14.8.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 211/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 713/2009 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 13ης Ιουλίου 2009

για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 10ης Ιανουαρίου 2007 με τίτλο «Ενεργειακή πολιτική για την Ευρώπη» τονίστηκε η σημασία της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς στους τομείς της ηλεκτρικής ενεργείας και του φυσικού αερίου. Η βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου σε κοινοτικό επίπεδο χαρακτηρίστηκε ως βασικό μέτρο για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(2)

Με την απόφαση 2003/796/ΕΚ της Επιτροπής (4) συστάθηκε ανεξάρτητη συμβουλευτική ομάδα σε θέματα ηλεκτρικής ενεργείας και αερίου, καλούμενη «Ευρωπαϊκή ομάδα ρυθμιστικών αρχών για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο» (ERGEG), ώστε να διευκολυνθεί η συνεννόηση, ο συντονισμός και η συνεργασία μεταξύ των ρυθμιστικών φορέων των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ των εν λόγω φορέων και της Επιτροπής, με σκοπό την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενεργείας και φυσικού αερίου. Η ομάδα απαρτίζεται από εκπροσώπους των εθνικών ρυθμιστικών αρχών που δημιουργήθηκαν δυνάμει της οδηγίας 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας (5), και της οδηγίας 2003/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου (6).

(3)

Το έργο που επιτέλεσε η ERGEG από τη σύστασή της συνέβαλε θετικά στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενεργείας και φυσικού αερίου. Ωστόσο, όπως αναγνωρίζεται ευρέως από τον κλάδο και όπως προτείνει και η ίδια η ERGEG, η εθελοντική συνεργασία εθνικών ρυθμιστικών αρχών θα πρέπει πλέον να ενταχθεί σε μια κοινοτική δομή με σαφείς αρμοδιότητες και με εξουσία έκδοσης ατομικών ρυθμιστικών αποφάσεων σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

(4)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 8ης και 9ης Μαρτίου 2007 ζήτησε από την Επιτροπή να προτείνει μέτρα σχετικά με τη σύσταση ανεξάρτητου μηχανισμού συνεργασίας των εθνικών ρυθμιστικών αρχών.

(5)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργάζονται στενά εξαλείφοντας τους φραγμούς στις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενεργείας και φυσικού αερίου με σκοπό την επίτευξη των στόχων της κοινοτικής ενεργειακής πολιτικής. Ύστερα από εκτίμηση των επιπτώσεων όσον αφορά τους απαιτούμενους πόρους για μια κεντρική οντότητα, διαπιστώθηκε ότι μια ανεξάρτητη κεντρική οντότητα εμφανίζει αρκετά μακροπρόθεσμα πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλες εναλλακτικές δυνατότητες. Κρίνεται σκόπιμο να ιδρυθεί ένας Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας, («ο Οργανισμός») που θα καλύψει το κενό στο ρυθμιστικό πλαίσιο σε κοινοτικό επίπεδο και να συμβάλει στην αποτελεσματική λειτουργία των εσωτερικών αγορών ηλεκτρικής ενεργείας και φυσικού αερίου. Ο Οργανισμός θα επιτρέψει επίσης στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές να ενισχύσουν τη συνεργασία τους με κοινοτική προοπτική και να συμμετάσχουν, επί κοινής βάσεως, στην άσκηση των λειτουργιών της κοινοτικής διάστασης.

(6)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να εξασφαλίζει τον κατάλληλο συντονισμό και, εν ανάγκη, τη συμπλήρωση σε κοινοτική κλίμακα των ρυθμιστικών καθηκόντων που έχουν αναλάβει οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές διά των οδηγιών 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας (7), και 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου (8). Προς τούτο, είναι απαραίτητο να διασφαλισθεί η ανεξαρτησία του Οργανισμού έναντι των παραγωγών ηλεκτρικής ενεργείας και φυσικού αερίου, των διαχειριστών των συστημάτων μεταφοράς και διανομής, δημόσιων ή ιδιωτικών, των καταναλωτών, η εναρμόνιση της δράσης του προς την κοινοτική νομοθεσία, οι τεχνικές του ικανότητες, οι ικανότητες προσαρμογής στις ρυθμιστικές εξελίξεις, η διαφάνειά του, η επιδεκτικότητά του σε δημοκρατικό έλεγχο και η αποτελεσματικότητά του.

(7)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρακολουθεί την περιφερειακή συνεργασία μεταξύ των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς στους τομείς της ηλεκτρικής ενεργείας και του φυσικού αερίου, καθώς και τις εργασίες του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενεργείας («ΕΔΔΣΜ Ηλεκτρικής Ενεργείας») και του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Αερίου («ΕΔΔΣΜ Αερίου»). Η συμμετοχή του Οργανισμού είναι κρίσιμη για την εξασφάλιση αποτελεσματικής και διαφανούς συνεργασίας μεταξύ των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς, προς όφελος της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενεργείας και αερίου.

(8)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρακολουθεί, σε συνεργασία με την Επιτροπή, τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες εθνικές αρχές τις εσωτερικές αγορές ηλεκτρικής ενεργείας και φυσικού αερίου και να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές σχετικά με τις διαπιστώσεις του. Η παρακολούθηση από τον Οργανισμό δεν θα πρέπει να επικαλύπτει ή να παρεμποδίζει την παρακολούθηση από τις εθνικές αρχές, ιδίως από τις αρχές ανταγωνισμού ή από την Επιτροπή.

(9)

Ο Οργανισμός έχει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών-πλαίσιο εκ φύσεως μη δεσμευτικών (εφεξής «κατευθυντήριες γραμμές-πλαίσιο») που πρέπει να ακολουθούν οι κώδικες δικτύου. Θεωρείται επίσης σκόπιμο για τον Οργανισμό, και σύμφωνο προς τους στόχους του, να συμμετέχει στην επανεξέταση κωδίκων δικτύου (τόσο στη δημιουργία όσο και στην τροποποίησή τους), ώστε να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τις κατευθυντήριες γραμμές-πλαίσιο, προτού μπορέσει να τους συστήσει στην Επιτροπή προς έκδοση.

(10)

Χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο που θα επιτρέψει τη συμμετοχή και συνεργασία μεταξύ εθνικών ρυθμιστικών αρχών. Το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να διευκολύνει την ενιαία εφαρμογή, στο σύνολο της Κοινότητας, της νομοθεσίας που διέπει την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και φυσικού αερίου. Θα πρέπει να δοθεί στον Οργανισμό η αρμοδιότητα έκδοσης ατομικών αποφάσεων όταν εμπλέκονται δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. Η αρμοδιότητα αυτή θα πρέπει υπό ορισμένες συνθήκες να καλύπτει τεχνικά ζητήματα, το ρυθμιστικό καθεστώς της υποδομής ηλεκτρικής ενεργείας και φυσικού αερίου με την οποία συνδέονται ή ενδέχεται να συνδεθούν δύο τουλάχιστον κράτη μέλη και, τέλος, την εξαίρεση από τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς των νέων ηλεκτρικών γραμμών διασύνδεσης και των νέων υποδομών φυσικού αερίου που βρίσκονται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη.

(11)

Δεδομένου ότι ο Οργανισμός έχει εποπτική εικόνα των εθνικών ρυθμιστικών αρχών θα πρέπει να έχει συμβουλευτικό ρόλο έναντι της Επιτροπής, των υπολοίπων θεσμικών οργάνων της ΕΕ και των εθνικών ρυθμιστικών αρχών όσον αφορά κάθε ζήτημα συνδεόμενο με τον σκοπό της ίδρυσής του. Θα πρέπει επίσης να ενημερώνει την Επιτροπή όταν διαπιστώνει ότι η συνεργασία των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς δεν δίνει τα αναγκαία αποτελέσματα ή ότι μια εθνική ρυθμιστική αρχή, της οποίας η απόφαση δεν τηρεί τις κατευθυντήριες γραμμές, δεν εφαρμόζει δεόντως τη γνώμη, σύσταση ή απόφαση, του Οργανισμού.

(12)

Ο Οργανισμός θα πρέπει επίσης να μπορεί να διατυπώνει συστάσεις για να συνδράμει τις ρυθμιστικές αρχές και τους παράγοντες της αγοράς στην ανταλλαγή ορθών πρακτικών.

(13)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να ζητεί τη γνώμη των εκάστοτε ενδιαφερομένων μερών και να τους παρέχει εύλογη δυνατότητα να διατυπώνουν τις παρατηρήσεις τους επί των προτεινόμενων μέτρων, όπως κώδικες δικτύου και κανόνες.

