29.10.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 287/15


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΌΜ) αριθ. 1023/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 22ας Οκτωβρίου 2013

για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 336,

Έχοντας υπόψη το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 12,

Έχοντας υπόψη την πρόταση που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,

Κατόπιν διαβιβάσεως του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τα περισσότερα από 50 όργανα και οργανισμούς της, θα πρέπει να εξακολουθήσει να διαθέτει ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση υψηλής ποιότητας, η οποία να της επιτρέπει να επιτυγχάνει τους στόχους της, να εφαρμόζει τις πολιτικές της, να ασκεί τις δραστηριότητές της και να επιτελεί τα καθήκοντά της με βάση τα υψηλότερα δυνατά πρότυπα σύμφωνα με τις Συνθήκες προκειμένου να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, που θα αντιμετωπίζει στο μέλλον, και να υπηρετεί τους πολίτες της Ένωσης.

(2)

Συνεπώς, είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται ένα πλαίσιο για την προσέλκυση, πρόσληψη και διατήρηση γλωσσομαθούς προσωπικού υψηλού επιπέδου προσόντων, το οποίο να επιλέγεται από την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των πολιτών των κρατών μελών, με κατάλληλη μέριμνα για την ισόρροπη εκπροσώπηση των δύο φύλων, να είναι ανεξάρτητο, και να τηρεί τα ανώτατα επαγγελματικά πρότυπα, και να παρέχεται στο προσωπικό αυτό η δυνατότητα να ασκεί τα καθήκοντά του όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά και αποδοτικά. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαίο να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σήμερα τα θεσμικά όργανα όσον αφορά την πρόσληψη υπαλλήλων ή προσωπικού από ορισμένα κράτη μέλη.

(3)

Δεδομένου του μεγέθους της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης σε σχέση με τους στόχους της Ένωσης και τον πληθυσμό της, τυχόν μείωση του προσωπικού των οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης δεν θα πρέπει να δημιουργήσει κωλύματα στην άσκηση των καθηκόντων, των υποχρεώσεων και των λειτουργιών τους σύμφωνα με τις υποχρεώσεις και τις αρμοδιότητες βάσει των Συνθηκών. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται διαφάνεια όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού που επιβαρύνουν κάθε όργανο και οργανισμό σε σχέση με όλες τις κατηγορίες του προσωπικού που απασχολεί.

(4)

Η ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση οφείλει να τηρεί τα ανώτατα πρότυπα επαγγελματικής δεοντολογίας, και να παραμένει πάντοτε ανεξάρτητη. Προς τούτο, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί περαιτέρω ο τίτλος ΙΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης (4), που προβλέπει ένα πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Οι υπάλληλοι ή πρώην υπάλληλοι που δεν συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις αυτές θα πρέπει να υπέχουν πειθαρχική ευθύνη.

(5)

Η αξία της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης έγκειται εξίσου στην πολιτιστική και στη γλωσσική της ποικιλότητα, που μπορούν να εξασφαλιστούν μόνο αν εξασφαλίζεται κατάλληλη ισορροπία όσον αφορά τις εθνικότητες των υπαλλήλων. Οι προσλήψεις και οι διορισμοί θα πρέπει να εξασφαλίζουν την επιλογή προσωπικού με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση και από όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς ωστόσο να προορίζονται θέσεις ειδικά για υπηκόους συγκεκριμένου κράτους μέλους. Για τούτο, και προκειμένου να αίρονται σημαντικές ανισορροπίες μεταξύ των εθνικοτήτων των υπαλλήλων, που δεν δικαιολογούνται με αντικειμενικά κριτήρια, θα πρέπει να παρέχεται σε όλα τα θεσμικά όργανα η δυνατότητα λαμβάνουν δικαιολογημένα και κατάλληλα μέτρα. Τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να συνεπάγονται ποτέ κριτήρια πρόσληψης άλλα απ’ αυτά που βασίζονται στα προσόντα. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων από τα θεσμικά όργανα.

(6)

Προκειμένου να διευκολύνονται οι προσλήψεις στην ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση, τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να μεριμνούν ώστε να προσφέρουν στα τέκνα του προσωπικού τους πολύγλωσση και πολυπολιτιστική εκπαίδευση. Είναι επιθυμητό να καταλογίζεται στον προϋπολογισμό της Ένωσης συνεισφορά της Ένωσης στη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών σχολείων, καθοριζόμενη από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες. Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να ζητεί από τις αρμόδιες αρχές να επανεξετάζουν τον τόπο εγκατάστασης νέων ευρωπαϊκών σχολείων, αν αυτό απαιτείται για την εξυπηρέτηση της λειτουργίας των θεσμικών οργάνων.

(7)

Ο ευρύτερος στόχος θα πρέπει να είναι η βέλτιστη δυνατή διαχείριση των ανθρώπινων πόρων, στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης που θα χαρακτηρίζεται από αριστεία, ικανότητα, ανεξαρτησία, πίστη, αμεροληψία και σταθερότητα, καθώς επίσης από πολιτιστική και γλωσσική ποικιλομορφία και ελκυστικές συνθήκες πρόσληψης.

(8)

Οι υπάλληλοι θα πρέπει να υπόκεινται σε περίοδο δοκιμασίας εννέα μηνών. Όταν λαμβάνει απόφαση για τη μονιμοποίηση υπαλλήλου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την έκθεση σχετικά με την περίοδο δοκιμασίας, που συντάσσεται στο τέλος της περιόδου αυτής, και τη συμπεριφορά του δόκιμου υπαλλήλου όσον αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του βάσει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Θα πρέπει να είναι δυνατή η εκπόνηση έκθεσης για τον δόκιμο υπάλληλο ανά πάσα στιγμή, αν η απόδοση στην εργασία του αποδειχτεί εμφανώς ανεπαρκής. Διαφορετικά, έκθεση θα πρέπει να συντάσσεται μόνο στο τέλος της περιόδου δοκιμασίας.

(9)

Για να εξασφαλισθεί ότι η αγοραστική δύναμη των μόνιμων και λοιπών υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξελίσσεται παράλληλα με εκείνη των εθνικών δημόσιων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων των κρατών μελών, είναι ουσιαστικό να διατηρηθεί η αρχή ενός πολυετούς μηχανισμού επικαιροποίησης των αποδοχών, γνωστού ως «η μέθοδος», με μέριμνα για την εφαρμογή του έως το τέλος του 2023 με επανεξέταση στις αρχές του 2022, και παράλληλα με πρόβλεψη για προσωρινή παράταση της μεθόδου. Επιπλέον, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες που προέκυψαν κατά το παρελθόν όσον αφορά την εφαρμογή της μεθόδου, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε η μέθοδος να επιτρέπει την ετήσια αυτόματη επικαιροποίηση όλων των μισθών, συντάξεων και επιδομάτων, συμπεριλαμβανομένης αυτόματης ρήτρας κρίσης. Για τούτο, τα σχετικά ποσά που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και το Καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να θεωρούνται ποσά αναφοράς υποκείμενα σε τακτική και αυτόματη επικαιροποίηση. Τα επικαιροποιημένα αυτά ποσά θα πρέπει να δημοσιεύονται από την Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, για λόγους ενημέρωσης. Ο μηχανισμός επικαιροποίησης θα πρέπει να χρησιμοποιείται επίσης σε όλες τις άλλες περιπτώσεις όπου προβλέπεται τέτοια επικαιροποίηση.

(10)

Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η ποιότητα των στατιστικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται για την επικαιροποίηση των αποδοχών και των συντάξεων. Σύμφωνα με την αρχή της αμεροληψίας, οι εθνικοί στατιστικοί οργανισμοί ή άλλες κατάλληλες αρχές στα κράτη μέλη θα πρέπει να συγκεντρώνουν τα στοιχεία σε εθνικό επίπεδο και να τα διαβιβάζουν στην Eurostat.

(11)

Τα πιθανά πλεονεκτήματα που θα προκύψουν για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την εφαρμογή της μεθόδου θα πρέπει να εξισορροπηθούν με την επαναφορά του συστήματος «εισφοράς». Όπως και στην περίπτωση της μεθόδου, η εφαρμογή της εισφοράς αλληλεγγύης μπορεί να παραταθεί προσωρινά. Φαίνεται σκόπιμο, υπό τις σημερινές περιστάσεις, να αυξηθεί η εισφορά αλληλεγγύης σε σύγκριση με το ύψος της ειδικής εισφοράς που εφαρμόστηκε από το 2004 έως το 2012, και να προβλεφτεί προοδευτικότερος συντελεστής, και τούτο για να ληφθούν υπόψη η ιδιαίτερα δυσχερής οικονομική και κοινωνική συγκυρία στην Ένωση και οι επιπτώσεις της για τα δημόσια οικονομικά σε ολόκληρη την Ένωση. Η ανάγκη εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών στην Ένωση, και βραχυπρόθεσμα, απαιτεί άμεσες και ιδιαίτερες προσπάθειες για αλληλεγγύη εκ μέρους του προσωπικού των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Αυτή η εισφορά αλληλεγγύης θα πρέπει συνεπώς να εφαρμοστεί σε όλους τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης από την 1η Ιανουαρίου 2014.

(12)

Στα συμπεράσματά του της 8ης Φεβρουαρίου 2013, για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επισήμαινε ότι η ανάγκη της βραχυπρόθεσμης, μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών απαιτεί ιδιαίτερες προσπάθειες από όλες τις δημόσιες διοικήσεις και το προσωπικό τους, με στόχο τη βελτίωση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας, και την προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες. Μάλιστα υπενθύμιζε τον στόχο της πρότασης της Επιτροπής, του 2011, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία επιδιώκεται να εξασφαλιστεί οικονομική αποδοτικότητα, και αναγνώριζε ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτούν ιδιαίτερη προσπάθεια από όλες τις δημόσιες διοικήσεις και όλα τα μέλη του προσωπικού τους, για τη βελτίωση της απόδοσης και την προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες στην Ευρώπη. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζητούσε, ακόμα, στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, την αναστολή, για μια διετία, της αναπροσαρμογής των μισθών και των συντάξεων όλων των υπαλλήλων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης με την εφαρμογή της μεθόδου, και την επαναφορά της νέας εισφοράς αλληλεγγύης στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της μεθόδου μισθολογικής αναπροσαρμογής.

(13)

Με βάση τα συμπεράσματα αυτά και προκειμένου να αντιμετωπιστούν μελλοντικοί δημοσιονομικοί περιορισμοί και να επιδειχτεί η αλληλεγγύη της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης προς τα δραστικά μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη ως αποτέλεσμα της πρωτόγνωρης χρηματοπιστωτικής κρίσης και των ιδιαίτερα δύσκολων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών στα κράτη μέλη και στην Ένωση συνολικά, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί η αναστολή της μεθόδου επί δύο έτη για όλες τις αποδοχές, όλες τις συντάξεις και όλα τα επιδόματα των υπαλλήλων, και να εφαρμοστεί η εισφορά αλληλεγγύης παρά την ανωτέρω αναστολή.

(14)

Οι δημογραφικές αλλαγές και η μεταβαλλόμενη ηλικιακή διάρθρωση του σχετικού πληθυσμού απαιτούν να αυξηθεί η ηλικία συνταξιοδότησης, υπό την επιφύλαξη όμως λήψης μεταβατικών μέτρων για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ήδη υπηρετούν. Τα εν λόγω μεταβατικά μέτρα είναι αναγκαία για να τηρηθούν τα κεκτημένα δικαιώματα των υπαλλήλων που ήδη υπηρετούν και οι οποίοι έχουν συνεισφέρει στο πλασματικό συνταξιοδοτικό ταμείο των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα πρέπει, επίσης, η ηλικία συνταξιοδότησης να καταστεί περισσότερο ευέλικτη, με τη διευκόλυνση της δυνατότητας του προσωπικού να συνεχίζει να εργάζεται, κατ' επιλογή, μέχρι την ηλικία των 67 ετών και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό ειδικές συνθήκες, μέχρι την ηλικία των 70 ετών.

(15)

Δεδομένου ότι το συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης τελεί υπό αναλογιστική ισορροπία και αυτή η ισορροπία πρέπει να διατηρηθεί βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, το προσωπικό που προσλαμβάνεται πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 θα πρέπει να αποζημιώνεται για τη εισφορά του στο συνταξιοδοτικό καθεστώς μέσω μεταβατικών μέτρων, όπως του προσαρμοσμένου ποσοστού προσαύξησης για τα έτη υπηρεσίας μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης («κίνητρο της Βαρκελώνης»), και μέσω εφαρμογής της μείωσης κατά το ήμισυ για πρόωρη συνταξιοδότηση μεταξύ της ηλικίας των 60 ετών και της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης.

(16)

Η κοινώς αποδεκτή αναλογιστική πρακτική επιβάλλει να εφαρμοστεί περίοδος παρατηρήσεων του παρελθόντος που αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μεταξύ 20 και 40 ετών για τα επιτόκια και την αύξηση μισθών, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η ισορροπία των συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Οι κινητοί μέσοι όροι για τα επιτόκια και την αύξηση μισθών θα πρέπει επομένως να παραταθούν σε 30 έτη με μεταβατική περίοδο επτά ετών.

(17)

Το Συμβούλιο ζήτησε από την Επιτροπή να εκπονήσει μια μελέτη και να υποβάλει κατάλληλες προτάσεις σχετικά με το άρθρο 5 παράγραφος 4, το παράρτημα Ι τμήμα Α και το άρθρο 45 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, με σκοπό να καθοριστεί σαφής σύνδεσμος μεταξύ των αρμοδιοτήτων και του βαθμού και να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο επίπεδο των αρμοδιοτήτων κατά τη σύγκριση των προσόντων στο πλαίσιο της προαγωγής.

(18)

Με γνώμονα αυτό το αίτημα, είναι σκόπιμο η προαγωγή σε υψηλότερο βαθμό να εξαρτάται από την προσωπική προσήλωση, τη βελτίωση των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων, και την άσκηση καθηκόντων των οποίων η σημασία δικαιολογεί τον διορισμό του υπαλλήλου σ’ αυτόν τον υψηλότερο βαθμό.

(19)

Η σταδιοδρομία στο πλαίσιο των ομάδων καθηκόντων AD και AST θα πρέπει να αναδιαρθρωθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι υψηλότεροι βαθμοί να προορίζονται για περιορισμένο αριθμό υπαλλήλων που ασκούν αρμοδιότητες ανωτάτου επιπέδου. Στο πλαίσιο αυτό, οι διοικητικοί υπάλληλοι μπορούν να φτάσουν μόνον έως τον βαθμό AD 12, εκτός αν τοποθετηθούν σε συγκεκριμένη θέση υψηλότερη από τον βαθμό αυτό, οι δε βαθμοί AD 13 και 14 θα πρέπει να προορίζονται αποκλειστικά για τους υπαλλήλους των οποίων τα καθήκοντα συνεπάγονται την ανάληψη σημαντικών ευθυνών. Ομοίως, οι υπάλληλοι βαθμού AST 9 μπορούν να προάγονται στον βαθμό AST 10 μόνο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 4 και στο άρθρο 29 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

(20)

Με στόχο την περαιτέρω προσαρμογή της διάρθρωσης της σταδιοδρομίας στους σημερινούς τομείς απασχόλησης του προσωπικού AST σε διάφορα επίπεδα αρμοδιοτήτων, και ως μια απαραίτητη συνεισφορά στον περιορισμό των διοικητικών δαπανών, θα πρέπει να δημιουργηθεί νέα ομάδα καθηκόντων «AST/SC» για το προσωπικό γραμματείας και γραφείου. Οι μισθοί και τα ποσοστά προαγωγής θα πρέπει να εξασφαλίζουν κατάλληλη αντιστοιχία μεταξύ του επιπέδου αρμοδιοτήτων και του επιπέδου των αποδοχών. Με αυτόν τον τρόπο θα είναι δυνατό να διατηρηθούν η σταθερότητα και η εμβέλεια της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης. Η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει την έκταση και τις συνέπειες της καθιέρωσης της νέας αυτής ομάδας καθηκόντων και να υποβάλει σχετική έκθεση, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τη θέση των γυναικών προκειμένου να διασφαλιστεί μια ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση σταθερή και χωρίς αποκλεισμούς.

(21)

Ο όρος της ελάχιστης παραμονής δύο ετών στον βαθμό προκειμένου να είναι δυνατή η προαγωγή ενός υπαλλήλου στον αμέσως επόμενο βαθμό διατηρείται, για να είναι δυνατή η ταχύτερη προαγωγή των υπαλλήλων που έχουν υψηλή απόδοση. Κάθε θεσμικό όργανο θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι εσωτερικές πολιτικές του για τους ανθρώπινους πόρους θα αξιοποιούν τις δυνατότητες που προσφέρει ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης προκειμένου να παρέχουν κατάλληλες σταδιοδρομίες στους υπαλλήλους που έχουν μεγάλες δυνατότητες και υψηλή απόδοση.

(22)

Οι ώρες εργασίας που εφαρμόζονται στα θεσμικά όργανα θα πρέπει να εναρμονιστούν με τις ώρες εργασίας που ισχύουν σε ορισμένα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να αντισταθμιστεί η μείωση προσωπικού αυτών των οργάνων. Κατά την εναρμόνιση αυτή πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ώρες εργασίας που ισχύουν στη δημόσια διοίκηση των κρατών μελών. Η καθιέρωση ελάχιστου αριθμού ωρών εργασίας εβδομαδιαίως θα εξασφαλίσει τη δυνατότητα του προσωπικού που απασχολείται από τα θεσμικά όργανα να αναλάβει τον φόρτο εργασίας που απορρέει από την υλοποίηση των στόχων πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και, παράλληλα, την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στα όργανα προς το συμφέρον της αλληλεγγύης σε ολόκληρη τη δημόσια διοίκηση της Ένωσης.

(23)

Οι ρυθμίσεις ελαστικού ωραρίου αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο μιας σύγχρονης και αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, που εξασφαλίζουν συνθήκες εργασίας φιλικές προς την οικογένεια και την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των δύο φύλων στο εσωτερικό των θεσμικών οργάνων. Είναι επομένως αναγκαίο να προβλεφθεί ρητή αναφορά σ’ αυτές τις ρυθμίσεις στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

(24)

Οι κανόνες στον τομέα της οδοιπορικής άδειας και ετήσιας επιστροφής των εξόδων ετησίου ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής θα πρέπει να εκσυγχρονιστούν, να εκλογικευτούν και να συνδεθούν με καθεστώς εκπατρισμού, προκειμένου να καταστεί η εφαρμογή τους απλούστερη και περισσότερο διαφανής. Ειδικότερα, η ετήσια οδοιπορική άδεια θα πρέπει να αντικατασταθεί από άδεια επίσκεψης τόπου καταγωγής και να περιοριστεί σε δυόμιση ημέρες κατά ανώτατο όριο.

(25)

Ομοίως, οι κανόνες περί επιστροφής των εξόδων μετακόμισης θα πρέπει να απλουστευθούν, προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή τους τόσο για τη διοίκηση όσο και για τα μέλη προσωπικού. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να καθοριστούν ανώτατα όρια κόστους που να λαμβάνουν υπόψη την οικογενειακή κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού, καθώς και το μέσο κόστος μετακόμισης και σχετικής ασφάλισης.

(26)

Ορισμένα μέλη του προσωπικού οφείλουν να εκτελούν συχνά αποστολές στους άλλους κύριους τόπους εργασίας του θεσμικού οργάνου τους. Επί του παρόντος, αυτές οι καταστάσεις δεν λαμβάνονται δεόντως υπόψη στους κανόνες περί αποστολών. Αυτοί οι κανόνες θα πρέπει, επομένως, να προσαρμοστούν, ούτως ώστε να επιτρέπεται, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η επιστροφή του κόστους στέγασης βάσει κατ’ αποκοπή ποσού.

(27)

Είναι σκόπιμο να εκσυγχρονιστούν οι συνθήκες εργασίας του προσωπικού που εργάζεται σε τρίτες χώρες και να καταστούν οικονομικά αποδοτικότερες με ταυτόχρονες εξοικονομήσεις. Τα δικαιώματα ετήσιας άδειας θα πρέπει να προσαρμοστούν, και θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί η δυνατότητα εφαρμογής ευρύτερου φάσματος παραμέτρων στον καθορισμό της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης, χωρίς να επηρεαστεί ο γενικός στόχος για επίτευξη εξοικονομήσεων. Οι όροι για τη χορήγηση της αποζημίωσης κατοικίας θα πρέπει να αναθεωρηθούν ώστε να λαμβάνονται καλύτερα υπόψη οι τοπικές συνθήκες και να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος.

(28)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ένα πιο ευέλικτο πλαίσιο για την απασχόληση συμβασιούχων υπαλλήλων. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης θα πρέπει, επομένως, να μπορούν να προσλαμβάνουν συμβασιούχους υπαλλήλους για μέγιστη περίοδο έξι ετών με σκοπό την επιτέλεση καθηκόντων υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων. Επιπλέον, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των υπαλλήλων θα εξακολουθήσει να προσλαμβάνεται βάσει γενικών διαγωνισμών, τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να εξουσιοδοτηθούν να διοργανώνουν εσωτερικούς διαγωνισμούς οι οποίοι μπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις να είναι επίσης ανοικτοί στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

(29)

Θα πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές ρυθμίσεις για να επιτραπεί η σταδιακή εφαρμογή νέων κανόνων και μέτρων, με παράλληλη τήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων και λαμβανομένων υπόψη των θεμιτών προσδοκιών του προσωπικού που έχει προσληφθεί πριν από την έναρξη ισχύος των εν λόγω τροποποιήσεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

(30)

Το προσωπικό των οργανισμών καλύπτεται από το συνταξιοδοτικό καθεστώς της ΕΕ, όπως το λοιπό προσωπικό που υπόκειται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης. Οι οργανισμοί που αυτοχρηματοδοτούνται πλήρως καταβάλλουν σήμερα την εργοδοτική εισφορά στο καθεστώς. Προκειμένου να εξασφαλιστεί δημοσιονομική διαφάνεια και μια πιο ισόρροπη κατανομή των βαρών, οι οργανισμοί που χρηματοδοτούνται εν μέρει από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να καταβάλλουν το μέρος των εργοδοτικών εισφορών το οποίο αντιστοιχεί στην αναλογία των εσόδων του οργανισμού χωρίς την επιδότηση από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα συνολικά έσοδά του. Η νέα αυτή διάταξη θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ μόνο από την 1η Ιανουαρίου 2016, δεδομένου ότι ενδέχεται να απαιτήσει την προσαρμογή των κανόνων σχετικά με τα τέλη που εισπράττουν οι οργανισμοί. Όταν είναι σκόπιμο, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει προτάσεις για την προσαρμογή των εν λόγω κανόνων.

(31)

Για λόγους απλούστευσης και τήρησης μιας συνεκτικής πολιτικής προσωπικού, οι κανόνες που θεσπίζει η Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης θα πρέπει να εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και στους οργανισμούς. Εντούτοις, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι, εφόσον απαιτείται, θα λαμβάνεται υπόψη η ιδιαιτερότητα των οργανισμών, οι οργανισμοί θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ζητούν την έγκριση της Επιτροπής για να θεσπίζουν κανόνες εφαρμογής που αποκλίνουν από τους κανόνες που έχει θεσπίσει η Επιτροπή, ή να μην εφαρμόζουν πλήρως τους κανόνες της Επιτροπής.

(32)

Θα πρέπει να δημιουργηθεί μητρώο όλων των κανόνων για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης υπό τη διαχείριση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το μητρώο αυτό, το οποίο θα μπορούν να συμβουλεύονται όλα τα όργανα, οι οργανισμοί και τα κράτη μέλη θα εξασφαλίζει τη διαφάνεια και θα ευνοήσει τη συνεπή εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

(33)

Προκειμένου να εναρμονιστούν και να διευκρινιστούν οι κανόνες για τη θέσπιση των εκτελεστικών διατάξεων, και λαμβανομένου υπόψη του εσωτερικού και διοικητικού χαρακτήρα των διατάξεων αυτών, είναι σκόπιμο να ανατεθούν οι σχετικές αρμοδιότητες λήψης αποφάσεων στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στην αρχή για τη σύναψη συμβάσεων.

(34)

Λαμβάνοντας υπόψη τον υψηλό αριθμό έκτακτων υπαλλήλων στους οργανισμούς και την ανάγκη ορισμού μιας συνεκτικής πολιτικής προσωπικού, είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί μια νέα κατηγορία εκτάκτων υπαλλήλων και να καθοριστούν ειδικοί κανόνες γι’ αυτήν.

(35)

Η Επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει να παρακολουθεί τη δημοσιονομική κατάσταση του κοινού καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας και να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα σε περίπτωση διαρθρωτικής ανισορροπίας του καθεστώτος.

(36)

Το άρθρο 15 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει την κοινοποίηση ορισμένων στοιχείων των μόνιμων και των λοιπών υπαλλήλων στις κυβερνήσεις των κρατών μελών.

(37)

Προκειμένου να υλοποιηθούν οι στόχοι που καθορίζονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, θα πρέπει η Επιτροπή να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως όσον αφορά ορισμένες πτυχές των συνθηκών εργασίας. Η Επιτροπή, όταν προετοιμάζει και καταρτίζει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1δ τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 3, οι λέξεις «των οργάνων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων»,

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ένα άτομο θεωρείται ανάπηρο εφόσον παρουσιάζει μακροχρόνια σωματική, ψυχική, νοητική ή αισθητηριακή μειονεξία η οποία, σε συνδυασμό με διάφορα εμπόδια, μπορεί να δυσχεραίνει την πλήρη και ουσιαστική συμμετοχή του στην κοινωνία σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα. Η μειονεξία αυτή πιστοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 33.

Ένα πρόσωπο με αναπηρία πληροί τους όρους του άρθρου 28 στοιχείο ε), αν μπορεί να εκτελεί τα ουσιώδη καθήκοντα θέσης εργασίας, αφού γίνουν λογικές διαρρυθμίσεις.

Ως «λογικές διαρρυθμίσεις» σε σχέση με τα ουσιώδη καθήκοντα της θέσης εργασίας νοούνται τα κατάλληλα μέτρα, όπου απαιτείται, που παρέχουν τη δυνατότητα στο πρόσωπο με αναπηρία να έχει πρόσβαση, να συμμετέχει ή να προάγεται στην απασχόληση ή να εκπαιδεύεται, εκτός εάν τα μέτρα αυτά αποτελούν υπερβολική επιβάρυνση για τον εργοδότη.

Η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των θεσμικών οργάνων να διατηρούν ή να εγκρίνουν μέτρα που προβλέπουν για τα άτομα με αναπηρία ειδικά πλεονεκτήματα που να τα διευκολύνουν να ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα ή να αποφεύγουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία.».

2)

Στο άρθρο 1ε, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι εν ενεργεία υπάλληλοι έχουν πρόσβαση σε μέτρα κοινωνικής φύσεως, συμπεριλαμβανομένων ειδικών μέτρων για τον συμβιβασμό της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή, τα οποία υιοθετούνται από τα θεσμικά όργανα, καθώς και σε υπηρεσίες παρεχόμενες από τους φορείς κοινωνικής πρόνοιας που αναφέρονται στο άρθρο 9. Οι πρώην υπάλληλοι έχουν δικαίωμα σε περιορισμένα ειδικά μέτρα κοινωνικής φύσεως.».

3)

Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι θέσεις που καλύπτονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και τη σημασία των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε μια ομάδα καθηκόντων των υπαλλήλων διοίκησης (στο εξής «AD»), σε μια ομάδα καθηκόντων των βοηθών υπαλλήλων (στο εξής «AST») και σε μια ομάδα καθηκόντων των γραμματέων και υπαλλήλων γραφείου (στο εξής «AST/SC»).»,

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η ομάδα καθηκόντων AD περιλαμβάνει δώδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε διοικητικά, αναλυτικά, γλωσσικά και επιστημονικά καθήκοντα, καθώς και σε καθήκοντα σχεδιασμού. Η ομάδα καθηκόντων AST περιλαμβάνει ένδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε εκτελεστικά καθήκοντα, καθώς και σε καθήκοντα τεχνικής φύσεως. Η ομάδα καθηκόντων AST/SC περιλαμβάνει έξι βαθμούς, που αντιστοιχούν σε εργασίες γραφείου και γραμματείας.»,

γ)

στην παράγραφο 3 στοιχείο α), οι λέξεις «και την ομάδα καθηκόντων AST/SC» παρεμβάλλονται μετά τις λέξεις «για την ομάδα καθηκόντων AST»,

δ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Στο παράρτημα I τμήμα Α, περιλαμβάνεται πίνακας περιγραφής των θέσεων-τύπων. Με βάση τον πίνακα αυτό, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου καθορίζει λεπτομερέστερα, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα καθήκοντα και τις συναφείς με κάθε τύπο θέσης αρμοδιότητες.».

