8.8.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 206/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 723/2009 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 25ης Ιουνίου 2009

σχετικά με κοινοτικό νομικό πλαίσιο για την κοινοπραξία ευρωπαϊκής ερευνητικής υποδομής (ΚΕΕΥ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 171 και το άρθρο 172 πρώτο εδάφιο,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 171 της συνθήκης, η Κοινότητα μπορεί να δημιουργεί κοινές επιχειρήσεις ή οποιαδήποτε άλλη αναγκαία υποδομή για την καλή εκτέλεση των προγραμμάτων κοινοτικής έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης.

(2)

Η υποστήριξη και η ανάπτυξη των ερευνητικών υποδομών στην Ευρώπη αποτελούν πάγιο στόχο της Κοινότητας, όπως επιβεβαιώθηκε τελευταία στην απόφαση αριθ. 1982/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) (4), και στην απόφαση 2006/974/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το ειδικό πρόγραμμα Ικανότητες (5).

(3)

Ενώ κατά παράδοση η υποστήριξη της χρήσης και της ανάπτυξης ευρωπαϊκών ερευνητικών υποδομών λαμβάνει κυρίως τη μορφή επιχορηγήσεων υπέρ καθιερωμένων ερευνητικών υποδομών στα κράτη μέλη, τα τελευταία χρόνια κατέστη σαφής η αναγκαιότητα έντασης των προσπαθειών για την τόνωση της ανάπτυξης νέων υποδομών μέσω της δημιουργίας κατάλληλου νομικού πλαισίου που θα διευκολύνει τη δημιουργία και την εκμετάλλευση τέτοιων υποδομών σε επίπεδο Κοινότητας.

(4)

Η αναγκαιότητα αυτή έχει επισημανθεί επανειλημμένα, τόσο σε πολιτικό επίπεδο από τα κράτη μέλη και τα κοινοτικά θεσμικά όργανα, όσο και από διάφορους φορείς της ευρωπαϊκής ερευνητικής κοινότητας όπως επιχειρήσεις, ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια, και, ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό στρατηγικό φόρουμ για τις υποδομές έρευνας (ESFRI).

(5)

Παρά το γεγονός ότι στα κοινοτικά προγράμματα-πλαίσια ΕΤΑ αναγνωρίζεται από μακρού ο καθοριστικός ρόλος των επιστημονικών ερευνητικών υποδομών παγκόσμιας εμβέλειας για την επίτευξη των κοινοτικών στόχων ΕΤΑ που προβλέπονται στο άρθρο 163 της συνθήκης, οι κανόνες που διέπουν τη δημιουργία, τη χρηματοδότηση και την εκμετάλλευση αυτών των υποδομών εξακολουθούν να είναι αποσπασματικοί και περιφερειακής ισχύος. Δεδομένου ότι οι ερευνητικές υποδομές της Ευρώπης ανταγωνίζονται εκείνες των ανά τον κόσμο εταίρων της Κοινότητας, οι οποίοι επενδύουν σήμερα και θα επενδύουν στο μέλλον πολλά σε σύγχρονες ερευνητικές υποδομές μεγάλης κλίμακας, και ότι η πολυπλοκότητα και το κόστος των υποδομών αυτών αυξάνονται συνεχώς, υπερβαίνοντας τις δυνατότητες ενός μεμονωμένου κράτους μέλους ή ακόμη και μιας ηπείρου, είναι πλέον αναγκαίο να αξιοποιηθούν και να αναπτυχθούν πλήρως οι δυνατότητες που παρέχει το άρθρο 171 της συνθήκης, με τη δημιουργία ενός πλαισίου το οποίο θα ορίζει τις διαδικασίες και τους όρους δημιουργίας και εκμετάλλευσης σε κοινοτικό επίπεδο των ευρωπαϊκών ερευνητικών υποδομών που είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική εκτέλεση των κοινοτικών προγραμμάτων ΕΤΑ. Αυτό το νέο νομικό πλαίσιο θα συμπληρώνει τις άλλες νομικές μορφές που υφίστανται βάσει του εθνικού, του διεθνούς ή του κοινοτικού δικαίου.

(6)

Σε αντίθεση με τις κοινές τεχνολογικές πρωτοβουλίες (ΚΤΠ) που συγκροτούνται ως κοινές επιχειρήσεις στις οποίες η Κοινότητα συμμετέχει ως μέλος και συνεισφέρει χρηματοοικονομικά, η κοινοπραξία ευρωπαϊκής ερευνητικής υποδομής (στο εξής «ΚΕΕΥ») δεν πρέπει να θεωρείται κοινοτικός οργανισμός κατά την έννοια του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (6), αλλά νομική οντότητα στην οποία η Κοινότητα δεν συμμετέχει κατ’ ανάγκη ως μέλος ούτε συνεισφέρει χρηματοοικονομικά κατά την έννοια του άρθρου 108 παράγραφος 2 στοιχείο στ) του δημοσιονομικού κανονισμού.

