14.7.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 181/57


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 10ης Ιουλίου 2009

για την τροποποίηση της απόφασης 2000/57/ΕΚ για σύστημα έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης για την πρόληψη και τον έλεγχο μεταδοτικών ασθενειών δυνάμει της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 5515]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2009/547/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την απόφαση αριθ. 2119/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, για τη δημιουργία δικτύου επιδημιολογικής παρακολούθησης και ελέγχου των μεταδοτικών ασθενειών στην Κοινότητα (1), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 5,

Κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στην απόφαση 2000/57/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, για σύστημα έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης για την πρόληψη και τον έλεγχο μεταδοτικών ασθενειών δυνάμει της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), καθορίζονται τα περιστατικά που σχετίζονται με μεταδοτικές νόσους οι οποίες πρέπει να κοινοποιούνται από τις αρμόδιες για την υγεία αρχές των κρατών μελών στο τμήμα έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης του κοινοτικού δικτύου και προβλέπονται οι γενικές διαδικασίες για την ανταλλαγή πληροφοριών σε σχέση με τα εν λόγω περιστατικά, για σκοπούς διαβούλευσης και λήψης συντονιστικών μέτρων από τα κράτη μέλη σε συνεννόηση με την Επιτροπή.

(2)

Η απόφαση 2000/57/ΕΚ υποχρεώνει, επίσης, τις αρχές κάθε κράτους μέλους που είναι αρμόδιες για τη δημόσια υγεία να συλλέγουν και να ανταλλάσσουν κάθε αναγκαία πληροφορία για τα περιστατικά σχετικά με τις μεταδοτικές νόσους, για παράδειγμα χρησιμοποιώντας το εθνικό σύστημα επιτήρησης, τη συνιστώσα επιδημιολογικής επιτήρησης του κοινοτικού δικτύου ή οποιοδήποτε άλλο κοινοτικό σύστημα συλλογής στοιχείων.

(3)

Η πρόληψη και ο έλεγχος των μεταδοτικών νόσων ορίζονται στην απόφαση αριθ. 2119/98/ΕΚ ως μια σειρά μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της επιδημιολογικής έρευνας, που λαμβάνουν οι αρμόδιες για τη δημόσια υγεία αρχές των κρατών μελών για να αποτρέψουν και να σταματήσουν τη διασπορά των μεταδοτικών νόσων. Τα μέτρα αυτά καλύπτουν και δραστηριότητες ιχνηλάτησης των επαφών και, μαζί με οποιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία έχουν στην κατοχή τους οι εθνικές αρμόδιες αρχές για τη δημόσια υγεία σχετικά με ένα περιστατικό που αφορά μεταδοτική νόσο, διαβιβάζονται σε όλα τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή. Επίσης, ένα κράτος μέλος που προτίθεται να λάβει μέτρα, καταρχήν ενημερώνει εκ των προτέρων το κοινοτικό δίκτυο για τη φύση και την εμβέλεια των μέτρων αυτών, καθώς και διαβουλεύεται με τα άλλα κράτη μέλη και συντονίζει τις ενέργειες αυτές σε συνεννόηση με την Επιτροπή.

(4)

Στην απόφαση 2000/57/ΕΚ πρέπει να υπάρχει σαφής αντιστοιχία με τις διατάξεις της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνονται ή πρόκειται να ληφθούν για την πρόληψη και τον έλεγχο της διασποράς των μεταδοτικών νόσων.

(5)

Επιπλέον, η έναρξη ισχύος του διεθνούς υγειονομικού κανονισμού (2005) δεσμεύει τη διεθνή κοινότητα, όσον αφορά τη δημόσια υγεία, να αντιδρά στη διεθνή διασπορά των νόσων με μέσα που είναι αναλογικά προς τους κινδύνους και περιορίζονται στην αντιμετώπιση των κινδύνων για τη δημόσια υγεία, και με τα οποία αποφεύγεται η παρεμπόδιση της διεθνούς κυκλοφορίας και εμπορίου.

