20.10.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 275/29


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΈΔΡΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 13ης Οκτωβρίου 2011

σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2011/695/ΕΕ)

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο,

Έχοντας υπόψη τον εσωτερικό κανονισμό της Επιτροπής (1), και ιδίως το άρθρο 22,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Βάσει του συστήματος για την εφαρμογή της νομοθεσίας ανταγωνισμού που θεσπίστηκε με τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»), η Επιτροπή διερευνά και αποφασίζει σχετικά με υποθέσεις μέσω διοικητικών αποφάσεων που υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «το Δικαστήριο»).

(2)

Η Επιτροπή οφείλει να διεξάγει τις διαδικασίες ανταγωνισμού δίκαια, αμερόληπτα και αντικειμενικά και πρέπει να διασφαλίζει τον σεβασμό των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων μερών όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (2), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων») (3), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ (4), και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 802/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (5), καθώς και σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του το Δικαστηρίου. Ειδικότερα, το δικαίωμα ακρόασης των ενδιαφερόμενων μερών πριν από τη λήψη οποιασδήποτε ατομικής απόφασης με δυσμενείς επιπτώσεις για τα μέρη αυτά αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναγνωρίζεται από τον χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων, και ιδίως το άρθρο 41 (6).

(3)

Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων μερών, άλλων εμπλεκόμενων μερών κατά την έννοια του άρθρου 11 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 802/2004 («άλλα εμπλεκόμενα μέρη»), καταγγελλόντων κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 («καταγγέλλοντες») και προσώπων άλλων πλην των αναφερομένων στα άρθρα 5 και 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 και τρίτων κατά την έννοια του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 802/2004 («τρίτοι») που συμμετέχουν σε διαδικασίες ανταγωνισμού, η ευθύνη για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων αυτών πρέπει να ανατίθεται σε ανεξάρτητο πρόσωπο με πείρα σε θέματα ανταγωνισμού που έχει την απαιτούμενη ακεραιότητα για να συμβάλει στην αντικειμενικότητα, τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών αυτών.

(4)

Για τον σκοπό αυτό, το 1982 θεσπίστηκε από την Επιτροπή ο θεσμός του συμβούλου ακροάσεων, που αναθεωρήθηκε με την απόφαση 94/810/ΕΚΑΧ, ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1994, περί των καθηκόντων που ανατίθενται στους συμβούλους ακροάσεων στο πλαίσιο των ενώπιον της Επιτροπής διαδικασιών για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού (7), και την απόφαση 2001/462/ΕΚ, ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 23ης Μαΐου 2001, σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (8). Είναι πλέον αναγκαίο να διευκρινιστεί και να ενισχυθεί ο περαιτέρω ο ρόλος του συμβούλου ακροάσεων και να προσαρμοστούν τα καθήκοντά του σύμφωνα με τις εξελίξεις της νομοθεσίας ανταγωνισμού της Ένωσης.

(5)

Ο θεσμός του συμβούλου ακροάσεων θεωρήθηκε εν γένει ότι είχε σημαντική συμβολή στις διαδικασίες ανταγωνισμού ενώπιον της Επιτροπής λόγω της ανεξαρτησίας και της εμπειρογνωσίας που έχουν προσδώσει οι σύμβουλοι ακροάσεων στις διαδικασίες αυτές. Για να εξασφαλιστεί η συνέχιση της ανεξαρτησίας του συμβούλου ακροάσεων από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, ο σύμβουλος ακροάσεων θα πρέπει να υπαχθεί διοικητικά στο μέλος της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού.

(6)

Ο σύμβουλος ακροάσεων πρέπει να διορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και τους όρους απασχόλησης του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς, είναι δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη και υποψήφιοι που δεν είναι υπάλληλοι της Επιτροπής. Πρέπει να διασφαλιστεί δε η διαφάνεια σχετικά με τον διορισμό του συμβούλου ακροάσεων, την παύση των καθηκόντων του ή τη μετάθεσή του.

(7)

Η Επιτροπή δύναται να διορίζει έναν ή περισσότερους συμβούλους ακροάσεων και θα πρέπει να εξασφαλίζει το απαιτούμενο προσωπικό υποστήριξης. Όταν ο σύμβουλος ακροάσεων διαπιστώνει σύγκρουση συμφερόντων κατά την εκτέλεση της αποστολής του, θα πρέπει να παύει την άσκηση των καθηκόντων του στη σχετική υπόθεση. Εάν ο σύμβουλος ακροάσεων δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντά του, αυτά θα πρέπει να αναλαμβάνονται από άλλο σύμβουλο ακροάσεων.

(8)

Ο σύμβουλος ακροάσεων θα πρέπει να λειτουργεί ως ανεξάρτητος διαιτητής για την επίλυση προβλημάτων που επηρεάζουν την αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων μερών, άλλων εμπλεκόμενων μερών, καταγγελλόντων ή τρίτων όταν τα προβλήματα αυτά δεν μπορούν να επιλυθούν με προηγούμενες επαφές με τις υπηρεσίες της Επιτροπής που είναι υπεύθυνες για τη διεξαγωγή των διαδικασιών ανταγωνισμού, οι οποίες πρέπει να σέβονται αυτά τα διαδικαστικά δικαιώματα.

(9)

Τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων κατά τις διαδικασίες ανταγωνισμού θα πρέπει να προσδιορισθούν κατά τρόπο που να διαφυλάσσεται η αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων σε όλη τη διάρκεια των διαδικασιών ενώπιον της Επιτροπής βάσει των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004, και ιδίως του δικαιώματος ακρόασης.

(10)

Για να ενισχυθεί ο ρόλος αυτός, θα πρέπει να ανατεθεί στον σύμβουλο ακροάσεων η αρμοδιότητα της διαφύλαξης της αποτελεσματικής άσκησης των διαδικαστικών δικαιωμάτων των επιχειρήσεων και των ενώσεων επιχειρήσεων στο πλαίσιο των εξουσιών έρευνας της Επιτροπής βάσει του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, καθώς και βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 που παρέχει στην Επιτροπή εξουσίες επιβολής προστίμων σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων. Θα πρέπει επίσης να ανατεθούν στον σύμβουλο ακροάσεων ειδικές αρμοδιότητες στη διάρκεια της φάσης έρευνας σε σχέση με αιτήματα εφαρμογής του προνομίου περί δικηγορικού απορρήτου, δικαιώματα άμυνας κατά αυτοενοχοποιήσεως, προθεσμίες απάντησης σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών κατόπιν αποφάσεως βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, καθώς και όσον αφορά το δικαίωμα των επιχειρήσεων και των ενώσεων επιχειρήσεων που αποτελούν αντικείμενο ερευνητικών μέτρων της Επιτροπής βάσει του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 να ενημερωθούν για τη δικονομική θέση τους, και ιδίως εάν αποτελούν αντικείμενο έρευνας και, εάν συμβαίνει αυτό, για το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας αυτής. Κατά την εκτίμηση αξιώσεων που εγείρονται σχετικά με δικαιώματα άμυνας κατά αυτοενοχοποιήσεως, ο σύμβουλος ακροάσεων δύναται να κρίνει κατά πόσον οι επιχειρήσεις προβάλλουν προδήλως αβάσιμες αξιώσεις προστασίας απλώς ως παρελκυστική τακτική.