(7)

Δεδομένης της στενής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της Κοινότητας για το συμπληρωματικό προγραμματισμό και εφαρμογή των αντίστοιχων ερευνητικών τους δραστηριοτήτων, όπως ορίζεται στα άρθρα 164 και 165 της συνθήκης, θα πρέπει να εναπόκειται στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να προσδιορίζουν, μόνα τους ή σε συνεννόηση με άλλες πληρούσες ορισμένες προϋποθέσεις οντότητες, τις οικείες ανάγκες δημιουργίας ερευνητικών υποδομών υπό την παρούσα νομική μορφή, με βάση τις οικείες δραστηριότητες έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης και τις απαιτήσεις της Κοινότητας. Για τους ίδιους λόγους, σε ΚΕΕΥ πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν ως μέλη τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και να προβλέπεται η δυνατότητα συμμετοχής χωρών συνδεδεμένων με το πρόγραμμα-πλαίσιο έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης (στο εξής αναφέρονται ως «συνδεδεμένες χώρες») και τρίτων χωρών που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, καθώς και εξειδικευμένων διακυβερνητικών οργανισμών. Πέραν της συμμετοχής τους υπό την ιδιότητα του πλήρους μέλους, τα κράτη μέλη θα πρέπει να δύνανται να συμμετέχουν σε ΚΕΕΥ ως παρατηρητές, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο καταστατικό.

(8)

Μια ΚΕΕΥ που συστήνεται βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να έχει ως κύριο καθήκον τη δημιουργία και εκμετάλλευση μιας ερευνητικής υποδομής σε μη οικονομική βάση και θα πρέπει να αφιερώνει το μέγιστο μέρος των πόρων της σε αυτή την κύρια αποστολή. Για την προώθηση της καινοτομίας και της μεταφοράς γνώσης και τεχνολογίας, θα πρέπει να επιτρέπεται στις ΚΕΕΥ να ασκούν κάποιες περιορισμένες οικονομικές δραστηριότητες εφόσον συνδέονται στενά με τα κύρια καθήκοντά της και δεν θέτουν σε κίνδυνο την επιτέλεσή τους. Η δημιουργία ερευνητικών υποδομών υπό καθεστώς ΚΕΕΥ δεν αποκλείει την περίπτωση να αναγνωρίζεται επίσης ότι ερευνητικές υποδομές πανευρωπαϊκού ενδιαφέροντος που έχουν άλλη νομική μορφή συμβάλλουν στην πρόοδο της ευρωπαϊκής έρευνας, καθώς και στην υλοποίηση του Χάρτη Πορείας που εκπόνησε το Ευρωπαϊκό Στρατηγικό Φόρουμ για τις Ερευνητικές Υποδομές (ESFRI). Η Επιτροπή θα πρέπει να μεριμνήσει ώστε τα μέλη του ESFRI και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να είναι ενήμερα για τις εναλλακτικές αυτές νομικές μορφές.

(9)

Οι ερευνητικές υποδομές θα πρέπει να συμβάλλουν στην κατοχύρωση της επιστημονικής αριστείας της κοινοτικής έρευνας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της, βάσει μεσοπρόθεσμων έως μακροπρόθεσμων προβλέψεων, μέσω της αποτελεσματικής υποστήριξης των ευρωπαϊκών ερευνητικών δραστηριοτήτων. Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να είναι ουσιαστικά ανοικτές στην ευρεία ευρωπαϊκή ερευνητική κοινότητα, σύμφωνα με τους προβλεπόμενους στα καταστατικά τους κανόνες, και να φιλοδοξούν να ωθήσουν τις ευρωπαϊκές επιστημονικές ικανότητες πέραν της τρέχουσας τεχνολογίας αιχμής και με τον τρόπο αυτό να συμβάλουν στην ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας.

(10)

Για να είναι αποτελεσματική η διαδικασία σύστασης μιας ΚΕΕΥ, είναι απαραίτητο οι οντότητες που επιθυμούν να συστήσουν ΚΕΕΥ να υποβάλλουν αίτηση στην Επιτροπή, η οποία θα πρέπει να αξιολογεί, με τη βοήθεια ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, στους οποίους μπορεί να περιλαμβάνεται το Ευρωπαϊκό Στρατηγικό Φόρουμ Ερευνητικών Υποδομών (ESFRI), κατά πόσον η προτεινόμενη ερευνητική υποδομή είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Μια τέτοια αίτηση, θα πρέπει να περιέχει δήλωση του κράτους μέλους υποδοχής με την οποία αναγνωρίζεται η ΚΕΕΥ, από τη σύστασή της, ως διεθνής φορέας ή οργανισμός για τους σκοπούς της εφαρμογής της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα του φόρου προστιθέμενης αξίας (7), και της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (8). Η ΚΕΕΥ θα πρέπει επίσης να απολαύει ορισμένων απαλλαγών ως διεθνής οργανισμός για τους σκοπούς της εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (9), σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων

(11)

Για λόγους διαφάνειας, η απόφαση σύστασης μιας ΚΕΕΥ θα πρέπει να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τους ίδιους λόγους, στην απόφαση αυτή θα πρέπει να επισυνάπτονται τα ουσιώδη στοιχεία του καταστατικού της.