(14)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να προωθεί την υλοποίηση των προσανατολισμών σχετικά με τα διευρωπαϊκά δίκτυα στον τομέα της ενεργείας, όπως ορίζεται στην απόφαση αριθ. 1364/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για τον καθορισμό προσανατολισμών σχετικά με τα διευρωπαϊκά δίκτυα στον τομέα της ενεργείας (9), ιδίως όταν γνωμοδοτεί σχετικά με τα μη δεσμευτικά διευρωπαϊκά δεκαετή προγράμματα ανάπτυξης του δικτύου («διευρωπαϊκά προγράμματα ανάπτυξης του δικτύου») κατά το άρθρο 6 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού.

(15)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να συμβάλλει επίσης στην επαύξηση της ενεργειακής ασφάλειας.

(16)

Η δομή του Οργανισμού θα πρέπει να είναι η κατάλληλη για να καλύψει τις ειδικές ανάγκες ρύθμισης του κλάδου της ενεργείας. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να ληφθεί πλήρως υπόψη ο ειδικός ρόλος των εθνικών ρυθμιστικών αρχών και να εξασφαλισθεί η ανεξαρτησία τους.

(17)

Το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να διαθέτει τις αναγκαίες εξουσίες για την κατάρτιση του προϋπολογισμού, τον έλεγχο της εκτέλεσής του, την κατάρτιση του εσωτερικού κανονισμού, την έκδοση δημοσιονομικών κανονισμών και τον διορισμό του διευθυντή. Θα πρέπει να θεσπιστεί σύστημα για την εκ περιτροπής ανανέωση των μελών του διοικητικού συμβουλίου, τα οποία διορίζονται από το Συμβούλιο, ώστε να εξασφαλίζεται η διαχρονικώς ισόρροπη συμμετοχή των κρατών μελών. Το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να ενεργεί ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το δημόσιο συμφέρον χωρίς να ζητεί ή να δέχεται πολιτικές οδηγίες.

(18)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να διαθέτει τις αναγκαίες εξουσίες για την άσκηση των ρυθμιστικών καθηκόντων με αποτελεσματικότητα, διαφάνεια, σύνεση και, προπάντων, με ανεξαρτησία. Η ανεξαρτησία των ρυθμιστικών αρχών έναντι των παραγωγών ηλεκτρικής ενεργείας και αερίου και των διαχειριστών των συστημάτων μεταφοράς και διανομής, αποτελεί θεμελιώδη αρχή της χρηστής διακυβέρνησης και βασική προϋπόθεση για την εμπιστοσύνη της αγοράς. Χωρίς να θίγονται τα μέλη του που ενεργούν εξ ονόματος των αντιστοίχων εθνικών τους αρχών, το ρυθμιστικό συμβούλιο θα πρέπει συνεπώς να ενεργεί ανεξάρτητα από τα συμφέροντα της αγοράς, να αποφεύγει τις συγκρούσεις συμφερόντων και να μην επιζητεί ούτε να δέχεται οδηγίες ούτε συστάσεις από καμία κυβέρνηση κράτους μέλους, από την Επιτροπή ή από άλλη δημόσια ή ιδιωτική οντότητα. Οι αποφάσεις του ρυθμιστικού συμβουλίου θα πρέπει ταυτόχρονα να τηρούν τη σχετική κοινοτική νομοθεσία όσον αφορά την ενεργειακή πολιτική, όπως την εσωτερική αγορά ενεργείας, το περιβάλλον, και τον ανταγωνισμό. Το ρυθμιστικό συμβούλιο θα πρέπει να λογοδοτεί στα κοινοτικά θεσμικά όργανα όσον αφορά τις αποφάσεις, τις συστάσεις και τις προτάσεις του.

(19)

Όταν ο Οργανισμός έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες, θα πρέπει να παρέχεται στους ενδιαφερομένους, για λόγους διαδικαστικής οικονομίας, δικαίωμα προσφυγής σε συμβούλιο προσφυγών, το οποίο θα πρέπει μεν να υπάγεται στον Οργανισμό αλλά ταυτόχρονα να είναι ανεξάρτητο από τη διοικητική και ρυθμιστική δομή του. Για λόγους συνέχειας, κατά τον διορισμό ή την ανανέωση των μελών του συμβουλίου προσφυγών θα πρέπει να είναι δυνατή η μερική αντικατάσταση των μελών του. Η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών είναι δυνατόν να προσβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου ή του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(20)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να χρηματοδοτείται κυρίως από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τέλη και από εθελοντικές εισφορές. Ειδικότερα, οι πόροι που σήμερα διατίθενται από κοινού από τις ρυθμιστικές αρχές για τη συνεργασία τους σε κοινοτικό επίπεδο θα πρέπει να συνεχίσουν να είναι διαθέσιμοι για τον Οργανισμό. Η κοινοτική διαδικασία του προϋπολογισμού θα πρέπει να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται, όσον αφορά τις επιδοτήσεις που θα εγγράφονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, ο έλεγχος των λογαριασμών θα πρέπει να διενεργείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο σύμφωνα με το άρθρο 91 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής, της 23ης Νοεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού-πλαίσιο για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, ο οποίος θεσπίζει τον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (10).

(21)

Μετά την ίδρυση του Οργανισμού, ο προϋπολογισμός του θα πρέπει να υποβάλλεται σε συνεχή αξιολόγηση από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή βάσει του εν εξελίξει φόρτου εργασίας και των επιδόσεών του. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εξασφαλίζει ότι πληρούνται οι βέλτιστες προδιαγραφές επάρκειας.

(22)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να διαθέτει προσωπικό υψηλού επαγγελματικού επιπέδου. Ειδικότερα, θα πρέπει να επωφελείται από τις ικανότητες και την πείρα υπαλλήλων αποσπασμένων από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, την Επιτροπή και τα κράτη μέλη. Για το προσωπικό του Οργανισμού θα πρέπει να εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης) και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (καθεστώς επί του λοιπού προσωπικού) δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (11), καθώς και οι κανόνες που θεσπίζονται από κοινού από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού. Το διοικητικό συμβούλιο, σε συμφωνία με την Επιτροπή, θα πρέπει να θεσπίζει τα αναγκαία εκτελεστικά μέτρα.

(23)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να τηρεί τους γενικούς κανόνες που ισχύουν για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων. Το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να θεσπίσει πρακτικά μέτρα για την προστασία των εμπορικά ευαίσθητων δεδομένων και των προσωπικών δεδομένων.

(24)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να είναι υπεύθυνος έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, αναλόγως.

(25)

Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να συμμετέχουν στο έργο του Οργανισμού χώρες που δεν είναι μέλη της Κοινότητας, βάσει κατάλληλων συμφωνιών που θα συναφθούν από την Κοινότητα.

(26)

Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (12).

(27)

Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει τις κατευθυντήριες γραμμές που είναι αναγκαίες για καταστάσεις στις οποίες ο Οργανισμός είναι αρμόδιος να αποφασίζει για τους όρους και τις προϋποθέσεις πρόσβασης σε διασυνοριακές υποδομές καθώς και για τη λειτουργική ασφάλεια των υποδομών αυτών. Εφόσον τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, διά συμπληρώσεώς του με μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(28)

Το αργότερο τρία έτη από την ανάληψη καθηκόντων από τον πρώτο διευθυντή του Οργανισμού και στη συνέχεια ανά τετραετία, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τα ειδικά καθήκοντα του Οργανισμού και τα επιτευχθέντα αποτελέσματα, συνοδευόμενη από οιεσδήποτε ενδεδειγμένες προτάσεις. Στην εν λόγω έκθεση, η Επιτροπή θα πρέπει να διατυπώνει προτάσεις σχετικά με την ανάθεση επιπρόσθετων καθηκόντων στον Οργανισμό.

(29)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η συμμετοχή και η συνεργασία μεταξύ των εθνικών ρυθμιστικών αρχών σε κοινοτική κλίμακα, είναι αδύνατο να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν συνεπώς να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΊΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Άρθρο 1

Ίδρυση

1.   Με τον παρόντα κανονισμό ιδρύεται Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας («Οργανισμός»).

2.   Ο Οργανισμός έχει σκοπό να βοηθά τις ρυθμιστικές αρχές οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 35 της οδηγίας 2009/72ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας (7), και στο άρθρο 39 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου (8), κατά την άσκηση σε κοινοτικό επίπεδο των ρυθμιστικών καθηκόντων που ασκούν στα κράτη μέλη και, όπου είναι αναγκαίο, συντονίζει τη δράση τους.

3.   Μέχρις ότου ετοιμασθούν οι εγκαταστάσεις του, ο Οργανισμός θα φιλοξενείται σε εγκαταστάσεις της Επιτροπής.

Άρθρο 2

Νομικό καθεστώς

1.   Ο Οργανισμός είναι κοινοτικό όργανο με νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε κράτος μέλος, ο Οργανισμός διαθέτει την ευρύτερη δικαιοπρακτική ικανότητα που αναγνωρίζει το εθνικό δίκαιο σε νομικά πρόσωπα. Ειδικότερα, δύναται να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να είναι διάδικος.

