16.3.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 77/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 225/2012 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 15ης Μαρτίου 2012

για την τροποποίηση του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 183/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την έγκριση εγκαταστάσεων που διαθέτουν στην αγορά, για χρήση στις ζωοτροφές, προϊόντα με βάση φυτικά έλαια και αναμεμειγμένα λίπη και σχετικά με τις ειδικές απαιτήσεις για την παραγωγή, την αποθήκευση, τη μεταφορά και τον έλεγχο της παρουσίας διοξινών στα έλαια, τα λίπη και τα προϊόντα που παράγονται από αυτά

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

H ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 183/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιανουαρίου 2005, περί καθορισμού των απαιτήσεων για την υγιεινή των ζωοτροφών (1), και ιδίως το άρθρο 27 στοιχεία β) και στ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 183/2005 καθορίζει γενικούς κανόνες για την υγιεινή, τις συνθήκες και τις ρυθμίσεις όσον αφορά τις ζωοτροφές, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τηρούνται οι συνθήκες επεξεργασίας που αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση και στον έλεγχο των ενδεχόμενων κινδύνων. Οι εγκαταστάσεις ζωοτροφών πρέπει να εγγράφονται στο μητρώο της αρμόδιας αρχής ή να εγκρίνονται από αυτήν. Επιπλέον, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων ζωοτροφών σε χαμηλότερο επίπεδο της αλυσίδας ζωοτροφών έχουν την υποχρέωση να προμηθεύονται ζωοτροφές αποκλειστικά από εγκαταστάσεις που είναι εγγεγραμμένες στα μητρώα ή εγκεκριμένες.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 767/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση ζωοτροφών (2) απαιτεί οι ζωοτροφές που διατίθενται στην αγορά να είναι ασφαλείς και να φέρουν ρητή επισήμανση με τον αντίστοιχο τύπο ζωοτροφής. Επιπλέον, στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2011 της Επιτροπής, της 16ης Ιουνίου 2011, για τον κατάλογο πρώτων υλών ζωοτροφών (3), παρατίθενται λεπτομερείς περιγραφές για συγκεκριμένες πρώτες ύλες ζωοτροφών οι οποίες πρέπει να χρησιμοποιούνται για σκοπούς επισήμανσης.

(3)

Η αλληλεπίδραση αυτών των απαιτήσεων πρέπει να διασφαλίζει την ιχνηλασιμότητα και το υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών μέσω της αλυσίδας ζωοτροφών και τροφίμων.

(4)

Επίσημοι έλεγχοι και έλεγχοι που διενεργούνται από υπεύθυνους επιχειρήσεων ζωοτροφών έχουν καταδείξει ότι ορισμένα έλαια και λίπη και τα προϊόντα που προέρχονται από αυτά και δεν προορίζονται για χρήση στις ζωοτροφές, έχουν χρησιμοποιηθεί ως πρώτες ύλες ζωοτροφών με αποτέλεσμα οι ζωοτροφές να υπερβαίνουν τα μέγιστα επίπεδα διοξινών που καθορίζονται στην οδηγία 2002/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 2002, για τις ανεπιθύμητες ουσίες στις ζωοτροφές (4). Κατά συνέπεια, οι τροφές που προέρχονται από ζώα που έχουν τραφεί με μολυσμένες ζωοτροφές ενδέχεται να ενέχουν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Επιπλέον, ενδέχεται να προκύψουν οικονομικές ζημίες από την απόσυρση μολυσμένων ζωοτροφών και τροφών από την αγορά.

(5)

Για τη βελτίωση της υγιεινής των ζωοτροφών και χωρίς να επηρεάζεται η αρμοδιότητα των κρατών μελών όπως καθορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 183/2005, οι εγκαταστάσεις που μεταποιούν ακατέργαστα φυτικά έλαια, παράγουν προϊόντα που προέρχονται από έλαια φυτικής προέλευσης και αναμειγνύουν λίπη θα πρέπει να υπόκεινται σε έγκριση σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, αν τα προϊόντα αυτά προορίζονται για χρήση στις ζωοτροφές.

