31.3.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 84/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 260/2009 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Φεβρουαρίου 2009

για το κοινό καθεστώς εισαγωγών

(Κωδικοποιημένη έκδοση)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 133,

τις πράξεις για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών και τα μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα που θεσπίστηκαν δυνάμει του άρθρου 308 της συνθήκης, και ιδίως τις διατάξεις αυτών οι οποίες επιτρέπουν παρέκκλιση από τη γενική αρχή ότι κάθε ποσοτικός περιορισμός ή μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος μπορεί να αντικατασταθεί μόνον από τα μέτρα που προβλέπονται από τις πράξεις αυτές,

την πρόταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3285/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, για το κοινό καθεστώς εισαγωγών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 518/94 (1), έχει επανειλημμένα τροποποιηθεί κατά τρόπο ουσιαστικό (2). Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η κοινή εμπορική πολιτική θα πρέπει να βασίζεται σε ομοιόμορφες αρχές.

(3)

Η Κοινότητα συνήψε τη συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (εφεξής «ΠΟΕ»). Το παράρτημα ΙΑ αυτής της συμφωνίας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη διεθνή συμφωνία δασμών και εμπορίου του 1994 (ΓΣΔΕ του 1994) και συμφωνία για τα μέτρα διασφάλισης.

(4)

Η συμφωνία για τα μέτρα διασφάλισης διευκρινίζει και ενισχύει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ΓΣΔΕ 1994, ιδίως από το άρθρο XIX. Η συμφωνία επιβάλλει την κατάργηση των μέτρων διασφάλισης που δεν υπόκεινται στους εν λόγω κανόνες, όπως τα μέτρα αυτοπεριορισμού των εξαγωγών, διευθέτησης εμπορίου ή κάθε άλλο εξαγωγικό ή εισαγωγικό μέτρο.

(5)

Η συμφωνία για τα μέτρα διασφάλισης καλύπτει και τα προϊόντα άνθρακα και χάλυβα. Κατά συνέπεια, οι κοινοί κανόνες για εισαγωγές και ιδίως τα μέτρα διασφάλισης εφαρμόζονται στα προϊόντα αυτά, ανεξαρτήτως τυχόν μέτρων εφαρμογής μίας συμφωνίας καλύπτουσας ειδικά τα προϊόντα άνθρακα και χάλυβα.

(6)

Τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα που υπάγονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 517/94 του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 1994, περί της θεσπίσεως κοινών κανόνων για τις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από ορισμένες τρίτες χώρες τα οποία δεν καλύπτονται από διμερείς συμφωνίες, πρωτόκολλα ή άλλους διμερείς διακανονισμούς ή άλλους κοινοτικούς κανόνες εισαγωγής (3), υπόκεινται σε ειδική μεταχείριση σε κοινοτικό και σε διεθνές επίπεδο. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να αποκλεισθούν τελείως από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(7)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή για οποιονδήποτε κίνδυνο δημιουργείται από την εξέλιξη των εισαγωγών λόγω του οποίου ενδέχεται να απαιτείται κοινοτική επιτήρηση ή εφαρμογή μέτρων διασφάλισης.

(8)

Σε τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει τις προϋποθέσεις και τον τρόπο πραγματοποίησης των εισαγωγών και την εξέλιξή τους, καθώς και τις διάφορες πτυχές της οικονομικής και εμπορικής κατάστασης και τα ενδεχόμενα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

(9)

Στην περίπτωση εφαρμογής κοινοτικής επιτήρησης εκ των προτέρων, η ελεύθερη κυκλοφορία των συγκεκριμένων προϊόντων θα πρέπει να εξαρτάται από την προσκόμιση εγγράφου επιτήρησης, το οποίο να ανταποκρίνεται σε ενιαία κριτήρια. Το έγγραφο αυτό, μετά από απλή αίτηση του εισαγωγέα, θα πρέπει να εκδίδεται από τις αρχές των κρατών μελών, εντός ορισμένης προθεσμίας, χωρίς όμως ο εισαγωγέας δι’ αυτού να αποκτά δικαίωμα εισαγωγής. Συνεπώς, το έγγραφο αυτό θα πρέπει να ισχύει μόνον για όσο χρονικό διάστημα το καθεστώς εισαγωγής παραμένει αμετάβλητο.

(10)

Είναι σκόπιμο να εξασφαλίζεται η μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής πληρέστερη δυνατή ανταλλαγή των πληροφοριών που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο της κοινοτικής επιτήρησης.

(11)

Εναπόκειται στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο να λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα διασφάλισης για τα συμφέροντα της Κοινότητας. Τα συμφέροντα αυτά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους συμπεριλαμβανομένου, ιδίως, του συμφέροντος του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, των χρηστών και των καταναλωτών.

(12)

Τα μέτρα διασφάλισης έναντι των χωρών μελών του ΠΟΕ μπορεί να προβλέπονται μόνον όταν το συγκεκριμένο προϊόν εισάγεται στην Κοινότητα σε τόσο αυξημένες ποσότητες και υπό τέτοιους όρους ή συνθήκες που προκαλούν ή απειλούν να προκαλέσουν σοβαρή ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων, εκτός αν οι διεθνείς υποχρεώσεις επιτρέπουν παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό.

(13)

Απαιτείται να διευκρινιστούν οι έννοιες της «σοβαρής ζημίας», του «κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας» και του «κοινοτικού κλάδου παραγωγής» καθώς και ακριβή κριτήρια για τον καθορισμό της ζημίας.

(14)

Θα πρέπει να διεξάγεται έρευνα πριν από την εφαρμογή κάθε μέτρου διασφάλισης με την επιφύλαξη του δικαιώματος της Επιτροπής να λαμβάνει σε επείγουσες περιπτώσεις προσωρινά μέτρα.

(15)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθούν λεπτομερείς διατάξεις για την έναρξη των ερευνών, τους απαιτούμενους ελέγχους και επαληθεύσεις, την πρόσβαση των χωρών εξαγωγής και των ενδιαφερομένων μερών στις λαμβανόμενες πληροφορίες, για την ακρόαση των εμπλεκομένων μερών καθώς και την παροχή σ’ αυτά της δυνατότητας να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(16)

Οι διατάξεις για τις έρευνες που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό δεν θίγουν τους κοινοτικούς ή εθνικούς κανόνες περί επαγγελματικού απορρήτου.

(17)

Είναι επίσης ανάγκη να ορισθούν προθεσμίες για την έναρξη των ερευνών και τον προσδιορισμό του κατά πόσον είναι ή δεν είναι ενδεδειγμένα τα μέτρα, προκειμένου να εξασφαλισθεί ταχεία αξιολόγηση αυτού του προσδιορισμού, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου για τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς.

(18)

Όταν τα μέτρα διασφάλισης λαμβάνουν τη μορφή ποσόστωσης, το επίπεδο αυτής δεν μπορεί καταρχήν να είναι κατώτερο από τον μέσο όρο των εισαγωγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αντιπροσωπευτικής περιόδου τουλάχιστον τριών ετών.

