27.12.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 372/19


ΟΔΗΓΊΑ 2006/118/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 12ης Δεκεμβρίου 2006

σχετικά με την προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση και την υποβάθμιση

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175, παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3), υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου που ενέκρινε η επιτροπή συνδιαλλαγής στις 28 Νοεμβρίου 2006,

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Τα υπόγεια ύδατα αποτελούν πολύτιμο φυσικό πόρο, και ως τέτοιος πόρος θα πρέπει να προστατεύεται από την υποβάθμιση και από τη χημική ρύπανση. Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα οικοσυστήματα που εξαρτώνται από τα υπόγεια ύδατα καθώς και για τη χρήση των υπογείων υδάτων για παροχή νερού για ανθρώπινη κατανάλωση.

(2)

Τα υπόγεια ύδατα αποτελούν το μεγαλύτερο και το πιο ευαίσθητο σύστημα γλυκών υδάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και κύρια πηγή εφοδιασμού του κοινού με πόσιμο ύδωρ σε πολλές περιοχές.

(3)

Τα συστήματα υπογείων υδάτων που χρησιμοποιούνται για την άντληση πόσιμου νερού, ή προορίζονται για μια τέτοια χρήση μελλοντικά, πρέπει να προστατεύονται κατά τρόπον ώστε η υποβάθμιση της ποιότητας αυτών των υδάτινων συστημάτων να αποφεύγεται προκειμένου να μειώνεται το απαιτούμενο επίπεδο επεξεργασίας καθαρισμού για την παραγωγή πόσιμου νερού, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (4).

(4)

Η απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον, (5) περιλαμβάνει στους στόχους της την επίτευξη επιπέδων ποιότητας των υδατικών πόρων που να μην έχουν σημαντικές επιπτώσεις, ούτε να ενέχουν κινδύνους, για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.

(5)

Για την προστασία του περιβάλλοντος ως συνόλου και της ανθρώπινης υγείας ειδικότερα, οι επιζήμιες συγκεντρώσεις επιβλαβών ρύπων στα υπόγεια ύδατα πρέπει να αποτρέπονται, να προλαμβάνονται ή να μειώνονται.

(6)

Η οδηγία 2000/60/EΚ περιέχει γενικές διατάξεις για την προστασία και τη διατήρηση των υπόγειων υδάτων. Σύμφωνα με το άρθρο 17 της εν λόγω οδηγίας, θα πρέπει να θεσπισθούν μέτρα πρόληψης και ελέγχου της ρύπανσης των υπόγειων υδάτων, συμπεριλαμβανομένων κριτηρίων για την αξιολόγηση της καλής χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων, τον προσδιορισμό σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων, και τέλος τον καθορισμό σημείων εκκίνησης για την αναστροφή των τάσεων.

(7)

Λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να επιτευχθούν αξιόπιστα επίπεδα προστασίας των υπόγειων υδάτων, θα πρέπει να καθορισθούν ποιοτικά πρότυπα και ανώτερες αποδεκτές τιμές και να αναπτυχθούν μεθοδολογίες με βάση μια κοινή προσέγγιση, ώστε να θεσπισθούν κριτήρια για την αξιολόγηση της χημικής κατάστασης των συστημάτων υπόγειων υδάτων.

(8)

Θα πρέπει να καθορισθούν ποιοτικά πρότυπα για τη νιτρορύπανση, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα και τα βιοκτόνα, ως κοινοτικά κριτήρια για την αξιολόγηση της χημικής κατάστασης των συστημάτων υπόγειων υδάτων, και να εξασφαλισθεί η συνοχή με την οδηγία 91/676/EΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης (6), την οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (7), και την οδηγία 98/8/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (8), αντιστοίχως.

(9)

Η προστασία των υπογείων υδάτων μπορεί, σε ορισμένες περιοχές, να απαιτεί αλλαγή των πρακτικών καλλιέργειας ή δασοκομίας, πράγμα που μπορεί να επιφέρει απώλεια εισοδήματος. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική προβλέπει χρηματοδοτικούς μηχανισμούς για την εφαρμογή μέτρων τήρησης των κοινοτικών προτύπων, συγκεκριμένα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1698/2005, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης. (ΕΓΤΑΑ) (9). Όσον αφορά τα μέτρα προστασίας των υπογείων υδάτων, εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών η επιλογή των προτεραιοτήτων και των προγραμμάτων τους.

(10)

Οι διατάξεις σχετικά με τη χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων δεν εφαρμόζονται σε υψηλές συγκεντρώσεις ουσιών ή ιόντων που ανευρίσκονται στη φύση ή των δεικτών τους, που περιέχονται είτε σε σύστημα υπόγειων υδάτων είτε σε συνδεόμενα συστήματα επιφανειακών υδάτων, λόγω ειδικών υδρογεωλογικών συνθηκών, οι οποίες δεν καλύπτονται από τον ορισμό της ρύπανσης. Δεν εφαρμόζονται επίσης ούτε σε προσωρινές και χωρικώς περιορισμένες αλλαγές της κατευθυνσης ροής και της χημικής σύνθεσης, οι οποίες δεν θεωρούνται διεισδύσεις.

(11)

Θα πρέπει να θεσμοθετηθούν κριτήρια για τον εντοπισμό τυχόν σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων στις συγκεντρώσεις ρύπων καθώς και κριτήρια για τον καθορισμό του σημείου εκκίνησης για την αναστροφή μιας τάσης, συνεκτιμώντας την πιθανότητα να επηρεασθούν αρνητικά υδατικά οικοσυστήματα και άμεσα εξαρτώμενα χερσαία οικοσυστήματα.

(12)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει, εφόσον είναι δυνατόν, να χρησιμοποιούν στατιστικές διαδικασίες, εφόσον αυτές είναι σύμφωνες προς τις διεθνείς προδιαγραφές και συμβάλλουν στη συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης μεταξύ των κρατών μελών σε βάθος χρόνου.

(13)

Σύμφωνα με την τρίτη περίπτωση της παραγράφου 2, του άρθρου 22, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, η οδηγία 80/68/EΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 1979, περί προστασίας των υπογείων υδάτων από τη ρύπανση που προέρχεται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες (10) πρόκειται να καταργηθεί από τις 22 Δεκεμβρίου 2013. Είναι ανάγκη να εξασφαλισθεί η συνέχεια της προστασίας που προβλέπεται με την οδηγία 80/68/ΕΟΚ, όσον αφορά τα μέτρα με στόχο την πρόληψη ή τον περιορισμό τόσο της άμεσης όσο και της έμμεσης εισαγωγής ρύπων σε υπόγεια ύδατα.

(14)

Είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ επικίνδυνων ουσιών, η εισαγωγή των οποίων θα πρέπει να προλαμβάνεται, και άλλων ρύπων, η εισαγωγή των οποίων θα πρέπει να περιορίζεται. Για τον προσδιορισμό των επικίνδυνων και μη επικίνδυνων ουσιών που αντιπροσωπεύουν πραγματικό ή δυνητικό κίνδυνο ρύπανσης, θα πρέπει να χρησιμοποιείται το Παράρτημα VIII της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, στο οποίο παρατίθεται κατάλογος των κυριότερων ρύπων των σχετικών με το υδάτινο περιβάλλον.

