10.12.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 323/20


ΑΠΌΦΑΣΗ 2009/917/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 30ής Νοεμβρίου 2009

για τη χρήση της πληροφορικής για τελωνειακούς σκοπούς

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως τα άρθρα 30 παράγραφος 1 στοιχείο α) και 34 παράγραφος 2 στοιχείο γ),

την πρωτοβουλία της Γαλλικής Δημοκρατίας,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι τελωνειακές αρχές είναι συνυπεύθυνες με άλλες αρμόδιες αρχές στα εξωτερικά σύνορα της Κοινότητας και εντός των εδαφικών ορίων αυτής για την πρόληψη, την έρευνα και τη δίωξη παραβάσεων όχι μόνον κατά των κοινοτικών κανονισμών αλλά και κατά των εθνικών νόμων.

(2)

Η αύξηση της παράνομης διακίνησης και εμπορίας κάθε είδους συνιστά σοβαρή απειλή κατά της δημόσιας υγείας, ασφάλειας και ηθών.

(3)

Είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ τελωνειακών αρχών με τη θέσπιση διαδικασιών με τις οποίες οι τελωνειακές αρχές θα δύνανται να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και άλλα δεδομένα σχετικά με δραστηριότητες παράνομης διακίνησης και εμπορίας, χρησιμοποιώντας νέες τεχνολογίες για τη διαχείριση και διαβίβαση τέτοιων πληροφοριών, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (2), και των αρχών της σύστασης R (87) 15 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 17ης Σεπτεμβρίου 1987, για τη ρύθμιση της χρήσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον αστυνομικό τομέα [«σύσταση R (87) 15»].

(4)

Θα πρέπει επίσης να ενισχυθεί η συμπληρωματικότητα με τις δράσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της συνεργασίας με την Ευρωπόλ και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ενίσχυση της Δικαστικής Συνεργασίας (Eurojust), παρέχοντας στα εν λόγω όργανα τη δυνατότητα πρόσβασης στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένου του Αρχείου Φακέλων Τελωνειακών Ερευνών, προκειμένου να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο της εντολής που τους έχει ανατεθεί.

(5)

Η πρόσβαση ανάγνωσης στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών θα πρέπει να επιτρέπει στη Ευρωπόλ να διασταυρώνει τις πληροφορίες που αποκτά με άλλα μέσα με τις πληροφορίες που περιέχονται στην προαναφερόμενη βάση δεδομένων, να εντοπίζει νέες σχέσεις που δεν ήταν μέχρι τότε ανιχνεύσιμες και άρα να προβαίνει σε πληρέστερη ανάλυση. Η πρόσβαση ανάγνωσης στο Αρχείο Φακέλων Τελωνειακών Ερευνών θα πρέπει να επιτρέπει στη Ευρωπόλ να αποκαλύπτει περιπτώσεις διασύνδεσης εγκληματολογικών ερευνών, άγνωστων μέχρι τότε στη Ευρωπόλ, οι οποίες έχουν τόσο κοινοτική όσο και εξωκοινοτική διάσταση.

(6)

Η πρόσβαση ανάγνωσης στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών θα πρέπει να επιτρέπει στη Eurojust να αποκτά άμεσα τις πληροφορίες που χρειάζεται για μια ακριβή αρχική εξέταση που επιτρέπει να εντοπιστούν και να αντιμετωπιστούν νομικά εμπόδια και να επιτευχθούν καλύτερα διωκτικά αποτελέσματα. Η πρόσβαση ανάγνωσης στο Αρχείο Φακέλων Τελωνειακών Ερευνών θα πρέπει να επιτρέπει στη Eurojust να συγκεντρώνει πληροφορίες για τις έρευνες που διεξάγονται ή έχουν ολοκληρωθεί σε διάφορα κράτη μέλη και άρα να στηρίζει αποτελεσματικότερα τις δικαστικές αρχές στα κράτη μέλη.

(7)

Επειδή οι τελωνειακές αρχές υποχρεούνται καθημερινώς να εφαρμόζουν τόσο κοινοτικές όσο και μη κοινοτικές διατάξεις, θα πρέπει να διασφαλιστεί η παράλληλη εξέλιξη των διατάξεων περί αμοιβαίας συνδρομής και διοικητικής συνεργασίας. Συνεπώς, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις όσον αφορά το σύστημα τελωνειακών πληροφοριών και το αρχείο φακέλων τελωνειακών ερευνών του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 766/2008. (3)

(8)

Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν το πλεονέκτημα που θα προσφέρει η πλήρης χρήση του Αρχείου Φακέλων Τελωνειακών Ερευνών για τον συντονισμό και την ενίσχυση της καταπολέμησης της διασυνοριακής εγκληματικότητας και ως εκ τούτου αναλαμβάνουν τη δέσμευση να εισάγουν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες στο εν λόγω αρχείο.

(9)

Η πείρα που αποκτήθηκε μετά την έναρξη ισχύος της σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 για τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα (στο εξής «σύμβαση CIS») (4), δείχνει ότι η χρησιμοποίηση του συστήματος τελωνειακών πληροφοριών με μοναδικό σκοπό την παρατήρηση και αναφορά, τη διακριτική παρακολούθηση και τους ειδικούς ελέγχους δεν επιτρέπει την πλήρη επίτευξη του στόχου του συστήματος, που είναι η συνδρομή στην πρόληψη, στη διερεύνηση και στη δίωξη σοβαρών παραβάσεων των εθνικών νόμων.

(10)

Μια στρατηγική ανάλυση θα πρέπει να βοηθήσει τους αρμόδιους στο υψηλότερο επίπεδο να καθορίσουν τα σχέδια, τους στόχους και τις πολιτικές για την καταπολέμηση της απάτης, να προγραμματίσουν τις δραστηριότητες και να διαθέσουν τους αναγκαίους πόρους για την επίτευξη των καθορισθέντων επιχειρησιακών στόχων.

(11)

Μια επιχειρησιακή ανάλυση όσον αφορά τις δραστηριότητες, τα μέσα και τις προθέσεις ορισμένων ατόμων ή επιχειρήσεων που δεν συμμορφώνονται ή φαίνεται να μη συμμορφώνονται με τους εθνικούς νόμους θα μπορούσε να βοηθήσει τις τελωνειακές αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ώστε να επιτύχουν τους καθορισθέντες στόχους για την καταπολέμηση της απάτης.

(12)

Επομένως, θα πρέπει να αντικατασταθεί η σύμβαση CIS.

(13)

Η παρούσα απόφαση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζει ο χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(14)

Η παρούσα απόφαση του Συμβουλίου δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τους συνταγματικές τους κανόνες όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού σε επίσημα έγγραφα,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 1

1.   Ιδρύεται ένα κοινό αυτοματοποιημένο σύστημα πληροφοριών για τελωνειακούς σκοπούς, στο εξής καλούμενο «τελωνειακό σύστημα πληροφοριών» ή «σύστημα».