3.   Ο Οργανισμός εκπροσωπείται από τον διευθυντή του.

Άρθρο 3

Σύνθεση

Ο Οργανισμός αποτελείται από:

α)

το διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 13·

β)

το ρυθμιστικό συμβούλιο, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 15·

γ)

τον διευθυντή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 17 και

δ)

το συμβούλιο προσφυγών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 19.

Άρθρο 4

Τύποι πράξεων του Οργανισμού

Ο Οργανισμός:

α)

διατυπώνει γνώμες και συστάσεις προς τους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς·

β)

διατυπώνει γνώμες και συστάσεις προς τις ρυθμιστικές αρχές·

γ)

διατυπώνει γνώμες και συστάσεις προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή·

δ)

εκδίδει ατομικές αποφάσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 7, 8 και 9·

ε)

υποβάλλει στην Επιτροπή μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές-πλαίσιο (εφεξής «κατευθυντήριες γραμμές-πλαίσιο») σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενεργείας (13), και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους όρους πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου (14).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ

Άρθρο 5

Γενικά καθήκοντα

Ο Οργανισμός δύναται να γνωμοδοτεί ή να υποβάλλει σύσταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, σχετικά με κάθε ζήτημα συνδεόμενο με τον ιδρυτικό του σκοπό, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, ή με δική του πρωτοβουλία.

Άρθρο 6

Καθήκοντα σχετικά με τη συνεργασία τωνδιαχειριστών συστημάτων μεταφοράς

1.   Ο Οργανισμός γνωμοδοτεί προς την Επιτροπή σχετικά με το σχέδιο καταστατικού, τον κατάλογο των μελών και το σχέδιο εσωτερικού κανονισμού του ΕΔΔΣΜ Ηλεκτρικής Ενεργείας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 και του ΕΔΔΣΜ Αερίου, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009.

2.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί την εκτέλεση των καθηκόντων του ΕΔΔΣΜ Ηλεκτρικής Ενεργείας όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 και του ΕΔΔΣΜ Αερίου όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009.

3.   Ο Οργανισμός γνωμοδοτεί:

α)

προς το ΕΔΔΣΜ Ηλεκτρικής Ενεργείας όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 και προς το ΕΔΔΣΜ Αερίου όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009 σχετικά με τους κώδικες δικτύου· και

β)

προς το ΕΔΔΣΜ Ηλεκτρικής Ενεργείας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009, και προς το ΕΔΔΣΜ Αερίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009, σχετικά με το σχέδιο ετήσιου προγράμματος εργασιών, το σχέδιο διακοινοτικού προγράμματος ανάπτυξης του δικτύου και άλλα σχετικά έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 και στο άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της αποφυγής των διακρίσεων, του αποτελεσματικού ανταγωνισμού και της αποδοτικής και ασφαλούς λειτουργίας των εσωτερικών αγορών ηλεκτρικής ενεργείας και φυσικού αερίου.

4.   Ο Οργανισμός, βασιζόμενος σε πραγματικά στοιχεία, διατυπώνει δεόντως αιτιολογημένη γνώμη καθώς και συστάσεις προς το ΕΔΔΣΜ Ηλεκτρικής Ενεργείας, το ΕΔΔΣΜ Αερίου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, οσάκις κρίνει ότι το σχέδιο ετήσιου προγράμματος εργασιών ή το σχέδιο του διακοινοτικού προγράμματος ανάπτυξης του δικτύου που του έχει υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 και το άρθρο 9 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009, δεν συμβάλλουν στην αποφυγή των διακρίσεων, στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό και την αποδοτική λειτουργία της αγοράς ή στην εξασφάλιση επαρκούς επιπέδου διασυνοριακής διασύνδεσης στην οποία έχουν πρόσβαση τρίτα μέρη ή δεν συμφωνούν με τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2009/72/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή της οδηγίας 2009/73/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009.

Ο Οργανισμός συμμετέχει στην ανάπτυξη κωδίκων δικτύου σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009.

Ο Οργανισμός υποβάλλει μη δεσμευτική κατευθυντήρια γραμμή-πλαίσιο στην Επιτροπή, εφόσον αυτό απαιτείται δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή του άρθρου 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009. Ο Οργανισμός επανεξετάζει την κατευθυντήρια γραμμή-πλαίσιο και την υποβάλλει εκ νέου στην Επιτροπή εφόσον αυτό απαιτείται δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009.

Ο Οργανισμός παρέχει στο ΕΔΔΣΜ Ηλεκτρικής Ενεργείας και στο ΕΔΔΣΜ Αερίου αιτιολογημένη γνώμη επί του κώδικα δικτύου σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 και το άρθρο 6 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009.

Ο Οργανισμός υποβάλλει τον κώδικα δικτύου στην Επιτροπή και μπορεί να συστήσει την έκδοσή του σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 και το άρθρο 6 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009. Ο Οργανισμός προετοιμάζει και υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδιο κώδικα δικτύου όπου αυτό απαιτείται δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή του άρθρου 6 παράγραφος 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009.

5.   Ο Οργανισμός διατυπώνει δεόντως αιτιολογημένη γνώμη προς την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009, και το άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009, εφόσον το ΕΔΔΣΜ Ηλεκτρικής Ενεργείας και το ΕΔΔΣΜ Αερίου δεν μπόρεσε να εφαρμόσει κώδικα δικτύου που να έχει εκπονηθεί δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 και του άρθρου 8 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009 ή κώδικα δικτύου ο οποίος να έχει θεσπισθεί σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφοι 1 έως 10 των εν λόγω κανονισμών αλλά ο οποίος δεν έχει θεσπισθεί από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 11 των εν λόγω κανονισμών.

6.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί και αναλύει την εφαρμογή των κωδίκων δικτύου και των κατευθυντήριων γραμμών που έχει θεσπίσει η Επιτροπή, όπως ορίζει το άρθρο 6 παράγραφος 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009, και το άρθρο 6 παράγραφος 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009, και τα αποτελέσματά τους επί της εναρμόνισης των εφαρμοστέων κανόνων που αποβλέπουν στη διευκόλυνση της ολοκλήρωσης της αγοράς καθώς και επί της απαγόρευσης των διακρίσεων, του αποτελεσματικού ανταγωνισμού και της αποδοτικής λειτουργίας της αγοράς, υποβάλλει δε σχετική έκθεση στην Επιτροπή.

7.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί την πρόοδο προς την εφαρμογή σχεδίων για τη δημιουργία ικανότητας διασύνδεσης των δικτύων.

8.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί την εφαρμογή των διακοινοτικών προγραμμάτων ανάπτυξης δικτύου. Εάν διαπιστώσει ασυνέπεια ανάμεσα στο πρόγραμμα και την εφαρμογή του, διερευνά τις αιτίες της ασυνέπειας και διατυπώνει συστάσεις προς τους εκάστοτε διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς και στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές ή άλλα αρμόδια όργανα προκειμένου να εφαρμοστούν οι επενδύσεις σύμφωνα με τα διακοινοτικά προγράμματα ανάπτυξης δικτύου.

9.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί την περιφερειακή συνεργασία των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009, και στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009, και λαμβάνει δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα αυτής της συνεργασίας κατά τη διατύπωση των γνωμοδοτήσεων, συστάσεων και αποφάσεών του.

Άρθρο 7

Καθήκοντα σχετικά με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές

1.   Ο Οργανισμός εκδίδει ατομικές αποφάσεις σχετικά με τεχνικά ζητήματα, εφόσον αυτές προβλέπονται στην οδηγία 2009/72/ΕΚ, την οδηγία 2009/73/ΕΚ, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2009.

2.   Ο Οργανισμός δύναται, σύμφωνα με το οικείο πρόγραμμα εργασιών ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, να διατυπώνει συστάσεις για να συνδράμει τις ρυθμιστικές αρχές και τους παράγοντες της αγοράς στην ανταλλαγή ορθών πρακτικών.

3.   Ο Οργανισμός παρέχει πλαίσιο συνεργασίας στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές. Προωθεί τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών ρυθμιστικών αρχών και μεταξύ των ρυθμιστικών αρχών σε περιφερειακό και κοινοτικό επίπεδο και λαμβάνει δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα αυτής της συνεργασίας κατά τη διατύπωση των γνωμοδοτήσεων, συστάσεων και αποφάσεών του. Αν ο Οργανισμός κρίνει ότι απαιτούνται δεσμευτικοί κανόνες για τη συνεργασία αυτή, διατυπώνει κατάλληλες συστάσεις προς την Επιτροπή.

4.   Κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε εθνικής ρυθμιστικής αρχής ή της Επιτροπής, ο Οργανισμός, βασιζόμενος σε πραγματικά στοιχεία, γνωμοδοτεί σχετικά με το αν απόφαση εκδοθείσα από ρυθμιστική αρχή συμφωνεί με τις κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στην οδηγία 2009/72/ΕΚ, την οδηγία 2009/73/ΕΚ, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2009 ή με άλλες σχετικές διατάξεις αυτών των οδηγιών ή κανονισμών.