4)

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

1.   Στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού σχετικά με κάθε όργανο, ορίζεται ο αριθμός των θέσεων για κάθε βαθμό και ομάδα καθηκόντων.

2.   Με την επιφύλαξη της αρχής της αξιοκρατικής προαγωγής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 45, ο εν λόγω πίνακας εξασφαλίζει ότι, για κάθε όργανο, ο αριθμός κενών θέσεων σε κάθε βαθμό του πίνακα θέσεων, κατά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, αντιστοιχεί στον αριθμό των υπαλλήλων του κατώτερου βαθμού που υπηρετούσαν την 1η Ιανουαρίου του προηγούμενου έτους, πολλαπλασιαζόμενο επί τα ποσοστά που προβλέπονται στο Παράρτημα Ι τμήμα Β, για τον βαθμό αυτό. Τα ποσοστά αυτά εφαρμόζονται με βάση μέση περίοδο πέντε ετών από την 1η Ιανουαρίου 2014.

3.   Τα ποσοστά που καθορίζονται στο παράρτημα Ι τμήμα Β περιλαμβάνονται στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 113.

4.   Η εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν την ομάδα καθηκόντων AST/SC και των μεταβατικών διατάξεων που καθορίζονται στο άρθρο 31 του παραρτήματος ΧΙΙΙ, λαμβανομένων υπόψη της εξέλιξης των αναγκών σε προσωπικό που επιτελεί καθήκοντα γραμματείας και γραφείου σε όλα τα όργανα και της εξέλιξης των μόνιμων και έκτακτων θέσεων στις ομάδες καθηκόντων AST και AST/SC περιλαμβάνονται στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 113.».

5)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1α, συγκροτείται στο πλαίσιο κάθε θεσμικού οργάνου:

επιτροπή προσωπικού, η οποία διαιρείται ενδεχομένως σε τμήματα που αντιστοιχούν σε κάθε τόπο υπηρεσίας του προσωπικού,

μία ή περισσότερες επιτροπές ίσης εκπροσώπησης, εφόσον ο αριθμός υπαλλήλων στους τόπους υπηρεσίας το καθιστά αναγκαίο,

ένα ή περισσότερα πειθαρχικά συμβούλια, εφόσον ο αριθμός των υπαλλήλων στους τόπους υπηρεσίας το καθιστά αναγκαίο,

μία συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης για την επαγγελματική ανεπάρκεια ή περισσότερες, εφόσον ο αριθμός των υπαλλήλων στους τόπους υπηρεσίας το καθιστά αναγκαίο,

ενδεχομένως, επιτροπή εκθέσεων,

επιτροπή αναπηρίας.

Οι επιτροπές αυτές ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.»,

β)

η παράγραφος 1α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1α.   Για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είναι δυνατόν να συσταθεί, σε δύο ή περισσότερα όργανα, κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης. Οι άλλες επιτροπές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να συσταθούν ως κοινοί φορείς από δύο ή περισσότερους οργανισμούς.»,

γ)

στην παράγραφο 2, μετά το πρώτο εδάφιο, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οι οργανισμοί μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του άρθρου 1 του παραρτήματος ΙΙ όσον αφορά τη συμμετοχή των επιτροπών προσωπικού, για να ληφθεί υπόψη η σύνθεση του προσωπικού τους. Οι οργανισμοί μπορούν να αποφασίσουν να μην διορίσουν αναπληρωματικά μέλη στην επιτροπή ίσης εκπροσώπησης ή στις επιτροπές που προβλέπονται στο άρθρο 2 του παραρτήματος ΙΙ.».

6)

Στο άρθρο 10 πρώτο εδάφιο δεύτερη περίοδο, οι λέξεις «των οργάνων» αντικαθίσταται από τις λέξεις «των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων».

7)

Το άρθρο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 11

Ο υπάλληλος οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του και να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του λαμβάνοντας αποκλειστικά υπόψη του τα συμφέροντα της Ένωσης. Δεν ζητεί ή δέχεται οδηγίες από κυβέρνηση, αρχή, οργάνωση ή πρόσωπο ξένο προς το όργανο στο οποίο ανήκει. Εκτελεί τις εργασίες που του ανατίθενται κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, τηρώντας το καθήκον πίστεως που υπέχει έναντι της Ένωσης.

Ο υπάλληλος δεν επιτρέπεται να δεχτεί από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή πηγή ξένη προς το όργανο στο οποίο ανήκει, χωρίς άδεια της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής, τιμητική διάκριση, παράσημο, εύνοια, δωρεά ή αμοιβή οποιασδήποτε φύσεως, εκτός εάν πρόκειται για υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί είτε πριν από το διορισμό του, είτε κατά τη διάρκεια ειδικής αδείας για την εκπλήρωση στρατιωτικής ή ανάλογης πολιτικής θητείας και στο πλαίσιο αυτών των υπηρεσιών.

Πριν προσλάβει ένα υπάλληλο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εξετάζει εάν ο υποψήφιος έχει προσωπικό συμφέρον που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του ή εάν στο πρόσωπό του διαπιστώνεται σύγκρουση συμφερόντων. Προς τούτο, ο υποψήφιος ενημερώνει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, χρησιμοποιώντας ένα ειδικό έντυπο, για κάθε υφιστάμενη ή ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει υπόψη το γεγονός αυτό, σε δεόντως αιτιολογημένη γνώμη. Αν είναι αναγκαίο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 11α.

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους υπαλλήλους που επιστρέφουν από άδεια για προσωπικούς λόγους.».

8)

Το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Ο υπάλληλος έχει την υποχρέωση, μετά τη λήξη των καθηκόντων του, να συμπεριφέρεται με εντιμότητα και διακριτικότητα όσον αφορά την αποδοχή ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων.

Ο υπάλληλος ο οποίος προτίθεται να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, εντός των δύο ετών που έπονται της λήξεως των καθηκόντων του, οφείλει να το δηλώσει στο όργανο στο οποίο ανήκει, χρησιμοποιώντας ειδικό έντυπο. Εάν η δραστηριότητα αυτή συνδέεται με την πραγματοποιηθείσα από τον υπάλληλο εργασία κατά τα τρία τελευταία έτη της υπηρεσίας του, και αν ενδέχεται να είναι ασυμβίβαστη με τα νόμιμα συμφέροντα του οργάνου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, με βάση το συμφέρον της υπηρεσίας, είτε να απαγορεύσει στον υπάλληλο την άσκηση της δραστηριότητας αυτής είτε να την εγκρίνει υπό τους όρους που η ίδια κρίνει ενδεδειγμένους. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού ζητήσει και λάβει τη γνώμη της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης, κοινοποιεί την απόφασή της εντός προθεσμίας 30 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης. Εάν δεν έχει κοινοποιηθεί απόφαση μέχρι τη λήξη της συγκεκριμένης προθεσμίας, θεωρείται ότι υπάρχει σιωπηρή αποδοχή.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή απαγορεύει, κατ’ αρχήν, στους πρώην ανώτερους υπαλλήλους όπως ορίζονται στα μέτρα εφαρμογής, να αναλαμβάνουν, κατά τους 12 μήνες μετά τη λήξη των καθηκόντων τους, δραστηριότητες εκπροσώπησης συμφερόντων ή υπεράσπισης έναντι του προσωπικού του οργάνου στο οποίο εργάζονταν προηγουμένως, για λογαριασμό των επιχειρήσεων, πελατών ή εργοδοτών τους και για θέματα για τα οποία ήταν υπεύθυνοι κατά τα τρία τελευταία έτη της υπηρεσία τους.

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), κάθε θεσμικό όργανο δημοσιεύει ετησίως στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή του τρίτου εδαφίου, συμπεριλαμβανομένης κατάστασης των υποθέσεων που έχουν αξιολογηθεί.

9)

Το άρθρο 18 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όλα τα δικαιώματα τα οποία αναφέρονται σε έγγραφα ή άλλο έργο που έχει παραγάγει υπάλληλος κατά την άσκηση των καθηκόντων του περιέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν αυτά τα έγγραφα ή το έργο συνδέονται με τις δραστηριότητές της, ή στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, αν αυτά τα έγγραφα ή το έργο σχετίζονται με αυτήν την Κοινότητα. Η Ένωση ή, ενδεχομένως, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας μπορεί να αξιώσει να της παραχωρηθούν νομίμως τα πνευματικά δικαιώματα που απορρέουν από τις εργασίες αυτές.».

10)

Το άρθρο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 19

Ο υπάλληλος δεν αποκαλύπτει ενώπιον δικαστικής αρχής, για οποιονδήποτε λόγο, πληροφορίες που γνωρίζει λόγω της ασκήσεως των καθηκόντων του, χωρίς την άδεια της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής. Η άδεια αυτή δεν χορηγείται μόνο αν τούτο επιβάλλεται για τα συμφέροντα της Ένωσης και εφόσον η άρνηση της αδείας αυτής δεν συνεπάγεται ποινικές συνέπειες σε βάρος του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Ο υπάλληλος υπόκειται στην υποχρέωση αυτή ακόμη και μετά τη λήξη των καθηκόντων του.

Οι διατάξεις της πρώτης παραγράφου δεν ισχύουν για τον υπάλληλο ή τον τέως υπάλληλο ο οποίος καταθέτει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου ενός οργάνου για θέμα που αφορά άλλον υπάλληλο ή τέως υπάλληλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.».

11)

Στο άρθρο 21α προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Ο υπάλληλος που ενημερώνει τους προϊσταμένους του για εντολές τις οποίες θεωρεί παράτυπες ή ικανές να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα δεν υφίσταται για τούτο κυρώσεις εκ μέρους των προϊσταμένων του.».

12)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 22γ

Σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 90, κάθε όργανο θέτει σε εφαρμογή μια διαδικασία εξέτασης των καταγγελιών υπαλλήλων που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή ως συνέπειά της δυνάμει του άρθρου 22α ή του άρθρου 22β. Το οικείο όργανο μεριμνά ώστε οι καταγγελίες αυτές να εξετάζονται εμπιστευτικά και, εφόσον δικαιολογείται από τις περιστάσεις, πριν από τη λήξη των προθεσμιών που καθορίζονται στο άρθρο 90.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου ορίζει εσωτερικούς κανόνες, μεταξύ άλλων σχετικά με:

την παροχή, στους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 22a παράγραφος 1, ή στο άρθρο 22β, πληροφοριών για το χειρισμό ζητημάτων που αναφέρονται από αυτούς,

την προστασία των νόμιμων συμφερόντων των υπαλλήλων αυτών και της ιδιωτικής τους ζωής, και

τη διαδικασία εξέτασης των καταγγελιών που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου.».

13)

Στο άρθρο 26α, οι λέξεις «τα όργανα» αντικαθίσταται από τις λέξεις «οι αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των θεσμικών οργάνων».

14)

Το άρθρο 27 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 27

Η πρόσληψη πρέπει να εξασφαλίζει στο θεσμικό όργανο τις υπηρεσίες υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, απόδοσης και ακεραιότητας και επιλέγονται από την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης. Καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους ορισμένου κράτους μέλους.

Η αρχή της ισότητας των πολιτών της Ένωσης επιτρέπει σε κάθε όργανο να θεσπίζει κατάλληλα μέτρα αν διαπιστωθεί σημαντική ανισορροπία εθνικοτήτων μεταξύ των υπαλλήλων, η οποία δεν δικαιολογείται από αντικειμενικά κριτήρια. Αυτά τα κατάλληλα μέτρα πρέπει να είναι δικαιολογημένα και να μην συνεπάγονται ποτέ κριτήρια πρόσληψης άλλα απ’ αυτά που βασίζονται στα προσόντα. Πριν εγκριθούν αυτά τα κατάλληλα μέτρα, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του ενδιαφερόμενου οργάνου θεσπίζει γενικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος εδαφίου σύμφωνα με το άρθρο 110.

Μετά από τριετή περίοδο που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου.

Προκειμένου να διευκολύνονται οι προσλήψεις στην ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση, τα θεσμικά όργανα μεριμνούν ώστε να προσφέρουν στα τέκνα του προσωπικού τους πολύγλωσση και πολυπολιτιστική εκπαίδευση.».

15)

Στο άρθρο 29, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για την πλήρωση κενής θέσης σε όργανο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, εξετάζει προηγουμένως:

α)

τις δυνατότητες πλήρωσής της με:

i)

μετάθεση, ή

ii)

διορισμό σύμφωνα με το άρθρο 45α, ή

iii)

προαγωγή

εντός του οργάνου,

β)

αν έχουν ληφθεί αιτήσεις για μετάθεση από υπαλλήλους του ίδιου βαθμού σε άλλα θεσμικά όργανα, και/ή

γ)

αν έχει σταθεί αδύνατη η πλήρωση της κενής θέσης με τις προαναφερθείσες δυνατότητες των στοιχείων α) και β), αν πρέπει να ληφθούν υπόψη κατάλογοι κατάλληλων υποψηφίων υπό την έννοια του άρθρου 30, λαμβανομένων υπόψη, όπου είναι σκόπιμο, των σχετικών διατάξεων για τους κατάλληλους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙΙ, και/ή

δ)

αν πρέπει να διεξαχθεί εσωτερικός διαγωνισμός στο θεσμικό όργανο, ανοιχτός μόνο σε μόνιμους και έκτακτους υπαλλήλους όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ή αν πρέπει να κινήσει τη διαδικασία διαγωνισμών βάσει προσόντων ή εξετάσεων ή ταυτόχρονα βάσει προσόντων και εξετάσεων. Η διαδικασία διαγωνισμού καθορίζεται στο Παράρτημα III.

Η διαδικασία μπορεί επίσης να εφαρμόζεται για την κατάρτιση πίνακα επιτυχόντων για μελλοντική πρόσληψη.

Τηρώντας την αρχή ότι η μεγάλη πλειονότητα των υπαλλήλων προσλαμβάνεται βάσει γενικών διαγωνισμών, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίζει, κατά παρέκκλιση από το στοιχείο δ) και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να διοργανώσει εσωτερικό διαγωνισμό στο όργανο, ο οποίος θα είναι επίσης ανοικτός στους συμβασιούχους υπαλλήλους, όπως ορίζεται στα άρθρα 3α και 3β του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι υπάλληλοι της συγκεκριμένης κατηγορίας προσωπικού υπόκεινται σε περιορισμούς όσον αφορά αυτή τη δυνατότητα, όπως ορίζεται στο άρθρο 82 παράγραφος 7 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε σχέση με τα συγκεκριμένα καθήκοντα που είχαν δικαίωμα να εκτελούν ως έκτακτοι υπάλληλοι.».

16)

Το άρθρο 30 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 30

Για κάθε διαγωνισμό, διορίζεται επιτροπή αξιολόγησης από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή. Αυτή η επιτροπή καταρτίζει πίνακα κατάλληλων υποψηφίων.

Η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή επιλέγει από τον πίνακα αυτόν τον ή τους υποψηφίους που διορίζει στις κενές θέσεις.

Οι υποψήφιοι αυτοί έχουν πρόσβαση σε επαρκή πληροφόρηση σχετικά με προσκλήσεις για την πλήρωση κατάλληλων θέσεων, που δημοσιεύουν τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί.».

17)

Στο άρθρο 31 παράγραφος 2, η πρώτη περίοδος του πρώτου εδαφίου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 29 παράγραφος 2, οι υπάλληλοι προσλαμβάνονται μόνο στους βαθμούς SC 1 έως SC 2, AST 1 έως AST 4 ή AD 5 έως AD 8.».

18)

Στο άρθρο 32 τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «το όργανο» αντικαθίσταται από τις λέξεις «την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου».

19)

Το άρθρο 34 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 34

1.   Κάθε υπάλληλος, για να μπορέσει να μονιμοποιηθεί, πρέπει να περάσει περίοδο δοκιμασίας εννέα μηνών. Η απόφαση για τη μονιμοποίηση υπαλλήλου λαμβάνεται με βάση την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή σχετικά με τη συμπεριφορά του δόκιμου υπαλλήλου σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ.

Όταν κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας ο υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας, της άδειας μητρότητας που αναφέρεται στο άρθρο 58, ή ατυχήματος επί συνεχές χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας κατά το αντίστοιχο διάστημα. Η συνολική διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τους 15 μήνες.

2.   Σε περίπτωση έκδηλης ανικανότητας δόκιμου υπαλλήλου, είναι δυνατόν να συνταχθεί έκθεση σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του δόκιμου υπαλλήλου στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, η οποία λαμβάνει, εντός τριών εβδομάδων, τη γνώμη της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης για τις εκθέσεις κρίσης σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να απολύσει τον δόκιμο υπάλληλο πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με προειδοποίηση ενός μηνός, ή να τοποθετήσει τον υπάλληλο σε άλλο τμήμα για το υπόλοιπο διάστημα της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

3.   Το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, καταρτίζεται έκθεση για την ικανότητα του δόκιμου υπαλλήλου να εκπληρώνει τα καθήκοντα που ανάγονται στη θέση του καθώς και την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση γνωστοποιείται στον δόκιμο υπάλληλο, ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του.

Αν η έκθεση συνιστά απόλυση ή, κατ’ εξαίρεση, παράταση της περιόδου δοκιμασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του δόκιμου υπαλλήλου στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, η οποία λαμβάνει τη γνώμη της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης για τις εκθέσεις κρίσης εντός τριών εβδομάδων, σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί.

Ο δόκιμος υπάλληλος του οποίου οι επαγγελματικές ικανότητες ή η συμπεριφορά δεν έχουν αποδειχτεί επαρκείς για τη μονιμοποίησή του απολύεται.

4.   Ο δόκιμος υπάλληλος που απολύεται, αν δεν έχει τη δυνατότητα να αναλάβει χωρίς καθυστέρηση επαγγελματική δραστηριότητα, λαμβάνει αποζημίωση που αντιστοιχεί στον βασικό μισθό τριών μηνών αν η διάρκεια υπηρεσίας του είναι μεγαλύτερη από ένα έτος, στον βασικό μισθό δύο μηνών αν η διάρκεια υπηρεσίας του είναι τουλάχιστον έξι μήνες, και στον βασικό μισθό ενός μηνός αν η διάρκεια υπηρεσίας του είναι μικρότερη από έξι μήνες.

5.   Οι παράγραφοι 2, 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στον υπάλληλο που παραιτείται πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας.».

20)

Στο άρθρο 35 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ζ)

απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας».

21)

Στο άρθρο 37 στοιχείο β) δεύτερη περίπτωση, οι λέξεις «των οργάνων» αντικαθίσταται από τις λέξεις «των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων».

22)

Το άρθρο 40 τροποποιείται ως εξής:

α)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Το άρθρο 12β συνεχίζει να εφαρμόζεται κατά την περίοδο άδειας για προσωπικούς λόγους. Η άδεια δυνάμει του άρθρου 12β δεν χορηγείται σε έκτακτο υπάλληλο προκειμένου αυτός να αναλάβει μια επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, η οποία περιλαμβάνει την εκπροσώπηση συμφερόντων ή την υπεράσπιση έναντι του οργάνου του και η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση ή σε πιθανότητα σύγκρουσης με τα νόμιμα συμφέροντα του οργάνου του.»,

β)

στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2, οι λέξεις «15 έτη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «12 έτη»,

γ)

το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ii)

να ακολουθήσει την(τον) σύζυγό του(της), επίσης υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Ένωσης, που υποχρεούται, λόγω των καθηκόντων της(του), να έχει τη συνήθη διαμονή της(του) σε τέτοια απόσταση από τον τόπο υπηρεσίας του ενδιαφερομένου ώστε η εγκατάσταση κοινής συζυγικής στέγης στον συγκεκριμένο τόπο να δημιουργεί προβλήματα στον αιτούντα υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ή»,

ii)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«iii)

να συνδράμει την(τον) σύζυγό του(της), ανιόντα ή κατιόντα συγγενή, αδελφό ή αδελφή σε περίπτωση ιατρικά πιστοποιημένης σοβαρής ασθένειας ή αναπηρίας,».

23)

Το άρθρο 42α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 42α

Κάθε υπάλληλος δικαιούται, για κάθε παιδί, γονική άδεια ανώτατης διάρκειας έξι μηνών, χωρίς καταβολή του βασικού μισθού του, την οποία πρέπει να λαμβάνει στο διάστημα των δώδεκα ετών μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία του παιδιού. Η διάρκεια της άδειας αυτής μπορεί να διπλασιάζεται για τους μόνους γονείς, που αναγνωρίζονται δυνάμει των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που εκδίδει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του κάθε θεσμικού οργάνου, και για γονείς συντηρούμενων τέκνων με αναπηρία ή με σοβαρή ασθένεια που έχει πιστοποιηθεί από τον ιατρικό σύμβουλο των θεσμικών οργάνων. Η ελάχιστη διάρκεια της άδειας που λαμβάνεται κάθε φορά δεν είναι μικρότερη από έναν μήνα.

Στη διάρκεια της γονικής άδειάς του, ο υπάλληλος εξακολουθεί να συμμετέχει στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης. Εξακολουθεί επίσης να αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα και διατηρεί το δικαίωμα του επιδόματος για συντηρούμενο τέκνο καθώς και του σχολικού επιδόματος. Επίσης, διατηρεί τη θέση του, το δικαίωμά του προαγωγής κατά κλιμάκιο και τη δυνατότητα βαθμολογικής εξέλιξής του. Η άδεια μπορεί να ληφθεί υπό τη μορφή είτε πλήρους παύσης της υπηρεσίας είτε ημιαπασχόλησης. Στην περίπτωση γονικής άδειας λαμβανομένης υπό τη μορφή ημιαπασχόλησης, η ανώτατη διάρκεια που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο διπλασιάζεται. Κατά τη διάρκεια της γονικής αδείας του, ο υπάλληλος δικαιούται μηνιαίο επίδομα 911,73 EUR, ή ποσοστό 50 % του ποσού αυτού, στην περίπτωση ημιαπασχόλησης, αλλά δεν μπορεί να ασκεί καμία άλλη αμειβόμενη δραστηριότητα. Το όργανο καταβάλλει πλήρη εισφορά στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα άρθρα 72 και 73, υπολογιζόμενη βάσει του βασικού μισθού του υπαλλήλου. Ωστόσο, στην περίπτωση αδείας υπό τη μορφή ημιαπασχόλησης, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο στη διαφορά μεταξύ του πλήρους βασικού μισθού και του κατ’ αναλογία μειωμένου βασικού μισθού. Για το μέρος του βασικού μισθού που πράγματι καταβάλλεται, η εισφορά του υπαλλήλου υπολογίζεται με εφαρμογή των ίδιων εκατοστιαίων ποσοστών που θα εφαρμόζονταν στην περίπτωση πλήρους απασχόλησής του.

Το επίδομα ανέρχεται σε 1 215,63 EUR κατά μήνα ή σε ποσοστό 50 % του ποσού αυτού στην περίπτωση ημιαπασχόλησης, για τους αναφερόμενους στο πρώτο εδάφιο μόνους γονείς και τους γονείς συντηρούμενων τέκνων με αναπηρία ή με σοβαρή ασθένεια που έχει πιστοποιηθεί από τον ιατρικό σύμβουλο και στη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών της γονικής άδειας, όταν την άδεια αυτή λαμβάνει ο πατέρας στη διάρκεια της άδειας μητρότητας ή οποιοσδήποτε από τους γονείς αμέσως μετά την άδεια μητρότητας, στη διάρκεια της άδειας λόγω υιοθεσίας ή αμέσως μετά την άδεια λόγω υιοθεσίας.

Η γονική άδεια μπορεί να παραταθεί κατά έξι μήνες με επίδομα που ανέρχεται στο 50 % του ποσού που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο. Για τους μόνους γονείς όπως ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, η γονική άδεια μπορεί να παραταθεί κατά δώδεκα μήνες, με επίδομα που ανέρχεται στο 50 % του ποσού που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο.

Τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο ποσά αναπροσαρμόζονται όπως και οι αποδοχές.».

24)

Στο Κεφάλαιο 2 του τίτλου ΙΙΙ, προστίθεται το ακόλουθο τμήμα:

«Τμήμα 7

Απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας

Άρθρο 42γ

Το νωρίτερο πέντε έτη κατά μέγιστο πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης του μονίμου υπαλλήλου, αν ο υπάλληλος έχει τουλάχιστον 10 έτη υπηρεσίας, μπορεί να απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, λόγω οργανωτικών αναγκών που συνδέονται με την απόκτηση νέων ικανοτήτων μέσα στα θεσμικά όργανα.

Ο συνολικός αριθμός των μόνιμων υπαλλήλων οι οποίοι απομακρύνονται από τη θέση τους προς το συμφέρον της υπηρεσίας δεν υπερβαίνει το 5 % του συνολικού αριθμού των υπαλλήλων όλων των οργάνων που συνταξιοδοτήθηκαν το προηγούμενο έτος. Ο συνολικός αριθμός που υπολογίζεται με τον τρόπο αυτό κατανέμεται στα θεσμικά όργανα με βάση τον αριθμό των υπαλλήλων καθενός στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Το αποτέλεσμα της κατανομής αυτής στρογγυλεύεται στον πλησιέστερο μεγαλύτερο ακέραιο για κάθε θεσμικό όργανο.

Η απομάκρυνση αυτή από τη θέση δεν συνιστά πειθαρχικό μέτρο.

Η διάρκεια της απομάκρυνσης από τη θέση αντιστοιχεί κατά κανόνα στο διάστημα έως ότου ο υπάλληλος φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να τερματίσει την απομάκρυνση από τη θέση και να επαναφέρει τον υπάλληλο στη θέση του.

Όταν ο υπάλληλος που έχει απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας φτάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης, συνταξιοδοτείται αυτομάτως.

Η απομάκρυνση προς το συμφέρον της υπηρεσίας διέπεται από τους εξής κανόνες:

α)

ο υπάλληλος μπορεί να αντικατασταθεί από άλλο υπάλληλο, στη θέση που κατείχε,

β)

κατά τη διάρκεια της απομάκρυνσής του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ο υπάλληλος παύει να έχει δικαίωμα προαγωγής κατά κλιμάκιο και προαγωγής κατά βαθμό.

Ο υπάλληλος που έχει απομακρυνθεί από τη θέση του λαμβάνει αποζημίωση που υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα IV.

Αν υπάρξει σχετικό αίτημα από τον υπάλληλο, η αποζημίωση υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, υπολογιζόμενες με βάση την αποζημίωση αυτή. Στην περίπτωση αυτή, η περίοδος υπηρεσίας του υπαλλήλου υπό καθεστώς απομάκρυνσης από τη θέση του προ το συμφέρον της υπηρεσίας λαμβάνεται υπόψη για τον σκοπό του υπολογισμού των ετών συντάξιμης υπηρεσίας υπό την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος VIII.

Η αποζημίωση δεν υπόκειται σε διορθωτικό συντελεστή.».

25)

Το άρθρο 43 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 43

Η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά κάθε υπαλλήλου στην υπηρεσία αποτελούν το αντικείμενο ετήσιας εκθέσεως, κατά τα προβλεπόμενα, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε οργάνου, σύμφωνα με το άρθρο 110. Η έκθεση αυτή αναφέρει αν το επίπεδο απόδοσης του υπαλλήλου ήταν ικανοποιητικό ή όχι. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου θεσπίζει διατάξεις με τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα για κατάθεση προσφυγής στο πλαίσιο της διαδικασίας των εκθέσεων, το οποίο πρέπει να ασκείται πριν από την υποβολή αιτήματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 90 παράγραφος 2.