(19)

Αν η ποσόστωση κατανέμεται μεταξύ των προμηθευτριών χωρών, το μερίδιο καθεμιάς από τις χώρες αυτές θα μπορεί να καθοριστεί με κοινή συμφωνία με τις χώρες αυτές ή να προσδιοριστεί με συνεκτίμηση των εισαγωγών αντιπροσωπευτικής περιόδου. Ωστόσο, σε περίπτωση δυσανάλογης αύξησης των εισαγωγών και σοβαρής ζημίας θα είναι δυνατό να σημειωθεί παρέκκλιση από τους κανόνες αυτούς με τήρηση της υποχρέωσης διαβουλεύσεων στο πλαίσιο της επιτροπής για τα μέτρα διασφάλισης του ΠΟΕ.

(20)

Είναι ανάγκη να οριστεί η μέγιστη περίοδος εφαρμογής των μέτρων διασφάλισης και η πρόβλεψη των ειδικών διατάξεων για την παράταση αυτών των μέτρων, την προοδευτική τους απελευθέρωση και την επανεξέτασή τους.

(21)

Είναι ανάγκη να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες δεν επιτρέπεται η εφαρμογή των μέτρων διασφάλισης για προϊόν καταγωγής αναπτυσσόμενης χώρας μέλους του ΠΟΕ.

(22)

Δύναται να αποδειχθεί ότι μέτρα επιτήρησης ή διασφάλισης, τα οποία περιορίζονται σε μία ή περισσότερες περιφέρειες της Κοινότητας, είναι καταλληλότερα από μέτρα που εφαρμόζονται στο σύνολο της Κοινότητας. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να επιτρέπονται μόνον κατ’ εξαίρεση, και όταν δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Είναι ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι τα μέτρα αυτά θα είναι προσωρινά και θα διαταράσσουν το λιγότερο δυνατό τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(23)

Για την ενοποίηση των καθεστώτων εισαγωγής, θα πρέπει να απλουστευθούν και να εξομοιωθούν οι διατυπώσεις τις οποίες υποχρεούνται να διεκπεραιώνουν οι εισαγωγείς, ανεξάρτητα από τον τόπο εκτελωνισμού των εμπορευμάτων. Για το σκοπό αυτό, είναι επιθυμητό να προβλεφθεί ότι οι τυχόν διατυπώσεις θα διεξάγονται με τη βοήθεια εντύπων, συμφώνων προς το υπόδειγμα που προσαρτάται στον παρόντα κανονισμό.

(24)

Τα έγγραφα επιτήρησης που εκδίδονται στο πλαίσιο των μέτρων κοινοτικής επιτήρησης επιβάλλεται να ισχύουν σε ολόκληρη την Κοινότητα, ανεξάρτητα από το κράτος μέλος έκδοσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Γενικές αρχές

Άρθρο 1

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις εισαγωγές προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών, πλην:

α)

των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, που υπόκεινται σε ειδικούς κανόνες εισαγωγής σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 517/94·

β)

των προϊόντων καταγωγής ορισμένων τρίτων χωρών που απαριθμούνται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 519/94 του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 1994, για το κοινό καθεστώς εισαγωγών από ορισμένες τρίτες χώρες (4).

2.   Η εισαγωγή στην Κοινότητα των προϊόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι ελεύθερη και δεν υπόκειται σε κανένα ποσοτικό περιορισμό, με την επιφύλαξη των μέτρων διασφάλισης που μπορεί να ληφθούν βάσει του κεφαλαίου V.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Κοινοτική διαδικασία ενημέρωσης και διαβουλεύσεων

Άρθρο 2

Εάν, λόγω της εξέλιξης των εισαγωγών, καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή μέτρων επιτήρησης ή διασφάλισης, τα κράτη μέλη ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, που καθορίζονται βάσει των κριτηρίων του άρθρου 10. Η Επιτροπή διαβιβάζει, χωρίς καθυστέρηση, τις πληροφορίες αυτές σε όλα τα κράτη μέλη.

Άρθρο 3

1.   Η διεξαγωγή διαβουλεύσεων είναι δυνατή, είτε κατόπιν αιτήσεως ενός κράτους μέλους είτε με πρωτοβουλία της Επιτροπής.

2.   Οι διαβουλεύσεις λαμβάνουν χώρα εντός οκτώ εργάσιμων ημερών μετά την παραλαβή, από την Επιτροπή, των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 2 και, οπωσδήποτε, πριν από τη θέσπιση οποιουδήποτε κοινοτικού μέτρου επιτήρησης ή διασφάλισης.

Άρθρο 4

1.   Οι διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συμβουλευτικής επιτροπής, που στο εξής καλείται «επιτροπή», η οποία αποτελείται από αντιπροσώπους κάθε κράτους μέλους και προεδρεύεται από τον αντιπρόσωπο της Επιτροπής.

2.   Η επιτροπή συνέρχεται πρωτοβουλία του προέδρου της. O πρόεδρος διαβιβάζει στα κράτη μέλη, το συντομότερο δυνατόν, κάθε χρήσιμο πληροφοριακό στοιχείο.

3.   Οι διαβουλεύσεις αφορούν ιδίως:

α)

τους όρους, τις συνθήκες και την εξέλιξη των εισαγωγών, καθώς και τις διάφορες πλευρές της οικονομικής και εμπορικής κατάστασης για το σχετικό προϊόν·

β)

τα τυχόν μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

4.   Σε περίπτωση ανάγκης, οι διαβουλεύσεις είναι δυνατό να διεξάγονται εγγράφως. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη, τα οποία δύνανται να διατυπώνουν τη γνώμη τους ή να ζητούν προφορικές διαβουλεύσεις, εντός προθεσμίας πέντε έως οκτώ εργάσιμων ημερών, την οποία καθορίζει η Επιτροπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Κοινοτική διαδικασία έρευνας

Άρθρο 5

1.   Κάθε κοινοτική διαδικασία έρευνας διεξάγεται πριν από την εφαρμογή των μέτρων διασφάλισης, με την επιφύλαξη του άρθρου 8.

2.   Η έρευνα αποσκοπεί στον καθορισμό, βάσει των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 10, του αν οι εισαγωγές του συγκεκριμένου προϊόντος προκαλούν ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν σοβαρή ζημία στον σχετικό κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

3.   Με τον όρο:

α)

«σοβαρή ζημία» νοείται κάθε γενική επιδείνωση της θέσης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής·

β)

«κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας» νοείται κάθε σοβαρή ζημία η οποία είναι επικείμενη πέραν αμφιβολίας·

γ)

«κοινοτικός κλάδος παραγωγής» νοείται το σύνολο των παραγωγών που παράγουν ομοειδή ή ευθέως ανταγωνιστικά προϊόντα και οι οποίοι δραστηριοποιούνται στο έδαφος της Κοινότητας ή των παραγωγών, των οποίων η αθροιζόμενη παραγωγή ομοειδών ή ευθέως ανταγωνιστικών προϊόντων αντιπροσωπεύει μεγάλο ποσοστό της συνολικής κοινοτικής παραγωγής των εν λόγω προϊόντων.

Άρθρο 6

1.   Όταν, κατόπιν των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, η Επιτροπή κρίνει ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ώστε να δικαιολογείται έρευνα αρχίζει έρευνα εντός ενός μηνός από την παραλαβή των πληροφοριών από το κράτος μέλος και δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανακοίνωση αυτή:

α)

περιέχει σύνοψη των παραληφθεισών πληροφοριών και ορίζει ότι κάθε χρήσιμη πληροφορία πρέπει να γνωστοποιείται στην Επιτροπή·

β)

καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να γνωστοποιούν εγγράφως τις απόψεις τους και να κοινοποιούν πληροφορίες, εφόσον οι απόψεις και οι πληροφορίες αυτές πρόκειται να ληφθούν υπόψη για την έρευνα·

γ)

ορίζει την προθεσμία εντός της οποίας οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Η Επιτροπή αρχίζει την έρευνα, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη.

