15.11.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296/35


ΟΔΗΓΊΑ 2011/90/ΕΕ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 14ης Νοεμβρίου 2011

για την τροποποίηση του μέρους II του παραρτήματος I της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με το οποίο προβλέπονται πρόσθετα κριτήρια για τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1) (οδηγία για την καταναλωτική πίστη), και ιδίως το άρθρο 19 παράγραφος 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η εμπειρία που έχουν αποκομίσει τα κράτη μέλη από την εφαρμογή της οδηγίας 2008/48/ΕΚ έδειξε ότι τα κριτήρια που παρατίθενται στο μέρος II του παραρτήματος I της εν λόγω οδηγίας δεν επαρκούν για τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου με ενιαίο τρόπο και, επιπλέον, δεν είναι προσαρμοσμένα στην εμπορική κατάσταση της αγοράς.

(2)

Στα κριτήρια αυτά πρέπει να προστεθούν νέα κριτήρια για τους κανόνες υπολογισμού του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου για πιστώσεις χωρίς σταθερή διάρκεια ή για πιστώσεις πλήρως εξοφλητέες σε περιοδική βάση. Είναι επίσης αναγκαίο να υπάρξουν κανόνες για τη χρονική στιγμή της αρχικής ανάληψης της πίστωσης και τις πληρωμές που πρέπει να γίνουν από τον καταναλωτή.

(3)

Συνεπώς, το μέρος II του παραρτήματος I της οδηγίας 2008/48/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(4)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 1 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ και ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο αντιτάχθηκαν σ’ αυτά,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Το μέρος II του παραρτήματος I της οδηγίας 2008/48/ΕΚ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Ιανουαρίου 2013.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 14 Νοεμβρίου 2011.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το μέρος II του παραρτήματος I της οδηγίας 2008/48/ΕΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΙΙ.

Τα πρόσθετα κριτήρια για τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου είναι τα εξής:

α)

Εάν η σύμβαση πίστωσης δίνει στον καταναλωτή τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής όσον αφορά τις αναλήψεις, θεωρείται ότι πραγματοποιείται πλήρης και άμεση ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης.

β)

Εάν η σύμβαση πίστωσης δίνει γενικά στον καταναλωτή τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής όσον αφορά τις αναλήψεις, αλλά επιβάλλει, μεταξύ των διαφόρων τρόπων ανάληψης, περιορισμό ως προς το ποσό και τη χρονική περίοδο, θεωρείται ότι το ποσό της πίστωσης αναλαμβάνεται κατά την πρώτη ημερομηνία που προβλέπεται στη σύμβαση και σύμφωνα με τα καθοριζόμενα όρια ανάληψης.

γ)

Εάν η σύμβαση πίστωσης προβλέπει διαφορετικούς τρόπους ανάληψης με διαφορετικές επιβαρύνσεις ή χρεωστικά επιτόκια, θεωρείται ότι το συνολικό ποσό της πίστωσης αναλαμβάνεται με την υψηλότερη επιβάρυνση και χρεωστικό επιτόκιο που ισχύει για την κατηγορία των αναλήψεων που χρησιμοποιούνται συχνότερα στο πλαίσιο της εν λόγω κατηγορίας σύμβασης πίστωσης.

δ)

Σε περίπτωση διευκόλυνσης υπερανάληψης, θεωρείται ότι πραγματοποιείται πλήρης ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης. Εάν η διάρκεια της σύμβασης πίστωσης δεν είναι γνωστή, το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο υπολογίζεται βάσει της παραδοχής ότι η διάρκεια της σύμβασης είναι τρίμηνη.

ε)

Στην περίπτωση μιας σύμβασης πίστωσης αόριστης διάρκειας, εκτός της διευκόλυνσης υπερανάληψης, θεωρείται ότι:

i)

η πίστωση χορηγείται για περίοδο ενός έτους από την ημερομηνία της αρχικής ανάληψης και ότι με την τελική πληρωμή που πραγματοποιεί ο καταναλωτής εξοφλείται κάθε υπόλοιπο από κεφάλαιο, τόκους και τυχόν άλλες επιβαρύνσεις·

ii)

το κεφάλαιο εξοφλείται από τον καταναλωτή σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης έναν μήνα μετά την ημερομηνία της αρχικής ανάληψης. Ωστόσο, όταν το κεφάλαιο πρέπει να εξοφληθεί πλήρως μόνο εφάπαξ, σε κάθε περίοδο πληρωμής, οι διαδοχικές αναλήψεις και εξοφλήσεις ολόκληρου του κεφαλαίου από τον καταναλωτή θεωρείται ότι πραγματοποιούνται εντός περιόδου ενός έτους. Οι τόκοι και οι άλλες επιβαρύνσεις εφαρμόζονται σύμφωνα με τις εν λόγω αναλήψεις και εξοφλήσεις του κεφαλαίου και όπως προβλέπεται στη σύμβαση πίστωσης.

