17.11.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 302/97


ΟΔΗΓΊΑ 2009/111/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Σεπτεμβρίου 2009

για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2007/64/ΕΚ όσον αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση κρίσεων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Ecofin και με τις διεθνείς πρωτοβουλίες, όπως η σύνοδος κορυφής της ομάδας των 20 (G20) στις 2 Απριλίου 2009, η παρούσα οδηγία αποτελεί ένα πρώτο σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση των αδυναμιών τις οποίες κατέστησε εμφανείς η χρηματοοικονομική κρίση, ενώ επίκεινται περαιτέρω πρωτοβουλίες που ανήγγειλε η Επιτροπή και παρουσιάζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 4ης Μαρτίου 2009 με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης».

(2)

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (4) επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ειδικά καθεστώτα προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό από τις 15 Δεκεμβρίου 1977, με την προϋπόθεση τα εν λόγω καθεστώτα να είχαν εισαχθεί στην εθνική νομοθεσία μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου 1979. Τα χρονικά αυτά όρια εμποδίζουν τα κράτη μέλη, ιδίως όσα προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το 1980, να εισαγάγουν ή να διατηρήσουν τέτοια ειδικά καθεστώτα προληπτικής εποπτείας για παρομοίως συνδεδεμένα πιστωτικά ιδρύματα που συστάθηκαν στην επικράτειά τους. Αρμόζει επομένως να αρθούν οι χρονικοί περιορισμοί που θέτει το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, προκειμένου να εξασφαλιστούν ισότιμες συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων στα κράτη μέλη. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θα πρέπει να παράσχει κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να ενισχυθεί η σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών ως προς αυτό.

(3)

Τα υβριδικά κεφαλαιακά μέσα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη συνεχιζόμενη διαχείριση κεφαλαίου των πιστωτικών ιδρυμάτων. Τα μέσα αυτά δίνουν τη δυνατότητα στα πιστωτικά ιδρύματα να επιτυγχάνουν διευρυμένη κεφαλαιακή διάρθρωση και να έχουν πρόσβαση σε ευρύ φάσμα χρηματοοικονομικών επενδυτών. Στις 28 Οκτωβρίου 1998, η Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας ενέκρινε συμφωνία όσον αφορά τόσο τα κριτήρια επιλεξιμότητας όσο και τους περιορισμούς υπαγωγής συγκεκριμένων τύπων υβριδικών κεφαλαιακών μέσων στα βασικά ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων.

(4)

Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να θεσπιστούν κριτήρια προκειμένου τα κεφαλαιακά αυτά μέσα να είναι επιλέξιμα ως βασικά ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων, και να ευθυγραμμιστούν οι διατάξεις της οδηγίας 2006/48/ΕΚ με αυτή τη συμφωνία. Οι τροποποιήσεις του παραρτήματος XII της οδηγίας 2006/48/ΕΚ προκύπτουν απευθείας από τη θέσπιση αυτών των κριτηρίων. Τα κατά την έννοια του άρθρου 57 στοιχείο α) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ βασικά ίδια κεφάλαια θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλα τα μέσα που θεωρούνται μετοχικό κεφάλαιο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, έχουν την ίδια προτεραιότητα με τις κοινές μετοχές σε περίπτωση εκκαθάρισης και απορροφούν πλήρως τις ζημίες με την ίδια προτεραιότητα και κατ’ αναλογία με τις κοινές μετοχές σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης. Στα μέσα αυτά θα πρέπει να μπορούν να περιλαμβάνονται και μέσα που παρέχουν προνομιακά δικαιώματα πληρωμής μερίσματος σε μη σωρευτική βάση, υπό την προϋπόθεση ότι υπάγονται στο άρθρο 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων (5), έχουν την ίδια προτεραιότητα με τις κοινές μετοχές σε περίπτωση εκκαθάρισης και απορροφούν πλήρως τις ζημίες σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης με την ίδια προτεραιότητα και κατ’ αναλογία με τις κοινές μετοχές. Τα κατά την έννοια του άρθρου 57 στοιχείο α) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ βασικά ίδια κεφάλαια θα πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης κάθε άλλο μέσο που προβλέπει το καταστατικό των πιστωτικών ιδρυμάτων, λαμβανομένων υπόψη των ιδιομορφιών ως προς τη σύσταση των αλληλασφαλιστικών ενώσεων, των συνεταιριστικών εταιρειών και των παρόμοιων φορέων και που θεωρείται ισοδύναμο με τις κοινές μετοχές από άποψη κεφαλαιακών ιδιοτήτων, ιδίως σε σχέση με την απορρόφηση των ζημιών. Τα μέσα που δεν έχουν την ίδια προτεραιότητα με τις κοινές μετοχές σε περίπτωση εκκαθάρισης ή δεν απορροφούν πλήρως τις ζημίες σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης με την ίδια προτεραιότητα και κατ’ αναλογία με τις κοινές μετοχές περιλαμβάνονται στην κατηγορία των υβριδικών μέσων κατά την έννοια του άρθρου 57 στοιχείο γα) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

(5)

Προκειμένου να αποφευχθεί η αναστάτωση των αγορών και να εξασφαλιστεί συνέχεια ως προς το συνολικό ύψος των ιδίων κεφαλαίων, είναι σκόπιμο να προβλεφθούν ειδικές μεταβατικές ρυθμίσεις για το νέο καθεστώς των κεφαλαιακών μέσων. Όταν θα έχει εξασφαλισθεί η ανάκαμψη, θα πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω η ποιότητα των βασικών ιδίων κεφαλαίων. Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μαζί με τυχόν ενδεικνυόμενες προτάσεις έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

(6)

Για τον σκοπό της ενίσχυσης του πλαισίου διαχείρισης κρίσεων της Κοινότητας, είναι αναγκαίο οι αρμόδιες αρχές να συντονίζουν αποτελεσματικά τις ενέργειές τους με τις άλλες αρμόδιες αρχές και, όπου χρειάζεται, με τις κεντρικές τράπεζες, μεταξύ άλλων με στόχο την άμβλυνση του συστημικού κινδύνου. Προκειμένου να ενισχυθεί η αποδοτικότητα της προληπτικής εποπτείας τραπεζικού ομίλου σε ενοποιημένη βάση, οι εποπτικές δραστηριότητες θα πρέπει να συντονίζονται αποτελεσματικότερα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να συσταθούν σώματα εποπτών. Η σύσταση σωμάτων εποπτών δεν θα πρέπει να επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών υπό την οδηγία 2006/48/ΕΚ. Η σύστασή τους θα πρέπει να αποτελέσει εργαλείο ισχυρότερης συνεργασίας, με το οποίο οι αρμόδιες αρχές θα επιτυγχάνουν συμφωνία όσον αφορά σημαντικές εποπτικές εργασίες. Τα σώματα εποπτών θα πρέπει να διευκολύνουν τον χειρισμό της διαρκούς εποπτείας και των επειγουσών καταστάσεων. Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή θα πρέπει, σε συνεργασία με τα λοιπά μέλη του εποπτικού σώματος, να αποφασίζει τη διοργάνωση συνεδριάσεων ή δραστηριοτήτων που δεν είναι γενικού ενδιαφέροντος και να βελτιστοποιεί αναλόγως τη συμμετοχή.

(7)

Οι όροι εντολής των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να λαμβάνουν καταλλήλως υπόψη την κοινοτική διάσταση. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει συνεπώς να εκτιμούν δεόντως την επίδραση των αποφάσεών τους επί της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος όλων των άλλων εμπλεκομένων κρατών μελών. Με την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η αρχή αυτή θα πρέπει να νοείται ως γενικός στόχος για την προαγωγή της χρηματοοικονομικής σταθερότητας ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι ως νομική υποχρέωση επίτευξης συγκεκριμένου αποτελέσματος από τις αρμόδιες αρχές.

(8)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν σε σώματα που έχουν συσταθεί για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων η μητρική επιχείρηση των οποίων βρίσκεται σε τρίτη χώρα. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θα πρέπει να παρέχει, εφόσον απαιτείται, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις προκειμένου να βελτιώσει τη σύγκλιση των μεθόδων εποπτείας σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ. Προκειμένου να αποφεύγονται οι ασυνέπειες και η καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, που θα μπορούσαν να προκύψουν από αποκλίσεις των μεθόδων και κανόνων που εφαρμόζουν τα διάφορα σώματα και από την εφαρμογή της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θα πρέπει να αναπτύξει κατευθυντήριες γραμμές για τις διαδικασίες και τους κανόνες που θα διέπουν τα σώματα αυτά.

(9)

Το άρθρο 129 παράγραφος 3 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ δεν θα πρέπει να θίγει τον καταμερισμό των ευθυνών μεταξύ αρμόδιων εποπτικών αρχών σε ενοποιημένη, υποενοποιημένη και ατομική βάση.

(10)

Τυχόν ελλείμματα πληροφόρησης μεταξύ των αρμόδιων αρχών της χώρας καταγωγής και της χώρας υποδοχής ενδέχεται να αποβούν επιζήμια για την οικονομική σταθερότητα στα κράτη μέλη υποδοχής. Τα δικαιώματα πληροφόρησης των εποπτικών αρχών στη χώρα υποδοχής, ιδιαίτερα σε περίπτωση κρίσης σημαντικών υποκαταστημάτων, θα πρέπει συνεπώς να ενισχυθούν. Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να οριστεί η έννοια των σημαντικών υποκαταστημάτων. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μεταδίδουν τις πληροφορίες ζωτικής σημασίας για την εκτέλεση των εργασιών των κεντρικών τραπεζών και των Υπουργείων Οικονομικών σε ό,τι αφορά χρηματοοικονομικές κρίσεις και την άμβλυνση του συστημικού κινδύνου.

(11)

Οι υπάρχουσες εποπτικές ρυθμίσεις θα πρέπει να χρειάζεται να αναπτυχθούν περαιτέρω. Τα σώματα εποπτών αποτελούν ένα πρόσθετο και σημαντικό βήμα προόδου για τη βελτιστοποίηση της εποπτικής συνεργασίας και σύγκλισης στην ΕΕ.

(12)

Η συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών που ασχολούνται με ομίλους και εταιρείες συμμετοχών, καθώς και με τις θυγατρικές και τα υποκαταστήματά τους, μέσω σωμάτων εποπτών αποτελεί ένα στάδιο της πορείας προς περαιτέρω κανονιστική σύγκλιση και εποπτική ολοκλήρωση. Είναι καίριας σημασίας η εμπιστοσύνη μεταξύ των εποπτών και ο σεβασμός προς τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους. Σε περίπτωση διένεξης μεταξύ μελών ενός εποπτικού σώματος σε σχέση με αυτές τις διαφορετικές αρμοδιότητες, είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν, σε κοινοτικό επίπεδο, μηχανισμοί για την ουδέτερη και ανεξάρτητη παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, τη διαμεσολάβηση και την επίλυση διενέξεων.

(13)

Η κρίση στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές έχει αποδείξει ότι ενδείκνυται να εξεταστεί περαιτέρω η ανάγκη μεταρρύθμισης του κανονιστικού και εποπτικού μοντέλου του χρηματοοικονομικού τομέα της ΕΕ.

(14)

Η Επιτροπή γνωστοποίησε, με την από 29 Οκτωβρίου 2008 ανακοίνωσή της με τίτλο «Από τη χρηματοοικονομική κρίση στην ανάκαμψη: ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο ανάληψης δράσης», ότι είχε προχωρήσει στη δημιουργία ομάδας εμπειρογνωμόνων, υπό την προεδρία του Jacques de Larosière (ομάδα Larosière), με αντικείμενο την εξέταση της οργάνωσης των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε να εξασφαλισθεί η ορθότητα της προληπτικής εποπτείας, η ορθολογική λειτουργία των αγορών και η ενίσχυση της συνεργασίας στην ΕΕ όσον αφορά την επιτήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, τον μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης και τη διαχείριση κρίσεων, περιλαμβανομένων των διασυνοριακών και διατομεακών κινδύνων, καθώς επίσης και την εξέταση της συνεργασίας μεταξύ της ΕΕ και άλλων ανάλογου μεγέθους περιοχών δικαιοδοσίας, ώστε να υποστηριχθεί η προστασία της χρηματοοικονομικής σταθερότητας σε παγκόσμιο επίπεδο.

(15)

Προκειμένου να επιτευχθεί ο αναγκαίος βαθμός εποπτικής σύγκλισης και συνεργασίας στην ΕΕ και να υποστηριχθεί η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, υπάρχει απόλυτη ανάγκη περαιτέρω ευρύτατων μεταρρυθμίσεων του ρυθμιστικού και εποπτικού μοντέλου του χρηματοοικονομικού τομέα της ΕΕ, και η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει γρήγορα προτάσεις τέτοιων μεταρρυθμίσεων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα συμπεράσματα που διατύπωσε στις 25 Φεβρουαρίου 2009 η ομάδα Larosière.

(16)

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και να προτείνει την απαιτούμενη νομοθεσία για την αντιμετώπιση των ατελειών που εντοπίσθηκαν στις διατάξεις περί περαιτέρω εποπτικής ολοκλήρωσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει να επιτευχθεί ισχυρότερος ρόλος για το εποπτικό σύστημα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

(17)

Η υπερβολική συγκέντρωση χρηματοδοτικών ανοιγμάτων σε έναν μόνον πελάτη ή σε μία μόνον ομάδα συνδεδεμένων πελατών μπορεί να οδηγήσει σε μη αποδεκτό κίνδυνο ζημιών. Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί επιζήμια για τη φερεγγυότητα ενός πιστωτικού ιδρύματος. Η επιτήρηση και ο έλεγχος των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων ενός πιστωτικού ιδρύματος θα πρέπει συνεπώς να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εποπτείας του.

(18)

Το τρέχον καθεστώς μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων χρονολογείται από το 1992. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αναθεωρηθούν οι υφιστάμενες απαιτήσεις για τα μεγάλα ανοίγματα που ορίζονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ και στην οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (6).

(19)

Δεδομένου ότι τα πιστωτικά ιδρύματα εντός της εσωτερικής αγοράς τελούν σε άμεσο ανταγωνισμό, θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω εναρμόνιση των βασικών κανόνων για την επιτήρηση και τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Προκειμένου να μειωθούν τα διοικητικά έξοδα των πιστωτικών ιδρυμάτων, θα πρέπει να μειωθεί ο αριθμός των επιλογών των κρατών μελών όσον αφορά τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα.

(20)

Προκειμένου να εντοπιστεί η ύπαρξη ομάδας συνδεδεμένων πελατών και συνεπώς χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που συνιστούν ενιαίο κίνδυνο, είναι σημαντικό να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι κίνδυνοι που προκύπτουν από κοινή πηγή σημαντικής χρηματοδότησης που παρέχεται από το πιστωτικό ίδρυμα ή την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων, το χρηματοοικονομικό της όμιλο ή τα συνδεδεμένα μέρη.

