29.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 229/5


Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 850/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τους έμμονους οργανικούς ρύπους και την τροποποίηση της οδηγίας 79/117/ΕΟΚ

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 158 της 30ής Απριλίου 2004 )

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 850/2004 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 850/2004 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 29ης Απριλίου 2004

για τους έμμονους οργανικούς ρύπους και την τροποποίηση της οδηγίας 79/117/ΕΟΚ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Aφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο παρών κανονισμός αφορά κυρίως την περιβαλλοντική προστασία και την προστασία της ανθρώπινης υγείας. Ως εκ τούτου, νομική βάση είναι το άρθρο 175 παράγραφος 1 της συνθήκης.

(2)

Η Κοινότητα ανησυχεί σοβαρά για τη συνεχιζόμενη έκλυση έμμονων οργανικών ρύπων στο περιβάλλον. Οι χημικές αυτές ουσίες δεν γνωρίζουν σύνορα και διατηρούνται επί μακρόν στο περιβάλλον μεταφερόμενες σε μεγάλες αποστάσεις μακριά από τις πηγές τους, βιοσυσσωρεύονται μέσω της τροφικής αλυσίδας και ενέχουν κινδύνους για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Απαιτείται επομένως η λήψη περαιτέρω αποτελεσματικών μέτρων σε διεθνές επίπεδο ώστε να προστατευθούν η ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον από τέτοιους ρύπους.

(3)

Στο πλαίσιο των ευθυνών της για την προστασία του περιβάλλοντος, η Κοινότητα υπέγραψε στις 24 Ιουνίου 1998 το σχετικό με τους έμμονους οργανικούς ρύπους πρωτόκολλο της σύμβασης του 1979 για τη διασυνοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλες αποστάσεις, στο εξής «πρωτόκολλο», και στις 22 Μαΐου 2001 τη σύμβαση της Στοκχόλμης για τους έμμονους οργανικούς ρύπους, στο εξής «σύμβαση».

(4)

Μολονότι έχει θεσπιστεί σε κοινοτικό επίπεδο νομοθεσία σχετικά με τους έμμονους οργανικούς ρύπους, οι βασικές ελλείψεις αυτής συνίστανται στην έλλειψη ή στην ανεπάρκεια των διατάξεων σχετικά με την απαγόρευση της παραγωγής και χρήσης οποιουδήποτε από τα επί του παρόντος καταγεγραμμένα χημικά προϊόντα, στην ανυπαρξία πλαισίου απαγόρευσης και άλλων ουσιών σχετικών με έμμονους οργανικούς ρύπους, αλλά και πλαισίου για την απαγόρευση της παραγωγής και χρήσης νέων ουσιών που εμφανίζουν χαρακτηριστικά εμμόνων οργανικών ρύπων. Καθαυτοί στόχοι μείωσης των εκπομπών δεν έχουν τεθεί σε κοινοτικό επίπεδο, ενώ οι υπάρχοντες κατάλογοι έκλυσης ρύπων δεν καλύπτουν όλες τις πηγές έμμονων οργανικών ρύπων.

(5)

Για να διασφαλιστεί η συνεπής και αποτελεσματική εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχει η Κοινότητα δυνάμει του πρωτοκόλλου και της σύμβασης είναι αναγκαίο να καθοριστεί κοινό νομικό πλαίσιο υπό το οποίο να λαμβάνονται μέτρα που θα αποσκοπούν συγκεκριμένα στην εξάλειψη της παραγωγής, της διάθεσης στην αγορά και της χρήσης των εκουσίως παραγόμενων έμμονων οργανικών ρύπων. Επιπλέον, τα χαρακτηριστικά των έμμονων οργανικών ρύπων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο των σχετικών κοινοτικών προγραμμάτων αξιολόγησης και έγκρισης.

(6)

Είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί συντονισμός και συνέπεια τόσο κατά την εφαρμογή σε κοινοτικό επίπεδο των διατάξεων που προβλέπουν οι συμβάσεις του Ρότερνταμ (3), της Στοκχόλμης και της Βασιλείας (4), όσο και κατά την συμμετοχή στην ανάπτυξη της στρατηγικής προσέγγισης για τη διαχείριση των χημικών ουσιών (ΣΠΔΧ) που πραγματοποιείται στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών.

(7)

Επιπλέον, έχοντας υπόψη ότι οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού διέπονται από την αρχή της προφύλαξης όπως προβλέπεται στη συνθήκη και την αρχή 15 της δήλωσης του Ρίο για το περιβάλλον και την ανάπτυξη, και δεδομένου ότι είναι απαραίτητο να εξαλειφθεί, όπου αυτό είναι εφικτό, η έκλυση έμμονων οργανικών ρύπων στο περιβάλλον, είναι σκόπιμο σε ορισμένες περιπτώσεις να προβλέπονται μέτρα ελέγχου αυστηρότερα από εκείνα που προβλέπονται στο πρωτόκολλο και τη σύμβαση.

(8)

Ο προτεινόμενος κανονισμός REACH θα μπορούσε να αποτελέσει στο μέλλον ενδεδειγμένο μέσο για την εφαρμογή τόσο των απαραίτητων μέτρων ελέγχου της παραγωγής, της διάθεσης στην αγορά και της χρήσης των καταλογογραφημένων ουσιών όσο και των μέτρων ελέγχου σχετικά με υφιστάμενα αλλά και νέα χημικά προϊόντα και παρασιτοκτόνα που εμφανίζουν χαρακτηριστικά έμμονων οργανικών ρύπων. Ωστόσο, με την επιφύλαξη του μελλοντικού κανονισμού REACH και δεδομένου ότι είναι σημαντικό να εφαρμοστούν τα εν λόγω μέτρα ελέγχου των καταλογογραφημένων ουσιών της σύμβασης και του πρωτοκόλλου το συντομότερο δυνατό, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να εφαρμοστούν προς το παρόν με τον παρόντα κανονισμό.

(9)

Στην Κοινότητα, η διάθεση στην αγορά και η χρήση των περισσότερων έμμονων οργανικών ρύπων που καταλογογραφούνται στο πρωτόκολλο ή τη σύμβαση έχουν ήδη καταργηθεί σταδιακά ως αποτέλεσμα των απαγορεύσεων που ορίζονται στην οδηγία 79/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1978, περί απαγορεύσεως της θέσεως σε κυκλοφορία και της χρησιμοποιήσεως φυτοφαρμακευτικών προϊόντων που περιέχουν ορισμένες δραστικές ουσίες (5) και στην οδηγία 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσεως μερικών επικινδύνων ουσιών και παρασκευασμάτων (6). Ωστόσο, για να ανταποκριθεί η Κοινότητα στις υποχρεώσεις που υπέχει σύμφωνα με το πρωτόκολλο και τη σύμβαση και για να ελαχιστοποιηθούν οι εκλύσεις έμμονων οργανικών ρύπων είναι απαραίτητο και σκόπιμο να απαγορευθεί επίσης η παραγωγή αυτών των ουσιών και να περιοριστούν οι εξαιρέσεις στο ελάχιστο ούτως ώστε οι εξαιρέσεις να ισχύουν μόνον όταν μια ουσία εκπληρώνει μια βασική λειτουργία σε μια συγκεκριμένη εφαρμογή.

(10)

Εξαγωγές των ουσιών που καλύπτονται από τη σύμβαση καθώς και εξαγωγές λινδανίου διέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 304/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις εισαγωγές και εξαγωγές επικινδύνων χημικών προϊόντων (7).

(11)

Η παραγωγή και η χρήση εξαχλωροκυκλοεξανίου (ΗCH), συμπεριλαμβανομένου του λινδανίου, υπόκειται σε περιορισμούς σύμφωνα με το πρωτόκολλο αλλά δεν απαγορεύεται εξ ολοκλήρου. Επειδή αυτή εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σε ορισμένα κράτη μέλη δεν είναι δυνατό να απαγορευτούν αμέσως όλες οι υφιστάμενες χρήσεις. Ωστόσο, δεδομένων των επιβλαβών ιδιοτήτων του HCH και των πιθανών κινδύνων που ενέχει η έκλυσή του στο περιβάλλον, η παραγωγή και οι χρήσεις του πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο και τελικώς να καταργηθούν το αργότερο μέχρι το τέλος του 2007.