Για τους σκοπούς του παρόντος στοιχείου ε), μια σύμβαση πίστωσης αόριστης διάρκειας είναι μια σύμβαση πίστωσης χωρίς σταθερή διάρκεια και περιλαμβάνει πιστώσεις που πρέπει να εξοφληθούν πλήρως εντός μιας περιόδου ή με τη λήξη της αλλά, μόλις εξοφληθούν, είναι εκ νέου διαθέσιμες για ανάληψη.

στ)

Στην περίπτωση συμβάσεων πίστωσης πλην των υπεραναλήψεων και των πιστώσεων αόριστης διάρκειας που αναφέρονται στα κριτήρια των στοιχείων δ) και ε):

i)

εάν η ημερομηνία ή το ποσό εξόφλησης του κεφαλαίου που πρέπει να πραγματοποιήσει ο καταναλωτής δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν, θεωρείται ότι η εξόφληση πραγματοποιείται την πρώτη ημερομηνία που προβλέπεται στη σύμβαση πίστωσης και για το χαμηλότερο ποσό το οποίο προβλέπει η σύμβαση πίστωσης·

ii)

εάν η ημερομηνία σύναψης της σύμβασης πίστωσης δεν είναι γνωστή, η ημερομηνία της αρχικής ανάληψης θεωρείται ότι είναι η ημερομηνία που έχει ως αποτέλεσμα το συντομότερο διάστημα μεταξύ της εν λόγω ημερομηνίας και της ημερομηνίας πρώτης πληρωμής που θα πραγματοποιήσει ο καταναλωτής.

ζ)

Όταν η ημερομηνία ή το ποσό πληρωμής που πρέπει να πραγματοποιήσει ο καταναλωτής δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν βάσει της σύμβασης πίστωσης ή βάσει των κριτηρίων των στοιχείων δ), ε) ή στ), θεωρείται ότι η πληρωμή γίνεται σύμφωνα με τις ημερομηνίες και τους όρους που απαιτεί ο πιστωτής και, όταν αυτά δεν είναι γνωστά:

i)

οι τόκοι καταβάλλονται μαζί με τις εξοφλήσεις του κεφαλαίου·

ii)

η επιβάρυνση που δεν έχει σχέση με τόκο, εκφραζόμενη ως κατ’ αποκοπή ποσό, πληρώνεται την ημερομηνία της σύναψης της σύμβασης πίστωσης·

iii)

οι επιβαρύνσεις που δεν έχουν σχέση με τόκο, εκφραζόμενες ως διάφορες πληρωμές, καταβάλλονται σε τακτά διαστήματα, αρχής γενομένης από την ημερομηνία της πρώτης εξόφλησης του κεφαλαίου, και, αν το ποσό των πληρωμών αυτών δεν είναι γνωστό, θεωρούνται ισόποσες·

iv)

με την τελική πληρωμή εξοφλείται κάθε υπόλοιπο κεφαλαίου, τόκων και άλλων επιβαρύνσεων, αν υπάρχουν.

η)

Το εφαρμοζόμενο ανώτατο όριο της πίστωσης, εάν δεν έχει συμφωνηθεί ήδη, θεωρείται ότι ανέρχεται σε 1 500 ευρώ.

θ)

Εάν προσφέρονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια και επιβαρύνσεις για περιορισμένο διάστημα ή ποσό, ως χρεωστικό επιτόκιο και επιβαρύνσεις θεωρούνται τα υψηλότερα για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης.

ι)

Όσον αφορά τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης για τις οποίες συμφωνείται σταθερό χρεωστικό επιτόκιο σε σχέση με την αρχική περίοδο, στο τέλος της οποίας καθορίζεται νέο χρεωστικό επιτόκιο το οποίο εν συνεχεία προσαρμόζεται περιοδικά βάσει συμφωνηθέντος δείκτη, ο υπολογισμός του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου βασίζεται στην παραδοχή ότι, στο τέλος της περιόδου για την οποία έχει καθοριστεί σταθερό χρεωστικό επιτόκιο, το χρεωστικό επιτόκιο είναι ίσο προς εκείνο που ισχύει κατά τον χρόνο υπολογισμού του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, βάσει της αξίας του συμφωνηθέντος δείκτη κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.».