(21)

Ενώ είναι επιθυμητό να βασίζεται ο υπολογισμός της αξίας του χρηματοδοτικού ανοίγματος σε εκείνη που προβλέπεται για τους σκοπούς των απαιτήσεων σε ελάχιστα ίδια κεφάλαια, είναι πρέπον να θεσπιστούν κανόνες για την επιτήρηση των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων χωρίς να εφαρμόζονται συντελεστές στάθμισης ή βαθμοί κινδύνου. Επιπλέον, οι τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου που εφαρμόζονται στο καθεστώς φερεγγυότητας σχεδιάστηκαν με την υπόθεση ότι ο πιστωτικός κίνδυνος είναι αρκετά διευρυμένος. Στην περίπτωση μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, όπου αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος συγκέντρωσης σε μία μόνον επιχείρηση, ο πιστωτικός κίνδυνος δεν είναι αρκετά διευρυμένος. Ως εκ τούτου, οι συνέπειες αυτών των τεχνικών θα πρέπει να υπόκεινται σε προληπτικές εποπτικές δικλείδες. Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητο να προβλέπεται αποτελεσματική αποκατάσταση της πιστωτικής προστασίας για τους σκοπούς των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων.

(22)

Δεδομένου ότι η ζημία που προκύπτει από χρηματοδοτικό άνοιγμα σε πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να είναι εξίσου σοβαρή με τη ζημία από οποιοδήποτε άλλο άνοιγμα, αυτά τα ανοίγματα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται και να δηλώνονται όπως και όλα τα άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα. Ωστόσο, για να μετριαστούν οι δυσανάλογες επιπτώσεις της προσέγγισης αυτής στα μικρότερα ιδρύματα, έχει εισαχθεί εναλλακτικό ποσοτικό όριο. Επιπλέον, εξαιρούνται τα πολύ βραχυπρόθεσμα ανοίγματα που σχετίζονται με μεταβίβαση χρηματικών ποσών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πληρωμής, εκκαθάρισης, διακανονισμού και φύλαξης προς πελάτες, ώστε να διευκολύνεται η ομαλή λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών και της σχετικής υποδομής. Οι υπηρεσίες αυτές καλύπτουν, για παράδειγμα, την εκτέλεση πράξεων εκκαθάρισης και διακανονισμού σε μετρητά και παρόμοιων δραστηριοτήτων για τη διευκόλυνση του διακανονισμού. Τα σχετικά ανοίγματα περιλαμβάνουν ανοίγματα που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν και συνεπώς δεν ελέγχονται πλήρως από το πιστωτικό ίδρυμα, όπως, μεταξύ άλλων, υπόλοιπα σε διατραπεζικούς λογαριασμούς που προκύπτουν από πληρωμές πελατών, περιλαμβανομένων των τελών ή τόκων που πιστώνονται ή χρεώνονται, άλλες πληρωμές για υπηρεσίες προς πελάτες, καθώς και εξασφαλίσεις που δίδονται ή λαμβάνονται.

(23)

Οι διατάξεις της οδηγίας 2006/48/ΕΚ σχετικά με τους εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης (ECAI) θα πρέπει να έχουν συνοχή με εκείνες του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με τους οργανισμούς διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας (7). Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θα πρέπει, ιδίως, να αναθεωρήσει τις κατευθυντήριες γραμμές της όσον αφορά την αναγνώριση εξωτερικών οργανισμών πιστοληπτικής αξιολόγησης, ώστε να αποφευχθεί η διπλή εργασία και να μειωθεί το διοικητικό βάρος της διαδικασίας αναγνώρισης, όταν ένας ECAI είναι καταχωρισμένος ως οργανισμός διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας (CRA) σε κοινοτικό επίπεδο.

(24)

Είναι σημαντική η κατάργηση της απόκλισης συμφερόντων μεταξύ εταιρειών που «επανασυσκευάζουν» δάνεια σε διαπραγματεύσιμους τίτλους και άλλα χρηματοοικονομικά μέσα (μεταβιβάζοντα ή ανάδοχα ιδρύματα) και εταιρειών που επενδύουν σε αυτούς τους τίτλους ή αυτά τα μέσα (επενδυτές). Είναι επίσης σημαντικό να υπάρχει ευθυγράμμιση συμφερόντων ανάμεσα στο μεταβιβάζον ή ανάδοχο ίδρυμα και τους επενδυτές. Για να επιτευχθεί αυτό, το μεταβιβάζον ή ανάδοχο ίδρυμα θα πρέπει να διατηρεί σημαντική συμμετοχή στα υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να διατηρούν τα μεταβιβάζοντα ή ανάδοχα ιδρύματα άνοιγμα στον κίνδυνο των εν λόγω δανείων. Γενικότερα, οι πράξεις τιτλοποίησης δεν θα πρέπει να διαρθρώνονται κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η εφαρμογή της υποχρέωσης διατήρησης, ιδίως μέσω οιασδήποτε διάρθρωσης προμήθειας ή περιθωρίου ή και των δύο. Η διατήρηση αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις περιστάσεις στις οποίες εφαρμόζεται η οικονομική ουσία της τιτλοποίησης σύμφωνα με τον ορισμό της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, ανεξαρτήτως των συγκεκριμένων νομικών δομών ή μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη αυτής της οικονομικής ουσίας. Ειδικότερα στις περιπτώσεις στις οποίες ο πιστωτικός κίνδυνος μεταφέρεται μέσω τιτλοποίησης, οι επενδυτές θα πρέπει να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους μόνον αφού έχουν επιδείξει τη δέουσα εις βάθος επιμέλεια, για την οποία χρειάζονται επαρκή πληροφόρηση σχετικά με τις τιτλοποιήσεις.

(25)

Τα μέσα αντιμετώπισης τυχόν αναντιστοιχίας αυτών των δομών πρέπει να είναι συνεπή και συνεκτικά σε όλες τις συναφείς κανονιστικές ρυθμίσεις του χρηματοοικονομικού τομέα. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις για να εξασφαλίσει αυτή τη συνέπεια και συνοχή. Δεν θα πρέπει να υπάρχει πολλαπλή εφαρμογή των απαιτήσεων διατήρησης. Για οποιαδήποτε συγκεκριμένη τιτλοποίηση αρκεί να υπόκειται στην απαίτηση αυτή ένας μόνον από το μεταβιβάζον ίδρυμα, το ανάδοχο ίδρυμα ή τον αρχικό δανειοδότη. Ομοίως, όταν οι πράξεις τιτλοποίησης εμπεριέχουν άλλες τιτλοποιήσεις ως υποκείμενο στοιχείο, η υποχρέωση διατήρησης θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στην τιτλοποίηση που υπόκειται στην επένδυση. Οι αγορασθείσες απαιτήσεις δεν θα πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση διατήρησης αν προκύπτουν από επιχειρηματική δραστηριότητα στο πλαίσιο της οποίας μεταβιβάζονται ή πωλούνται με έκπτωση για να χρηματοδοτηθεί η δραστηριότητα αυτή. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εφαρμόζουν τη στάθμιση κινδύνου σε σχέση με τη μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας και διαχείρισης κινδύνου σε περίπτωση τιτλοποίησης, για μη ασήμαντες παραβιάσεις πολιτικών και διαδικασιών οι οποίες αφορούν την ανάλυση των υποκείμενων κινδύνων.

(26)

Στη διακήρυξη για την ενίσχυση του χρηματοοικονομικού συστήματος της 2ας Απριλίου 2009, οι ηγέτες της G20 ζήτησαν από την Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας και από τις αρμόδιες αρχές να εξετάσουν έως το 2010 τις απαιτήσεις για δέουσα επιμέλεια και ποσοτική διατήρηση συμφερόντων για την τιτλοποίηση. Υπό το πρίσμα των διεθνών αυτών εξελίξεων, και προκειμένου να αμβλυνθούν αποτελεσματικότερα οι συστημικοί κίνδυνοι που πηγάζουν από τις αγορές τιτλοποιήσεων, η Επιτροπή, πριν από το τέλος του 2009 και αφού ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, θα πρέπει να αποφασίσει αν πρέπει να προταθεί αυξημένη απαίτηση διατήρησης και αν οι μέθοδοι υπολογισμού της απαίτησης διατήρησης επιτυγχάνουν τον στόχο μιας καλύτερης ευθυγράμμισης συμφερόντων μεταξύ μεταβιβαζόντων ή ανάδοχων ιδρυμάτων και επενδυτών.

(27)

Η δέουσα επιμέλεια θα πρέπει να χρησιμοποιείται για να εκτιμώνται καταλλήλως οι κίνδυνοι από ανοίγματα σε τιτλοποιήσεις είτε εντός είτε εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Επιπροσθέτως, οι υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας πρέπει να είναι αναλογικές. Οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας θα πρέπει να συμβάλλουν στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης μεταξύ μεταβιβαζόντων ιδρυμάτων, ανάδοχων ιδρυμάτων και επενδυτών. Ενδείκνυται συνεπώς να υπάρχει κατάλληλη δημοσιοποίηση των πληροφοριών που αφορούν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας.

(28)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν επαρκές προσωπικό και πόρους για να συμμορφωθούν προς τις εποπτικές υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και ότι οι υπάλληλοι που σχετίζονται με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας διαθέτουν τις κατάλληλες γνώσεις και πείρα για την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί.

(29)

Το παράρτημα III της οδηγίας 2006/48/ΕΚ θα πρέπει να προσαρμοστεί προκειμένου να αποσαφηνιστούν ορισμένες διατάξεις με στόχο τη βελτίωση της σύγκλισης των μεθόδων εποπτείας.

(30)

Οι πρόσφατες εξελίξεις στην αγορά τόνισαν το γεγονός ότι η διαχείριση κινδύνου ρευστότητας συνιστά βασικό καθοριστικό παράγοντα της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των υποκαταστημάτων τους. Τα κριτήρια που ορίζονται στα παραρτήματα V και XI της οδηγίας 2006/48/ΕΚ θα πρέπει να ενισχυθούν προκειμένου να ευθυγραμμιστούν εκείνες οι διατάξεις με το έργο που διεξάγουν η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας και η Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας.

(31)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της οδηγίας 2006/48/ΕΚ θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, περί καθορισμού των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (8).

(32)

Συγκεκριμένα, θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιεί το παράρτημα III της οδηγίας 2006/48/ΕΚ προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, ή στα λογιστικά πρότυπα ή στις απαιτήσεις που λαμβάνουν υπόψη την κοινοτική νομοθεσία ή σε σχέση με τη σύγκλιση των μεθόδων εποπτείας. Δεδομένου ότι τα εν λόγω μέτρα είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(33)

Η χρηματοοικονομική κρίση έδειξε ότι χρειάζεται καλύτερη ανάλυση και αντιμετώπιση των μακροπροληπτικών προβλημάτων – τα οποία βρίσκονται στο σημείο τομής μεταξύ της μακροοικονομικής πολιτικής και της ρύθμισης του χρηματοοικονομικού συστήματος. Θα χρειαστεί, μεταξύ άλλων, να εξεταστούν μέτρα που να αμβλύνουν τις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου, καθώς και η ανάγκη για τα πιστωτικά ιδρύματα να δημιουργούν, όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, αντικυκλικές εφεδρείες που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη φάση της κάμψης, περιλαμβανομένης της δυνατότητας σχηματισμού πρόσθετων αποθεματικών, τον «δυναμικό σχηματισμό προβλέψεων» και τη δυνατότητα μείωσης των κεφαλαιακών εφεδρειών στους δύσκολους καιρούς, ώστε να εξασφαλίζεται επαρκής διαθεσιμότητα κεφαλαίου για το σύνολο του κύκλου· να εξεταστεί η λογική που διέπει τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων στην οδηγία 2006/48/ΕΚ, και να εξεταστούν μέτρα συμπληρωματικά προς τις απαιτήσεις βάσει κινδύνου για τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να συγκρατηθεί αποτελεσματικότερα η αύξηση της μόχλευσης στο τραπεζικό σύστημα.

(34)

Επομένως, η Επιτροπή θα πρέπει, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, να προβεί σε συνολική επανεξέταση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ με στόχο την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων και να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση μαζί με τυχόν ενδεικνυόμενες προτάσεις.

(35)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει και να υποβάλει έκθεση σχετικά με μέτρα για την ενίσχυση της διαφάνειας των εξωχρηματιστηριακών αγορών, ώστε να αμβλυνθούν οι κίνδυνοι αντισυμβαλλομένου και γενικότερα να μειωθούν οι συνολικοί κίνδυνοι, όπως με τον συμψηφισμό των συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης μέσω κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Η δημιουργία και ανάπτυξη κεντρικών αντισυμβαλλομένων στην ΕΕ θα πρέπει να ενθαρρυνθεί, με την επιφύλαξη υψηλών προτύπων λειτουργίας και προληπτικής εποπτείας, καθώς και αποτελεσματικής εποπτείας. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει την έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μαζί με οποιεσδήποτε ενδεικνυόμενες προτάσεις, λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, τις παράλληλες πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται σε παγκόσμιο επίπεδο.

(36)

Η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την εφαρμογή του άρθρου 113 παράγραφος 4 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και να καταρτίσει σχετική έκθεση, συμπεριλαμβάνοντας την εξέταση του ζητήματος εάν οι εξαιρέσεις θα πρέπει να υπόκεινται σε εθνική διακριτική ευχέρεια. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μαζί με οιεσδήποτε ενδεικνυόμενες προτάσεις. Οι εξαιρέσεις και οι ευχέρειες επιλογής θα πρέπει να καταργηθούν αν δεν υπάρχει αποδεδειγμένη ανάγκη για τη διατήρησή τους, προκειμένου να επιτευχθεί ενιαίο σύνολο συνεπών κανόνων σε ολόκληρη την Κοινότητα.

(37)

Τα ειδικά χαρακτηριστικά της μικροπίστωσης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση κινδύνου και η ανάπτυξη της μικροπίστωσης θα πρέπει να ενθαρρυνθεί. Επιπλέον, δεδομένης της μικρής ανάπτυξης της μικροπίστωσης, χρειάζεται να προωθηθεί η ανάπτυξη επαρκών συστημάτων πιστωτικής διαβάθμισης, συμπεριλαμβανομένων τυποποιημένων συστημάτων διαβάθμισης προσαρμοσμένων στους κινδύνους των δραστηριοτήτων μικροπίστωσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνήσουν για την αναλογικότητα του πλαισίου προληπτικής εποπτείας και παρακολούθησης των δραστηριοτήτων μικροπίστωσης σε εθνικό επίπεδο.

(38)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση κανόνων σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και η προληπτική τους εποπτεία, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, διότι απαιτείται εναρμόνιση πολλών διαφορετικών υφισταμένων κανόνων στα νομικά συστήματα των διαφόρων κρατών μελών, και μπορούν συνεπώς να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(39)

Σύμφωνα με την παράγραφο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (9), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίζουν, προς ίδια χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι θα αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία μεταξύ της παρούσας οδηγίας και των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, και να τους δημοσιοποιήσουν.

(40)

Θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθούν αναλόγως οι οδηγίες 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2007/64/ΕΚ (10),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2006/48/ΕΚ

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 3 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το εισαγωγικό μέρος του πρώτου εδαφίου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα που υφίστανται στο αυτό κράτος μέλος και τα οποία συνδέονται κατά τρόπο μόνιμο με κεντρικό οργανισμό, ο οποίος τα εποπτεύει και είναι εγκατεστημένος στο αυτό κράτος μέλος, δύνανται να εξαιρεθούν από τις προϋποθέσεις των άρθρων 7 και 11 παράγραφος 1, αν στο εθνικό δίκαιο προβλέπεται ότι:»·

β)

το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο διαγράφονται.