(12)

Παρωχημένα ή υπό πλημμελή διαχείριση αποθέματα έμμονων οργανικών ρύπων είναι δυνατό να ενέχουν σοβαρούς κινδύνους για το περιβάλλον και για την ανθρώπινη υγεία, για παράδειγμα με τη μόλυνση του εδάφους και των υπογείων υδάτων. Είναι κατά συνέπεια ενδεδειγμένο να θεσπιστούν διατάξεις οι οποίες να είναι αυστηρότερες από τις οριζόμενες στη σύμβαση. Αποθέματα απαγορευμένων ουσιών πρέπει να αντιμετωπίζονται ως απόβλητα, ενώ αποθέματα ουσιών των οποίων η παραγωγή ή η χρήση εξακολουθεί να επιτρέπεται πρέπει να κοινοποιούνται στις αρχές και να εποπτεύονται δεόντως. Συγκεκριμένα, θα πρέπει τα υπάρχοντα αποθέματα που συνίστανται από ή περιέχουν απαγορευμένους έμμονους οργανικούς ρύπους να αντιμετωπίζονται ως απόβλητα το ταχύτερο δυνατό. Εφόσον απαγορευτούν μελλοντικά και άλλες ουσίες, τα αποθέματά τους πρέπει επίσης να καταστραφούν αμέσως και να μην δημιουργηθούν νέα. Δεδομένων των ειδικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν ορισμένα νέα κράτη μέλη, θα πρέπει να τους παρασχεθεί επαρκής οικονομική και τεχνική ενίσχυση μέσω υφισταμένων κοινοτικών χρηματοπιστωτικών μέσων όπως το ταμείο συνοχής και τα διαρθρωτικά ταμεία.

(13)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη στρατηγική της Κοινότητας για τις διοξίνες, τα φουράνια και τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB) (8), με το πρωτόκολλο και τη σύμβαση, οι εκλύσεις έμμονων οργανικών ρύπων που είναι ακούσια παραπροϊόντα βιομηχανικών διεργασιών πρέπει να εντοπίζονται και να περιορίζονται το ταχύτερο δυνατό με απώτερο σκοπό την τελική εξάλειψή τους, όπου τούτο είναι εφικτό. Πρέπει να καταστρωθούν και να εφαρμοστούν κατάλληλα εθνικά σχέδια δράσης, που να καλύπτουν όλες τις πηγές και τα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προβλέπονται υπό την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία, ώστε να περιοριστούν οι εκλύσεις κατά τρόπο συνεχή και οικονομικώς αποδοτικό το ταχύτερο δυνατό. Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να αναπτυχθούν στο πλαίσιο της σύμβασης τα κατάλληλα μέσα.

(14)

Στο πνεύμα της εν λόγω ανακοίνωσης, απαιτείται η θέσπιση των απαραίτητων προγραμμάτων και μηχανισμών που θα παρέχουν επαρκή δεδομένα παρακολούθησης της παρουσίας διοξινών, φουρανίων και PCB στο περιβάλλον. Εντούτοις, χρειάζεται να εξασφαλιστούν και κατάλληλα εργαλεία τα οποία να μπορούν να χρησιμοποιηθούν με όρους οικονομικώς και τεχνικώς βιώσιμους.

(15)

Σύμφωνα με τη σύμβαση, το περιεχόμενο των αποβλήτων σε έμμονους οργανικούς ρύπους πρέπει να καταστρέφεται ή να μετατρέπεται κατά τρόπο μη αναστρέψιμο σε ουσίες που δεν παρουσιάζουν παρεμφερή χαρακτηριστικά, εκτός εάν είναι προτιμότερος από περιβαλλοντική άποψη άλλος χειρισμός. Δεδομένου ότι η ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία για τα απόβλητα δεν προβλέπει ειδικές διατάξεις για τέτοιες ουσίες, οι διατάξεις αυτές πρέπει να ορισθούν στον παρόντα κανονισμό. Για να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας πρέπει να καθοριστούν κοινές οριακές τιμές συγκέντρωσης ουσιών στα απόβλητα πριν τις 31 Δεκεμβρίου 2005.

(16)

Αναγνωρίζεται η σπουδαιότητα του εντοπισμού και του διαχωρισμού αποβλήτων που συνίστανται, περιέχουν ή είναι μολυσμένα από έμμονους οργανικούς ρύπους στην πηγή προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η διάδοση των χημικών αυτών ουσιών σε άλλα απόβλητα. Η οδηγία 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για τα επικίνδυνα απόβλητα (9) θέσπισε κοινοτικούς κανόνες σχετικά με τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων με τους οποίους τα κράτη μέλη υποχρεώνονται να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να απαιτούν όπως οι εγκαταστάσεις και οι επιχειρήσεις που διαθέτουν, ανακτούν, συλλέγουν ή μεταφέρουν επικίνδυνα απόβλητα δεν αναμιγνύουν διαφορετικές κατηγορίες επικίνδυνων αποβλήτων ή δεν αναμιγνύουν επικίνδυνα απόβλητα με μη επικίνδυνα απόβλητα.

(17)

Η σύμβαση προβλέπει ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος εκπονεί σχέδιο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που υπέχει δυνάμει της σύμβασης. Τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν δυνατότητες για τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση των σχεδίων εφαρμογής τους. Καθώς η αρμοδιότητα επιμερίζεται εν προκειμένω μεταξύ Κοινότητας και κρατών μελών, τα σχέδια εφαρμογής πρέπει να εκπονούνται τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο. Πρέπει να ενθαρρύνεται η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών των κρατών μελών.

(18)

Σύμφωνα με τη σύμβαση και το πρωτόκολλο, πληροφορίες για τους έμμονους οργανικούς ρύπους πρέπει να παρέχονται στα άλλα συμβαλλόμενα μέρη. Πρέπει επίσης να ενθαρρύνεται η ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες που δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη αυτών των συμφωνιών.

(19)

Η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης όσον αφορά τους κινδύνους που ενέχουν οι έμμονοι οργανικοί ρύποι τόσο για την υγεία της σημερινής και των επομένων γενεών όσο και για το περιβάλλον, είναι, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, συχνά ανεπαρκής, γεγονός που καθιστά απαραίτητη μια ευρείας κλίμακας εκστρατεία ενημέρωσης προκειμένου να αυξηθούν η εγρήγορση αλλά και η υποστήριξη για περιορισμούς και απαγορεύσεις. Σύμφωνα με τη σύμβαση, τόσο προγράμματα ευαισθητοποίησης του κοινού σχετικά με αυτές τις ουσίες, ιδίως για τις πλέον ευάλωτες ομάδες, όσο και προγράμματα εκπαίδευσης εργατών, επιστημόνων, εκπαιδευτικών και τεχνικού και διευθυντικού προσωπικού, πρέπει, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να προάγονται και να ενισχύονται.

(20)

Εφόσον τούτο ζητηθεί και είναι εφικτό στο πλαίσιο των υφισταμένων πόρων, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργαστούν προκειμένου να παράσχουν κατάλληλη και έγκαιρη τεχνική αρωγή που θα αποσκοπεί ειδικώς στην ενίσχυση της ικανότητας των αναπτυσσομένων χωρών και των χωρών των οποίων η οικονομία ευρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο να εφαρμόσουν τη σύμβαση. Η τεχνική αρωγή θα πρέπει να περιλαμβάνει την ανάπτυξη και εφαρμογή κατάλληλων εναλλακτικών προϊόντων, μεθόδων και στρατηγικών, μεταξύ άλλων ως προς τη χρήση DDT για τον έλεγχο των φορέων ασθενειών, η οποία, βάσει της σύμβασης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σύμφωνα με τις συστάσεις και κατευθυντήριες γραμμές της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τοπικά ασφαλείς, αποτελεσματικές και οικονομικά προσιτές εναλλακτικές λύσεις δεν διατίθενται στην εν λόγω χώρα.

