29.1.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 25/23


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 23ης Ιανουαρίου 2009

για τη σύσταση της επιτροπής ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2009/78/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στο πλαίσιο της αποκαλούμενης διαδικασίας Lamfalussy, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2004/5/ΕΚ, της 5ης Νοεμβρίου 2003, για τη σύσταση της επιτροπής ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας (1) (εφεξής «επιτροπή»). Η επιτροπή ανέλαβε τα καθήκοντά της την 1η Ιανουαρίου 2004, ενεργώντας ως ανεξάρτητο όργανο προβληματισμού, συζήτησης και συμβουλών για την Επιτροπή στον τομέα της ρύθμισης και της εποπτείας του τραπεζικού τομέα.

(2)

Εκπληρώνοντας τις διατάξεις της οδηγίας 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2005, για τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 85/611/ΕΟΚ, 91/675/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ καθώς επίσης των οδηγιών 94/19/ΕΚ, 98/78/ΕΚ, 2000/12/ΕΚ, 2001/34/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ και 2002/87/ΕΚ με σκοπό τη θέσπιση νέας οργανωτικής διάρθρωσης των αρμόδιων επιτροπών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (2), η Επιτροπή προχώρησε σε επανεξέταση της διαδικασίας Lamfalussy το 2007 και παρουσίασε την αξιολόγησή της σε ανακοίνωση της 20ής Νοεμβρίου 2007 με τίτλο «επανεξέταση της διαδικασίας Lamfalussy – ενίσχυση της εποπτικής σύγκλισης» (3).

(3)

Στην ανακοίνωση, η Επιτροπή τόνιζε τη σημασία της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών, της επιτροπής ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας και της επιτροπής ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων (εφεξής «επιτροπές εποπτικών αρχών») σε μια όλο και περισσότερο ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή χρηματαγορά. Κρίθηκε αναγκαία η θέσπιση ενός σαφούς πλαισίου για τις δραστηριότητες αυτών των επιτροπών στον τομέα της εποπτικής σύγκλισης και συνεργασίας.

(4)

Κατά την επανεξέταση της λειτουργίας της διαδικασίας Lamfalussy, το Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να διευκρινίσει το ρόλο των επιτροπών εποπτικών αρχών και να εξετάσει όλες τις διαφορετικές εναλλακτικές λύσεις για την ενίσχυση του έργου των εν λόγω επιτροπών, χωρίς διατάραξη της τρέχουσας θεσμικής δομής ή μείωση της λογοδοσίας των εποπτικών αρχών (4).

(5)

Στη συνεδρίασή του της 13ης και 14ης Μαρτίου 2008, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζήτησε την ταχεία βελτίωση της λειτουργίας των επιτροπών εποπτικών αρχών (5).

(6)

Στις 14 Μαΐου 2008 (6), το Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να αναθεωρήσει τις αποφάσεις της Επιτροπής για τη σύσταση των επιτροπών εποπτικών αρχών προκειμένου να διασφαλισθεί η συνοχή και η συνέπεια των εντολών και των καθηκόντων τους, και να ενισχυθεί η συμβολή τους στην εποπτική συνεργασία και σύγκλιση. Το Συμβούλιο σημείωσε ότι μπορούν να ανατεθούν ρητώς στις επιτροπές συγκεκριμένα καθήκοντα προκειμένου να ενθαρρυνθεί η εποπτική συνεργασία και σύγκλιση, και να διευρυνθεί ο ρόλος τους στην αξιολόγηση των κινδύνων για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα. Επομένως, πρέπει από την άποψη αυτή να θεσπιστεί ενισχυμένο νομικό πλαίσιο σχετικά με το ρόλο και τα καθήκοντα της επιτροπής.

(7)

Η σύνθεση της Επιτροπής πρέπει να αντικατοπτρίζει την οργάνωση της τραπεζικής εποπτείας και πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη το ρόλο των κεντρικών τραπεζών όσον αφορά τη γενική σταθερότητα του τραπεζικού τομέα σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο. Τα αντίστοιχα δικαιώματα των διαφορετικών κατηγοριών συμμετεχόντων πρέπει να προσδιορίζονται σαφώς. Ειδικότερα, η προεδρία και τα δικαιώματα ψήφου πρέπει να παραμείνουν στις αρμόδιες εποπτικές αρχές κάθε κράτους μέλους. Η συμμετοχή σε εμπιστευτικές συζητήσεις για τα μεμονωμένα εποπτευόμενα ιδρύματα πρέπει, όπου απαιτείται, να περιορίζεται στις αρμόδιες εποπτικές αρχές και στις κεντρικές τράπεζες που είναι επιφορτισμένες με συγκεκριμένες λειτουργικές ευθύνες για την εποπτεία των σχετικών εποπτευομένων ιδρυμάτων.