(6)

Όταν εκδηλωθεί περιστατικό σχετικό με μεταδοτική νόσο που δύναται να έχει διαστάσεις που καθιστούν αναγκαία τη λήψη μέτρων ιχνηλάτησης επαφών σε επίπεδο ΕΕ, τα κράτη μέλη συνεργάζονται μεταξύ τους και με την Επιτροπή μέσω του συστήματος έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης, ώστε να ταυτοποιηθούν τα μολυσμένα πρόσωπα και τα άτομα που ενδεχομένως κινδυνεύουν. Η συνεργασία αυτή μπορεί να εμπεριέχει ανταλλαγή ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων επιβεβαιωμένων ή ύποπτων ανθρώπινων κρουσμάτων μεταξύ κρατών μελών που εμπλέκονται στη διαδικασία ιχνηλάτησης των επαφών.

(7)

Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων που αφορούν την υγεία απαγορεύεται καταρχήν από τις διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (3), και από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (4). Επιπροσθέτως, το άρθρο 11 της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

(8)

Για λόγους δημόσιας υγείας, η επεξεργασία τέτοιου είδους δεδομένων εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 της οδηγίας 95/46/ΕΚ και στο άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, εφόσον η επεξεργασία των δεδομένων είναι αναγκαία για την ιατρική πρόληψη ή διάγνωση, την παροχή ιατροφαρμακευτικής αγωγής ή τη διαχείριση των ιατροφαρμακευτικών υπηρεσιών, η δε επεξεργασία των δεδομένων αυτών εκτελείται από κατ’ επάγγελμα θεράποντα της υγείας υποκείμενο στο επαγγελματικό απόρρητο το οποίο προβλέπει το εθνικό δίκαιο ή από άλλο πρόσωπο το οποίο ομοίως υπέχει αντίστοιχη υποχρέωση. Επιπλέον, το άρθρο 23 παράγραφος 1 του διεθνούς υγειονομικού κανονισμού (2005), που άρχισε να ισχύει στις 15 Ιουνίου 2007, προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη στην Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) δύνανται να ζητούν, για λόγους δημόσιας υγείας, μεταξύ άλλων και για σκοπούς ιχνηλάτησης επαφών, κατά την άφιξη ή την αναχώρηση, ορισμένα στοιχεία που αφορούν ταξιδιώτες.

(9)

Επιπλέον, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς ιχνηλάτησης επαφών θεωρείται θεμιτή στο βαθμό που είναι αναγκαία για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 7 στοιχείο δ) της οδηγίας 95/46/ΕΚ και το άρθρο 5 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, και επίσης για την εκτέλεση καθήκοντος για το δημόσιο συμφέρον, σύμφωνα με το άρθρο 7 στοιχείο ε) και το άρθρο 5 στοιχείο α) αυτών των κοινοτικών πράξεων αντίστοιχα.

(10)

Η Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων και τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνήσουν για τις κατάλληλες εγγυήσεις ως προς την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τον σκοπό της ιχνηλάτησης επαφών, ιδίως ως προς τη χρήση της παρέκκλισης από τις διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, εξασφαλίζοντας ότι η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο του συστήματος έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης γίνεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και την οδηγία 95/46/ΕΚ αντίστοιχα.

(11)