(21)

Χρειάζεται τακτική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων που λαμβάνονται για μείωση των εκλύσεων έμμονων οργανικών ρύπων. Προς τούτο, τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλλουν στην Επιτροπή σε τακτική βάση εκθέσεις οι οποίες θα αναφέρονται κυρίως στους απογραφικούς καταλόγους εκλύσεων, τα κοινοποιημένα αποθέματα και την παραγωγή και διάθεση στην αγορά ουσιών που τελούν υπό περιορισμούς. Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, πρέπει να αναπτύξει κοινό υπόδειγμα για τις εκθέσεις των κρατών μελών.

(22)

Η σύμβαση και το πρωτόκολλο προβλέπουν ότι τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα να προτείνουν άλλες ουσίες για υπαγωγή σε διεθνούς κλίμακας μέτρα και, συνεπώς, είναι δυνατόν να συμπεριληφθούν επιπλέον ουσίες στις εν λόγω συμφωνίες, οπότε θα πρέπει να τροποποιηθεί αντιστοίχως ο παρών κανονισμός. Επιπλέον, πρέπει να είναι δυνατή η τροποποίηση των υφισταμένων λημμάτων των παραρτημάτων του παρόντος κανονισμού ώστε, μεταξύ άλλων, να προσαρμόζονται στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο.

(23)

Όταν τα παραρτήματα του παρόντος κανονισμού τροποποιούνται κατ' εφαρμογή τυχόν καταχωρίσεων ενός πρόσθετου, προγραμματισμένης παραγωγής, έμμονου οργανικού ρύπου στο πρωτόκολλο ή στη σύμβαση, αυτός πρέπει να περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ και όχι στο παράρτημα Ι, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μετά από κατάλληλη αιτιολόγηση.

(24)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/EΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (10).

(25)

Για να διασφαλιστεί η διαφάνεια, η αμεροληψία και η συνοχή σε επίπεδο δράσεων επιβολής, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν κανόνες για τις κυρώσεις που θα εφαρμόζονται σε περιπτώσεις παραβίασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και να μεριμνούν για την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές, καθόσον η μη συμμόρφωση ενδέχεται να πλήξει την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Στις περιπτώσεις που τούτο κρίνεται σκόπιμο, στοιχεία σχετικά με παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να δημοσιεύονται.

(26)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, συγκεκριμένα η προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας από έμμονους οργανικούς ρύπους, δεν είναι δυνατό να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, λόγω των διασυνοριακών επιπτώσεων αυτών των ρύπων, και, κατά συνέπεια, είναι δυνατό να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα απολύτως αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(27)

Με βάση τα ανωτέρω, η οδηγία79/117/EΟΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

1.   Σύμφωνα μεταξύ άλλων με την αρχή της προφύλαξης, σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι η προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος από έμμονους οργανικούς ρύπους μέσω της απαγόρευσης, της όσο το δυνατόν ταχύτερης διακοπής ή του περιορισμού της παραγωγής, της διάθεσης στην αγορά και της χρήσης των ουσιών οι οποίες υπόκεινται στη σύμβαση της Στοκχόλμης για τους έμμονους οργανικούς ρύπους, στο εξής «σύμβαση», ή του πρωτοκόλλου του 1998 στη σύμβαση του 1979 για τη διασυνοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλες αποστάσεις, (στο εξής «πρωτόκολλο»), και μέσω της ελαχιστοποίησης, με σκοπό την κατά το δυνατόν ταχύτερη δυνατή βαθμιαία διακοπή, των εκλύσεων τέτοιων ουσιών καθώς και μέσω της θέσπισης διατάξεων σχετικά με απόβλητα που συνίστανται από, περιέχουν ή έχουν μολυνθεί από οποιαδήποτε από αυτές τις ουσίες.

2.   Τα άρθρα 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στα απόβλητα τα οποία συνίστανται, περιέχουν ή έχουν μολυνθεί από ουσία η οποία περιλαμβάνεται στους καταλόγους των παραρτημάτων I ή II.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

α)

ως «διάθεση στην αγορά» νοείται η παροχή ή ο εφοδιασμός τρίτων έναντι πληρωμής ή δωρεάν· ως διάθεση στην αγορά θεωρούνται επίσης οι εισαγωγές στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας·

β)

ως «αντικείμενο» νοείται το προϊόν που συνίσταται από μία ή περισσότερες ουσίες ή/και παρασκευάσματα, το οποίο κατά την παραγωγή λαμβάνει συγκεκριμένο σχήμα, επιφάνεια ή μορφή που καθορίζουν την τελική του χρήση σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι η χημική του σύσταση·

γ)

η «ουσία» νοείται κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ (11)·

δ)

το «παρασκεύασμα» νοείται κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ·

ε)

το «απόβλητο» νοείται κατά το άρθρο 1 στοιχείο α) της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ (12)·

στ)

η «διάθεση» νοείται κατά το άρθρο 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ·

ζ)

η «ανάκτηση» νοείται κατά το άρθρο 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ.

Άρθρο 3

Έλεγχος της παραγωγής, διάθεσης στην αγορά και χρήσης

1.   Απαγορεύεται η παραγωγή, η διάθεση στην αγορά και η χρήση ουσιών του παραρτήματος I, ανεξαρτήτως εάν βρίσκονται σε αυτούσια μορφή ή σε παρασκευάσματα ή ως συστατικά αντικειμένων.

2.   Η παραγωγή, η διάθεση στην αγορά και η χρήση ουσιών του παραρτήματος ΙI, ανεξαρτήτως εάν βρίσκονται σε αυτούσια μορφή ή σε παρασκευάσματα ή ως συστατικά αντικειμένων, περιορίζεται υπό τους όρους του εν λόγω παραρτήματος.

3.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή, στο πλαίσιο της αξιολόγησης και έγκρισης προγραμμάτων για υφιστάμενα και νέα χημικά προϊόντα και παρασιτοκτόνα που εμπίπτουν στην σχετική κοινοτική νομοθεσία, λαμβάνουν υπόψη τους τα κριτήρια της παραγράφου 1 του παραρτήματος Δ της σύμβασης και προβαίνουν στη λήψη των απαραίτητων μέτρων με σκοπό τον έλεγχο υφισταμένων χημικών και παρασιτοκτόνων καθώς και την πρόληψη της παραγωγής, της διάθεσης στην αγορά και της χρήσης νέων χημικών προϊόντων και παρασιτοκτόνων τα οποία εμφανίζουν χαρακτηριστικά εμμόνων οργανικών ρύπων.

Άρθρο 4

Εξαιρέσεις από τα μέτρα ελέγχου

1.   Το άρθρο 3 δεν εφαρμόζεται σε:

α)

ουσίες χρησιμοποιούμενες για ερευνητικούς σκοπούς σε εργαστηριακή κλίμακα ή ως πρότυπα αναφοράς·

β)

ουσίες που ανευρίσκονται ως ακούσιες ιχνοποσότητες ρύπων σε ουσίες, παρασκευάσματα ή αντικείμενα.

2.   Το άρθρο 3 δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται για ουσία που ανευρίσκεται ως συστατικό αντικειμένου το οποίο παρήχθη πριν ή κατά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος κανονισμού επί έξι μήνες μετά την έναρξη ισχύος του.

Το άρθρο 3 δεν εφαρμόζεται όταν μια ουσία ανευρίσκεται ως συστατικό αντικειμένων που χρησιμοποιούνται ήδη πριν ή κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ωστόσο, όταν κράτος μέλος ενημερωθεί σχετικά με αντικείμενα που αναφέρονται στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο πληροφορεί αμέσως την Επιτροπή σχετικώς.

Όταν η Επιτροπή λάβει πληροφορίες σχετικές με τα εν λόγω αντικείμενα κατά τον προαναφερόμενο ή άλλο τρόπο τις κοινοποιεί, κατά περίπτωση, στη γραμματεία της σύμβασης χωρίς καθυστέρηση.