2.   Σκοπός του συστήματος, βάσει της παρούσας απόφασης, είναι η συνδρομή στην πρόληψη, στην έρευνα και στη δίωξη σοβαρών παραβάσεων των εθνικών νόμων μέσω της ταχύτερης διάθεσης των πληροφοριών και η ενίσχυση κατ’ αυτόν τον τρόπο της ποτελεσματικότητας των διαδικασιών συνεργασίας και ελέγχου των τελωνειακών αρχών των κρατών μελών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης νοούνται ως:

1)

«εθνικοί νόμοι»: οι νόμοι και οι ρυθμίσεις ενός κράτους μέλους κατά την εφαρμογή των οποίων η τελωνειακή του αρχή έχει ολική ή μερική αρμοδιότητα σχετικά με:

α)

τη διακίνηση εμπορευμάτων που υπόκεινται σε μέτρα απαγόρευσης, περιορισμών ή ελέγχου, και ιδίως στα μέτρα των άρθρων 30 και 296 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας·

β)

τα μέτρα για τον έλεγχο των κινήσεων ρευστών διαθεσίμων εντός της Κοινότητας, εφόσον τα μέτρα αυτά λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 58 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας·

γ)

τη μεταβίβαση, μετατροπή, απόκρυψη ή συγκάλυψη της φύσης της περιουσίας ή των προσόδων που έχουν προέλθει ή αποκτηθεί αμέσως ή εμμέσως από διεθνή παράνομη εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών, ή κατά παράβαση:

i)

νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων κράτους μέλους, για την εφαρμογή των οποίων είναι εξ ολοκλήρου ή εν μέρει αρμόδια η τελωνειακή αρχή κράτους μέλους και οι οποίες αφορούν τη διασυνοριακή μεταφορά εμπορευμάτων που υπόκεινται σε μέτρα απαγορεύσεων, περιορισμών ή ελέγχων, ιδίως στα μέτρα των άρθρων 30 και 296 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καθώς και τους μη εναρμονισμένους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ή

ii)

του συνόλου των κοινοτικών διατάξεων και των διατάξεων που έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας που διέπει την εισαγωγή, την εξαγωγή, τη διαμετακόμιση και την παραμονή εμπορευμάτων κατά τις εμπορικές μεταφορές μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, καθώς και μεταξύ κρατών μελών, εφόσον πρόκειται για εμπορεύματα που δεν υπόκεινται στο κοινοτικό καθεστώς κατά την έννοια του άρθρου 23 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή εμπορεύματα που υπόκεινται σε επιπρόσθετους ελέγχους ή έρευνες προκειμένου να αποκτήσουν τον κοινοτικό τους χαρακτήρα, ή

iii)

του συνόλου των διατάξεων που έχουν θεσπισθεί σε κοινοτικό επίπεδο στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής, καθώς και των ειδικών διατάξεων που θεσπίζονται για τα εμπορεύματα τα οποία προκύπτουν από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων, ή

iv)

του συνόλου των διατάξεων που έχουν θεσπισθεί σε κοινοτικό επίπεδο σχετικά με τους εναρμονισμένους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τον φόρο προστιθέμενης αξίας, επί των εισαγωγών, παράλληλα με τις εθνικές διατάξεις περί της εφαρμογής τους ή που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο αυτό.

2)

«δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο η ταυτότητα του οποίου είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί («υποκείμενο των δεδομένων»)· ως πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί λογίζεται το πρόσωπο εκείνο που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από φυσική, βιολογική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική άποψη·

3)

«παρέχον κράτος μέλος»: το κράτος που εισάγει δεδομένα στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών·

4)

«επιχειρησιακή ανάλυση»: η ανάλυση των πράξεων που συνιστούν ή φαίνεται να συνιστούν παραβιάσεις των εθνικών νόμων και για την οποία ακολουθείται η εξής διαδικασία:

α)

συγκέντρωση πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

β)

αξιολόγηση της αξιοπιστίας της πηγής των πληροφοριών και αυτών καθαυτών των πληροφοριών·

γ)

έρευνα, μεθοδική παρουσίαση και ερμηνεία των σχέσεων των πληροφοριών αυτών μεταξύ τους ή των πληροφοριών αυτών με άλλα σημαντικά δεδομένα·

δ)

διατύπωση διαπιστώσεων, υποθέσεων ή συστάσεων που μπορούν να αξιοποιηθούν άμεσα, ως πληροφορίες σχετικά με κινδύνους, από μέρους των αρμόδιων αρχών για την πρόληψη και ανίχνευση άλλων πράξεων που αντίκεινται στους εθνικούς νόμους ή/και για τον επακριβή προσδιορισμό των προσώπων ή επιχειρήσεων που ενέχονται στις πράξεις αυτές·

5)

«στρατηγική ανάλυση»: η έρευνα και η παρουσίαση των γενικών τάσεων των παραβιάσεων των εθνικών νόμων μέσω της αξιολόγησης της απειλής, του εύρους και της επίδρασης ορισμένων μορφών πράξεων αντίθετων προς τους εθνικούς νόμους, με σκοπό τον καθορισμό των προτεραιοτήτων, την καλύτερη κατανόηση του φαινομένου ή της απειλής, τον αναπροσανατολισμό των δράσεων πρόληψης και ανίχνευσης των περιπτώσεων απάτης και την αναθεώρηση της οργάνωσης των υπηρεσιών. Για τη στρατηγική ανάλυση μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο δεδομένα που έχουν καταστεί ανώνυμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 3

1.   Το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών αποτελείται από μια κεντρική βάση στοιχείων, η πρόσβαση στην οποία επιτυγχάνεται μέσω τερματικών που τοποθετούνται σε κάθε κράτος μέλος. Περιλαμβάνει, αποκλειστικά, τα δεδομένα, περιλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του κατά το άρθρο 1 παράγραφος 2 σκοπού του και τα οποία κατατάσσονται στις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

εμπορεύματα·

β)

μεταφορικά μέσα·

γ)

επιχειρήσεις·

δ)

πρόσωπα·

ε)

τάσεις απάτης·

στ)

διαθέσιμη εμπειρογνωμοσύνη·

ζ)

κατακρατήσεις, κατασχέσεις ή δημεύσεις ειδών·

η)

κατακρατήσεις, κατασχέσεις ή δημεύσεις ρευστών διαθεσίμων.

2.   Η Επιτροπή εξασφαλίζει την τεχνική διαχείριση της υποδομής του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών σύμφωνα με τις εκτελεστικές διατάξεις που θεσπίζονται στα πλαίσια του Συμβουλίου.

Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση διαχείρισης στην επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 27.

3.   Η Επιτροπή κοινοποιεί στην εν λόγω επιτροπή τις πρακτικές λεπτομέρειες της τεχνικής διαχείρισης.

Άρθρο 4

1.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν τα στοιχεία που πρέπει να καταχωρηθούν στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών σχετικά με καθεμία από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, στο μέτρο που τούτο είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση του σκοπού του συστήματος. Κανένα προσωπικό δεδομένο δεν πρέπει να καταχωρείται στην κατηγορία του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο ε).

2.   Όσον αφορά τις κατηγορίες του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ), οι καταχωριζόμενες στο σύστημα πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα περιορίζονται στα ακόλουθα:

α)

επώνυμο, όνομα γένους, όνομα(-τα), προηγούμενα επώνυμα και ψευδώνυμα·

β)

ημερομηνία και τόπος γέννησης·

γ)

ιθαγένεια·

δ)

φύλο·

ε)

αριθμός, τόπος και ημερομηνία έκδοσης των εγγράφων ταυτότητας (διαβατηρίων, δελτίων ταυτότητας, αδειών οδήγησης)·

στ)

διεύθυνση·

ζ)

ιδιαίτερα αντικειμενικά και διαρκή φυσικά χαρακτηριστικά·

η)

λόγος της εισαγωγής των δεδομένων στο σύστημα·

η)

προτεινόμενη ενέργεια·

ι)

προειδοποιητικός κωδικός που να επισημαίνει ιστορικό οπλοφορίας, βιαιοπραγίας ή απόδρασης·

ια)

αριθμός κυκλοφορίας του μεταφορικού μέσου.