Από τον πέμπτο βαθμό της ομάδας AST, η έκθεση μπορεί επίσης να περιλαμβάνει γνώμη για το κατά πόσο, με βάση την επίδοσή του, ο υπάλληλος διαθέτει την απαιτούμενη ικανότητα για την ανάληψη καθηκόντων υπαλλήλου διοικήσεως.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον υπάλληλο. Αυτός μπορεί να υποβάλει κάθε παρατήρηση που θεωρεί χρήσιμη επί αυτής.».

26)

Το άρθρο 44 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 44

Υπάλληλος που έχει συμπληρώσει διετία σε κλιμάκιο του βαθμού του προάγεται αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού αυτού, εκτός εάν η επίδοσή του έχει αξιολογηθεί μη ικανοποιητική σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 43. Ο υπάλληλος προάγεται στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού του εντός τεσσάρων ετών το αργότερο, εκτός εάν εφαρμοστεί η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 51 παράγραφος 1.

Εάν ο υπάλληλος τοποθετηθεί σε θέση προϊσταμένου μονάδας, διευθυντή ή γενικού διευθυντή, ενώ παραμένει στον ίδιο βαθμό, και εφόσον η επίδοσή του έχει κριθεί ικανοποιητική κατά την έννοια του άρθρου 43 κατά τους πρώτους εννέα μήνες από την τοποθέτησή του, απολαύει προαγωγής, κατά ένα κλιμάκιο στον βαθμό αυτό, αναδρομικά, κατά την έναρξη της τοποθέτησης. Η προαγωγή αυτή συνεπάγεται αύξηση του μηνιαίου βασικού μισθού του αντίστοιχη προς την εκατοστιαία μισθολογική διαφορά μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου κλιμακίου κάθε βαθμού. Αν το ποσό της αύξησης είναι κατώτερο της διαφοράς αυτής ή αν ο υπάλληλος κατέχει τότε ήδη το τελευταίο κλιμάκιο του βαθμού του, λαμβάνει προσαύξηση του βασικού μισθού ίση με την αύξηση μεταξύ πρώτου και δευτέρου κλιμακίου μέχρις ενάρξεως ισχύος της επόμενης προαγωγής του.».

27)

Το άρθρο 45 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η προαγωγή απονέμεται με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής με βάση το άρθρο 6 παράγραφος 2. Οι υπάλληλοι μπορούν να προάγονται μόνον εφόσον κατέχουν θέση που αντιστοιχεί σε έναν από τους τύπους θέσης που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α για τον αμέσως ανώτερο βαθμό, εκτός αν εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 4 και στο άρθρο 29 παράγραφος 1. Η προαγωγή συνεπάγεται για τον υπάλληλο την τοποθέτησή του στον αμέσως ανώτερο βαθμό της ομάδας καθηκόντων στην οποία ανήκει. Η προαγωγή απονέμεται αποκλειστικά με επιλογή μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον δύο έτη στον βαθμό τους, μετά από συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων. Για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει ιδίως υπόψη τις εκθέσεις των υπαλλήλων, τη χρήση, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, άλλων γλωσσών εκτός από τη γλώσσα για την οποία έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν εις βάθος γνώση σύμφωνα με το άρθρο 28 στοιχείο στ), και το επίπεδο των ευθυνών που αναλαμβάνουν.»,

β)

στην παράγραφο 2 πρώτη περίοδος, οι λέξεις «άρθρο 55 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης» αντικαθίστανται από το «άρθρο 55 παράγραφος 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης»,

γ)

στην παράγραφο 2 δεύτερη περίοδο, οι λέξεις «τα όργανα εκδίδουν» αντικαθίστανται από «η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου εκδίδει».

28)

Το άρθρο 45α τροποποιείται ως εξής:

α)

στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2, οι λέξεις «των οικείων περιοδικών εκθέσεων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των οικείων ετήσιων εκθέσεων»,

β)

στην παράγραφο 5, οι λέξεις «τα όργανα θεσπίζουν» αντικαθίσταται από τις λέξεις «η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου θεσπίζει».

29)

Στο άρθρο 48 τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «της ομάδας καθηκόντων AST» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των ομάδων καθηκόντων AST και AST/SC».

30)

Στο άρθρο 50 όγδοο εδάφιο, οι λέξεις «το 55ο» αντικαθίστανται από «το 58ο».

31)

Το άρθρο 51 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 51

1.   Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου καθορίζει τις διαδικασίες για την αναγνώριση, τον χειρισμό και την αντιμετώπιση των περιπτώσεων επαγγελματικής ανεπάρκειας έγκαιρα και με κατάλληλο τρόπο.

Κατά τη θέσπιση εσωτερικών διατάξεων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου τηρεί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

υπάλληλος ο οποίος, με βάση τρεις διαδοχικές μη ικανοποιητικές ετήσιες εκθέσεις κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 43, συνεχίζει να μην παρουσιάζει βελτίωση όσον αφορά την επαγγελματική του επάρκεια, υποβιβάζεται κατά ένα βαθμό. Εάν, σύμφωνα με τις δύο επόμενες ετήσιες εκθέσεις, η επίδοσή του εξακολουθεί να κρίνεται μη ικανοποιητική, ο υπάλληλος απολύεται,

β)

κάθε πρόταση περί υποβιβασμού ή απολύσεως υπαλλήλου εκθέτει τους λόγους που την αιτιολογούν και γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο. Η πρόταση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής υποβάλλεται στη συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 6.

2.   Ο υπάλληλος έχει το δικαίωμα πρόσβασης στον πλήρη ατομικό του φάκελο και μπορεί να λαμβάνει αντίγραφα όλων των εγγράφων της διαδικασίας. Για την προετοιμασία της υπεράσπισής του διαθέτει προθεσμία τουλάχιστον 15 ημερών, αλλά όχι μεγαλύτερη των 30 ημερών, από την ημερομηνία παραλαβής της πρότασης. Μπορεί να έχει τη συνδρομή προσώπου της επιλογής του. Ο υπάλληλος μπορεί να υποβάλλει γραπτές παρατηρήσεις. Καλείται να εκθέσει τις απόψεις του στη συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης. Ο υπάλληλος μπορεί επίσης να καλεί μάρτυρες.

3.   Το όργανο εκπροσωπείται ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης από υπάλληλο ειδικά εντεταλμένο για τούτο από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Ο εν λόγω υπάλληλος απολαύει των ίδιων δικαιωμάτων όπως και ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος.

4.   Με βάση την πρόταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) και λαμβάνοντας υπόψη, ενδεχομένως, τις γραπτές και προφορικές δηλώσεις του ενδιαφερομένου υπαλλήλου ή των μαρτύρων, η συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης διατυπώνει, με πλειοψηφία, αιτιολογημένη γνώμη που αναφέρει το μέτρο που είναι κατά την κρίση της ενδεδειγμένο, υπό το φως των γεγονότων που αποδείχθηκαν κατόπιν αιτήσεώς της. Διαβιβάζει τη γνώμη αυτή στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία που της παραπέμφθηκε η υπόθεση. Ο πρόεδρος δεν συμμετέχει στην ψηφοφορία επί των αποφάσεων της συμβουλευτικής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης, εκτός εάν πρόκειται για διαδικαστικά ζητήματα ή σε περίπτωση ισοψηφίας των μελών.

5.   Ο απολυθείς για λόγους επαγγελματικής ανεπάρκειας υπάλληλος δικαιούται για το διάστημα που καθορίζεται στην παράγραφο 6 μηνιαία αποζημίωση λόγω απόλυσης ίση προς τον μηνιαίο βασικό μισθό υπαλλήλου πρώτου κλιμακίου του βαθμού AST 1. Ο υπάλληλος δικαιούται επίσης να λαμβάνει, για το ίδιο διάστημα, τα οικογενειακά επιδόματα που προβλέπονται στο άρθρο 67. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση τον μηνιαίο βασικό μισθό υπαλλήλου βαθμού AST 1 σύμφωνα με το άρθρο 1 του παραρτήματος VII.

Η αποζημίωση δεν καταβάλλεται στην περίπτωση που ο υπάλληλος παραιτηθεί μετά την έναρξη της διαδικασίας που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, ή εφόσον δικαιούται ήδη την άμεση καταβολή πλήρους συντάξεως. Εάν δικαιούται επίδομα ανεργίας στο πλαίσιο εθνικού καθεστώτος προστασίας των ανέργων, το ποσό του εν λόγω επιδόματος αφαιρείται από την ανωτέρω αποζημίωση.

6.   Το διάστημα κατά το οποίο πραγματοποιούνται οι πληρωμές που αναφέρονται στην παράγραφο 5 ανέρχεται σε:

α)

τρεις μήνες αν, κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για απόλυση, ο υπάλληλος δεν έχει συμπληρώσει πέντε έτη υπηρεσίας,

β)

έξι μήνες, αν ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον πέντε αλλά λιγότερα από 10 έτη υπηρεσίας,

γ)

εννέα μήνες, αν ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 10 αλλά λιγότερα από 20 έτη υπηρεσίας,

δ)

12 μήνες, αν ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 20 έτη υπηρεσίας.

7.   Στην περίπτωση υποβιβασμού για λόγους επαγγελματικής ανεπάρκειας, ο υπάλληλος μπορεί, μετά την πάροδο έξι ετών, να ζητήσει να διαγραφεί από τον ατομικό του φάκελο κάθε αναφορά στο μέτρο αυτό.

8.   Ο υπάλληλος δικαιούται επιστροφή των εύλογων εξόδων με τα οποία επιβαρύνθηκε με δική του πρωτοβουλία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής συνηγόρου υπερασπίσεώς του που δεν ανήκει στο όργανο, στην περίπτωση που η διαδικασία η οποία προβλέπεται στο παρόν άρθρο τερματιστεί χωρίς να έχει ληφθεί απόφαση για απόλυση ή υποβιβασμό.».

32)

Το άρθρο 52 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 52

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 50, ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται:

α)

αυτοδικαίως, την ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το 66ο έτος της ηλικίας του, ή

β)

με αίτησή του, την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, εάν έχει φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης ή είναι μεταξύ 58 ετών και της ηλικίας συνταξιοδότησης, εφόσον συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση σύνταξης που αρχίζει να καταβάλλεται αμέσως, σύμφωνα με το άρθρο 9 του παραρτήματος VIII. Το άρθρο 48 δεύτερο εδάφιο δεύτερη περίοδος εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

Ωστόσο, ο υπάλληλος μπορεί, κατόπιν αιτήσεώς του και υπό τον όρο ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή το κρίνει δικαιολογημένο από το συμφέρον της υπηρεσίας, να εξακολουθήσει να εργάζεται μέχρι την ηλικία των 67 ετών, ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέχρι την ηλικία των 70 ετών, οπότε συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει την ηλικία αυτή.

Εφόσον η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίσει να επιτρέψει σε υπάλληλο να παραμείνει στην υπηρεσία πέρα από την ηλικία των 66 ετών, η άδεια αυτή αφορά μέγιστη διάρκεια ενός έτους. Μπορεί να ανανεωθεί μετά από αίτημα του υπαλλήλου.».

33)

Το άρθρο 55 τροποποιείται ως εξής:

α)

τα εδάφια αριθμούνται και γίνονται παράγραφοι,

β)

στο δεύτερο εδάφιο, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η κανονική διάρκεια εργασίας κυμαίνεται μεταξύ 40 και 42 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ το ωράριο εργασίας καθορίζεται από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή»,

γ)

το τρίτο εδάφιο δεύτερη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου καθορίζει τους κανόνες εφαρμογής του παρόντος εδαφίου μετά από διαβουλεύσεις με την Επιτροπή Προσωπικού.»,

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου μπορεί να θεσπίσει ρυθμίσεις ελαστικού ωραρίου. Με βάση τις ρυθμίσεις αυτές, δεν χορηγούνται ολόκληρες εργάσιμες ημέρες για υπαλλήλους βαθμού AD/AST 9 ή υψηλότερου. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε υπαλλήλους στους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 44 δεύτερο εδάφιο. Οι υπάλληλοι αυτοί οργανώνουν τον χρόνο εργασίας τους σε συμφωνία με τους προϊσταμένους τους.».

34)

Στο άρθρο 55α, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η άδεια αυτή παρέχεται αυτοδικαίως στον υπάλληλο, στις εξής περιπτώσεις:

α)

για να παρέχει φροντίδα σε συντηρούμενο τέκνο ηλικίας κάτω των 9 ετών,

β)

για να παρέχει φροντίδα σε συντηρούμενο τέκνο ηλικίας 9 έως 12 ετών, εφόσον η μείωση του χρόνου εργασίας δεν υπερβαίνει το 20 % της κανονικής διάρκειας εργασίας,

γ)

για να παρέχει φροντίδα σε συντηρούμενο τέκνο έως ότου συμπληρώσει την ηλικία των 14 ετών, όταν ο υπάλληλος είναι μόνος γονέας,

δ)

σε εξαιρετικά δύσκολες περιπτώσεις, για να παρέχει φροντίδα σε συντηρούμενο τέκνο μέχρι να φτάσει σε ηλικία 14 ετών, εφόσον η μείωση του χρόνου εργασίας δεν υπερβαίνει το 5 % της κανονικής διάρκειας εργασίας. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζονται οι δύο πρώτες παράγραφοι του άρθρου 3 του παραρτήματος IVα. Στην περίπτωση που απασχολούνται στην υπηρεσία της Ένωσης και οι δύο γονείς, μόνον ο ένας δικαιούται τη μείωση αυτή,

ε)

για να παρέχει φροντίδα στον/στη σύζυγο, σε ανιόντα, σε κατιόντα, σε αδελφό ή σε αδελφή με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία,

στ)

για την παρακολούθηση συμπληρωματικής κατάρτισης ή

ζ)

κατά τα τελευταία τρία έτη πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης, αλλά όχι πριν από την ηλικία των 58 ετών.

Όταν ζητείται μειωμένο ωράριο για τη συμμετοχή σε μετεκπαίδευση, ή κατά τα τελευταία τρία έτη πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, αλλά όχι πριν από την ηλικία των 58, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει έγκριση ή να αναβάλει την έναρξη εφαρμογής μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για υπερέχοντες λόγους υπηρεσιακού συμφέροντος.

Όταν αυτό το δικαίωμα για χορήγηση άδειας ασκείται για την παροχή φροντίδας στον/στη σύζυγο, σε ανιόντα, σε κατιόντα, σε αδελφό ή σε αδελφή με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία, ή για την παρακολούθηση συμπληρωματικής κατάρτισης, η σωρευτική διάρκεια των διαστημάτων εργασίας με μειωμένο ωράριο περιορίζεται σε πέντε έτη για όλη τη σταδιοδρομία του υπαλλήλου.».

35)

Στο άρθρο 56, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα VI, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από τους υπαλλήλους των βαθμών SC 1 έως SC 6 και των βαθμών AST 1 έως AST 4 παρέχουν δικαίωμα χορηγήσεως αδείας αντισταθμιστικού χαρακτήρα ή δικαίωμα χορηγήσεως αμοιβής, αν οι ανάγκες της υπηρεσίας δεν επιτρέπουν τη χορήγηση αντισταθμιστικής αδείας κατά το δίμηνο που ακολουθεί τον μήνα κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι υπερωρίες.».

36)

Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 56α αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή καθορίζει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112, τις κατηγορίες των δικαιούχων υπαλλήλων, τους όρους χορήγησης καθώς και το ύψος των αποζημιώσεων αυτών.».

37)

Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 56β αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή καθορίζει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112, τις κατηγορίες των δικαιούχων υπαλλήλων, τους όρους χορήγησης καθώς και το ύψος των αποζημιώσεων αυτών.».

38)

Στο άρθρο 56γ, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή καθορίζει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112, τις κατηγορίες των δικαιούχων υπαλλήλων, τους όρους χορήγησης και τα ποσοστά των εν λόγω ειδικών αποζημιώσεων.».

39)

Στο άρθρο 57 πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «των οργάνων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων».

40)

Το άρθρο 58 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 58

Επί πλέον της προβλεπόμενης στο άρθρο 57 αδείας, οι γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης δικαιούνται, αφού προσκομίσουν ιατρικό πιστοποιητικό, άδεια 20 εβδομάδων. Η άδεια αυτή αρχίζει το νωρίτερο έξι εβδομάδες πριν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού που αναφέρεται στο πιστοποιητικό και λήγει το νωρίτερο 14 εβδομάδες μετά την ημερομηνία του τοκετού. Σε περίπτωση πολλαπλού ή πρόωρου τοκετού ή σε περίπτωση γέννησης παιδιού με αναπηρία ή σοβαρή ασθένεια, η άδεια διαρκεί 24 εβδομάδες. Για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης, πρόωρος τοκετός είναι ο τοκετός που λαμβάνει χώρα πριν από το τέλος της 34ης εβδομάδας κύησης.».

41)

Το άρθρο 61 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 61

Κατάλογοι των αργιών καταρτίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων της Ένωσης κατόπιν διαβούλευσης με την επιτροπή προσωπικού».

42)

Το άρθρο 63 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 63

Οι αποδοχές των υπαλλήλων εκφράζονται σε ευρώ. Καταβάλλονται στο νόμισμα της χώρας όπου ο υπάλληλος ασκεί τα καθήκοντα του ή σε ευρώ.

Οι αποδοχές που καταβάλλονται σε νόμισμα άλλο από το ευρώ υπολογίζονται με βάση τις τιμές συναλλάγματος που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Ιουλίου του συγκεκριμένου έτους.

Κάθε έτος, οι τιμές συναλλάγματος επικαιροποιούνται αναδρομικά την ημερομηνία της ετήσιας επικαιροποίησης των αποδοχών που προβλέπονται στο άρθρο 65.».

43)

Το άρθρο 64 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 64

Οι αποδοχές του υπαλλήλου που εκφράζονται σε ευρώ σταθμίζονται βάσει συντελεστή ανώτερου, κατώτερου ή ίσου προς το 100 %, ανάλογα με τις συνθήκες διαβίωσης στους διαφόρους τόπους υπηρεσίας, μετά την αφαίρεση των υποχρεωτικών κρατήσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ή στους κανονισμούς εφαρμογής του.

Οι διορθωτικοί συντελεστές δημιουργούνται ή αποσύρονται και επικαιροποιούνται ετησίως σύμφωνα με το παράρτημα XI. Ως προς την επικαιροποίηση, όλες οι τιμές θεωρούνται τιμές αναφοράς. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις επικαιροποιημένες τιμές, μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

Δεν εφαρμόζεται διορθωτικός συντελεστής στο Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, δεδομένου του ειδικού ρόλου αυτών των τόπων απασχόλησης ως σημείων αναφοράς λόγω του γεγονότος ότι είναι οι κύριες και αρχικές έδρες των περισσότερων ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.».

44)

Το άρθρο 65 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 65

1.   Οι αποδοχές των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικαιροποιούνται κάθε έτος και σε τούτο λαμβάνονται υπόψη η οικονομική και κοινωνική πολιτική της Ένωσης. Λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη οι αυξήσεις των μισθών στο δημόσιο των κρατών μελών και οι ανάγκες προσλήψεων. Η επικαιροποίηση των αποδοχών γίνεται σύμφωνα με το παράρτημα ΧΙ. Η επικαιροποίηση αυτή πραγματοποιείται πριν από το τέλος του έτους, με βάση έκθεση που υποβάλλεται από την Επιτροπή, η οποία στηρίζεται στα στατιστικά στοιχεία που επεξεργάζεται η Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνεννόηση με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες των κρατών μελών· τα στατιστικά στοιχεία εκφράζουν την κατάσταση σε όλα τα κράτη μέλη κατά την 1η Ιουλίου. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με τη δημοσιονομική επίπτωση στις αποδοχές και τις συντάξεις των υπαλλήλων της Ένωσης. Διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 42α δεύτερο και τρίτο εδάφιο, στα άρθρα 66 και 69, στο άρθρο 1 παράγραφος 1, στο άρθρο 2 παράγραφος 1, στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2, στο άρθρο 4 παράγραφος 1, στο άρθρο 7 παράγραφος 2, στο άρθρο 8 παράγραφος 2, και στο άρθρο 10 παράγραφος 1 του παραρτήματος VII, καθώς και στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του παραρτήματος XIII, τα ποσά που αναφέρονται στο πρώην άρθρο 4α του παραρτήματος VII, τα οποία υπόκεινται σε επικαιροποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 του παραρτήματος XIII, τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 3, το άρθρο 28α παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 28α παράγραφος 7, στα άρθρα 93 και 94, στο άρθρο 96 παράγραφος 3, στο άρθρο 96 παράγραφος 7 και στα άρθρα 133, 134 και 136 του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 300/76 του Συμβουλίου (6) και ο συντελεστής για τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου (7) επικαιροποιούνται κάθε έτος σύμφωνα με το παράρτημα XI. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις επικαιροποιημένες τιμές, μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

2.   Σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του κόστους διαβίωσης, τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι συντελεστές αναπροσαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 64 επικαιροποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα ΧΙ. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις επικαιροποιημένες τιμές και των συντελεστών αναπροσαρμογής, μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

3.   Τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι συντελεστές αναπροσαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 64 θεωρούνται ποσά και συντελεστές αναπροσαρμογής των οποίων η τρέχουσα αξία σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο υπόκειται σε επικαιροποίηση χωρίς να απαιτείται άλλη νομική πράξη.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφοι 5 και 6 του παραρτήματος XI, το 2013 και το 2014 δεν θα γίνει καμιά από τις επικαιροποιήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2.

45)

Το άρθρο 66 τροποποιείται ως εξής:

α)

η εισαγωγική περίοδος του πρώτου εδαφίου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί στις ομάδες καθηκόντων AD και AST καθορίζονται, για κάθε βαθμό και κλιμάκιο, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:»,

β)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί στην ομάδα καθηκόντων AST/SC καθορίζονται, για κάθε βαθμό και κλιμάκιο, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

 

Κλιμάκιο

Βαθμός

1

2

3

4

5

SC 6

4 349,59

4 532,36

4 722,82

4 854,21

4 921,28

SC 5

3 844,31

4 005,85

4 174,78

4 290,31

4 349,59

SC 4

3 397,73

3 540,50

3 689,28

3 791,92

3 844,31

SC 3

3 003,02

3 129,21

3 260,71

3 351,42

3 397,73

SC 2

2 654,17

2 765,70

2 881,92

2 962,10

3 003,02

SC 1

2 345,84

2 444,41

2 547,14

2 617,99

2 654,17».

46)

Το άρθρο 66α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 66α

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 και για να ληφθεί υπόψη, με την επιφύλαξη του άρθρου 65 παράγραφος 3, η εφαρμογή της μεθόδου επικαιροποίησης των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων, εφαρμόζεται προσωρινό μέτρο, στο εξής «εισφορά αλληλεγγύης», το οποίο αφορά τις αποδοχές που καταβάλλει η Ένωση στους εν ενεργεία υπαλλήλους, από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023.

2.   Το ποσοστό αυτής της εισφοράς αλληλεγγύης, το οποίο εφαρμόζεται στη βάση που ορίζεται στην παράγραφο 3, καθορίζεται σε 6 %. Ωστόσο, για τους υπαλλήλους βαθμού ανώτερου του AD 15, κλιμάκιο 2, το ποσοστό είναι 7 %.

3.

α)

Η βάση για τον υπολογισμό της ειδικής εισφοράς είναι ο βασικός μισθός που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των αποδοχών, μείον:

i)

τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και σύνταξης καθώς και τον φόρο, πριν από την εισφορά αλληλεγγύης, που καταβάλλει υπάλληλος με ίδιο βαθμό και κλιμάκιο χωρίς συντηρούμενα πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος VII, και

ii)

ένα ποσό ίσο με τον βασικό μισθό υπαλλήλου στον βαθμό AST 1, κλιμάκιο 1.

β)

Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της βάσης της εισφοράς αλληλεγγύης εκφράζονται σε ευρώ και σταθμίζονται με συντελεστή 100.

4.   Η εισφορά αλληλεγγύης παρακρατείται κάθε μήνα στην πηγή· το προϊόν της εγγράφεται στα έσοδα του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.».

47)

Στο άρθρο 67, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Το επίδομα συντηρουμένου τέκνου μπορεί να διπλασιαστεί κατόπιν ειδικής και αιτιολογημένης αποφάσεως της αρμόδιας για διορισμούς αρχής, που λαμβάνεται βάσει αποδεικτικών ιατρικών εγγράφων από τα οποία προκύπτει ότι το εν λόγω τέκνο έχει αναπηρία ή μακροχρόνια ασθένεια που επιβάλλει στον υπάλληλο δυσβάστακτα βάρη.».

48)

Το άρθρο 72 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο πρώτη περίοδος και στην παράγραφο 1 τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «τα όργανα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των θεσμικών οργάνων»,

β)

στην παράγραφο 2, οι λέξεις «ηλικία των 63 ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία συνταξιοδότησης»,

γ)

στην παράγραφο 2α σημεία i) και ii), οι λέξεις «ηλικία των 63 ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία συνταξιοδότησης»,

δ)

στην παράγραφο 2β, οι λέξεις «βαθμού 1» αντικαθίστανται από τις λέξεις «βαθμού AST 1».

49)

Στο άρθρο 73 παράγραφος 1, οι λέξεις «των οργάνων» αντικαθίσταται από τις λέξεις «των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων».

50)

Στο άρθρο 76α δεύτερη περίοδος, οι λέξεις «των οργάνων» αντικαθίστανται από «των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων».

51)

Το άρθρο 77 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 77

Ο υπάλληλος που έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 10 έτη υπηρεσίας έχει δικαίωμα συντάξεως λόγω αρχαιότητας. Εντούτοις, δικαιούται τη σύνταξη αυτή ανεξάρτητα από τη διάρκεια της υπηρεσίας, αν έχει συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης, εφόσον δεν κατέστη δυνατό να επανέλθει στην υπηρεσία κατά τη διάρκεια περιόδου στην οποία δεν ήταν σε ενεργό υπηρεσία, ή σε περίπτωση συνταξιοδότησης προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

Το ανώτατο ύψος της σύνταξης αρχαιότητας καθορίζεται σε 70 % του τελευταίου βασικού μισθού που αναλογεί στον τελευταίο βαθμό στον οποίο έχει καταταγεί υπάλληλος για ένα έτος τουλάχιστον. Στον υπάλληλο καταβάλλεται ποσοστό 1,80 % του τελευταίου αυτού βασικού μισθού για κάθε έτος υπηρεσίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος VIII.

Εντούτοις, για τους υπαλλήλους που έχουν ασκήσει καθήκοντα παρά προσώπω που εκτελεί θητεία η οποία προβλέπεται από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά εκλεγμένω προέδρω οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, ή παρά εκλεγμένω προέδρω πολιτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αντιστοιχούν στα συντάξιμα έτη κατά την άσκηση των καθηκόντων που σημειώνονται ανωτέρω υπολογίζονται βάσει του τελευταίου βασικού μισθού ο οποίος έχει εισπραχθεί κατά την εν λόγω περίοδο, εφόσον ο βασικός αυτός μισθός είναι ανώτερος από εκείνον που λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της δεύτερης παραγράφου του παρόντος άρθρου.

Το ποσό της συντάξεως αρχαιότητας ανά έτος υπηρεσίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 4 % του ελαχίστου ορίου διαβίωσης.

Το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας αποκτάται στην ηλικία των 66 ετών.

Η ηλικία συνταξιοδότησης εξετάζεται κάθε πέντε έτη, αρχής γενομένης την 1η Ιανουαρίου 2014, με βάση έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Στην έκθεση εξετάζονται ειδικότερα η εξέλιξη της ηλικίας συνταξιοδότησης για το προσωπικό του δημόσιου τομέα στα κράτη μέλη και η εξέλιξη του προσδόκιμου ζωής των υπαλλήλων των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.

Όπου είναι σκόπιμο. η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση για την αλλαγή της ηλικίας συνταξιοδότησης σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης αυτής, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τις εξελίξεις στα κράτη μέλη.».

52)

Το άρθρο 78 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 78

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 13 έως 16 του παραρτήματος VIII, ο υπάλληλος δικαιούται επίδομα αναπηρίας, αν υποστεί μόνιμη αναπηρία, θεωρούμενη ως ολική, η οποία τον θέτει σε αδυναμία εκτελέσεως των καθηκόντων που αντιστοιχούν σε θέση της ομάδας καθηκόντων του.

