20.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/36


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 16ης Οκτωβρίου 2009

σχετικά με τη θέσπιση μέτρων που διευκολύνουν τη χρήση διαδικασιών με ηλεκτρονικά μέσα μέσω των «ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης» βάσει της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 7806]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2009/767/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (1), και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι υποχρεώσεις διοικητικής απλούστευσης που επιβάλλονται στα κράτη μέλη δυνάμει του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2006/123/ΕΚ, ιδίως δυνάμει των άρθρων 5 και 8 της εν λόγω οδηγίας, συμπεριλαμβάνουν την υποχρέωση απλούστευσης των διαδικασιών και των διατυπώσεων που ισχύουν για την πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και για την άσκησή τους, καθώς και την υποχρέωση διασφάλισης ότι οι πάροχοι υπηρεσιών μπορούν εύκολα να πραγματοποιούν τις εν λόγω διαδικασίες και διατυπώσεις από απόσταση και με ηλεκτρονικά μέσα, μέσω των «ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης».

(2)

Η διεκπεραίωση των διαδικασιών και των διατυπώσεων μέσω των «ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης» πρέπει να είναι εφικτή μεταξύ των κρατών μελών, όπως ορίζει το άρθρο 8 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ.

(3)

Προκειμένου να υπάρξει συμμόρφωση με την υποχρέωση απλούστευσης των διαδικασιών και των διατυπώσεων, καθώς και για τη διευκόλυνση της διασυνοριακής χρήσης των «ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης», οι διαδικασίες με ηλεκτρονικά μέσα πρέπει να βασίζονται σε απλές λύσεις, μεταξύ των οποίων η χρήση των ηλεκτρονικών υπογραφών. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, ύστερα από κατάλληλη εκτίμηση επικινδυνότητας συγκεκριμένων διαδικασιών και διατυπώσεων, θεωρείται απαραίτητο ένα υψηλό επίπεδο ασφαλείας ή ισοδυναμία με τη χειρόγραφη υπογραφή, οι πάροχοι υπηρεσιών, για ορισμένες διαδικασίες και διατυπώσεις, θα απαιτείται να διαθέτουν προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές βάσει αναγνωρισμένου πιστοποιητικού, με ή χωρίς ασφαλή διάταξη δημιουργίας υπογραφών.

(4)

Το κοινοτικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές υπογραφές θεσπίστηκε με την οδηγία 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές (2). Προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική διασυνοριακή χρήση των προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών βάσει αναγνωρισμένου πιστοποιητικού, πρέπει να αυξηθεί η εμπιστοσύνη στις εν λόγω ηλεκτρονικές υπογραφές, ανεξάρτητα από το κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο υπογράφων ή ο πάροχος της υπηρεσίας πιστοποίησης που εκδίδει το αναγνωρισμένο πιστοποιητικό. Αυτό επιτυγχάνεται καθιστώντας τις πληροφορίες που απαιτούνται για την επικύρωση των ηλεκτρονικών υπογραφών ευκολότερα διαθέσιμες σε αξιόπιστη μορφή, ιδίως τις πληροφορίες που αφορούν τους παρόχους υπηρεσιών πιστοποίησης, οι οποίοι εποπτεύονται/διαπιστεύονται σε ένα κράτος μέλος, καθώς και τις υπηρεσίες που παρέχουν.

(5)

Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι το κράτος μέλος θέτει τις πληροφορίες αυτές στη διάθεση του κοινού μέσω ενός κοινού προτύπου, προκειμένου να διευκολύνει τη χρήση τους και να διασφαλίσει ένα κατάλληλο επίπεδο λεπτομερειών, που θα επιτρέπει σε εκείνον που τις λαμβάνει να επικυρώνει την ηλεκτρονική υπογραφή,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Χρήση και αποδοχή ηλεκτρονικών υπογραφών

1.   Αν αιτιολογείται βάσει κατάλληλης εκτίμησης επικινδυνότητας και σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 3 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν, για τη διεκπεραίωση ορισμένων διαδικασιών και διατυπώσεων μέσω των ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης, δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ, να χρησιμοποιεί ο πάροχος της υπηρεσίας προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές βάσει αναγνωρισμένου πιστοποιητικού, με ή χωρίς ασφαλή διάταξη δημιουργίας υπογραφών, όπως ορίζεται και προβλέπεται στην οδηγία 1999/93/ΕΚ.

2.   Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποδέχονται οποιεσδήποτε προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές βάσει αναγνωρισμένου πιστοποιητικού, με ή χωρίς ασφαλή διάταξη δημιουργίας υπογραφών, για τη διεκπεραίωση των διαδικασιών και των διατυπώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας των κρατών μελών να περιορίζουν αυτή την αποδοχή σε προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές βάσει αναγνωρισμένου πιστοποιητικού, που δημιουργήθηκαν μέσω ασφαλούς διάταξης δημιουργίας υπογραφών, αν αυτό συμφωνεί με την εκτίμηση επικινδυνότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Τα κράτη μέλη δεν εξαρτούν την αποδοχή προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών βάσει αναγνωρισμένου πιστοποιητικού, με ή χωρίς ασφαλή διάταξη δημιουργίας υπογραφών, από απαιτήσεις που θέτουν εμπόδια στους παρόχους υπηρεσιών όσον αφορά τη χρήση διαδικασιών με ηλεκτρονικά μέσα μέσω των ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης.

4.   Η παράγραφος 2 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να αποδέχονται άλλες ηλεκτρονικές υπογραφές εκτός από τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές βάσει αναγνωρισμένου πιστοποιητικού, με ή χωρίς τη χρήση ασφαλούς διάταξης δημιουργίας υπογραφών.

Άρθρο 2

Κατάρτιση, τήρηση και δημοσίευση καταλόγων εμπίστευσης

1.   Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει, τηρεί και δημοσιεύει, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές που ορίζονται στο παράρτημα, «κατάλογο εμπίστευσης», ο οποίος περιέχει τις ελάχιστες πληροφορίες που αφορούν τους παρόχους υπηρεσιών πιστοποίησης, οι οποίοι εκδίδουν αναγνωρισμένα πιστοποιητικά για το κοινό, και οι οποίοι εποπτεύονται/διαπιστεύονται από το εκάστοτε κράτος μέλος.

2.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν και δημοσιεύσουν, ως ελάχιστη προϋπόθεση μια αναγνώσιμη από άνθρωπο μορφή του καταλόγου εμπίστευσης, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που ορίζονται στο παράρτημα.

3.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα στοιχεία του αρμόδιου φορέα για την κατάρτιση, την τήρηση και τη δημοσίευση του καταλόγου εμπίστευσης, τον τόπο δημοσίευσης του καταλόγου εμπίστευσης και τυχόν τροποποιήσεις του εν λόγω καταλόγου.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται από τις 28 Δεκεμβρίου 2009.

Άρθρο 4

Αποδέκτες

Η απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2009.

Για την Επιτροπή

Charlie McCREEVY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 36.

(2)  ΕΕ L 13 της 19.1.2000, σ. 12.