2.   Η Επιτροπή ζητεί κάθε πληροφορία που κρίνει αναγκαία και, εφόσον το θεωρεί σκόπιμο, μετά από διαβουλεύσεις με την επιτροπή, προβαίνει σε επαλήθευση των πληροφοριών αυτών απευθυνόμενη στους εισαγωγείς, τους εμπόρους, τους διαμεσολαβητές, τους παραγωγούς και τους εμπορικούς συνδέσμους και οργανισμούς.

Στο έργο της αυτό, η Επιτροπή επικουρείται από υπαλλήλους των κρατών μελών, στο έδαφος των οποίων διενεργούνται οι επαληθεύσεις αυτές, εφόσον το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εκφράσει σχετική επιθυμία.

3.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεώς της και σύμφωνα με τις διαδικασίες που η ίδια ορίζει, τις πληροφορίες που διαθέτουν για την εξέλιξη της αγοράς του προϊόντος το οποίο αφορά η έρευνα.

4.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία γνωστοποίησαν με γραπτή αίτηση τις απόψεις τους σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο, καθώς και οι αντιπρόσωποι της εξάγουσας χώρας, έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν όλες τις πληροφορίες που έχουν παρασχεθεί στην Επιτροπή στα πλαίσια της έρευνας, εκτός από τα εσωτερικά έγγραφα τα οποία συντάσσουν οι αρχές της Κοινότητας ή των κρατών μελών της, υπό τον όρο ότι οι πληροφορίες αυτές που έχουν σχέση με την υποβολή της υπό εξέταση περίπτωσης δεν είναι εμπιστευτικές κατά την έννοια του άρθρου 9 και ότι χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή για την έρευνα.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη που έχουν εκδηλώσει σχετικό ενδιαφέρον έχουν τη δυνατότητα να παρουσιάσουν στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις τους για τις εν λόγω πληροφορίες. Οι παρατηρήσεις αυτές είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη εφόσον στηρίζονται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

5.   Η Επιτροπή μπορεί να δεχθεί τους ενδιαφερόμενους σε ακρόαση. Η Επιτροπή υποχρεούται να τους δεχθεί σε ακρόαση εφόσον οι ενδιαφερόμενοι το ζητήσουν εγγράφως εντός της προθεσμίας που ορίζεται με την ανακοίνωση η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποδεικνύοντας ότι είναι πιθανόν, πράγματι, να θιγούν από την έκβαση την έρευνας και ότι υπάρχουν ειδικοί λόγοι για να αναπτύξουν προφορικά τις απόψεις τους.

6.   Όταν οι ζητούμενες πληροφορίες δεν παρέχονται στην Επιτροπή εντός της προθεσμίας που ορίζει ο παρών κανονισμός ή η Επιτροπή κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ή όταν παρεμποδίζεται σημαντικά η έρευνα, είναι δυνατόν να συνάγονται συμπεράσματα βάσει των διαθέσιμων στοιχείων. Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι ο ενδιαφερόμενος ή τρίτος έχει παράσχει ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, αγνοεί τις πληροφορίες αυτές και μπορεί να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα στοιχεία.

7.   Όταν, μετά τις διαβουλεύσεις που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την έρευνα, ενημερώνει τα κράτη μέλη σχετικά με την απόφασή της, εντός ενός μηνός από την παραλαβή των πληροφοριών από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 7

1.   Στο τέλος της έρευνας, η επιτροπή υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση αποτελεσμάτων.

2.   Αν, εντός εννέα μηνών από την έναρξη της έρευνας, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν είναι αναγκαίο οποιοδήποτε μέτρο κοινοτικής επιτήρησης ή διασφάλισης, η έρευνα περατώνεται εντός ενός μηνός, μετά από σχετική διαβούλευση με την επιτροπή.

Η απόφαση για την περάτωση της έρευνας, στην οποία περιλαμβάνονται τα ουσιαστικά συμπεράσματα της έρευνας και περίληψη των λόγων που οδήγησαν σ’ αυτά, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Εφόσον η Επιτροπή κρίνει αναγκαία τη λήψη μέτρων κοινοτικής επιτήρησης ή διασφάλισης, λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια IV και V, όχι αργότερα από εννέα μήνες από την έναρξη της έρευνας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για δύο επιπλέον μήνες το πολύ. Η Επιτροπή δημοσιεύει τότε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μια ανακοίνωση, στην οποία περιλαμβάνονται η διάρκεια της παράτασης και περίληψη των λόγων που οδήγησαν σ’ αυτήν.

Άρθρο 8

1.   Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εμποδίζουν τη λήψη, ανά πάσα στιγμή, μέτρων επιτήρησης σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως 15 ή προσωρινών μέτρων διασφάλισης σύμφωνα με τα άρθρα 16, 17 και 18.

Τα προσωρινά μέτρα διασφάλισης λαμβάνονται:

α)

όταν κρίσιμες συνθήκες, υπό τις οποίες κάθε καθυστέρηση θα δημιουργούσε δυσχερώς επανορθώσιμη ζημία, καθιστούν αναγκαία την άμεση λήψη μέτρου· και

β)

όταν καταρχάς διαπιστώνεται ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία αύξηση των εισαγωγών έχει προκαλέσει ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσει σοβαρή ζημία.

Η διάρκεια ισχύος τέτοιων μέτρων δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 200 ημέρες.

2.   Τα προσωρινά μέτρα διασφάλισης είναι σκόπιμο να λαμβάνουν τη μορφή αύξησης των δασμών σε σχέση με το ισχύον ύψος τους (ανεξάρτητα από το αν αυτό είναι μεγαλύτερο ή ίσο με το μηδέν) αν τέτοια μέτρα είναι δυνατό να εμποδίσουν ή να επανορθώσουν τη σοβαρή ζημία.

3.   Η Επιτροπή προβαίνει αμέσως στη δέουσα έρευνα.

4.   Αν αποδειχθεί ότι τα προσωρινά μέτρα διασφάλισης καταργούνται λόγω μη ύπαρξης σοβαρής ζημίας ή κινδύνου σοβαρής ζημίας, οι δασμοί που έχουν εισπραχθεί κατ’ εφαρμογή των εν λόγω μέτρων επιστρέφονται αυτεπαγγέλτως το ταχύτερο. Εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 235 και επόμενα του κανονισμού (EOK) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (5).

Άρθρο 9

1.   Οι λαμβανόμενες κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πληροφορίες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς εκτός από εκείνους για τους οποίους ζητήθηκαν.

2.   Το Συμβούλιο, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, καθώς και οι υπάλληλοί τους, δεν επιτρέπεται να κοινολογούν, χωρίς ρητή εξουσιοδότηση εκείνου που τις παρείχε, εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβαν κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ή οι οποίες παρασχέθηκαν εμπιστευτικά.

3.   Κάθε αίτηση για εμπιστευτική μεταχείριση αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η πληροφορία είναι εμπιστευτική.

