30.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/8


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 734/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Ιουλίου 2008

για την προστασία ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων της ανοικτής θάλασσας από τις δυσμενείς συνέπειες της χρήσης αλιευτικών εργαλείων βυθού

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 37,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Κοινότητα είναι συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας και της συμφωνίας για την εφαρμογή των διατάξεων της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το Δίκαιο της Θάλασσας της 10ης Δεκεμβρίου 1982 οι οποίες αφορούν τη διατήρηση και τη διαχείριση των αλληλοεπικαλυπτόμενων αποθεμάτων ιχθύων και των αποθεμάτων άκρως μεταναστευτικών ιχθύων. Σύμφωνα με τις εν λόγω διεθνείς πράξεις, τα κράτη οφείλουν να συνεργάζονται για τη διατήρηση των έμβιων πόρων στην ανοικτή θάλασσα και η συνεργασία αυτή επιτυγχάνεται απευθείας από τα κράτη ή μέσω κατάλληλων υποπεριφερειακών ή περιφερειακών οργανώσεων ή συμφωνιών διαχείρισης της αλιείας.

(2)

Η έλλειψη περιφερειακών οργανώσεων ή συμφωνιών διαχείρισης της αλιείας δεν απαλλάσσει τα κράτη από την υποχρέωσή τους, βάσει του δικαίου της θάλασσας, να λαμβάνουν για τους υπηκόους τους τα αναγκαία μέτρα για τη διατήρηση των έμβιων πόρων στην ανοικτή θάλασσα, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων από τις επιπτώσεις των αλιευτικών δραστηριοτήτων.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (2), η Κοινότητα, στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής, πρέπει να εφαρμόζει προληπτική προσέγγιση, λαμβάνοντας μέτρα για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων των αλιευτικών δραστηριοτήτων στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Το άρθρο 7 του ιδίου κανονισμού ορίζει ότι, εάν υπάρχει ένδειξη σοβαρής απειλής για τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων ή για το θαλάσσιο οικοσύστημα η οποία οφείλεται σε αλιευτικές δραστηριότητες και απαιτεί άμεσες ενέργειες, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει τη λήψη επειγόντων μέτρων, κατόπιν τεκμηριωμένης αίτησης ενός κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία.

(4)

Η Κοινότητα έχει αναλάβει τη δέσμευση να συμβάλει στη διατήρηση των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, όπως είναι οι ύφαλοι, τα θαλάσσια όρη, οι κοραλλιογενείς ύφαλοι των βαθέων υδάτων, οι υδροθερμικές αναβλύσεις και τα σπογγοφόρα πεδία. Υπάρχουν άφθονα επιστημονικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ακεραιότητα των οικοσυστημάτων αυτών απειλείται από τις αλιευτικές δραστηριότητες που χρησιμοποιούν εργαλεία βυθού. Η Κοινότητα έχει θεσπίσει ήδη μέτρα για την απαγόρευση της αλιείας βυθού σε ορισμένες περιοχές των κοινοτικών υδάτων όπου απαντούν τέτοια οικοσυστήματα. Επίσης, ήταν αποφασιστική η συνεισφορά της στην υιοθέτηση παρόμοιων μέτρων σε περιοχές της ανοικτής θάλασσας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των υφισταμένων περιφερειακών οργανώσεων διαχείρισης της αλιείας οι οποίες είναι εξουσιοδοτημένες για τη ρύθμιση της αλιείας βυθού. Συνετέλεσε επιπλέον ενεργά στη σύσταση νέων περιφερειακών οργανώσεων ή στη σύναψη νέων συμφωνιών, με σκοπό την ολοκλήρωση της κάλυψης των ωκεανών του πλανήτη μας σε παγκόσμιο επίπεδο, με κατάλληλα περιφερειακά συστήματα διατήρησης και διαχείρισης των αλιευτικών πόρων. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένες περιοχές της ανοικτής θάλασσας για τις οποίες η σύσταση τέτοιων φορέων αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολη.

