχετικά με την εμβέλεια των υποχρεωτικών ελέγχων ή

β)

στον βαθμό που απαιτείται ώστε να βελτιωθούν η αξιοπιστία και η ποιότητα των οικονομικών καταστάσεων.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις ελεγκτικές διαδικασίες ή απαιτήσεις τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την έναρξη της ισχύος τους ή, στην περίπτωση απαιτήσεων που υπάρχουν ήδη όταν υιοθετείται διεθνές ελεγκτικό πρότυπο, το αργότερο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία υιοθετείται το σχετικό διεθνές ελεγκτικό πρότυπο.

5.   Όταν ένα κράτος μέλος απαιτεί υποχρεωτικό έλεγχο των μικρών επιχειρήσεων, μπορεί να προβλέπει ότι η εφαρμογή των ελεγκτικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι ανάλογη προς την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων αυτών. Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα ώστε να διασφαλίζουν την αναλογική εφαρμογή των ελεγκτικών προτύπων στους υποχρεωτικούς ελέγχους των μικρών επιχειρήσεων.».

22)

Το άρθρο 27 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 27

Υποχρεωτικοί έλεγχοι ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κατά τον υποχρεωτικό έλεγχο των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων ομίλου επιχειρήσεων:

α)

σε σχέση με τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, ο ελεγκτής του ομίλου φέρει την πλήρη ευθύνη για την έκθεση ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 28 της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 και, ενδεχομένως, για την πρόσθετη έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 11 του εν λόγω κανονισμού·

β)

ο ελεγκτής του ομίλου αξιολογεί τον έλεγχο που διενήργησαν τυχόν ελεγκτές τρίτης χώρας ή νόμιμοι ελεγκτές και ελεγκτικές οντότητες ή ελεγκτικά γραφεία τρίτης χώρας για τους σκοπούς του ελέγχου του ομίλου και καταγράφει το είδος, τη χρονική στιγμή και την έκταση του έργου που επιτέλεσαν οι εν λόγω ελεγκτές, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της ανασκόπησης από τον ελεγκτή του ομίλου σχετικών τμημάτων των αποδεικτικών εγγράφων του ελέγχου των εν λόγω ελεγκτών·

γ)

ο ελεγκτής του ομίλου προβαίνει σε ανασκόπηση του ελεγκτικού έργου που επιτέλεσαν οι ελεγκτές τρίτης χώρας ή οι νόμιμοι ελεγκτές και οι ελεγκτικές οντότητες ή τα ελεγκτικά γραφεία τρίτης χώρας για τους σκοπούς του ελέγχου του ομίλου και καταγράφει το εν λόγω έργο.

Τα αποδεικτικά έγγραφα που διατηρεί ο ελεγκτής του ομίλου επιτρέπουν στη σχετική αρμόδια αρχή να προβαίνει σε ανασκόπηση του έργου του ελεγκτή του ομίλου.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, ο ελεγκτής του ομίλου ζητεί τη συμφωνία των ελεγκτών τρίτης χώρας, των νόμιμων ελεγκτών, των σχετικών ελεγκτικών οντοτήτων ή ελεγκτικών γραφείων τρίτης χώρας για τη διαβίβαση των σχετικών αποδεικτικών εγγράφων κατά τη διενέργεια του ελέγχου των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, ως προϋπόθεση για να μπορεί ο ελεγκτής του ομίλου να βασίζεται στο έργο των εν λόγω ελεγκτών τρίτης χώρας, νόμιμων ελεγκτών, ελεγκτικών οντοτήτων ή ελεγκτικών γραφείων τρίτης χώρας.

2.   Όταν ο ελεγκτής του ομίλου δεν είναι σε θέση να συμμορφωθεί με την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ), λαμβάνει κατάλληλα μέτρα και ενημερώνει τη σχετική αρμόδια αρχή.

Τα εν λόγω μέτρα είναι δυνατόν, κατά περίπτωση, να περιλαμβάνουν τη διενέργεια συμπληρωματικού υποχρεωτικού ελέγχου στη συναφή θυγατρική, είτε άμεσα είτε με ανάθεση των εν λόγω εργασιών σε τρίτους.

3.   Στην περίπτωση που ο ελεγκτής του ομίλου υπόκειται σε επιθεώρηση διασφάλισης της ποιότητας ή σε έρευνα σχετικά με τον υποχρεωτικό έλεγχο των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων ενός ομίλου επιχειρήσεων, ο ελεγκτής του ομίλου, εφόσον του ζητηθεί, καθιστά διαθέσιμη στην αρμόδια αρχή τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα που διατηρεί όσον αφορά το ελεγκτικό έργο που έχουν εκτελέσει οι αντίστοιχοι ελεγκτές τρίτης χώρας, νόμιμοι ελεγκτές, ελεγκτικές οντότητες ή ελεγκτικά γραφεία τρίτης χώρας για τον σκοπό του ελέγχου του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε εγγράφων εργασίας που αφορούν τον έλεγχο του ομίλου.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει την υποβολή συμπληρωματικών αποδεικτικών εγγράφων του ελεγκτικού έργου που επιτελείται από τυχόν νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία για τον σκοπό του ελέγχου του ομίλου από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 36.

Εάν μητρική ή θυγατρική εταιρεία ομίλου επιχειρήσεων ελέγχεται από ελεγκτή ή ελεγκτές ή ελεγκτική οντότητα ή ελεγκτικές οντότητες τρίτης χώρας, η αρμόδια αρχή ζητεί συμπληρωματικά αποδεικτικά έγγραφα του ελεγκτικού έργου που διενεργήθηκε από τυχόν ελεγκτές τρίτης χώρας ή ελεγκτικές οντότητες τρίτης χώρας προς τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μέσω των συμφωνιών συνεργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 47.

