29.10.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 287/63


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Οκτωβρίου 2013

για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 127 παράγραφος 6,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τις τελευταίες δεκαετίες, η Ένωση πραγματοποίησε αξιοσημείωτη πρόοδο όσον αφορά τη δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς για τις τραπεζικές υπηρεσίες. Κατά συνέπεια, σε πολλά κράτη μέλη σημαντικό μερίδιο της αγοράς ανήκει σε ομίλους τραπεζών που έχουν την έδρα τους σε άλλα κράτη μέλη, και τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν διαφοροποιήσει γεωγραφικά τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες τόσο εντός όσο και εκτός της ευρωζώνης.

(2)

Η σημερινή χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση κατέδειξε ότι η ακεραιότητα του ενιαίου νομίσματος και της εσωτερικής αγοράς μπορεί να απειληθεί από τον κατακερματισμό του χρηματοπιστωτικού τομέα. Είναι συνεπώς απαραίτητο να ενταθεί η ολοκλήρωση της εποπτείας των τραπεζών, προκειμένου να ισχυροποιηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αποκατασταθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να τεθούν τα θεμέλια της οικονομικής ανάκαμψης.

(3)

Η διατήρηση και η εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς τραπεζικών υπηρεσιών έχει εξαιρετική σημασία προκειμένου να προαχθεί η οικονομική ανάπτυξη στην Ένωση και να χρηματοδοτείται επαρκώς η πραγματική οικονομία. Ωστόσο, αυτό αποτελεί όλο και μεγαλύτερη πρόκληση. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η πορεία προς την ολοκλήρωση των τραπεζικών αγορών στην Ένωση ανακόπτεται.

(4)

Ταυτοχρόνως, παράλληλα με την έγκριση ενός ενισχυμένου ρυθμιστικού πλαισίου στην ΕΕ οι εποπτικές αρχές πρέπει να κλιμακώσουν τον εποπτικό έλεγχο που ασκούν, αξιοποιώντας τα διδάγματα από τη χρηματοοικονομική κρίση των τελευταίων ετών, για να μπορέσουν να επιβλέψουν εξαιρετικά πολυσύνθετες και διασυνδεδεμένες αγορές και ιδρύματα.

(5)

Η αρμοδιότητα για την εποπτεία των επιμέρους πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ένωση παραμένει, κατά κύριο λόγο, εθνική υπόθεση. Ο συντονισμός των εποπτικών αρχών είναι ζωτικής σημασίας, όμως η κρίση κατέδειξε ότι ο συντονισμός και μόνο δεν αρκεί, ιδίως στο πλαίσιο ενός ενιαίου νομίσματος. Επομένως, για να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση και να αυξηθούν οι θετικές συνέπειες που έχει η ολοκλήρωση της αγοράς στην ανάπτυξη και την ευημερία, θα πρέπει να ενισχυθεί η ολοκλήρωση των εποπτικών αρμοδιοτήτων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για να διασφαλιστεί η ομαλή και υγιής εποπτεία ολόκληρων ομίλων τραπεζών και της συνολικής τους ευρωστίας, περιορίζει δε τον κίνδυνο να διατυπώνονται διαφορετικές ερμηνείες και να λαμβάνονται αντικρουόμενες αποφάσεις για μια μεμονωμένη οντότητα.

(6)

Συχνά η αντοχή των πιστωτικών ιδρυμάτων συνδέεται ακόμη στενά με το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένα. Οι αμφιβολίες ως προς τη διατηρησιμότητα του δημόσιου χρέους, τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και τη βιωσιμότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων δημιουργούν συνεχώς αρνητικές και ανατροφοδοτούμενες τάσεις της αγοράς. Αυτό μπορεί να γεννήσει κινδύνους για τη βιωσιμότητα ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων και για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην ευρωζώνη και στην Ένωση συνολικά και ενδέχεται να επιβαρύνει σοβαρά τα ήδη βεβαρυμένα δημόσια οικονομικά των συγκεκριμένων κρατών μελών.

(7)

Η Ευρωπαϊκή εποπτική αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ), που συστάθηκε το 2011 με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (1), και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας, που συστάθηκε με το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού και με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), (ΕΑΑΕΣ) (2) και με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ) (3) έχουν βελτιώσει σημαντικά τη συνεργασία μεταξύ των αρχών εποπτείας των τραπεζών στην Ένωση. Η ΕΑΤ συνεισφέρει σημαντικά στη δημιουργία ενός ενιαίου εγχειριδίου κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στην Ένωση, και ανέλαβε καίριο ρόλο στην υλοποίηση, με συνέπεια, της ανακεφαλαιοποίησης σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων της Ένωσης, η οποία συμφωνήθηκε από την Ευρωπαϊκή διάσκεψη κορυφής στις 26 Οκτωβρίου 2011, κατ’ εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών και όρων που ενέκρινε η Επιτροπή για τις κρατικές ενισχύσεις.

(8)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε επανειλημμένα να ανατεθεί σε ένα ευρωπαϊκό όργανο άμεση αρμοδιότητα για την άσκηση ορισμένων εποπτικών καθηκόντων σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αρχής γενομένης με το ψήφισμά του της 13ης Απριλίου 2000 επί της ανακοινώσεως της Επιτροπής: Εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: σχέδιο δράσης (4), και με το ψήφισμα της 21ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (5).

(9)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του της 29ης Ιουνίου 2012, κάλεσε τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να αναπτύξει χάρτη πορείας για την υλοποίηση μιας ουσιαστικής οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Την ίδια ημέρα, επισημάνθηκε στη Σύνοδο Κορυφής ότι μόλις θεσπισθεί αποτελεσματικός ενιαίος εποπτικός μηχανισμός για τις τράπεζες στην ευρωζώνη, στον οποίον θα συμμετέχει και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητος (ΕΜΣ) θα μπορούσε, μετά τη λήψη σχετικής απόφασης, να έχει τη δυνατότητα άμεσης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, υπό τους καταλλήλους όρους, μεταξύ των οποίων η τήρηση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

(10)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 19ης Οκτωβρίου 2012 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία που οδηγεί σε μεγαλύτερη εμβάθυνση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης πρέπει να οικοδομηθεί πάνω στο θεσμικό και νομικό πλαίσιο της ΕΕ, να χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και διαφάνεια προς τα κράτη μέλη που δεν χρησιμοποιούν το ευρώ και να εφαρμόζεται με σεβασμό προς την ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς. Το ολοκληρωμένο χρηματοπιστωτικό πλαίσιο θα διαθέτει έναν ενιαίο εποπτικό μηχανισμό (ΕΕΜ), ο οποίος θα είναι κατά το δυνατόν ανοικτός σε όλα τα κράτη μέλη που επιθυμούν να συμμετάσχουν.

(11)

Θα πρέπει λοιπόν να διαμορφωθεί μια ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση, στηριζόμενη σε ένα περιεκτικό και λεπτομερές ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες για το σύνολο της εσωτερικής αγοράς, αποτελούμενη από τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό και νέα πλαίσια εγγύησης των καταθέσεων και εξυγίανσης. Λόγω των στενών δεσμών και αλληλεπιδράσεων μεταξύ των κρατών μελών που συμμετέχουν στο ευρώ, η τραπεζική ένωση θα πρέπει να ισχύει τουλάχιστον για όλα τα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Με προοπτική τη διατήρηση και την εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς, και εφόσον αυτό είναι θεσμικά δυνατό, η τραπεζική ένωση θα πρέπει να είναι ανοικτή και στη συμμετοχή άλλων κρατών μελών.

(12)

Ως πρώτο βήμα προς την τραπεζική ένωση, ένας ενιαίος εποπτικός μηχανισμός θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η πολιτική της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων εφαρμόζεται με συνοχή και αποτελεσματικότητα, ότι το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο στα πιστωτικά ιδρύματα σε όλα τα οικεία κράτη μέλη και ότι αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε εποπτεία ύψιστης ποιότητας, ελεύθερη από άλλες εκτιμήσεις άσχετες προς την προληπτική εποπτεία. Ο ενιαίος εποπτικός μηχανισμός (ΕΕΜ) πρέπει ιδίως να συνάδει με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Η ύπαρξη ενός τέτοιου μηχανισμού αποτελεί τη βάση για τα επόμενα βήματα προς την τραπεζική ένωση. Εδώ αντανακλάται η βασική αρχή ότι ο ΕΜΣ θα μπορεί, με μια τακτική απόφαση, να ανακεφαλαιοποιήσει άμεσα τις τράπεζες μόλις θεσπισθεί αποτελεσματικός ενιαίος εποπτικός μηχανισμός. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επισημαίνει στα συμπεράσματά του της 13ης και 14ης Δεκεμβρίου 2012 ότι «Σε ένα πλαίσιο στο οποίο η εποπτεία των τραπεζών μεταφέρεται ουσιαστικά σε έναν ενιαίο εποπτικό μηχανισμό, θα απαιτηθεί ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης που θα διαθέτει τις εξουσίες που απαιτούνται, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οιαδήποτε τράπεζα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη μπορεί να εξυγιανθεί με τα κατάλληλα μέσα» και ότι «ο ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης θα πρέπει να βασίζεται σε συμβολές του ίδιου του χρηματοπιστωτικού τομέα και να περιλαμβάνει κατάλληλο και αποτελεσματικό σύστημα προστασίας».

(13)

Ως κεντρική τράπεζα της ευρωζώνης με ευρεία εμπειρογνωμοσύνη σε ζητήματα μακροοικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η ΕΚΤ βρίσκεται σε ιδανική θέση για να αναλάβει σαφώς καθορισμένα εποπτικά καθήκοντα που θα εστιάζουν στην προστασία της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος της ΕΕ. Πράγματι, σε πολλά κράτη μέλη οι Κεντρικές Τράπεζες είναι ήδη αρμόδιες για την εποπτεία των τραπεζών. Επομένως, θα πρέπει να ανατεθούν στην ΕΚΤ ειδικά καθήκοντα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

(14)

Η ΕΚΤ και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που δεν είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη («μη συμμετέχοντα κράτη μέλη») συνάπτουν μνημόνιο συνεννόησης στο οποίο περιγράφεται με γενικούς όρους ο τρόπος της μεταξύ τους συνεργασίας κατά την άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων κατ’ εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό. Το μνημόνιο συνεννόησης θα μπορούσε να περιγράφει, μεταξύ άλλων, τη διαβούλευση για τη λήψη αποφάσεων της ΕΚΤ που επηρεάζουν θυγατρικές ή υποκαταστήματα εγκατεστημένα σε μη συμμετέχον κράτος μέλος αλλά των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι εγκατεστημένη σε συμμετέχον κράτος μέλος, καθώς και τη συνεργασία σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών έγκαιρης προειδοποίησης σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην οικεία νομοθεσία της Ένωσης. Το μνημόνιο θα πρέπει να επανεξετάζεται τακτικά.

(15)

Στην ΕΚΤ θα πρέπει να αναλάβει εκείνα τα ειδικά εποπτικά καθήκοντα που είναι καίριας σημασίας για να διασφαλίζεται η συνεπής και αποτελεσματική εφαρμογή της πολιτικής της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ άλλα καθήκοντα πρέπει να παραμείνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Τα καθήκοντα της ΕΚΤ πρέπει να περιλαμβάνουν μέτρα που να αποσκοπούν στην επίτευξη μακροπροληπτικής σταθερότητας, τα οποία θα διέπονται από ειδικές ρυθμίσεις που θα αντανακλούν το ρόλο των εθνικών αρχών.

(16)

Η ασφάλεια και η ευρωστία των μεγάλων πιστωτικών ιδρυμάτων έχει ουσιώδη σημασία για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος Ωστόσο, οι πρόσφατες εμπειρίες δείχνουν ότι και από τα μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να προέλθουν απειλές για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκεί εποπτεία επί όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε συμμετέχοντα κράτη μέλη, καθώς και στα υποκαταστήματα που είναι εγκατεστημένα εκεί.

(17)

Κατά την άσκηση των καθηκόντων της, και με την επιφύλαξη του στόχου για κατοχύρωση της ασφάλειας και ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, η ΕΚΤ θα πρέπει να λαμβάνει πλήρως υπόψη την ποικιλομορφία των πιστωτικών ιδρυμάτων, το μέγεθος και τα επιχειρησιακά μοντέλα τους καθώς και τα συστημικά οφέλη από την ποικιλομορφία του τραπεζικού κλάδου στην ΕΕ.

(18)

Η άσκηση των καθηκόντων της ΕΚΤ πρέπει να συμβάλει ιδίως στη διασφάλιση ότι τα πιστωτικά ιδρύματα θα εσωτερικεύουν πλήρως όλο το κόστος που οφείλεται στις δραστηριότητές τους ούτως ώστε να αποφεύγεται ο ηθικός κίνδυνος και η υπερβολική διακινδύνευση που απορρέει από αυτόν. Πρέπει να ληφθούν απόλυτα υπόψη οι συγκεκριμένες μακροοικονομικές συνθήκες στα κράτη μέλη, ιδίως η σταθερότητα της χορήγησης πιστώσεων και η διευκόλυνση παραγωγικών δραστηριοτήτων για την ευρύτερη οικονομία.

(19)

Κανένα στοιχείο του παρόντος κανονισμού δε πρέπει να νοηθεί ως μεταβάλλον το ισχύον λογιστικό πλαίσιο βάσει άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης και του εθνικού δικαίου.

(20)

Η χορήγηση άδειας λειτουργίας για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος αποτελεί βασική προληπτική τεχνική που διασφαλίζει ότι μόνο παράγοντες που έχουν υγιείς οικονομικές βάσεις, οργάνωση ικανή να αντιμετωπίσει τους ειδικούς κινδύνους που είναι σύμφυτοι με την αποδοχή καταθέσεων και τη χορήγηση πιστώσεων, καθώς και κατάλληλα διευθυντικά στελέχη θα ασκούν αυτές τις δραστηριότητες. Επομένως, η ΕΚΤ πρέπει να έχει το καθήκον να χορηγεί άδεια λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα που θέλουν να εγκατασταθούν σε συμμετέχον κράτος μέλος και να είναι αρμόδια για την ανάκληση των αδειών λειτουργίας, υπό την προϋπόθεση ειδικών ρυθμίσεων που θα αντανακλούν το ρόλο των εθνικών αρχών.

(21)

Παράλληλα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ενωσιακή νομοθεσία για την αδειοδότηση των πιστωτικών ιδρυμάτων και τις περιπτώσεις ανάκλησης των εν λόγω αδειών, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν σήμερα περαιτέρω προϋποθέσεις για την αδειοδότηση και τις περιπτώσεις ανάκλησης αδειών. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ πρέπει να ασκεί το καθήκον της σχετικά με τη χορήγηση άδειας σε πιστωτικά ιδρύματα και την ανάκληση της άδειας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την εθνική νομοθεσία, κατόπιν προτάσεως από την οικεία εθνική αρμόδια αρχή, η οποία αξιολογεί τη συμμόρφωση με τις σχετικές προϋποθέσεις της εθνικής νομοθεσίας.

(22)

Η αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε νέου ιδιοκτήτη πριν από την αγορά σημαντικού μεριδίου σε πιστωτικό ίδρυμα είναι απαραίτητο εργαλείο προκειμένου να διασφαλίζεται η συνεχής καταλληλότητα και η οικονομική ευρωστία των ιδιοκτητών των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η ΕΚΤ, ως θεσμικό όργανο της Ένωσης, βρίσκεται σε ιδανική θέση για να διενεργεί την αξιολόγηση αυτή, χωρίς να επιβάλλονται αδικαιολόγητοι περιορισμοί στην εσωτερική αγορά. Η ΕΚΤ πρέπει να έχει το καθήκον να αξιολογεί την απόκτηση και τη διάθεση σημαντικών συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα, εκτός από την περίπτωση εξυγίανσης τραπεζών.

(23)

Η συμμόρφωση με τους κανόνες της Ένωσης που επιβάλλουν στα πιστωτικά ιδρύματα να κατέχουν ορισμένα επίπεδα κεφαλαίου έναντι κινδύνων σύμφυτων με την επιχειρηματική δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων, να περιορίζουν το μέγεθος της έκθεσης σε μεμονωμένους αντισυμβαλλομένους, να δημοσιεύουν πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση των πιστωτικών ιδρυμάτων, να διαθέτουν επαρκή ρευστά διαθέσιμα για την αντιμετώπιση ακραίων καταστάσεων στην αγορά, και να περιορίζουν τη μόχλευση, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων από άποψη προληπτικής εποπτείας. Η ΕΚΤ πρέπει να έχει το καθήκον να διασφαλίζει τη συμμόρφωση με αυτούς τους κανόνες, μεταξύ άλλων για τις εγκρίσεις, τη χορήγηση αδειών, παρεκκλίσεων ή εξαιρέσεων που προβλέπονται για τους σκοπούς αυτών των κανόνων.

(24)

Τα πρόσθετα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας, μεταξύ άλλων το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα συσσωρεύουν επαρκή κεφαλαιακή βάση σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης ώστε να απορροφούν απώλειες σε περιόδους ακραίων καταστάσεων, τα αποθέματα ασφαλείας ιδρυμάτων που είναι σημαντικά παγκοσμίως και από συστημική άποψη, καθώς και άλλα μέτρα που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση συστημικών ή μακροπροληπτικών κινδύνων, αποτελούν βασικά εργαλεία προληπτικής εποπτείας. Κάθε φορά που οι αρμόδιες εθνικές αρχές ή οι αρμόδιες εντεταλμένες αρχές επιβάλλουν σχετικά μέτρα θα πρέπει να ενημερώνεται δεόντως η ΕΚΤ, για να διασφαλίζεται πλήρως ο συντονισμός. Επιπλέον, αν είναι αναγκαίο, η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλει υψηλότερες απαιτήσεις και αυστηρότερα μέτρα στο πλαίσιο του στενού συντονισμού με τις εθνικές αρχές. Η διατάξεις του παρόντος κανονισμού περί επιβολής μέτρων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση συστημικού ή μακροπροληπτικού κινδύνου δεν θίγουν τυχόν διαδικασίες συντονισμού προβλεπόμενες από άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης. Οι εθνικές αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές και η ΕΚΤ ενεργούν τηρώντας τυχόν διαδικασίες συντονισμού που προβλέπονται σε αυτές τις νομικές πράξεις αφού ακολουθήσουν τις διαδικασίες του παρόντος κανονισμού.

(25)

Η ασφάλεια και η ευρωστία ενός πιστωτικού ιδρύματος εξαρτώνται επίσης από τη διάθεση επαρκούς εσωτερικού κεφαλαίου, λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων στους οποίους ενδέχεται να εκτεθεί, καθώς και από την ύπαρξη κατάλληλων δομών εσωτερικής οργάνωσης και ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης. Συνεπώς, η ΕΚΤ πρέπει να έχει το καθήκον να επιβάλλει απαιτήσεις που διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη διαθέτουν άρτιες ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς διακυβέρνησης, μεταξύ άλλων στρατηγικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διατήρηση της επάρκειας των εσωτερικών τους κεφαλαίων. Σε περίπτωση ελλείψεων, θα πρέπει επίσης να έχει το καθήκον να επιβάλλει ενδεδειγμένα μέτρα, μεταξύ άλλων ειδικές απαιτήσεις πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων, ειδικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης και ειδικές απαιτήσεις ρευστότητας.

(26)

Οι κίνδυνοι για την ασφάλεια και την ευρωστία ενός πιστωτικού ιδρύματος μπορούν να προκύψουν τόσο στο επίπεδο ενός μεμονωμένου πιστωτικού ιδρύματος όσο και στο επίπεδο ενός τραπεζικού ομίλου ή ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων. Είναι σημαντικό να προβλέπονται ειδικές εποπτικές ρυθμίσεις για τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων, ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Παράλληλα με την εποπτεία μεμονωμένων πιστωτικών ιδρυμάτων, στα καθήκοντα της ΕΚΤ πρέπει να περιλαμβάνονται η εποπτεία στο ενοποιημένο επίπεδο, η συμπληρωματική εποπτεία, η εποπτεία χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και η εποπτεία μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, εξαιρουμένης της εποπτείας ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(27)

Για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κατάστασης ενός ιδρύματος πρέπει να επανορθώνεται σε πρώιμο στάδιο. Η ΕΚΤ πρέπει να έχει το καθήκον να προβαίνει σε ενέργειες έγκαιρης παρέμβασης, όπως ορίζονται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης. Θα πρέπει, ωστόσο, να συντονίζει τις ενέργειές της έγκαιρης παρέμβασης με τις οικείες αρχές που είναι αρμόδιες για την εξυγίανση. Στο βαθμό που οι εθνικές αρχές παραμένουν αρμόδιες για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων, η ΕΚΤ θα πρέπει επιπλέον να εξασφαλίζει κατάλληλο συντονισμό με τις συγκεκριμένες εθνικές αρχές, ώστε να διαμορφώνεται κοινή αντίληψη ως προς τις αντίστοιχες αρμοδιότητες σε περίπτωση κρίσεων, ιδίως στο πλαίσιο των διασυνοριακών ομάδων διαχείρισης κρίσεων και στα μελλοντικά σώματα εξυγίανσης που συγκροτούνται προς το σκοπό αυτό.