(15)

Τα μέτρα για την πρόληψη ή τον περιορισμό της εισαγωγής ρύπων στα συστήματα υπόγειων υδάτων που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται στο μέλλον να χρησιμοποιηθούν για την άντληση πόσιμου ύδατος για την ανθρώπινη κατανάλωση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1 της οδηγίας 2000/60/EK, θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας, να περιλαμβάνουν μέτρα τα οποία απαιτούνται προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι, υπό το εφαρμοζόμενο καθεστώς επεξεργασίας του ύδατος και σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, το ύδωρ που προκύπτει πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Νοεμβρίου 1998, για την ποιότητα του ύδατος για ανθρώπινη κατανάλωση (11). Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, την καθιέρωση από τα κράτη μέλη ζωνών ασφαλείας, μεγέθους που κρίνεται αναγκαίο από τον αρμόδιο εθνικό φορέα προκειμένου να προστατευθούν τα αποθέματα πόσιμου ύδατος. Αυτές οι ζώνες ασφαλείας μπορούν να καλύπτουν ολόκληρο το έδαφος κράτους μέλους.

(16)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί η αξιόπιστη προστασία των υπόγειων υδάτων, τα κράτη μέλη με κοινά συστήματα υπόγειων υδάτων θα πρέπει να συντονίζουν τις δραστηριότητές τους όσον αφορά την παρακολούθηση, τον καθορισμό ανώτερων αποδεκτών τιμών και τον προσδιορισμό σχετικών επικίνδυνων ουσιών.

(17)

Αξιόπιστες και συγκρίσιμες μέθοδοι παρακολούθησης των υπογείων υδάτων αποτελούν σημαντικό εργαλείο για την αξιολόγηση της ποιότητας των υπογείων υδάτων, καθώς και για την επιλογή των πλέον ενδεδειγμένων μέτρων. Το άρθρο 8, παράγραφος 3 και το άρθρο 20 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ προβλέπουν την έγκριση τυποποιημένων μεθόδων για την ανάλυση και την παρακολούθηση της κατάστασης των υδάτων και, εάν χρειασθεί, κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης.

(18)

Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις από τα μέτρα πρόληψης ή περιορισμού της εισαγωγής ρύπων στα υπόγεια ύδατα. Οι εξαιρέσεις θα πρέπει να βασίζονται σε διαφανή κριτήρια και να περιγράφονται λεπτομερώς στα Σχέδια Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμών.

(19)

Οι επιπτώσεις επί του επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας και επί της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς από την ύπαρξη διαφορετικών ανώτερων αποδεκτών τιμών για τα υπόγεια ύδατα που καθορίζουν τα κράτη μέλη, θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ανάλυσης.

(20)

Θα πρέπει να διεξαχθεί έρευνα για να προβλεφθούν καλύτερα κριτήρια για την εξασφάλιση της ποιότητας και της προστασίας του οικοσυστήματος των υπόγειων υδάτων. Όπου απαιτείται, τα εξαχθέντα πορίσματα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο ή κατά την αναθεώρηση της παρούσας οδηγίας. Είναι ανάγκη να ενθαρρυνθεί και να χρηματοδοτηθεί η εν λόγω έρευνα, καθώς και η διάδοση της γνώσης, της κτηθείσας πείρας και των πορισμάτων της έρευνας.

(21)

Είναι ανάγκη να προβλεφθούν μεταβατικά εφαρμοστέα μέτρα για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας οδηγίας έως την ημερομηνία κατάργησης της οδηγίας 80/68/ΕΟΚ.

(22)

Η οδηγία 2000/60/ΕΚ καθορίζει τους απαιτούμενους ελέγχους στους οποίους συμπεριλαμβάνεται η απαίτηση προηγούμενης αδειοδότησης του τεχνητού εμπλουτισμού ή αύξησης των υπόγειων υδάτων, υπό τον όρο ότι η χρησιμοποίηση της πηγής δεν θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων που έχουν καθορισθεί για την πηγή ή το εμπλουτιζόμενο ή αυξανόμενο σύστημα υπογείου ύδατος.

(23)

Η οδηγία 2000/60/ΕΚ συμπεριλαμβάνει στο άρθρο 11, παράγραφος 2 και στο Μέρος B. του Παραρτήματος VI, που αφορά το πρόγραμμα μέτρων, έναν μη εξαντλητικό κατάλογο συμπληρωματικών μέτρων τα οποία τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να θεσπίσουν στο πλαίσιο του προγράμματος μέτρων, όπως :

νομοθετικά μέτρα,

διοικητικά μέτρα, και

συμφωνίες κατόπιν διαπραγματεύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος.

(24)

Τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (12).

(25)

Ιδίως, είναι αναγκαίο να εφαρμόζεται η κανονιστική διαδικασία με έλεγχο όσον αφορά μέτρα γενικής εμβέλειας τα οποία αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης ορισμένων εξ αυτών ή της συμπλήρωσης της παρούσας οδηγίας με την προσθήκη νέων μη ουσιωδών στοιχείων,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Σκοπός

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ειδικά μέτρα, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, για την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης των υπόγειων υδάτων. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ιδίως:

α)

κριτήρια για την αξιολόγηση της καλής χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων, και

β)

κριτήρια για τον εντοπισμό και την αναστροφή σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων και κριτήρια για τον καθορισμό σημείων εκκίνησης για την αναστροφή των τάσεων.

2.   Η παρούσα οδηγία συμπληρώνει επίσης τις διατάξεις για την πρόληψη ή τον περιορισμό της εισαγωγής ρύπων σε υπόγεια ύδατα που περιέχονται ήδη στην οδηγία 2000/60/ΕΚ και αποσκοπεί να προλάβει την υποβάθμιση της κατάστασης όλων των συστημάτων υπογείων υδάτων.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί, επιπλέον εκείνων του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ:

1)

«ποιοτικό πρότυπο για τα υπόγεια ύδατα»: πρότυπο περιβαλλοντικής ποιότητας το οποίο εκφράζεται ως συγκέντρωση συγκεκριμένου ρύπου, ομάδας ρύπων ή δείκτη ρύπανσης σε υπόγεια ύδατα και του οποίου δεν θα πρέπει να γίνεται υπέρβαση προκειμένου να προστατεύεται η ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον,

2)

«ανώτερη αποδεκτή τιμή»: ποιοτικό πρότυπο υπόγειων υδάτων το οποίο ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 3,

3)

«σημαντική και διατηρούμενη ανοδική τάση»: κάθε στατιστικώς και περιβαλλοντικώς σημαντική αύξηση της συγκέντρωσης ρύπου, ομάδας ρύπων ή δείκτη ρύπανσης, στα υπόγεια ύδατα, και της οποίας η αναστροφή της τάσης χαρακτηρίζεται αναγκαία σύμφωνα με το άρθρο 5,

4)

«εισαγωγή ρύπου στα υπόγεια ύδατα»: άμεση ή έμμεση εισαγωγή ρύπων στα υπόγεια ύδατα, ως αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων,

5)

«υποβόσκον επίπεδο»: η συγκέντρωση ουσίας ή η τιμή ενός δείκτη σε σύστημα υπογείων υδάτων, η οποία δεν αντιστοιχεί, ή αντιστοιχεί ελάχιστα, σε ανθρωπογενείς αλλοιώσεις υπό αδιατάρακτες συνθήκες,

6)

«επίπεδο εκκίνησης»: η μέση τιμή που μετράται κατά τα έτη αναφοράς 2007 και 2008 βάσει των προγραμμάτων παρακολούθησης που εφαρμόζονται δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ ή, στην περίπτωση ουσιών που εντοπίζονται μετά τα εν λόγω έτη αναφοράς, κατά το πρώτο διάστημα για το οποίο υπάρχουν στοιχεία από αντιπροσωπευτική περίοδο παρακολούθησης.