Κατά παρέκκλιση από το τρίτο εδάφιο, εάν μητρική ή θυγατρική εταιρεία ομίλου επιχειρήσεων ελέγχεται από ελεγκτή ή ελεγκτές ή ελεγκτική οντότητα ή ελεγκτικές οντότητες τρίτης χώρας που δεν έχουν συνάψει συμφωνία συνεργασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47, ο ελεγκτής του ομίλου είναι υπεύθυνος να διασφαλίσει, εφόσον του ζητηθεί, την κατάλληλη παράδοση των αποδεικτικών εγγράφων του ελεγκτικού έργου που επιτελέσθηκε από τους εν λόγω ελεγκτές τρίτης χώρας ή τις ελεγκτικές οντότητες τρίτης χώρας, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων εργασίας που είναι απαραίτητα για τον έλεγχο του ομίλου. Για να διασφαλίσει την παράδοση αυτή, ο ελεγκτής του ομίλου διατηρεί αντίγραφα αυτών των αποδεικτικών εγγράφων ή, εναλλακτικά, συμφωνεί με τους ελεγκτές τρίτης χώρας ή τις ελεγκτικές οντότητες τρίτης χώρας ότι πρόκειται να έχουν επιτρεπόμενη και απεριόριστη πρόσβαση στα έγγραφα αυτά κατόπιν αιτήσεως ή λαμβάνει οποιοδήποτε άλλο ενδεδειγμένο μέτρο. Στην περίπτωση που τα έγγραφα εργασίας του ελέγχου δεν μπορούν να διαβιβασθούν, για νομικούς ή άλλους λόγους, από μια τρίτη χώρα στον ελεγκτή του ομίλου, τα αποδεικτικά έγγραφα που διατηρεί ο ελεγκτής του ομίλου περιλαμβάνουν απόδειξη ότι αυτός προέβη σε κατάλληλες ενέργειες προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στα αποδεικτικά έγγραφα του ελέγχου και, σε περίπτωση εμποδίων πέραν των νομικών της νομοθεσίας της εν λόγω τρίτης χώρας, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη αυτών των εμποδίων.».

23)

Το άρθρο 28 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 28

Έκθεση ελέγχου

1.   Οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία παρουσιάζουν τα αποτελέσματα του υποχρεωτικού ελέγχου σε έκθεση ελέγχου. Η έκθεση καταρτίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις των ελεγκτικών προτύπων που υιοθετούνται από την Ένωση ή το οικείο κράτος μέλος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 26.

2.   Η έκθεση ελέγχου καταρτίζεται γραπτώς και σε αυτήν:

α)

προσδιορίζεται η οντότητα της οποίας οι ετήσιες ή ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις αποτελούν το αντικείμενο του υποχρεωτικού ελέγχου, προσδιορίζονται οι ετήσιες ή ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και η ημερομηνία και η περίοδος που καλύπτουν και προσδιορίζεται το πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης που εφαρμόσθηκε κατά την κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων·

β)

περιλαμβάνει περιγραφή του πεδίου του υποχρεωτικού ελέγχου, με αναφορά τουλάχιστον των ελεγκτικών προτύπων βάσει των οποίων διενεργήθηκε ο υποχρεωτικός έλεγχος·

γ)

περιλαμβάνεται ελεγκτική γνώμη, η οποία διατυπώνεται ως γνώμη χωρίς επιφύλαξη, γνώμη με επιφύλαξη ή αντίθετη γνώμη και στην οποία οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία διατυπώνουν με σαφήνεια τη γνώμη τους:

i)

για το κατά πόσον οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις παρέχουν πιστή και πραγματική εικόνα σύμφωνα με το αντίστοιχο πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, και

ii)

κατά περίπτωση, εάν οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις συνάδουν με τις καταστατικές απαιτήσεις.

Εάν οι νόμιμοι ελεγκτές αδυνατούν να εκφέρουν ελεγκτική γνώμη, στην έκθεση περιλαμβάνεται άρνηση γνώμης·

δ)

αναφέρονται οποιαδήποτε άλλα ζητήματα στα οποία οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία εφιστούν την προσοχή υπογραμμίζοντάς τα χωρίς να διατυπώνουν γνώμη υπό επιφύλαξη·

ε)

περιλαμβάνουν γνώμη και δήλωση, που βασίζονται και οι δύο στο έργο το οποίο επιτελέσθηκε κατά τη διάρκεια του ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

στ)

περιλαμβάνουν δήλωση για οποιαδήποτε ουσιώδη αβεβαιότητα όσον αφορά γεγονότα ή συνθήκες τα οποία ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικές αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα της οντότητας να συνεχίσει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες·

ζ)

αναφέρεται η έδρα των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων.

Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με το περιεχόμενο της έκθεσης ελέγχου.

3.   Όταν ο υποχρεωτικός έλεγχος διενεργήθηκε από περισσότερους του ενός νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία, οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία συμφωνούν ως προς τα αποτελέσματα του υποχρεωτικού ελέγχου και υποβάλλουν κοινή έκθεση και γνώμη. Σε περίπτωση διαφωνίας, κάθε νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο υποβάλλει τη γνώμη του σε χωριστή παράγραφο της έκθεσης ελέγχου και αιτιολογεί τη διαφωνία του.

4.   Η έκθεση ελέγχου φέρει ημερομηνία και την υπογραφή του νόμιμου ελεγκτή. Εάν ο υποχρεωτικός έλεγχος διενεργείται από ελεγκτικό γραφείο, η έκθεση ελέγχου φέρει την υπογραφή τουλάχιστον των νόμιμων ελεγκτών που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο για λογαριασμό του ελεγκτικού γραφείου. Όταν περισσότεροι του ενός νόμιμοι ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία έχουν προσληφθεί ταυτοχρόνως, η έκθεση ελέγχου υπογράφεται από όλους τους νόμιμους ελεγκτές ή τουλάχιστον τους νόμιμους ελεγκτές που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο εκ μέρους κάθε ελεγκτικού γραφείου. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η υπογραφή ή οι υπογραφές αυτές δεν απαιτείται να γνωστοποιηθούν στο κοινό, εφόσον η γνωστοποίηση αυτή μπορεί να προκαλέσει άμεση και σημαντική απειλή για την προσωπική ασφάλεια οποιουδήποτε προσώπου.

Σε κάθε περίπτωση, τα ονόματα των συμμετεχόντων γνωστοποιούνται στις οικείες αρμόδιες αρχές.

5.   Η έκθεση των νόμιμων ελεγκτών ή του ελεγκτικού γραφείου για τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 έως 4. Κατά τη διατύπωση γνώμης σχετικά με την αντιστοιχία της έκθεσης διαχείρισης με τις οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο ε), ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο εξετάζουν τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και την ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης. Σε περίπτωση που οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της μητρικής επιχείρησης επισυνάπτονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, οι εκθέσεις των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων που απαιτούνται βάσει του παρόντος άρθρου μπορούν να συνδυάζονται μεταξύ τους.».