(6)

Πρέπει να ορίζονται ειδικές απαιτήσεις για την παραγωγή, την επισήμανση, την αποθήκευση και τη μεταφορά των εν λόγω πρώτων υλών ζωοτροφών προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η εμπειρία που έχει αποκτηθεί από την εφαρμογή των συστημάτων που βασίζονται στην ανάλυση κινδύνου και κρίσιμων σημείων ελέγχου (HACCP).

(7)

Μια ενισχυμένη παρακολούθηση των διοξινών θα διευκόλυνε τον εντοπισμό περιπτώσεων μη συμμόρφωσης και την επιβολή της νομοθεσίας περί ζωοτροφών. Είναι αναγκαίο να προβλέπεται η υποχρέωση των υπευθύνων επιχειρήσεων ζωοτροφών να ελέγχουν τα λίπη, τα έλαια και τα προϊόντα που προέρχονται από αυτά για διοξίνες και παρόμοια με τις διοξίνες PCB, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος εισόδου μολυσμένων προϊόντων στην αλυσίδα τροφίμων και, συνεπώς, να υποστηριχθεί η στρατηγική μείωσης της έκθεσης των πολιτών της ΕΕ στις διοξίνες. Ο κίνδυνος μόλυνσης με διοξίνες θα πρέπει να αποτελεί τη βάση για τον καθορισμό του σχεδίου παρακολούθησης. Η ευθύνη για τη διάθεση στην αγορά ασφαλών ζωοτροφών ανήκει στους υπευθύνους επιχειρήσεων ζωοτροφών. Επομένως, το κόστος της ανάλυσης θα πρέπει να βαρύνει εξ ολοκλήρου αυτούς. Αναλυτικές διατάξεις για τη δειγματοληψία και ανάλυση που δεν περιέχονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να παραμείνουν εντός της αρμοδιότητας των κρατών μελών. Επιπλέον, τα κράτη μέλη προτρέπονται να εστιάζουν στους ελέγχους των υπευθύνων επιχειρήσεων ζωοτροφών που, αν και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρακολούθησης διοξινών, προμηθεύονται τα προϊόντα που αναφέρονται ανωτέρω.

(8)

Το υποχρεωτικό σύστημα παρακολούθησης με βάση τον κίνδυνο δεν πρέπει να επηρεάζει το καθήκον των υπευθύνων επιχειρήσεων ζωοτροφών να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας της Ένωσης για την υγιεινή των ζωοτροφών. Αυτό πρέπει να ενσωματωθεί στην ορθή υγιεινή πρακτική και στο σύστημα με βάση το HACCP. Αυτό θα πρέπει να επιβεβαιώνεται από την αρμόδια αρχή στο πλαίσιο της έγκρισης του υπευθύνου επιχείρησης ζωοτροφών. Κατά την τακτική επανεξέταση της αξιολόγησης κινδύνου του υπευθύνου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ευρήματα της παρακολούθησης διοξινών.

(9)

Τα εργαστήρια που πραγματοποιούν αναλύσεις διοξινών πρέπει να υποχρεώνονται να αναφέρουν αποτελέσματα που υπερβαίνουν τα ελάχιστα επιτρεπόμενα όρια που καθορίζονται στην οδηγία 2002/32/ΕΚ όχι μόνο στον υπεύθυνο επιχείρησης ζωοτροφών, αλλά και στην αρμόδια αρχή για τη βελτίωση της διαφάνειας. Αυτή η υποχρέωση δεν απαλλάσσει τον υπεύθυνο επιχείρησης ζωοτροφών από την υποχρέωσή του να ενημερώνει την αρμόδια αρχή.

(10)

Προκειμένου να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα των διατάξεων όσον αφορά την υποχρεωτική παρακολούθηση διοξινών και την ενσωμάτωσή της στο σύστημα HACCP των υπευθύνων επιχειρήσεων ζωοτροφών, θα πρέπει να προβλέπεται μια επανεξέταση μετά την παρέλευση δύο ετών.

(11)

Θα πρέπει να παρασχεθεί επαρκής χρόνος ώστε να έχουν οι αρμόδιες αρχές και οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων ζωοτροφών τη δυνατότητα να προσαρμοστούν στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

(12)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων και ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχουν εκφράσει αντιρρήσεις για αυτά,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 183/2005 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 16 Σεπτεμβρίου 2012.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2012.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 35 της 8.2.2005, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 229 της 1.9.2009, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 159 της 17.6.2011, σ. 25.