(8)

Η επιτροπή πρέπει να ενεργεί ως ανεξάρτητη συμβουλευτική ομάδα της Επιτροπής στον τομέα της τραπεζικής εποπτείας.

(9)

Η εντολή της επιτροπής πρέπει να καλύπτει την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων. Προκειμένου να αποφεύγονται οι διπλές ενέργειες, να αποτρέπονται οι ανακολουθίες, να παραμένει η επιτροπή στο επίκεντρο των εξελίξεων και να της δίνεται η ευκαιρία να ανταλλάσσει πληροφορίες, η συνεργασία με την επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων αναφορικά με την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων θα πρέπει να πραγματοποιείται στο πλαίσιο της μεικτής επιτροπής για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων.

(10)

Η επιτροπή πρέπει επίσης να συμβάλει στην κοινή και ομοιόμορφη καθημερινή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας και τη συνεπή τήρησή της από τις εποπτικές αρχές.

(11)

Η επιτροπή δεν έχει καμία ρυθμιστική εξουσία σε κοινοτικό επίπεδο. Πρέπει να διενεργεί αμοιβαίες αξιολογήσεις, να προωθεί βέλτιστες πρακτικές και να εκδίδει μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και πρότυπα προκειμένου να αυξηθεί η σύγκλιση σε ολόκληρη την Κοινότητα.

(12)

Η ενίσχυση της διμερούς και πολυμερούς εποπτικής συνεργασίας εξαρτάται από την αμοιβαία κατανόηση και την εμπιστοσύνη μεταξύ των εποπτικών αρχών. Η επιτροπή πρέπει να συμβάλει στη βελτίωση της εν λόγω συνεργασίας.

(13)

Η επιτροπή πρέπει επίσης να ενθαρρύνει την εποπτική σύγκλιση σε όλη την Κοινότητα. Προκειμένου να υπάρξει περισσότερη σαφήνεια σχετικά με τον στόχο αυτό, πρέπει να καταρτιστεί ενδεικτικός και ανοικτός κατάλογος των καθηκόντων της επιτροπής.

(14)

Για την επίλυση διαφορών διασυνοριακού χαρακτήρα μεταξύ των εποπτικών αρχών, ειδικότερα στο εσωτερικό των επιτροπών εποπτικών αρχών, η επιτροπή πρέπει να θεσπίσει έναν εθελοντικό και μη δεσμευτικό μηχανισμό διαμεσολάβησης.

(15)

Για να επωφεληθούν από την πείρα που έχει αποκτήσει η επιτροπή και με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των εποπτικών αρχών, οι εποπτικές αρχές πρέπει να είναι σε θέση να παραπέμπουν θέματα στην επιτροπή με σκοπό τη διατύπωση της μη δεσμευτικής γνώμης της.

(16)

Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών έχει θεμελιώδη σημασία για τις λειτουργίες τους. Έχει κεντρικό ρόλο όσον αφορά την αποδοτική εποπτεία των τραπεζικών ομίλων και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα. Παρά το ότι η τραπεζική νομοθεσία επιβάλλει σαφείς νομικές υποχρεώσεις στις εποπτικές αρχές στα θέματα της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών, η επιτροπή πρέπει να διευκολύνει την πρακτική καθημερινή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους, υπό τον όρο ότι τηρούνται οι σχετικές διατάξεις περί εμπιστευτικότητας που ορίζονται στην εφαρμοστέα νομοθεσία.

(17)

Προκειμένου να μειωθεί η αλληλεπικάλυψη των εποπτικών καθηκόντων και να βελτιωθεί συνεπώς η εποπτική διαδικασία αλλά και να μειωθεί ο φόρτος που επιβάλλεται στους συμμετέχοντες φορείς της αγοράς, η επιτροπή πρέπει να διευκολύνει την εκχώρηση καθηκόντων μεταξύ των εποπτικών αρχών, ιδίως στις περιπτώσεις που ορίζονται στην αντίστοιχη νομοθεσία.