24)

Το άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

το σύστημα διασφάλισης ποιότητας είναι οργανωμένο ώστε να είναι ανεξάρτητο από τους επιθεωρούμενους νόμιμους ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία και υπόκειται σε δημόσια εποπτεία·»,

ii)

το στοιχείο η) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«η)

οι επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας λαμβάνουν χώρα βάσει αναλύσεως του κινδύνου και, στην περίπτωση νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους σύμφωνα με το άρθρο 2 σημείο 1) στοιχείο α), τουλάχιστον ανά έξι έτη·»,

iii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ια)

οι επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας είναι ενδεδειγμένοι και αναλογικοί σε σχέση με την κλίμακα και τον πολύπλοκο χαρακτήρα της διάστασης της δραστηριότητας του επιθεωρούμενου ελεγκτικού γραφείου ή του νόμιμου ελεγκτή.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ε), εφαρμόζονται τουλάχιστον τα ακόλουθα κριτήρια κατά την επιλογή επιθεωρητών:

α)

οι επιθεωρητές διαθέτουν κατάλληλη επαγγελματική εκπαίδευση και σχετική πείρα στον υποχρεωτικό έλεγχο και τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση σε συνδυασμό με ειδική εκπαίδευση σε επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας·

β)

ένα πρόσωπο δεν επιτρέπεται να ενεργεί ως επιθεωρητής στο πλαίσιο επιθεώρησης διασφάλισης της ποιότητας νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου έως ότου περάσουν τουλάχιστον τρία έτη από τη στιγμή που το εν λόγω πρόσωπο παύει να είναι εταίρος ή υπάλληλος του εν λόγω νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου ή να συνδέεται με άλλον τρόπο με αυτό·

γ)

οι επιθεωρητές δηλώνουν ότι δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αυτών και του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου που θα αποτελέσει το αντικείμενο της επιθεώρησης.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ια), τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές, όταν αναλαμβάνουν επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας των υποχρεωτικών ελέγχων των ετήσιων ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός ότι τα ελεγκτικά πρότυπα που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 26 είναι σχεδιασμένα ώστε να εφαρμόζονται κατά τρόπο ανάλογο προς την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εργασιών της ελεγχόμενης οντότητας.».

25)

Το κεφάλαιο VII αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 30

Συστήματα ερευνών και κυρώσεων

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν αποτελεσματικά συστήματα ερευνών και κυρώσεων για τον εντοπισμό, τη διόρθωση και την πρόληψη της πλημμελούς εκτέλεσης του υποχρεωτικού ελέγχου.

2.   Με την επιφύλαξη των εθνικών καθεστώτων αστικής ευθύνης, τα κράτη μέλη προβλέπουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις κατά των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων εάν ο υποχρεωτικός έλεγχος δεν διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και, εφόσον έχει εφαρμογή, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014.

Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίζουν να μην ορίζουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις ως προς παραβάσεις που υπόκεινται ήδη στο εθνικό ποινικό δίκαιο. Στην περίπτωση αυτή, κοινοποιούν στην Επιτροπή τους σχετικούς κανόνες του ποινικού δικαίου.

3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα μέτρα που λαμβάνονται ή οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε νόμιμο ελεγκτή ή σε ελεγκτικό γραφείο δημοσιοποιούνται καταλλήλως. Οι κυρώσεις περιλαμβάνουν τη δυνατότητα ανάκλησης της άδειας. Τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να αποφασίζουν ότι η δημοσιοποίηση αυτή δεν θα περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο α) της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

4.   Έως τις 17 Ιουνίου 2016, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Κοινοποιούν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

Άρθρο 30α

Εξουσίες επιβολής κυρώσεων

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να λαμβάνουν και/ή να επιβάλλουν τουλάχιστον τα ακόλουθα διοικητικά μέτρα για παραβάσεις των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και, εφόσον έχει εφαρμογή, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014:

α)

διαταγή προς το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπαίτιο για την παράβαση να απέχει από τη συγκεκριμένη πράξη και να μην την επαναλάβει·

β)

δημόσια δήλωση που αναφέρει το υπαίτιο πρόσωπο και τη φύση της παράβασης και δημοσιοποιείται στον δικτυακό τόπο των αρμόδιων αρχών·

γ)

προσωρινή απαγόρευση διάρκειας έως και τριών ετών, απαγορεύοντας στον νόμιμο ελεγκτή, το ελεγκτικό γραφείο ή τον κύριο εταίρο ελέγχου να διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους και/ή να υπογράφει εκθέσεις ελέγχου·

δ)

δήλωση ότι η έκθεση ελέγχου δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 28 της παρούσας οδηγίας ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014·

ε)

προσωρινή απαγόρευση διάρκειας έως και τριών ετών, απαγορεύοντας σε μέλος ελεγκτικού γραφείου ή σε μέλος διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου οντότητας δημόσιου συμφέροντος να ασκεί καθήκοντα σε ελεγκτικά γραφεία ή οντότητες δημόσιου συμφέροντος·

στ)

επιβολή διοικητικών χρηματικών κυρώσεων σε φυσικά και νομικά πρόσωπα.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ασκούν τις εξουσίες επιβολής κυρώσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και το εθνικό δίκαιο με οποιονδήποτε από τους κατωτέρω τρόπους:

α)

άμεσα·

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές·

γ)

υποβάλλοντας αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές άλλες εξουσίες επιβολής κυρώσεων πέραν των αναφερόμενων στην παράγραφο 1.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν στις αρχές που εποπτεύουν οντότητες δημόσιου συμφέροντος, όταν δεν έχουν ορισθεί ως η αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014, εξουσίες επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις των καθηκόντων αναφοράς που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό.

Άρθρο 30β

Αποτελεσματική επιβολή κυρώσεων

Τα κράτη μέλη, όταν θεσπίζουν κανόνες σύμφωνα με το άρθρο 30, απαιτούν να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές, κατά τον προσδιορισμό του είδους και του ύψους των διοικητικών κυρώσεων και μέτρων, όλες οι σχετικές περιστάσεις, μεταξύ των οποίων, κατά περίπτωση:

α)

η βαρύτητα και διάρκεια της παράβασης·

β)

ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου προσώπου·

γ)

η οικονομική δύναμη του υπαίτιου προσώπου, για παράδειγμα όπως φαίνεται από τον συνολικό κύκλο εργασιών της υπαίτιας επιχείρησης ή το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου προσώπου, εφόσον το εν λόγω πρόσωπο είναι φυσικό πρόσωπο·

δ)

το ύψος των κερδών που αποκομίσθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο πρόσωπο, εφόσον μπορούν να προσδιορισθούν·

ε)

ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου προσώπου με την αρμόδια αρχή·

στ)

προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου.