(12)

Για να είναι σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντά της με τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο, η ΚΕΕΥ θα πρέπει να έχει νομική προσωπικότητα και την ευρύτερη δυνατή δικαιοπρακτική ικανότητα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συστατικής απόφασης. Για λόγους καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου, θα πρέπει να έχει καταστατική έδρα στην επικράτεια μέλους της ΚΕΕΥ το οποίο να είναι κράτος μέλος ή συνδεδεμένη χώρα.

(13)

Τα μέλη μιας ΚΕΕΥ θα πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τρία κράτη μέλη και μπορούν να περιλαμβάνουν συνδεδεμένες χώρες και τρίτες χώρες εκτός των συνδεδεμένων, που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, καθώς και εξειδικευμένους διακυβερνητικούς οργανισμούς.

(14)

Δεδομένης της κοινοτικής διάστασης αυτού του κανονισμού, τα κράτη μέλη πρέπει να κατέχουν από κοινού την πλειοψηφία στη Συνέλευση των Μελών μιας ΚΕΕΥ.

(15)

Για την εφαρμογή του παρόντος πλαισίου, στο καταστατικό της ΚΕΕΥ θα πρέπει να περιλαμβάνονται λεπτομερέστερες διατάξεις, βάσει των οποίων η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει τη συμμόρφωση μιας αίτησης με το πλαίσιο που θεσπίζεται με τον παρόντα κανονισμό.

(16)

Είναι απαραίτητο να διασφαλισθεί, αφενός, ότι μια ΚΕΕΥ θα έχει το αναγκαίο περιθώριο να τροποποιήσει το καταστατικό της και, αφετέρου, ότι η Κοινότητα, η οποία συστήνει την ΚΕΕΥ, διατηρεί τον έλεγχο ορισμένων βασικών στοιχείων. Εάν η τροποποίηση αφορά κάποιο από τα ουσιώδη στοιχεία του καταστατικού που επισυνάπτονται στην απόφαση σύστασης της ΚΕΕΥ, η τροποποίηση αυτή θα πρέπει να εγκριθεί, πριν τεθεί σε ισχύ, με απόφαση της Επιτροπής η οποία λαμβάνεται με την ίδια διαδικασία με εκείνη που προβλέπεται για τη σύσταση της ΚΕΕΥ. Κάθε άλλη τροποποίηση θα πρέπει να κοινοποιείται στην Επιτροπή, η οποία έχει τη δυνατότητα να αντιταχθεί στην υπόψη τροποποίηση εάν κρίνει ότι αυτή αντιβαίνει στον παρόντα κανονισμό.

(17)

Μια ΚΕΕΥ είναι αναγκαίο να διαθέτει δικά της όργανα για την αποτελεσματική διαχείριση των δραστηριοτήτων της. Το καταστατικό θα πρέπει να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα όργανα εκπροσωπούν νομίμως την ΚΕΕΥ.

(18)

Είναι απαραίτητο η ΚΕΕΥ να διεξάγει τις δραστηριότητές της σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης για την άσκηση της οικονομικής της ευθύνης.

(19)

Μια ΚΕΕΥ μπορεί να είναι επιλέξιμη για χρηματοδότηση σύμφωνα με τον τίτλο VI του δημοσιονομικού κανονισμού. Χρηματοδότηση στα πλαίσια της πολιτικής συνοχής θα ήταν επίσης δυνατή, σύμφωνα με την οικεία κοινοτική νομοθεσία.

(20)

Για να εκτελεί τα καθήκοντά της κατά τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο και ως λογική συνέπεια της νομικής της προσωπικότητας, η ΚΕΕΥ θα πρέπει να ευθύνεται για τα χρέη της. Για να μπορούν τα μέλη της να βρουν κατάλληλες λύσεις ως προς την ευθύνη τους, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα να προβλέπονται στο καταστατικό της ΚΕΕΥ διαφορετικά καθεστώτα ευθύνης τα οποία θα υπερβαίνουν την ευθύνη που περιορίζεται στις συνεισφορές των μελών.

(21)

Δεδομένου ότι συστήνεται κατά το κοινοτικό δίκαιο, η ΚΕΕΥ θα πρέπει και να διέπεται από το κοινοτικό δίκαιο, εκτός από το δίκαιο της χώρας στην οποία έχει την καταστατική της έδρα. Εντούτοις, μια ΚΕΕΥ μπορεί να έχει τον τόπο δραστηριότητάς της σε άλλο κράτος. Για τα συγκεκριμένα θέματα που ορίζονται στο καταστατικό της, θα πρέπει να εφαρμόζεται το δίκαιο της τελευταίας αυτής χώρας. Επιπλέον, η ΚΕΕΥ θα πρέπει να διέπεται από εκτελεστικούς κανόνες που συμφωνούν με το καταστατικό.

(22)

Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να εφαρμόσουν ή να θεσπίσουν οιονδήποτε νόμο, κανονισμό ή διοικητικό μέτρο εφόσον αυτά δεν συγκρούονται με το πεδίο εφαρμογής ή τους στόχους του παρόντος κανονισμού.