2)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6)

“δρύματα”: για τους σκοπούς των τμημάτων 2, 3 και 5 του τίτλου V κεφάλαιο 2, τα ιδρύματα σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ.»·

β)

το σημείο 45 στοιχείο β), αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

δύο ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει σχέση ελέγχου κατά την έννοια του στοιχείου α), αλλά τα οποία θεωρούνται ως αποτελούντα έναν ενιαίο κίνδυνο διότι συνδέονται μεταξύ τους κατά τρόπο που, εάν ένα από αυτά αντιμετωπίζει χρηματοοικονομικά προβλήματα, και ιδίως δυσκολίες χρηματοδότησης ή αποπληρωμής, το άλλο ή όλα τα άλλα πιθανόν να αντιμετωπίσουν επίσης δυσκολίες χρηματοδότησης ή αποπληρωμής.»·

γ)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«48)

“Αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή” είναι η αρχή που είναι αρμόδια για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ και των πιστωτικών ιδρυμάτων που ελέγχονται από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών της ΕΕ.».

3)

Στο άρθρο 40 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Κατά την άσκηση των γενικών καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους εκτιμούν δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος όλων των άλλων εμπλεκομένων κρατών μελών και, ιδίως, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή.».

4)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 42α

1.   Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους υποδοχής δύναται να ζητήσουν από την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 129 παράγραφος 1, ή από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, να θεωρηθεί σημαντικό το υποκατάστημα ενός πιστωτικού ιδρύματος.

Το αίτημα παρέχει τους λόγους για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, ιδιαίτερα όσον αφορά τα εξής:

α)

κατά πόσο το μερίδιο αγοράς σε καταθέσεις που κατέχει το υποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος υπερβαίνει το 2 % στο κράτος μέλος υποδοχής·

β)

τον πιθανό αντίκτυπο της αναστολής ή του τερματισμού των εργασιών του πιστωτικού ιδρύματος στη ρευστότητα της αγοράς και στα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού του κράτους μέλους υποδοχής· και

γ)

το μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος σε σχέση με τον αριθμό των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού ή του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 129 παράγραφος 1, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά τον καθορισμό υποκαταστήματος ως σημαντικού.

Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός δύο μηνών από την παραλαβή αίτησης βάσει του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αποφασίζουν οι ίδιες, εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών, εάν το υποκατάστημα είναι σημαντικό. Για την απόφαση αυτή, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν υπόψη όλες τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής ή των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής.

Οι αποφάσεις που αναφέρονται στο τρίτο και τέταρτο εδάφιο εκτίθενται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, αναγνωρίζονται δε ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη.

Ο καθορισμός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών υπό την παρούσα οδηγία.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 132 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και εκτελούν τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 129 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

Εάν αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης εντός πιστωτικού ιδρύματος, κατά το άρθρο 130 παράγραφος 1, ειδοποιεί το συντομότερο πρακτικά δυνατό τις αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 49 παράγραφος 4 και στο άρθρο 50.

3.   Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 131α, οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν ένα πιστωτικό ίδρυμα με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη συστήνουν σώμα εποπτών υπό την προεδρία τους, προκειμένου να διευκολύνουν τη συνεργασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 42. Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, έπειτα από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αποφασίζει για το ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις εκάστοτε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.

Για την απόφαση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνεται υπόψη η σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται για τις αρχές αυτές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 40 παράγραφος 3, και οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή με τα μέτρα που λαμβάνονται.

Άρθρο 42β

1.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα εποπτικά εργαλεία και τις εποπτικές πρακτικές κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που υιοθετούνται με βάση την παρούσα οδηγία. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας·

β)

οι αρμόδιες αρχές ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις, πρότυπα και άλλα μέτρα που συμφωνούνται από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας και, εάν δεν το πράξουν, εξηγούν τους σχετικούς λόγους·

γ)

οι εθνικοί όροι εντολής των αρμόδιων αρχών δεν τις εμποδίζουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους ως μέλη της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

2.   Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας υποβάλλει έκθεση ανά έτος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο που πραγματοποιήθηκε προς την εποπτική σύγκλιση, ξεκινώντας από την 1η Ιανουαρίου 2011.».

5)

Το άρθρο 49 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο πρώτο εδάφιο, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

στις κεντρικές τράπεζες του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και σε άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος.»·

β)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως προβλέπεται στο άρθρο 130 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν πληροφορίες στις κεντρικές τράπεζες του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος.».

6)

Στο άρθρο 50 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως προβλέπεται στο άρθρο 130 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να γνωστοποιούν πληροφορίες συναφείς με τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου σε όλα τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη.».

7)

Το άρθρο 57 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

Το κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, εφόσον έχει καταβληθεί, προσαυξημένο κατά τη διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, απορροφά πλήρως τις ζημίες σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης, και σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης ιεραρχείται μετά από όλες τις άλλες αξιώσεις.»·

β)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«γα)

μέσα άλλα από τα σημειούμενα στο στοιχείο α), τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 63 παράγραφος 2 στοιχεία α), γ), δ) και ε) και του άρθρου 63α·»·

γ)

το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τους σκοπούς του στοιχείου β), τα κράτη μέλη επιτρέπουν το συνυπολογισμό των προσωρινών κερδών ή των κερδών κατά το τέλος του έτους, προτού ληφθεί επίσημα η σχετική απόφαση, μόνον εάν τα κέρδη αυτά έχουν ελεγχθεί από πρόσωπα αρμόδια για τον έλεγχο των λογαριασμών και εάν οι αρμόδιες αρχές λάβουν ικανοποιητικές αποδείξεις ότι το ύψος τους έχει εκτιμηθεί σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στην οδηγία 86/635/ΕΟΚ και είναι καθαρό από κάθε προβλέψιμη επιβάρυνση και πρόβλεψη για μερίσματα.».

8)

Στο άρθρο 61, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η έννοια των ιδίων κεφαλαίων, όπως ορίζεται στα στοιχεία α) έως η) του άρθρου 57, περιλαμβάνει ένα μέγιστο αριθμό στοιχείων και ποσών. Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν σχετικά με τη χρήση των στοιχείων αυτών και με την αφαίρεση στοιχείων άλλων από εκείνα που απαριθμούνται στα στοιχεία θ) έως ιη) του άρθρου 57.».

9)

Στο άρθρο 63 παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57 πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στα στοιχεία α), γ), δ) και ε) του παρόντος άρθρου.».

10)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 63α

1.   Τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57 πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.

2.   Τα μέσα πρέπει να είναι χωρίς ημερομηνία λήξης ή να έχουν αρχική ληκτότητα τουλάχιστον 30 έτη. Αυτά τα μέσα δύνανται να περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα δικαιώματα αγοράς κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη, αλλά δεν πρέπει να εξαγοράζονται πριν από την πάροδο πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσης. Εάν οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα χωρίς ημερομηνία λήξης προβλέπουν ένα ήπιο κίνητρο εξαγοράς για το πιστωτικό ίδρυμα, όπως καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές, αυτό το κίνητρο δεν πρέπει να προκύπτει πριν από την πάροδο δέκα ετών από την ημερομηνία έκδοσης. Οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης δεν επιτρέπουν κανένα κίνητρο εξαγοράς σε άλλη ημερομηνία πλην της ημερομηνίας λήξης.

Τα μέσα με και χωρίς ημερομηνία λήξης μπορεί να αγοραστούν ή να εξαγοραστούν μόνο με την εκ των προτέρων έγκριση των αρμόδιων αρχών. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγήσουν άδεια, υπό τον όρο ότι η αίτηση γίνεται με πρωτοβουλία του πιστωτικού ιδρύματος και δεν επηρεάζονται αδικαιολόγητα η οικονομική κατάσταση ή οι συνθήκες φερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτήσουν από τα ιδρύματα να αντικαταστήσουν το μέσο με στοιχεία ίδιας ή καλύτερης ποιότητας από αυτά που αναφέρονται στο στοιχείο α) ή γα) του άρθρου 57.

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν αναστολή της εξαγοράς των μέσων με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης, εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 75, και μπορούν να απαιτούν την αναστολή αυτή σε άλλες χρονικές στιγμές με βάση την οικονομική κατάσταση και την κατάσταση φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να χορηγήσει άδεια οποιαδήποτε στιγμή για πρόωρη εξαγορά των μέσων με ή χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης, στην περίπτωση που υπάρχει αλλαγή στην ισχύουσα φορολογική μεταχείριση ή την κανονιστική ταξινόμηση των μέσων αυτών η οποία δεν προβλεπόταν κατά την ημερομηνία έκδοσης.

3.   Οι διατάξεις που διέπουν το μέσο πρέπει να επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να ακυρώνει, όταν είναι απαραίτητο, την πληρωμή τόκου ή μερισμάτων για απεριόριστο χρονικό διάστημα, σε μη σωρευτική βάση.

Ωστόσο, το πιστωτικό ίδρυμα ακυρώνει αυτές τις πληρωμές εάν δεν συμμορφώνεται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 75.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτήσουν την ακύρωση των πληρωμών αυτών, με βάση την οικονομική κατάσταση και την κατάσταση φερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος. Κάθε τέτοια τυχόν ακύρωση δεν θίγει το δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος να αντικαταστήσει την πληρωμή τόκου ή μερίσματος με πληρωμή υπό μορφή μέσου αναφερόμενου στο άρθρο 57 στοιχείο α), υπό τον όρο ότι οποιοσδήποτε τέτοιος μηχανισμός επιτρέπει στο πιστωτικό ίδρυμα να διαφυλάττει χρηματοοικονομικούς πόρους. Η αντικατάσταση αυτή ενδέχεται να εξαρτάται από συγκεκριμένες προϋποθέσεις που ορίζουν οι αρμόδιες αρχές.

4.   Οι διατάξεις που διέπουν το μέσο πρέπει να προβλέπουν ότι το αρχικό κεφάλαιο, οι μη καταβληθέντες τόκοι ή τα μη καταβληθέντα μερίσματα είναι τέτοια ώστε να απορροφούν ζημίες και να μην εμποδίζουν την ανακεφαλαιοποίηση του πιστωτικού ιδρύματος μέσω κατάλληλων μηχανισμών, καταρτιστέων από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας σύμφωνα με την παράγραφο 6.

5.   Σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης του πιστωτικού ιδρύματος, τα μέσα ιεραρχούνται χαμηλότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 63 παράγραφος 2.

6.   Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά τα μέσα κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και το άρθρο 57 στοιχείο α) και παρακολουθεί την εφαρμογή τους. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή εξετάζει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη τυχόν από κατάλληλες προτάσεις για την εξασφάλιση της ποιότητας των ιδίων κεφαλαίων.».

11)

Στο άρθρο 65 παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τα δικαιώματα της μειοψηφίας κατά την έννοια του άρθρου 21 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, σε περίπτωση χρησιμοποίησης της μεθόδου της πλήρους ενοποίησης. Τυχόν μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57, τα οποία δημιουργούν δικαιώματα μειοψηφίας, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζουν το άρθρο 63 παράγραφος 2 στοιχεία α), γ), δ) και ε) και τα άρθρα 63α και 66».

12)

Το άρθρο 66 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται ως εξής:

«1.   Τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 57 στοιχεία δ) έως η) υπόκεινται στους εξής περιορισμούς:

α)

το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) έως η) του άρθρου 57 δεν πρέπει να υπερβαίνει το 100 %, κατ’ ανώτατο όριο, των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα) μείον θ), ι) και ια) του εν λόγω άρθρου· και

β)

το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία ζ) και η) του άρθρου 57 δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50 %, κατ’ ανώτατο όριο, των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα) μείον θ), ι) και ια) του εν λόγω άρθρου.

1α.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57 υπόκειται στους εξής περιορισμούς:

α)

τα μέσα που πρέπει να μετατρέπονται σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και που δύνανται να μετατραπούν, με πρωτοβουλία της αρμόδιας αρχής, ανά πάσα στιγμή, με γνώμονα την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδίδοντος ιδρύματος, σε στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο α) του άρθρου 57 εντός προκαθορισμένου εύρους δεν πρέπει να υπερβαίνουν συνολικά το 50 %, κατ’ ανώτατο όριο, των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα) μείον θ), ι) και ια) του εν λόγω άρθρου·

β)

εντός του ορίου που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, όλα τα άλλα μέσα δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 35 %, κατ’ ανώτατο όριο, των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα) μείον θ), ι) και ια) του άρθρου 57·

γ)

εντός των ορίων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου, τα μέσα με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης και κάθε μέσο για το οποίο οι διατάξεις που το διέπουν προβλέπουν κίνητρο εξαγοράς από το πιστωτικό ίδρυμα, δεν υπερβαίνουν το 15 %, κατ’ ανώτατο όριο, των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα) μείον θ), ι) και ια) του άρθρου 57·

δ)

το ποσό των στοιχείων που υπερβαίνει τα όρια που ορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ) πρέπει να υπόκειται στα όρια που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

2.   Το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία ιβ) έως ιη) του άρθρου 57 αφαιρείται κατά το ήμισυ από το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα), μείον τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία θ), ι) και ια) του ίδιου άρθρου και κατά το ήμισυ από τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) έως η) του εν λόγω άρθρου, κατόπιν εφαρμογής των περιορισμών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Εάν το ήμισυ του αθροίσματος των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία ιβ) έως ιη) του άρθρου 57 είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) έως η) του ιδίου άρθρου, η διαφορά αφαιρείται από το άθροισμα των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα), μείον τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία θ), ι) και ια) του εν λόγω άρθρου. Εάν τα στοιχεία που απαριθμούνται στο στοιχείο ιη) του άρθρου 57 έχουν ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 75, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο παράρτημα ΙΧ μέρος 4, τότε δεν αφαιρούνται.»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως εξής:

«4.   Προσωρινά και σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να υπερβαίνουν τα όρια που θεσπίζονται στις παραγράφους 1 και 1α.».

13)

Στον τίτλο V κεφάλαιο 2 τμήμα 2 υποτμήμα 2, ο υπότιτλος «Υπολογισμός των απαιτήσεων» αντικαθίσταται ως εξής: «Υπολογισμός και απαιτήσεις κοινοποίησης».

14)

Στο άρθρο 74 παράγραφος 2, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το πρώτο εδάφιο:

«Για τη διαβίβαση των υπολογισμών αυτών από τα πιστωτικά ιδρύματα, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν, από 31 Δεκεμβρίου 2012, ενιαίους μορφότυπους, ενιαίες συχνότητες και ενιαίες ημερομηνίες διαβίβασης. Προς διευκόλυνση τούτου, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για την εισαγωγή, εντός της Κοινότητας, ενιαίου μορφότυπου διαβίβασης στοιχείων πριν από την 1η Ιανουαρίου 2012. Οι μορφότυποι διαβίβασης στοιχείων είναι ανάλογοι με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων.».