Το άρθρο 52 εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας. Εάν ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας συνταξιοδοτηθεί πριν από το 66 έτος της ηλικίας του χωρίς να έχει φθάσει στο ανώτατο ποσοστό σύνταξης, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες για τη σύνταξη αρχαιότητας. Το ύψος της σύνταξης αρχαιότητας καθορίζεται με βάση τον μισθό που αντιστοιχεί στο βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο υπάλληλος όταν κατέστη ανάπηρος.

Το επίδομα αναπηρίας ισούται με το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου. Πάντως, το επίδομα αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης.

Το επίδομα αναπηρίας υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, που υπολογίζονται με βάση το επίδομα αυτό.

Αν η αναπηρία οφείλεται σε ατύχημα που έχει επέλθει κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου ή που συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων αυτών, σε επαγγελματική ασθένεια, ή σε πράξη αυτοθυσίας που έχει συντελεστεί προς το δημόσιο όφελος, ή στο γεγονός ότι ο υπάλληλος εξέθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο προκειμένου να διασώσει ανθρώπινη ζωή, το επίδομα αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 120 % του ελάχιστου ορίου διαβίωσης. Επιπλέον, στις περιπτώσεις αυτές, οι εισφορές στο καθεστώς συνταξιοδότησης βαρύνουν εξ ολοκλήρου τον προϋπολογισμό του οργάνου ή του οργανισμού που αναφέρεται στο άρθρο 1β.».

53)

Στο άρθρο 80, το έκτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα δικαιώματα που προβλέπονται στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τρίτο εδάφιο ισχύουν σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου που είχε δικαίωμα αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 (8), του άρθρου 3 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 2530/72 του Συμβουλίου (9) ή του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1543/73 του Συμβουλίου (10) και σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου ο οποίος εξήλθε από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης και είχε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξης του μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα μετά από εκείνον στη διάρκεια του οποίου συμπληρώνει την ηλικία συνταξιοδότησης.

54)

Το άρθρο 81α παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο στοιχείο β), οι λέξεις «ηλικία των 65 ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία των 66 ετών»,

β)

το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου ο οποίος εξήλθε από την υπηρεσία πριν την ηλικία συνταξιοδότησης και είχε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξής του μέχρι την πρώτη ημέρα του μήνα μετά από εκείνον στη διάρκεια του οποίου θα συμπλήρωνε την ηλικία συνταξιοδότησης, το ποσό της σύνταξης που θα δικαιούταν στην ηλικία συνταξιοδότησης, αν ζούσε, αφού προστεθούν και αφαιρεθούν από το ποσό αυτό τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο β)»,

γ)

στο στοιχείο ε), οι λέξεις «αποζημίωσης είτε με βάση το άρθρο 41 ή το άρθρο 50» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αποζημίωσης με βάση το άρθρο 41, 42γ ή 50».

55)

Η παράγραφος 2 του άρθρου 82 αντικαθίσταται ως εξής:

«2.   Όταν οι αποδοχές επικαιροποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 1, η ίδια επικαιροποίηση εφαρμόζεται και στις συντάξεις.».

56)

Στο άρθρο 83 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται.

57)

Στο άρθρο 83α οι παράγραφοι 2, 3, 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι οργανισμοί που δεν επιδοτούνται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταβάλλουν στον εν λόγω προϋπολογισμό το πλήρες ποσό των εισφορών που είναι αναγκαίες για τη χρηματοδότηση του καθεστώτος. Από 1ης Ιανουαρίου 2016, οι οργανισμοί που χρηματοδοτούνται εν μέρει από τον εν λόγω προϋπολογισμό καταβάλλουν το μέρος των εργοδοτικών εισφορών το οποίο αντιστοιχεί στην αναλογία των εσόδων του οργανισμού χωρίς την επιδότηση από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα συνολικά έσοδά του.

3.   Η ισορροπία του συνταξιοδοτικού καθεστώτος εξασφαλίζεται με την ηλικία συνταξιοδότησης και το ποσοστό εισφοράς στο καθεστώς. Επ’ ευκαιρία της ανά πενταετία διενεργούμενης αναλογιστικής αποτίμησης σύμφωνα με το παράρτημα XII, το ποσοστό εισφοράς επικαιροποιείται με σκοπό να εξασφαλίζεται η ισορροπία του καθεστώτος.

4.   Η Επιτροπή υποβάλλει κάθε έτος επικαιροποιημένη μορφή της αναλογιστικής αποτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παραρτήματος XII. Εφόσον αποδεικνύεται η ύπαρξη απόκλισης τουλάχιστον 0,25 τοις εκατό μεταξύ του ποσοστού της τρέχουσας εισφοράς και του ποσοστού που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της αναλογιστικής ισορροπίας, το ποσοστό επικαιροποιείται, σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα XII.

5.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, το ποσό αναφοράς που καθορίζεται στο άρθρο 83 παράγραφος 2 επικαιροποιείται. Η Επιτροπή δημοσιεύει το επικαιροποιημένο ποσοστό εισφοράς που προκύπτει μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.».

58)

Ο τίτλος VIII διαγράφεται.

59)

Το άρθρο 110 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 110

1.   Οι γενικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εκδίδονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή προσωπικού και την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.   Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που θεσπίζει η Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους οργανισμούς. Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή ενημερώνει τους οργανισμούς για κάθε κανόνα εφαρμογής αμέσως μετά τη θέσπισή του.

Οι εν λόγω κανόνες εφαρμογής τίθενται σε ισχύ από τους οργανισμούς εννέα μήνες μετά την έναρξη ισχύος τους στην Επιτροπή ή εννέα μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή ενημέρωσε τους οργανισμούς για τη θέσπιση του συγκεκριμένου μέτρου εφαρμογής, εφόσον η ημερομηνία αυτή είναι μεταγενέστερη. Με την επιφύλαξη των ανωτέρω, ένας οργανισμός μπορεί επίσης να αποφασίσει να θέσει τους εν λόγω κανόνες εφαρμογής σε ισχύ πριν από την ημερομηνία αυτή.

Κατά παρέκκλιση, ένας οργανισμός μπορεί, πριν από τη λήξη της εννεάμηνης περιόδου που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου και ύστερα από διαβούλευση με την οικεία επιτροπή προσωπικού, να υποβάλει προς έγκριση στην Επιτροπή κανόνες εφαρμογής διαφορετικούς από τους κανόνες που έχει θεσπίσει η Επιτροπή. Υπό τους ίδιους όρους, ένας οργανισμός μπορεί να ζητήσει την έγκριση της Επιτροπής για τη μη εφαρμογή ορισμένων από τους εν λόγω κανόνες εφαρμογής. Στην τελευταία περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί, αντί να αποδεχθεί ή να απορρίψει το αίτημα, να ζητήσει από τον οργανισμό να της υποβάλει, προκειμένου να λάβει την έγκρισή της, κανόνες εφαρμογής διαφορετικούς από εκείνους που θέσπισε η Επιτροπή.

Η εννεάμηνη περίοδος που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου αναστέλλεται από την ημερομηνία κατά την οποία ο οργανισμός ζητά τη συμφωνία της Επιτροπής έως την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή λάβει θέση σχετικά.

Ένας οργανισμός μπορεί επίσης, μετά από διαβούλευση με την οικεία επιτροπή προσωπικού, να υποβάλει προς έγκριση στην Επιτροπή κανόνες εφαρμογής που αφορούν άλλα ζητήματα, πέραν των κανόνων εφαρμογής που εξέδωσε η Επιτροπή.

Για τους σκοπούς της θέσπισης των κανόνων εφαρμογής, κάθε οργανισμός εκπροσωπείται από το διοικητικό συμβούλιο ή το ισότιμο όργανο που αναφέρεται στην πράξη της Ένωσης βάσει της οποίας έχει συσταθεί ο οργανισμός.

3.   Για τους σκοπούς της θέσπισης των κανόνων με συμφωνία μεταξύ των θεσμικών οργάνων, οι οργανισμοί δεν εξομοιώνονται με τα θεσμικά όργανα. Εντούτοις, η Επιτροπή διαβουλεύεται με τους οργανισμούς πριν από τη θέσπιση των εν λόγω κανόνων.

4.   Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, συμπεριλαμβανομένων των γενικών διατάξεων εφαρμογής που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και οι κανόνες που θεσπίζονται με συμφωνία μεταξύ των αρμοδίων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων, τίθενται υπόψη του προσωπικού.

5.   Οι διοικητικές υπηρεσίες των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών διαβουλεύονται τακτικά μεταξύ τους σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Κατά τις εν λόγω διαβουλεύσεις, οι οργανισμοί έχουν κοινή εκπροσώπηση, σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται με συμφωνία μεταξύ τους.

6.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τηρεί μητρώο των κανόνων που θεσπίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου για να θέσει σε εφαρμογή τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, καθώς και των κανόνων που θεσπίζουν οι οργανισμοί στον βαθμό που παρεκκλίνουν από τους κανόνες που θεσπίζει η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2, συμπεριλαμβανομένων των τροποποιήσεών τους. Τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί διαθέτουν άμεση πρόσβαση στο μητρώο αυτό και έχουν πλήρως το δικαίωμα να τροποποιούν τους οικείους κανόνες. Τα κράτη μέλη έχουν άμεση πρόσβαση σε αυτό. Επιπλέον, η Επιτροπή υποβάλλει ανά τριετία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τους κανόνες που θέσπισε η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου για να θέσει σε εφαρμογή τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.».

60)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 111

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112, όσον αφορά ορισμένες πτυχές των συνθηκών εργασίας και ορισμένες πτυχές της εφαρμογής των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές και με το καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης.

Άρθρο 112

1.   Η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στα άρθρα 56α, 56β και 56γ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στο άρθρο 13 παράγραφος 3 του παραρτήματος VII και στο άρθρο 9 του παραρτήματος XI, και στα άρθρα 28α παράγραφος 11 και 96 παράγραφος 11 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα, από την 1η Ιανουαρίου 2014.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στα άρθρα 56α, 56β, 56γ, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στο άρθρο 13 παράγραφος 3 του παραρτήματος VII και στο άρθρο 9 του παραρτήματος XI, και στα άρθρα 28α παράγραφος 11 και 96 παράγραφος 11 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 56α, 56β, 56γ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, του άρθρου 13 παράγραφος 3 του παραρτήματος VII ή του άρθρου 9 του παραρτήματος XI ή των άρθρων 28α παράγραφος 11 ή 96 παράγραφος 11 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 113

Η Επιτροπή υποβάλλει, έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στην οποία αποτιμά τη λειτουργία του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.».

61)

Το παράρτημα Ι τροποποιείται ως εξής:

α)

το τμήμα Α αντικαθίσταται ως εξής:

«A.   Τύποι θέσης σε καθεμία από τις ομάδες καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 4

1.   Ομάδα καθηκόντων AD

Γενικός διευθυντής

AD 15 - AD 16

Διευθυντής

AD 14 - AD 15

Σύμβουλος ή ισοδύναμη θέση

AD 13- AD 14

Προϊστάμενος μονάδας ή ισοδύναμη θέση

AD 9 - AD 14

Διοικητικός υπάλληλος

AD 5 - AD 12


2.   Ομάδα καθηκόντων AST

Ανώτερος βοηθός διοίκησης

Άσκηση διοικητικών, τεχνικών ή επιμορφωτικών καθηκόντων για τα οποία απαιτείται υψηλός βαθμός αυτονομίας και εκπλήρωση σημαντικών ευθυνών στους τομείς της διαχείρισης προσωπικού, της εκτέλεσης του προϋπολογισμού ή του πολιτικού συντονισμού

AST 10 – AST 11

Βοηθός διοίκησης

Άσκηση διοικητικών, τεχνικών ή επιμορφωτικών καθηκόντων για τα οποία απαιτείται ένας ορισμένος βαθμός αυτονομίας, ιδίως σε σχέση με την εφαρμογή κανόνων και κανονισμών ή γενικών οδηγιών ή υπό την ιδιότητα του προσωπικού βοηθού ενός Μέλους του θεσμικού οργάνου ή του Προϊσταμένου του Ιδιαίτερου Γραφείου ενός Μέλους ή ενός (Αναπληρωτή) Γενικού Διευθυντή ή άλλου ανώτερου διευθυντικού στελέχους ανάλογου επιπέδου

AST 1 – AST 9


3.   Ομάδα καθηκόντων AST/SC

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

Εκτέλεση εργασιών γραφείου ή γραμματείας, διαχείριση γραφείου και άλλα παρεμφερή καθήκοντα που απαιτούν έναν ορισμένο βαθμό αυτονομίας (11)

SC 1 – SC 6

β)

το τμήμα B αντικαθίσταται ως εξής:

«Β.   Ποσοστά πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό της ισοδυναμίας των μέσων σταδιοδρομιών

1.

Ποσοστά πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό της ισοδυναμίας των μέσων σταδιοδρομιών στις ομάδες καθηκόντων AST και AD:

Βαθμός

Βοηθοί

Υπάλληλοι διοικήσεως

13

15 %

12

15 %

11

25 %

10

20 %

25 %

9

8 %

25 %

8

25 %

33 %

7

25 %

36 %

6

25 %

36 %

5

25 %

36 %

4

33 %

3

33 %

2

33 %

1

33 %

2.

Ποσοστά πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό της ισοδυναμίας των μέσων σταδιοδρομιών στην ομάδα καθηκόντων AST/SC:

Βαθμός

Γραμματείς/Βοηθοί γραφείου

SC 6

SC 5

12 %

SC 4

15 %

SC 3

17 %

SC 2

20 %

SC 1

25 %»

62)

Το παράρτημα II τροποποιείται ως εξής:

α)

στο άρθρο 1 πρώτο εδάφιο δεύτερη περίοδος, οι λέξεις «το όργανο»/«του οργάνου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου»/«της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής κάθε θεσμικού οργάνου»,

β)

το άρθρο 1 δεύτερο εδάφιο δεύτερη περίοδο αντικαθίστανται ως εξής:

«Πάντως, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου δύναται να αποφασίσει ότι οι προϋποθέσεις εκλογής θα καθορισθούν σύμφωνα με την επιλογή που υπέδειξε το προσωπικό του οργάνου ως αποτέλεσμα δημοψηφίσματος.»,

γ)

στο άρθρο 1 τέταρτο εδάφιο, οι λέξεις «και των δύο ομάδων καθηκόντων», αντικαθίστανται από τις λέξεις «και των τριών ομάδων καθηκόντων»,

δ)

στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίπτωση, διαγράφονται οι λέξεις «τρίτη παράγραφος».

63)

Το άρθρο μόνο του παραρτήματος IV τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο οι λέξεις «το 63ο έτος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το 66ο έτος»,

β)

στην παράγραφο 1, διαγράφεται το τρίτο εδάφιο,

γ)

στην τελευταία γραμμή του πίνακα της παραγράφου 3, οι λέξεις «59 έως 64» αντικαθίστανται από τις λέξεις «59 έως 65»,

δ)

στην παράγραφο 4 τέταρτο εδάφιο, οι λέξεις «ηλικία των 63 ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία των 66 ετών».

64)

Το παράρτημα IVα τροποποιείται ως εξής:

α)

στο άρθρο 1 δεύτερο εδάφιο οι λέξεις «άρθρο 55α παράγραφος 2 στοιχείο ε)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρο 55α παράγραφος 2 στοιχείο ζ)»,

β)

στο άρθρο 4 πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «υπάλληλοι ηλικίας άνω των 55 ετών, στους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια να εργάζονται με μειωμένο ωράριο για να προετοιμάσουν τη συνταξιοδότησή τους» αντικαθίστανται από τις λέξεις «οι υπάλληλοι οι οποίοι εξουσιοδοτούνται, σύμφωνα με το άρθρο 55α παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να εργάζονται με μειωμένο ωράριο».

65)

Το παράρτημα V τροποποιείται ως εξής:

α)

το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

Εκτός από την ετήσια άδεια, είναι δυνατόν να χορηγηθεί στον υπάλληλο, κατόπιν αιτήσεώς του, ειδική άδεια. Δικαίωμα τέτοιας άδειας υφίσταται ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που προβλέπονται κατωτέρω και εντός των ακολούθων ορίων:

γάμος του υπαλλήλου: τέσσερεις ημέρες,

μετακόμιση του υπαλλήλου: μέχρι δύο ημέρες,

σοβαρή ασθένεια του συζύγου: μέχρι τρεις ημέρες,

θάνατος του συζύγου: τέσσερεις ημέρες,

σοβαρή ασθένεια ανιόντος: μέχρι δύο ημέρες,

θάνατος ανιόντος: δύο ημέρες,

γάμος τέκνου: δύο ημέρες,

γέννηση τέκνου: δέκα ημέρες, λαμβανόμενες στη διάρκεια των 14 εβδομάδων που ακολουθούν τη γέννηση,

γέννηση τέκνου με αναπηρία ή σοβαρή ασθένεια: 20 ημέρες, λαμβανόμενες στη διάρκεια των 14 εβδομάδων που ακολουθούν τη γέννηση,

θάνατος της συζύγου κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας: αριθμός ημερών που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο της άδειας μητρότητας· εάν η αποβιώσασα σύζυγος δεν είναι υπάλληλος, η διάρκεια της υπόλοιπης άδειας μητρότητας προσδιορίζεται με αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 58 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,

σοβαρή ασθένεια τέκνου: μέχρι δύο ημέρες,

ιδιαίτερα σοβαρή ασθένεια τέκνου πιστοποιούμενη από ιατρό ή νοσοκομειακή περίθαλψη τέκνου ηλικίας έως 12 ετών: μέχρι πέντε ημέρες,

θάνατος τέκνου: τέσσερις ημέρες,

υιοθεσία τέκνου: 20 εβδομάδες, που ανέρχονται σε 24 βδομάδες σε περίπτωση υιοθεσίας ανάπηρου τέκνου.

Για κάθε υιοθετούμενο τέκνο παρέχεται άπαξ δικαίωμα ειδικής άδειας, η οποία μπορεί να επιμερίζεται μεταξύ των θετών γονέων, εφόσον είναι και οι δύο υπάλληλοι. Η άδεια χορηγείται μόνον αν ο σύζυγος του υπαλλήλου ασκεί βιοποριστική δραστηριότητα τουλάχιστον υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης. Εάν ο σύζυγος εργάζεται εκτός των οργάνων της Ένωσης και του χορηγείται ανάλογη άδεια, τα δικαιώματα αδείας του υπαλλήλου μειώνονται κατά τον αντίστοιχο αριθμό ημερών.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, σε περίπτωση ανάγκης, να χορηγεί συμπληρωματική ειδική άδεια, εφόσον σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία της χώρας στην οποία λαμβάνει χώρα η διαδικασία υιοθεσίας και η οποία δεν είναι η χώρα στην οποία απασχολείται ο υιοθετών υπάλληλος, απαιτείται η παρουσία ενός ή και των δύο θετών γονέων.

Ειδική άδεια 10 ημερών χορηγείται εάν ο υπάλληλος δεν δικαιούται την πλήρη ειδική άδεια των 20 ή 24 εβδομάδων σύμφωνα με την πρώτη πρόταση της παρούσας περίπτωσης· η συμπληρωματική αυτή ειδική άδεια χορηγείται άπαξ για κάθε υιοθετούμενο τέκνο.

Εξάλλου, το όργανο μπορεί να χορηγεί ειδική άδεια σε περίπτωση επαγγελματικής επιμόρφωσης μέσα στα όρια που προβλέπονται στο πρόγραμμα επαγγελματικής επιμόρφωσης το οποίο καθορίζεται από το όργανο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Ειδική άδεια μπορεί επίσης να χορηγείται, σε εξαιρετική βάση, σε υπαλλήλους σε περίπτωση έκτακτης εργασίας η οποία υπερβαίνει τις συνήθεις υποχρεώσεις του υπαλλήλου. Η ειδική αυτή άδεια χορηγείται το αργότερο τρεις μήνες μετά την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής σχετικά με τον έκτακτο χαρακτήρα της εργασίας του υπαλλήλου.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο εκτός γάμου σύντροφος ενός υπαλλήλου αντιμετωπίζεται ως σύζυγος, εφόσον πληρούνται οι πρώτοι τρεις όροι του άρθρου 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του παραρτήματος VII.

Στην περίπτωση ειδικών αδειών οι οποίες προβλέπονται στο παρόν τμήμα, ορίζονται ενδεχομένως ημέρες οδοιπορικής άδειας με ειδική απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών.»,

β)

το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Οι υπάλληλοι που δικαιούνται επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού δικαιούνται, προκειμένου να μεταβούν στη χώρα καταγωγής τους, συμπληρωματική άδεια δυόμιση ημερών ετησίως.

Η πρώτη παράγραφος εφαρμόζεται στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τόπο ευρισκόμενο στην επικράτεια των κρατών μελών. Εάν είναι τοποθετημένοι εκτός της επικράτειας αυτής, η διάρκεια της άδειας χώρας καταγωγής καθορίζεται με ειδική απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών.».

66)

Το παράρτημα VI τροποποιείται ως εξής:

α)

το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Εντός των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 56 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από τους υπαλλήλους των βαθμών SC 1 έως SC 6 ή των βαθμών AST 1 έως AST 4 παρέχουν δικαίωμα συμψηφιστικής άδειας ή αμοιβής ως εξής:

α)

κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας παρέχει δικαίωμα συμψηφισμού με τη χορήγηση μιάμιση ώρας ελεύθερου χρόνου. Αν όμως η υπερωρία πραγματοποιείται μεταξύ ώρας 22:00 και 07:00 ή Κυριακή ή αργία, συμψηφίζεται με τη χορήγηση δύο ωρών ελεύθερου χρόνου. Η συμψηφιστική άδεια χορηγείται, αφού ληφθούν υπόψη οι υπηρεσιακές ανάγκες και οι προτιμήσεις του ενδιαφερομένου,

β)

αν οι υπηρεσιακές ανάγκες δεν επέτρεψαν τον συμψηφισμό αυτό πριν από τη λήξη του διμήνου που ακολουθεί τον μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι υπερωρίες, η αρμόδια για διορισμούς αρχή εγκρίνει τη χορήγηση αμοιβής των υπερωριών που δεν έχουν συμψηφιστεί σε ποσοστό 0,56 % του μηνιαίου βασικού μισθού για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας, με βάση το στοιχείο α),

γ)

για να δοθεί η συμψηφιστική άδεια ή η αμοιβή υπερωριακής ώρας, πρέπει η επιπλέον εργασία να διαρκεί περισσότερο από 30 λεπτά.»,

β)

το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3

Κατά παρέκκλιση από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος παραρτήματος, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από ορισμένες ομάδες υπαλλήλων των βαθμών SC 1 έως SC 6 και των βαθμών AST 1 έως AST 4, οι οποίοι εργάζονται υπό ειδικές συνθήκες, παρέχουν το δικαίωμα για κατ’ αποκοπή αποζημίωση, της οποίας το ποσό και οι τρόποι χορήγησης καθορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή ίσης εκπροσώπησης.».

67)

Το παράρτημα VII τροποποιείται ως εξής:

α)

στο άρθρο 1 παράγραφος 3, οι λέξεις «με βαθμό 3» αντικαθίστανται από τις λέξεις «με βαθμό AST 3»,

β)

το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το δικαίωμα στο συγκεκριμένο επίδομα αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο το τέκνο αρχίζει να φοιτά σε πρωτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, και λήγει στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο το τέκνο τελειώνει τις σπουδές του ή στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο το τέκνο φτάνει στην ηλικία των 26 ετών, ό,τι συμβεί πρώτο.»,

γ)

το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

1.   Ο υπάλληλος δικαιούται κατ’ αποκοπή αποζημίωση η οποία αντιστοιχεί στα έξοδα ταξιδίου για αυτόν τον ίδιο, τον/την σύζυγό του και τα συντηρούμενα και πράγματι συγκατοικούντα με αυτόν πρόσωπα:

α)

κατά την ανάληψη καθηκόντων, από τον τόπο πρόσληψης στον τόπο υπηρεσίας,

β)

κατά την οριστική λήξη των καθηκόντων κατά την έννοια του άρθρου 47 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής όπως ορίζεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου,

γ)

για κάθε μετάθεση που συνεπάγεται μεταβολή του τόπου υπηρεσίας.

Σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, ο/η επιζών/-ούσα σύζυγος και τα συντηρούμενα πρόσωπα δικαιούνται της κατ’ αποκοπή πληρωμής υπό τους ίδιους όρους.

Τα έξοδα ταξιδίου των τέκνων ηλικίας κάτω των δύο ετών καθ’ όλο το ημερολογιακό έτος, δεν επιστρέφονται.

2.   Η κατ’ αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημίωσης που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ των τόπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Η χιλιομετρική αποζημίωση ανέρχεται σε:

0 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

0 και 200 χιλιομέτρων

0,1895 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

201 και 1 000 χιλιομέτρων

0,3158 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

1 001 και 2 000 χιλιομέτρων

0,1895 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

2 001 και 3 000 χιλιομέτρων

0,0631 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

3 001 και 4 000 χιλιομέτρων

0,0305 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

4 001 και 10 000 χιλιομέτρων

0 EUR ανά χλμ. για απόσταση άνω των

10 000 χιλιομέτρων.

Στην ανωτέρω χιλιομετρική αποζημίωση προστίθεται κατ’ αποκοπή συμπληρωματικό ποσό:

94,74 EUR εάν η γεωγραφική απόσταση μεταξύ των τόπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι από 600 έως 1 200 χλμ.,

189,46 EUR εάν η γεωγραφική απόσταση μεταξύ των τόπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υπερβαίνει τα 1 200 χλμ.

Η ως άνω χιλιομετρική αποζημίωση και τα κατ’ αποκοπή συμπληρωματικά ποσά επικαιροποιούνται κάθε έτος στην ίδια αναλογία με τις αποδοχές.

3.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, η επιστροφή των εξόδων ταξιδίου που αφορούν είτε μετάθεση από τόπο υπηρεσίας εντός των εδαφών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε τόπο υπηρεσίας εκτός των εν λόγω εδαφών είτε μετάθεση μεταξύ τόπων απασχόλησης εκτός των εν λόγω εδαφών, γίνεται υπό τη μορφή πληρωμής κατ’ αποκοπή ποσού βάσει της τιμής αεροπορικού εισιτηρίου στην αμέσως ανώτερη από την οικονομική θέση.

4.   Ο τόπος καταγωγής του υπαλλήλου καθορίζεται κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, αφού ληφθεί καταρχήν υπόψη ο τόπος πρόσληψής του ή, κατόπιν ρητού και δεόντως αιτιολογημένου αιτήματός του, ο τόπος όπου ευρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του. Ο τόπος καταγωγής ο οποίος καθορίζεται κατά τον τρόπο αυτόν μπορεί, με ειδική απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, να μεταβληθεί ενόσω ο υπάλληλος βρίσκεται εν ενεργεία ή επ’ ευκαιρία της αποχώρησής του από την υπηρεσία. Ωστόσο, ενόσω βρίσκεται εν ενεργεία, η απόφαση αυτή λαμβάνεται μόνο κατ’ εξαίρεση και αφού ο υπάλληλος προσκομίσει τα κατάλληλα δικαιολογητικά στοιχεία.

Η μεταβολή αυτή, ωστόσο, δεν είναι δυνατό να οδηγήσει στην αναγνώριση ως κέντρου των συμφερόντων ενός τόπου που ευρίσκεται εκτός των εδαφών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα II της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εδαφών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών.»,

δ)

το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

1.   Ο υπάλληλος που δικαιούται επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού δικαιούται, εντός των ορίων που καθορίζονται στην παράγραφο 2, κάθε ημερολογιακό έτος, κατ’ αποκοπή αποζημίωση η οποία αντιστοιχεί στα έξοδα ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 7, για τον ίδιο και, εάν δικαιούται επίδομα στέγης, για τον ή τη σύζυγό του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2.

Όταν αμφότεροι οι σύζυγοι είναι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθένας δικαιούται, για τον εαυτό του και για τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα, την κατ’ αποκοπή πληρωμή των εξόδων ταξιδίου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις για κάθε συντηρούμενο πρόσωπο γεννάται δικαίωμα μίας και μόνον πληρωμής. Όσον αφορά τα συντηρούμενα τέκνα, η πληρωμή καθορίζεται σύμφωνα με την αίτηση του ή της συζύγου, βάσει του τόπου καταγωγής του ενός ή του άλλου συζύγου.