(23)

Για να διασφαλισθεί επαρκής έλεγχος της συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό, η κάθε ΚΕΕΥ θα πρέπει να διαβιβάζει στην Επιτροπή και στις αρμόδιες δημόσιες αρχές την ετήσια έκθεσή της και πληροφορίες σχετικά με κάθε περίσταση ικανή να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εκπλήρωση των καθηκόντων της. Εάν η Επιτροπή έχει, μέσω της ετήσιας έκθεσης ή με άλλο τρόπο, ενδείξεις σοβαρής παράβασης, από την ΚΕΕΥ, του παρόντος κανονισμού ή του λοιπού εφαρμοστέου δικαίου, θα πρέπει να ζητεί από την ΚΕΕΥ ή/και από τα μέλη της διευκρινίσεις ή/και τη λήψη μέτρων. Σε ακραίες περιπτώσεις, και εάν δεν ληφθούν διορθωτικά μέτρα, η Επιτροπή μπορεί να προβεί σε ανάκληση της απόφασης σύστασης της ΚΕΕΥ, η οποία και επιφέρει τη διάλυση της ΚΕΕΥ.

(24)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η θέσπιση ενός πλαισίου για τις ευρωπαϊκές ερευνητικές υποδομές μεταξύ των κρατών μελών, δεν είναι δυνατό να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη βάσει των εθνικών συνταγματικών τους συστημάτων λόγω του υπερεθνικού χαρακτήρα του προβλήματος και μπορούν επομένως να επιτευχθούν αποτελεσματικότερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(25)

Δεδομένου ότι ο παρών κανονισμός θεσπίζεται πρωτίστως με σκοπό την αποτελεσματική εκτέλεση κοινοτικών προγραμμάτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης, και δεδομένου ότι τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του είναι κατ’ ουσίαν διαχειριστικά μέτρα, τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει, συνεπώς, να θεσπίζονται με τη διαδικασία της διαχειριστικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 4 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (10),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει το νομικό πλαίσιο που διέπει τη σύσταση κοινοπραξίας ευρωπαϊκής ερευνητικής υποδομής (στο εξής «ΚΕΕΥ»), καθορίζοντας τις σχετικές απαιτήσεις, διαδικασίες και αποτελέσματα.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

Ως «ερευνητική υποδομή» νοούνται οι εγκαταστάσεις, οι πόροι και οι συναφείς υπηρεσίες που χρησιμοποιεί η επιστημονική κοινότητα για τη διεξαγωγή έρευνας υψηλής ποιότητας σε όλους τους τομείς. Ο ορισμός αυτός καλύπτει τα εξής: τον βασικό επιστημονικό εξοπλισμό ή σύνολα εξοπλισμών, τους γνωστικούς πόρους όπως οι συλλογές, τα αρχεία και οι δομημένες επιστημονικές πληροφορίες, τις υποδομές με βάση την τεχνολογία πληροφοριών και επικοινωνιών όπως τα δίκτυα τύπου GRID, τον εξοπλισμό πληροφορικής, τα λογισμικά και τα επικοινωνιακά εργαλεία, καθώς και κάθε άλλο μέσο απαραίτητο για την επίτευξη επιπέδου αριστείας. Οι ερευνητικές αυτές υποδομές μπορεί να είναι ενιαίας θέσης ή κατανεμημένες (οργανωμένο δίκτυο υποδομών).

β)

Ως «τρίτη χώρα» νοείται κράτος που δεν ανήκει στην ΕΕ.

γ)

Ως «συνδεδεμένη χώρα» νοείται μια τρίτη χώρα που έχει συνδεθεί με την Κοινότητα μέσω διεθνούς συμφωνίας, δυνάμει και βάσει της οποίας καταβάλλει χρηματική συνεισφορά στα πλαίσια των κοινοτικών προγραμμάτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης, είτε για το σύνολό τους είτε για τμήμα τους.

Άρθρο 3

Καθήκον και άλλες δραστηριότητες

1.   Το κύριο καθήκον της ΚΕΕΥ είναι η δημιουργία και εκμετάλλευση μιας ερευνητικής υποδομής.

2.   Η ΚΕΕΥ εκτελεί τη βασική της αποστολή σε μη κερδοσκοπική βάση. Μπορεί ωστόσο να ασκεί περιορισμένες οικονομικές δραστηριότητες, υπό τον όρο ότι έχουν στενή σχέση με το βασικό καθήκον της και δεν θέτουν σε κίνδυνο την εκτέλεση αυτού του καθήκοντος.

3.   Η ΚΕΕΥ τηρεί χωριστές καταστάσεις για τις δαπάνες και τα έσοδα που συνδέονται με τις οικονομικές της δραστηριότητες. τις οποίες αποτιμά βάσει των αγοραίων τιμών ή, αν οι αγοραίες τιμές δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν με βεβαιότητα, βάσει του συνολικού κόστους συν ένα εύλογο περιθώριο κέρδους.

