8.12.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 345/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Νοεμβρίου 2006

περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η ροή χρήματος από παράνομες δραστηριότητες με μεταφορές χρηματικών ποσών μπορεί να βλάψει τη σταθερότητα και το κύρος του χρηματοπιστωτικού τομέα και να απειλήσει την εσωτερική αγορά. Η τρομοκρατία κλονίζει τα ίδια τα θεμέλια της κοινωνίας μας. Η υγεία, ακεραιότητα και σταθερότητα του συστήματος μεταφοράς χρηματικών ποσών και η εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα εν γένει θα μπορούσαν να απειληθούν σοβαρά από τις προσπάθειες των εγκληματιών και των συνεργατών τους είτε να συγκαλύψουν την προέλευση των εσόδων εγκληματικών δραστηριοτήτων είτε να μεταφέρουν χρηματικά ποσά για τρομοκρατικούς σκοπούς.

(2)

Προκειμένου να διευκολύνουν τις εγκληματικές δραστηριότητές τους, όσοι νομιμοποιούν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες και οι χρηματοδότες της τρομοκρατίας θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να επωφεληθούν από την ελευθερία κίνησης κεφαλαίων την οποία συνεπάγεται ο ενοποιημένος χρηματοπιστωτικός χώρος, αν δεν εγκριθούν ορισμένα συντονιστικά μέτρα σε κοινοτικό επίπεδο. Χάρη στην κλίμακά της, η κοινοτική δράση θα πρέπει να διασφαλίζει την ομοιόμορφη μεταφορά σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση της ειδικής σύστασης VΙΙ για τις ηλεκτρονικές μεταφορές χρηματικών ποσών (στο εξής: SR VII) της ομάδας χρηματοοικονομικής δράσης (στο εξής: FATF) που ιδρύθηκε από τη σύνοδο κορυφής των G7 στο Παρίσι το 1989, και ειδικότερα ότι δεν θα γίνεται διάκριση μεταξύ εθνικών πληρωμών στο εσωτερικό των κρατών μελών και διασυνοριακών πληρωμών μεταξύ κρατών μελών. Η ασυντόνιστη δράση εκ μέρους των επιμέρους κρατών μελών στον τομέα των διασυνοριακών μεταφορών χρηματικών ποσών θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην εύρυθμη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κατά συνέπεια να βλάψει την εσωτερική αγορά στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

(3)

Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, το έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνήλθε στις 21 Σεπτεμβρίου 2001 επανέλαβε ότι ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας αποτελεί βασικό στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε σχέδιο δράσης για την ενίσχυση της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας, την ανάπτυξη διεθνών νομικών μέσων κατά της τρομοκρατίας, την πρόληψη της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, την ενίσχυση της εναέριας ασφάλειας και για την μεγαλύτερη συνοχή όλων των σχετικών πολιτικών της Ένωσης. Το εν λόγω σχέδιο δράσης αναθεωρήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Μαρτίου 2004 στη Μαδρίτη και προβλέπει πλέον ρητά ότι είναι απαραίτητη η προσαρμογή του νομοθετικού πλαισίου που δημιούργησε η Κοινότητα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και τη βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας στις εννέα ειδικές συστάσεις για την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που εξέδωσε η FATF.

(4)

Προκειμένου να προληφθεί η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας λήφθηκαν μέτρα για το πάγωμα των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων ορισμένων προσώπων, ομάδων και οντοτήτων, περιλαμβανομένων των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 (3) και (ΕΚ) αριθ. 881/2002 (4). Για τον ίδιο σκοπό ελήφθησαν μέτρα που αποβλέπουν στην προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τη διακίνηση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων για τρομοκρατικούς σκοπούς. Η οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), περιλαμβάνει διάφορα μέτρα στόχος των οποίων είναι η καταπολέμηση της κατάχρησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ωστόσο, τα προαναφερθέντα μέτρα δεν αποκλείουν εντελώς την πρόσβαση τρομοκρατών και άλλων εγκληματιών σε συστήματα πληρωμών για τη διακίνηση των κεφαλαίων τους.

(5)

Προκειμένου να αναπτυχθεί συνεκτική προσέγγιση σε διεθνή βάση στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οποιαδήποτε περαιτέρω κοινοτική δράση θα πρέπει να λάβει υπόψη τις εξελίξεις σε αυτό το επίπεδο, ιδίως τις εννέα ειδικές συστάσεις κατά της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που εξέδωσε η FATF και συγκεκριμένα την SR VII και το ερμηνευτικό σημείωμα εφαρμογής της.

(6)

Η πλήρης ιχνηλασιμότητα των μεταφορών χρηματικών ποσών μπορεί να αποτελέσει ιδιαίτερα σημαντικό και πολύτιμο εργαλείο για την πρόληψη, τη διερεύνηση και τον εντοπισμό της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ως εκ τούτου, προκειμένου να διασφαλισθεί η διαβίβαση πληροφοριών για τον πληρωτή σε όλο το μήκος της αλυσίδας πληρωμών, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ένα σύστημα με το οποίο θα επιβάλλεται στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών με ακριβείς και χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή.

(7)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν με την επιφύλαξη της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Επί παραδείγματι, πληροφορίες οι οποίες συλλέγονται και φυλάσσονται για τον σκοπό του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για εμπορικούς σκοπούς.

(8)

Τα άτομα που απλώς μετατρέπουν έγγραφα σε ηλεκτρονικά δεδομένα και ενεργούν στο πλαίσιο σύμβασης με πάροχο υπηρεσιών πληρωμών δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Το ίδιο ισχύει για τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που προσφέρουν στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών απλώς και μόνο συστήματα διαβίβασης μηνυμάτων ή άλλα συστήματα υποστήριξης για τη μεταφορά χρηματικών ποσών ή συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού.