(18)

Προκειμένου να ενθαρρυνθεί η σύγκλιση και η συνέπεια στις επιτροπές εποπτικών αρχών, εξασφαλίζοντας έτσι την επικράτηση ισότιμων όρων ανταγωνισμού, η επιτροπή πρέπει να παρακολουθεί τη λειτουργία τους χωρίς να περιορίζεται η ανεξαρτησία των μελών των επιτροπών.

(19)

Η ποιότητα, η συγκρισιμότητα και η συνέπεια της εποπτικής αναφοράς έχουν καίρια σημασία για την οικονομική αποδοτικότητα των κοινοτικών εποπτικών ρυθμίσεων και το φόρτο συμμόρφωσης για τους διασυνοριακούς οργανισμούς. Η επιτροπή πρέπει να συμβάλει ώστε να εξασφαλισθεί η εξάλειψη της αλληλεπικάλυψης και των διπλών προσπαθειών καθώς και η συγκρισιμότητα και η κατάλληλη ποιότητα των δεδομένων των αναφορών.

(20)

Τα χρηματοπιστωτικά συστήματα στην Κοινότητα συνδέονται στενά μεταξύ τους και τα γεγονότα σε ένα κράτος μέλος μπορούν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τις αγορές σε άλλα κράτη μέλη. Η συνεχιζόμενη εμφάνιση χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων και το γεγονός ότι καθίστανται ασαφείς οι διακρίσεις μεταξύ των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων στους τομείς των τραπεζών, των κινητών αξιών και των ασφαλίσεων έχουν ως αποτέλεσμα να επιβάλλονται πρόσθετες απαιτήσεις στους εποπτικούς φορείς σε εθνικό και σε κοινοτικό επίπεδο. Προκειμένου να προστατευθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα, πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα στο επίπεδο της επιτροπής, της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών και της επιτροπής ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων προκειμένου να εντοπίζονται οι πιθανοί κίνδυνοι, σε διασυνοριακό αλλά και σε διατομεακό επίπεδο, σε πρώιμο στάδιο και, όπου είναι απαραίτητο, να ενημερώνεται η Επιτροπή και οι άλλες επιτροπές. Επιπλέον, έχει ουσιαστική σημασία να εξασφαλίζεται από την επιτροπή ότι τα υπουργεία οικονομικών και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών ενημερώνονται σχετικά. Στο θέμα αυτό, η επιτροπή καλείται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο κατά τον εντοπισμό των κινδύνων στον τομέα των τραπεζών και την τακτική αναφορά στην Επιτροπή σχετικά με τα αποτελέσματα. Το Συμβούλιο πρέπει επίσης να ενημερώνεται για τις αξιολογήσεις αυτές. Η επιτροπή πρέπει επίσης να συνεργάζεται με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να του παρέχει, σε περιοδική βάση, πληροφορίες για την κατάσταση στον τραπεζικό τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, η επιτροπή δεν επιτρέπεται να κοινοποιεί πληροφορίες για τους μεμονωμένους εποπτευόμενους οργανισμούς.

(21)

Προκειμένου να αντιμετωπίζονται καταλλήλως τα διατομεακά ζητήματα, οι δραστηριότητες της επιτροπής πρέπει να συντονίζονται με τις δραστηριότητες της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών, της επιτροπής ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων και της επιτροπής τραπεζικής εποπτείας του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την αντιμετώπιση των πιθανών διατομεακών κινδύνων για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα.

(22)

Λαμβάνοντας υπόψη την παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και την αυξανόμενη σημασία των διεθνών προτύπων, η επιτροπή πρέπει επίσης να ενισχύσει το διάλογο και τη συνεργασία με εποπτικές αρχές εκτός της Κοινότητας.

(23)

Η υποχρέωση λογοδοσίας της επιτροπής έναντι των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας έχει ύψιστη σημασία και θα πρέπει να είναι υψηλής και ελεγχόμενης ποιότητας, σεβόμενη παράλληλα την ανεξαρτησία των εποπτικών αρχών.

(24)

Η επιτροπή πρέπει να καταρτίσει τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας της και να ασκεί τις δραστηριότητές της σεβόμενη πλήρως τα προνόμια των θεσμικών οργάνων και την υφιστάμενη θεσμική ισορροπία που καθιερώνεται από τη συνθήκη. Το ενισχυμένο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της επιτροπής πρέπει να συνοδεύεται από βελτιωμένες διαδικασίες εργασίας. Για το λόγο αυτό, εάν δεν μπορεί να επιτευχθεί συναίνεση, οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία με βάση τους κανόνες που καθορίζονται στη συνθήκη.