15)

Στο άρθρο 81 η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν έναν ΕCAI ως επιλέξιμο για τους σκοπούς του άρθρου 80 μόνον εφόσον έχουν πεισθεί ότι η μεθοδολογία αξιολόγησης ανταποκρίνεται στα κριτήρια της αντικειμενικότητας, της ανεξαρτησίας, της συνεχούς αναθεώρησης και της διαφάνειας και ότι οι απορρέουσες πιστοληπτικές αξιολογήσεις ανταποκρίνονται στα κριτήρια της αξιοπιστίας και της διαφάνειας. Για τους σκοπούς αυτούς οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που αναφέρονται στο παράρτημα VI, Μέρος 2. Όταν ένας ECAI είναι καταχωρισμένος ως οργανισμός διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας (CRA) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τους οργανισμούς διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας (11), οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της αντικειμενικότητας, της ανεξαρτησίας, της συνεχούς αναθεώρησης και της διαφάνειας, όσον αφορά τη μέθοδο αξιολόγησης που αυτός χρησιμοποιεί.

16)

Το άρθρο 87 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 11 αντικαθίσταται ως εξής:

«11.   Όταν τα ανοίγματα υπό τη μορφή οργανισμού συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ) πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στο παράρτημα VI μέρος 1 παράγραφοι 77 και 78 και το πιστωτικό ίδρυμα έχει γνώση όλων ή μέρους των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, το πιστωτικό ίδρυμα εξετάζει τα εν λόγω υποκείμενα ανοίγματα προκειμένου να υπολογίσει τα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος και το ύψος των αναμενόμενων ζημιών σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν υποτμήμα. Η παράγραφος 12 εφαρμόζεται στο μέρος των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ για το οποίο δεν έχει γνώση ή δεν θα μπορούσε εύλογα να έχει γνώση το πιστωτικό ίδρυμα. Ειδικότερα, η παράγραφος 12 εφαρμόζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες θα ήταν αδικαιολόγητα μεγάλη επιβάρυνση για το πιστωτικό ίδρυμα να εξετάσει τα υποκείμενα ανοίγματα προκειμένου να υπολογίσει τα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος και το ύψος των αναμενόμενων ζημιών σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν υποτμήμα.

Όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να χρησιμοποιεί τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν υποτμήμα για όλα ή μέρος των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, τα σταθμισμένα ανοίγματα και οι αναμενόμενες ζημίες υπολογίζονται σύμφωνα με τις εξής μεθόδους:

α)

όσον αφορά ανοίγματα της κλάσης του στοιχείου ε) του άρθρου 86 παράγραφος 1, ισχύει η μέθοδος του παραρτήματος VII μέρος 1 παράγραφοι 19 έως 21·

β)

όσον αφορά όλα τα υπόλοιπα υποκείμενα ανοίγματα, ισχύει η μέθοδος που αναφέρεται στα άρθρα 78 έως 83 με τις κάτωθι τροποποιήσεις:

i)

όσον αφορά ανοίγματα που υπόκεινται σε συγκεκριμένο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για μη διαβαθμισμένα ανοίγματα ή που υπόκεινται στη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας που αντιστοιχεί στον ανώτερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για μια δεδομένη κλάση ανοιγμάτων, η στάθμιση κινδύνου πρέπει να πολλαπλασιάζεται επί 2, αλλά δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1 250 %·

ii)

όσον αφορά όλα τα υπόλοιπα ανοίγματα, η στάθμιση κινδύνου πρέπει να πολλαπλασιάζεται επί 1,1 και να έχει τιμή τουλάχιστον 5 %.

Εάν, για τους σκοπούς του στοιχείου α), το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση να διαφοροποιήσει μεταξύ ανοιγμάτων σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο και άλλες μετοχές, οφείλει να αντιμετωπίζει τα υπόψη ανοίγματα σαν ανοίγματα σε άλλες μετοχές. Με την επιφύλαξη του άρθρου 154 παράγραφος 6, όπου αυτά τα ανοίγματα, μαζί με τα άμεσα ανοίγματα του πιστωτικού ιδρύματος σε αυτή την κλάση ανοιγμάτων, δεν είναι ουσιώδη κατά την έννοια του άρθρου 89 παράγραφος 2, μπορεί να εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 89 με την έγκριση των αρμοδίων αρχών.»·

β)

ςστην παράγραφο 12, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Αντί της μεθόδου που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν τα ίδια ή να αναθέτουν σε τρίτο τον υπολογισμό και την αναφορά των μέσων σταθμισμένων ανοιγμάτων βάσει των υποκείμενων ανοιγμάτων των ΟΣΕ και σύμφωνα με τις μεθόδους που σημειώνονται στην παράγραφο 11 στοιχεία α) και β), εφόσον εξασφαλίζεται καταλλήλως η ορθότητα του υπολογισμού και της αναφοράς.».

17)

Στο άρθρο 89 παράγραφος 1 το εισαγωγικό μέρος του στοιχείου δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων των κρατών μελών και έναντι των περιφερειακών κυβερνήσεων, τοπικών αρχών και διοικητικών φορέων τους, υπό την προϋπόθεση ότι:».

18)

Το άρθρο 97 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν έναν ΕCAI ως επιλέξιμο για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μόνον εφόσον πεισθούν ότι συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 81, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια του παραρτήματος VI, Μέρος 2, και ότι διαθέτει αποδεδειγμένες ικανότητες στον τομέα των τιτλοποιήσεων, απόδειξη του οποίου μπορεί να είναι η ευρεία αποδοχή από την αγορά. Όταν ένας ECAI είναι καταχωρισμένος ως οργανισμός διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας (CRA) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της αντικειμενικότητας, της ανεξαρτησίας, της συνεχούς αναθεώρησης και της διαφάνειας, όσον αφορά τη μέθοδο αξιολόγησης που αυτός χρησιμοποιεί.».

19)

Το άρθρο 106 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται ως εξής:

«2.   Στα χρηματοδοτικά ανοίγματα δεν συμπεριλαμβάνονται:

α)

στην περίπτωση των πράξεων συναλλάγματος, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν κατά τη συνήθη διαδικασία διακανονισμού, κατά την περίοδο δύο εργάσιμων ημερών μετά την πληρωμή·

β)

στην περίπτωση συναλλαγών για την αγορά ή πώληση τίτλων, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν κατά τη συνήθη διαδικασία διακανονισμού εντός των πέντε εργάσιμων ημερών που ακολουθούν την ημερομηνία πληρωμής ή την παράδοση των τίτλων, οποιαδήποτε εκ των δύο γίνει νωρίτερα, ή

γ)

στην περίπτωση της παροχής πράξεων μεταβίβασης χρημάτων, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης υπηρεσιών πληρωμών, της εκκαθάρισης και διακανονισμού σε οποιοδήποτε νόμισμα και της τραπεζικής μέσω ανταποκριτών ή των υπηρεσιών εκκαθάρισης, διακανονισμού και φύλαξης χρηματοοικονομικών μέσων σε πελάτες, οι καθυστερημένες εισπράξεις χρηματοδότησης και τα άλλα ανοίγματα που προκύπτουν από δραστηριότητες του πελάτη, τα οποία δεν διαρκούν περισσότερο από την επόμενη εργάσιμη ημέρα, ή

δ)

στην περίπτωση της παροχής πράξεων μεταβίβασης χρημάτων, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης υπηρεσιών πληρωμών, της εκκαθάρισης και διακανονισμού σε οποιοδήποτε νόμισμα και της τραπεζικής μέσω ανταποκριτών, τα εντός της ημέρας ανοίγματα έναντι των ιδρυμάτων που παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές.

Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας παρέχει κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να ενισχυθεί η σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή των εξαιρέσεων των στοιχείων γ) και δ).»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Προκειμένου να καθοριστεί η ύπαρξη ομάδας συνδεδεμένων πελατών, για τα ανοίγματα που αναφέρονται στο άρθρο 79 παράγραφος 1 στοιχεία ιγ), ιε) και ιστ), όταν υπάρχει άνοιγμα σε υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού, το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να αξιολογεί είτε το σχέδιο, είτε τα υποκείμενα ανοίγματα, είτε και τα δύο. Για το σκοπό αυτόν, το πιστωτικό ίδρυμα αξιολογεί την οικονομική ουσία και τους κινδύνους που ενέχει η διάρθρωση της συναλλαγής.».

20)

Το άρθρο 107 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 107

Για τον σκοπό του υπολογισμού της αξίας των ανοιγμάτων σύμφωνα με το παρόν τμήμα, ο όρος “πιστωτικό ίδρυμα” περιλαμβάνει επίσης κάθε ιδιωτική ή δημόσια επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων αυτής, η οποία ανταποκρίνεται στον ορισμό του “πιστωτικού ιδρύματος” και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα.».

21)

Το άρθρο 110 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 110

1.   Το πιστωτικό ίδρυμα κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές τις παρακάτω πληροφορίες για όλα τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων ανοιγμάτων που εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 111 παράγραφος 1:

α)

την ταυτότητα του πελάτη ή της ομάδας συνδεδεμένων πελατών έναντι των οποίων το πιστωτικό ίδρυμα έχει μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα·

β)

την αξία ανοίγματος προτού ληφθεί υπόψη η επίδραση των ενεργειών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, όταν συντρέχει περίπτωση·

γ)

τον τύπο χρηματοδοτούμενης ή μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, όπου χρησιμοποιείται·

δ)

την αξία του ανοίγματος, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των ενεργειών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, υπολογισμένη για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφος 1.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται στα άρθρα 84 έως 89, κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές τα 20 μεγαλύτερα χρηματοδοτικά ανοίγματά του σε ενοποιημένη βάση, εκτός εκείνων που εξαιρούνται βάσει της εφαρμογής του άρθρου 111 παράγραφος 1.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η κοινοποίηση αυτή πραγματοποιείται τουλάχιστον δύο φορές κατ’ έτος. Οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν, από τις 31 Δεκεμβρίου 2012, ενιαίους μορφότυπους, συχνότητες και ημερομηνίες κοινοποίησης. Προς διευκόλυνση τούτου, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για την εισαγωγή, εντός της Κοινότητας, ενιαίου μορφοτύπου διαβίβασης στοιχείων πριν από την 1η Ιανουαρίου 2012. Οι μορφότυποι διαβίβασης στοιχείων είναι ανάλογοι με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να αναλύουν, στο βαθμό που είναι δυνατό, τα ανοίγματά τους σε εκδότες εξασφαλίσεων, παρόχους μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας και υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού κατ’ εφαρμογή του άρθρου 106 παράγραφος 3 για πιθανές συγκεντρώσεις και, όπου απαιτείται, να αναλαμβάνουν δράση και να διαβιβάζουν στην αρμόδια αρχή τους οποιαδήποτε σημαντικά ευρήματα.».

22)

Το άρθρο 111 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1.   Το πιστωτικό ίδρυμα δεν αναλαμβάνει άνοιγμα, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 112 έως 117, έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών, η αξία του οποίου υπερβαίνει το 25 % των ιδίων κεφαλαίων του.

Εφόσον ο πελάτης είναι ίδρυμα ή η ομάδα συνδεδεμένων πελατών περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα ιδρύματα, η αξία αυτή δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 25 % των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος ή το ποσό των 150 εκατ. ευρώ, οποιοδήποτε είναι μεγαλύτερο, υπό τον όρο ότι το άθροισμα της αξίας των ανοιγμάτων, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 112 έως 117, σε όλους τους συνδεδεμένους πελάτες που δεν είναι ιδρύματα, δεν υπερβαίνει το 25 % των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος.

Εάν το 25 % των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος δεν υπερβαίνει τα 150 εκατ. ευρώ, η αξία του ανοίγματος, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 112 έως 117, δεν πρέπει να υπερβαίνει ένα εύλογο όριο σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια του πιστωτικού ιδρύματος. Το όριο αυτό καθορίζεται από τα πιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τις πολιτικές και διαδικασίες που αναφέρονται στο παράρτημα V σημείο 7, για την αντιμετώπιση και τον έλεγχο του κινδύνου συγκέντρωσης, και δεν υπερβαίνει το 100 % των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος

Τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν όριο χαμηλότερο από 150 εκατ. ευρώ και ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή.»·

β)

οι παράγραφοι 2 και 3 διαγράφονται·

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Κάθε πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να τηρεί ανά πάσα στιγμή το όριο που καθορίζεται στην παράγραφο 1. Εάν, σε εξαιρετική περίπτωση, τα αναληφθέντα χρηματοδοτικά ανοίγματα υπερβαίνουν το εν λόγω όριο, η αξία του ανοίγματος κοινοποιείται χωρίς καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές, οι οποίες δύνανται, εφόσον το δικαιολογούν οι περιστάσεις, να ορίσουν περιορισμένη προθεσμία προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να συμμορφωθεί προς το όριο.

Στις περιπτώσεις εφαρμογής του προβλεπόμενου στην παράγραφο 1 ορίου των 150 εκατ. ευρώ, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν, κατά περίπτωση, υπέρβαση του ορίου του 100 % των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος.».

23)

Το άρθρο 112 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, όταν επιτρέπεται η αναγνώριση χρηματοδοτούμενης ή μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας βάσει των άρθρων 113 έως 117, αυτό θα εξαρτάται από τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας και τις άλλες ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 90 έως 93.»·

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4.   Για τον σκοπό του παρόντος τμήματος, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν λαμβάνουν υπόψη την ύπαρξη εξασφάλισης που αναφέρεται στο παράρτημα VIII μέρος 1 σημεία 20 έως 22, εκτός εάν αυτό επιτρέπεται βάσει του άρθρου 115.».