Επιπρόσθετοι παράγοντες δύναται να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές, εάν οι εν λόγω παράγοντες προσδιορίζονται στο εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 30γ

Δημοσιοποίηση κυρώσεων και μέτρων

1.   Οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν, στον επίσημο δικτυακό τόπο τους, τουλάχιστον τις λεπτομέρειες κάθε διοικητικής κύρωσης που επιβάλλεται για παράβαση των διατάξεων της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014, έναντι της οποίας κάθε δικαίωμα προσφυγής έχει εξαντληθεί ή εκπνεύσει, το συντομότερο δυνατόν μετά την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης στο πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση, περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση.

Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση των μη τελεσίδικων κυρώσεων, οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν επίσης, το συντομότερο δυνατόν, στον επίσημο δικτυακό τόπο τους, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση τυχόν προσφυγών και τα αποτελέσματά τους.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν ανωνύμως τις κυρώσεις που επιβάλλονται και κατά τρόπο σύμφωνο με το εθνικό δίκαιο, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν, στην περίπτωση που η κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο, η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θεωρείται δυσανάλογη σύμφωνα με την υποχρεωτική προηγούμενη εκτίμηση της αναλογικότητας της εν λόγω δημοσιοποίησης·

β)

όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια διεξαγόμενη ποινική έρευνα·

γ)

όταν η δημοσιοποίηση θα προκαλούσε δυσανάλογα μεγάλη ζημία στα σχετικά νομικά ή φυσικά πρόσωπα.

3.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε δημοσιοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 έχει αναλογική διάρκεια και παραμένει στον επίσημο δικτυακό τόπο τους για ελάχιστη περίοδο πέντε ετών μετά την εξάντληση ή την εκπνοή όλων των δικαιωμάτων προσφυγής.

Η δημοσιοποίηση των κυρώσεων και μέτρων καθώς και οποιαδήποτε δημόσια δήλωση τηρούν τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναφέρονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να αποφασίζουν ότι η δημοσιοποίηση αυτή ή οποιαδήποτε δημόσια δήλωση δεν πρέπει να περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο α) της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Άρθρο 30δ

Προσφυγή

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι λαμβανόμενες αποφάσεις από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 537/2014 να υπόκεινται σε δικαίωμα προσφυγής.

Άρθρο 30ε

Αναφορά παραβάσεων

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς ώστε να ενθαρρύνουν την αναφορά περιπτώσεων παράβασης της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 στις αρμόδιες αρχές.

2.   Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 1 μηχανισμοί περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

συγκεκριμένες διαδικασίες για τη λήψη αναφορών παράβασης και την παρακολούθησή τους·

β)

προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με το πρόσωπο που αναφέρει πιθανολογούμενες ή πραγματικές περιπτώσεις παράβασης και το πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ή εικάζεται ότι έχει διαπράξει παράβαση σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ·

γ)

κατάλληλες διαδικασίες για να εξασφαλίζεται το δικαίωμα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορούμενου προσώπου πριν από την έκδοση απόφασης που το αφορά και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά οποιασδήποτε απόφασης ή μέτρου που το αφορά.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ελεγκτικά γραφεία καθορίζουν κατάλληλες διαδικασίες ώστε να μπορούν οι υπάλληλοί τους να αναφέρουν πιθανές ή πραγματικές περιπτώσεις παράβασης της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 εσωτερικά, μέσω συγκεκριμένου διαύλου.

Άρθρο 30στ

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν ετησίως στην ΕΕΦΕΕ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλα τα διοικητικά μέτρα και όλες τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Η ΕΕΦΕΕ δημοσιοποιεί τις πληροφορίες αυτές σε ετήσια έκθεση.

2.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν αμελλητί στην ΕΕΦΕΕ όλες τις προσωρινές απαγορεύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 30α παράγραφος 1 στοιχεία γ) και ε).».

26)

Το άρθρο 32 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη οργανώνουν αποτελεσματικό σύστημα δημόσιας εποπτείας των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων, το οποίο βασίζεται στις αρχές που διατυπώνονται στις παραγράφους 2 έως 7, και ορίζουν αρμόδια αρχή ως υπεύθυνη για την εποπτεία αυτή.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η διοίκηση της αρμόδιας αρχής ανατίθεται σε μη επαγγελματίες που γνωρίζουν καλά τα θέματα που σχετίζονται με τον υποχρεωτικό έλεγχο. Επιλέγονται με ανεξάρτητη και διαφανή διαδικασία διορισμού.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να προσλαμβάνει επαγγελματίες για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων και μπορεί επίσης να επικουρείται από εμπειρογνώμονες, όταν αυτό απαιτείται για τη δέουσα εκπλήρωση των καθηκόντων της. Στις περιπτώσεις αυτές, ούτε οι επαγγελματίες ούτε οι εμπειρογνώμονες συμμετέχουν σε τυχόν λήψη αποφάσεων από την αρμόδια αρχή.»·

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η αρμόδια αρχή έχει την τελική ευθύνη για την εποπτεία:

α)

της έγκρισης και εγγραφής στα μητρώα των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων·

β)

της υιοθέτησης προτύπων όσον αφορά την επαγγελματική δεοντολογία, τον εσωτερικό έλεγχο ποιότητας των ελεγκτικών γραφείων και τους ελέγχους, εκτός εάν τα πρότυπα αυτά έχουν υιοθετηθεί ή εγκριθεί από αρχές άλλου κράτους μέλους·

γ)

της συνεχούς εκπαίδευσης·

δ)

των συστημάτων διασφάλισης της ποιότητας·

ε)

των ανακριτικών και διοικητικών πειθαρχικών συστημάτων.»·

δ)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«4α.   Τα κράτη μέλη ορίζουν μία ή περισσότερες αρχές για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη ορίζουν μία μόνο αρμόδια αρχή η οποία φέρει την τελική ευθύνη για τα καθήκοντα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, εκτός από όταν πρόκειται για τον υποχρεωτικό έλεγχο συνεταιρισμών, ταμιευτηρίων ή συναφών οντοτήτων όπως αναφέρονται στο άρθρο 45 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ ή θυγατρικής ή νόμιμου διαδόχου συνεταιρισμού, ταμιευτηρίου ή συναφούς οντότητας όπως αναφέρονται στο άρθρο 45 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με το όργανο που ορίζουν.

Οι αρμόδιες αρχές οργανώνονται ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων.

4β.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξουσιοδοτούν την αρμόδια αρχή ή να της επιτρέπουν να αναθέσει οποιοδήποτε από τα καθήκοντά της σε άλλες αρχές ή όργανα που ορίζονται για την εκτέλεση σχετικών καθηκόντων ή λαμβάνουν κατ' άλλο τρόπο σχετική άδεια από τον νόμο.

