24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/52


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. S4

της 2ας Οκτωβρίου 2009

σχετικά με τις διαδικασίες απόδοσης για την εφαρμογή των άρθρων 35 και 41 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/17

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), σύμφωνα με το οποίο η Διοικητική Επιτροπή είναι υπεύθυνη να χειρίζεται όλα τα διοικητικά θέματα και τα θέματα ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

τα άρθρα 35 και 41 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

τα άρθρα 66 και 68 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι παροχές σε είδος που χορηγούνται από τον φορέα ενός κράτους μέλους για λογαριασμό του φορέα άλλου κράτους μέλους αποδίδονται στο ακέραιο.

(2)

Οι αποδόσεις μεταξύ φορέων, εκτός αντίθετης συμφωνίας, πρέπει να πραγματοποιούνται ταχέως και αποτελεσματικά, ούτως ώστε να αποφεύγεται η έγερση απαιτήσεων που παραμένουν εκκρεμείς επί μακρόν.

(3)

Η σώρευση απαιτήσεων παροχών θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματική λειτουργία του κοινοτικού συστήματος και να απειλήσει τα δικαιώματα των ατόμων.

(4)

Η Διοικητική Επιτροπή, στην απόφαση αριθ. S1 (3), αποφάσισε ότι πρέπει να αποδίδεται στον φορέα του τόπου διαμονής το κόστος υγειονομικής περίθαλψης που παρέχεται βάσει έγκυρης ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθενείας.

(5)

Οι από κοινού συμφωνηθείσες βέλτιστες πρακτικές θα συνέβαλλαν στον ταχύ και αποτελεσματικό διακανονισμό των αποδόσεων μεταξύ των φορέων.

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Α.   Απόδοση βάσει της πραγματικής δαπάνης [άρθρο 62 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009]

1.

Ο φορέας που προβάλλει απαίτηση απόδοσης βάσει της πραγματικής δαπάνης υποβάλλει τη σχετική αίτηση το αργότερο εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 67 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 (εφεξής «κανονισμός εφαρμογής»). Ο φορέας ο οποίος λαμβάνει την αίτηση απαίτησης εξασφαλίζει την πληρωμή της απαίτησης εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 67 παράγραφος 5 του κανονισμού εφαρμογής, αλλά πριν από την εν λόγω προθεσμία, μόλις είναι σε θέση να το πράξει.

2.

Απαιτήσεις απόδοσης παροχών, οι οποίες παρασχέθηκαν βάσει ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθενείας (ΕΚΑΑ), εγγράφου που αντικαθιστά την ΕΚΑΑ ή οιουδήποτε άλλου εγγράφου δικαιωμάτων, μπορεί να απορριφθούν και η απαίτηση να επιστραφεί στον φορέα-πιστωτή, σε περίπτωση που η απαίτηση, για παράδειγμα:

δεν είναι πλήρης και/ή δεν έχει συμπληρωθεί σωστά·

αφορά παροχές που δεν χορηγήθηκαν εντός της περιόδου ισχύος της ΕΚΑΑ ή του εγγράφου δικαιώματος που χρησιμοποιήθηκε για τη λήψη των παροχών.

Μια απαίτηση δεν μπορεί να απορριφθεί με την αιτιολογία ότι το άτομο έπαψε να είναι ασφαλισμένο στον φορέα ο οποίος εξέδωσε την ΕΚΑΑ ή το έγγραφο δικαιώματος, εφόσον οι παροχές χορηγήθηκαν στον δικαιούχο εντός της περιόδου ισχύος του χρησιμοποιηθέντος εγγράφου.

Ένας φορέας ο οποίος είναι υποχρεωμένος να αποδώσει το κόστος των παροχών που χορηγήθηκαν βάσει ΕΚΑΑ μπορεί να ζητήσει από τον φορέα στον οποίο ήταν ορθώς εγγεγραμμένο το άτομο τη στιγμή της χορήγησης των παροχών να αποδώσει το κόστος των εν λόγω παροχών στον πρώτο φορέα ή, αν το άτομο δεν έχει δικαίωμα να χρησιμοποιήσει την ΕΚΑΑ, να προβεί σε διακανονισμό του θέματος με το ενδιαφερόμενο άτομο.

3.

Μια απαίτηση δεν μπορεί να επανεξεταστεί από τον φορέα-οφειλέτη όσον αφορά τη συμμόρφωσή της με τα άρθρα 19 και 27 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, εκτός αν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που δικαιολογούν υπόνοια κατάχρησης, όπως αποσαφηνίζεται βάσει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (4). Ο φορέας-οφειλέτης είναι, συνεπώς, υποχρεωμένος να δεχθεί τις πληροφορίες στις οποίες βασίζεται η απαίτηση και να εκτελέσει τη χρηματική επιστροφή. Σε περίπτωση που υπάρχει υπόνοια κατάχρησης, ο φορέας-οφειλέτης μπορεί, για σχετικούς λόγους, να απορρίψει την απαίτηση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 67 παράγραφος 5 του κανονισμού εφαρμογής.