Ωστόσο, αν η αίτηση εμπιστευτικής μεταχείρισης κρίνεται αδικαιολόγητη και αν το πρόσωπο που έδωσε την πληροφορία δεν επιθυμεί να την κοινολογήσει ή να εξουσιοδοτήσει τρίτον να την κοινολογήσει σε γενικές γραμμές ή υπό συνοπτική μορφή, η εν λόγω πληροφορία μπορεί να αγνοηθεί.

4.   Μια πληροφορία θεωρείται πάντοτε εμπιστευτική, αν η κοινολόγησή της μπορεί να έχει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις για το πρόσωπο που την έδωσε ή για την πηγή από την οποία προέρχεται.

5.   Οι παράγραφοι 1 έως 4 δεν εμποδίζουν τις αρχές της Κοινότητας να αναφέρονται σε γενικές πληροφορίες, και ιδίως στους λόγους στους οποίους βασίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, οι αρχές αυτές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους το έννομο συμφέρον των ενδιαφερομένων νομικών και φυσικών προσώπων για την μη αποκάλυψη των επιχειρηματικών τους μυστικών.

Άρθρο 10

1.   Η εξέταση της εξέλιξης στις εισαγωγές, των όρων υπό τους οποίους πραγματοποιούνται, καθώς και της σοβαρής ζημίας ή του κινδύνου σοβαρής ζημίας που προκύπτει από τις εισαγωγές αυτές για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, καλύπτει ιδίως τους ακόλουθους παράγοντες:

α)

τον όγκο των εισαγωγών, ιδίως όταν έχει αυξηθεί σημαντικά είτε σε απόλυτες τιμές είτε σε σχέση με την παραγωγή ή την κατανάλωση εντός της Κοινότητας·

β)

τις τιμές εισαγωγής, ιδίως όταν διαπιστώνεται σημαντική υποτιμολόγηση σε σχέση με την τιμή ομοειδούς προϊόντος εντός της Κοινότητας·

γ)

τις προκύπτουσες επιπτώσεις στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής παρόμοιων ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων, όπως αυτές εμφαίνονται από την εξέλιξη ορισμένων οικονομικών παραγόντων όπως:

παραγωγή,

χρησιμοποίηση δυναμικού,

αποθέματα,

πωλήσεις,

μερίδιο της αγοράς,

τιμές (δηλαδή συμπίεση τιμών ή παρεμπόδιση ανόδου τιμών που θα διαμορφώνονταν υπό κανονικές συνθήκες),

κέρδη,

απόδοση επενδεδυμένων κεφαλαίων,

ρευστότητα,

απασχόληση·

δ)

παράγοντες άλλους από την εξέλιξη των εισαγωγών που προκαλούν ή είναι δυνατό να προκαλέσουν ζημία στον ενδιαφερόμενο κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

2.   Όταν προβάλλεται θέμα απειλής πρόκλησης ζημίας, η Επιτροπή εξετάζει επίσης αν μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα ότι μια συγκεκριμένη κατάσταση είναι ικανή να εξελιχθεί σε πραγματική ζημία.

Για τον σκοπό αυτό, είναι δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες, όπως:

α)

ο βαθμός αύξησης των εξαγωγών προς την Κοινότητα·

β)

το δυναμικό εξαγωγής της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής, το οποίο υφίσταται ή θα υπάρξει στο προβλέψιμο μέλλον, και η πιθανότητα διοχέτευσης των εξαγωγών από αυτό το δυναμικό προς την Κοινότητα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Μέτρα επιτήρησης

Άρθρο 11

1.   Όταν η εξέλιξη των εισαγωγών ενός προϊόντος καταγωγής μιας από τις τρίτες χώρες που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό υπάρχει κίνδυνος να επιφέρει ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και όταν τα συμφέροντα της Κοινότητας το απαιτούν, η εισαγωγή του εν λόγω προϊόντος δύναται να υποβληθεί, ανάλογα με την περίπτωση, σε:

α)

εκ των υστέρων κοινοτική επιτήρηση σύμφωνα με τις διατάξεις που καθορίζονται στην απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2· ή

β)

εκ των προτέρων κοινοτική επιτήρηση σύμφωνα με το άρθρο 12.

2.   Η απόφαση για την επιβολή επιτήρησης λαμβάνεται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο και παράγραφος 7.

3.   Η διάρκεια ισχύος των μέτρων επιτήρησης είναι περιορισμένη. Πλην αντιθέτων διατάξεων, η ισχύς τους εκπνέει στο τέλος του δεύτερου εξαμήνου που ακολουθεί το εξάμηνο κατά το οποίο θεσπίστηκαν.

Άρθρο 12

1.   Τα προϊόντα που υπόκεινται σε κοινοτική επιτήρηση εκ των προτέρων τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία εφόσον προσκομισθεί έγγραφο επιτήρησης. Το έγγραφο αυτό εκδίδεται ατελώς από την αρμόδια αρχή που ορίζουν τα κράτη μέλη, για όλες τις ζητούμενες ποσότητες, εντός προθεσμίας πέντε το πολύ εργάσιμων ημερών από την παραλαβή, από την αρμόδια εθνική αρχή, αίτησης οιουδήποτε κοινοτικού εισαγωγέα, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασής του στην Κοινότητα. Θεωρείται ότι η αίτηση αυτή παρελήφθη από την αρμόδια εθνική αρχή όχι αργότερα από τρεις εργάσιμες ημέρες από την υποβολή της, εκτός αντιθέτου αποδείξεως.

2.   Για το έγγραφο επιτήρησης, χρησιμοποιείται έντυπο που αντιστοιχεί στο υπόδειγμα του παραρτήματος Ι.

Στην αίτηση εγγράφου επιτήρησης του εισαγωγέα περιλαμβάνονται, εφόσον η απόφαση θέσης υπό επιτήρηση δεν ορίζει άλλως, μόνον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το ονοματεπώνυμο και η πλήρης διεύθυνση του αιτούντος (συμπεριλαμβανομένων των αριθμών τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας και, εφόσον υπάρχει, του αριθμού μητρώου στο πλαίσιο της αρμόδιας εθνικής αρχής) και ο αριθμός μητρώου ΦΠΑ, εφόσον ο αιτών υπόκειται σε ΦΠΑ·

β)

εάν συντρέχει περίπτωση, το ονοματεπώνυμο και η πλήρης διεύθυνση του διασαφιστή ή του τυχόν αντιπροσώπου του αιτούντος (συμπεριλαμβανομένων των αριθμών τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας)·

γ)

η περιγραφή των εμπορευμάτων, με αναφορά:

της εμπορικής τους ονομασίας,

του κωδικού της συνδυασμένης ονοματολογίας στον οποίο υπάγονται,

της καταγωγής και της προέλευσής τους·

δ)

οι δηλωθείσες ποσότητες, σε χιλιόγραμμα, και, ενδεχομένως, σε οποιαδήποτε άλλη συμπληρωματική σχετική μονάδα (ζεύγη, τεμάχια, κ.λπ.)·

ε)

η αξία cif των εμπορευμάτων στα κοινοτικά σύνορα, σε ευρώ·

στ)

η ακόλουθη δήλωση, με ημερομηνία και υπογραφή του αιτούντος και αναγραφή του ονοματεπωνύμου του με κεφαλαία γράμματα:

«Ο υπογράφων βεβαιώνω ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην παρούσα αίτηση είναι ακριβείς και παρέχονται καλή τη πίστει, είμαι δε εγκατεστημένος στην Κοινότητα.»