5.   Εάν η εθνική ρυθμιστική αρχή δεν ακολουθήσει την αναφερόμενη στην παράγραφο 4 γνωμοδότηση του Οργανισμού εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της, ο Οργανισμός ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

6.   Εάν, σε συγκεκριμένη περίπτωση, μια εθνική ρυθμιστική αρχή αντιμετωπίζει δυσκολίες όσον αφορά την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στην οδηγία 2009/72/ΕΚ, την οδηγία 2009/73/ΕΚ, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2009, δύναται να ζητήσει γνωμοδότηση από τον Οργανισμό. Ο Οργανισμός γνωμοδοτεί, έπειτα από διαβουλεύσεις με την Επιτροπή, εντός τριών μηνών από την παραλαβή της αίτησης αυτής.

7.   Ο Οργανισμός αποφασίζει σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις όσον αφορά την πρόσβαση και την ασφάλεια λειτουργίας για υποδομές ηλεκτρικής ενεργείας και φυσικού αερίου που συνδέουν ή ενδέχεται να συνδέσουν δύο τουλάχιστον κράτη μέλη («διασυνοριακές υποδομές»), σύμφωνα με το άρθρο 8.

Άρθρο 8

Καθήκοντα σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσειςόσον αφορά την πρόσβαση και την ασφάλεια λειτουργίαςγια τις διασυνοριακές υποδομές

1.   Ως προς τις διασυνοριακές υποδομές, ο Οργανισμός αποφασίζει σχετικά με τα ρυθμιστικά ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, τα οποία είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν τους όρους και τις προϋποθέσεις όσον αφορά την πρόσβαση και την ασφάλεια λειτουργίας μόνον:

α)

εφόσον δεν κατέστη δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία των αρμόδιων εθνικών ρυθμιστικών αρχών εντός έξι μηνών από την ημέρα που έλαβε γνώση της υπόθεσης η τελευταία από τις εν λόγω ρυθμιστικές αρχές, ή

β)

κατόπιν κοινής αιτήσεως των αρμόδιων εθνικών ρυθμιστικών αρχών.

Οι αρμόδιες εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να ζητούν από κοινού την παράταση της προθεσμίας που αναφέρεται στο στοιχείο α) για έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο.

Κατά την εκπόνηση της αποφάσεώς του, ο Οργανισμός διαβουλεύεται με τις σχετικές εθνικές ρυθμιστικές αρχές και τους οικείους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς και ενημερώνεται για τις προτάσεις και παρατηρήσεις όλων των οικείων διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς.

2.   Οι όροι και οι προϋποθέσεις όσον αφορά την πρόσβαση στις διασυνοριακές υποδομές περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

διαδικασία για την κατανομή δυναμικότητας·

β)

χρονικά πλαίσια της κατανομής·

γ)

κατανομή των προσόδων συμφόρησης και

δ)

επιβολή τελών στους χρήστες των υποδομών όπως αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της οδηγίας 2009/73/ΕΚ.

3.   Όταν μια υπόθεση του παραπέμπεται δυνάμει της παραγράφου 1, ο Οργανισμός:

α)

λαμβάνει την απόφασή του το πολύ εντός έξι μηνών από την ημέρα παραπομπής, και

β)

μπορεί, εφόσον απαιτείται, να λάβει ενδιάμεση απόφαση προκειμένου να εξασφαλισθεί η ασφάλεια του εφοδιασμού ή η ασφάλεια λειτουργίας των σχετικών υποδομών.

4.   Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο Οργανισμός καθίσταται αρμόδιος για τους όρους και τις προϋποθέσεις όσον αφορά την πρόσβαση και την ασφάλεια λειτουργίας των διασυνοριακών υποδομών. Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, διά συμπληρώσεώς του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 32 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

5.   Όπου τα ρυθμιστικά ζητήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν επίσης εξαιρέσεις υπό την έννοια του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή του άρθρου 36 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ δεν πραγματοποιείται σώρευση των καταληκτικών ημερομηνιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό με εκείνες που ορίζονται στα προαναφερθέντα άρθρα.

Άρθρο 9

Λοιπά καθήκοντα

1.   Ο Οργανισμός δύναται να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με εξαιρέσεις, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009. Δύναται επίσης να εγκρίνει εξαιρέσεις, όπως προβλέπεται στο άρθρο 36 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ, εφόσον η σχετική υποδομή βρίσκεται στην επικράτεια περισσότερων του ενός κρατών μελών.

2.   Ο Οργανισμός γνωμοδοτεί, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή το άρθρο 3 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009, για τις αποφάσεις των εθνικών ρυθμιστικών αρχών σχετικά με την πιστοποίηση.

Ο Οργανισμός ενδέχεται, υπό σαφώς καθορισμένες συνθήκες που ορίζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009, και σε ζητήματα συνδεόμενα με τον σκοπό της ίδρυσής του, να επιφορτιστεί με επιπρόσθετα καθήκοντα που δεν αφορούν εξουσίες λήψης αποφάσεων.

Άρθρο 10

Παροχή συμβουλών και διαφάνεια

1.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ιδίως κατά τη διαδικασία καθορισμού κατευθυντηρίων γραμμών-πλαίσιο σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009 όπως και κατά τη διαδικασία πρότασης τροποποιήσεων των κωδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 7 των εν λόγω κανονισμών, ο Οργανισμός ζητεί ευρέως και εγκαίρως τη γνώμη των φορέων της αγοράς, των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς, των καταναλωτών, των τελικών χρηστών και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, των αρχών ανταγωνισμού, με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, κατά ανοικτό και διαφανή τρόπο, ιδίως όταν τα καθήκοντα αυτά αφορούν τους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς.

2.   Ο Οργανισμός μεριμνά ώστε να παρέχονται στο κοινό και σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος αντικειμενικές, αξιόπιστες και εύκολα προσβάσιμες πληροφορίες, ιδίως όσον αφορά τα αποτελέσματα των εργασιών του, οσάκις ενδείκνυται.

Όλα τα έγγραφα και τα πρακτικά των συνεδριάσεων διαβούλευσης που πραγματοποιούνται κατά τον καθορισμό κατευθυντηρίων γραμμών-πλαίσιο σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009 ή κατά την τροποποίηση κωδίκων κατ’ άρθρο 7 των κανονισμών αυτών δημοσιοποιούνται.

3.   Πριν από την έγκριση των κατευθυντηρίων γραμμών-πλαίσιο, σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009, όπως και πριν από την πρόταση κωδίκων σύμφωνα με το άρθρο 7 των εν λόγω κανονισμών, ο Οργανισμός δηλώνει με ποιον τρόπο έλαβε υπόψη του τις παρατηρήσεις που του απευθύνθηκαν στη διαβούλευση. Στις περιπτώσεις που οι παρατηρήσεις δεν έχουν ληφθεί υπόψη εξηγεί για ποιον λόγο.

4.   Ο Οργανισμός δημοσιεύει στη ιστοθέση του, τουλάχιστον την ημερήσια διάταξη, το έγγραφο βάσεως και, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, τα πρακτικά των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου, το ρυθμιστικού συμβουλίου και του συμβουλίου προσφυγών.

Άρθρο 11

Παρακολούθηση και υποβολή εκθέσεων στον τομέα της ηλεκτρικής ενεργείαςκαι του φυσικού αερίου

1.   Ο Οργανισμός, σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή, τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών και με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των αρχών ανταγωνισμού, παρακολουθεί τις εσωτερικές αγορές ηλεκτρικής ενεργείας και φυσικού αερίου, ιδίως τις λιανικές τιμές της ηλεκτρικής ενεργείας και του αερίου, την πρόσβαση στο δίκτυο, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στην ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές ενεργείας, και τη συμμόρφωση με τα δικαιώματα του καταναλωτή που ορίζονται στις οδηγίες 2009/72/ΕΚ και 2009/73/ΕΚ.

2.   Ο Οργανισμός δημοσιοποιεί ετήσια έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα της δραστηριότητάς του όσον αφορά την παρακολούθηση, η οποία ορίζεται στην παράγραφο 1. Στην έκθεση επισημαίνει τους φραγμούς στην ολοκλήρωση των εσωτερικών αγορών ηλεκτρικής ενεργείας και φυσικού αερίου.