Εάν ο υπάλληλος τελέσει γάμο στη διάρκεια του τρέχοντος έτους και, ως εκ τούτου, αποκτήσει το δικαίωμα επιδόματος στέγης, τα οφειλόμενα για τον/την σύζυγο έξοδα ταξιδίου υπολογίζονται κατ’ αναλογία του χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία τελέσεως του γάμου μέχρι το τέλος του έτους.

Ενδεχόμενη μεταβολή στη βάση υπολογισμού η οποία απορρέει από αλλαγή της οικογενειακής κατάστασης και επέρχεται μετά την ημερομηνία καταβολής των εν λόγω ποσών, δεν δημιουργεί υποχρέωση για τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο να επιστρέψει τα ποσά που εισέπραξε.

Τα έξοδα ταξιδίου των τέκνων ηλικίας κάτω των δύο ετών καθ’ όλο το ημερολογιακό έτος, δεν επιστρέφονται.

2.   Η κατ’ αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημιώσεως που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και του τόπου καταγωγής του.

Όταν ο τόπος καταγωγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 7, βρίσκεται εκτός του εδάφους των κρατών μελών της Ένωσης, καθώς και εκτός των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εδαφών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών, η κατ’ αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημιώσεως που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και της πρωτεύουσας του κράτους μέλους του οποίου έχει την ιθαγένεια. Οι υπάλληλοι των οποίων ο τόπος καταγωγής ευρίσκεται εκτός του εδάφους των κρατών μελών της Ένωσης, καθώς και εκτός των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του εδάφους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών και οι οποίοι δεν είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη, δεν δικαιούνται κατ’ αποκοπή πληρωμή.

Η χιλιομετρική αποζημίωση ανέρχεται σε:

0 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

0 και 200 χιλιομέτρων

0,3790 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

201 και 1 000 χιλιομέτρων

0,6316 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

1 001 και 2 000 χιλιομέτρων

0,3790 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

2 001 και 3 000 χιλιομέτρων

0,1262 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

3 001 και 4 000 χιλιομέτρων

0,0609 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

4 001 και 10 000 χιλιομέτρων

0 EUR ανά χλμ. για απόσταση άνω των

10 000 χιλιομέτρων.

Στην ανωτέρω χιλιομετρική αποζημίωση προστίθεται ένα κατ’ αποκοπή συμπληρωματικό ποσό:

189,48 EUR, αν η γεωγραφική απόσταση μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι μεταξύ 600 χιλιομέτρων και 1 200 χιλιομέτρων,

378,93 EUR, αν η γεωγραφική απόσταση μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι μεγαλύτερη από 1 200 χιλιόμετρα.

Η ως άνω χιλιομετρική αποζημίωση και τα κατ’ αποκοπή συμπληρωματικά ποσά επικαιροποιούνται κάθε έτος στην ίδια αναλογία με τις αποδοχές.

3.   Ο υπάλληλος που κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους παύει να ασκεί τα καθήκοντά του για άλλη αιτία εκτός του θανάτου ή που λαμβάνει άδεια για προσωπικούς λόγους για ένα μέρος του χρόνου και εφόσον ο χρόνος ενεργού υπηρεσίας του κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους σε όργανο της Ένωσης είναι κατώτερος των εννέα μηνών, δικαιούται μέρος μόνο του κατ’ αποκοπή ποσού που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2, το οποίο υπολογίζεται κατ' αναλογία προς τον χρόνο ενεργού υπηρεσίας.

4.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τόπο ευρισκόμενο στην επικράτεια των κρατών μελών. Ο υπάλληλος του οποίου ο τόπος υπηρεσίας ευρίσκεται εκτός της επικράτειας των κρατών μελών δικαιούται, για τον ίδιο και, αν δικαιούται επίδομα στέγης, για τον ή την σύζυγό της/του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2, κάθε ημερολογιακό έτος, κατ’ αποκοπή πληρωμή για τα έξοδα ταξιδίου προς τον τόπο καταγωγής του ή τα έξοδα ταξιδίου προς άλλον προορισμό, εντός των ορίων των εξόδων ταξιδίου μέχρι τον τόπο καταγωγής του. Πάντως, αν ο/η σύζυγος και τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 2 πρόσωπα, δεν διαμένουν με τον υπάλληλο στον τόπο υπηρεσίας του, δικαιούνται κάθε ημερολογιακό έτος επιστροφή των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο καταγωγής στον τόπο υπηρεσίας ή επιστροφή των εξόδων ταξιδίου μέχρι άλλον προορισμό, εντός των ορίων των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο καταγωγής στον τόπο υπηρεσίας.

Η πληρωμή κατ’ αποκοπή ποσού βασίζεται στην τιμή αεροπορικού εισιτηρίου οικονομικής θέσης.»,

ε)

το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

1.   Τα έξοδα που πραγματοποιούνται για τη μετακόμιση της οικοσκευής και των προσωπικών ειδών, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων ασφαλίσεως για την κάλυψη των απλών κινδύνων (διάρρηξης, κλοπής, πυρκαγιάς) επιστρέφονται, εντός των ανωτάτων ορίων κόστους και εφόσον δεν έχουν επιστραφεί από άλλη πηγή, στους υπαλλήλους που υποχρεώνονται να αλλάξουν τόπο κατοικίας για να συμμορφωθούν προς το άρθρο 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους ή σε περίπτωση μεταγενέστερης αλλαγής τόπου υπηρεσίας ενώ είναι εν ενεργεία.

Τα ανώτατα όρια λαμβάνουν υπόψη την οικογενειακή κατάσταση του υπαλλήλου τη στιγμή της μετακόμισης, καθώς και το μέσο κόστος μετακόμισης και τη σχετική ασφάλιση.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου εκδίδει γενικές εκτελεστικές διατάξεις για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

2.   Κατά τη λήξη των καθηκόντων ή σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, τα επιστρεφόμενα έξοδα μετακομίσεως από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής υπολογίζονται εντός των ορίων που καθορίζονται στην παράγραφο 1. Αν ο αποβιώσας υπάλληλος ήταν άγαμος, τα έξοδα αυτά επιστρέφονται στους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα.

3.   Ο μόνιμος υπάλληλος οφείλει να πραγματοποιεί τη μετακόμιση εντός του επομένου έτους μετά την παρέλευση της περιόδου δοκιμασίας. Σε περίπτωση οριστικής λήξεως των καθηκόντων, η μετακόμιση πρέπει να πραγματοποιείται εντός προθεσμίας τριών ετών που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο. Μετακομίσεις που πραγματοποιούνται μετά τη λήξη των προθεσμιών που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο επιστρέφονται μόνο κατ’ εξαίρεση και κατόπιν ειδικής αποφάσεως της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής.»,

στ)

το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

i)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή αναθεωρεί κάθε δύο έτη τα ποσοστά που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α). Η εν λόγω αναθεώρηση πραγματοποιείται με βάση έκθεση σχετικά με τις τιμές των ξενοδοχείων, εστιατορίων και υπηρεσιών τροφοδοσίας και πρέπει να βασίζεται στους δείκτες για την εξέλιξη των εν λόγω τιμών. Για τους σκοπούς της αναθεώρησης αυτής, η Επιτροπή ενεργεί με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.»,

ii)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

«4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι δαπάνες στέγασης στις οποίες έχουν υποβληθεί οι υπάλληλοι για αποστολές στους κύριους τόπους εργασίας του οργάνου τους, όπως αναφέρονται στο πρωτόκολλο αριθ. 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν να επιστραφούν βάσει ενός κατ’ αποκοπή ποσού που δεν υπερβαίνει το ανώτατο ποσό που έχει καθοριστεί για τα σχετικά κράτη μέλη.»,

ζ)

στο άρθρο 13α, οι λέξεις «τα διάφορα όργανα» αντικαθίστανται από «τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των διαφόρων θεσμικών οργάνων»,

η)

το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

i)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η πληρωμή γίνεται για κάθε υπάλληλο στον τόπο και στο νόμισμα του κράτους στο οποίο εκτελεί τα καθήκοντά του ή, αν το ζητήσει ο υπάλληλος, σε ευρώ σε τράπεζα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.»,

ii)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Υπό τους όρους που καθορίζονται με ρύθμιση εκδιδόμενη από τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές κάθε θεσμικού οργάνου κοινή συναινέσει και κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο υπάλληλος μπορεί να υποβάλει αίτηση για την τακτική μεταφορά μέρους των αποδοχών του.»,

iii)

στην παράγραφο 3 πρώτη περίοδο, μετά τη λέξη «γίνονται» παρεμβάλλονται οι λέξεις «στο νόμισμα του οικείου κράτους μέλους»,

iv)

στην παράγραφο 4 πρώτη περίοδο, μετά τις λέξεις «προς άλλο κράτος μέλος» παρεμβάλλονται οι λέξεις «σε τοπικό νόμισμα».

68)

Το παράρτημα VIII τροποποιείται ως εξής:

α)

στο στοιχείο β) του άρθρου 3, οι λέξεις «στα άρθρα 41 και 50» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στα άρθρα 41, 42γ και 50»,

β)

το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 2 του παρόντος παραρτήματος, ο υπάλληλος ο οποίος παραμένει στην υπηρεσία μετά την ηλικία συνταξιοδότησης δικαιούται προσαύξηση της συντάξεώς του, ίση προς το 1,5 % του βασικού μισθού που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξής του για κάθε έτος εργασίας μετά την ηλικία αυτή, χωρίς το σύνολο της σύνταξής του να μπορεί να υπερβαίνει το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του σύμφωνα με το δεύτερο ή το τρίτο εδάφιο, ανάλογα με την περίπτωση, του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Η προσαύξηση αυτή χορηγείται ομοίως σε περίπτωση θανάτου αν ο υπάλληλος παρέμεινε στην υπηρεσία μετά την ηλικία συνταξιοδότησης.»,

γ)

στο άρθρο 6, οι λέξεις «στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού 1» αντικαθίστανται από «στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού AST 1»,

δ)

το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Υπάλληλος ο οποίος αποχωρεί από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης μπορεί να ζητήσει, η έναρξη της καταβολής της συντάξεως αρχαιότητας:

α)

να αναβληθεί μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου συμπληρώνει την ηλικία συνταξιοδότησης, ή

β)

να είναι άμεση, με την επιφύλαξη ότι συμπλήρωσε τουλάχιστον την ηλικία των 58 ετών. Στην περίπτωση αυτή, η σύνταξη αρχαιότητας μειώνεται σε συνάρτηση με την ηλικία του ενδιαφερομένου υπαλλήλου κατά τον χρόνο ενάρξεώς της συνταξιοδοτήσεώς του.

Η σύνταξη μειώνεται κατά 3,5 % για κάθε έτος πρόωρης καταβολής πριν από την ηλικία κατά την οποία ο υπάλληλος θα είχε αποκτήσει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εάν, μεταξύ της ηλικίας κατά την οποία αποκτάται το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας, κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και της ηλικίας του ενδιαφερομένου τη στιγμή εκείνη, η διαφορά υπερβαίνει έναν ακριβή αριθμό ετών, προστίθεται στη μείωση ένα επιπλέον έτος.»,

ε)

στο άρθρο 11 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, η λέξη «το όργανο» αντικαθίσταται από «η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του θεσμικού οργάνου»,

στ)

το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

i)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ο υπάλληλος ηλικίας μικρότερης από την ηλικία συνταξιοδότησης, τα καθήκοντα του οποίου λήγουν οριστικά για άλλο λόγο εκτός από τον θάνατο ή την αναπηρία, που δεν μπορεί να λάβει σύνταξη αρχαιότητας, άμεση ή ετερόχρονη, δικαιούται, κατά την αποχώρησή του:

α)

εάν έχει υπηρετήσει λιγότερο από ένα έτος, και εφόσον δεν έχει τύχει εφαρμογής της διευθετήσεως που ορίζεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 την καταβολή επιδόματος αποχώρησης ίσου προς το τριπλάσιο των ποσών που έχουν παρακρατηθεί από τον βασικό μισθό του ως συνταξιοδοτικές εισφορές, αφαιρουμένων των ποσών που έχουν, ενδεχομένως, καταβληθεί κατ’ εφαρμογή των άρθρων 42 και 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό,

β)

στις άλλες περιπτώσεις, τις παροχές του άρθρου 11, παράγραφος 1, ή την καταβολή του αναλογιστικού ισοδύναμου των εν λόγω παροχών σε ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό ή ταμείο συντάξεων της επιλογής του, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω οργανισμός ή ταμείο εγγυώνται:

i)

τη μη επιστροφή του κεφαλαίου,

ii)

την καταβολή μηνιαίας προσόδου το νωρίτερο από το 60ό και το αργότερο από το 66ο έτος της ηλικίας,

iii)

τη συμπερίληψη διατάξεων περί ανακληρονόμησης ή συντάξεων επιζώντων,

iv)

ότι η μεταφορά σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό ή άλλο ταμείο θα εγκριθεί μόνον εφόσον το εν λόγω ταμείο πληρεί τους όρους που καθορίζονται στα σημεία i), ii) και iii).»,

ii)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο β), υπάλληλος ηλικίας μικρότερης από την ηλικία συνταξιοδότησης, ο οποίος, από την είσοδό του στην υπηρεσία, έχει καταβάλει εισφορές για τη σύσταση ή τη διατήρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του σε εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα ή σε ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό ή σε ταμείο συντάξεων της επιλογής του που πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, και αποχωρεί οριστικά από την υπηρεσία για άλλο λόγο εκτός από τον θάνατο ή την αναπηρία χωρίς να μπορεί να λάβει σύνταξη αρχαιότητας, άμεση ή ετερόχρονη, δικαιούται, κατά την αποχώρησή του, την καταβολή επιδόματος αποχώρησης, ίσου με το αναλογιστικό ισοδύναμο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του που απέκτησε λόγω της υπηρεσίας του στα όργανα. Στις περιπτώσεις αυτές, τα ποσά που έχουν καταβληθεί για τη σύσταση ή τη διατήρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του στο εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 42 ή 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, αφαιρούνται από το επίδομα αποχώρησης.»,

ζ)

στο άρθρο 15, οι λέξεις «ηλικία των 63 ετών» αντικαθίσταται από «ηλικία συνταξιοδότησης»,

η)

στο άρθρο 18α, οι λέξεις «ηλικία των 63 ετών» αντικαθίσταται από «ηλικία συνταξιοδότησης»,

θ)

στο άρθρο 27 δεύτερο εδάφιο, η λέξη «αναπροσαρμόζεται» αντικαθίσταται από τη λέξη «επικαιροποιείται»,

ι)

το άρθρο 45 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «του κράτους μέλους διαμονής» αντικαθίστανται από «της Ευρωπαϊκής Ένωσης»,

ii)

στο τέταρτο εδάφιο πρώτη περίοδος, οι λέξεις «της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή» παρεμβάλλονται μετά τη λέξη «τράπεζα»,

iii)

στο τέταρτο εδάφιο δεύτερη περίοδος, οι λέξεις «σε ευρώ σε τράπεζα της χώρας στην οποία έχει την έδρα του το όργανο, είτε» διαγράφονται.

69)

Το παράρτημα IX τροποποιείται ως εξής:

α)

στο άρθρο 2 παράγραφος 3, οι λέξεις «Τα όργανα» αντικαθίσταται από «Οι αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές κάθε θεσμικού οργάνου»,

β)

στο άρθρο 5 παράγραφος 1, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε κάθε θεσμικό όργανο συγκροτείται πειθαρχικό συμβούλιο, στο εξής καλούμενο «το συμβούλιο», εκτός εάν δύο ή περισσότεροι οργανισμοί αποφασίσουν, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης να συγκροτήσουν κοινό συμβούλιο.»,

γ)

το άρθρο 30 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 30

Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 3, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου εκδίδει, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή προσωπικού, τις λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος παραρτήματος, εάν το κρίνει αναγκαίο.».

70)

Το παράρτημα Χ τροποποιείται ως εξής:

α)

το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

Ο υπάλληλος δικαιούται, για κάθε ημερολογιακό έτος, ετήσια άδεια δύο εργασίμων ημερών για κάθε μήνα υπηρεσίας.

Ανεξάρτητα από το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, υπάλληλοι τοποθετημένοι ήδη σε τρίτη χώρα την 1η Ιανουαρίου 2014 δικαιούνται:

τρεις εργάσιμες ημέρες από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014·

δυόμιση εργάσιμες ημέρες από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015.»,

β)

το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Κατά το έτος της ανάληψης ή της παύσης των καθηκόντων υπαλλήλου σε τρίτη χώρα, ο υπάλληλος δικαιούται άδεια δύο εργάσιμων ημερών για κάθε πλήρη μήνα υπηρεσίας, δύο εργάσιμων ημερών για ελλιπή μήνα υπηρεσίας για περισσότερες από 15 ημέρες, και μιας εργάσιμης ημέρας για ελλιπή μήνα υπηρεσίας για λιγότερο από 15 ημέρες.

Εάν ο υπάλληλος, για λόγους που δεν ανάγονται στις ανάγκες της υπηρεσίας, δεν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του πριν από τη λήξη του τρέχοντος ημερολογιακού έτους, η άδεια που μεταφέρεται στο επόμενο έτος δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκατέσσερις εργάσιμες ημέρες.»,

γ)

στο άρθρο 8 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Οι υπάλληλοι που συμμετέχουν σε μαθήματα επιμόρφωσης, σύμφωνα με το άρθρο 24α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και στους οποίους χορηγήθηκε άδεια ανάπαυσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συνδυάζουν, όταν αυτό ενδείκνυται, την παραμονή τους για τον σκοπό της επιμόρφωσης με την άδεια ανάπαυσής τους.»,

δ)

το άρθρο 9 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η ετήσια άδεια μπορεί να λαμβάνεται εφάπαξ ή τμηματικά, ανάλογα με τις προτιμήσεις του υπαλλήλου και λαμβανομένων υπόψη των αναγκών της υπηρεσίας. Πρέπει, εν τούτοις να συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον μία περίοδο δύο συνεχών εβδομάδων.»,

ε)

το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

1.   Καθορίζεται αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης, ανάλογα με τον τόπο υπηρεσίας του υπαλλήλου, ως ποσοστό ενός ποσού αναφοράς. Αυτό το ποσό αναφοράς συνίσταται στο άθροισμα του βασικού μισθού, του επιδόματος αποδημίας, του επιδόματος στέγης και του επιδόματος για τα συντηρούμενα τέκνα, αφού αφαιρεθούν οι υποχρεωτικές κρατήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ή στους κανονισμούς που εκδίδονται για την εκτέλεση του.

Εφόσον ο υπάλληλος είναι τοποθετημένος σε χώρα όπου οι συνθήκες διαβίωσης μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες με εκείνες που υπάρχουν συνήθως μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν καταβάλλεται καμία αποζημίωση τέτοιου είδους.

Για τους άλλους τόπους υπηρεσίας, η αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης ορίζεται στη βάση, μεταξύ άλλων, των ακόλουθων παραμέτρων:

υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης,

ασφάλεια,

κλιματολογικές συνθήκες,

βαθμός απομόνωσης,

άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης.

Η αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης που ισχύει για κάθε τόπο υπηρεσίας αξιολογείται σε ετήσια βάση και, αν είναι σκόπιμο, αναπροσαρμόζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού ζητηθεί η γνώμη της Επιτροπής Προσωπικού.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να χορηγήσει συμπληρωματική πριμοδότηση, επιπλέον της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης, σε περιπτώσεις όπου ο υπάλληλος είχε περισσότερες της μιας τοποθετήσεις σε τόπο εργασίας που θεωρείται δύσκολος ή πολύ δύσκολος. Η συμπληρωματική αυτή πριμοδότηση δεν υπερβαίνει το 5 % του ποσού αναφοράς που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, η δε αρμόδια για τους διορισμούς αρχή τεκμηριώνει επαρκώς κάθε σχετική απόφασή της, προκειμένου να τηρείται η ισότητα στη μεταχείριση, βασιζόμενη στο επίπεδο δυσκολίας της προηγούμενης τοποθέτησης.

2.   Όταν οι συνθήκες διαβίωσης στον τόπο υπηρεσίας θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα του υπαλλήλου, καταβάλλεται προσωρινά στον υπάλληλο, με ειδική και αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, μια συμπληρωματική αποζημίωση. Η αποζημίωση αυτή ορίζεται ως ποσοστό του ποσού αναφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο:

όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή συνιστά στους υπαλλήλους να μην εγκαταστήσουν τις οικογένειές τους ή άλλα συντηρούμενα πρόσωπα στον τόπο υπηρεσίας, και εφόσον οι υπάλληλοι ακολουθήσουν τη συγκεκριμένη σύσταση,

όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίζει να μειώσει προσωρινά τον αριθμό των υπαλλήλων που εργάζονται στον συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας.

Σε επαρκώς αιτιολογημένες περιπτώσεις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί επίσης να ορίσει ότι μια τοποθέτηση είναι απαγορευτική για οικογένεια. Η ανωτέρω αποζημίωση καταβάλλεται στους υπαλλήλους που συμμορφώνονται προς τον ορισμό αυτό.

3.   Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου αποφασίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.»,

στ)

στο άρθρο 11 πρώτη περίοδο, οι λέξεις «στο Βέλγιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην Ευρωπαϊκή Ένωση»,

ζ)

το άρθρο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

Για να εξασφαλιστεί, στο μέτρο του δυνατού, ίση αγοραστική δύναμη για όλους τους υπαλλήλους, ανεξάρτητα από τον τόπο όπου υπηρετούν, οι διορθωτικοί συντελεστές που αναφέρονται στο άρθρο 12 επικαιροποιούνται σε ετήσια βάση, σύμφωνα με το παράρτημα XI. Για τον σκοπό της επικαιροποίησης, όλες οι τιμές θεωρούνται τιμές αναφοράς. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις επικαιροποιημένες τιμές, μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

Ωστόσο, όταν η διακύμανση του κόστους διαβίωσης υπολογιζόμενη με βάση τον διορθωτικό συντελεστή και την αντίστοιχη συναλλαγματική ισοτιμία, είναι μεγαλύτερη από 5 % από τότε που έγινε η τελευταία επικαιροποίηση για μια δεδομένη χώρα, γίνεται ενδιάμεση επικαιροποίηση για την αναπροσαρμογή του εν λόγω συντελεστή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο.»,

η)

το άρθρο 23 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 23

Με βάση κατάλογο χωρών ο οποίος καθορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, και εφόσον το θεσμικό όργανο δεν παρέχει στον υπάλληλο κατοικία, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είτε καταβάλλει στον υπάλληλο αποζημίωση κατοικίας είτε του επιστρέφει το ποσό του ενοικίου που καταβάλλει.

Η αποζημίωση κατοικίας καταβάλλεται με την υποβολή σύμβασης ενοικίασης, εκτός αν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή άρει την υποχρέωση αυτή για πλήρως τεκμηριωμένους λόγους που συνδέονται με τις πρακτικές και τις τοπικές συνθήκες στον τόπο υπηρεσίας στην τρίτη χώρα. Η αποζημίωση κατοικίας υπολογίζεται με βάση κυρίως το επίπεδο των καθηκόντων του υπαλλήλου και δευτερευόντως τη σύνθεση της συντηρούμενης οικογένειάς του.

Το ποσό του ενοικίου επιστρέφεται, με την προϋπόθεση ότι η κατοικία έχει εγκριθεί ρητά από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και αντιστοιχεί στο επίπεδο των καθηκόντων του υπαλλήλου και, δευτερευόντως, στη σύνθεση της συντηρούμενης οικογένειάς του.

Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Η αποζημίωση κατοικίας δεν υπερβαίνει σε καμιά περίπτωση το κόστος που βαρύνει τον υπάλληλο.».

71)

Το παράρτημα XI αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΙ

ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 64 ΚΑΙ 65 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΕΤΗΣΙΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 65 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Τμήμα 1

Παράγοντες από τους οποίους εξαρτώνται οι ετήσιες επικαιροποιήσεις

Άρθρο 1

1.   Έκθεση της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat)

Για την επικαιροποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 65 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο άρθρο 13 του παραρτήματος X, η Eurostat εκπονεί κάθε χρόνο, πριν από το τέλος Οκτωβρίου, έκθεση που αναφέρεται στην εξέλιξη του κόστους διαβίωσης στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο, στις οικονομικές ισοτιμίες μεταξύ Βρυξελλών και ορισμένων τόπων υπηρεσίας στα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες αν είναι αναγκαίο, και στην εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων.

2.   Εξέλιξη του κόστους διαβίωσης στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο

Η Eurostat καθορίζει δείκτη που επιτρέπει να μετρηθεί η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης με το οποίο επιβαρύνονται οι υπάλληλοι της Ένωσης που υπηρετούν στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο. Ο εν λόγω δείκτης (στο εξής «κοινός δείκτης») υπολογίζεται με στάθμιση του εθνικού πληθωρισμού (όπως μετράται από τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) στην περίπτωση του Βελγίου και τον δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) στην περίπτωση του Λουξεμβούργου) μεταξύ Ιουνίου του προηγούμενου έτους και Ιουνίου του τρέχοντος έτους σύμφωνα με την κατανομή του προσωπικού που υπηρετεί στα εν λόγω κράτη μέλη.

3.   Εξέλιξη του κόστους διαβίωσης εκτός Βρυξελλών

α)

Η Eurostat υπολογίζει, σε συμφωνία με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή τις λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όπως έχει οριστεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) (στο εξής «εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών»), τις οικονομικές ισοτιμίες, οι οποίες καθορίζουν την αντιστοιχία αγοραστικής δύναμης:

i)

των αποδοχών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους της Ένωσης οι οποίοι υπηρετούν στις πρωτεύουσες των κρατών μελών, με εξαίρεση τις Κάτω Χώρες, όπου χρησιμοποιείται ο δείκτης της Χάγης αντί του δείκτη του Άμστερνταμ, και σε ορισμένους άλλους τόπους υπηρεσίας, σε σχέση με τις Βρυξέλλες,

ii)

των συντάξεων των υπαλλήλων που καταβάλλονται στα κράτη μέλη, σε σχέση με το Βέλγιο.

β)

Οι οικονομικές ισοτιμίες αναφέρονται στον μήνα Ιούνιο κάθε έτους.

γ)

Οι οικονομικές ισοτιμίες υπολογίζονται έτσι ώστε κάθε βασική θέση να μπορεί να ενημερώνεται δύο φορές το χρόνο και να ελέγχεται με άμεση έρευνα τουλάχιστον μία φορά ανά πενταετία. Για την ενημέρωση των οικονομικών ισοτιμιών, η Eurostat χρησιμοποιεί την εξέλιξη του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή των κρατών μελών τους καταλληλότερους δείκτες, όπως αυτοί ορίζονται από την ομάδα εργασίας των άρθρων 64 και 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, που αναφέρεται στο άρθρο 13.

δ)

Η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης εκτός Βελγίου και Λουξεμβούργου κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς μετράται με τη βοήθεια των τεκμαρτών δεικτών. Οι δείκτες αυτοί αντιστοιχούν στο γινόμενο του κοινού δείκτη επί την μεταβολή της οικονομικής ισοτιμίας.

4.   Εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων (ειδικοί δείκτες)

α)

Για να μετρηθεί σε ποσοστά η ανοδική και καθοδική εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών στις εθνικές δημόσιες υπηρεσίες, η Eurostat, με βάση πληροφορίες που παρέχουν πριν από το τέλος Σεπτεμβρίου οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, καθορίζει ειδικούς δείκτες με τους οποίους εκφράζεται η μεταβολή των πραγματικών αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων μεταξύ του μηνός Ιουλίου του προηγούμενου έτους και του μηνός Ιουλίου του τρέχοντος έτους. Και οι δύο θα πρέπει να περιλαμβάνουν το ένα δωδέκατο όλων των ετησίως καταβληθέντων στοιχείων.

Οι ειδικοί δείκτες καθορίζονται με δύο μορφές:

i)

ένας δείκτης για καθεμιά από τις ομάδες καθηκόντων όπως ορίζονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης,

ii)

ένας μέσος δείκτης σταθμιζόμενος με βάση τον αριθμό των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων που αντιστοιχεί σε κάθε ομάδα καθηκόντων.

