29.10.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 287/5


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1022/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 22ας Οκτωβρίου 2013

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) όσον αφορά την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 29 Ιουνίου 2012, οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης κάλεσαν την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις σχετικά με ενιαίο εποπτικό μηχανισμό στον οποίο θα συμμετέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Στα συμπεράσματά του της 29ης Ιουνίου 2012, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε τον Πρόεδρό του να αναπτύξει, σε στενή συνεργασία με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, τον Πρόεδρο της Ευρωομάδας και τον Πρόεδρο της ΕΚΤ, συγκεκριμένο και χρονικά δεσμευτικό οδικό χάρτη για την υλοποίηση μιας ουσιαστικής οικονομικής και νομισματικής ένωσης, ο οποίος περιέχει συγκεκριμένες προτάσεις για τη διατήρηση της ενότητας και ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς των χρηματοδοτικών υπηρεσιών.

(2)

Η θέσπιση ενός ενιαίου εποπτικού μηχανισμού είναι το πρώτο βήμα για τη δημιουργία Ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης, που θα βασίζεται σε ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και νέα πλαίσια για την ασφάλιση των καταθέσεων και για την εξυγίανση.

(3)

Προκειμένου να θεσπιστεί ένας ενιαίος εποπτικός μηχανισμός, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (4) αναθέτει ειδικά καθήκοντα στην ΕΚΤ που αφορούν πολιτικές σχετικές με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στα κράτη μέλη που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και επιτρέπει σε άλλα κράτη μέλη να εγκαθιδρύσουν στενή συνεργασία με την ΕΚΤ.

(4)

Η ανάθεση εποπτικών καθηκόντων στην ΕΚΤ όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα κάποιων κρατών μελών δεν θα πρέπει με κανένα τρόπο να παρεμποδίζει την εσωτερική αγορά των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) («ΕΑΤ»), που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), θα πρέπει συνεπώς να διατηρήσει τον ρόλο της καθώς και όλες τις υφιστάμενες αρμοδιότητες και καθήκοντά της: θα πρέπει να συνεχίσει να αναπτύσσει και να συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων που θα ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη και να προωθεί τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας στην Ένωση στο σύνολό της.

(5)

Είναι καίριας σημασίας η τραπεζική ένωση να περιλαμβάνει μηχανισμούς λογοδοσίας ενώπιον δημοκρατικά εκλεγμένου οργάνου.

(6)

Κατά την άσκηση των καθηκόντων που της ανατίθενται και λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο για κατοχύρωση της ασφάλειας και ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, η ΕΑΤ θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την ποικιλομορφία των πιστωτικών ιδρυμάτων και το μέγεθος και τα επιχειρησιακά μοντέλα τους, καθώς και τα συστημικά οφέλη από την ποικιλομορφία στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο.

(7)

Για να προωθηθούν οι βέλτιστες εποπτικές πρακτικές στην εσωτερική αγορά, έχει θεμελιώδη σημασία το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων να συνοδεύεται από ευρωπαϊκό εποπτικό εγχειρίδιο για την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, το οποίο θα συντάξει η ΕΑΤ κατόπιν διαβουλεύσεων με τις εποπτικές αρχές. Το εγχειρίδιο εποπτείας θα πρέπει να προσδιορίζει τις βέλτιστες πρακτικές σε όλη την Ένωση όσον αφορά τη μεθοδολογία και τις διαδικασίες εποπτείας ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των βασικών διεθνών αρχών και αρχών της Ένωσης. Το εγχειρίδιο δεν θα πρέπει να λάβει τη μορφή νομικά δεσμευτικών πράξεων ή να περιορίζει την εποπτεία που βασίζεται σε δικαστικές αποφάσεις. Θα πρέπει να καλύπτει όλα τα ζητήματα αρμοδιότητας της ΕΑΤ, μεταξύ άλλων, στο βαθμό που είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί, στους τομείς της προστασίας των καταναλωτών και της καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος. Θα πρέπει να καθορίζει παραμέτρους και μεθοδολογίες για την αξιολόγηση του κινδύνου, την ταυτοποίηση των έγκαιρων προειδοποιήσεων και τα κριτήρια για την εποπτική δράση. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν το εγχειρίδιο. Η χρήση του εγχειριδίου θα πρέπει να θεωρείται σημαντικό στοιχείο στην αξιολόγηση της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών και για την αξιολόγηση από ομοτίμους σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(8)

Η ΕΑΤ θα πρέπει να δύναται να ζητεί πληροφορίες από χρηματοοικονομικά ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με κάθε πληροφορία στην οποία τα εν λόγω ιδρύματα έχουν νόμιμη πρόσβαση, μεταξύ άλλων πληροφορίες που κατέχουν άτομα τα οποία αμείβονται από τα εν λόγω ιδρύματα για την επιτέλεση σχετικών δραστηριοτήτων, λογιστικούς ελέγχους που παρέχονται στα εν λόγω χρηματοοικονομικά ιδρύματα από εξωτερικούς ελεγκτές και αντίγραφα σχετικών εγγράφων, βιβλίων και αρχείων.

