28.6.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 178/66


ΟΔΗΓΙΑ 2013/30/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 12ης Ιουνίου 2013

για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/35/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 191 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέτει ως στόχο τη διατήρηση, προστασία και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος και τη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων. Ορίζει ότι κάθε δράση της Ένωσης πρέπει να υποστηρίζεται από υψηλό επίπεδο προστασίας με βάση την αρχή της προφύλαξης και τις αρχές της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει».

(2)

Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να μειωθούν όσο το δυνατόν περισσότερο τα σοβαρά ατυχήματα που σχετίζονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου και να περιοριστούν οι συνέπειές τους, ώστε να βελτιωθεί η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των παράκτιων οικονομιών από τη ρύπανση, να καθοριστούν ελάχιστες προϋποθέσεις για την υπεράκτια εξερεύνηση και εκμετάλλευση κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, να περιοριστούν τα πιθανά προβλήματα στην εγχώρια παραγωγή ενέργειας της Ένωσης και να βελτιωθούν οι μηχανισμοί αντίδρασης σε περίπτωση ατυχήματος.

(3)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται όχι μόνο στις μελλοντικές υπεράκτιες εγκαταστάσεις και εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά, μέσω μεταβατικών διατάξεων, και στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις.

(4)

Τα σοβαρά ατυχήματα που σχετίζονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι πιθανόν να έχουν καταστρεπτικές και μη αναστρέψιμες συνέπειες στο περιβάλλον των θαλασσών και των παράκτιων περιοχών, καθώς και σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στις παράκτιες οικονομίες.

(5)

Τα ατυχήματα που σχετίζονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, κυρίως δε το ατύχημα που συνέβη το 2010 στον Κόλπο του Μεξικού, ευαισθητοποίησαν το κοινό για τους κινδύνους που ενέχουν οι εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου και απετέλεσαν κίνητρο για επανεξέταση των πολιτικών που αποσκοπούν στη διαφύλαξη της ασφάλειας αυτών των εργασιών. Η Επιτροπή ξεκίνησε διαδικασία επανεξέτασης των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και εξέφρασε τις αρχικές απόψεις της σχετικά με την ασφάλειά τους στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Αντιμέτωποι με το πρόβλημα της ασφάλειας των υπεράκτιων δραστηριοτήτων πετρελαίου και φυσικού αερίου» της 13ης Οκτωβρίου 2010. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε ψηφίσματα επί του θέματος την 7η Οκτωβρίου 2010 και τη 13η Σεπτεμβρίου 2011. Οι υπουργοί Ενέργειας των κρατών μελών διατύπωσαν τις απόψεις τους στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 3ης Δεκεμβρίου 2010.

(6)

Οι κίνδυνοι σχετικά με σοβαρά υπεράκτια ατυχήματα στο πλαίσιο δραστηριοτήτων πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι μεγάλοι. Με τη μείωση του κινδύνου ρύπανσης των υπεράκτιων υδάτων, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να συμβάλει στη διασφάλιση της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος, ιδίως δε στην επίτευξη ή διατήρηση καλής περιβαλλοντικής κατάστασης το αργότερο έως το 2020, στόχος που ορίζεται στην οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, περί πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής για το θαλάσσιο περιβάλλον (οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική) (3).

(7)

Η οδηγία 2008/56/ΕΚ θέτει ως έναν εκ των κεντρικών στόχων της την αντιμετώπιση των αθροιστικών επιπτώσεων όλων των δραστηριοτήτων στο θαλάσσιο περιβάλλον, αποτελεί δε τον περιβαλλοντικό πυλώνα της ολοκληρωμένης θαλάσσιας πολιτικής. Η εν λόγω πολιτική αφορά τις υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς απαιτεί να συνδέονται οι ιδιαίτερες ανησυχίες κάθε οικονομικού κλάδου με τον γενικό σκοπό της εξασφάλισης πλήρους κατανόησης των ωκεανών, των θαλασσών και των παράκτιων περιοχών, με στόχο τη διαμόρφωση συνεκτικής προσέγγισης για τις θάλασσες η οποία θα λαμβάνει υπόψη όλες τις οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές πτυχές, μέσω της χρησιμοποίησης θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού και γνώσεων για τη θάλασσα.

(8)

Βιομηχανίες υπεράκτιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι εγκαταστημένες σε διάφορες περιοχές της Ένωσης, ενώ υπάρχουν νέες προοπτικές ανάπτυξης σε περιφερειακό επίπεδο στα υπεράκτια ύδατα των κρατών μελών, δεδομένου ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις καθιστούν δυνατές τις ανορύξεις γεωτρήσεων σε περισσότερο απαιτητικό περιβάλλον. Η υπεράκτια παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τον ασφαλή ενεργειακό εφοδιασμό της Ένωσης.

(9)

Το υφιστάμενο διαφοροποιημένο και κατακερματισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ένωση και οι ισχύουσες πρακτικές ασφαλείας του κλάδου δεν παρέχουν απολύτως επαρκή εγγύηση για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου υπεράκτιων ατυχημάτων σε ολόκληρη την Ένωση και για την έγκαιρη και όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη αντίδραση σε περίπτωση ατυχήματος στα υπεράκτια ύδατα των κρατών μελών. Με βάση τα υπάρχοντα καθεστώτα ευθύνης, ο υπεύθυνος ενδεχομένως να μην είναι πάντοτε δυνατόν να προσδιοριστεί σαφώς και να μην είναι σε θέση ή να μην έχει την ευθύνη να καλύψει το σύνολο των δαπανών αποκατάστασης της ζημίας που προκάλεσε. Ο υπεύθυνος θα πρέπει πάντοτε να προσδιορίζεται πριν από την έναρξη των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου.

(10)

Σύμφωνα με την οδηγία 94/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων (4), επιτρέπονται υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ένωση υπό την προϋπόθεση χορήγησης σχετικής άδειας. Σε αυτό το πλαίσιο, η αδειοδοτούσα αρχή οφείλει να εξετάζει τους τεχνικούς και χρηματοοικονομικούς κινδύνους και, όπου κρίνεται σκόπιμο, την υπευθυνότητα που επέδειξαν στο παρελθόν οι αιτούμενοι αποκλειστική άδεια εξερεύνησης και παραγωγής. Είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι, κατά την εξέταση της τεχνικής και οικονομικής ικανότητας του κατόχου αδείας, η αδειοδοτούσα αρχή εξετάζει επίσης διεξοδικά και την ικανότητά του να διασφαλίζει την απρόσκοπτη διεξαγωγή ασφαλών και αποτελεσματικών εργασιών υπό όλες τις προβλέψιμες συνθήκες. Όταν αξιολογούν την οικονομική ικανότητα φορέων που υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση αδείας σύμφωνα με την οδηγία 94/22/ΕΚ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ελέγχουν ότι οι εν λόγω φορείς παρέχουν τα δέοντα αποδεικτικά στοιχεία ότι έχουν ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν κατάλληλα μέτρα, ώστε να καλυφθούν όλες οι ευθύνες που ενδέχεται να προκύψουν από σοβαρά ατυχήματα.

(11)

Είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστεί πως οι κάτοχοι αδειών για υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου δυνάμει της οδηγίας 94/22/ΕΚ είναι επίσης και οι υπεύθυνοι «φορείς εκμετάλλευσης» κατά την έννοια της οδηγίας 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας (5), και δεν θα πρέπει να μεταβιβάζουν τις σχετικές ευθύνες τους σε τρίτους στους οποίους αναθέτουν εργασίες με ιδιαίτερη σύμβαση.

(12)

Μολονότι οι γενικές άδειες σύμφωνα με την οδηγία 94/22/ΕΚ εγγυώνται στους κατόχους τους αποκλειστικά δικαιώματα για την εξερεύνηση ή παραγωγή πετρελαίου ή φυσικού αερίου εντός δεδομένης περιοχής αδειοδότησης, οι υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου στην εν λόγω περιοχή θα πρέπει να υπόκεινται σε διαρκή ρυθμιστική εποπτεία από τα κράτη μέλη, προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή αποτελεσματικών ελέγχων για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων και τον περιορισμό των επιπτώσεών τους σε πρόσωπα, στο περιβάλλον και στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.

(13)

Οι υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου θα πρέπει να πραγματοποιούνται μόνο από φορείς εκμετάλλευσης που ορίζονται από κατόχους άδειας ή αδειοδοτούσες αρχές. Ο φορέας εκμετάλλευσης μπορεί να είναι τρίτο μέρος ή ο κάτοχος άδειας ή ένας από τους κατόχους άδειας, ανάλογα με τις εμπορικές ρυθμίσεις ή τις εθνικές διοικητικές απαιτήσεις. Ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει πάντα να είναι η οντότητα που φέρει την πρωταρχική ευθύνη για την ασφάλεια των εργασιών και να είναι ανά πάσα στιγμή αρμόδιος για την ανάληψη σχετικής δράσης. Ο ρόλος αυτός διαφέρει ανάλογα με το συγκεκριμένο στάδιο δραστηριοτήτων που καλύπτει η άδεια. Ο ρόλος του φορέα εκμετάλλευσης είναι συνεπώς η λειτουργία γεώτρησης στο στάδιο εξερεύνησης και η λειτουργία παραγωγικής εγκατάστασης στο στάδιο παραγωγής. Θα πρέπει να είναι δυνατόν ο φορέας εκμετάλλευσης γεώτρησης στο στάδιο εξερεύνησης και ο φορέας εκμετάλλευσης παραγωγικής εγκατάστασης να είναι η ίδια οντότητα για δεδομένη περιοχή αδειοδότησης.

(14)

Οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να μειώνουν τον κίνδυνο σοβαρού ατυχήματος όσο είναι ευλόγως εφικτό, μέχρι το σημείο όπου το κόστος περαιτέρω μείωσης του κινδύνου θα ήταν κατάφωρα δυσανάλογο του οφέλους από την εν λόγω μείωση. Θα πρέπει να επανεξετάζονται τακτικά, υπό το πρίσμα των νέων γνώσεων και των τεχνολογικών εξελίξεων, τα μέτρα μείωσης του κινδύνου που είναι ευλόγως δυνατόν να ληφθούν. Κατά την εκτίμηση τού κατά πόσον ο χρόνος, το κόστος και η προσπάθεια θα ήταν κατάφωρα δυσανάλογα του οφέλους από την περαιτέρω μείωση του κινδύνου, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τα επίπεδα κινδύνου που είναι συμβατά με την εκτέλεση των εργασιών.

(15)

Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι θα προσφέρεται εγκαίρως στο κοινό η ευκαιρία να συμμετάσχει με ουσιαστικό τρόπο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με εργασίες εκμετάλλευσης που θα μπορούσαν ενδεχομένως να έχουν σημαντικές συνέπειες στο περιβάλλον της Ένωσης. Η πολιτική αυτή συνάδει με τις διεθνείς δεσμεύσεις της Ένωσης, όπως η σύμβαση ΟΕΕ/ΗΕ για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (6) («σύμβαση του Ώρχους»). Το άρθρο 6 της σύμβασης του Ώρχους προβλέπει τη συμμετοχή του κοινού σε αποφάσεις που αφορούν τις συγκεκριμένες δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I αυτής και δραστηριότητες που δεν αναφέρονται σε αυτό, ενδέχεται όμως να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Βάσει του άρθρου 7 της σύμβασης του Ώρχους απαιτείται η συμμετοχή του κοινού σε σχέδια και προγράμματα που σχετίζονται με το περιβάλλον.

(16)

Συναφείς απαιτήσεις προβλέπονται και στις νομικές πράξεις της Ένωσης που αφορούν την ανάπτυξη σχεδίων και έργων, ιδίως στην οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων (7), την οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον (8), την οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (9) και την οδηγία 2012/18/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες (10). Ωστόσο, οι ισχύουσες ενωσιακές απαιτήσεις για συμμετοχή του κοινού δεν καλύπτουν όλες τις υπεράκτιες εργασίες εξερεύνησης κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αυτό ισχύει ιδίως για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που αποσκοπεί ή θα μπορούσε να οδηγήσει στην έναρξη εργασιών εξερεύνησης από μη παραγωγική εγκατάσταση. Ωστόσο, τέτοιες εργασίες εξερεύνησης μπορούν ενδεχομένως, σε ορισμένες περιπτώσεις, να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και συνεπώς η λήψη αποφάσεων θα πρέπει να υπόκειται σε υποχρεωτική συμμετοχή του κοινού όπως προβλέπεται στη σύμβαση του Ώρχους.

(17)

Εντός της Ένωσης υπάρχουν ήδη παραδείγματα ορθών προτύπων σε εθνικές ρυθμιστικές πρακτικές που αφορούν υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ωστόσο, δεν εφαρμόζονται ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ένωση και κανένα κράτος μέλος δεν έχει ενσωματώσει ακόμη στη νομοθεσία του όλες τις βέλτιστες ρυθμιστικές πρακτικές για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων ή για τον περιορισμό των επιπτώσεών τους στην ανθρώπινη ζωή και υγεία και στο περιβάλλον. Οι βέλτιστες ρυθμιστικές πρακτικές είναι απαραίτητες για μια αποτελεσματική ρύθμιση η οποία διασφαλίζει ύψιστα πρότυπα ασφάλειας και προστατεύει το περιβάλλον και μπορούν να επιτευχθούν, μεταξύ άλλων, με την ανάθεση όλων των σχετικών λειτουργιών σε αρμόδια αρχή, στην οποία μπορούν να συμμετέχουν ένας ή περισσότεροι εθνικοί φορείς.

(18)

Σύμφωνα με την οδηγία 92/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Νοεμβρίου 1992, περί των ελαχίστων προδιαγραφών για τη βελτίωση της προστασίας, της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων στις εξορυκτικές διά γεωτρήσεων βιομηχανίες (ενδέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (11), θα πρέπει να πραγματοποιείται διαβούλευση με τους εργαζομένους και/ή τους αντιπροσώπους τους όσον αφορά ζητήματα που άπτονται της ασφάλειας και της υγείας στον χώρο εργασίας και θα πρέπει επίσης να τους επιτρέπεται να λαμβάνουν μέρος σε συζητήσεις για όλα τα ζητήματα που άπτονται της ασφάλειας και της υγείας στον χώρο εργασίας. Επιπλέον, σύμφωνα με τη βέλτιστη πρακτική στην Ένωση, θα πρέπει να θεσπιστούν επίσημοι μηχανισμοί διαβούλευσης από τα κράτη μέλη σε τριμερή βάση, με τη συμμετοχή της αρμόδιας αρχής, των φορέων εκμετάλλευσης και των ιδιοκτητών, καθώς και των εκπροσώπων των εργαζομένων. Παράδειγμα τέτοιας επίσημης διαβούλευσης είναι η σύμβαση περί των τριμερών συνεννοήσεων διά την προώθησιν της εφαρμογής των διεθνών κανόνων εργασίας της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, 1976 (αριθ. 144).

(19)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή έχει την κατά νόμον εξουσιοδότηση και διαθέτει επαρκείς πόρους ώστε να είναι σε θέση να αναλαμβάνει αποτελεσματική, αναλογική και διαφανή δράση επιβολής, συμπεριλαμβανομένης κατά περίπτωση της παύσης λειτουργίας σε περιπτώσεις μη ικανοποιητικής απόδοσης σε ό,τι αφορά την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος εκ μέρους των φορέων εκμετάλλευσης και των ιδιοκτητών.

(20)

Θα πρέπει να διασφαλίζονται η ανεξαρτησία και η αμεροληψία της αρμόδιας αρχής. Σε αυτό το πλαίσιο, η κτηθείσα πείρα από σοβαρά ατυχήματα αποδεικνύει σαφώς ότι η οργάνωση των διοικητικών αρμοδιοτήτων εντός των κρατών μελών μπορεί να αποτρέψει συγκρούσεις συμφερόντων χάρις στον σαφή διαχωρισμό μεταξύ, αφενός, ρυθμιστικών λειτουργιών και λήψης αποφάσεων που αφορούν την υπεράκτια ασφάλεια και το περιβάλλον και, αφετέρου, των ρυθμιστικών λειτουργιών που αφορούν την οικονομική αξιοποίηση υπεράκτιων φυσικών πόρων, συμπεριλαμβανομένων των αδειοδοτήσεων και της διαχείρισης των εσόδων. Η εν λόγω σύγκρουση συμφερόντων μπορεί να αποφευχθεί πιο αποτελεσματικά με τον πλήρη διαχωρισμό της αρμόδιας αρχής από τις λειτουργίες που σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη υπεράκτιων φυσικών πόρων.

(21)

Ωστόσο, ο πλήρης διαχωρισμός της αρμόδιας αρχής από την οικονομική ανάπτυξη υπεράκτιων φυσικών πόρων μπορεί να είναι δυσανάλογος όταν σε κάποιο κράτος μέλος το επίπεδο των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι χαμηλό. Σε αυτήν την περίπτωση, το συγκεκριμένο κράτος μέλος αναμένεται να θεσπίσει τις βέλτιστες εναλλακτικές ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας της αρμόδιας αρχής.

(22)

Απαιτείται ειδική νομοθεσία για τους μεγάλους κινδύνους που σχετίζονται με τον κλάδο υπεράκτιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, ιδίως σε ό,τι αφορά την ασφάλεια των διαδικασιών, τον ασφαλή εγκλωβισμό υδρογονανθράκων, τη δομική ακεραιότητα, την πρόληψη πυρκαγιών και εκρήξεων, την εκκένωση, τη διαφυγή και διάσωση και τον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων έπειτα από σοβαρό ατύχημα.

(23)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύει με την επιφύλαξη οποιωνδήποτε απαιτήσεων προβλέπονται σε οποιεσδήποτε άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης, ιδίως δε στο πεδίο της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία, και συγκεκριμένα στην οδηγία 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (12) και στην οδηγία 92/91/ΕΟΚ.

(24)

Είναι ανάγκη να ισχύει υπεράκτιο καθεστώς τόσο για τις εργασίες που διεξάγονται σε σταθερές εγκαταστάσεις όσο και για εργασίες σε κινητές εγκαταστάσεις, καθώς και για ολόκληρο τον κύκλο ζωής των δραστηριοτήτων εξερεύνησης και παραγωγής, από τη μελέτη έως τον παροπλισμό και την οριστική εγκατάλειψη.

(25)

Οι βέλτιστες πρακτικές που είναι σήμερα διαθέσιμες για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων σε υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου βασίζονται στην προσέγγιση καθορισμού στόχων και στην επίτευξη των επιθυμητών αποτελεσμάτων μέσω διεξοδικής αξιολόγησης του κινδύνου και αξιόπιστων συστημάτων διαχείρισης.

(26)

Σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές στην Ένωση, οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες παροτρύνονται να καθορίζουν αποτελεσματικές εταιρικές πολιτικές για την ασφάλεια και το περιβάλλον και να τις εφαρμόζουν στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας και του περιβάλλοντος και ενός σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης. Προκειμένου να θεσπίζουν τις κατάλληλες ρυθμίσεις για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων, οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να προσδιορίζουν με ολοκληρωμένο και συστηματικό τρόπο όλα τα σενάρια σοβαρών ατυχημάτων που σχετίζονται με όλες τις επικίνδυνες δραστηριότητες οι οποίες είναι δυνατόν να εκτελούνται στη συγκεκριμένη εγκατάσταση, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων σοβαρού ατυχήματος στο περιβάλλον. Σύμφωνα με τις εν λόγω βέλτιστες πρακτικές απαιτείται επίσης να εκτιμούνται η πιθανότητα και οι συνέπειες και επομένως η απειλή σοβαρών ατυχημάτων, καθώς επίσης και τα αναγκαία μέτρα πρόληψής τους και τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, εάν παρά ταύτα συμβεί σοβαρό ατύχημα. Οι εκτιμήσεις κινδύνου και οι ρυθμίσεις για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων θα πρέπει να περιγράφονται με σαφήνεια και να συγκεντρώνονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων. Η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων θα πρέπει να είναι συμπληρωματική του εγγράφου ασφάλειας και υγείας που αναφέρεται στην οδηγία 92/91/ΕΟΚ. Θα πρέπει να γίνονται διαβουλεύσεις με τους εργαζομένους κατά τα κατάλληλα στάδια της κατάρτισης της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων. Η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων θα πρέπει να εκτιμάται διεξοδικά και να γίνεται αποδεκτή από την αρμόδια αρχή.

(27)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα των ελέγχων μεγάλου κινδύνου στα υπεράκτια ύδατα των κρατών μελών, θα πρέπει να συντάσσεται και, καθόσον είναι αναγκαίο, να τροποποιείται η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων σχετικά με οποιαδήποτε σημαντική πτυχή του κύκλου ζωής μιας εγκατάστασης παραγωγής, όπως ο σχεδιασμός, η λειτουργία, οι εργασίες που συνδυάζονται με άλλες εγκαταστάσεις, η μετεγκατάσταση εντός των υπεράκτιων υδάτων του σχετικού κράτους μέλους, οι σημαντικές τροποποιήσεις και η οριστική εγκατάλειψη. Παρομοίως, θα πρέπει να συντάσσεται επίσης έκθεση περί μεγάλων κινδύνων σχετικά με τις μη παραγωγικές εγκαταστάσεις και να τροποποιείται κατάλληλα προκειμένου να ληφθούν υπόψη σημαντικές αλλαγές στην εγκατάσταση. Καμία εγκατάσταση δεν θα πρέπει να λειτουργεί στα υπεράκτια ύδατα κρατών μελών εκτός εάν η αρμόδια αρχή έχει κάνει αποδεκτή την έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που υπέβαλε ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο ιδιοκτήτης. Η αποδοχή της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων εκ μέρους της αρμόδιας αρχής δεν θα πρέπει να συνεπάγεται καμία μεταβίβαση ευθύνης για τον έλεγχο των μεγάλων κινδύνων από τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη στην αρμόδια αρχή.

(28)

Οι εργασίες γεώτρησης θα πρέπει να εκτελούνται αποκλειστικά από εγκατάσταση η οποία είναι τεχνικώς ικανή για την αντιμετώπιση όλων των προβλέψιμων κινδύνων στην τοποθεσία της γεώτρησης και για την οποία έχει γίνει αποδεκτή η σχετική έκθεση περί μεγάλων κινδύνων.

(29)

Πέραν της χρησιμοποίησης κατάλληλης εγκατάστασης, ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει να εκπονεί λεπτομερή σχεδιασμό και σχέδιο λειτουργίας κατάλληλα για τις συγκεκριμένες συνθήκες και τους συγκεκριμένους κινδύνους κάθε εργασίας γεώτρησης. Σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές στην Ένωση, ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει να προβλέπει την εξέταση του σχεδίου της γεώτρησης από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες. Ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει να κοινοποιεί εγκαίρως στην αρμόδια αρχή τη μελέτη γεώτρησης προκειμένου η αρμόδια αρχή να είναι σε θέση να λαμβάνει κάθε απαραίτητο μέτρο σχετικά με τις προγραμματιζόμενες εργασίες γεώτρησης. Εν προκειμένω, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν πιο αυστηρές εθνικές απαιτήσεις πριν από την έναρξη εργασιών γεώτρησης.

(30)

Προκειμένου να διασφαλίζεται ασφαλής αρχικός σχεδιασμός και συνεχής ασφάλεια των εργασιών, ο κλάδος οφείλει να ακολουθεί τις βέλτιστες πρακτικές που ορίζονται σε έγκυρα πρότυπα και κατευθύνσεις. Αυτά τα πρότυπα και κατευθύνσεις θα πρέπει να επικαιροποιούνται βάσει νέων γνώσεων και εφευρέσεων προκειμένου να εξασφαλίζεται συνεχής βελτίωση. Οι φορείς εκμετάλλευσης, οι ιδιοκτήτες και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται με σκοπό τον καθορισμό προτεραιοτήτων για την εκπόνηση νέων ή βελτιωμένων προτύπων και κατευθύνσεων υπό το φως της πείρας που αποκτήθηκε από το ατύχημα στην εξέδρα Deepwater Horizon και άλλα σοβαρά ατυχήματα. Λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις καθορισμένες προτεραιότητες, θα πρέπει να ζητείται χωρίς καθυστέρηση η θέσπιση νέων ή βελτιωμένων προτύπων και κατευθύνσεων.

(31)

Λόγω του σύνθετου χαρακτήρα των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου, για την εφαρμογή των βέλτιστων πρακτικών από τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες απαιτείται μηχανισμός ανεξάρτητης επαλήθευσης των κρίσιμων στοιχείων για την ασφάλεια και το περιβάλλον στη διάρκεια ολόκληρου του κύκλου ζωής της εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένου, στην περίπτωση παραγωγικών εγκαταστάσεων, του σταδίου σχεδιασμού.