3.   Όσον αφορά την κατηγορία του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο στ), οι καταχωριζόμενες στο σύστημα πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα περιορίζονται στα ονοματεπώνυμα των εμπειρογνωμόνων.

4.   Όσον αφορά την κατηγορία του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχεία ζ) και η), οι καταχωριζόμενες στο σύστημα πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα περιορίζονται στα ακόλουθα:

α)

επώνυμο, όνομα γένους, όνομα(-τα), προηγούμενα επώνυμα και ψευδώνυμα·

β)

ημερομηνία και τόπος γέννησης·

γ)

ιθαγένεια·

δ)

φύλο·

ε)

διεύθυνση.

5.   Ουδέποτε καταχωρούνται στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που εκτίθενται στο άρθρο 6 της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ.

Άρθρο 5

1.   Τα δεδομένα των κατηγοριών που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ) καταχωρίζονται στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών με μοναδικό σκοπό την παρατήρηση και αναφορά, τη διακριτική παρακολούθηση, τους ειδικούς ελέγχους και τη στρατηγική ή επιχειρησιακή ανάλυση.

Τα δεδομένα της κατηγορίας του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο η) καταχωρίζονται στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών με μοναδικό σκοπό τη στρατηγική ή επιχειρησιακή ανάλυση.

2.   Για τον σκοπό των ενεργειών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των κατηγοριών που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 δύνανται να καταχωρούνται στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών μόνον εάν υπάρχουν, ιδίως λόγω προτέρων παράνομων δραστηριοτήτων, πραγματικές ενδείξεις που οδηγούν στην υπόνοια ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει διαπράξει, διαπράττει ή θα διαπράξει σοβαρές παραβάσεις των εθνικών νόμων.

Άρθρο 6

1.   Εάν οι ενέργειες που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 πραγματοποιηθούν, οι ακόλουθες πληροφορίες δύνανται εν όλω ή εν μέρει να συλλεγούν και να διαβιβαστούν στο παρέχον κράτος μέλος:

i)

το γεγονός ότι εντοπίστηκαν τα αναζητούμενα εμπορεύματα, μέσα μεταφοράς, επιχειρήσεις ή πρόσωπα·

ii)

ο τόπος, ο χρόνος και η αιτία του ελέγχου·

iii)

το δρομολόγιο και ο προορισμός·

iv)

τα πρόσωπα που συνόδευαν το αναζητούμενο πρόσωπο ή οι συνεπιβάτες των μεταφορικών μέσων·

v)

τα μέσα μεταφοράς που χρησιμοποιήθηκαν·

vi)

τα μεταφερόμενα αντικείμενα·

vii)

οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες εντοπίστηκαν τα εμπορεύματα τα μέσα μεταφοράς, η επιχείρηση ή το πρόσωπο.

Όταν συλλέγονται τέτοιες πληροφορίες κατά τη διάρκεια μιας διακριτικής παρακολούθησεως, πρέπει να λαμβάνονται μέτρα ώστε να μην διακυβεύεται η μυστικότης της παρακολούθησεως.

2.   Στα πλαίσια των ειδικών ελέγχων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 δύνανται να ερευνηθούν πρόσωπα, μέσα μεταφοράς και αντικείμενα στον βαθμό που επιτρέπεται και σύμφωνα με τους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του κράτους μέλους στο οποίο λαμβάνει χώρα η έρευνα. Αν ο ειδικός έλεγχος δεν επιτρέπεται από τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους, το εν λόγω κράτος μέλος τον μετατρέπει αυτομάτως σε παρατήρηση και αναφορά ή σε διακριτική παρακολούθηση.

Άρθρο 7

1.   Η άμεση πρόσβαση σε δεδομένα καταχωρισθέντα στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών επιτρέπεται μόνον στις εθνικές αρχές που ορίζονται από κάθε κράτος μέλος. Αυτές οι εθνικές αρχές μπορεί να είναι τελωνειακές αρχές αλλά και άλλες αρχές, αρμόδιες να ενεργούν για την επίτευξη του στόχου που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, σύμφωνα με τους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του εν λόγω κράτους μέλους.

2.   Κάθε κράτος μέλος αποστέλλει στα άλλα κράτη μέλη και στην επιτροπή του άρθρου 27 κατάλογο των αρμόδιων αρχών του που σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου είναι εξουσιοδοτημένες να έχουν άμεση πρόσβαση στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών δηλώνοντας, για κάθε αρχή, σε ποια δεδομένα μπορεί να έχει πρόσβαση και για ποιους σκοπούς.

3.   Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, το Συμβούλιο δύναται να επιτρέπει κατόπιν ομόφωνης απόφασης την πρόσβαση στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών σε διεθνείς ή περιφερειακούς οργανισμούς. Κατά τη λήψη της απόφασης αυτής, το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη κάθε αμοιβαίο διακανονισμό και κάθε γνώμη της κοινής εποπτεύουσας αρχής, που αναφέρεται στο άρθρο 25, ως προς την επάρκεια των μέτρων προστασίας των δεδομένων.

Άρθρο 8

1.   Τα κράτη μέλη, η Ευρωπόλ και η Eurojust δύνανται να χρησιμοποιούν δεδομένα που έχουν ληφθεί από το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών μόνο για τον σκοπό που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2. Δύνανται, ωστόσο, να κάνουν χρήση αυτών για διοικητικούς ή άλλους σκοπούς μετά από προηγούμενη εξουσιοδότηση του κράτους μέλους το οποίο καταχώρισε τα δεδομένα αυτά στο σύστημα και με την επιφύλαξη των όρων που έχει επιβάλει. Η εν λόγω χρήση πρέπει να είναι σύμφωνη με τους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του κράτους μέλους το οποίο ζητά να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα αυτά σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2 της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ, και πρέπει να λαμβάνει υπόψη την αρχή 5.2.i της σύστασης R (87) 15.

2.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 4 του παρόντος άρθρου, του άρθρου 7 παράγραφος 3 και των άρθρων 11 και 12, τα δεδομένα που έχουν ληφθεί από το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών χρησιμοποιούνται μόνον από τις εθνικές αρχές που έχει ορίσει κάθε κράτος μέλος οι οποίες, σύμφωνα με τους οικείους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες, είναι αρμόδιες να ενεργούν για την επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.   Κάθε κράτος μέλος αποστέλλει στα άλλα κράτη μέλη και στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 27 κατάλογο των αρμόδιων αρχών που έχει ορίσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

4.   Δεδομένα που έχουν ληφθεί από το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών δύνανται, έπειτα από προηγούμενη άδεια του κράτους μέλους που τα καταχώρισε στο σύστημα και υπό τους όρους που έχει επιβάλει το εν λόγω κράτος, να διαβιβάζονται για χρήση και άλλων εθνικών αρχών, πλην εκείνων που έχουν ορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, τρίτων χωρών και διεθνών ή περιφερειακών οργανισμών. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει ειδικά μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει την ασφάλεια αυτών των δεδομένων όταν διαβιβάζονται ή παρέχονται σε υπηρεσίες εκτός της εθνικής του επικράτειας. Λεπτομέρειες για τα μέτρα αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται στην κοινή εποπτεύουσα αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 25.