(5)

Με το ψήφισμα 61/105 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών που εκδόθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2006, η διεθνής κοινότητα συμφώνησε ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη λήψης μέτρων για την προστασία των ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων από τις καταστροφικές επιπτώσεις των αλιευτικών δραστηριοτήτων βυθού, μέσω της υπαγωγής των εν λόγω δραστηριοτήτων σε αυστηρές διατάξεις που καθορίζονται από περιφερειακές οργανώσεις ή συμφωνίες διαχείρισης της αλιείας ή από τα αντίστοιχα κράτη σημαίας όσον αφορά τα σκάφη που αλιεύουν σε περιοχές όπου δεν υφίστανται τέτοιες οργανώσεις ή συμφωνίες.

Η Γενική Συνέλευση διατύπωσε κατευθύνσεις σχετικά με το είδος των μέτρων που πρέπει να θεσπιστούν για το σκοπό αυτό. Οι εργασίες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) για τη θέσπιση διεθνών κατευθυντήριων γραμμών για τη διαχείριση αυτών των αλιευτικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο του «Κώδικα Συμπεριφοράς για μια Υπεύθυνη Αλιεία» είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντικές για τη θέσπιση και την έγκριση τέτοιων μέτρων, καθώς και για την εφαρμογή τους από τα κράτη μέλη.

(6)

Η Κοινότητα διαθέτει ευμεγέθη στόλο που ασκεί αλιευτικές δραστηριότητες βυθού σε περιοχές που δεν υπόκεινται σε ρυθμίσεις περιφερειακής οργάνωσης ή συμφωνίας διαχείρισης της αλιείας με αρμοδιότητα ρύθμισης των δραστηριοτήτων αυτών και για τις οποίες δεν αναμένεται βραχυπρόθεσμα η σύστασή τέτοιας οργάνωσης ή η σύναψη συμφωνίας. Με την επιφύλαξη των συνεχιζόμενων προσπαθειών για την κάλυψη των υπολειπόμενων αυτών χωρικών κενών στο διεθνές σύστημα διακυβέρνησης της αλιείας, η Κοινότητα οφείλει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της θάλασσας όσον αφορά τη διατήρηση των θαλάσσιων έμβιων πόρων στις περιοχές αυτές και πρέπει, επομένως, να λάβει κατάλληλα μέτρα για τον στόλο της. Στο πλαίσιο αυτό, η Κοινότητα οφείλει να ενεργήσει λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθύνσεις που παρέχει η Γενική Συνέλευση με το ψήφισμα 61/105.

(7)

Βασικό στοιχείο των συστάσεων που διατύπωσε η Γενική Συνέλευση αποτελούν τα μέτρα «… για να εκτιμηθεί, με βάση τα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία, κατά πόσον επιμέρους αλιευτικές δραστηριότητες βυθού ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα και να εξασφαλιστεί ότι, στην περίπτωση που εκτιμάται ότι οι δραστηριότητες αυτές θα έχουν σημαντικές δυσμενείς συνέπειες, η διαχείρισή τους θα γίνεται με τρόπο που να αποφεύγονται οι επιπτώσεις αυτές ή δεν θα χορηγείται η σχετική άδεια».

(8)

Για την εφαρμογή της εν λόγω σύστασης απαιτείται έγκριση των αλιευτικών δραστηριοτήτων των σχετικών σκαφών με τη διαδικασία έκδοσης ειδικής αδείας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1627/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1994, για τη θέσπιση των γενικών διατάξεων για τις ειδικές άδειες αλιείας (3) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2943/95 της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 1995, για λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1627/94 του Συμβουλίου (4). Πέραν τούτου, η έκδοση και η ισχύς των αδειών αυτών πρέπει να υπόκειται σε ειδικούς όρους με τους οποίους να εξασφαλίζεται ότι οι επιπτώσεις των επιτρεπόμενων αλιευτικών δραστηριοτήτων έχουν εκτιμηθεί δεόντως και ότι η διεξαγωγή των αλιευτικών εργασιών είναι σύμφωνη με την εκτίμηση αυτή.