(9)

Τα αιτήματα της ΕΑΤ για πληροφορίες θα πρέπει να είναι δεόντως τεκμηριωμένα και αιτιολογημένα. Οι αντιρρήσεις σε συγκεκριμένα αιτήματα της ΕΑΤ να της δοθούν πληροφορίες σχετικά με λόγους μη συμμόρφωσης με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 θα πρέπει να διατυπώνονται σύμφωνα με τις σχετικές διαδικασίες. Η διατύπωση αντιρρήσεων από τον αποδέκτη του αιτήματος για πληροφορίες δεν θα πρέπει να τον απαλλάσσει από την παροχή των αιτούμενων πληροφοριών. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να είναι αρμόδιο να αποφασίζει, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν συγκεκριμένο αίτημα της ΕΑΤ για πληροφορίες είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού.

(10)

Θα πρέπει να διασφαλιστεί η εσωτερική αγορά και η συνοχή της Ένωσης και, εν προκειμένω, προβληματισμοί σχετικά με τη διακυβέρνηση και τους κανόνες ψηφοφορίας στην ΕΑΤ θα πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά και να διασφαλιστεί η ισότιμη μεταχείριση μεταξύ των κρατών μελών που συμμετέχουν στον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό (ΕΕΜ) που ίδρυσε ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και των λοιπών κρατών μελών.

(11)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΑΤ, στην οποία συμμετέχουν όλα τα κράτη μέλη με ίσα δικαιώματα, συγκροτήθηκε με στόχο την κατάρτιση και συμβολή στη συνεπή εφαρμογή του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων και τη διασφάλιση της συνοχής των εποπτικών πρακτικών στην Ένωση, και δεδομένου του ηγετικού ρόλου της ΕΚΤ στον ΕΕΜ, η ΕΑΤ θα πρέπει να εφοδιαστεί με επαρκή μέσα, τα οποία θα της δώσουν τη δυνατότητα να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σχετικά με την ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς.

(12)

Έχοντας υπόψη τα εποπτικά καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 η ΕΑΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντά της σε σχέση με την ΕΚΤ κατά τον ίδιο τρόπο που τα ασκεί και σε σχέση με άλλες εποπτικές αρχές. Ειδικότερα οι υφιστάμενοι μηχανισμοί για τη διευθέτηση διαφωνιών και την ανάληψη δράσης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης θα πρέπει να προσαρμοστούν αναλόγως, ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα εξακολουθήσουν να είναι αποτελεσματικοί.

(13)

Για τη διεκπεραίωση αυτών των καθηκόντων διευκόλυνσης και συντονισμού σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, η ΕΑΤ θα πρέπει να ενημερώνεται πλήρως για τις σχετικές εξελίξεις και θα πρέπει να καλείται να συμμετέχει ως παρατηρητής σε κάθε σχετική συγκέντρωση των σχετικών αρμοδίων αρχών, περιλαμβάνοντας το δικαίωμα λόγου ή οιαδήποτε άλλη συμβολή.

(14)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα συμφέροντα όλων των κρατών μελών λαμβάνονται επαρκώς υπόψη και να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της ΕΑΤ με σκοπό τη διατήρηση και την εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, οι κανόνες ψηφοφορίας εντός του συμβουλίου εποπτών της θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν.

(15)

Οι αποφάσεις σχετικά με τις παραβάσεις της νομοθεσίας της Ένωσης και σχετικά με τη διευθέτηση διαφωνιών θα πρέπει να εξετάζονται από μια ανεξάρτητη ομάδα αποτελούμενη από μέλη του συμβουλίου εποπτών που δεν αντιμετωπίζουν συγκρούσεις συμφερόντων, οι οποίοι θα διορίζονται από το συμβούλιο εποπτών. Οι αποφάσεις που προτείνονται από την ομάδα στο συμβούλιο εποπτών θα πρέπει να εγκρίνονται με απλή πλειοψηφία των ψηφιζόντων μελών του συμβουλίου εποπτών, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που συμμετέχουν στον ΕΕΜ («συμμετέχοντα κράτη μέλη») και την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που δεν συμμετέχουν σε αυτόν («μη συμμετέχοντα κράτη μέλη»).