24)

Το άρθρο 113 τροποποιείται ως εξής:

α)

διαγράφονται οι παράγραφοι 1 και 2·

β)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα παρακάτω χρηματοδοτικά ανοίγματα εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 111, παράγραφος 1:»·

ii)

τα στοιχεία ε) και στ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών των κρατών μελών, εφόσον στις απαιτήσεις αυτές θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 0 % βάσει των άρθρων 78 έως 83, καθώς και τα άλλα ανοίγματα τα οποία έχει έναντι των περιφερειακών κυβερνήσεων ή των τοπικών αρχών αυτών ή τα οποία είναι εγγυημένα από αυτές και στα οποία θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 0 % βάσει των άρθρων 78 έως 83·

στ)

ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλόμενων που αναφέρονται στο άρθρο 80 παράγραφος 7 ή παράγραφος 8, εφόσον εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % βάσει των άρθρων 78 έως 83. Ανοίγματα που δεν πληρούν τα κριτήρια αυτά, εξαιρούμενα ή μη από την εφαρμογή του άρθρου 111 παράγραφος 1, αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι τρίτου.»·

iii)

το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«θ)

ανοίγματα που προκύπτουν από μη αξιοποιηθείσες πιστωτικές ευχέρειες, τα οποία κατατάσσονται στα στοιχεία εκτός ισολογισμού με χαμηλό κίνδυνο στο παράρτημα ΙΙ, εφόσον έχει συναφθεί με τον πελάτη ή την ομάδα συνδεδεμένων πελατών συμφωνία που προβλέπει ότι η πιστωτική ευχέρεια μπορεί να αναληφθεί μόνον εφόσον εξακριβωθεί ότι δεν θα οδηγήσει σε υπέρβαση του ορίου που ορίζεται στο άρθρο 111 παράγραφος 1.»·

iv)

τα στοιχεία ι) έως κ) διαγράφονται·

v)

το τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο διαγράφονται·

γ)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν, εν όλω ή εν μέρει, από την εφαρμογή του άρθρου 111 παράγραφος 1, τα ακόλουθα χρηματοδοτικά ανοίγματα:

α)

καλυμμένα ομόλογα που εμπίπτουν στο πεδίο του παραρτήματος VI μέρος 1 παράγραφοι 68, 69 και 70·

β)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών των κρατών μελών, εφόσον στις απαιτήσεις αυτές θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 20 % βάσει των άρθρων 78 έως 83, καθώς και άλλα ανοίγματα τα οποία έχει έναντι των περιφερειακών κυβερνήσεων ή των τοπικών αρχών αυτών ή τα οποία είναι εγγυημένα από αυτές και στα οποία θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 20 % βάσει των άρθρων 78 έως 83·

γ)

κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3 στοιχείο στ), του παρόντος άρθρου, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων των συμμετοχών ή άλλου είδους επενδύσεων που αναλαμβάνει ένα πιστωτικό ίδρυμα έναντι της μητρικής του επιχείρησης, των άλλων θυγατρικών της μητρικής επιχείρησης, και των δικών του θυγατρικών, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές υπόκεινται στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως στην οποία υπόκειται και το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή με τους ισοδύναμους κανόνες που ισχύουν σε τρίτη χώρα. Ανοίγματα που δεν πληρούν τα κριτήρια αυτά, εξαιρούμενα ή μη από την εφαρμογή του άρθρου 111 παράγραφος 1, αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι τρίτου·

δ)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων των συμμετοχών ή άλλου είδους επενδύσεων, έναντι περιφερειακών ή κεντρικών πιστωτικών ιδρυμάτων με τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα είναι συνδεδεμένο στο πλαίσιο δικτύου δυνάμει νομοθετικών ή καταστατικών διατάξεων και τα οποία είναι υπεύθυνα, κατ’ εφαρμογή αυτών των διατάξεων, να προβαίνουν σε εκκαθάριση των ρευστών διαθεσίμων μεταξύ των ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο δίκτυο·

ε)

στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία αναλαμβάνουν πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν σε μη ανταγωνιστική βάση, παρέχοντας δάνεια στο πλαίσιο νομοθετικών προγραμμάτων ή του καταστατικού τους για την προώθηση συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας, υπό κάποια μορφή κρατικής εποπτείας και υπό περιορισμούς στη χρήση των δανείων, με την προϋπόθεση ότι τα αντίστοιχα ανοίγματα προκύπτουν από τέτοια δάνεια τα οποία μεταβιβάζονται στους δικαιούχους μέσω άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων·

στ)

στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον τα ανοίγματα αυτά δεν αποτελούν ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων αυτών, δεν έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από την επομένη εργάσιμη ημέρα και δεν εκφράζονται σε ένα από τα σημαντικότερα νομίσματα των διεθνών συναλλαγών·

ζ)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι κεντρικών τραπεζών υπό μορφή υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεμάτων διατηρούμενων στις εν λόγω κεντρικές τράπεζες, εκφρασμένες στο εθνικό νόμισμά τους·

η)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι κεντρικών κυβερνήσεων υπό μορφή κανονιστικών απαιτήσεων ρευστότητας τα οποία διατηρούνται σε κρατικούς τίτλους και είναι εκφρασμένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο εθνικό νόμισμά τους, με την προϋπόθεση ότι, κατά τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής, η πιστωτική αξιολόγηση αυτών των κεντρικών κυβερνήσεων εκ μέρους ενός αναγνωρισμένου ECAI είναι επενδυτικής βαθμίδας·

θ)

το 50 % των εκτός ισολογισμού ενέγγυων πιστώσεων μέσου/χαμηλού κινδύνου και των εκτός ισολογισμού αχρησιμοποίητων πιστωτικών διευκολύνσεων μέσου/χαμηλού κινδύνου που μνημονεύονται στο παράρτημα II, επίσης δε, με την έγκριση των αρμόδιων αρχών, το 80 % των εγγυήσεων (πλην των εγγυήσεων δανείων) που έχουν νομική ή κανονιστική βάση και παρέχονται προς όφελος των μελών τους από αλληλεγγυητικά συστήματα με καθεστώς πιστωτικού ιδρύματος·

ι)

απαιτούμενες εκ του νόμου εγγυήσεις που χρησιμοποιούνται όταν ένα ενυπόθηκο δάνειο χρηματοδοτούμενο με την έκδοση ενυπόθηκων ομολόγων καταβάλλεται στον ενυπόθηκο δανειολήπτη πριν από την τελική εγγραφή της υποθήκης στο κτηματολόγιο, υπό την προϋπόθεση ότι η εγγύηση δεν χρησιμοποιείται ως παράγοντας μείωσης του κινδύνου κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων βάσει κινδύνου στοιχείων ενεργητικού.».

25)

Το άρθρο 114 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, για τους σκοπούς του υπολογισμού της αξίας των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφος 1, ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιήσει την “πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος” όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93, λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση πιστωτικού κινδύνου, τις προσαρμογές μεταβλητότητας και κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας (E*).»·

β)

ηπαράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, σε ένα πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο έχει επιτραπεί να χρησιμοποιεί δικές του εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής ως προς μία κλάση χρηματοδοτικών ανοιγμάτων βάσει των άρθρων 84 έως 89, επιτρέπεται να αναγνωρίζει τα αποτελέσματα αυτά κατά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφος 1, εφόσον οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα είναι σε θέση να εκτιμήσει τα αποτελέσματα των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων επί των ανοιγμάτων του χωριστά από άλλες συναφείς προς τις LGD πτυχές.»·

ii)

το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει επιτραπεί να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD και συντελεστές μετατροπής ως προς μία κλάση χρηματοδοτικών ανοιγμάτων βάσει των άρθρων 84 έως 89, η οποία δεν υπολογίζει την αξία των ανοιγμάτων τους βάσει της μεθόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, επιτρέπεται να χρησιμοποιούν την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή τη μέθοδο που περιγράφεται στο άρθρο 117 παράγραφος 1 στοιχείο β), όσον αφορά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων.»·

γ)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ένα πιστωτικό ίδρυμα το οποίο χρησιμοποιεί την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή στο οποίο επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τη μέθοδο που περιγράφεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου όσον αφορά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφος 1, οφείλει να πραγματοποιεί περιοδικούς ελέγχους με προσομοίωση ακραίων καταστάσεων για τις συγκεντρώσεις πιστωτικού κινδύνου, μεταξύ άλλων και όσον αφορά την αξία εκποίησης τυχόν εξασφαλίσεων.»·

ii)

το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε περίπτωση που από έναν τέτοιο έλεγχο προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων αποδειχθεί ότι η αξία εκποίησης των εξασφαλίσεων είναι χαμηλότερη από αυτήν που επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη κατά τη χρήση της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή της μεθόδου που περιγράφεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, μειώνεται αναλόγως η αξία των εξασφαλίσεων που επιτρέπεται να αναγνωριστεί κατά τον υπολογισμό της αξίας των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφος 1.»·

iii)

στο πέμπτο εδάφιο, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

πολιτικές και διαδικασίες για να αντιμετωπισθεί κατάσταση κατά την οποία ο έλεγχος προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων καταδεικνύει ότι η αξία εκποίησης των εξασφαλίσεων είναι κατώτερη από αυτή που λαμβάνεται υπόψη κατά τη χρήση της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή της μεθόδου που περιγράφεται στην παράγραφο 2· και»·

δ)

η παράγραφος 4 διαγράφεται.

26)

Το άρθρο 115 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 115

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να μειώσει την αξία ανοίγματος έως και στο 50 % της αξίας του εν λόγω οικιστικού ακινήτου, εάν πληρούται μία από τις εξής προϋποθέσεις:

α)

το άνοιγμα εξασφαλίζεται με υποθήκες επί οικιστικών ακινήτων ή με μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν βάσει του φινλανδικού νόμου περί στεγαστικών εταιρειών του 1991 ή βάσει μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας·

β)

το άνοιγμα συνδέεται με πράξη χρηματοδοτικής μίσθωσης βάσει της οποίας ο εκμισθωτής διατηρεί την πλήρη κυριότητα του εκμισθωθέντος ακινήτου ενόσω ο μισθωτής δεν έχει ασκήσει το δικαίωμα να το αγοράσει.

Η αξία του ακινήτου υπολογίζεται, προς ικανοποίηση των αρμοδίων αρχών, με συνετούς κανόνες αποτίμησης οι οποίοι προβλέπονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις. Η αποτίμηση γίνεται τουλάχιστον μία φορά κάθε τρία χρόνια προκειμένου περί οικιστικών ακινήτων.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του παραρτήματος VIII μέρος 2 σημείο 8 και του παραρτήματος VIII μέρος 3 σημεία 62 έως 65.

Οικιστικό ακίνητο θεωρείται κατοικία που κατέχει ή εκμισθώνει ο ιδιοκτήτης.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να μειώσει την αξία ανοίγματος έως και στο 50 % της αξίας του εν λόγω εμπορικού ακινήτου, μόνον εφόσον οι αρμόδιες αρχές στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται το εμπορικό ακίνητο επιτρέπουν τη στάθμιση των παρακάτω ανοιγμάτων με συντελεστή στάθμισης 50 % βάσει των άρθρων 78 έως 83:

α)

ανοίγματα εξασφαλισμένα με υποθήκη επί γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων ή με μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν βάσει του φινλανδικού στεγαστικού νόμου του 1991 ή μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας, για γραφεία ή άλλα εμπορικά ακίνητα, ή

β)

ανοίγματα σχετιζόμενα με πράξεις μίσθωσης ακινήτων για γραφεία ή άλλα εμπορικά ακίνητα.

Η αξία του ακινήτου υπολογίζεται, προς ικανοποίηση των αρμοδίων αρχών, με συνετούς κανόνες αποτίμησης, οι οποίοι προβλέπονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις.

Το εμπορικό ακίνητο πρέπει να είναι πλήρως κατασκευασμένο, μισθωμένο και να παράγει κατάλληλο μισθωτικό εισόδημα.».

27)

Το άρθρο 116 διαγράφεται.

28)

Το άρθρο 117 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1.   Όταν το χρηματοδοτικό άνοιγμα έναντι πελάτη καλύπτεται από εγγύηση τρίτου ή καλύπτεται από εξασφάλιση που εξέδωσε τρίτος, το πιστωτικό ίδρυμα επιτρέπεται:

α)

να θεωρήσει ότι το τμήμα του ανοίγματος που είναι εγγυημένο υφίσταται έναντι του εγγυητή και όχι έναντι του πελάτη, με την προϋπόθεση ότι το μη εγγυημένο άνοιγμα έναντι του εγγυητή υπόκειται σε ίσο ή χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης από το συντελεστή στάθμισης του μη εξασφαλισμένου ανοίγματος έναντι του πελάτη, βάσει των άρθρων 78 έως 83·

β)

να θεωρήσει ότι το τμήμα του ανοίγματος που εξασφαλίζεται με την τρέχουσα αγοραία αξία των αναγνωρισμένων εξασφαλίσεων υφίσταται έναντι τρίτου και όχι έναντι του πελάτη, εφόσον το άνοιγμα καλύπτεται από εξασφάλιση και με την προϋπόθεση ότι το τμήμα που καλύπτεται από την εξασφάλιση υπόκειται σε ίσο ή χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης από το συντελεστή στάθμισης του μη εξασφαλισμένου ανοίγματος έναντι του πελάτη, βάσει των άρθρων 78 έως 83.

Η μέθοδος κατά το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου δεν χρησιμοποιείται από το πιστωτικό ίδρυμα εάν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της ληκτότητας του ανοίγματος και της ληκτότητας της προστασίας.

Για τους σκοπούς αυτού του τμήματος, ένα πιστωτικό ίδρυμα επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων και τη μέθοδο που προβλέπεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, μόνον εφόσον επιτρέπεται η χρήση τόσο της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων όσο και της απλής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων κατά την έννοια του άρθρου 75, στοιχείο α).»·

β)

στην παράγραφο 2, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Όταν πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει το στοιχείο α) της παραγράφου 1:».

29)

Το άρθρο 119 διαγράφεται.

30)

Το εξής τμήμα προστίθεται στο κεφάλαιο 2:

«Τμήμα 7

Ανοίγματα σε μεταφερόμενο πιστωτικό κίνδυνο

Άρθρο 122α

1.   Ένα πιστωτικό ίδρυμα, εκτός των περιπτώσεων στις οποίες ενεργεί ως μεταβιβάζων ή ανάδοχος ή ως αρχικός δανειοδότης, είναι εκτεθειμένο σε πιστωτικό κίνδυνο μιας θέσης τιτλοποίησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του ή εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του, μόνον εφόσον το μεταβιβάζον ίδρυμα, το ανάδοχο ίδρυμα ή ο αρχικός δανειοδότης έχει γνωστοποιήσει ρητώς στο πιστωτικό ίδρυμα ότι διατηρεί, σε συνεχή βάση, σημαντικό καθαρό οικονομικό συμφέρον, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν είναι λιγότερο από 5 %.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, “διατήρηση καθαρού οικονομικού συμφέροντος” σημαίνει:

α)

διατήρηση τουλάχιστον του 5 % της ονομαστικής αξίας καθενός από τα τμήματα τιτλοποίησης που έχουν πωληθεί ή μεταβιβαστεί στους επενδυτές ή

β)

στην περίπτωση τιτλοποίησης ανανεούμενων πιστώσεων, διατήρηση του συμφέροντος του μεταβιβάζοντος σε ποσοστό τουλάχιστον του 5 % της ονομαστικής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων ή

γ)

διατήρηση τυχαίως επιλεγμένων ανοιγμάτων, ισοδύναμων προς ποσοστό τουλάχιστον 5 % του ονομαστικού ύψους των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων, εφόσον τα ανοίγματα αυτά θα είχαν ειδάλλως τιτλοποιηθεί κατά τη διαδικασία τιτλοποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των ενδεχόμενων τιτλοποιημένων ανοιγμάτων δεν είναι μικρότερος των 100 κατά τη δημιουργία τους ή

δ)

διατήρηση του πρώτου τμήματος ζημίας και, εφόσον απαιτείται, άλλων τμημάτων που έχουν το ίδιο ή δυσμενέστερο προφίλ κινδύνου και δεν λήγουν νωρίτερα από τα τμήματα που μεταβιβάζονται ή πωλούνται στους επενδυτές, ούτως ώστε η διατήρηση να ισούται συνολικά με τουλάχιστον 5 % της ονομαστικής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων.

Το καθαρό οικονομικό συμφέρον μετράται κατά τη δημιουργία και διατηρείται σε συνεχή βάση. Δεν υπόκειται σε οιαδήποτε μείωση πιστωτικού κινδύνου ή οιεσδήποτε ανοικτές θέσεις (short positions) ή οιαδήποτε άλλη αντιστάθμιση. Το καθαρό οικονομικό συμφέρον καθορίζεται από την ονομαστική αξία των εκτός ισολογισμού στοιχείων.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η έννοια “σε συνεχή βάση” σημαίνει ότι οι διατηρηθείσες θέσεις, συμφέροντα ή ανοίγματα δεν αντισταθμίζονται ούτε πωλούνται.

Δεν επιτρέπεται η πολλαπλή εφαρμογή των απαιτήσεων διατήρησης για καμία τιτλοποίηση.

