28.2.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 55/13


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 182/2011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Φεβρουαρίου 2011

για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 291 παράγραφος 3,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Όταν απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, οι πράξεις αυτές (εφεξής «βασικές πράξεις») αναθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή ή, σε ειδικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες και στις περιπτώσεις των άρθρων 24 και 26 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Συμβούλιο.

(2)

Εναπόκειται στον νομοθέτη, με πλήρη τήρηση των κριτηρίων που καθορίζονται στη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»), να αποφασίσει για εκάστη βασική πράξη εάν θα αναθέσει εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 291 παράγραφος 2 της εν λόγω συνθήκης.

(3)

Μέχρι τώρα, η άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή διέπετο από την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (2).

(4)

Η ΣΛΕΕ απαιτεί τώρα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να θεσπίσουν κανόνες και γενικές αρχές σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή.

(5)

Είναι ανάγκη να εξασφαλισθεί ότι οι διαδικασίες για τον έλεγχο αυτόν είναι σαφείς, αποτελεσματικές και αναλογικές προς τη φύση των εκτελεστικών πράξεων και ότι λαμβάνουν υπόψη τις θεσμικές απαιτήσεις της ΣΛΕΕ, καθώς και την πείρα που αποκτήθηκε και την κοινή πρακτική που ακολουθήθηκε κατά την εφαρμογή της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(6)

Σε αυτές τις βασικές πράξεις οι οποίες απαιτούν τον έλεγχο των κρατών μελών για την έκδοση από την Επιτροπή των εκτελεστικών πράξεων, ενδείκνυται, για τους σκοπούς αυτού του ελέγχου, να συσταθούν επιτροπές οι οποίες θα απαρτίζονται από τους αντιπροσώπους των κρατών μελών και θα προεδρεύονται από την Επιτροπή.

(7)

Όπου χρειάζεται, ο τρόπος ελέγχου θα πρέπει να περιλαμβάνει παραπομπή σε επιτροπή προσφυγών που θα πρέπει να συνέρχεται στο αρμόζον επίπεδο.

(8)

Για λόγους απλούστευσης, η Επιτροπή θα πρέπει να ασκεί εκτελεστικές αρμοδιότητες σύμφωνα με μία από δύο μόνο διαδικασίες, δηλαδή τη συμβουλευτική διαδικασία ή τη διαδικασία εξέτασης.

(9)

Για λόγους περαιτέρω απλούστευσης, θα πρέπει να ισχύουν κοινοί διαδικαστικοί κανόνες για τις επιτροπές, συμπεριλαμβανομένων των βασικών διατάξεων που διέπουν τη λειτουργία τους και τη δυνατότητα να διατυπώνουν γνώμη μέσω γραπτής διαδικασίας.

(10)

Θα πρέπει να θεσπισθούν κριτήρια για τον καθορισμό της διαδικασίας που θα ακολουθείται για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων από την Επιτροπή. Για να επιτευχθεί μεγαλύτερη συνέπεια, οι διαδικαστικές απαιτήσεις θα πρέπει να είναι ανάλογες προς τη φύση και τις επιπτώσεις των προς έκδοση εκτελεστικών πράξεων.

(11)

Η διαδικασία εξέτασης θα πρέπει συγκεκριμένα να ακολουθείται για την έκδοση πράξεων γενικής εμβέλειας που αποσκοπούν στην εφαρμογή βασικών πράξεων και ειδικών εκτελεστικών πράξεων με δυνητικά σημαντικό αντίκτυπο. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις εάν δεν είναι σύμφωνες με τη γνώμη της επιτροπής, εκτός από άκρως εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες θα μπορούν να εφαρμόζονται για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Η διαδικασία θα πρέπει επίσης να διασφαλίζει ότι η Επιτροπή είναι σε θέση να αναθεωρεί τα σχέδια εκτελεστικών πράξεων, εφόσον η επιτροπή δεν διατυπώνει γνώμη, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις που εκφράσθηκαν εντός της επιτροπής.

(12)

Εφόσον η βασική πράξη αναθέτει εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή που σχετίζονται με προγράμματα με ουσιαστικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό ή που απευθύνονται σε τρίτες χώρες, θα πρέπει να εφαρμόζεται η διαδικασία εξέτασης.

(13)

Ο πρόεδρος επιτροπής θα πρέπει να προσπαθεί να βρίσκει λύσεις που τυγχάνουν της ευρύτερης δυνατής υποστήριξης εντός της επιτροπής ή της επιτροπής προσφυγών και θα πρέπει να εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο έχουν ληφθεί υπόψη οι συζητήσεις και προτάσεις τροποποιήσεων. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις απόψεις που εκφράσθηκαν εντός της επιτροπής ή της επιτροπής προσφυγών όσον αφορά σχέδια οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικών μέτρων.