(9)

Για την εφαρμογή των συστάσεων της Γενικής Συνέλευσης απαιτείται επίσης η θέσπιση κατάλληλων μέτρων παρακολούθησης που θα εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τους όρους έκδοσης των αδειών. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται η ύπαρξη παρατηρητών επί του σκάφους καθώς και ειδικές διατάξεις σχετικές με τη λειτουργία δορυφορικών συστημάτων παρακολούθησης των σκαφών με σκοπό την αντιμετώπιση περιπτώσεων τεχνικής αστοχίας ή μη λειτουργίας του συστήματος, πέραν εκείνων που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2244/2003 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2003, για τη θέσπιση λεπτομερών διατάξεων όσον αφορά δορυφορικά συστήματα παρακολούθησης σκαφών (5).

(10)

Δεδομένου ότι η ταυτοποίηση ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων σε περιοχές που δεν υπόκεινται στη ρυθμιστική δικαιοδοσία περιφερειακής οργάνωσης διαχείρισης της αλιείας βρίσκεται σε εξέλιξη, τα επιστημονικά στοιχεία που διατίθενται για το θέμα αυτό είναι σχετικά περιορισμένα. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η απαγόρευση χρήσης αλιευτικών εργαλείων βυθού σε περιοχές όπου δεν έχει πραγματοποιηθεί επιστημονική αξιολόγηση ως προς τον κίνδυνο τυχόν σημαντικών επιπτώσεων των εν λόγω αλιευτικών δραστηριοτήτων στα ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα.

(11)

Η παραβίαση ειδικών όρων όπως οι σχετικοί με περιοχές όπου δεν έχει πραγματοποιηθεί αξιολόγηση, με τη λειτουργία του συστήματος παρακολούθησης σκαφών και τη μετατόπιση δραστηριοτήτων σε περίπτωση απρόβλεπτης συνάντησης με ευπαθές θαλάσσιο οικοσύστημα, μπορεί να οδηγήσει σε ανεπανόρθωτη φθορά των οικοσυστημάτων αυτών και αξίζει επομένως να περιληφθεί στον κατάλογο των σοβαρών παραβάσεων που περιλαμβάνεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1447/1999 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1999, περί πίνακος ενεργειών που θίγουν σοβαρά τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής (6).

(12)

Η προστασία των ατόμων σε σχέση με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (7), ο οποίος είναι πλήρως εφαρμοστέος όσον αφορά την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων για τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού, ιδίως για τα δικαιώματα πρόσβασης, διόρθωσης, απαγόρευσης και διαγραφής δεδομένων από τους ενδιαφερόμενους και την κοινοποίηση δεδομένων σε τρίτα πρόσωπα· συνεπώς, δεν εξειδικεύεται περαιτέρω στον παρόντα κανονισμό,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη που ασκούν αλιευτικές δραστηριότητες με εργαλεία βυθού στην ανοικτή θάλασσα.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη που ασκούν δραστηριότητες σε περιοχές:

α)

που εμπίπτουν στη ρυθμιστική αρμοδιότητα περιφερειακής οργάνωσης διαχείρισης της αλιείας ή σε συμφωνία διαχείρισης της αλιείας με αρμοδιότητα ρύθμισης των δραστηριοτήτων αυτών·

β)

για τις οποίες έχει δρομολογηθεί διαδικασία σύστασης περιφερειακής οργάνωσης, οι δε συμμετέχοντες στη διαδικασία αυτή έχουν συμφωνήσει για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων προστασίας των ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων από τις καταστροφικές επιπτώσεις της χρήσης εργαλείων βυθού.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«θαλάσσιο οικοσύστημα»: δυναμικό σύμπλεγμα κοινοτήτων φυτών, ζώων και μικροοργανισμών, καθώς και του αβιοτικού περιβάλλοντός τους που αλληλοεπηρεάζονται ως μία λειτουργική μονάδα·

β)

«ευπαθές θαλάσσιο οικοσύστημα»: κάθε θαλάσσιο οικοσύστημα του οποίου η ακεραιότητα (ήτοι η δομή ή/και λειτουργία του) ενδέχεται, σύμφωνα με τα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία και με την αρχή της προφύλαξης, να απειλείται από σοβαρές δυσμενείς συνέπειες λόγω της πίεσης που οφείλεται στη φυσική επαφή με εργαλεία βυθού κατά τη διάρκεια συνήθων αλιευτικών δραστηριοτήτων· στο εν λόγω οικοσύστημα περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ύφαλοι, θαλάσσια όρη, υδροθερμικές αναβλύσεις, κοραλλιογενείς ύφαλοι και σπογγοφόρα πεδία ψυχρών υδάτων. Τα πιο ευπαθή οικοσυστήματα είναι εκείνα που διαταράσσονται εύκολα και η αποκατάστασή τους επέρχεται αργά ή δεν επέρχεται ποτέ.