Στην εξουσιοδότηση διευκρινίζονται τα ανατιθέμενα καθήκοντα και οι όροι υπό τους οποίους πρόκειται να διεκπεραιωθούν. Οι αρχές ή τα όργανα οργανώνονται ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων.

Όταν η αρμόδια αρχή αναθέτει καθήκοντα σε άλλες αρχές ή όργανα, είναι σε θέση να ανακαλεί τις αρμοδιότητες αυτές κατά περίπτωση.»·

ε)

οι παράγραφοι 5 έως 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η αρμόδια αρχή έχει το δικαίωμα, όποτε είναι αναγκαίο, να κινεί και να διεξάγει έρευνες σχετικά με νόμιμους ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία και να προβαίνει σε κατάλληλες ενέργειες.

Στην περίπτωση που μια αρμόδια αρχή απασχολεί εμπειρογνώμονες για τη διενέργεια συγκεκριμένων αποστολών, διασφαλίζει ότι δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των εμπειρογνωμόνων αυτών και του συγκεκριμένου νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου. Οι εν λόγω εμπειρογνώμονες πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 29 παράγραφος 2 στοιχείο α).

Στην αρμόδια αρχή ανατίθενται οι εξουσίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων της δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

6.   Η αρμόδια αρχή διέπεται από διαφάνεια. Αυτό περιλαμβάνει τη δημοσίευση ετήσιων προγραμμάτων εργασίας και εκθέσεων δραστηριότητας.

7.   Το σύστημα δημόσιας εποπτείας χρηματοδοτείται καταλλήλως και διαθέτει επαρκείς πόρους ώστε να κινεί και να διεξάγει έρευνες, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5. Η χρηματοδότησή του είναι εξασφαλισμένη και δεν επηρεάζεται με αθέμιτο τρόπο από νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία.».

27)

Το άρθρο 34 τροποποιείται ως εξής:

α)

το ακόλουθο εδάφιο προστίθεται στην παράγραφο 1:

«Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, τα εγκεκριμένα σε ένα κράτος μέλος ελεγκτικά γραφεία τα οποία εκτελούν ελεγκτικές υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 3α υπόκεινται σε επιθεώρηση διασφάλισης της ποιότητας στο κράτος μέλος καταγωγής και σε εποπτεία στο κράτος μέλος υποδοχής οποιουδήποτε διενεργούμενου ελέγχου.»·

β)

οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Στην περίπτωση υποχρεωτικού ελέγχου ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, το κράτος μέλος που απαιτεί τον εν λόγω υποχρεωτικό έλεγχο δεν δύναται να επιβάλει συμπληρωματικές απαιτήσεις όσον αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο σε σχέση με την εγγραφή στο μητρώο, την επιθεώρηση διασφάλισης της ποιότητας, τα ελεγκτικά πρότυπα, την επαγγελματική δεοντολογία και την ανεξαρτησία του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο θυγατρικής που έχει συσταθεί σε άλλο κράτος μέλος.

3.   Στην περίπτωση επιχείρησης τα χρεόγραφα της οποίας έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά άλλου κράτους μέλους πέραν αυτού στο οποίο έχει την έδρα της η επιχείρηση, το κράτος μέλος στο οποίο έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση τα χρεόγραφα δεν δύναται να επιβάλει συμπληρωματικές απαιτήσεις όσον αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο σε σχέση με την εγγραφή στο μητρώο, την επιθεώρηση διασφάλισης της ποιότητας, τα ελεγκτικά πρότυπα, την επαγγελματική δεοντολογία και την ανεξαρτησία σε νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο ετήσιων ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της επιχείρησης αυτής.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Όταν ένας νόμιμος ελεγκτής ή ένα ελεγκτικό γραφείο έχει εγγραφεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος κατόπιν εγκρίσεως σύμφωνα με το άρθρο 3 ή 44 και ον εν λόγω νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο παρέχει εκθέσεις ελέγχου όσον αφορά τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις ή ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 1, το κράτος μέλος στο οποίο έχει εγγραφεί ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο υπάγει το συγκεκριμένο νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο στα συστήματα εποπτείας του, τα συστήματά του για τη διασφάλιση της ποιότητας και τα συστήματά του για τις έρευνες και κυρώσεις.».

28)

Το άρθρο 35 διαγράφεται.

29)

Το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας, την εγγραφή στο μητρώο, τη διασφάλιση της ποιότητας, την επιθεώρηση και την πειθαρχία, οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 και οι σχετικές Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους όταν απαιτείται για το σκοπό της εκπλήρωσης των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014. Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους επικουρούν τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και τις σχετικές Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται στο πλαίσιο ερευνών που αφορούν υποχρεωτικούς ελέγχους.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η παράγραφος 2 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται με αυτόν τον τρόπο καλύπτονται από την υποχρέωση προστασίας του επαγγελματικού απόρρητου, το οποίο οφείλουν να τηρούν τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργασθεί στις αρμόδιες αρχές. Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου εφαρμόζεται επίσης για κάθε πρόσωπο στο οποίο οι αρμόδιες αρχές έχουν αναθέσει καθήκοντα σε σχέση με τους σκοπούς που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.»·

γ)

η παράγραφος 4 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο τρίτο εδάφιο, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ίδιων προσώπων ενώπιον των αρχών του κράτους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, ή»,

ii)

στο τρίτο εδάφιο, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και για τα ίδια πρόσωπα από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.»,

iii)

το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων εκ της ποινικής δικονομίας, οι αρμόδιες αρχές ή οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές που λαμβάνουν πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1, τις χρησιμοποιούν αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014, καθώς και στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται ειδικά με την άσκηση αυτών των καθηκόντων.»·

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος, τις κεντρικές τράπεζες, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με την ιδιότητά τους ως νομισματικές αρχές, καθώς και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την άσκηση των καθηκόντων τους. Οι εν λόγω αρχές ή όργανα δεν εμποδίζονται να έχουν τη δυνατότητα να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες που αυτές μπορεί να χρειάζονται για την άσκηση των καθηκόντων τους βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014.»·

ε)

στο τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 6, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

η έρευνα αυτή ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση παροχής πληροφοριών ή να διαταράσσει εθνικούς κανόνες ασφάλειας ή»·

στ)

η παράγραφος 7 απαλείφεται.