(14)

Όταν εξετάζεται η έκδοση άλλων σχεδίων εκτελεστικών πράξεων που αφορούν ιδιαιτέρως ευαίσθητους τομείς, κυρίως τη φορολόγηση, την υγεία των καταναλωτών, την ασφάλεια των τροφίμων και την προστασία του περιβάλλοντος, η Επιτροπή, προκειμένου να εξεύρει ισόρροπη λύση, θα ενεργεί, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, κατά τρόπον ώστε να μην αντιστρατεύεται σε οιαδήποτε επικρατούσα θέση που ενδέχεται να ανακύψει εντός της επιτροπής προσφυγών κατά της καταλληλότητας μιας εκτελεστικής πράξης.

(15)

Θα πρέπει να ακολουθείται, κατά γενικό κανόνα, η συμβουλευτική διαδικασία σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ή οσάκις κρίνεται ως πιο ενδεδειγμένη.

(16)

Θα πρέπει να είναι δυνατή, σε περίπτωση που αυτό προβλέπεται σε βασική πράξη, η έκδοση εκτελεστικών πράξεων οι οποίες θα έχουν άμεση εφαρμογή όταν συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι επείγουσας ανάγκης.

(17)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να ενημερώνονται πάραυτα για τις εργασίες των επιτροπών σε τακτική βάση.

(18)

Είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε το Συμβούλιο θα πρέπει να μπορούν ανά πάσα στιγμή να γνωστοποιήσουν στην Επιτροπή ότι, κατά την άποψή τους, το σχέδιο εκτελεστικής πράξης υπερβαίνει τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπονται στη βασική πράξη, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα που έχουν σχετικά με τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης.

(19)

Θα πρέπει να διασφαλισθεί η πρόσβαση του κοινού σε πληροφορίες οι οποίες αφορούν τις διαδικασίες των επιτροπών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (3).

(20)

Η Επιτροπή θα πρέπει να τηρεί μητρώο με πληροφορίες σχετικά με τις εργασίες των επιτροπών. Ως εκ τούτου, οι κανόνες που σχετίζονται με την προστασία διαβαθμισμένων εγγράφων και ισχύουν για την Επιτροπή θα πρέπει επίσης να ισχύουν για τη χρήση του μητρώου.

(21)

Η απόφαση 1999/468/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί. Για να εξασφαλισθεί η μετάβαση από το καθεστώς που προβλέπεται στην απόφαση 1999/468/ΕΚ προς τον παρόντα κανονισμό, οποιαδήποτε παραπομπή σε ισχύουσα νομοθεσία στις διαδικασίες που προβλέπονται στην εν λόγω απόφαση, εξαιρουμένης της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 5α της απόφασης, θα πρέπει να νοείται ως παραπομπή στις αντίστοιχες διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Τα αποτελέσματα του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ θα πρέπει προσωρινώς να διατηρηθούν για τους σκοπούς των ισχυουσών βασικών πράξεων που παραπέμπουν στο εν λόγω άρθρο.

(22)

Οι εξουσίες της Επιτροπής, όπως καθορίζονται από τη ΣΛΕΕ, σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, δεν θίγονται από τον παρόντα κανονισμό,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει γενικούς κανόνες και αρχές που διέπουν τους μηχανισμούς που εφαρμόζονται όταν νομικά δεσμευτική πράξη της Ένωσης (εφεξής «βασική πράξη») προσδιορίζει την ανάγκη ενιαίων προϋποθέσεων εφαρμογής και απαιτεί να υπόκειται στον έλεγχο των κρατών μελών η έκδοση εκτελεστικών πράξεων από την Επιτροπή.

Άρθρο 2

Επιλογή των διαδικασιών

1.   Μια βασική πράξη μπορεί να προβλέπει την εφαρμογή της συμβουλευτικής διαδικασίας ή της διαδικασίας εξέτασης, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση ή την επίπτωση της απαιτούμενης εκτελεστικής πράξης.

2.   Η διαδικασία εξέτασης εφαρμόζεται, συγκεκριμένα, για την έκδοση:

α)

εκτελεστικών πράξεων γενικής εμβέλειας·

β)

άλλων εκτελεστικών πράξεων που αφορούν:

i)

προγράμματα με ουσιαστικές επιπτώσεις,

ii)

την κοινή γεωργική και την κοινή αλιευτική πολιτική,

iii)

το περιβάλλον, την ασφάλεια, ή την προστασία της υγείας ή της ασφάλειας ανθρώπων, ζώων ή φυτών,

iv)

την κοινή εμπορική πολιτική,

v)

τη φορολόγηση.

3.   Η συμβουλευτική διαδικασία εφαρμόζεται, κατά γενικό κανόνα, για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 2. Παρά ταύτα, η συμβουλευτική διαδικασία μπορεί να εφαρμόζεται για την έκδοση των εκτελεστικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2 σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις.

Άρθρο 3

Κοινές διατάξεις

1.   Οι κοινές διατάξεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται σε όλες τις διαδικασίες που αναφέρονται στα άρθρα 4 έως 8.