Άρθρο 9

1.   Η καταχώριση δεδομένων στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών διέπεται από τους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του παρέχοντος τις πληροφορίες κράτους μέλους, εκτός αν η παρούσα απόφαση προβλέπει αυστηρότερες διατάξεις.

2.   Η χρήση δεδομένων που λαμβάνονται από το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών, περιλαμβανομένης και κάθε ενέργειας που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 και προτείνεται από το παρέχον κράτος μέλος, διέπεται από τους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του κράτους μέλους που χρησιμοποιεί αυτά τα στοιχεία, εκτός εάν η παρούσα απόφαση προβλέπει αυστηρότερες διατάξεις.

Άρθρο 10

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει τελωνειακή αρχή αρμόδια σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών.

2.   Η αρχή της παραγράφου 1 είναι υπεύθυνη για την ορθή λειτουργία του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών στο κράτος μέλος και λαμβάνει τα μέτρα που απαιτούνται για να διασφαλισθεί η συμμόρφωση προς την παρούσα απόφαση.

3.   Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη σχετικά με την αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 11

1.   Η Ευρωπόλ, στα πλαίσια της εντολής της και για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, έχει δικαίωμα πρόσβασης και αναδίφησης στα δεδομένα που έχουν εισαχθεί στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 1, 3, 4, 5, 6, 15, 16, 17, 18 και 19.

2.   Όταν κατά την αναδίφηση της Ευρωπόλ εντοπίζεται σύμπτωση μεταξύ πληροφορίας που επεξεργάζεται η Ευρωπόλ και καταχώρισης στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών, η Ευρωπόλ ενημερώνει σχετικά το κράτος μέλος που προέβη στην καταχώριση, διά των διαύλων που ορίζει η απόφαση 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2009, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ) (5).

3.   Για τη χρήση των πληροφοριών που λαμβάνονται έπειτα από αναδίφηση στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών απαιτείται η συγκατάθεση του κράτους μέλους που καταχώρισε τις πληροφορίες στο σύστημα. Εάν το κράτος μέλος επιτρέπει τη χρήση των πληροφοριών αυτών, η επεξεργασία τους ρυθμίζεται από την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ. Η Ευρωπόλ μπορεί να διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές σε τρίτα κράτη και τρίτους οργανισμούς μόνο με τη συγκατάθεση του κράτους μέλους που καταχώρισε τις πληροφορίες.

4.   Η Ευρωπόλ μπορεί να ζητήσει από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος την παροχή περισσότερων πληροφοριών, σύμφωνα με την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ.

5.   Υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 4, η Ευρωπόλ δεν έχει δικαίωμα να συνδέει τα μέρη του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών στα οποία έχει πρόσβαση με οποιοδήποτε ηλεκτρονικό σύστημα συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων το οποίο διαχειρίζεται η Ευρωπόλ ή λειτουργεί στο πλαίσιο της Ευρωπόλ ούτε να μεταφέρει τα δεδομένα που περιέχονται σε αυτά σε τέτοιο σύστημα. Δεν τηλεφορτώνει ούτε αντιγράφει με άλλο τρόπο οιοδήποτε μέρος του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών.

Η Ευρωπόλ περιορίζει την πρόσβαση στα δεδομένα που έχουν καταχωριστεί στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών στο ειδικά εξουσιοδοτημένο προσωπικό της Ευρωπόλ.

Η Ευρωπόλ επιτρέπει στην κοινή εποπτική αρχή, η οποία συνεστήθη δυνάμει του άρθρου 34 της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ, να επιβλέπει τις δραστηριότητες της Ευρωπόλ κατά την άσκηση του δικαιώματός της για πρόσβαση και αναδίφηση σε δεδομένα που έχουν εισαχθεί στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών.

6.   Το παρόν άρθρο ουδόλως μπορεί να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι θίγει τις διατάξεις της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ όσον αφορά την προστασία των δεδομένων και την ευθύνη σχετικά με οποιαδήποτε μη εξουσιοδοτημένη ή εσφαλμένη επεξεργασία των δεδομένων αυτών από το προσωπικό της Ευρωπόλ ή ότι θίγει τις αρμοδιότητες του κοινού εποπτικού οργάνου το οποίο δημιουργείται δυνάμει της εν λόγω απόφασης.

Άρθρο 12

1.   Τα εθνικά μέλη της Eurojust, οι αναπληρωτές τους, οι βοηθοί τους και το ειδικά εξουσιοδοτημένο προσωπικό, στα πλαίσια της εντολής που τους ανατίθεται και της εκπλήρωσης των καθηκόντων της Eurojust, έχουν δικαίωμα πρόσβασης και αναδίφησης στα δεδομένα που έχουν εισαχθεί στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών, σύμφωνα με τα άρθρα 1, 3, 4, 5, 6, 15, 16, 17, 18 και 19.

2.   Όταν, κατά την αναδίφηση από εθνικό μέλος της Eurojust, αναπληρωτή του, βοηθό του ή ειδικά εξουσιοδοτημένο προσωπικό, εντοπίζεται σύμπτωση μεταξύ πληροφορίας που επεξεργάζεται η Eurojust και καταχώρισης στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών, το εν λόγω μέλος ενημερώνει το κράτος μέλος που εισήγαγε την καταχώριση. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται κατά την αναδίφηση αυτή μπορούν να διαβιβάζονται προς τρίτες χώρες και τρίτους οργανισμούς μόνο με τη συγκατάθεση του κράτους μέλους που τις καταχώρισε.

3.   Το παρόν άρθρο ουδόλως μπορεί να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι θίγει τις διατάξεις της απόφασης 2009/426/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ενίσχυση της Eurojust (6), οι οποίες αφορούν την προστασία των δεδομένων και την ευθύνη σχετικά με οποιαδήποτε μη εξουσιοδοτημένη ή εσφαλμένη επεξεργασία των δεδομένων αυτών από τα εθνικά μέλη της Eurojust ή τους αναπληρωτές τους, τους βοηθούς τους και ειδικά εξουσιοδοτημένο προσωπικό, ή ότι θίγει τις αρμοδιότητες του κοινού εποπτικού οργάνου το οποίο δημιουργείται δυνάμει της εν λόγω απόφασης.

4.   Κανένα μέρος του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών, στο οποίο τα εθνικά μέλη της Eurojust, οι αναπληρωτές τους, οι βοηθοί τους και το ειδικά εξουσιοδοτημένο προσωπικό έχουν πρόσβαση, δεν συνδέεται με ηλεκτρονικό σύστημα συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων το οποίο διαχειρίζεται η Eurojust ή λειτουργεί σε αυτήν ούτε μεταφέρονται σε τέτοιο σύστημα τα περιεχόμενα στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών δεδομένα, και κανένα μέρος του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών δεν τηλεφορτώνεται σε άλλα αρχεία δεδομένων.

5.   Η πρόσβαση σε δεδομένα που εισάγονται στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών επιτρέπεται μόνο στα εθνικά μέλη της Eurojust, τους αναπληρωτές τους, τους βοηθούς τους και το ειδικά εξουσιοδοτημένο προσωπικό και δεν επεκτείνεται στο υπόλοιπο προσωπικό της Eurojust.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 13

1.   Μόνο το παρέχον κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να τροποποιεί, συμπληρώνει, διορθώνει ή διαγράφει δεδομένα τα οποία έχει εισαγάγει στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών.

