18.12.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 337/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ,

της 25ης Νοεμβρίου 2009,

για την ίδρυση του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC) και της Υπηρεσίας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο) (4), η οδηγία 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση) (5), η οδηγία 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (6), η οδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) (7), και η οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (8) (καλούμενες από κοινού «η οδηγία-πλαίσιο και οι ειδικές οδηγίες») έχουν ως στόχο τη δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών εντός της Κοινότητας και παράλληλα την κατοχύρωση υψηλών επιπέδων επενδύσεων, καινοτομίας και προστασίας του καταναλωτή μέσω της αύξησης του ανταγωνισμού.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 717/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2007, για την περιαγωγή σε δημόσια δίκτυα κινητών επικοινωνιών εντός της Κοινότητας (9), συμπληρώνει και υποστηρίζει, στον βαθμό που πρόκειται για περιαγωγή σε κοινοτική κλίμακα, τους κανόνες που περιέχει το ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.

(3)

Η ανάγκη ρυθμιστικού πλαισίου της ΕΕ που θα εφαρμόζεται με συνέπεια σε όλα τα κράτη μέλη είναι βασική για την επιτυχή ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Το ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ ορίζει στόχους που πρέπει να επιτευχθούν και προβλέπει πλαίσιο δράσης για τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές (ΕΡΑ), παρέχοντάς τους ταυτόχρονα ευελιξία σε ορισμένους τομείς για να εφαρμόζουν τους κανόνες ανάλογα με τις εθνικές συνθήκες.

(4)

Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να εξασφαλισθούν η ανάπτυξη συνεπών ρυθμιστικών πρακτικών και η συνεπής εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου της ΕΕ, η Επιτροπή δημιούργησε, σύμφωνα με την απόφαση 2002/627/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2002, σχετικά με τη σύσταση της ομάδας των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών (10), την Ομάδα των Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών (ERG) για να συμβουλεύει και να επικουρεί την Επιτροπή στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς και, γενικότερα, για να παρέχει τη διεπαφή μεταξύ των ΕΡΑ και της Επιτροπής.

(5)

Η ERG συνέβαλε θετικά στην ανάπτυξη εναρμονισμένων ρυθμιστικών πρακτικών διευκολύνοντας τη συνεργασία μεταξύ των ΕΡΑ και μεταξύ των ΕΡΑ και της Επιτροπής. Η προσέγγιση αυτή για την ενίσχυση της συνοχής μεταξύ ΕΡΑ μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και γνώσεων περί πρακτικών εμπειριών έχει αποδειχθεί επιτυχής κατά το βραχύ διάστημα μετά την ανάπτυξη της ERG. Η συνέχιση και η ενίσχυση της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ ΕΡΑ είναι απαραίτητες για την περαιτέρω ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών και δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

(6)

Αυτό απαιτεί ενδυνάμωση της ERG και αναγνώρισή της στο ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ ως Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC). Ο BEREC δεν θα πρέπει να συσταθεί ως κοινοτικός οργανισμός ούτε να διαθέτει νομική προσωπικότητα. Ο BEREC θα πρέπει να αντικαταστήσει την ERG και να λειτουργεί ως αποκλειστικό φόρουμ συνεργασίας μεταξύ των ΕΡΑ και ανάμεσα στις ΕΡΑ και την Επιτροπή, κατά την άσκηση του πλήρους φάσματος των αρμοδιοτήτων τους βάσει του κοινοτικού κανονιστικού πλαισίου. Ο BEREC θα πρέπει να παρέχει γνώσεις και εμπειρία και να εμπνέει εμπιστοσύνη χάρη στην ανεξαρτησία του, την ποιότητα των συμβουλών που θα παρέχει και των πληροφοριών που θα διαδίδει, τη διαφάνεια των διαδικασιών και μεθόδων λειτουργίας του, και την επιμέλεια με την οποία εκτελεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται.

(7)

Ο BEREC θα πρέπει, μέσω της συγκέντρωσης εμπειρίας, να επικουρεί τις ΕΡΑ, χωρίς να τις υποκαθιστά στην άσκηση των καθηκόντων τους ή να επικαλύπτει τις ήδη αναληφθείσες εργασίες και να επικουρεί την Επιτροπή στην άσκηση των αρμοδιοτήτων της.

(8)

Ο BEREC θα πρέπει να συνεχίσει το έργο της ERG, αναπτύσσοντας τη συνεργασία μεταξύ ΕΡΑ και μεταξύ των ΕΡΑ και της Επιτροπής, ούτως ώστε να εξασφαλίσει τη συνεπή εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη του ρυθμιστικού πλαισίου της ΕΕ για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς.

(9)

Ο BEREC θα πρέπει επίσης να χρησιμεύσει ως φορέας προβληματισμού, συζήτησης και παροχής συμβουλών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ως εκ τούτου, ο BEREC θα πρέπει να παρέχει συμβουλές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, κατόπιν αιτήματός τους ή ιδία πρωτοβουλία.

(10)

Ο BEREC θα πρέπει να ασκεί τα καθήκοντά του σε συνεργασία, και με την επιφύλαξη του ρόλου τους, με υπάρχουσες ομάδες και επιτροπές, όπως είναι η επιτροπή επικοινωνιών, η οποία έχει συσταθεί με την οδηγία 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο), η επιτροπή ραδιοφάσματος, η οποία έχει συσταθεί με την απόφαση αριθ. 676/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (απόφαση ραδιοφάσματος) (11), η ομάδα για την πολιτική ραδιοφάσματος, η οποία έχει συσταθεί με την απόφαση 2002/622/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 2002, σχετικά με τη σύσταση ομάδας για την πολιτική ραδιοφάσματος (12), και η επιτροπή επικοινωνίας η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με την οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για την τροποποίηση της οδηγίας 89/552/ΕΚ του Συμβουλίου για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (13).