2.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους των κρατών μελών. Στην επιτροπή την προεδρία ασκεί ο εκπρόσωπος της Επιτροπής. Ο πρόεδρος δεν συμμετέχει σε ψηφοφορία στην επιτροπή.

3.   Ο πρόεδρος υποβάλλει στην επιτροπή το σχέδιο εκτελεστικής πράξης που είναι προς έκδοση από την Επιτροπή.

Πλην δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων, ο πρόεδρος συγκαλεί συνεδρίαση τουλάχιστον 14 ημέρες μετά την υποβολή του σχεδίου εκτελεστικής πράξης και του σχεδίου ημερήσιας διάταξης στην επιτροπή. Η επιτροπή εκδίδει τη γνώμη της σχετικά με το σχέδιο εκτελεστικής πράξης εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να καθορίσει ο πρόεδρος σύμφωνα με το επείγον του θέματος. Οι προθεσμίες χαρακτηρίζονται από αναλογικότητα και παρέχουν έγκαιρα και πραγματικά στα μέλη της επιτροπής δυνατότητες να εξετάσουν το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και να εκφράσουν τις απόψεις τους.

4.   Έως την έκδοση γνώμης από την επιτροπή, οιοδήποτε μέλος της επιτροπής μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις και ο πρόεδρος μπορεί να υποβάλει τροποποιημένες εκδοχές του σχεδίου εκτελεστικής πράξης.

Ο πρόεδρος καταβάλλει προσπάθειες να εξεύρει λύσεις που έχουν τύχει της ευρύτερης δυνατής υποστήριξης εντός της επιτροπής. Ο πρόεδρος γνωστοποιεί στην επιτροπή με ποιο τρόπο έχουν ληφθεί υπόψη οι συζητήσεις και προτάσεις τροποποιήσεων, ιδίως όσον αφορά τις προτάσεις εκείνες που έχουν τύχει ευρείας υποστήριξης εντός της επιτροπής.

5.   Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, ο πρόεδρος μπορεί να λάβει τη γνώμη της επιτροπής μέσω γραπτής διαδικασίας. Ο πρόεδρος υποβάλλει στα μέλη της επιτροπής το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και καθορίζει προθεσμία για την έκδοση γνώμης σύμφωνα με το επείγον του θέματος. Κάθε μέλος της επιτροπής το οποίο δεν διαφωνεί με το σχέδιο εκτελεστικής πράξης ή δεν απέχει ρητώς από τη σχετική ψηφοφορία πριν από την εκπνοή της ως άνω προθεσμίας θεωρείται ότι έχει συμφωνήσει σιωπηρώς με το σχέδιο εκτελεστικής πράξης.

Εκτός εάν προβλέπεται άλλως στη βασική πράξη, η γραπτή διαδικασία περατώνεται άνευ αποτελέσματος οσάκις, εντός της προθεσμίας στην οποία παραπέμπει το πρώτο εδάφιο, αποφασίσει ούτως ο πρόεδρος ή το ζητήσει μέλος της επιτροπής. Στην περίπτωση αυτήν, ο πρόεδρος συγκαλεί συνεδρίαση της επιτροπής εντός εύλογου χρόνου.

6.   Η γνώμη της επιτροπής καταγράφεται στα πρακτικά. Τα μέλη της επιτροπής έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την καταχώριση της θέσης τους στα πρακτικά. Ο πρόεδρος αποστέλλει τα πρακτικά στα μέλη της επιτροπής άνευ χρονοτριβής.

7.   Κατά περίπτωση, ο μηχανισμός ελέγχου περιλαμβάνει παραπομπή σε επιτροπή προσφυγών.

Η επιτροπή προσφυγών εκδίδει τον εσωτερικό κανονισμό της με απλή πλειοψηφία των μελών που την αποτελούν, κατόπιν προτάσεως από την Επιτροπή.

Όταν παραπέμπεται θέμα ενώπιόν της, η επιτροπή προσφυγών συνέρχεται το νωρίτερο δεκατέσσερις ημέρες, εξαιρουμένων δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων, και το αργότερο έξι εβδομάδες μετά την ημερομηνία παραπομπής. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, η επιτροπή προσφυγών διατυπώνει τη γνώμη της εντός διμήνου από την ημερομηνία παραπομπής.

Την προεδρία της επιτροπής προσφυγών ασκεί εκπρόσωπος της Επιτροπής.

Ο πρόεδρος ορίζει την ημερομηνία συνεδριάσεως της επιτροπής προσφυγών σε στενή συνεργασία με τα μέλη της επιτροπής, για να παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή να εξασφαλίζουν εκπροσώπηση στο αρμόζον επίπεδο. Έως την 1η Απριλίου 2011, η Επιτροπή συγκαλεί την επιτροπή προσφυγών σε πρώτη συνεδρίαση για να εκδώσει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 4

Συμβουλευτική διαδικασία

1.   Οσάκις εφαρμόζεται η συμβουλευτική διαδικασία, η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της, εν ανάγκη κατόπιν ψηφοφορίας. Στην περίπτωση διεξαγωγής ψηφοφορίας στην επιτροπή, η γνώμη διατυπώνεται με απλή πλειοψηφία των μελών που απαρτίζουν την επιτροπή.