3.   Το έγγραφο επιτήρησης ισχύει σε όλη την Κοινότητα ανεξαρτήτως του κράτους μέλους που το εκδίδει.

4.   Η διαπίστωση ότι η τιμή μονάδας με την οποία πραγματοποιείται η συναλλαγή υπερβαίνει κατά λιγότερο από 5 % την τιμή η οποία αναγράφεται στο έγγραφο επιτήρησης ή ότι η συνολική αξία ή ποσότητα των προϊόντων που προσκομίζονται προς εισαγωγή υπερβαίνει κατά λιγότερο από 5 % την αξία ή ποσότητα που αναγράφεται στο έγγραφο επιτήρησης, δεν εμποδίζει τη θέση του συγκεκριμένου προϊόντος σε ελεύθερη κυκλοφορία. Η Επιτροπή, αφού ακούσει τις γνώμες που διατυπώνονται στο πλαίσιο της επιτροπής και αφού λάβει υπόψη της τη φύση των προϊόντων και τις άλλες ιδιομορφίες των συναλλαγών αυτών, μπορεί να ορίζει διαφορετικό ποσοστό, το οποίο πάντως δεν θα υπερβαίνει, κατά κανόνα, το 10 %.

5.   Το έγγραφο επιτήρησης μπορεί να χρησιμοποιείται μόνον εφόσον το καθεστώς ελευθέρωσης των εισαγωγών εξακολουθεί να ισχύει για τις συναλλαγές αυτές. Το εν λόγω έγγραφο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιηθεί μετά τη λήξη της περιόδου που καθορίζεται συγχρόνως και κατά την ίδια διαδικασία που ακολουθείται για να επιβληθεί η επιτήρηση, λαμβανομένων υπόψη της φύσης των προϊόντων και των άλλων ιδιομορφιών των συναλλαγών.

6.   Όταν προβλέπεται από την απόφαση που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 11, η καταγωγή των υπό κοινοτική επιτήρηση προϊόντων πρέπει να αποδεικνύεται με πιστοποιητικό καταγωγής. Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει την ισχύ άλλων διατάξεων σχετικών με την προσκόμιση κάθε τέτοιου πιστοποιητικού.

7.   Όταν το προϊόν που βρίσκεται υπό προηγούμενη κοινοτική επιτήρηση αποτελεί αντικείμενο περιφερειακών μέτρων διασφάλισης σε ένα κράτος μέλος, η άδεια εισαγωγής που εκδίδεται από το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να αντικαθιστά το έγγραφο επιτήρησης.

8.   Τα έντυπα των εγγράφων επιτήρησης και τα σχετικά αποσπάσματα καταρτίζονται εις διπλούν και, από τα δύο έντυπα, το πρώτο, με την ένδειξη «πρωτότυπο για τον παραλήπτη», φέρει τον αριθμό 1 και χορηγείται στον αιτούντα ενώ το δεύτερο, με την ένδειξη «αντίτυπο για την αρμόδια αρχή», με τον αριθμό 2, παραμένει στην αρχή που εξέδωσε το έγγραφο. Για διοικητικούς λόγους, οι αρμόδιες αρχές είναι δυνατόν να προσθέτουν συμπληρωματικά αντίγραφα στο έντυπο 2.

9.   Τα έντυπα εκτυπώνονται σε λευκό χαρτί χωρίς μηχανικό πολτό, κολλαρισμένο για γραφή και βάρος 55 έως 65 γραμμαρίων ανά τετραγωνικό μέτρο. Οι διαστάσεις τους είναι 210 x 297 mm ενώ το δακτυλογραφικό διάστιχο 4,24 mm (ένα έκτο της ίντσας). Η διάταξη των εντύπων τηρείται αυστηρά. Οι δύο όψεις του αντιτύπου αριθ. 1, που αποτελεί την άδεια επιτήρησης καθαυτή, φέρουν επιπλέον εκτυπωμένες κίτρινες σύμπλεκτες γραμμές που καθιστούν εμφανή κάθε παραποίηση με μηχανικά ή χημικά μέσα.

10.   Τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη της εκτύπωσης των εντύπων. Επίσης, τα έντυπα είναι δυνατόν να εκτυπώνονται από τυπογραφεία εγκριθέντα από το κράτος μέλος στο οποίο τα τυπογραφεία είναι εγκατεστημένα. Στην τελευταία περίπτωση, κάθε έντυπο φέρει μνεία της σχετικής έγκρισης. Σε κάθε έντυπο αναγράφεται μνεία του ονόματος και της διεύθυνσης του τυπογράφου ή σημείο με το οποίο είναι δυνατή η αναγνώριση του τυπογράφου.

Άρθρο 13

Όταν οι εισαγωγές ενός προϊόντος δεν έχουν τεθεί υπό κοινοτική επιτήρηση εκ των προτέρων εντός οκτώ εργάσιμων ημερών μετά το τέλος των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, η Επιτροπή δύναται να προβαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 18, σε επιτήρηση περιοριζόμενη στις εισαγωγές προς μία ή περισσότερες περιφέρειες της Κοινότητας.

Άρθρο 14

1.   Τα υπό περιφερειακή επιτήρηση προϊόντα τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία, στην οικεία περιφέρεια, εφόσον προσκομισθεί έγγραφο επιτήρησης. Το έγγραφο αυτό εκδίδεται ατελώς από την αρμόδια αρχή που ορίζει το ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, για όλες τις ζητούμενες ποσότητες, εντός προθεσμίας πέντε το πολύ εργάσιμων ημερών από την παραλαβή, από την αρμόδια εθνική αρχή, αίτησης οιουδήποτε κοινοτικού εισαγωγέα, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασής του στην Κοινότητα. Θεωρείται ότι η αίτηση αυτή παραλαμβάνεται από την αρμόδια εθνική αρχή όχι αργότερα από τρεις εργάσιμες ημέρες από την υποβολή της, εκτός εάν αποδεικνύεται διαφορετικά. Τα έγγραφα επιτήρησης χρησιμοποιούνται μόνο εφόσον το καθεστώς ελευθέρωσης των εισαγωγών εξακολουθεί να ισχύει για τις συγκεκριμένες συναλλαγές.

2.   Εφαρμόζεται το άρθρο 12 παράγραφος 2.

Άρθρο 15

1.   Σε περίπτωση κοινοτικής ή περιφερειακής επιτήρησης, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή, τις δέκα πρώτες ημέρες κάθε μήνα:

α)

σε περίπτωση επιτήρησης εκ των προτέρων, λεπτομέρειες για τα χρηματικά ποσά (που υπολογίζονται βάσει των τιμών cif) και τις ποσότητες των εμπορευμάτων, για τα οποία εκδόθηκαν έγγραφα επιτήρησης κατά τη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου·

β)

σε κάθε περίπτωση, τις εισαγωγές οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου που προηγείται της περιόδου που αναφέρεται στο στοιχείο α).

Οι πληροφορίες που δίδουν τα κράτη μέλη αναλύονται ανά προϊόν και ανά χώρα.

Είναι δυνατόν να θεσπίζονται διαφορετικές διατάξεις ταυτοχρόνως και κατά την ίδια διαδικασία που ακολουθείται για να επιβληθεί η επιτήρηση.