Καθένας από τους δείκτες αυτούς καθορίζεται σε πραγματικές ακαθάριστες και καθαρές τιμές. Για τη μετάβαση από τις ακαθάριστες στις καθαρές τιμές, λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεωτικές κρατήσεις καθώς και τα γενικά φορολογικά στοιχεία.

Για τον καθορισμό των ακαθάριστων και των καθαρών δεικτών για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Eurostat χρησιμοποιεί δείγμα συντιθέμενο από τα ακόλουθα κράτη μέλη: Βέλγιο, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Πολωνία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μετά από πρόταση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 336 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν να εγκρίνουν νέο δείγμα που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 75 % του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της Ένωσης και το οποίο εφαρμόζεται από το έτος που έπεται του έτους της έγκρισής του. Τα αποτελέσματα ανά χώρα σταθμίζονται αναλογικά προς το κατάλληλο σύνολο εθνικών ΑΕΠ, μετρούμενο με τη χρήση των μονάδων αγοραστικής δύναμης, όπως αναφέρεται στις πλέον πρόσφατες στατιστικές που δημοσιεύονται σύμφωνα με τους ορισμούς των εθνικών λογαριασμών που περιλαμβάνονται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών που ισχύει τη συγκεκριμένη στιγμή.

β)

Οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή οι λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν στην Eurostat, κατόπιν αιτήσεώς της, όσες συμπληρωματικές πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, προκειμένου να καθορίσει ειδικό δείκτη που να μετρά ορθά την εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων.

Εάν η Eurostat, μετά από νέα διαβούλευση με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή τις λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, διαπιστώσει στατιστικές ανωμαλίες στις ληφθείσες πληροφορίες ή αδυναμία κατάρτισης δεικτών που να μετρούν ορθά, από στατιστική άποψη, την εξέλιξη των πραγματικών εισοδημάτων των δημοσίων υπαλλήλων συγκεκριμένου κράτους μέλους, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή παρέχοντας και όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη διεξαγωγή εκτίμησης.

γ)

Εκτός από τους ειδικούς δείκτες, η Eurostat καθορίζει και υπολογίζει κατάλληλους δείκτες ελέγχου. Ένας από αυτούς τους δείκτες έχει τη μορφή δεδομένων που αφορούν το σύνολο των αποδοχών σε πραγματικές τιμές, κατά κεφαλή, στις κεντρικές διοικήσεις, τα οποία καθορίζονται σύμφωνα με τους ορισμούς των εθνικών λογαριασμών που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σύστημα Λογαριασμών που ισχύει τη συγκεκριμένη στιγμή.

Η Eurostat περιλαμβάνει στην έκθεσή της για τους ειδικούς δείκτες αποδοχών παρατηρήσεις σχετικά με τις αποκλίσεις μεταξύ των δεικτών αυτών και της εξέλιξης των δεικτών ελέγχου που αναφέρονται στο παρόν στοιχείο.

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς του άρθρου 15 του παρόντος παραρτήματος η Επιτροπή ερευνά τακτικά τις ανάγκες των θεσμικών οργάνων σε προσλήψεις.

Τμήμα 2

Τρόπος της ετήσιας επικαιροποίησης των αποδοχών και συντάξεων

Άρθρο 3

1.

Σύμφωνα με το άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η επικαιροποίηση των αποδοχών και των συντάξεων πραγματοποιείται, με βάση τα κριτήρια που προβλέπονται στο τμήμα 1 του παρόντος παραρτήματος, πριν από το τέλος κάθε έτους, με ισχύ από την 1η Ιουλίου.

2.

Το ύψος της επικαιροποίησης ισούται με το γινόμενο του κοινού δείκτη επί τον ειδικό δείκτη. Η επικαιροποίηση καθορίζεται σε καθαρές τιμές ως ενιαίο ποσοστό ίσο για όλους.

3.

Το ύψος της επικαιροποίησης που καθορίζεται με τον τρόπο αυτό ενσωματώνεται, σύμφωνα με τη μέθοδο που αναφέρεται κατωτέρω, στην κλίμακα των βασικών μισθών, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο Παράρτημα XIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, καθώς και στα άρθρα 20, 93 και 133 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό:

α)

το ποσό των καθαρών αποδοχών και συντάξεων χωρίς διορθωτικό συντελεστή προσαυξάνεται ή μειώνεται κατά το ύψος της επικαιροποίησης που αναφέρθηκε ανωτέρω,

β)

ο νέος πίνακας των βασικών μισθών καταρτίζεται με τον υπολογισμό του ακαθάριστου ποσού που αντιστοιχεί, μετά την αφαίρεση του φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 και των υποχρεωτικών κρατήσεων στα πλαίσια των καθεστώτων κοινωνικής ασφάλισης και συντάξεων, στο ποσό των καθαρών αποδοχών,

γ)

για τη μετατροπή αυτή των καθαρών ποσών σε ακαθάριστα, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση άγαμου υπαλλήλου που δεν λαμβάνει τις αποζημιώσεις και τα επιδόματα που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

4.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68, τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 4 του συγκεκριμένου κανονισμού πολλαπλασιάζονται με συντελεστή που αποτελείται από:

α)

τον συντελεστή που προκύπτει από την προηγούμενη επικαιροποίηση, και/ή

β)

το ποσοστό της επικαιροποίησης των αποδοχών που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

5.

Στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο δεν εφαρμόζεται διορθωτικός συντελεστής. Οι διορθωτικοί συντελεστές εφαρμόζονται:

α)

στις αποδοχές που καταβάλλονται στους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υπηρετούν στα άλλα κράτη μέλη και σε ορισμένους άλλους τόπους υπηρεσίας,

β)

κατά παρέκκλιση του άρθρου 82 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στις συντάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καταβάλλονται στα άλλα κράτη μέλη όσον αφορά το τμήμα που αντιστοιχεί στα δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την 1η Μαΐου 2004,

καθορίζονται με βάση τους λόγους μεταξύ των αντίστοιχων οικονομικών ισοτιμιών που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος προς τις τιμές συναλλάγματος που προβλέπονται στο άρθρο 63 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης για τις αντίστοιχες χώρες.

Εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 8 του παρόντος παραρτήματος όσον αφορά την αναδρομική εφαρμογή των διορθωτικών συντελεστών σε τόπους υπηρεσίας στους οποίους ο πληθωρισμός είναι υψηλός.

6.

Τα θεσμικά όργανα προβαίνουν, με αναδρομική ισχύ για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων και της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της νέας επικαιροποίησης, στην αντίστοιχη, θετική ή αρνητική, επικαιροποίηση των αποδοχών και συντάξεων των υπαλλήλων, των πρώην υπαλλήλων και των λοιπών ενδιαφερομένων προσώπων.

Εάν η εν λόγω αναδρομική επικαιροποίηση συνεπάγεται ανάκτηση των καθ’ υπέρβαση καταβληθέντων, η ανάκτηση αυτή μπορεί να επιμερίζεται σε διάστημα 12 μηνών το πολύ από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της επόμενης επικαιροποίησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ (ΑΡΘΡΟ 65 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ)

Άρθρο 4

1.

Ενδιάμεση επικαιροποίηση των αποδοχών και συντάξεων σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου, αποφασίζεται σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του κόστους διαβίωσης μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου (σε σχέση με το όριο ευαισθησίας που ορίζεται στο άρθρο 6 του παρόντος παραρτήματος) και αφού ληφθεί υπόψη η πρόβλεψη της εξέλιξης της αγοραστικής δύναμης κατά την τρέχουσα ετήσια περίοδο αναφοράς.

2.

Αυτές οι ενδιάμεσες επικαιροποιήσεις λαμβάνονται υπόψη για την ετήσια επικαιροποίηση των αποδοχών.

Άρθρο 5

1.

Η Eurostat προβαίνει σε πρόβλεψη της εξέλιξης της αγοραστικής δύναμης για την εξεταζόμενη περίοδο τον Μάρτιο κάθε έτους, βάσει των στοιχείων που παρέχονται κατά τη συνεδρίαση που προβλέπεται στο άρθρο 13 του παρόντος παραρτήματος.

Εάν η πρόβλεψη αυτή εμφανίζει αρνητικό ποσοστό, το ήμισυ του ποσοστού αυτού λαμβάνεται υπόψη για την ενδιάμεση επικαιροποίηση.

2.

Η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης για το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο μετράται με βάση τον κοινό δείκτη για την περίοδο από τον Ιούνιο έως το Δεκέμβριο του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.

3.

Για καθέναν από τους τόπους υπηρεσίας για τους οποίους καθορίσθηκε διορθωτικός συντελεστής (εκτός Βελγίου και Λουξεμβούργου), πραγματοποιείται κατ’ εκτίμηση υπολογισμός για τον μήνα Δεκέμβριο των οικονομικών ισοτιμιών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3. Η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης υπολογίζεται με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3.

Άρθρο 6

1.

Το όριο ευαισθησίας για την εξάμηνη περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του παρόντος παραρτήματος είναι το ποσοστό που αντιστοιχεί στο 6 % για περίοδο 12 μηνών.

2.

Το όριο εφαρμόζεται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 5 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του παρόντος παραρτήματος:

α)

εάν το όριο ευαισθησίας καλύπτεται ή υπερκαλύπτεται για το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο (όπως μετράται με βάση τον κοινό δείκτη μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου), οι αποδοχές επικαιροποιούνται για το σύνολο των τόπων σύμφωνα με τη διαδικασία ετήσιας επικαιροποίησης,

β)

εάν το όριο ευαισθησίας δεν καλύπτεται στο Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, επικαιροποιούνται μόνον οι διορθωτικοί συντελεστές των τόπων στους οποίους η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης (όπως μετράται με τους τεκμαρτούς δείκτες μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου) έχει υπερβεί το όριο ευαισθησίας.

Άρθρο 7

Για τους σκοπούς του άρθρου 6 του παρόντος παραρτήματος:

Το ύψος της επικαιροποίησης ισούται με τον κοινό δείκτη, πολλαπλασιαζόμενο, όπου απαιτείται, επί το ήμισυ του ειδικού δείκτη των προβλέψεων, εάν αυτός είναι αρνητικός.

Οι διορθωτικοί συντελεστές ισούνται με τον λόγο της σχετικής οικονομικής ισοτιμίας προς την αντίστοιχη τιμή συναλλάγματος που προβλέπεται στο άρθρο 63 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο οποίος, εάν το όριο επικαιροποίησης δεν καλύπτεται για το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, πολλαπλασιάζεται επί το ύψος της επικαιροποίησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟΥ ΣΥΝΤΕΛΕΣΗ (ΤΟΠΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕ ΥΨΗΛΗ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ)

Άρθρο 8

1.

Για τους τόπους με υψηλή αύξηση του κόστους διαβίωσης (μετρούμενη από την εξέλιξη των τεκμαρτών δεικτών), ο διορθωτικός συντελεστής παράγει αποτελέσματα πριν από την 1η Ιανουαρίου στην περίπτωση της ενδιάμεσης επικαιροποίησης ή την 1η Ιουλίου στην περίπτωση της ετήσιας επικαιροποίησης. Επιδιώκεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να περιορισθεί η απώλεια αγοραστικής δύναμης στο ύψος εκείνης που θα είχε καταγραφεί σε έναν τόπο υπηρεσίας όπου η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης αντιστοιχούσε στο όριο ευαισθησίας.

2.

Οι ημερομηνίες έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων της ετήσιας επικαιροποίησης καθορίζονται ως εξής:

α)

η 16η Μαΐου για τους τόπους υπηρεσίας με πληθωρισμό άνω του 6 % και

β)

η 1η Μαΐου για τους τόπους υπηρεσίας με πληθωρισμό άνω του 10 %.

3.

Οι ημερομηνίες έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων της ενδιάμεσης επικαιροποίησης καθορίζονται ως εξής:

α)

η 16η Νοεμβρίου για τους τόπους υπηρεσίας με πληθωρισμό άνω του 6 % και

β)

η 1η Νοεμβρίου για τους τόπους υπηρεσίας με πληθωρισμό άνω του 10 %.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ (ΑΡΘΡΟ 64 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ)

Άρθρο 9

1.

Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, η διοίκηση ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης ή οι εκπρόσωποι των υπαλλήλων της Ένωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας μπορούν να ζητήσουν τη δημιουργία διορθωτικού συντελεστή ειδικού για τον συγκεκριμένο τόπο.

Η σχετική αίτηση θα πρέπει να υποστηρίζεται από αντικειμενικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει, επί σειρά ετών, αισθητή διαφορά στο κόστος διαβίωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας σε σχέση με εκείνο που διαπιστώνεται στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους (εκτός των Κάτω Χωρών, όπου χρησιμοποιείται η Χάγη αντί του Άμστερνταμ). Εφόσον η Eurostat επιβεβαιώσει ότι η διαφορά είναι αισθητή (άνω του 5 %) και μακροχρόνια, η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, διορθωτικό συντελεστή για τον συγκεκριμένο τόπο.

2.

Η Επιτροπή αποφασίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, την ανάκληση της εφαρμογής διορθωτικού συντελεστή ειδικού για τον συγκεκριμένο τόπο. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση βασίζεται σε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

σε αίτηση προερχόμενη από τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους, από τη διοίκηση ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης ή από τους εκπροσώπους των υπαλλήλων της Ένωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας, από την οποία προκύπτει ότι το κόστος διαβίωσης στον τόπο αυτό δεν είναι πλέον σημαντικά διαφορετικό (κατώτερο του 2 %) από εκείνο που καταγράφεται στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους. Η σύγκλιση αυτή θα πρέπει να έχει διάρκεια χρόνου και να έχει επικυρωθεί από την Eurostat,

β)

στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν πλέον μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι της Ένωσης τοποθετημένοι στον τόπο αυτό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΡΗΤΡΑ ΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΡΗΤΡΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ

Άρθρο 10

Η τιμή του ειδικού δείκτη που χρησιμοποιείται για την ετήσια επικαιροποίηση υπόκειται σε ανώτερο όριο 2 % και κατώτερο όριο – 2 %. Αν η τιμή του ειδικού δείκτη υπερβαίνει το ανώτερο όριο ή είναι χαμηλότερη του κατώτερου ορίου, για τον υπολογισμό της τιμής της επικαιροποίησης χρησιμοποιείται η τιμή του ορίου.

Το πρώτο εδάφιο δεν έχει εφαρμογή όταν εφαρμόζεται το άρθρο 11.

Το υπόλοιπο της ετήσιας επικαιροποίησης που προκύπτει από την διαφορά μεταξύ της τιμής της επικαιροποίησης που υπολογίζεται με τον ειδικό δείκτη και της τιμής της επικαιροποίησης που υπολογίζεται με το όριο εφαρμόζεται από 1ης Απριλίου του επόμενου έτους.

Άρθρο 11

1.

Αν αναμένεται, με βάση τις προβλέψεις της Επιτροπής, μείωση του ΑΕΠ στην Ένωση για το τρέχον έτος, και ο ειδικός δείκτης είναι θετικός, μόνον ένα μέρος του ειδικού δείκτη χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της τιμής της επικαιροποίησης. Το υπόλοιπο της τιμής της επικαιροποίησης που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο του ειδικού δείκτη εφαρμόζεται σε μεταγενέστερη ημερομηνία του επόμενου έτους. Αυτό το υπόλοιπο της τιμής της επικαιροποίησης δεν λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του άρθρου 10. Η τιμή του ΑΕΠ στην Ένωση, οι συνέπειες σε σχέση με την τμηματική εφαρμογή του ειδικού δείκτη, και η ημερομηνία εφαρμογής καθορίζονται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

ΑΕΠ στην Ένωση

Συνέπειες για τον ειδικό δείκτη

Ημερομηνία καταβολής του δεύτερου μέρους

[– 0,1 %, – 1 %]

33 %, 67 %

1η Απριλίου του έτους Ν + 1

[– 1 %, – 3 %]

0 %, 100 %

1η Απριλίου του έτους Ν + 1

κάτω από – 3 %

0 %

2.

Στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει απόκλιση μεταξύ των προβλέψεων που εμφαίνονται στον πίνακα δυνάμει της παραγράφου 1 και των τελικών δεδομένων για το ΑΕΠ στην Ένωση, που παρέχει η Επιτροπή, και αυτά τα τελικά δεδομένα ενδέχεται να μεταβάλουν τις συνέπειες όπως ορίζονται στον πίνακα της παραγράφου 1, πραγματοποιούνται οι απαραίτητες θετικές ή αρνητικές διορθώσεις, συμπεριλαμβανομένων αναδρομικών προσαρμογών, σύμφωνα με τον ίδιο πίνακα.

3.

Το επικαιροποιημένο ποσό αναφοράς που προκύπτει από τη διόρθωση δημοσιεύεται από την Επιτροπή μέσα σε δύο εβδομάδες από τη διόρθωση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

4.

Αν η εφαρμογή της παραγράφου 1 ή 2 είχε ως συνέπεια, η τιμή του ειδικού δείκτη να μην εξυπηρετήσει στην επικαιροποίηση των αποδοχών και των συντάξεων, η τιμή αυτή θα αποτελέσει τη βάση για τον υπολογισμό μελλοντικής επικαιροποίησης όταν η σωρευτική αύξηση του ΑΕΠ στην Ένωση, μετρούμενη από το έτος κατά το οποίο εφαρμόστηκε η παράγραφος 1 ή 2, καταστεί θετική. Σε κάθε περίπτωση, η τιμή που αναφέρεται στην πρώτη πρόταση υπόκειται κατ’ αναλογία στα όρια και τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 10 του παρόντος παραρτήματος. Η εξέλιξη του ΑΕΠ στην Ένωση μετράται τακτικά από την Eurostat για τον σκοπό αυτό.

5.

Αν είναι σκόπιμο, οι νομικές συνέπειες που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 10 και του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να παράγουν πλήρως αποτελέσματα ακόμη και μετά την ημερομηνία λήξης του παρόντος παραρτήματος όπως αναφέρεται στο άρθρο 15.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ EUROSTAT ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Η ΤΙΣ ΛΟΙΠΕΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

Άρθρο 12

Η Eurostat οφείλει να παρακολουθεί την ποιότητα των βασικών δεδομένων και των στατιστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των παραγόντων οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη για την επικαιροποίηση των αποδοχών. Ειδικότερα, η Eurostat προβαίνει στις εκτιμήσεις και εκπονεί τις μελέτες που ενδεχομένως απαιτούνται για την παρακολούθηση αυτή.

Άρθρο 13

Τον Μάρτιο κάθε έτους, η Eurostat συγκαλεί ομάδα εργασίας αποτελούμενη από εμπειρογνώμονες των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών ή λοιπών αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, αποκαλούμενη «ομάδα εργασίας για το άρθρο 64 και το άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης».

Κατά τη συνεδρίαση αυτή, εξετάζεται η στατιστική μεθοδολογία καθώς και η εφαρμογή της όσον αφορά τους ειδικούς δείκτες και τους δείκτες ελέγχου, τον κοινό δείκτη και τις οικονομικές ισοτιμίες.

Παρέχονται επίσης τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να προβλεφθεί η εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης για τους σκοπούς της ενδιάμεσης επικαιροποίησης των αποδοχών, όπως επίσης τα δεδομένα για το ωράριο εργασίας στις κεντρικές διοικήσεις.

Άρθρο 14

Κάθε κράτος μέλος γνωστοποιεί στην Eurostat, κατόπιν αιτήσεώς της, τυχόν παράγοντες που έχουν άμεση ή έμμεση επίπτωση στη σύνθεση και στην εξέλιξη των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών κρατικών υπηρεσιών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΚΑΙ ΡΗΤΡΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ

Άρθρο 15

1.

Οι διατάξεις του παρόντος παραρτήματος εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023.

2.

Πριν από την 31η Μαρτίου 2022 η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η έκθεση αφορά την έρευνα που διεξάγεται δυνάμει του άρθρου 2 του παρόντος παραρτήματος και εκτιμά, ειδικότερα, κατά πόσον η εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων της Ένωσης συμβαδίζει με την εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων. Βάσει της έκθεσης αυτής, εάν απαιτείται, η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση τροποποίησης του παρόντος παραρτήματος καθώς και του άρθρου 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης βάσει του άρθρου 336 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.

Για όσο χρονικό διάστημα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δεν έχουν εγκρίνει κανονισμό με πρόταση της Επιτροπής, το παρόν παράρτημα και το άρθρο 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης συνεχίζουν να εφαρμόζονται προσωρινά και μετά τις προθεσμίες που καθορίζονται στο παρόν άρθρο παράγραφος 1 και στο άρθρο 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.

Στο τέλος του 2018 η Επιτροπή υποβάλλει προσωρινή έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, για την εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος και του άρθρου 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.».

72)

Το παράρτημα XII τροποποιείται ως εξής:

α)

το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2

1.   Η επικαιροποίηση του ποσοστού της εισφοράς γίνεται με ισχύ από 1ης Ιουλίου, ταυτόχρονα με την ετήσια επικαιροποίηση των αποδοχών που προβλέπεται στο άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η επικαιροποίηση δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα εισφορά μεγαλύτερη ή μικρότερη από 1 % σε σχέση με την εισφορά που ίσχυε το προηγούμενο έτος.

2.   Η διαφορά που διαπιστώνεται μεταξύ της αναπροσαρμογής του ποσοστού της εισφοράς που θα προέκυπτε από τον αναλογιστικό υπολογισμό και της επικαιροποίησης που προκύπτει από τη μεταβολή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τελευταία πρόταση, δεν οδηγεί ποτέ σε ανάκτηση ή, κατ’ ακολουθία, σε συνυπολογισμό της κατά τους μεταγενέστερους αναλογιστικούς υπολογισμούς. Το ποσοστό της εισφοράς που θα προκύψει από τον αναλογιστικό υπολογισμό αναφέρεται στην έκθεση αποτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος.»,

β)

στο άρθρο 4 παράγραφος 6, οι λέξεις «12ετίας» αντικαθίσταται από τις λέξεις «30ετίας»,

γ)

στο άρθρο 10 παράγραφος 2 και στο άρθρο 11 παράγραφος 2, οι λέξεις «12 έτη» αντικαθίσταται από τις λέξεις «30 έτη»,

δ)

παρεμβάλλεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 11α

Έως το 2020, για την εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 6, του άρθρου 10 παράγραφος 2 και του άρθρου 11 παράγραφος 2 του παρόντος παραρτήματος, ο κινητός μέσος όρος υπολογίζεται με βάση το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:

 

Το 2014 – 16 έτη

 

Το 2015 – 18 έτη

 

Το 2016 – 20 έτη

 

Το 2017 – 22 έτη

 

Το 2018 – 24 έτη

 

Το 2019 – 26 έτη

 

Το 2020 – 28 έτη»,

ε)

το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

Το επιτόκιο που αναφέρεται στα άρθρα 4 και 8 του παραρτήματος VIII για τον υπολογισμό των τόκων ανατοκισμού είναι το πραγματικό επιτόκιο που αναφέρεται στο άρθρο 10 του παρόντος παραρτήματος και επικαιροποιείται, αν είναι αναγκαίο, κατά τις πενταετείς αναλογιστικές αποτιμήσεις.

Όσον αφορά την επικαιροποίηση, το επιτόκιο που αναφέρεται στα άρθρα 4 και 8 του παραρτήματος VIII θα αναφέρεται ως επιτόκιο αναφοράς. Η Επιτροπή δημοσιεύει το επικαιροποιημένο πραγματικό επιτόκιο, μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.»,

στ)

το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

1.   Το 2022 η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η έκθεση αυτή λαμβάνει υπόψη τις δημοσιονομικές επιπτώσεις του παρόντος παραρτήματος και αποτιμά την αναλογιστική ισορροπία του συνταξιοδοτικού καθεστώτος. Βάσει της έκθεσης αυτής, η Επιτροπή θα υποβάλει, αν απαιτείται, πρόταση τροποποίησης του παρόντος παραρτήματος.

2.   Το 2018 η Επιτροπή θα υποβάλει προσωρινή έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος.».

73)

Το παράρτημα XIII τροποποιείται ως εξής:

α)

στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 7 παράγραφος 2 η λέξη «προσαρμόζονται» αντικαθίσταται από τη λέξη «επικαιροποιούνται»,

β)

τα άρθρα 10, 14 έως 17 και το άρθρο 18 παράγραφος 2 διαγράφονται,

γ)

στο άρθρο 18 παράγραφος 1, η λέξη «προσαρμόζονται» αντικαθίσταται από τη λέξη «επικαιροποιούνται», και η λέξη «προσαρμογή» αντικαθίσταται από τη λέξη «επικαιροποίηση»,

δ)

το άρθρο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 19

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), τα άρθρα 63, 64, 65, 82 και 83α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα παραρτήματα XI και XII του ίδιου κανονισμού και τα άρθρα 20 παράγραφος 1, 64, 92 και 132 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό όπως ισχύουν πριν από 1.11.2013 εξακολουθούν να ισχύουν αποκλειστικά για τον σκοπό οιασδήποτε προσαρμογής απαιτείται για τη συμμόρφωση προς απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του άρθρου 266 της Συνθήκης για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εφαρμογή των εν λόγω άρθρων.

ε)

το άρθρο 20 τροποποιείται ως εξής:

i)

η παράγραφος 2 διαγράφεται,

ii)

το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στις συντάξεις τους εφαρμόζεται ο διορθωτικός συντελεστής, μόνον εάν η διαμονή του υπαλλήλου συμπίπτει με τον τελευταίο τόπο όπου υπηρέτησε ή με τη χώρα του τόπου καταγωγής του κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 4 του παραρτήματος VII. Ωστόσο, για οικογενειακούς ή ιατρικούς λόγους, οι υπάλληλοι που λαμβάνουν σύνταξη μπορούν να υποβάλουν αίτηση στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή για αλλαγή του τόπου καταγωγής τους. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται κατόπιν προσκομίσεως από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο των κατάλληλων δικαιολογητικών στοιχείων.»,

iii)

η τελευταία περίοδος της παραγράφου 4 διαγράφεται,

στ)

το άρθρο 21 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 21

Με την επιφύλαξη του άρθρου 77 δεύτερη παράγραφος δεύτερη περίοδος του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπάλληλοι που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Μαΐου 2004 δικαιούνται 2 % του μισθού τους που αναφέρεται στην εν λόγω πρόταση, ανά έτος συντάξιμης υπηρεσίας, υπολογισμένο σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος VIII.

Υπάλληλοι που εισήλθαν στην υπηρεσία από την 1η Μαΐου 2004 έως την 31η Δεκεμβρίου 2013 δικαιούνται 1,9 % του μισθού τους που αναφέρεται στην εν λόγω πρόταση, ανά έτος συντάξιμης υπηρεσίας, υπολογισμένο σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος VIII.»,

ζ)

το άρθρο 22 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 22

1.   Υπάλληλοι που διαθέτουν προϋπηρεσία 20 ετών ή μεγαλύτερη την 1η Μαΐου 2004 δικαιούνται σύνταξη αρχαιότητας όταν φθάσουν στην ηλικία των 60 ετών.

Υπάλληλοι που είναι ηλικίας 35 ετών και άνω την 1η Μαΐου 2014 και εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 δικαιούνται σύνταξη αρχαιότητας στην ηλικία που καθορίζεται στον κατωτέρω πίνακα:

Ηλικία την 1η Μαΐου 2014

Ηλικία συνταξιοδότησης

Ηλικία την 1η Μαΐου 2014

Ηλικία συνταξιοδότησης

60 έτη και άνω

60 έτη

47 έτη

62 έτη 6 μήνες

59 έτη

60 έτη 2 μήνες

46 έτη

62 έτη 8 μήνες

58 έτη

60 έτη 4 μήνες

45 έτη

62 έτη 10 μήνες

57 έτη

60 έτη 6 μήνες

44 έτη

63 έτη 2 μήνες

56 έτη

60 έτη 8 μήνες

43 έτη

63 έτη 4 μήνες

55 έτη

61 έτη

42 έτη

63 έτη 6 μήνες

54 έτη

61 έτη 2 μήνες

41 έτη

63 έτη 8 μήνες

53 έτη

61 έτη 4 μήνες

40 έτη

63 έτη 10 μήνες

52 έτη

61 έτη 6 μήνες

39 έτη

64 έτη 3 μήνες

51 έτη

61 έτη 8 μήνες

38 έτη

64 έτη 4 μήνες

50 έτη

61 έτη 11 μήνες

37 έτη

64 έτη 5 μήνες

49 έτη

62 έτη 2 μήνες

36 έτη

64 έτη 6 μήνες

48 έτη

62 έτη 4 μήνες

35 έτη

64 έτη 8 μήνες

Υπάλληλοι που είναι ηλικίας κάτω των 35 ετών την 1η Μαΐου 2014 δικαιούνται σύνταξης αρχαιότητας στην ηλικία των 65 ετών.