(32)

Στον βαθμό που οι κινητές υπεράκτιες μονάδες ανόρυξης γεωτρήσεων διέρχονται και πρέπει να θεωρούνται πλοία, υπόκεινται στις διεθνείς θαλάσσιες συμβάσεις, ιδίως στη SOLAS, τη MARPOL ή τα ισοδύναμα πρότυπα της ισχύουσας έκδοσης του κώδικα για την κατασκευή και τον εξοπλισμό υπεράκτιων κινητών μονάδων γεώτρησης (MODU Code). Οι εν λόγω υπεράκτιες κινητές μονάδες ανόρυξης γεωτρήσεων, όταν διέρχονται από υπεράκτια ύδατα, υπόκεινται επίσης στο ενωσιακό δίκαιο όσον αφορά τον έλεγχο από το κράτος του λιμένα και την τήρηση των υποχρεώσεων του κράτους σημαίας. Η παρούσα οδηγία αφορά αυτές τις μονάδες όταν τοποθετούνται σε υπεράκτια ύδατα με στόχο την εκτέλεση δραστηριοτήτων ανόρυξης γεωτρήσεων, παραγωγής ή άλλων δραστηριοτήτων που συνδέονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου.

(33)

Η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους για το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων που έχουν οι κλιματικές συνθήκες και η κλιματική αλλαγή στη μακροπρόθεσμη αντοχή των εγκαταστάσεων. Δεδομένου ότι οι υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου σε ένα κράτος μέλος μπορούν να έχουν σημαντικές δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε άλλο κράτος μέλος, είναι αναγκαία η θέσπιση και εφαρμογή ειδικών διατάξεων σύμφωνα με τη σύμβαση ΟΕΕ/ΗΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακό πλαίσιο που έγινε στο Espoo (Φινλανδία), στις 25 Φεβρουαρίου 1991. Τα κράτη μέλη που διαθέτουν υπεράκτια ύδατα και τα οποία δεν πραγματοποιούν εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου θα πρέπει να καθορίσουν σημεία επαφής προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική συνεργασία στον τομέα αυτό.

(34)

Οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να ειδοποιούν τα κράτη μέλη χωρίς καθυστέρηση εάν συμβαίνει ή πρόκειται σύντομα να συμβεί σοβαρό ατύχημα, ώστε τα κράτη μέλη να έχουν, εάν χρειαστεί, τη δυνατότητα να αντιδράσουν. Κατά συνέπεια, οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να περιλαμβάνουν στην ειδοποίηση κατάλληλα και επαρκή στοιχεία σχετικά με την τοποθεσία, το μέγεθος και τη φύση του σοβαρού ατυχήματος που συνέβη ή επίκειται, τα μέτρα που έλαβαν οι ίδιοι και το χείριστο σενάριο κλιμάκωσης, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων διασυνοριακών επιπτώσεων.

(35)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να εκπονούν εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που αφορούν κάθε συγκεκριμένη τοποθεσία και βασίζονται στα σενάρια περί πιθανοτήτων και κινδύνων που προσδιορίζονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, να τα υποβάλλουν στην οικεία αρμόδια αρχή και να διατηρούν τους πόρους που απαιτούνται για την άμεση εφαρμογή των εν λόγω σχεδίων όταν χρειαστεί. Στην περίπτωση υπεράκτιων κινητών μονάδων ανόρυξης γεωτρήσεων, οι φορείς εκμετάλλευσης είναι ανάγκη να διασφαλίζουν ότι τα εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης εκτάκτου ανάγκης των ιδιοκτητών για την εγκατάσταση τροποποιούνται όπως είναι αναγκαίο προκειμένου να μπορούν να εφαρμοστούν στη συγκεκριμένη τοποθεσία και κινδύνους εργασιών γεώτρησης. Αυτές οι τροποποιήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην κοινοποίηση εργασίας γεώτρησης. Η επαρκής διαθεσιμότητα πόρων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης θα πρέπει να εκτιμάται με βάση τη δυνατότητα χρησιμοποίησής τους στον τόπο του ατυχήματος. Θα πρέπει να διασφαλίζεται η ετοιμότητα και η αποτελεσματικότητα των μέσων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, τα οποία θα πρέπει να ελέγχονται τακτικά από τους φορείς εκμετάλλευσης. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, οι μηχανισμοί αντιμετώπισης εκτάκτου ανάγκης μπορούν να βασίζονται σε ταχεία μεταφορά κατάλληλου εξοπλισμού, όπως συσκευών στεγανοποίησης και άλλων πόρων, από μακρινές τοποθεσίες.

(36)

Οι βέλτιστες πρακτικές που ισχύουν παγκοσμίως απαιτούν οι κάτοχοι άδειας, οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες να αναλαμβάνουν την πρωταρχική ευθύνη για τον έλεγχο των κινδύνων που δημιουργούνται λόγω των εργασιών τους, συμπεριλαμβανομένων των εργασιών που πραγματοποιούν οι εργολάβοι για λογαριασμό τους, και συνεπώς να θεσπίζουν, στο πλαίσιο εταιρικής πολιτικής για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων, τους μηχανισμούς και το ύψιστο επίπεδο εταιρικής ευθύνης για τη συνεπή εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής στο σύνολο της επιχείρησης, τόσο στην Ένωση όσο και εκτός της Ένωσης.

(37)

Θα πρέπει να αναμένεται από τους υπεύθυνους φορείς εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτες να εκτελούν τις εργασίες τους παγκοσμίως σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές και πρότυπα. Η συνεπής εφαρμογή των εν λόγω βέλτιστων πρακτικών και προτύπων θα πρέπει να καταστεί υποχρεωτική εντός της Ένωσης και θα ήταν επιθυμητό οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες που είναι καταχωρισμένοι στην επικράτεια κράτους μέλους να εφαρμόζουν την εταιρική πολιτική πρόληψης σοβαρού ατυχήματος όταν δραστηριοποιούνται εκτός των υπεράκτιων υδάτων κρατών μελών, στο μέτρο του δυνατού, στο πλαίσιο του ισχύοντος εθνικού νομικού πλαισίου.

(38)

Αναγνωρίζοντας ότι μπορεί να μην είναι δυνατή η επιβολή της εφαρμογής της εταιρικής πολιτικής πρόληψης για την πρόληψη σοβαρού ατυχήματος εκτός της Ένωσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες περιλαμβάνουν τις υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου που αναλαμβάνουν εκτός της Ένωσης στα έγγραφα για την εταιρική πολιτική τους για την πρόληψη σοβαρού ατυχήματος.

(39)

Οι πληροφορίες σχετικά με σοβαρά ατυχήματα στο πλαίσιο υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου εκτός της Ένωσης μπορεί να βοηθήσουν στην περαιτέρω κατανόηση των πιθανών αιτίων τους, στην προώθηση της αποκόμισης βασικών διδαγμάτων και στην περαιτέρω ανάπτυξη του ρυθμιστικού πλαισίου. Ως εκ τούτου, όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των περίκλειστων κρατών μελών και των κρατών μελών που διαθέτουν υπεράκτια ύδατα αλλά δεν πραγματοποιούν εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου σε αυτά ή δεν αδειοδοτούν τέτοιες δραστηριότητες, θα πρέπει να απαιτούν εκθέσεις για σοβαρά ατυχήματα τα οποία συμβαίνουν εκτός της ένωσης και στα οποία ενέχονται εταιρείες καταχωρισμένες στην επικράτειά τους και θα πρέπει να ανταλλάσσουν τις πληροφορίες αυτές σε επίπεδο Ένωσης. Η απαίτηση για υποβολή εκθέσεων δεν θα πρέπει να παρεμβαίνει στις ενέργειες αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης ή τις νομικές διαδικασίες που σχετίζονται με ατύχημα. Θα πρέπει, αντίθετα, να εστιάζουν στη σημασία του ατυχήματος για την περαιτέρω βελτίωση της ασφάλειας των υπεράκτιων εργασιών εκμετάλλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ένωση.

(40)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναμένουν από τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες, στο πλαίσιο βέλτιστων πρακτικών, να αναπτύσσουν αποτελεσματικές σχέσεις συνεργασίας με την αρμόδια αρχή, να υποστηρίζουν τις βέλτιστες ρυθμιστικές πρακτικές που θεσπίζει η αρμόδια αρχή και να διασφαλίζουν τα ύψιστα επίπεδα ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της αναστολής των εργασιών χωρίς να είναι απαραίτητη η παρέμβαση της αρμόδιας αρχής.

(41)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν θα παραβλέπονται ούτε θα αγνοούνται οι ανησυχίες για την ασφάλεια, είναι σημαντική η θέσπιση και προώθηση ενδεδειγμένων μέσων για την εμπιστευτική αναφορά αυτών των ανησυχιών και την προστασία των καταγγελόντων. Ενώ τα κράτη μέλη δεν έχουν δυνατότητα επιβολής κανόνων εκτός της Ένωσης, τα εν λόγω μέσα θα πρέπει να καταστήσουν δυνατή την αναφορά ανησυχιών εκ μέρους προσώπων που συμμετέχουν σε υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου εκτός της Ένωσης.

(42)

Η ανταλλαγή συγκρίσιμων δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών καθίσταται δυσχερής και αναξιόπιστη λόγω της έλλειψης κοινής μορφής αναφοράς δεδομένων σε όλα τα κράτη μέλη. Μια κοινή μορφή αναφοράς δεδομένων για την υποβολή αναφορών από τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες προς τα κράτη μέλη θα διασφάλιζε τη διαφάνεια των σχετικών με την ασφάλεια και το περιβάλλον επιδόσεων των φορέων εκμετάλλευσης και των ιδιοκτητών και θα καθιστούσε προσβάσιμες στο κοινό τις σχετικές συγκρίσιμες πληροφορίες από ολόκληρη την Ένωση σχετικά με την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και θα διευκόλυνε τη διάδοση των διδαγμάτων που έχουν αποκομιστεί από σοβαρά ατυχήματα και παρ’ ολίγον ατυχήματα.

(43)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες συνθήκες για την ανταλλαγή πληροφοριών και την ενθάρρυνση της διαφάνειας των επιδόσεων του τομέα υπεράκτιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές εξουσίες στην Επιτροπή σε ό,τι αφορά τον μορφότυπο και το είδος των πληροφοριών που πρέπει να ανταλλάσσονται και να καθίστανται διαθέσιμες στο κοινό. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (13).

(44)

Για την έκδοση των σχετικών εκτελεστικών πράξεων θα πρέπει να τηρείται η συμβουλευτική διαδικασία, δεδομένου ότι οι εν λόγω πράξεις έχουν ως επί το πλείστον καθαρά πρακτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, δεν θα δικαιολογούταν η εφαρμογή της διαδικασίας εξέτασης.

(45)

Προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στο κύρος και την ακεραιότητα των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ένωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλλουν περιοδικές εκθέσεις δραστηριοτήτων και συμβάντων στην Επιτροπή. Η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιεύει ανά τακτά διαστήματα εκθέσεις σχετικά με τα επίπεδα δραστηριοτήτων της Ένωσης και τις τάσεις όσον αφορά τις επιδόσεις του τομέα υπεράκτιων δραστηριοτήτων πετρελαίου και φυσικού αερίου σε ό,τι αφορά την ασφάλεια και το περιβάλλον. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώνουν αμελλητί την Επιτροπή και οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος η επικράτεια ή τα υπεράκτια ύδατα του οποίου επηρεάζονται, καθώς και το ενδιαφερόμενο κοινό, για σοβαρό ατύχημα.

(46)

Η πείρα έχει δείξει πως είναι απαραίτητη η διασφάλιση του απορρήτου των ευαίσθητων δεδομένων για την προώθηση ανοιχτού διαλόγου μεταξύ της αρμόδιας αρχής και του φορέα εκμετάλλευσης και του ιδιοκτήτη. Για τον σκοπό αυτό, ο διάλογος μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης και ιδιοκτητών και όλων των κρατών μελών θα πρέπει να βασίζεται στα συναφή υφιστάμενα διεθνή νομικά μέσα και στο δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την πρόσβαση σε σχετικές με το περιβάλλον πληροφορίες, με την επιφύλαξη οιασδήποτε επιτακτικής ανάγκης σχετικά με την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος.

(47)

Η αξία της συνεργασίας μεταξύ των υπεράκτιων αρχών έχει αποδειχθεί ξεκάθαρα από τις δραστηριότητες του φόρουμ των Αρχών Εποπτείας Υπεράκτιων Δραστηριοτήτων της Βόρειας Θάλασσας και του Διεθνούς φόρουμ των Ρυθμιστικών Φορέων. Παρόμοια συνεργασία έχει θεσπιστεί για το σύνολο της Ένωσης στο πλαίσιο ομάδας εμπειρογνωμόνων, της Ομάδας Αρχών στην Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι αρμόδιες για την Υπεράκτια Εκμετάλλευση Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου (EUOAG) (14), καθήκον της οποίας είναι η προώθηση αποδοτικής συνεργασίας μεταξύ εθνικών αντιπροσώπων και της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων της διάδοσης βέλτιστων πρακτικών και επιχειρησιακών πληροφοριών, του καθορισμού προτεραιοτήτων για τη βελτίωση των προτύπων και της παροχής συμβουλών στην Επιτροπή σχετικά με την κανονιστική μεταρρύθμιση.

(48)

Η αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και τα σχέδια αντιμετώπισης σοβαρών ατυχημάτων θα πρέπει να καταστούν αποτελεσματικότερα μέσω συστηματικής και προγραμματισμένης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ των κρατών μελών και του κλάδου πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά και μέσω ανταλλαγής συμβατών μέσων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της εμπειρογνωμοσύνης. Κατά περίπτωση, η αντιμετώπιση και τα σχέδια αυτά θα πρέπει επίσης να χρησιμοποιούν τους πόρους και τη βοήθεια που είναι διαθέσιμοι εντός της Ένωσης, ιδίως μέσω του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια της Ναυσιπλοΐας («Οργανισμός»), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 (15), και του Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας της Ένωσης, που θεσπίστηκε με την απόφαση 2007/779/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου (16). Θα πρέπει επίσης να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να ζητούν συμπληρωματική βοήθεια από τον Οργανισμό μέσω του Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας της Ένωσης.

(49)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002, ο Οργανισμός συστάθηκε με σκοπό τη διασφάλιση υψηλού, ομοιόμορφου και αποτελεσματικού επιπέδου ασφάλειας της ναυσιπλοΐας και πρόληψης της ρύπανσης που προέρχεται από πλοία εντός της Ένωσης, καθώς και τη διασφάλιση αντιμετώπισης της ρύπανσης της θάλασσας που προκαλείται από εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου.

(50)

Κατά την υλοποίηση των υποχρεώσεων στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι τα θαλάσσια ύδατα που καλύπτονται από την κυριαρχία ή τα κυριαρχικά δικαιώματα και τη δικαιοδοσία των κρατών μελών αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των τεσσάρων θαλάσσιων περιοχών που προσδιορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2008/56/ΕΚ, συγκεκριμένα της Βαλτικής Θάλασσας, του Βορειοανατολικού Ατλαντικού Ωκεανού, της Μεσογείου Θάλασσας και της Μαύρης Θάλασσας. Για τον λόγο αυτό, η Ένωση θα πρέπει, κατά προτεραιότητα, να ενισχύσει τον συντονισμό με τρίτες χώρες που ασκούν κυριαρχία ή έχουν κυριαρχικά δικαιώματα και δικαιοδοσία σε θαλάσσια ύδατα των εν λόγω θαλάσσιων περιοχών. Κατάλληλα πλαίσια συνεργασίας είναι, μεταξύ άλλων, οι περιφερειακές συμβάσεις για τις θάλασσες, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 10 της οδηγίας 2008/56/ΕΚ.

(51)

Όσον αφορά τη Μεσόγειο Θάλασσα, σε συνδυασμό με την παρούσα οδηγία, έγιναν οι αναγκαίες ενέργειες για την προσχώρηση της Ένωσης στο πρωτόκολλο για την προστασία της Μεσογείου Θάλασσας από ρύπανση που προέρχεται από την εξερεύνηση και εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας και του θαλάσσιου βυθού και του υπεδάφους (17) («Πρωτόκολλο Υπεράκτιων Δραστηριοτήτων») και στη σύμβαση για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των παράκτιων περιοχών της Μεσογείου («Σύμβαση της Βαρκελώνης»), που συνήφθη με την απόφαση 77/585/ΕΟΚ του Συμβουλίου (18).

(52)

Τα ύδατα της Αρκτικής είναι ένα γειτονικό θαλάσσιο περιβάλλον που έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ένωση και παίζει σημαντικό ρόλο στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Οι σοβαρές περιβαλλοντικές ανησυχίες σχετικά με τα ύδατα της Αρκτικής απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου να διασφαλιστεί η περιβαλλοντική προστασία της Αρκτικής από οποιεσδήποτε υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένης της εξερεύνησης, λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο σοβαρών ατυχημάτων και την ανάγκη αποτελεσματικής αντιμετώπισης. Τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στο Αρκτικό Συμβούλιο παροτρύνονται να προωθήσουν με αποφασιστικότητα ύψιστα πρότυπα περιβαλλοντικής ασφάλειας για αυτό το ευαίσθητο και μοναδικό οικοσύστημα, π.χ. μέσω της θέσπισης διεθνών μέσων για την πρόληψη, την ετοιμότητα και την αντιμετώπιση ρύπανσης της Αρκτικής από πετρέλαιο, καθώς και μέσω της αξιοποίησης, μεταξύ άλλων, των εργασιών της Ομάδας Δράσης που συστάθηκε από το Αρκτικό Συμβούλιο και των υφιστάμενων κατευθυντήριων γραμμών του Αρκτικού Συμβουλίου σχετικά με την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου.

(53)

Τα εθνικά εξωτερικά σχέδια καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης θα πρέπει να βασίζονται σε εκτίμηση κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις περί μεγάλων κινδύνων για τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται στα οικεία υπεράκτια ύδατα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις πλέον επίκαιρες κατευθυντήριες γραμμές για την εκτίμηση και τη χαρτογράφηση των κινδύνων στο πλαίσιο της διαχείρισης καταστροφών όπως συντάσσονται από την Επιτροπή.

(54)

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης απαιτεί άμεση δράση από τον φορέα εκμετάλλευσης και τον ιδιοκτήτη και στενή συνεργασία με τις υπηρεσίες αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης των κρατών μελών που συντονίζουν τη χρησιμοποίηση πρόσθετων πόρων για την αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης κατά την εξέλιξη της κατάστασης. Αυτή η αντιμετώπιση θα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης ενδελεχή διερεύνηση της εκτάκτου ανάγκης, η οποία θα πρέπει να αρχίζει χωρίς καθυστέρηση προκειμένου να διασφαλίζεται η ελαχιστοποίηση των απωλειών σχετικών πληροφοριών και στοιχείων. Μετά από έκτακτη ανάγκη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξάγουν τα δέοντα συμπεράσματα και να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο.

(55)

Έχει ιδιαίτερη σημασία να είναι διαθέσιμες για την επακόλουθη διερεύνηση όλες οι σχετικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών στοιχείων και παραμέτρων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι κατά τη διάρκεια υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου συγκεντρώνονται τα σχετικά δεδομένα και ότι, σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος, διασφαλίζονται τα σχετικά δεδομένα και ενισχύεται αναλόγως η συλλογή δεδομένων. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν τη χρήση κατάλληλων τεχνικών μέσων για την προώθηση της αξιοπιστίας και της καταγραφής των σχετικών δεδομένων και για να εμποδίζουν κάθε πιθανή παραποίησή τους.

(56)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να θεσπισθούν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις για παραβάσεις.

(57)

Προκειμένου να προσαρμοστούν ορισμένα παραστήματα ώστε να περιληφθούν πρόσθετες πληροφορίες που μπορεί να καταστούν απαραίτητες υπό το φως της τεχνικής προόδου, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την τροποποίηση των απαιτήσεων ορισμένων παραρτημάτων της παρούσας οδηγίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, ακόμα και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(58)

Ο ορισμός της ζημίας των υδάτων στην οδηγία 2004/35/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να εξασφαλιστεί ότι η ευθύνη των κατόχων άδειας δυνάμει της εν λόγω οδηγίας ισχύει για τα θαλάσσια ύδατα των κρατών μελών κατά τα οριζόμενα στην οδηγία 2008/56/ΕΚ.

(59)

Πολλές διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν αφορούν τα περίκλειστα κράτη μέλη, δηλαδή την Αυστρία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Ουγγαρία, το Λουξεμβούργο και τη Σλοβακία. Είναι ωστόσο επιθυμητό τα εν λόγω κράτη μέλη να προάγουν τις αρχές και τα υψηλά πρότυπα που προβλέπονται στο ενωσιακό δίκαιο για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου κατά τις διμερείς επαφές τους με τρίτες χώρες και με σχετικούς διεθνείς οργανισμούς.

(60)

Οι υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου δεν επιτρέπονται από όλα τα κράτη μέλη τα οποία διαθέτουν υπεράκτια, εντός της δικαιοδοσίας τους. Τα εν λόγω κράτη μέλη δεν συμμετέχουν στη χορήγηση αδειών και την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων που σχετίζονται με τέτοιες εργασίες. Συνεπώς η υποχρέωση των εν λόγω κρατών μελών να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο και να εφαρμόσουν όλες τις διατάξεις της παρούσης οδηγίας θα ήταν δυσανάλογη και περιττή. Ωστόσο, οι ακτές τους μπορούν να επηρεαστούν από ατυχήματα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω κράτη μέλη θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι έτοιμα να αντιμετωπίσουν και να ερευνήσουν σοβαρά ατυχήματα και θα πρέπει να συνεργάζονται μέσω σημείων επαφής με άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και τρίτες χώρες.

(61)

Λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, τα περίκλειστα κράτη μέλη ούτε συμμετέχουν στη χορήγηση αδειών και την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων που σχετίζονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, ούτε μπορούν να επηρεαστούν από τέτοια ατυχήματα που συμβαίνουν στα υπεράκτια ύδατα άλλων κρατών μελών. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο τις περισσότερες από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, όταν μια εταιρεία η οποία συμμετέχει, η ίδια ή μέσω θυγατρικών της, σε υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου εκτός της Ένωσης είναι καταχωρισμένη σε περίκλειστο κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος θα πρέπει να ζητεί από την εν λόγω εταιρεία να υποβάλει έκθεση για ατυχήματα που συμβαίνουν σε τέτοιες εργασίες, η οποία μπορεί να κοινοποιείται σε επίπεδο Ένωσης, προκειμένου όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη στην Ένωση να επωφελούνται από την πείρα που αποκτάται από τέτοια ατυχήματα.

(62)

Πέραν των μέτρων που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία, η Επιτροπή θα πρέπει να διερευνήσει άλλα κατάλληλα μέσα για τη βελτίωση της πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων και τον περιορισμό των συνεπειών τους.

(63)

Οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι έχουν πρόσβαση σε επαρκείς υλικούς, ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων και τον περιορισμό των συνεπειών τέτοιων ατυχημάτων. Ωστόσο, δεδομένου ότι κανένα από τα υπάρχοντα μέσα χρηματοοικονομικής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων επιμερισμού του κινδύνου, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει όλες τις πιθανές συνέπειες σοβαρών ατυχημάτων, η Επιτροπή θα πρέπει να προβεί σε περαιτέρω αναλύσεις και μελέτες των κατάλληλων μέτρων που θα διασφαλίσουν επαρκώς αυστηρό καθεστώς ευθύνης για ζημίες σχετιζόμενες με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, απαιτήσεις σχετικά με την οικονομική ικανότητα, συμπεριλαμβανομένης της διαθεσιμότητας ενδεδειγμένων μέσων χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ή άλλες διευθετήσεις. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει εξέταση σκοπιμότητας μηχανισμού αμοιβαίας αποζημίωσης. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τα πορίσματά της, συνοδευόμενη, αν κριθεί αναγκαίο, με προτάσεις.

(64)

Σε επίπεδο Ένωσης, είναι σημαντικό να συμπληρωθούν τα τεχνικά πρότυπα με αντίστοιχο νομικό πλαίσιο νομοθεσίας περί ασφάλειας των προϊόντων και τα εν λόγω πρότυπα να ισχύουν για όλες τις υπεράκτιες εγκαταστάσεις στα υπεράκτια ύδατα κρατών μελών και όχι μόνο για τις μη κινητές εγκαταστάσεις παραγωγής. Η Επιτροπή θα πρέπει συνεπώς να αναλύσει περαιτέρω τα πρότυπα για την ασφάλεια των προϊόντων που ισχύουν για τις υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου.

(65)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων κατά τη διάρκεια υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και τον περιορισμό των συνεπειών τέτοιων ατυχημάτων, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται, συνεπώς, λόγω της έκτασης και των αποτελεσμάτων της προτεινόμενης δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω στόχου,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστες απαιτήσεις για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων κατά τη διάρκεια υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και τον περιορισμό των συνεπειών τέτοιων ατυχημάτων.

2.   Η παρούσα οδηγία ισχύει με την επιφύλαξη δικαίου της Ένωσης όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων κατά την εργασία, ιδίως τις οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 92/91/ΕΟΚ.