γ)

«ιδιαιτέρως δυσμενείς συνέπειες»: συνέπειες (εκτιμώμενες μεμονωμένα, σε συνδυασμό μεταξύ τους ή σωρευτικά) οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την ακεραιότητα των οικοσυστημάτων κατά τρόπον ώστε να παρεμποδίζεται η ικανότητα αναπαραγωγής των θιγόμενων πληθυσμών και να χειροτερεύει μακροπρόθεσμα η φυσική ικανότητα γένεσης των οικοσυστημάτων ή να προκαλείται σημαντική απώλεια της ποικιλίας, του οικότοπου ή των τύπων επικοινωνίας των ειδών η οποία δεν είναι απλώς προσωρινή.

δ)

«εργαλεία βυθού»: εργαλεία που έρχονται σε επαφή με τον θαλάσσιο βυθό κατά τη διάρκεια συνήθων αλιευτικών δραστηριοτήτων, μεταξύ των οποίων τράτες βυθού, δράγες, στάσιμα απλάδια βυθού, παραγάδια βυθού, κιούρτοι και παγίδες.

Άρθρο 3

Ειδική άδεια αλιείας

1.   Για την άσκηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων του άρθρου 1 παράγραφος 1, τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη πρέπει να διαθέτουν ειδική άδεια αλιείας.

2.   Η ειδική άδεια αλιείας εκδίδεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1627/94 του Συμβουλίου υπό τους όρους που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 4

Όροι έκδοσης ειδικής αδείας

1.   Οι αιτήσεις για την έκδοση της ειδικής αδείας αλιείας που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 συνοδεύονται από αναλυτικό σχέδιο αλιείας, στο οποίο αναφέρονται ειδικότερα:

α)

ο προβλεπόμενος τόπος άσκησης των αλιευτικών δραστηριοτήτων,

β)

τα στοχευόμενα είδη,

γ)

το είδος των αλιευτικών εργαλείων και το βάθος στο οποίο θα χρησιμοποιηθούν και

δ)

τα βαθυμετρικά χαρακτηριστικά του βυθού στα προβλεπόμενα αλιευτικά πεδία, όταν οι αρμόδιες αρχές του ενδιαφερομένου κράτους σημαίας δεν έχουν ήδη στη διάθεσή τους τις πληροφορίες αυτές.

2.   Οι αρμόδιες αρχές εκδίδουν ειδική άδεια αλιείας αφού προβούν σε αξιολόγηση των δυνητικών επιπτώσεων των προβλεπόμενων αλιευτικών δραστηριοτήτων του σκάφους και καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν είναι πιθανόν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα.

3.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης που προβλέπεται στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές και τεχνικές πληροφορίες σχετικά με τη θέση των ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων στις περιοχές που σκοπεύουν να αλιεύσουν τα σχετικά σκάφη. Οι πληροφορίες περιλαμβάνουν, εφόσον είναι διαθέσιμα, επιστημονικά δεδομένα βάσει των οποίων μπορεί να εκτιμηθεί η πιθανότητα ύπαρξης τέτοιων οικοσυστημάτων. Στη διαδικασία αξιολόγησης περιλαμβάνονται κατάλληλα στοιχεία ανεξάρτητης επιστημονικής εξέτασης.