3.   Κατά τη δημοσιοποίηση της ετήσιας έκθεσής του ο Οργανισμός μπορεί να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην Επιτροπή γνωμοδότηση για τα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν ώστε να αρθούν οι φραγμοί που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Άρθρο 12

Διοικητικό συμβούλιο

1.   Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από εννέα μέλη. Κάθε μέλος έχει έναν αναπληρωτή. Δύο μέλη και οι αναπληρωτές τους διορίζονται από την Επιτροπή, δύο μέλη και οι αναπληρωτές τους από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και πέντε μέλη και οι αναπληρωτές τους από το Συμβούλιο. Κανένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου δεν μπορεί να είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η θητεία τους είναι τετραετής και μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Για την πρώτη εντολή, η θητεία αυτή έχει διάρκεια έξι ετών για τα μισά μέλη και τους αναπληρωτές τους.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρό του μεταξύ των μελών του. Ο αντιπρόεδρος αντικαθιστά αυτομάτως τον πρόεδρο, σε περίπτωση αδυναμίας του τελευταίου να ασκήσει τα καθήκοντά του. Η διάρκεια της θητείας του προέδρου και του αντιπροέδρου είναι δύο έτη, με δυνατότητα άπαξ ανανέωσης. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η θητεία του προέδρου και του αντιπροέδρου λήγει μόλις παύσουν να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου.

3.   Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου συγκαλούνται από τον πρόεδρό του. Ο πρόεδρος του ρυθμιστικού συμβουλίου ή το πρόσωπο που υποδεικνύει το εν λόγω Συμβούλιο και ο διευθυντής συμμετέχουν στις συζητήσεις, χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκτός εάν το διοικητικό συμβούλιο αποφασίσει άλλως όσον αφορά τον διευθυντή. Το διοικητικό συμβούλιο συνέρχεται τουλάχιστον δύο φορές ετησίως σε τακτική συνεδρίαση. Συνεδριάζει επίσης με πρωτοβουλία του προέδρου του, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου τουλάχιστον των μελών του. Το διοικητικό συμβούλιο δύναται να προσκαλεί στις συνεδριάσεις του ως παρατηρητή κάθε πρόσωπο με σημαίνουσα ενδεχομένως γνώμη. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίουεπιτρέπεται να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες, τηρουμένου του εσωτερικού κανονισμού του. Ο Οργανισμός παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στο διοικητικό συμβούλιο.

4.   Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των δύο τρίτων των παρόντων μελών του, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από τον παρόντα κανονισμό. Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου διαθέτει μία ψήφο.

5.   Ο εσωτερικός κανονισμός του ορίζει αναλυτικότερα:

α)

τους κανόνες της ψηφοφορίας, ιδίως δε τους όρους βάσει των οποίων ένα μέλος μπορεί να αντιπροσωπεύει άλλο μέλος, και, εφόσον είναι αναγκαίο, τους κανόνες για την απαρτία·

β)

τις ρυθμίσεις που διέπουν την εναλλαγή η οποία εφαρμόζεται για την ανανέωση των διοριζόμενων από το Συμβούλιο μελών του διοικητικού συμβουλίου, ώστε να εξασφαλισθεί συν τω χρόνω ισόρροπη συμμετοχή των κρατών μελών.

6.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν μπορούν να είναι μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου.

7.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αναλαμβάνουν τη δέσμευση να δρουν ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το δημόσιο συμφέρον χωρίς να αναζητεί ή να δέχεται οιαδήποτε πολιτική οδηγία. Προς τούτο, τα μέλη υποβάλλουν γραπτή δήλωση δεσμεύσεων και γραπτή δήλωση συμφερόντων όπου καταδεικνύεται είτε η απουσία οιουδήποτε συμφέροντος, το οποίο μπορεί ενδεχομένως να επηρεάσει την ανεξαρτησία τους είτε η ύπαρξη τυχόν άμεσου ή έμμεσου συμφέροντος το οποίο μπορεί ενδεχομένως να επηρεάσει την ανεξαρτησία τους. Οι εν λόγω δηλώσεις δημοσιοποιούνται κάθε χρόνο.

Άρθρο 13

Καθήκοντα του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο, αφού ζητήσει τη γνώμη του ρυθμιστικού συμβουλίου και λάβει τη συγκατάθεσή του σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2, διορίζει τον διευθυντή σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει επισήμως τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 και 2.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει επισήμως τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο εξασφαλίζει ότι ο Οργανισμός εκτελεί την αποστολή του και εκπληρώνει τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

5.   Πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους, το διοικητικό συμβούλιο, αφού ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπής και με την έγκριση του ρυθμιστικού συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3, εγκρίνει το πρόγραμμα εργασιών του Οργανισμού για το επόμενο έτος και το διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Το πρόγραμμα εργασιών εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας του προϋπολογισμού και δημοσιοποιείται.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει και, εν ανάγκη, αναθεωρεί πολυετές πρόγραμμα. Η αναθεώρηση βασίζεται σε έκθεση αξιολόγησης την οποία εκπονεί ανεξάρτητος εξωτερικός εμπειρογνώμων κατ’ αίτηση του διοικητικού συμβουλίου. Τα σχετικά έγγραφα δημοσιοποιούνται.

7.   Το διοικητικό συμβούλιο ασκεί τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του σύμφωνα με τα άρθρα 21 έως 24.

8.   Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, σχετικά με την αποδοχή κληροδοτημάτων, δωρεών ή επιχορηγήσεων από άλλες κοινοτικές πηγές ή οιωνδήποτε εθελοντικών συνεισφορών των κρατών μελών ή των ρυθμιστικών αρχών τους. Η γνώμη που διατυπώνει το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5 εξετάζει ρητώς τις πηγές χρηματοδότησης που απαριθμούνται στην παρούσα παράγραφο.

9.   Το διοικητικό συμβούλιο, σε διαβούλευση με το ρυθμιστικό συμβούλιο, ασκεί πειθαρχική εξουσία έναντι του διευθυντή.

10.   Εφόσον είναι αναγκαίο, το διοικητικό συμβούλιο συντάσσει τους εκτελεστικούς κανόνες του Οργανισμού για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2.

11.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει πρακτικά μέτρα για την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα του Οργανισμού, σύμφωνα με το άρθρο 30.

12.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει και δημοσιεύει την ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες του Οργανισμού, βάσει του σχεδίου ετήσιας έκθεσης, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 8, και διαβιβάζει εκείνη την έκθεση, έως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών. Η ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες του Οργανισμού περιλαμβάνει ανεξάρτητη ενότητα, εγκεκριμένη από το ρυθμιστικό συμβούλιο, η οποία αφορά τις ρυθμιστικές δραστηριότητες του Οργανισμού κατά το υπό εξέταση έτος.

13.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει και δημοσιεύει τον εσωτερικό κανονισμό του.

Άρθρο 14

Ρυθμιστικό συμβούλιο

1.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο απαρτίζεται από:

α)

ανώτερους εκπροσώπους των ρυθμιστικών αρχών, όπως προβλέπονται στο άρθρο 35 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ και στο άρθρο 39 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ, και έναν αναπληρωτή ανά κράτος μέλος από το εν ενεργεία ανώτερο προσωπικό των εν λόγω αρχών·

β)

έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Μόνον ένας εκπρόσωπος ανά κράτος μέλος από την εθνική ρυθμιστική αρχή γίνεται δεκτός στο ρυθμιστικό συμβούλιο.

Κάθε ρυθμιστική αρχή είναι υπεύθυνη για τον ορισμό αναπληρωτή από το παρόν προσωπικό της εθνικής ρυθμιστικής αρχής.

2.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο εκλέγει πρόεδρο και αντιπρόεδρο μεταξύ των μελών του. Ο αντιπρόεδρος αντικαθιστά αυτοδικαίως τον πρόεδρο, σε περίπτωση αδυναμίας του τελευταίου να ασκήσει τα καθήκοντά του. Η διάρκεια της θητείας του προέδρου και του αντιπροέδρου είναι δυόμισι έτη, με δυνατότητα ανανέωσης. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η θητεία του προέδρου και του αντιπροέδρου λήγει μόλις παύσουν να είναι μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου.

3.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία δύο τρίτων των παρόντων μελών του. Κάθε μέλος ή αναπληρωτής διαθέτει μία ψήφο.

4.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει και δημοσιεύει τον εσωτερικό κανονισμό του. Ο εσωτερικός κανονισμός ορίζει αναλυτικότερα τους κανόνες της ψηφοφορίας, κυρίως δε τους όρους αντιπροσώπευσης μέλους από άλλο μέλος, και, εφόσον είναι αναγκαίο, τους κανόνες για την απαρτία. Ο εσωτερικός κανονισμός μπορεί να προβλέπει ειδικές μεθόδους εργασίας για την εξέταση θεμάτων που προκύπτουν στο πλαίσιο περιφερειακών πρωτοβουλιών συνεργασίας.

5.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων που του ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό και χωρίς να θίγονται τα μέλη του που ενεργούν εξ ονόματος της αντίστοιχης ρυθμιστικής τους αρχής, το ρυθμιστικό συμβούλιο ενεργεί ανεξάρτητα και δεν επιζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από καμία κυβέρνηση κράτους μέλους, την Επιτροπή ή άλλη δημόσια ή ιδιωτική οντότητα.