(11)

Ο σύμβουλος ακροάσεων θα πρέπει να είναι σε θέση να διευκολύνει την επίλυση διαφορών ως προς το βάσιμο ισχυρισμών ότι κάποιο έγγραφο καλύπτεται από προνόμιο περί δικηγορικού απορρήτου. Για τον σκοπό αυτό, εάν συμφωνεί η επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων που προβάλλει τον ισχυρισμό αυτό, ο σύμβουλος ακροάσεων θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εξετάσει το επίμαχο έγγραφο και να διατυπώσει κατάλληλη σύσταση, στηριζόμενος στην ισχύουσα νομολογία του Δικαστηρίου.

(12)

Ο σύμβουλος ακροάσεων θα πρέπει να είναι υπεύθυνος να αποφασίζει κατά πόσον τρίτοι δικαιολογούν την ύπαρξη επαρκούς εννόμου συμφέροντος ακροάσεως. Οι ενώσεις καταναλωτών που ζητούν ακρόαση πρέπει να θεωρούνται εν γένει ως έχουσες επαρκές έννομο συμφέρον, εφόσον οι διαδικασίες αφορούν προϊόντα ή υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται από τον τελικό καταναλωτή, ή προϊόντα ή υπηρεσίες που συμβάλλουν άμεσα στην παραγωγή τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών.

(13)

Ο σύμβουλος ακροάσεων αποφασίζει κατά πόσο θα επιτρέψει να παρίστανται στην ακρόαση καταγγέλλοντες και ενδιαφερόμενοι τρίτοι, λαμβάνοντας υπόψη τη συμβολή που θα είχαν στη διευκρίνιση των σχετικών πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης.

(14)

Το δικαίωμα ακρόασης των ενδιαφερόμενων μερών πριν από τη λήψη οριστικής απόφασης που επηρεάζει δυσμενώς τα συμφέροντά τους διασφαλίζεται μέσω του δικαιώματός τους να απαντήσουν γραπτώς στην προκαταρκτική θέση της Επιτροπής, όπως ορίζεται στην κοινοποίηση αιτιάσεων και του δικαιώματός τους να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους, εφόσον το ζητήσουν, κατά την ακρόαση. Για να ασκήσουν αποτελεσματικά αυτά τα δικαιώματα, τα μέρη στα οποία απευθύνθηκε κοινοποίηση αιτιάσεων έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο έρευνας της Επιτροπής.

(15)

Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας των μερών στα οποία απευθύνθηκε κοινοποίηση αιτιάσεων, ο σύμβουλος αιτιάσεων θα έχει την ευθύνη επίλυσης των διαφορών σχετικά με την πρόσβαση στον φάκελο ή σχετικά με την προστασία επιχειρηματικών απορρήτων ή άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ των μερών αυτών και της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί να αναστείλει τον υπολογισμό της προθεσμίας εντός της οποίας θα πρέπει να απαντήσει στην κοινοποίηση αιτιάσεων ο αποδέκτης της, μέχρις ότου επιλυθεί η διαφορά σχετικά με την πρόσβαση στον φάκελο, εάν ο αποδέκτης δεν είναι σε θέση να απαντήσει εντός της τασσόμενης προθεσμίας και η παράταση της προθεσμίας δεν θεωρείται σκόπιμη εκείνη τη χρονική στιγμή.

(16)

Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων και να γίνουν σεβαστά τα έννομα συμφέροντα εμπιστευτικότητας, ο σύμβουλος ακροάσεων θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να διατάσσει ειδικά μέτρα για την πρόσβαση στον φάκελο της Επιτροπής. Ειδικότερα, ο σύμβουλος ακροάσεων θα πρέπει να έχει την εξουσία να αποφασίζει ότι θα παρέχεται περιορισμένη πρόσβαση σε τμήματα του φακέλου στο μέρος που ζητά πρόσβαση, παραδείγματος χάρη περιορίζοντας τον αριθμό ή την κατηγορία των ατόμων που έχουν πρόσβαση και τη χρήση των πληροφοριών στις οποίες παρέχεται πρόσβαση.

(17)

Ο σύμβουλος ακροάσεων θα πρέπει να είναι υπεύθυνος να αποφασίζει σχετικά με αιτήσεις παράτασης των προθεσμιών απάντησης σε κοινοποίηση αιτιάσεων, σε συμπληρωματική κοινοποίηση αιτιάσεων ή σε επιστολή έκθεσης των πραγματικών περιστατικών ή προθεσμιών εντός των οποίων τα άλλα εμπλεκόμενα μέρη, καταγγέλλοντες ή ενδιαφερόμενοι τρίτοι μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των προσώπων αυτών και της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού.

(18)

Ο σύμβουλος ακροάσεων θα πρέπει να προωθεί την αποτελεσματικότητα της ακρόασης, μεταξύ άλλων με τη λήψη όλων των κατάλληλων προπαρασκευαστικών μέτρων, περιλαμβανομένης της έγκαιρης κυκλοφορίας, πριν από την ακρόαση, ενός προσωρινού καταλόγου των συμμετεχόντων και προσωρινής ημερήσιας διάταξης.

(19)

Η ακρόαση επιτρέπει στα μέρη στα οποία η Επιτροπή απηύθυνε κοινοποίηση αιτιάσεων και σε άλλα εμπλεκόμενα μέρη να ασκήσουν περαιτέρω το δικαίωμά τους για ακρόαση αναπτύσσοντας προφορικά τα επιχειρήματά τους ενώπιον της Επιτροπής, η οποία θα πρέπει να εκπροσωπείται από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού καθώς και άλλες υπηρεσίες που συμβάλλουν στην περαιτέρω προετοιμασία μιας απόφασης που λαμβάνεται από την Επιτροπή. Παρέχει μια πρόσθετη ευκαιρία να εξασφαλιστεί ότι όλα τα συναφή στοιχεία —είτε ευνοϊκά είτε δυσμενή για τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των πραγματικών περιστατικών που αφορούν τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της εικαζόμενης παράβασης— διευκρινίζονται όσο το δυνατόν περισσότερο. Η ακρόαση επιτρέπει επίσης στα μέρη να παρουσιάσουν τα επιχειρήματά τους για θέματα που μπορεί να είναι σημαντικά για την πιθανή επιβολή προστίμων.