2.   Η Επιτροπή αποφασίζει επί του σχεδίου εκτελεστικής πράξης που πρέπει να εκδοθεί, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τα συμπεράσματα των συζητήσεων που πραγματοποιήθηκαν στην επιτροπή και της γνώμης που διατυπώθηκε.

Άρθρο 5

Διαδικασία εξέτασης

1.   Οσάκις εφαρμόζεται η διαδικασία εξέτασης, η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της με την πλειοψηφία που ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφοι 4 και 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και, κατά περίπτωση, στο άρθρο 238 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, για πράξεις που εκδίδονται κατόπιν προτάσεως από την Επιτροπή. Οι ψήφοι των εκπροσώπων των κρατών μελών εντός της επιτροπής σταθμίζονται όπως ορίζουν τα άρθρα αυτά.

2.   Εφόσον η γνώμη της επιτροπής είναι θετική, η Επιτροπή εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, εάν η γνώμη της επιτροπής είναι αρνητική, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης. Οσάκις η έκδοση εκτελεστικής πράξης κρίνεται αναγκαία, ο πρόεδρος μπορεί είτε να υποβάλει τροποποιημένη εκδοχή του σχεδίου εκτελεστικής πράξης στην ίδια επιτροπή εντός διμήνου από την έκδοση αρνητικής γνώμης, είτε να υποβάλει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης εντός μηνός από αυτήν την έκδοση στην επιτροπή προσφυγών για περαιτέρω συζήτηση.

4.   Εφόσον δεν διατυπωθεί γνώμη, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο. Εφόσον η Επιτροπή δεν εκδώσει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, ο πρόεδρος μπορεί να υποβάλει στην επιτροπή τροποποιημένη εκδοχή του.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης οσάκις:

α)

η εν λόγω πράξη αφορά φορολόγηση, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, την προστασία της υγείας ή ασφάλειας ανθρώπων, ζώων ή φυτών ή οριστικά πολυμερή μέτρα διασφάλισης·

β)

η βασική πράξη προβλέπει ότι το σχέδιο εκτελεστικής πράξης δεν μπορεί να εκδοθεί εφόσον δεν έχει διατυπωθεί γνώμη ή

γ)

αντιτίθεται σε αυτό απλή πλειοψηφία των μελών που απαρτίζουν την επιτροπή.

Σε οιαδήποτε των περιπτώσεων μνεία των οποίων γίνεται στο δεύτερο εδάφιο, οσάκις η έκδοση εκτελεστικής πράξης κρίνεται απαραίτητη, ο πρόεδρος μπορεί είτε να υποβάλει τροποποιημένη εκδοχή της εν λόγω πράξης στην ίδια επιτροπή εντός διμήνου από την ψηφοφορία, είτε να υποβάλει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης εντός μηνός από την ψηφοφορία στην επιτροπή προσφυγών για περαιτέρω συζήτηση.

5.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 4, για την έκδοση σχεδίων οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικών μέτρων, εφόσον δεν διατυπωθεί γνώμη από την επιτροπή και αντιτίθεται στο σχέδιο εκτελεστικής πράξης απλή πλειοψηφία των μελών που την απαρτίζουν, εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία.

Η Επιτροπή προβαίνει σε διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη. Το νωρίτερο δεκατέσσερις ημέρες και το αργότερο ένα μήνα μετά τη συνεδρίαση της επιτροπής, η Επιτροπή γνωστοποιεί στα μέλη της επιτροπής τα αποτελέσματα των εν λόγω διαβουλεύσεων και υποβάλλει σχέδιο εκτελεστικής πράξεως στην επιτροπή προσφυγών. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 7, η επιτροπή προσφυγών συνέρχεται το νωρίτερο δεκατέσσερις ημέρες και το αργότερο ένα μήνα μετά την υποβολή του σχεδίου εκτελεστικής πράξεως. Η επιτροπή προσφυγών διατυπώνει τη γνώμη της σύμφωνα με το άρθρο 6. Οι προθεσμίες που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο δεν θίγουν την ανάγκη τήρησης των προθεσμιών που ορίζονται στις σχετικές βασικές πράξεις.

Άρθρο 6

Παραπομπή θέματος στην επιτροπή προσφυγών

1.   Η επιτροπή προσφυγών διατυπώνει τη γνώμη της με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1.

2.   Έως ότου διατυπωθεί γνώμη, οιοδήποτε μέλος της επιτροπής προσφυγών μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις στο σχέδιο εκτελεστικής πράξεως και ο πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει εάν θα το τροποποιήσει ή όχι.