(11)

Προκειμένου να παρασχεθεί στον BEREC επαγγελματική και διοικητική υποστήριξη, πρέπει να συσταθεί η Υπηρεσία, ως κοινοτικός φορέας με νομική προσωπικότητα και να ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό. Προκειμένου να παρέχει με αποτελεσματικότητα στον BEREC την υποστήριξή της, η εν λόγω Υπηρεσία, πρέπει να διαθέτει νομική, διοικητική και οικονομική αυτονομία. Η Υπηρεσία πρέπει να αποτελείται από μια επιτροπή διαχείρισης και έναν διευθυντή διοίκησης.

(12)

Η οργανωτική δομή του BEREC και της Υπηρεσίας θα πρέπει να είναι απέριττη και κατάλληλη για την επιτέλεση των καθηκόντων που θα τους ανατεθούν.

(13)

Η Υπηρεσία πρέπει να συνιστά κοινοτικό φορέα κατά την έννοια του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (14) (δημοσιονομικός κανονισμός). Η διοργανική συμφωνία της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (ΔΣ της 17ης Μαΐου 2006) (15), και ιδιαίτερα η παράγραφος 47 της εν λόγω συμφωνίας, θα πρέπει να εφαρμόζεται στην Υπηρεσία.

(14)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης, δηλαδή η περαιτέρω ανάπτυξη συνεπών ρυθμιστικών πρακτικών μέσω της ενίσχυσης της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ των ΕΡΑ και μεταξύ των ΕΡΑ και της Επιτροπής δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη λόγω της ευρωπαϊκής κλίμακας του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και μπορούν, κατά συνέπεια, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΙΔΡΥΣΗ

Άρθρο 1

Ίδρυση

1.   Συγκροτείται διά του παρόντος ο Φορέας των Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC) στον οποίο ανατίθενται οι αρμοδιότητες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Ο BEREC ενεργεί στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο) και των οδηγιών 2002/19/ΕΚ, 2002/20/ΕΚ, 2002/22/ΕΚ και 2002/58/ΕΚ (ειδικές οδηγίες), καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 717/2007.

3.   Ο BEREC ασκεί τα καθήκοντά του με ανεξαρτησία, αμεροληψία και διαφάνεια. Σε όλες τις δράσεις του, ο BEREC επιδιώκει τους ίδιους στόχους με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές (ΕΡΑ), όπως ορίζονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου). Συγκεκριμένα, ο BEREC συμβάλλει στην ανάπτυξη και καλύτερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με σκοπό να εξασφαλισθεί η συνεπής εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου της ΕΕ για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.

4.   Ο BEREC στηρίζεται στην εμπειρία που διαθέτουν οι ΕΡΑ και ασκεί τα καθήκοντά του σε συνεργασία με τις ΕΡΑ και την Επιτροπή. Ο BEREC προάγει τη συνεργασία μεταξύ των ΕΡΑ καθώς και μεταξύ των ΕΡΑ και της Επιτροπής. Επιπλέον, ο BEREC παρέχει συμβουλές στην Επιτροπή και, κατόπιν αιτήματός τους, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ BEREC

Άρθρο 2

Ρόλος του BEREC

Ο BEREC:

α)

αναπτύσσει και διαδίδει στις ΕΡΑ βέλτιστες ρυθμιστικές πρακτικές, όπως κοινές προσεγγίσεις, μεθόδους ή κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου της ΕΕ·

β)

κατόπιν αιτήματος, παρέχει συνδρομή στις ΕΡΑ όσον αφορά ρυθμιστικά ζητήματα·

γ)

διατυπώνει γνώμες περί σχεδίων αποφάσεων, συστάσεων και κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής, όπως προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, την οδηγία-πλαίσιο και τις ειδικές οδηγίες·

δ)

εκδίδει εκθέσεις και παρέχει συμβουλές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος της Επιτροπής ή ιδία πρωτοβουλία, και υποβάλλει γνωμοδοτήσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος ή ιδία πρωτοβουλία, για οποιοδήποτε θέμα αφορά τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και εμπίπτει στην αρμοδιότητά της·

ε)

κατόπιν αιτήματος, επικουρεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και τις ΕΡΑ σε σχέσεις, συζητήσεις και ανταλλαγές με τρίτους, και επικουρεί την Επιτροπή και τις ΕΡΑ όσον αφορά τη διάδοση βέλτιστων ρυθμιστικών πρακτικών σε τρίτους.