3.   Για ουσία που περιλαμβάνεται στο μέρος Α του παραρτήματος Ι ή στο μέρος Α του παραρτήματος ΙΙ, κράτος μέλος που επιθυμεί να επιτρέψει, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που προσδιορίζεται στο αντίστοιχο παράρτημα, την παραγωγή και χρήση της εν λόγω ουσίας ως ενδιάμεσης σε κλειστό σύστημα σε συγκεκριμένο χώρο απευθύνει την ανάλογη κοινοποίηση στη γραμματεία της σύμβασης.

Ωστόσο, η εν λόγω κοινοποίηση επιτρέπεται μόνον εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

στο σχετικό παράρτημα έχει καταχωρισθεί σημείωση σύμφωνα με την οποία είναι δυνατό να επιτραπεί ειδικώς η παραγωγή και η χρήση της εν λόγω ουσίας·

β)

κατά τη διαδικασία μεταποίησης η ουσία θα μετατραπεί σε μία ή περισσότερες άλλες ουσίες που δεν έχει/έχουν ιδιότητες έμμονου οργανικού ρύπου·

γ)

δεν αναμένεται ότι άνθρωποι ή το περιβάλλον θα εκτεθούν σε σημαντικές ποσότητες της ουσίας κατά την παραγωγή και χρήση της όπως έδειξε η αξιολόγηση του εν λόγω κλειστού συστήματος σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2001/59/ΕΚ της Επιτροπής (13).

Η κοινοποίηση απευθύνεται επίσης στα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή και παρέχει λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την πραγματική ή κατ' εκτίμηση συνολική παραγωγή και χρήση της εν λόγω ουσίας και τη φύση της διεργασίας κλειστού συστήματος σε συγκεκριμένο χώρο, προσδιορίζοντας την ποσότητα οποιασδήποτε μη μετατρεπόμενης και ακουσίας ιχνοποσότητας μόλυνσης από οποιουσδήποτε έμμονους οργανικούς ρύπους-πρώτες ύλες στο τελικό προϊόν.

Η προθεσμία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο είναι δυνατό να μεταβληθεί όταν, μετά από επανειλημμένη κοινοποίηση από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος στη γραμματεία της σύμβασης, υπάρξει ρητή ή σιωπηρή συναίνεση δυνάμει της σύμβασης για τη συνέχιση παραγωγής και χρήσης της ουσίας για περαιτέρω χρονικό διάστημα.

Άρθρο 5

Αποθέματα

1.   Ο κάτοχος αποθέματος που συνίσταται ή περιέχει ουσία η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι ή στο παράρτημα ΙΙ, της οποίας δεν επιτρέπεται καμία χρήση, οφείλει να διαχειριστεί το εν λόγω απόθεμα ως απόβλητο και σύμφωνα με το άρθρο 7.

2.   Ο κάτοχος αποθέματος ποσότητας μεγαλύτερης των 50 kg η οποία συνίσταται ή περιέχει ουσία περιλαμβανόμενη στο παράρτημα Ι ή ΙΙ, και της οποίας η χρήση επιτρέπεται, παρέχει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου ευρίσκεται το απόθεμα, πληροφορίες σχετικά με τη φύση και την ποσότητα του αποθέματος. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται εντός δώδεκα μηνών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού και των τροποποιήσεων των παραρτημάτων Ι ή ΙΙ και εν συνεχεία μια φορά τον χρόνο μέχρις ότου λήξει η προθεσμία που προβλέπεται στο παράρτημα Ι ή ΙΙ αναφορικά με την περιορισμένη χρήση.

Ο κάτοχος διαχειρίζεται το απόθεμα κατά τρόπο ασφαλή, αποτελεσματικό και περιβαλλοντικώς ορθό.

3.   Τα κράτη μέλη παρακολουθούν τη χρήση και διαχείριση των κοινοποιημένων αποθεμάτων.

Άρθρο 6

Μείωση, ελαχιστοποίηση και εξάλειψη των εκπομπών

1.   Εντός διετίας από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη καταρτίζουν και διατηρούν απογραφικούς καταλόγους εκλυόμενων ρύπων για τις ουσίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙΙ, στον αέρα, το νερό και την ξηρά σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη σύμβαση και το πρωτόκολλο.

2.   Ένα κράτος μέλος κοινοποιεί το σχέδιο δράσης του σχετικά με τα μέτρα εντοπισμού, χαρακτηρισμού και ελαχιστοποίησης με στόχο να εξαλείψει, εάν αυτό είναι εφικτό, το ταχύτερο δυνατόν το σύνολο των εκλυόμενων ρύπων σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση τόσο προς την Επιτροπή όσο και προς τα υπόλοιπα κράτη μέλη ως μέρος του εθνικού σχεδίου εφαρμογής του, σύμφωνα με το άρθρο 8.

Το σχέδιο δράσης περιλαμβάνει μέτρα για την προώθηση της ανάπτυξης και, εφόσον απαιτείται, απαιτεί τη χρήση υποκατάστατων ή τροποποιημένων υλικών, προϊόντων και διαδικασιών προκειμένου να αποτραπεί ο σχηματισμός και η έκλυση των ουσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ.

3.   Τα κράτη μέλη, όταν εξετάζουν προτάσεις περί κατασκευής νέων εγκαταστάσεων ή ουσιαστικής τροποποίησης υφισταμένων εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούν διαδικασίες που αποδεσμεύουν χημικά του παραρτήματος ΙΙΙ, με την επιφύλαξη της οδηγίας 96/61/ΕΚ (14), εξετάζουν κατά προτεραιότητα εναλλακτικές διαδικασίες, τεχνικές ή πρακτικές παρόμοιας χρησιμότητας, οι οποίες δεν επιτρέπουν το σχηματισμό και την αποδέσμευση χημικών ουσιών του παραρτήματος ΙΙΙ.

Άρθρο 7

Διαχείριση αποβλήτων

1.   Οι παραγωγοί και οι κάτοχοι αποβλήτων καταβάλλουν κάθε εύλογη προσπάθεια για να αποτρέψουν, όταν αυτό είναι εφικτό, τη μόλυνση των αποβλήτων αυτών από τις ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα IV.

2.   Κατά παρέκκλιση της οδηγίας 96/59/ΕΚ (15), απόβλητα που συνίστανται, περιέχουν ή είναι μολυσμένα από ουσία περιλαμβανόμενη στο παράρτημα IV διατίθενται ή ανακτώνται, χωρίς αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος V μέρος 1 και κατά τρόπο που να εξασφαλίζει ότι το περιεχόμενό τους σε έμμονους οργανικούς ρύπους καταστρέφεται ή μετατρέπεται κατά τρόπο μη αναστρέψιμο, έτσι ώστε τα εναπομένοντα απόβλητα και οι εκλυόμενοι ρύποι να μην παρουσιάζουν ιδιότητες έμμονων οργανικών ρύπων.

Κατά τη διενέργεια τέτοιας εργασίας διάθεσης ή ανάκτησης, κάθε ουσία που απαριθμείται στο παράρτημα IV μπορεί να απομονωθεί από τα απόβλητα, εφόσον η ουσία αυτή διατίθεται στη συνέχεια σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

3.   Διαδικασίες διάθεσης ή ανάκτησης που θα οδηγήσουν ενδεχομένως στην ανάκτηση, ανακύκλωση, άμεση επαναχρησιμοποίηση ή περαιτέρω χρησιμοποίηση ουσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙV, απαγορεύονται.