6.   Ο Οργανισμός παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στο ρυθμιστικό συμβούλιο.

Άρθρο 15

Καθήκοντα του ρυθμιστικού συμβουλίου

1.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο γνωμοδοτεί προς τον διευθυντή σχετικά με τις γνώμες, συστάσεις και αποφάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 5, 6, 7, 8 και 9 και οι οποίες εξετάζονται προς έγκριση. Επιπλέον, το ρυθμιστικό συμβούλιο, στο πεδίο της αρμοδιότητάς του, καθοδηγεί τον διευθυντή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

2.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο γνωμοδοτεί στο διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τον υποψήφιο διευθυντή, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 και το άρθρο 16 παράγραφος 2. Το ρυθμιστικό συμβούλιο λαμβάνει τη σχετική απόφαση με πλειοψηφία τριών τετάρτων των μελών του.

3.   Βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 5 και του άρθρου 17 παράγραφος 6 και σύμφωνα με το προσχέδιο προϋπολογισμού που καταρτίζεται βάσει του άρθρου 23 παράγραφος 1, το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει το πρόγραμμα εργασιών του Οργανισμού για το επόμενο έτος και το υποβάλλει προς έγκριση στο διοικητικό συμβούλιο, πριν από την 1η Σεπτεμβρίου κάθε έτους.

4.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει τη σχετική με τις ρυθμιστικές δραστηριότητες ανεξάρτητη ενότητα της ετήσιας έκθεσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 12 και στο άρθρο 17 παράγραφος 8.

5.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλεί, σεβόμενο πλήρως την ανεξαρτησία του, τον διευθυντή του ρυθμιστικού συμβουλίου ή τον αναπληρωτή του να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της επιτροπής αυτής.

Άρθρο 16

Διευθυντής

1.   Ο Οργανισμός εκπροσωπείται από τον διευθυντή του, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με την καθοδήγηση που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 δεύτερη πρόταση και, οσάκις προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με τις γνώμες του ρυθμιστικού συμβουλίου. Υπό την επιφύλαξη των αντίστοιχων ρόλων του διοικητικού συμβουλίου και του ρυθμιστικού συμβουλίου όσον αφορά τα καθήκοντα του διευθυντή, ο διευθυντής δεν επιζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από καμία κυβέρνηση, την Επιτροπή ή άλλη δημόσια ή ιδιωτική οντότητα.

2.   Ο διευθυντής διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο, αφού ληφθεί η συγκατάθεση του ρυθμιστικού συμβουλίου, με κριτήρια την αξία του καθώς και τις δεξιότητες και την πείρα του στον τομέα της ενεργείας, από πίνακα τριών τουλάχιστον υποψηφίων, τους οποίους προτείνει η Επιτροπή έπειτα από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Προτού διορισθεί, ο επιλεγόμενος από το διοικητικό συμβούλιο υποψήφιος είναι δυνατόν να κληθεί να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.

3.   Η θητεία του διευθυντή είναι πενταετής. Κατά τη διάρκεια των 9 μηνών που προηγούνται της λήξης αυτής της περιόδου, η Επιτροπή διενεργεί αξιολόγηση. Στην αξιολόγηση, η Επιτροπή εξετάζει ιδίως:

α)

τις επιδόσεις του διευθυντή·

β)

τα καθήκοντα και τις ανάγκες του Οργανισμού κατά τα επόμενα έτη.

Η αξιολόγηση όσον αφορά το στοιχείο β) διενεργείται με τη συνδρομή ανεξάρτητου εξωτερικού εμπειρογνώμονα.

4.   Έπειτα από πρόταση της Επιτροπής, αφού διεξαγάγει διαβούλευση με το ρυθμιστικό συμβούλιο και λάβει πλήρως υπόψη του την αξιολόγηση και τη γνώμη του ρυθμιστικού συμβουλίου για την αξιολόγηση αυτή και μόνον εφόσον δικαιολογείται από τα καθήκοντα και τις ανάγκες του Οργανισμού, το διοικητικό συμβούλιο δύναται να παρατείνει τη θητεία του διευθυντή άπαξ, για μέγιστο διάστημα τριών ετών.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο γνωστοποιεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την πρόθεσή του να παρατείνει τη θητεία του διευθυντή. Εντός μηνός πριν από την παράταση της θητείας του, ο διευθυντής είναι δυνατόν να κληθεί να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.

6.   Εάν δεν παραταθεί η θητεία του, ο διευθυντής εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του έως ότου διορισθεί ο αντικαταστάτης του.

7.   Ο διευθυντής είναι δυνατόν να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, αφού ληφθεί η συγκατάθεση του ρυθμιστικού συμβουλίου. Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τη σχετική απόφαση με πλειοψηφία τριών τετάρτων των μελών του.

8.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να ζητήσουν από τον διευθυντή να υποβάλει έκθεση πεπραγμένων. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί επίσης να καλεί τον διευθυντή να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της επιτροπής αυτής.

Άρθρο 17

Καθήκοντα του διευθυντή

1.   Ο διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκπροσώπηση του Οργανισμού και είναι επιφορτισμένος με τη διοίκησή του.

2.   Ο διευθυντής προετοιμάζει τις εργασίες του διοικητικού συμβουλίου. Συμμετέχει στις εργασίες του διοικητικού συμβουλίου, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3.   Ο διευθυντής εγκρίνει και δημοσιεύει τις γνώμες, συστάσεις και αποφάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 5, 6, 7, 8 και 9, για τις οποίες έχει ληφθεί η συγκατάθεση του ρυθμιστικού συμβουλίου.

4.   Ο διευθυντής είναι υπεύθυνος για την υλοποίηση του ετήσιου προγράμματος εργασιών του Οργανισμού, υπό την καθοδήγηση του ρυθμιστικού συμβουλίου και υπό τον διοικητικό έλεγχο του διοικητικού συμβουλίου.

5.   Ο διευθυντής λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, κυρίως δε εκδίδει εσωτερικές διοικητικές εγκυκλίους και δημοσιεύει ανακοινώσεις, για να διασφαλίζεται η λειτουργία του Οργανισμού σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

6.   Κάθε έτος ο διευθυντής καταρτίζει σχέδιο προγράμματος εργασιών του Οργανισμού για το επόμενο έτος και το υποβάλλει στο ρυθμιστικό συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην Επιτροπή πριν από τις 30 Ιουνίου του έτους αυτού.

7.   Ο διευθυντής καταρτίζει προσχέδιο προϋπολογισμού του Οργανισμού, σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1, και εκτελεί τον προϋπολογισμό του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 24.

8.   Κάθε έτος ο διευθυντής συντάσσει σχέδιο ετήσιας έκθεσης, η οποία περιλαμβάνει ανεξάρτητη ενότητα για τις ρυθμιστικές δραστηριότητες του Οργανισμού και μία για τα οικονομικά και διοικητικά θέματα.

9.   Σε σχέση με το προσωπικό του Οργανισμού, ο διευθυντής ασκεί τις εξουσίες που προβλέπει το άρθρο 28 παράγραφος 3.

Άρθρο 18

Συμβούλιο προσφυγών

1.   Το συμβούλιο προσφυγών απαρτίζεται από έξι μέλη και έξι αναπληρωτές που επιλέγονται μεταξύ εν ενεργεία ή πρώην ανώτατων υπαλλήλων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, των αρχών ανταγωνισμού ή άλλων εθνικών ή κοινοτικών θεσμικών οργάνων με κατάλληλη πείρα στον τομέα της ενεργείας. Το συμβούλιο προσφυγών ορίζει τον πρόεδρό του. Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων από τα έξι μέλη του. Το συμβούλιο προσφυγών συγκαλείται όποτε είναι αναγκαίο.

2.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών διορίζονται επισήμως από το διοικητικό συμβούλιο, βάσει προτάσεως της Επιτροπής, έπειτα από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος και κατόπιν διαβουλεύσεως με το ρυθμιστικό συμβούλιο.

3.   Η διάρκεια της θητείας των μελών του διοικητικού συμβουλίου είναι πενταετής. Η θητεία αυτή είναι ανανεώσιμη. Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών λαμβάνουν τις αποφάσεις τους ανεξάρτητα. Δεν δεσμεύονται από υποδείξεις. Δεν επιτρέπεται να ασκούν άλλα καθήκοντα στον Οργανισμό ή στο οικείο διοικητικό ή ρυθμιστικό συμβούλιο. Μέλος του συμβουλίου προσφυγών δεν είναι δυνατόν να εκπέσει από την ιδιότητά του αυτή κατά τη διάρκεια της θητείας του, εκτός εάν κριθεί ότι έχει υποπέσει σε βαρύ παράπτωμα και το διοικητικό συμβούλιο εκδώσει απόφαση έκπτωσης, κατόπιν διαβουλεύσεως με το ρυθμιστικό συμβούλιο.