Ο πρόεδρος καταβάλλει προσπάθειες να εξεύρει λύσεις που τυγχάνουν της ευρύτερης δυνατής υποστήριξης εντός της επιτροπής προσφυγών.

Ο πρόεδρος γνωστοποιεί στην επιτροπή προσφυγών τον τρόπο με τον οποίο έχουν ληφθεί υπόψη οι συζητήσεις και προτάσεις τροποποιήσεων, ιδιαιτέρως όσον αφορά προτάσεις τροποποιήσεων που έχουν τύχει ευρείας υποστήριξης εντός της επιτροπής προσφυγών.

3.   Εφόσον η επιτροπή προσφυγών διατυπώσει θετική γνώμη, η Επιτροπή εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης.

Εφόσον δεν διατυπωθεί γνώμη, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης.

Εφόσον η επιτροπή προσφυγών διατυπώσει αρνητική γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, για την έκδοση οριστικών πολυμερών μέτρων διασφάλισης, την ελλείψει θετικής γνώμης που να έχει ψηφίσει η πλειοψηφία που ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο μέτρων.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, έως την 1η Σεπτεμβρίου 2010, η επιτροπή προσφυγών πρέπει να διατυπώσει τη γνώμη της σχετικά με σχέδια οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικών μέτρων με απλή πλειοψηφία των μελών που την απαρτίζουν.

Άρθρο 7

Έκδοση εκτελεστικών πράξεων σε εξαιρετικές περιπτώσεις

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5 παράγραφος 3 και το άρθρο 5 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο, η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει σχέδιο εκτελεστικής πράξης οσάκις χρειάζεται να εκδοθεί άνευ χρονοτριβής, για να αποφευχθεί η πρόκληση σημαντικής διαταραχής των αγορών στον τομέα της γεωργίας ή κινδύνου για τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 325 της ΣΛΕΕ.

Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή υποβάλλει αμέσως την εκτελεστική πράξη που εκδόθηκε στην επιτροπή προσφυγών. Οσάκις η επιτροπή προσφυγών διατυπώσει αρνητική γνώμη σχετικά με την εκτελεστική πράξη που εκδόθηκε, η Επιτροπή καταργεί την εν λόγω πράξη πάραυτα. Οσάκις η επιτροπή προσφυγών διατυπώσει θετική γνώμη ή δεν διατυπωθεί γνώμη, η εκτελεστική πράξη παραμένει σε ισχύ.

Άρθρο 8

Εκτελεστικές πράξεις που έχουν άμεση εφαρμογή

1.   Κατά παρέκκλιση των άρθρων 4 και 5, βασική πράξη μπορεί να προβλέπει ότι, όταν συντρέχουν δεόντως αιτιολογημένοι επιτακτικοί λόγοι επείγουσας ανάγκης, θα εφαρμόζεται το παρόν άρθρο.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη που έχει άμεση εφαρμογή, χωρίς προηγούμενη υποβολή της σε επιτροπή, και παραμένει σε ισχύ για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, εκτός εάν ορίζει άλλως η βασική πράξη.

3.   Το αργότερο 14 ημέρες μετά την έκδοσή της, ο πρόεδρος υποβάλλει στη σχετική επιτροπή την πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2, για να λάβει τη γνώμη της.

4.   Εφόσον εφαρμόζεται η διαδικασία εξέτασης, σε περίπτωση έκδοσης αρνητικής γνώμης από την επιτροπή, η Επιτροπή καταργεί αμέσως την εκτελεστική πράξη που εκδόθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 2.

5.   Οσάκις η Επιτροπή εκδίδει προσωρινά μέτρα αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικά μέτρα, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο. Η Επιτροπή υιοθετεί τα εν λόγω μέτρα μετά από διαβουλεύσεις ή, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, μετά από ενημέρωση των κρατών μελών. Στην τελευταία περίπτωση, διεξάγονται διαβουλεύσεις το αργότερο δέκα ημέρες μετά την κοινοποίηση στα κράτη μέλη των μέτρων που έχει υιοθετήσει η Επιτροπή.

Άρθρο 9

Εσωτερικός κανονισμός

1.   Κάθε επιτροπή εκδίδει με απλή πλειοψηφία των μελών που την απαρτίζουν τον εσωτερικό της κανονισμό μετά από πρόταση του προέδρου της, με βάση πρότυπους κανόνες που εκπονούνται από την Επιτροπή μετά τη διενέργεια διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη. Αυτοί οι πρότυποι κανόνες δημοσιεύονται από την Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι υφιστάμενες επιτροπές προσαρμόζουν τους εσωτερικούς τους κανονισμούς προς τους πρότυπους κανόνες, εφόσον είναι αναγκαίο.

2.   Οι αρχές και προϋποθέσεις για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα και οι κανόνες για την προστασία δεδομένων που ισχύουν για την Επιτροπή ισχύουν και για τις επιτροπές.