4.   Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παραγράφου 2:

α)

απόβλητα που περιέχουν ή έχουν μολυνθεί από οποιαδήποτε ουσία αναφέρεται στο παράρτημα IV μπορούν εξάλλου να διατεθούν ή να ανακτηθούν σύμφωνα με την σχετική κοινοτική νομοθεσία, εφόσον η ποσότητα ουσιών που αναφέρονται στο παράρτημα ΙV στα απόβλητα δεν υπερβαίνει τις οριακές τιμές συγκέντρωσης που καθορίζονται στο παράρτημα IV πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2005, βάσει της διαδικασίας του άρθρου 17 παράγραφος 2. Μέχρι να καθοριστούν όρια συγκέντρωσης βάσει αυτής της διαδικασίας, η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δύναται να εγκρίνει ή να εφαρμόζει οριακές τιμές συγκέντρωσης ή ειδικές τεχνικές απαιτήσεις όσον αφορά τη διάθεση ή την ανάκτηση αποβλήτων βάσει του παρόντος εδαφίου·

β)

κράτος μέλος ή αρμόδια αρχή που έχει οριστεί από το εν λόγω κράτος μέλος δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και όσον αφορά απόβλητα που αναφέρονται στο παράρτημα V μέρος 2 και περιέχουν ή έχουν μολυνθεί από ουσίες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙV μέχρι τα όρια συγκέντρωσης που καθορίζονται στο παράρτημα V μέρος 2 να επιτρέψει την κατ' άλλο τρόπο διαχείριση των αποβλήτων αυτών σύμφωνα με μέθοδο που αναφέρεται στο παράρτημα V μέρος 2, υπό τη προϋπόθεση ότι:

i)

ο ενδιαφερόμενος φορέας έχει αποδείξει κατά τρόπο πειστικό ενώπιον της αρμόδιας αρχής του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ότι η απολύμανση των αποβλήτων από ουσίες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙV δεν ήταν εφικτή και ότι η καταστροφή ή η μη αναστρέψιμη μετατροπή του περιεχομένου σε έμμονους οργανικούς ρύπους, ακόμα και εάν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη βέλτιστη περιβαλλοντική πρακτική ή τις βέλτιστες διαθέσιμες πρακτικές, δεν συνιστά την από περιβαλλοντικής άποψης προτιμητέα επιλογή και η αρμόδια αρχή έδωσε εν συνεχεία τη συγκατάθεσή της για την εναλλακτική διαδικασία·

ii)

η εν λόγω διαδικασία συνάδει με την υφιστάμενη κοινοτική νομοθεσία και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα σχετικά επιπρόσθετα μέτρα που αναφέρονται στη παράγραφο 6 και

iii)

το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει ενημερώσει τα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή για την άδεια που χορήγησε καθώς και για την αιτιολόγηση αυτής.

5.   Οι οριακές τιμές συγκέντρωσης του παραρτήματος V μέρος 2 καθορίζονται για τους σκοπούς της παραγράφου 4 στοιχείο β) πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2005, βάσει της διαδικασίας του άρθρου 17 παράγραφος 2.

Μέχρι να καθοριστούν οι εν λόγω οριακές τιμές συγκέντρωσης:

α)

η αρμόδια αρχή δύναται να εγκρίνει ή να εφαρμόζει οριακές τιμές συγκέντρωσης ή ειδικές τεχνικές απαιτήσεις όσον αφορά απόβλητα των οποίων η διαχείριση πραγματοποιείται βάσει της παραγράφου 4 στοιχείο β)·

β)

στις περιπτώσεις διαχείρισης αποβλήτων βάσει της παραγράφου 4 στοιχείο β) οι ενδιαφερόμενοι φορείς θα παράσχουν πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο των αποβλήτων σε έμμονους οργανικούς ρύπους στην αρμόδια αρχή.

6.   Η Επιτροπή δύναται, εφόσον απαιτείται και λαμβάνοντας υπόψη τις τεχνικές εξελίξεις και τις σχετικές διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές και αποφάσεις καθώς και εγκρίσεις που έχει ενδεχομένως χορηγήσει κράτος μέλος ή η αρμόδια αρχή που έχει ορίσει κράτος μέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 4 και το παράρτημα V, να θεσπίσει πρόσθετα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή ορίζει τη μορφή υπό την οποία τα κράτη μέλη κοινοποιούν αυτές τις πληροφορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο β) σημείο iii). Τα εν λόγω μέτρα αποφασίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2.

7.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή επανεξετάζει τις παρεκκλίσεις στις διατάξεις της παραγράφου 4, υπό το φως των διεθνών και τεχνικών εξελίξεων, εκτιμώντας ιδιαίτερα κατά πόσον η εφαρμογή τους είναι προτιμητέα από την άποψη της προστασίας του περιβάλλοντος.

Άρθρο 8

Σχέδια εφαρμογής

1.   Τα κράτη μέλη, κατά την εκπόνηση των εθνικών τους σχεδίων εφαρμογής, παρέχουν εγκαίρως στο κοινό σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες τους τη δυνατότητα να συμμετάσχει αποτελεσματικά στην εν λόγω διαδικασία.

2.   Μετά τη θέσπιση του εθνικού του σχεδίου εφαρμογής, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση, κάθε κράτος μέλος το κοινοποιεί στην Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη.

3.   Κατά την εκπόνηση των σχεδίων εφαρμογής, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο, εφόσον απαιτείται.

4.   Εντός διετίας από τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή καταρτίζει σχέδιο εφαρμογής των υποχρεώσεων της Κοινότητας που απορρέουν από τη σύμβαση.

Η Επιτροπή κοινοποιεί στα κράτη μέλη το κοινοτικό σχέδιο εφαρμογής αμέσως μετά τη θέσπισή του.

Η Επιτροπή αναθεωρεί και ενημερώνει το κοινοτικό σχέδιο εφαρμογής, εφόσον απαιτείται.

Άρθρο 9

Παρακολούθηση

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη εκπονούν, σε στενή συνεργασία, κατάλληλα προγράμματα και μηχανισμούς που να ανταποκρίνονται στις τελευταίες εξελίξεις για την τακτική παροχή συγκρίσιμων δεδομένων σχετικών με τη συνεχή παρακολούθηση της παρουσίας στο περιβάλλον διοξινών, φουρανίων και PCB, όπως παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙΙ. Για την εκπόνηση τέτοιων προγραμμάτων και μηχανισμών, λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι εξελίξεις στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου και της σύμβασης.

Άρθρο 10

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη διευκολύνουν και αναλαμβάνουν την ανταλλαγή πληροφοριών εντός της Κοινότητας και με τρίτες χώρες, σχετικά με τη μείωση, τη μείωση στο ελάχιστο ή εξάλειψη, εάν αυτό είναι δυνατόν, της παραγωγής, της χρήσης και της έκλυσης έμμονων οργανικών ρύπων και σχετικά με εναλλακτικές αυτών ουσίες, διευκρινίζοντας τους κινδύνους και το οικονομικό και κοινωνικό κόστος αυτών των εναλλακτικών ουσιών.

2.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη προωθούν και διευκολύνουν, εφόσον απαιτείται, όσον αφορά τους έμμονους οργανικούς ρύπους:

α)

προγράμματα ευαισθητοποίησης, που περιλαμβάνουν και τις επιπτώσεις των ρύπων αυτών στην υγεία και το περιβάλλον, τις δυνατότητες αντικατάστασής τους καθώς και τη μείωση ή την εξάλειψη της παραγωγής, της χρήσης και έκλυσής τους, ειδικά για:

i)

πολιτικούς φορείς και φορείς λήψεως αποφάσεων·

ii)

ιδιαίτερα ευάλωτες ομάδες·

β)

παροχή πληροφοριών στο κοινό·

γ)

εκπαίδευση, κυρίως των εργατών, των επιστημόνων, των εκπαιδευτών και του τεχνικού και διευθυντικού προσωπικού.

3.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 2003/4/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες (16), δεν θεωρούνται εμπιστευτικές οι πληροφορίες σχετικά με την υγεία και ασφάλεια των ανθρώπων και με το περιβάλλον. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη που ανταλλάσσουν άλλες πληροφορίες με τρίτη χώρα προστατεύουν οποιαδήποτε εμπιστευτική πληροφορία, όπως συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών.

Άρθρο 11

Τεχνική αρωγή

Σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 της σύμβασης, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη συνεργάζονται για την παροχή κατάλληλης και έγκαιρης τεχνικής και χρηματοοικονομικής αρωγής σε αναπτυσσόμενες χώρες και χώρες των οποίων η οικονομία βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο, κατόπιν αιτήματος και εντός του πλαισίου των διαθέσιμων πόρων και λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε χώρας, με σκοπό την ενίσχυση της ικανότητάς τους να ανταποκριθούν πλήρως στις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη σύμβαση. Η αρωγή αυτή δύναται να διοχετευθεί επίσης μέσω μη κυβερνητικών οργανισμών.