(16)

Οι αποφάσεις που αφορούν την ανάληψη δράσης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης θα πρέπει να εγκρίνονται με απλή πλειοψηφία του συμβουλίου εποπτών, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών και την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

(17)

Οι αποφάσεις που αφορούν τις πράξεις οι οποίες προσδιορίζονται στα άρθρα 10 έως 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και τα μέτρα και οι αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του τρίτου εδαφίου του άρθρου 9 παράγραφος 5 και του κεφαλαίου VI του εν λόγω κανονισμού θα πρέπει να εγκρίνονται με ειδική πλειοψηφία του συμβουλίου εποπτών, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών και την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

(18)

Η ΕΑΤ θα πρέπει να αναπτύξει για την ομάδα διαδικαστικούς κανόνες που θα εξασφαλίζουν την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητά της.

(19)

Η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης θα πρέπει να είναι ισόρροπη και θα πρέπει να εξασφαλίζεται η ορθή εκπροσώπηση των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

(20)

Κατά τον διορισμό των μελών των εσωτερικών οργάνων και των επιτροπών της ΕΑΤ θα πρέπει να εξασφαλίζεται γεωγραφική ισορροπία μεταξύ των κρατών μελών.

(21)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της ΕΑΤ και η επαρκής εκπροσώπηση όλων των κρατών μελών, οι κανόνες ψηφοφορίας, η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης και η σύνθεση της ανεξάρτητης ομάδας θα πρέπει να παρακολουθούνται. Θα πρέπει να επανεξεταστούν μετά από κατάλληλο χρονικό διάστημα λαμβάνοντας υπόψη τις αποκτηθείσες εμπειρίες και τις εξελίξεις.

(22)

Κανένα κράτος μέλος ή ομάδα κρατών μελών δεν θα πρέπει να υφίσταται δυσμενείς διακρίσεις, άμεσα ή έμμεσα, ως τόπος παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

(23)

Στην ΕΑΤ θα πρέπει να παρασχεθούν οι κατάλληλοι χρηματοδοτικοί και ανθρώπινοι πόροι προκειμένου να της δοθεί η δυνατότητα να εκπληρώνει επαρκώς τα πρόσθετα καθήκοντα που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού. Η διαδικασία για την κατάρτιση, την εκτέλεση και τον έλεγχο του προϋπολογισμού της, όπως ορίζεται στα άρθρα 63 και 64 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τα εν λόγω πρόσθετα καθήκοντα. Η ΕΑΤ θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι πληρούνται οι ύψιστες προδιαγραφές αποτελεσματικότητας.

(24)

Καθώς οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η διασφάλιση υψηλού επιπέδου αποτελεσματικής και συνεπούς προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας σε όλα τα κράτη μέλη, η προστασία της ακεραιότητας, της αποτελεσματικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, και η διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(25)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών που της εκχωρούνται από τον παρόντα κανονισμό και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 94/19/ΕΚ, της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (6), της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (7) και, στον βαθμό που οι πράξεις αυτές ισχύουν για πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα και στις αρμόδιες αρχές που ασκούν την εποπτεία επ’ αυτών, των σχετικών τμημάτων της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, της οδηγίας 2007/64/ΕΚ και της οδηγίας 2009/110/ΕΚ, περιλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης νομικά δεσμευτικής πράξης της Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή. Η Αρχή ενεργεί επίσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (8).

β)

στην παράγραφο 5, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Γι’ αυτούς τους λόγους, η Αρχή συμβάλλει στη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των πράξεων στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2, ενισχύει την εποπτική σύγκλιση, γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή και διεξάγει οικονομικές αναλύσεις των αγορών για να προωθείται η επίτευξη των στόχων της Αρχής.»·

γ)

στην παράγραφο 5, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα, αντικειμενικά και με αμερόληπτο τρόπο προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου.»·

2)

στο άρθρο 2 παράγραφος 2, το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«στ)

τις αρμόδιες ή τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών όπως προβλέπεται στις ενωσιακές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

3)

Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3

Υποχρέωση λογοδοσίας των Αρχών

Οι αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ) είναι υπόλογες έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι υπόλογη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο όσον αφορά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τα οποία της ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 σύμφωνα με τον προαναφερθέντα κανονισμό.»·

4)

Το άρθρο 4 σημείο 2 σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανόμενης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά ζητήματα σχετικά με τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, στην οδηγία 2007/64/ΕΚ, και όπως αναφέρονται στην οδηγία 2009/110/ΕΚ»·

5)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών προτύπων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, ιδίως με την παροχή γνωμοδοτήσεων προς τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και με την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων, σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και άλλων μέτρων που βασίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2·

αα)

καταρτίζει και τηρεί ενήμερο, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων τις μεταβαλλόμενες επιχειρησιακές πρακτικές και τα επιχειρησιακά μοντέλα των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ευρωπαϊκό εποπτικό εγχειρίδιο για την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στο σύνολο της Ένωσης, το οποίο ορίζει εποπτικές βέλτιστες πρακτικές στις μεθοδολογίες και στις διεργασίες·»·

ii)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών·»·

iii)

το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«θ)

προωθεί τη συνεπή και συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών, την παρακολούθηση, εκτίμηση και μέτρηση του συστημικού κινδύνου, την κατάρτιση και τον συντονισμό σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης, παρέχοντας υψηλού επιπέδου προστασίας των καταθετών και επενδυτών σε ολόκληρη την Ένωση και εκπονώντας μεθόδους για την εξυγίανση υπό κατάρρευση χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και την εκτίμηση της ανάγκης κατάλληλων χρηματοδοτικών μέσων, με σκοπό την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ αρμοδίων αρχών που συμμετέχουν στη διαχείριση κρίσεων όσον αφορά τα διασυνοριακά χρηματοοικονομικά ιδρύματα που μπορεί να αποτελέσουν συστημικό κίνδυνο, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 21 έως 26·»·

iv)

το στοιχείο ιβ) διαγράφεται·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή:

α)

κάνει χρήση όλων των εξουσιών που διαθέτει· και

β)

λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο για κατοχύρωση της ασφάλειας και ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, λαμβάνει δεόντως υπόψη τους διαφόρους τύπους, τα επιχειρησιακά μοντέλα και το μέγεθος των πιστωτικών ιδρυμάτων.»·

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και κατά την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις αρχές της βελτίωσης της νομοθεσίας, περιλαμβανομένων των αποτελεσμάτων αναλύσεων κόστους/οφέλους που παράγονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.»·

6)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Αρχή συστήνει, ως αναπόσπαστο οργανωτικό της μέρος, επιτροπή για τη χρηματοοικονομική καινοτομία, στο πλαίσιο της οποίας συνέρχονται όλες οι σχετικές αρμόδιες εποπτικές αρχές, με σκοπό την υιοθέτηση συντονισμένης προσέγγισης όσον αφορά τη ρυθμιστική και εποπτική μεταχείριση των νέων ή καινοτόμων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων και την παροχή γνωμοδοτήσεων με σκοπό να τις παρουσιάσει η Αρχή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.»·

β)

στην παράγραφο 5, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Αρχή μπορεί επίσης να εκτιμήσει την ανάγκη απαγόρευσης ή περιορισμού ορισμένων μορφών χρηματοοικονομικής δραστηριότητας και, εφόσον χρειαστεί, να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να διευκολύνει τη θέσπιση οιασδήποτε απαγόρευσης ή περιορισμού.»·

7)

Το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Σε περίπτωση αντίξοων εξελίξεων, οι οποίες μπορούν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση, η Αρχή διευκολύνει ενεργά και, όποτε θεωρείται απαραίτητο, συντονίζει τις ενέργειες που αναλαμβάνουν οι σχετικές αρμόδιες εποπτικές αρχές.

Για τη διεκπεραίωση αυτών των καθηκόντων διευκόλυνσης και συντονισμού, η Αρχή ενημερώνεται πλήρως για τις σχετικές εξελίξεις και καλείται να συμμετέχει ως παρατηρητής σε κάθε σχετική συγκέντρωση των σχετικών αρμόδιων εποπτικών αρχών.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Αν το Συμβούλιο έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον η συντονισμένη δράση από αρμόδιες αρχές είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές, διασφαλίζοντας ότι τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις εν λόγω πράξεις.»·

8)

Στο άρθρο 19 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 17, αν αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή με το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης μιας άλλης αρμόδιας αρχής σε περιπτώσεις που προσδιορίζουν οι ενωσιακές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή, κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, μπορεί να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου.»·