(9)

Όταν οι μεταφορές κεφαλαίων ενέχουν χαμηλό κίνδυνο νομιμοποίησης παρανόμων εσόδων ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι εν λόγω μεταφορές είναι σκόπιμο να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Οι εξαιρέσεις αυτές θα πρέπει να καλύπτουν πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες, αναλήψεις από αυτόματες ταμειακές μηχανές (ΑΤΜ), απευθείας χρέωση λογαριασμών, επιταγές με ηλεκτρονική επεξεργασία, πληρωμές φόρων, προστίμων ή άλλες επιβαρύνσεις και μεταφορές κεφαλαίων όπου ο πληρωτής και ο δικαιούχος είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών που ενεργούν για ίδιο λογαριασμό. Επιπλέον, προκειμένου να αντικατοπτρίζονται τα χαρακτηριστικά των εθνικών συστημάτων πληρωμών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εξαιρέσουν τις ηλεκτρονικές πληρωμές, υπό τον όρο ότι ανά πάσα στιγμή θα είναι δυνατός ο εντοπισμός του πληρωτή. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα κράτη μέλη έχουν εφαρμόσει την παρέκκλιση για το ηλεκτρονικό χρήμα της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, η παρέκκλιση αυτή θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται και στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού όταν το ποσό της συναλλαγής δεν υπερβαίνει τα 1 000 ευρώ.

(10)

Η εξαίρεση του ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), ισχύει για το ηλεκτρονικό χρήμα ανεξαρτήτως του εάν ο εκδότης του ηλεκτρονικού χρήματος τυγχάνει ή μη απαλλαγής σύμφωνα με το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας.

(11)

Προκειμένου να μη μειωθεί η αποδοτικότητα των συστημάτων πληρωμών, οι απαιτήσεις επαλήθευσης για μεταφορές χρηματικών ποσών βάσει λογαριασμών θα πρέπει να διαχωρίζονται από τις μεταφορές που δεν γίνονται από λογαριασμό. Προκειμένου να υπάρχει ισορροπία μεταξύ του κινδύνου εξώθησης των συναλλαγών στον χώρο της μυστικότητας και αφάνειας εξαιτίας υπερβολικά αυστηρών υποχρεώσεων αναγνώρισης και της τρομοκρατικής απειλής που ενδεχομένως να συνιστούν οι μεταφορές μικρών χρηματικών ποσών, σε περίπτωση που οι μεταφορές δεν γίνονται από λογαριασμό, η υποχρέωση της επαλήθευσης της ακρίβειας των πληροφοριών σχετικά με τον πληρωτή θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε μεμονωμένες μεταφορές που υπερβαίνουν τα 1 000 ευρώ, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που ορίζονται στην οδηγία 2005/60/ΕΚ. Για τις μεταφορές από λογαριασμό, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωμένοι να ελέγχουν τις πληροφορίες για τον πληρωτή για κάθε μεταφορά ποσών εάν έχουν πληρωθεί οι υποχρεώσεις βάσει της οδηγίας 2005/60/ΕΚ.

(12)

Λαμβάνοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2560/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) και την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το «Νέο νομοθετικό πλαίσιο για τις πληρωμές στην εσωτερική αγορά», για τις μεταφορές χρηματικών ποσών εντός της Κοινότητας αρκεί να προβλέπεται απλουστευμένη πληροφόρηση σχετικά με τον πληρωτή.

(13)

Προκειμένου οι αρχές τρίτων χωρών που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, να μπορούν να εντοπίζουν την πηγή των χρηματικών ποσών που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς αυτούς, οι μεταφορές ποσών από την Κοινότητα εκτός Κοινότητας θα πρέπει να φέρουν πλήρεις πληροφορίες για τον πληρωτή. Πρόσβαση σε πλήρεις πληροφορίες για τον πληρωτή θα πρέπει να χορηγείται στις εν λόγω αρχές μόνον για λόγους πρόληψης, διερεύνησης και εντοπισμού της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(14)

Όσον αφορά τις μεταφορές χρηματικών ποσών από τον ίδιο πληρωτή προς διάφορους δικαιούχους που αποστέλλονται φθηνά με ομαδικούς φακέλους που περιλαμβάνουν μεμονωμένες μεταφορές ποσών από την Κοινότητα εκτός Κοινότητος, κάθε μεμονωμένη μεταφορά θα πρέπει να μπορεί να φέρει μόνον τον αριθμό λογαριασμού του πληρωτή ή τον αναγνωριστικό κωδικό του, υπό τον όρο ότι ο ομαδικός φάκελος περιλαμβάνει πλήρεις πληροφορίες για τον πληρωτή.

(15)

Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου θα πρέπει να διαθέτει αποτελεσματικές διαδικασίες με τις οποίες ελέγχει αν οι μεταφορές χρηματικών ποσών συνοδεύονται όντως από όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες για τον πληρωτή ούτως ώστε να συμβάλλει στον εντοπισμό ύποπτων συναλλαγών.