2.   Αν το παρέχον κράτος μέλος διαπιστώσει ή πληροφορηθεί ότι τα δεδομένα που καταχώρισε είναι ανακριβή ή ότι καταχωρίστηκαν ή διατηρήθηκαν κατά παράβαση της παρούσας απόφασης, τροποποιεί, συμπληρώνει, διορθώνει ή διαγράφει τα δεδομένα, και ενημερώνει σχετικά τα άλλα κράτη μέλη, την Ευρωπόλ και τη Eurojust.

3.   Αν ένα από τα κράτη μέλη, η Ευρωπόλ ή η Eurojust έχει αποδεικτικά στοιχεία ότι κάποιο δεδομένο είναι ανακριβές ή ότι καταχωρίστηκε ή φυλάσσεται στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών κατά παράβαση της παρούσας απόφασης, ενημερώνει το παρέχον κράτος μέλος το συντομότερο δυνατόν. Το τελευταίο ελέγχει τα εν λόγω δεδομένα και, αν είναι απαραίτητο, τα διορθώνει ή τα διαγράφει χωρίς καθυστέρηση. Εν συνεχεία το παρέχον κράτος μέλος ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη, την Ευρωπόλ και τη Eurojust για κάθε διόρθωση ή διαγραφή που πραγματοποίησε.

4.   Αν, κατά την καταχώριση δεδομένων στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών, ένα κράτος μέλος διαπιστώσει ότι η αναφορά του έρχεται σε αντίθεση με μια προηγούμενη αναφορά ως προς το περιεχόμενο ή την προτεινόμενη ενέργεια, ενημερώνει αμέσως το κράτος μέλος που υπέβαλε την προηγούμενη αναφορά. Τα δύο κράτη μέλη επιχειρούν στη συνέχεια να επιλύσουν το ζήτημα. Σε περίπτωση διαφωνίας ισχύει η πρώτη αναφορά ενώ τα σημεία εκείνα της νέας αναφοράς που δεν έρχονται σε αντίθεση με την πρώτη αναφορά καταχωρίζονται στο σύστημα.

5.   Τηρουμένων των διατάξεων της παρούσας απόφασης, όταν, σε ένα κράτος μέλος, ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή λάβει οριστική απόφαση για τροποποίηση, συμπλήρωση, διόρθωση ή διαγραφή δεδομένων του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών, τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν αμοιβαία την υποχρέωση να εκτελέσουν την απόφαση αυτή. Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ των αποφάσεων δικαστηρίων ή άλλων αρμοδίων αρχών διαφορετικών κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 σχετικά με διόρθωση ή διαγραφή, το κράτος μέλος που εισήγαγε τα εν λόγω δεδομένα τα διαγράφει από το σύστημα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 14

1.   Δεδομένα που εισήχθησαν στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών φυλάσσονται μόνο για το χρονικό διάστημα που θεωρείται απαραίτητο για την επίτευξη του σκοπού της καταχώρισης. Η ανάγκη διατήρησης επανεξετάζεται, τουλάχιστον ετησίως, από το παρέχον κράτος μέλος

2.   Το παρέχον κράτος μέλος δύναται, εντός της περιόδου επανεξέτασης να αποφασίσει να διατηρήσει τα δεδομένα μέχρι την επόμενη επανεξέταση αν η διατήρησή τους είναι απαραίτητη για τους σκοπούς για τους οποίους εισήχθησαν. Με την επιφύλαξη των άρθρων 22 και 23, αν δεν αποφασισθεί διατήρηση, τα δεδομένα αυτά μεταφέρονται αυτομάτως στο μέρος εκείνο του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών όπου υπάρχει περιορισμένη πρόσβαση σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

3.   Το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών πληροφορεί αυτομάτως το παρέχον κράτος μέλος για προγραμματισμένη μεταφορά δεδομένων του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών βάσει της παραγράφου 2, με προειδοποίηση ενός μηνός.

4.   Τα δεδομένα που μεταφέρθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου συνεχίζουν να φυλάσσονται για ένα έτος εντός του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών, αλλά, με την επιφύλαξη του άρθρου 22, πρόσβαση σε αυτά έχει μόνον ένας αντιπρόσωπος της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 27 ή οι αρχές εποπτείας που αναφέρονται στο άρθρο 24 και στο άρθρο 25 παράγραφος 1. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής οι προαναφερθέντες δύνανται να συμβουλεύονται τα δεδομένα μόνο χάριν ελέγχου της ακρίβειας και της νομιμότητάς τους, κατόπιν δε τούτου πρέπει να διαγράφονται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΦΑΚΕΛΩΝ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

Άρθρο 15

1.   Το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών περιλαμβάνει πέραν των δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 3, και τα δεδομένα που αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο σε ειδική βάση δεδομένων, ονομαζόμενη εφεξής «αρχείο φακέλων τελωνειακών ερευνών». Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου και των κεφαλαίων VΙΙ και VΙΙΙ, όλες οι διατάξεις της παρούσας απόφασης εφαρμόζονται και στο αρχείο φακέλων τελωνειακών ερευνών. Δεν εφαρμόζεται η εξαίρεση του άρθρου 21 παράγραφος 2.

2.   Στόχος του αρχείου φακέλων τελωνειακών ερευνών είναι να επιτρέπει στις εθνικές αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 7 ως αρμόδιες για τελωνειακές έρευνες, οι οποίες κινούν ή διεξάγουν έρευνα για ένα ή πλείονα πρόσωπα ή επιχειρήσεις, καθώς και στην Ευρωπόλ και στη Eurojust, να γνωρίζουν τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών οι οποίες διεξάγουν ή έχουν διεξαγάγει έρευνες για τα εν λόγω πρόσωπα ή επιχειρήσεις, προκειμένου να επιτευχθούν, βάσει πληροφοριών για την ύπαρξη φακέλων ερευνών, οι στόχοι που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.   Για τους σκοπούς του Αρχείου Φακέλων Τελωνειακών Ερευνών, κάθε κράτος μέλος διαβιβάζει στα άλλα κράτη μέλη, στην Ευρωπόλ και στη Eurojust καθώς και στην επιτροπή του άρθρου 27 κατάλογο των σοβαρών παραβάσεων των εθνικών του νόμων.

Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει μόνον παραβάσεις που τιμωρούνται:

α)

με ποινή ή μέτρο ασφαλείας στερητικά της ελευθερίας, ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον 12 μηνών, ή

β)

με πρόστιμο τουλάχιστον 15 000 EUR.