(25)

Για λόγους ασφάλειας δικαίου και σαφήνειας πρέπει να καταργηθεί η απόφαση 2004/5/ΕΚ,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Με την παρούσα απόφαση συγκροτείται ανεξάρτητη συμβουλευτική ομάδα για την τραπεζική εποπτεία στην κοινότητα, με τον τίτλο «επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας» (στο εξής «επιτροπή»).

Άρθρο 2

Η επιτροπή συμβουλεύει την Επιτροπή, ιδίως όσον αφορά τη σύνταξη σχεδίων εκτελεστικών μέτρων στον τομέα των τραπεζικών δραστηριοτήτων και στον τομέα των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής.

Όταν η Επιτροπή ζητεί συμβουλές από την επιτροπή, μπορεί να ορίσει προθεσμία εντός της οποίας η επιτροπή παρέχει τις συμβουλές της. Η εν λόγω προθεσμία καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος.

Άρθρο 3

Η Επιτροπή εκτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί και συμβάλλει στην ενιαία και ομοιόμορφη υλοποίηση και τη συνεκτική εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας με την έκδοση μη δεσμευτικών κατευθυντηρίων γραμμών, συστάσεων και προτύπων.

Άρθρο 4

1.   Η επιτροπή ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών στον τομέα των τραπεζών και ενθαρρύνει τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και προσεγγίσεων των κρατών μελών σε όλη την Κοινότητα. Για το σκοπό αυτό, εκτελεί τουλάχιστον τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

διαμεσολάβηση ή διευκόλυνση της διαμεσολάβησης μεταξύ των εποπτικών αρχών στις περιπτώσεις που ορίζονται στη σχετική νομοθεσία ή κατόπιν αιτήσεως μιας εποπτικής αρχής·

β)

έκδοση γνωμοδοτήσεων προς τις εποπτικές αρχές στις περιπτώσεις που ορίζονται στη σχετική νομοθεσία ή κατόπιν αιτήσεώς τους·

γ)

προώθηση της αποτελεσματικής διμερούς και πολυμερούς ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών με τήρηση των εφαρμοστέων διατάξεων περί εμπιστευτικότητας·

δ)

διευκόλυνση της εκχώρησης καθηκόντων μεταξύ των εποπτικών αρχών, ιδίως με προσδιορισμό των καθηκόντων που μπορούν να εκχωρηθούν και με προώθηση των βέλτιστων πρακτικών·

ε)

συμβολή στην εξασφάλιση της αποδοτικής και συνεπούς λειτουργίας των επιτροπών εποπτικών αρχών, ιδίως με τη διατύπωση κατευθυντηρίων γραμμών για την επιχειρησιακή λειτουργία των επιτροπών, τον έλεγχο της συνοχής των πρακτικών των διαφορετικών επιτροπών και τη διάδοση των βέλτιστων πρακτικών·

στ)

συμβολή στην ανάπτυξη κοινών προτύπων υψηλής ποιότητας για την εποπτική αναφορά·

ζ)

επανεξέταση της πρακτικής εφαρμογής των μη δεσμευτικών κατευθυντηρίων γραμμών, συστάσεων και προτύπων που εκδίδει η επιτροπή.

2.   Η επιτροπή επανεξετάζει τις εποπτικές πρακτικές των κρατών μελών και αξιολογεί τη σύγκλισή τους σε συνεχή βάση. Η επιτροπή υποβάλλει κάθε χρόνο έκθεση σχετικά με την επιτευχθείσα πρόοδο και εντοπίζει τα εναπομένοντα εμπόδια.

3.   Η επιτροπή αναπτύσσει νέους πρακτικούς λειτουργικούς μηχανισμούς σύγκλισης για την προώθηση κοινών εποπτικών προσεγγίσεων.

Άρθρο 5

1.   Η επιτροπή παρακολουθεί και αξιολογεί τις εξελίξεις στον τομέα των τραπεζών και, όποτε είναι απαραίτητο, ενημερώνει την ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών, την επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων και την Επιτροπή. Η επιτροπή εξασφαλίζει ότι τα υπουργεία οικονομικών και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών ενημερώνονται για τα πιθανά ή επικείμενα προβλήματα.

2.   Τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, η επιτροπή υποβάλλει στην Επιτροπή αξιολογήσεις των τάσεων της προληπτικής εποπτείας σε μικροοικονομικό επίπεδο, των πιθανών κινδύνων και των τρωτών σημείων στον τομέα των τραπεζών.