Άρθρο 12

Υποβολή εκθέσεων

1.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή ανά τριετία πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένων και πληροφοριών σχετικών με παραβιάσεις και κυρώσεις.

2.   Τα κράτη μέλη παρέχουν ετησίως στην Επιτροπή στατιστικά στοιχεία σχετικά με την πραγματική ή κατ' εκτίμηση συνολική παραγωγή και διάθεση στην αγορά ουσιών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι ή ΙΙ.

3.   Εντός τριετίας από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και ανά τριετία στη συνέχεια, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

συνοπτικές πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από κοινοποιήσεις σχετικά με τα αποθέματα, οι οποίες παραλήφθηκαν κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 παράγραφος 2·

β)

συνοπτικές πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από τους απογραφικούς καταλόγους για τις εκλύσεις οι οποίοι καταρτίστηκαν κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 παράγραφος 1·

γ)

συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με την παρουσία διοξινών, φουρανίων και PCB στο περιβάλλον, όπως ορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ, που συγκεντρώθηκαν κατ' εφαρμογή του άρθρου 9.

4.   Όσον αφορά τα στοιχεία και τις πληροφορίες που κοινοποιούν τα κράτη μέλη, δυνάμει των παραγράφων 1, 2 και 3, η Επιτροπή καθορίζει εκ των προτέρων ενιαία μορφή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2.

5.   Για τις ουσίες που καταλογογραφούνται στη σύμβαση, η Επιτροπή εκπονεί, σε διαστήματα που θα προσδιοριστούν από τη διάσκεψη των μερών της σύμβασης, έκθεση με βάση τις πληροφορίες που της παρέχουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 2 και τη διαβιβάζει στη γραμματεία της σύμβασης.

6.   Η Επιτροπή εκπονεί ανά τριετία έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και την εντάσσει σε συγκεντρωτική έκθεση η οποία περιέχει τις πληροφορίες που διατίθενται ήδη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Μητρώου Ρυπογόνων Εκπομπών (EPER) όπως συγκροτήθηκε βάσει της απόφασης 2000/479/ΕΚ (17) και στην απογραφή των ρύπων CORINAIR στο πλαίσιο του προγράμματος EMEP (πρόγραμμα συνεχούς παρακολούθησης και εκτίμησης της μεταφοράς ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη) και τις πληροφορίες που της παρέχουν τα κράτη μέλη δυνάμει των παραγράφων 1, 2 και 3. Η εν λόγω έκθεση περιέχει πληροφορίες σχετικά με τη χρήση των παρεκκλίσεων, όπως αυτές αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 4. Περίληψη της συγκεντρωτικής έκθεσης διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και διατίθεται στο κοινό χωρίς καθυστέρηση.

Άρθρο 13

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις παραβάσεων του παρόντος κανονισμού, και μεριμνούν για την εκτέλεσή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις σχετικές διατάξεις στην Επιτροπή το αργότερο ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, και την ενημερώνουν αμέσως για τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις που τις αφορούν.

Άρθρο 14

Τροποποιήσεις των παραρτημάτων

1.   Όταν μια ουσία περιλαμβάνεται στη σύμβαση ή το πρωτόκολλο, η Επιτροπή τροποποιεί αντιστοίχως τα παραρτήματα Ι έως ΙΙΙ όπως απαιτείται, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2.

Όταν μια ουσία περιλαμβάνεται στη σύμβαση ή στο πρωτόκολλο, η Επιτροπή τροποποιεί, εφόσον απαιτείται, το παράρτημα ΙV σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2.

2.   Η Επιτροπή τροποποιεί τις υπάρχουσες καταχωρίσεις των παραρτημάτων Ι έως ΙΙΙ, συμπεριλαμβανομένων των προσαρμογών στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2.

3.   Η Επιτροπή τροποποιεί τις υπάρχουσες καταχωρίσεις του παραρτήματος ΙV και τις τροποποιήσεις στο παράρτημα V, συμπεριλαμβανομένων των προσαρμογών στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2.

Άρθρο 15

Αρμόδιες αρχές

Κάθε κράτος μέλος διορίζει μία ή περισσότερες αρχές αρμόδιες για την εκτέλεση των διοικητικών καθηκόντων που απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού. Ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τον διορισμό αυτόν το αργότερο τρεις μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 16

Επιτροπή γενικών υποθέσεων

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή του άρθρου 29 της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, εξαιρουμένων των θεμάτων που αφορούν τα απόβλητα.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/EΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 17

Επιτροπή θεμάτων σχετικών με τα απόβλητα

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή του άρθρου 18 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ για όλα τα θέματα που αφορούν τα απόβλητα και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ιδίας απόφασης.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε τρεις μήνες.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 18

Τροποποιήσεις της οδηγίας 79/117/EΟΚ

Στο μέρος Β του παραρτήματος της οδηγίας 79/117/EΟΚ, «Έμμονες οργανοχλωριούχες ενώσεις», τα σημεία 1 έως 8 διαγράφονται.

Άρθρο 19

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 29 Απριλίου 2004.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. COX

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. McDOWELL

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΥΣΙΩΝ ΠΟΥ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΕ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ

ΜEΡΟΣ Α —   Ουσίες που περιλαμβάνονται στη σύμβαση και το πρωτόκολλο

Ουσία

Αριθ. CAS

Αριθ. ΕΚ

Ειδική εξαίρεση για ενδιάμεση χρήση ή άλλη διευκρίνιση

Aldrin

309-00-2

206-215-8

Chlordane

57-74-9

200-349-0

Dieldrin

60-57-1

200-484-5

Endrin

72-20-8

200-775-7

Heptachlor

76-44-8

200-962-3

Εξαχλωροβενζόλιο

118-74-1

200-273-9

Mirex

2385-85-5

219-196-6

Toxaphene

8001-35-2

232-283-3

Πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB)

1336-36-3 και άλλοι

215-648-1 και άλλοι

Με την επιφύλαξη της οδηγίας 96/59/EΚ, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται αντικείμενα τα οποία ήταν ήδη σε χρήση όταν τέθηκε σε ισχύ ο παρών κανονισμός.

DDT [1,1,1-τριχλωρο-2,2-δις(4-χλωροφαινυλ)αιθάνιο]

50-29-3

200-024-3

Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν την ισχύουσα παραγωγή και χρήση του DDT, ως ενδιάμεσου σε κλειστό σύστημα σε συγκεκριμένο χώρο, για την παραγωγή dicofol έως την 1η Ιανουαρίου 2014, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού.

Η Επιτροπή θα επανεξετάσει αυτήν την παρέκκλιση έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008, λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης στο πλαίσιο της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ (18).

ΜEΡΟΣ Β —   Ουσίες που περιλαμβάνονται μόνον στο πρωτόκολλο

Ουσία

Αριθ. CAS

Αριθ. ΕΚ

Ειδική εξαίρεση για ενδιάμεση χρήση ή άλλη διευκρίνιση

Chlordecone

143-50-0

205-601-3

Hexabromobiphenyl

36355-01-8

252-994-2

HCH, περιλαμβανομένου του λινδανίου

608-73-1, 58-89-9

210-168-9, 200-401-2

Κατά παρέκκλιση, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν τις ακόλουθες χρήσεις:

α)

έως την 1η Σεπτεμβρίου 2006:

θεραπευτική και βιομηχανική επεξεργασία κατεργασμένης και ακατέργαστης ξυλείας σε επαγγελματικό επίπεδο,

βιομηχανικές και οικιακές εφαρμογές εσωτερικού χώρου·

β)

έως τις 31 Δεκεμβρίου 2007:

το τεχνικό HCH χρησιμοποιείται μόνο ως ενδιάμεση χημική ουσία στη χημική βιομηχανία,

προϊόντα στα οποία τουλάχιστον 99 % του ισομερούς HCH περιέχεται στη μορφή γάμμα (λινδάνιο) περιορίζονται σε χρήσεις που αφορούν τη δημόσια υγεία ή ως εντομοκτόνα τοπικής εφαρμογής για κτηνιατρικούς σκοπούς.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κατάλογος ουσιών που υπόκεινται σε περιορισμούς