Άρθρο 3

Καθήκοντα του BEREC

1.   Τα καθήκοντα του BEREC είναι τα εξής:

α)

να εκδίδει αποφάσεις και/ή γνώμες για σχέδια μέτρων των ΕΡΑ που αφορούν τον καθορισμό αγορών, τον προσδιορισμό των επιχειρήσεων με σημαντική ισχύ στην αγορά και την εφαρμογή λύσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 7α της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο), και να συνεργάζεται με τις ΕΡΑ, σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 7α της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο)·

β)

να εκδίδει γνώμες για σχέδια συστάσεων και/ή κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τη μορφή, το περιεχόμενο και το επίπεδο λεπτομέρειας των ανακοινώσεων σύμφωνα με το άρθρο 7β της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο)·

γ)

να παρέχει συμβουλές για σχέδια συστάσεων σχετικά με συναφείς αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο)·

δ)

να εκδίδει γνώμες για σχέδια αποφάσεων σχετικά με τον καθορισμό διακρατικών αγορών, σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο)·

ε)

κατόπιν αιτήματος, να παρέχει υποστήριξη στις ΕΡΑ, στο πλαίσιο της ανάλυσης της συναφούς αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο)·

στ)

να εκδίδει γνώμες επί σχεδίων αποφάσεων και συστάσεων σχετικά με την εναρμόνιση, σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο)·

ζ)

να παρέχει συμβουλές και να εκδίδει γνώμες σε διασυνοριακές διαφορές, σύμφωνα με το άρθρο 21 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο)·

η)

να εκδίδει γνώμες για σχέδια αποφάσεων με τα οποία επιτρέπεται ή όχι στις ΕΡΑ να λάβουν έκτακτα μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγίας για την πρόσβαση)·

θ)

να παρέχει συμβουλές για σχέδια μέτρων που αφορούν την αποτελεσματική πρόσβαση στον ενιαίο ευρωπαϊκό αριθμό κλήσης έκτακτης ανάγκης «112», σύμφωνα με το άρθρο 26 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία)·

ι)

να παρέχει συμβουλές για σχέδια μέτρων που αφορούν την αποτελεσματική εφαρμογή του πεδίου αριθμοδότησης 116, και ιδιαίτερα της ανοικτής τηλεφωνικής γραμμής για αγνοούμενα παιδιά 116000, σύμφωνα με το άρθρο 27α της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία)·

ια)

να παρέχει συνδρομή στην Επιτροπή κατά την ενημέρωση του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση), σύμφωνα με το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας·

ιβ)

κατόπιν αιτήματος, να παρέχει συνδρομή στις ΕΡΑ επί ζητημάτων σχετικών με τη δόλια ή καταχρηστική χρήση πόρων αριθμοδότησης εντός της Κοινότητας, ιδίως όσον αφορά τις διασυνοριακές υπηρεσίες·

ιγ)

να εκδίδει γνώμες που να αποσκοπούν στην εξασφάλιση της ανάπτυξης κοινών κανόνων και απαιτήσεων για τους παρόχους διασυνοριακών υπηρεσιών για επιχειρήσεις·

ιδ)

να παρακολουθεί και να υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με τον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και να δημοσιεύει ετήσια έκθεση σχετικά με τις εξελίξεις στον τομέα.

2.   Ο BEREC μπορεί, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος της Επιτροπής, να αποφασίσει με ομοφωνία να αναλάβει άλλα ειδικά καθήκοντα, αναγκαία για την εκπλήρωση του ρόλου του εντός του πεδίου αρμοδιότητας που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.   Οι ΕΡΑ και η Επιτροπή λαμβάνουν υπόψη στον μέγιστο βαθμό όλες τις γνώμες, συστάσεις, κατευθυντήριες γραμμές, συμβουλές ή βέλτιστες ρυθμιστικές πρακτικές του BEREC. Ο BEREC δύναται, κατά περίπτωση, να διαβουλεύεται με τις ενδιαφερόμενες εθνικές αρχές ανταγωνισμού πριν γνωμοδοτήσει προς την Επιτροπή.

Άρθρο 4

Σύνθεση και οργάνωση του BEREC

1.   Ο BEREC απαρτίζεται από το ρυθμιστικό συμβούλιο.

2.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο απαρτίζεται από ένα μέλος ανά κράτος μέλος που είναι είτε ο προϊστάμενος είτε διορισμένος υψηλόβαθμος αντιπρόσωπος της ΕΡΑ που έχει ιδρυθεί σε κάθε κράτος μέλος με πρωταρχικό καθήκον την επίβλεψη της καθημερινής λειτουργίας της αγοράς των δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

Κατά την άσκηση των καθηκόντων που του ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό ο BEREC ενεργεί ανεξάρτητα.

Τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου δεν επιζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από καμία κυβέρνηση, την Επιτροπή ή άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό συλλογικό φορέα.

Οι ΕΡΑ διορίζουν ένα αναπληρωματικό μέλος ανά κράτος μέλος.

Η Επιτροπή παρίσταται στις συνεδριάσεις του BEREC ως παρατηρητής και εκπροσωπείται σε κατάλληλο επίπεδο.

3.   Οι ΕΡΑ των κρατών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) και των υποψηφίων για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση κρατών έχουν καθεστώς παρατηρητή και εκπροσωπούνται σε κατάλληλο επίπεδο. Ο BEREC μπορεί να καλεί στις συνεδριάσεις της άλλους εμπειρογνώμονες και παρατηρητές.

4.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο διορίζει τον πρόεδρο και τον/τους αντιπρόεδρο/αντιπροέδρους του μεταξύ των μελών του, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό του BEREC. Ο αντιπρόεδρος/οι αντιπρόεδροι αναλαμβάνει/-ουν αυτοδικαίως τα καθήκοντα του προέδρου, σε περίπτωση αδυναμίας του τελευταίου να ασκήσει τα καθήκοντά του. Η θητεία του προέδρου και του/των αντιπροέδρου/αντιπροέδρων έχει μονοετή διάρκεια.