Άρθρο 10

Πληροφορίες για τις εργασίες των επιτροπών

1.   Η Επιτροπή τηρεί μητρώο των εργασιών των επιτροπών, στο οποίο καταγράφονται:

α)

κατάλογος των επιτροπών·

β)

οι ημερήσιες διατάξεις των συνεδριάσεων των επιτροπών·

γ)

τα συνοπτικά πρακτικά, από κοινού με τους καταλόγους των αρχών και των οργανισμών όπου ανήκουν τα άτομα που έχουν διορίσει τα κράτη μέλη για να τα εκπροσωπούν·

δ)

τα σχέδια εκτελεστικών πράξεων επί των οποίων οι επιτροπές καλούνται να διατυπώσουν γνώμη·

ε)

τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών·

στ)

τα τελικά σχέδια εκτελεστικών πράξεων όπως διαμορφώνονται μετά τη διατύπωση της γνώμης των επιτροπών·

ζ)

πληροφορίες που αφορούν την έκδοση του τελικού σχεδίου εκτελεστικών πράξεων από την Επιτροπή και

η)

στατιστικά δεδομένα για το έργο των επιτροπών.

2.   Η Επιτροπή δημοσιεύει επίσης ετήσια έκθεση σχετικά με το έργο των επιτροπών.

3.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες.

4.   Ταυτοχρόνως με την αποστολή τους στα μέλη της επιτροπής, η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου τα έγγραφα μνεία των οποίων γίνεται στα στοιχεία β), δ) και στ) της παραγράφου 1, πληροφορώντας επίσης τα θεσμικά όργανα για το διαθέσιμο αυτών των εγγράφων.

5.   Τα στοιχεία όλων των εγγράφων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ζ) της παραγράφου 1, καθώς και οι πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο η) της παραγράφου 1, δημοσιεύονται στο μητρώο.

Άρθρο 11

Δικαίωμα εμπεριστατωμένου ελέγχου για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο

Οσάκις εκδίδεται βασική πράξη δυνάμει της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε το Συμβούλιο μπορούν ανά πάσα στιγμή να γνωστοποιήσουν στην Επιτροπή ότι, κατά την άποψή τους, σχέδιο εκτελεστικής πράξης υπερβαίνει τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπονται στη βασική πράξη. Σε αυτή την περίπτωση, η Επιτροπή επανεξετάζει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις που έχουν εκφρασθεί, και πληροφορεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για το εάν προτίθεται να διατηρήσει, να τροποποιήσει ή να αποσύρει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης.

Άρθρο 12

Κατάργηση της απόφασης 1999/468/ΕΚ

Η απόφαση 1999/468/ΕΚ καταργείται.

Τα αποτελέσματα του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ διατηρούνται για τους σκοπούς των υφιστάμενων βασικών πράξεων που παραπέμπουν σε αυτό.

Άρθρο 13

Μεταβατικές διατάξεις: τροποποίηση υφιστάμενων βασικών πράξεων

1.   Όταν βασικές πράξεις που εκδόθηκαν πριν από τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού προβλέπουν την άσκηση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

όταν η βασική πράξη παραπέμπει στο άρθρο 3 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, εφαρμόζεται η συμβουλευτική διαδικασία μνεία της οποίας γίνεται στο άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού·

β)

όταν η βασική πράξη παραπέμπει στο άρθρο 4 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, εφαρμόζεται η διαδικασία εξέτασης μνεία της οποίας γίνεται στο άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού, με εξαίρεση το δεύτερο και τρίτο εδάφιο του άρθρου 5 παράγραφος 4·

γ)

όταν η βασική πράξη παραπέμπει στο άρθρο 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, εφαρμόζεται η διαδικασία εξέτασης μνεία της οποίας γίνεται στο άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού και η βασική πράξη θεωρείται ότι προβλέπει ότι, σε περίπτωση έλλειψης γνώμης, η Επιτροπή δεν μπορεί να εκδώσει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β)·

δ)

όταν η βασική πράξη παραπέμπει στο άρθρο 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του παρόντος κανονισμού·

ε)

όταν η βασική πράξη παραπέμπει στα άρθρα 7 και 8 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, εφαρμόζονται τα άρθρα 10 και 11 του παρόντος κανονισμού.

2.   Τα άρθρα 3 και 9 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται σε όλες τις υφιστάμενες επιτροπές για τους σκοπούς της παραγράφου 1.

3.   Το άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται μόνο σε υφιστάμενες διαδικασίες που παραπέμπουν στο άρθρο 4 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

4.   Οι μεταβατικές διατάξεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο δεν προδικάζουν τη φύση των σχετικών πράξεων.

Άρθρο 14

Μεταβατική ρύθμιση

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις εκκρεμούσες διαδικασίες στο πλαίσιο των οποίων μια επιτροπή έχει ήδη διατυπώσει γνώμη σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ.