30)

Στο άρθρο 37, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Απαγορεύεται οποιαδήποτε συμβατική ρήτρα η οποία περιορίζει την επιλογή από τη γενική συνέλευση των μετόχων ή μελών της ελεγχόμενης οντότητας, σύμφωνα με την παράγραφο 1, σε ορισμένες κατηγορίες ή καταλόγους νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων σε σχέση με το διορισμό ή τον περιορισμό της επιλογής συγκεκριμένου νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου για τη διεξαγωγή του υποχρεωτικού ελέγχου της εν λόγω οντότητας. Οποιεσδήποτε υφιστάμενες ρήτρες ως ανωτέρω είναι άκυρες.».

31)

Στο άρθρο 38, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Σε περίπτωση υποχρεωτικού ελέγχου οντότητας δημόσιου συμφέροντος, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι επιτρέπεται:

α)

οι μέτοχοι οι οποίοι αντιστοιχούν στο 5 % τουλάχιστον των δικαιωμάτων ψήφου ή των μετοχών·

β)

τα άλλα όργανα των ελεγχόμενων οντοτήτων κατά το εθνικό δίκαιο ή

γ)

οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 32 της παρούσας οδηγίας ή ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 ή, όταν προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, το άρθρο 20 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού,

να καταθέσουν αγωγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου για την απόλυση των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι προς τούτο λόγοι.».

32)

Το κεφάλαιο X αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΛΕΓΧΟΥ

Άρθρο 39

Επιτροπή ελέγχου

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε οντότητα δημόσιου συμφέροντος διαθέτει επιτροπή ελέγχου. Η επιτροπή ελέγχου αποτελεί είτε ανεξάρτητη επιτροπή είτε επιτροπή του διοικητικού ή του εποπτικού οργάνου της ελεγχόμενης οντότητας. Αποτελείται από μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού οργάνου και/ή μέλη του εποπτικού οργάνου της ελεγχόμενης οντότητας ή/και μέλη διορισμένα από τη γενική συνέλευση των μετόχων της ελεγχόμενης οντότητας ή, στην περίπτωση οντοτήτων χωρίς μετόχους, από ισοδύναμο όργανο.

Τουλάχιστον ένα μέλος της επιτροπής ελέγχου διαθέτει επάρκεια στον τομέα της λογιστικής και/ή του ελέγχου.

Τα μέλη της επιτροπής στο σύνολό τους διαθέτουν επάρκεια στον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται η ελεγχόμενη οντότητα.

Τα μέλη της επιτροπής ελέγχου είναι στην πλειονότητά τους ανεξάρτητα από την ελεγχόμενη αρχή. Ο πρόεδρος της επιτροπής ελέγχου διορίζεται από τα μέλη της ή από το εποπτικό όργανο της ελεγχόμενης οντότητας και είναι ανεξάρτητος από την ελεγχόμενη οντότητα. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν την ετήσια εκλογή του προέδρου της επιτροπής ελέγχου από τη γενική συνέλευση των μετόχων της ελεγχόμενης οντότητας.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι στην περίπτωση οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχεία στ) και κ) της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), οι λειτουργίες που ανατίθενται στην επιτροπή ελέγχου είναι δυνατόν να εκτελούνται από το διοικητικό ή το εποπτικό όργανο συνολικά, με την προϋπόθεση ότι, στις περιπτώσεις που ο πρόεδρος του οργάνου αυτού είναι εκτελεστικό μέλος, δεν ενεργεί ως πρόεδρος για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το όργανο αυτό εκτελεί τις λειτουργίες της επιτροπής ελέγχου.

Όταν μια επιτροπή ελέγχου εντάσσεται στο διοικητικό ή το εποπτικό όργανο της ελεγχόμενης οντότητας σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν ή να απαιτούν να εκτελεί το διοικητικό ή το εποπτικό όργανο, κατά περίπτωση, τις λειτουργίες της επιτροπής ελέγχου που αποσκοπούν στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι οι ακόλουθες οντότητες δημόσιου συμφέροντος δεν υπόκεινται στην υποχρέωση να διαθέτουν επιτροπή ελέγχου:

α)

οποιαδήποτε οντότητα δημόσιου συμφέροντος αποτελεί θυγατρική κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 10) της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, εφόσον η εν λόγω οντότητα πληροί τις απαιτήσεις των παραγράφων 1, 2 και 5 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 11 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 16 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 σε επίπεδο ομίλου·

β)

οποιαδήποτε οντότητα δημόσιου συμφέροντος που είναι ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21), ή οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων (OEE), όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22)·

γ)

οποιαδήποτε οντότητα δημόσιου συμφέροντος που δραστηριοποιείται αποκλειστικά στην έκδοση τίτλων προερχόμενων από τιτλοποίηση, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 5) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 809/2004 της Επιτροπής (23)·

δ)

οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι μετοχές του οποίου έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά οποιουδήποτε κράτους μέλους κατά τη έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 14) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και το οποίο έχει, κατά συνεχή και επανειλημμένο τρόπο, εκδώσει μόνο χρεωστικούς τίτλους που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, εφόσον το συνολικό ονομαστικό ποσό του συνόλου των εν λόγω χρεωστικών τίτλων παραμένει κάτω των 100 000 000 EUR και εφόσον δεν έχει δημοσιεύσει ενημερωτικό δελτίο σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ.

Οι οντότητες δημόσιου συμφέροντος που αναφέρονται στο στοιχείο γ) επεξηγούν στο κοινό τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι δεν είναι σκόπιμο για αυτές να διαθέτουν επιτροπή ελέγχου ή διοικητικό ή εποπτικό όργανο επιφορτισμένο με την άσκηση των καθηκόντων επιτροπής ελέγχου.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν ή να επιτρέπουν σε οντότητα δημόσιου συμφέροντος να μη διαθέτει επιτροπή ελέγχου, με την προϋπόθεση ότι διαθέτει όργανο ή όργανα που εκτελούν καθήκοντα ισοδύναμα με αυτά μιας επιτροπής ελέγχου, το οποίο έχει συσταθεί και λειτουργεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του κράτους μέλους στο οποίο είναι καταχωρισμένη η οντότητα που πρόκειται να ελεγχθεί. Στην περίπτωση αυτή, η οντότητα γνωστοποιεί το όργανο που εκτελεί τα καθήκοντα αυτά και τη σύνθεση του εν λόγω οργάνου.

5.   Όταν όλα τα μέλη της επιτροπής ελέγχου είναι μέλη του διοικητικού ή εποπτικού οργάνου της ελεγχόμενης οντότητας, το κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι η επιτροπή ελέγχου θα απαλλάσσεται από τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας της παραγράφου 1 τέταρτο εδάφιο.