Άρθρο 4

Απαιτήσεις σχετικά με την υποδομή

Η ερευνητική υποδομή που δημιουργείται από ΚΕΕΥ πρέπει να πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων και σχεδίων, καθώς και για την ορθή εκτέλεση κοινοτικών προγραμμάτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης·

β)

συνιστά προστιθέμενη αξία για την ενίσχυση και διάρθρωση του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας και σημαντική βελτίωση για τα σχετικά επιστημονικά και τεχνολογικά πεδία σε διεθνές επίπεδο·

γ)

σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο καταστατικό της, χορηγεί ουσιαστική πρόσβαση στους ερευνητές των κρατών μελών και των συνδεδεμένων χωρών·

δ)

συμβάλλει στην κινητικότητα των γνώσεων ή/και των ερευνητών εντός του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας (ΕΧΕ) και επαυξάνει τη χρησιμοποίηση του διανοητικού δυναμικού όλων των κρατών μελών της Ένωσης, και

ε)

συμβάλλει στη διάδοση και την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων των δραστηριοτήτων κοινοτικής έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης.

Άρθρο 5

Αίτηση σύστασης ΚΕΕΥ

1.   Οι οντότητες που ενδιαφέρονται να προβούν στη σύσταση ΚΕΕΥ (στο εξής «οι αιτούντες») υποβάλλουν σχετική αίτηση στην Επιτροπή. Η αίτηση υποβάλλεται γραπτώς σε μία από τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και περιλαμβάνει τα εξής:

α)

αίτημα σύστασης της ΚΕΕΥ, απευθυνόμενο στην Επιτροπή·

β)

το προτεινόμενο καταστατικό της ΚΕΕΥ, βάσει των διατάξεων του άρθρου 10·

γ)

τεχνική και επιστημονική περιγραφή της ερευνητικής υποδομής που θα δημιουργήσει και θα εκμεταλλεύεται η ΚΕΕΥ, ιδίως ως προς τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4·

δ)

δήλωση του κράτους μέλους υποδοχής με την οποία αναγνωρίζεται η ΚΕΕΥ, μετά την ίδρυσή του, ως διεθνής οργανισμός κατά την έννοια του άρθρου 143 στοιχείο ζ) και του άρθρου 151 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας του 2006/112/ΕΚ και ως διεθνής οργανισμός κατά την έννοια του άρθρου 23 παράγραφος1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ. Τα όρια και οι προϋποθέσεις των εξαιρέσεων που προβλέπονται σε αυτές τις διατάξεις καθορίζονται σε συμφωνία μεταξύ των μελών της ΚΕΕΥ.

2.   Η Επιτροπή αξιολογεί την αίτηση με γνώμονα τις προϋποθέσεις που ορίζει ο παρών κανονισμός. Στο πλαίσιο της αξιολόγησης, η Επιτροπή οφείλει να ζητήσει την άποψη ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, ιδίως στο πεδίο των προβλεπόμενων δραστηριοτήτων της ΚΕΕΥ. Το αποτέλεσμα της αξιολόγησης γνωστοποιείται στους αιτούντες οι οποίοι, αν χρειαστεί, καλούνται να συμπληρώσουν ή να τροποποιήσουν την αίτησή τους.

Άρθρο 6

Απόφαση επί της αιτήσεως

1.   Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 20, η Επιτροπή:

α)

εκδίδει απόφαση σύστασης της ΚΕΕΥ, αφού βεβαιωθεί ότι πληρούνται οι απαιτήσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, ή

β)

απορρίπτει την αίτηση εάν κρίνει ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, και στην περίπτωση απουσίας της δήλωσης που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ).

2.   Η απόφαση επί της αιτήσεως κοινοποιείται στους αιτούντες. Σε περίπτωση απόρριψης, η απόφαση θα περιλαμβάνει σαφή και επακριβή εξήγηση προς τους αιτούντες.

Η απόφαση σύστασης της ΚΕΕΥ δημοσιεύεται επίσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά L.

3.   Τα ουσιώδη στοιχεία του καταστατικού, που αναφέρονται στο άρθρο 10 στοιχεία β) έως στ) και στοιχείο ζ), σημεία i) έως vi), τα οποία περιέχονται στην αίτηση, επισυνάπτονται στην απόφαση σύστασης της ΚΕΕΥ.

Άρθρο 7

Καθεστώς της ΚΕΕΥ

1.   Η ΚΕΕΥ έχει νομική προσωπικότητα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης σύστασής της.

2.   Η ΚΕΕΥ έχει, σε κάθε κράτος μέλος, την ευρύτερη δικαιοπρακτική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα από το δίκαιο του εκάστοτε κράτους μέλους. Δύναται ιδίως να αποκτά, να κατέχει και να διαθέτει κινητή, ακίνητη και πνευματική περιουσία, να συνάπτει συμβάσεις και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.   Η ΚΕΕΥ αποτελεί διεθνή οργανισμό κατά την έννοια του άρθρου 15 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/18/ΕΚ.

Άρθρο 8

Έδρα και ονομασία

1.   Η ΚΕΕΥ έχει καταστατική έδρα στην επικράτεια ενός από τα μέλη της, το οποίο πρέπει να είναι κράτος μέλος ή χώρα συνδεδεμένη με κοινοτικό πρόγραμμα έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης.

2.   Η ΚΕΕΥ έχει ονομασία η οποία περιέχει τη συντομογραφία «ΚΕΕΥ».