Άρθρο 3

Κριτήρια αξιολόγησης της χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων

1.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης της χημικής κατάστασης ενός συστήματος υπόγειων υδάτων ή μιας ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων σύμφωνα με το σημείο 2.3 του Παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

ποιοτικά πρότυπα υπόγειων υδάτων, όπως εμφαίνονται στο Παράρτημα Ι,

β)

ανώτερες αποδεκτές τιμές που ορίζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τη διαδικασία του Μέρους Α, του Παραρτήματος ΙΙ, για τους ρύπους, τις ομάδες ρύπων και τους δείκτες ρύπανσης οι οποίοι, εντός του εδάφους κράτους μέλους, έχει διαπιστωθεί ότι συμβάλλουν στο χαρακτηρισμό των συστημάτων ή ομάδων συστημάτων υπόγειων υδάτων ως απειλουμένων, λαμβάνοντας υπόψη τουλάχιστον τον κατάλογο του Μέρους Β, του Παραρτήματος ΙΙ.

Οι ανώτερες αποδεκτές τιμές που ισχύουν για την καλή χημική κατάσταση βασίζονται στην προστασία του συστήματος υπογείων υδάτων, σύμφωνα με τα σημεία 1), 2) και 3), του Μέρους Α, του Παραρτήματος ΙΙ, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη την επίπτωσή του, και την αλληλεπίδραση μεταξύ τους, στα σχετιζόμενα επιφανειακά ύδατα και τα χερσαία οικοσυστήματα και τους υγροτόπους που εξαρτώνται άμεσα από αυτό· σε αυτές συνεκτιμώνται, μεταξύ άλλων, η τοξικολογική για τον άνθρωπο τεχνογνωσία και η οικοτοξικολογική τεχνογνωσία.

2.   Οι ανώτερες αποδεκτές τιμές μπορούν να ορίζονται σε εθνικό επίπεδο, σε επίπεδο της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού ή του τμήματος της περιοχής λεκάνης απορροής διεθνούς ποταμού που βρίσκεται εντός του εδάφους ενός κράτους μέλους, ή στο επίπεδο ενός συστήματος ή μιας ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, για τα συστήματα υπόγειων υδάτων που είναι κοινά σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη καθώς και για τα συστήματα υπόγειων υδάτων τα υπόγεια ύδατα των οποίων ρέουν κατά μήκος των συνόρων κράτους μέλους, ο ορισμός ανώτερων αποδεκτών τιμών να υπόκειται σε συντονισμό μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

4.   Στις περιπτώσεις που ένα σύστημα ή μια ομάδα συστημάτων υπόγειων υδάτων εκτείνεται πέραν του εδάφους της Κοινότητας, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη επιδιώκουν να ορίσουν ανώτερες αποδεκτές τιμές σε συντονισμό με τα ενδιαφερόμενα τρίτα κράτη, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

5.   Τα κράτη μέλη ορίζουν για πρώτη φορά ανώτερες αποδεκτές τιμές σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο β), το αργότερο μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου 2008.

Όλες οι ορισθείσες ανώτερες αποδεκτές τιμές δημοσιεύονται στα Σχέδια Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμών, τα οποία υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, και τα οποία περιλαμβάνουν επίσης σύνοψη των πληροφοριών που προβλέπονται στο Μέρος Γ, του Παραρτήματος ΙΙ, της παρούσας οδηγίας.

6.   Τα κράτη μέλη τροποποιούν τον κατάλογο των ανώτερων αποδεκτών τιμών οσάκις, σύμφωνα με νέες πληροφορίες σχετικά με ρύπους, ομάδες ρύπων ή δείκτες ρύπανσης, θα πρέπει να ορισθεί ανώτερη αποδεκτή τιμή για πρόσθετη ουσία ή θα πρέπει να τροποποιηθεί υφιστάμενη ανώτερη αποδεκτή τιμή, ή να εισαχθεί εκ νέου ανώτερη αποδεκτή τιμή που είχε διαγραφεί, για να προστατευθούν η ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.

Οι ανώτερες αποδεκτές τιμές μπορούν να διαγράφονται από τον κατάλογο όταν το συγκεκριμένο σύστημα υπόγειων υδάτων δεν απειλείται πλέον από τους αντίστοιχους ρύπους, ομάδες ρύπων ή δείκτες ρύπανσης.

Τυχόν αλλαγές στον κατάλογο των ανώτερων αποδεκτών τιμών αναφέρονται στην περιοδική αναθεώρηση των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμών.

7.   Η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση έως τις 22 Δεκεμβρίου 2009 το αργότερο, βάσει των πληροφοριών που παρέχουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 5.

Άρθρο 4

Διαδικασία αξιολόγησης της χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων

1.   Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τη διαδικασία που περιγράφεται στην παράγραφο 2 για την αξιολόγηση της χημικής κατάστασης ενός συστήματος υπόγειων υδάτων. Εφόσον ενδείκνυται, τα κράτη μέλη μπορούν να ομαδοποιούν συστήματα υπόγειων υδάτων σύμφωνα με το Παράρτημα V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, όταν εφαρμόζουν την εν λόγω διαδικασία.

2.   Ένα σύστημα ή μια ομάδα συστημάτων υπόγειων υδάτων θεωρείται καλής χημικής κατάστασης εάν:

α)

η σχετική παρακολούθηση καταδεικνύει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Πίνακα 2.3.2, του Παραρτήματος V, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ· ή

β)

δεν παρατηρείται, σε κανένα σημείο ελέγχου του εν λόγω συστήματος ή ομάδας συστημάτων υπογείων υδάτων, υπέρβαση των τιμών των ποιοτικών προτύπων για τα υπόγεια ύδατα που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι και των σχετικών ανώτερων αποδεκτών τιμών που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 και το Παράρτημα ΙΙ, ή

γ)

παρατηρείται υπέρβαση των τιμών των προτύπων για τα υπόγεια ύδατα σε ένα ή περισσότερα σημεία ελέγχου, όμως από ενδεδειγμένη έρευνα σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ επιβεβαιώνεται ότι:

(i)

με βάση την αξιολόγηση της παραγράφου 3 του Παραρτήματος ΙΙΙ, οι συγκεντρώσεις ρύπων που υπερβαίνουν τα ποιοτικά πρότυπα υπόγειων υδάτων ή τις ανώτερες αποδεκτές τιμές δεν εκτιμάται ότι συνιστούν σημαντικό περιβαλλοντικό κίνδυνο, λαμβάνοντας υπόψη, ανάλογα με την περίπτωση, την έκταση του συστήματος υπόγειων υδάτων που έχει επηρεασθεί,

(ii)

πληρούνται οι λοιποί όροι για την καλή χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων που καθορίζονται στον Πίνακα 2.3.2, του Παραρτήματος V, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, σύμφωνα με την παράγραφο 4, του Παραρτήματος ΙΙΙ, της παρούσας οδηγίας,

(iii)

για συστήματα υπογείων υδάτων που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τηρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 7, παράγραφος 3, της ανωτέρω οδηγίας, σύμφωνα με την παράγραφο 4, του Παραρτήματος ΙΙΙ, της παρούσας οδηγίας,

(iv)

η ρύπανση δεν έχει υπονομεύσει σημαντικά τη δυνατότητα του συστήματος υπογείων υδάτων ή κάποιου από τα συστήματα της ομάδας υπόγειων υδάτων να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο.