(16)

Δεδομένου ότι οι ανώνυμες μεταφορές χρηματικών ποσών συνιστούν δυνητική απειλή από άποψη χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, είναι σκόπιμο να παρέχεται στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου η δυνατότητα να αποφεύγει ή να διορθώνει τέτοιες καταστάσεις όταν διαπιστώνει ότι δεν έχουν δοθεί πληροφορίες για τον πληρωτή ή ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ελλιπείς. Από την άποψη αυτή, θα πρέπει να υπάρχει ευελιξία όσον αφορά την έκταση των πληροφοριών για τον πληρωτή, αναλόγως του βαθμού κινδύνου. Επιπλέον, η ακρίβεια και η πληρότητα των πληροφοριών για τον πληρωτή θα πρέπει να εξακολουθήσουν να αποτελούν ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή. Όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής του πληρωτή είναι εγκατεστημένος εκτός του εδάφους της Κοινότητας, θα πρέπει να εφαρμόζονται ενισχυμένα μέτρα επιμελείας ως προς τον πελάτη, σύμφωνα με την οδηγία 2005/60/EΚ, όσον αφορά τις διασυνοριακές σχέσεις τραπεζικής ανταπόκρισης με τον εν λόγω πάροχο υπηρεσιών.

(17)

Όταν εθνικές αρμόδιες αρχές παρέχουν οδηγίες όσον αφορά είτε τις υποχρεώσεις απόρριψης όλων των μεταφορών από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ο οποίος παραλείπει κατ’ επανάληψη να παράσχει τις απαιτούμενες πληροφορίες για τον πληρωτή, είτε ενδεχόμενη απόφαση σχετικά με τον περιορισμό ή τον τερματισμό των επιχειρηματικών σχέσεων με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, οι εν λόγω οδηγίες θα πρέπει μεταξύ άλλων να βασίζονται στη σύγκλιση των βέλτιστων πρακτικών και θα πρέπει να λαμβάνουν επίσης υπόψη ότι το αναθεωρημένο ερμηνευτικό σημείωμα της FATF για την SR VII επιτρέπει στις τρίτες χώρες να θέσουν όριο 1 000 ευρώ ή 1 000 δολάρια ΗΠΑ για την υποχρέωση διαβίβασης πληροφοριών για τον πληρωτή, με την επιφύλαξη του στόχου της αποτελεσματικής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(18)

Σε κάθε περίπτωση, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου θα πρέπει να προσέχει ιδιαιτέρως, αναλόγως του εκτιμώμενου βαθμού κινδύνου, όταν διαπιστώνει ότι οι πληροφορίες για τον πληρωτή είτε δεν παρέχονται ή είναι ελλιπείς και να αναφέρει ύποπτες συναλλαγές στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις υποχρεώσεις αναφοράς που περιλαμβάνονται στην οδηγία 2005/60/ΕΚ και τα εθνικά μέτρα εφαρμογής.

(19)

Οι διατάξεις που αφορούν μεταφορές χρηματικών ποσών χωρίς πληροφορίες για τον πληρωτή, ή με ελλιπείς πληροφορίες, εφαρμόζονται χωρίς να θίγονται οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις των παρόχων υπηρεσιών πληρωμής να αναστέλλουν και/ή να απορρίπτουν μεταφορές ποσών που παραβιάζουν διατάξεις του αστικού, διοικητικού ή ποινικού δικαίου.

(20)

Έως ότου αρθούν οι τεχνικοί περιορισμοί που ενδέχεται να εμποδίζουν τους ενδιάμεσους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τη διαβίβαση όλων των πληροφοριών που λαμβάνουν σχετικά με τον πληρωτή, οι εν λόγω ενδιάμεσοι πάροχοι θα πρέπει να τηρούν αρχεία με τις πληροφορίες αυτές. Οι τεχνικοί περιορισμοί αναμένεται να αρθούν με την αναβάθμιση των συστημάτων πληρωμών.

(21)

Δεδομένου ότι σε ποινικές υποθέσεις ενδεχομένως να μην είναι δυνατόν να εντοπισθούν τα απαιτούμενα δεδομένα ή τα ενεχόμενα άτομα πριν περάσουν μήνες ή και χρόνια μετά την αρχική μεταφορά χρηματικών ποσών, είναι σκόπιμο οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών να τηρούν αρχεία με τις πληροφορίες για τον πληρωτή για λόγους πρόληψης, διερεύνησης και εντοπισμού της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η περίοδος φύλαξης των πληροφοριών σε αρχείο θα πρέπει να είναι περιορισμένη.

(22)

Προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα ταχείας δράσης στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να ανταποκρίνονται γρήγορα σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών για τον πληρωτή από μέρους των αρχών που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένοι.

(23)

Ο αριθμός των εργασίμων ημερών στο κράτος μέλος του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή καθορίζει τον αριθμό των ημερών για την απάντηση σε αίτηση πληροφοριών για τον πληρωτή.

(24)

Δεδομένης της σπουδαιότητας της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις στην εθνική τους νομοθεσία για την μη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

(25)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (9).

(26)

Ορισμένες χώρες και εδάφη που δεν αποτελούν μέρος του κοινοτικού εδάφους τελούν υπό καθεστώς νομισματικής ένωσης, αποτελούν μέρος της νομισματικής ζώνης κράτους μέλους, ή έχουν υπογράψει νομισματική συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα εκπροσωπούμενες από κράτος μέλος, και διαθέτουν παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που συμμετέχουν αμέσως ή εμμέσως στα συστήματα πληρωμών και συμψηφισμού του εν λόγω κράτους μέλους. Προκειμένου να αποτραπεί η εμφάνιση σημαντικών αρνητικών συνεπειών στις οικονομίες των χωρών και εδαφών αυτών εξαιτίας της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού στις μεταφορές χρηματικών ποσών μεταξύ των συγκεκριμένων κρατών μελών και των εν λόγω χωρών και εδαφών, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η δυνατότητα μεταχείρισης των μεταφορών αυτών ως πραγματοποιούμενων στο εσωτερικό του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