3.   Η παρούσα οδηγία ισχύει με την επιφύλαξη των οδηγιών 94/22/ΕΚ, 2001/42/EC, 2003/4/ΕΚ (19), 2003/35/ΕΚ, 2010/75/ΕΕ (20) και 2011/92/ΕΕ.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

1)

«σοβαρό ατύχημα» σημαίνει, όσον αφορά εγκατάσταση ή συνδεδεμένη υποδομή:

α)

περιστατικό που περιλαμβάνει έκρηξη, πυρκαγιά, απώλεια ελέγχου της γεώτρησης ή απελευθέρωση πετρελαίου, φυσικού αερίου ή επικίνδυνων ουσιών που συνοδεύεται από ή είναι πολύ πιθανόν να προκαλέσει βίαιο θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό ανθρώπων,

β)

περιστατικό που έχει ως αποτέλεσμα σοβαρή ζημία στην εγκατάσταση ή τη συνδεδεμένη υποδομή και συνοδεύεται από ή είναι πολύ πιθανόν να προκαλέσει βίαιο θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό ανθρώπων,

γ)

οιοδήποτε άλλο περιστατικό επιφέρει βίαιο θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό πέντε ή περισσότερων προσώπων τα οποία βρίσκονται επί της υπεράκτιας εγκατάστασης από την οποία πηγάζει η πηγή του κινδύνου ή τα οποία ασχολούνται με υπεράκτια εργασία πετρελαίου και φυσικού αερίου σε σχέση με την εγκατάσταση ή τη συνδεδεμένη υποδομή ή

δ)

οποιοδήποτε σοβαρό περιβαλλοντικό περιστατικό προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ).

Για τους σκοπούς διαπίστωσης εάν ένα περιστατικό συνιστά σοβαρό ατύχημα κατά τα στοιχεία α), β) ή δ), εγκατάσταση που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν είναι επανδρωμένη αντιμετωπίζεται σαν να ήταν επανδρωμένη,

2)

«υπεράκτιος» σημαίνει ευρισκόμενος στα χωρικά ύδατα, στην αποκλειστική οικονομική ζώνη ή στην υφαλοκρηπίδα κράτους μέλους κατά την έννοια της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας,

3)

«υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου» σημαίνει όλες τις δραστηριότητες που συνδέονται με εγκατάσταση ή συνδεδεμένη υποδομή, συμπεριλαμβανομένου του σχεδιασμού, του προγραμματισμού, της κατασκευής, της λειτουργίας και του παροπλισμού της, οι οποίες σχετίζονται με την εξερεύνηση και την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, μη συμπεριλαμβανομένης όμως της μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου από μία ακτή σε άλλη,

4)

«κίνδυνος» σημαίνει τον συνδυασμό της πιθανότητας ενός συμβάντος και των επιπτώσεων του εν λόγω συμβάντος,

5)

«φορέας εκμετάλλευσης» σημαίνει την οντότητα που έχει διορίσει ο κάτοχος άδειας ή η αδειοδοτούσα αρχή για να διεξάγει υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένου του προγραμματισμού και της εκτέλεσης εργασιών γεώτρησης ή της διαχείρισης και του ελέγχου των λειτουργιών παραγωγικής εγκατάστασης,

6)

«κατάλληλος» σημαίνει σωστός ή απολύτως ενδεδειγμένος, λαμβανομένων υπόψη της αναλογικής προσπάθειας και του κόστους, για συγκεκριμένη απαίτηση ή κατάσταση, ο οποίος βασίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία και αποδεικνύεται από σχετική ανάλυση, σύγκριση με κατάλληλα πρότυπα ή άλλες λύσεις εφαρμοζόμενες σε ανάλογες περιπτώσεις από άλλες αρχές ή άλλο κλάδο,

7)

«οντότητα» σημαίνει οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οποιαδήποτε ομάδα τέτοιων προσώπων,

8)

«αποδεκτός», όσον αφορά έναν κίνδυνο, σημαίνει το επίπεδο κινδύνου για το οποίο ο χρόνος, το κόστος ή η προσπάθεια να μειωθεί περαιτέρω θα ήταν κατάφωρα δυσανάλογοι με οφέλη από τέτοια μείωση. Κατά την εκτίμηση τού κατά πόσον ο χρόνος, το κόστος ή η προσπάθεια θα ήταν κατάφωρα δυσανάλογοι του οφέλους από την περαιτέρω μείωση του κινδύνου, λαμβάνονται υπόψη οι βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τα επίπεδα κινδύνου που αντιστοιχούν στη δραστηριότητα,

9)

«άδεια» σημαίνει τη χορήγηση έγκρισης για υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου σύμφωνα με την οδηγία 94/22/ΕΚ,

10)

«περιοχή αδειοδότησης» σημαίνει τη γεωγραφική περιοχή που καλύπτεται από την άδεια,

11)

«κάτοχος άδειας» σημαίνει τον δικαιούχο ή τους συνδικαιούχους άδειας,

12)

«εργολάβος» σημαίνει οποιαδήποτε οντότητα στην οποία ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο ιδιοκτήτης αναθέτει με σύμβαση την πραγματοποίηση συγκεκριμένων καθηκόντων για λογαριασμό του φορέα εκμετάλλευσης ή του ιδιοκτήτη,

13)

«αδειοδοτούσα αρχή» σημαίνει τη δημόσια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για τη χορήγηση αδειών ή την παρακολούθηση της χρησιμοποίησης αδειών κατά τα προβλεπόμενα στην οδηγία 94/22/ΕΚ,

14)

«αρμόδια αρχή» σημαίνει τη δημόσια αρχή που διορίζεται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και είναι υπεύθυνη για τα καθήκοντα που της ανατίθενται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαρτίζεται από έναν ή περισσότερους δημόσιους φορείς,

15)

«εξερεύνηση» σημαίνει την ανόρυξη γεώτρησης σε περιοχή αναζήτησης και όλες τις συναφείς υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου πριν από τις εργασίες που σχετίζονται με την παραγωγή,

16)

«παραγωγή» σημαίνει την υπεράκτια εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου από τα υπόγεια στρώματα της περιοχής αδειοδότησης, συμπεριλαμβανομένης της υπεράκτιας επεξεργασίας πετρελαίου και φυσικού αερίου και της μεταφοράς του μέσω συνδεδεμένης υποδομής,

17)

«μη παραγωγική εγκατάσταση» σημαίνει εγκατάσταση άλλη από εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου,

18)

«κοινό» σημαίνει μία ή περισσότερες οντότητες, καθώς και, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, τις ενώσεις, τις οργανώσεις ή τις ομάδες τους,

19)

«εγκατάσταση» σημαίνει μια ακίνητη, σταθερή ή κινητή εγκατάσταση ή τον συνδυασμό εγκαταστάσεων που συνδέονται μόνιμα μεταξύ τους με γέφυρες ή άλλες κατασκευές, η οποία χρησιμοποιείται σε υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου ή συνδέεται με τις εργασίες αυτές. Οι εγκαταστάσεις περιλαμβάνουν υπεράκτιες κινητές μονάδες ανόρυξης γεώτρησης μόνο εφόσον τοποθετηθούν σε υπεράκτια ύδατα με στόχο την εκτέλεση εργασιών ανόρυξης γεώτρησης, εργασιών παραγωγής ή άλλων εργασιών που συνδέονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου,

20)

«παραγωγική εγκατάσταση» σημαίνει εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για την παραγωγή,

21)

«συνδεδεμένη υποδομή» σημαίνει, εντός της ζώνης ασφαλείας ή εντός γειτονικής ζώνης σε μεγαλύτερη απόσταση από την εγκατάσταση, κατ’ επιλογή του κράτους μέλους:

α)

οποιαδήποτε γεώτρηση και σχετικές κατασκευές, συμπληρωματικές μονάδες και συσκευές που συνδέονται με την εγκατάσταση,

β)

οποιαδήποτε μηχανήματα ή κατασκευές βρίσκονται τοποθετημένα ή είναι στερεωμένα στην κύρια κατασκευή της εγκατάστασης,

γ)

οποιαδήποτε συνδεδεμένα μηχανήματα ή κατασκευές αγωγού,

22)

«αποδοχή», όσον αφορά την έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, σημαίνει τη γραπτή επικοινωνία εκ μέρους της αρμόδιας αρχής στον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη ότι η έκθεση, εάν εφαρμοστεί όπως ορίζεται στην ίδια, ικανοποιεί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Η αποδοχή δεν συνεπάγεται καμία μεταβίβαση ευθύνης για τον έλεγχο των μεγάλων κινδύνων στην αρμόδια αρχή,

23)

«μεγάλος κίνδυνος» σημαίνει κατάσταση που είναι πιθανόν να οδηγήσει σε σοβαρό ατύχημα,

24)

«εργασίες γεώτρησης» σημαίνει οποιαδήποτε σχετική με γεώτρηση εργασία η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει ακούσια εκροή υλικών και η οποία είναι πιθανόν να οδηγήσει σε σοβαρό ατύχημα, συμπεριλαμβανομένης της ανόρυξης γεώτρησης, της επισκευής ή της τροποποίησης γεώτρησης, της αναστολής των εργασιών γεώτρησης και της οριστικής εγκατάλειψης γεώτρησης,

25)

«συνδυασμένες εργασίες» σημαίνει τις εργασίες οι οποίες εκτελούνται από εγκατάσταση από κοινού με άλλη εγκατάσταση ή εγκαταστάσεις για σκοπούς συναφείς με την άλλη εγκατάσταση ή εγκαταστάσεις και επηρεάζουν ουσιωδώς τους κινδύνους για την ασφάλεια προσώπων ή την προστασία του περιβάλλοντος σε μια ή σε όλες τις εγκαταστάσεις,

26)

«ζώνη ασφαλείας» σημαίνει την περιοχή εντός απόστασης 500 μέτρων από οποιοδήποτε σημείο της εγκατάστασης, η οποία ορίζεται από το κράτος μέλος,

27)

«ιδιοκτήτης» σημαίνει οντότητα εξουσιοδοτημένη κατά τον νόμο να ελέγχει τη λειτουργία μη παραγωγικής εγκατάστασης,

28)

«εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης» σημαίνει σχέδιο το οποίο εκπονούν οι φορείς εκμετάλλευσης ή οι ιδιοκτήτες σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τα μέτρα για την πρόληψη της κλιμάκωσης ή τον περιορισμό των συνεπειών σοβαρού ατυχήματος που σχετίζεται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου,

29)

«ανεξάρτητη επαλήθευση» σημαίνει την εκτίμηση και την επιβεβαίωση της εγκυρότητας συγκεκριμένων γραπτών δηλώσεων οντότητας ή οργανωτικής δομής του φορέα εκμετάλλευσης ή του ιδιοκτήτη που δεν υπόκειται στον έλεγχο ή στην επιρροή της οντότητας ή της οργανωτικής δομής που χρησιμοποιεί τις εν λόγω δηλώσεις,

30)

«ουσιαστική αλλαγή» σημαίνει:

α)

στην περίπτωση έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων, αλλαγή στη βάση επί της οποίας έγινε δεκτή η αρχική έκθεση, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υλικών τροποποιήσεων, διαθεσιμότητας νέων γνώσεων ή νέας τεχνολογίας και αλλαγών στην επιχειρησιακή διαχείριση,

β)

στην περίπτωση κοινοποίησης εργασιών γεώτρησης ή συνδυασμένων εργασιών, αλλαγή στη βάση επί της οποίας υποβλήθηκε η αρχική κοινοποίηση, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υλικών τροποποιήσεων, αντικατάστασης μιας εγκατάστασης με άλλη, διαθεσιμότητας νέων γνώσεων ή νέας τεχνολογίας και αλλαγών στην επιχειρησιακή διαχείριση,

31)

«έναρξη των εργασιών» σημαίνει το χρονικό σημείο κατά το οποίο η εγκατάσταση ή η συνδεδεμένη υποδομή συμμετέχει για πρώτη φορά στις εργασίες για τις οποίες είναι σχεδιασμένη,

32)

«αποτελεσματικότητα αντιμετώπισης πετρελαιοκηλίδας» σημαίνει την αποτελεσματικότητα των συστημάτων αντιμετώπισης διαρροής κατά την αντιμετώπιση πετρελαιοκηλίδας, με βάση την ανάλυση της συχνότητας, της διάρκειας και της χρονικής στιγμής των περιβαλλοντικών συνθηκών που θα καθιστούσαν αδύνατη την αντιμετώπισή της. Η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας αντιμετώπισης πετρελαιοκηλίδας πρέπει να εκφράζεται ως ποσοστό του χρόνου που δεν υφίστανται τέτοιες συνθήκες και πρέπει να περιλαμβάνει περιγραφή των λειτουργικών περιορισμών που τίθενται στις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις ως αποτέλεσμα της εν λόγω εκτίμησης,

33)

«κρίσιμα στοιχεία ασφάλειας και περιβάλλοντος» σημαίνει τα μέρη μιας εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών προγραμμάτων, σκοπός των οποίων είναι να αποτρέψουν ένα σοβαρό ατύχημα ή να περιορίσουν τις συνέπειές του, ή η αστοχία των οποίων θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρό ατύχημα ή να συντελέσει κατά τρόπο ουσιαστικό στην πρόκληση σοβαρού ατυχήματος,

34)

«τριμερής διαβούλευση» σημαίνει επίσημη διευθέτηση που καθιστά δυνατό τον διάλογο και τη συνεργασία ανάμεσα στην αρμόδια αρχή, τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες, καθώς και τους εκπροσώπους των εργαζομένων,

35)

«κλάδος» σημαίνει τις οντότητες που εμπλέκονται άμεσα σε υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία ή των οποίων οι δραστηριότητες συνδέονται στενά με τις εν λόγω εργασίες,

36)

«εξωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης» σημαίνει τοπική, εθνική ή περιφερειακή στρατηγική για την πρόληψη της κλιμάκωσης ή τον περιορισμό των συνεπειών σοβαρού ατυχήματος που σχετίζεται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, με αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων στον φορέα εκμετάλλευσης πόρων, όπως περιγράφεται στο σχετικό εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, και τυχόν συμπληρωματικών πόρων που διατίθενται από τα κράτη μέλη,

37)

«σοβαρό περιβαλλοντικό περιστατικό» σημαίνει περιστατικό που προκαλεί ή είναι πιθανό να προκαλέσει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον, σύμφωνα με την οδηγία 2004/35/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΠΡΟΛΗΨΗ ΣΟΒΑΡΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΩΝ ΜΕ ΥΠΕΡΑΚΤΙΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ

Άρθρο 3

Γενικές αρχές διαχείρισης κινδύνου σε υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου

1.   Τα κράτη μέλη ζητούν από τους φορείς εκμετάλλευσης να διασφαλίζουν ότι λαμβάνονται όλα τα κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή σοβαρών ατυχημάτων που προκαλούνται από υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης δεν απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας λόγω του γεγονότος ότι πράξεις ή παραλείψεις που οδήγησαν ή συνέβαλαν σε σοβαρά ατυχήματα εκτελέστηκαν από εργολάβους.

3.   Σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για τον περιορισμό των συνεπειών του στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον.

4.   Τα κράτη μέλη ζητούν από τους φορείς εκμετάλλευσης να διασφαλίζουν ότι οι υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου εκτελούνται βάσει συστηματικής διαχείρισης κινδύνου κατά τρόπον ώστε οι εναπομένοντες κίνδυνοι σοβαρών ατυχημάτων για τους ανθρώπους, το περιβάλλον και τις υπεράκτιες εγκαταστάσεις να είναι ανεκτοί.

Άρθρο 4

Ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια και το περιβάλλον σε σχέση με τις άδειες

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις για τη χορήγηση ή τη μεταβίβαση αδειών εκτέλεσης υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου λαμβάνουν υπόψη την ικανότητα του αιτούντος τέτοια άδεια να πληροί τις απαιτήσεις για εργασίες στο πλαίσιο της άδειας, όπως απαιτείται στις σχετικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, ιδίως δε της παρούσας οδηγίας.

2.   Συγκεκριμένα, κατά την αξιολόγηση της τεχνικής και οικονομικής ικανότητας του αιτούντος άδεια, λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα εξής:

α)

ο κίνδυνος, η επικινδυνότητα και τυχόν άλλες συναφείς πληροφορίες που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη περιοχή αδειοδότησης, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του κόστους της υποβάθμισης του θαλασσίου περιβάλλοντος σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2008/56/ΕΚ,

β)

το συγκεκριμένο στάδιο στο οποίο βρίσκονται οι υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου,

γ)

οι χρηματοοικονομικές δυνατότητες του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε χρηματικοοικονομικής ασφάλειας, για την κάλυψη των ευθυνών που ενδέχεται να προκύψουν από τις εν λόγω υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης για ενδεχόμενες οικονομικές ζημίες όταν αυτή η ευθύνη προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία,

δ)

οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις του αιτούντος όσον αφορά την ασφάλεια και το περιβάλλον, μεταξύ άλλων και όσον αφορά σοβαρά ατυχήματα, εφόσον ενδείκνυται για τις εργασίες για τις οποίες ζητήθηκε η χορήγηση άδειας.

Πριν από τη χορήγηση ή τη μεταβίβαση άδειας υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου, η αδειοδοτούσα αρχή ζητεί, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, τη γνώμη της αρμόδιας αρχής.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αδειοδοτούσα αρχή χορηγεί άδεια μόνο στην περίπτωση που θεωρήσει επαρκείς τις αποδείξεις του αιτούντος ότι ο αιτών έχει λάβει ή θα λάβει κατάλληλη μέριμνα, βάσει ρυθμίσεων που θα αποφασιστούν από τα κράτη μέλη, προκειμένου να καλυφθούν ευθύνες που ενδέχεται να προκύψουν από τις υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου του αιτούντος. Αυτή η μέριμνα τίθεται σε ισχύ και ενεργοποιείται κατά την έναρξη των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Τα κράτη μέλη ζητούν από τους αιτούντες να αποδείξουν, με τον κατάλληλο τρόπο, τις τεχνικές και οικονομικές τους ικανότητες και να παράσχουν οποιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία αναφορικά με την περιοχή που καλύπτεται από την άδεια και το συγκεκριμένο στάδιο υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Τα κράτη μέλη εκτιμούν την επάρκεια της μέριμνας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο προκειμένου να διαπιστώσουν εάν ο αιτών διαθέτει επαρκείς χρηματοοικονομικούς πόρους για την άμεση έναρξη και την απρόσκοπτη συνέχιση όλων των δράσεων που είναι αναγκαίες για αποτελεσματική αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και την επακόλουθη αποκατάσταση.

Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την ανάπτυξη βιώσιμων χρηματοοικονομικών μέσων και άλλων διευθετήσεων που βοηθούν τους αιτούντες άδεια να αποδείξουν τη χρηματοοικονομική τους ικανότητα σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν, τουλάχιστον, διαδικασίες που διασφαλίζουν άμεσο και αποτελεσματικό χειρισμό των αγωγών αποζημίωσης, μεταξύ άλλων και όσον αφορά αποζημιώσεις για διασυνοριακά περιστατικά.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους κατόχους άδειας να διατηρούν επαρκείς ικανότητες ώστε να ανταποκρίνονται στις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις τους που προκύπτουν από υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου.

4.   Η αδειοδοτούσα αρχή ή ο κάτοχος άδειας διορίζουν τον φορέα εκμετάλλευσης. Όταν ο φορέας εκμετάλλευσης πρόκειται να διοριστεί από τον κάτοχο άδειας, η αδειοδοτούσα αρχή ενημερώνεται εκ των προτέρων για τον διορισμό. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αδειοδοτούσα αρχή, αν κριθεί απαραίτητο σε διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, έχει τη δυνατότητα να προβάλει αντιρρήσεις στον διορισμό του φορέα εκμετάλλευσης. Όταν προβάλλεται τέτοια αντίρρηση, τα κράτη μέλη ζητούν από τον κάτοχο άδειας να διορίσει άλλον κατάλληλο φορέα εκμετάλλευσης ή να αναλάβει τις υποχρεώσεις του φορέα εκμετάλλευσης σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

5.   Οι διαδικασίες αδειοδότησης για υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου που αφορούν μια δεδομένη περιοχή αδειοδότησης οργανώνονται με τρόπο ώστε οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται κατόπιν εξερεύνησης να μπορούν να εξεταστούν από το κράτος μέλος πριν από την έναρξη της παραγωγής.

6.   Όταν εκτιμούνται οι τεχνικές και χρηματοοικονομικές ικανότητες αιτούντος άδεια, δίνεται ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε περιβαλλοντολογικά ευαίσθητο θαλάσσιο και παράκτιο περιβάλλον, συγκεκριμένα στα οικοσυστήματα που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο μετριασμού της αλλαγής του κλίματος και προσαρμογής σε αυτήν, όπως είναι τα αλατούχα έλη και τα υποθαλάσσια λιβάδια, καθώς επίσης και στις θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές, όπως είναι οι ειδικές ζώνες διατήρησης σύμφωνα με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (21), οι ζώνες ειδικής προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (22) και οι θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές που έχουν συμφωνηθεί από την Ένωση ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη στο πλαίσιο οποιωνδήποτε διεθνών ή περιφερειακών συμφωνιών των οποίων είναι συμβαλλόμενα μέρη.

Άρθρο 5

Συμμετοχή του κοινού όσον αφορά τις επιπτώσεις προγραμματισμένων υπεράκτιων εργασιών εξερεύνησης κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στο περιβάλλον

1.   Η ανόρυξη γεώτρησης εξερεύνησης από μη παραγωγική εγκατάσταση δεν ξεκινά μέχρις ότου οι σχετικές αρχές του κράτους μέλους διασφαλίσουν ότι το κοινό συμμετέχει σε αρχικό στάδιο και με ουσιαστικό τρόπο στην εξέταση των πιθανών συνεπειών των προγραμματισμένων υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου στο περιβάλλον σύμφωνα με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης, ιδίως την οδηγία 2001/42/ΕΚ ή την οδηγία 2011/92/ΕΕ, κατά περίπτωση.

2.   Όταν το κοινό δεν έχει συμμετάσχει στη διαδικασία σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ισχύουν οι ακόλουθες ρυθμίσεις:

α)

το κοινό ενημερώνεται, είτε με δημόσιες ανακοινώσεις είτε με άλλα κατάλληλα μέσα, όπως τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, σχετικά με την τοποθεσία όπου σχεδιάζεται να επιτραπούν εργασίες εξερεύνησης,

β)

προσδιορίζεται το ενδιαφερόμενο κοινό, συμπεριλαμβανομένου του κοινού που πλήττεται ή είναι πιθανόν να πληγεί από την απόφαση να επιτραπούν εργασίες εξερεύνησης, ή που έχει συμφέρον απ’ αυτήν, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών μη κυβερνητικών οργανώσεων, όπως εκείνες που προωθούν την προστασία του περιβάλλοντος, και άλλων σχετικών οργανώσεων,

γ)

οι σχετικές πληροφορίες για τέτοιες προγραμματισμένες εργασίες καθίστανται διαθέσιμες στο κοινό, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των πληροφοριών σχετικά με το δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και τον παραλήπτη ενδεχόμενων παρατηρήσεων ή ερωτήσεων,

δ)

το κοινό έχει το δικαίωμα να διατυπώνει παρατηρήσεις και γνώμες όταν όλες οι επιλογές είναι ακόμη ανοικτές, προτού ληφθεί η απόφαση να επιτραπεί η εξερεύνηση,

ε)

κατά τη λήψη των αποφάσεων του σημείου δ), λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της συμμετοχής του κοινού, και

στ)

το οικείο κράτος μέλος ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση το κοινό, αφού εξετάσει τις παρατηρήσεις και γνώμες που διατυπώθηκαν, σχετικά με τις αποφάσεις που λήφθηκαν και τους λόγους τους, καθώς και εκτιμήσεις επί των οποίων βασίστηκαν οι εν λόγω αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με τη διαδικασία συμμετοχής του κοινού.

Παρέχονται εύλογα χρονοδιαγράμματα που προβλέπουν επαρκή χρόνο για καθένα από τα διάφορα στάδια συμμετοχής του κοινού.

3.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται όσον αφορά περιοχές για τις οποίες είχε χορηγηθεί άδεια πριν από τις 18 Ιουλίου 2013.

Άρθρο 6

Υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου εντός περιοχών αδειοδότησης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εγκαταστάσεις παραγωγής και η συνδεδεμένη υποδομή λειτουργούν μόνο σε περιοχές αδειοδότησης και μόνο από φορείς εκμετάλλευσης που έχουν διοριστεί για τον σκοπό αυτό σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον κάτοχο άδειας να διασφαλίζει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης έχει την ικανότητα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις συγκεκριμένων εργασιών στο πλαίσιο της άδειας.