5.   Υπό την επιφύλαξη του ρόλου του ρυθμιστικού συμβουλίου όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, ο τελευταίος δεν επιζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από καμία κυβέρνηση ή ΕΡΑ, την Επιτροπή ή άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό συλλογικό φορέα.

6.   Οι συνεδριάσεις ολομέλειας του ρυθμιστικού συμβουλίου συγκαλούνται από τον πρόεδρό του και διεξάγονται τουλάχιστον τέσσερις φορές ετησίως σε τακτική συνεδρίαση. Το ρυθμιστικό συμβούλιο συνεδριάζει επίσης εκτάκτως με πρωτοβουλία του προέδρου του, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου τουλάχιστον των μελών του. Η ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης καθορίζεται από τον πρόεδρο και δημοσιεύεται.

7.   Ο BEREC μπορεί να οργανώνει τις εργασίες του συγκροτώντας ομάδες εμπειρογνωμόνων.

8.   Η Επιτροπή καλείται σε όλες τις συνεδριάσεις ολομέλειας του ρυθμιστικού συμβουλίου.

9.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου των μελών του, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό ή στην οδηγία-πλαίσιο ή στις ειδικές οδηγίες. Κάθε μέλος ή αναπληρωματικό μέλος διαθέτει μία ψήφο. Οι αποφάσεις του ρυθμιστικού συμβουλίου δημοσιοποιούνται και αναφέρουν τις επιφυλάξεις που ενδέχεται να εκφράσει μία ΕΡΑ, εφόσον εκείνη το ζητήσει.

10.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του BEREC. Ο εσωτερικός κανονισμός ορίζει λεπτομερώς τους κανόνες ψηφοφορίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων αντιπροσώπευσης ενός μέλους από άλλο, των κανόνων για την απαρτία και των προθεσμιών για τη σύγκληση των συνεδριάσεων. Επιπλέον, ο εσωτερικός κανονισμός διασφαλίζει ότι τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου είναι πάντοτε εφοδιασμένα με τις πλήρεις ημερήσιες διατάξεις και τα σχέδια προτάσεων πριν από κάθε συνεδρίαση, προκειμένου να έχουν δυνατότητα να υποβάλλουν τροποποιήσεις πριν από την ψηφοφορία. Ο εσωτερικός κανονισμός μπορεί, μεταξύ άλλων, να προβλέπει διαδικασίες επείγουσας ψηφοφορίας.

11.   Η Υπηρεσία που αναφέρεται στο άρθρο 6 παρέχει στον BEREC υπηρεσίες διοικητικής και επαγγελματικής υποστήριξης.

Άρθρο 5

Καθήκοντα του ρυθμιστικού συμβουλίου

1.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο επιτελεί τα καθήκοντα του BEREC που ορίζονται στο άρθρο 3 και λαμβάνει όλες τις αποφάσεις που αφορούν την άσκηση των καθηκόντων του.

2.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει, πριν από την καταβολή της, την εθελοντική χρηματοδοτική συνεισφορά των κρατών μελών ή των ΕΡΑ, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β), κατά τα ακόλουθα:

α)

με ομοφωνία, σε περίπτωση που όλα τα κράτη μέλη ή όλες οι ΕΡΑ έχουν αποφασίσει να καταβάλουν συνεισφορά·

β)

με απλή πλειοψηφία, σε περίπτωση που ορισμένα μόνο κράτη μέλη ή ορισμένες μόνο ΕΡΑ έχουν αποφασίσει ομόφωνα να καταβάλουν συνεισφορά.

3.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο θεσπίζει, εξ ονόματος του BEREC, τις ειδικές διατάξεις για την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του BEREC, σύμφωνα με το άρθρο 22.

4.   Ύστερα από διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 17, το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του ΒΕREC πριν από τα τέλη κάθε έτους που προηγείται του έτους το οποίο αφορά το πρόγραμμα εργασίας. Το ρυθμιστικό συμβούλιο διαβιβάζει, μόλις εγκριθεί, το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

5.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει την ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του BEREC και τη διαβιβάζει ετησίως, πριν από τις 15 Ιουνίου, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται να ζητεί από τον πρόεδρο του ρυθμιστικού συμβουλίου να απευθυνθεί στο Σώμα για ζητήματα που αφορούν τις δραστηριότητες του BEREC.

Άρθρο 6

Η Υπηρεσία

1.   Συγκροτείται διά του παρόντος η Υπηρεσία ως κοινοτικός φορέας με νομική προσωπικότητα κατά την έννοια του άρθρου 185 του δημοσιονομικού κανονισμού. Η παράγραφος 47 της ΔΣ της 17ης Μαΐου 2006 εφαρμόζεται στην Υπηρεσία.

2.   Υπό την καθοδήγηση του ρυθμιστικού συμβουλίου, η Υπηρεσία ασκεί τα εξής καθήκοντα:

παρέχει στον BEREC υπηρεσίες επαγγελματικής και διοικητικής υποστήριξης,

συλλέγει πληροφορίες από τις ΕΡΑ και ανταλλάσσει και διαβιβάζει πληροφορίες σχετικά με τον ρόλο και τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο α) και στο άρθρο 3,

διαδίδει στις ΕΡΑ βέλτιστες ρυθμιστικές πρακτικές, σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α),

παρέχει συνδρομή στον πρόεδρο κατά την προετοιμασία των εργασιών του ρυθμιστικού συμβουλίου,

συγκροτεί τις ομάδες εργασίας εμπειρογνωμόνων, κατόπιν αιτήματος του ρυθμιστικού συμβουλίου και παρέχει υποστήριξη για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας αυτών των ομάδων.