(4)  ΕΕ L 140 της 30.5.2002, σ. 10.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 183/2005 τροποποιείται ως εξής:

1.

Μετά τον τίτλο του παραρτήματος II παρεμβάλλεται το ακόλουθο τμήμα:

«ΟΡΙΣΜΟΙ

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

“παρτίδα” σημαίνει συγκεκριμένη ποσότητα ζωοτροφών που έχουν κοινά χαρακτηριστικά όπως προέλευση, ποικιλία, είδος συσκευασίας, συσκευαστή, αποστολέα ή επισήμανση και, όταν πρόκειται για διαδικασία παραγωγής, μια μονάδα παραγωγής προερχομένη από μία εγκατάσταση παραγωγής που χρησιμοποιεί ενιαίες παραμέτρους παραγωγής ή μια σειρά τέτοιων μονάδων, όταν παράγονται σε συνεχή σειρά και αποθηκεύονται μαζί·

β)

“προϊόντα προερχόμενα από φυτικά έλαια” σημαίνει οποιοδήποτε προϊόν που προέρχεται από ακατέργαστα ή ανακτημένα φυτικά έλαια μέσω ελαιοχημικής επεξεργασίας ή επεξεργασίας βιοντίζελ ή απόσταξης, χημικού ή φυσικού ραφιναρίσματος, εκτός του ραφιναρισμένου ελαίου·

γ)

“ανάμειξη λιπών” σημαίνει την ανάμειξη ακατέργαστων ελαίων, ραφιναρισμένων ελαίων, ζωικών λιπών, ελαίων που ανακτώνται από τον κλάδο τροφίμων ή/και τα προϊόντα που προέρχονται από αυτές τις ύλες για την παραγωγή ενός αναμεμειγμένου ελαίου ή λίπους, με εξαίρεση μόνο την αποθήκευση διαδοχικών παρτίδων.».

2.

Το ακόλουθο σημείο προστίθεται στο τμήμα με τον τίτλο «ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ»:

«10.

Οι εγκαταστάσεις που διεξάγουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες δραστηριότητες για να διαθέσουν στην αγορά προϊόντα για χρήση σε ζωοτροφές υπόκεινται σε έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3:

α)

μεταποίηση ακατέργαστου φυτικού λαδιού εκτός όσων υπόκεινται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 852/2004·

β)

ελαιοχημική παραγωγή λιπαρών οξέων·

γ)

παραγωγή βιοντίζελ·

δ)

ανάμειξη λιπών.».

3.

Τα ακόλουθα σημεία προστίθενται στο τμήμα με τον τίτλο «ΠΑΡΑΓΩΓΗ»:

«7.

Οι εκμεταλλεύσεις ανάμειξης λιπών που διαθέτουν προϊόντα προοριζόμενα για ζωοτροφές στην αγορά διατηρούν όλα τα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές διαχωρισμένα από τα προϊόντα που προορίζονται για άλλους σκοπούς, εκτός αν τα τελευταία συμμορφώνονται:

με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού ή του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004 και

με το παράρτημα I της οδηγίας 2002/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1).

8.

Η επισήμανση των προϊόντων πρέπει να υποδεικνύει με σαφή τρόπο αν προορίζονται για ζωοτροφές ή για άλλους σκοπούς. Αν ο παραγωγός δηλώσει ότι μια συγκεκριμένη παρτίδα ενός προϊόντος δεν προορίζεται για χρήση σε ζωοτροφές ή τρόφιμα, αυτή η δήλωση δεν τροποποιείται αργότερα από έναν υπεύθυνο επιχείρησης σε μεταγενέστερο στάδιο της αλυσίδας.

4.

Το παρακάτω τμήμα προστίθεται μετά το τμήμα με τον τίτλο «ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ»:

«ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΔΙΟΞΙΝΩΝ

1.

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων ζωοτροφών που διαθέτουν στην αγορά λίπη, έλαια ή προϊόντα που προέρχονται από αυτές τις ύλες και που προορίζονται για χρήση σε ζωοτροφές, συμπεριλαμβανομένων των σύνθετων ζωοτροφών, αναλύουν αυτά τα προϊόντα σε διαπιστευμένα εργαστήρια για το σύνολο των διοξινών και των παρόμοιων με διοξίνες PCB, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 152/2009 της Επιτροπής (2).