3.   Κατά τη διάρκεια όλων των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου, τα κράτη μέλη απαιτούν από τον κάτοχο άδειας να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα ώστε να διασφαλίζει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης πληροί τις απαιτήσεις, εκτελεί τις λειτουργίες του και αναλαμβάνει τα καθήκοντά του δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

4.   Όταν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης δεν έχει πλέον την ικανότητα να πληροί τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ενημερώνει την αδειοδοτούσα αρχή. Στη συνέχεια, η αδειοδοτούσα αρχή ειδοποιεί σχετικά τον κάτοχο άδειας και ο κάτοχος άδειας αναλαμβάνει την ευθύνη για την εκτέλεση των σχετικών καθηκόντων και υποδεικνύει, χωρίς καθυστέρηση, αναπληρωτή φορέα εκμετάλλευσης στην αδειοδοτούσα αρχή.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εργασίες που σχετίζονται με παραγωγικές και μη παραγωγικές εγκαταστάσεις δεν ξεκινούν ή δεν συνεχίζονται μέχρις ότου η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων γίνει αποδεκτή από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εργασίες γεώτρησης ή οι συνδυασμένες εργασίες δεν ξεκινούν ή δεν συνεχίζονται μέχρις ότου η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων για τις εμπλεκόμενες εγκαταστάσεις έχει γίνει αποδεκτή σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Επιπλέον, τέτοιες εργασίες δεν επιτρέπεται να αρχίζουν ή να συνεχίζονται εάν δεν έχει υποβληθεί στην αρμόδια αρχή κοινοποίηση εργασιών γεώτρησης ή κοινοποίηση συνδυασμένων εργασιών σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία η) ή θ) αντίστοιχα ή εάν η αρμόδια αρχή έχει εκφράσει αντιρρήσεις ως προς το περιεχόμενο κοινοποίησης.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ορίζεται ζώνη ασφαλείας γύρω από μια εγκατάσταση και ότι απαγορεύεται στα σκάφη να εισέρχονται ή να παραμένουν σε αυτήν τη ζώνη.

Η απαγόρευση αυτή όμως δεν ισχύει για σκάφη που εισέρχονται ή παραμένουν στη ζώνη ασφαλείας:

α)

με σκοπό την τοποθέτηση, την επιθεώρηση, τη δοκιμή, την επισκευή, τη συντήρηση, τη μετατροπή, την ανανέωση ή την αφαίρεση οποιουδήποτε υποβρύχιου καλωδίου ή αγωγού που βρίσκεται μέσα ή κοντά στην εν λόγω ζώνη ασφαλείας,

β)

προκειμένου να παράσχουν υπηρεσίες σε οποιαδήποτε εγκατάσταση ή συνδεδεμένη υποδομή στην εν λόγω ζώνη ασφαλείας ή να μεταφέρουν πρόσωπα ή αγαθά προς ή από αυτήν,

γ)

προκειμένου να επιθεωρήσουν οποιαδήποτε εγκατάσταση στην εν λόγω ζώνη ασφαλείας υπό την ευθύνη του κράτους μέλους,

δ)

με σκοπό τη διάσωση ή την προσπάθεια διάσωσης ανθρώπινων ζωών ή περιουσίας,

ε)

λόγω επικίνδυνων καιρικών συνθηκών,

στ)

όταν βρίσκονται σε κίνδυνο ή

ζ)

εφόσον συναινεί ο φορέας λειτουργίας, ο ιδιοκτήτης ή το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η ζώνη ασφαλείας.

8.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μηχανισμό για ουσιαστική συμμετοχή σε τριμερή διαβούλευση μεταξύ της αρμοδίας αρχής, των φορέων εκμετάλλευσης και των ιδιοκτητών, καθώς και των εκπροσώπων των εργαζομένων, με θέμα τον καθορισμό προτύπων και πολιτικών για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων.

Άρθρο 7

Ευθύνη για περιβαλλοντικές ζημίες

Με την επιφύλαξη του υφιστάμενου πεδίου εφαρμογής των ευθυνών σχετικά με την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας δυνάμει της οδηγίας 2004/35/ΕΚ, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο κάτοχος άδειας είναι οικονομικά υπεύθυνος για την πρόληψη και αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών, κατά τα οριζόμενα στην εν λόγω οδηγία, που προκαλούνται από υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου οι οποίες πραγματοποιούνται από τον κάτοχο άδειας ή τον φορέα εκμετάλλευσης ή για λογαριασμό τους.

Άρθρο 8

Διορισμός της αρμόδιας αρχής

1.   Τα κράτη μέλη διορίζουν αρμόδια αρχή στην οποία ανατίθενται τις ακόλουθες ρυθμιστικές λειτουργίες:

α)

εκτίμηση και αποδοχή εκθέσεων περί μεγάλων κινδύνων, εκτίμηση κοινοποιήσεων μελέτης και εκτίμηση κοινοποιήσεων εργασιών γεώτρησης ή συνδυασμένων εργασιών, καθώς και άλλων παρόμοιων εγγράφων που υποβάλλονται σε αυτήν,

β)

επίβλεψη της συμμόρφωσης των φορέων εκμετάλλευσης και των ιδιοκτητών με την παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων των επιθεωρήσεων, των ερευνών και των μέτρων επιβολής,

γ)

παροχή συμβουλών σε άλλες αρχές ή φορείς, συμπεριλαμβανομένης της αδειοδοτούσας αρχής,

δ)

κατάρτιση ετήσιων σχεδίων σύμφωνα με το άρθρο 21,

ε)

κατάρτιση εκθέσεων,

στ)

συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές ή με τα σημεία επαφής σύμφωνα με το άρθρο 27.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ανά πάσα στιγμή την ανεξαρτησία και αμεροληψία της αρμόδιας αρχής κατά την άσκηση των ρυθμιστικών της λειτουργιών, ιδίως δε όσον αφορά την παράγραφο 1 στοιχεία α), β) και γ). Ως εκ τούτου, αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ, αφενός, των ρυθμιστικών λειτουργιών της αρμόδιας αρχής και, αφετέρου, των ρυθμιστικών λειτουργιών που σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη των υπεράκτιων φυσικών πόρων και την αδειοδότηση υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου στο κράτος μέλος και την είσπραξη και διαχείριση των εσόδων από τις εν λόγω εργασίες.

3.   Για την επίτευξη των στόχων της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη έχουν την απαίτηση οι ρυθμιστικές λειτουργίες της αρμόδιας αρχής να ασκούνται στο πλαίσιο αρχής ανεξάρτητης από οιαδήποτε λειτουργία του κράτους μέλους που σχετίζεται με την οικονομική ανάπτυξη των υπεράκτιων φυσικών πόρων και της αδειοδότησης υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου εντός του κράτους μέλους και με τη συλλογή και διαχείριση των εσόδων από τις εν λόγω εργασίες.

Ωστόσο, όταν ο συνολικός αριθμός των κανονικά επανδρωμένων εγκαταστάσεων είναι μικρότερος των έξι, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να μην εφαρμόσει το πρώτο εδάφιο. Η απόφαση αυτή δεν επηρεάζει τις κατά την παράγραφο 2 υποχρεώσεις του.

4.   Τα κράτη μέλη θέτουν στη διάθεση του κοινού περιγραφή του τρόπου οργάνωσης της αρμόδιας αρχής, αναφέροντας επίσης για ποιο λόγο επέλεξαν αυτόν τον τρόπο οργάνωσης της αρμόδιας αρχής, καθώς επίσης και με ποιον τρόπο έχουν διασφαλίσει την άσκηση των ρυμιστικών λειτουργιών που καθορίζονται στην παράγραφο 1 και την τήρηση των υποχρεώσεων που καθορίζονται στην παράγραφο 2.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή διαθέτει επαρκείς ανθρώπινους και χρηματοοικονομικούς πόρους προκειμένου να εκτελεί τα κατά την παρούσα οδηγία καθήκοντά της. Οι εν λόγω πόροι είναι ανάλογοι με την έκταση των υπεράκτιων εργασιών εκμετάλλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου στο κράτος μέλος.

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν τυπικές συμφωνίες με τους κατάλληλους οργανισμούς της Ένωσης ή άλλους κατάλληλους φορείς, κατά περίπτωση, για την παροχή εξειδικευμένης εμπειρογνωμοσύνης προς υποστήριξη της αρμόδιας αρχής κατά την εκτέλεση των ρυθμιστικών λειτουργιών της. Για τους στόχους της παρούσας παραγράφου, φορέας δεν θεωρείται κατάλληλος εφόσον η αντικειμενικότητά του μπορεί να αμφισβητηθεί λόγω σύγκρουσης συμφερόντων.

7.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν μηχανισμούς σύμφωνα με τους οποίους η οικονομική επιβάρυνση της αρμόδιας αρχής κατά την εκτέλεση των κατά την παρούσα οδηγία καθηκόντων της μπορεί να ανακτάται από τους κατόχους άδειας, τους φορείς εκμετάλλευσης ή τους ιδιοκτήτες.

8.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή αποτελείται από περισσοτέρους του ενός φορείς, τα κράτη μέλη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποφύγουν την αλληλοεπικάλυψη των ρυθμιστικών λειτουργιών μεταξύ των φορέων. Τα κράτη μέλη μπορούν να διορίζουν επικεφαλής έναν από τους φορείς που απαρτίζουν την αρμόδια αρχή, με την ευθύνη να συντονίζει τις κατά την παρούσα οδηγία ρυθμιστικές λειτουργίες και να λογοδοτεί στην Επιτροπή.

9.   Τα κράτη μέλη αναθεωρούν τις δραστηριότητες της αρμόδιας αρχής και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς της στην εκτέλεση των ρυθμιστικών λειτουργιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 9

Λειτουργία της αρμόδιας αρχής

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή:

α)

δρα ανεξάρτητα από πολιτικές, κανονιστικές αποφάσεις ή άλλους παράγοντες που δεν σχετίζονται με τα καθήκοντά της κατά την παρούσα οδηγία,

β)

καθιστά σαφή την έκταση των ευθυνών της και των ευθυνών του φορέα εκμετάλλευσης και του ιδιοκτήτη για τον έλεγχο της πιθανότητας σοβαρών ατυχημάτων δυνάμει της παρούσας οδηγίας,

γ)

θεσπίζει πολιτική, μέθοδο και διαδικασίες για την ενδελεχή εκτίμηση των εκθέσεων περί μεγάλων κινδύνων και των κοινοποιήσεων που έχουν υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 11, καθώς και για την επίβλεψη συμμόρφωσης προς την παρούσα οδηγία εντός της δικαιοδοσίας του κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων δράσεων επιθεώρησης, διερεύνησης και επιβολής,

δ)

ενημερώνει τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες σχετικά με την πολιτική, τη μέθοδο και τις διαδικασίες σύμφωνα με το στοιχείο γ) και θέτει στη διάθεση του κοινού συνοπτικές παρουσιάσεις τους,

ε)

όπου κρίνεται απαραίτητο, θεσπίζει και εφαρμόζει συντονισμένες ή κοινές διαδικασίες με άλλες αρχές στο κράτος μέλος για την εκτέλεση των καθηκόντων κατά την παρούσα οδηγία, και

στ)

βασίζει την πολιτική, την οργάνωση και τις επιχειρησιακές διαδικασίες της στις αρχές που ορίζονται στο παράρτημα III.

Άρθρο 10

Καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα

1.   Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (ΕΟΑΘ, εφεξής «Οργανισμός») προσφέρει στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή τεχνική και επιστημονική συνδρομή σύμφωνα με την εντολή του δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1406/2002.

2.   Στο πλαίσιο της εντολής του, ο Οργανισμός:

α)

συνδράμει την Επιτροπή και το πληγέν κράτος μέλος, κατόπιν αιτήματός του, στη διερεύνηση και παρακολούθηση του μεγέθους πετρελαιοκηλίδας ή διαρροής φυσικού αερίου,

β)

συνδράμει τα κράτη μέλη, κατόπιν αιτήματός τους, στην προετοιμασία και εκτέλεση εξωτερικών σχεδίων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, ιδίως όταν υπάρχουν διασυνοριακές επιπτώσεις εντός και πέραν των υπεράκτιων υδάτων των κρατών μελών,

γ)

με βάση τα εξωτερικά και εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης των κρατών μελών, καταρτίζει μαζί με τα κράτη μέλη και τους φορείς εκμετάλλευσης κατάλογο του εξοπλισμού και των υπηρεσιών αντιμετώπισης εκτάκτου ανάγκης που είναι διαθέσιμα.

3.   Ο Οργανισμός μπορεί, εφόσον του ζητηθεί:

α)

να συνδράμει την Επιτροπή στην εκτίμηση των εξωτερικών σχεδίων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης των κρατών μελών, για να ελεγχθεί κατά πόσον τα σχέδια είναι σύμφωνα με την παρούσα οδηγία,

β)

να αναθεωρεί ασκήσεις που επικεντρώνονται στη δοκιμή των διασυνοριακών και ενωσιακών μηχανισμών εκτάκτου ανάγκης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΥΠΕΡΑΚΤΙΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ

Άρθρο 11

Έγγραφα που πρέπει να υποβάλλονται για την εκτέλεση υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο ιδιοκτήτης υποβάλλει στην αρμόδια αρχή τα ακόλουθα έγγραφα:

α)

την εταιρική πολιτική για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων ή επαρκή περιγραφή της, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφοι 1 και 5,

β)

το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος, που ισχύει για την εγκατάσταση, ή επαρκή περιγραφή του, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφοι 3 και 5,

γ)

στην περίπτωση προγραμματισμένης παραγωγικής εγκατάστασης, κοινοποίηση σχεδιασμού σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος I μέρος 1,

δ)

περιγραφή της μεθόδου ανεξάρτητης επαλήθευσης σύμφωνα με το άρθρο 17,

ε)

έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13,

στ)

σε περίπτωση ουσιαστικής αλλαγής ή αποξήλωσης εγκατάστασης, τροποποιημένη έκθεση περί μεγάλων κινδύνων σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13,

ζ)

το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης ή επαρκή περιγραφή του σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 28,

η)

σε περίπτωση εργασιών γεώτρησης, κοινοποίηση των εν λόγω εργασιών γεώτρησης και πληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω εργασίες γεώτρησης σύμφωνα με το άρθρο 15,

θ)

στην περίπτωση συνδυασμένων εργασιών, κοινοποίηση συνδυασμένων εργασιών σύμφωνα με το άρθρο 16,

ι)

σε περίπτωση υφιστάμενης παραγωγικής εγκατάστασης που πρόκειται να μετακινηθεί σε νέα τοποθεσία παραγωγής όπου και θα λειτουργεί, κοινοποίηση μετεγκατάστασης σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος 1,

ια)

οποιοδήποτε άλλο σχετικό έγγραφο ζητά η αρμόδια αρχή.

2.   Τα έγγραφα που πρέπει να υποβληθούν βάσει της παραγράφου 1 στοιχεία α), β), δ) και ζ) περιλαμβάνονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που ζητείται δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο ε). Η εταιρική πολιτική για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων φορέα εκμετάλλευσης γεώτρησης περιλαμβάνεται επίσης, όταν δεν έχει προηγουμένως υποβληθεί, στην κοινοποίηση εργασιών γεώτρησης που πρέπει να υποβληθεί δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο η).

3.   Η κοινοποίηση μελέτης που απαιτείται κατά την παράγραφο 1 στοιχείο γ) υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή εντός προθεσμίας που ορίζει η αρμόδια αρχή πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία υποβολής της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων σχετικά με την προγραμματισμένη εργασία. Η αρμόδια αρχή ανταποκρίνεται στην κοινοποίηση μελέτης με σχόλια που πρέπει να ληφθούν υπόψη στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων.

4.   Σε περίπτωση που υφιστάμενη παραγωγική εγκατάσταση πρόκειται να εισέλθει στα υπεράκτια ύδατα κράτους μέλους ή να απομακρυνθεί από αυτά, ο φορέας εκμετάλλευσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή εγγράφως πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η παραγωγική εγκατάσταση πρόκειται να εισέλθει στα υπεράκτια ύδατα του κράτους μέλους ή να απομακρυνθεί από αυτά.

5.   Η κοινοποίηση μετεγκατάστασης που απαιτείται δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο ι) υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή σε αρκούντως πρώιμο στάδιο της προτεινόμενης διαδικασίας, ώστε ο φορέας εκμετάλλευσης να είναι σε θέση να λάβει υπόψη του όλα τα θέματα που εγείρει η αρμόδια αρχή κατά την εκπόνηση της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων.

6.   Σε περίπτωση ουσιαστικής αλλαγής που επηρεάζει την κοινοποίηση μελέτης ή την κοινοποίηση μετεγκατάστασης πριν από την υποβολή της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων, η αρμόδια αρχή ενημερώνεται για την εν λόγω αλλαγή το συντομότερο δυνατόν.

7.   Η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο ε) υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή εντός προθεσμίας που ορίζει η αρμόδια αρχή και η οποία λήγει πριν από την προγραμματισμένη έναρξη των εργασιών.

Άρθρο 12

Έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που αφορά παραγωγική εγκατάσταση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι o φορέας εκμετάλλευσης καταρτίζει έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που αφορά παραγωγική εγκατάσταση και η οποία πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε). Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα I μέρη 2 και 5 και επικαιροποιείται όταν κρίνεται απαραίτητο ή όταν το ζητά η αρμόδια αρχή.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι πραγματοποιείται διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων στα κατάλληλα στάδια της προετοιμασίας της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων που αφορά παραγωγική εγκατάσταση και ότι παρέχονται οι απαιτούμενες αποδείξεις σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος 2 σημείο 3.

3.   Η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που αφορά παραγωγική εγκατάσταση μπορεί να καταρτίζεται για ομάδα εγκαταστάσεων, εφόσον συμφωνήσει η αρμόδια αρχή.

4.   Όταν απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες προτού γίνει δεκτή μια έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης παρέχει, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής, τις πληροφορίες αυτές και υποβάλλει όλες τις απαραίτητες αλλαγές στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων.

5.   Όταν πρόκειται να γίνουν τροποποιήσεις στην παραγωγική εγκατάσταση που συνεπάγονται ουσιαστική αλλαγή ή όταν πρόκειται να αποξηλωθεί σταθερή παραγωγική εγκατάσταση, ο φορέας εκμετάλλευσης καταρτίζει τροποποιημένη έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, η οποία πρέπει να υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο στ) εντός προθεσμίας που καθορίζει η αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος 6.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι προβλεπόμενες τροποποιήσεις δεν πραγματοποιούνται ούτε η αποξήλωση ξεκινά προτού η αρμόδια αρχή κάνει δεκτή την τροποποιημένη έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που αφορά την παραγωγική εγκατάσταση.

7.   Η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που αφορά παραγωγική εγκατάσταση υπόκειται σε ενδελεχή περιοδική επανεξέταση από τον φορέα εκμετάλλευσης τουλάχιστον ανά πενταετία ή νωρίτερα όταν το ζητά η αρμόδια αρχή. Τα αποτελέσματα της επανεξέτασης κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή.

Άρθρο 13

Έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που αφορά μη παραγωγική εγκατάσταση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ιδιοκτήτης καταρτίζει έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που αφορά μη παραγωγική εγκατάσταση και η οποία πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε). H εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα I μέρη 3 και 5 και επικαιροποιείται όταν κρίνεται απαραίτητο ή όταν το ζητά η αρμόδια αρχή.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι πραγματοποιείται διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων στα κατάλληλα στάδια της προετοιμασίας της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων που αφορά μη παραγωγική εγκατάσταση και ότι παρέχονται οι απαιτούμενες αποδείξεις σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος 3 σημείο 2.

3.   Όταν απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες προτού γίνει δεκτή μια έκθεση περί μεγάλων κινδύνων για μη παραγωγική εγκατάσταση, τα κράτη μέλη ζητούν από τον ιδιοκτήτη να παράσχει, ύστερα από αίτημα της αρμόδιας αρχής, τις πληροφορίες αυτές και να πραγματοποιήσει όλες τις απαραίτητες αλλαγές στην υποβληθείσα έκθεση περί μεγάλων κινδύνων.

4.   Όταν πρόκειται να γίνουν τροποποιήσεις στη μη παραγωγική εγκατάσταση που συνεπάγονται ουσιαστική αλλαγή ή όταν πρόκειται να αποξηλωθεί μια σταθερή μη παραγωγική εγκατάσταση, ο ιδιοκτήτης καταρτίζει τροποποιημένη έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, η οποία πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο στ) εντός προθεσμίας που καθορίζει η αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος 6 σημεία 1, 2 και 3.

5.   Για σταθερή μη παραγωγική εγκατάσταση, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι προβλεπόμενες τροποποιήσεις δεν πραγματοποιούνται ούτε η αποξήλωση ξεκινά προτού η αρμόδια αρχή κάνει δεκτή την τροποποιημένη έκθεση περί μεγάλων κινδύνων για τη σταθερή μη παραγωγική εγκατάσταση.

6.   Για κινητή μη παραγωγική εγκατάσταση, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι προβλεπόμενες τροποποιήσεις δεν πραγματοποιούνται προτού η αρμόδια αρχή κάνει δεκτή την τροποποιημένη έκθεση περί μεγάλων κινδύνων για την κινητή μη παραγωγική εγκατάσταση.

7.   Η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων για μη παραγωγική εγκατάσταση υπόκειται σε ενδελεχή περιοδική επανεξέταση από τον ιδιοκτήτη τουλάχιστον ανά πενταετία ή νωρίτερα όταν το ζητά η αρμόδια αρχή. Τα αποτελέσματα της επανεξέτασης υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή.

Άρθρο 14

Εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης ή, κατά περίπτωση, οι ιδιοκτήτες καταρτίζουν εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, τα οποία πρέπει να υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ζ). Τα σχέδια καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 28, λαμβανομένης υπόψη της εκτίμησης κινδύνου σοβαρού ατυχήματος, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά την κατάρτιση της πλέον πρόσφατης έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων. Το σχέδιο περιλαμβάνει ανάλυση της αποτελεσματικότητας αντιμετώπισης πετρελαιοκηλίδας.

2.   Σε περίπτωση που κινητή μη παραγωγική εγκατάσταση πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση εργασιών γεώτρησης, το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης για την εγκατάσταση λαμβάνει υπόψη την εκτίμηση κινδύνου που πραγματοποιήθηκε κατά την κατάρτιση της κοινοποίησης εργασιών γεώτρησης που πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο η). Σε περίπτωση που το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης πρέπει να τροποποιηθεί λόγω της ιδιαίτερης φύσης ή της τοποθεσίας της γεώτρησης, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης της γεώτρησης υποβάλλει το τροποποιημένο εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, ή επαρκή περιγραφή του, στην αρμόδια αρχή ως συμπλήρωμα της σχετικής κοινοποίησης των εργασιών γεώτρησης.

3.   Σε περίπτωση που μη παραγωγική εγκατάσταση πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση συνδυασμένων εργασιών, το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης τροποποιείται προκειμένου να καλύπτει τις συνδυασμένες εργασίες και υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή ως συμπλήρωμα της σχετικής κοινοποίησης των συνδυασμένων εργασιών.

Άρθρο 15

Κοινοποίηση και πληροφορίες σχετικά με εργασίες γεώτρησης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης γεώτρησης καταρτίζει την κοινοποίηση που πρέπει να υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο η) στην αρμόδια αρχή. Υποβάλλεται εντός προθεσμίας ορισθείσας από την αρμόδια αρχή πριν από την έναρξη των εργασιών γεώτρησης. Η εν λόγω κοινοποίηση εργασιών γεώτρησης παρουσιάζει λεπτομερώς τον σχεδιασμό της γεώτρησης και τις προτεινόμενες εργασίες γεώτρησης, σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος 4. Στην κοινοποίηση περιλαμβάνεται ανάλυση της αποτελεσματικότητας αντιμετώπισης πετρελαιοκηλίδας.

2.   Η αρμόδια αρχή εξετάζει την κοινοποίηση και, εάν το κρίνει απαραίτητο, ενεργεί δεόντως πριν από την έναρξη των εργασιών γεώτρησης, δυνάμενη, μεταξύ άλλων, να απαγορεύσει την έναρξη των εργασιών.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης της γεώτρησης συνεργάζεται με τον ανεξάρτητο φορέα επαλήθευσης κατά τον σχεδιασμό και την προετοιμασία ουσιαστικής αλλαγής στην υποβληθείσα κοινοποίηση εργασιών γεώτρησης σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 στοιχείο β) και ότι ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή για κάθε ουσιαστική αλλαγή στην υποβληθείσα κοινοποίηση εργασιών γεώτρησης. Η αρμόδια αρχή εξετάζει τις εν λόγω αλλαγές και, εάν το κρίνει απαραίτητο, ενεργεί δεόντως.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης της γεώτρησης υποβάλλει εκθέσεις για εργασίες γεώτρησης στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος II. Οι εκθέσεις υποβάλλονται εβδομαδιαίως, ξεκινώντας από την ημέρα έναρξης των εργασιών γεώτρησης, ή ανά διαστήματα που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 16

Κοινοποίηση συνδυασμένων εργασιών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες που συμμετέχουν σε συνδυασμένες εργασίες καταρτίζουν από κοινού την κοινοποίηση που πρέπει να υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο θ). Η κοινοποίηση περιλαμβάνει τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα I μέρος 7. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ένας από τους ενδιαφερόμενους φορείς εκμετάλλευσης υποβάλλει την κοινοποίηση συνδυασμένων εργασιών στην αρμόδια αρχή. Η κοινοποίηση υποβάλλεται εντός προθεσμίας που ορίζεται από την αρμόδια αρχή πριν από την έναρξη των συνδυασμένων εργασιών.