Άρθρο 15

Ρήτρα επανεξέτασης

Έως την 1η Μαρτίου 2016, η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συνοδευόμενη, εάν χρειάζεται, από τις ενδεδειγμένες νομοθετικές προτάσεις.

Άρθρο 16

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Μαρτίου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 16 Φεβρουαρίου 2011.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

MARTONYI J.


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2010 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Φεβρουαρίου 2011.

(2)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(3)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.


ΔΉΛΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ, ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

Στο άρθ. 5, παρ. 2 του κανονισμού, ζητείται από την Επιτροπή να εγκρίνει σχέδιο εκτελεστικής πράξης εφόσον η επιτροπή εκδίδει σύμφωνη γνώμη. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει την Επιτροπή, όπως ισχύει σήμερα, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να έχει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη νέα περιστατικά τα οποία ανέκυψαν μετά την ψηφοφορία και να αποφασίσει να μην εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, αφού προηγουμένως ενημερώσει δεόντως την επιτροπή και τον νομοθέτη.


ΔΗΛΏΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

Η Επιτροπή θα προβεί σε εξέταση όλων των ισχυουσών νομοθετικών πράξεων που δεν προσαρμόστηκαν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισσαβώνας, ώστε να εκτιμηθεί εάν οι πράξεις αυτές πρέπει να προσαρμοστούν στο καθεστώς των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που θεσπίστηκε με το άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Επιτροπή θα υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις το συντομότερο δυνατό και εντός της περιόδου που αναφέρεται στο ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα που επισυνάπτεται στην παρούσα δήλωση.

Κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας προσαρμογής, η Επιτροπή θα ενημερώνει τακτικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τα σχέδια εκτελεστικών μέτρων που σχετίζονται με τις πράξεις αυτές οι οποίες, στο μέλλον, θα καταστούν κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις.

Όσον αφορά τις ισχύουσες νομοθετικές πράξεις οι οποίες επί του παρόντος περιέχουν παραπομπές στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, η Επιτροπή θα επανεξετάσει τις διατάξεις που αφορούν τη διαδικασία αυτή σε κάθε πράξη που σκοπεύει να τροποποιήσει, ώστε η προσαρμογή τους να γίνει σε εύθετο χρόνο και σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στη συνθήκη. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα έχουν το δικαίωμα να υποδεικνύουν τις βασικές πράξεις για τις οποίες θεωρούν ότι πρέπει να προσαρμοστούν κατά προτεραιότητα.

Η Επιτροπή θα εκτιμήσει τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας μέχρι το τέλος του 2012 προκειμένου να υπολογίσει πόσες νομοθετικές πράξεις που περιέχουν παραπομπές στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο εξακολουθούν να ισχύουν. Στη συνέχεια η Επιτροπή θα εκπονήσει τις κατάλληλες νομοθετικές πρωτοβουλίες για την ολοκλήρωση της προσαρμογής. Ο γενικός στόχος της Επιτροπής είναι, μέχρι το τέλος της 7ης θητείας του Κοινοβουλίου, όλες οι διατάξεις που αφορούν την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο να έχουν αποσυρθεί από όλες τις νομοθετικές πράξεις.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι πρόσφατα ξεκίνησε την εκπόνηση μελέτης η οποία θα οδηγήσει στην πλήρη και αντικειμενική εξέταση όλων των πτυχών της πολιτικής εμπορικής άμυνας της ΕΕ, καθώς και της πρακτικής της, συμπεριλαμβανομένων της αξιολόγησης των επιδόσεων, των μεθόδων, της χρησιμοποίησης και της αποτελεσματικότητας του παρόντος συστήματος μέσων εμπορικής άμυνας για την επίτευξη των στόχων της εμπορικής πολιτικής της, την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των υφιστάμενων και δυνητικών αποφάσεων πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (π.χ., εξέταση των συμφερόντων της Ένωσης, κανόνας του χαμηλότερου δασμού, σύστημα είσπραξης δασμών) σε σύγκριση με τις αποφάσεις πολιτικής που λήφθηκαν από ορισμένους εμπορικούς εταίρους και εξέταση των βασικών κανονισμών αντιντάμπινγκ και αντεπιδοτήσεων με βάση τη διοικητική πρακτική των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις συστάσεις και αποφάσεις του οργάνου επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ.

Με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης και τις εξελίξεις των διαπραγματεύσεων του αναπτυξιακού προγράμματος της Ντόχα, η Επιτροπή προτίθεται να εξετάσει κατά πόσο και πως θα μπορέσει να επικαιροποιήσει περισσότερο και να εκσυγχρονίσει τα μέσα εμπορικής άμυνας της ΕΕ.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει επίσης τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε πρόσφατα για να βελτιώσει τη διαφάνεια του τρόπου λειτουργίας των μέσων εμπορικής άμυνας (όπως ο διορισμός του συμβούλου ακροάσεων) και το έργο της με τα κράτη μέλη για να προσδιορίσει τα βασικά στοιχεία της πρακτικής εμπορικής άμυνας. Η Επιτροπή αποδίδει μεγάλη σημασία σ’ αυτό το έργο και, μετά από διαβούλευση με τα κράτη μέλη, θα επιδιώξει να προσδιορίσει κι άλλες πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να αναληφθούν σχετικά με το θέμα αυτό.