(28)

Τα εποπτικά καθήκοντα που δεν ανατίθενται στην ΕΚΤ θα πρέπει να παραμείνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Στα καθήκοντα αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνεται η εξουσία να λαμβάνουν κοινοποιήσεις από πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά το δικαίωμα εγκατάστασης και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, να εποπτεύουν φορείς που δεν καλύπτονται από τον ορισμό των πιστωτικών ιδρυμάτων βάσει του ενωσιακού δικαίου αλλά υπόκεινται σε εποπτεία ως πιστωτικά ιδρύματα βάσει του εθνικού δικαίου, να εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα από τρίτες χώρες τα οποία ιδρύουν υποκατάστημα ή παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες στην Ένωση, να εποπτεύουν υπηρεσίες πληρωμών, να προβαίνουν σε καθημερινές εξακριβώσεις στα πιστωτικά ιδρύματα, να ασκούν καθήκοντα αρμόδιων αρχών έναντι των πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, να προλαμβάνουν την αξιοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και να αναλαμβάνουν την προστασία των καταναλωτών.

(29)

Η ΕΚΤ συνεργάζεται, κατά περίπτωση, πλήρως με τις εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης χρημάτων προερχόμενων από παράνομες δραστηριότητες.

(30)

Η ΕΚΤ πρέπει να ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με σκοπό την κατοχύρωση της ασφάλειας και της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση καθώς και στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, και την ενότητα και ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς διασφαλίζοντας επίσης με τον τρόπο αυτό την προστασία των καταθετών και τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς σύμφωνα με το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στην Ένωση. Ειδικότερα, η ΕΚΤ λαμβάνει δεόντως υπόψη τις αρχές της ισότητας και της αποφυγής διακρίσεων.

(31)

Η ανάθεση εποπτικών καθηκόντων στην ΕΚΤ θα πρέπει να είναι συνεπής με το πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ESFS) και τον υποκείμενο στόχο της κατάρτισης ενιαίου εγχειριδίου κανόνων και της ενισχυμένης σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών σε ολόκληρη την Ένωση. Η συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών των τραπεζών και των εποπτικών αρχών του ασφαλιστικού τομέα και των αγορών κινητών αξιών είναι σημαντική, για να αντιμετωπίζονται ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος και να διασφαλιστεί κατάλληλη εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται επίσης στους τομείς των ασφαλίσεων και των κινητών αξιών. Επομένως, η ΕΚΤ θα πρέπει να κληθεί να συνεργασθεί στενά με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, το Ευρωπαϊκό συμβούλιο συστημικού κινδύνου και τις άλλες αρχές που αποτελούν τμήμα του ESFS. Η ΕΚΤ πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων των υπολοίπων συμμετεχόντων στο πλαίσιο του ESFS. Θα πρέπει επίσης να απαιτείται η συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές εξυγίανσης και τις διευκολύνσεις που χρηματοδοτούν την άμεση ή έμμεση δημόσια χρηματοπιστωτική συνδρομή.

(32)

Η ΕΚΤ πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά της υπό την επιφύλαξη κάθε σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας και σύμφωνα προς αυτήν, στην οποία περιλαμβάνεται το σύνολο του πρωτογενούς και δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου, οι αποφάσεις της Επιτροπής στο τομέα των κρατικών ενισχύσεων, οι κανόνες ανταγωνισμού και ελέγχου των συγχωνεύσεων και το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων, που εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη. Η ΕΑΤ είναι επιφορτισμένη με την κατάρτιση σχεδίων τεχνικών προτύπων και κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων, που να διασφαλίζουν την εποπτική σύγκλιση και τη συνοχή των εποπτικών αποτελεσμάτων εντός της Ένωσης. Η ΕΚΤ δεν πρέπει να αντικαταστήσει την ΕΑΤ στην άσκηση αυτών των καθηκόντων και, συνεπώς, πρέπει να ασκεί εξουσίες για την έκδοση κανονισμών σύμφωνα με το άρθρο 132 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ) και σε συμμόρφωση με τις ενωσιακές πράξεις που εγκρίνονται από την Επιτροπή βάσει σχεδίων που καταρτίζει η ΕΑΤ και με την επιφύλαξη του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(33)

Αν είναι αναγκαίο η ΕΚΤ συνάπτει μνημόνια συνεννόησης με τις αρχές που είναι αρμόδιες για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου περιγράφεται με γενικούς όρους ο τρόπος με τον οποίο συνεργάζονται μεταξύ τους κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους καθηκόντων δυνάμει της ενωσιακής νομοθεσίας, όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του παρόντος κανονισμού. Τα εν λόγω μνημόνια θα τίθενται στη διάθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και των αρμόδιων αρχών όλων των κρατών μελών.

(34)

Προς εκτέλεση των καθηκόντων της και άσκηση των εποπτικών εξουσιών της, η ΕΚΤ θα πρέπει να εφαρμόζει τους ουσιαστικούς κανόνες που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι εν λόγω κανόνες αποτελούνται από τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία, ιδίως τους άμεσα εφαρμοστέους κανονισμούς ή οδηγίες, όπως είναι οι πράξεις σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τα πιστωτικά ιδρύματα και σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων. Σε περίπτωση που οι ουσιαστικοί κανόνες περί προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων θεσπίζονται με οδηγίες, η ΕΚΤ θα πρέπει να εφαρμόζει την εθνική νομοθεσία περί μεταφοράς αυτών των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη. Σε περίπτωση που η σχετική ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από κανονισμούς και διέπει τομείς, όπου κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η ΕΚΤ πρέπει να εφαρμόζει επίσης την εθνική νομοθεσία με την οποία ασκούνται αυτές οι επιλογές. Οι εν λόγω επιλογές πρέπει να θεωρούνται ότι αποκλείουν επιλογές διαθέσιμες μόνον στις αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές. Αυτό δεν θίγει την αρχή περί υπεροχής του δικαίου της ΕΕ. Εξυπακούεται ότι η ΕΚΤ πρέπει κατά την έγκριση κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων ή κατά τη λήψη αποφάσεων, να βασίζεται και να ενεργεί σύμφωνα με τις σχετικές δεσμευτικές διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας.

(35)

Εντός του πεδίου εφαρμογής των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ, το εθνικό δίκαιο αναθέτει στις αρμόδιες εθνικές αρχές ορισμένες εξουσίες που προς το παρόν δεν απαιτούνται από το ενωσιακό δίκαιο, μεταξύ των οποίων και ορισμένες εξουσίες για έγκαιρη παρέμβαση και πρόληψη. Η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να απαιτεί από τις εθνικές αρχές στα συμμετέχοντα κράτη μέλη να κάνουν χρήση των εξουσιών αυτών προκειμένου να διασφαλίζεται η άσκηση πλήρους και αποτελεσματικής εποπτείας στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού.

(36)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εποπτικοί κανόνες και αποφάσεις εφαρμόζονται από τα πιστωτικά ιδρύματα, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, σε περίπτωση παραβάσεων θα πρέπει να επιβάλλονται αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 132 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (6), η ΕΚΤ δικαιούται να επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές στις επιχειρήσεις λόγω μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους κανονισμούς και τις αποφάσεις της. Επιπλέον, προκειμένου η ΕΚΤ να είναι σε θέση να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της όσον αφορά την επιβολή των εποπτικών κανόνων που προβλέπονται από την άμεσα εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία, η ΕΚΤ θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να επιβάλλει χρηματικά πρόστιμα σε πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών λόγω παράβασης των εν λόγω κανόνων. Οι εθνικές αρχές θα πρέπει να διατηρήσουν τη δυνατότητα να επιβάλουν κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εθνική νομοθεσία για τη μεταφορά οδηγιών της Ένωσης στην εσωτερική έννομη τάξη. Εάν η ΕΚΤ κρίνει σκόπιμο προς εκπλήρωση των καθηκόντων της να επιβάλλονται κυρώσεις για τις εν λόγω παραβάσεις, θα πρέπει να είναι σε θέση να παραπέμπει το ζήτημα στις αρμόδιες εθνικές αρχές προς το σκοπό αυτό.

(37)

Οι εθνικές εποπτικές αρχές διαθέτουν σημαντική και μακρόχρονη εμπειρογνωμοσύνη στην εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην επικράτειά τους, καθώς και όσον αφορά τις οικονομικές, οργανωτικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητές τους. Έχουν συγκροτήσει ένα μεγάλο σώμα αφοσιωμένου και εξαιρετικά εξειδικευμένου προσωπικού για τους σκοπούς αυτούς. Επομένως, για να διασφαλιστεί εποπτεία υψηλού επιπέδου σε ολόκληρη την Ένωση, οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα έχουν την ευθύνη να επικουρούν την ΕΚΤ κατά την προπαρασκευή και την εφαρμογή των σχετικών πράξεων που αφορούν την άσκηση από την ΕΚΤ των εποπτικών της καθηκόντων. Στα καθήκοντά τους θα πρέπει να περιλαμβάνεται ιδίως η συνεχής καθημερινή αξιολόγηση της κατάστασης ενός πιστωτικού ιδρύματος και οι συναφείς επιτόπιες εξακριβώσεις.

(38)

Τα κριτήρια του παρόντος κανονισμού για τον καθορισμό του μεγέθους των ιδρυμάτων που είναι λιγότερο σημαντικά θα εφαρμόζονται στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη με βάση ενοποιημένα στοιχεία. Όταν η ΕΚΤ ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό σε σχέση με όμιλο πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν είναι λιγότερο σημαντικός σε ενοποιημένη βάση, ασκεί τα καθήκοντα αυτά σε ενοποιημένη βάση σε σχέση με τον όμιλο πιστωτικών ιδρυμάτων και σε εξατομικευμένη βάση για τις θυγατρικές τράπεζες και τα υποκαταστήματα του ομίλου που είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη.

(39)

Τα κριτήρια του παρόντος κανονισμού για τον καθορισμό του μεγέθους των ιδρυμάτων που είναι λιγότερο σημαντικά θα πρέπει να διευκρινίζονται σε ένα πλαίσιο που θα εγκριθεί και θα δημοσιευθεί από την ΕΚΤ κατόπιν διαβουλεύσεων με τις εθνικές αρμόδιες αρχές. Σε αυτή τη βάση η ΕΚΤ θα είναι αρμόδια για την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων και θα εξακριβώνει βάσει των δικών της υπολογισμών κατά πόσον πληρούνται αυτά τα κριτήρια. Η αίτηση της ΕΚΤ για παροχή πληροφοριών που θα της επιτρέψουν να πραγματοποιεί τους υπολογισμούς της δεν πρέπει να αναγκάζει τα ιδρύματα να εφαρμόζουν λογιστικά πλαίσια διαφορετικά από εκείνα που ισχύουν βάσει άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης και του εθνικού δικαίου.

(40)

Σε περίπτωση που ένα πιστωτικό ίδρυμα εκτιμηθεί ως σημαντικό ή λιγότερο σημαντικό, αυτή η εκτίμηση δεν πρέπει σε γενικές γραμμές να τροποποιείται συχνότερα από μια φορά κάθε δώδεκα μήνες, εκτός αν γίνουν διαρθρωτικές αλλαγές στους τραπεζικούς ομίλους, όπως συγχωνεύσεις ή διαθέσεις στοιχείων ενεργητικού.

(41)

Όταν αποφασίζεται κατόπιν κοινοποίησης από την αρμόδια εθνική αρχή ότι ένα ίδρυμα είναι σημαντικό για την εγχώρια οικονομία και ότι πρέπει ως εκ τούτου να υπαχθεί στην εποπτεία της ΕΚΤ, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη της όλες τις σχετικές περιστάσεις, μεταξύ άλλων τους όρους ανταγωνισμού.

(42)

Όσον αφορά την εποπτεία διασυνοριακών πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται τόσο εντός όσο και εκτός ευρωζώνης, η ΕΚΤ πρέπει να συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών. Ως αρμόδια αρχή, η ΕΚΤ πρέπει να υπόκειται στις συναφείς υποχρεώσεις συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπει η ενωσιακή νομοθεσία, πρέπει δε να συμμετέχει πλήρως στα σώματα εποπτών. Ακόμη, εφόσον η άσκηση εποπτικών καθηκόντων από ένα ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο αποφέρει σαφή οφέλη για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και την ολοκλήρωση μιας βιώσιμης αγοράς, τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στο ευρώ πρέπει λοιπόν να έχουν και αυτά τη δυνατότητα συμμετοχής στον Ενιαίο εποπτικό μηχανισμό. Ωστόσο, αναγκαία προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων είναι να εφαρμόζονται πλήρως και χωρίς καθυστέρηση οι εποπτικές αποφάσεις. Τα κράτη μέλη που επιθυμούν να συμμετάσχουν στον Ενιαίο εποπτικό μηχανισμό θα πρέπει επομένως να αναλάβουν να διασφαλίσουν ότι οι εθνικές αρμόδιες αρχές τους θα συμμορφώνονται και θα υιοθετούν κάθε μέτρο που αφορά πιστωτικά ιδρύματα, το οποίο ζητείται από την ΕΚΤ. Η ΕΚΤ πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καθιερώνει στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους που δεν συμμετέχει στο ευρώ. Θα πρέπει να υποχρεούται να καθιερώσει τη συνεργασία, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(43)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα συμμετέχοντα κράτη μέλη χωρίς νόμισμα το ευρώ δεν παρίστανται στο διοικητικό συμβούλιο καθόσον δεν έχουν προσχωρήσει στο ευρώ σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ και δεν μπορούν να επωφελούνται πλήρως από άλλους μηχανισμούς που παρέχονται για τα κράτη μέλη της ευρωζώνης, ο παρών κανονισμός προβλέπει πρόσθετες διασφαλίσεις κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ωστόσο, αυτές οι διασφαλίσεις, ειδικότερα η δυνατότητα των συμμετεχόντων κρατών μελών εκτός ευρωζώνης να ζητήσουν τον άμεσο τερματισμό της στενής συνεργασίας αφού ενημερώσουν το διοικητικό συμβούλιο για την αιτιολογημένη διαφωνία τους με σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου, θα πρέπει να εφαρμόζονται σε δεόντως αιτιολογημένες, έκτακτες περιπτώσεις. Πρέπει να εφαρμόζονται μόνον εφόσον ισχύουν οι ειδικές αυτές περιστάσεις. Οι διασφαλίσεις οφείλονται στις ειδικές περιστάσεις στις οποίες βρίσκονται τα συμμετέχοντα κράτη μέλη χωρίς νόμισμα το ευρώ βάσει του παρόντος κανονισμού, εφόσον αυτά δεν παρίστανται στο διοικητικό συμβούλιο και δεν μπορούν να επωφελούνται πλήρως από άλλους μηχανισμούς που παρέχονται για τα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Για τον λόγο αυτό, οι διασφαλίσεις δεν μπορούν και δεν πρέπει να ερμηνευθούν ως προηγούμενο για άλλους τομείς πολιτικής της Ένωσης.

(44)

Κανένα στοιχείο στον παρόντα κανονισμό δεν πρέπει να μεταβάλλει κατ’ οιονδήποτε τρόπο το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη μεταβολή της νομικής μορφής θυγατρικών ή υποκαταστημάτων ούτε την εφαρμογή αυτού του πλαισίου, και δεν νοείται ούτε εφαρμόζεται ως μέσον παροχής κινήτρων υπέρ της μεταβολής αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνονται απολύτως σεβαστές οι αρμοδιότητες των υπεύθυνων εθνικών αρχών των μη συμμετεχόντων κρατών μελών, ούτως ώστε οι εν λόγω αρχές να συνεχίσουν να διαθέτουν επαρκή εποπτικά εργαλεία και εξουσίες επί των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην επικράτειά τους, για να είναι σε θέση να εκπληρώνουν τις αρμοδιότητές τους και να διαφυλάττουν αποτελεσματικά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και το δημόσιο συμφέρον. Επίσης, προκειμένου να βοηθούνται οι αρμόδιες αρχές στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, θα πρέπει οι καταθέτες και οι αρμόδιες αρχές να ενημερώνονται εγκαίρως σε περίπτωση μεταβολής της νομικής μορφής θυγατρικών ή υποκαταστημάτων.

(45)

Προκειμένου να ασκεί τα καθήκοντά της, η ΕΚΤ θα πρέπει να διαθέτει κατάλληλες εποπτικές εξουσίες. Η νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων προβλέπει την ανάθεση ορισμένων εξουσιών σε αρμόδιες αρχές που ορίζονται από τα κράτη μέλη για τους σκοπούς αυτούς. Στο βαθμό που οι εν λόγω εξουσίες εμπίπτουν στο πεδίο των εποπτικών καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ, για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη η ΕΚΤ θα πρέπει να θεωρείται η αρμόδια αρχή και θα πρέπει να διαθέτει τις εξουσίες που ανατίθενται στις αρμόδιες αρχές από την ενωσιακή νομοθεσία. Συμπεριλαμβάνονται οι εξουσίες που ανατίθενται με τις εν λόγω νομικές πράξεις στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και οι εξουσίες που ανατίθενται στις εντεταλμένες αρχές.

(46)

Η ΕΚΤ πρέπει να έχει την εποπτική εξουσία να απομακρύνει ένα μέλος ενός διαχειριστικού οργάνου κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(47)

Προκειμένου να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της, η ΕΚΤ πρέπει να μπορεί να απαιτεί όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις, ενδεχομένως σε συνεργασία με εθνικές αρμόδιες αρχές. Η ΕΚΤ και οι εθνικές αρμόδιες εποπτικές αρχές θα έχουν πρόσβαση στις ίδιες πληροφορίες χωρίς τα πιστωτικά ιδρύματα να υπόκεινται σε απαιτήσεις διπλής υποβολής εκθέσεων.

(48)

Το δικηγορικό απόρρητο αποτελεί θεμελιώδη αρχή του ενωσιακού δικαίου που προστατεύει την εμπιστευτικότητα της επικοινωνίας ανάμεσα σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα και τους νομικούς συμβούλους τους, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(49)

Όταν η ΕΚΤ ζητεί πληροφορίες από πρόσωπο εγκατεστημένο σε μη συμμετέχον κράτος μέλος αλλά ανήκον σε πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία εγκατεστημένη σε συμμετέχον κράτος μέλος, ή από πρόσωπο στο οποίο ένα πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοδοτική εταιρεία έχει αναθέσει υπεργολαβικώς επιχειρησιακά καθήκοντα ή δραστηριότητες, και εφόσον οι παραπάνω απαιτήσεις δεν εφαρμόζονται και δεν μπορούν να επιβληθούν σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη, η ΕΚΤ πρέπει να αναλάβει τον συντονισμό με την αρμόδια αρχή του οικείου μη συμμετέχοντος κράτους μέλους.

(50)

Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει την εφαρμογή των κανόνων που θεσπίζονται με τα άρθρα 34 και 42 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που επισυνάπτεται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και στη ΣΛΕΕ («καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ»). Οι πράξεις τις οποίες εκδίδει η ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν δημιουργούν δικαιώματα και δεν επιβάλλουν υποχρεώσεις στα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη, εκτός εάν οι εν λόγω πράξεις είναι σύμφωνες προς τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, βάσει του πρωτοκόλλου αριθ. 4 και του πρωτοκόλλου αριθ. 15 για ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, που επισυνάπτεται στην ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ.