2.   Όταν το απαιτούν η φύση των προϊόντων ή ιδιαίτερες περιστάσεις, η Επιτροπή δύναται, μετά από αίτηση ενός κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, να τροποποιεί τα χρονοδιαγράμματα υποβολής των πληροφοριών αυτών.

3.   Η Επιτροπή ενημερώνει αντίστοιχα τα κράτη μέλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Μέτρα διασφάλισης

Άρθρο 16

1.   Αν ένα προϊόν εισάγεται στην Κοινότητα σε ποσότητες τόσο αυξημένες ή και υπό τέτοιες συνθήκες ώστε να προκαλείται ή να υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας στους κοινοτικούς παραγωγούς, η Επιτροπή, προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντα της Κοινότητας, δύναται μετά από αίτηση κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία:

α)

να περιορίζει τη διάρκεια ισχύος των εγγράφων επιτήρησης, κατά την έννοια του άρθρου 12, που εκδίδονται μετά την έναρξη ισχύος του μέτρου αυτού·

β)

να τροποποιεί τους κανόνες εισαγωγής για το εν λόγω προϊόν, προβλέποντας ότι μπορεί να τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία μόνο με την προσκόμιση άδειας εισαγωγής, η χορήγηση της οποίας διέπεται από τις διατάξεις και τους περιορισμούς που ορίζει η Επιτροπή.

Τα μέτρα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) έχουν άμεση εφαρμογή.

2.   Για τα μέλη του ΠΟΕ, τα μέτρα της παραγράφου 1 λαμβάνονται μόνον όταν οι δύο όροι του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής πληρούνται.

3.   Κατά τον καθορισμό μιας ποσόστωσης λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη:

α)

το συμφέρον διατήρησης, στο μέτρο του δυνατού, των παραδοσιακών ρευμάτων συναλλαγών·

β)

ο όγκος των εμπορευμάτων τα οποία εξάγονται βάσει συμβάσεων που συνάφθηκαν υπό κανονικές συνθήκες και όρους πριν τεθεί σε ισχύ ένα μέτρο διασφάλισης, κατά την έννοια του παρόντος κεφαλαίου, εφόσον οι συμβάσεις έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος·

γ)

η ανάγκη να μην τίθεται σε κίνδυνο η επίτευξη του σκοπού της ποσόστωσης.

Το επίπεδο της ποσόστωσης δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερο από τον μέσο όρο των εισαγωγών κατά τα τρία τελευταία αντιπροσωπευτικά έτη για τα οποία υπάρχουν στατιστικά στοιχεία, εκτός αν απαιτείται διαφορετικό επίπεδο για την παρεμπόδιση ή την επανόρθωση σοβαρής ζημίας.

4.   Στην περίπτωση που η ποσόστωση κατανέμεται μεταξύ προμηθευτριών χωρών, η κατανομή μπορεί να συμφωνηθεί με τις προμηθεύτριες χώρες που έχουν ουσιώδες συμφέρον για τις κοινοτικές εισαγωγές του σχετικού προϊόντος.

Σε διαφορετική περίπτωση, η ποσόστωση κατανέμεται μεταξύ των χωρών αυτών κατ’ αναλογία του μεριδίου τους στις κοινοτικές εισαγωγές του σχετικού προϊόντος που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης αντιπροσωπευτικής περιόδου, λαμβανομένου υπόψη κάθε ειδικού παράγοντα, ο οποίος είναι δυνατό να έχει επηρεάσει ή να επηρεάσει τις συναλλαγές όσον αφορά το συγκεκριμένο προϊόν.

Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης της Επιτροπής για διεξαγωγή διαβουλεύσεων στο πλαίσιο της επιτροπής για τα μέτρα διασφάλισης του ΠΟΕ, είναι δυνατό να σημειωθεί παρέκκλιση από την εν λόγω μέθοδο κατανομής, σε περίπτωση σοβαρής ζημίας, αν οι εισαγωγές καταγωγής μιας ή ορισμένων προμηθευτριών χωρών έχουν αυξηθεί δυσανάλογα σε σχέση με τη συνολική αύξηση των εισαγωγών του συγκεκριμένου προϊόντος κατά την προηγούμενη αντιπροσωπευτική περίοδο.

5.   Τα μέτρα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται σε κάθε προϊόν το οποίο τίθεται σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά την έναρξη ισχύος αυτών. Σύμφωνα με το άρθρο 18, είναι δυνατόν να περιορίζονται σε μία ή περισσότερες περιφέρειες της Κοινότητας.

Εντούτοις, τα μέτρα αυτά δεν εμποδίζουν τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων που ευρίσκονται ήδη καθ’ οδόν προς την Κοινότητα, εφόσον δεν είναι δυνατόν να αλλάξει ο προορισμός τους και εφόσον τα προϊόντα, των οποίων η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, βάσει των άρθρων 11 και 12, προϋποθέτει την προσκόμιση εγγράφου επιτήρησης, συνοδεύονται πράγματι από το έγγραφο αυτό.

6.   Όταν ένα κράτος μέλος ζητεί την παρέμβασή της, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση εντός πέντε το πολύ εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης.

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την Επιτροπή βάσει του παρόντος άρθρου ανακοινώνονται στο Συμβούλιο και στα κράτη μέλη. Κάθε κράτος μέλος δύναται να παραπέμψει την απόφαση αυτή στο Συμβούλιο, εντός ενός μηνός από την ημέρα ανακοίνωσης.

7.   Εάν ένα κράτος μέλος παραπέμψει στο Συμβούλιο την απόφαση που έλαβε η Επιτροπή, το Συμβούλιο μπορεί με ειδική πλειοψηφία να κυρώσει, να τροποποιήσει ή να καταργήσει την απόφαση της Επιτροπής.

Εάν το Συμβούλιο δεν λάβει απόφαση εντός τριών μηνών από την παραπομπή του θέματος, η απόφαση της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει καταργηθεί.

Άρθρο 17

Όταν τα συμφέροντα της Κοινότητας το απαιτούν, το Συμβούλιο δύναται με ειδική πλειοψηφία, μετά από πρόταση της Επιτροπής, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο III, να θεσπίσει τα κατάλληλα μέτρα για να εμποδισθεί η εισαγωγή στην Κοινότητα προϊόντος σε τόσο αυξημένες ποσότητες ή και υπό τέτοιους όρους, ώστε να προκαλείται ή να απειλείται να προκληθεί σοβαρή ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων.

Εφαρμόζεται το άρθρο 16 παράγραφοι 2 έως 5.

Άρθρο 18

Όταν, βάσει ιδίως των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 10, κρίνεται ότι πληρούνται οι προβλεπόμενοι όροι για τη θέσπιση των μέτρων που προβλέπονται στα άρθρα 11 και 16 σε μία ή περισσότερες περιφέρειες της Κοινότητας, η Επιτροπή, αφού εξετάσει τις εναλλακτικές λύσεις, μπορεί να επιτρέπει, κατ’ εξαίρεση, την εφαρμογή μέτρων επιτήρησης ή διασφάλισης που περιορίζονται στην ή στις περιφέρειες αυτές, αν κρίνει ότι τα μέτρα αυτά, εφαρμοζόμενα σ’ αυτό το επίπεδο, είναι καταλληλότερα από τα μέτρα που εφαρμόζονται στο σύνολο της Κοινότητας.