Ειδικότερα, όταν κοινοποιούνται προσωπικά δεδομένα στο πλαίσιο του συστήματος έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης με σκοπό την πρόληψη και τον έλεγχο των μεταδοτικών νόσων, οι αρχές των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για τη δημόσια υγεία και η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα προσωπικά δεδομένα είναι σωστά, σχετικά και όχι δυσανάλογα με το σκοπό που υπηρετούν καθώς και ότι δεν υφίστανται επεξεργασία για άλλους σκοπούς, καθώς και ότι είναι ακριβή, ότι επικαιροποιούνται όταν χρειάζεται και δεν φυλάσσονται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από όσο χρειάζεται· πρέπει επίσης να εξασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που υπόκεινται σε ιχνηλάτηση επαφών ενημερώνονται δεόντως για τη φύση της επεξεργασίας, για το ποια δεδομένα υφίστανται επεξεργασία, για τα δικαιώματα πρόσβασης στα δεδομένα που τους αφορούν και διόρθωσής τους, εκτός εάν αυτό είναι αδύνατο ή συνεπάγεται δυσανάλογες προσπάθειες και για το ότι εφαρμόζεται ο κατάλληλος βαθμός εμπιστευτικότητας και ασφάλειας στο πλαίσιο του συστήματος έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης για την προστασία της επεξεργασίας αυτών των δεδομένων.

(12)

Η Επιτροπή, στην έκθεση που δημοσίευσε το 2007 για τη λειτουργία του συστήματος έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης (5), τόνισε την ανάγκη καθιέρωσης στο πλαίσιο αυτού του συστήματος μιας λειτουργίας επιλεκτικής αποστολής μηνυμάτων που θα συνιστά αποκλειστικό δίαυλο επικοινωνίας μόνο μεταξύ των κρατών μελών τα οποία αφορούν τα συγκεκριμένα περιστατικά που συνδέονται, μεταξύ άλλων, με δραστηριότητες ιχνηλάτησης επαφών. Η χρήση αυτής της επιλεκτικής λειτουργίας παρέχει τα κατάλληλα εχέγγυα όταν κοινοποιούνται προσωπικά δεδομένα μέσω του συστήματος έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης και εξασφαλίζει ότι, για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης, διακινούνται μόνο σωστά, συναφή και όχι υπερβολικά προσωπικά δεδομένα στο πλαίσιο του συστήματος έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Για τους λόγους αυτούς η χρήση της λειτουργίας επιλεκτικής αποστολής μηνυμάτων πρέπει να περιορίζεται σε κοινοποιήσεις των συναφών προσωπικών δεδομένων, ώστε να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις των κρατών μελών δυνάμει των άρθρων 4, 5 και 6 της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ.

(13)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που συστάθηκε βάσει του άρθρου 7 της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η απόφαση 2000/57/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η φράση «πληροφορία σχετικά με τα περιστατικά αυτά» αντικαθίσταται από τη φράση «πληροφορία σχετικά με τα περιστατικά αυτά και τα μέτρα που έλαβαν ή προτίθενται να λάβουν για την αντιμετώπιση των περιστατικών αυτών ή ενδείξεις για τα περιστατικά αυτά».

2)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 2α:

«Άρθρο 2α

1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στα μέτρα που λαμβάνονται για την ιχνηλάτηση προσώπων που έχουν εκτεθεί σε πηγή λοιμογόνων παραγόντων και που δυνητικά κινδυνεύουν να προσβληθούν ή έχουν προσβληθεί από μια σημαντική σε κοινοτικό επίπεδο μεταδοτική νόσο, σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος Ι (στο εξής “ιχνηλάτηση επαφών”).

2.   Κατά την κοινοποίηση των συναφών προσωπικών δεδομένων για τους σκοπούς της ιχνηλάτησης προσώπων μέσω του συστήματος έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης, εάν τα εν λόγω δεδομένα είναι αναγκαία και διαθέσιμα, οι αρμόδιες για τη δημόσια υγεία αρχές ενός κράτους μέλους χρησιμοποιούν τη λειτουργία της επιλεκτικής αποστολής μηνυμάτων που παρέχει τα κατάλληλα εχέγγυα για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Ο δίαυλος επικοινωνίας περιορίζεται στα κράτη μέλη που εμπλέκονται στην ιχνηλάτηση επαφών.