(51)

Σε περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα ασκούν το δικαίωμά τους για εγκατάσταση ή για παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος, ή σε περίπτωση που διάφορες οντότητες ενός ομίλου είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη, η ενωσιακή νομοθεσία προβλέπει ειδικές διαδικασίες και κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των συγκεκριμένων κρατών μελών. Εφόσον η ΕΚΤ αναλαμβάνει ορισμένα εποπτικά καθήκοντα για όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, οι εν λόγω διαδικασίες και κατανομή αρμοδιοτήτων δεν θα πρέπει να ισχύουν για την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης ή παροχής υπηρεσιών σε άλλο συμμετέχον κράτος μέλος.

(52)

Όταν ασκεί τα καθήκοντά της βάσει του παρόντος κανονισμού και ζητεί τη συνδρομή των εθνικών αρμόδιων αρχών, η ΕΚΤ οφείλει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την ορθή εξισορρόπηση της συμμετοχής όλων των σχετικών εθνικών αρχών, σύμφωνα με τις ευθύνες της μεμονωμένης, υποενοποιημένης και ενοποιημένης εποπτείας που προβλέπονται στην ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία.

(53)

Κανένα στοιχείο του παρόντος κανονισμού δεν πρέπει να νοείται ως ότι αναθέτει στην ΕΚΤ την εξουσία να επιβάλλει κυρώσεις σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα εκτός από πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, με την επιφύλαξη της εξουσίας της ΕΚΤ να απαιτεί από τις εθνικές αρχές να ενεργούν για να διασφαλίσουν την επιβολή ενδεδειγμένων κυρώσεων.

(54)

Εφόσον έχει ιδρυθεί από τις Συνθήκες, η ΕΚΤ είναι θεσμικό όργανο της Ένωσης συνολικά. Στο πλαίσιο των διαδικασιών της για τη λήψη αποφάσεων, η ΕΚΤ θα πρέπει να δεσμεύεται από τους ενωσιακούς κανόνες και τις γενικές αρχές για τήρηση της νομιμότητας και διαφάνεια. Το δικαίωμα ακρόασης των αποδεκτών των αποφάσεων της ΕΚΤ πρέπει να γίνεται πλήρως σεβαστό, καθώς και το δικαίωμά τους να ζητούν επανεξέταση αποφάσεων της ΕΚΤ σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(55)

Η ανάθεση εποπτικών καθηκόντων συνεπάγεται τη σημαντική ευθύνη για την ΕΚΤ να διασφαλίζει τη χρηματοοικονομική σταθερότητα στην Ένωση και να χρησιμοποιεί τις εποπτικές εξουσίες της κατά τον πλέον αποτελεσματικό και αναλογικό τρόπο. Οιαδήποτε μετατόπιση των εξουσιών εποπτείας από το επίπεδο κράτους μέλους σε επίπεδο Ένωσης πρέπει να ισοσταθμίζεται από τις δέουσες απαιτήσεις διαφάνειας και λογοδοσίας. Συνεπώς, η ΕΚΤ θα πρέπει να λογοδοτεί για την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, θεσμικά όργανα δημοκρατικά νομιμοποιημένα που εκπροσωπούν τους πολίτες της ΕΕ και τα κράτη μέλη. Η λογοδοσία περιλαμβάνει τακτική υποβολή εκθέσεων και απάντηση στις ερωτήσεις που υποβάλλει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθώς και η Ευρωομάδα σύμφωνα με τους αντιστοίχους διαδικαστικούς κανόνες. Οιαδήποτε υποχρέωση υποβολής εκθέσεων πρέπει να διέπεται από τις σχετικές απαιτήσεις τήρησης επαγγελματικού απορρήτου.

(56)

Η ΕΚΤ θα πρέπει επίσης να διαβιβάζει τις εκθέσεις, τις οποίες υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στα εθνικά κοινοβούλιο τα συμμετεχόντων κρατών μελών. Τα εθνικά κοινοβούλια των συμμετεχόντων κρατών μελών πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απευθύνουν παρατηρήσεις ή ερωτήματα στην ΕΚΤ σχετικά με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της, στα οποία η ΕΚΤ δύναται να απαντά. Οι εσωτερικοί κανονισμοί αυτών των εθνικών κοινοβουλίων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις λεπτομέρειες των σχετικών διαδικασιών και ρυθμίσεων για την υποβολή των παρατηρήσεων και ερωτημάτων στην ΕΚΤ. Εν προκειμένω πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις παρατηρήσεις ή τα ερωτήματα που αφορούν την ανάκληση των αδειών λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων βάσει της οποίας έχουν αναληφθεί οι δράσεις που είναι απαραίτητες για την εξυγίανση ή τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας από τις εθνικές αρχές σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στον παρόντα κανονισμό. Το εθνικό κοινοβούλιο ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους πρέπει να είναι σε θέση να καλεί τον Πρόεδρο ή έναν εκπρόσωπο του εποπτικού συμβουλίου να συμμετάσχει σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στο εν λόγω κράτος μέλος, μαζί με εκπρόσωπο της εθνικής αρμόδιας αρχής. Αυτός ο ρόλος των εθνικών κοινοβουλίων ενδείκνυται λαμβανομένου υπόψη του δυνητικού αντίκτυπου που μπορούν να έχουν τα εποπτικά μέτρα στα δημόσια οικονομικά, στα πιστωτικά ιδρύματα, τους πελάτες και τους εργαζομένους τους καθώς και στις αγορές στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Σε περίπτωση που οι εθνικές αρμόδιες αρχές προβαίνουν σε ενέργειες βάσει του παρόντος κανονισμού, πρέπει να εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις περί λογοδοσίας που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία.

(57)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το δικαίωμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να συγκροτήσει προσωρινή ερευνητική επιτροπή για τη διερεύνηση καταγγελλόμενων παραβάσεων ή περιπτώσεων κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 226 ΣΛΕΕ, ή να ασκεί τα καθήκοντα πολιτικού ελέγχου όπως προβλέπονται στις Συνθήκες, καθώς και το δικαίωμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να εγκρίνει θέση ή να εκδίδει ψήφισμα για θέματα που θεωρεί ενδεδειγμένα.

(58)

Στο πλαίσιο της δράσης της, η ΕΚΤ οφείλει να συμμορφώνεται με τις αρχές της τήρησης της νομιμότητας και της διαφάνειας.

(59)

Ο κανονισμός που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ πρέπει να καθορίζει τους λεπτομερείς κανόνες για την πρόσβαση στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή της ΕΚΤ στα πλαίσια της εκτέλεσης των εποπτικών καθηκόντων της, κατ’ εφαρμογή της ΣΛΕΕ.

(60)

Σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να ελέγχει τη νομιμότητα των νομοθετικών πράξεων, μεταξύ άλλων της ΕΚΤ, πλην συστάσεων ή γνωμών, οι οποίες πράξεις παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων.

(61)

Σύμφωνα με το άρθρο 340 ΣΛΕΕ, η ΕΚΤ θα πρέπει να αποκαθιστά σύμφωνα με τις γενικές αρχές, που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, τις ζημιές που προξενεί η ίδια ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αυτό δεν θίγει την ευθύνη που φέρουν οι εθνικές αρμόδιες αρχές προς αποκατάσταση οιασδήποτε ζημίας προκλήθηκε από τις ίδιες ή τους υπαλλήλους τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους κατ’ εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας.

(62)

Ο κανονισμός 1 του Συμβουλίου περί του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (7) θα πρέπει να εφαρμόζεται στην ΕΚΤ δυνάμει του άρθρου 342 της ΣΛΕΕ.

(63)

Όταν αποφασίζει αν πρέπει να περιοριστεί το δικαίωμα πρόσβασης των ενδιαφερόμενων προσώπων σε έναν φάκελο, η ΕΚΤ θα πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και να τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και αμερόληπτης δικαιοσύνης.

(64)

Η ΕΚΤ θα πρέπει να παρέχει στα φυσικά και νομικά πρόσωπα τη δυνατότητα να ζητούν την επανεξέταση των αποφάσεων που λαμβάνονται δυνάμει των εξουσιών που της ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό και των οποίων είναι αποδέκτες, ή που τα αφορούν άμεσα και ατομικά. Το πεδίο εφαρμογής της επανεξέτασης πρέπει να αφορά τη διαδικαστική και ουσιαστική συμμόρφωση αυτών των αποφάσεων με τον παρόντα κανονισμό στα πλαίσια του περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στην ΕΚΤ να αποφασίζει σχετικά με τη σκοπιμότητα λήψης αυτών των αποφάσεων. Για το σκοπό αυτό και για λόγους διαδικαστικής οικονομίας η ΕΚΤ θα πρέπει να συγκροτήσει Διοικητική Επιτροπή Ελέγχου που θα εκτελεί αυτήν την εσωτερική επανεξέταση. Για τη συγκρότηση της υπηρεσίας, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θα πρέπει να διορίσει πρόσωπα υψίστου κύρους. Κατά τη λήψη της απόφασής του το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να διασφαλίζει κατά το δυνατόν κατάλληλη γεωγραφική ισορροπία και την ισόρροπη συμμετοχή των φύλων από το σύνολο των κρατών μελών. Η διαδικασία επανεξέτασης πρέπει να παρέχει στο διοικητικό συμβούλιο τη δυνατότητα να επανεξετάζει με ενδεδειγμένο τρόπο το προηγούμενο σχέδιο απόφασής του.

(65)

Η ΕΚΤ είναι αρμόδια για την άσκηση καθηκόντων νομισματικής πολιτικής με σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Η άσκηση των εποπτικών καθηκόντων έχει ως στόχο την προστασία της ασφάλειας και της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος. Θα πρέπει συνεπώς να ασκούνται εντελώς χωριστά, προκειμένου να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων και να διασφαλίζεται ότι κάθε καθήκον ασκείται σε συνάρτηση με τους επιδιωκόμενους στόχους. Η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίσει ότι το διοικητικό συμβούλιο λειτουργεί με εντελώς διαφοροποιημένο τρόπο, όσον αφορά τα νομισματικά και εποπτικά καθήκοντα. Η διαφοροποίηση αυτή θα πρέπει, τουλάχιστον, να συνεπάγεται αυστηρά διαχωρισμένες συνεδριάσεις και ημερήσιες διατάξεις.

(66)

Ο οργανωτικός διαχωρισμός του προσωπικού πρέπει να αφορά όλες τις υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για το σκοπό της ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής και πρέπει να διασφαλίζει ότι η άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό υπόκειται πλήρως σε δημοκρατική λογοδοσία και επίβλεψη, όπως προβλέπει ο παρών κανονισμός. Το προσωπικό που συμμετέχει στην άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει να υποβάλλει εκθέσεις στον Πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου.

(67)

Συγκεκριμένα, θα πρέπει να συσταθεί στο πλαίσιο της ΕΚΤ ένα εποπτικό συμβούλιο, αρμόδιο για την προπαρασκευή αποφάσεων επί εποπτικών θεμάτων, όπου θα ενσωματώνεται η ειδική εμπειρογνωμοσύνη των εθνικών εποπτικών αρχών. Το συμβούλιο θα πρέπει συνεπώς να προεδρεύεται από έναν Πρόεδρο, να διαθέτει αντιπρόεδρο και να απαρτίζεται από εκπροσώπους της ΕΚΤ και των αρμοδίων εθνικών αρχών Κατά τους διορισμούς για τη συγκρότηση του εποπτικού συμβουλίου κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές της ισόρροπης συμμετοχής των φύλων και της ενδεδειγμένης πείρας και προσόντων. Όλα τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου θα πρέπει να ενημερώνονται εγκαίρως και διεξοδικώς για τα σημεία της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεών του ώστε να διευκολύνεται η αποτελεσματικότητα των συζητήσεων και η διαδικασία σύνταξης των σχεδίων αποφάσεων.

(68)

Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, το εποπτικό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη όλα τα σημαντικά γεγονότα και όλες τις περιστάσεις στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και ασκεί τα καθήκοντά του προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου.

(69)

Τηρώντας πλήρως τις θεσμικές ρυθμίσεις και τους κανόνες ψηφοφορίας που ορίζονται στις Συνθήκες το εποπτικό συμβούλιο θα πρέπει να αποτελεί βασικό όργανο για την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ, τα οποία καθήκοντα ανήκαν μέχρι σήμερα στις εθνικές αρμόδιες αρχές. Για τους λόγους αυτούς το Συμβούλιο πρέπει να έχει την εξουσία έκδοσης της εκτελεστικής απόφασης για το διορισμό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του εποπτικού συμβουλίου. Ύστερα από ακρόαση του εποπτικού συμβουλίου, η ΕΚΤ υποβάλλει πρόταση διορισμού του Προέδρου και του Αντιπροέδρου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς έγκριση. Μόλις εγκριθεί η πρόταση, το Συμβούλιο εκδίδει αυτήν την εκτελεστική απόφαση. Ο πρόεδρος πρέπει να επιλέγεται βάσει ανοικτής διαδικασίας επιλογής, σχετικά με την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πρέπει να ενημερώνονται δεόντως.

(70)

Για να υπάρχει κατάλληλη εναλλαγή με ταυτόχρονη διασφάλιση της πλήρους ανεξαρτησίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, η θητεία τους δεν θα πρέπει να υπερβαίνει την πενταετία ούτε να είναι ανανεώσιμη. Για να διασφαλίζεται πλήρης συντονισμός με τις δραστηριότητες της ΕΑΤ και με τις πολιτικές της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία, το εποπτικό συμβούλιο θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καλεί ως παρατηρητές την ΕΑΤ και την Επιτροπή. Αφού συσταθεί η Ευρωπαϊκή Αρχή Εξυγίανσης, ο Πρόεδρός της θα πρέπει να συμμετέχει ως παρατηρητής στις συνεδριάσεις του εποπτικού συμβουλίου.

(71)

Το εποπτικό συμβούλιο πρέπει να επικουρείται από διευθύνουσα επιτροπή με πιο περιορισμένη σύνθεση. Η διευθύνουσα επιτροπή πρέπει να προετοιμάζει τις συνεδριάσεις του εποπτικού συμβουλίου και να ασκεί τα καθήκοντά της αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου, πρέπει δε να συνεργάζεται με το εποπτικό συμβούλιο με όρους πλήρους διαφάνειας.

(72)

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ προσκαλεί τους εκπροσώπους των συμμετεχόντων κρατών μελών που δεν έχουν νόμισμα το ευρώ κάθε φορά που σχεδιάζει να αντιταχθεί σε σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου ή όταν οι συγκεκριμένες αρμόδιες εθνικές αρχές ενημερώνουν το Διοικητικό Συμβούλιο ότι διαφωνούν αιτιολογημένα με σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου, εφόσον η εν λόγω απόφαση απευθύνεται στις εθνικές αρχές και αφορά πιστωτικά ιδρύματα συμμετεχόντων κρατών μελών που δεν έχουν νόμισμα το ευρώ.

(73)

Για να διασφαλιστεί ο διαχωρισμός μεταξύ καθηκόντων νομισματικής πολιτικής και εποπτικών καθηκόντων, η ΕΚΤ θα πρέπει να κληθεί να συγκροτήσει επιτροπή μεσολάβησης. Η συγκρότηση της επιτροπής μεσολάβησης, και ιδίως η σύνθεσή της, πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι διαφορές απόψεων θα επιλύονται με ισορροπημένο τρόπο προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου.

(74)

Το εποπτικό συμβούλιο, η διευθύνουσα επιτροπή και το προσωπικό της ΕΚΤ που ασκεί εποπτικά καθήκοντα θα πρέπει να υπόκεινται σε κατάλληλες απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου. Παρεμφερείς απαιτήσεις θα πρέπει να ισχύουν για την ανταλλαγή πληροφοριών με το προσωπικό της ΕΚΤ που δεν συμμετέχει στις εποπτικές δραστηριότητες. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει την ΕΚΤ να ανταλλάσσει πληροφορίες, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη σχετική ενωσιακή νομοθεσία, μεταξύ άλλων με την Επιτροπή, για τους σκοπούς των καθηκόντων της βάσει των άρθρων 107 και 108 της ΣΛΕΕ και βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας για ενισχυμένη οικονομική και δημοσιονομική επιτήρηση.

(75)

Για την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων, η ΕΚΤ θα πρέπει να εκτελεί τα εποπτικά καθήκοντα της με πλήρη ανεξαρτησία, ιδίως από αδικαιολόγητη πολιτική επιρροή και από παρεμβάσεις του οικείου κλάδου που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την επιχειρησιακή της ανεξαρτησία.

(76)

Η παρεμβολή περιόδων ισχύος περιορισμών αναφορικά με τη δυνατότητα ανάληψης επαγγελματικών δραστηριοτήτων («cooling-off period») για τις εποπτικές αρχές αποτελεί σημαντικό μέσο διασφάλισης της αποτελεσματικότητας και της ανεξαρτησίας της εποπτείας που διενεργείται από αυτές τις αρχές. Προς το σκοπό αυτόν και με την επιφύλαξη της εφαρμογής αυστηρότερων εθνικών κανόνων η ΕΚΤ πρέπει να καθορίσει και να διατηρήσει περιεκτικές και τυπικές διαδικασίες, μεταξύ άλλων αναλογικές περιόδους επανεξέτασης, ώστε να αξιολογεί εκ των προτέρων και να προλαμβάνει πιθανές συγκρούσεις με τα έννομα συμφέροντα των ΕΕΜ/ΕΚΤ σε περίπτωση που ένα πρώην μέλος του εποπτικού συμβουλίου αρχίζει να εργάζεται στον τραπεζικό κλάδο τον οποίον κάποτε επόπτευε.

(77)

Προκειμένου να ασκεί αποτελεσματικά τα εποπτικά καθήκοντά της, η ΕΚΤ θα πρέπει να διαθέτει επαρκείς πόρους. Οι εν λόγω πόροι θα πρέπει να συγκεντρώνονται κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία της ΕΚΤ από αδικαιολόγητη επιρροή από πλευράς των εθνικών αρμόδιων αρχών και των παραγόντων της αγοράς, καθώς και ο διαχωρισμός μεταξύ των καθηκόντων νομισματικής πολιτικής και εποπτείας. Το κόστος της εποπτείας θα πρέπει να βαρύνει τις οντότητες που υπόκεινται σε αυτήν. Συνεπώς, η άσκηση των εποπτικών καθηκόντων από την ΕΚΤ θα πρέπει να χρηματοδοτείται από ετήσια τέλη τα οποία χρεώνονται στα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Πρέπει επίσης να είναι σε θέση να επιβάλει τέλη στα υποκαταστήματα που έχουν εγκατασταθεί σε συμμετέχοντα κράτη μέλη από πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε μη συμμετέχον κράτος μέλος για την κάλυψη των δαπανών που βαρύνουν την ΕΚΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων της ως εποπτικής αρχής υποδοχής για τα εν λόγω υποκαταστήματα. Στην περίπτωση που η εποπτεία ενός πιστωτικού ιδρύματος ή υποκαταστήματος ασκείται σε ενοποιημένη βάση, το τέλος θα πρέπει να επιβάλλεται στο υψηλότερο επίπεδο του πιστωτικού ιδρύματος στο πλαίσιο του ομίλου που είναι εγκατεστημένος στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Ο υπολογισμός των τελών θα πρέπει να αποκλείει τυχόν θυγατρικές εγκατεστημένες σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη.

(78)

Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, το τέλος πρέπει να ορίζεται στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης εντός των συμμετεχόντων κρατών μελών και να καταμερίζεται στα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχον κράτος μέλος και υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια που αφορούν τη σπουδαιότητα και το προφίλ κινδύνου συμπεριλαμβανομένων των σταθμισμένων βάσει κινδύνου στοιχείων ενεργητικού.

(79)

Για την αποτελεσματική εποπτεία απαιτείται προσωπικό με υψηλή επαγγελματική συνείδηση, καλή εκπαίδευση και αμεροληψία. Προκειμένου να δημιουργηθεί ένας γνήσια ολοκληρωμένος εποπτικός μηχανισμός, θα πρέπει να προβλέπεται ενδεδειγμένη απόσπαση και ανταλλαγή προσωπικού με τις αρμόδιες εθνικές αρχές και την ΕΚΤ, καθώς και μεταξύ αυτών. Για να εξασφαλίζεται ο έλεγχος από ομοτίμους σε συνεχή βάση, ιδίως κατά την εποπτεία μεγάλων πιστωτικών ιδρυμάτων, η ΕΚΤ θα πρέπει να μπορεί να ζητεί να συμμετέχει στις εθνικές εποπτικές ομάδες και προσωπικό από αρμόδιες αρχές άλλων συμμετεχόντων κρατών μελών, ώστε να είναι δυνατή η συγκρότηση ομάδων εποπτείας με γεωγραφική ποικιλότητα και ειδική εμπειρογνωμοσύνη και χαρακτηριστικά. Με την ανταλλαγή και την απόσπαση προσωπικού καθιερώνεται μια κοινή αντίληψη για την εποπτεία. Η ΕΚΤ παρέχει σε τακτική βάση πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των υπαλλήλων από τις εθνικές αρμόδιες αρχές οι οποίοι έχουν αποσπασθεί στην ΕΚΤ για τους σκοπούς του ΕΕΜ.