Εντούτοις, για τους υπαλλήλους που είναι ηλικίας 45 ετών και άνω την 1η Μαΐου 2014 και εισήλθαν στην υπηρεσία μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013, η ηλικία συνταξιοδότησης παραμένει στα 63 έτη.

Για υπαλλήλους που υπηρετούν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, η ηλικία συνταξιοδότησης που λαμβάνεται υπόψη για όλες τις αναφορές που γίνονται στην ηλικία συνταξιοδότησης στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ορίζεται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, εκτός αν στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ορίζεται διαφορετικά.

2.   Ανεξάρτητα από το άρθρο 2 του παραρτήματος VIII, οι υπάλληλοι που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και παραμένουν στην υπηρεσία μετά την ηλικία κατά την οποία θα είχαν αποκτήσει δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας δικαιούνται επιπρόσθετη αύξηση 2,5 % του τελευταίου βασικού μισθού τους για κάθε έτος εργασίας μετά την προαναφερθείσα ηλικία, υπό την προϋπόθεση ότι το σύνολο της συντάξεως δεν υπερβαίνει το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού κατά την έννοια της δεύτερης ή της τρίτης παραγράφου, ανάλογα με την περίπτωση, του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Εντούτοις, για υπαλλήλους που είναι ηλικίας 50 ετών ή μεγαλύτερης ή διαθέτουν 20 ή περισσότερα έτη υπηρεσίας την 1η Μαΐου 2004, η προσαύξηση της σύνταξης που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το 5 % του ποσού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχαν αποκτήσει στην ηλικία των 60 ετών.

Η προσαύξηση χορηγείται επίσης σε περίπτωση θανάτου, εάν ο υπάλληλος έχει παραμείνει στην υπηρεσία πέραν της ηλικίας κατά την οποία είχε αποκτήσει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας.

Εάν, κατ’ εφαρμογή του παραρτήματος IVα, ο υπάλληλος που εισήλθε στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και εργάζεται με μειωμένο ωράριο, συνεισφέρει στο συνταξιοδοτικό καθεστώς κατ’ αναλογία του χρόνου που εργάζεται, η προσαύξηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που προβλέπεται στο παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνον κατά την ίδια αυτή αναλογία.

3.   Σε περίπτωση που ο υπάλληλος συνταξιοδοτηθεί πριν να συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης η οποία καθορίζεται στο παρόν άρθρο, για το χρονικό διάστημα από τη συμπλήρωση του εξηκοστού έτους της ηλικίας μέχρι την ηλικία συνταξιοδότησης εφαρμόζεται μόνον το ήμισυ της μείωσης που καθορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παραρτήματος VIII.

4.   Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του μοναδικού άρθρου του παραρτήματος IV, ένας υπάλληλος για τον οποίον ισχύει ηλικία συνταξιοδότησης κατώτερη των 65 ετών δυνάμει της παραγράφου 1 δικαιούται την αποζημίωση η οποία προβλέπεται στο εν λόγω παράρτημα υπό τις εκεί καθοριζόμενες προϋποθέσεις μέχρι την ημέρα κατά την οποία ο υπάλληλος συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης που προβλέπεται γι’ αυτόν.

Εντούτοις, πέραν της ηλικίας αυτής και κατ’ ανώτατο όριο μέχρι την ηλικία των 65 ετών, το δικαίωμα της αποζημιώσεως διατηρείται μέχρι να φθάσει ο υπάλληλος την ανώτατη σύνταξη αρχαιότητας εκτός εάν έχει εφαρμογή το άρθρο 42γ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.»,

η)

το άρθρο 23 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 23

1.   Όταν εφαρμόζεται το άρθρο 52 στοιχείο α) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 50, ο υπάλληλος που υπηρετούσε πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το 65ο έτος της ηλικίας του. Για τους υπαλλήλους που υπηρετούσαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, οι λέξεις «66ο έτος της ηλικίας» και «ηλικία των 66 ετών» στο άρθρο 78 δεύτερο εδάφιο και στο άρθρο 81α παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παραρτήματος VIII αντικαθίστανται από τις λέξεις «65ο έτος της ηλικίας» και «ηλικία των 65 ετών».

2.   Ανεξάρτητα από το άρθρο 52 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπάλληλοι που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και αποχωρούν από την υπηρεσία πριν από την ηλικία κατά την οποία θα είχαν αποκτήσει δικαίωμα σε σύνταξη αρχαιότητας σύμφωνα με το άρθρο 22 του παρόντος παραρτήματος μπορούν να ζητήσουν την εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου του στοιχείου β) του άρθρου 9 παράγραφος 1 του παραρτήματος VIII

α)

μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015 από την ηλικία των 55 ετών,

β)

μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2016 από την ηλικία των 57 ετών.

3.   Κατά παρέκκλιση από το όγδοο εδάφιο του άρθρου 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο υπάλληλος που συνταξιοδοτείται προς το συμφέρον της υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 50 πρώτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δικαιούται την καταβολή σύνταξης αρχαιότητας δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος VIII σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

Ημερομηνία της απόφασης δυνάμει του άρθρου 50 πρώτο εδάφιο

Ηλικία

Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016

55 έτη

Μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016

58 έτη»,

θ)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 24α

Στην περίπτωση σύνταξης που καθορίζεται πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, το δικαίωμα σύνταξης του δικαιούχου εξακολουθεί να καθορίζεται μετά την ημερομηνία αυτή σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονταν όταν καθορίσθηκε αρχικά το δικαίωμα. Το ίδιο ισχύει για την κάλυψη βάσει του κοινού καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας.»,

ι)

το άρθρο 28 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 28

1.   Τα μέλη του προσωπικού για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 2 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και τα οποία εργάζονταν βάσει συμβάσεως την 1η Μαΐου 2004 και διορίζονται ως μόνιμοι υπάλληλοι μετά την ανωτέρω ημερομηνία και πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 δικαιούνται, κατά τη συνταξιοδότηση, αναλογιστική αναπροσαρμογή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησαν ως έκτακτοι υπάλληλοι· η εν λόγω αναπροσαρμογή λαμβάνει υπόψη τη μεταβολή της ηλικίας συνταξιοδότησής τους που αναφέρεται στο άρθρο 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.   Τα μέλη του προσωπικού για τα οποία γίνεται λόγος στα άρθρα 2, 3α και 3β του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και τα οποία εργάζονται βάσει συμβάσεως την 1η Ιανουαρίου 2014 και διορίζονται ως μόνιμοι υπάλληλοι μετά την ανωτέρω ημερομηνία δικαιούνται, κατά τη συνταξιοδότηση, αναλογιστική αναπροσαρμογή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησαν ως έκτακτοι ή συμβασιούχοι υπάλληλοι· η εν λόγω αναπροσαρμογή λαμβάνει υπόψη τη μεταβολή της ηλικίας συνταξιοδότησής τους κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εφόσον είναι ηλικίας τουλάχιστον 35 ετών την 1η Μαΐου 2014.»,

ια)

προστίθεται το ακόλουθο τμήμα:

«Τμήμα 5

Άρθρο 30

1.   Κατά παρέκκλιση από το παράρτημα I τμήμα A σημείο 2 στους υπαλλήλους που ήταν εν υπηρεσία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 εφαρμόζεται ο ακόλουθος πίνακας τύπων θέσεων στο πλαίσιο της ομάδας καθηκόντων AD:

Γενικός διευθυντής

AD 15 – AD 16

Διευθυντής

AD 14 – AD 15

Προϊστάμενος μονάδας ή ισοδύναμη θέση

AD 9 – AD 14

Σύμβουλος ή ισοδύναμη θέση

AD 13 – AD 14

Ανώτερος διοικητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς

AD 14

Διοικητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς

AD 13

Διοικητικός υπάλληλος

AD 5 – AD 12

2.   Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2014, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατατάσσει τους υπαλλήλους που υπηρετούσαν την 31η Δεκεμβρίου 2013 στην ομάδα καθηκόντων AD σε τύπους θέσης ως εξής:

α)

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στον βαθμό AD 14 την 31η Δεκεμβρίου 2013 και οι οποίοι δεν κατείχαν θέση διευθυντή ή ισοδύναμη θέση, προϊσταμένου μονάδας ή ισοδύναμη θέση ή σύμβουλου ή ισοδύναμη θέση τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Ανώτερος διοικητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς»,

β)

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στον βαθμό AD 13 την 31η Δεκεμβρίου 2013 και οι οποίοι δεν κατείχαν θέση προϊσταμένου μονάδας ή ισοδύναμη θέση ή σύμβουλου ή ισοδύναμη θέση τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Διοικητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς»,

γ)

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στους βαθμούς AD 9 έως AD 14 την 31η Δεκεμβρίου 2013 και οι οποίοι ήσαν προϊστάμενοι μονάδας ή κατείχαν ισοδύναμη θέση τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Προϊστάμενος μονάδας ή ισοδύναμη θέση»,

δ)

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στους βαθμούς AD 13 ή AD 14 την 31η Δεκεμβρίου 2013 και οι οποίοι ήσαν σύμβουλοι ή κατείχαν ισοδύναμη θέση τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Σύμβουλος ή ισοδύναμη θέση»,

ε)

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στους βαθμούς AD 5 έως AD 12 την 31η Δεκεμβρίου 2013 και οι οποίοι δεν ήσαν προϊστάμενοι μονάδας ή δεν κατείχαν ισοδύναμη θέση τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Διοικητικός υπάλληλος».

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, οι υπάλληλοι στους βαθμούς AD 9 έως AD 14 που είναι επιφορτισμένοι με ειδικές ευθύνες μπορούν να τοποθετηθούν από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2015 στον τύπο θέσης «Προϊστάμενος μονάδας ή ισοδύναμη θέση» ή «Σύμβουλος ή ισοδύναμη θέση». Κάθε αρμόδια για τους διορισμούς αρχή θεσπίζει διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Εντούτοις, ο συνολικός αριθμός υπαλλήλων που επωφελούνται από την παρούσα διάταξη δεν υπερβαίνει το 5 % των υπαλλήλων στην ομάδα καθηκόντων AD την 31η Δεκεμβρίου 2013.

4.   Η τοποθέτηση σε τύπο θέσης ισχύει έως ότου ο υπάλληλος αναλάβει νέα καθήκοντα που αντιστοιχούν σε άλλο τύπο θέσης.

5.   Οι υπάλληλοι στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 5, οι οποίοι κατέχουν θέση διοικητικού υπαλλήλου και ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 πρώτη παράγραφος λαμβάνουν, από 1ης Ιανουαρίου 2016, προσαύξηση του βασικού μισθού που ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 4 και του βαθμού AD12, κλιμάκιο 3.

6.   Οι υπάλληλοι στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 5, οι οποίοι κατέχουν θέση διοικητικού υπαλλήλου και επωφελούνται από το μέτρο της παραγράφου 5, και ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 πρώτη παράγραφος, λαμβάνουν μετά από δύο έτη πρόσθετη προσαύξηση του βασικού μισθού που ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 5 και του βαθμού AD12, κλιμάκιο 4.

7.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 5, οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται σε υπαλλήλους στον βαθμό AD12 οι οποίοι κατέχουν θέση διοικητικού υπαλλήλου, που έχουν προσληφθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004 και δεν έχουν προαχθεί μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 31ης Δεκεμβρίου 2013:

α)

οι υπάλληλοι στο κλιμάκιο 8 οι οποίοι ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 πρώτη παράγραφος λαμβάνουν, από 1ης Ιανουαρίου 2016, προσαύξηση του βασικού μισθού ισοδύναμη με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 4 και του βαθμού AD12, κλιμάκιο 3,

β)

οι υπάλληλοι στο κλιμάκιο 8 οι οποίοι επωφελούνται από το μέτρο στο στοιχείο α) λαμβάνουν μετά από δύο έτη πρόσθετη προσαύξηση του βασικού μισθού ισοδύναμη με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 5 και του βαθμού AD12, κλιμάκιο 4.

8.   Οι υπάλληλοι στον βαθμό AD13, κλιμάκιο 5, που κατέχουν θέση διοικητικού υπαλλήλου υπό μεταβατικό καθεστώς και ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 πρώτη παράγραφος λαμβάνουν, από 1ης Ιανουαρίου 2016, προσαύξηση του βασικού μισθού που ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD13, κλιμάκιο 4 και του βαθμού AD13, κλιμάκιο 3.

9.   Οι υπάλληλοι στον βαθμό AD13, κλιμάκιο 5, που κατέχουν θέση διοικητικού υπαλλήλου υπό μεταβατικό καθεστώς και επωφελούνται από το μέτρο της παραγράφου 8, και ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 πρώτη παράγραφος, λαμβάνουν μετά από δύο έτη πρόσθετη προσαύξηση του βασικού μισθού που ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD13, κλιμάκιο 5 και του βαθμού AD13, κλιμάκιο 4.

10.   Οι υπάλληλοι που λαμβάνουν προσαύξηση του βασικού μισθού που προβλέπεται στις παραγράφους 5 έως 9 και στη συνέχεια διορίζονται προϊστάμενοι μονάδας ή σε ισοδύναμη θέση ή σύμβουλοι ή σε ισοδύναμη θέση στον ίδιο βαθμό διατηρούν αυτή την προσαύξηση στον βασικό μισθό.

11.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 46 πρώτη πρόταση, οι υπάλληλοι που διορίζονται στον αμέσως ανώτερο βαθμό και επωφελούνται από την προσαύξηση του βασικού μισθού η οποία προβλέπεται στις παραγράφους 5, 6, 8 και 9 τοποθετούνται στο δεύτερο κλιμάκιο του εν λόγω βαθμού. Χάνουν το ευεργέτημα της προσαύξησης του βασικού βαθμού που προβλέπεται στις παραγράφους 5, 6, 8 και 9.

12.   Η προσαύξηση του βασικού μισθού στην παράγραφο 7 δεν καταβάλλεται μετά από προαγωγή και δεν περιλαμβάνεται στη βάση υπολογισμού που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της προσαύξησης του βασικού μηνιαίου μισθού που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 5 του παρόντος παραρτήματος.

Άρθρο 31

1.   Κατά παρέκκλιση από το παράρτημα I, τμήμα A, σημείο 2, στους υπαλλήλους που ήταν εν υπηρεσία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 εφαρμόζεται ο ακόλουθος πίνακας τύπων θέσης στο πλαίσιο της ομάδας καθηκόντων AST:

Ανώτερος βοηθός διοίκησης υπό μεταβατικό καθεστώς

AST 10 – AST 11

Βοηθός διοίκησης υπό μεταβατικό καθεστώς

AST 1 – AST 9

Διοικητικός βοηθός υπό μεταβατικό καθεστώς

AST 1 – AST 7

Βοηθητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς

AST 1 – AST 5

2.   Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2014, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατατάσσει τους υπαλλήλους που ήταν εν υπηρεσία την 31η Δεκεμβρίου 2013 στην ομάδα καθηκόντων AST σε τύπους θέσης ως εξής:

α)

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στο βαθμό AST 10 ή AST 11 την 31η Δεκεμβρίου 2013 τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Ανώτερος βοηθός διοίκησης υπό μεταβατικό καθεστώς»,

β)

οι υπάλληλοι που δεν καλύπτονται από το στοιχείο α) και οι οποίοι ήταν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στην πρώην κατηγορία Β ή που ήταν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στην πρώην κατηγορία C ή D και έχουν γίνει μέλος της ομάδας καθηκόντων AST χωρίς περιορισμό καθώς και οι υπάλληλοι AST που έχουν προσληφθεί μετά την 1η Μαΐου 2004 τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Βοηθός διοίκησης υπό μεταβατικό καθεστώς»,

γ)

οι υπάλληλοι που δεν καλύπτονται από τα στοιχεία α) και β) και οι οποίοι ήταν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στην πρώην κατηγορία C τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Διοικητικός βοηθός υπό μεταβατικό καθεστώς»,

δ)

οι υπάλληλοι που δεν καλύπτονται από τα στοιχεία α) και β) και οι οποίοι ήταν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στην πρώην κατηγορία D τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Βοηθητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς».

3.   Η τοποθέτηση σε τύπο θέσης ισχύει έως ότου ο υπάλληλος αναλάβει νέα καθήκοντα που αντιστοιχούν σε άλλο τύπο θέσης. Οι διοικητικοί βοηθοί υπό μεταβατικό καθεστώς και οι βοηθητικοί υπάλληλοι υπό μεταβατικό καθεστώς μπορούν να τοποθετούνται στον τύπο θέσης του βοηθού διοίκησης όπως ορίζεται στο παράρτημα I, τμήμα Α, μόνον σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 4 και 29 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Οι προαγωγές επιτρέπονται μόνον εντός της σταδιοδρομίας που αντιστοιχεί σε κάθε τύπο θέσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

4.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 6 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του παραρτήματος Ι τμήμα Β ο αριθμός των κενών θέσεων στον επόμενο υψηλότερο βαθμό που απαιτείται για τους σκοπούς της προαγωγής υπολογίζεται χωριστά για τους βοηθητικούς υπαλλήλους σε μεταβατικό καθεστώς. Εφαρμόζονται τα ακόλουθα ποσοστά πολλαπλασιασμού:

 

Βαθμός

Ποσοστό

Βοηθητικοί υπάλληλοι υπό μεταβατικό καθεστώς

5

4

10 %

3

22 %

2

22 %

1

Όσον αφορά τους βοηθητικούς υπαλλήλους υπό μεταβατικό καθεστώς, για τους σκοπούς της προαγωγής εξετάζονται τα συγκριτικά προσόντα (άρθρο 45 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης) των προαγώγιμων του ίδιου βαθμού και της ίδιας κατάταξης.

5.   Οι διοικητικοί βοηθοί υπό μεταβατικό καθεστώς και οι βοηθητικοί υπάλληλοι υπό μεταβατικό καθεστώς οι οποίοι ήταν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στην πρώην κατηγορία C ή D συνεχίζουν να δικαιούνται είτε συμψηφιστική αδεία είτε αμοιβή, εάν οι υπηρεσιακές ανάγκες δεν επιτρέπουν την συμψηφιστική άδεια πριν από τη λήξη των δύο μηνών που έπονται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι υπερωρίες, όπως προβλέπεται στο παράρτημα VI.

6.   Οι υπάλληλοι στους οποίους επετράπη, βάσει του άρθρου 55α παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του άρθρου 4 του παραρτήματος IVα του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να εργαστούν με μειωμένο ωράριο για περίοδο που ξεκινά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και εκτείνεται πέραν αυτής της ημερομηνίας μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται με μειωμένο ωράριο υπό τους ίδιους όρους για μέγιστη συνολική περίοδο πέντε ετών.

7.   Για τους υπαλλήλους που συνταξιοδοτούνται σύμφωνα με το άρθρο 22 του παρόντος παραρτήματος σε ηλικία μικρότερη των 65 ετών, η τριετής περίοδος που αναφέρεται στο άρθρο 55α παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης μπορεί να υπερβαίνει την ηλικία συνταξιοδότησής τους, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει την ηλικία των 65 ετών.

Άρθρο 32

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 1 τέταρτο εδάφιο πρώτη περίοδος του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δεν χρειάζεται να διασφαλιστεί στην επιτροπή προσωπικού η εκπροσώπηση της ομάδας καθηκόντων AST/SC μέχρι τις επόμενες εκλογές για ανάδειξη νέας επιτροπής προσωπικού στην οποία μπορούν να εκπροσωπούνται οι υπάλληλοι ASΤ/SC.

Άρθρο 33

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 40 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, όταν υπάλληλος, στις 31 Δεκεμβρίου 2013, έχει βρεθεί σε άδεια για προσωπικούς λόγους για περισσότερο από 10 έτη καθ’ όλη τη σταδιοδρομία, η συνολική διάρκεια της άδειας για προσωπικούς λόγους δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δεκαπέντε έτη στο σύνολο της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου.».

Άρθρο 2

Το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, η δεύτερη περίπτωση διαγράφεται.

2)

Στο άρθρο 2, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«στ)

ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που συνδέεται με έναν οργανισμό όπως αναφέρεται στο άρθρο 1α παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στον οποίο οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα, εκτός των προϊσταμένων των οργανισμών και των αναπληρωτών προϊσταμένων των οργανισμών όπως αναφέρεται στην πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη σύσταση του οργανισμού και των υπαλλήλων που έχουν αποσπαστεί προς το συμφέρον της υπηρεσίας σε οργανισμό.».

3)

Το άρθρο 3 διαγράφεται.

4)

Στο άρθρο 3 β στοιχείο β), το σημείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«θ)

μόνιμους ή έκτακτους υπαλλήλους των ομάδων καθηκόντων AST/SC και AST».

5)

Στο άρθρο 8 πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «άρθρο 2 στοιχείο α)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρο 2 στοιχείο α) ή άρθρο 2 στοιχείο στ)».

6)

Το άρθρο 10 παράγραφος 4 διαγράφεται.

7)

Το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο πρώτο εδάφιο πρώτη περίοδος, οι λέξεις «άρθρων 11 μέχρι 26» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρων 11 έως 26α»,

β)

στο τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «παράγραφος 2» αντικαθίσταται από τις λέξεις «τρίτο εδάφιο».

8)

Το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η πρόσληψη έκτακτων υπαλλήλων πρέπει να εξασφαλίζει στο θεσμικό όργανο την παροχή υπηρεσιών από πρόσωπα που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, απόδοσης και ακεραιότητας και επιλέγονται από την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης.

Οι έκτακτοι υπάλληλοι, επιλέγονται χωρίς διάκριση φυλής, πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, φύλου ή γενετήσιας προτίμησης, και ανεξάρτητα από την προσωπική ή οικογενειακή τους κατάσταση.

Καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους οποιουδήποτε κράτους μέλους. Εντούτοις, η αρχή της ισότητας των πολιτών της Ένωσης επιτρέπει σε κάθε θεσμικό όργανο να θεσπίζει κατάλληλα διορθωτικά μέτρα εάν διαπιστώσει μακράς διαρκείας και σημαντική έλλειψη ισορροπίας μεταξύ των εθνικοτήτων όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους, η οποία δεν αιτιολογείται από αντικειμενικά κριτήρια. Αυτά τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα πρέπει να αιτιολογούνται και δεν μπορούν να συνεπάγονται ποτέ κριτήρια πρόσληψης άλλα απ’ αυτά που βασίζονται στα προσόντα. Προτού υιοθετηθούν κατάλληλα μέτρα, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο θεσπίζει γενικές διατάξεις για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Μετά την τριετή περίοδο που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου.

Προκειμένου να διευκολύνονται οι προσλήψεις στην ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση, τα θεσμικά όργανα μεριμνούν ώστε να προσφέρουν στα τέκνα του προσωπικού τους πολύγλωσση και πολυπολιτιστική εκπαίδευση.»,

β)

στην παράγραφο 5, οι όροι «κάθε όργανο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο».

9)

Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

1.   Ο έκτακτος υπάλληλος διανύει περίοδο δοκιμασίας διάρκειας εννέα μηνών.

Αν, κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας, ο έκτακτος υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας, της άδειας μητρότητας που αναφέρεται στο άρθρο 58 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ή ατυχήματος, επί συνεχές χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός μήνα, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας κατά το αντίστοιχο διάστημα. Η συνολική διάρκεια της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τους δεκαπέντε μήνες.

2.   Σε περίπτωση έκδηλης ανικανότητας εκτάκτου υπαλλήλου που διανύει την περίοδο δοκιμασίας, είναι δυνατόν να συνταχθεί έκθεση σε οποιαδήποτε στιγμή της περιόδου αυτής.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του έκτακτου υπαλλήλου στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο. Βάσει της έκθεσης αυτής, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίσει να απολύσει τον έκτακτο υπάλληλο πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με προειδοποίηση ενός μηνός ή να τοποθετήσει τον έκτακτο υπάλληλο σε άλλο τμήμα για το υπόλοιπο διάστημα της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

3.   Το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, συντάσσεται για τον έκτακτο υπάλληλο έκθεση σχετικά με τις ικανότητες που διαθέτει για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, καθώς και σχετικά με την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον έκτακτο υπάλληλο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του.

Αν το συμπέρασμα της έκθεσης είναι η απόλυση ή, κατ’ εξαίρεση, η παράταση της περιόδου δοκιμασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του έκτακτου υπαλλήλου στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο.

Ο έκτακτος υπάλληλος του οποίου οι επαγγελματικές ικανότητες ή η συμπεριφορά δεν έχουν αποδειχθεί επαρκείς για τη μονιμοποίησή του απολύεται.

Η τελική απόφαση λαμβάνεται με βάση την έκθεση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο καθώς και με βάση τα στοιχεία που διαθέτει η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο σχετικά με τη συμπεριφορά του έκτακτου υπαλλήλου όσον αφορά τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.   Ο έκτακτος υπάλληλος που απολύεται δικαιούται αποζημίωση ίση με το ένα τρίτο του βασικού μισθού του για κάθε μήνα της περιόδου δοκιμασίας που έχει συμπληρώσει.».

10)

Στο άρθρο 15 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Ο έκτακτος υπάλληλος, η κατάταξη του οποίου καθορίστηκε σύμφωνα με τα κριτήρια κατάταξης που θεσπίστηκαν από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, διατηρεί την αρχαιότητα κατά κλιμάκιο που έχει αποκτήσει με την ιδιότητα αυτή, αν προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος στον ίδιο βαθμό,αμέσως μετά την προηγούμενη περίοδο κατά την οποία είχε υπηρετήσει ως έκτακτος υπάλληλος.».

11)

Το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Τα άρθρα 42α, 42β και 55 έως 61 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με την άδεια, τη διάρκεια εργασίας, τις υπερωρίες, τη συνεχή υπηρεσία, την υποχρέωση επιφυλακής στον τόπο εργασίας ή στην οικία και τις αργίες εφαρμόζονται κατ’ αναλογία. Η ειδική άδεια, η γονική άδεια και η άδεια για οικογενειακούς λόγους δεν μπορούν να παρατείνονται πέρα από τη διάρκεια της σύμβασης. Επιπλέον τα άρθρα 41, 42, 45 και 46 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους σύμφωνα με το άρθρο 29 του παραρτήματος XIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ανεξάρτητα από την ημερομηνία των συμβάσεων πρόσληψής τους.

Εντούτοις, το δικαίωμα της αναρρωτικής άδειας με αποδοχές, που προβλέπεται στο άρθρο 59 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δεν μπορεί να ξεπερνά τους τρεις μήνες ή τη χρονική διάρκεια εργασίας του έκτακτου υπαλλήλου, αν η τελευταία υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Η άδεια δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τη διάρκεια της σύμβασης του ενδιαφερομένου.

Κατά τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών, ο υπάλληλος του οποίου σύμβαση δεν έχει λυθεί παίρνει άδεια χωρίς αποδοχές, παρά το ότι δεν μπορεί να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του.

Εν τούτοις, σε περίπτωση επαγγελματικής ασθένειας ή ατυχήματος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο υπάλληλος εξακολουθεί να λαμβάνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ανικανότητάς του προς εργασία το σύνολο των αποδοχών του, μέχρι να λάβει τη σύνταξη αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 33.».

12)

Το άρθρο 17 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 17

Κατ’ εξαίρεση, ο έκτακτος υπάλληλος μπορεί, κατόπιν αιτήσεώς του, να πάρει άδεια χωρίς αποδοχές για σοβαρούς προσωπικούς λόγους. Το άρθρο 12β του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης συνεχίζει να εφαρμόζεται κατά την περίοδο άδειας χωρίς αποδοχές για προσωπικούς λόγους.