Στις αξιολογήσεις αυτές, η επιτροπή ενσωματώνει την ταξινόμηση των κύριων κινδύνων και τρωτών σημείων και αναφέρει σε ποιο βαθμό οι εν λόγω κίνδυνοι και τα τρωτά σημεία αποτελούν απειλή για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και, όπου αυτό είναι σκόπιμο, προτείνει τη λήψη προληπτικών ή διορθωτικών μέτρων.

Το Συμβούλιο ενημερώνεται σχετικά.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει διαδικασίες που επιτρέπουν στις εποπτικές αρχές να αντιδρούν αμέσως. Όταν ενδείκνυται, η επιτροπή διευκολύνει την κοινή αξιολόγηση μεταξύ των εποπτικών αρχών εντός της Κοινότητας σχετικά με τους κινδύνους και τα τρωτά σημεία που μπορούν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Κοινότητας.

4.   Η επιτροπή μεριμνά για την επαρκή κάλυψη των διατομεακών εξελίξεων, των κινδύνων και των τρωτών σημείων στο πλαίσιο της στενής συνεργασίας με την ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών, την επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων και την επιτροπή τραπεζικής εποπτείας του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών.

Άρθρο 6

1.   Η επιτροπή συμβάλλει στην ανάπτυξη κοινών εποπτικών πρακτικών στον τομέα των τραπεζών καθώς επίσης και σε διατομεακή βάση σε στενή συνεργασία με την ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών και την επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων.

2.   Για το σκοπό αυτό, θεσπίζει ιδίως τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, διευκολύνει τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις αρμόδιες αρχές να εντείνουν τη χρήση προγραμμάτων απόσπασης, κοινών ομάδων επιθεώρησης και εποπτικών επισκέψεων και άλλων λειτουργικών μηχανισμών.

3.   Ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση, η επιτροπή αναπτύσσει νέα μέσα για την προώθηση της ανάπτυξης κοινών εποπτικών πρακτικών.

4.   Η επιτροπή ενισχύει τη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, ιδίως μέσω της συμμετοχής τους στα κοινά προγράμματα κατάρτισης.

Άρθρο 7

1.   Η επιτροπή απαρτίζεται από υψηλόβαθμους εκπροσώπους των ακόλουθων οργανισμών:

α)

των εθνικών δημόσιων αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, εφεξής «οι αρμόδιες εποπτικές αρχές»·

β)

των εθνικών κεντρικών τραπεζών που είναι επιφορτισμένες με συγκεκριμένες λειτουργικές ευθύνες για την εποπτεία μεμονωμένων πιστωτικών ιδρυμάτων παράλληλα με μια αρμόδια εποπτική αρχή·

γ)

των κεντρικών τραπεζών που δεν εμπλέκονται άμεσα στην επίβλεψη μεμονωμένων πιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

2.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο των εν λόγω αρχών ο οποίος συμμετέχει στις συσκέψεις της επιτροπής. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ορίζει έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο ο οποίος συμμετέχει στην επιτροπή.

3.   Η Επιτροπή παρευρίσκεται στις συσκέψεις της επιτροπής και ορίζει υψηλόβαθμο εκπρόσωπο ο οποίος συμμετέχει στις συζητήσεις της επιτροπής.

4.   Ο πρόεδρος της επιτροπής εκλέγεται μεταξύ των εκπροσώπων των αρμοδίων εποπτικών αρχών.

5.   Η επιτροπή μπορεί να καλεί εμπειρογνώμονες και παρατηρητές στις συνεδριάσεις της.

Άρθρο 8

1.   Τα μέλη της επιτροπής υποχρεούνται να μην αποκαλύπτουν τις πληροφορίες που καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου. Όλοι οι συμμετέχοντες στις συζητήσεις υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τους εφαρμοστέους κανόνες περί επαγγελματικού απορρήτου.

2.   Όποτε η συζήτηση ενός στοιχείου της ημερήσιας διάταξης συνεπάγεται την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικά με έναν εποπτευόμενο οργανισμό, η συμμετοχή στην εν λόγω συζήτηση μπορεί να περιοριστεί στις ευθέως εμπλεκόμενες αρμόδιες εποπτικές αρχές και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες που είναι επιφορτισμένες με συγκεκριμένες λειτουργικές ευθύνες για την εποπτεία των σχετικών μεμονωμένων πιστωτικών ιδρυμάτων.