9)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 20α

Σύγκλιση των διεργασιών εποπτικού ελέγχου

Η Αρχή προωθεί, εντός του πεδίου των εξουσιών της, τη σύγκλιση του εποπτικού ελέγχου και της διεργασίας αξιολόγησης σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ με σκοπό τη δημιουργία ισχυρών εποπτικών προτύπων στην Ένωση.»·

10)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή προωθεί, εντός του πεδίου των εξουσιών της, την αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία των σωμάτων εποπτών που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και ενισχύει τη συνέπεια στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στα σώματα εποπτών. Με στόχο τη σύγκλιση των βέλτιστων πρακτικών εποπτείας, η Αρχή προωθεί κοινά εποπτικά σχέδια και κοινούς ελέγχους και το προσωπικό της Αρχής δύναται να συμμετέχει σε δραστηριότητες των σωμάτων εποπτών, όπως, μεταξύ άλλων, σε επιτόπιους ελέγχους, που διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.»·

β)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο όσον αφορά τη διασφάλιση της συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών για τα διασυνοριακά χρηματοοικονομικά ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 23, και, κατά περίπτωση, συγκαλεί συνεδρίαση του σώματος.»·

11)

Στο άρθρο 22, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Τουλάχιστον μία φορά ετησίως η Αρχή αποφασίζει τη σκοπιμότητα διενέργειας σε επίπεδο Ένωσης αξιολογήσεων της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 32, και ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τους λόγους της απόφασής της. Όταν διενεργούνται τέτοιες αξιολογήσεις σε επίπεδο Ένωσης και η Αρχή κρίνει ότι είναι σκόπιμο, δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα καθενός από τα συμμετέχοντα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.»·

12)

στο άρθρο 25, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή συμβάλλει και μετέχει ενεργώς στην ανάπτυξη και τον συντονισμό αποτελεσματικών, συνεκτικών και επικαιροποιημένων σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης για χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Η Αρχή συμβάλλει επίσης, όπου προβλέπεται στις ενωσιακές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, στην ανάπτυξη διαδικασιών για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και προληπτικών μέτρων για την ελαχιστοποίηση του συστημικού αντικτύπου ενδεχόμενων καταρρεύσεων.»·

13)

στο άρθρο 27 παράγραφος 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή αξιολογεί την ανάγκη για σύστημα συνεκτικών, εύρωστων και αξιόπιστων μηχανισμών χρηματοδότησης, με τα ενδεδειγμένα μέσα χρηματοδότησης που να συνδέονται με ένα σύνολο συντονισμένων ρυθμίσεων διαχείρισης κρίσεων.»·

14)

στο άρθρο 29 παράγραφος 2, προστίθεται το εξής εδάφιο:

«Με σκοπό την οικοδόμηση κοινής εποπτικής νοοτροπίας η Αρχή καταρτίζει και τηρεί ενήμερο, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων τις μεταβαλλόμενες επιχειρησιακές πρακτικές και τα επιχειρησιακά μοντέλα των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ευρωπαϊκό εποπτικό εγχειρίδιο σχετικά με την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στο σύνολο της Ένωσης. Το ευρωπαϊκό εποπτικό εγχειρίδιο ορίζει εποπτικές βέλτιστες πρακτικές στις μεθοδολογίες και στις διεργασίες.»·

15)

στο άρθρο 30, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Βάσει αξιολόγησης ομοτίμων, η Αρχή μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16. Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές επιδιώκουν να ακολουθούν αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Κατά την ανάπτυξη σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 η Αρχή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης ομοτίμων παράλληλα με οιεσδήποτε άλλες πληροφορίες έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της προκειμένου να διασφαλίσει τη σύγκλιση προτύπων και πρακτικών ύψιστης ποιότητας.