3.   Η επιλογή των τόπων παρακολούθησης των υπόγειων υδάτων πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις του Τμήματος 2.4, του Παραρτήματος V, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, έτσι ώστε να παρέχει τη δυνατότητα επισταμένης και συστηματικής επισκόπησης της χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων και να οδηγεί στη συγκέντρωση αντιπροσωπευτικών δεδομένων.

4.   Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν σύνοψη της αξιολόγησης της χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων στα Σχέδια Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμών που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

Η σύνοψη αυτή, η οποία καταρτίζεται στο επίπεδο της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού ή του τμήματος της περιοχής λεκάνης απορροής διεθνούς ποταμού που βρίσκεται στο έδαφος ενός κράτους μέλους, περιλαμβάνει επίσης εξήγηση του τρόπου με τον οποίον οι υπερβάσεις των ποιοτικών προτύπων για τα υπόγεια ύδατα ή των ανώτερων αποδεκτών τιμών στα επιμέρους σημεία λαμβάνονται υπόψη στην τελική αξιολόγηση.

5.   Εάν ένα σύστημα υπόγειων υδάτων ταξινομείται ως ευρισκόμενο σε καλή χημική κατάσταση σύμφωνα με την παράγραφο 2, στοιχείο γ), τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 11, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, λαμβάνουν τα μέτρα που είναι αναγκαία, για να προστατευθούν τα υδατικά οικοσυστήματα, τα χερσαία οικοσυστήματα και οι ανθρώπινες χρήσεις των υπογείων υδάτων, τα οποία εξαρτώνται από το τμήμα του συστήματος υπογείων υδάτων που αντιπροσωπεύεται από το σημείο ή τα σημεία ελέγχου στα οποία έχει σημειωθεί υπέρβαση της τιμής του ποιοτικού ορίου υπόγειων υδάτων ή της ανώτερης αποδεκτής τιμής.

Άρθρο 5

Εντοπισμός σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων και καθορισμός σημείων εκκίνησης για την αναστροφή των τάσεων

1.   Τα κράτη μέλη εντοπίζουν κάθε σημαντική και διατηρούμενη ανοδική τάση συγκεντρώσεων ρύπων, ομάδων ρύπων και δεικτών ρύπανσης σε συστήματα ή ομάδες συστημάτων υπόγειων υδάτων, που χαρακτηρίζονται απειλούμενα, και καθορίζουν το σημείο εκκίνησης για την αναστροφή της τάσης αυτής, σύμφωνα με το Παράρτημα IV.

2.   Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το Μέρος Β, του Παραρτήματος IV, αναστρέφουν τις τάσεις οι οποίες ενέχουν σημαντικό κίνδυνο βλάβης της ποιότητας των υδατικών ή των χερσαίων οικοσυστημάτων, της ανθρώπινης υγείας ή των πραγματικών ή δυνητικών θεμιτών χρήσεων του υδατικού περιβάλλοντος, μέσω του προγράμματος μέτρων του άρθρου 11 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, με στόχο τη σταδιακή μείωση της ρύπανσης και την πρόληψη της υποβάθμισης των υπόγειων υδάτων.

3.   Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το σημείο 1), του Μέρους Β, του Παραρτήματος IV, καθορίζουν το σημείο εκκίνησης για την αναστροφή των τάσεων ως ποσοστό του επιπέδου των ποιοτικών προτύπων υπόγειων υδάτων που ορίζονται στο Παράρτημα Ι και των ανώτερων αποδεκτών τιμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3, βάσει της εντοπιζόμενης τάσης και του συναφούς περιβαλλοντικού κινδύνου.

4.   Στα Σχέδια Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμών που υποβάλλουν σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη συνοψίζουν:

α)

τον τρόπο με τον οποίον η αξιολόγηση των τάσεων από τα επιμέρους σημεία ελέγχου ενός συστήματος ή μιας ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων έχει συμβάλει στη διαπίστωση, σύμφωνα με το Τμήμα 2.5, του Παραρτήματος V, της ανωτέρω οδηγίας, ότι τα συστήματα αυτά υπόκεινται σε διατηρούμενη και σημαντική ανοδική τάση συγκέντρωσης οποιουδήποτε ρύπου ή σε αναστροφή της τάσης αυτής, και

β)

αιτιολόγηση του καθορισμού των σημείων εκκίνησης, σύμφωνα με την παράγραφο 3.

5.   Όταν απαιτείται αξιολόγηση των επιπτώσεων των υφιστάμενων πλούμιων ρύπανσης σε συστήματα υπόγειων υδάτων που μπορεί να απειλήσουν την επίτευξη των στόχων του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, ιδίως των πλούμιων που προέρχονται από σημειακές πηγές και μολυσμένο έδαφος, τα κράτη μέλη πραγματοποιούν πρόσθετες αξιολογήσεις τάσεων για εντοπιζόμενους ρύπους προκειμένου να διαπιστώσουν ότι τα πλούμια από μολυσμένες θέσεις δεν επεκτείνονται, δεν υποβαθμίζουν τη χημική κατάσταση του συστήματος ή της ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων, και δεν παρουσιάζουν κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων αυτών συνοψίζονται στα Σχέδια Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμών που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

Άρθρο 6

Μέτρα πρόληψης ή περιορισμού της εισαγωγής ρύπων στα υπόγεια ύδατα

1.   Για να επιτευχθεί ο στόχος πρόληψης ή περιορισμού της εισαγωγής ρύπων στα υπόγεια ύδατα, ο οποίος θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο β), στοιχείο i), της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το πρόγραμμα μέτρων που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας περιλαμβάνει :

α)

όλα τα μέτρα που απαιτούνται με σκοπό την πρόληψη της εισαγωγής οποιασδήποτε επικίνδυνης ουσίας στα υπόγεια ύδατα, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3. Κατά τον εντοπισμό των ουσιών αυτών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη ιδίως τις επικίνδυνες ουσίες που ανήκουν στις οικογένειες ή ομάδες ρύπων που παρατίθενται στα σημεία 1 έως 6, του Παραρτήματος VIII, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, καθώς και τις ουσίες που ανήκουν στις οικογένειες ή ομάδες ρύπων που παρατίθενται στα σημεία 7 έως 9 του Παραρτήματος αυτού, εφόσον οι ουσίες αυτές θεωρούνται επικίνδυνες·

β)

για τους ρύπους που απαριθμούνται στο Παράρτημα VIII της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και οι οποίοι δεν θεωρούνται επικίνδυνοι καθώς επίσης και για οποιονδήποτε άλλο μη επικίνδυνο ρύπο που δεν περιλαμβάνεται στο εν λόγω Παράρτημα, ο οποίος, όμως, κατά τα κράτη μέλη, αποτελεί πραγματικό ή δυνητικό κίνδυνο ρύπανσης, όλα τα μέτρα που απαιτούνται για τον περιορισμό της εισαγωγής στα υπόγεια ύδατα, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι η εισαγωγή αυτή δεν οδηγεί σε υποβάθμιση, ούτε προκαλεί σημαντική και διατηρούμενη ανοδική τάση συγκεντρώσεων ρύπων στα υπόγεια ύδατα. Τα μέτρα αυτά λαμβάνουν υπόψη, τουλάχιστον, την καθιερωμένη βέλτιστη πρακτική, συμπεριλαμβανομένων της Βέλτιστης Περιβαλλοντικής Πρακτικής και των Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνικών που ορίζονται στη σχετική κοινοτική νομοθεσία.