4.   Κατά την εκτίμηση του κινδύνου σοβαρών δυσμενών συνεπειών σε ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα που διενεργείται στα πλαίσια της αξιολόγησης της παραγράφου 2, λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι διαφορετικές συνθήκες που επικρατούν σε περιοχές όπου έχει καθιερωθεί η διεξαγωγή αλιευτικών δραστηριοτήτων με εργαλεία βυθού, αφενός, και σε περιοχές όπου τέτοιες αλιευτικές δραστηριότητες είτε δεν διεξάγονται καθόλου είτε διεξάγονται σποραδικά, αφετέρου.

5.   Κατά τη διαδικασία της αξιολόγησης που προβλέπεται στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν κριτήρια σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης. Σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικά με τη σοβαρότητα ή μη των δυσμενών συνεπειών, οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι οι πιθανές δυσμενείς συνέπειες, όπως προκύπτουν από τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία, είναι σημαντικές.

6.   Εάν από την αξιολόγηση προκύπτει ότι οι δραστηριότητες που ασκούνται σύμφωνα με το υποβληθέν σχέδιο αλιείας ενδέχεται να έχουν σημαντικές δυσμενείς συνέπειες στα ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν επακριβώς τους εκτιμώμενους κινδύνους και παρέχουν στους αιτούντες τη δυνατότητα να τροποποιήσουν το σχέδιο αλιείας για την αποφυγή των εν λόγω κινδύνων. Ελλείψει των τροποποιήσεων αυτών, οι αρμόδιες αρχές δεν εκδίδουν την αιτούμενη ειδική άδεια αλιείας.

Άρθρο 5

Όροι ισχύος της ειδικής άδειας

1.   Η ειδική άδεια αλιείας που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 προβλέπει ρητά ότι οι αλιευτικές δραστηριότητες που επιτρέπει συνάδουν ανά πάσα στιγμή με το σχέδιο αλιείας που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1.

2.   Όταν περιστάσεις που εκφεύγουν του ελέγχου του υπευθύνου για τις δραστηριότητες του σκάφους καθιστούν αναγκαία την τροποποίηση των υποβληθέντων σχεδίων, ο εν λόγω υπεύθυνος ενημερώνει αμελλητί τις αρμόδιες αρχές, αναφέροντας τις προβλεπόμενες τροποποιήσεις του αρχικού σχεδίου. Οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν τις τροποποιήσεις αυτές και δεν τις εγκρίνουν εφόσον συνεπάγονται μετατόπιση των δραστηριοτήτων σε περιοχές όπου υπάρχουν ή ενδέχεται να υπάρχουν ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα.

3.   Η μη συμμόρφωση με το σχέδιο αλιείας που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 υπό περιστάσεις άλλες από εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 συνεπάγεται την ανάκληση από το κράτος σημαίας της ειδικής αδείας αλιείας που έχει χορηγηθεί στο συγκεκριμένο αλιευτικό σκάφος.

Άρθρο 6

Περιοχές όπου δεν πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση

1.   Στις ζώνες στις οποίες δεν έχει διεξαχθεί και δεν διατίθεται ορθή επιστημονική αξιολόγηση, απαγορεύεται η χρήση εργαλείων βυθού. Η απαγόρευση αυτή υπόκειται στην αναθεώρηση του κανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 13.

2.   Οι αλιευτικές δραστηριότητες βυθού επιτρέπονται όπου η επιστημονική αξιολόγηση καταδεικνύει ότι δεν θα κινδυνεύσουν τα ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα.

Άρθρο 7

Απρόβλεπτη συνάντηση με ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα

1.   Εάν κατά τη διάρκεια αλιευτικών δραστηριοτήτων ένα αλιευτικό σκάφος συναντήσει ευπαθές θαλάσσιο οικοσύστημα, οφείλει να διακόψει αμέσως την αλίευση ή να μην αναπτύξει αλιευτικές δραστηριότητες στο σημείο αυτό. Μπορεί να επαναλάβει τις αλιευτικές δραστηριότητες μόνον όταν φθάσει σε εναλλακτικό σημείο που απέχει τουλάχιστον 5 ναυτικά μίλια από το σημείο όπου συνάντησε το ευπαθές οικοσύστημα, εντός της περιοχής που προβλέπεται στο σχέδιο αλιείας το οποίο υπέβαλε σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1.