(27)

Προκειμένου να μην αποθαρρυνθούν οι δωρεές για φιλανθρωπικούς σκοπούς, είναι σκόπιμο να εξουσιοδοτηθούν τα κράτη μέλη να απαλλάσσουν τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτειά τους από τη συγκέντρωση, τον έλεγχο, την καταγραφή ή τη διαβίβαση πληροφοριών για τον πληρωτή για μεταφορές μέχρι 150 ευρώ οι οποίες πραγματοποιούνται εντός της επικρατείας του κράτους μέλους. Είναι, επίσης, σκόπιμο να παρασχεθεί η δυνατότητα αυτή, όταν οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, ούτως ώστε να κράτη μέλη να είναι σε θέση να εξασφαλίσουν ότι η υπόψη απαλλαγή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τρομοκράτες ως προκάλυμμα ή μέσο διευκόλυνσης της χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων τους.

(28)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν συνεπώς, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων του κανονισμού, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως προβλέπεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων του.

(29)

Προκειμένου να διαμορφωθεί μια συνεκτική προσέγγιση στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι κύριες διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εφαρμοσθούν ταυτόχρονα με τις σχετικές διατάξεις που θεσπίζονται σε διεθνές επίπεδο,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες για τον πληρωτή που πρέπει να συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών, για λόγους πρόληψης, διερεύνησης και εντοπισμού της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται, ως:

1.

«χρηματοδότηση της τρομοκρατίας»: η παροχή ή συλλογή κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ·

2.

«νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες»: οποιαδήποτε συμπεριφορά η οποία, όταν τελείται εκ προθέσεως, θεωρείται νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες για τους σκοπούς του άρθρου 1 παράγραφος 2 ή 3 της οδηγίας 2005/60/EΚ·

3.

«πληρωτής»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο είναι ο κάτοχος λογαριασμού που επιτρέπει μεταφορά χρηματικών ποσών από το λογαριασμό αυτό, είτε, όταν δεν υπάρχει λογαριασμός, φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δίνει εντολή για μεταφορά χρηματικών ποσών·

4.

«δικαιούχος πληρωμής»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποτελεί τον τελικό δικαιούχο των μεταφερόμενων χρηματικών ποσών·

5.

«πάροχος υπηρεσιών πληρωμών»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο του οποίου η επιχειρηματική δραστηριότητα περιλαμβάνει την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς χρηματικών ποσών·

6.

«ενδιάμεσος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών»: πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ο οποίος δεν υπηρετεί ούτε τον πληρωτή ούτε τον δικαιούχο της πληρωμής και ο οποίος συμμετέχει στην εκτέλεση της μεταφοράς χρηματικών ποσών·

7.

«μεταφορά χρηματικών ποσών»: οποιαδήποτε συναλλαγή εκτελούμενη ηλεκτρονικά για λογαριασμό ενός πληρωτή μέσω ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών με σκοπό να τεθεί χρηματικό ποσό στη διάθεση κάποιου δικαιούχου μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ανεξάρτητα από το εάν πληρωτής και δικαιούχος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο·

8.

«ομαδοποιημένη μεταφορά χρηματικών ποσών»: περισσότερες μεμονωμένες μεταφορές χρηματικών ποσών που ομαδοποιούνται με σκοπό την μεταφορά τους·

9.

«αποκλειστικός αναγνωριστικός κωδικός»: ο συνδυασμός γραμμάτων, αριθμών ή συμβόλων που καθορίζεται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με τα πρωτόκολλα του συστήματος πληρωμών και διακανονισμού ή του συστήματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση της μεταφοράς χρηματικών ποσών.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός ισχύει για τις μεταφορές χρηματικών ποσών σε οποιοδήποτε νόμισμα οι οποίες αποστέλλονται ή παραλαμβάνονται από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εγκατεστημένο στην Κοινότητα.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν ισχύει για τις μεταφορές χρηματικών ποσών που εκτελούνται μέσω πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας υπό τον όρο ότι:

α)

ο δικαιούχος έχει συμφωνία με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών η οποία επιτρέπει την πληρωμή για την παροχή αγαθών και υπηρεσιών;

και

β)

οι μεταφορές των εν λόγω χρηματικών ποσών συνοδεύονται από αποκλειστικό αναγνωριστικό κωδικό ο οποίος καθιστά δυνατό τον εντοπισμό του πληρωτή.

3.   Όταν κράτος μέλος επιλέγει να εφαρμόσει την εξαίρεση του άρθρου 11 παράγραφος 5 στοιχείο δ) της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις μεταφορές χρηματικών ποσών με χρησιμοποίηση ηλεκτρονικού χρήματος που καλύπτεται από την εν λόγω εξαίρεση, εκτός εάν το σχετικό ποσό υπερβαίνει τα 1 000 ευρώ.

4.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε μεταφορές χρηματικών ποσών που πραγματοποιούνται μέσω κινητού τηλεφώνου ή άλλης ψηφιακής ή άλλης συσκευής της τεχνολογίας των πληροφοριών, όταν οι μεταφορές αυτές προπληρώνονται και δεν υπερβαίνουν τα 150 ευρώ.