2.   Εφόσον μητρικό πιστωτικό ίδρυμα της ΕΕ ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών της ΕΕ, ή θυγατρική αυτής, ενεργώντας με την ιδιότητα του μεταβιβάζοντος ή αναδόχου, προβαίνει σε τιτλοποίηση ανοιγμάτων από διάφορα πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων ή άλλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα τα οποία περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, η απαίτηση κατά την παράγραφο 1 μπορεί να τηρηθεί με βάση την ενοποιημένη κατάσταση του σχετικού μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ ή της σχετικής μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται μόνον στις περιπτώσεις που τα πιστωτικά ιδρύματα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα τα οποία δημιούργησαν τα τιτλοποιημένα ανοίγματα έχουν δεσμευθεί να τηρήσουν τις απαιτήσεις της παραγράφου 5 και να παραδώσουν εγκαίρως στο μεταβιβάζουν ή το ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα και στο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα της ΕΕ ή σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών της ΕΕ, τις απαιτούμενες πληροφορίες για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις που επιβάλλει η παράγραφος 6.

3.   Η παράγραφος 1 δεν ισχύει όταν τα τιτλοποιημένα ανοίγματα είναι απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις έναντι, ή καλύπτονται πλήρως, άνευ όρων και αμετακλήτως με εγγύηση από:

α)

κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες·

β)

περιφερειακές κυβερνήσεις, τοπικές αρχές και οντότητες του δημόσιου τομέα των κρατών μελών·

γ)

ιδρύματα στα οποία βάσει των άρθρων 78 ως 83 εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου ίσος ή μικρότερος του 50 %, ή

δ)

πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης.

Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται:

α)

στις συναλλαγές που βασίζονται σε σαφή, διαφανή και ευπρόσιτο δείκτη, όταν οι υποκείμενες οντότητες αναφοράς είναι πανομοιότυπες με εκείνες που συνιστούν έναν δείκτη οντοτήτων που αποτελεί αντικείμενο ευρείας διαπραγμάτευσης, ή αποτελούν άλλως πως εμπορεύσιμους τίτλους που διαφέρουν από θέσεις τιτλοποίησης·

β)

στα κοινοπρακτικά δάνεια, στις αγορασθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις ή στις συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, όταν τα μέσα αυτά δεν χρησιμοποιούνται για τη διάρθρωση ή/και την κάλυψη τιτλοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

4.   Πριν από την πραγματοποίηση επενδύσεων και στη συνέχεια όπως ενδείκνυται, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να μπορούν να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές για κάθε επιμέρους θέση τιτλοποίησης ότι κατανοούν πλήρως και σε βάθος και έχουν εφαρμόσει επίσημες πολιτικές και διαδικασίες που είναι κατάλληλες για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών καθώς και εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και είναι ανάλογες προς το προφίλ κινδύνου των επενδύσεών τους σε τιτλοποιημένες θέσεις για την ανάλυση και καταγραφή:

α)

πληροφοριών που γνωστοποιούνται δυνάμει της παραγράφου 1, από μεταβιβάζοντα ή ανάδοχα ιδρύματα με στόχο να προσδιορίσουν το καθαρό οικονομικό συμφέρον στην τιτλοποίηση την οποία διατηρούν σε συνεχή βάση·

β)

των χαρακτηριστικών κινδύνου της επιμέρους θέσης τιτλοποίησης·

γ)

των χαρακτηριστικών κινδύνου των υποκείμενων ανοιγμάτων στην επιμέρους θέση τιτλοποίησης·

δ)

της υπόληψης και των ζημιών που υπέστησαν από προηγούμενες τιτλοποιήσεις των μεταβιβαζόντων ή ανάδοχων ιδρυμάτων στις αντίστοιχες κατηγορίες ανοιγμάτων, τις υποκείμενες στη θέση τιτλοποίησης·

ε)

των δηλώσεων και γνωστοποιήσεων των μεταβιβαζόντων ή των αναδόχων πιστωτικών ιδρυμάτων, ή των εκπροσώπων ή συμβούλων τους, σχετικά με τον εκ μέρους τους νομικό έλεγχο των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων και, εφόσον ισχύει κάτι τέτοιο, σχετικά με την ποιότητα της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης που στηρίζει τα τιτλοποιημένα ανοίγματα·

στ)

κατά περίπτωση, των μεθόδων και των εννοιών στις οποίες στηρίζεται η εκτίμηση της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης που υποστηρίζει τα τιτλοποιημένα ανοίγματα και των πολιτικών που έχουν εγκρίνει το μεταβιβάζον ή ανάδοχο ίδρυμα για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας του εκτιμητή· και

ζ)

όλων των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της τιτλοποίησης που είναι δυνατόν να επηρεάσουν σημαντικά την απόδοση της θέσης τιτλοποίησης του πιστωτικού ιδρύματος.

Τα πιστωτικά ιδρύματα διεξάγουν σε τακτά διαστήματα τις δικές τους προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων που είναι κατάλληλες για τις τιτλοποιημένες θέσεις τους. Προς τούτο τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να στηρίζονται σε χρηματοοικονομικά πρότυπα που αναπτύσσονται από ECAI εφόσον τα πιστωτικά ιδρύματα είναι σε θέση να αποδείξουν, όποτε τους ζητηθεί, ότι μερίμνησαν δεόντως πριν από την επένδυση να επικυρώσουν τις παραδοχές και τη δόμηση των προτύπων και ότι κατανοούν τη μεθοδολογία, τις παραδοχές και τα αποτελέσματα.

5.   Τα πιστωτικά ιδρύματα, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες ενεργούν ως μεταβιβάζοντα ή ανάδοχα ιδρύματα ή ως αρχικοί δανειστές, δύνανται να καθιερώσουν επίσημες διαδικασίες κατάλληλες για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ή για πράξεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και ανάλογες προς το προφίλ κινδύνου των επενδύσεών τους σε τιτλοποιημένες θέσεις για την παρακολούθηση, σε συνεχή βάση και εγκαίρως, των πληροφοριών απόδοσης των υποκείμενων ανοιγμάτων στις θέσεις τιτλοποίησης που κατέχουν. Κατά περίπτωση, θα περιλαμβάνονται το είδος ανοίγματος, το ποσοστό των δανείων σε καθυστέρηση άνω των 30, 60 και 90 ημερών, τα ποσοστά αθέτησης, τα ποσοστά πρόωρης εξόφλησης, τα δάνεια με αγωγή κατασχέσεως, το είδος και την πληρότητα της εξασφάλισης, την κατανομή συχνότητας των βαθμών πιστοληπτικής ικανότητας ή άλλων μέτρων φερεγγυότητας στα υποκείμενα ανοίγματα, τη γεωγραφική και τομεακή διαφοροποίηση, την κατανομή συχνότητας του λόγου “δάνειο/αξία” με εύρος που διευκολύνει την επαρκή ανάλυση ευαισθησίας. Εάν τα ίδια τα υποκείμενα ανοίγματα συνιστούν θέσεις τιτλοποίησης, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν τις απαριθμούμενες πληροφορίες της παρούσας παραγράφου όχι μόνον σχετικά με τα υποκείμενα τμήματα τιτλοποίησης, όπως η επωνυμία του εκδότη και η πιστωτική ποιότητα, αλλά επίσης σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τις αποδόσεις των ομάδων των υποκείμενων σε τμήματα τιτλοποίησης.

Τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν πλήρη κατανόηση των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών μιας συναλλαγής τιτλοποίησης που μπορεί να έχει ουσιαστικές επιπτώσεις στις αποδόσεις των ανοιγμάτων τους στη συναλλαγή, όπως το συμβατικό “καταρράκτη” (waterfall) και συναφή με τον “καταρράκτη” σημεία ενεργοποίησης, πιστωτικές ενισχύσεις, ενισχύσεις ρευστότητας, σημεία ενεργοποίησης αγοραίας αξίας, και συγκεκριμένο ορισμό του κινδύνου αθέτησης βασισμένο στη συμφωνία.

Εάν δεν πληρούνται οι απαιτήσεις των παραγράφων 4, 7 και της παρούσας παραγράφου ως προς οιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο τους, λόγω αμελείας ή παράλειψης εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν αναλογικό πρόσθετο συντελεστή στάθμισης κινδύνου αντίστοιχο προς τουλάχιστον 250 % του συντελεστή στάθμισης κινδύνου (με ανώτατο όριο το 1 250 %) που, εάν δεν λαμβανόταν υπόψη η παρούσα παράγραφος, θα εφαρμοζόταν στις σχετικές θέσεις τιτλοποίησης δυνάμει του παραρτήματος IX μέρος 4, και να αυξάνουν βαθμιαία τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου με κάθε μεταγενέστερη παραβίαση των διατάξεων περί δέουσας επιμέλειας. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις εξαιρέσεις για ορισμένες τιτλοποιήσεις της παραγράφου 3, μειώνοντας τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που κατά τα άλλα θα εφάρμοζε βάσει του παρόντος άρθρου για μια τιτλοποίηση υπαγόμενη στην παράγραφο 3.

6.   Τα ανάδοχα και μεταβιβάζοντα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν τα ίδια ισχυρά και σαφώς προσδιορισμένα κριτήρια για τη χορήγηση πιστώσεων σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος V σημείο 3 για ανοίγματα που πρόκειται να τιτλοποιηθούν, με εκείνα που εφαρμόζουν για ανοίγματα που θα διατηρηθούν εντός του χαρτοφυλακίου τους. Προς τούτο, εφαρμόζονται οι ίδιες διαδικασίες έγκρισης και, όπου χρειάζεται, τροποποίησης, ανανέωσης και αναχρηματοδότησης των πιστώσεων από τα μεταβιβάζοντα και τα ανάδοχα πιστωτικά ιδρύματα. Τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν επίσης τα ίδια πρότυπα ανάλυσης για συμμετοχές ή/και αναδοχές σε εκδόσεις τιτλοποίησης που αγοράστηκαν από τρίτους, ανεξάρτητα από το αν αυτές οι συμμετοχές ή/και αναδοχές θα διατηρηθούν εντός ή εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους.

Εάν δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το άρθρο 95 παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται από το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα και το εν λόγω μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα δεν επιτρέπεται να εξαιρεί τα τιτλοποιημένα ανοίγματα από τον υπολογισμό των κεφαλαιακών του απαιτήσεων, δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

7.   Τα ανάδοχα και μεταβιβάζοντα πιστωτικά ιδρύματα γνωστοποιούν στους επενδυτές το επίπεδο της δέσμευσής τους δυνάμει της παραγράφου 1 να διατηρήσουν καθαρό οικονομικό συμφέρον στην τιτλοποίηση. Τα ανάδοχα και μεταβιβάζοντα πιστωτικά ιδρύματα εξασφαλίζουν ότι οι μελλοντικοί επενδυτές έχουν άμεσα διαθέσιμη πρόσβαση σε όλα τα σημαντικά δεδομένα σχετικά με την πιστωτική ποιότητα και την απόδοση των επιμέρους υποκείμενων ανοιγμάτων, των χρηματικών ροών και της εξασφάλισης που υποστηρίζει ένα άνοιγμα τιτλοποίησης, καθώς και πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη διεξαγωγή περιεκτικών και καλά ενημερωμένων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων για τις χρηματικές ροές και τις αξίες εξασφάλισης που υποστηρίζουν τα υποκείμενα ανοίγματα. Για τον σκοπό αυτό, τα σημαντικά δεδομένα ορίζονται κατά την ημέρα της τιτλοποίησης και, εφόσον ενδείκνυται λόγω της φύσης της τιτλοποίησης, και μετά την ημέρα της τιτλοποίησης.

8.   Οι παράγραφοι 1 έως 7 εφαρμόζονται σε νέες τιτλοποιήσεις που εκδίδονται την 1η Ιανουαρίου 2011 ή μετά την ημερομηνία αυτή. Οι παράγραφοι 1 έως 7 εφαρμόζονται μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2014 σε υφιστάμενες τιτλοποιήσεις εφόσον προστίθενται ή υποκαθίστανται μετά την ημερομηνία αυτή νέα υποκείμενα ανοίγματα. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αποφασίσουν την προσωρινή αναστολή των απαιτήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 κατά τη διάρκεια περιόδων γενικής πίεσης όσον αφορά τη ρευστότητα της αγοράς.

9.   Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα γενικά κριτήρια και τις μεθόδους που υιοθετήθηκαν για τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τις παραγράφους 1 έως 7, το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2010·

β)

χωρίς να θίγονται οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο 1, τμήμα 2, μια συνοπτική περιγραφή του αποτελέσματος της εποπτικής αξιολόγησης και περιγραφή των μέτρων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς τις παραγράφους 1 έως 7 που εντοπίστηκαν σε ετήσια βάση αρχής γενομένης από τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

Η απαίτηση της παρούσας παραγράφου ισχύει με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 144.

10.   Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας υποβάλλει ετησίως έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τη συμμόρφωση των αρμόδιων αρχών με το παρόν άρθρο. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά το παρόν άρθρο, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που λαμβάνονται σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων δέουσας επιμέλειας και διαχείρισης κινδύνου.».

31)

Το άρθρο 129 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης, σε σχέση με τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 123, 124, 136, στο κεφάλαιο 5 και το παράρτημα V, σε συνεργασία με τις ενεχόμενες αρμόδιες αρχές·

γ)

τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεργασία με τις ενεχόμενες αρμόδιες αρχές και, εφόσον απαιτείται, με τις κεντρικές τράπεζες, κατά την προετοιμασία και κατά τη διάρκεια έκτακτων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών εξελίξεων σε πιστωτικά ιδρύματα ή σε χρηματοοικονομικές αγορές χρησιμοποιώντας, εφόσον είναι δυνατόν, καθορισμένους διαύλους επικοινωνίας για τη διευκόλυνση της διαχείρισης κρίσεων.

Ο προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων που αναφέρεται στο στοιχείο γ) περιλαμβάνει ειδικά μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 132 παράγραφος 3 στοιχείο β), τη διεξαγωγή κοινών αξιολογήσεων, την εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης και την ενημέρωση του κοινού.»·

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«3.   Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή και οι αρμόδιες αρχές σε ένα κράτος μέλος που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 123 και 124 για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου όσον αφορά την οικονομική κατάστασή του και το προφίλ κινδύνου και το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή του άρθρου 136 παράγραφος 2 σε κάθε οντότητα του τραπεζικού ομίλου και σε ενοποιημένη βάση.

Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής προς τις άλλες αντίστοιχες αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 123 και 124. Η κοινή απόφαση λαμβάνει επίσης δεόντως υπόψη τις αξιολογήσεις κινδύνου που πραγματοποιούν οι σχετικές αρμόδιες αρχές για τις θυγατρικές βάσει των άρθρων 123 και 124.

Η κοινή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, η οποία διαβιβάζεται στο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα της ΕΕ από την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή. Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή συμβουλεύεται την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, κατόπιν αιτήσεως οποιασδήποτε άλλης από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές. Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή επιτρέπεται να συμβουλεύεται την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας με δική της πρωτοβουλία.

Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός τεσσάρων μηνών, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 123 και 124 και του άρθρου 136 παράγραφος 2 λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου που έχουν πραγματοποιήσει για τις θυγατρικές οι σχετικές αρμόδιες αρχές.

Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 123 και 124 και του άρθρου 136 παράγραφος 2 λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή.

Οι εν λόγω αποφάσεις δημοσιεύονται σε έγγραφο που περιέχει τις πλήρως αιτιολογημένες αποφάσεις και λαμβάνει υπόψη την αξιολόγηση κινδύνου, τις θέσεις και τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει οι άλλες αρμόδιες αρχές εντός του χρονικού διαστήματος των τεσσάρων μηνών. Το έγγραφο διαβιβάζεται από την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή προς όλες τις οικείες αρμόδιες αρχές και προς το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα της ΕΕ.

Όταν ζητείται η συμβουλή της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, όλες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη συμβουλή αυτή και επεξηγούν κάθε σημαντική παρέκκλιση από αυτή.

Η κοινή απόφαση που μνημονεύεται στο πρώτο εδάφιο και οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη από τις αρμόδιες αρχές.

Η κοινή απόφαση κατά το πρώτο εδάφιο και οι αποφάσεις κατά το τέταρτο και πέμπτο εδάφιο προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ ή μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή προκειμένου να προσαρμόσει στα πρόσφατα δεδομένα την απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 136 παράγραφος 2. Στην τελευταία περίπτωση, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.

Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά τη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο και όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 123, 124 και 136 παράγραφος 2 με στόχο τη διευκόλυνση των κοινών αποφάσεων.».

32)

Το άρθρο 130 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, μεταξύ άλλων αρνητικές εξελίξεις σε χρηματοοικονομικές αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά το άρθρο 42α, η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, δυνάμει του κεφαλαίου 1 τμήμα 2, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρχές που μνημονεύονται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 και στο άρθρο 50 και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους. Αυτές οι υποχρεώσεις ισχύουν για όλες τις αρμόδιες αρχές βάσει των άρθρων 125 και 126 και για την αρμόδια αρχή που περιγράφεται βάσει του άρθρου 129 παράγραφος 1.

Εάν η αρχή που μνημονεύεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 αντιληφθεί μια κατάσταση που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ειδοποιεί το συντομότερο πρακτικά δυνατό τις αρμόδιες αρχές που προβλέπουν τα άρθρα 125 και 126.

Στο μέτρο του δυνατού, η αρμόδια αρχή και η αρχή που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 χρησιμοποιούν υπάρχοντες καθορισμένους διαύλους επικοινωνίας.».

33)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 131α

1.   Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή συστήνει σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των εργασιών που μνημονεύονται στο άρθρο 129 και στο άρθρο 130 παράγραφος 1 και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και σε πλαίσιο συμβατότητας με την κοινοτική νομοθεσία, εξασφαλίζει, κατά περίπτωση, κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο για την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή και τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών:

α)

ανταλλαγή πληροφοριών·

β)

συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων, κατά περίπτωση·

γ)

καθορισμός προγραμμάτων εποπτικής εξέτασης που βασίζονται σε αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 124·

δ)

αύξηση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με κατάργηση της μη απαραίτητης επικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις αιτήσεις πληροφοριών που μνημονεύονται στο άρθρο 130 παράγραφος 2 και το άρθρο 132 παράγραφος 2·

ε)

συνεπής εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας σε όλες τις οντότητες ενός τραπεζικού ομίλου, με την επιφύλαξη των διαθέσιμων στο κοινοτικό δίκαιο εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών·

στ)

εφαρμογή του άρθρου 129 παράγραφος 1 στοιχείο γ), λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως δημιουργηθεί στον τομέα αυτόν.

Οι αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα εποπτών συνεργάζονται στενά. Οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας βάσει του κεφαλαίου 1 τμήμα 2 δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών. Η σύσταση και λειτουργία σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

2.   Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 131 και που καθορίζονται έπειτα από διαβούλευση της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για τη λειτουργία των σωμάτων, μεταξύ άλλων σε σχέση με το άρθρο 42α παράγραφος 3.

Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές μιας χώρας υποδοχής όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα όπως αναφέρονται στο άρθρο 42α, οι κεντρικές τράπεζες κατά περίπτωση, καθώς και αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις κατά το κεφάλαιο 1 τμήμα 2.

Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μια δραστηριότητα του σώματος. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τα όσα ενεργούνται σε αυτές τις συνεδριάσεις και με τα μέτρα που λαμβάνονται.

Στην απόφαση της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής λαμβάνεται υπόψη η σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί για τις αρχές αυτές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 40 παράγραφος 3, και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 42α παράγραφος 2.

Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει του κεφαλαίου 1 τμήματος 2, ενημερώνει την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην εν λόγω επιτροπή όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.».

34)

Το άρθρο 132 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1, η μνεία στο άρθρο 136 αντικαθίσταται από μνεία στο άρθρο 136 παράγραφος 1·

β)

στο στοιχείο β) της παραγράφου 3, η μνεία στο άρθρο 136 αντικαθίσταται από μνεία στο άρθρο 136 παράγραφος 1.

35)

Το άρθρο 150 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, τα στοιχεία ια) και ιβ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ια)

τον κατάλογο και την κατάταξη των εκτός ισολογισμού στοιχείων που σημειώνονται στα παραρτήματα ΙΙ και IV·

ιβ)

την προσαρμογή των διατάξεων των παραρτημάτων III και V έως ΧΙΙ προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές (ιδίως όσον αφορά τα νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα), ή στα λογιστικά πρότυπα ή στις απαιτήσεις που λαμβάνουν υπόψη την κοινοτική νομοθεσία, ή στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών· ή»·

β)

στην παράγραφο 2, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

αποσαφήνιση των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 113·».

36)

Στο άρθρο 153, η τρίτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατά τον υπολογισμό σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τον σκοπό του παραρτήματος VI μέρος 1 παράγραφος 4, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015, εφαρμόζεται ο ίδιος συντελεστής στάθμισης όσον αφορά τα ανοίγματα σε κεντρικές κυβερνήσεις ή σε κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών που είναι εκφρασμένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο εγχώριο νόμισμα οιουδήποτε κράτους μέλους, όπως θα εφαρμοζόταν για τέτοια ανοίγματα που είναι εκφρασμένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο εγχώριο νόμισμά τους.».

37)

Στο άρθρο 154, προστίθενται οι εξής παράγραφοι:

«8.   Τα πιστωτικά ιδρύματα που μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010 δεν έχουν συμμορφωθεί με τα οριζόμενα στο άρθρο 66 παράγραφος 1α όρια οφείλουν να αναπτύξουν στρατηγικές και διαδικασίες σχετικά με τα μέτρα που είναι αναγκαία προκειμένου να τακτοποιηθεί η θέση τους πριν από τις οριζόμενες στην παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου ημερομηνίες.

Τα μέτρα αυτά υπόκεινται σε αναθεώρηση δυνάμει του άρθρου 124.

9.   Μέσα τα οποία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010 θεωρούνταν κατά το εθνικό δίκαιο ισοδύναμα με τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 57, αλλά δεν εμπίπτουν στο στοιχείο α) του άρθρου 57 ή δεν συμμορφώνονται προς τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 63α, θεωρούνται ότι εμπίπτουν στο στοιχείο γα) του άρθρου 57 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2040, υπό τους εξής περιορισμούς:

α)

μέχρι το 20 % του αθροίσματος των στοιχείων α) έως γα) του άρθρου 57, μείον το άθροισμα των στοιχείων θ), ι) και ια) του άρθρου 57 μεταξύ 10 και 20 ετών μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2010·

β)

μέχρι το 10 % του αθροίσματος των στοιχείων α) έως γα) του άρθρου 57, μείον το άθροισμα των στοιχείων θ), ι) και ια) του άρθρου 57 μεταξύ 20 και 30 ετών μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2010.

Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας παρακολουθεί, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, την έκδοση των μέσων αυτών.

10.   Για τους σκοπούς του Τμήματος 5, τα στοιχεία ενεργητικού που είναι απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων που έχουν προκύψει πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2009 εξακολουθούν να υπόκεινται στην ίδια μεταχείριση που εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 115 παράγραφος 2 και το άρθρο 116, όπως ίσχυαν πριν από τις 7 Δεκεμβρίου 2009, αλλά το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012.

11.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, η προθεσμία του άρθρου 129, τρίτο εδάφιο, είναι έξι μήνες.».

38)

Το άρθρο 156 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 156

Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, και λαμβάνοντας υπόψη τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εξετάζει σε περιοδική βάση εάν η παρούσα οδηγία ως σύνολο, από κοινού με την οδηγία 2006/49/ΕΚ, έχει σημαντικές επιπτώσεις στον οικονομικό κύκλο και, λαμβανομένης υπόψη της εξέτασης αυτής, μελετά αν αιτιολογείται η λήψη διορθωτικών μέτρων.

Βάσει της ανάλυσης αυτής και λαμβάνοντας υπόψη τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η Επιτροπή καταρτίζει ανά διετία έκθεση την οποία υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο συνοδευόμενη ενδεχομένως από κατάλληλες προτάσεις. Συνεισφορές από δανειολήπτες και δανειοδότες λαμβάνονται επαρκώς υπόψη κατά την κατάρτιση της έκθεσης

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή επανεξετάζει την παρούσα οδηγία στο σύνολό της για να ανταποκριθεί στην ανάγκη καλύτερης ανάλυσης και αντιμετώπισης των μακροπροληπτικών προβλημάτων, συμπεριλαμβάνοντας την εξέταση:

α)

μέτρων που αμβλύνουν τις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να σχηματίζουν τα τραπεζικά ιδρύματα στις ευνοϊκές περιόδους αντικυκλικές εφεδρείες που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε φάση κάμψης·

β)

της λογικής που διέπει τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας·

γ)

συμπληρωματικών μέτρων για τα πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά τις απαιτήσεις που προκύπτουν από κινδύνους, ώστε να συγκρατηθεί αποτελεσματικότερα η αύξηση της μόχλευσης στο τραπεζικό σύστημα.

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τα ανωτέρω ζητήματα, συνοδευόμενη από οιεσδήποτε ενδεικνυόμενες προτάσεις.

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, το συντομότερο δυνατόν και εν πάση περιπτώσει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2009, έκθεση σχετικά με την ανάγκη περαιτέρω μεταρρύθμισης του εποπτικού συστήματος, καθώς και των συναφών άρθρων της παρούσας οδηγίας και, σύμφωνα με την εφαρμοστέα διαδικασία της συνθήκης, οιεσδήποτε ενδεικνυόμενες νομοθετικές προτάσεις.

Έως την 1η Ιανουαρίου 2011, η Επιτροπή επανεξετάζει την πρόοδο της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας όσον αφορά τους ενιαίους μορφότυπους, τις συχνότητες και τις ημερομηνίες διαβίβασης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 74, παράγραφος 2. Λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα της επανεξέτασης, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή επανεξετάζει την παρούσα οδηγία και καταρτίζει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση σε όλες τις πτυχές των άρθρων 68 έως 73 και του άρθρου 80 παράγραφοι 7 και 8 και στην εφαρμογή της στον τομέα της μικροπίστωσης, υποβάλλει δε την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, μαζί με τυχόν ενδεικνυόμενες προτάσεις.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή επανεξετάζει και καταρτίζει έκθεση ως προς την εφαρμογή του άρθρου 113 παράγραφος 4, συμπεριλαμβάνοντας στην εξέταση αυτή το ζήτημα κατά πόσον οι εξαιρέσεις πρέπει να υπόκεινται σε εθνική διακριτική ευχέρεια, την υποβάλλει δε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μαζί με τυχόν ενδεικνυόμενες προτάσεις. Όσον αφορά την ενδεχόμενη κατάργηση της εθνικής διακριτικής ευχέρειας του άρθρου 113 παράγραφος 4 στοιχείο γ) και τη δυνατότητα εφαρμογής της ευχέρειας αυτής σε επίπεδο ΕΕ, η επανεξέταση λαμβάνει ιδίως υπόψη την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης κινδύνου από τον όμιλο ενώ παράλληλα διασφαλίζει την ύπαρξη επαρκών ασφαλιστικών δικλείδων για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα σε όλα τα κράτη μέλη όπου έχει την καταστατική της έδρα μια οντότητα του ομίλου.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή επανεξετάζει και καταρτίζει έκθεση σχετικά με τα μέτρα για την ενίσχυση της διαφάνειας των εξωχρηματιστηριακών αγορών (OTC), συμπεριλαμβανομένων των αγορών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, όπως για παράδειγμα η απαίτηση συμψηφισμού μέσω κεντρικού αντισυμβαλλομένου, υποβάλλει δε την έκθεση αυτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, μαζί με τυχόν ενδεικνυόμενες προτάσεις.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με τον αναμενόμενο αντίκτυπο του άρθρου 122α, και υποβάλλει την έκθεση αυτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, μαζί με τυχόν ενδεικνυόμενες προτάσεις. Η Επιτροπή εκπονεί την έκθεσή της αφού ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας. Η έκθεση εξετάζει ειδικότερα κατά πόσον η απαίτηση ελάχιστης διατήρησης κατά το άρθρο 122α παράγραφος 1 επιτυγχάνει τον στόχο της καλύτερης ευθυγράμμισης συμφερόντων μεταξύ μεταβιβαζόντων ή ανάδοχων ιδρυμάτων και επενδυτών και ενισχύει τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, και κατά πόσον, λαμβανομένων υπόψη των διεθνών εξελίξεων, θα ενδεικνυόταν η αύξηση του ελάχιστου επιπέδου διατήρησης.

Έως την 1η Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του άρθρου 122α υπό το φως των διεθνών εξελίξεων της αγοράς.».

39)

Το παράρτημα III τροποποιείται ως εξής:

α)

στο μέρος 1 σημείο 5, προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Βάσει της μεθόδου που ορίζεται στο μέρος 6 του παρόντος παραρτήματος (ΜΕΥ), όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με έναν μόνο αντισυμβαλλόμενο μπορεί να θεωρούνται ένα και το αυτό συμψηφιστικό σύνολο, εφόσον οι αρνητικές προσομοιωμένες εμπορικές αξίες των επιμέρους συμψηφιστικών συνόλων έχουν οριστεί σε 0 κατά την εκτίμηση του αναμενόμενου ανοίγματος.»·

β)

στο μέρος 2, το σημείο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Όταν πιστωτικό ίδρυμα αγοράζει προστασία με πιστωτικά παράγωγα για την κάλυψη ανοίγματος στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο ή για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου (CCR), μπορεί να υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση για το αντισταθμιζόμενο περιουσιακό στοιχείο σύμφωνα με το παράρτημα VIII μέρος 3 παράγραφοι 83 έως 92 ή, εφόσον έχει τύχει της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με το παράρτημα VII μέρος 1 παράγραφος 4 ή με το παράρτημα VII μέρος 4 παράγραφοι 96 έως 104.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, και όταν δεν εφαρμόζεται η επιλογή της δεύτερης πρότασης του σημείου 11 του παραρτήματος II της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, η αξία ανοίγματος για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου (CCR) όσον αφορά αυτά τα πιστωτικά παράγωγα ισούται με μηδέν.