Για τον καθορισμό των μέτρων βάσει των στοιχείων (α) ή (β), τα κράτη μέλη μπορούν, ως πρώτο βήμα, να εντοπίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες οι ρύποι που απαριθμούνται στο Παράρτημα VIII, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, ιδίως τα ουσιώδη μέταλλα και οι ενώσεις τους που μνημονεύονται στο σημείο 7 του εν λόγω Παραρτήματος, πρέπει να θεωρηθούν επικίνδυνοι ή μη επικίνδυνοι.

2.   Η εισαγωγή ρύπων από διάχυτες πηγές ρύπανσης που έχουν επιπτώσεις στη χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων λαμβάνεται υπόψη, όταν αυτό είναι τεχνικώς εφικτό.

3.   Με την επιφύλαξη τυχόν αυστηρότερων απαιτήσεων της λοιπής κοινοτικής νομοθεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από τα μέτρα που απαιτούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1, την εισαγωγή ρύπων η οποία:

α)

είναι αποτέλεσμα άμεσων απορρίψεων που επιτρέπονται σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο ι), της οδηγίας 2000/60/ΕΚ,

β)

θεωρείται από τις αρμόδιες αρχές ότι είναι τόσο μικρή όσον αφορά την ποσότητα και τη συγκέντρωση ώστε να μη δημιουργείται κανένας άμεσος ή μελλοντικός κίνδυνος υποβάθμισης της ποιότητας των υπόγειων υδάτων υποδοχής,

γ)

είναι συνέπεια ατυχήματος ή εξαιρετικών περιστάσεων που απορρέουν από φυσικά αίτια και η οποία δεν θα μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί, να αποφευχθεί ή να μετριασθεί,

δ)

είναι αποτέλεσμα τεχνητού εμπλουτισμού ή αύξησης των συστημάτων υπόγειων υδάτων που επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο στ), της οδηγίας 2000/60/ΕΚ,

ε)

θεωρείται από τις αρμόδιες αρχές ότι είναι τεχνικώς ανέφικτο να προληφθεί ή να περιορισθεί χωρίς να χρησιμοποιηθούν:

(i)

μέτρα που θα μπορούσαν να αυξήσουν τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία ή την ποιότητα του περιβάλλοντος στο σύνολό του, ή

(ii)

δυσαναλόγως δαπανηρά μέτρα για την αφαίρεση ποσοτήτων ρύπων από το μολυσμένο έδαφος ή υπέδαφος ή για τον κατ' άλλο τρόπο έλεγχο της διήθησής τους σε αυτό, ή

στ)

είναι αποτέλεσμα παρεμβάσεων στα επιφανειακά ύδατα με σκοπό, μεταξύ άλλων, την άμβλυνση των επιπτώσεων από πλημμύρες και ξηρασία και τη διαχείριση υδάτων και υδάτινων οδών, μεταξύ άλλων και σε διεθνές επίπεδο. Οι δραστηριότητες αυτού του είδους, συμπεριλαμβανομένων της κοπής, της εκβάθυνσης, της μετατόπισης και της απόθεσης ιζημάτων σε επιφανειακά ύδατα, διενεργούνται σύμφωνα με γενικούς κανόνες υποχρεωτικής ισχύος, καθώς και, εφόσον χρειάζεται, με άδειες και εγκρίσεις που εκδίδονται βάσει των κανόνων αυτών που θεσπίζουν τα κράτη μέλη προς τον σκοπό αυτόν, υπό τον όρο ότι η εν λόγω εισαγωγή δεν διακυβεύει την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων που έχουν τεθεί για τα οικεία υδατικά συστήματα σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β), της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στα στοιχεία α) έως στ) τυγχάνουν εφαρμογής μόνον εφόσον οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών διαπιστώσουν ότι έχει πραγματοποιηθεί αποτελεσματική παρακολούθηση των σχετικών συστημάτων υπογείων υδάτων, σύμφωνα με το σημείο 2.4.2, του Παραρτήματος V, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, ή άλλη κατάλληλη παρακολούθηση.

4.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών τηρούν μητρώο των εξαιρέσεων που μνημονεύονται στην παράγραφο 3, για τον σκοπό της κοινοποίησης, κατόπιν αιτήματος, στην Επιτροπή.

Άρθρο 7

Μεταβατικές ρυθμίσεις

Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 16 Ιανουαρίου 2009 και της 22ας Δεκεμβρίου 2013, κάθε νέα διαδικασία αδειοδότησης σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 80/68/ΕΟΚ συνεκτιμά τις απαιτήσεις των άρθρων 3, 4 και 5 της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 8

Τεχνικές προσαρμογές

1.   Τα Μέρη Α και Γ του Παραρτήματος II και τα Παραρτήματα ΙΙΙ και IV μπορούν να τροποποιούνται βάσει της επιστημονικής και τεχνικής προόδου σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, λαμβανομένης υπόψη της περιόδου αναθεώρησης και ενημέρωσης του Σχεδίου Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμών που προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 7, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

2.   Το Μέρος Β, του Παραρτήματος ΙΙ μπορεί να τροποποιείται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, προκειμένου να προστίθενται νέοι ρύποι ή δείκτες.

Άρθρο 9

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Άρθρο 10

Αναθεώρηση

Με την επιφύλαξη του άρθρου 8, η Επιτροπή αναθεωρεί τα Παραρτήματα Ι και ΙΙ της παρούσας οδηγίας έως τις 16 Ιανουαρίου 2013 και, εν συνεχεία, ανά εξαετία. Βάσει της αναθεώρησης αυτής, η Επιτροπή υποβάλλει, εφόσον απαιτείται, νομοθετικές προτάσεις, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης, για την τροποποίηση των Παραρτημάτων Ι ή/και ΙΙ. Κατά την αναθεώρηση και κατά την εκπόνηση κάθε πρότασης, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές πληροφορίες, στις οποίες είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται τα αποτελέσματα των προγραμμάτων παρακολούθησης τα οποία υλοποιούνται δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, των κοινοτικών ερευνητικών προγραμμάτων ή/και των συστάσεων της Επιστημονικής Επιτροπής για την Υγεία και τους Περιβαλλοντικούς Κινδύνους, των κρατών μελών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, των ευρωπαϊκών επιχειρηματικών οργανώσεων και των ευρωπαϊκών περιβαλλοντικών οργανώσεων.

Άρθρο 11

Αξιολόγηση

Η έκθεση της Επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ συμπεριλαμβάνει, για τα υπόγεια ύδατα, αξιολόγηση της λειτουργίας της παρούσας οδηγίας σε σχέση με άλλες σχετικές νομοθετικές πράξεις για το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της συνοχής μεταξύ τους.

Άρθρο 12

Εφαρμογή

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία πριν από τις 16 Ιανουαρίου 2009. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 13

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 14

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Έγινε στο Στρασβούργο, 12 Δεκεμβρίου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. PEKKARINEN


(1)  ΕΕ C 112, 30.4.2004, σ. 40.

(2)  ΕΕ C 109, 30.4.2004, σ. 29.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Απριλίου 2005 (ΕΕ C 45 Ε, 23.2.2006, σ. 15), κοινή θέση του Συμβουλίου της 23ης Ιανουαρίου 2006 (ΕΕ C 126 Ε, 30.5.2006, σ. 1) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Ιουνίου 2006 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2006.