(20)

Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της ακρόασης, ο σύμβουλος ακροάσεων δύναται να επιτρέπει στα μέρη στα οποία απευθύνθηκε κοινοποίηση αιτιάσεων, σε άλλα εμπλεκόμενα μέρη, στους καταγγέλλοντες, σε άλλα πρόσωπα που καλούνται στην ακρόαση, στις υπηρεσίες της Επιτροπής και στις αρχές των κρατών μελών να υποβάλλουν ερωτήσεις κατά την ακρόαση. Η ακρόαση δεν θα πρέπει να είναι δημόσια ώστε να εξασφαλίζεται ότι όλοι οι συμμετέχοντες θα μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα. Συνεπώς, οι πληροφορίες που αποκαλύπτονται στη διάρκεια της ακρόασης δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για άλλους λόγους εκτός από τις δικαστικές και/ή διοικητικές διαδικασίες για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης. Όταν το δικαιολογεί η προστασία επιχειρηματικών απορρήτων ή άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών, ο σύμβουλος ακροάσεων θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προβαίνει στην ακρόαση προσώπων κεκλεισμένων των θυρών.

(21)

Τα μέρη της διαδικασίας που προσφέρονται να αναλάβουν δεσμεύσεις βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, καθώς και τα μέρη που συμμετέχουν σε διαδικασίες διευθέτησης διαφορών σύμφωνα με το άρθρο 10α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, θα πρέπει να δύνανται να απευθύνονται στον σύμβουλο ακροάσεων όσον αφορά την αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών τους δικαιωμάτων.

(22)

Ο σύμβουλος ακροάσεων θα πρέπει να υποβάλει έκθεση για το κατά πόσον έγινε σεβαστή η αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια των διαδικασιών ανταγωνισμού. Επιπλέον, και πέραν της υποχρέωσής του να υποβάλει έκθεση, ο σύμβουλος ακροάσεων θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να διατυπώνει παρατηρήσεις για την περαιτέρω πρόοδο και την αντικειμενικότητα των διαδικασιών και να συμβάλλει στη διεξαγωγή των διαδικασιών ανταγωνισμού βάσει κατάλληλης συνεκτίμησης όλων των συναφών στοιχείων.

(23)

Σε περίπτωση αποκάλυψης πληροφοριών σχετικών με φυσικά πρόσωπα, ο σύμβουλος ακροάσεων πρέπει να λαμβάνει ιδίως υπόψη τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (9).

(24)

Η απόφαση 2001/462/ΕΚ, ΕΚΑΧ πρέπει να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΡΟΛΟΣ, ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΑΚΡΟΑΣΕΩΝ

Άρθρο 1

Ο σύμβουλος ακροάσεων

1.   Διορίζεται ένας ή περισσότεροι σύμβουλοι ακροάσεων για διαδικασίες ανταγωνισμού, των οποίων οι εξουσίες και αρμοδιότητες καθορίζονται στην παρούσα απόφαση.

2.   Ο σύμβουλος ακροάσεων διασφαλίζει την αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια των διαδικασιών ανταγωνισμού ενώπιον της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης, και σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 139/2004 (εφεξής «διαδικασίες ανταγωνισμού»).

Άρθρο 2

Διορισμός, παύση καθηκόντων και αναπλήρωση

1.   Η Επιτροπή διορίζει σύμβουλο ακροάσεων. Ο διορισμός δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάθε διακοπή, παύση των καθηκόντων ή μετάθεση του συμβούλου ακροάσεων αποτελεί αντικείμενο αιτιολογημένης απόφασης της Επιτροπής. Η απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Ο σύμβουλος ακροάσεων υπάγεται διοικητικά στο μέλος της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού (εφεξής «αρμόδιο μέλος της Επιτροπής»).

3.   Όταν ο σύμβουλος ακροάσεων αδυνατεί να ασκήσει τα καθήκοντά του, αυτά αναλαμβάνονται από άλλο σύμβουλο ακροάσεων. Εάν κανένας σύμβουλος ακροάσεων δεν είναι σε θέση να αναλάβει καθήκοντα, το αρμόδιο μέλος της Επιτροπής, κατά περίπτωση, σε συνεννόηση με το σύμβουλο ακροάσεων, ορίζει άλλον αρμόδιο υπάλληλο της Επιτροπής, ο οποίος δεν εμπλέκεται στην εξεταζόμενη υπόθεση, προκειμένου να ασκήσει τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων.

4.   Σε περίπτωση πραγματικής ή δυνητικής σύγκρουσης συμφερόντων, ο σύμβουλος ακροάσεων δεν επιλαμβάνεται της υπόθεσης. Εφαρμόζεται η παράγραφος 3.

Άρθρο 3

Μέθοδος λειτουργίας

1.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο σύμβουλος ακροάσεων ενεργεί ανεξάρτητα.

2.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο σύμβουλος ακροάσεων λαμβάνει υπόψη την ανάγκη ουσιαστικής εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης και τις αρχές που έχουν θεσπισθεί από το Δικαστήριο.

3.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο σύμβουλος ακροάσεων έχει πρόσβαση σε οποιονδήποτε φάκελο συνδέεται με τις διαδικασίες ανταγωνισμού ενώπιον της Επιτροπής βάσει των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004.

4.   Ο σύμβουλος ακροάσεων τηρείται ενήμερος από τον διευθυντή που είναι αρμόδιος για την εξέταση της υπόθεσης στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (εφεξής «αρμόδιος διευθυντής») σχετικά με την πορεία της διαδικασίας.

5.   Ο σύμβουλος ακροάσεων δύναται να υποβάλλει στο αρμόδιο μέλος της Επιτροπής παρατηρήσεις για κάθε θέμα που ανακύπτει σε οποιαδήποτε διαδικασία ανταγωνισμού της Επιτροπής.