2.   Η αρμόδια αρχή εξετάζει την κοινοποίηση και, εάν το κρίνει απαραίτητο, ενεργεί δεόντως πριν από την έναρξη των συνδυασμένων εργασιών, δυνάμενη, μεταξύ άλλων, να απαγορεύσει την έναρξη των εργασιών.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης που υπέβαλε την κοινοποίηση ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή για κάθε ουσιαστική αλλαγή στην υποβληθείσα κοινοποίηση. Η αρμόδια αρχή εξετάζει τις εν λόγω αλλαγές και, εάν το κρίνει απαραίτητο, ενεργεί δεόντως.

Άρθρο 17

Ανεξάρτητη επαλήθευση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες καταρτίζουν μηχανισμούς ανεξάρτητης επαλήθευσης καθώς και την περιγραφή αυτών, οι οποίοι υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και περιλαμβάνουν περιγραφή αυτών των μηχανισμών στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β). Η περιγραφή περιλαμβάνει τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα I μέρος 5.

2.   Τα αποτελέσματα της ανεξάρτητης επαλήθευσης δεν θίγουν την ευθύνη του φορέα εκμετάλλευσης ή του ιδιοκτήτη για την ορθή και ασφαλή λειτουργία του εξοπλισμού και των συστημάτων που υποβάλλονται σε επαλήθευση.

3.   Η επιλογή του ανεξάρτητου φορέα επαλήθευσης και ο σχεδιασμός των μηχανισμών ανεξάρτητης επαλήθευσης πληρούν τα κριτήρια του παραρτήματος V.

4.   Οι μηχανισμοί ανεξάρτητης επαλήθευσης θεσπίζονται:

α)

όσον αφορά τις εγκαταστάσεις, προκειμένου να διασφαλίζεται με ανεξαρτησία η καταλληλότητα των κρίσιμων στοιχείων ασφάλειας και περιβάλλοντος που καθορίζονται στην εκτίμηση κινδύνου, όπως περιγράφονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, καθώς επίσης και να διασφαλίζεται ότι το χρονοδιάγραμμα εξέτασης και δοκιμής των κρίσιμων στοιχείων ασφάλειας και περιβάλλοντος είναι κατάλληλο, επικαιροποιημένο και εκτελείται σύμφωνα με τις προβλέψεις,

β)

όσον αφορά τις κοινοποιήσεις εργασιών γεώτρησης, προκειμένου να διασφαλίζεται με ανεξαρτησία ότι ο σχεδιασμός της γεώτρησης και τα μέτρα ελέγχου της γεώτρησης είναι κατάλληλα για τις αναμενόμενες συνθήκες γεώτρησης ανά πάσα στιγμή.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες αντιδρούν και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, βάσει της γνωμοδότησης του ανεξάρτητου φορέα επαλήθευσης.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες να διασφαλίζουν ότι οι γνωμοδοτήσεις που λαμβάνονται από τον ανεξάρτητο φορέα επαλήθευσης βάσει της παραγράφου 4 στοιχείο α) και η καταγραφή των δράσεων που αναλαμβάνονται βάσει των εν λόγω γνωμοδοτήσεων κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή και διατηρούνται από τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη για περίοδο έξι μηνών μετά την ολοκλήρωση των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου με τις οποίες σχετίζονται.

7.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης φρέατος να διασφαλίζουν ότι οι διαπιστώσεις και οι παρατηρήσεις του ανεξάρτητου φορέα επαλήθευσης βάσει της παραγράφου 4 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, καθώς και οι δράσεις που δίνουν συνέχεια στις εν λόγω διαπιστώσεις και παρατηρήσεις, περιλαμβάνονται στην κοινοποίηση εργασιών γεώτρησης που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 15.

8.   Όσον αφορά παραγωγική εγκατάσταση, ο μηχανισμός επαλήθευσης εγκαθίσταται πριν από την ολοκλήρωση του σχεδιασμού. Όσον αφορά μη παραγωγική εγκατάσταση, ο μηχανισμός εγκαθίσταται πριν την έναρξη εργασιών στα υπεράκτια ύδατα κρατών μελών.

Άρθρο 18

Αρμοδιότητες της αρμόδιας αρχής σε σχέση με εργασίες επί των εγκαταστάσεων

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή:

α)

απαγορεύει τη λειτουργία ή την έναρξη εργασιών σε κάθε εγκατάσταση ή κάθε συνδεδεμένη υποδομή, σε περίπτωση που τα μέτρα που προτείνονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων για την πρόληψη ή τον περιορισμό των επιπτώσεων σοβαρών ατυχημάτων ή οι κοινοποιήσεις εργασιών γεώτρησης ή συνδυασμένων εργασιών που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία η) ή θ) αντίστοιχα κρίνονται ανεπαρκή για την τήρηση των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας,

β)

σε εξαιρετικές περιστάσεις και εφόσον κρίνει ότι δεν διακυβεύονται η ασφάλεια και η προστασία του περιβάλλοντος, μειώνει το χρονικό διάστημα που απαιτείται μεταξύ της υποβολής της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων ή άλλων εγγράφων που πρέπει να υποβληθούν σύμφωνα με το άρθρο 11 και της έναρξης των εργασιών,

γ)

απαιτεί από τον φορέα εκμετάλλευσης να λάβει τα αναλογικά μέτρα που η αρμόδια αρχή θεωρεί απαραίτητα για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με το άρθρο 3 παράγραφος 1,

δ)

σε περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το άρθρο 6 παράγραφος 4, λαμβάνει επαρκή μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η διαρκής ασφάλεια των εργασιών,

ε)

εξουσιοδοτείται να απαιτεί βελτιώσεις και να απαγορεύει, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, τη συνέχιση της λειτουργίας κάθε εγκατάστασης ή τμήματος αυτής ή συνδεδεμένης με αυτήν υποδομής σε περίπτωση που τα αποτελέσματα επιθεώρησης, κρίσης βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 4, περιοδικής αναθεώρησης της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) ή αλλαγών στις κοινοποιήσεις που υποβάλλονται βάσει του άρθρου 11 καταδεικνύουν ότι οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας δεν πληρούνται ή ότι υφίστανται εύλογες ανησυχίες για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου ή εγκαταστάσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΛΗΨΗΣ

Άρθρο 19

Πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων από φορείς εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτες

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες να καταρτίζουν έγγραφο στο οποίο εκθέτουν την εταιρική πολιτική τους για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων που πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) και να διασφαλίζουν την εφαρμογή αυτής της πολιτικής σε όλες τις υπεράκτιες εργασίες τους πετρελαίου και φυσικού αερίου, μεταξύ άλλων, λαμβάνοντας κατάλληλα μέτρα παρακολούθησης ώστε να εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της πολιτικής. Το έγγραφο περιλαμβάνει τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα I μέρος 8.

2.   Η εταιρική πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων συνεκτιμά την πρωταρχική ευθύνη του φορέα εκμετάλλευσης, μεταξύ άλλων, για τον έλεγχο της πιθανότητας σοβαρού ατυχήματος συνεπεία των εργασιών του και για τη διαρκή βελτίωση του ελέγχου των εν λόγω κινδύνων, προκειμένου να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας ανά πάσα στιγμή.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι φορείς εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτες καταρτίζουν έγγραφο για τον καθορισμό συστήματος διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος το οποίο υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β). Το εν λόγω έγγραφο περιλαμβάνει περιγραφή:

α)

των οργανωτικών ρυθμίσεων που θεσπίζουν για τον έλεγχο μεγάλων κινδύνων,

β)

των ρυθμίσεων για την κατάρτιση και την υποβολή εκθέσεων περί μεγάλων κινδύνων, και άλλων εγγράφων, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, και

γ)

των μηχανισμών ανεξάρτητης επαλήθευσης βάσει του άρθρου 17.

4.   Τα κράτη μέλη παρέχουν την ευκαιρία στους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες να συμβάλουν στους μηχανισμούς αποτελεσματικής τριμερούς διαβούλευσης που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 8. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η δέσμευση φορέα εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτη για συμμετοχή σε τέτοιο μηχανισμό μπορεί να περιγράφεται στην εταιρική πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων.

5.   Η εταιρική πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων και τα συστήματα διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος καταρτίζονται σύμφωνα με το παράρτημα I μέρη 8 και 9 και το παράρτημα IV. Ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η εταιρική πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων θεσπίζεται γραπτώς και προσδιορίζει τους συνολικούς στόχους και ρυθμίσεις για τον έλεγχο της πιθανότητας σοβαρού ατυχήματος, παράλληλα με τον τρόπο επίτευξης των εν λόγω στόχων και εφαρμογής των εν λόγω ρυθμίσεων σε εταιρικό επίπεδο,

β)

το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος ενσωματώνεται στο γενικό σύστημα διαχείρισης του φορέα εκμετάλλευσης ή του ιδιοκτήτη και περιλαμβάνει οργανωτική δομή, αρμοδιότητες, πρακτικές, διαδικασίες, μεθόδους και πόρους για τον καθορισμό και την υλοποίηση της εταιρικής πολιτικής πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες καταρτίζουν και διατηρούν πλήρη κατάλογο του εξοπλισμού αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που αφορά τις υπεράκτιες εργασίες τους πετρελαίου και φυσικού αερίου.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες, σε διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και χρησιμοποιώντας μεθόδους ανταλλαγής γνώσεων, πληροφοριών και εμπειρίας που προβλέπονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1, θεσπίζουν και αναθεωρούν πρότυπα και κατευθύνσεις βέλτιστων πρακτικών αναφορικά με τον έλεγχο των μεγάλων κινδύνων, καθ’ όλη τη διάρκεια του σχεδιασμού και του λειτουργικού χρόνου ζωής υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου, και ότι τηρούν τουλάχιστον τα περιγραφόμενα στο παράρτημα VI.

8.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες να διασφαλίζουν ότι το έγγραφο για την εταιρική πολιτική τους για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καλύπτει και τις παραγωγικές και μη παραγωγικές εγκαταστάσεις τους εκτός της Ένωσης.

9.   Αν η δραστηριότητα φορέα εκμετάλλευσης ή ιδιοκτήτη συνιστά άμεσο κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία ή αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο σοβαρού ατυχήματος, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο ιδιοκτήτης λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, στα οποία μπορεί να συμπεριλαμβάνεται, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, η αναστολή της σχετικής δραστηριότητας έως ότου ο κίνδυνος ή η πιθανότητα τεθεί υπό επαρκή έλεγχο. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση που λαμβάνονται τα εν λόγω μέτρα, ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο ιδιοκτήτης ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή αμελλητί και το αργότερο εντός 24 ωρών από τη λήψη των εν λόγω μέτρων.

10.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες λαμβάνουν ενδεδειγμένα μέτρα για τη χρήση κατάλληλων τεχνικών μέσων ή διαδικασιών προκειμένου να προωθήσουν την αξιοπιστία της συλλογής και καταγραφής των σχετικών δεδομένων και να αποτρέπουν πιθανή παραποίησή τους.

Άρθρο 20

Υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου που διεξάγονται εκτός της Ένωσης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις εγγεγραμμένες στην επικράτειά τους εταιρείες που διεξάγουν, οι ίδιες ή μέσω θυγατρικών, υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου εκτός της Ένωσης, ως κάτοχοι άδειας ή ως φορείς εκμετάλλευσης, να τους υποβάλλουν αναφορά, εφόσον τους ζητηθεί, σχετικά με τις συνθήκες οποιουδήποτε σοβαρού ατυχήματος στο οποίο έχουν εμπλακεί.

2.   Στο αίτημα για υποβολή αναφοράς βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το οικείο κράτος μέλος διευκρινίζει τις λεπτομέρειες των απαιτούμενων πληροφοριών. Οι εν λόγω εκθέσεις αναφοράς ανταλλάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1. Τα κράτη μέλη που δεν έχουν αρμόδια αρχή ούτε σημείο επαφής υποβάλλουν τις εκθέσεις αναφοράς που λαμβάνουν στην Επιτροπή.

Άρθρο 21

Διασφάλιση συμμόρφωσης με το ρυθμιστικό πλαίσιο για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες συμμορφώνονται με τα μέτρα που θεσπίζονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων και στα σχέδια που αναφέρονται στην κοινοποίηση εργασιών γεώτρησης και στην κοινοποίηση συνδυασμένων εργασιών, που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία ε), η) και θ) αντίστοιχα.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες διασφαλίζουν τη μεταφορά της αρμόδιας αρχής ή οποιωνδήποτε άλλων προσώπων ενεργούν υπό την καθοδήγηση της αρμόδιας αρχής προς και από εγκατάσταση ή πλοίο που σχετίζεται με εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς του εξοπλισμού τους, σε εύλογο χρονικό διάστημα, και προσφέρουν στέγαση, γεύματα και άλλα μέσα συντήρησης στο πλαίσιο επισκέψεων στις εγκαταστάσεις, προκειμένου να διευκολύνουν την εποπτεία από την αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένων των επιθεωρήσεων, των ερευνών και της επιβολής της συμμόρφωσης με την παρούσα οδηγία.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή καταρτίζει ετήσια σχέδια για την αποτελεσματική εποπτεία – μεταξύ άλλων και μέσω επιθεωρήσεων – των μεγάλων κινδύνων, βάσει της διαχείρισης κινδύνου και λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τη συμμόρφωση με την έκθεση περί μεγάλων κινδύνων και λοιπών εγγράφων, που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11. Επανεξετάζεται τακτικά η αποτελεσματικότητα των σχεδίων και η αρμόδια αρχή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για τη βελτίωσή τους.

Άρθρο 22

Εμπιστευτική αναφορά ανησυχιών που σχετίζονται με την ασφάλεια

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή θεσπίζει μηχανισμούς:

α)

για την εμπιστευτική αναφορά ανησυχιών που σχετίζονται με την ασφάλεια και το περιβάλλον, όσον αφορά υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου από κάθε πηγή, και

β)

για τη διερεύνηση τέτοιων αναφορών, διατηρώντας παράλληλα την ανωνυμία των ατόμων που υποβάλλουν τέτοια αναφορά.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες να κοινοποιούν στους υπαλλήλους τους και στους οικείους εργολάβους που σχετίζονται με την εργασία και τους υπαλλήλους τους, λεπτομέρειες των εθνικών ρυθμίσεων για τους μηχανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και να διασφαλίζουν ότι στις σχετικές επαγγελματικές καταρτίσεις και ανακοινώσεις γίνεται μνεία σε ανώνυμες αναφορές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 23

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες παρέχουν στην αρμόδια αρχή, τουλάχιστον, τις πληροφορίες που περιγράφονται στο παράρτημα IX.

2.   Η Επιτροπή καθορίζει μέσω εκτελεστικής πράξης κοινή μορφή αναφοράς δεδομένων και τις λεπτομέρειες των προς ανταλλαγή πληροφοριών. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2.

Άρθρο 24

Διαφάνεια

1.   Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα IX.

2.   Η Επιτροπή καθορίζει μέσω εκτελεστικής πράξης κοινή μορφή δημοσίευσης, η οποία διευκολύνει τη διασυνοριακή σύγκριση των δεδομένων. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2. Η κοινή μορφή δημοσίευσης επιτρέπει την αξιόπιστη σύγκριση των εθνικών πρακτικών βάσει του παρόντος άρθρου και του άρθρου 25.

Άρθρο 25

Έκθεση για τις επιπτώσεις στην ασφάλεια και το περιβάλλον

1.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν ετήσια έκθεση στην Επιτροπή στην οποία περιέχονται οι πληροφορίες που καθορίζονται στο παράρτημα IX σημείο 3.

2.   Τα κράτη μέλη ορίζουν την αρμόδια αρχή για την ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 23 και για τη δημοσίευση πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 24.

3.   Η Επιτροπή δημοσιεύει ετήσια έκθεση βάσει των πληροφοριών που της παρείχαν με τις εκθέσεις τους τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 26

Διερεύνηση σοβαρού ατυχήματος

1.   Τα κράτη μέλη διερευνούν διεξοδικά κάθε σοβαρό ατύχημα που συμβαίνει στη δικαιοδοσία τους.

2.   Κοινοποιείται στην Επιτροπή σύνοψη των πορισμάτων της διερεύνησης δυνάμει της παραγράφου 1 είτε μετά την ολοκλήρωση της διερεύνησης είτε μετά την ολοκλήρωση των νομικών διαδικασιών, κατά περίπτωση. Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν μη εμπιστευτική μορφή των πορισμάτων.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, μετά τη διερεύνηση δυνάμει της παραγράφου 1, η αρμόδια αρχή εφαρμόζει όλες τις συστάσεις που διατυπώνονται στο πλαίσιο της διερεύνησης και εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Άρθρο 27

Συνεργασία μεταξύ κρατών μελών

1.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι η αρμόδια αρχή του ανταλλάσσει τακτικά γνώσεις, πληροφορίες και εμπειρίες με άλλες αρμόδιες αρχές, μεταξύ άλλων, μέσω της Ομάδας Αρχών στην Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι αρμόδιες για την Υπεράκτια Εκμετάλλευση Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου (EUOAG), καθώς και ότι συμμετέχει σε διαβουλεύσεις με θέμα την εφαρμογή του σχετικού εθνικού και ενωσιακού δικαίου με τον κλάδο, τους λοιπούς ενδιαφερομένους και την Επιτροπή.

Για κράτη μέλη χωρίς υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου στη δικαιοδοσία τους, οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο λαμβάνονται από τα σημεία επαφής που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1.

2.   Οι σύμφωνα με την παράγραφο 1 ανταλλασσόμενες γνώσεις, πληροφορίες και εμπειρίες αφορούν κατά κύριο λόγο τη λειτουργικότητα των μέτρων διαχείρισης κινδύνου, πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων, επαλήθευσης συμμόρφωσης και αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που σχετίζονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου εντός της Ένωσης, καθώς και εκτός της Ένωσης, όπου απαιτείται.

3.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι η αρμόδια αρχή του συμμετέχει στον καθορισμό σαφών κοινών προτεραιοτήτων για την κατάρτιση και την επικαιροποίηση προτύπων και κατευθύνσεων προκειμένου να καθοριστεί και να διευκολυνθεί η εφαρμογή και η συνεπής εκτέλεση των βέλτιστων πρακτικών κατά τις υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου.

4.   Έως τις 19 Ιουλίου 2014, η Επιτροπή υποβάλλει στα κράτη μέλη έκθεση σχετικά με την επάρκεια των εθνικών πόρων εμπειρογνωμοσύνης για τη συμμόρφωση με τις ρυθμιστικές λειτουργίες δυνάμει της παρούσας οδηγίας, η οποία, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, περιλαμβάνει προτάσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι όλα τα κράτη μέλη έχουν πρόσβαση σε κατάλληλους πόρους εμπειρογνωμοσύνης.

5.   Έως τις 19 Ιουλίου 2016, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα εθνικά μέτρα που έχουν θεσπίσει όσον αφορά την πρόσβαση σε γνώση, κεφάλαια και εμπειρογνωμοσύνη, συμπεριλαμβανομένων των τυπικών συμφωνιών δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 6.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΑΝΑΓΚΗΣ

Άρθρο 28

Απαιτήσεις σχετικά με τα εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που πρέπει να καταρτίζονται από τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη σύμφωνα με το άρθρο 14 και να υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ζ):

α)

τίθενται χωρίς καθυστέρηση σε εφαρμογή για την αντιμετώπιση σοβαρού ατυχήματος ή κατάστασης που ενέχει άμεσο κίνδυνο σοβαρού ατυχήματος και

β)

συνάδουν με το εξωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που αναφέρεται στο άρθρο 29.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης και ο ιδιοκτήτης διατηρούν τον εξοπλισμό και την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτούνται για το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, προκειμένου ο εν λόγω εξοπλισμός και εμπειρογνωμοσύνη να είναι διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή και να είναι διαθέσιμοι, όποτε είναι αναγκαίο, στις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εκτέλεση του εξωτερικού σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης του κράτους μέλους όπου εφαρμόζεται το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.

3.   Το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης καταρτίζεται σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος 10 και επικαιροποιείται μετά από κάθε ουσιαστική αλλαγή στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων ή στις κοινοποιήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11. Κάθε τέτοια επικαιροποίηση υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) και κοινοποιείται στη σχετική αρχή ή τις σχετικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την κατάρτιση των εξωτερικών σχεδίων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης για τη συγκεκριμένη περιοχή.

4.   Το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης εναρμονίζεται με άλλα μέτρα προστασίας και διάσωσης του προσωπικού από την πληγείσα εγκατάσταση, προκειμένου να διασφαλίζονται ευοίωνες προοπτικές ατομικής ασφάλειας και επιβίωσης.

Άρθρο 29

Εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και ετοιμότητα για την αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης

1.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που καλύπτουν όλες τις υπεράκτιες εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου ή τις συνδεδεμένες υποδομές και τις περιοχές που ενδέχεται να πληγούν εντός της δικαιοδοσίας τους. Τα κράτη μέλη διευκρινίζουν τον ρόλο και τις οικονομικές υποχρεώσεις των κατόχων άδειας και των φορέων εκμετάλλευσης στα εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.

2.   Τα εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης καταρτίζονται από το κράτος μέλος σε συνεργασία με τους οικείους φορείς εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτες και, κατά περίπτωση, με τους κατόχους άδειας και την αρμόδια αρχή και λαμβάνουν υπόψη την πλέον επικαιροποιημένη έκδοση των εσωτερικών σχεδίων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης των υφιστάμενων ή προβλεπόμενων εγκαταστάσεων ή των συνδεδεμένων υποδομών στην περιοχή που καλύπτεται από το εξωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.

3.   Τα εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης καταρτίζονται σύμφωνα με το παράρτημα VII και γνωστοποιούνται στην Επιτροπή, σε άλλα κράτη μέλη που ενδέχεται να επηρεαστούν και στο κοινό. Κατά την κοινοποίηση των εξωτερικών σχεδίων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που κοινοποιούνται δεν θέτουν κινδύνους για την ασφάλεια των υπεράκτιων εγκαταστάσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου και τη λειτουργία τους και δεν βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των κρατών μελών ή την ατομική ασφάλεια και ευημερία των υπαλλήλων των κρατών μελών.

4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να επιτύχουν υψηλό επίπεδο συμβατότητας και διαλειτουργικότητας του εξοπλισμού αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και εμπειρογνωμοσύνης μεταξύ όλων των κρατών μελών μιας γεωγραφικής περιοχής και πέραν αυτής, κατά περίπτωση. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τον κλάδο να αναπτύξει εξοπλισμό αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και υπηρεσίες με σύμβαση που είναι συμβατοί και διαλειτουργικοί καθ’ όλη τη γεωγραφική περιοχή.

5.   Τα κράτη μέλη τηρούν αρχεία σχετικά με τον εξοπλισμό και τις υπηρεσίες αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης σύμφωνα με το παράρτημα VIII σημείο 1. Τα εν λόγω αρχεία είναι διαθέσιμα στα άλλα κράτη μέλη που ενδέχεται να επηρεαστούν, στην Επιτροπή και, σε αμοιβαία βάση, σε γειτονικές τρίτες χώρες.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες δοκιμάζουν τακτικά την ετοιμότητά τους για την αποτελεσματική αντιμετώπιση σοβαρών ατυχημάτων, σε στενή συνεργασία με τις σχετικές αρχές των κρατών μελών.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές ή, κατά περίπτωση, τα σημεία επαφής εκπονούν σχέδια συνεργασίας για έκτακτες ανάγκες. Τα εν λόγω σχέδια εκτιμούνται τακτικά και επικαιροποιούνται κατά περίπτωση.

Άρθρο 30

Αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης ή, κατά περίπτωση, ο ιδιοκτήτης ειδοποιεί αμελλητί τις σχετικές αρχές σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος ή κατάστασης όπου υπάρχει άμεσος κίνδυνος σοβαρού ατυχήματος. Στην εν λόγω ειδοποίηση περιγράφονται οι συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων, όποτε είναι δυνατόν, της προέλευσης, των πιθανών επιπτώσεων στο περιβάλλον και των πιθανών σοβαρών συνεπειών.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος, ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο ιδιοκτήτης λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποτροπή της κλιμάκωσής του και τον μετριασμό των επιπτώσεών του. Οι σχετικές αρχές των κρατών μελών μπορούν να συνδράμουν τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη, μεταξύ άλλων με την παροχή πρόσθετων πόρων.