2.   Εάν συναντήσει άλλο ευπαθές θαλάσσιο οικοσύστημα στο εναλλακτικό σημείο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 συναντήσει ευπαθές οικοσύστημα, το σκάφος οφείλει να συνεχίσει τη μετατόπιση των δραστηριοτήτων του, σύμφωνα με τους κανόνες της εν λόγω παραγράφου, έως ότου φθάσει σε σημείο στο οποίο δεν υπάρχουν ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα.

3.   Το αλιευτικό σκάφος αναφέρει αμελλητί στις αρμόδιες αρχές κάθε συνάντηση, παρέχοντας ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τη φύση, τη θέση, τον χρόνο και τυχόν άλλα στοιχεία σχετικά με τις περιστάσεις της συνάντησης.

Άρθρο 8

Περιοχές απαγόρευσης της αλιείας

1.   Με βάση τα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη ή την πιθανότητα ύπαρξης ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων στην περιοχή όπου αλιεύουν τα σκάφη τους, τα κράτη μέλη προσδιορίζουν περιοχές στις οποίες θα απαγορεύεται η αλιεία με εργαλεία βυθού. Τα κράτη μέλη θέτουν χωρίς καθυστέρηση σε εφαρμογή τις απαγορεύσεις αυτές για τα σκάφη τους και πάραυτα κοινοποιούν στην Επιτροπή την απαγόρευση. Η Επιτροπή διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση την κοινοποίηση σε όλα τα κράτη μέλη.

2.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, η Επιτροπή υποβάλλει κατά περίπτωση στο Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 37 της συνθήκης, προτάσεις για τη λήψη κοινοτικών μέτρων με σκοπό τον χαρακτηρισμό περιοχών απαγόρευσης της αλιείας είτε βάσει των πληροφοριών που κοινοποιούν τα κράτη μέλη είτε με πρωτοβουλία της.

Άρθρο 9

Σύστημα παρακολούθησης σκαφών

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2244/2003, σε περίπτωση τεχνικής αστοχίας ή μη λειτουργίας της συσκευής δορυφορικού εντοπισμού που είναι εγκατεστημένη στο αλιευτικό σκάφος, ο πλοίαρχος του σκάφους αναφέρει ανά δίωρο στο κράτος μέλος σημαίας το γεωγραφικό στίγμα του σκάφους.

2.   Μετά την επιστροφή από το θαλάσσιο ταξίδι, το σκάφος πρέπει να παραμείνει στον λιμένα έως ότου οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ικανοποιητική τη λειτουργία της συσκευής δορυφορικού εντοπισμού.

Άρθρο 10

Σοβαρές παραβάσεις

1.   Οι αλιευτικές δραστηριότητες που ασκήθηκαν από τη στιγμή που σημειώθηκε παρέκκλιση από τα σχέδια αλιείας του σκάφους υπό περιστάσεις άλλες από εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 θεωρούνται αλιεία χωρίς ειδική άδεια και, συνεπώς, συμπεριφορά που θίγει σοβαρά τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

2.   Η κατ’ επανάληψη μη συμμόρφωση με τις διατάξεις των άρθρων 6, 7 και 9 θεωρείται συμπεριφορά που θίγει σοβαρά τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

Άρθρο 11

Παρατηρητές

1.   Παρατηρητές επιβαίνουν σε όλα τα σκάφη για τα οποία εκδίδεται ειδική άδεια αλιείας σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1. Οι παρατηρητές παρατηρούν τις αλιευτικές δραστηριότητες των σκαφών καθ’ όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης του οικείου σχεδίου αλιείας που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1.

Ο αριθμός των παρατηρητών που καλύπτουν τις αλιευτικές δραστηριότητες σε μια αλιευτική ζώνη θα επανεξεταστεί στις 30 Ιουλίου 2009.