(80)

Λόγω της παγκοσμιοποίησης των τραπεζικών υπηρεσιών και της αυξημένης σημασίας των διεθνών προτύπων, η ΕΚΤ θα πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά της όσον αφορά τα διεθνή πρότυπα και με διάλογο και στενή συνεργασία με τις εποπτικές αρχές εκτός Ένωσης, χωρίς να επικαλύπτει το διεθνή ρόλο της ΕΑΤ. Θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με τις εποπτικές αρχές και τις διοικητικές υπηρεσίες τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς, σε συντονισμό με την ΕΑΤ και με πλήρη σεβασμό των υφιστάμενων ρόλων και των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

(81)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (8) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (9), εφαρμόζονται πλήρως όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΚΤ για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(82)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (10) ισχύει για την ΕΚΤ. Η ΕΚΤ έχει εκδώσει την απόφαση ΕΚΤ/2004/11 (11) σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες διεξαγωγής ερευνών από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

(83)

Για να διασφαλιστεί ότι τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε εποπτεία ύψιστης ποιότητας, απερίσπαστη από άλλες εκτιμήσεις που δεν έχουν σχέση με την προληπτική εποπτεία, και ότι οι αρνητικές αλληλοτροφοδοτούμενες επιπτώσεις από τις εξελίξεις των αγορών που αφορούν πιστωτικά ιδρύματα και κράτη μέλη αντιμετωπίζονται εγκαίρως και αποτελεσματικά, η ΕΚΤ θα πρέπει να αρχίσει να ασκεί ειδικά εποπτικά καθήκοντα το συντομότερο δυνατόν. Ωστόσο, για τη μεταβίβαση εποπτικών καθηκόντων από τις εθνικές εποπτικές αρχές στην ΕΚΤ απαιτείται κάποια προετοιμασία. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προβλεφθεί κατάλληλη περίοδος σταδιακής εφαρμογής.

(84)

Κατά την έγκριση των λεπτομερών επιχειρησιακών ρυθμίσεων για την εκπλήρωση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ από τον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ πρέπει να προβλέψει μεταβατικές ρυθμίσεις που θα εξασφαλίζουν ότι θα ολοκληρωθούν εποπτικές διαδικασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη, μεταξύ άλλων τυχόν αποφάσεις και/ή μέτρα που εγκρίθηκαν ή έρευνα που δρομολογήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(85)

Στην ανακοίνωση της 28ης Νοεμβρίου 2012 με τίτλο «Σχέδιο στρατηγικής για μια βαθιά και ουσιαστική οικονομική και νομισματική ένωση», η Επιτροπή αναφέρει τα εξής: «Θα μπορούσε να τροποποιηθεί το άρθρο 127 παράγραφος 6 της ΣΛΕΕ ώστε να καταστεί εφαρμοστέα η συνήθης νομοθετική διαδικασία και να εξαλειφθούν ορισμένοι από τους νομικούς περιορισμούς που θέτει σήμερα για το σχεδιασμό του ΕΕΜ (δηλαδή να θεσπιστεί η δυνατότητα άμεσης και αμετάκλητης δήλωσης συμμετοχής στον ΕΕΜ των κρατών μελών που δεν έχουν νόμισμα το ευρώ, πέραν των ορίων του μοντέλου της «στενής συνεργασίας», να χορηγηθούν στα κράτη μέλη που δεν έχουν νόμισμα το ευρώ και συμμετέχουν στον ΕΕΜ πλήρως ίσα δικαιώματα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ, και να προωθηθεί ακόμη περισσότερο ο εσωτερικός διαχωρισμός της λήψης αποφάσεων σε θέματα νομισματικής πολιτικής και εποπτείας)». Αναφέρει επίσης ότι «ένα συγκεκριμένο σημείο που πρέπει να καλυφθεί θα πρέπει να είναι η ενίσχυση της δημοκρατικής λογοδοσίας της ΕΚΤ, εφόσον ενεργεί ως τραπεζική εποπτική αρχή». Υπενθυμίζεται ότι η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει ότι προτάσεις τροποποίησής της μπορούν να υποβάλλουν οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και μπορούν να αφορούν οιαδήποτε πτυχή των Συνθηκών.

(86)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και αμερόληπτης δικαιοσύνης, θα πρέπει δε να εφαρμόζεται κατ’ εφαρμογή των εν λόγω δικαιωμάτων και αρχών.

(87)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η δημιουργία αποδοτικού και αποτελεσματικού εποπτικού πλαισίου για την άσκηση ειδικών εποπτικών καθηκόντων σε πιστωτικά ιδρύματα από θεσμικό όργανο της Ένωσης, και η διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων στα πιστωτικά ιδρύματα, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω της πανευρωπαϊκής δομής της τραπεζικής αγοράς και του αντικτύπου των πτωχεύσεων πιστωτικών ιδρυμάτων σε άλλα κράτη μέλη, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Αντικείμενο και ορισμοί

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Με τον παρόντα κανονισμό ανατίθενται στην ΕΚΤ ειδικά καθήκοντα σχετικά με τις πολιτικές προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, με σκοπό να συμβάλει στην ασφάλεια και την ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην ΕΕ και σε κάθε κράτος μέλος, διαφυλασσομένης πλήρως της ενότητας και της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς με γνώμονα την ίση μεταχείριση των πιστωτικών ιδρυμάτων προς αποτροπή της καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας.

Ιδρύματα αναφερόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (12) εξαιρούνται από τα εποπτικά καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού. Η έκταση των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ περιορίζεται στην προληπτική ρύθμιση των πιστωτικών ιδρυμάτων δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Ο παρών κανονισμός δεν εκχωρεί στην ΕΚΤ άλλα εποπτικά καθήκοντα, όπως καθήκοντα προληπτικής εποπτείας των κεντρικών αντισυμβαλλόμενων.

Κατά την άσκηση των καθηκόντων της στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, και με επιφύλαξη του στόχου για κατοχύρωση της ασφάλειας και ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, η ΕΚΤ λαμβάνει πλήρως υπόψη τις διαφορές στον τύπο, στα επιχειρησιακά μοντέλα και στο μέγεθος των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Καμία πράξη, πρόταση ή πολιτική της ΕΚΤ δεν εισάγει, άμεσα ή έμμεσα, διακρίσεις κατά κράτους μέλους ή ομάδας κρατών μελών ως τόπου παροχής τραπεζικών ή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών σε οποιοδήποτε νόμισμα.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων και των συναφών εξουσιών που έχουν οι αρμόδιες αρχές από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη να ασκούν εποπτικά καθήκοντα, τα οποία δεν ανατίθενται στην ΕΚΤ από τον παρόντα κανονισμό.

Εξάλλου, ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις ευθύνες και τις σχετικές εξουσίες των εθνικών ή των εντεταλμένων αρχών των συμμετεχόντων κρατών μελών για τη χρήση μακροπροληπτικών εργαλείων, τα οποία δεν προβλέπονται στις σχετικές νομοθετικές πράξεις της Ένωσης.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι εξής ορισμοί:

1)   «συμμετέχον κράτος μέλος»: κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα είναι το ευρώ ή κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ, το οποίο όμως έχει αναπτύξει στενή συνεργασία με την ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 7,

2)   «εθνική αρμόδια αρχή»: οποιαδήποτε εθνική αρμόδια αρχή που ορίζεται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (13) και την οδηγία 2013/36/ΕΕ,

3)   «πιστωτικά ιδρύματα»: πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

4)   «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών»: χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, σημείο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

5)   «μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15) της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (14),

6)   «χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων»: χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 14 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ,

7)   «εντεταλμένη εθνική αρχή»: αρχή ορισθείσα από συμμετέχον κράτος μέλος κατά την έννοια των σχετικών νομοθετικών πράξεων της Ένωσης,

8)   «ειδική συμμετοχή»: ειδική συμμετοχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, σημείο 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

9)   «ενιαίος εποπτικός μηχανισμός (ΕΕΜ)»: ένα ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοπιστωτικής εποπτείας που απαρτίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και εθνικές αρμόδιες αρχές συμμετεχόντων κρατών μελών όπως περιγράφονται στο άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Συνεργασία και καθήκοντα

Άρθρο 3

Συνεργασία

1.   Η ΕΚΤ συνεργάζεται στενά με την Ευρωπαϊκή Αρχή Πιστωτικών ιδρυμάτων, την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και τις άλλες αρχές, που αποτελούν μέρη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ESFS) και εξασφαλίζουν επαρκές επίπεδο ρύθμισης και εποπτείας στην Ένωση.

Όταν κρίνεται αναγκαίο, η ΕΚΤ συνάπτει μνημόνια συμφωνίας με τις αρχές των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων. Τα εν λόγω μνημόνια τίθενται στη διάθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και των αρμόδιων αρχών όλων των κρατών μελών.

2.   Για τους σκοπούς τους παρόντος κανονισμού, η ΕΚΤ συμμετέχει στο Συμβούλιο Εποπτών της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 40 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.   Η ΕΚΤ εκτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων των ΕΑΤ, ΕΑΚΑΑ, ΕΑΑΕΣ και ΕΣΣΚ.

4.   Η ΕΚΤ συνεργάζεται στενά με τις αρχές οι οποίες έχουν εξουσιοδοτηθεί για την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων, περιλαμβανομένης και της εκπόνησης των σχεδίων εξυγίανσης.

5.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 1, 4 και 6, η ΕΚΤ συνεργάζεται στενά με κάθε δημόσιο μηχανισμό χρηματοπιστωτικής στήριξης συμπεριλαμβανομένων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), ειδικότερα όταν ο εν λόγω μηχανισμός έχει χορηγήσει ή ενδέχεται να χορηγήσει άμεση ή έμμεση χρηματοπιστωτική στήριξη σε πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στο άρθρο 4.

6.   Η ΕΚΤ και οι αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών συνάπτουν μνημόνιο συνεννόησης στο οποίο περιγράφεται με γενικούς όρους ο τρόπος με τον οποίο συνεργάζονται μεταξύ τους κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους καθηκόντων δυνάμει της ενωσιακής νομοθεσίας, όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του άρθρου 2. Το μνημόνιο επανεξετάζεται τακτικά.

Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, η ΕΚΤ συνάπτει μνημόνιο συνεννόησης με την αρμόδια αρχή κάθε μη συμμετέχοντος κράτους μέλους που αποτελεί έδρα τουλάχιστον ενός διεθνούς ιδρύματος με συστημική σπουδαιότητα, όπως ορίζεται στην ενωσιακή νομοθεσία.

Κάθε μνημόνιο επανεξετάζεται τακτικά και δημοσιεύεται με την επιφύλαξη κατάλληλης επεξεργασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών.

Άρθρο 4

Καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ

1.   Στο πλαίσιο του άρθρου 6, η ΕΚΤ, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα να εκτελεί, για σκοπούς προληπτικής εποπτείας, τα κατωτέρω καθήκοντα όσον αφορά όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη:

α)

Να χορηγεί άδεια λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα και να ανακαλεί την άδεια αυτή υπό την προϋπόθεση των διατάξεων του άρθρου 14,

β)

όσον αφορά πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε συμμετέχον κράτος μέλος, τα οποία επιθυμούν να ιδρύσουν υποκατάστημα ή να παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, να εκτελεί τα καθήκοντα που θα ανατεθούν στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δυνάμει της ενωσιακής νομοθεσίας,

γ)

Να αξιολογεί γνωστοποιήσεις για την απόκτηση και τη διάθεση ειδικών συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα, πλην της περίπτωσης της εξυγίανσης των τραπεζών, και με επιφύλαξη του άρθρου 15,

δ)

Να διασφαλίζει συμμόρφωση με τις πράξεις που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 3 διά των οποίων επιβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στους τομείς των ιδίων κεφαλαίων, της τιτλοποίησης, των ορίων μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, της ρευστότητας, της μόχλευσης, καθώς και απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων και δημοσίευσης πληροφοριών σχετικά με τα εν λόγω θέματα,

ε)

Να διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς τις πράξεις που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 3, οι οποίες υποχρεώνουν τα πιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν άρτιες ρυθμίσεις διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των ικανοτήτων και του ήθους των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση των πιστωτικών ιδρυμάτων, των διαδικασιών εκτίμησης του κινδύνου, των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου, των πολιτικών και πρακτικών αμοιβής και των αποτελεσματικών διαδικασιών για την εκτίμηση της επάρκειας ιδίων κεφαλαίων, περιλαμβανομένων των υποδειγμάτων εσωτερικής διαβάθμισης.

στ)

Να διενεργεί εποπτικούς ελέγχους, ενδεχομένως και σε συντονισμό με την ΕΑΤ, προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων και πιθανή δημοσίευσή τους, προκειμένου να προσδιορίζει κατά πόσον οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζονται από τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους, εξασφαλίζουν υγιή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων τους, και, βάσει του εποπτικού ελέγχου, να επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα ειδικές απαιτήσεις πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων, δημοσίευσης, ρευστότητας και άλλα μέτρα, στις ειδικές περιπτώσεις που παρέχονται στις αρμόδιες αρχές διά της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας·

ζ)

Να ασκεί εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στις μητρικές των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένες σε ένα από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και στις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, και να συμμετέχει στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, μεταξύ άλλων σε σώματα εποπτών με την επιφύλαξη της συμμετοχής εθνικών αρμόδιων αρχών σε αυτά τα σώματα με την ιδιότητα του παρατηρητή, όσον αφορά μητρικές μη εγκατεστημένες σε ένα από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη,

η)

Να συμμετέχει στη συμπληρωματική εποπτεία ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων όσον αφορά πιστωτικά ιδρύματα τα οποία περιλαμβάνει, και να αναλαμβάνει τα καθήκοντα συντονιστή στην περίπτωση που η ΕΚΤ ορίζεται ως ο συντονιστής για έναν χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τα κριτήρια της ενωσιακής νομοθεσίας,

θ)

Να εκτελεί εποπτικά καθήκοντα όσον αφορά τα σχέδια ανάκαμψης και την έγκαιρη παρέμβαση, όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα ή όμιλος έναντι των οποίων η ΕΚΤ είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δεν πληρούν ή είναι πιθανό να παραβούν τις ισχύουσες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και, μόνο στις περιπτώσεις που αναφέρονται ρητώς στη σχετική ενωσιακή νομοθεσία για τις αρμόδιες αρχές, να επιφέρει διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα ώστε να προλαμβάνει τις οικονομικές πιέσεις ή τις καταρρεύσεις, εξαιρουμένων των εξουσιών εξυγίανσης.

2.   Όσον αφορά πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, τα οποία ιδρύουν υποκατάστημα ή παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες σε συμμετέχον κράτος μέλος, η ΕΚΤ ασκεί, στο πλαίσιο της παραγράφου 1, τα καθήκοντα για τα οποία είναι αρμόδιες οι εθνικές αρμόδιες αρχές κατ’ εφαρμογή της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας.

3.   Για το σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, με σκοπό τη διασφάλιση υψηλών προτύπων εποπτείας, η ΕΚΤ εφαρμόζει όλη την οικεία νομοθεσία και, αν το σχετικό ενωσιακό δίκαιο αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία μεταφοράς των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη. Αν η σχετική ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από κανονισμούς και αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η ΕΚΤ πρέπει να εφαρμόζει επίσης και την εθνική νομοθεσία διά της οποίας ασκούνται αυτές οι επιλογές.

Προς το σκοπό αυτόν, η ΕΚΤ εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και λαμβάνει αποφάσεις, υπό την επιφύλαξη και τηρουμένης της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας, και ειδικότερα νομοθετικών και μη νομοθετικών πράξεων, μεταξύ των οποίων και εκείνες των άρθρων 290 και 291 της ΣΛΕΕ. Ειδικότερα υπόκειται σε δεσμευτικά ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εκπονεί η ΕΑΤ και εγκρίνει η Επιτροπή, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 του κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010, το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού, και τις διατάξεις εκείνες του εν λόγω κανονισμού που αφορούν το ευρωπαϊκό εγχειρίδιο εποπτείας που καταρτίζει η ΕΑΤ σύμφωνα με το εν λόγω κανονισμό. Η ΕΚΤ δύναται επίσης να εκδίδει κανονισμούς μόνο αν χρειάζεται για την οργάνωση ή τον προσδιορισμό των λεπτομερειών εκτέλεσης των εν λόγω καθηκόντων.

Προτού εκδώσει κανονισμό όσον αφορά ζητήματα με ουσιαστικές επιπτώσεις στα πιστωτικά ιδρύματα, η ΕΚΤ διεξάγει ανοικτές, δημόσιες διαβουλεύσεις και αναλύει το δυνητικό σχετικό κόστος και τα οφέλη, εκτός αν αυτές οι διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες με το πεδίο εφαρμογής και τον αντίκτυπο του συγκεκριμένου κανονισμού ή με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος, στην περίπτωση δε αυτή η ΕΚΤ αιτιολογεί τον επείγοντα χαρακτήρα.

Όπου απαιτείται, η ΕΚΤ συμβάλλει συμμετέχοντας υπό οποιοδήποτε ρόλο στην ανάπτυξη σχεδίου κανονιστικών τεχνικών προτύπων ή στην εφαρμογή τεχνικών προτύπων του ΕΕΜ σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή εφιστά την προσοχή του ΕΕΜ στο ενδεχόμενο να χρειαστεί να υποβληθούν στην Επιτροπή σχέδια προτύπων για την τροποποίηση υφισταμένων κανονιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων.

Άρθρο 5

Μακροπροληπτικά καθήκοντα και εργαλεία

1.   Όποτε απαιτείται ή κρίνεται απαραίτητο, και με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες εθνικές αρχές ή οι εθνικές, εντεταλμένες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών θα εφαρμόζουν τις απαιτήσεις τις σχετικές με την κατοχή κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας από τα πιστωτικά ιδρύματα, στο κατάλληλο επίπεδο σύμφωνα με την οικεία ενωσιακή νομοθεσία, επιπλέον των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος. 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού και των τυχόν άλλων μέτρων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση συστημικών ή μακροπροληπτικών κινδύνων που υπόκεινται στις διαδικασίες και προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ στις ειδικές περιπτώσεις που προβλέπονται στις σχετικές νομοθετικές πράξεις της Ένωσης. Δέκα εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη της απόφασης, η ενδιαφερόμενη αρχή κοινοποιεί την πρόθεσή της στην ΕΚΤ. Αν η ΕΚΤ έχει αντίρρηση, αναφέρει τους λόγους γραπτώς εντός πέντε εργάσιμων ημερών. Η ενδιαφερόμενη αρχή εξετάζει τους λόγους της ΕΚΤ προτού συνεχίσει την εφαρμογή της απόφασης.

2.   Η ΕΚΤ δύναται, αν κριθεί απαραίτητο, στη θέση των εθνικών αρμόδιων ή εθνικών εντεταλμένων αρχών του συμμετέχοντος κράτους μέλους, να εφαρμόζει υψηλότερες απαιτήσεις σχετικά με την κατοχή κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας από τα πιστωτικά ιδρύματα, στο κατάλληλο κατά την ενωσιακή νομοθεσία επίπεδο, απ’ ότι θα εφάρμοζαν οι εθνικές αρμόδιες ή οι εθνικές εντεταλμένες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών, επιπλέον των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 4 παράγραφος. 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου, και να εφαρμόζει αυστηρότερα μέτρα αντιμετώπισης συστημικών ή μακροπροληπτικών κινδύνων στο επίπεδο των πιστωτικών ιδρυμάτων με τις διαδικασίες του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία της Ένωσης.

3.   Οιαδήποτε εθνική αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή μπορεί να προτείνει στην ΕΚΤ να ενεργήσει βάσει της παραγράφου 2 για να αντιμετωπίσει την ιδιαίτερη κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της οικονομίας στο κράτος μέλος της.