3.   Όταν διακινούνται πληροφορίες μέσω της λειτουργίας επιλεκτικής αποστολής μηνυμάτων, οι αρμόδιες για τη δημόσια υγεία αρχές του κράτους μέλους αναφέρονται στο περιστατικό ή το μέτρο που έχει ήδη κοινοποιηθεί στο κοινοτικό δίκτυο.

4.   Για το σκοπό της παραγράφου 2, ενδεικτικός κατάλογος προσωπικών δεδομένων παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙΙ.

5.   Κατά την κοινοποίηση και διακίνηση προσωπικών δεδομένων μέσω της λειτουργίας επιλεκτικής αποστολής μηνυμάτων, οι αρμόδιες για τη δημόσια υγεία αρχές των κρατών μελών και η Επιτροπή συμμορφώνονται με τις διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

3)

Στο άρθρο 3, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κάθε χρόνο οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποβάλλουν στην Επιτροπή, το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου, αναλυτική έκθεση των περιστατικών, των μέτρων που προτίθενται να λάβουν ή έχουν λάβει σε σχέση με τα εν λόγω περιστατικά και των διαδικασιών που ακολούθησαν στο πλαίσιο του συστήματος έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται να υποβάλουν εκθέσεις σε τακτά διαστήματα σχετικά με συγκεκριμένα περιστατικά ιδιαίτερης σπουδαιότητας.».

4)

Το κείμενο του παραρτήματος της παρούσας απόφασης προστίθεται ως παράρτημα III.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 10 Ιουλίου 2009.

Για την Επιτροπή

Ανδρούλλα ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 268 της 3.10.1998, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 21 της 26.1.2000, σ. 32.

(3)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(4)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(5)  Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη λειτουργία των συστημάτων έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης (ΣΕΣΑ) του κοινοτικού δικτύου επιδημιολογικής παρακολούθησης και ελέγχου των μεταδοτικών ασθενειών το 2004 και το 2005 (απόφαση 2000/57/ΕΚ) της 20ής Μαρτίου 2007 [COM(2007) 121 τελικό].

(6)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(7)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το ακόλουθο παράρτημα ΙΙΙ προστίθεται στην απόφαση 2000/57/ΕΚ:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Ενδεικτικός κατάλογος προσωπικών δεδομένων για το σκοπό της ιχνηλάτησης επαφών

1.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ονοματεπώνυμο

Υπηκοότητα, ημερομηνία γέννησης, φύλο

Ταυτότητα, αριθμός και αρχή έκδοσης

Διεύθυνση κατοικίας (οδός και αριθμός, πόλη, χώρα, ταχυδρομικός κώδικας)

Αριθμοί τηλεφώνου (κινητό, οικίας, γραφείου)

Διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (οικίας, γραφείου)

2.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΞΙΔΙΟΥ

Στοιχεία μεταφορών (π.χ. αριθμός πτήσης, ημερομηνία πτήσης, όνομα πλοίου, αριθμός κυκλοφορίας)

Αριθμός θέσης/θέσεων

Αριθμός καμπίνας/καμπινών

3.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΑΦΗΣ

Ονόματα προσώπων που επισκέφθηκε το υποκείμενο των δεδομένων/τόπος παραμονής

Διευθύνσεις και ημερομηνίες παραμονής (οδός και αριθμός, πόλη, χώρα, ταχυδρομικός κώδικας)

Αριθμοί τηλεφώνου (κινητό, οικίας, γραφείου)

Διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (οικίας, γραφείου)

4.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΥΝΟΔΕΥΟΝΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Ονοματεπώνυμο

Υπηκοότητα

Προσωπικά στοιχεία όπως παρατίθενται στην παράγραφο 1, περιπτώσεις 3-6

5.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

Όνομα προσώπου που πρέπει να ειδοποιηθεί

Διεύθυνση (οδός και αριθμός, πόλη, χώρα, ταχυδρομικός κώδικας)

Αριθμοί τηλεφώνου (κινητό, οικίας, γραφείου)

Διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (οικίας, γραφείου)».