2.   Ο παρατηρητής:

α)

καταχωρίζει ανεξάρτητα, με τη μορφή που χρησιμοποιείται για το ημερολόγιο του πλοίου, τις σχετικές με τα αλιεύματα πληροφορίες που απαιτούνται από το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής (8)·

β)

καταχωρίζει τυχόν τροποποιήσεις του σχεδίου αλιείας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2·

γ)

τεκμηριώνει τυχόν περιπτώσεις απρόβλεπτης συνάντησης με ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, και στο πλαίσιο αυτό συγκεντρώνει πληροφορίες που μπορεί να είναι χρήσιμες για την προστασία του τόπου·

δ)

καταγράφει το βάθος στο οποίο χρησιμοποιούνται τα αλιευτικά εργαλεία·

ε)

υποβάλλει έκθεση στις αρμόδιες αρχές του αντίστοιχου κράτους μέλους εντός 20 ημερών από τη λήξη της περιόδου παρατήρησης. Αντίγραφο της έκθεσης αυτής διαβιβάζεται στην Επιτροπή εντός 30 ημερών από τη λήψη σχετικής γραπτής αίτησης.

3.   Ο παρατηρητής δεν πρέπει να είναι:

α)

συγγενής του πλοιάρχου του σκάφους ή άλλου αξιωματικού που υπηρετεί στο σκάφος στο οποίο έχει διοριστεί·

β)

υπάλληλος του πλοιάρχου του σκάφους στο οποίο έχει διοριστεί·

γ)

υπάλληλος του αντιπροσώπου του πλοιάρχου·

δ)

υπάλληλος εταιρείας που ελέγχεται από τον πλοίαρχο ή από τον αντιπρόσωπό του·

ε)

συγγενής του αντιπροσώπου του πλοιάρχου.

Άρθρο 12

Πληροφορίες

1.   Στον βαθμό που αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία τους εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή για κάθε ημερολογιακό εξάμηνο και εντός τριμήνου από τη λήξη του εν λόγω ημερολογιακού εξαμήνου, έκθεση στην οποία αναφέρονται:

α)

εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93, τα αλιεύματα των αλιευτικών σκαφών που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού, όπως προκύπτουν από τα στοιχεία που έχουν καταχωρισθεί στα ημερολόγια, συμπεριλαμβανομένων των πλήρων στοιχείων για τις ημέρες αλιείας εκτός λιμένος και των εκθέσεων που υπέβαλαν οι παρατηρητές, με ανάλυση ανά τρίμηνο, τύπο αλιευτικού εργαλείου και αλιευόμενο είδος·

β)

στοιχεία σχετικά με τη συμμόρφωση των αλιευτικών σκαφών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 με τα σχέδια αλιείας και τις απαιτήσεις των άρθρων 6, 7 και 8, καθώς και τα επανορθωτικά μέτρα που έχουν ληφθεί και οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και σοβαρών παραβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 10·

γ)

στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζουν το άρθρο 8.

2.   Οι εκθέσεις της παραγράφου 1 συνοδεύονται από όλες τις αξιολογήσεις επιπτώσεων που έχουν διενεργηθεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, κατά την αναφερόμενη εξάμηνη περίοδο.

3.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τις πληροφορίες που παραλαμβάνει σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, μεταξύ άλλων μέσω του FAO, και τις διαβιβάζει επίσης αμελλητί στους σχετικούς επιστημονικούς φορείς καθώς και στα κράτη μέλη κατόπιν αιτήσεώς τους.

Άρθρο 13

Επακόλουθες ενέργειες

Η Επιτροπή υποβάλλει, πριν από τις 30 Ιουνίου 2010, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση αυτή συνοδεύεται, εφόσον είναι αναγκαίο, από προτάσεις για την τροποποίηση του κανονισμού.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τριακοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Ιουλίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. BARNIER


(1)  Γνώμη της 4ης Ιουνίου 2008 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 59. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 865/2007 (ΕΕ L 192 της 24.7.2007, σ. 1).

(3)  ΕΕ L 171 της 6.7.1994, σ. 7.

(4)  ΕΕ L 308 της 21.12.1995, σ. 15.

(5)  ΕΕ L 333 της 20.12.2003, σ. 17.

(6)  ΕΕ L 167 της 2.7.1999, σ. 5.

(7)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 261 της 20.10.1993, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 (ΕΕ L 409 της 30.12.2006, σ. 11)· διορθώθηκε στην ΕΕ L 36 της 8.2.2007, σ. 6.