Σύμφωνα με τους κανόνες επιτροπολογίας που προβλέπονται στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, εάν η επιτροπή διαχείρισης της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) εκδώσει δυσμενή γνώμη, η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει το εν λόγω σχέδιο μέτρου στο Συμβούλιο, το οποίο μπορεί να λάβει διαφορετική απόφαση εντός ενός μηνός. Ωστόσο, δεν παρεμποδίζεται η δράση της Επιτροπής η οποία έχει την επιλογή είτε να θέσει σε εφαρμογή το μέτρο είτε να αναστείλει την εφαρμογή του. Έτσι, η Επιτροπή μπορεί να προβεί στη λήψη ενός μέτρου όταν θεωρήσει ότι, σε τελική ανάλυση, η αναστολή της εφαρμογής του θα προκαλούσε, για παράδειγμα, μη αναστρέψιμες αρνητικές συνέπειες στην αγορά. Στη συνέχεια, εάν η απόφαση του Συμβουλίου είναι διαφορετική, το μέτρο που τέθηκε σε εφαρμογή από την Επιτροπή καθίσταται φυσικά άνευ αντικειμένου. Έτσι οι ισχύοντες κανόνες παρέχουν στην Επιτροπή ένα μέσο που καθιστά δυνατή την προστασία των κοινών συμφερόντων του συνόλου της Ένωσης με την έκδοση τουλάχιστον προσωρινού μέτρου.

Σύμφωνα με το άρθρο 5β του παρόντος κανονισμού, στόχος είναι να διατηρηθεί αυτή η προσέγγιση στο πλαίσιο των νέων ρυθμίσεων της επιτροπολογίας, αλλά η εφαρμογή της να περιοριστεί σε έκτακτες καταστάσεις και να στηρίζεται σε σαφώς καθορισμένα και περιοριστικά κριτήρια. Το άρθρο αυτό παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εγκρίνει σχέδια μέτρων παρά τη δυσμενή γνώμη της εξεταστικής επιτροπής υπό την προϋπόθεση ότι «η μη έγκρισή τους εντός επιτακτικής προθεσμίας θα προκαλούσε σημαντική διαταραχή των αγορών (…) ή για τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.» Η διάταξη αφορά καταστάσεις κατά τις οποίες η αναμονή δεν είναι δυνατή μέχρις ότου η εξεταστική επιτροπή προβεί πάλι σε ψηφοφορία για το ίδιο ή άλλο σχέδιο μέτρου, διότι εν τω μεταξύ η αγορά θα έχει διαταραχθεί σημαντικά π.χ. λόγω της κερδοσκοπικής συμπεριφοράς διαφόρων οικονομικών φορέων. Για να εξασφαλιστεί η ικανότητα δράσης της Ένωσης, η διάταξη αυτή θα δώσει στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή την ευκαιρία περαιτέρω εμπεριστατωμένης συζήτησης σχετικά με το εν λόγω σχέδιο μέτρου χωρίς να υπάρχουν θέματα για τα οποία δεν έχει ληφθεί απόφαση και τα οποία παραμένουν ανοικτά στην κερδοσκοπία με αρνητικές επιπτώσεις για τις αγορές και τον προϋπολογισμό.

Συγκεκριμένα, τέτοιου είδους καταστάσεις μπορεί να προκύψουν στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχείρισης της ΚΓΠ (π.χ. καθορισμός των επιστροφών κατά την εξαγωγή, διαχείριση αδειών, ειδική ρήτρα διασφάλισης), όταν οι αποφάσεις απαιτείται συχνά να ληφθούν γρήγορα, με αποτέλεσμα να έχουν σημαντικές οικονομικές συνέπειες όχι μόνο για τις αγορές και κατ’ επέκταση για τους γεωργούς και τους οικονομικούς φορείς, αλλά και για τον προϋπολογισμό της Ένωσης.

Στις περιπτώσεις στις οποίες το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο υποδεικνύουν στην Επιτροπή ότι θεωρούν πως ένα σχέδιο εκτελεστικής πράξης υπερβαίνει τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπει η βασική πράξη, η Επιτροπή επανεξετάζει αμέσως το σχέδιο εκτελεστικής πράξης λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις που διατυπώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

Η Επιτροπή θα ενεργεί με τρόπο που να λαμβάνει δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος.

Η Επιτροπή, πριν αποφασίσει αν το σχέδιο εκτελεστικής πράξης πρέπει να εγκριθεί, να τροποποιηθεί ή να αποσυρθεί, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο για τα μέτρα που σκοπεύει να λάβει και για τους σχετικούς λόγους.