Image

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Πίνακας ουσιών που υπόκεινται σε διατάξεις για τον περιορισμό των εκλύσεων

Ουσία (αριθ. CAS)

Πολυχλωριωμένες διβενζο-p-διοξίνες και διβενζοφουράνια (PCDD/PCDF)

Εξαχλωροβενζόλιο (HCB) (αριθ. CAS: 118-74-1)

Πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB)

Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες (PAH) (19)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Πίνακας ουσιών οι οποίες υπόκεινται σε διατάξεις διαχείρισης αποβλήτων που ορίζονται στο αρθρο 7

Ουσία

Αριθ. CAS

Αριθ. ΕΚ

Οριακή τιμή συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο α), σε ppm (εκατομμυριοστά)

Aldrin

309-00-2

206-215-8

 

Chlordane

57-74-9

200-349-0

 

Dieldrin

60-57-1

200-484-5

 

Endrin

72-20-8

200-775-7

 

Heptachlor

76-44-8

200-962-3

 

Εξαχλωροβενζόλιο

118-74-1

200-273-9

 

Mirex

2385-85-5

219-196-6

 

Toxaphene

8001-35-2

232-283-3

 

Πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB)

1336-36-3 και άλλοι

215-648-1

 

DDT [1,1,1-τριχλωρο-2,2-δις(4-χλωροφαινυλ)αιθάνιο]

50-29-3

200-024-3

 

Chlordecone

143-50-0

205-601-3

 

Πολυχλωριωμένες διβενζο-p-διοξίνες και διβενζοφουράνια (PCDD/PCDF)

 

 

 

HCH, συμπεριλαμβανομένου του λινδανίου

608-73-1, 58-89-9

210-168-9, 200-401-2

 

Εξαβρωμοδιφαινύλιο

36355-01-8

252-994-2

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

Μέρος 1   Διάθεση και ανάκτηση βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 2

Οι ακόλουθες εργασίες διάθεσης και ανάκτησης, όπως προβλέπονται στα παραρτήματα IIA και IIB της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ επιτρέπονται για τους σκοπούς του άρθρου 7 παράγραφος 2 όταν εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται ότι το περιεχόμενο σε έμμονους οργανικούς ρύπους καταστρέφεται ή μετατρέπεται αμετακλήτως:

D9

φυσικοχημική επεξεργασία,

D10

καύση στο έδαφος και

R1

χρήση κυρίως ως καυσίμου ή άλλου μέσου παραγωγής ενέργειας, εκτός από τα απόβλητα που περιέχουν πολυχλωριωμένα διφαινύλια.

Η εργασία προεπεξεργασίας πριν από την καταστροφή ή την αμετάκλητη τροποποίηση σύμφωνα με το μέρος του παραρτήματος αυτού μπορεί να διενεργείται υπό τον όρο ότι μια ουσία που απαριθμείται στο παράρτημα IV η οποία απομονώνεται από τα απόβλητα κατά την προεπεξεργασία διατίθεται μεταγενεστέρως σύμφωνα με το μέρος αυτό του παραρτήματος αυτού. Επιπροσθέτως, εργασίες ανασυσκευασίας και προσωρινής αποθήκευσης μπορεί να διενεργούνται πριν από τέτοια προεπεξεργασία ή πριν από την καταστροφή ή αμετάκλητη τροποποίηση σύμφωνα με το μέρος αυτό του παραρτήματος αυτού.

Μέρος 2   Απόβλητα και εργασίες επί των οποίων εφαρμόζεται το άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο β)

Οι ακόλουθες εργασίες επιτρέπονται για τους σκοπούς του άρθρου 7 παράγραφος 4 στοιχείο β) όσον αφορά τα ειδικά απόβλητα, που προσδιορίζονται από εξαψήφιο κωδικό, όπως έχουν ταξινομηθεί στην απόφαση 2000/532/ΕΚ (20).

Απόβλητα όπως έχουν ταξινομηθεί στην απόφαση 2000/532/ΕΚ της Επιτροπής

Μέγιστες οριακές τιμές συγκέντρωσης για τις ουσίες που παρατίθενται στο παράρτημα IV

Εργασία

10

ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΑΠΟ ΘΕΡΜΙΚΕΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΕΣ

 

Μόνιμη αποθήκευση μόνον σε:

ασφαλή, βαθιά, υπόγεια, σκληρά πετρώματα,

αλατωρυχεία ή

χώρους υγειονομικής ταφής για επικίνδυνες ουσίες (υπό την προϋπόθεση ότι τα απόβλητα είναι στερεοποιημένα ή σταθεροποιημένα όπου αυτό είναι τεχνικώς εφικτό όπως απαιτείται για την ταξινόμηση των αποβλήτων στο υποκεφάλαιο 19 03 της απόφασης 2000/532/ΕΚ).

Πρέπει δε να τηρούνται οι διατάξεις της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου (21) και της απόφασης 2003/33/ΕΚ του Συμβουλίου (22) και να έχει αποδειχθεί ότι η επιλεγείσα εργασία είναι προτιμότερη από περιβαλλοντική άποψη.

10 01

Απόβλητα από σταθμούς ηλεκτρικής ενέργειας ή άλλους σταθμούς καύσης (εκτός από το κεφάλαιο 19)

10 01 14 (24)

Τέφρα κλιβάνου, σκωρία και σκόνη λέβητα από κοινή αποτέφρωση που περιέχει επικίνδυνες ουσίες

10 01 16 (24)

Πτητική τέφρα από κοινή αποτέφρωση που περιέχει επικίνδυνες ουσίες

10 02

Απόβλητα από τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα

10 02 07 (24)

Στερεά απόβλητα από την επεξεργασία αερίων που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

10 03

Απόβλητα από τη θερμική μεταλλουργία αλουμινίου

10 03 04 (24)

Σκωρίες πρωτοβάθμιας επεξεργασίας

10 03 08 (24)

Αλατώδεις σκωρίες δευτεροβάθμιας παραγωγής μεταλλεύματος

10 03 09 (24)

Μαύρες επιπλέουσες σκωρίες δευτεροβάθμιας παραγωγής μεταλλεύματος

10 03 19 (24)

Σκόνη καυσαερίων που περιέχει επικίνδυνες ουσίες

10 03 21 (24)

Άλλα σωματίδια και σκόνη (συμπεριλαμβάνεται η σκόνη σφαιρομύλου) που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

10 03 29 (24)

Απόβλητα από την επεξεργασία αλατωδών σκωριών και μαύρων επιπλεουσών σκωριών που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

10 04

Απόβλητα από τη θερμική μεταλλουργία μολύβδου

10 04 01 (24)

Σκωρίες πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής

10 04 02 (24)

Επιπλέουσες σκωρίες και εξαφρίσματα πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής

10 04 04 (24)

Σκόνη καυσαερίων

10 04 05 (24)

Άλλα σωματίδια και σκόνη

10 04 06 (24)

Στερεά απόβλητα από την επεξεργασία αερίων

10 05

Απόβλητα από τη θερμική μεταλλουργία ψευδαργύρου

10 05 03 (24)

Σκόνη καυσαερίων

10 05 05 (24)

Στερεά απόβλητα από την επεξεργασία αερίων

10 06

Απόβλητα από τη θερμική μεταλλουργία χαλκού

10 06 03 (24)

Σκόνη καυσαερίων

10 06 06 (24)

Στερεά απόβλητα από την επεξεργασία αερίων

10 08

Απόβλητα από τη θερμική μεταλλουργία άλλων μη σιδηρούχων μετάλλων

10 08 08 (24)

Αλατώδεις σκωρίες πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής

10 08 15 (24)

Σκόνη καυσαερίων που περιέχει επικίνδυνες ουσίες

10 09

Απόβλητα από τη χύτευση σιδηρούχων τεμαχίων

10 09 09 (24)

Σκόνη καυσαερίων που περιέχει επικίνδυνες ουσίες

16

ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΜΗ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΟΜΕΝΑ ΑΛΛΩΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟ

16 11

Απόβλητα υλικά επένδυσης και εμαγέ για πυρίμαχες επιφάνειες

16 11 01 (24)

Υλικά επένδυσης και εμαγέ για πυρίμαχες επιφάνειες με βάση τον άνθρακα από μεταλλουργικές διεργασίες που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

16 11 03 (24)

Άλλα υλικά επένδυσης και εμαγέ για πυρίμαχες επιφάνειες από μεταλλουργικές διεργασίες που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

17

ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΑΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΕΙΣ (ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΧΩΜΑ ΕΚΣΚΑΦΗΣ ΑΠΟ ΜΟΛΥΣΜΕΝΕΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ)

 

Μόνιμη αποθήκευση μόνον σε:

ασφαλή, βαθιά, υπόγεια, σκληρά πετρώματα,

αλατωρυχεία ή

χώρους υγειονομικής ταφής για επικίνδυνες ουσίες (23) (υπό την προϋπόθεση ότι τα απόβλητα είναι στερεοποιημένα ή σταθεροποιημένα όπου αυτό είναι τεχνικώς εφικτό όπως απαιτείται για την ταξινόμηση των αποβλήτων στο υποκεφάλαιο 19 03 της απόφασης 2000/532/ΕΚ).