6.   Εάν ο σύμβουλος ακροάσεων διατυπώσει αιτιολογημένες συστάσεις προς το αρμόδιο μέλος της Επιτροπής ή λάβει αποφάσεις σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, ο σύμβουλος ακροάσεων διαβιβάζει αντίγραφο αυτών των εγγράφων στον αρμόδιο διευθυντή και τη Νομική Υπηρεσία της Επιτροπής.

7.   Κάθε πρόβλημα που αφορά την αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων μερών, άλλων εμπλεκόμενων μερών κατά την έννοια του άρθρου 11 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 802/2004 (εφεξής «άλλα εμπλεκόμενα μέρη»), καταγγελλόντων κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (εφεξής «καταγγέλλων») και ενδιαφερόμενων τρίτων κατά την έννοια του άρθρου 5 της παρούσας απόφασης στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών, θα επισημαίνεται πρώτα από τα πρόσωπα αυτά στον γενικό διευθυντή Ανταγωνισμού. Εάν το πρόβλημα δεν επιλυθεί, μπορεί να παραπεμφθεί στον σύμβουλο ακροάσεων για ανεξάρτητη εξέταση. Αιτήματα που αφορούν μέτρο για το οποίο ισχύει προθεσμία πρέπει να υποβάλλονται έγκαιρα, εντός της αρχικής προθεσμίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΦΑΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ

Άρθρο 4

Διαδικαστικά δικαιώματα κατά τη φάση έρευνας

1.   Ο σύμβουλος ακροάσεων διασφαλίζει την αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων που προκύπτουν στο πλαίσιο της άσκησης των εξουσιών έρευνας της Επιτροπής βάσει του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και διαδικασιών που μπορεί να προκύψουν κατά την επιβολή προστίμων βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004.

2.   Ειδικότερα, ο σύμβουλος ακροάσεων έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες, με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 7:

α)

Επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων δύνανται να ζητούν από τον σύμβουλο ακροάσεων να εξετάσει ισχυρισμούς βάσει των οποίων έγγραφο που ζητείται από την Επιτροπή στο πλαίσιο της άσκησης των εξουσιών που διαθέτει βάσει των άρθρων 18, 20 ή 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, στο πλαίσιο ελέγχων που πραγματοποιούνται βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 ή στο πλαίσιο μέτρων έρευνας σε διαδικασίες που μπορεί να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 και το οποίο δεν διατέθηκε στην Επιτροπή καλύπτεται από προνόμιο περί δικηγορικού απορρήτου, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου. Ο σύμβουλος ακροάσεων δύναται να εξετάσει το ζήτημα μόνον εφόσον η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που επικαλείται το προνόμιο αυτό συγκατατίθεται να λάβει γνώση ο σύμβουλος ακροάσεων της πληροφορίας που καλύπτεται από το δικηγορικό απόρρητο καθώς και συναφών εγγράφων τα οποία ο σύμβουλος ακροάσεων κρίνει απαραίτητα για την από μέρους του εξέταση. Χωρίς να αποκαλύψει το περιεχόμενο των πληροφοριών που καλύπτονται ενδεχομένως από προνόμιο περί δικηγορικού απορρήτου, ο σύμβουλος ακροάσεων κοινοποιεί στον αρμόδιο διευθυντή και στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων το προκαταρκτικό του πόρισμα, και δύναται να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να προωθήσει μια αμοιβαίως αποδεκτή λύση. Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία, ο σύμβουλος ακροάσεων δύναται να διατυπώσει αιτιολογημένη σύσταση στο αρμόδιο μέλος της Επιτροπής, χωρίς να αποκαλύψει το περιεχόμενο του εγγράφου που καλύπτεται ενδεχομένως από δικηγορικό απόρρητο. Το μέρος που επικαλείται το απόρρητο αυτό λαμβάνει αντίγραφο της εν λόγω σύστασης.

β)

Όταν ο αποδέκτης αίτησης παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 αρνείται να απαντήσει στην εν λόγω αίτηση επικαλούμενος δικαιώματα άμυνας κατά αυτοενοχοποιήσεως, όπως ορίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, δύναται να παραπέμψει το θέμα στον σύμβουλο ακροάσεων, σε εύθετο χρόνο μετά την παραλαβή της αίτησης. Σε κατάλληλες περιπτώσεις, και λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη αποφυγής αδικαιολόγητης καθυστέρησης των διαδικασιών, ο σύμβουλος ακροάσεων δύναται να διατυπώσει αιτιολογημένες συστάσεις σχετικά με το κατά πόσον ισχύει το δικαίωμα άμυνας κατά αυτοενοχοποιήσεως και να ενημερώσει τον αρμόδιο διευθυντή για τα σχετικά συμπεράσματα, που πρέπει να ληφθούν υπόψη σε περίπτωση που εκδοθεί μεταγενέστερα απόφαση βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003. Ο αποδέκτης της αίτησης λαμβάνει αντίγραφο της αιτιολογημένης σύστασης.

γ)

Όταν ο αποδέκτης απόφασης βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 θεωρεί ότι η προθεσμία που τάσσεται για την απάντησή του είναι πολύ σύντομη, δύναται να παραπέμψει το θέμα στον σύμβουλο ακροάσεων, εγκαίρως πριν από τη λήξη της αρχικής προθεσμίας που είχε τεθεί. Ο σύμβουλος ακροάσεων αποφασίζει κατά πόσο θα πρέπει να χορηγηθεί παράταση της προθεσμίας, λαμβάνοντας υπόψη τη διάρκεια και την πολυπλοκότητα της αίτησης παροχής πληροφοριών και τις απαιτήσεις της έρευνας.

δ)

Επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που αποτελούν αντικείμενο ερευνητικών μέτρων της Επιτροπής βάσει του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 έχουν δικαίωμα να ενημερωθούν για τη δικονομική θέση τους, και ιδίως κατά πόσον αποτελούν αντικείμενο έρευνας και, εάν συμβαίνει αυτό, για το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας αυτής. Εάν μια επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων θεωρήσει ότι δεν ενημερώθηκε επαρκώς από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού σχετικά με τη δικονομική θέση της, δύναται να παραπέμψει το θέμα στον σύμβουλο ακροάσεων προς επίλυση. Ο σύμβουλος ακροάσεων λαμβάνει απόφαση με την οποία καλεί τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού να ενημερώσει την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που υπέβαλε αίτηση σχετικά με το δικονομικό καθεστώς της. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που υπέβαλε την αίτηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ

Άρθρο 5

Ενδιαφερόμενοι τρίτοι

1.   Αιτήσεις ακρόασης από πρόσωπα πλην των αναφερόμενων στα άρθρα 5 και 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 και τρίτους κατά την έννοια του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 802/2004 («τρίτοι») υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 και το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 802/2004. Οι αιτήσεις υποβάλλονται γραπτώς και αιτιολογείται το συμφέρον του αιτούντος σχετικά με την έκβαση της διαδικασίας.