3α.   Η Αρχή υποβάλλει γνώμη προς την Επιτροπή όποτε η αξιολόγηση ομοτίμων ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δείχνει ότι είναι αναγκαία κάποια νομοθετική πρωτοβουλία προκειμένου να διασφαλιστεί περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων προληπτικής εποπτείας.»·

16)

στο άρθρο 31, το δεύτερο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τον καθορισμό του πεδίου και την επαλήθευση όπου κρίνεται σκόπιμο της αξιοπιστίας των πληροφοριών που πρέπει να τεθούν στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών·»·

β)

τα στοιχεία δ), ε) και στ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

την ενημέρωση του ΕΣΣΚ, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με κάθε δυνητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς καθυστέρηση·

ε)

τη λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων σε καταστάσεις που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, με σκοπό το συντονισμό των αναληφθεισών ενεργειών από τις σχετικές αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές·

στ)

τη συγκέντρωση των πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 35, στο πλαίσιο των κανονιστικών υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων που ισχύουν για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Η αρχή ανταλλάσσει τις πληροφορίες αυτές με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές·»·

17)

Το άρθρο 32 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης εκτιμήσεις της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς τον σκοπό αυτόν αναπτύσσει:

α)

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης οικονομικών σεναρίων στη χρηματοοικονομική θέση ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος·

β)

κοινές προσεγγίσεις για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκτιμήσεων για την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων·

γ)

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης συγκεκριμένων προϊόντων ή διαδικασιών διανομής σε κάποιο χρηματοοικονομικό ίδρυμα· και

δ)

κοινές μεθοδολογίες για την εκτίμηση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού για τις ανάγκες των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.»·

β)

παρεμβάλλονται οι εξής παράγραφοι:

«3α.   Για τους σκοπούς της διενέργειας των σε επίπεδο Ένωσης αξιολογήσεων της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Αρχή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 35 και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτό, να ζητήσει πληροφορίες απευθείας από τα εν λόγω χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Μπορεί επίσης να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να διεξαγάγουν ειδικές ανασκοπήσεις. Μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να διεξαγάγουν επιτόπιες επιθεωρήσεις, και μπορεί να συμμετάσχει σε αυτές τις επιτόπιες επιθεωρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 21, και υπό τους όρους αυτού, για να εξασφαλιστεί η συγκρισιμότητα και η αξιοπιστία των μεθόδων, πρακτικών και αποτελεσμάτων.

3β.   Η Αρχή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να απαιτούν από τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα να υποβάλουν σε ανεξάρτητο λογιστικό έλεγχο τις πληροφορίες που αυτά πρέπει να παρέχουν κατά την παράγραφο 3α.»·

18)

Το άρθρο 35 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Μετά από αίτημα της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Αρχή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες με ειδικώς προσδιορισμένους μορφοτύπους προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές διαθέτουν νόμιμη πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες είναι ακριβείς, συνεκτικές, πλήρεις και επίκαιρες.

2.   Η Αρχή μπορεί επίσης να ζητήσει να της παρέχονται πληροφορίες ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφοτύπους ή μέσω συγκρίσιμων προτύπων που έχει εγκρίνει η Αρχή. Οι αιτήσεις αυτές υποβάλλονται, όπου είναι δυνατόν, χρησιμοποιώντας ενιαίους μορφοτύπους υποβολής στοιχείων.

3.   Σε δεόντως αιτιολογημένη αίτηση εκ μέρους αρμόδιας αρχής, η Αρχή παρέχει οιαδήποτε πληροφορία είναι απαραίτητη για να δώσει στην αρμόδια αρχή τη δυνατότητα να εκπληρώσει τα καθήκοντά της, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις περί επαγγελματικής εχεμύθειας που ορίζει η τομεακή νομοθεσία και το άρθρο 70 του παρόντος κανονισμού.»·

β)

στην παράγραφο 6, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Όταν δεν διατίθενται πλήρεις ή ακριβείς πληροφορίες ή δεν τίθενται εγκαίρως στη διάθεση των ενδιαφερομένων δυνάμει των παραγράφων 1 ή 5, η Αρχή μπορεί να ζητήσει πληροφορίες, με δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα, απευθείας από:

α)

οικεία χρηματοοικονομικά ιδρύματα·

β)

εταιρείες συμμετοχών ή υποκαταστήματα οικείου χρηματοοικονομικού ιδρύματος·

γ)

μη ρυθμιζόμενους επιχειρησιακούς φορείς εντός ενός χρηματοοικονομικού ομίλου ή ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που είναι σημαντικοί για τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες των οικείων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

Οι αποδέκτες αυτής της αίτησης χορηγούν αμέσως και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Αρχή σαφείς, ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7α.   Όταν οι αποδέκτες αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο 6 δεν παρέχουν σαφείς, ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες αμέσως, η Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις περιπτώσεις που είναι δυνατόν και ενημερώνει τις σχετικές αρχές των οικείων κρατών μελών τα οποία, με την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας, συνεργάζονται με την Αρχή με σκοπό να εξασφαλισθεί πλήρης πρόσβαση στις πληροφορίες και σε οιαδήποτε έγγραφα βάσης, βιβλία ή αρχεία στα οποία έχουν νόμιμη πρόσβαση οι αποδέκτες για να επαληθεύσουν τις πληροφορίες.»·