Τα μέτρα αυτά επιβάλλεται να είναι προσωρινά και να διαταράσσουν όσο το δυνατόν λιγότερο τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Τα μέτρα αυτά θεσπίζονται σύμφωνα με τον τρόπο που προβλέπεται στα άρθρα 11 και 16.

Άρθρο 19

Κανένα μέτρο διασφάλισης δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε προϊόν καταγωγής αναπτυσσόμενης χώρας μέλους του ΠΟΕ, εφόσον το τμήμα των κοινοτικών εισαγωγών του συγκεκριμένου προϊόντος που αντιστοιχεί στην εν λόγω χώρα δεν υπερβαίνει το 3 %, υπό την προϋπόθεση ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες μέλη του ΠΟΕ των οποίων το μερίδιο στις κοινοτικές εισαγωγές είναι κατώτερο του 3 %, δεν συγκεντρώνουν συνολικά περισσότερο από το 9 % των συνολικών εισαγωγών του σχετικού προϊόντος στην Κοινότητα.

Άρθρο 20

1.   Η εφαρμογή μέτρων διασφάλισης επιτρέπεται μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητη προκειμένου να αποτραπεί η πρόκληση σοβαρής ζημίας ή να αρθούν οι αρνητικές της συνέπειες ή να διευκολυνθεί η προσαρμογή του σχετικού κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Η διάρκεια ισχύος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου εφαρμογής ενδεχόμενου προσωρινού μέτρου.

2.   Αυτή η αρχική χρονική περίοδος είναι δυνατόν να παρατείνεται με εξαίρεση τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο, αν ορίζεται ότι:

α)

τα μέτρα διασφάλισης εξακολουθούν να είναι αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί σοβαρή ζημία ή να πραγματοποιηθεί επανόρθωσή της·

β)

αποδεικνύεται βάσει στοιχείων ότι ο οικείος κοινοτικός κλάδος παραγωγής διέρχεται φάση προσαρμογής.

3.   Τα μέτρα παράτασης λαμβάνονται υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο III και με τις ίδιες διαδικασίες που ισχύουν για τα αρχικά μέτρα. Τα παρατεινόμενα μέτρα δεν είναι δυνατόν να είναι περισσότερο περιοριστικά από τα ισχύοντα κατά την αρχική περίοδο.

4.   Σε περίπτωση που η διάρκεια ισχύος μέτρου διασφάλισης υπερβαίνει το ένα έτος, το μέτρο πρέπει να απελευθερωθεί προοδευτικά σε τακτά διαστήματα κατά την περίοδο εφαρμογής, συμπεριλαμβανομένης της παράτασής του.

5.   Η συνολική περίοδος εφαρμογής μέτρου διασφάλισης, περιλαμβανομένης της εφαρμογής τυχόν προσωρινών μέτρων, η αρχική περίοδος εφαρμογής και κάθε τυχόν παράτασή της, δεν υπερβαίνει τα οκτώ έτη.

Άρθρο 21

1.   Κατά την εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου επιτήρησης ή διασφάλισης σύμφωνα με τα κεφάλαια IV και V, διεξάγονται, μετά από αίτηση κράτους μέλους ή με πρωτοβουλία της Επιτροπής, διαβουλεύσεις, στο πλαίσιο της επιτροπής. Σε περίπτωση μέτρων διασφάλισης, των οποίων η διάρκεια υπερβαίνει τα τρία έτη, η Επιτροπή πραγματοποιεί τις διαβουλεύσεις αυτές το αργότερο στο μέσον της περιόδου εφαρμογής του μέτρου. Ο σκοπός των διαβουλεύσεων αυτών είναι:

α)

να εξετασθούν οι επιπτώσεις του μέτρου αυτού·

β)

να εξεταστεί αν και σε ποιο βαθμό ενδείκνυται η επιτάχυνση του ρυθμού απελευθέρωσης·

γ)

να διαπιστωθεί εάν η εφαρμογή των μέτρων εξακολουθεί να είναι αναγκαία.

2.   Όταν, μετά τις διαβουλεύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή κρίνει ότι επιβάλλεται η κατάργηση ή η τροποποίηση οποιουδήποτε μέτρου επιτήρησης ή διασφάλισης που αναφέρεται στα άρθρα 11, 13, 16, 17 και 18, ακολουθεί την ακόλουθη διαδικασία:

α)

όταν το Συμβούλιο έχει λάβει απόφαση για ένα μέτρο, η Επιτροπή προτείνει στο Συμβούλιο την κατάργηση ή τροποποίηση των μέτρων. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία·

β)

σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η Επιτροπή τροποποιεί ή καταργεί τα κοινοτικά μέτρα επιτήρησης και διασφάλισης.

Όταν η απόφαση αυτή αφορά περιφερειακά μέτρα επιτήρησης, εφαρμόζεται από την έκτη ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 22

1.   Κανένα νέο μέτρο διασφάλισης δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί σε σχέση με την εισαγωγή κάποιου προϊόντος για την οποία έχει ήδη εφαρμοσθεί κάποιο μέτρο διασφάλισης επί χρονικό διάστημα που ισούται με τη διάρκεια εφαρμογής του αρχικού μέτρου. Η περίοδος αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δύο έτη.

2.   Κατά παρέκκλιση της προηγούμενης παραγράφου, ένα μέτρο διασφάλισης, του οποίου η διάρκεια ισχύος δεν υπερβαίνει τις 180 ημέρες, είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί εκ νέου για την εισαγωγή κάποιου προϊόντος, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

έχει παρέλθει ένα έτος τουλάχιστον από τη θέσπιση μέτρου διασφάλισης για την εισαγωγή του συγκεκριμένου προϊόντος· και

β)

το εν λόγω μέτρο διασφάλισης δεν έχει εφαρμοσθεί για το ίδιο προϊόν περισσότερες από δύο φορές κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγούνται ακριβώς της ημερομηνίας θέσπισης του μέτρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 23

Όταν το απαιτούν τα συμφέροντα της Κοινότητας, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να επιτρέψει την άσκηση των δικαιωμάτων ή την εκτέλεση των υποχρεώσεων της Κοινότητας ή όλων των κρατών μελών της σε διεθνές επίπεδο, ιδίως όσον αφορά το εμπόριο βασικών προϊόντων.

Άρθρο 24

1.   Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από ειδικούς κανόνες που προβλέπονται στις συμφωνίες μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών.

2.   Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τη θέσπιση ή την εφαρμογή από τα κράτη μέλη:

α)

απαγορεύσεων, ποσοτικών περιορισμών ή μέτρων επιτήρησης που επιβάλλονται για λόγους δημόσιας ηθικής, δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας, προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφύλαξης των φυτών, προστασίας των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία, ή προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας·

β)

ειδικών συναλλαγματικών διατυπώσεων·

γ)

διατυπώσεων που εισάγονται βάσει διεθνών συμφωνιών σύμφωνα με τη συνθήκη.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα ή τις διατυπώσεις που πρέπει να προβλεφθούν ή να τροποποιηθούν βάσει του πρώτου εδαφίου.

Σε περίπτωση άκρως επείγουσας ανάγκης, τα εν λόγω εθνικά μέτρα ή διατυπώσεις ανακοινώνονται στην Επιτροπή αμέσως μόλις θεσπιστούν.