4.   Αν η ΕΚΤ προτίθεται να ενεργήσει ιδία πρωτοβουλία βάσει της παραγράφου 2, συνεργάζεται στενά με τις εθνικές εντεταλμένες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Κοινοποιεί ειδικότερα την πρόθεσή της στις ενδιαφερόμενες εθνικές αρμόδιες ή εθνικές εντεταλμένες αρχές δέκα εργάσιμες ημέρες προτού λάβει αυτή την απόφαση. Σε περίπτωση που η ΕΚΤ έχει αντίρρηση, αναφέρει τους λόγους γραπτώς εντός πέντε εργάσιμων ημερών. Η ΕΚΤ εξετάζει δεόντως τους λόγους αυτούς προτού συνεχίσει την εφαρμογή της απόφασης ανάλογα με την περίπτωση.

5.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων που προβλέπονται στην παράγραφο 2, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την οικονομική κατάσταση και τον οικονομικό κύκλο σε μεμονωμένα κράτη μέλη ή μέρη αυτών.

Άρθρο 6

Συνεργασία εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού

1.   Η ΕΚΤ εκτελεί τα καθήκοντά της στο πλαίσιο ενιαίου εποπτικού μηχανισμού αποτελουμένου από την ΕΚΤ και τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού.

2.   Τόσο η ΕΚΤ όσο και οι αρμόδιες εθνικές αρχές συνεργάζονται καλοπίστως και αλληλοενημερώνονται.

Με την επιφύλαξη της εξουσίας της ΕΚΤ να λαμβάνει απευθείας ή να έχει απευθείας πρόσβαση στις πληροφορίες που δίδονται συνεχώς από τα πιστωτικά ιδρύματα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές παρέχουν ειδικότερα στην ΕΚΤ όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για το σκοπό της άσκησης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

3.   Όταν είναι σκόπιμο και με την επιφύλαξη της ευθύνης και της λογοδοσίας της ΕΚΤ για τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, οι εθνικές αρμόδιες αρχές συνδράμουν την ΕΚΤ, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο πλαίσιο που αναφέρεται στην παράγραφο 7, κατά την προπαρασκευή και εφαρμογή οποιωνδήποτε πράξεων που αφορούν τα καθήκοντα του άρθρου 4 σχετικά με όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της συνδρομής σε δραστηριότητες εξακρίβωσης. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του άρθρου 4, ακολουθούν τις οδηγίες που δίδονται από την ΕΚΤ.

4.   Αναφορικά με τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 4, πλην των στοιχείων α) και γ) της παραγράφου 1, η ΕΚΤ έχει τις αρμοδιότητες που παρατίθενται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ενώ οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν τις ευθύνες της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, εντός του πλαισίου που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου και δυνάμει των σχετικών διαδικασιών, όσον αφορά την εποπτεία των ακόλουθων πιστωτικών ιδρυμάτων, χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, ή υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη και τα οποία ανήκουν σε πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη:

Εκείνα που είναι λιγότερο σημαντικά σε ενοποιημένη βάση, το υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης των οποίων είναι στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, ή μεμονωμένα στην ειδική περίπτωση των υποκαταστημάτων, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη, ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη. Η σημασία αξιολογείται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

i)

μέγεθος,

ii)

σημασία για την οικονομία της ΕΕ ή ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους,

iii)

φάσμα διασυνοριακών δραστηριοτήτων.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο εδάφιο ανωτέρω, ένα πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν θεωρείται λιγότερο σημαντική, εκτός εάν αυτό δικαιολογείται λόγω ειδικών περιστάσεων που πρέπει να διευκρινιστούν στη μεθοδολογία, εφόσον πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού υπερβαίνει τα 30 δισεκατ. EUR, ή

ii)

το ποσοστό του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού ως προς το ΑΕΠ του συμμετέχοντος κράτους μέλους εγκατάστασης, υπερβαίνει το 20 %, εκτός εάν η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού δεν υπερβαίνει τα 5 δισεκατ. EUR, ή

iii)

εν συνεχεία κοινοποίησης από την αρμόδια εθνική αρχή, η οποία εκτιμά ότι το πιστωτικό ίδρυμα είναι ιδιαίτερης σημασίας για την εγχώρια οικονομία, η ΕΚΤ λαμβάνει απόφαση επιβεβαιώνοντας τη σημασία του μετά από συνολική αξιολόγηση, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης του ισολογισμού, του πιστωτικού ιδρύματος.

Η ΕΚΤ δύναται επίσης, ιδία πρωτοβουλία, να θεωρεί ένα ίδρυμα ιδιαίτερα σημαντικό όταν διαθέτει θυγατρικές πιστωτικά ιδρύματα σε πλείονα συμμετέχοντα κράτη μέλη και τα διασυνοριακά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού του αποτελούν σημαντικό μέρος των συνολικών στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του, υπό προϋποθέσεις που καθορίζονται στη μεθοδολογία.

Δεν θεωρούνται λιγότερο σημαντικά εκείνα που έχουν ζητήσει ή έχουν λάβει άμεσα δημόσια χρηματοδοτική στήριξη από το ΕΤΧΣ ή τον ΕΜΣ.

Παρά τις διατάξεις των ανωτέρω εδαφίων, η ΕΚΤ ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τα τρία πιο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα σε κάθε συμμετέχον κράτος μέλος, εκτός εάν δικαιολογείται από ιδιαίτερες περιστάσεις.

5.   Σε ό,τι αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα της παραγράφου 4, και εντός του πλαισίου της παραγράφου 7:

α)

Η ΕΚΤ εκδίδει κανονισμούς, κατευθυντήριες γραμμές ή γενικές οδηγίες προς τις αρμόδιες εθνικές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 4, πλην των στοιχείων α) και γ) της παραγράφου 1, ασκούνται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες και λαμβάνουν τις εποπτικές αποφάσεις.

Οι οδηγίες αυτές μπορούν να αφορούν τις ειδικές εξουσίες του άρθρου 16, παράγραφος 2 για ομίλους ή κατηγορίες πιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου να εξασφαλίζεται η συνοχή των εποπτικών αποτελεσμάτων εντός του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού,

β)

Όταν απαιτείται για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής υψηλών εποπτικών κανόνων, η ΕΚΤ δύναται, ανά πάσα στιγμή, ιδία πρωτοβουλία κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες εθνικές αρχές ή κατόπιν αιτήματος αρμόδιας εθνικής αρχής, να αποφασίσει να ασκεί η ίδια άμεσα τις σχετικές εξουσίες για ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα αναφερόμενα στην παράγραφο 4, ακόμα και αν έχει ζητηθεί ή ληφθεί έμμεσα χρηματοδοτική στήριξη από το ΕΤΧΣ ή τον ΕΜΣ,

γ)

Η ΕΚΤ ασκεί την εποπτεία της λειτουργίας του συστήματος, βάσει των ευθυνών και των διαδικασιών που ορίζονται στο παρόν άρθρο, και ειδικότερα στην παράγραφο 7 στοιχείο γ),

δ)

Η ΕΚΤ μπορεί ανά πάσα στιγμή να κάνει χρήση των εξουσιών που αναφέρονται στα άρθρα 10 έως 13,

ε)

Η ΕΚΤ μπορεί επίσης σε ad hoc και διαρκή βάση να απαιτεί πληροφορίες από τις αρμόδιες εθνικές αρχές ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος άρθρου.

6.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες εθνικές αρχές εκτελούν και έχουν την ευθύνη για τα καθήκοντα που αναφέρονται στα στοιχεία β), δ)-στ) και θ) του άρθρου 4 παράγραφος 1 και για τη θέσπιση όλων των συναφών εποπτικών αποφάσεων αναφορικά με τα πιστωτικά ιδρύματα της παραγράφου 4 πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, εντός του πλαισίου και σύμφωνα με τις διαδικασίες της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου.

Με την επιφύλαξη των άρθρων 10 έως 13, οι αρμόδιες εθνικές και οι εντεταλμένες εθνικές αρχές διατηρούν τις κατά το εθνικό δίκαιο εξουσίες να λαμβάνουν πληροφορίες από τα πιστωτικά ιδρύματα, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη χρηματοοικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, και να κάνουν επιτόπιους ελέγχους στα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές ενημερώνουν την ΕΚΤ, σύμφωνα με το πλαίσιο της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου, ως προς τα μέτρα που λαμβάνουν δυνάμει της παρούσας παραγράφου και συντονίζουν στενά τα μέτρα αυτά με την ΕΚΤ.

Οι αρμόδιες εθνικές αρχές υποβάλουν έκθεση στην ΕΚΤ σε τακτική βάση ως προς την άσκηση των δραστηριοτήτων βάσει του άρθρου αυτού.

7.   Η ΕΚΤ, σε διαβούλευση με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, και βάσει πρότασης του εποπτικού συμβουλίου, θεσπίζει και κοινοποιεί το πλαίσιο οργάνωσης των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής του παρόντος άρθρου. Το πλαίσιο περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α)

τη συγκεκριμένη μέθοδο για την αξιολόγηση των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 4, πρώτο έως τρίτο εδάφιο και των κριτηρίων σύμφωνα με τα οποία η παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο παύει να ισχύει για συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα και τις επακόλουθες ρυθμίσεις όσον αφορά την εφαρμογή των παραγράφων 5 και 6. Οι ρυθμίσεις αυτές, καθώς και η μεθοδολογία αξιολόγησης των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 πρώτο έως τρίτο εδάφιο, επανεξετάζονται ώστε να λάβουν υπόψιν και τυχόν αλλαγές, και διασφαλίζουν ότι όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει κριθεί σημαντικό ή λιγότερο σημαντικό η αξιολόγηση αυτή μεταβάλλεται μόνον σε περίπτωση ουσιωδών και μη μεταβατικών αλλαγών των περιστάσεων, ιδίως δε εκείνων που αφορούν την κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, οι οποίες είναι συναφείς με την εν λόγω αξιολόγηση.

β)

τον ορισμό των διαδικασιών, περιλαμβανομένων και των προθεσμιών, και της δυνατότητας εκπόνησης σχεδίων κανονισμών προς εξέταση από την ΕΚΤ, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της ΕΚΤ και των αρμόδιων εθνικών αρχών σε θέματα εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν θεωρούνται λιγότερο σημαντικά σύμφωνα με την παράγραφο 4,

γ)

τον ορισμό των διαδικασιών, περιλαμβανομένων και των προθεσμιών, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της ΕΚΤ και των αρμόδιων εθνικών αρχών αναφορικά με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων που θεωρούνται λιγότερο σημαντικά σύμφωνα με την παράγραφο 4. Για τις διαδικασίες αυτές απαιτείται ειδικότερα από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, αναλόγως των περιπτώσεων που ορίζονται στο πλαίσιο:

i)

να κοινοποιούν στην ΕΚΤ τυχόν ουσιαστικές εποπτικές διαδικασίες,

ii)

να αξιολογούν περαιτέρω, μετά από αίτημα της ΕΚΤ, τις ειδικές πτυχές της διαδικασίας,

iii)

να διαβιβάζουν στην ΕΚΤ τα σχέδια ουσιαστικών εποπτικών αποφάσεων, επί των οποίων η ΕΚΤ μπορεί να εκφέρει γνώμη.

8.   Όταν η ΕΚΤ επικουρείται από τις αρμόδιες εθνικές ή τις εθνικές εντεταλμένες αρχές για την άσκηση των εκ του παρόντος κανονισμού καθηκόντων της, η ΕΚΤ και οι εθνικές αρμόδιες αρχές τηρούν τις οικείες ενωσιακές πράξεις αναφορικά με την κατανομή των αρμοδιοτήτων και τη συνεργασία μεταξύ αρμοδίων αρχών από διαφορετικά κράτη μέλη.

Άρθρο 7

Στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές συμμετεχόντων κρατών μελών που δεν έχουν νόμισμα το ευρώ

1.   Εντός των ορίων του παρόντος άρθρου η ΕΚΤ ασκεί καθήκοντα στους τομείς που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2 και το άρθρο 5 όσον αφορά πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ, εφόσον έχει καθιερωθεί στενή συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και της εθνικής αρμόδιας αρχής του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Προς το σκοπό αυτόν, η ΕΚΤ μπορεί να απευθύνει οδηγίες στην εθνική αρμόδια αρχή ή στην εθνική εντεταλμένη αρχή του συμμετέχοντος κράτους μέλους, του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ.

2.   Η στενή συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και της εθνικής αρμόδιας αρχής ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους, του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ, καθιερώνεται με απόφαση που εκδίδεται από την ΕΚΤ, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κοινοποιεί στα άλλα κράτη μέλη, την Επιτροπή, την ΕΚΤ και την ΕΑΤ το αίτημα να καθιερωθεί στενή συνεργασία με την ΕΚΤ για την άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 4 και 5 όσον αφορά όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 6,

β)

στην κοινοποίηση, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αναλαμβάνει:

να διασφαλίσει ότι η εθνική αρμόδια αρχή του ή η εθνική εντεταλμένη αρχή θα συμμορφώνεται με τις κατευθυντήριες γραμμές που εκδίδονται από την ΕΚΤ ή με τα αιτήματά της, και

να παρέχει κάθε πληροφορία σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος, τις οποίες μπορεί να απαιτήσει η ΕΚΤ, με σκοπό τη συνολική αξιολόγηση αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων,

γ)

το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει θεσπίσει σχετική εθνική νομοθεσία ώστε να διασφαλίσει ότι η εθνική αρμόδια αρχή του θα υποχρεούται να λάβει κάθε μέτρο σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα το οποίο έχει ζητηθεί από την ΕΚΤ, σύμφωνα με την παράγραφο 4.

3.   Η απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση εφαρμόζεται 14 ημέρες μετά τη δημοσίευση αυτή.

4.   Εάν η ΕΚΤ κρίνει ότι θα πρέπει να ληφθεί από την εθνική αρμόδια αρχή ενός ενδιαφερόμενου κράτους μέλους μέτρο σχετικό με τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 σε σχέση με πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, απευθύνει οδηγίες στην εν λόγω αρχή, καθορίζοντας συγκεκριμένη προθεσμία.

Η προθεσμία δεν είναι μικρότερη των 48 ωρών, εκτός εάν είναι απαραίτητη η έγκριση νωρίτερα προκειμένου να αποφευχθεί ανεπανόρθωτη ζημία. Η αρμόδια εθνική αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με την υποχρέωση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ).

5.   Η ΕΚΤ μπορεί να απευθύνει προειδοποίηση στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σύμφωνα με την οποία η στενή συνεργασία θα ανασταλεί ή θα τερματιστεί εάν δεν ληφθούν αποφασιστικά διορθωτικά μέτρα στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εάν, κατά τη γνώμη της ΕΚΤ, δεν πληρούνται πλέον από ενδιαφερόμενο κράτος μέλος οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 στοιχεία α) έως γ), ή

β)

εάν, κατά τη γνώμη της ΕΚΤ, η εθνική αρμόδια αρχή κράτους μέλους δεν ενεργεί σύμφωνα με την υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ).

Αν δεν ληφθούν τα μέτρα μέσα σε 15 ημέρες μετά την κοινοποίηση της προειδοποίησης, η ΕΚΤ μπορεί να αναστείλει ή να τερματίσει τη στενή συνεργασία με το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

Η απόφαση αναστολής ή τερματισμού της στενής συνεργασίας κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση αναφέρει την ημερομηνία από την οποία εφαρμόζεται στην απόφαση λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την αποτελεσματικότητα της εποπτείας και τα νόμιμα συμφέροντα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

6.   Το κράτος μέλος δύναται να ζητά από την ΕΚΤ τον τερματισμό της στενής συνεργασίας οποιαδήποτε στιγμή μετά την πάροδο τριετίας από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της απόφασης που εκδόθηκε από την ΕΚΤ σχετικά με την καθιέρωση της στενής συνεργασίας. Στο αίτημα εξηγούνται οι λόγοι του τερματισμού, συμπεριλαμβανομένων, όπου ενδείκνυται, των δυνητικών σημαντικών αρνητικών συνεπειών όσον αφορά τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του κράτους μέλους. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΚΤ εκδίδει αμέσως απόφαση για τον τερματισμό της στενής συνεργασίας και προσδιορίζει την ημερομηνία από την οποία ισχύει, εντός μέγιστης περιόδου τριών μηνών, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την αποτελεσματικότητα της εποπτείας και τα νόμιμα συμφέροντα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

7.   Αν ένα συμμετέχον κράτος μέλος που δεν έχει ως νόμισμα το ευρώ υποβάλει στην ΕΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 8, αιτιολογημένη διαφωνία σε αντίρρηση του Διοικητικού Συμβουλίου ως προς σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου, το διοικητικό συμβούλιο, εντός 30 ημερών, γνωμοδοτεί όσον αφορά την αιτιολογημένη διαφωνία που εξέφρασε το κράτος μέλος και επιβεβαιώνει ή αποσύρει την αντίρρησή του, παραθέτοντας τη σχετική αιτιολόγηση.

Αν το διοικητικό συμβούλιο επιβεβαιώσει την αντίρρησή του, το συμμετέχον κράτος μέλος που δεν έχει ως νόμισμα το ευρώ μπορεί να ενημερώσει την ΕΚΤ ότι δεν δεσμεύεται από ενδεχόμενη απόφαση σχετική με τροποποιημένο σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου.

Στην περίπτωση αυτή η ΕΚΤ εξετάζει την πιθανή αναστολή ή τερματισμό της στενής συνεργασίας με το εν λόγω κράτος μέλος και αποφασίζει.

Οι εν λόγω κανόνες λαμβάνουν ειδικότερα υπόψη τους ακόλουθους στόχους:

α)

εάν η απουσία παρόμοιας αναστολής ή λήξης θα μπορούσε να υπονομεύσει την ακεραιότητα του ΕΕΜ ή να έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες όσον αφορά τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών,

β)

εάν η εν λόγω αναστολή ή λήξη θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες όσον αφορά τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του κράτους μέλους που κοινοποίησε την αιτιολογημένη αντίθεσή του σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 8,

γ)

εάν είναι ικανοποιημένη από τη λήψη μέτρων από την αρμόδια εθνική αρχή, τα οποία κατά την άποψη της ΕΚΤ:

διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα στο κράτος μέλος που κοινοποίησε την αιτιολογημένη αντίθεσή του δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου, δεν υφίστανται ευνοϊκότερη μεταχείριση από τα πιστωτικά ιδρύματα στο άλλο συμμετέχον κράτος μέλος, και

είναι εξίσου αποτελεσματικά με την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου δυνάμει του δευτέρου εδαφίου της παρούσας παραγράφου ως προς την επίτευξη των στόχων του άρθρου 1 και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης.

Η ΕΚΤ συμπεριλαμβάνει τους λόγους αυτούς στην απόφασή της και τους κοινοποιεί στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

8.   Αν ένα συμμετέχον κράτος μέλος που δεν έχει ως νόμισμα το ευρώ διαφωνεί με σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου, ενημερώνει το Διοικητικό Συμβούλιο σχετικά με την αιτιολογημένη διαφωνία του εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή του σχεδίου απόφασης. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει εντός πέντε εργάσιμων ημερών, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τους λόγους της διαφωνίας και επεξηγεί γραπτώς την απόφασή στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Το συγκεκριμένο κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από την ΕΚΤ να λύσει αμέσως τη στενή συνεργασία και δεν δεσμεύεται από την επακόλουθη απόφαση.

9.   Ένα κράτος μέλος που τερματίζει τη στενή συνεργασία με την ΕΚΤ δεν μπορεί να αρχίσει νέα στενή συνεργασία πριν από την πάροδο τριετίας από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκή Ένωσης της απόφασης της ΕΚΤ σχετικά με τον τερματισμό της στενής συνεργασίας.

Άρθρο 8

Διεθνείς σχέσεις

Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των άλλων θεσμικών και λοιπών οργάνων της Ένωσης, εκτός της ΕΚΤ και συμπεριλαμβανομένης της ΕΑΤ, όσον αφορά τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και τις διοικητικές υπηρεσίες τρίτων χωρών κατόπιν καταλλήλου συντονισμού με την ΕΑΤ. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν έννομες υποχρεώσεις στην Ένωση και τα κράτη μέλη της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Εξουσίες της ΕΚΤ

Άρθρο 9

Εξουσίες εποπτείας και έρευνας

1.   Με αποκλειστικό σκοπό την εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 5 παράγραφος 2, η ΕΚΤ θεωρείται, κατά περίπτωση, η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή στα συμμετέχοντα κράτη μέλη όπως ορίζεται στο σχετικό ενωσιακό δίκαιο.