3.   Η Υπηρεσία αποτελείται από:

α)

μία επιτροπή διαχείρισης·

β)

έναν διευθυντή διοίκησης.

4.   Σε κάθε κράτος μέλος η Υπηρεσία έχει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζει σε νομικά πρόσωπα το εθνικό δίκαιο. Η Υπηρεσία δύναται ειδικότερα να αποκτά και να απαλλοτριώνει κινητή και ακίνητη περιουσία και να εμφανίζεται ενώπιον δικαστηρίων.

5.   Η Υπηρεσία διοικείται από έναν διευθυντή διοίκησης και διαθέτει προσωπικό, αυστηρά περιορισμένο στον αριθμό των υπαλλήλων που είναι απαραίτητοι για την άσκηση των καθηκόντων της. Ο αριθμός των υπαλλήλων προτείνεται από τα μέλη της επιτροπής διαχείρισης και τον διευθυντή διοίκησης, σύμφωνα με το άρθρο 11. Οιαδήποτε πρόταση για αύξηση του αριθμού των υπαλλήλων μπορεί να ληφθεί μόνο με ομόφωνη απόφαση της επιτροπής διαχείρισης.

Άρθρο 7

Επιτροπή διαχείρισης

1.   Η επιτροπή διαχείρισης απαρτίζεται από ένα μέλος ανά κράτος μέλος που είναι είτε ο προϊστάμενος είτε διορισμένος υψηλόβαθμος αντιπρόσωπος της ανεξάρτητης ΕΡΑ που έχει ιδρυθεί σε κάθε κράτος μέλος με πρωταρχικό καθήκον την επίβλεψη της καθημερινής λειτουργίας της αγοράς των δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και από ένα μέλος που εκπροσωπεί την Επιτροπή.

Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Οι διατάξεις του άρθρου 4 εφαρμόζονται, κατ’ αναλογία, στην επιτροπή διαχείρισης.

2.   Η επιτροπή διαχείρισης διορίζει τον διευθυντή διοίκησης. Ο ορισθείς διευθυντής διοίκησης δεν συμμετέχει στη σύνταξη αυτής της απόφασης ούτε στη σχετική ψηφοφορία.

3.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο διευθυντής διοίκησης καθοδηγείται από την επιτροπή διαχείρισης.

4.   Η επιτροπή διαχείρισης είναι υπεύθυνη για τον διορισμό των υπαλλήλων.

5.   Η επιτροπή διαχείρισης επικουρεί την ομάδα εργασίας εμπειρογνωμόνων κατά την εκτέλεση των εργασιών της.

Άρθρο 8

Ο διευθυντής διοίκησης

1.   Ο διευθυντής διοίκησης είναι υπόλογος στην επιτροπή διαχείρισης. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο διευθυντής διοίκησης δεν ζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από οιοδήποτε κράτος μέλος, οιαδήποτε ΕΡΑ, την Επιτροπή ή οιονδήποτε τρίτο.

2.   Ο διευθυντής διοίκησης διορίζεται από την επιτροπή διαχείρισης, μέσω ανοικτού διαγωνισμού, με κριτήρια την αξία του και τις δεξιότητες και την πείρα του στον τομέα των δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Πριν από τον διορισμό, η καταλληλότητα του επιλεγομένου από την επιτροπή διαχείρισης υποψηφίου είναι δυνατόν να υποβληθεί σε μη δεσμευτική γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Προς τούτο, ο υποψήφιος καλείται να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.

3.   Η θητεία του διευθυντή διοίκησης είναι τριετής.

4.   Η επιτροπή διαχείρισης δύναται να παρατείνει τη θητεία του διευθυντή διοίκησης άπαξ και για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση αξιολόγησης που έχει καταρτίσει ο πρόεδρος και μόνο εφόσον η παράταση αυτή δικαιολογείται από τα καθήκοντα και τις ανάγκες του BEREC.

Η επιτροπή διαχείρισης γνωστοποιεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενδεχόμενη πρόθεσή της να παρατείνει τη θητεία του διευθυντή διοίκησης.

Εάν δεν παραταθεί η θητεία του, ο διευθυντής διοίκησης εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι να διοριστεί ο αντικαταστάτης του.

Άρθρο 9

Καθήκοντα του διευθυντή διοίκησης

1.   Ο διευθυντής διοίκησης είναι επικεφαλής της Υπηρεσίας.

2.   Ο διευθυντής διοίκησης επικουρεί την προετοιμασία της ημερήσιας διάταξης του ρυθμιστικού συμβουλίου, της επιτροπής διαχείρισης και των ομάδων εργασίας εμπειρογνωμόνων. Συμμετέχει στις εργασίες του ρυθμιστικού συμβουλίου του BEREC και της επιτροπής διαχείρισης χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3.   Κάθε έτος, ο διευθυντής διοίκησης επικουρεί την επιτροπή διαχείρισης κατά την προετοιμασία του σχεδίου προγράμματος εργασίας της Υπηρεσίας για το επόμενο έτος. Το σχέδιο προγράμματος εργασίας για το επόμενο έτος υποβάλλεται στην επιτροπή διαχείρισης πριν από τις 30 Ιουνίου και εγκρίνεται από την επιτροπή διαχείρισης πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους, χωρίς να προεξοφλείται η τελική απόφαση που λαμβάνουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (αποκαλούμενα από κοινού «η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή») σχετικά με την επιδότηση.