2.   Ο σύμβουλος ακροάσεων αποφασίζει σχετικά με την ακρόαση τρίτων ύστερα από διαβούλευση με τον αρμόδιο διευθυντή. Για να εκτιμήσει κατά πόσον ένας τρίτος δικαιολογεί την ύπαρξη επαρκούς συμφέροντος προς ακρόαση, ο σύμβουλος ακροάσεων λαμβάνει υπόψη κατά πόσον και σε ποιο βαθμό ο αιτών επηρεάζεται επαρκώς από τη συμπεριφορά που αποτελεί αντικείμενο των διαδικασιών ανταγωνισμού ή κατά πόσον ο αιτών πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 18 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004.

3.   Όταν ο σύμβουλος ακροάσεων θεωρεί ότι ένας αιτών δεν έχει αιτιολογήσει επαρκές συμφέρον προς ακρόαση, ενημερώνει γραπτώς τον αιτούντα σχετικά με τους λόγους. Ορίζεται προθεσμία εντός της οποίας ο αιτών μπορεί να γνωστοποιήσει γραπτώς τις απόψεις του. Εάν ο αιτών καταστήσει γνωστές τις απόψεις του γραπτώς εντός της προθεσμίας που τάσσεται από τον σύμβουλο ακροάσεων και οι γραπτές παρατηρήσεις δεν οδηγήσουν σε διαφορετική εκτίμηση, το πόρισμα αυτό διατυπώνεται σε αιτιολογημένη απόφαση που κοινοποιείται στον αιτούντα.

4.   Ο σύμβουλος ακροάσεων ενημερώνει τα μέρη των διαδικασιών ανταγωνισμού αμέσως μετά την κίνηση των διαδικασιών βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 ή του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 σχετικά με τις ταυτότητες των τρίτων που ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν στην ακρόαση, εκτός εάν η αποκάλυψη της ταυτότητας θα έβλαπτε σημαντικά ένα πρόσωπο ή μια επιχείρηση.

Άρθρο 6

Δικαίωμα παρουσίας σε ακρόαση· συμμετοχή καταγγελλόντων και τρίτων σε ακρόαση

1.   Ύστερα από αίτημα των μερών στα οποία η Επιτροπή έχει απευθύνει κοινοποίηση αιτιάσεων ή άλλων εμπλεκόμενων μερών, ο σύμβουλος ακροάσεων διεξάγει ακρόαση ώστε τα μέρη αυτά να αναπτύξουν περαιτέρω τις γραπτές παρατηρήσεις τους.

2.   Ο σύμβουλος ακροάσεων δύναται, εφόσον συντρέχει περίπτωση και μετά από διαβούλευση με τον αρμόδιο διευθυντή, να αποφασίσει να δώσει στους καταγγέλλοντες και σε άλλους ενδιαφερόμενους τρίτους κατά την έννοια του άρθρου 5 την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους κατά την ακρόαση των μερών προς τα οποία έχει απευθυνθεί κοινοποίηση αιτιάσεων, με την προϋπόθεση ότι αυτό έχει ζητηθεί στις γραπτές παρατηρήσεις τους. Ο σύμβουλος ακροάσεων δύναται επίσης να καλέσει εκπροσώπους από τις αρχές ανταγωνισμού τρίτων χωρών να παραστούν την ακρόαση ως παρατηρητές σύμφωνα με τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΦΑΚΕΛΟ, ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΑΠΟΡΡΗΤΑ

Άρθρο 7

Πρόσβαση στον φάκελο και πρόσβαση σε έγγραφα και πληροφορίες

1.   Όταν ένα μέρος που έχει ασκήσει το δικαίωμά του για πρόσβαση στον φάκελο έχει λόγους να πιστεύει ότι η Επιτροπή έχει στην κατοχή της έγγραφα που δεν του έχουν γνωστοποιηθεί και ότι τα έγγραφα αυτά είναι αναγκαία για την κατάλληλη άσκηση του δικαιώματος ακρόασης, δύναται να υποβάλει αιτιολογημένη αίτηση στον σύμβουλο ακροάσεων για πρόσβαση σε αυτά τα έγγραφα, με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 7.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 7, άλλα εμπλεκόμενα μέρη, καταγγέλλοντες, και ενδιαφερόμενοι τρίτοι κατά την έννοια του άρθρου 5 δύνανται να υποβάλουν αιτιολογημένη αίτηση στον σύμβουλο ακροάσεων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στη συνέχεια:

α)

Άλλα εμπλεκόμενα μέρη που έχουν λόγους να πιστεύουν ότι δεν ενημερώθηκαν για τις αιτιάσεις που απευθύνθηκαν στα κοινοποιούντα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 802/2004.

β)

Καταγγέλλων που ενημερώθηκε από την Επιτροπή για την πρόθεσή της να απορρίψει καταγγελία βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 και ο οποίος έχει λόγους να πιστεύει ότι η Επιτροπή έχει στην κατοχή της έγγραφα που δεν του έχουν γνωστοποιηθεί και ότι τα έγγραφα αυτά είναι αναγκαία για την κατάλληλη άσκηση του δικαιώματος ακρόασης βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004.

γ)

Καταγγέλλων ο οποίος θεωρεί ότι δεν έλαβε αντίγραφο της μη εμπιστευτικής εκδοχής της κοινοποίησης αιτιάσεων σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 ή ότι η μη εμπιστευτική εκδοχή της κοινοποίησης αιτιάσεων δεν καταρτίστηκε με τρόπο που να του επιτρέπει να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του, εξαιρουμένων των περιπτώσεων στις οποίες ισχύει η διαδικασία διευθέτησης διαφορών.

δ)

Ενδιαφερόμενος τρίτος κατά την έννοια του άρθρου 5 της παρούσας απόφασης που έχει λόγους να πιστεύει ότι δεν ενημερώθηκε για τη φύση και το αντικείμενο της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 και το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 802/2004. Το ίδιο ισχύει για καταγγέλλοντα σε περίπτωση εφαρμογής διαδικασίας διευθέτησης διαφορών, ο οποίος έχει λόγους να πιστεύει ότι δεν ενημερώθηκε για τη φύση και το αντικείμενο της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004.