Για τον ίδιο αποκλειστικό σκοπό, η ΕΚΤ διαθέτει όλες τις εξουσίες και αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Διαθέτει επίσης όλες τις εξουσίες και αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις που έχουν οι αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές δυνάμει του οικείου ενωσιακού δικαίου, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό. Ειδικότερα, η ΕΚΤ διαθέτει τις εξουσίες που απαριθμούνται στα Τμήματα 1 και 2 του παρόντος κεφαλαίου.

Αν απαιτείται για την εκτέλεση των εκ του παρόντος κανονισμού καθηκόντων της, η ΕΚΤ μπορεί να απαιτεί από τις εν λόγω εθνικές αρχές, μέσω εντολών, να κάνουν χρήση των εξουσιών τους, δυνάμει των όρων του εθνικού δικαίου και σύμφωνα προς αυτούς, εφόσον ο παρών κανονισμός δεν παρέχει τις εν λόγω εξουσίες στην ΕΚΤ. Οι εθνικές αυτές αρχές ενημερώνουν πλήρως την ΕΚΤ ως προς την άσκηση των εν λόγω εξουσιών.

2.   Η ΕΚΤ ασκεί τις εξουσίες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου σύμφωνα προς τις πράξεις που αναφέρει το πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3. Κατά την άσκηση των αντίστοιχων εξουσιών εποπτείας και έρευνας η ΕΚΤ και οι εθνικές αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά.

3.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα δεν είναι το ευρώ, η ΕΚΤ ασκεί τις εξουσίες της σύμφωνα προς το άρθρο 7.

Τμήμα 1

Εξουσίες ερευνάς

Άρθρο 10

Αιτήματα για παροχή πληροφοριών

1.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σχετικό ενωσιακό δίκαιο, η ΕΚΤ δύναται να απαιτεί από τα ακόλουθα νομικά ή φυσικά πρόσωπα, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, να παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου να ασκεί τα εκ του παρόντος κανονισμού καθήκοντα της, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφότυπους για εποπτικούς και συναφείς στατιστικούς σκοπούς:

α)

πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη,

β)

εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένες στα συμμετέχοντα κράτη μέλη,

γ)

μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στα συμμετέχοντα κράτη μέλη,

δ)

εταιρείες συμμετοχών μεικτής δραστηριότητας εγκατεστημένες στα συμμετέχοντα κράτη μέλη,

ε)

πρόσωπα που ανήκουν στις οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ),

στ)

τρίτους στους οποίους οι οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ) ανέθεσαν καθήκοντα ή δραστηριότητες.

2.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες. Οι διατάξεις περί επαγγελματικού απορρήτου δεν εξαιρούν τα πρόσωπα αυτά από την υποχρέωση να παράσχουν τις πληροφορίες. Η παροχή των πληροφοριών δεν λογίζεται ως παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου.

3.   Όταν η ΕΚΤ λαμβάνει πληροφορίες απευθείας από τα νομικά ή φυσικά πρόσωπα που προβλέπονται στην παράγραφο 1, θέτει αυτές τις πληροφορίες στη διάθεση των ενδιαφερόμενων εθνικών αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 11

Γενικές έρευνες

1.   Προς εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, και με την επιφύλαξη άλλων προϋποθέσεων που προβλέπονται στο σχετικό ενωσιακό δίκαιο, η ΕΚΤ μπορεί να διεξάγει όλες τις αναγκαίες έρευνες για οιοδήποτε πρόσωπο αναφερόμενο στο άρθρο 10 παράγραφος 1 εγκατεστημένο ή ευρισκόμενο σε ένα συμμετέχον κράτος μέλος.

Για τον σκοπό αυτόν, η ΕΚΤ έχει το δικαίωμα:

α)

να απαιτεί την υποβολή εγγράφων,

β)

να εξετάζει τα βιβλία και αρχεία των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 και να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα αυτών,

γ)

να λαμβάνει προφορικές ή γραπτές εξηγήσεις από κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 ή τους εκπροσώπους του ή τα μέλη του προσωπικού του,

δ)

να εξετάζει κάθε άλλο πρόσωπο που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας.

2.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 υπόκεινται σε έρευνες που κινούνται βάσει απόφασης της ΕΚΤ.

Όταν ένα πρόσωπο παρεμποδίζει τη διενέργεια της έρευνας, η εθνική αρμόδια αρχή του συμμετέχοντος κράτους μέλους όπου βρίσκονται οι σχετικές εγκαταστάσεις παρέχει, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, την αναγκαία συνδρομή, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις των άρθρων 12 και 13, διευκολύνοντας την πρόσβαση της ΕΚΤ στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, ούτως ώστε να καθίσταται εφικτή η άσκηση των προαναφερόμενων δικαιωμάτων.

Άρθρο 12

Επιτόπιες επιθεωρήσεις

1.   Για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, και με την επιφύλαξη άλλων προϋποθέσεων που προβλέπονται στο σχετικό ενωσιακό δίκαιο, η ΕΚΤ μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 13 και υπό την προϋπόθεση ότι θα ενημερωθεί προηγουμένως η οικεία εθνική αρμόδια αρχή, να διεξάγει όλες τις αναγκαίες επιτόπιες επιθεωρήσεις στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 και οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση που περιλαμβάνεται στην ενοποιημένη εποπτεία όταν η ΕΚΤ είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ζ). Η ΕΚΤ μπορεί να διεξάγει την επιτόπια επιθεώρηση χωρίς να ειδοποιούνται προηγουμένως τα εν λόγω νομικά πρόσωπα, όταν αυτό απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα των επιθεωρήσεων.

2.   Οι υπάλληλοι και τα άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΚΤ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης μπορούν να εισέρχονται σε οιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και οικόπεδα των νομικών προσώπων που υπόκεινται σε έρευνα κατόπιν απόφασης για επιθεώρηση που εκδόθηκε από την ΕΚΤ, διαθέτουν δε όλες τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1.

3.   Τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 υπόκεινται σε επιτόπιες επιθεωρήσεις βάσει απόφασης της ΕΚΤ.

4.   Οι υπάλληλοι και άλλα συνοδεύοντα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται ή διορίζονται από την εθνική αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση επικουρούν, υπό την εποπτεία και το συντονισμό της ΕΚΤ, ενεργά τους υπαλλήλους και τα άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΚΤ. Για τον σκοπό αυτόν, διαθέτουν τις εξουσίες που ορίζονται στην παράγραφο 2. Οι υπάλληλοι της εθνικής αρμόδιας αρχής του ενδιαφερόμενου συμμετέχοντος κράτους μέλους έχουν επίσης το δικαίωμα να συμμετέχουν στις επιτόπιες επιθεωρήσεις.

5.   Στην περίπτωση που οι υπάλληλοι και τα άλλα συνοδεύοντα πρόσωπα, που έχουν εξουσιοδοτηθεί ή διοριστεί από την ΕΚΤ, διαπιστώνουν ότι κάποιο πρόσωπο αντιτάσσεται σε επιθεώρηση που έχει διαταχθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η εθνική αρμόδια αρχή του οικείου συμμετέχοντος κράτους μέλους τούς παρέχει την αναγκαία συνδρομή κατ’ εφαρμογή του εθνικού δικαίου. Στη συνδρομή περιλαμβάνεται η δυνατότητα να σφραγίζονται οιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και βιβλία ή αρχεία, στο βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την επιθεώρηση. Οσάκις η οικεία εθνική αρμόδια αρχή δεν διαθέτει αυτή την εξουσία, κάνει χρήση των εξουσιών της για να ζητήσει την αναγκαία συνδρομή άλλων εθνικών αρχών.

Άρθρο 13

Άδεια δικαστικής αρχής

1.   Εάν, σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες, απαιτείται άδεια δικαστικής αρχής για την επιτόπια επιθεώρηση που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2 ή για τη συνδρομή που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 5, ζητείται η άδεια αυτή.

2.   Όταν ζητείται η άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η εθνική δικαστική αρχή ελέγχει τη γνησιότητα της απόφασης της ΕΚΤ, καθώς και κατά πόσον τα σχεδιαζόμενα αναγκαστικά μέτρα δεν είναι ούτε αυθαίρετα ούτε υπερβολικά σε σχέση με το αντικείμενο της επιθεώρησης. Κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας των εν λόγω αναγκαστικών μέτρων, η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΚΤ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως τους λόγους που έχει η ΕΚΤ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση των πράξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3, και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης, καθώς και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα αναγκαστικά μέτρα. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή του κράτους μέλους δεν μπορεί να επανεξετάσει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της επιθεώρησης, ούτε να ζητήσει να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΚΤ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΚΤ υπόκειται σε επανεξέταση αποκλειστικά από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τμήμα 2

Ειδικές εποπτικές εξουσίες

Άρθρο 14

Άδεια λειτουργίας

1.   Κάθε αίτηση άδειας λειτουργίας για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος που πρόκειται να εγκατασταθεί σε συμμετέχον κράτος μέλος υποβάλλεται στις εθνικές αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου πρόκειται να εγκατασταθεί το πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στη σχετική εθνική νομοθεσία.

2.   Εάν ο αιτών πληροί όλες τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας οι οποίες προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, η εθνική αρμόδια αρχή καταρτίζει σχέδιο απόφασης, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από τη σχετική εθνική νομοθεσία, με την οποία προτείνει στην ΕΚΤ να χορηγήσει την άδεια λειτουργίας. Το σχέδιο απόφασης κοινοποιείται στην ΕΚΤ και στον αιτούντα την άδεια λειτουργίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση η εθνική αρμόδια αρχή απορρίπτει την αίτηση για χορήγηση άδειας.

3.   Το σχέδιο απόφασης θεωρείται εκδοθέν από την ΕΚΤ εκτός αν η ΕΚΤ διατυπώσει αντίρρηση εντός περιόδου 10 εργάσιμων ημερών κατ’ ανώτατο όριο, δυνάμενης να παραταθεί μία φορά κατά την ίδια διάρκεια σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις. Η ΕΚΤ διατυπώνει αντίρρηση στο σχέδιο απόφασης μόνο όταν δεν πληρούνται οι όροι για τη χορήγηση άδειας σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης. Υποβάλλει γραπτώς τους λόγους για την απόρριψη.

4.   Η απόφαση που λαμβάνεται βάσει των παραγράφων 2 και 3 κοινοποιείται στον αιτούντα την άδεια από την εθνική αρμόδια αρχή.

5.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, η ΕΚΤ δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας στις περιπτώσεις που προβλέπει η σχετική νομοθεσία της Ένωσης, είτε με δική της πρωτοβουλία κατόπιν διαβουλεύσεων με την εθνική αρμόδια αρχή του συμμετέχοντος κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το πιστωτικό ίδρυμα, είτε κατόπιν προτάσεως από την εθνική αρμόδια αρχή. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις εξασφαλίζουν ιδίως ότι, προτού ληφθεί απόφαση σχετικά με ανάκληση, η ΕΚΤ προβλέπει επαρκές χρονικό διάστημα ώστε οι εθνικές αρχές να αποφασίσουν σχετικά με τις απαραίτητες διορθωτικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως μέτρων εξυγίανσης, και τις λαμβάνει υπόψη.

Σε περίπτωση που η εθνική αρμόδια αρχή, η οποία έχει προτείνει τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, κρίνει ότι η άδεια λειτουργίας πρέπει να ανακληθεί σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία, υποβάλλει εν προκειμένω σχετική πρόταση στην ΕΚΤ. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΚΤ λαμβάνει απόφαση για την προτεινόμενη ανάκληση λαμβάνοντας πλήρως υπόψη την αιτιολόγηση της ανάκλησης που προέβαλε η εθνική αρμόδια αρχή.

6.   Εφόσον οι εθνικές αρχές διατηρούν την αρμοδιότητα εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων, στις περιπτώσεις που θεωρούν ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας θα έθετε σε κίνδυνο την επαρκή υλοποίηση των δράσεων που είναι απαραίτητες για την εξυγίανση ή τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ενημερώνουν δεόντως την ΕΚΤ σχετικά με τις αντιρρήσεις τους, εξηγώντας αναλυτικά τις αρνητικές συνέπειες που θα είχε η ανάκληση. Στις περιπτώσεις αυτές, η ΕΚΤ δεν προχωρά στην ανάκληση για περίοδο που συμφωνείται από κοινού με τις εθνικές αρχές. Η ΕΚΤ δύναται να επιλέξει να παρατείνει την εν λόγω περίοδο αν θεωρεί ότι έχει σημειωθεί επαρκής πρόοδος. Εάν, ωστόσο, η ΕΚΤ διαπιστώσει σε αιτιολογημένη απόφαση ότι οι εθνικές αρχές δεν υλοποίησαν τις κατάλληλες δράσεις που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ισχύει αμέσως η ανάκληση των αδειών.

Άρθρο 15

Αξιολόγηση των αποκτήσεων των ειδικών συμμετοχών

1.   Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ), κάθε κοινοποίηση απόκτησης ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο σε συμμετέχον κράτος μέλος ή κάθε άλλη σχετική πληροφορία υποβάλλεται στις εθνικές αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπει η σχετική εθνική νομοθεσία βάσει των πράξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3.

2.   Η εθνική αρμόδια αρχή αξιολογεί την προτεινόμενη απόκτηση και διαβιβάζει στην ΕΚΤ την κοινοποίηση και μια πρόταση απόφασης για την εναντίωση ή τη μη εναντίωση στην απόκτηση, βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στις πράξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3, τουλάχιστον δέκα εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήξη της σχετικής περιόδου αξιολόγησης που ορίζει η σχετική νομοθεσία της Ένωσης, και επικουρεί την ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 6.

3.   Η ΕΚΤ αποφασίζει αν θα εναντιωθεί ή όχι στην απόκτηση βάσει των κριτηρίων αξιολόγησης που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, καθώς και σύμφωνα με τη διαδικασία και εντός των περιόδων αξιολόγησης που προβλέπονται στο ενωσιακό δίκαιο.

Άρθρο 16

Εποπτικές εξουσίες

1.   Η ΕΚΤ, προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντά της που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 και με την επιφύλαξη άλλων εξουσιών που της ανατίθενται, διαθέτει τις εξουσίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, βάσει των οποίων μπορεί να ζητά από κάθε πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σε συμμετέχοντα κράτη μέλη να λάβει εγκαίρως τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση σχετικών προβλημάτων σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

το πιστωτικό ίδρυμα δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των πράξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3,

β)

η ΕΚΤ διαθέτει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα είναι πιθανό να μην τηρήσει τις απαιτήσεις των πράξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3 μέσα στους επόμενους 12 μήνες,

γ)

αφού εξακριβώσει, στο πλαίσιο εποπτικού ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο στ), ότι οι ρυθμίσεις, στρατηγικές, διαδικασίες και μηχανισμοί που εφαρμόζει το πιστωτικό ίδρυμα, καθώς και τα ίδια κεφάλαια και η ρευστότητα που αυτό κατέχει, δεν εξασφαλίζουν υγιή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων του.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 9 παράγραφος 1, η ΕΚΤ διαθέτει ειδικότερα τις ακόλουθες εξουσίες:

α)

να απαιτεί από τα ιδρύματα να διατηρούν ίδια κεφάλαια που να υπερβαίνουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες ορίζονται στις πράξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3 σχετικά με στοιχεία κινδύνων και κινδύνους που δεν καλύπτονται από τις σχετικές πράξεις της Ένωσης,

β)

να απαιτεί την ενίσχυση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών,

γ)

να απαιτεί από τα ιδρύματα να παρουσιάσουν ένα σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης με τις εποπτικές απαιτήσεις σύμφωνα με τις πράξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3, και να καθορίσουν προθεσμία για την υλοποίησή του, συμπεριλαμβανομένων βελτιώσεων στο εν λόγω σχέδιο σε ό,τι αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία,

δ)

να απαιτεί από τα ιδρύματα να εφαρμόζουν ειδική πολιτική προβλέψεων ή μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού από την άποψη των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων,

ε)

να θέτει περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, το επιχειρηματικό φάσμα ή το δίκτυο των ιδρυμάτων ή να ζητά την αφαίρεση δραστηριοτήτων που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο για την αρτιότητα ενός ιδρύματος,

στ)

να απαιτεί τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των ιδρυμάτων,

ζ)

να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα τον περιορισμό της μεταβλητής αμοιβής ως ποσοστού του συνόλου των καθαρών εσόδων, όταν το ύψος της δεν συνάδει με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης,

η)

να απαιτεί από τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν τα καθαρά κέρδη για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων,

θ)

να περιορίζει ή να απαγορεύει τη διανομή κερδών από το ίδρυμα στους μετόχους, στα μέλη ή στους κατόχους των ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1, εφόσον η απαγόρευση δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος,

ι)

να επιβάλλει απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών σχετικά με το κεφάλαιο και την ταμειακή κατάσταση,

ια)

να επιβάλει συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας, περιλαμβανομένων των περιορισμών στις αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ ενεργητικού και παθητικού,

ιβ)

να απαιτεί πρόσθετες πληροφορίες,

ιγ)

να απομακρύνει ανά πάσα στιγμή μέλη του διοικητικού οργάνου πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις πράξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3.

Άρθρο 17

Εξουσίες των αρχών υποδοχής και συνεργασία στην ενοποιημένη εποπτεία

1.   Μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών, οι διαδικασίες που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης για τα πιστωτικά ιδρύματα που επιθυμούν να ιδρύσουν υποκατάστημα ή να ασκήσουν τις δραστηριότητές τους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και οι συναφείς αρμοδιότητες του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής, εφαρμόζονται μόνον για τους σκοπούς των καθηκόντων που δεν ανατίθενται στην ΕΚΤ με το άρθρο 4.

2.   Οι διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης που αφορούν τη συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών από διάφορα κράτη μέλη για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση δεν εφαρμόζονται στον βαθμό που η ΕΚΤ είναι η μοναδική συμμετέχουσα αρμόδια αρχή.

3.   Η ΕΚΤ, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων της όπως ορίζονται στα άρθρα 4 και 5, επιδιώκει την ορθή ισορροπία μεταξύ όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 8 και, όσον αφορά τις σχέσεις της με τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη, τηρεί την ισορροπία μεταξύ κράτους μέλους καταγωγής και κράτους μέλους υποδοχής που επιτυγχάνεται κατά τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης.

Άρθρο 18

Διοικητικές κυρώσεις

1.   Για τον σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, σε περίπτωση που πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, παραβούν μια απαίτηση βάσει σχετικών άμεσα εφαρμοστέων νομοθετικών πράξεων της Ένωσης, για την οποία οι αρμόδιες αρχές έχουν στη διάθεσή τους διοικητικά χρηματικά πρόστιμα βάσει της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας, η ΕΚΤ δύναται να επιβάλει διοικητικά χρηματικά πρόστιμα που ανέρχονται έως και στο διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το εν λόγω ποσό μπορεί να προσδιοριστεί, ή μέχρι και 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών, όπως ορίζεται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, ενός νομικού προσώπου κατά την προηγούμενη χρήση ή άλλες χρηματικές κυρώσεις που μπορεί να προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης.

2.   Σε περίπτωση νομικού προσώπου που είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών που προκύπτει από τον ενοποιημένο λογαριασμό της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.

3.   Οι επιβαλλόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Η ΕΚΤ, προκειμένου να κρίνει αν θα επιβάλει κύρωση και να προσδιορίσει την κατάλληλη κύρωση, ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2.

4.   Η ΕΚΤ εφαρμόζει το παρόν άρθρο σύμφωνα με τις πράξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98, κατά περίπτωση.

5.   Στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, όταν είναι αναγκαίο για τον σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ μπορεί να απαιτήσει από τις εθνικές αρμόδιες αρχές να αρχίσουν τις διαδικασίες με σκοπό να προβούν σε ενέργειες προκειμένου να διασφαλιστεί η επιβολή κατάλληλων κυρώσεων σύμφωνα με τις πράξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3 και κάθε σχετική εθνική νομοθεσία η οποία αναθέτει ειδικές εξουσίες οι οποίες επί του παρόντος δεν απαιτούνται από τη νομοθεσία της Ένωσης. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Το πρώτο εδάφιο της παρούσης παραγράφου εφαρμόζεται ιδίως για χρηματικά πρόστιμα που πρόκειται να επιβάλλονται σε πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών για παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας για τη μεταφορά σχετικών οδηγιών, καθώς και για τυχόν διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα που πρόκειται να επιβάλλονται στα μέλη του διοικητικού οργάνου πιστωτικού ιδρύματος, χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών και σε οποιαδήποτε άλλα άτομα τα οποία, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, φέρουν ευθύνη για την παράβαση από πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

6.   Η ΕΚΤ δημοσιεύει κάθε κύρωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, είτε έχει ανακληθεί είτε όχι, στις περιπτώσεις και σύμφωνα με τους που καθορίζονται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης.