(4)  ΕΕ L 327, 22.12.2000, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση αριθ. 2455/2001/ΕΚ (ΕΕ L 331, 15.12.2001, σ. 1).

(5)  ΕΕ L 242, 10.9.2002, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 375, 31.12.1991, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284, 31.10.2003, σ. 1).

(7)  ΕΕ L 230, 19.8.1991, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/85/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 293, 24.10.2006, σ. 3).

(8)  ΕΕ L 123, 24.4.1998, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/50/ΕΟΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 142, 30.5.2006, σ. 6).

(9)  ΕΕ L 277, 21.10.2005, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1463/2006 (ΕΕ L 277, 9.10.2006, σ. 1).

(10)  ΕΕ L 20, 26.1.1980, σ. 43. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/692/ΕΟΚ (ΕΕ L 377, 31.12.1991, σ. 48).

(11)  ΕΕ L 330, 5.12.1998, σ. 32. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(12)  ΕΕ C 184, 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200, 22.7.2006, σ. 11).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΥΔΑΤΑ

1.

Με σκοπό την αξιολόγηση της χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων σύμφωνα με το άρθρο 4, τα κάτωθι ποιοτικά πρότυπα υπογείων υδάτων είναι τα ποιοτικά πρότυπα που μνημονεύονται στον πίνακα 2.3.2, του Παραρτήματος V, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 17 της εν λόγω οδηγίας.

Ρύπος

Ποιοτικά πρότυπα

Νιτρικά άλατα

50 mg/1

Δραστικές ουσίες φυτοφαρμάκων (συμπεριλαμβάνονται αντίστοιχοι μεταβολίτες, προϊόντα αποικοδόμησης και αντιδράσεων) (1)

0,1 μg/1

0,5 μg/1 (συνολικό) (2)

2.

Τα αποτελέσματα της εφαρμογής των ποιοτικών προτύπων για τα φυτοφάρμακα κατά τον τρόπο που ορίζεται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, δεν επηρεάζουν τα αποτελέσματα των διαδικασιών αξιολόγησης του κινδύνου που απαιτούνται από την οδηγία 91/414/ΕΟΚ ή την οδηγία 98/8/ΕΚ.

3.

Όταν, για δεδομένο σύστημα υπόγειων υδάτων, κρίνεται ότι τα ποιοτικά πρότυπα των υπόγειων υδάτων μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα τη μη επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τα επιφανειακά ύδατα που συνδέονται με αυτό, ή τη σημαντική υποβάθμιση της οικολογικής ή χημικής ποιότητας των συστημάτων αυτών, ή σημαντική ζημία χερσαίων οικοσυστημάτων άμεσα εξαρτώμενων από το σύστημα υπόγειων υδάτων, καθορίζονται αυστηρότερες ανώτερες αποδεκτές τιμές σύμφωνα με το άρθρο 3 και το Παράρτημα ΙΙ της παρούσας οδηγίας. Προγράμματα και μέτρα που απαιτούνται σε σχέση με την εν λόγω ανώτερη αποδεκτή τιμή εφαρμόζονται και για δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ.


(1)  Ως «φυτοφάρμακα», νοούνται τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ και τα βιοκτόνα σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 της οδηγίας 98/8/ΕΚ.

(2)  Ως «συνολικό», νοείται το άθροισμα όλων των επιμέρους φυτοφαρμάκων που ανιχνεύονται και προσδιορίζονται ποσοτικά κατά τη διαδικασία παρακολούθησης, συμπεριλαμβανομένων σχετικών προϊόντων μεταβολισμού, προϊόντων αποδόμησης και προϊόντων αντίδρασης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΤΙΜΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΡΥΠΟΥΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ

Μερος Α

Κατευθύντηριες γραμμές για τον καθορισμό ανώτερων αποδεκτών τιμών από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 3

Τα κράτη μέλη καθορίζουν ανώτερες αποδεκτές τιμές για όλους τους ρύπους και δείκτες ρύπανσης οι οποίοι, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό που πραγματοποιείται δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, χαρακτηρίζουν συστήματα ή ομάδες συστημάτων υπόγειων υδάτων ως διατρέχοντα τον κίνδυνο να μην επιτύχουν καλή χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων.

Οι ανώτερες αποδεκτές τιμές καθορίζονται κατά τρόπον ώστε, σε περίπτωση που τα αποτελέσματα της παρακολούθησης σε αντιπροσωπευτικό σημείο ελέγχου υπερβαίνουν τις ανώτερες αποδεκτές τιμές, αυτό να καταδεικνύει τον κίνδυνο να μην πληρούται ένας ή περισσότεροι από τους όρους για τη χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο γ), σημεία (ii), (iii) και (iv).

Κατά τον καθορισμό ανώτερων αποδεκτών τιμών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τις ακόλουθες κατευθυντήριες γραμμές:

1)

Ο καθορισμός ανώτερων αποδεκτών τιμών θα πρέπει να βασίζεται στα εξής:

α)

την έκταση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ υπόγειων υδάτων και συνδεόμενων υδατικών και εξαρτώμενων χερσαίων οικοσυστημάτων,

β)

την παρέμβαση στις υπάρχουσες ή δυνητικές θεμιτές χρήσεις ή λειτουργίες του υπόγειου νερού,

γ)

όλους τους ρύπους οι οποίοι χαρακτηρίζουν τα συστήματα υπόγειου ύδατος ως απειλούμενα, λαμβανομένου υπόψη του στοιχειώδους καταλόγου του Μέρους Β,

δ)

υδρογεωλογικά χαρακτηριστικά, καθώς και πληροφορίες για τα υποβόσκοντα επίπεδα και το υδατικό ισοζύγιο.

2)

Ο καθορισμός ανώτερων αποδεκτών τιμών θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη την προέλευση των ρύπων, την ενδεχόμενη ύπαρξή τους στη φύση, την τοξικολογία τους και την τάση διασποράς τους, την εμμονή τους και τη βιοσυσσώρευσή τους.

3)

Οσάκις σημειώνονται υψηλά υποβόσκοντα επίπεδα ουσιών ή ιόντων ή των δεικτών τους λόγω φυσικών υδρογεωλογικών φαινομένων, αυτά τα υποβόσκοντα επίπεδα στους σχετικούς υπόγειους υδάτινους όγκους λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό των ανώτερων αποδεκτών τιμών.

4)

Ο καθορισμός ανώτερων αποδεκτών τιμών θα πρέπει να υποστηρίζεται με μηχανισμό ελέγχου των συλλεγομένων δεδομένων, ο οποίος θα βασίζεται σε αξιολόγηση της ποιότητας των δεδομένων, σε αναλυτικά στοιχεία, και σε συγκεντρώσεις αναφοράς των ουσιών που μπορούν να απαντούν στη φύση αλλά και να είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

Μερος β

Στοιχειώδης κατάλογος ρύπων και των δεικτών τους για τους οποίους τα κράτη μέλη πρέπει να εξετάζουν το ενδεχόμενο ορισμού ανώτερων αποδεκτών τιμών συμφωνα με το άρθρο 3

1.

Ουσίες ή ιόντα ή οι δείκτες τους, που ενδέχεται να απαντούν στη φύση ή/και να είναι αποτέλεσμα ανθρωπογενών δραστηριοτήτων

 

Αρσενικό

 

Κάδμιο

 

Μόλυβδος

 

Υδράργυρος

 

Αμμώνιο

 

Χλωριούχα ιόντα

 

Θειικά ιόντα

2.