Άρθρο 25

1.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή των πράξεων για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών ή των κοινοτικών ή εθνικών διοικητικών διατάξεων που απορρέουν από τις πράξεις αυτές, ή των ειδικών πράξεων που εφαρμόζονται στα εμπορεύματα που προκύπτουν από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται συμπληρωματικά.

2.   Τα άρθρα 11 έως 15 και το άρθρο 22 δεν εφαρμόζονται στα προϊόντα που υπάγονται στις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 πράξεις και για τα οποία, βάσει του κοινοτικού καθεστώτος συναλλαγών με τρίτες χώρες, απαιτείται η προσκόμιση άδειας ή άλλου εγγράφου εισαγωγής.

Τα άρθρα 16, 18 και 21 έως 24 δεν εφαρμόζονται στα προϊόντα για τα οποία το καθεστώς αυτό προβλέπει τη δυνατότητα εφαρμογής ποσοτικών περιορισμών κατά την εισαγωγή.

Άρθρο 26

Ο κανονισμός (EOK) αριθ. 3285/94, όπως τροποποιήθηκε από τις πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, καταργείται.

Οι παραπομπές στον καταργηθέντα κανονισμό θεωρείται ότι γίνονται στον παρόντα κανονισμό και εξετάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος ΙΙΙ.

Άρθρο 27

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 26 Φεβρουαρίου 2009.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. LANGER


(1)  EE L 349 της 31.12.1994, σ. 53.

(2)  Βλ. παράρτημα II.

(3)  ΕΕ L 67 της 10.3.1994, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 67 της 10.3.1994, σ. 89.

(5)  EE L 302 της 19.10.1992, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Image

Image

Image

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Καταργούμενος κανονισμός με κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεών του

(κατά το άρθρο 26)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3285/94 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 349 της 31.12.1994, σ. 53)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 139/96 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 21 της 27.1.1996, σ. 7)

Μόνον το άρθρο 1 και το παράρτημα Ι

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2315/96 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 314 της 4.12.1996, σ. 1)

Μόνον το άρθρο 1 παράγραφος 3 και το παράρτημα ΙΙΙ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2474/2000 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 286 της 11.11.2000, σ. 1)

Μόνον το άρθρο 1 παράγραφος 3 και το παράρτημα ΙΙΙ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2200/2004 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 374 της 22.12.2004, σ. 1)

Μόνον το άρθρο 2


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3285/94

Παρών κανονισμός

Τίτλος Ι

Κεφάλαιο Ι

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Τίτλος ΙΙ

Κεφάλαιο ΙΙ

Άρθρα 2, 3 και 4

Άρθρα 2, 3 και 4

Τίτλος ΙΙΙ

Κεφάλαιο ΙΙΙ

Άρθρο 5

Άρθρο 5

Άρθρο 6, παράγραφος 1, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, εισαγωγική φράση, αρχικές λέξεις

Άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο α)

Άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, εισαγωγική φράση, τελικές λέξεις και στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β)

Άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6, παράγραφος 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6, παράγραφος 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6, παράγραφος 2, τρίτο και τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 6, παράγραφος 4, πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6, παράγραφος 3

Άρθρο 6, παράγραφος 3

Άρθρο 6, παράγραφος 4

Άρθρο 6, παράγραφος 5

Άρθρο 6, παράγραφος 5

Άρθρο 6, παράγραφος 6

Άρθρο 6, παράγραφος 6

Άρθρο 6, παράγραφος 7

Άρθρο 7, παράγραφος 1

Άρθρο 7, παράγραφος 1

Άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτη πρόταση

Άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 7, παράγραφος 2, δεύτερη πρόταση

Άρθρο 7, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7, παράγραφος 3

Άρθρο 7, παράγραφος 3

Άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 8, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 8, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη και δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 8, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχεία α) και β)

Άρθρο 8, παράγραφος 2

Άρθρο 8, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο

Άρθρο 8, παράγραφος 3

Άρθρο 8, παράγραφος 2

Άρθρο 8, παράγραφος 4

Άρθρο 8, παράγραφος 3

Άρθρο 8, παράγραφος 5

Άρθρο 8, παράγραφος 4

Άρθρο 9, παράγραφος 1

Άρθρο 9, παράγραφος 1

Άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο α)

Άρθρο 9, παράγραφος 2

Άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο β), πρώτο εδάφιο

Άρθρο 9, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο β), δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 9, παράγραφος 3

Άρθρο 9, παράγραφος 4

Άρθρο 9, παράγραφος 4

Άρθρο 9, παράγραφος 5

Άρθρο 10, παράγραφος 1

Άρθρο 10, παράγραφος 1

Άρθρο 10, παράγραφος 2, εισαγωγικές λέξεις, πρώτη πρόταση

Άρθρο 10, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 10, παράγραφος 2, εισαγωγικές λέξεις, δεύτερη πρόταση

Άρθρο 10, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο α) και β)

Άρθρο 10, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχεία α) και β)

Τίτλος IV

Κεφάλαιο IV

Άρθρα 11 έως 15

Άρθρα 11 έως 15

Τίτλος V

Κεφάλαιο V

Άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 16, παράγραφος 3 στοιχείο α), εισαγωγική πρόταση

Άρθρο 16, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, εισαγωγική πρόταση

Άρθρο 16, παράγραφος 3, στοιχείο α), πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση

Άρθρο 16, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 16, παράγραφος 3, στοιχείο β)

Άρθρο 16, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 16, παράγραφος 4, στοιχείο α), πρώτο εδάφιο

Άρθρο 16, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 16, παράγραφος 4, στοιχείο α), δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 16, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 16, παράγραφος 4, στοιχείο β)

Άρθρο 16, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο

Άρθρο 16, παράγραφος 5, στοιχείο α)

Άρθρο 16, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 16, παράγραφος 5, στοιχείο β)

Άρθρο 16, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 16, παράγραφος 6

Άρθρο 16, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 16, παράγραφος 7

Άρθρο 16, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 16, παράγραφος 8

Άρθρο 16, παράγραφος 7

Άρθρα 17, 18 και 19

Άρθρα 17, 18 και 19

Άρθρο 20, παράγραφος 1

Άρθρο 20, παράγραφος 1

Άρθρο 20, παράγραφος 2, εισαγωγική πρόταση

Άρθρο 20, παράγραφος 2, εισαγωγική πρόταση

Άρθρο 20, παράγραφος 2, πρώτη και δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχεία α) και β)

Άρθρο 20, παράγραφοι 3 έως 5

Άρθρο 20, παράγραφοι 3 έως 5

Άρθρα 21 και 22

Άρθρα 21 και 22

Τίτλος VΙ

Κεφάλαιο VΙ

Άρθρο 23

Άρθρο 23

Άρθρο 24, παράγραφος 1

Άρθρο 24, παράγραφος 1

Άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο α), εισαγωγική πρόταση

Άρθρο 24, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, εισαγωγική πρόταση

Άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο α), σημεία i) έως iii)

Άρθρο 24, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχεία α) έως γ)

Άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο β), πρώτη πρόταση

Άρθρο 24, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο β), δεύτερη πρόταση

Άρθρο 24, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο

Άρθρο 25

Άρθρο 25

Άρθρο 26

Άρθρο 27

Άρθρο 26

Άρθρο 28

Άρθρο 27

Παράρτημα Ι

Παράρτημα Ι

Παράρτημα ΙΙ

Παράρτημα ΙΙΙ