4.   Ο διευθυντής διοίκησης, υπό την καθοδήγηση του ρυθμιστικού συμβουλίου, επιβλέπει την εφαρμογή του ετήσιου προγράμματος εργασίας της Υπηρεσίας.

5.   Ο διευθυντής διοίκησης, υπό την επίβλεψη της επιτροπής διαχείρισης, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, κυρίως δε εκδίδει εσωτερικές διοικητικές εγκυκλίους και δημοσιεύει ανακοινώσεις, ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργία της Υπηρεσίας, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

6.   Ο διευθυντής διοίκησης, υπό την επίβλεψη της επιτροπής διαχείρισης, εκτελεί τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 13.

7.   Κάθε έτος, ο διευθυντής διοίκησης επικουρεί την προετοιμασία του σχεδίου ετήσιας έκθεσης σχετικά με τις δραστηριότητες του BEREC, που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 5.

Άρθρο 10

Προσωπικό

1.   Στο προσωπικό της Υπηρεσίας, περιλαμβανομένου του διευθυντή διοίκησης, εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως περιέχονται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (16), καθώς και οι κανόνες που θεσπίζονται από κοινού από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού και καθεστώτος.

2.   Η επιτροπή διαχείρισης, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, θεσπίζει τα αναγκαία εκτελεστικά μέτρα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3.   Οι εξουσίες που ανατίθενται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή από το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ασκούνται από τον αντιπρόεδρο της επιτροπής διαχείρισης.

4.   Η επιτροπή διαχείρισης μπορεί να θεσπίσει διατάξεις που να επιτρέπουν τον διορισμό με απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων στην Υπηρεσία, σε προσωρινή βάση και για μέγιστο διάστημα τριών ετών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11

Προϋπολογισμός της Υπηρεσίας

1.   Τα έσοδα και οι πόροι της Υπηρεσίας συνίστανται ειδικότερα στα εξής:

α)

επιδότηση από την Κοινότητα, εγγεγραμμένη στα κατάλληλα κονδύλια του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο τμήμα που αφορά την Επιτροπή), όπως αποφασίσθηκε από την αρχή του προϋπολογισμού, σύμφωνα με το σημείο 47 της ΔΣ της 17ης Μαΐου 2006·

β)

χρηματοδοτικές συνεισφορές από τα κράτη μέλη ή από τις ΕΡΑ τους, οι οποίες καταβάλλονται σε εθελοντική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2. Οι συνεισφορές αυτές χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση ειδικών θέσεων επιχειρησιακών δαπανών, όπως ορίζονται στη συμφωνία που προβλέπεται να συναφθεί μεταξύ της Υπηρεσίας και των κρατών μελών ή των ΕΡΑ τους, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, ο οποίος θεσπίζει το δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (17). Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι οι ΕΡΑ διαθέτουν τους κατάλληλους χρηματοοικονομικούς πόρους που απαιτούνται για τη συμμετοχή τους στο έργο της Υπηρεσίας. Πριν από την έγκριση του προσχεδίου γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Υπηρεσία διαβιβάζει στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή, κατάλληλη, έγκαιρη και λεπτομερή τεκμηρίωση σχετικά με τα έσοδα με ειδικό προορισμό, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο.

2.   Τα έξοδα της Υπηρεσίας περιλαμβάνουν τις δαπάνες προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες και τις δαπάνες υποδομής και λειτουργίας.

3.   Τα έσοδα και τα έξοδα ισοσκελίζονται.

4.   Όλα τα έσοδα και τα έξοδα αποτελούν αντικείμενο προβλέψεων για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, και εγγράφονται στον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας.

5.   Η οργανωτική και δημοσιονομική διάρθρωση της Υπηρεσίας αναθεωρείται πέντε έτη μετά την ημερομηνία σύστασης της Υπηρεσίας.

Άρθρο 12

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Πριν από τις 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους ο διευθυντής διοίκησης επικουρεί την επιτροπή διαχείρισης κατά την προετοιμασία προσχεδίου προϋπολογισμού, το οποίο καλύπτει τις δαπάνες που προβλέπονται για το επόμενο οικονομικό έτος, μαζί με πίνακα προσωρινών θέσεων προσωπικού. Κάθε έτος, βάσει του προσχεδίου, η επιτροπή διαχείρισης προβαίνει σε εκτίμηση των εσόδων και των δαπανών της Υπηρεσίας για το επόμενο οικονομικό έτος. Η εκτίμηση αυτή, που περιλαμβάνει και σχέδιο οργανογράμματος, διαβιβάζεται από την επιτροπή διαχείρισης στην Επιτροπή πριν από τις 31 Μαρτίου.

2.   Η εκτίμηση διαβιβάζεται από την Επιτροπή στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή ταυτόχρονα με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Βάσει των εκτιμήσεων, η Επιτροπή εγγράφει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που θεωρεί αναγκαίες σε σχέση με το οργανόγραμμα και προτείνει το ποσό της επιχορήγησης.

4.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό Αρχή εγκρίνει το οργανόγραμμα της Υπηρεσίας.

5.   Ο προϋπολογισμός της Υπηρεσίας καταρτίζεται από την επιτροπή διαχείρισης. Καθίσταται οριστικός μετά την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν είναι αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται αναλόγως.