19)

Το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 4, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Αν η Αρχή δεν δώσει συνέχεια σε σύσταση, αναφέρει στο Συμβούλιο και στο ΕΣΣΚ τους σχετικούς λόγους. Το ΕΣΣΚ ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.»·

β)

στην παράγραφο 5, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν η αρμόδια αρχή ενημερώνει, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, το Συμβούλιο και το ΕΣΣΚ για τις ενέργειες που πραγματοποίησε ως απάντηση σε σύσταση του ΕΣΣΚ, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.»·

20)

Το άρθρο 37 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων συνεδριάζει ιδία πρωτοβουλία όποτε κρίνεται αναγκαίο, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο.»·

β)

στην παράγραφο 4, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, υπό την αίρεση του επαγγελματικού απορρήτου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 70, και διασφαλίζει επαρκή γραμματειακή υποστήριξη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων. Καθιερώνεται επαρκής αποζημίωση για τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, εξαιρουμένων των εκπροσώπων του κλάδου. Η αποζημίωση αυτή είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με τα ποσοστά επιστροφής δαπανών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους, σύμφωνα με τον Τίτλο V, Κεφάλαιο 1, Τμήμα 2 του Κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (9) (Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης). Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων μπορεί να συγκροτήσει ομάδες εργασίας για τεχνικά θέματα. Η θητεία των μελών της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων διαρκεί δυόμιση έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

21)

Το άρθρο 40 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

έναν εκπρόσωπο που ορίζεται από το εποπτικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, χωρίς δικαίωμα ψήφου·»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Σε συζητήσεις που δεν αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 44 παράγραφος 4, ο εκπρόσωπος που ορίζεται από το εποπτικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με εμπειρογνωμοσύνη σε καθήκοντα κεντρικών τραπεζών.»·

22)

Στο άρθρο 41, οι παράγραφοι 2, 3 και 4 αντικαθίστανται ως εξής:

«1α.   Για τους σκοπούς του άρθρου 17, το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί ανεξάρτητη ομάδα, η οποία αποτελείται από τον πρόεδρο του συμβουλίου εποπτών και άλλα έξι μέλη, τα οποία δεν εκπροσωπούν την αρμόδια αρχή που εικάζεται ότι παρέβη το ενωσιακό δίκαιο και δεν έχουν κανένα συμφέρον στο ζήτημα, ούτε άμεσους δεσμούς με την εμπλεκόμενη αρμόδια αρχή.

Κάθε μέλος της ανεξάρτητης ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 19, το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί ανεξάρτητη ομάδα, η οποία αποτελείται από τον πρόεδρο του συμβουλίου εποπτών και από άλλα έξι μέλη τα οποία δεν εκπροσωπούν τις διαφωνούσες αρμόδιες αρχές και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη, ούτε άμεσους δεσμούς με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

Κάθε μέλος της ανεξάρτητης ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

3.   Οι ανεξάρτητες ομάδες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο προτείνουν αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 17 ή του άρθρου 19 για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών.

4.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό των ανεξάρτητων ομάδων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.»·

23)

Στο άρθρο 42, προστίθεται η εξής παράγραφος:

«Η πρώτη και η δεύτερη παράγραφος δεν θίγουν τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013»·

24)

Το άρθρο 44 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 16 και τα μέτρα και τις αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο και του Κεφαλαίου VΙ και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη, ως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 («συμμετέχοντα κράτη μέλη») και την απλή πλειοψηφία των μελών του από αρμόδιες αρχές κρατών μελών που δεν είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη, ως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, («μη συμμετέχοντα κράτη μέλη»).