Άρθρο 9

Κριτήρια σύστασης

1.   Οι ακόλουθες οντότητες μπορούν να γίνουν μέλη ΚΕΕΥ:

α)

τα κράτη μέλη·

β)

οι συνδεδεμένες χώρες·

γ)

τρίτες χώρες εκτός των συνδεδεμένων·

δ)

διακυβερνητικές οργανώσεις.

2.   Μια ΚΕΕΥ έχει ως μέλη τουλάχιστον τρία κράτη μέλη. Άλλα κράτη μέλη μπορούν ανά πάσα στιγμή να γίνουν μέλη μιας ΚΕΕΥ, υπό δίκαιους και εύλογους όρους, καθοριζόμενους στο καταστατικό της, και παρατηρητές χωρίς δικαίωμα ψήφου υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο καταστατικό. Άλλες συνδεδεμένες χώρες και τρίτες χώρες εκτός των συνδεδεμένων, καθώς και διακυβερνητικοί οργανισμοί, μπορούν επίσης να γίνουν μέλη, υπό την επιφύλαξη της σύμφωνης γνώμης της Συνέλευσης των Μελών, σύμφωνα με το άρθρο 12 στοιχείο α), βάσει των προϋποθέσεων και των διαδικασιών πρόσβασης στην ιδιότητα του μέλους που προβλέπει το καταστατικό.

3.   Τα κράτη μέλη κατέχουν από κοινού την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στη Συνέλευση των Μελών.

4.   Οποιοδήποτε κράτος μέλος, συνδεδεμένη χώρα ή τρίτη χώρα μπορεί, για την άσκηση των καθορισμένων δικαιωμάτων του/της και την εκπλήρωση των καθορισμένων υποχρεώσεών του/της ως μέλους της ΚΕΕΥ, να αντιπροσωπεύεται από μία ή περισσότερες δημόσιες οντότητες, συμπεριλαμβανομένων περιφερειών, ή από ιδιωτικές οντότητες επιφορτισμένες με αποστολή δημόσιας υπηρεσίας.

5.   Οι συνδεδεμένες χώρες που γίνονται μέλη μιας ΚΕΕΥ, καθώς και οι τρίτες χώρες και οι διακυβερνητικοί οργανισμοί που επιθυμούν να συστήσουν μια ΚΕΕΥ ή να γίνουν μέλη μιας ΚΕΕΥ, αναγνωρίζουν ότι η ΚΕΕΥ έχει νομική προσωπικότητα και ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2 και ότι υπόκειται σε κανόνες που καθορίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15.

6.   Οι συνδεδεμένες χώρες και οι τρίτες χώρες που επιθυμούν να συστήσουν μια ΚΕΕΥ ή να γίνουν μέλη μιας ΚΕΕΥ επιφυλάσσουν στην ΚΕΕΥ αυτή μεταχείριση αντίστοιχη εκείνης που προκύπτει από το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και το άρθρο 7 παράγραφος 3.

Άρθρο 10

Καταστατικό

Το καταστατικό της ΚΕΕΥ περιέχει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

κατάλογο των μελών, παρατηρητών και, κατά περίπτωση, των οντοτήτων που αντιπροσωπεύουν τα μέλη, καθώς και τους όρους και τη διαδικασία τροποποίησης της σύνθεσης της ΚΕΕΥ και της αντιπροσώπευσης των μελών σύμφωνα με το άρθρο 9·

β)

καθήκοντα και δραστηριότητες της ΚΕΕΥ·

γ)

καταστατική έδρα σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1·

δ)

ονομασία της ΚΕΕΥ σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2·

ε)

διάρκεια λειτουργίας και διαδικασία διάλυσης σύμφωνα με το άρθρο 16·

στ)

το καθεστώς ευθύνης, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2·

ζ)

βασικές αρχές που διέπουν:

i)

την πολιτική παροχής πρόσβασης στους χρήστες·

ii)

την πολιτική σε θέματα επιστημονικής αξιολόγησης·

iii)

την πολιτική σε θέματα διάδοσης·

iv)

την πολιτική σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας·

v)

την πολιτική σε θέματα απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής των ίσων ευκαιριών·

vi)

την πολιτική προμηθειών, σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας, της μη διάκρισης και του ανταγωνισμού·

vii)

τον παροπλισμό, εφόσον ενδείκνυται·

viii)

την πολιτική δεδομένων·

η)

δικαιώματα και υποχρεώσεις των μελών, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης συνεισφοράς σε έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και των δικαιωμάτων ψήφου·

θ)

τα όργανα της ΚΕΕΥ, το ρόλο και τις αρμοδιότητές τους και τον τρόπο με τον οποίο αυτά συγκροτούνται και αποφασίζουν, μεταξύ άλλων και επί της τροποποιήσεως του καταστατικού, σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 12·

ι)

καθορισμό της γλώσσας ή των γλωσσών εργασίας·

ια)

παραπομπές στους κανόνες εφαρμογής του καταστατικού.

Το καταστατικό δημοσιοποιείται στο διαδικτυακό τόπο της ΚΕΕΥ και στον τόπο της καταστατικής της έδρας.