2.

Για τη συμπλήρωση του συστήματος HACCP του υπευθύνου επιχείρησης ζωοτροφών, οι αναλύσεις που αναφέρονται στο σημείο 1 πραγματοποιούνται τουλάχιστον με τις παρακάτω συχνότητες:

α)

επιχειρήσεις μεταποίησης ακατέργαστων φυτικών ελαίων:

i)

αναλύεται το 100 % των παρτίδων ακατέργαστου ελαίου κοκοφοίνικα. Μια παρτίδα μπορεί να περιλαμβάνει έως 1 000 τόνους αυτών των προϊόντων·

ii)

αναλύεται το 100 % των παρτίδων των προϊόντων που προέρχονται από φυτικά έλαια, εκτός της γλυκερίνης, της λεκιθίνης και των κολλοειδών ουσιών, που προορίζονται για ζωοτροφές. Μια παρτίδα μπορεί να περιλαμβάνει έως 1 000 τόνους των εν λόγω προϊόντων·

β)

παραγωγοί ζωικού λίπους:

μία αντιπροσωπευτική ανάλυση ανά 2 000 τόνους ζωικού λίπους και προϊόντων που προέρχονται από αυτό που ανήκουν στην κατηγορία 3, όπως καθορίζεται στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3)·

γ)

υπεύθυνοι επιχειρήσεων ιχθυελαίου:

i)

αναλύεται το 100 % των παρτίδων ιχθυελαίου, αν αυτό παράγεται από

προϊόντα που προέρχονται από ακατέργαστο ιχθυέλαιο εκτός του ραφιναρισμένου ιχθυελαίου,

ιχθυότοπους χωρίς ιστορικό παρακολούθησης, απροσδιόριστης προέλευσης ή από τη Βαλτική Θάλασσα,

αλιευτικά παραπροϊόντα από εγκαταστάσεις που παράγουν ψάρια για κατανάλωση από τον άνθρωπο τα οποία δεν έχουν εγκριθεί από την ΕΕ,

είδος προσφυγάκι ή ασπρόρεγγα Menhaden,

μια παρτίδα μπορεί να περιλαμβάνει έως 1 000 τόνους ιχθυελαίου·

ii)

το 100 % των εξερχόμενων παρτίδων προϊόντων που προέρχονται από ακατέργαστο ιχθυέλαιο εκτός του ραφιναρισμένου ιχθυελαίου θα αναλυθεί. Μια παρτίδα μπορεί να περιλαμβάνει έως 1 000 τόνους αυτών των προϊόντων·

iii)

εκτελείται μία αντιπροσωπευτική ανάλυση ανά 2 000 τόνους, όταν πρόκειται για ιχθυέλαιο που δεν αναφέρεται στο σημείο i)·

iv)

το ιχθυέλαιο που έχει απολυμανθεί από επίσημα εγκεκριμένη κατεργασία αναλύεται σύμφωνα με τις αρχές του HACCP σε συμμόρφωση με το άρθρο 6·

δ)

ελαιοχημική βιομηχανία και βιομηχανία βιοντίζελ:

i)

αναλύεται το 100 % των εισερχόμενων παρτίδων ακατέργαστων ελαίων κοκοφοίνικα και προϊόντων που προέρχονται από φυτικά έλαια, εκτός της γλυκερίνης, της λεκιθίνης και των κολλοειδών ουσιών, των ζωικών λιπών που δεν καλύπτονται από το στοιχείο β), του ιχθυελαίου που δεν καλύπτεται από το στοιχείο γ), των ελαίων που ανακτώνται από τον κλάδο τροφίμων και των αναμεμειγμένων λιπών που προορίζονται για ζωοτροφές. Μια παρτίδα μπορεί να περιλαμβάνει έως 1 000 τόνους των εν λόγω προϊόντων·

ii)

το 100 % των παρτίδων των προϊόντων που προέρχονται από τη μεταποίηση των προϊόντων που αναφέρονται στο σημείο i) εκτός της γλυκερίνης, της λεκιθίνης και των κολλοειδών ουσιών θα αναλυθεί·