3.   Ο σύμβουλος ακροάσεων λαμβάνει αιτιολογημένη απόφαση για αίτηση που του απευθύνεται βάσει των παραγράφων 1 ή 2 και κοινοποιεί την απόφαση αυτή στο πρόσωπο που υπέβαλε την αίτηση και σε κάθε άλλο πρόσωπο που το αφορά η διαδικασία.

Άρθρο 8

Επιχειρηματικά απόρρητα και λοιπές πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα

1.   Όταν η Επιτροπή έχει την πρόθεση να αποκαλύψει πληροφορίες που ενδέχεται να αποτελούν επιχειρηματικό απόρρητο ή άλλες πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα οποιασδήποτε επιχείρησης ή προσώπου, η επιχείρηση ή το πρόσωπο ενημερώνεται γραπτώς για την πρόθεση αυτή, καθώς και για τους σχετικούς λόγους από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού. Τάσσεται προθεσμία εντός της οποίας η επιχείρηση ή το πρόσωπο μπορεί να υποβάλει γραπτώς τυχόν παρατηρήσεις.

2.   Όταν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αντιτίθεται στην αποκάλυψη των πληροφοριών, μπορεί να παραπέμψει το θέμα στον σύμβουλο ακροάσεων. Εάν ο σύμβουλος ακροάσεων διαπιστώσει ότι η πληροφορία μπορεί να αποκαλυφθεί διότι δεν αποτελεί επιχειρηματικό απόρρητο ή άλλη πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα ή διότι υπάρχει υπερισχύον συμφέρον στην αποκάλυψή της, το πόρισμα αυτό διατυπώνεται σε αιτιολογημένη απόφαση που κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Στην απόφαση αυτή προσδιορίζεται η ημερομηνία μετά την οποία πρόκειται να αποκαλυφθούν οι πληροφορίες. Η ημερομηνία αυτή δεν πρέπει να τοποθετείται σε απόσταση μικρότερη της μιας εβδομάδας από την ημερομηνία της κοινοποίησης.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται mutatis mutandis ως προς την αποκάλυψη πληροφοριών με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Κατά περίπτωση, για να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων άμυνας και των έννομων συμφερόντων εμπιστευτικότητας, ο σύμβουλος ακροάσεων δύναται να αποφασίσει την παροχή πρόσβασης σε περιορισμένο βαθμό στα τμήματα του φακέλου που είναι απαραίτητα για την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας του μέρους που ζητά πρόσβαση, οι λεπτομέρειες της οποίας θα καθορίζονται από τον σύμβουλο ακροάσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ

Άρθρο 9

Αιτήσεις παράτασης προθεσμιών

1.   Εάν ένας αποδέκτης κοινοποίησης αιτιάσεων θεωρήσει ότι η προθεσμία που τάσσεται για την απάντηση στην κοινοποίηση αιτιάσεων είναι πολύ σύντομη, μπορεί να ζητήσει παράταση της προθεσμίας αυτής με αιτιολογημένη αίτηση που υποβάλλεται στον αρμόδιο διευθυντή. Η αίτηση αυτή πρέπει να υποβάλλεται έγκαιρα πριν από την εκπνοή της αρχικής προθεσμίας σε διαδικασίες βάσει των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης και τουλάχιστον πέντε εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήξη της αρχικής προθεσμίας σε διαδικασίες βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004. Εάν η αίτηση αυτή απορριφθεί ή εάν ο αποδέκτης της κοινοποίησης αιτιάσεων που υποβάλλει την αίτηση αυτή διαφωνεί με τη διάρκεια της χορηγούμενης παράτασης, μπορεί να παραπέμψει το θέμα για επανεξέταση στον σύμβουλο ακροάσεων πριν από τη λήξη της αρχικής προθεσμίας. Αφού ζητήσει τη γνώμη του αρμόδιου διευθυντή, ο σύμβουλος ακροάσεων αποφασίζει κατά πόσον είναι αναγκαία η παράταση της προθεσμίας ώστε να δοθεί στον αποδέκτη της κοινοποίησης αιτιάσεων η δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμα ακρόασης, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την ανάγκη αποφυγής αδικαιολόγητων καθυστερήσεων των διαδικασιών. Σε διαδικασίες βάσει των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης, ο σύμβουλος ακροάσεων λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το μέγεθος και την πολυπλοκότητα του φακέλου·

β)

κατά πόσον ο αποδέκτης της κοινοποίησης αιτιάσεων που υποβάλλει την αίτηση είχε προηγούμενη πρόσβαση σε πληροφορίες·

γ)

τυχόν άλλα αντικειμενικά εμπόδια που μπορεί να αντιμετώπισε ο αποδέκτης της κοινοποίησης αιτιάσεων, που υποβάλλει την αίτηση, για τη διατύπωση των παρατηρήσεών του.

Για τους σκοπούς εκτίμησης του στοιχείου α) του πρώτου εδαφίου, μπορεί να ληφθούν υπόψη ο αριθμός των παραβάσεων, η εικαζόμενη διάρκεια της παράβασης ή των παραβάσεων, το μέγεθος και ο αριθμός των εγγράφων και το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των μελετών εμπειρογνωμόνων.

2.   Εάν άλλα εμπλεκόμενα μέρη, καταγγέλλων ή τρίτος ενδιαφερόμενος κατά την έννοια του άρθρου 5 θεωρεί ότι η προθεσμία που τάσσεται για τη γνωστοποίηση των παρατηρήσεών του είναι πολύ σύντομη, μπορεί να ζητήσει παράταση της προθεσμίας αυτής με αιτιολογημένη αίτηση που υποβάλλεται στον αρμόδιο διευθυντή εγκαίρως πριν από τη λήξη της αρχικής προθεσμίας. Εάν η αίτηση αυτή απορριφθεί ή εάν το άλλο εμπλεκόμενο μέρος, ο καταγγέλλων ή ο τρίτος ενδιαφερόμενος διαφωνεί με διάρκεια της χορηγούμενης παράτασης, μπορεί να παραπέμψει το θέμα για επανεξέταση στον σύμβουλο ακροάσεων. Αφού ζητήσει τη γνώμη του αρμόδιου διευθυντή, ο σύμβουλος ακροάσεων αποφασίζει αν θα παραταθεί η προθεσμία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Η ΑΚΡΟΑΣΗ

Άρθρο 10

Οργάνωση και αρμοδιότητες

1.   Ο σύμβουλος ακροάσεων οργανώνει και διεξάγει τις ακροάσεις που προβλέπονται στις διατάξεις για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 139/2004.

2.   Οι ακροάσεις διεξάγονται από τον σύμβουλο ακροάσεων, ο οποίος ενεργεί με απόλυτη ανεξαρτησία.