4.   Εάν το κράτος μέλος που συμβουλεύεται το αρχείο φακέλων ερευνών χρειάζεται περισσότερες πληροφορίες για τον αποθηκευμένο φάκελο ερευνών σχετικά με πρόσωπο ή επιχείρηση, ζητεί τη συνδρομή του παρέχοντος κράτους μέλους, βάσει των ισχυουσών νομοθετικών πράξεων περί αμοιβαίας συνδρομής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΦΑΚΕΛΩΝ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

Άρθρο 16

1.   Δεδομένα από τους φακέλους ερευνών θα καταχωρίζονται στο αρχείο φακέλων τελωνειακών ερευνών μόνον για τους στόχους του άρθρου 15 παράγραφος 2. Τα δεδομένα αυτά θα αφορούν μόνον τις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

πρόσωπο ή επιχείρηση για τα οποία διεξάγεται ή διεξήχθη έρευνα από την αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους, και:

ii)

για το οποίο/την οποία, βάσει της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, υπάρχουν υπόνοιες ότι διαπράττει, έχει διαπράξει, συμμετέχει ή έχει συμμετάσχει στην τέλεση σοβαρής παράβασης των εθνικών νόμων, ή

ii)

για το οποίο/την οποία υπάρχει αναφορά σχετικά με μία εκ των παραβάσεων αυτών, ή

iii)

στο οποίο/στην οποία επεβλήθη διοικητική ή δικαστική κύρωση για μία εκ των παραβάσεων αυτών·

β)

τον τομέα που καλύπτει ο φάκελος ερευνών·

γ)

το ονοματεπώνυμο, την ιθαγένεια και τα στοιχεία της αρχής του κράτους μέλους που χειρίζεται τον φάκελο μαζί με τον αριθμό του φακέλου.

Τα δεδομένα των σημείων α), β) και γ) καταχωρίζονται σε αρχείο χωριστά για κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση. Ζεύξεις αρχείων δεν επιτρέπονται.

2.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) περιορίζονται στα ακόλουθα:

α)

για τα πρόσωπα: επώνυμο, γένος, όνομα(-τα), προηγούμενα επώνυμα και ψευδώνυμα, ημερομηνία και τόπος γεννήσεως, ιθαγένεια και φύλο·

β)

για τις επιχειρήσεις: επωνυμία, επωνυμία που χρησιμοποιεί η επιχείρηση στις εμπορικές της δραστηριότητες, διεύθυνση, αριθμός ΦΠΑ και αριθμός μητρώου για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

3.   Τα δεδομένα καταχωρίζονται για περιορισμένο χρόνο, σύμφωνα με το άρθρο 19.

Άρθρο 17

Ένα κράτος μέλος δεν θα υποχρεούται να εισάγει καταχωρίσεις σύμφωνα με το άρθρο 16 σε οποιαδήποτε ειδική περίπτωση εφόσον και όταν η εισαγωγή τους θα μπορούσε να βλάψει τη δημόσια τάξη ή άλλα ουσιώδη συμφέροντα, ιδίως αν με τον τρόπο αυτό δημιουργείται άμεση και σοβαρή απειλή κατά της δημόσιας ασφάλειας ή κατά της δημόσιας ασφάλειας άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας, ή σε περίπτωση που δημιουργείται κίνδυνος για ουσιώδη συμφέροντα ίσης σημασίας, ή σε περίπτωση που τέτοιες καταχωρήσεις βλάπτουν σοβαρά τα ατομικά δικαιώματα ή θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο μια διεξαγόμενη έρευνα.

Άρθρο 18

1.   Η καταχώριση δεδομένων στο αρχείο φακέλων τελωνειακών ερευνών και η χρήση των δεδομένων αυτών γίνεται μόνο από τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 2.

2.   Κάθε χρήση στοιχείων από το αρχείο φακέλων τελωνειακών ερευνών πρέπει να καλύπτει τα εξής δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:

α)

για τα πρόσωπα: όνομα, ή/και επώνυμο, ή/και γένος, ή/και προηγούμενα επώνυμα, ή/και ψευδώνυμα, ή/και ημερομηνία γεννήσεως·

β)

για τις επιχειρήσεις: εμπορική επωνυμία, ή/και επωνυμία που χρησιμοποιεί η επιχείρηση στις εμπορικές της δραστηριότητες, ή/και διεύθυνση, ή/και αριθμό ΦΠΑ ή/και αριθμό μητρώου για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΦΑΚΕΛΩΝ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

Άρθρο 19

1.   Ο χρόνος διατήρησης των δεδομένων καθορίζεται σύμφωνα με τις νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις και διαδικασίες του κράτους μέλους που εισάγει τα δεδομένα. Ωστόσο, τα ακόλουθα χρονικά όρια, από την ημερομηνία εισαγωγής των δεδομένων στο φάκελο, δεν υπερβαίνονται επ’ ουδενί:

α)

Ο χρόνος διατήρησης των δεδομένων σχετικά με φακέλους διεξαγόμενων ερευνών δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, εάν στο διάστημα αυτό δεν έχει διαπιστωθεί καμία παράβαση. Τα δεδομένα διαγράφονται πρίν τη λήξη της τριετούς περιόδου εφόσον πέρασαν 12 μήνες από την τελευταία έρευνα·

β)

τα δεδομένα σχετικά με φακέλους ερευνών οι οποίες οδήγησαν στη διαπίστωση παράβασης αλλά δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε καταδικαστική απόφαση ή στην απαγγελία διοικητικής κύρωσης δεν φυλάσσονται για περίοδο άνω των έξι ετών·

γ)

τα δεδομένα σχετικά με φακέλους ερευνών, οι οποίες οδήγησαν σε καταδικαστική απόφαση ή σε πρόστιμο, δεν φυλάσσονται για περίοδο άνω των 10 ετών.

2.   Σε όλα τα στάδια ενός φακέλου έρευνας, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β) και γ), αφ’ ης στιγμής κατά τις νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις του καταχωρίζοντος κράτους μέλους ένα πρόσωπο ή μια επιχείρηση εντός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 16 απαλλάσσεται από τις κατηγορίες, τα δεδομένα του προσώπου ή της επιχείρησης διαγράφονται αμέσως.

3.   Τα δεδομένα διαγράφονται αυτόματα από το αρχείο φακέλων τελωνειακών ερευνών αμέσως μόλις σημειωθεί υπέρβαση των μέγιστων διαστημάτων φύλαξης των δεδομένων που ορίζει η παράγραφος 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΧ

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Άρθρο 20

Η απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ εφαρμόζεται στην προστασία της ανταλλαγής δεδομένων σύμφωνα προς την παρούσα απόφαση, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα απόφαση.

Άρθρο 21

1.   Τα δεδομένα δύνανται να αντιγραφούν μόνο για τεχνικούς σκοπούς όταν η αντιγραφή είναι αναγκαία για άμεση έρευνα από τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 7.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 8 παράγραφος 1, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη δεν δύνανται να αντιγράφονται από το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών σε άλλα εθνικά αρχεία, με εξαίρεση την αντιγραφή τους στα συστήματα διαχείρισης κινδύνου που χρησιμοποιούνται για να κατευθύνουν τους τελωνειακούς ελέγχους σε εθνικό επίπεδο ή σε σύστημα επιχειρησιακής ανάλυσης που χρησιμοποιούνται για τον συντονισμό των ενεργειών. Οι αντιγραφές αυτές μπορούν να γίνουν στο βαθμό που απαιτείται για ειδικές περιπτώσεις ή έρευνες.

3.   Και στις δύο εξαιρετικές περιπτώσεις της παραγράφου 2, μόνον οι αναλυτές που έχουν εξουσιοδοτηθεί από τις εθνικές αρχές κάθε κράτους μέλους έχουν δικαίωμα να επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που λαμβάνονται από το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών στο πλαίσιο συστήματος διαχείρισης κινδύνου που χρησιμοποιείται για να κατευθύνει τους τελωνειακούς ελέγχους από τις εθνικές αρχές ή στο πλαίσιο συστήματος επιχειρησιακής ανάλυσης που χρησιμοποιείται για τον συντονισμό των ενεργειών.