ε)

εκμεταλλεύσεις ανάμειξης λιπών:

i)

αναλύεται το 100 % των εισερχόμενων παρτίδων ακατέργαστων ελαίων κοκοφοίνικα και προϊόντων που προέρχονται από φυτικά έλαια, εκτός της γλυκερίνης, της λεκιθίνης και των κολλοειδών ουσιών, των ζωικών λιπών που δεν καλύπτονται από το στοιχείο β), του ιχθυελαίου που δεν καλύπτεται από το στοιχείο γ), των ελαίων που ανακτώνται από τον κλάδο τροφίμων και των αναμεμειγμένων λιπών που προορίζονται για ζωοτροφές. Μια παρτίδα μπορεί να περιλαμβάνει έως 1 000 τόνους των εν λόγω προϊόντων·

ή

ii)

το 100 % των παρτίδων των αναμεμειγμένων λιπών που προορίζονται για ζωοτροφές, θα αναλυθεί. Μια παρτίδα μπορεί να περιλαμβάνει έως 1 000 τόνους των εν λόγω προϊόντων.

Ο υπεύθυνος επιχείρησης ζωοτροφών πρέπει να δηλώνει στην αρμόδια αρχή, στο πλαίσιο της εκτίμησης κινδύνου που πραγματοποιεί, ποια εναλλακτική διαδικασία επιλέγει·

στ)

παραγωγοί σύνθετων ζωοτροφών για ζώα παραγωγής τροφίμων, εκτός όσων αναφέρονται στο στοιχείο ε):

i)

αναλύεται το 100 % των εισερχόμενων παρτίδων ακατέργαστων ελαίων κοκοφοίνικα και προϊόντων που προέρχονται από φυτικά έλαια, εκτός της γλυκερίνης, της λεκιθίνης και των κολλοειδών ουσιών, των ζωικών λιπών που δεν καλύπτονται από το στοιχείο β), του ιχθυελαίου που δεν καλύπτεται από το στοιχείο γ), των ελαίων που ανακτώνται από τον κλάδο τροφίμων και των αναμεμειγμένων λιπών που προορίζονται για ζωοτροφές. Μια παρτίδα μπορεί να περιλαμβάνει έως 1 000 τόνους των εν λόγω προϊόντων·

ii)

εφαρμόζεται συχνότητα δειγματοληψίας 1 % των παρτίδων όσον αφορά την παραγόμενη σύνθετη ζωοτροφή που περιέχει τα προϊόντα που αναφέρονται στο σημείο i).

3.

Αν μπορεί να καταδειχθεί ότι μια ομοιογενής αποστολή είναι μεγαλύτερη από το μέγιστο μέγεθος παρτίδας σύμφωνα με το σημείο 2 και ότι έχει γίνει δειγματοληψία σε αυτήν με αντιπροσωπευτικό τρόπο, τότε τα αποτελέσματα της ανάλυσης του δείγματος που λήφθηκε με τον ενδεδειγμένο τρόπο θεωρούνται αποδεκτά.

4.

Όταν ένας υπεύθυνος επιχείρησης ζωοτροφών αποδεικνύει ότι μια παρτίδα ενός προϊόντος ή ότι όλα τα συστατικά μιας παρτίδας, όπως αναφέρεται στο σημείο 2, τα οποία εισέρχονται στην εγκατάστασή του έχουν ήδη αναλυθεί σε προγενέστερο στάδιο της παραγωγής, της μεταποίησης ή της διανομής ή ότι αυτά ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των σημείων 2 στοιχείο β) ή στοιχείο γ) σημείο iii), ο υπεύθυνος επιχείρησης ζωοτροφών απαλλάσσεται της υποχρέωσης να αναλύσει τη συγκεκριμένη παρτίδα και την αναλύει σύμφωνα με τις γενικές αρχές HACCP σε συμμόρφωση με το άρθρο 6.

5.

Κάθε παράδοση προϊόντων, όπως αναφέρεται στα σημεία 2 στοιχείο δ) σημείο i), στοιχείο ε) σημείο i) και στοιχείο στ) σημείο i) συνοδεύεται από τεκμηρίωση ότι τα συγκεκριμένα προϊόντα ή όλα τα συστατικά τους έχουν αναλυθεί ή ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των σημείων 2 στοιχείο β) ή στοιχείο γ) σημείο iii).