Άρθρο 11

Τροποποίηση του καταστατικού

1.   Κάθε τροποποίηση του καταστατικού σε συνάρτηση με το άρθρο 10 στοιχεία β) έως στ) και στοιχείο ζ) σημεία i) έως vi) υποβάλλεται από την ΚΕΕΥ στην Επιτροπή προς έγκριση. Η τροποποίηση αυτή δεν τίθεται σε ισχύ πριν από την έναρξη ισχύος της απόφασης έγκρισης. Η Επιτροπή εφαρμόζει αναλόγως το άρθρο 5 παράγραφος 2 και το άρθρο 6.

2.   Κάθε τροποποίηση του καταστατικού που δεν προβλέπεται στην παράγραφο 1 γνωστοποιείται από την ΚΕΕΥ στην Επιτροπή εντός δέκα ημερών από την έγκρισή της.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να αντιταχθεί στην τροποποίηση αυτή εντός εξήντα ημερών από τη γνωστοποίησή της, διευκρινίζοντας τους λόγους για τους οποίους η τροποποίηση δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

4.   Η τροποποίηση τίθεται σε ισχύ μόνον αφού λήξει η προθεσμία για τη διατύπωση αντιρρήσεων ή αφού Επιτροπή παραιτηθεί του δικαιώματος διατύπωσης αντιρρήσεων εντός της προθεσμίας αυτής ή αφού ανακληθεί οποιαδήποτε διατυπωθείσα αντίρρηση.

5.   Η αίτηση έγκρισης της τροποποίησης περιέχει τα ακόλουθα:

α)

το κείμενο της προταθείσας ή, κατά περίπτωση, εγκριθείσας τροποποίησης, συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της·

β)

την τροποποιημένη, ενοποιημένη έκδοση του καταστατικού.

Άρθρο 12

Οργάνωση της ΚΕΕΥ

Το καταστατικό προβλέπει τουλάχιστον τα ακόλουθα όργανα με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α)

μια Συνέλευση των Μελών, ως το όργανο που διαθέτει πλήρη εξουσία λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων έγκρισης του προϋπολογισμού·

β)

έναν διευθυντή ή ένα διοικητικό συμβούλιο, διοριζόμενο από τη Συνέλευση των Μελών, ως το εκτελεστικό όργανο και νόμιμο εκπρόσωπο της ΚΕΕΥ.

Το καταστατικό ορίζει τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου εκπροσωπούν νομίμως την ΚΕΕΥ.

Άρθρο 13

Δημοσιονομικές αρχές, λογαριασμοί και έλεγχος

1.   Όλα τα έσοδα και τα έξοδα της ΚΕΕΥ προβλέπονται για κάθε οικονομικό έτος και εγγράφονται στον προϋπολογισμό. Ο προϋπολογισμός είναι ισοσκελισμένος ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες.

2.   Τα μέλη της ΚΕΕΥ διασφαλίζουν ότι οι πιστώσεις χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

3.   Ο προϋπολογισμός καταρτίζεται, εκτελείται και αποτελεί το αντικείμενο απόδοσης λογαριασμών με τήρηση της αρχής της διαφάνειας.

4.   Οι λογαριασμοί της ΚΕΕΥ συνοδεύονται από έκθεση επί της δημοσιονομικής και χρηματοοικονομικής διαχείρισης του οικονομικού έτους.

5.   Η ΚΕΕΥ υπόκειται στις απαιτήσεις του εφαρμοστέου δικαίου όσον αφορά την κατάρτιση, την υποβολή, τον έλεγχο και τη δημοσίευση λογαριασμών.

Άρθρο 14

Ευθύνη και ασφαλίσεις

1.   Η ΚΕΕΥ ευθύνεται για τα χρέη της.

2.   Η οικονομική ευθύνη των μελών για τα χρέη της ΚΕΕΥ περιορίζεται στην αντίστοιχη συνεισφορά τους στην ΚΕΕΥ. Τα μέλη μπορούν να καθορίζουν στο καταστατικό ότι αναλαμβάνουν είτε ορισμένη ευθύνη η οποία υπερβαίνει την αντίστοιχη συνεισφορά τους είτε απεριόριστη ευθύνη.

3.   Εάν τυχόν η οικονομική ευθύνη των μελών δεν είναι απεριόριστη, η ΚΕΕΥ συνάπτει τις απαραίτητες ασφαλιστήριες συμβάσεις για να καλύψει τους σύμφυτους με την κατασκευή και τη λειτουργία της υποδομής κινδύνους.

4.   Η Κοινότητα δεν ευθύνεται για χρέη της ΚΕΕΥ.

Άρθρο 15

Εφαρμοστέο δίκαιο και αρμόδιο δικαστήριο

1.   Η σύσταση και η εσωτερική λειτουργία μιας ΚΕΕΥ διέπεται από τα ακόλουθα:

α)

το κοινοτικό δίκαιο, και ιδίως τον παρόντα κανονισμό και τις αποφάσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) και στο άρθρο 11 παράγραφος 1·

β)

το δίκαιο του κράτους στο οποίο βρίσκεται η καταστατική της έδρα όταν πρόκειται για θέματα που δεν ρυθμίζονται ή ρυθμίζονται μόνο εν μέρει από τις πράξεις που προβλέπονται στο στοιχείο α)·

γ)

το καταστατικό και τους κανόνες εφαρμογής του.