7.   Η ΕΚΤ, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 6, για τους σκοπούς της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, σε περίπτωση παραβιάσεων των κανονισμών ή των αποφάσεων της ΕΚΤ, δύναται να επιβάλει κυρώσεις, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Οργανωτικές αρχές

Άρθρο 19

Ανεξαρτησία

1.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ και οι αρμόδιες εθνικές αρχές εντός του EEM ενεργούν ανεξάρτητα. Τα μέλη του τραπεζικού εποπτικού συμβουλίου και της διευθύνουσας επιτροπής ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

2.   Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης, καθώς και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών και κάθε άλλος φορέας, σέβονται αυτή την ανεξαρτησία.

3.   Αφού το τραπεζικό εποπτικό συμβούλιο εξετάσει κατά πόσον απαιτείται κώδικας συμπεριφοράς, το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να καταρτίζει και να δημοσιεύει κώδικα συμπεριφοράς για το προσωπικό και τα διοικητικά στελέχη της ΕΚΤ που εμπλέκονται στην εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά ιδιαιτέρως τη σύγκρουση συμφερόντων.

Άρθρο 20

Λογοδοσία και υποβολή εκθέσεων

1.   Η ΕΚΤ λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

2.   Η ΕΚΤ υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την Ευρωομάδα, σε ετήσια βάση, έκθεση με θέμα την εκτέλεση των εκ του παρόντος κανονισμού καθηκόντων της, καθώς και πληροφορίες για την προβλεπόμενη εξέλιξη της δομής και του ύψους των εποπτικών τελών κατ άρθρο 30.

3.   Ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ παρουσιάζει δημοσίως την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωομάδα, παρουσία εκπροσώπων από οιοδήποτε συμμετέχον κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ.

4.   Ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ μπορεί, εάν ζητηθεί από την Ευρωομάδα, να κληθεί σε ακρόαση ενώπιον της Ευρωομάδας σχετικά με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων του παρουσία εκπροσώπων οιουδήποτε συμμετέχοντος κράτους μέλους, του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ.

5.   Ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ μπορεί, εάν ζητηθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να κληθεί σε ακρόαση από τις αρμόδιες επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων του.

6.   Η ΕΚΤ απαντά προφορικώς ή γραπτώς σε ερωτήσεις που της απευθύνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή η Ευρωομάδα, σύμφωνα με τις διαδικασίες της, παρουσία εκπροσώπων οιουδήποτε συμμετέχοντος κράτους μέλους του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ.

7.   Όταν το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο εξετάζει την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα της διαχείρισης της ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, λαμβάνει επίσης υπόψη τα εποπτικά καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

8.   Μετά από σχετικό αίτημα, ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ διεξάγει εμπιστευτικές προφορικές συζητήσεις, κεκλεισμένων των θυρών, με τον πρόεδρο και τους αντιπροέδρους της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τα εποπτικά καθήκοντά του, εφόσον απαιτηθούν παρόμοιες συζητήσεις για την άσκηση των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δυνάμει της ΣΛΕΕ. Συνάπτεται συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ΕΚΤ για τις λεπτομέρειες της διοργάνωσης παρόμοιων συζητήσεων, ώστε να διασφαλιστεί απόλυτη εμπιστευτικότητα σύμφωνα με τις υποχρεώσεις περί απορρήτου που επιβάλλονται στην ΕΚΤ ως αρμόδια αρχή δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης.

9.   Η ΕΚΤ συνεργάζεται ειλικρινά για κάθε έρευνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δυνάμει της ΣΛΕΕ. Η ΕΚΤ και το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο συμφωνούν τους κατάλληλους διακανονισμούς σχετικά με τις πρακτικές λεπτομέρειες που αφορούν την άσκηση της δημοκρατικής λογοδοσίας και επιβλέπουν την άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ δυνάμει του κανονισμού. Οι διακανονισμοί αυτοί καλύπτουν, μεταξύ άλλων, την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συνεργασία σε έρευνες και την ενημέρωση για τη διαδικασία επιλογής του προέδρου του εποπτικού συμβουλίου.

Άρθρο 21

Εθνικά κοινοβούλια

1.   Η ΕΚΤ, όταν υποβάλλει την έκθεση που προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2, ταυτοχρόνως διαβιβάζει άμεσα την εκ λόγω έκθεση στα εθνικά κοινοβούλια των συμμετεχόντων κρατών μελών.

Τα εθνικά κοινοβούλια μπορούν να απευθύνουν στην ΕΚΤ τις αιτιολογημένες παρατηρήσεις τους όσον αφορά την εν λόγω έκθεση.

2.   Τα εθνικά κοινοβούλια των συμμετεχόντων κρατών μελών, με δικές τους διαδικασίες, δύνανται να ζητούν από την ΕΚΤ να απαντήσει γραπτώς σε τυχόν παρατηρήσεις ή ερωτήματα που υποβάλλουν στην ΕΚΤ σχετικά με τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ από τον παρόντα κανονισμό.

3.   Το εθνικό κοινοβούλιο ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους μπορεί να καλεί τον Πρόεδρο ή ένα μέλος του εποπτικού συμβουλίου να συμμετάσχει σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στο εν λόγω κράτος μέλος, μαζί με εκπρόσωπο της εθνικής αρμόδιας αρχής.

4.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τη λογοδοσία των εθνικών αρμόδιων αρχών στα εθνικά κοινοβούλια σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για την εκτέλεση καθηκόντων που δεν ανατίθενται στην ΕΚΤ με τον παρόντα κανονισμό και για την άσκηση των δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται από αυτές σύμφωνα με το άρθρο 6.

Άρθρο 22

Τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων για την έκδοση εποπτικών αποφάσεων

1.   Η ΕΚΤ, προτού λάβει εποπτικές αποφάσεις κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 και του Τμήματος 2 του Κεφαλαίου ΙΙΙ, παρέχει στα πρόσωπα κατά των οποίων έχει κινηθεί η διαδικασία τη δυνατότητα ακρόασης. Η ΕΚΤ στηρίζει τις αποφάσεις της μόνο επί των αιτιάσεων για τις οποίες εδόθη στα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις.

Το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει εάν απαιτούνται επείγουσες ενέργειες προκειμένου να προληφθεί σημαντική ζημία στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Σε αυτήν την περίπτωση, η ΕΚΤ μπορεί να εκδίδει προσωρινή απόφαση και παρέχει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τη δυνατότητα να παρουσιαστούν σε ακρόαση το συντομότερο δυνατό μετά τη λήψη της απόφασής της.

2.   Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα της υπεράσπισης των ενδιαφερόμενων προσώπων. Τα πρόσωπα αυτά έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο της ΕΚΤ, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες.

Οι αποφάσεις της ΕΚΤ αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

Άρθρο 23

Αναφορά παραβάσεων

Η ΕΚΤ μεριμνά για την εφαρμογή αποτελεσματικών μηχανισμών καταγγελίας παραβάσεων, εκ μέρους πιστωτικού ιδρύματος, χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή αρμοδίων αρχών των συμμετεχόντων κρατών μελών, των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, συμπεριλαμβανομένων ειδικών διαδικασιών για την παραλαβή των αναφορών περί παραβάσεων και για τη συνέχεια που δίνεται σε αυτές. Οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι σύμφωνες με τη σχετική νομοθεσία της ΕΕ και να εξασφαλίζουν ότι οι ακόλουθες αρχές εφαρμόζονται με: κατάλληλη προστασία για τα πρόσωπα που καταγγέλλουν παραβάσεις, προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατάλληλη προστασία του κατηγορούμενου.

Άρθρο 24

Διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης

1.   Η ΕΚΤ θα συστήσει Διοικητική Επιτροπή Ελέγχου με καθήκον την εσωτερική διοικητική επανεξέταση των αποφάσεων που λαμβάνονται από την ΕΚΤ κατά την άσκηση των εξουσιών οι οποίες της ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού ύστερα από αίτημα επανεξέτασης που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 5. Το πεδίο της εσωτερικής διοικητικής επανεξέτασης αφορά τη διαδικαστική και ουσιαστική συμμόρφωση της απόφασης προς τον παρόντα κανονισμό.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης αποτελείται από πέντε πρόσωπα από κράτη μέλη που χαρακτηρίζονται από ύψιστη εντιμότητα και με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων και επαγγελματικής πείρας, συμπεριλαμβανομένης της εποπτικής εμπειρίας, αρκούντως υψηλού επιπέδου στους τομείς των τραπεζικών ή άλλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αποκλειόμενου του εν ενεργεία προσωπικού της ΕΚΤ, καθώς και του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών θεσμικών και μη οργάνων που σχετίζονται με την εκτέλεση των καθηκόντων που δίδονται στην ΕΚΤ από τον παρόντα κανονισμό. Το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης έχει επαρκείς πόρους και εμπειρία για να εκτιμήσει την άσκηση των εξουσιών της ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης και δύο αναπληρωματικά μέλη διορίζονται από την ΕΚΤ για άπαξ ανανεώσιμη θητεία πέντε ετών, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν δεσμεύονται από οποιεσδήποτε οδηγίες.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης αποφασίζει με πλειοψηφία τουλάχιστον τριών από τα πέντε μέλη του.

4.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης ενεργούν ανεξάρτητα και υπέρ του δημόσιου συμφέροντος. Για τον σκοπό αυτόν, υποβάλλουν δημόσια δήλωση δεσμεύσεων και δημόσια δήλωση συμφερόντων, όπου δηλώνουν κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους ή την απουσία οιουδήποτε παρόμοιου συμφέροντος.

5.   Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, να ζητήσει επανεξέταση απόφασης της ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού η οποία του απευθύνεται ή το αφορά άμεσα και μεμονωμένα. Δεν γίνεται δεκτό αίτημα επανεξέτασης που αφορά απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 7.

6.   Κάθε αίτημα επανεξέτασης υποβάλλεται εγγράφως στην ΕΚΤ, μαζί με το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους, εντός ενός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης στο πρόσωπο που ζητά την επανεξέταση ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα που ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της εν λόγω απόφασης, ανάλογα με την περίπτωση.

7.   Αφού αποφανθεί όσον αφορά το παραδεκτό της επανεξέτασης, το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης γνωμοδοτεί εντός περιόδου ανάλογης με το επείγον του θέματος και το πολύ εντός δύο μηνών από την παραλαβή της αίτησης και την παραπέμπει στο εποπτικό συμβούλιο για προετοιμασία νέου σχεδίου απόφασης. Το εποπτικό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης και υποβάλλει τάχιστα νέο σχέδιο απόφασης στο Διοικητικό Συμβούλιο. Το νέο σχέδιο απόφασης καταργεί την αρχική απόφαση, την αντικαθιστά με απόφαση πανομοιότυπου περιεχομένου ή την αντικαθιστά με τροποποιημένη απόφαση. Το νέο σχέδιο απόφασης θεωρείται εγκριθέν εκτός αν το Διοικητικό Συμβούλιο εκφράσει αντίρρηση εντός ανώτατου χρονικού διαστήματος δέκα εργάσιμων ημερών.

8.   Το αίτημα επανεξέτασης σύμφωνα με την παράγραφο 5 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, κατόπιν πρότασης του διοικητικού συμβουλίου επαναξέτασης, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις.

9.   Η γνωμοδότηση του Διοικητικού Συμβουλίου επανεξέτασης, το νέο σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου και η απόφαση που εκδόθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο σύμφωνα με το παρόν άρθρο αιτιολογούνται και κοινοποιούνται στα μέρη.

10.   Η ΕΚΤ εκδίδει απόφαση για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού του Διοικητικού Συμβουλίου επανεξέτασης.

11.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Άρθρο 25

Διαχωρισμός από τη λειτουργία νομισματικής πολιτικής

1.   Η ΕΚΤ, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, επιδιώκει μόνον την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Η ΕΚΤ ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό με την επιφύλαξη των καθηκόντων της που αφορούν τη νομισματική πολιτική και τυχόν άλλων καθηκόντων της και ανεξαρτήτως αυτών. Τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού ούτε παρεμβάλλονται στα καθήκοντά της σε σχέση με τη νομισματική πολιτική, ούτε καθορίζονται από αυτά. Τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν παρεμβάλλονται, επίσης, στα καθήκοντά της σε σχέση με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα. Η ΕΚΤ λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο όσον αφορά την εφαρμογή της παρούσας διάταξης. Τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ με τον παρόντα κανονισμό δεν μεταβάλλουν τη διαρκή παρακολούθηση της φερεγγυότητας των αντισυμβαλλόμενων μερών στη νομισματική πολιτική.

Το προσωπικό που συμβάλλει στην εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού είναι οργανωτικά διαχωρισμένο από το προσωπικό που συμμετέχει στη διεξαγωγή άλλων καθηκόντων της ΕΚΤ, και υπόκειται σε διαφορετικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων.

3.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, η ΕΚΤ θεσπίζει και δημοσιοποιεί τους αναγκαίους εσωτερικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για το επαγγελματικό απόρρητο καθώς και για τις ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των δύο λειτουργικών πεδίων.

4.   Η ΕΚΤ διασφαλίζει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο λειτουργεί με εντελώς διαφοροποιημένο τρόπο όσον αφορά τα νομισματικά και εποπτικά καθήκοντα. Η διαφοροποίηση αυτή συνεπάγεται αυστηρά διαχωρισμένες συνεδριάσεις και ημερήσιες διατάξεις.

5.   Προκειμένου να διασφαλισθεί ο διαχωρισμός μεταξύ νομισματικής πολιτικής και εποπτικών καθηκόντων, η ΕΚΤ δημιουργεί επιτροπή μεσολάβησης. Η επιτροπή μεσολάβησης συμβιβάζει τις διαφορές απόψεων που εκφράζουν οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων συμμετεχόντων κρατών μελών σχετικά με αντίρρηση του Διοικητικού Συμβουλίου σε σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου. Η επιτροπή απαρτίζεται από ένα μέλος ανά συμμετέχον κράτος μέλος, το οποίο επιλέγεται από κάθε κράτος μέλος μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του εποπτικού συμβουλίου, και αποφασίζει με απλή πλειοψηφία, δηλαδή κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Η ΕΚΤ εγκρίνει και δημοσιοποιεί κανονισμό για τη σύσταση της επιτροπής μεσολάβησης και τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 26

Εποπτικό συμβούλιο

1.   Τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ αναλαμβάνει πλήρως ένα εσωτερικό όργανο αποτελούμενο από τον Πρόεδρο και τον αντιπρόεδρό του, που διορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3, και τέσσερις εκπροσώπους της ΕΚΤ, οι οποίοι διορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 5, καθώς και έναν εκπρόσωπο της αρμόδιας εθνικής αρχής σε κάθε συμμετέχον κράτος μέλος (εφεξής «εποπτικό συμβούλιο»). Όλα τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου ενεργούν προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά.

Αν η αρμόδια αρχή δεν είναι κεντρική τράπεζα, το μέλος του εποπτικού συμβουλίου που αναφέρεται στην παράγραφο αυτή μπορεί να αποφασίσει να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της κεντρικής τράπεζας του κράτους μέλους. Για τους σκοπούς της διαδικασίας ψηφοφορίας που ορίζεται στην παράγραφο 6, οι εκπρόσωποι των αρχών κράτους μέλους λογίζονται συνολικά ως ένα μέλος.

2.   Κατά τους διορισμούς για τη συγκρότηση του εποπτικού συμβουλίου κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού λαμβάνονται υπόψη οι αρχές της ισόρροπης συμμετοχής των φύλων, και της ενδεδειγμένης πείρας και προσόντων.

3.   Ύστερα από ακρόαση του εποπτικού συμβουλίου, η ΕΚΤ υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς έγκριση την πρόταση διορισμού του Προέδρου και του Αντιπροέδρου. Μετά την έγκριση της πρότασης, το Συμβούλιο εκδίδει εκτελεστική απόφαση για το διορισμό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του εποπτικού συμβουλίου. Ο πρόεδρος επιλέγεται με ανοικτή διαδικασία επιλογής, σχετικά με την οποία τηρείται δεόντως ενήμερο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, μεταξύ ατόμων αναγνωρισμένου κύρους και πείρας σε τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά ζητήματα και τα οποία δεν είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Ο αντιπρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου επιλέγεται μεταξύ των μελών της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ψήφος των μελών του Συμβουλίου τα οποία δεν είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη.

Μετά τον διορισμό του, ο πρόεδρος ασκεί τα καθήκοντά του με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και δεν κατέχει αξιώματα στις εθνικές αρμόδιες αρχές. Η θητεία του είναι πενταετής και δεν είναι ανανεώσιμη.

4.   Εάν ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων του ή εάν κριθεί ένοχος σοβαρού παραπτώματος, το Συμβούλιο μπορεί, προτάσει της ΕΚΤ και με την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να εκδώσει εκτελεστική απόφαση για την απαλλαγή του Προέδρου από τα καθήκοντά του. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ψήφος των μελών του Συμβουλίου τα οποία δεν είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη.

Κατόπιν απαλλαγής του αντιπροέδρου του εποπτικού συμβουλίου από τα καθήκοντά του ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου, σύμφωνα με το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, το Συμβούλιο δύναται, κατόπιν προτάσεως της ΕΚΤ την οποία έχει εγκρίνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να εκδώσει εκτελεστική απόφαση για την απαλλαγή του αντιπροέδρου από τα καθήκοντά του. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ψήφος των μελών του Συμβουλίου τα οποία δεν είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη.

Για τους σκοπούς αυτούς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο πληροφορούν την ΕΚΤ ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την απαλλαγή του Προέδρου ή του αντιπροέδρου του εποπτικού συμβουλίου από τα καθήκοντά τους, στο οποίο ανταποκρίνεται η ΕΚΤ.

5.   Οι τέσσερις εκπρόσωποι της ΕΚΤ που διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο δεν ασκούν καθήκοντα που συνδέονται άμεσα με τη νομισματική λειτουργία της ΕΚΤ. Όλοι οι εκπρόσωποι της ΕΚΤ έχουν δικαίωμα ψήφου.

6.   Οι αποφάσεις του εποπτικού συμβουλίου λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.

7.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, το εποπτικό συμβούλιο λαμβάνει αποφάσεις για την έκδοση κανονισμών δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 3, με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, που επισυνάπτεται στην ΣΛΕΕ, για τα μέλη που εκπροσωπούν τις αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών. Καθένας από τους τέσσερις εκπροσώπους της ΕΚΤ που ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει ψήφο ίση με τη διάμεσο των ψήφων των υπόλοιπων μελών.

8.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 6, το εποπτικό συμβούλιο θα αναλάβει πλήρως τις προπαρασκευαστικές εργασίες για τα εποπτικά καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ και θα προτείνει στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ ολοκληρωμένα σχέδια αποφάσεων που θα εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με διαδικασία που πρόκειται να θεσπιστεί από την ΕΚΤ. Τα σχέδια αποφάσεων διαβιβάζονται ταυτόχρονα στις αρμόδιες εθνικές αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Ένα σχέδιο απόφασης θεωρείται εκδοθέν, εκτός εάν διατυπωθούν αντιρρήσεις από το διοικητικό συμβούλιο εντός περιόδου που θα οριστεί στην προαναφερθείσα διαδικασία, η οποία όμως δεν υπερβαίνει ανώτατο χρονικό διάστημα δέκα εργάσιμων ημερών. Ωστόσο, αν ένα συμμετέχον κράτος μέλος που δεν έχει ως νόμισμα το ευρώ διαφωνεί με σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου, εφαρμόζεται η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 8. Σε επείγουσες καταστάσεις, η εν λόγω περίοδος δεν υπερβαίνει τις 48 ώρες. Εάν το διοικητικό συμβούλιο διατυπώσει αντιρρήσεις για το σχέδιο απόφασης, εκθέτει εγγράφως τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται, επισημαίνοντας ιδίως ανησυχίες σχετικά με τη νομισματική πολιτική. Αν μια απόφαση αλλάξει ύστερα από αντίρρηση του διοικητικού συμβουλίου, ένα συμμετέχον κράτος μέλος που δεν έχει ως νόμισμα το ευρώ μπορεί να ενημερώνει την ΕΚΤ σχετικά με την αιτιολογημένη αντίθεσή του στην αντίρρηση, οπότε ισχύει η διαδικασία του άρθρου 7 παράγραφος 7.