6.   Η επιτροπή διαχείρισης κοινοποιεί αμελλητί στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή της να υλοποιήσει κάθε σχέδιο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού, ιδίως τα σχέδια που αφορούν ακίνητα, όπως η μίσθωση ή η αγορά κτιρίων. Ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή. Εάν οποιοδήποτε από τα σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής προτίθεται να γνωμοδοτήσει, γνωστοποιεί την πρόθεσή του αυτή στην επιτροπή διαχείρισης, εντός δύο εβδομάδων από την παραλαβή των πληροφοριών που αφορούν το κτηριακό σχέδιο. Εάν δεν λάβει απάντηση, η επιτροπή διαχείρισης μπορεί να προβεί στη σχεδιαζόμενη πράξη.

Άρθρο 13

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο διευθυντής διοίκησης ενεργεί ως διατάκτης και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας υπό την επίβλεψη της επιτροπής διαχείρισης.

2.   Η επιτροπή διαχείρισης συντάσσει ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας, μαζί με δήλωση αξιοπιστίας. Τα σχετικά έγγραφα δημοσιοποιούνται.

3.   Πριν από την 1η Μαρτίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους ο υπόλογος της Υπηρεσίας διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση δημοσιονομικής και οικονομικής διαχείρισης του οικονομικού έτους. Ο υπόλογος της Υπηρεσίας αποστέλλει επίσης την έκθεση δημοσιονομικής και χρηματοοικονομικής διαχείρισης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πριν από τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους. Στη συνέχεια, ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002.

4.   Πριν από τις 31 Μαρτίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς της Υπηρεσίας, συνοδευόμενους από την έκθεση δημοσιονομικής και οικονομικής διαχείρισης του οικονομικού έτους. Η έκθεση δημοσιονομικής και οικονομικής διαχείρισης του οικονομικού έτους διαβιβάζεται επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.   Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 129 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002, ο διευθυντής διοίκησης καταρτίζει υπ’ ευθύνη του τους οριστικούς λογαριασμούς της Υπηρεσίας και τους διαβιβάζει στην επιτροπή διαχείρισης για γνωμοδότηση.

6.   Η επιτροπή διαχείρισης γνωμοδοτεί σχετικά με τους οριστικούς λογαριασμούς της Υπηρεσίας.

7.   Το αργότερο την 1η Ιουλίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους, ο διευθυντής διοίκησης διαβιβάζει τους εν λόγω οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνωμοδότηση της επιτροπής διαχείρισης, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

8.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

9.   Η επιτροπή διαχείρισης αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεων του τελευταίου, πριν από τις 15 Οκτωβρίου. Η επιτροπή διαχείρισης αποστέλλει επίσης την απάντηση αυτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην Επιτροπή.

10.   Η επιτροπή διαχείρισης υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 146 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002, κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την ομαλή εφαρμογή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπό εξέταση οικονομικό έτος.

11.   Πριν από τις 15 Μαΐου του έτους N + 2, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν σύστασης του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, χορηγεί στην επιτροπή διαχείρισης απαλλαγή ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους N.

Άρθρο 14

Συστήματα εσωτερικού ελέγχου

Ο εσωτερικός ελεγκτής της Επιτροπής είναι υπεύθυνος για τον έλεγχο της Υπηρεσίας.

Άρθρο 15

Δημοσιονομικοί κανόνες

Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 εφαρμόζεται στην Υπηρεσία. Περαιτέρω δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Υπηρεσία καταρτίζονται από την επιτροπή διαχείρισης, κατόπιν διαβουλεύσεων με την Επιτροπή. Επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής, εάν το επιβάλλουν οι ιδιαίτερες ανάγκες λειτουργίας της Υπηρεσίας και μόνο με προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής.

Άρθρο 16

Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης

1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων πράξεων, εφαρμόζονται άνευ περιορισμών οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (18).

2.   Η Υπηρεσία προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (19) και θεσπίζει αμέσως τις κατάλληλες διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στο σύνολο του προσωπικού της Υπηρεσίας.

3.   Οι χρηματοδοτικές αποφάσεις, οι συμφωνίες και οι εκτελεστικές πράξεις που απορρέουν από αυτές ορίζουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF δύνανται, εάν χρειαστεί, να διενεργήσουν επιτόπιους ελέγχους σε δικαιούχους των ποσών που έχει καταβάλει η Υπηρεσία καθώς και σε μέλη του προσωπικού που είναι αρμόδια για τη χορήγηση των εν λόγω ποσών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 17

Διαβούλευση

Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, ο BEREC, προτού καταρτίσει γνώμες, βέλτιστες ρυθμιστικές πρακτικές ή εκθέσεις, διαβουλεύεται με τους ενδιαφερομένους και τους παρέχει τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους εντός εύλογης προθεσμίας. Ο BEREC δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα της διαδικασίας διαβούλευσης, με την επιφύλαξη του άρθρου 20.

Άρθρο 18

Διαφάνεια και υποχρέωση λογοδοσίας

Ο BEREC και η Υπηρεσία διεξάγουν τις δραστηριότητές τους υπό συνθήκες μεγάλης διαφάνειας. Ο BEREC και η Υπηρεσία μεριμνούν ώστε να παρέχονται στο κοινό και σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος αντικειμενικές, αξιόπιστες και εύκολα προσβάσιμες πληροφορίες, ιδίως όσον αφορά τα αποτελέσματα των εργασιών τους.