5.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται για μεταφορές χρηματικών ποσών που πραγματοποιούνται μέσω κινητής τηλεφωνίας ή οποιασδήποτε ψηφιακής ή άλλης συσκευής της τεχνολογίας των πληροφοριών, όταν αυτές οι μεταφορές χρηματικών ποσών πληρώνονται εκ των υστέρων και πληρούν σωρευτικά τις εξής προϋποθέσεις:

α)

ο δικαιούχος της πληρωμής έχει συνάψει συμφωνία με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών η οποία επιτρέπει την πληρωμή για την παροχή αγαθών και υπηρεσιών·

β)

η μεταφορά χρηματικού ποσού συνοδεύεται από αποκλειστικό αναγνωριστικό κωδικό, ο οποίος καθιστά δυνατό τον εντοπισμό του πληρωτή·

και

γ)

ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υπόκειται στις υποχρεώσεις που καθορίζει η οδηγία 2005/60/EΚ.

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν τη μη εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στις μεταφορές ποσών εντός του εν λόγω κράτους μέλους σε λογαριασμό δικαιούχου που επιτρέπει την πληρωμή για την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών εάν:

α)

ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου υπόκειται στις υποχρεώσεις εκ της οδηγίας 2005/60/ΕΚ·

β)

ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου της πληρωμής είναι σε θέση, με αποκλειστικό αναγνωριστικό κωδικό, να ανιχνεύει, μέσω του δικαιούχου, τη μεταφορά ποσών από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει συνάψει συμφωνία με τον δικαιούχο της πληρωμής για την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών·

και

γ)

το ποσό της συναλλαγής δεν υπερβαίνει τα 1 000 ευρώ.

Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της παρούσας παρέκκλισης ενημερώνουν την Επιτροπή.

7.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις μεταφορές χρηματικών ποσών:

α)

όταν ο πληρωτής προβαίνει σε ανάληψη μετρητών από τον δικό του λογαριασμό·

β)

όταν υπάρχει έγκριση χρεωστικής μεταφοράς μεταξύ δύο μερών η οποία επιτρέπει τις μεταξύ τους πληρωμές μέσω λογαριασμών, υπό την προϋπόθεση ότι η μεταφορά των χρηματικών ποσών συνοδεύεται από αποκλειστικό αναγνωριστικό κωδικό που καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό του φυσικού ή νομικού προσώπου·

γ)

όταν χρησιμοποιούν τις ηλεκτρονικά μεταβιβαζόμενες επιταγές·

δ)

προς δημόσιες αρχές για πληρωμή φόρων, προστίμων ή άλλων επιβαρύνσεων στο εσωτερικό κράτους μέλους·

ε)

όταν τόσο ο πληρωτής όσο και ο δικαιούχος πληρωμής είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών που ενεργούν για ίδιο λογαριασμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΧΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΤΟΥ ΠΛΗΡΩΤΗ

Άρθρο 4

Πλήρη στοιχεία σχετικά με τον πληρωτή

1.   Τα πλήρη στοιχεία σχετικά με τον πληρωτή περιλαμβάνουν το όνομα, τη διεύθυνση και τον αριθμό λογαριασμού του.

2.   Η διεύθυνση δύναται να αντικατασταθεί με την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης του πληρωτή, τον αναγνωριστικό αριθμό πελάτη ή τον εθνικό αριθμό ταυτότητάς του.

3.   Όταν ο πληρωτής δεν έχει αριθμό λογαριασμού, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή χρησιμοποιεί αντ’ αυτού αποκλειστικό αναγνωριστικό κωδικό ο οποίος καθιστά δυνατό τον εντοπισμό του πληρωτή.

Άρθρο 5

Πληροφορίες που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και τήρηση αρχείων

1.   Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εξασφαλίζουν ότι οι μεταφορές χρηματικών ποσών συνοδεύονται από πλήρεις πληροφορίες για τον πληρωτή.

2.   Πριν μεταφέρει τα χρηματικά ποσά, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή επαληθεύει όλες τις πληροφορίες για τον πληρωτή βάσει εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών προερχόμενων από αξιόπιστη και ανεξάρτητη πηγή.

3.   Στην περίπτωση μεταφορών χρηματικών ποσών από λογαριασμό, η επαλήθευση θεωρείται ότι έχει γίνει εάν:

α)

η ταυτότητα του πληρωτή έχει επαληθευθεί κατά το άνοιγμα του λογαριασμού και οι πληροφορίες που προέκυψαν από την επαλήθευση αυτή έχουν αποθηκευθεί σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που καθορίζουν το άρθρο 8 παράγραφος 2 και το άρθρο 30 στοιχείο α) της οδηγίας 2005/60/ΕΚ·

ή

β)

ο πληρωτής εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 παράγραφος 6 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ.

4.   Ωστόσο, με την επιφύλαξη του άρθρου 7 στοιχείο γ) της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, σε περίπτωση που οι μεταφορές χρηματικών ποσών δεν γίνονται από λογαριασμό, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή επαληθεύει τις πληροφορίες για τον πληρωτή μόνο όταν η μεταφορά υπερβαίνει τα 1 000 ευρώ, εκτός εάν η συναλλαγή διενεργείται με σειρά πράξεων που φαίνονται αλληλένδετες και υπερβαίνουν συνολικά το ύψος των 1 000 ευρώ.

5.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή τηρεί σε αρχείο επί μία πενταετία τις πλήρεις πληροφορίες για τον πληρωτή οι οποίες συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών.

Άρθρο 6

Μεταφορές χρηματικών ποσών εντός της Κοινότητας

1.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 5 παράγραφος 1, οι μεταφορές χρηματικών ποσών στις οποίες τόσο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή όσο και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου της πληρωμής είναι εγκατεστημένοι εντός της Κοινότητας, συνοδεύονται μόνον από τον αριθμό λογαριασμού του πληρωτή ή από αποκλειστικό αναγνωριστικό κωδικό που καθιστά δυνατό τον εντοπισμό του πληρωτή.