3.   Κατά τη διάρκεια της αντιμετώπισης εκτάκτου ανάγκης, το κράτος μέλος συλλέγει τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη διεξοδική διερεύνηση του ατυχήματος σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Άρθρο 31

Διασυνοριακή ετοιμότητα και αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης των κρατών μελών στη δικαιοδοσία των οποίων πραγματοποιούνται υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου

1.   Σε περίπτωση που κράτος μέλος εκτιμά ότι ένας μεγάλος κίνδυνος που σχετίζεται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου που πρόκειται να διεξαχθούν στη δικαιοδοσία του, ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον άλλου κράτους μέλους, διαβιβάζει, πριν από την έναρξη των εργασιών, τις σχετικές πληροφορίες στο κράτος μέλος που ενδέχεται να επηρεαστεί και επιχειρεί, από κοινού με το εν λόγω κράτος μέλος, να λάβει μέτρα για την αποτροπή ζημίας.

Τα κράτη μέλη που θεωρούν ότι ενδεχομένως θα επηρεαστούν μπορούν να ζητήσουν από το κράτος μέλος στη δικαιοδοσία του οποίου θα διεξαχθεί η υπεράκτια εργασία πετρελαίου και φυσικού αερίου να τους διαβιβάσει όλες τις σχετικές πληροφορίες. Τα εν λόγω κράτη μέλη μπορούν να εκτιμούν από κοινού την αποτελεσματικότητα των μέτρων, με την επιφύλαξη της ευθύνης σχετικά με τις ρυθμιστικές λειτουργίες της αρμόδιας αρχής με δικαιοδοσία για την οικεία εργασία δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ).

2.   Οι σοβαροί κίνδυνοι που διαπιστώνονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 λαμβάνονται υπόψη στα εσωτερικά και εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, προκειμένου να διευκολύνεται η από κοινού αποτελεσματική αντιμετώπιση σοβαρού ατυχήματος.

3.   Όπου υπάρχει κίνδυνος ορατών διασυνοριακών επιπτώσεων σε τρίτες χώρες από σοβαρά ατυχήματα, τα κράτη μέλη παρέχουν πληροφορίες, σε αμοιβαία βάση, στις τρίτες χώρες.

4.   Τα κράτη μέλη συντονίζουν μεταξύ τους μέτρα που αφορούν περιοχές εκτός της Ένωσης, προκειμένου να αποτρέψουν πιθανές αρνητικές επιπτώσεις από υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου.

5.   Τα κράτη μέλη ελέγχουν τακτικά την ετοιμότητά τους για την αποτελεσματική αντιμετώπιση ατυχημάτων σε συνεργασία με τα κράτη μέλη που ενδέχεται να επηρεαστούν, τους σχετικούς οργανισμούς της Ένωσης και, σε αμοιβαία βάση, με τρίτες χώρες που ενδέχεται να επηρεαστούν. Η Επιτροπή δύναται να συμβάλλει στη διενέργεια ασκήσεων που επικεντρώνονται στη δοκιμή διασυνοριακών μηχανισμών αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.

6.   Σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος ή επικείμενης απειλής σοβαρού ατυχήματος που έχει ή μπορεί να έχει διασυνοριακές επιπτώσεις, το κράτος μέλος στη δικαιοδοσία του οποίου λαμβάνει χώρα το γεγονός, ειδοποιεί αμελλητί την Επιτροπή και εκείνα τα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες που ενδεχομένως θα επηρεαστούν από το σοβαρό ατύχημα και παρέχει συνεχώς χρήσιμες πληροφορίες για αποτελεσματική αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.

Άρθρο 32

Διασυνοριακή ετοιμότητα και αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης των κρατών μελών στη δικαιοδοσία των οποίων δεν πραγματοποιούνται υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου

1.   Τα κράτη μέλη στη δικαιοδοσία των οποίων δεν πραγματοποιούνται υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου ορίζουν σημείο επαφής για την ανταλλαγή πληροφοριών με σχετικά παρακείμενα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη στη δικαιοδοσία των οποίων δεν πραγματοποιούνται υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου εφαρμόζουν το άρθρο 29 παράγραφοι 4 και 7, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι διαθέτουν επαρκείς υποδομές αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης σε περίπτωση που υφίστανται τις συνέπειες σοβαρού ατυχήματος.

3.   Τα κράτη μέλη στη δικαιοδοσία των οποίων δεν πραγματοποιούνται υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου συντονίζουν τα εθνικά τους σχέδια αντιμετώπισης σοβαρού ατυχήματος στο θαλάσσιο περιβάλλον με άλλα σχετικά κράτη μέλη, στον βαθμό που απαιτείται, προκειμένου να διασφαλίζεται η πλέον αποτελεσματική αντιμετώπιση σοβαρού ατυχήματος.

4.   Σε περίπτωση που κράτος μέλος στη δικαιοδοσία του οποίου δεν πραγματοποιούνται υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου πληγεί από σοβαρό ατύχημα:

α)

λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με τα εθνικά σχέδια αντιμετώπισης σοβαρού ατυχήματος που αναφέρονται στην παράγραφο 3,

β)

διασφαλίζει ότι οποιεσδήποτε πληροφορίες έχει στη κατοχή του και είναι διαθέσιμες στη δικαιοδοσία του και οι οποίες μπορεί να είναι χρήσιμες για την πλήρη διερεύνηση του σοβαρού ατυχήματος παρέχονται στο κράτος μέλος που διεξάγει την έρευνα ή τίθενται, κατόπιν αιτήματος, στη διάθεσή του, σύμφωνα με το άρθρο 26.

Άρθρο 33

Συντονισμένη προσέγγιση της ασφάλειας των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου σε διεθνές επίπεδο

1.   Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη και με την επιφύλαξη των σχετικών διεθνών συμφωνιών, προάγει τη συνεργασία με τρίτες χώρες που αναλαμβάνουν υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου στις ίδιες θαλάσσιες περιοχές με κράτη μέλη.

2.   Η Επιτροπή διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών που εκτελούν υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου και των παρακείμενων τρίτων χωρών που εκτελούν παρόμοιες εργασίες, προκειμένου να προάγονται μέτρα πρόληψης και περιφερειακά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.

3.   Η Επιτροπή προάγει υψηλά πρότυπα ασφαλείας για τις υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου σε διεθνές επίπεδο στα σχετικά διεθνή και περιφερειακά φόρουμ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τα ύδατα της Αρκτικής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 34

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη ορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή έως τις 19 Ιουλίου 2015 και την ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση για κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

Άρθρο 35

Εξουσιοδότηση της Επιτροπής

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 36, με στόχο την προσαρμογή των παραρτημάτων I, ΙΙ, VI και VII ώστε να περιλαμβάνουν πρόσθετες πληροφορίες που μπορεί να καταστούν απαραίτητες λόγω της τεχνικής προόδου. Αυτές οι προσαρμογές δεν οδηγούν σε ουσιαστικές αλλαγές των υποχρεώσεων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 36

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 35 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 18 Ιουλίου 2013. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο τέσσερις μήνες πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 35 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που ορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ήδη ισχύουν.

4.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 35 αρχίζει να ισχύει μόνο εφόσον δεν έχουν διατυπωθεί αντιρρήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός περιόδου δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 37

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 38

Τροποποίηση της οδηγίας 2004/35/ΕΚ

1.   Στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/35/ΕΚ, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

“Ζημία των υδάτων”, ήτοι οποιαδήποτε ζημία επηρεάζει δυσμενώς σε σημαντικό βαθμό:

i)

την οικολογική, χημική ή ποσοτική κατάσταση ή το οικολογικό δυναμικό, όπως ορίζει η οδηγία 2000/60/ΕΚ, των συγκεκριμένων υδάτων, εξαιρουμένων των δυσμενών επιπτώσεων στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 7 της εν λόγω οδηγίας, ή

ii)

την περιβαλλοντική κατάσταση των συγκεκριμένων θαλάσσιων υδάτων, όπως ορίζει η οδηγία 2008/56/ΕΚ, στον βαθμό που συγκεκριμένες πτυχές της περιβαλλοντικής κατάστασης του θαλάσσιου περιβάλλοντος δεν καλύπτονται ήδη από την οδηγία 2000/60/ΕΚ,».

2.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις ώστε να συμμορφωθούν με την παράγραφο 1 έως τις 19 Ιουλίου 2015. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Άρθρο 39

Εκθέσεις προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο

1.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα χρηματοοικονομικής ασφάλειας και σχετικά με την αντιμετώπιση των αξιώσεων αποζημίωσης, κατά περίπτωση, η οποία συνοδεύεται από προτάσεις.

2.   Η Επιτροπή, έως τις 19 Ιουλίου 2015, διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εκτίμησή της της αποτελεσματικότητας των καθεστώτων ευθύνης στην Ένωση όσον αφορά ζημίες που προκαλούνται από υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει εκτίμηση της σκοπιμότητας διεύρυνσης των διατάξεων περί ευθύνης. Η έκθεση συνοδεύεται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από προτάσεις.

3.   Η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον είναι σκόπιμο να ενταχθεί συγκεκριμένη συμπεριφορά που οδηγεί σε σοβαρό ατύχημα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου (23). Η Επιτροπή υποβάλλει έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014 έκθεση με τα πορίσματά της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η οποία συνοδεύεται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετικές προτάσεις, με την επιφύλαξη της διάθεσης κατάλληλων πληροφοριών από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 40

Υποβολή εκθέσεων και επανεξέταση

1.   Το αργότερο έως τις 19 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή εκτιμά την εμπειρία της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις προσπάθειες και τις εμπειρίες των αρμόδιων αρχών.

2.   Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με το αποτέλεσμα της εν λόγω εκτίμησης. Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει οποιεσδήποτε κατάλληλες προτάσεις για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 41

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία έως τις 19 Ιουλίου 2015.

Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Τα μέτρα αυτά, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από αναφορά σε αυτήν κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Η μέθοδος υποβολής της εν λόγω αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα κείμενα των κύριων μέτρων εθνικού δικαίου τα οποία θεσπίζουν στον τομέα της παρούσας οδηγίας.

3.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο και σύμφωνα με την παράγραφο 5, τα κράτη μέλη που έχουν υπεράκτια ύδατα και δεν πραγματοποιούν υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου στη δικαιοδοσία τους και τα οποία δεν σκοπεύουν να χορηγήσουν άδειες για τέτοιες εργασίες ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή και υποχρεούνται να θέτουν σε ισχύ, έως τις 19 Ιουλίου 2015, μόνο τα μέτρα εκείνα που απαιτούνται για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τα άρθρα 20, 32 και 34. Τα εν λόγω κράτη μέλη μπορούν να μη χορηγήσουν άδειες για τέτοιες εργασίες έως ότου μεταφέρουν και εφαρμόσουν τις εναπομένουσες διατάξεις της παρούσας οδηγίας και ενημερώσουν την Επιτροπή σχετικά.

4.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο και σύμφωνα με την παράγραφο 5, τα περίκλειστα κράτη μέλη υποχρεούνται να θέτουν σε ισχύ, έως τις 19 Ιουλίου 2015, μόνο εκείνα τα μέτρα που απαιτούνται για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με το άρθρο 20.

5.   Εάν στις 18 Ιουλίου 2013 καμία επιχείρηση που εκτελεί εργασίες που καλύπτονται από το άρθρο 20 δεν είναι καταχωρισμένη σε κράτος μέλος το οποίο αφορά η παράγραφος 3 ή 4, το εν λόγω κράτος μέλος υποχρεούται να θέσει σε ισχύ εκείνα τα μέτρα που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με το άρθρο 20 μόνο κατόπιν 12 μηνών μετά από μεταγενέστερη καταχώριση τέτοιας εταιρείας στο εν λόγω κράτος μέλος ή έως τις 19 Ιουλίου 2015, οποιαδήποτε ημερομηνία είναι αργότερη.

Άρθρο 42

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Όσον αφορά ιδιοκτήτες, φορείς εκμετάλλευσης προγραμματισμένων εγκαταστάσεων παραγωγής και φορείς εκμετάλλευσης που προγραμματίζουν ή εκτελούν εργασίες γεώτρησης, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 41 έως τις 19 Ιουλίου 2016.

2.   Όσον αφορά τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 41 από την ημέρα της προγραμματισμένης κανονιστικής αναθεώρησης των εγγράφων εκτίμησης κινδύνου και το αργότερο έως τις 19 Ιουλίου 2018.

Άρθρο 43

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 44

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 12 Ιουνίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

L. CREIGHTON


(1)  ΕΕ C 143 της 22.5.2012, σ. 125.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Μαΐου 2013 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 10ης Ιουνίου 2013.

(3)  ΕΕ L 164 της 25.6.2008, σ. 19.

(4)  ΕΕ L 164 της 30.6.1994, σ. 3.

(5)  ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 56.

(6)  ΕΕ L 124 της 17.5.2005, σ. 4.

(7)  ΕΕ L 197 της 21.7.2001, σ. 30.

(8)  ΕΕ L 156 της 25.6.2003, σ. 17.

(9)  ΕΕ L 26 της 28.1.2012, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 197 της 24.7.2012, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 348 της 28.11.1992, σ. 9.

(12)  ΕΕ L 183 της 29.6.1989, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

(14)  Απόφαση της Επιτροπής, της 19ης Ιανουαρίου 2012, για τη σύσταση Ομάδας Αρχών στην Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι αρμόδιες για την Υπεράκτια Εκμετάλλευση Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου (ΕΕ C 18 της 21.1.2012, σ. 8).

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τη σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού για την ασφάλεια στη θάλασσα (ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 1).

(16)  ΕΕ L 314 της 1.12.2007, σ. 9.

(17)  Απόφαση 2013/5/ΕΕ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2012, για την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πρωτόκολλο για την προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης από τη ρύπανση που προκαλείται από την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση του θαλάσσιου βυθού και του υπεδάφους του (ΕΕ L 4 της 9.1.2013, σ. 13).

(18)  ΕΕ L 240 της 19.9.1977, σ. 1.

(19)  Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες (ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26).

(20)  Οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 17).

(21)  ΕΕ L 206 της 22.7.1992, σ. 7.

(22)  ΕΕ L 20 της 26.1.2010, σ. 7.

(23)  ΕΕ L 328 της 6.12.2008, σ. 28.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα έγγραφα που υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 11

1.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Ή ΜΕΤΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Η κοινοποίηση μελέτης και η μετεγκατάσταση για παραγωγική εγκατάσταση που πρέπει να υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και ι) αντίστοιχα, περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις κατωτέρω πληροφορίες:

1)

όνομα και διεύθυνση του φορέα εκμετάλλευσης της εγκατάστασης,

2)

περιγραφή της διαδικασίας μελέτης όσον αφορά τις εργασίες και τα συστήματα παραγωγής, από την αρχική ιδέα έως την υποβληθείσα μελέτη νέας εγκατάστασης ή την επιλογή υφιστάμενης εγκατάστασης, των σχετικών προτύπων που χρησιμοποιήθηκαν και των βασικών αρχών σχεδιασμού που περιλήφθηκαν στη διαδικασία,

3)

περιγραφή της επιλεγείσας βασικής ιδέας της μελέτης σε συνάρτηση με τα σενάρια περί μεγάλων κινδύνων για τη συγκεκριμένη εγκατάσταση και την τοποθεσία της, καθώς και βασικά στοιχεία για τον έλεγχο των κινδύνων,

4)

στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι η βασική ιδέα συμβάλλει στη μείωση της πιθανότητας μεγάλων κινδύνων σε αποδεκτό επίπεδο,

5)

περιγραφή της εγκατάστασης και των συνθηκών που επικρατούν στην προβλεπόμενη τοποθεσία της,

6)

περιγραφή κάθε περιβαλλοντικού, μετεωρολογικού και οφειλόμενου στον θαλάσσιο πυθμένα περιορισμού της ασφάλειας των εργασιών, καθώς και μέτρα για τον εντοπισμό κινδύνων λόγω επισφαλών στοιχείων στον θαλάσσιο πυθμένα και τη θάλασσα, όπως αγωγοί και αγκυροβόλια παρακείμενων εγκαταστάσεων,

7)

περιγραφή των τύπων των προς εκτέλεση εργασιών που ενέχουν μεγάλους κινδύνους,

8)

γενική περιγραφή του συστήματος διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος με το οποίο πρέπει να διατηρείται η αποτελεσματικότητα των προβλεπόμενων μέτρων ελέγχου της πιθανότητας σοβαρού ατυχήματος,

9)

περιγραφή των ανεξάρτητων μηχανισμών επαλήθευσης και αρχικό κατάλογο των κρίσιμων στοιχείων για την ασφάλεια και το περιβάλλον και της απαιτούμενης απόδοσής τους,

10)

όταν υφιστάμενη παραγωγική εγκατάσταση πρόκειται να μεταφερθεί σε νέα τοποθεσία για την εκτέλεση διαφορετικής παραγωγικής εργασίας, τεκμηρίωση της καταλληλότητας της εγκατάστασης για την προτεινόμενη παραγωγική εργασία,

11)

όταν μη παραγωγική εγκατάσταση πρόκειται να μετατραπεί σε παραγωγική, τεκμηρίωση της καταλληλότητας της εγκατάστασης για την εν λόγω μετατροπή.

2.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΚΘΕΣΗ ΠΕΡΙ ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Οι εκθέσεις περί μεγάλων κινδύνων όσον αφορά παραγωγικές εγκαταστάσεις που πρέπει να καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12 και να υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις κατωτέρω πληροφορίες:

1)

περιγραφή της συνεκτίμησης της απάντησης της αρμόδιας αρχής στην κοινοποίηση μελέτης,

2)

το όνομα και τη διεύθυνση του φορέα εκμετάλλευσης της εγκατάστασης,

3)

συνοπτική παρουσίαση της ενδεχόμενης συμμετοχής των εργαζομένων στην κατάρτιση της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων,

4)

περιγραφή της εγκατάστασης και κάθε σύνδεσης με άλλες εγκαταστάσεις ή συνδεδεμένες υποδομές, περιλαμβανομένων των γεωτρήσεων,

5)

στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι έχουν εντοπισθεί όλοι οι μεγάλοι κίνδυνοι, έχει εκτιμηθεί η πιθανότητά τους και οι συνέπειές τους, συμπεριλαμβανομένου κάθε περιβαλλοντικού, μετεωρολογικού και οφειλόμενου στον θαλάσσιο πυθμένα περιορισμού της ασφάλειας των εργασιών και ότι τα μέτρα ελέγχου αυτών, περιλαμβανομένων των κρίσιμων στοιχείων για την ασφάλεια και το περιβάλλον, είναι κατάλληλα για τη μείωση κινδύνων σοβαρού ατυχήματος σε αποδεκτό επίπεδο· στην τεκμηρίωση αυτή περιλαμβάνεται εκτίμηση της αποτελεσματικότητας όσον αφορά την αντιμετώπιση πετρελαιοκηλίδας,

6)

περιγραφή των τύπων των προς εκτέλεση εργασιών που ενέχουν μεγάλους κινδύνους, καθώς και τον μέγιστο αριθμό προσώπων που μπορούν να βρίσκονται στην εγκατάσταση ανά πάσα στιγμή,

7)

περιγραφή του εξοπλισμού και των ρυθμίσεων για τη διασφάλιση του ελέγχου της γεώτρησης, της ασφάλειας των διαδικασιών, του περιορισμού των επικίνδυνων ουσιών, της πρόληψης πυρκαγιάς και έκρηξης, της προστασίας των εργαζομένων από επικίνδυνες ουσίες και της προστασίας του περιβάλλοντος από αρχόμενο σοβαρό ατύχημα,

8)

περιγραφή των ρυθμίσεων για την προστασία των προσώπων που βρίσκονται στην εγκατάσταση από μεγάλους κινδύνους και για τη διασφάλιση της ασφαλούς διαφυγής, εκκένωσης και διάσωσής τους, καθώς και περιγραφή των ρυθμίσεων σχετικά με τους μηχανισμούς για τη συνέχιση της λειτουργίας των συστημάτων ελέγχου και την πρόληψη ζημιών στην εγκατάσταση και το περιβάλλον σε περίπτωση εκκένωσης του συνόλου του προσωπικού,

9)

σχετικούς κώδικες, πρότυπα και κατευθύνσεις που χρησιμοποιούνται κατά την κατασκευή και θέση σε λειτουργία της εγκατάστασης,

10)

πληροφορίες σχετικά με το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος του φορέα εκμετάλλευσης το οποίο αφορά την παραγωγική εγκατάσταση,

11)

εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και επαρκή περιγραφή του,

12)

περιγραφή του μηχανισμού ανεξάρτητης επαλήθευσης,

13)

κάθε άλλη συναφή λεπτομέρεια, για παράδειγμα όταν δύο ή περισσότερες εγκαταστάσεις λειτουργούν συνδυασμένα, κατά τρόπο που επηρεάζει την πιθανότητα μεγάλου κινδύνου σε οποιαδήποτε ή σε όλες τις εγκαταστάσεις,

14)

πληροφορίες που αφορούν άλλες απαιτήσεις στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας οι οποίες αποκτώνται στο πλαίσιο των απαιτήσεων για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων δυνάμει της οδηγίας 92/91/ΕΟΚ,

15)

όσον αφορά τις εργασίες που πρόκειται να εκτελεστούν από την εγκατάσταση, κάθε πληροφορία που αφορά την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων που προκαλούν εκτεταμένες ή σοβαρές ζημιές στο περιβάλλον, σχετίζεται με άλλες απαιτήσεις στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας και αποκτάται σύμφωνα με την οδηγία 2011/92/ΕΕ,

16)

εκτίμηση των πιθανών περιβαλλοντικών επιπτώσεων που έχουν εντοπιστεί και προκύπτουν από την αδυναμία συγκράτησης των ρύπων λόγω σοβαρού ατυχήματος και περιγραφή των τεχνικών και μη τεχνικών μέτρων που προβλέπονται για την πρόληψη, τη μείωση ή την αντιστάθμιση τους, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης.

3.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΚΘΕΣΗ ΠΕΡΙ ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΜΗ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Οι εκθέσεις περί μεγάλων κινδύνων όσον αφορά μη παραγωγικές εγκαταστάσεις που πρέπει να καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 13 και να υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις κατωτέρω πληροφορίες:

1)

το όνομα και τη διεύθυνση του ιδιοκτήτη,

2)

συνοπτική παρουσίαση της ενδεχόμενης συμμετοχής των εργαζομένων στην κατάρτιση της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων,

3)

περιγραφή της εγκατάστασης και, στην περίπτωση κινητής εγκατάστασης, περιγραφή των μέσων μετακίνησής της από μια τοποθεσία σε άλλη και το σύστημα σταθεροποίησής της,

4)

περιγραφή των τύπων των εργασιών που ενέχουν μεγάλους κινδύνους και που είναι σε θέση να εκτελεί η εγκατάσταση, καθώς και τον μέγιστο αριθμό προσώπων που μπορούν να βρίσκονται στην εγκατάσταση ανά πάσα στιγμή,

5)

στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι έχουν εντοπισθεί όλοι οι μεγάλοι κίνδυνοι, ότι έχει εκτιμηθεί η πιθανότητα τους και οι συνέπειές τους, συμπεριλαμβανομένου κάθε περιβαλλοντικού, μετεωρολογικού και οφειλόμενου στον θαλάσσιο πυθμένα περιορισμού της ασφάλειας των εργασιών, και ότι τα μέτρα ελέγχου αυτών, περιλαμβανομένων των κρίσιμων στοιχείων για την ασφάλεια και το περιβάλλον, είναι κατάλληλα για τη μείωση κινδύνων ενός σοβαρού ατυχήματος σε αποδεκτό επίπεδο· στην τεκμηρίωση αυτήν περιλαμβάνεται εκτίμηση της αποτελεσματικότητας όσον αφορά την αντιμετώπιση πετρελαιοκηλίδας,

6)

περιγραφή της μονάδας και των ρυθμίσεων για τη διασφάλιση του ελέγχου της γεώτρησης, της ασφάλειας των διαδικασιών, του περιορισμού των επικίνδυνων ουσιών, της πρόληψης πυρκαγιάς και έκρηξης, της προστασίας των εργαζομένων από επικίνδυνες ουσίες και της προστασίας του περιβάλλοντος από αρχόμενο σοβαρό ατύχημα,

7)

περιγραφή των ρυθμίσεων για την προστασία των προσώπων που βρίσκονται στην εγκατάσταση από μεγάλους κινδύνους και τη διασφάλισης της ασφαλούς διαφυγής, εκκένωσης και διάσωσής τους, καθώς και των ρυθμίσεων σχετικά με τους μηχανισμούς για τη συνέχιση της λειτουργίας των συστημάτων ελέγχου και την πρόληψη ζημιών στην εγκατάσταση και το περιβάλλον σε περίπτωση εκκένωσης του συνόλου του προσωπικού,

8)

σχετικούς κώδικες, πρότυπα και κατευθύνσεις που χρησιμοποιούνται κατά την κατασκευή και θέση σε λειτουργία της εγκατάστασης,

9)

αποδεικτικά στοιχεία ότι έχουν εντοπιστεί όλοι οι μεγάλοι κίνδυνοι όσον αφορά όλες τις εργασίες που είναι σε θέση να εκτελεί η εγκατάσταση και ότι οι κίνδυνοι σοβαρού ατυχήματος έχουν μειωθεί σε αποδεκτό επίπεδο,

10)

περιγραφή κάθε περιβαλλοντικού, μετεωρολογικού και οφειλόμενου στον θαλάσσιο πυθμένα περιορισμού της ασφάλειας των εργασιών, καθώς και των ρυθμίσεων για τον εντοπισμό κινδύνων λόγω επισφαλών στοιχείων στον θαλάσσιο πυθμένα και τη θάλασσα, όπως αγωγοί και αγκυροβόλια παρακείμενων εγκαταστάσεων,

11)

πληροφορίες σχετικά με το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος, οι οποίες αφορούν τη μη παραγωγική εγκατάσταση,

12)

εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης ή επαρκή περιγραφή του,

13)

περιγραφή του μηχανισμού ανεξάρτητης επαλήθευσης,

14)

κάθε άλλη συναφή λεπτομέρεια, για παράδειγμα όταν δύο ή περισσότερες εγκαταστάσεις λειτουργούν συνδυασμένα, κατά τρόπο που επηρεάζει την πιθανότητα επέλευσης μεγάλου κινδύνου σε οποιαδήποτε ή σε όλες τις εγκαταστάσεις,

15)

όσον αφορά εργασίες που πρόκειται να εκτελεστούν από την εγκατάσταση, κάθε πληροφορία που αποκτάται σύμφωνα με την οδηγία 2011/92/ΕΕ σχετικά με την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων που προκαλούν εκτεταμένες ή σοβαρές ζημιές στο περιβάλλον, που σχετίζονται με άλλες απαιτήσεις στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας,

16)

εκτίμηση των πιθανών περιβαλλοντικών επιπτώσεων που προκύπτουν από την αδυναμία συγκράτησης των ρύπων λόγω σοβαρού ατυχήματος και περιγραφή των τεχνικών και μη τεχνικών μέτρων που προβλέπονται για την πρόληψη, τη μείωση ή την αντιστάθμιση τους, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης.