6.   Με την επιφύλαξη της ευθύνης των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου ή άλλων μελών που έχουν διορισθεί από τη γενική συνέλευση των μετόχων της ελεγχόμενης οντότητας, η επιτροπή ελέγχου, μεταξύ άλλων:

α)

ενημερώνει το διοικητικό ή το εποπτικό όργανο της ελεγχόμενης οντότητας για το αποτέλεσμα του υποχρεωτικού ελέγχου και επεξηγεί πώς συνέβαλε ο υποχρεωτικός έλεγχος στην ακεραιότητα της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και ποιος ήταν ο ρόλος της επιτροπής ελέγχου στην εν λόγω διαδικασία·

β)

παρακολουθεί τη διαδικασία χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και υποβάλλει συστάσεις ή προτάσεις για την εξασφάλιση της ακεραιότητάς της,

γ)

παρακολουθεί την αποτελεσματικότητα των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου διασφάλισης της ποιότητας και διαχείρισης κινδύνων της επιχείρησης και, κατά περίπτωση, του τμήματος εσωτερικού ελέγχου της της, όσον αφορά τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση της ελεγχόμενης οντότητας, χωρίς να παραβιάζει την ανεξαρτησία της οντότητας αυτής·

δ)

παρακολουθεί τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων και ιδίως την απόδοσή της, λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε πορίσματα και συμπεράσματα της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014·

ε)

ανασκοπεί και παρακολουθεί την ανεξαρτησία των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων σύμφωνα με τα άρθρα 22, 22α, 22β, 24α και 24β της παρούσας οδηγίας, καθώς και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 και ιδίως την καταλληλότητα της παροχής συμπληρωματικών υπηρεσιών στην ελεγχόμενη οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού·

στ)

είναι υπεύθυνη για τη διαδικασία επιλογής νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων και προτείνει τους νόμιμους ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία που θα διοριστούν σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014, εκτός εάν εφαρμόζεται το άρθρο 16 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014.

(20)  Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64)."

(21)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32)."

(22)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, τροποποιώντας τις οδηγίες 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1)."

(23)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 809/2004 της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004 για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα ενημερωτικά δελτία, τη μορφή των ενημερωτικών δελτίων, την ενσωμάτωση πληροφοριών μέσω παραπομπής, τη δημοσίευση των ενημερωτικών δελτίων και τη διάδοση των σχετικών διαφημίσεων (ΕΕ L 149 της 30.4.2004, σ. 1).»."

33)

Το άρθρο 45 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους εγγράφουν, σύμφωνα με τα άρθρα 15, 16 και 17, στο μητρώο τους κάθε ελεγκτή και ελεγκτική οντότητα τρίτης χώρας, εφόσον ο εν λόγω ελεγκτής ή η ελεγκτική οντότητα τρίτης χώρας προσκομίζει ελεγκτική έκθεση αναφορικά με ετήσιους ή ενοποιημένους οικονομικούς λογαριασμούς επιχείρησης η οποία έχει συσταθεί εκτός της Ένωσης και της οποίας οι μεταβιβάσιμοι τίτλοι είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά του εν λόγω κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 14) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, εκτός εάν η εν λόγω επιχείρηση είναι εκδότης αποκλειστικώς τίτλων που δεν έχουν εξοφληθεί και για τους οποίους ισχύει ένα εκ των κάτωθι:

α)

είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24) πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2010 και η ανά μονάδα ονομαστική αξία τους είναι, κατά την ημερομηνία της έκδοσης, τουλάχιστον 50 000 EUR ή, στην περίπτωση χρεωστικών τίτλων σε άλλο νόμισμα, ισοδύναμη με 50 000 EUR τουλάχιστον·

β)

είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ από τις 31 Δεκεμβρίου 2010 και η ανά μονάδα ονομαστική αξία τους είναι, κατά την ημερομηνία της έκδοσης, τουλάχιστον 100 000 EUR ή, στην περίπτωση χρεωστικών τίτλων σε άλλο νόμισμα, ισοδύναμη με 100 000 EUR τουλάχιστον.

(24)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).»·"

β)

η παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:

i)

διαγράφεται το στοιχείο α),

ii)

το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

οι έλεγχοι των ετήσιων ή ενοποιημένων λογαριασμών της παραγράφου 1 διενεργούνται σύμφωνα με τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 26 και με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 22, 22β και 25 ή σύμφωνα με ισοδύναμα πρότυπα και απαιτήσεις»,

iii)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

δημοσιοποιεί στο δικτυακό της τόπο ετήσια έκθεση διαφάνειας που περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 ή πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις γνωστοποίησης.»·

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5α.   Ένα κράτος μέλος δύναται να εγγράψει στο μητρώο του ελεγκτή τρίτης χώρας μόνο εάν αυτός πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα στοιχεία γ), δ) και ε) της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου.»·

δ)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Προκειμένου να διασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του στοιχείου δ) της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να αποφασίσει σχετικά με την ισοδυναμία μέσω εκτελεστικών πράξεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με την αναφερόμενη στο άρθρο 48 παράγραφος 2 διαδικασία εξέτασης. Τα κράτη μέλη δύνανται να αξιολογούν την ισοδυναμία που αναφέρεται στο στοιχείο δ) της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, ενόσω η Επιτροπή δεν έχει λάβει σχετική απόφαση.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 48α, με σκοπό τον καθορισμό των γενικών κριτηρίων ισοδυναμίας που πρόκειται να χρησιμοποιούνται κατά την αξιολόγηση τού κατά πόσο οι έλεγχοι των οικονομικών καταστάσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου διενεργούνται σύμφωνα με διεθνή ελεγκτικά πρότυπα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 26, και με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 22, 24 και 25. Τέτοιου είδους κριτήρια, που εφαρμόζονται για όλες τις τρίτες χώρες, χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη όταν αξιολογούν την ισοδυναμία σε εθνικό επίπεδο.».