Πρέπει δε να τηρούνται οι διατάξεις της οδηγίας 1999/31/ΕΚ και της απόφασης 2003/33/ΕΚ και να έχει αποδειχθεί ότι η επιλεγείσα εργασία είναι προτιμότερη από περιβαλλοντική άποψη.

17 01

Σκυρόδεμα, τούβλα, πλακάκια και κεραμικά

17 01 06 (24)

Μείγματα ή επιμέρους συστατικά από σκυρόδεμα, τούβλα, πλακάκια και κεραμικά που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

17 05

Χώματα περιλαμβανομένων χωμάτων εκσκαφής από μολυσμένες τοποθεσίες, πέτρες και μπάζα εκσκαφών

17 05 03 (24)

Χώματα και πέτρες που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

17 09

Άλλα απόβλητα δομικών κατασκευών και κατεδαφίσεων

17 09 02 (24)

Απόβλητα δομικών κατασκευών και κατεδαφίσεων που περιέχουν PCB, με εξαίρεση τον εξοπλισμό που περιέχει PCB

17 09 03 (24)

Άλλα απόβλητα δομικών κατασκευών και κατεδαφίσεων που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

19

ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΟΝΑΔΕΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ, ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΕΚΤΟΣ ΣΗΜΕΙΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΥΔΑΤΟΣ ΠΡΟΟΡΙΖΟΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ ΥΔΑΤΟΣ ΓΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΧΡΗΣΗ

 

Μόνιμη αποθήκευση μόνον σε:

ασφαλή, βαθιά, υπόγεια, σκληρά πετρώματα,

αλατωρυχεία ή

χώρους υγειονομικής ταφής για επικίνδυνες ουσίες (υπό την προϋπόθεση ότι τα απόβλητα είναι στερεοποιημένα ή σταθεροποιημένα όπου αυτό είναι τεχνικώς εφικτό όπως απαιτείται για την ταξινόμηση των αποβλήτων στο υποκεφάλαιο 19 03 της απόφασης 2000/532/ΕΚ).

Πρέπει δε να τηρούνται οι διατάξεις της οδηγίας 1999/31/ΕΚ και της απόφασης 2003/33/ΕΚ και να έχει αποδειχθεί ότι η επιλεγείσα εργασία είναι προτιμότερη από περιβαλλοντική άποψη.

19 01

Απόβλητα από την καύση ή πυρόλυση αποβλήτων

19 01 07 (24)

Στερεά απόβλητα από την επεξεργασία αερίων

19 01 11 (24)

Τέφρα και σκωρία κλιβάνου που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

19 01 13 (24)

Πτητική τέφρα που περιέχει επικίνδυνες ουσίες

19 01 15 (24)

Σκόνη λεβήτων που περιέχει επικίνδυνες ουσίες

19 04

Υαλοποιημένα απόβλητα και απόβλητα από διεργασίες υαλοποίησης

19 04 02 (24)

Πτητική τέφρα και απόβλητα επεξεργασίας καυσαερίων

19 04 03 (24)

Μη υαλοποιημένη στερεά φάση


(1)  ΕΕ C 32 της 5.2.2004, σ. 45.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2004 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 2004.

(3)  Σύμβαση σχετικά με τη διαδικασία συναίνεσης μετά από ενημέρωση όσον αφορά επικίνδυνα χημικά προϊόντα και φυτοφάρμακα στο διεθνές εμπόριο.

(4)  Σύμβαση για τον έλεγχο της διασυνοριακής διακίνησης επικίνδυνων αποβλήτων και της διάθεσής τους.

(5)  EE L 33 της 8.2.1979, σ. 36· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36).

(6)  EE L 262 της 27.9.1976, σ. 201· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/21/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 57 της 25.2.2004, σ. 4).

(7)  EE L 63 της 6.3.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 775/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 27).

(8)  EE C 322 της 17.11.2001, σ. 2.

(9)  ΕΕ L 377 της 31.12.1991, σ. 20· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 94/31/ΕΚ (ΕΕ L 168 της 2.7.1994, σ. 28).

(10)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(11)  Οδηγία 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί ταξινομήσεως, συσκευασίας και επισημάνσεως των επικινδύνων ουσιών (EE 196 της 16.8.1967, σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003.

(12)  Οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (EE L 194 της 25.7.1975, σ. 39)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(13)  Οδηγία 2001/59/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2001, σχετικά με την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο, για εικοστή όγδοη φορά, της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών (ΕΕ L 225 της 21.8.2001, σ. 1).

(14)  Οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (ΕΕ L 257 της 10.10.1996, σ. 26)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(15)  Οδηγία 96/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 1996, για τη διάθεση των πολυχλωροδιφαινυλίων και των πολυχλωροτριφαινυλίων (PCB/PCT) (ΕΕ L 243 της 24.9.1996, σ. 31).

(16)  ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26.

(17)  Απόφαση 2000/479/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2000, περί υιοθέτησης ενός ευρωπαϊκού μητρώου ρυπογόνων εκπομπών (EPER) σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (ΟΠΕΡ) (ΕΕ L 192 της 28.7.2000, σ. 36).

(18)  Οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230 της 19.8.1991, σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/30/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 50).

(19)  Για τον σκοπό απογραφής των ρύπων, χρησιμοποιούνται οι ακόλουθοι τέσσερις δείκτες ενώσεων: βενζο(α)πυρένιο, βενζο(β)φλουροανθένιο, βενζο(κ)φλουροανθένιο και ινδενο(1,2,3-γδ)πυρένιο.

(20)  Απόφαση 2000/532/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2000, για αντικατάσταση της απόφασης 94/3/ΕΚ για τη θέσπιση καταλόγου αποβλήτων σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο α) της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης 94/904/ΕΚ του Συμβουλίου για την κατάρτιση καταλόγου επικίνδυνων αποβλήτων κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τα επικίνδυνα απόβλητα (ΕΕ L 226 της 6.9.2000, σ. 3). Απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 2001/573/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 203 της 28.7.2001, σ. 18).

(21)  Τα απόβλητα που σημειώνονται με αστερίσκο (*) θεωρούνται επικίνδυνα απόβλητα σύμφωνα με την oδηγία 91/689/ΕΟΚ για τα επικίνδυνα απόβλητα και υπόκεινται στις διατάξεις της oδηγίας αυτής.

(22)  Οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (ΕΕ L 182 της 16.7.1999, σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(23)  Απόφαση 2003/33/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, για τον καθορισμό κριτηρίων και διαδικασιών αποδοχής των αποβλήτων στους χώρους υγειονομικής ταφής σύμφωνα με το άρθρο 16 και το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 1999/31/ΕΚ (ΕΕ L 11 της 16.1.2003, σ. 27).

(24)  Εκτός από την περίπτωση αποβλήτων που περιέχουν ή έχουν μολυνθεί με πολυχλωριωμένα διφαινύλια σε συγκέντρωση μεγαλύτερη των 50 ppm.