4.   Κάθε κράτος μέλος αποστέλλει σε κάθε ένα από τα άλλα κράτη μέλη και στην επιτροπή του άρθρου 27 κατάλογο των υπηρεσιών που ασχολούνται με τη διαχείριση κινδύνου στις οποίες ανήκουν οι αναλυτές που είναι εξουσιοδοτημένοι να αντιγράφουν και να επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έχουν καταχωρισθεί στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών.

5.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αντιγράφονται από το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών αποθηκεύονται μόνο για όσο διάστημα είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων για τους οποίους αντιγράφηκαν. Η ανάγκη αποθήκευσής τους επανεξετάζεται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο από το κράτος μέλος του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών που προέβη στην αντιγραφή. Η περίοδος αποθήκευσης δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που δεν είναι αναγκαία για τη συνέχιση της επιχειρησιακής ανάλυσης διαγράφονται αμέσως ή τους αφαιρούνται τα αναγνωριστικά στοιχεία.

Άρθρο 22

Τα δικαιώματα των προσώπων ως προς τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών, ιδιαίτερα το δικαίωμα πρόσβασης, διόρθωσης, διαγραφής ή κλειδώματος ασκούνται σύμφωνα με τους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του εφαρμόζοντος την απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ κράτους μέλους στο οποίο γίνεται επίκληση αυτών των δικαιωμάτων. Απαγορεύεται η πρόσβαση στο μέτρο που η άρνηση πρόσβασης είναι αναγκαία και αναλογική ώστε να μην εκτεθεί σε κίνδυνο καμιά τρέχουσα εθνική έρευνα, ή κατά την περίοδο διακριτικής παρακολούθησης ή κατά τον εντοπισμό και την αναφορά του. Κατά την αξιολόγηση της δυνατότητας εφαρμογής μιας εξαίρεσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα του ενδιαφερομένου προσώπου.

Άρθρο 23

1.   Στην επικράτεια κάθε κράτους μέλους, κάθε πρόσωπο δύναται, σύμφωνα με τους εκεί ισχύοντες νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες να εγείρει αγωγή ή, αναλόγως της περιπτώσεως, να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου ή αρμόδιας αρχής βάσει των νόμων, ρυθμίσεων και διαδικασιών του οικείου κράτους μέλους σχετικά με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν εισαχθεί στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών και το αφορούν, προκειμένου να:

α)

διορθώσει ή διαγράψει ανακριβή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα·

β)

διορθώσει ή διαγράψει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν εισαχθεί ή αποθηκευθεί στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών κατά παράβαση της παρούσας απόφασης·

γ)

επιτύχει πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα·

δ)

κλειδώσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα·

ε)

λάβει αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 2.

2.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 30, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη αναλαμβάνουν αμοιβαία την υποχρέωση να εκτελούν τις οριστικές αποφάσεις δικαστηρίου, ή άλλης αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχεία α), β) και γ) του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 24

Κάθε κράτος μέλος ορίζει μία ή περισσότερες εθνικές εποπτεύουσες αρχές, υπεύθυνες για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οι οποίες διενεργούν ανεξάρτητο έλεγχο αυτού του είδους δεδομένων που έχουν καταχωρισθεί στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ.

Άρθρο 25

1.   Συστήνεται κοινή εποπτεύουσα αρχή αποτελούμενη από δύο αντιπροσώπους κάθε κράτους μέλους που προέρχονται από την αντίστοιχη ανεξάρτητη εθνική εποπτεύουσα αρχή ή αρχές.

2.   Η κοινή εποπτεύουσα αρχή ελέγχει και διασφαλίζει την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας απόφασης και της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ ως προς την προστασία των φυσικών προσώπων αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών.

3.   Προς τον σκοπό αυτό, η κοινή εποπτεύουσα αρχή είναι αρμόδια να εποπτεύει τη λειτουργία του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών, να εξετάζει κάθε δυσκολία εφαρμογής ή ερμηνείας που είναι δυνατόν να προκύψει κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του, να μελετά τυχόν προβλήματα αναφορικά με την άσκηση της ανεξάρτητης εποπτείας από τις εθνικές εποπτεύουσες αρχές των κρατών μελών, ή κατά την άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης ατόμων στο σύστημα, και να συντάσσει προτάσεις για εξεύρεση κοινών λύσεων στα προβλήματα.

4.   Προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, η κοινή εποπτεύουσα αρχή έχει πρόσβαση στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών.

5.   Οι εκθέσεις που συντάσσει η κοινή εποπτεύουσα αρχή διαβιβάζονται στις αρχές στις οποίες οι εθνικές εποπτεύουσες αρχές υποβάλλουν τις εκθέσεις τους, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 26

1.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων εποπτεύει τις δραστηριότητες της Επιτροπής όσον αφορά το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών. Τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες που αναφέρονται στα άρθρα 46 και 47 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (7), εφαρμόζονται ανάλογα.

2.   Η κοινή εποπτεύουσα αρχή και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, εντός των ορίων των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους, συνεργάζονται στα πλαίσια των ευθυνών τους και διασφαλίζουν τη συντονισμένη εποπτεία του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών, περιλαμβανομένης της έκδοσης των σχετικών συστάσεων.

3.   Η κοινή εποπτεύουσα αρχή και ο ευρωπαίος επόπτης προστασίας δεδομένων συνεδριάζουν προς τον σκοπό τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Τα έξοδα και η υποστήριξη των συνεδριάσεων αυτών φέρει ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ

ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Άρθρο 27

1.   Συνιστάται επιτροπή αποτελούμενη από αντιπροσώπους των τελωνειακών διοικήσεων των κρατών μελών. Η επιτροπή λαμβάνει τις αποφάσεις της με ομοφωνία στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 στοιχείο α) και με πλειοψηφία δύο τρίτων στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 στοιχείο β). Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό ομόφωνα.

2.   Η επιτροπή είναι υπεύθυνη:

α)

για την ορθή εφαρμογή της παρούσας απόφασης, χωρίς να θίγονται οι εξουσίες των αρχών που αναφέρονται στα άρθρα 24, 25 παράγραφος 1 και 26 παράγραφος 1·

β)

για την ορθή οργανωτική και τεχνική λειτουργία του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών. Λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή των μέτρων που καθορίζονται στα άρθρα 14 και 28 σε σχέση με το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, δύναται να έχει άμεση πρόσβαση και χρήση των δεδομένων του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών.

3.   Η επιτροπή υποβάλλει ετησίως έκθεση στο Συμβούλιο, βάσει του τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την αποδοτικότητα και ορθή λειτουργία του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών, προβαίνοντας σε συστάσεις όταν απαιτείται. Η έκθεση αποστέλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερωτικώς.