Η άδεια δυνάμει του άρθρου 12β δεν χορηγείται σε έκτακτο υπάλληλο προκειμένου αυτός να αναλάβει μια επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκπροσώπηση συμφερόντων ή την υπεράσπιση έναντι του οργάνου του, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση ή σε πιθανότητα σύγκρουσης με τα νόμιμα συμφέροντα του οργάνου στο οποίο ανήκει.

Η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο καθορίζει τη διάρκεια αυτής της άδειας, η οποία δεν υπερβαίνει το ένα τέταρτο του χρόνου υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο ενδιαφερόμενος ούτε:

τους τρεις μήνες όταν ο χρόνος υπηρεσίας του υπαλλήλου είναι μικρότερος από τέσσερα χρόνια,

τους δώδεκα μήνες σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

Η διάρκεια της αδείας που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο δεν λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του άρθρου 44 πρώτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Κατά τη διάρκεια της άδειας χωρίς αποδοχές του έκτακτου υπαλλήλου αναστέλλεται η κάλυψή του στο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 28.

Εντούτοις, αν ο υπάλληλος δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα, είναι δυνατόν, μετά από αίτηση του, που πρέπει να υποβληθεί το αργότερο ένα μήνα μετά την έναρξη της άδειας χωρίς αποδοχές, να συνεχίζει να απολαύει της κάλυψης έναντι των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 28, υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχίσει να καταβάλλει κατά τη διάρκεια της άδειάς του το ήμισυ του ποσού των εισφορών που προβλέπονται από το άρθρο αυτό· η εισφορά υπολογίζονται βάσει του τελευταίου βασικού μισθού του έκτακτου υπαλλήλου.

Επιπλέον, αν ο έκτακτος υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 2 στοιχείο γ) ή δ) αποδείξει ότι δεν μπορεί να αποκτήσει δικαιώματα σύνταξης από άλλο συνταξιοδοτικό καθεστώς, είναι δυνατόν, μετά από αίτηση του, να συνεχίσει να αποκτά δικαιώματα σύνταξης κατά τη διάρκεια της άδειας χωρίς αποδοχές, με την προϋπόθεση να καταβάλλει εισφορά ίση με το τριπλάσιο του ποσοστού που προβλέπεται στο άρθρο 41· οι εισφορές υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού που ισχύει για το βαθμό και το κλιμάκιο του έκτακτου υπαλλήλου.

Γυναίκες των οποίων η άδεια μητρότητας άρχισε πριν από το πέρας της σύμβασής τους δικαιούνται άδεια μητρότητας με τις σχετικές αποδοχές.».

13)

Το άρθρο 20 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, η λέξη «αναπροσαρμογής» αντικαθίσταται από τη λέξη «επικαιροποίησης»,

β)

στην παράγραφο 3, οι λέξεις «ειδική εισφορά» αντικαθίστανται από τις λέξεις «εισφορά αλληλεγγύης»,

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Το άρθρο 44 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους.».

14)

Το άρθρο 28α τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 3 τελευταία περίοδο, η λέξη «προσαρμόζονται» αντικαθίσταται από τη λέξη «επικαιροποιούνται»,

β)

στην παράγραφο 10, οι λέξεις «οργάνων της Ένωσης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αρχών των θεσμικών οργάνων που αναφέρονται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο»,

γ)

η παράγραφος 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή υποβάλλει, ανά διετία, έκθεση για την οικονομική κατάσταση του καθεστώτος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Εκτός από αυτή την έκθεση, η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να αναπροσαρμόζει τις συνεισφορές που προβλέπονται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, εάν το απαιτεί η ισορροπία του καθεστώτος.».

15)

Στο άρθρο 33 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο οι λέξεις «το 65 έτος της ηλικίας» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το 66ο έτος της ηλικίας».

16)

Το άρθρο 34 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 34

Οι έλκοντες δικαίωμα από αποβιώσαντα υπάλληλο, όπως καθορίζονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούνται σύνταξη επιζώντων σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 35 έως 38.

Σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας όπως και σε περίπτωση θανάτου πρώην έκτακτου υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο α), γ), δ), ε) ή στ), ο οποίος δικαιούταν σύνταξη λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου ή είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, είχε δε ζητήσει να αρχίσει η καταβολή της σύνταξης την πρώτη ημέρα μετά το τέλος του μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου θα συμπλήρωνε ηλικία συνταξιοδότησης, οι έλκοντες δικαιώματα, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δικαιούνται σύνταξη επιζώντων με τους όρους που προβλέπει το παράρτημα αυτό.

Σε περίπτωση αφάνειας για διάστημα μεγαλύτερο του έτους, εκτάκτου υπαλλήλου ή πρώην εκτάκτου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας ή σύνταξης αρχαιότητας ή πρώην εκτάκτου υπαλλήλου ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, είχε δε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη της καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία συνταξιοδότησης, οι διατάξεις των κεφαλαίων 5 και 6 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, που αφορούν τις προσωρινές συντάξεις, εφαρμόζονται κατ' αναλογία στον/στην σύζυγο του/της και στα πρόσωπα που θεωρούνται συντηρούμενα από τον άφαντο.».

17)

Στο άρθρο 36 πρώτο εδάφιο τρίτη περίοδο, οι λέξεις «άρθρο 2 στοιχεία α), γ) ή δ)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρο 2 στοιχείο α), γ), δ), ε), ή στ)».

18)

Στο άρθρο 37 τέταρτο εδάφιο, οι λέξεις «ηλικία των 63 ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία συνταξιοδότησης» και οι λέξεις «άρθρο 2 στοιχεία α), γ) ή δ)» αντικαθίστανται από «άρθρο 2 στοιχείο α), γ), δ), ε) ή στ)».

19)

Το άρθρο 39 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, ο υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 2 δικαιούται σύνταξη αρχαιότητας, μεταφορά του αναλογιστικού ισοδυνάμου ή καταβολή του επιδόματος αποχώρησης σύμφωνα το κεφάλαιο 3 του τίτλου V και του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εφόσον ο υπάλληλος δικαιούται σύνταξη αρχαιότητας, τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα μειώνονται κατ’ αναλογία προς τα ποσά που καταβάλλονται δυνάμει του άρθρου 42.».

20)

Στο άρθρο 42, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που πρέπει να καθορισθούν από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, ο υπάλληλος έχει την ευχέρεια να ζητήσει από την αρχή αυτή την πραγματοποίηση των πληρωμών, στις οποίες υποχρεούται να προβεί, για να συστήσει ή να διατηρήσει τα δικαιώματα συνταξιοδότησής του στην χώρα καταγωγής του.».

21)

Το άρθρο 47 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 47

Εκτός από την περίπτωση θανάτου, η υπαλληλική σχέση του εκτάκτου υπαλλήλου λύεται:

α)

στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο ο υπάλληλος φτάνει στην ηλικία των 66 ετών, ή, κατά περίπτωση, κατά την ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 52 δεύτερο και τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ή

β)

όταν υφίσταται σύμβαση ορισμένου χρόνου:

i)

κατά την ημερομηνία που καθορίζεται στη σύμβαση,

ii)

στο τέλος της περιόδου προειδοποίησης που προσδιορίζεται στη σύμβαση, η οποία παρέχει στον υπάλληλο ή στο όργανο την ευχέρεια να λύσει τη σύμβαση πριν από την προκαθορισμένη λήξη της. Η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να είναι μικρότερη από έναν μήνα για κάθε έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τον ένα μήνα και ανώτατο όριο τους τρεις μήνες. Για τους έκτακτους υπαλλήλους των οποίων ανανεώθηκε η σύμβαση, το ανώτατο όριο είναι έξι μήνες. Πάντως, η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης εάν η εγκυμοσύνη επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης, εάν επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων των ανωτέρω ορίων. Σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εκ μέρους του οργάνου, ο υπάλληλος δικαιούται αποζημίωση ίσης με το ένα τρίτο του βασικού του μισθού για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας λήξης των καθηκόντων του και της ημερομηνίας κατά την οποία θα έληγε η σύμβασή του,

iii)

στην περίπτωση που ο υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο α) και με την επιφύλαξη της παρέκκλισης που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η παρέκκλιση αυτή, ισχύει η περίοδος προειδοποίησης που προβλέπεται στο σημείο ii), ή

γ)

όταν υφίσταται σύμβαση αορίστου χρόνου:

i)

στο τέλος της περιόδου προειδοποίησης που προβλέπεται στη σύμβαση· η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να είναι μικρότερη από έναν μήνα για κάθε πλήρες έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τους τρεις μήνες και ανώτατο όριο τους δέκα μήνες. Πάντως, η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης εάν η εγκυμοσύνη επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης, εάν επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων των ανωτέρω ορίων, ή

ii)

στην περίπτωση που ο υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο α) και με την επιφύλαξη της παρέκκλισης που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η παρέκκλιση αυτή, ισχύει η περίοδος προειδοποίησης που προβλέπεται στο σημείο i).».

22)

Παρεμβάλλεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 48α

Σε οποιαδήποτε κοινοβουλευτική περίοδο, το άρθρο 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης μπορεί να εφαρμόζεται κατ’ αναλογία σε πέντε κατ' ανώτατο όριο ανώτερους έκτακτους υπαλλήλους πολιτικών ομάδων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που βρίσκονται στον βαθμό AD 15 ή AD 16, υπό τον όρο ότι έχουν φθάσει την ηλικία των 55 ετών και έχουν είκοσι έτη υπηρεσίας στα θεσμικά όργανα και τουλάχιστον 2,5 έτη αρχαιότητας στον τελευταίο βαθμό τους.».

23)

Στο άρθρο 50γ, η παράγραφος 2 διαγράφεται.

24)

Στον τίτλο II, προστίθεται το ακόλουθο κεφάλαιο:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΕΚΤΑΚΤΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 2 ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤ)

Άρθρο 51

Το άρθρο 37, εξαιρουμένου του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), και το άρθρο 38 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ).

Άρθρο 52

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 17 τρίτο εδάφιο, οι έκτακτοι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ) και οι οποίοι είχαν σύμβαση αορίστου χρόνου, μπορούν, ανεξάρτητα από την αρχαιότητά τους, να πάρουν άδεια χωρίς αποδοχές για περιόδους που δεν υπερβαίνουν το ένα έτος.

Η συνολική διάρκεια αυτής της άδειας δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δώδεκα έτη στο σύνολο της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου.

Στη θέση που κατείχε ο έκτακτος υπάλληλος μπορεί να προσληφθεί άλλο πρόσωπο.

Μετά τη λήξη της αδείας του, ο έκτακτος υπάλληλος πρέπει να επανατοποθετηθεί στην πρώτη κενή θέση της ομάδας καθηκόντων του που αντιστοιχεί στο βαθμό του, με την προϋπόθεση ότι έχει τις ικανότητες που απαιτούνται για τη θέση αυτή. Αν αρνηθεί τη θέση που του προσφέρεται, διατηρεί τα δικαιώματά του για επανατοποθέτηση, μόλις υπάρξει δεύτερη κενή θέση στην ομάδα καθηκόντων του που αντιστοιχεί στον βαθμό του με τις ίδιες προϋποθέσεις· αν αρνηθεί για δεύτερη φορά, η υπαλληλική σχέση λύεται από το όργανο χωρίς προειδοποίηση. Μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής επανατοποθέτησής του ή της απόσπασής του, ο υπάλληλος παραμένει σε κατάσταση αδείας για προσωπικούς λόγους άνευ αποδοχών.

Άρθρο 53

Οι έκτακτοι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ) προσλαμβάνονται βάσει διαδικασίας επιλογής που διοργανώνεται από έναν ή περισσότερους οργανισμούς. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού παρέχει υποστήριξη στους οργανισμούς, κατόπιν αιτήματός τους, προσδιορίζοντας ιδίως το περιεχόμενο των δοκιμασιών και διοργανώνοντας τις διαδικασίες επιλογής. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού διασφαλίζει τη διαφάνεια των διαδικασιών επιλογής.

Σε περίπτωση εξωτερικών διαδικασιών επιλογής, οι έκτακτοι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ) προσλαμβάνονται μόνο στους βαθμούς SC1 έως SC2, AST 1 έως AST 4 ή AD 5 έως AD 8. Εντούτοις, ο οργανισμός μπορεί όταν είναι σκόπιμο, και σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, να επιτρέψει την πρόσληψη στους βαθμούς AD 9, AD 10, AD 11 ή, κατ’ εξαίρεση, στο βαθμό AD 12, για θέσεις με αντίστοιχες ευθύνες και εντός των ορίων του εγκεκριμένου πίνακα θέσεων. Ο συνολικός αριθμός των προσλήψεων στους βαθμούς AD 9 έως AD 12 σε έναν οργανισμό δεν υπερβαίνει το 20 % του συνολικού αριθμού των προσλήψεων εκτάκτων υπαλλήλων στην ομάδα καθηκόντων AD, ο οποίος υπολογίζεται σε συνεχή περίοδο πέντε ετών.

Άρθρο 54

Όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ), η κατάταξη στον επόμενο ανώτερο βαθμό γίνεται αποκλειστικά με επιλογή από τους έκτακτους υπαλλήλους οι οποίοι έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον περίοδο δύο ετών στον βαθμό τους, μετά από εξέταση των συγκριτικών προσόντων αυτών των έκτακτων υπαλλήλων, καθώς και των εκθέσεων που τους αφορούν. Η τελευταία περίοδος του άρθρου 45 παράγραφος 1 και του άρθρου 45 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία. Δεν είναι δυνατή η υπέρβαση των ποσοστών πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό της ισοδυναμίας των μέσων σταδιοδρομιών, που καθορίζονται για τους υπαλλήλους στο τμήμα Β του παραρτήματος Ι.

Σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κάθε οργανισμός θεσπίζει τις γενικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 55

Όταν ένας έκτακτος υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 2 στοιχείο στ) αλλάζει θέση εντός της ομάδας καθηκόντων του κατόπιν εσωτερικής δημοσίευσης μιας θέσης, δεν μπορεί να καταταγεί σε βαθμό ή κλιμάκιο χαμηλότερο από αυτό που προβλεπόταν στην προηγούμενη θέση του, υπό τον όρο ότι ο βαθμός του είναι ένας από τους βαθμούς που καθορίζονται στην προκήρυξη κενής θέσης.

Οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται κατ’ αναλογία όταν ο έκτακτος υπάλληλος συνάπτει νέα σύμβαση με έναν οργανισμό αμέσως μετά από προηγούμενη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου με έναν άλλον οργανισμό.

Άρθρο 56

Σύμφωνα με το άρθρο 110 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κάθε οργανισμός θεσπίζει γενικές διατάξεις για τις διαδικασίες που διέπουν την πρόσληψη και τη χρησιμοποίηση των εκτάκτων υπαλλήλων που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ).».

25)

Ο τίτλος III διαγράφεται.

26)

Στο άρθρο 79 παράγραφος 2, οι λέξεις «κάθε όργανο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο».

27)

Το άρθρο 80 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Με βάση τον πίνακα αυτό, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο κάθε οργάνου, υπηρεσίας ή οργανισμού, που αναφέρεται στο άρθρο 3α, μπορεί, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να καθορίσει λεπτομερέστερα τις αρμοδιότητες για κάθε είδος καθηκόντων.»,

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα άρθρα 1δ και 1ε του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.».

28)

Το άρθρο 82 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 6, οι όροι «κάθε όργανο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο»,

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7.   Στους συμβασιούχους υπαλλήλους στις ομάδες καθηκόντων II, III και IV η συμμετοχή σε εσωτερικούς διαγωνισμούς μπορεί να επιτρέπεται μόνον αφού έχουν συμπληρώσει τρία έτη υπηρεσίας στο θεσμικό όργανο. Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι στην ομάδα καθηκόντων II μπορούν να έχουν πρόσβαση μόνον σε διαγωνισμούς στους βαθμούς SC 1 έως 2, στην ομάδα καθηκόντων III στους βαθμούς AST 1 έως 2 και στην ομάδα καθηκόντων IV στους βαθμούς AST1 έως 4 ή στους βαθμούς AD 5 έως 6. Ο συνολικός αριθμός των υποψηφίων συμβασιούχων υπαλλήλων που διορίζονται σε κενές θέσεις σε οιοδήποτε από τους βαθμούς αυτούς δεν υπερβαίνει ποτέ το 5 % του συνολικού αριθμού των διορισμών σε αυτές τις ομάδες καθηκόντων που γίνονται ανά έτος σύμφωνα με το άρθρο 30, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.».

29)

Το άρθρο 84 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 84

1.   Ο συμβασιούχος υπάλληλος, η σύμβαση του οποίου συνάπτεται για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους, διανύει περίοδο δοκιμασίας κατά τους έξι πρώτους μήνες της υπηρεσίας του, εάν ανήκει στην ομάδα καθηκόντων I, και κατά τους εννέα πρώτους μήνες, εάν ανήκει σε μία από τις άλλες ομάδες καθηκόντων.

Εάν, στη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας, ο συμβασιούχος υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του, λόγω ασθενείας, άδειας μητρότητας κατά το άρθρο 58 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή ατυχήματος, για συνεχόμενο διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Η συνολική διάρκεια της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τους 15 μήνες.

2.   Σε περίπτωση έκδηλης ανικανότητας συμβασιούχου υπαλλήλου που διανύει την περίοδο δοκιμασίας, είναι δυνατόν να συνταχθεί έκθεση σε οποιαδήποτε στιγμή της περιόδου αυτής.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του συμβασιούχου υπαλλήλου στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο. Βάσει της έκθεσης αυτής, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίσει να απολύσει τον συμβασιούχο υπάλληλο πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με προειδοποίηση ενός μηνός ή να τοποθετήσει τον συμβασιούχο υπάλληλο σε άλλο τμήμα για το υπόλοιπο διάστημα της περιόδου δοκιμασίας.

3.   Το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, συντάσσεται για τον συμβασιούχο υπάλληλο έκθεση σχετικά με τις ικανότητες που διαθέτει για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, καθώς και σχετικά με την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον συμβασιούχο υπάλληλο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του.

Αν το συμπέρασμα της έκθεσης είναι η απόλυση ή, κατ’ εξαίρεση, η παράταση της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του συμβασιούχου υπαλλήλου στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο.

Ο συμβασιούχος υπάλληλος του οποίου οι επαγγελματικές ικανότητες ή η συμπεριφορά δεν έχουν αποδειχθεί επαρκείς για τη μονιμοποίησή του απολύεται.

Η τελική απόφαση λαμβάνεται με βάση την έκθεση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο καθώς και με βάση τα στοιχεία που διαθέτει η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο σχετικά με τη συμπεριφορά του έκτακτου υπαλλήλου όσον αφορά τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.   Ο συμβασιούχος υπάλληλος που απολύεται δικαιούται αποζημίωση ίση με το ένα τρίτο του βασικού μισθού του για κάθε μήνα της περιόδου δοκιμασίας που έχει συμπληρώσει.».

30)

Στο άρθρο 85 παράγραφος 3, οι λέξεις «άρθρο 314 της Συνθήκης ΕΚ» αντικαθίστανται από «άρθρο 55 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση».

31)

Το άρθρο 86 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο δεύτερο εδάφιο προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Εντούτοις, το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στον συμβασιούχο υπάλληλο που προσλαμβάνεται στον βαθμό 1.»,

β)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Θεσπίζονται γενικές διατάξεις εφαρμογής για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.».

32)

Στο άρθρο 88 πρώτο εδάφιο στοιχείο β), οι λέξεις «τρία έτη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «έξι έτη».

33)

Το άρθρο 91 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 91

Τα άρθρα 16 έως 18 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

Το άρθρο 55 παράγραφος 4 δεύτερη πρόταση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δεν εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

Οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από συμβασιούχους υπαλλήλους των ομάδων καθηκόντων III και IV δεν θεμελιώνουν δικαίωμα αντιστάθμισης ή αμοιβής.

Δυνάμει των προϋποθέσεων που καθορίζονται στο παράρτημα VI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από συμβασιούχους υπαλλήλους των ομάδων καθηκόντων I και II παρέχουν δικαίωμα χορηγήσεως αδείας αντισταθμιστικού χαρακτήρα ή δικαίωμα χορηγήσεως αμοιβής, αν οι ανάγκες της υπηρεσίας δεν επιτρέπουν τη χορήγηση άδειας αντισταθμιστικού χαρακτήρα εντός δύο μηνών από τον μήνα κατά τον οποίον έχουν πραγματοποιηθεί οι υπερωρίες.».

34)

Στο άρθρο 95, οι λέξεις «ηλικία των 63 ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία συνταξιοδότησης».

35)

Το άρθρο 96 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 3, η λέξη «προσαρμόζονται» αντικαθίσταται από τη λέξη «επικαιροποιούνται»,

β)

η παράγραφος 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«11.   Η Επιτροπή υποβάλλει, ανά διετία, έκθεση για την οικονομική κατάσταση του καθεστώτος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Ανεξάρτητα από αυτή την έκθεση, η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να αναπροσαρμόζει τις συνεισφορές που προβλέπονται στην παράγραφο 7, εάν το απαιτεί η ισορροπία του καθεστώτος.».

36)

Στο άρθρο 101 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο δεύτερη πρόταση, οι λέξεις «από το 65 έτος της ηλικίας» αντικαθίστανται από τις λέξεις «από το 66 έτος της ηλικίας».

37)

Το άρθρο 103 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται ως εξής:

«2.   Σε περίπτωση θανάτου πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, είχε δε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία συνταξιοδότησης, οι έλκοντες δικαίωμα από τον αποβιώσαντα πρώην συμβασιούχο υπάλληλο, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούνται σύνταξη επιζώντων κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω παράρτημα.»,

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:

«3.   Σε περίπτωση αφάνειας για διάστημα μεγαλύτερο του έτους, συμβασιούχου υπαλλήλου ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας ή σύνταξης αρχαιότητας ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, είχε δε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη της καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία συνταξιοδότησης, οι διατάξεις των κεφαλαίων 5 και 6 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αφορούν τις προσωρινές συντάξεις εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στον/στην σύζυγο του/της και στα πρόσωπα που θεωρούνται συντηρούμενα από τον άφαντο.».

38)

Στο άρθρο 106 παράγραφος 4 οι λέξεις «ηλικία των 63 ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία συνταξιοδότησης».

39)

Στο άρθρο 120, οι λέξεις «κάθε όργανο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο».

40)

Μετά το άρθρο 132 παρεμβάλλεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 132α

Σύμφωνα με τα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 125 παράγραφος 1 και μετά από ρητή αίτηση του μέλους ή των μελών που υποστηρίζουν, οι διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί μπορούν να λάβουν άπαξ είτε επίδομα εγκατάστασης είτε επίδομα επανεγκατάστασης που καταβάλλεται από την αποζημίωση κοινοβουλευτικής επικουρίας του αντίστοιχου μέλους, εφόσον αποδεικνύουν ότι πρέπει να αλλάξουν τον τόπο κατοικίας τους. Το ποσό του επιδόματος δεν υπερβαίνει τον μηνιαίο βασικό μισθό του βοηθού.».

41)

Το άρθρο 139 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται ως εξής:

«β)

στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο ο διαπιστευμένος κοινοβουλευτικός βοηθός συμπληρώνει την ηλικία των 66 ετών ή, κατ’ εξαίρεση, κατά την ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 52 στοιχείο β) δεύτερο και τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,»,

ii)

το στοιχείο δ) αντικαθίσταται ως εξής:

«δ)

δεδομένου ότι η εμπιστοσύνη αποτελεί τη βάση της επαγγελματικής σχέσης μεταξύ του βουλευτή και του διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού του, στο τέλος της περιόδου προειδοποίησης που καθορίζεται στη σύμβαση και παρέχει στον διαπιστευμένο κοινοβουλευτικό βοηθό ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που ενεργεί κατ’ αίτηση του βουλευτή ή των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς επικουρία των οποίων προσελήφθη ο διαπιστευμένος κοινοβουλευτικός βοηθός, το δικαίωμα να λύσει τη σύμβαση πριν από τη λήξη της. Η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ανά έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τον ένα μήνα και ανώτατο όριο τους τρεις μήνες. Πάντως, η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης εάν η εγκυμοσύνη επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης, εάν επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων των ορίων αυτών,»,

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Στα μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 1, προβλέπεται διαδικασία διευθέτησης η οποία εφαρμόζεται πριν από την καταγγελία της σύμβασης ενός διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού μετά από αίτηση του μέλους ή των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το οποίο/τα οποία επικουρεί ή μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου κοινοβουλευτικού βοηθούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο δ) και την παράγραφο 3.».

42)

Στο άρθρο 141, οι λέξεις «κάθε όργανο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο».

43)

Παρεμβάλλεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 142α

Η Επιτροπή υποβάλλει, έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στην οποία αποτιμά τη λειτουργία του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.».

44)

Το παράρτημα τροποποιείται ως εξής:

α)

στο άρθρο 1 παράγραφος 1 προστίθενται οι ακόλουθες περίοδοι:

«Το άρθρο 21, το άρθρο 22, με εξαίρεση την παράγραφο 4, το άρθρο 23, το άρθρο 24α και το άρθρο 31 παράγραφοι 6 και 7 του εν λόγω παραρτήματος εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013. Το άρθρο 30 και το άρθρο 31 παράγραφοι 1, 2, 3 και 5 του εν λόγω παραρτήματος εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους που τελούν εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013. Για τους υπηρετούντες πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, οι λέξεις «ηλικία των 66 ετών» στο άρθρο 33 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 47 στοιχείο α), στο άρθρο 101 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο και στο άρθρο 139 παράγραφος 1 στοιχείο β) του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία των 65 ετών».»,

β)

προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 6

Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2014, οι συμβάσεις των εκτάκτων υπαλλήλων που υπόκεινται στο άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού και οι οποίοι τελούν εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 σε οργανισμό μετατρέπονται, χωρίς διαδικασία επιλογής, σε συμβάσεις δυνάμει του άρθρου 2 στοιχείο στ) του εν λόγω καθεστώτος. Οι όροι της σύμβασης παραμένουν αμετάβλητοι κατά τα λοιπά. Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις εκτάκτων υπαλλήλων που προσλαμβάνονται ως διευθυντές οργανισμών ή ως αναπληρωτές διευθυντές οργανισμών, όπως αναφέρεται στην πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει της οποίας συνεστήθη ο οργανισμός ή σε υπαλλήλους που έχουν αποσπασθεί προς το συμφέρον της υπηρεσίας σε οργανισμό.».

Άρθρο 3

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2014 εκτός από το άρθρο 1 σημείο 44) και άρθρο 1 σημείο 73) στοιχείο δ) το οποίο εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και εφαρμόζεται άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 22 Οκτωβρίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

V. LEŠKEVIČIUS


(1)  Γνώμη της 22ας Μαρτίου 2012 (δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ C 205 της 12.7.2012, σ. 1.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Ιουλίου 2013 (δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 10ης Οκτωβρίου 2013.

(4)  Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (ΕΕ L 56, 4.3.1968, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).».

(6)  Κανονισμός (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 300/76 του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί καθορισμού των κατηγοριών των δικαιούχων, των προϋποθέσεων χορηγήσεως και του ύψους των αποζημιώσεων που δύνανται να χορηγηθούν στους υπαλλήλους οι οποίοι καλούνται να ασκήσουν τα καθήκοντά τους σε συνεχή ή εκ περιτροπής υπηρεσία (ΕΕ L 38 της 13.2.1976, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 8. Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 01 τόμος 1 σ. 115).».

(8)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1. Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 1 τόμος 1 σ. 108).

(9)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 2530/72 του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 1972, για την εισαγωγή ειδικών και προσωρινών μέτρων για τον διορισμό των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατόπιν της προσχώρησης νέων κρατών μελών και για τον τερματισμό των υπηρεσιών των υπαλλήλων αυτών των Κοινοτήτων (ΕΕ L 272 της 5.12.1972, σ. 1.).

(10)  Κανονισμός (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1543/73 του Συμβουλίου, της 4ης Ιουνίου 1973, ο οποίος θεσπίζει ειδικά μέτρα που ισχύουν προσωρινά για τους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίοι αμείβονται από πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων (ΕΕ L 155 της 11.6.1973, σ. 1).».

(11)  Ο αριθμός θέσεων κοινοβουλευτικών κλητήρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν μπορεί να υπερβεί τις 85.»,

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1101/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές και της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ης Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 15)»,