Άρθρο 9

1.   Η επιτροπή ενημερώνει τακτικά την Επιτροπή για την έκβαση των δραστηριοτήτων της. Διατηρεί τακτικές επαφές με την ευρωπαϊκή επιτροπή τραπεζών που έχει συσταθεί με την απόφαση 2004/10/ΕΚ της Επιτροπής (7) και την αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

2.   Η Επιτροπή εξασφαλίζει τη διατομεακή συνοχή των εργασιών στους τομείς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών με την τακτική και στενή συνεργασία με την ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών και την επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων.

3.   Ο πρόεδρος της Επιτροπής έχει τακτικές επαφές με τους προέδρους της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών και της επιτροπής ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων, τουλάχιστον μία φορά το μήνα.

Άρθρο 10

Η επιτροπή δύναται να συγκροτεί ομάδες εργασίας. Η Επιτροπή καλείται στις συνεδριάσεις των ομάδων εργασίας υπό την ιδιότητα του παρατηρητή.

Άρθρο 11

Η Επιτροπή συνεργάζεται στον τομέα της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων με την επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων στο πλαίσιο της μεικτής επιτροπής για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων.

Η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καλούνται στις συνεδριάσεις της μεικτής επιτροπής για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων υπό την ιδιότητα του παρατηρητή.

Άρθρο 12

Προτού υποβάλει τη γνώμη της στην Επιτροπή, η επιτροπή προβαίνει σε εκτενείς και έγκαιρες διαβουλεύσεις με τους φορείς της αγοράς, τους καταναλωτές και τους τελικούς χρήστες με ανοικτό και διαφανή τρόπο. Η επιτροπή δημοσιεύει τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων, εκτός αν οι διαφωνούντες ζητήσουν το αντίθετο.

Κατά την παροχή συμβουλών για διατάξεις εφαρμοστέες τόσο στα πιστωτικά ιδρύματα όσο και στις εταιρείες επενδύσεων, η επιτροπή συμβουλεύεται όλες τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των εταιρειών επενδύσεων και δεν εκπροσωπούνται ήδη στην επιτροπή.

Άρθρο 13

Η επιτροπή καταρτίζει ετήσιο πρόγραμμα εργασιών και το διαβιβάζει στο Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή μέχρι το τέλος Οκτωβρίου κάθε έτους. Η επιτροπή ενημερώνει το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή περιοδικά και τουλάχιστον μία φορά ετησίως για την πρόοδο των δραστηριοτήτων που ορίζονται στο πρόγραμμα εργασιών.

Άρθρο 14

Η επιτροπή λειτουργεί με βάση την κοινή συναίνεση των μελών της. Εάν δεν μπορεί να επιτευχθεί συναίνεση, οι αποφάσεις λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία. Οι ψήφοι των εκπροσώπων των μελών της επιτροπής αντιστοιχούν με τις ψήφους των κρατών μελών όπως ορίζεται στο άρθρο 205 παράγραφοι 2 και 4 της συνθήκης.

Τα μέλη της επιτροπής που δεν ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές, τις συστάσεις, τα πρότυπα και άλλα μέτρα που συμφωνούνται στο πλαίσιο της επιτροπής πρέπει να είναι σε θέση να αναπτύξουν τους λόγους για την επιλογή τους αυτή.

Άρθρο 15

Η επιτροπή καταρτίζει τον δικό της εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, καθώς και τους δικούς της κανόνες λειτουργίας.

Όσον αφορά τις αποφάσεις σχετικά με τροποποιήσεις του εσωτερικού κανονισμού και τις εκλογές και τις απολύσεις από το διοικητικό συμβούλιο της επιτροπής, ο εσωτερικός κανονισμός μπορεί να προβλέπει διαδικασίες λήψης αποφάσεων διαφορετικές από εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 14.

Άρθρο 16

Η απόφαση 2004/5/ΕΚ καταργείται.

Άρθρο 17

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 23 Ιανουαρίου 2009.

Για την Επιτροπή

Charlie McCREEVY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 3 της 7.1.2004, σ. 28.

(2)  ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9.

(3)  COM(2007) 727 τελικό.

(4)  Συμπεράσματα του Συμβουλίου 15698/07 της 4ης Δεκεμβρίου 2007.

(5)  Συμπεράσματα του Συμβουλίου 7652/1/08 Αναθ. 1.

(6)  Συμπεράσματα του Συμβουλίου 8515/3/08 Αναθ. 3.

(7)  ΕΕ L 3 της 7.1.2004, σ. 36.