Ωστόσο, το ίδρυμα μπορεί να επιλέξει με συνέπεια να συμπεριλαμβάνει για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου (CCR) όλα τα πιστωτικά παράγωγα που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και έχουν αγοραστεί ως προστασία για την κάλυψη ανοίγματος στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο ή για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου (CCR) όταν η πιστωτική προστασία αναγνωρίζεται βάσει της παρούσας οδηγίας.»·

γ)

στο μέρος 5, το σημείο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«15.

Σε κάθε εκδότη χρεωστικού τίτλου αναφοράς που αποτελεί το υποκείμενο μέσο σύμβασης ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, αντιστοιχεί ένα αντισταθμιστικό σύνολο. Οι συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης “νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης” αντιμετωπίζονται ως εξής:

α)

το μέγεθος της θέσης κινδύνου σε ένα χρεωστικό τίτλο αναφοράς σε ομάδα με υποκείμενη συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης “νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης” είναι η πραγματική ονομαστική αξία του χρεωστικού τίτλου αναφοράς, πολλαπλασιασμένη επί τον τροποποιημένο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας του παραγώγου νιοστής αθέτησης όσον αφορά την αλλαγή στο πιστωτικό περιθώριο του χρεωστικού τίτλου αναφοράς·

β)

υπάρχει ένα αντισταθμιστικό σύνολο για κάθε χρεωστικό τίτλο αναφοράς σε ομάδα υποκείμενη σε δεδομένη συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης “νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης” θέσεις κινδύνου από διαφορετικές συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης “νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης” δεν περιλαμβάνονται στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο·

γ)

ο πολλαπλασιαστής πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου (CCR) που εφαρμόζεται σε κάθε αντισταθμιστικό σύνολο που δημιουργείται για έναν χρεωστικό τίτλο αναφοράς ενός παραγώγου “νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης” είναι 0,3 % για χρεωστικούς τίτλους αναφοράς που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από αναγνωρισμένο ECAI ισοδύναμη με βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3, και 0,6 % για άλλους χρεωστικούς τίτλους.».

40)

Το παράρτημα V τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.

Οι κίνδυνοι από συναλλαγές τιτλοποίησης στις οποίες το πιστωτικó ίδρυμα είναι επενδυτής, μεταβιβάζων ή ανάδοχος, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων φήμης (όπως προκύπτουν σε σχέση με πολύπλοκες δομές ή προϊόντα), αξιολογούνται και αντιμετωπίζονται με κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται ιδίως ότι η οικονομική σημασία της συναλλαγής αντικατοπτρίζεται πλήρως στις αποφάσεις αξιολόγησης και διαχείρισης των κινδύνων.»·

β)

το σημείο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«14.

Πρέπει να υπάρχουν άρτιες στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα για τον εντοπισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου ρευστότητας εντός κατάλληλου συνόλου χρονικών οριζόντων, μεταξύ άλλων εντός της ίδιας ημέρας, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα πιστωτικά ιδρύματα διατηρούν επαρκή επίπεδα αποθεμάτων ρευστότητας. Αυτές οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα είναι σχεδιασμένα με βάση τους επιχειρηματικούς τομείς, τα νομίσματα και τις οντότητες και περιλαμβάνουν επαρκείς μηχανισμούς επιμερισμού κόστους, κέρδους και κινδύνων ρευστότητας.»·

γ)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«14α.

Οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα που αναφέρονται στο σημείο 14 είναι αναλογικά προς την πολυπλοκότητα, το προφίλ κινδύνου, το πεδίο λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος και το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει οριστεί από τη διεύθυνση και αντικατοπτρίζει τη σπουδαιότητα του πιστωτικού ιδρύματος σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο δραστηριοποιείται επιχειρηματικά. Τα πιστωτικά ιδρύματα ανακοινώνουν το επίπεδο ανοχής κινδύνου σε όλα τα συναφή πεδία λειτουργίας.»·

δ)

το σημείο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«15.

Τα πιστωτικά ιδρύματα αναπτύσσουν μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση χρηματοδοτικών θέσεων. Οι μεθοδολογίες αυτές περιλαμβάνουν τις τρέχουσες και προβλεπόμενες σημαντικές χρηματορροές που περιλαμβάνονται σε ή προκύπτουν από στοιχεία του ενεργητικού, του παθητικού, στοιχεία εκτός ισολογισμού, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεώσεων και πιθανών επιπτώσεων του κινδύνου φήμης.

16.

Τα πιστωτικά ιδρύματα διακρίνουν μεταξύ δεσμευμένων και μη βεβαρημένων στοιχείων του ενεργητικού τα οποία είναι πάντοτε διαθέσιμα, ιδιαίτερα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Λαμβάνουν επίσης υπόψη τη νομική οντότητα όπου βρίσκονται τα στοιχεία ενεργητικού, τη χώρα όπου είναι νομίμως καταχωρισμένα είτε σε μητρώο είτε σε λογαριασμό, καθώς και την επιλεξιμότητά τους, παρακολουθούν δε τον τρόπο με τον οποίο τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού μπορούν να κινητοποιηθούν εγκαίρως.

17.

Τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν επίσης υπόψη τους υφιστάμενους νομικούς, ρυθμιστικούς και λειτουργικούς περιορισμούς σε ενδεχόμενες μεταφορές ρευστότητας και μη βεβαρημένων στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ οντοτήτων, εντός και εκτός του ΕΟΧ.

18.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα εξετάζει διάφορα μέσα μείωσης κινδύνου ρευστότητας, μεταξύ άλλων και σύστημα ορίων και αποθεμάτων ρευστότητας, προκειμένου να είναι σε θέση να αντέξει ποικίλες περιπτώσεις πίεσης, καθώς και επαρκώς διευρυμένη χρηματοδοτική διάρθρωση και πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης. Αυτές οι ρυθμίσεις αναθεωρούνται σε τακτά διαστήματα.

19.

Εξετάζονται εναλλακτικά σενάρια σχετικά με τις θέσεις ρευστότητας και τους παράγοντες μείωσης κινδύνου και αναθεωρούνται σε τακτική βάση οι παραδοχές στις οποίες στηρίζονται οι αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδοτική θέση. Για τους σκοπούς αυτούς, τα εναλλακτικά σενάρια αντιμετωπίζουν ιδίως τα στοιχεία εκτός ισολογισμού και άλλες ενδεχόμενες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των SSPE ή άλλων οντοτήτων ειδικού σκοπού, σε σχέση με τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα ενεργεί ως ανάδοχο ή παρέχει σημαντική υποστήριξη ρευστότητας.

20.

Τα πιστωτικά ιδρύματα εξετάζουν τις πιθανές επιπτώσεις σεναρίων εξειδικευμένων για το ίδρυμα, σεναρίων που καλύπτουν όλο το εύρος της αγοράς και συνδυασμένων εναλλακτικών σεναρίων. Πρέπει να εξετάζονται διαφορετικοί χρονικοί ορίζοντες και διαφορετικοί βαθμοί συνθηκών ακραίων καταστάσεων.

21.

Τα πιστωτικά ιδρύματα προσαρμόζουν τις στρατηγικές, τις εσωτερικές πολιτικές και τα όρια κινδύνου ρευστότητας και αναπτύσσουν αποτελεσματικά σχέδια έκτακτης ανάγκης, λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα των εναλλακτικών σεναρίων που αναφέρονται στο σημείο 19.

22.

Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις ρευστότητας, τα πιστωτικά ιδρύματα προβλέπουν σχέδια έκτακτης ανάγκης τα οποία θα ορίζουν επαρκείς στρατηγικές και κατάλληλα μέτρα εφαρμογής προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιθανά ελλείμματα ρευστότητας. Αυτά τα σχέδια ελέγχονται σε τακτά διαστήματα, ενημερώνονται βάσει του αποτελέσματος των εναλλακτικών σεναρίων που ορίζονται στο σημείο 19, υποβάλλονται με τη μορφή έκθεσης στα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και λαμβάνουν την έγκρισή τους, ώστε να μπορούν να προσαρμοστούν ανάλογα οι εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες.».

41)

Στο παράρτημα ΙΧ μέρος 3 τμήμα 2, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«7α.

Περαιτέρω, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι, όσον αφορά τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις που σχετίζονται με τα διαρθρωμένα χρηματοδοτικά μέσα, ο ECAI έχει αναλάβει δέσμευση να θέτει στη διάθεση του κοινού την εξήγηση πώς η απόδοση συνενουμένων στοιχείων ενεργητικού επηρεάζει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις στις οποίες προβαίνει.».

42)

Το παράρτημα ΧΙ τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 1 στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

το άνοιγμα προς μέτρηση και διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας που αναλαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης αναλύσεων εναλλακτικών σεναρίων, της διαχείρισης των μέσων μείωσης κινδύνου (ιδιαίτερα το επίπεδο, η σύνθεση και η ποιότητα των αποθεμάτων ρευστότητας) και των αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης·»·

β)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«1α.

Για τους σκοπούς του σημείου 1 στοιχείο ε), οι αρμόδιες αρχές διεξάγουν σε τακτά διαστήματα περιεκτική αξιολόγηση της όλης διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας από τα πιστωτικά ιδρύματα και προάγουν την ανάπτυξη αξιόπιστων εσωτερικών μεθοδολογιών. Κατά τη διεξαγωγή αυτών των αξιολογήσεων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη το ρόλο που διαδραματίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα στις χρηματοοικονομικές αγορές. Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους εξετάζουν δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε όλα τα άλλα κράτη μέλη που επηρεάζονται.».

43)

Στο παράρτημα XII μέρος 2 σημείο 3, τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

συνοπτικές πληροφορίες για τους όρους και τις προϋποθέσεις των κυριότερων χαρακτηριστικών όλων των κατηγοριών ιδίων κεφαλαίων και των επιμέρους στοιχείων από τα οποία αυτές συνίστανται, συμπεριλαμβανομένων των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57, μέσων που διέπονται από διατάξεις οι οποίες παρέχουν κίνητρο εξαγοράς από το πιστωτικό ίδρυμα και μέσων που υπόκεινται στο άρθρο 154, παράγραφοι 8 και 9·

β)

το ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων, με χωριστή δημοσιοποίηση κάθε θετικού στοιχείου και κάθε αφαίρεσης· το συνολικό ποσό των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57 και των μέσων που διέπονται από διατάξεις οι οποίες παρέχουν κίνητρο εξαγοράς από το πιστωτικό ίδρυμα δημοσιοποιούνται επίσης χωριστά· κάθε μία από αυτές τις δημοσιοποιήσεις προσδιορίζει τα μέσα που υπόκεινται στο άρθρο 154 παράγραφοι 8 και 9.».

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2006/49/ΕΚ

Η οδηγία 2006/49/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 12, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με τον όρο “βασικά ίδια κεφάλαια” νοείται το άθροισμα των στοιχείων α) έως γα), μείον το άθροισμα των στοιχείων θ), ι) και ια) του άρθρου 57 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.».

2)

Το άρθρο 28 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα ιδρύματα, με εξαίρεση τις επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 2 ή 3 του άρθρου 20 της παρούσας οδηγίας, παρακολουθούν και ελέγχουν τα μεγάλα τους ανοίγματα σύμφωνα με τα άρθρα 106 έως 118 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.»·

β)

η παράγραφος 3 διαγράφεται.

3)

Στο άρθρο 30 η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν, για τα στοιχεία που αποτελούν απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα έναντι αναγνωρισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων τρίτων χωρών και αναγνωρισμένων οίκων εκκαθάρισης και ανταλλαγής, να υπόκεινται στην ίδια μεταχείριση που ορίζει το άρθρο 111 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και το άρθρο 106 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της οδηγίας αυτής αντιστοίχως.».

4)

Το άρθρο 31 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο πρώτο εδάφιο, τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

το εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών άνοιγμα έναντι του εν λόγω πελάτη ή της εν λόγω ομάδας πελατών δεν υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται στο άρθρο 111 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, το οποίο υπολογίζεται σε συνάρτηση με τα ίδια κεφάλαια όπως αυτά καθορίζονται στην ίδια οδηγία, ώστε η υπέρβαση να προκύπτει αποκλειστικά από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών·

β)

το ίδρυμα πληροί πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση επί της υπέρβασης αυτής σε σχέση με το όριο που ορίζει το άρθρο 111 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα VI της παρούσας οδηγίας·»·

β)

στο πρώτο εδάφιο, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

κάθε τρίμηνο, τα ιδρύματα αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές όλες τις περιπτώσεις όπου υπήρξε υπέρβαση, κατά το παρελθόν τρίμηνο, του ορίου που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 111 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.»·

γ)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε σχέση με το στοιχείο ε), σε κάθε περίπτωση υπέρβασης του ορίου γνωστοποιούνται το ποσό της υπέρβασης και το όνομα του εκάστοτε πελάτη.».

5)

Στο άρθρο 32 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν διαδικασίες ώστε να εμποδίζονται τα ιδρύματα από το να αποφεύγουν σκοπίμως τις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες θα προέκυπταν ειδάλλως σε ανοίγματα που υπερβαίνουν το όριο της παραγράφου 1 του άρθρου 111 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ εφόσον αυτά τα ανοίγματα έχουν διατηρηθεί για περισσότερο από δέκα ημέρες, μεταφέροντας προσωρινά τα εν λόγω ανοίγματα σε άλλη εταιρεία, είτε ανήκουσα στον ίδιο όμιλο είτε όχι, ή/και πραγματοποιώντας εικονικές συναλλαγές ώστε να καλύψουν το άνοιγμα κατά την περίοδο των δέκα ημερών και να δημιουργήσουν νέο άνοιγμα.».

6)

Στο άρθρο 35 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«6.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων καλύπτονται από ενιαίους μορφότυπους, συχνότητες και ημερομηνίες διαβίβασης που προβλέπονται στο άρθρο 74 παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.».

7)

Στο άρθρο 38 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«3.   Το άρθρο 42α της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, με εξαίρεση την παράγραφο 1 στοιχείο α), εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στην εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων εκτός εάν οι επιχειρήσεις επενδύσεων πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 20, παράγραφοι 2 και 3, ή στο άρθρο 46 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας.».

8)

Στο άρθρο 45, παράγραφος 1, η ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2010» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2014».

9)

Στο άρθρο 47, η ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2009» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2010» και η μνεία στα σημεία 4 και 8 του παραρτήματος V της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ αντικαθίσταται από μνεία στα σημεία 4 και 8 του παραρτήματος VIII.

10)

Στο άρθρο 48 παράγραφος 1, η ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2010» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2014».

Άρθρο 3

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2007/64/ΕΚ

Το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο α), της οδηγίας 2007/64/ΕΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α), της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας τα οποία ευρίσκονται στην Κοινότητα και είναι υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα εντός ή, σύμφωνα με το άρθρο 38 της εν λόγω οδηγίας, εκτός της Κοινότητας·».

Άρθρο 4

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία έως τις 31 Οκτωβρίου 2010.

Τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή τις προαναφερθείσες διατάξεις από τις 31 Δεκεμβρίου 2010.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αυτής αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 6

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 16 Σεπτεμβρίου 2009.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

C. MALMSTRÖM


(1)  Γνώμη της 24ης Μαρτίου 2009 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ C 93 της 22.4.2009, σ. 3.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Μαΐου 2009 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 27ης Ιουλίου 2009.

(4)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

(7)  Βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(8)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(9)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 1».