Συνθετικές ουσίες ανθρώπινης παρασκευής

 

Τριχλωροαιθυλένιο

 

Τετραχλωροαιθυλένιο

3.

Παράμετροι που υποδηλώνουν θαλάσσιες ή άλλες διεισδύσεις (1)

 

Αγωγιμότητα

Μερος Γ

Πληροφορίες τις οποίες πρέπει να παρέχουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τους ρύπους και τους δείκτες τους για τους οποίους έχουν ορισθεί ανώτερες αποδεκτές τιμές

Τα κράτη μέλη συνοψίζουν στο Σχέδιο Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού το οποίο υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ τον τρόπο με τον οποίον εφαρμόσθηκε η διαδικασία του Μέρους Α του παρόντος Παραρτήματος.

Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη παρέχουν, εφόσον είναι εφικτό:

α)

πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό συστημάτων ή ομάδων συστημάτων υπόγειων υδάτων που χαρακτηρίζονται ως απειλούμενα και σχετικά με τους ρύπους και δείκτες ρύπανσης που συμβάλλουν στην ταξινόμηση αυτήν, καθώς και τις παρατηρούμενες συγκεντρώσεις/τιμές,

β)

πληροφορίες σχετικά με καθένα από τα συστήματα υπόγειων υδάτων που χαρακτηρίζονται ως απειλούμενα, ιδίως δε το μέγεθος των συστημάτων, τη σχέση μεταξύ των συστημάτων υπόγειων υδάτων και των συνδεόμενων με αυτά επιφανειακών υδάτων και των άμεσα εξαρτώμενων από αυτά χερσαίων οικοσυστημάτων και, σε περίπτωση ουσιών που απαντούν στη φύση, τα φυσιολογικά υποβόσκοντα επίπεδα στα συστήματα υπόγειων υδάτων,

γ)

τις ανώτερες αποδεκτές τιμές, ανεξαρτήτως του εάν εφαρμόζονται σε εθνικό επίπεδο, σε επίπεδο περιοχής λεκάνης απορροής διεθνούς ποταμού που ευρίσκεται στην επικράτεια του κράτους μέλους, ή σε επίπεδο ενός συστήματος ή μιας ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων,

δ)

τη σχέση μεταξύ των ανώτερων αποδεκτών τιμών και

(i)

των παρατηρούμενων υποβοσκόντων επιπέδων, για τις ουσίες που απαντούν στη φύση,

(ii)

των ποιοτικών περιβαλλοντικών στόχων και άλλων προτύπων για την προστασία των υδάτων που υπάρχουν σε εθνικό, κοινοτικό ή διεθνές επίπεδο, και

(iii)

οιασδήποτε σχετικής πληροφορίας που αφορά την τοξικολογία, την οικοτοξικολογία, την εμμονή, το δυναμικό βιοσυσσώρευσης και την τάση διασποράς των ρύπων.


(1)  Όσον αφορά τις αλατούχες συγκεντρώσεις από ανθρώπινες δραστηριότητες, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να καθορίζουν ανώτερες αποδεκτές τιμές είτε για τα θειικά και τα χλωριούχα ιόντα είτε για την αγωγιμότητα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΧΗΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΩΝ

1.

Η διαδικασία αξιολόγησης για τον προσδιορισμό της χημικής κατάστασης συστήματος υπόγειων υδάτων ή ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων πραγματοποιείται σε σχέση με όλα τα συστήματα ή τις ομάδες συστημάτων υπόγειων υδάτων που χαρακτηρίζονται ως απειλούμενα και σε σχέση με κάθε ρύπο ο οποίος συμβάλλει στον χαρακτηρισμό αυτόν του συστήματος ή της ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων.

2.

Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών που αναφέρει το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο γ), τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη:

α)

τις πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο του χαρακτηρισμού που διεξάγεται δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και των σημείων 2.1, 2.2 και 2.3 του Παραρτήματος ΙΙ της εν λόγω οδηγίας,

β)

τα αποτελέσματα του δικτύου παρακολούθησης των υπόγειων υδάτων τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με το Παράρτημα V, σημείο 2.4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, και

γ)

οιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία, καθώς και σύγκριση του ετήσιου αριθμητικού μέσου της συγκέντρωσης των σχετικών ρύπων σε ένα σημείο ελέγχου προς τα ποιοτικά πρότυπα για τα υπόγεια ύδατα τα οποία ορίζονται στο Παράρτημα Ι και προς τις ανώτερες αποδεκτές τιμές που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 3 και το Παράρτημα ΙΙ.

3.

Προκειμένου να διερευνηθεί κατά πόσον πληρούνται οι όροι για την καλή χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο γ), σημεία (i) και (iv), τα κράτη μέλη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο και με βάση συγκεντρωτικά αποτελέσματα της παρακολούθησης, στηριζόμενα, όπου απαιτείται, από εκτιμήσεις συγκέντρωσης βασισμένες σε εννοιολογικό μοντέλο του συστήματος ή της ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων, εκτιμούν κατά πόσο η ετήσια αριθμητική μέση συγκέντρωση ρύπου σε σύστημα υπόγειων υδάτων υπερβαίνει το ποιοτικό πρότυπο υπόγειων υδάτων ή την ανώτερη αποδεκτή τιμή.

4.

Προκειμένου να διερευνηθεί κατά πόσον πληρούνται οι όροι για την καλή χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο γ), σημεία (ii) και (iii), τα κράτη μέλη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο και με βάση σχετικά αποτελέσματα παρακολούθησης και κατάλληλο εννοιολογικό μοντέλο του συστήματος υπόγειων υδάτων, αξιολογούν:

α)

τις επιπτώσεις των ρύπων στο σύστημα υπογείων υδάτων,

β)

τα ποσά και τις συγκεντρώσεις των ρύπων που μεταφέρονται ή υπάρχει περίπτωση να μεταφερθούν από το σύστημα υπόγειων υδάτων στα συνδεόμενα επιφανειακά ύδατα ή στα άμεσα εξαρτώμενα χερσαία οικοσυστήματα,

γ)

τις ενδεχόμενες συνέπειες των ποσοτήτων και των συγκεντρώσεων των ρύπων που μεταφέρονται στα συνδεόμενα επιφανειακά ύδατα και στα άμεσα εξαρτώμενα χερσαία οικοσυστήματα,

δ)

την έκταση οιασδήποτε αλατούχου ή άλλης διείσδυσης στο σύστημα υπόγειων υδάτων, και

ε)

τον κίνδυνο για την ποιότητα του νερού που αντλείται, ή που προορίζεται να αντληθεί, από το σύστημα υπογείων υδάτων για ανθρώπινη κατανάλωση.

5.