Όσον αφορά αποφάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 19, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα εκδίδεται με απλή πλειοψηφία των ψηφιζόντων μελών του συμβουλίου εποπτών, η οποία περιλαμβάνει απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές συμμετεχόντων κρατών μελών και απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

Κατά παρέκκλιση από το τρίτο εδάφιο, από την ημερομηνία κατά την οποία τέσσερα το πολύ ψηφίζοντα μέλη είναι από αρμόδιες αρχές μη συμμετεχόντων κρατών μελών, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα εκδίδεται με απλή πλειοψηφία των ψηφιζόντων μελών του συμβουλίου εποπτών, η οποία περιλαμβάνει μια τουλάχιστον ψήφο των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά τη σύνθεση της ομάδας σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 2, το συμβούλιο εποπτών επιδιώκει την επίτευξη ομοφωνίας. Εάν δεν υπάρχει ομοφωνία, οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με πλειοψηφία τριών τετάρτων των ψηφιζόντων μελών του. Κάθε ψηφίζον μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 18 παράγραφοι 3 και 4 και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία των ψηφιζόντων μελών του, που περιλαμβάνει απλή πλειοψηφία των μελών του από αρμόδιες αρχές συμμετεχόντων κρατών μελών και απλή πλειοψηφία των μελών του από αρμόδιες αρχές μη συμμετεχόντων κρατών μελών.»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές, εκτός από τον πρόεδρο, τον εκτελεστικό διευθυντή και τον εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που ορίζεται από το εποπτικό της συμβούλιο, δεν παρίστανται σε συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.»·

γ)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4α.   Ο πρόεδρος της Αρχής μπορεί να ζητεί ψηφοφορία ανά πάσα στιγμή. Με την επιφύλαξη της εν λόγω εξουσίας και της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών λήψης αποφάσεων της Αρχής, το συμβούλιο εποπτών της Αρχής επιδιώκει την επίτευξη ομοφωνίας κατά τη λήψη των αποφάσεών του.»·

25)

Στο άρθρο 45 παράγραφος 1, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμιση έτη. Η εν λόγω θητεία μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ένωση στο σύνολό της. Το συμβούλιο διοίκησης περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο εκπροσώπους από μη συμμετέχοντα κράτη μέλη. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής.»·

26)

Στο άρθρο 47, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της αρχής και, σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 2, τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του Κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.»·

27)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 49α

Δαπάνες

Ο πρόεδρος δημοσιοποιεί τις διεξαχθείσες συνεδριάσεις και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρούνται δημοσίως σύμφωνα με τον Κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.»·

28)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 52α

Δαπάνες

Ο εκτελεστικός διευθυντής δημοσιοποιεί τις διεξαχθείσες συνεδριάσεις και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρούνται δημοσίως σύμφωνα με τον Κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.»·

29)

στο άρθρο 63, η παράγραφος 7 διαγράφεται·

30)

στο άρθρο 81, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όσον αφορά το ζήτημα της άμεσης εποπτείας χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή υποδομών πανευρωπαϊκής εμβέλειας και λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς, τη σταθερότητα της εσωτερικής αγοράς και τη συνοχή της Ένωσης συνολικά, η Επιτροπή συντάσσει ετήσια έκθεση για τη σκοπιμότητα της ανάθεσης στην Αρχή περισσότερων εποπτικών αρμοδιοτήτων στον τομέα αυτόν.»·

31)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 81α

Επανεξέταση των κανόνων ψηφοφορίας

Από την ημερομηνία κατά την οποία ο αριθμός των μη συμμετεχόντων κρατών μελών φτάνει τα τέσσερα, η Επιτροπή επανεξετάζει τους κανόνες ψηφοφορίας που περιγράφονται στα άρθρα 41 και 44 και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία των κανόνων αυτών, λαμβάνοντας υπόψη την κτηθείσα πείρα από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.».

Άρθρο 2

Με την επιφύλαξη του άρθρου 81 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού σχετικά με:

β)

τη σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης· και

γ)

τη σύνθεση των ανεξάρτητων ομάδων που αναφέρονται στο άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, που συντάσσουν αποφάσεις για τους σκοπούς των άρθρων 17 και 19 του εν λόγω κανονισμού.

Η έκθεση λαμβάνει ιδίως υπόψη τις όποιες εξελίξεις όσον αφορά τον αριθμό των συμμετεχόντων κρατών μελών και εξετάζει την αναγκαιότητα περαιτέρω προσαρμογών των εν λόγω διατάξεων, ώστε να διασφαλισθεί ότι οι αποφάσεις της ΕΑΤ λαμβάνονται προς όφελος της διατήρησης και της ενίσχυσης της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της ημέρας δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 22 Οκτωβρίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

V. LEŠKEVIČIUS


(1)  ΕΕ C 30 της 1.2.2013, σ. 6.

(2)  ΕΕ C 11 της 15.1.2013, σ. 34.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (Βλέπε σελίδα 63 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.)

(5)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

(6)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338.

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287, 29.10.2013, σ. 63

(9)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.»·