4.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε διαδικασία προσφυγής, εάν έχουν οποιοδήποτε προσωπικό συμφέρον σε αυτήν ή εάν διετέλεσαν στο παρελθόν εκπρόσωποι ενός εκ των διαδίκων ή εάν συμμετείχαν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

5.   Εάν, για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ένα μέλος του συμβουλίου προσφυγών θεωρεί ότι ένα άλλο μέλος δεν πρέπει να συμμετάσχει σε διαδικασία προσφυγής, το πρώτο μέλος ενημερώνει σχετικά το συμβούλιο προσφυγών. Κάθε διάδικος δύναται να υποβάλει αίτηση εξαίρεσης μελών του συμβουλίου προσφυγών για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 ή εάν υπάρχουν υπόνοιες μεροληψίας. Η αίτηση εξαίρεσης δεν μπορεί να στηρίζεται στην ιθαγένεια των μελών και δεν είναι παραδεκτή εάν ο διάδικος, μολονότι γνώριζε τον λόγο εξαίρεσης, προέβη σε διαδικαστική πράξη χωρίς να αντιταχθεί στη σύνθεση του συμβουλίου προσφυγών.

6.   Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει σχετικά με τη δράση που πρέπει να αναληφθεί στις περιπτώσεις που προσδιορίζονται στις παραγράφους 4 και 5 χωρίς τη συμμετοχή του οικείου μέλους. Για τη λήψη της απόφασης αυτής, το οικείο μέλος αντικαθίσταται στο συμβούλιο προσφυγών από τον αναπληρωτή του, εκτός εάν και ο αναπληρωτής εμπίπτει στις εν λόγω περιπτώσεις. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο πρόεδρος διορίζει αντικαταστάτη μεταξύ των διαθέσιμων αναπληρωτών.

7.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών αναλαμβάνουν τη δέσμευση να ενεργούν ανεξάρτητα, προς το δημόσιο συμφέρον. Προς τούτο, υποβάλλουν δήλωση δεσμεύσεων και δήλωση συμφερόντων όπου καταδεικνύεται είτε η απουσία οιουδήποτε συμφέροντος, το οποίο μπορεί ενδεχομένως να επηρεάσει την ανεξαρτησία τους είτε η ύπαρξη τυχόν άμεσου ή έμμεσου συμφέροντος το οποίο μπορεί ενδεχομένως να επηρεάσει την ανεξαρτησία τους. Οι εν λόγω δηλώσεις υποβάλλονται δημοσίως, ετησίως και γραπτώς.

Άρθρο 19

Προσφυγές

1.   Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, δύναται να προσβάλει απόφαση που αναφέρεται στα άρθρα 7, 8 ή 9, η οποία απευθύνεται σε αυτό ή απόφαση η οποία, παρότι έχει τον τύπο απόφασης που απευθύνεται σε άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και προσωπικά το συγκεκριμένο πρόσωπο.

2.   Η προσφυγή, μαζί με το υπόμνημα στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι υποβολής της, υποβάλλεται εγγράφως στον Οργανισμό εντός δύο μηνών από την ημέρα κοινοποίησης της απόφασης στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή, απουσία κοινοποιήσεως, από την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης του Οργανισμού. Τα συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει σχετικά με την προσφυγή εντός δύο μηνών από την υποβολή της.

3.   Προσφυγή που ασκείται δυνάμει της παραγράφου 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, εφόσον θεωρεί ότι το επιβάλλουν οι περιστάσεις, το συμβούλιο προσφυγών δύναται να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης.

4.   Εάν η προσφυγή είναι παραδεκτή, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει κατά πόσον είναι βάσιμη. Καλεί, όσο συχνά απαιτείται, τους διαδίκους να καταθέσουν παρατηρήσεις σχετικά με κοινοποιήσεις που εκδίδει το ίδιο ή σχετικά με ανακοινώσεις εκ μέρους των άλλων διαδίκων, εντός καθορισμένων προθεσμιών. Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να προβούν σε προφορική παρουσίαση.

5.   Υπό τους όρους του παρόντος άρθρου, το συμβούλιο προσφυγών δύναται να ασκεί κάθε εξουσία που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Οργανισμού ή να παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο του Οργανισμού. Το τελευταίο δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών.

6.   Το συμβούλιο προσφυγών εγκρίνει και δημοσιεύει τον εσωτερικό κανονισμό του.

7.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το συμβούλιο προσφυγών δημοσιεύονται από τον Οργανισμό.

Άρθρο 20

Προσφυγές ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου

1.   Είναι δυνατόν να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 230 της συνθήκης, κατά αποφάσεων του συμβουλίου προσφυγών ή, στις περιπτώσεις που αυτό είναι αναρμόδιο, κατά αποφάσεων του Οργανισμού.

2.   Στην περίπτωση που ο Οργανισμός δεν λάβει απόφαση, είναι δυνατόν να ασκηθεί προσφυγή λόγω παραλείψεως ενώπιον του Πρωτοδικείου ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 232 της συνθήκης.

3.   Ο Οργανισμός οφείλει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ώστε να συμμορφώνεται προς τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου ή του Δικαστηρίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 21

Προϋπολογισμός του Οργανισμού

1.   Τα έσοδα του Οργανισμού περιλαμβάνουν ιδίως:

α)

επιδότηση από την Κοινότητα, εγγεγραμμένη στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο τμήμα που αφορά την Επιτροπή)·

β)

τα τέλη που καταβάλλονται στον Οργανισμό κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22·

γ)

ενδεχομένως, εθελοντικές συνεισφορές των κρατών μελών ή των οικείων ρυθμιστικών αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 8·

δ)

ενδεχομένως, κληροδοτήματα, δωρεές ή επιχορηγήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 8.

2.   Τα έξοδα του Οργανισμού καλύπτουν τις δαπάνες προσωπικού, τα διοικητικά έξοδα και τις δαπάνες υποδομής και λειτουργίας.

3.   Τα έσοδα και τα έξοδα του Οργανισμού ισοσκελίζονται.

4.   Όλα τα έσοδα και τα έξοδα του Οργανισμού αποτελούν αντικείμενο προβλέψεων για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, και εγγράφονται στον προϋπολογισμό του.

Άρθρο 22

Τέλη

1.   Όταν υποβάλλεται αίτηση έκδοσης απόφασης εξαίρεσης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφος 1, καταβάλλονται στον Οργανισμό τέλη.

2.   Τα τέλη της παραγράφου 1 ορίζονται από την Επιτροπή.

Άρθρο 23

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Έως τις 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους ο διευθυντής καταρτίζει προσχέδιο προϋπολογισμού, το οποίο καλύπτει τις δαπάνες λειτουργίας και το πρόγραμμα εργασιών που προβλέπονται για το επόμενο οικονομικό έτος, και διαβιβάζει το εν λόγω προσχέδιο προϋπολογισμού στο διοικητικό συμβούλιο, συνοδευόμενο από πίνακα προσωρινών θέσεων προσωπικού. Κάθε έτος, βάσει του προσχεδίου του προϋπολογισμού που καταρτίζεται από το διευθυντή, το διοικητικό συμβούλιο προβαίνει σε εκτίμηση των εσόδων και των εξόδων του Οργανισμού για το επόμενο οικονομικό έτος. Η εκτίμηση αυτή, που περιλαμβάνει και σχέδιο οργανογράμματος, διαβιβάζεται από το διοικητικό συμβούλιο στην Επιτροπή έως τις 31 Μαρτίου. Πριν από την έγκριση της εκτίμησης, το προσχέδιο που έχει καταρτισθεί από το διευθυντή διαβιβάζεται στο ρυθμιστικό συμβούλιο, το οποίο δύναται να εκδώσει αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με το προσχέδιο.

2.   Η εκτίμηση της παραγράφου 1 διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο («αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή»), ταυτόχρονα με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Βάσει των εκτιμήσεων, η Επιτροπή εγγράφει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που θεωρεί αναγκαίες σε σχέση με το οργανόγραμμα καθώς και το ποσό της επιχορήγησης που θα καταλογισθεί στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 272 της συνθήκης.

4.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει το οργανόγραμμα του Οργανισμού.

5.   Ο προϋπολογισμός του Οργανισμού καταρτίζεται από το διοικητικό συμβούλιο. Καθίσταται οριστικός μετά την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν είναι αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται αναλόγως.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο γνωστοποιεί, χωρίς καθυστέρηση, στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να υλοποιήσει σχέδια τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του Οργανισμού, ειδικότερα κάθε σχέδιο που σχετίζεται με ακίνητη περιουσία, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων. Το διοικητικό συμβούλιο ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή. Εάν οποιοδήποτε από τα σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής προτίθεται να γνωμοδοτήσει, γνωστοποιεί την πρόθεσή του αυτή στον Οργανισμό, εντός δύο εβδομάδων από την παραλαβή των πληροφοριών που αφορούν το σχέδιο. Εάν δεν λάβει απάντηση, ο Οργανισμός μπορεί να προβεί στη σχεδιαζόμενη πράξη.