2.   Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο επί οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των μελών για θέματα που αφορούν την ΚΕΕΥ, ή μεταξύ αυτών και της ΚΕΕΥ και επί οποιασδήποτε διαφοράς στην οποία η Κοινότητα είναι διάδικος.

3.   Στις διαφορές μεταξύ της ΚΕΕΥ και τρίτων εφαρμόζεται η κοινοτική νομοθεσία περί δικαιοδοσίας. Στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από την κοινοτική νομοθεσία, το δίκαιο του κράτους στο οποίο η ΚΕΕΥ έχει την καταστατική της έδρα καθορίζει το αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση των σχετικών διαφορών.

Άρθρο 16

Εκκαθάριση και αφερεγγυότητα

1.   Το καταστατικό καθορίζει τη διαδικασία που εφαρμόζεται στην περίπτωση διάλυσης της ΚΕΕΥ κατόπιν απόφασης της Συνέλευσης των Μελών. Η διάλυση μπορεί να περιλαμβάνει τη μεταφορά των δραστηριοτήτων σε άλλη νομική οντότητα.

2.   Χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την έκδοση απόφασης διάλυσης από τη Συνέλευση των Μελών, και οπωσδήποτε εντός δέκα ημερών από την έκδοση τέτοιας απόφασης, η ΚΕΕΥ ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή. Η Επιτροπή δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

3.   Χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη λήξη της διαδικασίας διάλυσης, και οπωσδήποτε εντός δέκα ημερών από τη λήξη αυτή, η ΚΕΕΥ ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή. Η Επιτροπή δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C. Η ΚΕΕΥ παύει να υφίσταται από την ημέρα δημοσίευσης της ανακοίνωσης.

4.   Ανά πάσα στιγμή, σε περίπτωση που αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη της, η ΚΕΕΥ ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή. Η Επιτροπή δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

Άρθρο 17

Εκθέσεις και έλεγχος

1.   Η ΚΕΕΥ καταρτίζει ετήσια έκθεση δραστηριότητας, η οποία περιλαμβάνει απολογισμό των επιστημονικών, επιχειρησιακών και χρηματοοικονομικών της δραστηριοτήτων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 3. Η έκθεση αυτή πρέπει να εγκρίνεται από τη Συνέλευση των Μελών, και διαβιβάζεται στην Επιτροπή, καθώς και στις ενδιαφερόμενες δημόσιες αρχές, εντός έξι μηνών από τη λήξη του αντίστοιχου οικονομικού έτους. Το κοινό έχει πρόσβαση στην έκθεση.

2.   Η ΚΕΕΥ και τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με κάθε περίσταση ικανή να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εκπλήρωση της αποστολής της ΚΕΕΥ ή να παρεμποδίσει την ικανότητά της να εκπληρώνει τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

3.   Εάν η Επιτροπή έχει ενδείξεις σοβαρής παράβασης από μια ΚΕΕΥ του παρόντος κανονισμού, των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει αυτού ή του λοιπού εφαρμοστέου δικαίου, ζητεί διευκρινίσεις από την ΚΕΕΥ ή/και από τα μέλη της.

4.   Εάν η Επιτροπή κρίνει, αφού προηγουμένως παράσχει στην ΚΕΕΥ ή/και στα μέλη της εύλογη προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι η ΚΕΕΥ έχει υποπέσει σε σοβαρή παράβαση του παρόντος κανονισμού, των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει αυτού ή του λοιπού εφαρμοστέου δικαίου, μπορεί να προτείνει διορθωτικά μέτρα στην ΚΕΕΥ και στα μέλη της.

5.   Εάν δεν ληφθούν διορθωτικά μέτρα, η Επιτροπή μπορεί να ανακαλέσει την απόφαση σύστασης της ΚΕΕΥ βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 20. Η απόφαση ανάκλησης κοινοποιείται στην ΚΕΕΥ και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά L. Αυτό επιφέρει τη διάλυση της ΚΕΕΥ.

Άρθρο 18

Ενδεδειγμένα μέτρα

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 19

Εκθέσεις και επανεξέταση

Το αργότερο στις 27 Ιουλίου 2014 η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού και, ενδεχομένως, προτάσεις τροποποιήσεων.

Άρθρο 20

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από διαχειριστική επιτροπή.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία στο παρόν άρθρο, εφαρμόζονται τα άρθρα 4 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της απόφασης 1999/468/ΕΚ καθορίζεται σε δύο μήνες.

Άρθρο 21

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λουξεμβούργο, 25 Ιουνίου 2009.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

L. MIKO


(1)  Γνώμη της 19.2.2009 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Γνώμη της 14.1.2009 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  ΕΕ C 76 της 31.3.2009, σ. 6.

(4)  ΕΕ L 412 της 30.12.2006, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 54 της 22.2.2007, σ. 101.

(6)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 347 της 11.12.2006, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 76 της 23.3.1992, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 114.

(10)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.