3.   Ο σύμβουλος ακροάσεων μεριμνά για την ορθή διεξαγωγή της ακρόασης και συμβάλλει στην αντικειμενικότητα της ίδιας της ακρόασης και κάθε απόφασης που λαμβάνεται στη συνέχεια.

4.   Ο σύμβουλος ακροάσεων εξασφαλίζει ότι η ακρόαση παρέχει στους αποδέκτες της κοινοποίησης αιτιάσεων, στα άλλα εμπλεκόμενα μέρη, καθώς και στους καταγγέλλοντες και στους ενδιαφερόμενους τρίτους κατά την έννοια του άρθρου 5 που έγιναν δεκτοί στην ακρόαση, επαρκείς δυνατότητες να αναπτύξουν τις απόψεις τους όσον αφορά τα προκαταρκτικά πορίσματα της Επιτροπής.

Άρθρο 11

Προετοιμασία της ακρόασης

1.   Ο σύμβουλος ακροάσεων είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία της ακρόασης και λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για τον σκοπό αυτό. Για να εξασφαλιστεί η ορθή προετοιμασία της ακρόασης, ο σύμβουλος ακροάσεων, ύστερα από διαβούλευση με τον αρμόδιο διευθυντή, δύναται να διανείμει εκ των προτέρων στα πρόσωπα που καλούνται σε ακρόαση κατάλογο των ερωτήσεων επί των οποίων επιθυμεί να του γνωστοποιήσουν την άποψή τους. Ο σύμβουλος ακροάσεων δύναται επίσης να αναφέρει στα πρόσωπα που καλούνται σε ακρόαση τα κυριότερα θέματα στα οποία θα εστιαστεί η συζήτηση, ιδίως όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά και τα ζητήματα που επιθυμούν να επισημάνουν οι αποδέκτες της κοινοποίησης αιτιάσεων οι οποίοι ζήτησαν ακρόαση.

2.   Για τον σκοπό αυτό, και ύστερα από διαβούλευση με τον αρμόδιο διευθυντή, ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί να συγκαλέσει σύσκεψη με τα πρόσωπα που καλούνται σε ακρόαση και, κατά περίπτωση, με τις υπηρεσίες της Επιτροπής, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την ακρόαση καθαυτή.

3.   Ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί επίσης να ζητήσει από τα πρόσωπα που εκλήθησαν σε ακρόαση να του γνωστοποιήσουν εκ των προτέρων εγγράφως το ουσιώδες περιεχόμενο της κατάθεσης στην οποία προτίθενται να προβούν.

4.   Ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί να ορίσει για όλα τα πρόσωπα που καλούνται σε ακρόαση προθεσμία για την υποβολή καταλόγου των προσώπων που θα παραστούν στην ακρόαση για λογαριασμό τους. Ο σύμβουλος ακροάσεων θέτει τον κατάλογο αυτό στη διάθεση όλων των προσώπων που καλούνται σε ακρόαση σε εύθετο χρόνο πριν από την ημερομηνία της ακρόασης.

Άρθρο 12

Χρονοδιάγραμμα και διεξαγωγή της ακρόασης

1.   Ύστερα από διαβούλευση με τον αρμόδιο διευθυντή, ο σύμβουλος ακροάσεων ορίζει την ημερομηνία, τη διάρκεια και τον τόπο της ακρόασης. Σε περίπτωση που ζητηθεί αναβολή, ο σύμβουλος ακροάσεων αποφασίζει αν θα γίνει δεκτή.

2.   Ο σύμβουλος ακροάσεων αποφασίζει αν θα πρέπει να επιτραπεί η κατάθεση νέων εγγράφων κατά τη διάρκεια της ακρόασης και ποια πρόσωπα θα πρέπει να συμμετάσχουν στην ακρόαση για λογαριασμό ενός μέρους.

3.   Ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί να επιτρέπει στα μέρη προς τα οποία έχει απευθυνθεί κοινοποίηση αιτιάσεων, στα άλλα εμπλεκόμενα μέρη, στους καταγγέλλοντες, σε άλλα πρόσωπα που καλούνται να παραστούν στην ακρόαση, στις υπηρεσίες της Επιτροπής και στις αρχές των κρατών μελών να υποβάλλουν ερωτήσεις κατά τη διάρκεια της ακρόασης. Στον βαθμό που, κατ’ εξαίρεση, μια ερώτηση δεν μπορεί να απαντηθεί, εν όλω ή εν μέρει, κατά την ακρόαση, ο σύμβουλος ακροάσεων δύναται να επιτρέψει να δοθεί γραπτή απάντηση εντός ορισμένης προθεσμίας. Η γραπτή αυτή απάντηση διανέμεται σε όλους τους συμμετέχοντες στην ακρόαση, εκτός εάν ο σύμβουλος ακροάσεων λάβει διαφορετική απόφαση για την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας ενός αποδέκτη κοινοποίησης αιτιάσεων ή των επιχειρηματικών απορρήτων ή άλλων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα οποιουδήποτε προσώπου.

4.   Όταν ενδείκνυται για τις ανάγκες της κατοχύρωσης του δικαιώματος ακρόασης, ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί, ύστερα από διαβούλευση με τον αρμόδιο διευθυντή, να παράσχει στα ενδιαφερόμενα μέρη, στα άλλα εμπλεκόμενα μέρη, στους καταγγέλλοντες ή σε ενδιαφερόμενους τρίτους κατά την έννοια του άρθρου 5 τη δυνατότητα να υποβάλουν γραπτώς περαιτέρω παρατηρήσεις μετά την περάτωση της ακρόασης. Ο σύμβουλος ακροάσεων ορίζει ημερομηνία μέχρι την οποία είναι δυνατόν να υποβληθούν αυτές οι περαιτέρω παρατηρήσεις. Η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που παραλαμβάνονται μετά την ημερομηνία αυτή.

Άρθρο 13

Προστασία επιχειρηματικών απορρήτων ή άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών κατά την ακρόαση

Κανονικά, η ακρόαση κάθε προσώπου πραγματοποιείται παρουσία όλων των προσώπων που έχουν κληθεί να παραστούν στην ακρόαση. Ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί επίσης να αποφασίσει κατά πόσον η ακρόαση προσώπων θα γίνει χωριστά κεκλεισμένων των θυρών, λαμβανομένων υπόψη των έννομων συμφερόντων τους για την προστασία των επιχειρηματικών τους απορρήτων και άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΚΘΕΣΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ

Άρθρο 14

Ενδιάμεση έκθεση και παρατηρήσεις

1.   Ο σύμβουλος ακροάσεων υποβάλλει στο αρμόδιο μέλος της Επιτροπής ενδιάμεση έκθεση σχετικά με την ακρόαση και τα συμπεράσματα που συνήγαγε για το κατά πόσον έγινε σεβαστή η αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων. Οι παρατηρήσεις στην εν λόγω έκθεση αφορούν διαδικαστικά θέματα, όπως:

α)

την αποκάλυψη εγγράφων και την πρόσβαση σε φακέλους·

β)

τις προθεσμίες για τις απαντήσεις στην κοινοποίηση αιτιάσεων·

γ)

τον σεβασμό του δικαιώματος ακροάσεως·

δ)

την ορθή διεξαγωγή της ακρόασης.