Άρθρο 19

Παροχή πληροφοριών στον BEREC και την Υπηρεσία

Η Επιτροπή και οι ΕΡΑ παρέχουν τις πληροφορίες που ζητούν ο BEREC και η Υπηρεσία ώστε να είναι δυνατό για τον BEREC και την υπηρεσία να ασκούν τα καθήκοντά τους. Η διαχείριση των πληροφοριών γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 5 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο).

Άρθρο 20

Εμπιστευτικότητα

Σύμφωνα με το άρθρο 22, ούτε ο BEREC ούτε η Υπηρεσία δημοσιεύουν ή αποκαλύπτουν σε τρίτους πληροφορίες που επεξεργάζονται ή λαμβάνουν και για τις οποίες έχει ζητηθεί η τήρηση εμπιστευτικότητας.

Τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου, η επιτροπή διαχείρισης, ο διευθυντής διοίκησης, οι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες, συμπεριλαμβανομένων των εμπειρογνωμόνων των ομάδων εργασίας, και τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας, υπόκεινται, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους, στις υποχρεώσεις περί τηρήσεως της εμπιστευτικότητας σύμφωνα με το άρθρο 287 της συνθήκης.

Ο BEREC και η Υπηρεσία καθορίζουν στον αντίστοιχο εσωτερικό τους κανονισμό τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων περί εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 21

Δήλωση συμφερόντων

Τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου, η επιτροπή διαχείρισης, ο διευθυντής διοίκησης και προσωπικό της Υπηρεσίας προβαίνουν σε ετήσια δήλωση δεσμεύσεων και δήλωση συμφερόντων όπου αναφέρουν τα τυχόν άμεσα ή έμμεσα συμφέροντα τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι θίγουν την ανεξαρτησία του δηλώνοντος. Οι εν λόγω δηλώσεις υποβάλλονται γραπτώς. Η δήλωση συμφερόντων που υποβάλλουν τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου και της επιτροπής διαχείρισης, καθώς και ο διευθυντής διοίκησης δημοσιεύεται.

Άρθρο 22

Πρόσβαση σε έγγραφα

1.   Στα έγγραφα του BEREC και της Υπηρεσίας εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (20).

2.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο και η επιτροπή διαχείρισης θεσπίζουν τα πρακτικά μέτρα εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του BEREC και της Υπηρεσίας αντίστοιχα.

3.   Κατά των αποφάσεων που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 είναι δυνατόν να υποβληθεί καταγγελία στον Διαμεσολαβητή ή να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπό τους όρους των άρθρων 195 και 230 της συνθήκης αντίστοιχα.

Άρθρο 23

Προνόμια και ασυλίες

Στην Υπηρεσία και στο προσωπικό της εφαρμόζεται το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 24

Ευθύνη της Υπηρεσίας

1.   Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης η Υπηρεσία αποκαθιστά, σύμφωνα με τις κοινές γενικές αρχές των νομοθεσιών των κρατών μελών, οποιαδήποτε βλάβη προκαλεί η ίδια ή το προσωπικό της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο επί οιασδήποτε διαφοράς αφορά την αποκατάσταση τέτοιας βλάβης.

2.   Η προσωπική οικονομική και πειθαρχική ευθύνη των μελών του προσωπικού της Υπηρεσίας έναντι της Υπηρεσίας διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που εφαρμόζονται στο προσωπικό της Υπηρεσίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 25

Αποτίμηση και αναθεώρηση

Εντός τριών ετών από την έναρξη λειτουργία του BEREC και της Υπηρεσίας, αντίστοιχα, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση αξιολόγησης αναφερόμενη στην πείρα που έχει αποκτηθεί ως αποτέλεσμα της λειτουργίας του BEREC και της Υπηρεσίας. Η έκθεση περιλαμβάνει αξιολόγηση των αποτελεσμάτων που έχει επιτύχει ο BEREC και η Υπηρεσία και των αντίστοιχων μεθόδων εργασίας τους σε σχέση με τον σκοπό, την εντολή και τα καθήκοντα που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στα αντίστοιχα ετήσια προγράμματα εργασίας τους. Η έκθεση αξιολόγησης λαμβάνει υπόψη τις απόψεις των ενδιαφερομένων κύκλων συμφερόντων τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο και διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδοτεί επί της έκθεσης αξιολόγησης.

Άρθρο 26

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 25 Νοεμβρίου 2009.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

Å. TORSTENSSON


(1)  . ΕΕ C 224 της 30.8.2008, σ. 50.

(2)  . ΕΕ C 257 της 9.10.2008, σ. 51.

(3)  . Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ C 75 E της 31.3.2009, σ. 67), θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Μαΐου 2009 και απόφαση του Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2009.

(4)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 33.

(5)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 7.

(6)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 21.

(7)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 51.

(8)  ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37.

(9)  ΕΕ L 171 της 29.6.2007, σ. 32.

(10)  ΕΕ L 200 της 30.7.2002, σ. 38.

(11)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 1.

(12)  ΕΕ L 198 της 27.7.2002, σ. 49.

(13)  ΕΕ L 202 της 30.7.1997, σ. 60.

(14)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

(15)  ΕΕ C 139 της 14.6.2006, σ. 1.

(16)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(17)  ΕΕ L 357 της 31.7.2002, σ. 72.

(18)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(19)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

(20)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.