4.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΓΕΩΤΡΗΣΗΣ

Κοινοποιήσεις εργασιών γεώτρησης που πρέπει να καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 15 και να υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο η) περιλαμβάνει τουλάχιστον τις κατωτέρω πληροφορίες:

1)

το όνομα και τη διεύθυνση του φορέα εκμετάλλευσης της γεώτρησης,

2)

την ονομασία της εγκατάστασης που θα χρησιμοποιηθεί και το όνομα και τη διεύθυνση του ιδιοκτήτη ή, σε περίπτωση παραγωγικής εγκατάστασης, του εργολάβου που αναλαμβάνει δραστηριότητες γεώτρησης,

3)

λεπτομέρειες που προσδιορίζουν τη γεώτρηση και κάθε σύνδεσή της με εγκαταστάσεις και συνδεδεμένες υποδομές,

4)

πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα εργασιών της γεώτρησης, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου λειτουργίας της, λεπτομέρειες και επαλήθευση των φραγμών κατά της απώλειας ελέγχου γεώτρησης (εξοπλισμός, ρευστά γεώτρησης και τσιμέντο κ.λπ.), τον έλεγχο της κατεύθυνσης της διαδρομής της γεώτρησης, καθώς και τους περιορισμούς της ασφάλειας των εργασιών σε συνάρτηση με τη διαχείριση κινδύνου,

5)

σε περίπτωση υφιστάμενης γεώτρησης, πληροφορίες για το ιστορικό και την κατάστασή της,

6)

κάθε λεπτομέρεια σχετικά με τον εξοπλισμό ασφαλείας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί αλλά δεν περιγράφεται στην υπάρχουσα έκθεση περί μεγάλων κινδύνων για την εγκατάσταση,

7)

εκτίμηση κινδύνου η οποία περιλαμβάνει περιγραφή:

α)

των ιδιαίτερων κινδύνων που σχετίζονται με τις εργασίες γεώτρησης, συμπεριλαμβανομένου κάθε περιβαλλοντικού, μετεωρολογικού και οφειλόμενου στον θαλάσσιο πυθμένα περιορισμού της ασφάλειας των εργασιών,

β)

των κινδύνων του υπεδάφους,

γ)

κάθε επιφανειακής ή υποθαλάσσιας εργασίας που ενέχει πιθανότητα επέλευσης ταυτόχρονων μεγάλων κινδύνων,

δ)

των κατάλληλων μέτρων ελέγχου,

8)

περιγραφή της διαμόρφωσης της γεώτρησης κατά το πέρας των εργασιών, δηλαδή μόνιμη ή προσωρινή εγκατάλειψη· και εάν ο εξοπλισμός παραγωγής έχει τοποθετηθεί εντός της γεώτρησης προς μελλοντική χρήση,

9)

σε περίπτωση τροποποίησης ήδη υποβληθείσας κοινοποίησης εργασιών γεώτρησης, επαρκείς λεπτομέρειες για την πλήρη επικαιροποίηση της κοινοποίησης,

10)

σε περίπτωση γεώτρησης που πρόκειται να κατασκευαστεί, να τροποποιηθεί ή να συντηρηθεί μέσω μη παραγωγικής εγκατάστασης, παρέχονται οι κατωτέρω πρόσθετες πληροφορίες:

α)

περιγραφή κάθε περιβαλλοντικού, μετεωρολογικού και οφειλόμενου στον θαλάσσιο πυθμένα περιορισμού της ασφάλειας των εργασιών, καθώς και ρυθμίσεις εντοπισμού κινδύνων λόγω επισφαλών στοιχείων στον θαλάσσιο πυθμένα και τη θάλασσα, όπως αγωγοί και αγκυροβόλια παρακείμενων εγκαταστάσεων,

β)

περιγραφή των περιβαλλοντικών συνθηκών που έχουν συνεκτιμηθεί στο πλαίσιο του εσωτερικού σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης της εγκατάστασης,

γ)

περιγραφή των ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση σε περιπτώσεις περιβαλλοντικών περιστατικών οι οποίες δεν περιγράφονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, και

δ)

περιγραφή της μεθόδου συντονισμού των συστημάτων διαχείρισης του φορέα εκμετάλλευσης της γεώτρησης και του ιδιοκτήτη, προκειμένου να διασφαλίζεται ο αποτελεσματικός έλεγχος των μεγάλων κινδύνων ανά πάσα στιγμή,

11)

έκθεση με τα πορίσματα της ανεξάρτητης εξέτασης της γεώτρησης, συμπεριλαμβανομένης δήλωσης του φορέα εκμετάλλευσης της γεώτρησης, μετά την εξέταση της έκθεσης και των πορισμάτων από την ανεξάρτητη εξέταση της γεώτρησης από τον ανεξάρτητο φορέα επαλήθευσης, η οποία αναφέρει ότι η διαχείριση κινδύνου όσον αφορά τον σχεδιασμό της γεώτρησης και τα μέσα αποτροπής της απώλειας ελέγχου είναι κατάλληλα για το σύνολο των προβλεπόμενων συνθηκών και περιστάσεων,

12)

τις πληροφορίες που είναι συναφείς με την παρούσα οδηγία και λαμβάνονται στο πλαίσιο των απαιτήσεων για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων δυνάμει της οδηγίας 92/91/ΕΟΚ,

13)

όσον αφορά τις εργασίες γεώτρησης που πρόκειται να εκτελεσθούν, κάθε πληροφορία για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων που μπορούν να προκαλέσουν εκτεταμένες ή σοβαρές ζημιές στο περιβάλλον, συναφή με άλλες απαιτήσεις στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, η οποία αποκτάται δυνάμει της οδηγίας 2011/92/ΕΕ.

5.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗΣ

Οι περιγραφές που πρέπει να υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ) σχετικά με μηχανισμούς ανεξάρτητης επαλήθευσης που πρέπει να καταρτίζονται δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 1 περιλαμβάνουν:

α)

δήλωση του φορέα εκμετάλλευσης ή του ιδιοκτήτη μετά από εξέταση της έκθεσης του ανεξάρτητου φορέα επαλήθευσης που πιστοποιεί ότι τα κρίσιμα στοιχεία ασφάλειας και το σύστημα συντήρησής τους, όπως ορίζονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, είναι ή θα είναι κατάλληλα,

β)

περιγραφή του μηχανισμού επαλήθευσης, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής ανεξάρτητων φορέων επαλήθευσης, και των μέσων που χρησιμοποιούνται για να επαληθεύεται ότι τα κρίσιμα στοιχεία ασφαλείας και περιβάλλοντος και κάθε συγκεκριμένη μονάδα που υπάγεται στον μηχανισμό διατηρούνται σε καλή κατάσταση,

γ)

περιγραφή των μέσων επαλήθευσης που αναφέρονται στο στοιχείο β) που περιλαμβάνει λεπτομέρειες όσον αφορά τις αρχές που θα εφαρμόζονται για την άσκηση των λειτουργιών στο πλαίσιο του μηχανισμού και για τη διαρκή επανεξέταση του μηχανισμού καθ’ όλο τον κύκλο ζωής της εγκατάστασης, μεταξύ των οποίων:

i)

την εξέταση και τον έλεγχο των κρίσιμων στοιχείων ασφάλειας και περιβάλλοντος από ανεξάρτητους και έμπειρους φορείς επαλήθευσης,

ii)

επαλήθευση του σχεδιασμού, των προτύπων, της πιστοποίησης ή άλλου συστήματος συμμόρφωσης των κρίσιμων στοιχείων ασφάλειας και περιβάλλοντος,

iii)

επιθεώρηση των εν εξελίξει εργασιών,

iv)

υποβολή αναφοράς για κάθε περίπτωση μη συμμόρφωσης,

v)

λήψη διορθωτικών μέτρων από τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη.

6.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΣΕ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Όταν πρόκειται να γίνουν ουσιαστικές αλλαγές σε εγκατάσταση όπως αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 5 και στο άρθρο 13 παράγραφος 4, η τροποποιημένη έκθεση περί μεγάλων κινδύνων όπου ενσωματώνονται οι ουσιαστικές αλλαγές που πρέπει να υποβάλονται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο στ) περιλαμβάνει τουλάχιστον τα κατωτέρω:

1)

το όνομα και τη διεύθυνση του φορέα εκμετάλλευσης ή του ιδιοκτήτη,

2)

συνοπτική παρουσίαση της ενδεχόμενης συμμετοχής των εργαζομένων στην κατάρτιση της αναθεωρημένης έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων,

3)

επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να καταστεί δυνατή η πλήρης επικαιροποίηση της προηγούμενης έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων και του σχετικού εσωτερικού σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης της εγκατάστασης και να αποδειχθεί ότι η πιθανότητα μεγάλων κινδύνων έχει μειωθεί σε αποδεκτό επίπεδο,

4)

σε περίπτωση παύσης της χρήσης σταθερής παραγωγικής εγκατάστασης:

α)

τα μέσα για την απομόνωση όλων των επικίνδυνων ουσιών και, όταν πρόκειται για γεωτρήσεις συνδεδεμένες με την εγκατάσταση, για τη μόνιμη σφράγιση των γεωτρήσεων από την εγκατάσταση και το περιβάλλον,

β)

περιγραφή της πιθανότητας μεγάλων κινδύνων που σχετίζονται με τον παροπλισμό της εγκατάστασης για τους εργαζομένους και το περιβάλλον, του συνολικού εκτιθέμενου πληθυσμού και των μέτρων ελέγχου της επικινδυνότητας,

γ)

τους μηχανισμούς αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης για τη διασφάλιση της ασφαλούς εκκένωσης και διάσωσης του προσωπικού και τη διατήρηση σε λειτουργία των συστημάτων ελέγχου με στόχο την πρόληψη σοβαρού περιβαλλοντικού ατυχήματος.

7.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

Η κοινοποίηση συνδυασμένων εργασιών που πρέπει να καταρτίζεται δυνάμει του άρθρου 16 και να υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο θ) περιλαμβάνει τουλάχιστον τις κατωτέρω πληροφορίες:

1)

το όνομα και τη διεύθυνση του φορέα εκμετάλλευσης που υποβάλλει την κοινοποίηση,

2)

σε περίπτωση που στις συνδυασμένες εργασίες εμπλέκονται και άλλοι φορείς εκμετάλλευσης ή ιδιοκτήτες, τα ονόματα και τις διευθύνσεις τους, συμπεριλαμβανομένης της επιβεβαίωσης ότι συμφωνούν με το περιεχόμενο της κοινοποίησης,

3)

περιγραφή, με τη μορφή ενδιάμεσου εγγράφου εγκεκριμένου από όλα τα μέρη που υποβάλλουν το έγγραφο, του τρόπου συντονισμού των συστημάτων διαχείρισης των εγκαταστάσεων που συμμετέχουν στις συνδυασμένες εργασίες με σκοπό τη μείωση του κινδύνου σοβαρού ατυχήματος σε αποδεκτό επίπεδο,

4)

περιγραφή κάθε εξοπλισμού που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο των συνδυασμένων εργασιών αλλά δεν περιγράφεται στην τρέχουσα έκθεση περί μεγάλων κινδύνων για οποιαδήποτε από τις εγκαταστάσεις που συμμετέχουν στις συνδυασμένες εργασίες,

5)

σύνοψη της εκτίμησης κινδύνου που διενεργείται από όλους τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες που συμμετέχουν στις συνδυασμένες εργασίες, η οποία περιλαμβάνει:

α)

περιγραφή κάθε εργασίας στο πλαίσιο των συνδυασμένων εργασιών η οποία ενδέχεται να ενέχει κινδύνους που είναι δυνατόν να προκαλέσουν σοβαρό ατύχημα στην εγκατάσταση ή σε σχέση με αυτήν,

β)

περιγραφή κάθε μέτρου ελέγχου των κινδύνων που λαμβάνεται ως αποτέλεσμα της εκτίμησης κινδύνου,

6)

περιγραφή των συνδυασμένων εργασιών και πρόγραμμα εργασιών.

8.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΣΟΒΑΡΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ

Η εταιρική πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων που πρέπει να καταρτίζεται δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 1 και να υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:

1)

την ευθύνη, σε επίπεδο εταιρικού διοικητικού συμβουλίου, για τη διασφάλιση, σε συνεχή βάση, ότι η εταιρική πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων είναι κατάλληλη, εφαρμόζεται και λειτουργεί με τον κατάλληλο τρόπο,

2)

μέτρα για την απόκτηση και διατήρηση ισχυρής αντίληψης περί ασφάλειας που αυξάνει τις πιθανότητες συνεχούς ασφαλούς λειτουργίας,

3)

την έκταση και την ένταση του ελέγχου των διεργασιών,

4)

μέτρα για την ανταμοιβή και την αναγνώριση επιθυμητών συμπεριφορών,

5)

την αξιολόγηση των δυνατοτήτων και στόχων της εταιρείας,

6)

μέτρα για τη διατήρηση των προτύπων ασφάλειας και περιβάλλοντος ως βασικής εταιρικής αξίας,

7)

επίσημα συστήματα διοίκησης και ελέγχου που περιλαμβάνουν μέλη του διοικητικού συμβουλίου και ανώτερα διοικητικά στελέχη της εταιρείας,

8)

τον τρόπο για την εξασφάλιση επάρκειας σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας της εταιρείας,

9)

σε ποιόν βαθμό τα στοιχεία 1) - 8) εφαρμόζονται στις υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου της εταιρείας που εκτελούνται εκτός της Ένωσης.

9.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος που πρέπει να καταρτίζεται δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3 και να υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο β) περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:

1)

την οργανωτική δομή και τους ατομικούς ρόλους και αρμοδιότητες,

2)

τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση των μεγάλων κινδύνων, καθώς και την πιθανότητά τους και τις ενδεχόμενες συνέπειες,

3)

ενσωμάτωση του περιβαλλοντικού αντικτύπου στις εκτιμήσεις κινδύνου σοβαρού ατυχήματος που περιλαμβάνονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων,

4)

τους ελέγχους των μεγάλων κινδύνων κατά τις συνήθεις εργασίες,

5)

τη διαχείριση των αλλαγών,

6)

τον σχεδιασμό και την αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

7)

τον περιορισμό της περιβαλλοντικής ζημίας,

8)

την παρακολούθηση των επιδόσεων,

9)

τις ρυθμίσεις περί ελέγχου και επανεξέτασης και

10)

τα μέτρα που ισχύουν για συμμετοχή σε τριμερείς διαβουλεύσεις και τους τρόπους υλοποίησης των επακόλουθων ενεργειών.

10.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΑΝΑΓΚΗΣ

Τα εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που πρέπει να καταρτίζονται δυνάμει του άρθρου 14 και να υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:

1)

το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα των προσώπων που είναι εξουσιοδοτημένα να ενεργοποιούν διαδικασίες αντιμετώπισης εκτάκτου ανάγκης και του προσώπου που διευθύνει το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

2)

το ονοματεπώνυμο ή την ιδιότητα του προσώπου που λειτουργεί ως σύνδεσμος με την αρχή ή τις αρχές που είναι υπεύθυνες για το εξωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

3)

περιγραφή όλων των προβλέψιμων συνθηκών ή συμβάντων που ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρό ατύχημα, όπως περιγράφονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων στην οποία επισυνάπτεται το σχέδιο,

4)

περιγραφή των μέτρων που θα ληφθούν για τον έλεγχο των συνθηκών ή συμβάντων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρό ατύχημα και για τον περιορισμό των επιπτώσεών τους,

5)

περιγραφή του διαθέσιμου εξοπλισμού και των διαθέσιμων πόρων, μεταξύ άλλων για τον περιορισμό ενδεχόμενης πετρελαιοκηλίδας,

6)

ρυθμίσεις για τον περιορισμό των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται τα πρόσωπα που εργάζονται στην εγκατάσταση και το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος ειδοποίησης και των ενεργειών στις οποίες πρέπει να προβούν τα πρόσωπα μετά την ειδοποίησή τους,

7)

σε περίπτωση συνδυασμένων εργασιών, ρυθμίσεις για τον συντονισμό της διαφυγής, της εκκένωσης και της διάσωσης μεταξύ των σχετικών εγκαταστάσεων, με στόχο τη διασφάλιση καλών προοπτικών επιβίωσης των προσώπων που βρίσκονται στις εγκαταστάσεις κατά τη διάρκεια σοβαρού ατυχήματος,

8)

εκτίμηση της αποτελεσματικότητας αντιμετώπισης πετρελαιοκηλίδας. Μεταξύ των περιβαλλοντικών συνθηκών που πρέπει να συνεκτιμώνται σε αυτήν την ανάλυση αντίδρασης περιλαμβάνονται τα εξής:

i)

ο καιρός, περιλαμβανομένου του ανέμου, της ορατότητας, της βροχόπτωσης και της θερμοκρασίας,

ii)

συνθήκες της θάλασσας, παλίρροιες και ρεύματα,

iii)

παρουσία πάγου και θραυσμάτων,

iv)

ώρες φωτός και

v)

άλλες γνωστές περιβαλλοντικές συνθήκες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αποτελεσματικότητα του εξοπλισμού ή την όλη αποτελεσματικότητα μιας προσπάθειας αντίδρασης,

9)

ρυθμίσεις για την έγκαιρη ειδοποίηση, όσον αφορά το σοβαρό ατύχημα, της αρχής ή των αρχών που είναι υπεύθυνες για την ενεργοποίηση του εξωτερικού σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, το είδος των πληροφοριών που πρέπει να περιέχει η αρχική ειδοποίηση και τις ρυθμίσεις για την παροχή περισσότερο εμπεριστατωμένων πληροφοριών μόλις είναι διαθέσιμες,

10)

ρυθμίσεις για την εκπαίδευση του προσωπικού στα καθήκοντα που αναμένεται να εκτελεί και, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο, για τον συντονισμό με εξωτερικούς φορείς αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

11)

ρυθμίσεις για τον συντονισμό των εσωτερικών σχεδίων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης με εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

12)

αποδεικτικά στοιχεία για προηγούμενες εκτιμήσεις οιωνδήποτε χημικών ουσιών χρησιμοποιούνται ως μέσα διασποράς που έχουν διενεργηθεί ώστε να ελαχιστοποιούνται οι συνέπειες στη δημόσια υγεία και κάθε πρόκληση περαιτέρω βλάβης στο περιβάλλον.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Εκθέσεις εργασιών γεώτρησης που πρέπει να υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 4

Οι εκθέσεις που πρέπει να υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 4 περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

1)

το όνομα και η διεύθυνση του φορέα εκμετάλλευσης της γεώτρησης,

2)

την ονομασία της εγκατάστασης και το όνομα και η διεύθυνση του φορέα εκμετάλλευσης ή του ιδιοκτήτη,

3)

λεπτομέρειες που προσδιορίζουν τη γεώτρηση και κάθε σύνδεση με εγκαταστάσεις ή συνδεδεμένη υποδομή,

4)

σύνοψη των εργασιών που αναλήφθηκαν από την έναρξη των εργασιών ή από την προηγούμενη έκθεση,

5)

τη διάμετρο και το πραγματικό κατακόρυφο μετρούμενο βάθος:

α)

κάθε διάτρησης που πραγματοποιήθηκε και

β)

κάθε σωλήνωσης που τοποθετήθηκε,

6)

την πυκνότητα του υγρού γεώτρησης τη στιγμή σύνταξης της έκθεσης, και

7)

σε περίπτωση εργασιών σε υφιστάμενη γεώτρηση, την τρέχουσα λειτουργική του κατάσταση.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Διατάξεις για τον διορισμό και τη λειτουργία της αρμόδιας αρχής δυνάμει των άρθρων 8 και 9

1.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

1)

Για τους σκοπούς του διορισμού αρμόδιας αρχής υπεύθυνης για τα καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 8, τα κράτη μέλη προβαίνουν τουλάχιστον στα ακόλουθα:

α)

θεσπίζουν οργανωτικές ρυθμίσεις που καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων που αναθέτει στην αρμόδια αρχή η παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων για τη ρύθμιση της ασφάλειας και της προστασίας του περιβάλλοντος με ισότιμο τρόπο,

β)

καταρτίζουν δήλωση αρχής που περιγράφει τους στόχους της εποπτείας και επιβολής και τις υποχρεώσεις της αρμόδιας αρχής για την επίτευξη διαφάνειας, συνοχής, αναλογικότητας και αντικειμενικότητας κατά τη ρύθμιση των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου.

2)

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή των ρυθμίσεων του σημείου 1, μεταξύ των οποίων:

α)

χρηματοδότηση επαρκούς εμπειρογνωμοσύνης από ειδικούς, η οποία είναι διαθέσιμη εσωτερικά ή παρέχεται μέσω επίσημων συμφωνιών με τρίτους ή και με τους δύο τρόπους, ώστε η αρμόδια αρχή να μπορεί να επιθεωρεί και να διερευνά εργασίες, να λαμβάνει μέτρα επιβολής και να χειρίζεται εκθέσεις περί μεγάλων κινδύνων και κοινοποιήσεις,

β)

όταν χρησιμοποιούνται εξωτερικές πηγές εμπειρογνωμοσύνης, χρηματοδότηση της κατάρτισης επαρκών γραπτών κατευθύνσεων και εποπτείας, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνοχή ως προς τη χρησιμοποιούμενη προσέγγιση και να διασφαλίζεται ότι η κατά τον νόμο διορισθείσα αρμόδια αρχή διατηρεί την πλήρη ευθύνη βάσει της παρούσας οδηγίας,

γ)

χρηματοδότηση βασικής εκπαίδευσης, επικοινωνίας, πρόσβασης σε τεχνολογία, εξόδων ταξιδιού και διαμονής του προσωπικού της αρμόδιας αρχής για την εκτέλεση των καθηκόντων του και τη διευκόλυνση της ενεργού συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών βάσει του άρθρου 27,

δ)

κατά περίπτωση, απαίτηση από τους φορείς εκμετάλλευσης ή τους ιδιοκτήτες να αποζημιώνουν την αρμόδια αρχή για το κόστος εκτέλεσης των καθηκόντων της δυνάμει της παρούσας οδηγίας,

ε)

χρηματοδότηση και προαγωγή της έρευνας βάσει των καθηκόντων της αρμόδιας αρχής δυνάμει της παρούσας οδηγίας,

στ)

παροχή χρηματοδότησης για εκθέσεις από την αρμόδια αρχή.