34)

Στο άρθρο 46, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Προκειμένου να διασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να αποφασίζει σχετικά με την ισοδυναμία μέσω εκτελεστικών πράξεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με την αναφερόμενη στο άρθρο 48 παράγραφος 2 διαδικασία εξέτασης. Όταν η Επιτροπή αναγνωρίσει την ισοδυναμία η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να στηριχθούν πλήρως ή εν μέρει στην ισοδυναμία αυτή και, ως εκ τούτου, να μην εφαρμόσουν ή να τροποποιήσουν πλήρως ή εν μέρει τις απαιτήσεις του άρθρου 45 παράγραφοι 1 και 3. Τα κράτη μέλη δύνανται να αξιολογούν την ισοδυναμία στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου ή να βασίζονται στις αξιολογήσεις που διενήργησαν άλλα κράτη μέλη, ενόσω η Επιτροπή δεν έχει λάβει οποιαδήποτε τέτοια απόφαση. Εάν η Επιτροπή αποφασίσει ότι η απαίτηση ισοδυναμίας της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν έχει τηρηθεί, δύναται να επιτρέψει στους ενδιαφερόμενους ελεγκτές τρίτης χώρας και ελεγκτικές οντότητες τρίτης χώρας να συνεχίσουν τις ελεγκτικές τους δραστηριότητες σύμφωνα με τις απαιτήσεις του οικείου κράτους μέλους κατά τη διάρκεια ενδεδειγμένης μεταβατικής περιόδου.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 48α, με σκοπό τη θέσπιση των γενικών κριτηρίων ισοδυναμίας, βάσει των απαιτήσεων που ορίζονται στα άρθρα 29, 30 και 32, τα οποία θα χρησιμοποιούνται κατά την αξιολόγηση τού κατά πόσο τα συστήματα δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης της ποιότητας, έρευνας και κυρώσεων τρίτης χώρας είναι ισοδύναμα με εκείνα της Ένωσης. Τα γενικά αυτά κριτήρια χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη κατά την αξιολόγηση της ισοδυναμίας σε εθνικό επίπεδο σε περίπτωση απουσίας απόφασης της Επιτροπής σε σχέση με την υπό εξέταση τρίτη χώρα.».

35)

Το άρθρο 47 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

οι εισαγωγικές λέξεις αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη διαβίβαση στις αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας των εγγράφων εργασίας του ελέγχου ή άλλων εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων στους οποίους έχουν χορηγήσει άδεια καθώς και των εκθέσεων επιθεώρησης ή έρευνας που αφορούν τους εν λόγω ελέγχους, υπό τους ακόλουθους όρους:»,

ii)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τα εν λόγω έγγραφα εργασίας του ελέγχου ή τα άλλα έγγραφα αφορούν ελέγχους εταιρειών που έχουν εκδώσει κινητές αξίες σε αυτή την τρίτη χώρα ή μετέχουν σε όμιλο που εκδίδει υποχρεωτικές ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σε αυτή την τρίτη χώρα·»·

β)

στην παράγραφο 2, παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«βα)

δεν τίθεται σε κίνδυνο η προστασία των εμπορικών συμφερόντων της ελεγχόμενης οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων βιομηχανικής και διανοητικής ιδιοκτησίας·»·

γ)

στην παράγραφο 2, η δεύτερη περίπτωση του στοιχείου δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

εάν έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους αποδέκτη της αίτησης ή

εάν οι ίδιοι νόμιμοι ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία έχουν ήδη κριθεί τελεσίδικα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση παροχής πληροφοριών.»·

δ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Για τη διευκόλυνση της συνεργασίας, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να αποφασίζει περί της καταλληλότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, μέσω εκτελεστικών πράξεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με την αναφερόμενη στο άρθρο 48 παράγραφος 2 διαδικασία εξέτασης. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή τους προς την απόφαση της Επιτροπής.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 48α, με σκοπό τη θέσπιση των γενικών κριτηρίων καταλληλότητας σύμφωνα με τα οποία η Επιτροπή θα αξιολογεί αν οι αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας είναι δυνατόν να αναγνωρισθούν ως κατάλληλες για συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όσον αφορά την ανταλλαγή ελεγκτικών φύλλων εργασίας ή άλλων εγγράφων που κατέχουν νόμιμοι ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία. Τα γενικά κριτήρια καταλληλότητας βασίζονται στις απαιτήσεις του άρθρου 36 ή σε ουσιαστικά ισοδύναμα λειτουργικά αποτελέσματα σχετικά με την άμεση ανταλλαγή ελεγκτικών φύλλων εργασίας ή άλλων εγγράφων που κατέχουν νόμιμοι ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία.»·

ε)

η παράγραφος 5 απαλείφεται.

36)

Στο άρθρο 48, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή (στο εξής “επιτροπή”). Η επιτροπή αυτή είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25).

2.   Οσάκις γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(25)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»."

37)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 48α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή σύμφωνα με τους όρους παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων του άρθρου 26 παράγραφος 3, του άρθρου 45 παράγραφος 6, του άρθρου 46 παράγραφος 2 και του άρθρου 47 παράγραφος 3 ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 16 Ιουνίου 2014. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με την ανάθεση αρμοδιότητας το αργότερο εννέα μήνες πριν από το πέρας της πενταετίας. Η ανάθεση αρμοδιότητας παρατείνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας με την αρχική, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εκφράσουν αντιρρήσεις για την εν λόγω παράταση το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 26 παράγραφος 3, στο άρθρο 45 παράγραφος 6, στο άρθρο 46 παράγραφος 2 και στο άρθρο 47 παράγραφος 3 είναι δυνατόν να ανακληθεί οποιαδήποτε χρονική στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση της εξουσίας που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται σε ισχύ την επομένη της ημέρας δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα οποιωνδήποτε κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.   Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 3, το άρθρο 45 παράγραφος 6, το άρθρο 46 παράγραφος 2 και το άρθρο 47 παράγραφος 3 τίθενται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν προβληθεί καμία ένσταση είτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο, εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν πρόκειται να προβάλουν ενστάσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

38)

Το άρθρο 49 διαγράφεται.

Άρθρο 2

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Έως τις 17 Ιουνίου 2016 τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τα μέτρα που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από τις 17 Ιουνίου 2016.

2.   Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

3.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών μέτρων εσωτερικού δικαίου τα οποία θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 16 Απριλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΫΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 191 της 29.6.2012, σ. 61.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Απριλίου 2014.

(3)  Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των ειδικών απαιτήσεων για τον έλεγχο οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος (βλέπε σελίδα 77 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(5)  Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ L 255 της 30.9.2005, σ. 22).

(6)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(7)  ΕΕ L 52 της 25.2.2005, σ. 51.

(8)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(9)  Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

(10)  Οδηγία 2010/73/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τροποποίηση των οδηγιών 2003/71/ΕΚ σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και 2004/109/ΕΚ για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (ΕΕ L 327 της 11.12.2010, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(13)  ΕΕ C 336 της 6.11.2012, σ. 4.

(14)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.