9.   Τις δραστηριότητες του εποπτικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένης της προετοιμασίας των συνεδριάσεων, στηρίζει Γραμματεία που εργάζεται υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.

10.   Το εποπτικό συμβούλιο, ψηφίζοντας σύμφωνα με τον κανόνα της παραγράφου 6, συγκροτεί διευθύνουσα επιτροπή, μεταξύ των μελών του, με πιο περιορισμένη σύνθεση, για την υποστήριξη των δραστηριοτήτων του, συμπεριλαμβανομένης της προετοιμασίας των συνεδριάσεων.

Η διευθύνουσα επιτροπή του εποπτικού συμβουλίου δεν έχει εξουσίες λήψεως αποφάσεων. Την προεδρία της διευθύνουσας επιτροπής ασκεί ο πρόεδρος ή, εάν εκτάκτως απουσιάζει ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου. Η σύνθεση της διευθύνουσας επιτροπής εξασφαλίζει ορθή εξισορρόπηση και περιτροπή μεταξύ των εθνικών αρμόδιων αρχών. Αποτελείται από δέκα το πολύ μέλη, μεταξύ των οποίων ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και ένας πρόσθετος εκπρόσωπος της ΕΚΤ. Η διευθύνουσα επιτροπή εκτελεί τα προπαρασκευαστικά της καθήκοντα προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου και συνεργάζεται με το εποπτικό συμβούλιο με όρους πλήρους διαφάνειας.

11.   Στις συνεδριάσεις του εποπτικού συμβουλίου δύναται να συμμετέχει ως παρατηρητής ένας αντιπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατόπιν πρόσκλησης. Οι παρατηρητές δεν έχουν πρόσβαση στις εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν μεμονωμένα πιστωτικά ιδρύματα.

12.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει εσωτερικούς κανόνες όπου ρυθμίζεται λεπτομερώς η σχέση του με το εποπτικό συμβούλιο. Το εποπτικό συμβούλιο εγκρίνει επίσης τον εσωτερικό κανονισμό του, ψηφίζοντας σύμφωνα με τον κανόνα της παραγράφου 6. Δημοσιοποιούνται αμφότερες οι δέσμες κανόνων. Ο εσωτερικός κανονισμός του εποπτικού συμβουλίου εξασφαλίζει ίση μεταχείριση όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

Άρθρο 27

Επαγγελματικό απόρρητο και ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου, του προσωπικού της ΕΚΤ και του αποσπασμένου προσωπικού των συμμετεχόντων κρατών μελών που ασκούν εποπτικά καθήκοντα υπόκεινται, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση των καθηκόντων τους, στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου κατ’ άρθρο 37 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ και στις σχετικές πράξεις της νομοθεσίας της Ένωσης.

Η ΕΚΤ εξασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που παρέχουν οιαδήποτε υπηρεσία, αμέσως ή εμμέσως, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, σχετική με την απαλλαγή από τα εποπτικά καθήκοντα, υπόκεινται στις αντίστοιχες απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου.

2.   Η ΕΚΤ, προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, δύναται, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη σχετική ενωσιακή νομοθεσία, να ανταλλάσσει πληροφορίες με εθνικές ή ενωσιακές αρχές και όργανα, στις περιπτώσεις όπου η ενωσιακή νομοθεσία επιτρέπει στις εθνικές αρμόδιες αρχές να γνωστοποιούν πληροφορίες στις εν λόγω οντότητες ή εφόσον τα κράτη μέλη παρέχουν αυτή τη γνωστοποίηση βάσει της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας.

Άρθρο 28

Πόροι

Η ΕΚΤ αναλαμβάνει να αφιερώσει τους αναγκαίους χρηματικούς και ανθρώπινους πόρους για την άσκηση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 29

Προϋπολογισμός και ετήσιοι λογαριασμοί

1.   Οι δαπάνες της ΕΚΤ για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό προσδιορίζονται χωριστά εντός του προϋπολογισμού της ΕΚΤ.

2.   Η ΕΚΤ, ως μέρος της έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 20, υποβάλλει λεπτομερή έκθεση σχετικά με τον προϋπολογισμό για τα εποπτικά της καθήκοντα. Οι ετήσιοι λογαριασμοί της ΕΚΤ που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26.2 του καταστατικού της ΕΚΤ και του ΕΣΚΤ περιλαμβάνουν τα έσοδα και τις δαπάνες που αφορούν τα εποπτικά καθήκοντα.

3.   Σύμφωνα με το άρθρο 27.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, το εποπτικό τμήμα των ετήσιων λογαριασμών υφίσταται έλεγχο.

Άρθρο 30

Εποπτικά τέλη

1.   Η ΕΚΤ επιβάλλει ετήσιο τέλος εποπτείας στα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία είναι εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και στα υποκατάστημα εγκατεστημένα σε συμμετέχον κράτος μέλος από πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε μη συμμετέχον κράτος μέλος. Τα τέλη καλύπτουν τις δαπάνες που βαρύνουν την ΕΚΤ βάσει των καθηκόντων τα οποία της ανατίθενται δυνάμει των άρθρων 4-6 του παρόντος κανονισμού. Το εν λόγω τέλος δεν υπερβαίνει τις δαπάνες που σχετίζονται με τα καθήκοντα αυτά.

2.   Το ύψος του τέλους που επιβάλλεται σε ένα πιστωτικό ίδρυμα ή υποκατάστημα υπολογίζεται σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που καθορίζει και δημοσιεύει εκ των προτέρων η ΕΚΤ.

Προτού προσδιορίσει αυτές τις λεπτομέρειες, η ΕΚΤ προβαίνει σε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα σχετικά κόστη και οφέλη, και εν συνεχεία δημοσιεύει τα αποτελέσματα και των δύο.

3.   Τα τέλη υπολογίζονται στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης μέσα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια που αφορούν τη σπουδαιότητα και το προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των σταθμισμένων βάσει κινδύνου στοιχείων του ενεργητικού.

Βάση υπολογισμού του ετήσιου τέλους εποπτείας για συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος είναι η εκτίμηση για τις δαπάνες που αφορούν την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και υποκαταστημάτων για το εν λόγω έτος. Η ΕΚΤ δύναται να ζητά προκαταβολικές πληρωμές όσον αφορά τα τέλη εποπτείας οι οποίες θα βασίζονται σε λογικό υπολογισμό. Η ΕΚΤ επικοινωνεί με την αρμόδια εθνική αρμόδια αρχή προτού αποφασίσει σχετικά με το τελικό ύψος του τέλους, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι η εποπτεία παραμένει αποδοτική ως προς το κόστος και λογική για όλα τα ενδιαφερόμενα πιστωτικά ιδρύματα και υποκαταστήματα. Η ΕΚΤ κοινοποιεί στα πιστωτικά ιδρύματα και υποκαταστήματα τη βάση υπολογισμού του ετήσιου τέλους εποπτείας.

4.   Η ΕΚΤ υποβάλλει έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 20.

5.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει το δικαίωμα των αρμόδιων εθνικών αρχών να εισπράττουν τέλη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και, στον βαθμό που τα καθήκοντα εποπτείας δεν έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ, ή σε ό,τι αφορά το κόστος συνεργασίας με την ΕΚΤ, το κόστος συνδρομής της ΕΚΤ και το κόστος ενεργειών σύμφωνα με τις οδηγίες της, σύμφωνα με τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία και με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των άρθρων 6 και 12.

Άρθρο 31

Προσωπικό και ανταλλαγή προσωπικού

1.   Η ΕΚΤ καθορίζει, σε συνεργασία με όλες τις αρμόδιες εθνικές αρχές, ρυθμίσεις για την ενδεδειγμένη ανταλλαγή και απόσπαση προσωπικού με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, καθώς και μεταξύ αυτών.

2.   Η ΕΚΤ δύναται να απαιτεί τη συμμετοχή προσωπικού από αρμόδιες εθνικές αρχές άλλων συμμετεχόντων κρατών μελών, ανάλογα με την περίπτωση, στις εποπτικές ομάδες αρμόδιες εθνικών αρχών που προβαίνουν σε εποπτικές ενέργειες έναντι ενός πιστωτικού ιδρύματος, μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που βρίσκεται σε ένα συμμετέχον κράτος μέλος, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

3.   Η ΕΚΤ, αφενός, θεσπίζει και διατηρεί συνολικές και τυπικές διαδικασίες, όπου περιλαμβάνονται διαδικασίες ηθικής τάξης και κατάλληλες περίοδοι για την εκ των προτέρων αξιολόγηση και πρόληψη ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων, η οποία προκύπτει από τη μεταγενέστερη και εντός διετίας απασχόληση μελών του εποπτικού συμβουλίου και μελών του προσωπικού της ΕΚΤ που ασχολούνται με δραστηριότητες εποπτείας, και, αφετέρου, προβλέπει την κατάλληλη παροχή πληροφοριών με την επιφύλαξη των ισχυόντων κανόνων προστασίας δεδομένων.

Οι εν λόγω διαδικασίες δεν θίγουν την εφαρμογή αυστηρότερων εθνικών κανόνων. Όσον αφορά τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου που εκπροσωπούν αρμόδιες εθνικές αρχές, οι διαδικασίες αυτές θεσπίζονται και εφαρμόζονται σε συνεργασία με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, με την επιφύλαξη του ισχύοντος εθνικού δικαίου.

Όσον αφορά τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ που ασχολούνται με δραστηριότητες εποπτείας, με τις εν λόγω διαδικασίες καθορίζονται κατηγορίες θέσεων στις οποίες εφαρμόζεται αυτή η αξιολόγηση, καθώς και περίοδοι ανάλογες προς τα καθήκοντα των εν λόγω μελών του προσωπικού στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων εποπτείας κατά τη διάρκεια απασχόλησής τους στην ΕΚΤ.

4.   Οι διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 προβλέπουν ότι η ΕΚΤ θα αξιολογεί κατά πόσον τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου επιτρέπεται να εργαστούν επ’ αμοιβή σε ιδρύματα του ιδιωτικού τομέα για τα οποία η ΕΚΤ έχει εποπτική ευθύνη, μετά τη λήξη των καθηκόντων τους.

Οι διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 εφαρμόζονται κατά κανόνα επί δύο έτη μετά τη λήξη των καθηκόντων των μελών του εποπτικού συμβουλίου και μπορούν να προσαρμοστούν, επί αιτιολογημένης βάσεως, ανάλογα με τα καθήκοντα που ασκήθηκαν κατά τη συγκεκριμένη θητεία και τη διάρκεια αυτής της θητείας.

5.   Η Ετήσια έκθεση της ΕΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο 20, περιλαμβάνει λεπτομερείς πληροφορίες, περιλαμβανομένων στατιστικών στοιχείων για την εφαρμογή των διαδικασιών που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Γενικές και τελικές διατάξεις

Άρθρο 32

Επανεξέταση

Η Επιτροπή δημοσιεύει, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2015 και στη συνέχεια ανά τριετία, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, με ιδιαίτερη έμφαση στην παρακολούθηση του δυνητικού αντίκτυπου στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Στην έκθεση αξιολογούνται, μεταξύ άλλων:

α)

η λειτουργία του ΕΕΜ εντός του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας και η επίπτωση των εποπτικών δραστηριοτήτων της ΕΚΤ, αφενός, στα συμφέροντα της Ένωσης συνολικά και, αφετέρου, στη συνοχή και ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου του πιθανού αντίκτυπου στις δομές των εθνικών τραπεζικών συστημάτων εντός της ΕΕ, και ως προς την αποτελεσματικότητα της συνεργασίας και των ρυθμίσεων για την ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στον ΕΕΜ και τις αρμόδιες εθνικές αρχές μη συμμετεχόντων κρατών μελών,

β)

η κατανομή καθηκόντων μεταξύ ΕΚΤ και αρμόδιων εθνικών αρχών εντός του ΕΕΜ, η αποτελεσματικότητα των πρακτικών ρυθμίσεων οργάνωσης που έχει εγκρίνει η ΕΚΤ και ο αντίκτυπος του ΕΕΜ στη λειτουργία των λοιπών σωμάτων εποπτείας,

γ)

η αποτελεσματικότητα των εξουσιών εποπτείας και επιβολής κυρώσεων της ΕΚΤ και το κατά πόσον θα πρέπει να δοθούν στην ΕΚΤ πρόσθετες εξουσίες επιβολής κυρώσεων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, άτομα εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων, χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών ή μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών,

δ)

η καταλληλότητα των ρυθμίσεων που έχουν οριστεί αντίστοιχα για μακροπροληπτικά καθήκοντα και εργαλεία σύμφωνα με το άρθρο 5 και για τη χορήγηση και ανάκληση αδειών λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14,

ε)

η αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων περί ανεξαρτησίας και λογοδοσίας,

στ)

η συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών,

ζ)

η καταλληλότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης και των λεπτομερών κανόνων ψηφοφορίας του εποπτικού συμβουλίου, όπως επίσης η σχέση του με το διοικητικό συμβούλιο και η συνεργασία, στο πλαίσιο του εποπτικού συμβουλίου, μεταξύ των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ και των άλλων κρατών μελών που συμμετέχουν στον ΕΕΜ,

η)

η αλληλεπίδραση της ΕΚΤ και των αρμόδιων αρχών των μη συμμετεχόντων κρατών μελών και τα αποτελέσματα του ΕΕΜ στα συγκεκριμένα κράτη μέλη,

θ)

η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού προσφυγών εναντίον αποφάσεων της ΕΚΤ,

ι)

η σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας του ΕΕΜ,

ια)

οι ενδεχόμενες επιπτώσεις της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφοι 6), 7) και 8) στη λειτουργία και την ακεραιότητα του ΕΕΜ,

ιβ)

η αποτελεσματικότητα, αφενός, του διαχωρισμού μεταξύ εποπτικών καθηκόντων και καθηκόντων στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής εντός της ΕΚΤ και, αφετέρου, του διαχωρισμού των οικονομικών πόρων για καθήκοντα εποπτείας από τον προϋπολογισμό της ΕΚΤ, λαμβάνοντας υπόψη τις τροποποιήσεις των σχετικών νομικών διατάξεων ακόμη και σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου,

ιγ)

οι δημοσιονομικές επιπτώσεις που έχουν στα συμμετέχοντα κράτη μέλη οι αποφάσεις που λαμβάνει ο ΕΕΜ στο πλαίσιο των εποπτικών καθηκόντων του, και η επίπτωση των εξελίξεων σε σχέση με τις ρυθμίσεις χρηματοδότησης της εξυγίανσης,

ιδ)

οι πιθανότητες περαιτέρω ανάπτυξης του ΕΕΜ, λαμβάνοντας υπόψη τις τροποποιήσεις των σχετικών νομικών διατάξεων, ακόμη και σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου, και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το σκεπτικό των θεσμικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού μπορεί να μην υπάρχει πια, περιλαμβανομένης της πιθανής πλήρους ευθυγράμμισης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ και των λοιπών συμμετεχόντων κρατών μελών.

Η έκθεση διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η Επιτροπή υποβάλλει, ενδεχομένως, συνοδευτικές προτάσεις.

Άρθρο 33

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Η ΕΚΤ δημοσιεύει το πλαίσιο που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 7 μέχρι τις 4 Μαΐου 2014.

2.   Η ΕΚΤ αναλαμβάνει τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό στις 4 Νοεμβρίου 2014 με την επιφύλαξη των εκτελεστικών ρυθμίσεων και μέτρων που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο.

Μετά τις 3 Νοεμβρίου 2013, η ΕΚΤ δημοσιεύει, με κανονισμούς και αποφάσεις, τις αναλυτικές επιχειρησιακές ρυθμίσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού.

Από τις 3 Νοεμβρίου 2013, η ΕΚΤ διαβιβάζει τριμηνιαία έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο της επιχειρησιακής εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Σε περίπτωση που, βάσει των εκθέσεων που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, και κατόπιν της συζήτησης των εκθέσεων αυτών στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αποδειχθεί ότι η ΕΚΤ δεν είναι έτοιμη να ασκήσει πλήρως τα καθήκοντά της στις 4 Νοεμβρίου 2014, η ΕΚΤ δύναται να εκδώσει απόφαση για τον καθορισμό ημερομηνίας μεταγενέστερης αυτής του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχεια κατά τη μεταβατική περίοδο από την εθνική εποπτική αρχή στον ΕΕΜ, και αναλόγως της διαθεσιμότητας προσωπικού, να καθοριστούν οι κατάλληλες διαδικασίες υποβολής εκθέσεων και ρυθμίσεις για τη συνεργασία με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 6.

3.   Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 2 και με την επιφύλαξη της άσκησης των ερευνητικών εξουσιών που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, από τις 3 Νοεμβρίου 2013, η ΕΚΤ μπορεί να αρχίσει να ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, πέραν της έκδοσης εποπτικών αποφάσεων, έναντι κάθε πιστωτικού ιδρύματος, χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας και κατόπιν απόφασης απευθυνόμενης στις οικείες οντότητες και αρμόδιες εθνικές αρχές των οικείων συμμετεχόντων κρατών μελών.

Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 2, εάν ο ΕΜΣ ζητήσει ομόφωνα από την ΕΚΤ να αναλάβει την άμεση εποπτεία πιστωτικού ιδρύματος, χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας ως προϋπόθεση της άμεσης ανακεφαλαιοποίησης, η ΕΚΤ δύναται αμέσως να αρχίσει να ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό έναντι του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος, χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας, και κατόπιν απόφασης απευθυνόμενης στις συγκεκριμένες οντότητες και στις εθνικές αρμόδιες αρχές.

4.   Από τις 3 Νοεμβρίου 2013, ενόψει της ανάληψης των καθηκόντων της, η ΕΚΤ μπορεί να απαιτήσει από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 να της διαβιβάσουν όλες τις σχετικές πληροφορίες, ώστε η ΕΚΤ να είναι σε θέση να διενεργήσει συνολική αξιολόγηση, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης του ισολογισμού, των πιστωτικών ιδρυμάτων των συμμετεχόντων κρατών μελών. Η ΕΚΤ διενεργεί τέτοια αξιολόγηση τουλάχιστον σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν καλύπτονται από το άρθρο 6 παράγραφος 4. Το πιστωτικό ίδρυμα και η αρμόδια αρχή παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες.

5.   Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη στις 3 Νοεμβρίου 2013 ή, αναλόγως με την περίπτωση, κατά τις ημερομηνίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, θεωρείται ότι έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 και μπορούν να συνεχίσουν να ασκούν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Οι εθνικές αρμόδιες αρχές ανακοινώνουν στην ΕΚΤ, πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ή, αναλόγως με την περίπτωση, πριν από τις ημερομηνίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, τα στοιχεία ταυτότητας των εν λόγω πιστωτικών ιδρυμάτων, μαζί με έκθεση που παρουσιάζει το ιστορικό εποπτείας και το προφίλ κινδύνου των σχετικών ιδρυμάτων, καθώς και όποιες περαιτέρω πληροφορίες ζητεί η ΕΚΤ. Οι πληροφορίες υποβάλλονται στον μορφότυπο που ζητείται από την ΕΚΤ.

6.   Παρά τις διατάξεις του άρθρου 26, παράγραφος 7, έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, η ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία και η ψηφοφορία με απλή πλειοψηφία εφαρμόζονται μαζί για την έκδοση των κανονισμών που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3.

Άρθρο 34

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την πέμπτη ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λουξεμβούργο, 15 Οκτωβρίου 2013.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

R. ŠADŽIUS


(1)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

(2)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.

(3)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.

(4)  ΕΕ C 40 της 7.2.2001, σ. 453.

(5)  ΕΕ C 25 E της 29.1.2004, σ. 394.

(6)  ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 4.

(7)  ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385/58.

(8)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(9)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(11)  Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 3ης Ιουνίου 2004, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες διεξαγωγής ερευνών από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και σχετικά με την τροποποίηση των όρων απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2004/11) (ΕΕ L 230 της 30.6.2004, σ. 56).

(12)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338.

(13)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.

(14)  ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1.