2.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΑΡΧΗΣ

1)

Για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με το άρθρο 9, η αρμόδια αρχή θεσπίζει:

α)

γραπτή στρατηγική που περιγράφει τα καθήκοντά της, τις προτεραιότητες δράσης της, π.χ. στη μελέτη και λειτουργία εγκαταστάσεων, τη διαχείριση της ακεραιότητας και την ετοιμότητα και αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, καθώς και τον τρόπο οργάνωσής της,

β)

επιχειρησιακές διαδικασίες που περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο η αρμόδια αρχή θα επιθεωρεί και θα επιβάλλει στους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο θα χειρίζεται, θα εκτιμά και θα αποδέχεται εκθέσεις περί μεγάλων κινδύνων, του τρόπου με τον οποίο θα χειρίζεται κοινοποιήσεις εργασιών γεώτρησης και του τρόπου με τον οποίο θα καθορίζεται η συχνότητα επιθεωρήσεων των μέτρων ελέγχου της πιθανότητας μεγάλων κινδύνων (συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών) για δεδομένη εγκατάσταση ή δραστηριότητα,

γ)

διαδικασίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων της με την επιφύλαξη των λοιπών αρμοδιοτήτων της, λόγου χάρη όσον αφορά τις χερσαίες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, και ρυθμίσεις δυνάμει της οδηγίας 92/91/ΕΟΚ,

δ)

όταν η αρμόδια αρχή αποτελείται από περισσότερους του ενός φορείς, επίσημη συμφωνία που καθορίζει τους απαραίτητους μηχανισμούς για την από κοινού λειτουργία της αρμόδιας αρχής, στους οποίους περιλαμβάνονται η εποπτεία, η παρακολούθηση και η επανεξέταση από ανώτερα διοικητικά στελέχη, ο από κοινού προγραμματισμός και οι από κοινού επιθεωρήσεις, ο διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων για τον χειρισμό εκθέσεων περί μεγάλων κινδύνων, οι από κοινού διερευνήσεις, η εσωτερική επικοινωνία και η από κοινού εξωτερική ανάθεση δημοσίευσης εκθέσεων.

2)

Οι λεπτομερείς διαδικασίες αξιολόγησης των εκθέσεων περί μεγάλων κινδύνων απαιτούν από τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη την παροχή όλων των πληροφοριών σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά και άλλων πληροφοριών που απαιτούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει τουλάχιστον ότι οι απαιτήσεις για τις ακόλουθες πληροφορίες καθορίζονται με σαφήνεια σε κατευθύνσεις προς φορείς εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτες:

α)

έχουν εντοπιστεί όλοι οι προβλέψιμοι κίνδυνοι που ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρό ατύχημα, μεταξύ άλλων και στο περιβάλλον, έχουν αξιολογηθεί οι κίνδυνοι και έχουν εντοπιστεί μέτρα ελέγχου των κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων μέτρων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

β)

περιγράφεται με τον κατάλληλο τρόπο το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος ώστε να αποδεικνύεται η συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία,

γ)

έχουν περιγραφεί οι κατάλληλες ρυθμίσεις για ανεξάρτητη επαλήθευση και λογιστικό έλεγχο από τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη.

3)

Κατά τη διενέργεια διεξοδικής εκτίμησης των εκθέσεων περί μεγάλων κινδύνων, η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει τα εξής:

α)

ότι παρέχονται όλες οι απαιτούμενες πληροφορίες που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά,

β)

ότι ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο ιδιοκτήτης έχει εντοπίσει όλους τους ευλόγως προβλέψιμους κινδύνους σοβαρών ατυχημάτων που αφορούν την εγκατάσταση και τις λειτουργίες της, καθώς και τα πιθανά γενεσιουργά αίτιά τους, και ότι επεξηγούνται σαφώς η μεθοδολογία και τα κριτήρια αξιολόγησης που εφαρμόζονται για τη διαχείριση κινδύνου σοβαρού ατυχήματος, συμπεριλαμβανομένων των συντελεστών αβεβαιότητας στην ανάλυση,

γ)

ότι η διαχείριση κινδύνου λαμβάνει υπόψη όλα τα στάδια στον κύκλο ζωής των εγκαταστάσεων και προβλέπει όλες τις πιθανές καταστάσεις, μεταξύ των οποίων:

i)

με ποιον τρόπο οι αποφάσεις όσον αφορά τον σχεδιασμό που περιγράφονται στην κοινοποίηση μελέτης λαμβάνουν υπόψη τη διαχείριση κινδύνου, ώστε να εξασφαλίζεται η ενσωμάτωση εγγενών αρχών ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος,

ii)

με ποιον τρόπο θα εκτελούνται οι εργασίες γεώτρησης από την εγκατάσταση όταν είναι σε λειτουργία,

iii)

με ποιον τρόπο οι εργασίες γεώτρησης θα εκτελούνται και θα αναστέλλονται προσωρινά πριν από την έναρξη της παραγωγής από εγκατάσταση παραγωγής,

iv)

με ποιον τρόπο θα εκτελούνται συνδυασμένες εργασίες με άλλες εγκαταστάσεις,

v)

με ποιον τρόπο θα διενεργείται ο παροπλισμός της εγκατάστασης,

δ)

με ποιον τρόπο θα εφαρμόζονται μέτρα μείωσης του κινδύνου στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου, εάν αυτό απαιτείται για τη μείωση των κινδύνων σε αποδεκτό επίπεδο,

ε)

κατά πόσον, κατά τον προσδιορισμό των απαραίτητων μέτρων για την επίτευξη αποδεκτών επιπέδων κινδύνου, ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο ιδιοκτήτης τεκμηρίωσε με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη συναφείς ορθές πρακτικές και αποφάσεις που βασίζονται σε ορθή μηχανολογική πρακτική, βέλτιστες πρακτικές διαχείρισης και αρχές που συνδέονται με ανθρώπινους και οργανωτικούς παράγοντες,

στ)

κατά πόσον προσδιορίζονται και αιτιολογούνται με σαφήνεια τα μέτρα και οι ρυθμίσεις για τον εντοπισμό και την ταχεία και αποτελεσματική αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

ζ)

με ποιον τρόπο τα μέτρα και οι μηχανισμοί διαφυγής, εκκένωσης και διάσωσης και τα μέτρα για τον περιορισμό της κλιμάκωσης εκτάκτου ανάγκης και τη μείωση του αντικτύπου του στο περιβάλλον συνδυάζονται με λογικό και συστηματικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές συνθήκες εκτάκτου ανάγκης υπό τις οποίες θα εκτελεστούν,

η)

με ποιον τρόπο οι απαιτήσεις ενσωματώνονται στα εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και εάν έχει υποβληθεί στην αρμόδια αρχή αντίγραφο ή επαρκής περιγραφή του εσωτερικού σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

θ)

κατά πόσον το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος που περιγράφεται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων επαρκεί για τη διασφάλιση του ελέγχου των μεγάλων κινδύνων σε όλα τα στάδια του κύκλου ζωής της εγκατάστασης, διασφαλίζει τη συμμόρφωση με όλες τις συναφείς νομικές διατάξεις και προβλέπει έλεγχο και εφαρμογή των συστάσεων ελέγχου,

ι)

κατά πόσον εξηγείται με σαφήνεια ο μηχανισμός ανεξάρτητης επαλήθευσης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων δυνάμει του άρθρου 19

1.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες:

α)

δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην αξιολόγηση των απαιτήσεων αξιοπιστίας και ακεραιότητας όλων των κρίσιμων για την ασφάλεια και το περιβάλλον συστημάτων και βασίζουν τα οικεία συστήματα επιθεώρησης και συντήρησης στην επίτευξη του απαιτούμενου επιπέδου ακεραιότητας της ασφάλειας και του περιβάλλοντος,

β)

λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν, όσο αυτό είναι ευλόγως δυνατόν, ότι δεν υπάρχει απρόβλεπτη διαφυγή επικίνδυνων ουσιών από αγωγούς, δοχεία και συστήματα προοριζόμενα για τον ασφαλή περιορισμό τους. Επιπλέον, οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες διασφαλίζουν ότι καμία βλάβη του προστατευτικού φραγμού δεν είναι δυνατόν να προκαλέσει σοβαρό ατύχημα,

γ)

συντάσσουν κατάλογο του διαθέσιμου εξοπλισμού στον οποίο να αναφέρεται το ιδιοκτησιακό καθεστώς του, η θέση του, ο τρόπος μεταφοράς και ο τρόπος χρησιμοποίησής του στην εγκατάσταση και κάθε οντότητα που συμμετέχει στην εφαρμογή του εσωτερικού σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης. Στον κατάλογο προσδιορίζονται τα υφιστάμενα μέτρα που διασφαλίζουν τη διατήρηση του εξοπλισμού και των σχετικών διαδικασιών σε επιχειρησιακή ετοιμότητα,

δ)

διασφαλίζουν ότι διαθέτουν κατάλληλο πλαίσιο για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με όλες τις σχετικές ρυθμιστικές διατάξεις, ενσωματώνοντας τα ρυθμιστικά τους καθήκοντα που αφορούν τον έλεγχο των μεγάλων κινδύνων και την προστασία του περιβάλλοντος στις συνήθεις επιχειρησιακές διαδικασίες τους, και

ε)

δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στη δημιουργία και διατήρηση ισχυρής αντίληψης περί ασφάλειας που αυξάνει την πιθανότητα συνεχούς ασφαλούς λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης της εξασφάλισης της συνεργασίας των εργαζομένων μέσω, μεταξύ άλλων:

i)

σαφούς δέσμευσης για τριμερείς διαβουλεύσεις και επακόλουθες ενέργειες,

ii)

ενθάρρυνσης και ανταμοιβής της αναφοράς ατυχημάτων και παρ’ ολίγον ατυχημάτων,

iii)

αποτελεσματικής συνεργασίας με εκλεγμένους αντιπροσώπους για ζητήματα ασφάλειας,

iv)

προστασίας των καταγγελόντων.

2.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο κλάδος συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές για την υιοθέτηση και υλοποίηση σχεδίου προτεραιότητας για την εκπόνηση προτύπων, κατευθύνσεων και κανόνων που διασφαλίζουν την εφαρμογή βέλτιστων πρακτικών ως προς την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων και τον περιορισμό των συνεπειών σοβαρών ατυχημάτων σε περίπτωση που παρ’ όλα αυτά συμβούν.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Επιλογή του ανεξάρτητου φορέα επαλήθευσης και του σχεδιασμού των μηχανισμών ανεξάρτητης επαλήθευσης δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 3

1.

Τα κράτη μέλη από τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη να διασφαλίζει ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία του φορέα επαλήθευσης από τον φορέα εκμετάλλευσης και τον ιδιοκτήτη:

α)

η λειτουργία δεν απαιτεί από τον ανεξάρτητο φορέα επαλήθευσης να εξετάσει οποιαδήποτε πτυχή κρίσιμου στοιχείου ασφάλειας και περιβάλλοντος ή οποιοδήποτε μέρος εγκατάστασης ή γεώτρησης ή σχεδιασμό γεώτρησης με την οποία είχε ασχοληθεί ο φορέας επαλήθευσης στο παρελθόν πριν από τη δραστηριότητα επαλήθευσης ή που θα μπορούσε να επηρεάσει την αντικειμενικότητά του,

β)

ο φορέας επαλήθευσης είναι επαρκώς ανεξάρτητος από σύστημα διαχείρισης το οποίο είναι ή ήταν υπεύθυνο για οποιοδήποτε πτυχή συνιστώσας που καλύπτεται από τον μηχανισμό για την ανεξάρτητη επαλήθευση ή επιθεώρηση γεώτρησης, ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενικότητά του κατά την εκτέλεση των λειτουργιών του δυνάμει του μηχανισμού.

2.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη να διασφαλίζουν ότι, όσον αφορά τον μηχανισμό ανεξάρτητης επαλήθευσης σχετικά με εγκατάσταση ή γεώτρηση, πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο ανεξάρτητος φορέας επαλήθευσης διαθέτει κατάλληλη τεχνική ικανότητα, μεταξύ άλλων, κατά περίπτωση, επαρκή αριθμό προσωπικού με τα κατάλληλα προσόντα και τη δέουσα πείρα που πληροί τις απαιτήσεις του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος,

β)

οι αρμοδιότητες δυνάμει του μηχανισμού ανεξάρτητης επαλήθευσης είναι κατάλληλα κατανεμημένες από τον ανεξάρτητο φορέα επαλήθευσης σε προσωπικό που έχει τα προσόντα για την άσκησή τους,

γ)

υπάρχουν κατάλληλες διευθετήσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του φορέα εκμετάλλευσης ή του ιδιοκτήτη και του ανεξάρτητου φορέα επαλήθευσης,

δ)

ο φορέας επαλήθευσης έχει την απαραίτητη εξουσία ώστε να εκτελεί τις λειτουργίες του με επάρκεια.

3.

Οι ουσιαστικές αλλαγές αναφέρονται στον ανεξάρτητο φορέα επαλήθευσης για περαιτέρω επαλήθευση σύμφωνα με τον μηχανισμό ανεξάρτητης επαλήθευσης και τα αποτελέσματα αυτής της περαιτέρω επαλήθευσης κοινοποιούνται, εφόσον ζητηθεί, στην αρμόδια αρχή.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Πληροφορίες σχετικά με τις προτεραιότητες συνεργασίας μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης και ιδιοκτητών και αρμόδιων αρχών δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 7

Τα ζητήματα που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό προτεραιοτήτων για τη θέσπιση προτύπων και κατευθύνσεων δίνουν έμπρακτη εφαρμογή στην πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων και τον περιορισμό των συνεπειών τους. Τα ζητήματα αυτά περιλαμβάνουν:

α)

βελτίωση της ακεραιότητας των γεωτρήσεων, του εξοπλισμού ελέγχου των γεωτρήσεων και των προστατευτικών φραγμών και παρακολούθηση της αποτελεσματικότητάς τους,

β)

βελτίωση του βασικού προστατευτικού φραγμού,

γ)

βελτίωση του δευτερεύοντος προστατευτικού φραγμού που αναστέλλει την κλιμάκωση αρχόμενου μεγάλου ατυχήματος, συμπεριλαμβανομένων των εκρήξεων γεωτρήσεων,

δ)

αξιόπιστη λήψη αποφάσεων,

ε)

διαχείριση και εποπτεία εργασιών που ενέχουν μεγάλους κινδύνους,

στ)

επάρκεια όσων κατέχουν νευραλγικές θέσεις,

ζ)

αποτελεσματική διαχείριση κινδύνου,

η)

εκτίμηση της αξιοπιστίας κρίσιμων για την ασφάλεια και το περιβάλλον συστημάτων,

θ)

κύριους δείκτες επιδόσεων,

ι)

αποτελεσματική ενοποίηση των συστημάτων διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης και ιδιοκτητών και άλλων οντοτήτων που συμμετέχουν σε υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και αερίου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

Πληροφορίες που περιέχονται στα εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης δυνάμει του άρθρου 29

Τα εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που καταρτίζονται δυνάμει του άρθρου 29 περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

α)

ονοματεπώνυμα και ιδιότητες των προσώπων που είναι εξουσιοδοτημένα να ενεργοποιούν διαδικασίες αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και των προσώπων που είναι εξουσιοδοτημένα να διευθύνουν το εξωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

β)

ρυθμίσεις έγκαιρης ειδοποίησης για σοβαρά ατυχήματα και σχετικές διαδικασίες συναγερμού και αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

γ)

ρυθμίσεις για τον συντονισμό των αναγκαίων πόρων κατά την εφαρμογή του εξωτερικού σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

δ)

ρυθμίσεις για την παροχή συνδρομής στο εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

ε)

λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων του εξωτερικού σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

στ)

ρυθμίσεις για την παροχή κατάλληλων πληροφοριών και συμβουλών σχετικά με το σοβαρό ατύχημα σε πρόσωπα και οργανισμούς που ενδέχεται να επηρεαστούν από αυτό,

ζ)

ρυθμίσεις για την παροχή πληροφοριών στις υπηρεσίες αντιμετώπισης εκτάκτου ανάγκης άλλων κρατών μελών και στην Επιτροπή, σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος με ενδεχόμενες διασυνοριακές συνέπειες,

η)

ρυθμίσεις για τον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων στα άγρια ζώα και φυτά, τόσο στη θάλασσα όσο και στην ξηρά, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες ζώα καλυμμένα με πετρέλαιο φτάνουν στην ακτή νωρίτερα από την καθαυτήν κηλίδα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

Στοιχεία που παρέχονται κατά την προετοιμασία εξωτερικών σχεδίων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης δυνάμει του άρθρου 29

1.

Η αρχή ή οι αρχές που φέρουν την ευθύνη συντονισμού της αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης παρέχουν τα ακόλουθα:

α)

κατάλογο του διαθέσιμου εξοπλισμού στον οποίο να αναφέρεται το ιδιοκτησιακό καθεστώς του, η θέση του, τα μέσα μεταφοράς του και ο τρόπος χρησιμοποίησής του στην περιοχή του σοβαρού ατυχήματος,

β)

περιγραφή των υφιστάμενων μέτρων που διασφαλίζουν τη διατήρηση του εξοπλισμού και των σχετικών διαδικασιών σε επιχειρησιακή ετοιμότητα,

γ)

κατάλογο του εξοπλισμού τον οποίο κατέχει ο κλάδος και ο οποίος είναι διαθέσιμος σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης,

δ)

περιγραφή των γενικών ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση σοβαρών ατυχημάτων σε υπεράκτιες εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων και ευθυνών όλων των εμπλεκομένων και των φορέων που είναι αρμόδιοι για τη συντήρηση των εν λόγω ρυθμίσεων,

ε)

μέτρα που διασφαλίζουν ότι ο εξοπλισμός, το προσωπικό και οι διαδικασίες είναι διαθέσιμοι και ενημερωμένοι και ότι υπάρχει διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή αριθμητικά επαρκές καταρτισμένο προσωπικό,

στ)

αποδεικτικά στοιχεία για προηγούμενες αξιολογήσεις οιωνδήποτε χημικών ουσιών προβλέπεται να χρησιμοποιηθούν ως μέσα διασποράς από απόψεως περιβάλλοντος και υγείας.

2.

Τα εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης επεξηγούν σαφώς τον ρόλο των αρχών, των φορέων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, των συντονιστών και των λοιπών εμπλεκομένων στην αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνεργασία σε αντιμετώπιση σοβαρών ατυχημάτων.

3.

Οι ρυθμίσεις περιλαμβάνουν διατάξεις για την ανταπόκριση σε σοβαρό ατύχημα το οποίο πιθανόν υπερβαίνει τις δυνατότητες αντίδρασης ενός κράτους μέλους ή τα όριά του μέσω:

α)

ανταλλαγής εξωτερικών σχεδίων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης με γειτονικά κράτη μέλη και την Επιτροπή,

β)

συγκέντρωσης σε διασυνοριακό επίπεδο των καταλόγων των μέσων παρέμβασης που βρίσκονται στην κατοχή του κλάδου ή των δημόσιων αρχών και όλων των κατάλληλων προσαρμογών ώστε να καταστούν ο εξοπλισμός και οι διαδικασίες συμβατοί μεταξύ όμορων χωρών και κρατών μελών,

γ)

διαδικασιών για την επίκληση του Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας της Ένωσης

δ)

διοργάνωσης διασυνοριακών ασκήσεων όσον αφορά τα εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

Ανταλλαγή πληροφοριών και διαφάνεια

1.

Η κοινή μορφή αναφοράς δεδομένων για δείκτες μεγάλων κινδύνων καθιστά δυνατή τη σύγκριση πληροφοριών από αρμόδιες αρχές και τη σύγκριση πληροφοριών από φορείς εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτες.

2.

Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ της αρμόδιας αρχής και των φορέων εκμετάλλευσης και των ιδιοκτητών αφορούν τα εξής:

α)

την ακούσια εκροή πετρελαίου, φυσικού αερίου ή άλλων επικίνδυνων ουσιών, αναφλεγμένων ή μη,

β)

την απώλεια ελέγχου γεώτρησης, που απαιτεί την ενεργοποίηση του εξοπλισμού ελέγχου γεώτρησης, ή βλάβη προστατευτικού φραγμού γεώτρησης που χρειάζεται αντικατάσταση ή επισκευή,

γ)

βλάβη κρίσιμου για την ασφάλεια και το περιβάλλον στοιχείου,

δ)

σημαντική απώλεια δομικής ακεραιότητας ή απώλεια προστασίας από τις επιπτώσεις πυρκαγιάς ή έκρηξης ή απώλεια των μέσων σταθεροποίησης κινητής εγκατάστασης,

ε)

σκάφη σε πορεία σύγκρουσης και πραγματικές συγκρούσεις σκάφους με υπεράκτια εγκατάσταση,

στ)

ατυχήματα ελικοπτέρων πάνω ή κοντά σε υπεράκτιες εγκαταστάσεις,

ζ)

οποιοδήποτε θανατηφόρο ατύχημα,

η)

οποιονδήποτε σοβαρό τραυματισμό πέντε ή περισσότερων προσώπων στο ίδιο ατύχημα,

θ)

ενδεχόμενη εκκένωση προσωπικού,

ι)

σοβαρό περιβαλλοντικό περιστατικό.

3.

Οι ετήσιες εκθέσεις που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 25 περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον αριθμό, την παλαιότητα και τη θέση των εγκαταστάσεων,

β)

τον αριθμό και το είδος των επιθεωρήσεων και διερευνήσεων που διενεργήθηκαν, ενδεχόμενα εκτελεστικά μέτρα ή καταδίκες,

γ)

στοιχεία για περιστατικά σύμφωνα με το κοινό σύστημα αναφορών που προβλέπεται στο άρθρο 23,

δ)

κάθε σημαντική αλλαγή του ρυθμιστικού πλαισίου για τις υπεράκτιες εργασίες,

ε)

την επίδοση υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου που σχετίζονται με την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων και τον περιορισμό των επιπτώσεων εκδηλωθέντων σοβαρών ατυχημάτων.

4.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο 2 περιλαμβάνουν τόσο πληροφορίες για τα πραγματικά περιστατικά, όσο και αναλυτικά στοιχεία σχετικά με εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, και είναι σαφείς. Οι πληροφορίες και τα στοιχεία που παρέχονται πρέπει να καθιστούν εφικτή τη σύγκριση της δράσης των φορέων εκμετάλλευσης και των ιδιοκτητών εντός του κράτους μέλους καθώς και τη σύγκριση της δράσης του συνόλου του κλάδου μεταξύ κρατών μελών.

5.

Τα στοιχεία που συλλέγονται και συγκεντρώνονται σύμφωνα με το σημείο 2 καθιστούν δυνατή για τα κράτη μέλη την έγκαιρη προειδοποίηση για πιθανή επιδείνωση κρίσιμων για την ασφάλεια και το περιβάλλον προστατευτικών φραγμών, καθώς και τη λήψη προληπτικών μέτρων από αυτά. Οι πληροφορίες αυτές καταδεικνύουν επίσης τη συνολική αποτελεσματικότητα των μέτρων και των ελέγχων που εφαρμόζονται από φορείς εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτες χωριστά και από τον κλάδο συνολικά, ιδίως για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων και για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων για το περιβάλλον.

6.

Για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του άρθρου 24, εκπονείται απλουστευμένη μορφή αναφοράς προκειμένου να διευκολυνθεί η δημοσίευση των στοιχείων που προβλέπονται στο σημείο 2 του παρόντος παραρτήματος και η σύνταξη των εκθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 25, με τρόπο ώστε τα δεδομένα να είναι ευπρόσιτα στο κοινό και να διευκολύνεται η διασυνοριακή συγκρισιμότητά τους.

ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

1.   

Η Επιτροπή λυπάται για το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 5 του άρθρου 41, ορισμένα κράτη μέλη απαλλάσσονται εν μέρει από την υποχρέωση μεταφοράς της οδηγίας και θεωρεί ότι οι παρεκκλίσεις αυτές δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ως προηγούμενο, ώστε να μην επηρεαστεί η ακεραιότητα του ενωσιακού δικαίου.

2.   

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να κάνουν χρήση της επιλογής της μη μεταφοράς και μη εφαρμογής του άρθρου 20 της οδηγίας, λόγω της απουσίας οποιασδήποτε εταιρείας που να υπόκειται στη δικαιοδοσία τους επί του παρόντος, και η οποία να ασκεί υπεράκτιες δραστηριότητες εκτός του εδάφους της Ένωσης.

Για να διασφαλισθεί η αποτελεσματική επιβολή της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι εναπόκειται στα εν λόγω κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι οι επιχειρήσεις που είναι εγγεγραμμένες σε αυτά, δεν καταστρατηγούν τους στόχους της οδηγίας, διευρύνοντας τους επιχειρηματικούς τους στόχους κατά τρόπο που να συμπεριλαμβάνουν υπεράκτιες δραστηριότητες δίχως να το κοινοποιούν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, έτσι ώστε να δύνανται να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του άρθρου 20.

Η Επιτροπή θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση των τυχόν καταστρατηγήσεων που ενδεχομένως θα υποπέσουν στην αντίληψη της.