Άρθρο 24

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο διευθυντής ασκεί καθήκοντα διατάκτη και εκτελεί τον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

2.   Έως την 1η Μαρτίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους, ο υπόλογος του Οργανισμού διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση δημοσιονομικής και οικονομικής διαχείρισης του οικονομικού έτους. Ο υπόλογος του Οργανισμού διαβιβάζει επίσης την έκθεση δημοσιονομικής και οικονομικής διαχείρισης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, έως τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους. Στη συνέχεια, ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (15) (δημοσιονομικός κανονισμός).

3.   Έως τις 31 Μαρτίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς του Οργανισμού, συνοδευόμενους από την έκθεση δημοσιονομικής και οικονομικής διαχείρισης του οικονομικού έτους. Η έκθεση δημοσιονομικής και οικονομικής διαχείρισης του οικονομικού έτους διαβιβάζεται επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

4.   Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς του Οργανισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 129 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο διευθυντής καταρτίζει υπ’ ευθύνη του τους οριστικούς λογαριασμούς του Οργανισμού και τους διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο για γνωμοδότηση.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο γνωμοδοτεί σχετικά με τους οριστικούς λογαριασμούς του Οργανισμού.

6.   Έως την 1η Ιουλίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους, ο διευθυντής διαβιβάζει τους εν λόγω οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνωμοδότηση του διοικητικού συμβουλίου, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

7.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

8.   Ο διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεων του τελευταίου, έως τις 15 Οκτωβρίου. Αποστέλλει επίσης αντίγραφο της απάντησης αυτής στο διοικητικό συμβούλιο και την Επιτροπή.

9.   Ο διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 146 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπό εξέταση οικονομικό έτος.

10.   Πριν από τις 15 Μαΐου του έτους N + 2, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χορηγεί στον διευθυντή απαλλαγή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους N, κατόπιν συστάσεως του Συμβουλίου, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

Άρθρο 25

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για τον Οργανισμό καταρτίζονται από το διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν διαβουλεύσεων με την Επιτροπή. Επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002, εάν το επιβάλλουν οι ειδικές ανάγκες λειτουργίας του Οργανισμού και μόνο με προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής.

Άρθρο 26

Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης

1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας, εφαρμόζονται στον Οργανισμό, χωρίς περιορισμό, οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (16).

2.   Ο Οργανισμός προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (17) και θεσπίζει αμέσως τις κατάλληλες διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στο σύνολο του προσωπικού του Οργανισμού.

3.   Οι χρηματοδοτικές αποφάσεις, οι συμφωνίες και οι εκτελεστικές πράξεις που απορρέουν από αυτές, ορίζουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF δύνανται, εάν χρειασθεί, να διενεργήσουν επιτόπιους ελέγχους των δικαιούχων των ποσών που έχει καταβάλει ο Οργανισμός καθώς και των μελών του προσωπικού που είναι αρμόδια για τη χορήγηση των εν λόγω ποσών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 27

Προνόμια και ασυλίες

Στον Οργανισμό εφαρμόζεται το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 28

Προσωπικό

1.   Στο προσωπικό του Οργανισμού, περιλαμβανομένου του διευθυντή του, εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης, το καθεστώς επί του λοιπού προσωπικού και οι κανόνες που θεσπίζονται από κοινού από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού και καθεστώτος.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, θεσπίζει τα αναγκαία εκτελεστικά μέτρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

3.   Ο Οργανισμός ασκεί, όσον αφορά το προσωπικό του, τις εξουσίες που ανατίθενται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή από το καθεστώς επί του λοιπού προσωπικού.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο δύναται να θεσπίζει διατάξεις που επιτρέπουν την απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων από τα κράτη μέλη στον Οργανισμό.

Άρθρο 29

Ευθύνη του Οργανισμού

1.   Σε περίπτωση μη συμβατικής ευθύνης, ο Οργανισμός αποκαθιστά, σύμφωνα με τις κοινές στο δίκαιο των κρατών μελών γενικές αρχές, κάθε ζημία που προκαλείται από τις υπηρεσίες του ή από το προσωπικό του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για διαφορές οι οποίες αφορούν την αποζημίωση για τις ζημίες αυτές.

2.   Η προσωπική οικονομική και πειθαρχική ευθύνη των υπαλλήλων του Οργανισμού έναντι του Οργανισμού διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που εφαρμόζονται στο προσωπικό του Οργανισμού.

Άρθρο 30

Πρόσβαση σε έγγραφα

1.   Στα έγγραφα τα οποία έχει στην κατοχή του ο Οργανισμός εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (18).

2.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τα πρακτικά μέτρα εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, έως τις 3 Μαρτίου 2010.

3.   Κατά των αποφάσεων που λαμβάνονται από τον Οργανισμό κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 είναι δυνατόν να υποβληθεί καταγγελία στον Διαμεσολαβητή ή προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, υπό τους όρους των άρθρων 195 και 230 της συνθήκης, αντίστοιχα.

Άρθρο 31

Συμμετοχή τρίτων χωρών

1.   Στον Οργανισμό μπορούν να συμμετέχουν τρίτες χώρες που έχουν συνάψει συμφωνίες με την Κοινότητα, βάσει των οποίων έχουν εγκρίνει και εφαρμόζουν το κοινοτικό δίκαιο στον τομέα της ενεργείας και, όπου δει, στους τομείς του περιβάλλοντος και της ανταγωνιστικότητας.

2.   Βάσει των σχετικών διατάξεων των συμφωνιών αυτών, συνομολογούνται διακανονισμοί οι οποίοι προσδιορίζουν, ιδίως, τη φύση, την έκταση και τις διαδικαστικές πτυχές της συμμετοχής των χωρών αυτών στις εργασίες του Οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων για τις χρηματοδοτικές συνεισφορές και το προσωπικό.

Άρθρο 32

Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Άρθρο 33

Γλωσσικό καθεστώς

1.   Στον Οργανισμό εφαρμόζονται οι διατάξεις του κανονισμού αριθ. 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (19).

2.   Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με το εσωτερικό γλωσσικό καθεστώς του Οργανισμού.

3.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία του Οργανισμού παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 34

Αξιολόγηση

1.   Η Επιτροπή, επικουρούμενη από ανεξάρτητο εξωτερικό εμπειρογνώμονα, αξιολογεί τις δραστηριότητες του Οργανισμού. Η εν λόγω αξιολόγηση καλύπτει τα αποτελέσματα που επιτυγχάνει ο Οργανισμός και τις μεθόδους εργασίας του, σε σχέση με τον σκοπό, την εντολή και τα καθήκοντα που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στα οικεία ετήσια προγράμματα εργασιών. Η εν λόγω αξιολόγηση βασίζεται σε εκτενείς διαβουλεύσεις σύμφωνα με το άρθρο 10.

2.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο πληροφορείται τα αποτελέσματα της αξιολόγησης και εκδίδει συστάσεις προς την Επιτροπή όσον αφορά αλλαγές του παρόντος κανονισμού, τον Οργανισμό και τις μεθόδους εργασίας του, τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να διαβιβάζει, μαζί με τις δικές της γνώμες και τις κατάλληλες προτάσεις, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

3.   Η Επιτροπή υποβάλλει την πρώτη έκθεση αξιολόγησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το αργότερο τρία έτη αφότου αναλάβει καθήκοντα ο πρώτος διευθυντής. Ακολούθως, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση αξιολόγησης τουλάχιστον ανά τετραετία.

Άρθρο 35

Έναρξη ισχύος και μεταβατικά μέτρα

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Τα άρθρα 5 έως 11 τίθενται σε εφαρμογή από τις 3 Μαρτίου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 13 Ιουλίου 2009.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

E. ERLANDSSON


(1)  ΕΕ C 211 της 19.8.2008, σ. 23.

(2)  ΕΕ C 172 της 5.7.2008, σ. 55.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Ιουνίου 2008 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 9ης Ιανουαρίου 2009 (ΕΕ C 75 E της 31.3.2009, σ. 1), θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Απριλίου 2009 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 2009.

(4)  ΕΕ L 296 της 14.11.2003, σ. 34.

(5)  ΕΕ L 176 της 15.7.2003, σ. 37.

(6)  ΕΕ L 176 της 15.7.2003, σ. 57.

(7)  Βλέπε σελίδα 55 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(8)  Βλέπε σελίδα 94 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(9)  ΕΕ L 262 της 22.9.2006, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 72.

(11)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(12)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(13)  Βλέπε σελίδα 15 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(14)  Βλέπε σελίδα 36 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(15)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

(16)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(17)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

(18)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(19)  ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385.