4.   Η Επιτροπή συμμετέχει στις εργασίες της επιτροπής αυτής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙ

ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 28

1.   Όλα τα αναγκαία διοικητικά μέτρα ασφαλείας λαμβάνονται από:

α)

τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όσον αφορά τα τερματικά του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών του οικείου κράτους μέλους, καθώς και την Ευρωπόλ και τη Eurojust·

β)

την επιτροπή του άρθρου 27 όσον αφορά το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών και τα τερματικά που συστεγάζονται με το σύστημα και χρησιμοποιούνται για τεχνικούς σκοπούς και τους ελέγχους που απαιτούνται από την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές, η Ευρωπόλ, η Eurojust και η επιτροπή του άρθρου 27 λαμβάνουν μέτρα ώστε:

α)

να εμποδίζουν κάθε μη εξουσιοδοτημένο άτομο να έχει πρόσβαση στις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των δεδομένων·

β)

να εμποδίζουν την ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή αφαίρεση δεδομένων και υποθεμάτων τους από μη εξουσιοδοτημένα άτομα·

γ)

να εμποδίζουν τη μη εξουσιοδοτημένη εισαγωγή δεδομένων και κάθε μη εξουσιοδοτημένη ανάγνωση, τροποποίηση ή διαγραφή δεδομένων·

δ)

να εμποδίζουν την πρόσβαση σε δεδομένα του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών από μη εξουσιοδοτημένα άτομα μέσω συσκευών διαβίβασης δεδομένων·

ε)

να διασφαλίζουν ότι, όσον αφορά τη χρήση του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών, τα εξουσιοδοτημένα άτομα έχουν δικαίωμα πρόσβασης μόνο σε δεδομένα για τα οποία έχουν αρμοδιότητα·

στ)

να διασφαλίζεται ότι μπορεί να ελέγχεται και να βεβαιώνεται σε ποιες αρχές δύνανται να μεταβιβάζονται τα δεδομένα μέσω συσκευών διαβίβασης δεδομένων·

ζ)

να διασφαλίζεται ότι μπορεί να ελέγχεται και να βεβαιώνεται εκ των υστέρων ποια δεδομένα εισήχθησαν στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών, πότε εισήχθησαν και από ποιον, και να ελέγχεται η διακίνηση των δεδομένων αυτών·

η)

να εμποδίζεται η μη εξουσιοδοτημένη ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή διαγραφή των δεδομένων κατά τη διάρκεια της διαβίβασής των και της μεταφοράς των σχετικών υποθεμάτων.

3.   Η επιτροπή του άρθρου 27 παρακολουθεί την πρόσβαση στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών με σκοπό να διακριβώσει αν οι έρευνες που έγιναν ήταν νόμιμες και αν έγιναν από εξουσιοδοτημένους χρήστες. Ελέγχεται τουλάχιστον το 1 % όλων των ερευνών. Τηρείται αρχείο των ελέγχων αυτών εντός του συστήματος, το οποίο θα χρησιμοποιείται μόνο για τον αναφερθέντα σκοπό από την επιτροπή και τις αρχές εποπτείας που αναφέρονται στα άρθρα 24 και 25. Το αρχείο αυτό διαγράφεται μετά πάροδο έξι μηνών.

Άρθρο 29

Η αρμόδια τελωνειακή αρχή του κράτους μέλους η οποία αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, είναι υπεύθυνη για τα μέτρα ασφαλείας που αναφέρονται στο άρθρο 28, όσον αφορά τα τερματικά που είναι εγκατεστημένα στη χώρα της, τις λειτουργίες επανεξέτασης που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφοι 1 και 2 και στο άρθρο 19, και την ορθή εφαρμογή της παρούσας απόφασης, στο μέτρο που είναι αναγκαίο σύμφωνα με τους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του οικείου κράτους μέλους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙΙ

ΕΥΘΥΝΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

Άρθρο 30

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα που καταχωρίζουν στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 παράγραφος 1 και το άρθρο 8 της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ είναι ακριβή, επικαιροποιημένα, πλήρη, αξιόπιστα και έχουν καταχωρισθεί νομίμως.

2.   Κάθε κράτος μέλος ευθύνεται σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία για οποιαδήποτε ζημία προκληθεί σε πρόσωπο εξαιτίας της χρήσης του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών. Το ίδιο θα ισχύει και στη ζημία που προκλήθηκε από κράτος μέλος που καταχωρίζει ανακριβή δεδομένα ή τα καταχωρίζει και τα φυλάσσει παρανόμως.

3.   Εάν κράτος μέλος παραλήπτης καταβάλει αποζημίωση για ζημία που προκλήθηκε από τη χρήση ανακριβών δεδομένων που έχουν καταχωρισθεί στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών από άλλο κράτος μέλος, το τελευταίο επιστρέφει στο κράτος μέλος παραλήπτη το ποσό που έχει καταβάλει ως αποζημίωση, λαμβάνοντας υπόψη τα τυχόν σφάλματα που οφείλονται στο κράτος μέλος παραλήπτη.

4.   Η Ευρωπόλ και η Eurojust φέρουν ευθύνη σύμφωνα με το καταστατικό εκάστης.

Άρθρο 31

1.   Οι δαπάνες αγοράς, μελέτης, διαμόρφωσης και συντήρησης των κεντρικών υποδομών πληροφορικής (υλικό Η/Υ), των λογισμικών και των διασυνδέσεων εξειδικευμένων δικτύων, καθώς και οι δαπάνες υπηρεσιών παραγωγής, στήριξης και κατάρτισης, οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη λειτουργία του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών προκειμένου για την εφαρμογή της κοινοτικής τελωνειακής και γεωργικής νομοθεσίας και για τη χρησιμοποίηση του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών από τα κράτη μέλη στο έδαφός τους, συμπεριλαμβανομένου του κόστους επικοινωνίας, βαρύνουν τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2.   Το κόστος συντήρησης των εθνικών σταθμών/των τερματικών που συνεπάγεται η εφαρμογή της παρούσας απόφασης βαρύνει τα κράτη μέλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙΙΙ

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 32

Οι πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με την παρούσα απόφαση ανταλλάσσονται απευθείας μεταξύ των αρχών των κρατών μελών.

Άρθρο 33

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το εθνικό δίκαιό τους συνάδει με την παρούσα απόφαση το αργότερο στις 27 Μαΐου 2011.

Άρθρο 34

1.   Η παρούσα απόφαση αντικαθιστά τη σύμβαση για το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών καθώς και το πρωτόκολλο, της 12ης Μαρτίου 1999, που καταρτίστηκε με βάση το άρθρο Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαική Ενωση σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στη σύμβαση σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα καθώς και σχετικά με την προσθήκη του αριθμού καταχώρισης των μέσων μεταφοράς στη σύμβαση (8) καθώς και το πρωτόκολλο, της 8ης Μαΐου 2003, σύμφωνα με το άρθρο 34 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο τροποποιεί τη σύμβαση σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα όσον αφορά τη δημιουργία αρχείου φακέλων τελωνειακών ερευνών (9) από τις 27 Μαΐου 2011.

2.   Κατά συνέπεια, η σύμβαση CIS και τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 πρωτόκολλα καταργούνται από την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 35

Υπό την επιφύλαξη τυχόν αντίθετων διατάξεων της παρούσας απόφασης, όλες οι ρυθμίσεις για την εφαρμογή της σύμβασης για το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 1 καταργούνται από τις 27 Μαΐου 2010.

Άρθρο 36

1.   Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από τις 27 Μαΐου 2011.

Βρυξέλλες, 30 Νοεμβρίου 2009.

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

B. ASK


(1)  Γνώμη της 24ης Νοεμβρίου 2008 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ L 350 της 30.12.2008, σ. 60.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 766/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 48).

(4)  ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 33.

(5)  ΕΕ L 121 της 15.5.2009, σ. 37.

(6)  ΕΕ L 138 της 4.6.2009, σ. 14.

(7)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(8)  ΕΕ C 91 της 31.3.1999, σ. 2.

(9)  ΕΕ C 139 της 13.6.2003, σ. 2.