4.

Για τον σκοπό της εφαρμογής των σημείων 2 και 3, αν ο φορέας-οφειλέτης εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των πραγματικών στοιχείων στα οποία βασίζεται μια απαίτηση, εναπόκειται στον φορέα-πιστωτή να επανεξετάσει κατά πόσον το τιμολόγιο εκδόθηκε σωστά και, εφόσον είναι απαραίτητο, να αποσύρει ή να υπολογίσει εκ νέου την απαίτηση.

5.

Απαίτηση που υποβάλλεται μετά την προθεσμία η οποία καθορίζεται στο άρθρο 67 παράγραφος 1 του κανονισμού εφαρμογής δεν λαμβάνεται υπόψη.

Β.   Απόδοση βάσει κατ’ αποκοπή ποσών (άρθρο 63 του κανονισμού εφαρμογής)

6.

Η κατάσταση που προβλέπεται στο άρθρο 64 παράγραφος 4 του κανονισμού εφαρμογής υποβάλλεται στον οργανισμό σύνδεσης του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για τη χορήγηση παροχών έως το τέλος του έτους που ακολουθεί το έτος αναφοράς, και οι απαιτήσεις που βασίζονται στην εν λόγω κατάσταση υποβάλλονται στον ίδιο φορέα το συντομότερο δυνατόν μετά τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης των ετήσιων κατ’ αποκοπή ποσών κατ’ άτομο, αλλά εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 67 παράγραφος 2 του κανονισμού εφαρμογής.

7.

Ο φορέας-πιστωτής υποβάλλει, όταν είναι δυνατόν, ταυτόχρονα, στον φορέα-οφειλέτη τις απαιτήσεις που αφορούν ένα συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος.

8.

Ο φορέας-οφειλέτης ο οποίος λαμβάνει απαίτηση απόδοσης η οποία καθορίζεται βάσει κατ’ αποκοπή ποσών εξασφαλίζει την πληρωμή της απαίτησης εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 67 παράγραφος 5 του κανονισμού εφαρμογής, αλλά πριν από την εν λόγω προθεσμία, μόλις είναι σε θέση να το πράξει.

9.

Απαίτηση που υποβάλλεται μετά την προθεσμία η οποία καθορίζεται στο άρθρο 67 παράγραφος 2 του κανονισμού εφαρμογής δεν λαμβάνεται υπόψη.

10.

Απαίτηση απόδοσης παροχών η οποία καθορίζεται βάσει κατ’ αποκοπή ποσών μπορεί να απορριφθεί και να επιστραφεί στον φορέα-πιστωτή, σε περίπτωση που η απαίτηση, για παράδειγμα:

δεν είναι πλήρης και/ή δεν έχει συμπληρωθεί σωστά·

αναφέρεται σε χρονικό διάστημα το οποίο δεν καλύπτεται από εγγραφή βάσει έγκυρου εγγράφου δικαιώματος.

11.

Αν ο φορέας-οφειλέτης εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των πραγματικών στοιχείων στα οποία βασίζεται μια απαίτηση, εναπόκειται στον φορέα-πιστωτή να επανεξετάσει κατά πόσον το τιμολόγιο εκδόθηκε σωστά και, εφόσον είναι απαραίτητο, να αποσύρει ή να υπολογίσει εκ νέου την απαίτηση.

Γ.   Προκαταβολές βάσει του άρθρου 68 του κανονισμού εφαρμογής

12.

Σε περίπτωση πληρωμής προκαταβολής βάσει του άρθρου 68 του κανονισμού εφαρμογής, το ποσό που πρέπει να καταβληθεί καθορίζεται χωριστά για τις απαιτήσεις που βασίζονται σε πραγματικές δαπάνες (άρθρο 67 παράγραφος 1 του κανονισμού εφαρμογής) και για τις απαιτήσεις βάσει κατ’ αποκοπή ποσών (άρθρο 67 παράγραφος 2 του κανονισμού εφαρμογής).

Δ.   Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών

13.

Οι φορείς εξασφαλίζουν καλή συνεργασία μεταξύ τους και ενεργούν ως να εφαρμόζουν τη δική τους νομοθεσία.

Ε.   Έναρξη ισχύος

14.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Lena MALMBERG


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.

(3)  Βλέπε σ. 23 της παρούσας Επίσημη Εφημερίδας.

(4)  Απόφαση της 12ης Απριλίου 2005 στην υπόθεση C-145/03 Κληρονόμοι της Annette Keller κατά των Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS) και Instituto Nacional de Gestión Sanitaria (Ingesa), Συλλογή 2005, σ. I-02529.