2.   Ωστόσο, εάν το ζητήσει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή διαβιβάζει σε αυτόν πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή, εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη λήψη του σχετικού αιτήματος.

Άρθρο 7

Μεταφορές χρηματικών ποσών από την Κοινότητα εκτός Κοινότητας

1.   Οι μεταφορές χρηματικών ποσών, όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι εγκατεστημένος εκτός Κοινότητας, συνοδεύονται από πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή.

2.   Στην περίπτωση ομαδοποιημένων μεταφορών χρηματικών ποσών από τον ίδιο πληρωτή όταν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών των δικαιούχων είναι εγκατεστημένοι εκτός Κοινότητας, η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις μεμονωμένες μεταφορές που έχουν ομαδοποιηθεί, υπό τον όρο ότι ο ομαδικός φάκελος περιλαμβάνει τις πληροφορίες αυτές και ότι οι μεμονωμένες μεταφορές φέρουν τον αριθμό λογαριασμού ή αποκλειστικό αναγνωριστικό κωδικό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΧΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ

Άρθρο 8

Έλλειψη στοιχείων σχετικά με τον πληρωτή

Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου οφείλει να διαπιστώνει αν τα πεδία του χρησιμοποιούμενου για την πραγματοποίηση της μεταφοράς συστήματος αποστολής μηνυμάτων ή συστήματος πληρωμών και διακανονισμού, τα οποία περιέχουν πληροφορίες για τον πληρωτή, έχουν συμπληρωθεί σύμφωνα με τους χαρακτήρες ή τα εισαγόμενα δεδομένα που γίνονται δεκτά στο πλαίσιο των συμβάσεων του εν λόγω συστήματος αποστολής μηνυμάτων ή συστήματος πληρωμών και διακανονισμού. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου εφαρμόζει αποτελεσματικές διαδικασίες προκειμένου να διαπιστώσει εάν λείπουν οι ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή:

α)

για μεταφορές χρηματικών ποσών στις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή είναι εγκατεστημένος εντός Κοινότητας, οι πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 6·

β)

για μεταφορές χρηματικών ποσών στις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή είναι εγκατεστημένος εκτός Κοινότητας, τις πλήρεις πληροφορίες για τον πληρωτή που αναφέρονται στο άρθρο 4 ή, κατά περίπτωση, οι πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 13·

και

γ)

για τις ομαδοποιημένες μεταφορές χρηματικών ποσών, όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή είναι εγκατεστημένος εκτός Κοινότητας, τις πλήρεις πληροφορίες για τον πληρωτή κατά την έννοια του άρθρου 4, μόνο στην ομαδοποιημένη μεταφορά και όχι στις επιμέρους μεταφορές που ομαδοποιούνται μ’ αυτήν.

Άρθρο 9

Μεταφορές χρηματικών ποσών χωρίς ή με ελλιπείς πληροφορίες για τον πληρωτή

1.   Όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου διαπιστώνει, τη στιγμή που παραλαμβάνει τα μεταφερθέντα χρηματικά ποσά, ότι λείπουν εν μέρει ή εντελώς οι πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή που απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού, είτε απορρίπτει τη μεταφορά είτε ζητεί πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή. Σε κάθε περίπτωση, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου συμμορφώνεται με την ισχύουσα νομοθεσία ή τις ισχύουσες διοικητικές διατάξεις περί νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ιδίως δε τους κανονισμούς (EΚ) αριθ. 2580/2001 και (EΚ) αριθ. 881/2002 και την οδηγία 2005/60/EΚ, καθώς και τα τυχόν εθνικά μέτρα εφαρμογής.

2.   Όταν πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παραλείπει συστηματικά να παράσχει τις απαιτούμενες πληροφορίες για τον πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου λαμβάνει μέτρα τα οποία μπορεί αρχικά να περιλαμβάνουν την έκδοση προειδοποιήσεων και τον καθορισμό προθεσμίας, πριν απορριφθούν οιεσδήποτε μεταφορές χρηματικών ποσών στο μέλλον από τον συγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή πριν αποφασισθεί ο περιορισμός ή ο τερματισμός των επιχειρηματικών σχέσεων με αυτόν τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου αναφέρει το περιστατικό στις αρχές που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Άρθρο 10

Αξιολόγηση βάσει κινδύνου

Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου λαμβάνει υπόψη την πλήρη ή μερική απουσία πληροφοριών για τον πληρωτή όταν αξιολογεί αν η μεταφορά χρημάτων ή οποιαδήποτε άλλη σχετική συναλλαγή είναι ύποπτη και αν πρέπει να την αναφέρει στις αρχές που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας βάσει των υποχρεώσεων που θεσπίζει το κεφάλαιο ΙΙΙ της οδηγίας 2005/60/ΕΚ.

Άρθρο 11

Τήρηση αρχείων

Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου τηρεί επί μία πενταετία σε αρχείο οποιεσδήποτε πληροφορίες αποκτά σχετικά με τον πληρωτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

Άρθρο 12

Φύλαξη πληροφοριών σχετικά με τον πληρωτή μαζί με τη μεταφορά

Οι ενδιάμεσοι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών μεριμνούν ώστε μαζί με τη μεταφορά χρημάτων να φυλάσσονται και όλες οι απαιτούμενες πληροφορίες για τον πληρωτή.

Άρθρο 13

Τεχνικοί περιορισμοί

1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή είναι εγκατεστημένος εκτός Κοινότητας και ο ενδιάμεσος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είναι εγκατεστημένος εντός Κοινότητας.