6.

Αν όλες οι εισερχόμενες παρτίδες των προϊόντων που αναφέρονται στα σημεία 2 στοιχείο δ) σημείο i), στοιχείο ε) σημείο i) και στοιχείο στ) σημείο i) οι οποίες εισέρχονται σε μια διαδικασία παραγωγής έχουν αναλυθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και αν μπορεί να διασφαλιστεί ότι η διαδικασία παραγωγής, ο χειρισμός και η αποθήκευση δεν αυξάνουν τη μόλυνση με διοξίνες, ο υπεύθυνος επιχείρησης ζωοτροφών απαλλάσσεται από την υποχρέωση ανάλυσης του τελικού προϊόντος και το αναλύει σύμφωνα με τις γενικές αρχές HACCP σε συμμόρφωση με το άρθρο 6.

7.

Όταν ένας υπεύθυνος επιχείρησης ζωοτροφών αναθέτει σε ένα εργαστήριο να πραγματοποιήσει μια ανάλυση, όπως αναφέρεται στο σημείο 1, πρέπει να δίνει εντολή στο εργαστήριο για την αναφορά των αποτελεσμάτων της συγκεκριμένης ανάλυσης στην αρμόδια αρχή σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων διοξινών που καθορίζονται στα σημεία 1 και 2 του τμήματος V του παραρτήματος I της οδηγίας 2002/32/ΕΚ.

Όταν ένας υπεύθυνος επιχείρησης ζωοτροφών αναθέτει την ανάλυση σε ένα εργαστήριο που βρίσκεται σε διαφορετικό κράτος μέλος από αυτό του υπευθύνου επιχείρησης ζωοτροφών που έχει παραγγείλει την ανάλυση, ο υπεύθυνος επιχείρησης πρέπει να δίνει εντολή στο εργαστήριο για αναφορά στην αρμόδια αρχή του εργαστηρίου, η οποία πρέπει να ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου βρίσκεται ο υπεύθυνος επιχείρησης ζωοτροφών.

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων ζωοτροφών πρέπει να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι σε περίπτωση ανάθεσης σε εργαστήριο που βρίσκεται σε τρίτη χώρα. Πρέπει να παρέχονται αποδεικτικά στοιχεία ότι το εργαστήριο πραγματοποιεί την ανάλυση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 152/2009.

8.

Οι απαιτήσεις ελέγχου διοξινών πρέπει να επανεξεταστούν έως τις 16 Μαρτίου 2014.

5.

Το ακόλουθο σημείο προστίθεται στο τμήμα με τον τίτλο «ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑ»:

«7.

Τα δοχεία που προορίζονται για την αποθήκευση ή μεταφορά αναμεμειγμένων λιπών, ελαίων φυτικής προέλευσης ή προϊόντων που προέρχονται από αυτά και που προορίζονται για χρήση σε ζωοτροφές δεν χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ή αποθήκευση διαφορετικών από αυτά προϊόντων, εκτός αν τα προϊόντα συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις:

του παρόντος κανονισμού ή του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004 και

του παραρτήματος I της οδηγίας 2002/32/ΕΚ.

Αυτά διατηρούνται διαχωρισμένα από οποιοδήποτε άλλο φορτίο όταν υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης.

Όποτε αυτή η χωριστή χρήση δεν είναι δυνατή, τα δοχεία καθαρίζονται αποτελεσματικά, ώστε να αφαιρείται κάθε ίχνος του προϊόντος, αν τα συγκεκριμένα δοχεία είχαν χρησιμοποιηθεί προηγουμένως για προϊόντα που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις:

του παρόντος κανονισμού ή του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004 και

του παραρτήματος I της οδηγίας 2002/32/ΕΚ.

Τα ζωικά λίπη της κατηγορίας 3, όπως καθορίζονται στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009, τα οποία προορίζονται για χρήση σε ζωοτροφές, αποθηκεύονται και μεταφέρονται σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό.».


(1)  ΕΕ L 140 της 30.5.2002, σ. 10.».

(2)  ΕΕ L 54 της 26.2.2009, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 1.».