Αντίγραφο της έκθεσης διαβιβάζεται στον γενικό διευθυντή Ανταγωνισμού και σε άλλες αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής.

2.   Εκτός από την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, και χωριστά από αυτήν, ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί να διατυπώσει παρατηρήσεις ως προς την περαιτέρω πορεία και την αμεροληψία της διαδικασίας. Ο σύμβουλος ακροάσεων επιδιώκει ιδίως να εξασφαλίσει ότι κατά την προετοιμασία των σχεδίων αποφάσεων της Επιτροπής λαμβάνονται δεόντως υπόψη όλα τα σχετικά πραγματικά περιστατικά, είτε ευνοϊκά είτε δυσμενή για τα εμπλεκόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των πραγματικών στοιχείων που αφορούν τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της τυχόν παράβασης. Οι εν λόγω παρατηρήσεις ενδέχεται να αφορούν, μεταξύ άλλων, την ανάγκη παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών, την άρση ορισμένων αιτιάσεων, τη διατύπωση νέων παρατηρήσεων ή υποδείξεων για περαιτέρω ερευνητικά μέτρα βάσει του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

Ο γενικός διευθυντής Ανταγωνισμού, ο αρμόδιος διευθυντής και η Νομική Υπηρεσία ενημερώνονται για τις παρατηρήσεις αυτές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΕΙΣ

Άρθρο 15

Δεσμεύσεις και διευθετήσεις

1.   Τα μέρη διαδικασιών τα οποία αναλαμβάνουν δεσμεύσεις για την άρση των αντιρρήσεων που διατυπώθηκαν από την Επιτροπή στην προκαταρκτική της εκτίμηση βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, δύνανται να απευθύνονται στον σύμβουλο ακροάσεων σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας βάσει του άρθρου 9, για να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών τους δικαιωμάτων.

2.   Τα μέρη διαδικασιών σε υποθέσεις συμπράξεων που συμμετέχουν σε διαδικασίες διευθέτησης διαφορών σύμφωνα με το άρθρο 10α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 δύνανται να απευθύνονται στον σύμβουλο ακροάσεων σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών για να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών τους δικαιωμάτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Άρθρο 16

Περιεχόμενο και διαβίβαση πριν από την έκδοση απόφασης

1.   Ο σύμβουλος ακροάσεων συντάσσει, βάσει του σχεδίου απόφασης που υποβάλλεται στη συμβουλευτική επιτροπή για την υπό εξέταση υπόθεση, γραπτή τελική έκθεση για το κατά πόσον έγινε σεβαστή η αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παράγραφος 1, σε οποιοδήποτε στάδιο των διαδικασιών. Στην έκθεση αυτή θα εξετάζεται κατά πόσον το σχέδιο απόφασης αφορά μόνον τις αιτιάσεις σχετικά με τις οποίες δόθηκε στα μέρη η δυνατότητα να καταστήσουν γνωστές τις απόψεις τους.

2.   Η τελική έκθεση υποβάλλεται στο αρμόδιο μέλος της Επιτροπής, στον γενικό διευθυντή ανταγωνισμού, στον αρμόδιο διευθυντή και σε άλλες αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής. Κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και, σύμφωνα με τις διατάξεις περί συνεργασίας που θεσπίζονται στο πρωτόκολλο 23 και στο πρωτόκολλο 24 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ.

Άρθρο 17

Υποβολή της έκθεσης στην Επιτροπή και δημοσίευση

1.   Η τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων παρουσιάζεται στην Επιτροπή μαζί με το σχέδιο απόφασης που υποβάλλεται σε αυτήν, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι η Επιτροπή, όταν εκδίδει απόφαση σχετικά με συγκεκριμένη υπόθεση, έχει λάβει πλήρη γνώση όλων των σχετικών πληροφοριών που αφορούν την πορεία της διαδικασίας και ότι έγινε σεβαστή η αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων.

2.   Ο σύμβουλος ακροάσεων δύναται να τροποποιήσει την τελική του έκθεση, πριν από την έκδοσή της απόφασης από την Επιτροπή, υπό το πρίσμα τυχόν τροποποιήσεων που επέρχονται στο σχέδιο απόφασης.

3.   Η Επιτροπή κοινοποιεί στους αποδέκτες της απόφασης την τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων μαζί με την απόφαση. Δημοσιεύει την τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί με την απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων για προστασία του επιχειρηματικού τους απορρήτου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 18

Κατάργηση και μεταβατική διάταξη

1.   Η απόφαση 2001/462/ΕΚ, ΕΚΑΧ καταργείται.

2.   Διαδικαστικές ενέργειες που έχουν ήδη αναληφθεί βάσει της απόφασης 2001/462/ΕΚ, ΕΚΑΧ εξακολουθούν να παράγουν αποτελέσματα. Όσον αφορά μέτρα έρευνας που είχαν ληφθεί πριν από την έναρξη ισχύος της απόφασης αυτής, ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί να αρνηθεί να ασκήσει τις εξουσίες του βάσει του άρθρου 4.

Σε περιπτώσεις που κίνηση διαδικασίας βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 ή διαδικασίας βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 έλαβε χώρα πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, η ενδιάμεση έκθεση βάσει του άρθρου 14 της παρούσας απόφασης και η τελική έκθεση βάσει του άρθρου 16 δεν καλύπτουν τη φάση έρευνας, εκτός εάν ο σύμβουλος ακροάσεων αποφασίσει διαφορετικά.

Άρθρο 19

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 13 Οκτωβρίου 2011.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 308 της 8.12.2000, σ. 26.

(2)  ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 18.

(5)  ΕΕ L 133 της 30.4.2004, σ. 1.

(6)  ΕΕ C 303 της 14.12.2007, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 330 της 21.12.1994, σ. 67.

(8)  ΕΕ L 162 της 19.6.2001, σ. 21.

(9)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.