2.   Όταν ο ενδιάμεσος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών διαπιστώνει, κατά την παραλαβή μεταφοράς χρηματικού ποσού, ότι λείπουν εν μέρει ή εντελώς οι πληροφορίες για τον πληρωτή που απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού, δύναται, προκειμένου να πραγματοποιήσει τις μεταφορές χρηματικών ποσών στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, να χρησιμοποιήσει σύστημα με τεχνικούς περιορισμούς το οποίο εμποδίζει την παροχή πληροφοριών για τον πληρωτή μαζί με τη μεταφορά χρηματικών ποσών.

3.   Όταν ο ενδιάμεσος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών διαπιστώσει κατά την παραλαβή μεταφοράς χρηματικού ποσού ότι λείπουν εν μέρει ή εντελώς οι πληροφορίες για τον πληρωτή που απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού, δύναται να χρησιμοποιήσει σύστημα πληρωμών με τεχνικούς περιορισμούς μόνον εάν υπάρχει δυνατότητα να ενημερωθεί ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου για το γεγονός αυτό, είτε μέσω συστήματος πληρωμών ή αποστολής μηνυμάτων που προβλέπει τη γνωστοποίηση αυτού του γεγονότος ή μέσω άλλης διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο τρόπος επικοινωνίας είναι αποδεκτός ή έχει συμφωνηθεί και από τους δύο παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.

4.   Όταν ο ενδιάμεσος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών χρησιμοποιεί σύστημα με τεχνικούς περιορισμούς, ο πάροχος αυτός, κατόπιν αιτήσεως του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, θέτει στη διάθεση του τελευταίου, εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη λήψη του σχετικού αιτήματος, όλες τις πληροφορίες που έχει λάβει σχετικά με τον πληρωτή, ανεξαρτήτως του αν οι πληροφορίες αυτές είναι πλήρεις ή όχι.

5.   Στις περιπτώσεις των παραγράφων 2 και 3, ο ενδιάμεσος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών τηρεί επί πενταετία αρχείο με όλες τις πληροφορίες που λαμβάνει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΓΕΝΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 14

Υποχρεώσεις συνεργασίας

Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών ανταποκρίνονται πλήρως και χωρίς καθυστέρηση, σύμφωνα με τις διαδικαστικές απαιτήσεις που θεσπίζει η εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένοι, στις έρευνες που διεξάγουν οι αρχές που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στο κράτος μέλος αυτό, όσον αφορά τις πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή που συνοδεύουν μεταφορές χρηματικών ποσών και τα σχετικά αρχεία.

Με την επιφύλαξη της εθνικής ποινικής νομοθεσίας και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι εν λόγω αρχές δύνανται να κάνουν χρήση των πληροφοριών αυτών μόνο για λόγους πρόληψης, διερεύνησης ή εντοπισμού της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Άρθρο 15

Κυρώσεις και παρακολούθηση

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλιστεί η εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Οι κυρώσεις εφαρμόζονται από τις 15 Δεκεμβρίου 2007.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους κανόνες περί των οποίων η παράγραφος 1, καθώς και τις αρχές στις οποίες ανατίθεται η εφαρμογή τους, το αργότερο έως τις 14 Δεκεμβρίου 2007. Κοινοποιούν επίσης αμέσως οιαδήποτε τροποποίησή τους.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν αποτελεσματικά και να λαμβάνουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 16

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται στο έργο της από την επιτροπή για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, που ιδρύθηκε με την οδηγία 2005/60/ΕΚ (εφεξής: «επιτροπή»).

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης και υπό τον όρο ότι τα εκτελεστικά μέτρα που εγκρίθηκαν σύμφωνα με την εν λόγω διαδικασία δεν μεταβάλλουν τις βασικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ

Άρθρο 17

Συμφωνίες με εδάφη ή χώρες που δεν αποτελούν τμήμα του εδάφους της Κοινότητας

1.   Η Επιτροπή δύναται να επιτρέψει σε κράτος μέλος να συνάψει συμφωνίες, βάσει εθνικών διευθετήσεων, με χώρες ή εδάφη τα οποία δεν αποτελούν μέρος της κοινοτικής επικράτειας σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 299 της συνθήκης, οι οποίες προβλέπουν παρεκκλίσεις από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού προκειμένου να καταστεί δυνατή η μεταχείριση των μεταφορών χρηματικών ποσών μεταξύ των χωρών ή των εδαφών αυτών και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ως μεταφορών χρηματικών ποσών πραγματοποιούμενων στο εσωτερικό του εν λόγω κράτους μέλους.

Οι συμφωνίες αυτές αναγνωρίζονται μόνον εφόσον:

α)

η εν λόγω χώρα ή έδαφος τελεί υπό καθεστώς νομισματικής ένωσης με το συγκεκριμένο κράτος μέλος, αποτελεί μέρος της νομισματικής επικράτειας αυτού του κράτους μέλους, ή έχει υπογράψει νομισματική σύμβαση με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα εκπροσωπούμενο από κράτος μέλος·

β)

οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών στην εν λόγω χώρα ή έδαφος συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού του συγκεκριμένου κράτους μέλους·

και

γ)

η εν λόγω χώρα ή έδαφος υποχρεώνει τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που υπάγονται στη δικαιοδοσία της να εφαρμόζουν τους ίδιους κανόνες με αυτούς που θεσπίζονται βάσει του παρόντος κανονισμού.