Τα κράτη μέλη παρουσιάζουν τη χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων συστήματος ή ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων σε χάρτες σύμφωνα με τα σημεία 2.4.5 και 2.5, του Παραρτήματος V, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση και εφόσον είναι εφικτό, τα κράτη μέλη επισημαίνουν, στους χάρτες αυτούς, όλα τα σημεία ελέγχου στα οποία παρατηρείται υπέρβαση των ποιοτικών προτύπων για τα υπόγεια ύδατα ή/και των ανώτερων αποδεκτών τιμών.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΗΡΟΥΜΕΝΩΝ ΑΝΟΔΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ

Μέρος Α

Εντοπισμός σημαντικών και διατηρουμένων ανοδικών τάσεων

Τα κράτη μέλη εντοπίζουν τις σημαντικές και διατηρούμενες ανοδικές τάσεις σε όλα τα συστήματα ή ομάδες συστημάτων υπόγειων υδάτων που χαρακτηρίζονται ως απειλούμενα σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, λαμβάνοντας υπόψη τις ακόλουθες απαιτήσεις:

1)

σύμφωνα με το σημείο 2.4 του Παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, το πρόγραμμα παρακολούθησης σχεδιάζεται κατά τρόπον ώστε να ανιχνεύει τις σημαντικές και διατηρούμενες ανοδικές τάσεις των συγκεντρώσεων των ρύπων που εντοπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3,

2)

η διαδικασία εντοπισμού σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων βασίζεται στην ακόλουθη διαδικασία:

α)

η συχνότητα της παρακολούθησης και οι θέσεις των σημείων ελέγχου επιλέγονται κατά τρόπον ώστε να επαρκούν για:

i)

να παρέχουν τις πληροφορίες που απαιτούνται ώστε να εξασφαλίζεται ότι μπορεί να γίνεται διάκριση μεταξύ των εν λόγω ανοδικών τάσεων και της φυσικής διακύμανσης, με ικανοποιητικό επίπεδο αξιοπιστίας και ακρίβειας,

ii)

να μπορούν να εντοπίζονται οι εν λόγω ανοδικές τάσεις αρκετά εγκαίρως, ώστε να μπορούν να εφαρμόζονται μέτρα με σκοπό την πρόληψη, ή τουλάχιστον την κατά το δυνατό μετρίαση, περιβαλλοντικά σημαντικών και επιζήμιων αλλαγών στην ποιότητα των υπόγειων υδάτων. Ο εντοπισμός αυτός πραγματοποιείται για πρώτη φορά το 2009, ει δυνατόν, και λαμβάνοντας υπόψη τα υπάρχοντα δεδομένα, στο πλαίσιο της έκθεσης σχετικά με τον εντοπισμό των τάσεων στο πρώτο Σχέδιο Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού που προβλέπεται στο άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, στη συνέχεια δε τουλάχιστον ανά εξαετία,

iii)

να λαμβάνονται υπόψη τα εξαρτώμενα από τον χρόνο φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά του συστήματος υπόγειων υδάτων, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών ροής των υπόγειων υδάτων και των ρυθμών φυσικού εμπλουτισμού και του χρόνου διήθησης μέσω του εδάφους ή του υπεδάφους,

β)

οι μέθοδοι παρακολούθησης και ανάλυσης που χρησιμοποιούνται είναι σύμφωνες με τις διεθνείς αρχές ποιοτικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων, ανάλογα με την περίπτωση, των μεθόδων CEN ή των εθνικών τυποποιημένων μεθόδων, για να εξασφαλίζεται η παροχή δεδομένων ισοδύναμης επιστημονικής ποιότητας και συγκρισιμότητας,

γ)

η αξιολόγηση βασίζεται σε στατιστική μέθοδο, όπως η ανάλυση παλινδρόμησης, για την ανάλυση των τάσεων των χρονοσειρών δεδομένων από επί μέρους σημεία ελέγχου,

δ)

προς αποφυγή στρεβλώσεων κατά τον εντοπισμό των τάσεων, όλες οι μετρήσεις που δίνουν αποτέλεσμα κάτω του ορίου ποσοτικού προσδιορισμού αντικαθίστανται από το ήμισυ της τιμής του υψηλότερου ορίου ποσοτικού προσδιορισμού που εμφανίζεται στις χρονοσειρές, εκτός από τα συνολικά φυτοφάρμακα.

3.

Για τον εντοπισμό σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων στις συγκεντρώσεις ρύπων, οι οποίοι απαντούν τόσο εκ φύσεως όσο και ως αποτέλεσμα ανθρωπογενούς δραστηριότητας, συνεκτιμώνται τα επίπεδα εκκίνησης και, στην περίπτωση που αυτά δεν υπάρχουν, τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν πριν από την έναρξη του προγράμματος παρακολούθησης, με σκοπό την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τον εντοπισμό τάσεων στο πλαίσιο του πρώτου Σχεδίου Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών που αναφέρεται στο άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/EΚ.

Μέρος Β

Σημεία εκκίνησης για την αναστροφή των τάσεων

Τα κράτη μέλη αναστρέφουν εντοπιζόμενες σημαντικές και διατηρούμενες ανοδικές τάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 5, λαμβάνοντας υπόψη τις ακόλουθες απαιτήσεις:

1)

Το σημείο εκκίνησης για την εφαρμογή μέτρων για την αναστροφή σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων είναι εκείνο κατά το οποίο η συγκέντρωση του ρύπου φθάνει στο 75 % των παραμετρικών τιμών των ποιοτικών προτύπων υπόγειων υδάτων που ορίζονται στο Παράρτημα Ι και των ανώτερων αποδεκτών τιμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3, εκτός εάν:

α)

απαιτείται χαμηλότερο σημείο εκκίνησης προκειμένου τα μέτρα αναστροφής της τάσης να μπορέσουν να αποτρέψουν αποδοτικότερα από οικονομική άποψη, ή, έστω, να μετριάσουν όσο το δυνατόν περισσότερο, τυχόν περιβαλλοντικά σημαντικές και επιζήμιες αλλαγές στην ποιότητα των υπόγειων υδάτων,

β)

δικαιολογείται διαφορετικό σημείο εκκίνησης όταν το όριο ανίχνευσης δεν επιτρέπει να καθορισθεί η ύπαρξη τάσης στο 75 % των παραμετρικών τιμών, ή

γ)

ο ρυθμός αύξησης και η αναστρεψιμότητα της τάσης είναι τέτοια ώστε, ακόμη και αν οριστεί βραδύτερο σημείο εκκίνησης, τα μέτρα αναστροφής της τάσης να μπορούν, εντούτοις, να αποτρέψουν αποδοτικότερα από οικονομική άποψη, ή, έστω, να μετριάσουν όσο το δυνατόν περισσότερο, τυχόν περιβαλλοντικά σημαντικές και επιζήμιες αλλαγές στην ποιότητα των υπόγειων υδάτων. Το τυχόν βραδύτερο σημείο εκκίνησης δεν μπορεί να εμποδίζει επ’ουδενί την τήρηση της προθεσμίας για τους περιβαλλοντικούς στόχους.

Για τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ, το σημείο εκκίνησης για την εφαρμογή μέτρων για την αναστροφή σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων είναι εκείνο που καθορίζεται σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία και την οδηγία 2000/60/ΕΚ, και, ιδίως, με την προσχώρηση στους περιβαλλοντικούς στόχους για την προστασία του ύδατος, όπως καθορίζονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

2)

Από τη στιγμή που θα έχει καθορισθεί σημείο εκκίνησης για ένα σύστημα υπόγειων υδάτων που χαρακτηρίζεται ως απειλούμενο σύμφωνα με το σημείο 2.4.4. του Παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και με το σημείο 1) του Μέρους Β του παρόντος Παραρτήματος, το σημείο εκκίνησης χρησιμοποιείται αμετάβλητο για τον εξαετή κύκλο του Σχεδίου Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

3)

Οι αντιστροφές των τάσεων αποδεικνύονται λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις για την παρακολούθηση που περιλαμβάνονται στο Μέρος Α, σημείο 2).