2.   Κάθε κράτος μέλος που επιθυμεί να συνάψει συμφωνία κατά την έννοια της παραγράφου 1, υποβάλλει σχετική αίτηση στην Επιτροπή και της παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.

Από τη στιγμή που η Επιτροπή λάβει σχετική αίτηση από κράτος μέλος, οι μεταφορές χρηματικών ποσών μεταξύ του εν λόγω κράτους μέλους και των υπόψη χωρών και εδαφών θεωρούνται προσωρινά ως μεταφορές χρηματικών ποσών πραγματοποιούμενες στο εσωτερικό του κράτους μέλους αυτού έως ότου εκδοθεί απόφαση βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

Εάν η Επιτροπή θεωρήσει ότι δεν διαθέτει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, επικοινωνεί με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εντός δύο μηνών από τη λήψη της αίτησης και προσδιορίζει τις απαιτούμενες πρόσθετες πληροφορίες.

Μόλις η Επιτροπή αποκτήσει όλες τις πληροφορίες τις οποίες θεωρεί απαραίτητες για την αξιολόγηση της αίτησης, ενημερώνει σχετικά το αιτούν κράτος μέλος εντός ενός μηνός και διαβιβάζει την αίτηση στα λοιπά κράτη μέλη.

3.   Εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση κατά το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 2, η Επιτροπή αποφασίζει, βάσει της διαδικασίας του άρθρου 16 παράγραφος 2, αν θα επιτρέψει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να συνάψει τη συμφωνία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Σε κάθε περίπτωση, η αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο απόφαση εκδίδεται εντός 18 μηνών από τη λήψη της σχετικής αίτησης από την Επιτροπή.

Άρθρο 18

Μεταφορές χρηματικών ποσών σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς στο εσωτερικό κράτους μέλους

1.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απαλλάσσουν παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εγκατεστημένους στην επικράτειά τους από τις υποχρεώσεις του άρθρου 5 όσον αφορά τις μεταφορές χρηματικών ποσών προς μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς που αναπτύσσουν φιλανθρωπικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές, εκπαιδευτικές, κοινωνικές, επιστημονικές ή σωματειακές δραστηριότητες, εφόσον οι οργανισμοί αυτοί υπάγονται στις υποχρεώσεις πληροφόρησης και εξωτερικού ελέγχου ή εποπτείας από μέρους δημόσιας αρχής ή αυτορρυθμιζόμενου οργανισμού αναγνωρισμένου από το εθνικό δίκαιο και εφόσον οι εν λόγω μεταφορές χρηματικών ποσών περιορίζονται σε 150 ευρώ το πολύ ανά μεταφορά και λαμβάνουν χώρα αποκλειστικά εντός της επικράτειας του κράτους μέλους.

2.   Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση του παρόντος άρθρου γνωστοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα τα οποία λαμβάνουν σχετικά με την εφαρμογή της δυνατότητας η οποία τους παρέχεται με την παράγραφο 1, συμπεριλαμβάνοντας κατάλογο των οργανισμών που εμπίπτουν στην εξαίρεση αυτή, τα ονόματα των φυσικών προσώπων που ασκούν τον τελικό έλεγχο των οργανισμών και επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο θα τηρείται επίκαιρος ο κατάλογος αυτός. Οι πληροφορίες αυτές τίθενται επίσης στη διάθεση των αρχών που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

3.   Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος διαβιβάζει στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που αναπτύσσουν δραστηριότητα στο εν λόγω κράτος μέλος ενημερωμένο κατάλογο των οργανισμών οι οποίοι εμπίπτουν στην εξαίρεση αυτή.

Άρθρο 19

Επανεξέταση

1.   Έως τις 28 Δεκεμβρίου 2011 το αργότερο, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση η οποία περιλαμβάνει πλήρη οικονομική και νομική αξιολόγηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, συνοδευόμενη, εάν είναι απαραίτητο, από πρόταση τροποποίησης ή κατάργησής του.

2.   Η εν λόγω έκθεση εξετάζει κυρίως:

α)

την εφαρμογή του άρθρου 3 σε σχέση με την περαιτέρω εμπειρία όσον αφορά το ενδεχόμενο κατάχρησης ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/46/EΚ, καθώς και άλλων νέων μέσων πληρωμής για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Σε περίπτωση κινδύνου τέτοιας κατάχρησης, η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού·

β)

την εφαρμογή του άρθρου 13 σε σχέση με τους τεχνικούς περιορισμούς οι οποίοι ενδέχεται να εμποδίζουν τη διαβίβαση πλήρων πληροφοριών σχετικά με τον πληρωτή στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου. Εάν υπάρξει δυνατότητα υπέρβασης τέτοιων τεχνικών περιορισμών λόγω νέων εξελίξεων στον τομέα των πληρωμών, και λαμβανομένων υπόψη των σχετικών δαπανών για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση τροποποίησης του κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 20

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πάντως όχι πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 15 Νοεμβρίου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

P. LEHTOMÄKI


(1)  ΕΕ C 336 της 31.12.2005, σ. 109.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που διατυπώθηκε στις 6 Ιουλίου 2006 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 7ης Νοεμβρίου 2006.

(3)  ΕΕ L 344 της 28.12.2001, σ. 70. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1461/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 272 της 3.10.2006, σ. 11).

(4)  ΕΕ L 139 της 29.5.2002, σ. 9. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1508/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 280 της 12.10.2006, σ. 12).

(5)  ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15.

(6)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(7)  ΕΕ L 275 της 27.10.2000, σ. 39.

(8)  Κανονισμός όπως διορθώθηκε στην ΕΕ L 344 της 28.12.2001, σ. 13.

(9)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).