30.4.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/18


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ(ΕΚ) αριθ. 796/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 21 Απριλίου 2004

σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2019/93, (ΕΚ) αριθ. 1452/2001, (ΕΚ) αριθ. 1453/2001, (ΕΚ) αριθ. 1454/2001, (ΕΚ) αριθ. 1868/94, (ΕΚ) αριθ. 1251/1999, (ΕΚ) αριθ. 1254/1999, (ΕΚ) αριθ. 1673/2000, (ΕΟΚ) αριθ. 2358/71 και (ΕΚ) αριθ. 2529/2001 (1), και ιδίως τα άρθρα 7 παράγραφος 1, 10 παράγραφος 3, 24 παράγραφος 2, 34 παράγραφος 2, 52 παράγραφος 2, 145 στοιχεία β), γ), δ), ζ), ι), ια), ιβ), ιγ), ιδ) και ιστ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 εισήγαγε το καθεστώς της ενιαίας ενίσχυσης, καθώς και ορισμένα άλλα καθεστώτα άμεσων ενισχύσεων. Ταυτόχρονα συγχώνευσε ορισμένα υφιστάμενα καθεστώτα άμεσων ενισχύσεων. Επιπλέον, θεσπίζει την αρχή, σύμφωνα με την οποία οι άμεσες ενισχύσεις για τον γεωργό που δεν εκπληρώνει ορισμένους όρους στους τομείς της δημόσιας υγείας, της υγείας ζώων και φυτών, του περιβάλλοντος και της καλής διαβίωσης των ζώων («πολλαπλή συμμόρφωση») υπόκεινται σε μειώσεις ή αποκλεισμούς.

(2)

Τα καθεστώτα άμεσων ενισχύσεων που εισήχθησαν για πρώτη φορά ως αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης της κοινής γεωργικής πολιτικής το 1992 και εξελίχθηκαν περαιτέρω στο πλαίσιο των μέτρων του Προγράμματος Δράσης 2000 έχουν υπαχθεί σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου (στο εξής καλούμενο «ολοκληρωμένο σύστημα»). Αποδείχθηκε ότι το σύστημα αυτό είναι ένα αποτελεσματικό και επαρκές μέσο για την εφαρμογή των καθεστώτων άμεσων ενισχύσεων. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 χρησιμοποιεί ως βάση το εν λόγω ολοκληρωμένο σύστημα και υπάγει σε αυτό τη διαχείριση και τον έλεγχο τόσο των καθεστώτων άμεσων ενισχύσεων που θεσπίζει όσο και την τήρηση των υποχρεώσεων πολλαπλής συμμόρφωσης.

(3)

Ενδείκνυται επομένως να καταργηθεί ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2419/2001 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου για ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3508/92 (2) και να βασιστεί ο παρών κανονισμός στις αρχές που καθιερώθηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2419/2001.

(4)

Για λόγους σαφήνειας, είναι σκόπιμο να προβλεφθούν ορισμένοι ορισμοί.

(5)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 προβλέπει, μεταξύ των όρων πολλαπλής συμμόρφωσης, ορισμένες υποχρεώσεις των κρατών μελών αφενός και των μεμονωμένων γεωργών αφετέρου, όσον αφορά τη διατήρηση μόνιμων βοσκοτόπων. Είναι αναγκαίο να οριστούν οι λεπτομέρειες για τον καθορισμό της αναλογίας των μόνιμων βοσκοτόπων και γεωργικών εκτάσεων και να προβλεφθούν οι ατομικές υποχρεώσεις των γεωργών, οι οποίες πρέπει να τηρούνται σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι το εν λόγω ποσοστό μειώνεται εις βάρος των εκτάσεων που αποτελούν μόνιμους βοσκότοπους.

(6)

Για λόγους αποτελεσματικού ελέγχου και για να αποτραπεί η υποβολή πολλαπλών αιτήσεων ενίσχυσης σε διάφορους οργανισμούς πληρωμών στο ίδιο κράτος μέλος, τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέψουν ενιαίο σύστημα καταγραφής της ταυτότητας των γεωργών που υποβάλλουν αιτήσεις ενίσχυσης στο πλαίσιο του ολοκληρωμένου συστήματος.

(7)

Πρέπει να θεσπιστούν λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά το σύστημα αναγνώρισης αγροτεμαχίων που θα χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, πρέπει να χρησιμοποιούνται τεχνικές ηλεκτρονικού συστήματος γεωγραφικών πληροφοριών (ΣΓΠ). Είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί το επίπεδο στο οποίο πρέπει να λειτουργεί το σύστημα, καθώς και ο βαθμός λεπτομέρειας των πληροφοριών που πρέπει να είναι διαθέσιμες στο ΣΓΠ.

(8)

Επιπλέον, η θέσπιση στρεμματικής ενίσχυσης για τους καρπούς με κέλυφος στο κεφάλαιο 4 του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 οδηγεί στην ανάγκη εισαγωγής ενός νέου στρώματος πληροφοριών στο ΣΓΠ. Ωστόσο, είναι σκόπιμο να απαλλαγούν τα εν λόγω κράτη μέλη από την υποχρέωση αυτή, όταν η μέγιστη εγγυημένη έκταση είναι 1 500 ha ή μικρότερη και να προβλεφθεί αντίθετα υψηλότερο ποσοστό ελέγχων για τους επιτόπιους ελέγχους.

(9)

Για να εξασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης που προβλέπεται στον τίτλο ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, τα κράτη μέλη πρέπει να δημιουργήσουν ένα σύστημα αναγνώρισης και καταγραφής, σύμφωνα με το οποίο τα δικαιώματα ενίσχυσης πρέπει να είναι ανιχνεύσιμα και το οποίο επιτρέπει, μεταξύ άλλων, να γίνεται διασταύρωση των εκτάσεων που δηλώνονται για τους σκοπούς του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης με τα δικαιώματα ενίσχυσης που έχει στη διάθεσή του κάθε γεωργός, καθώς και μεταξύ των διαφόρων δικαιωμάτων ενίσχυσης.

(10)

Η παρακολούθηση της τήρησης των διαφόρων υποχρεώσεων πολλαπλής συμμόρφωσης απαιτεί την καθιέρωση συστήματος ελέγχου και κατάλληλων κυρώσεων. Για το σκοπό αυτό, οι διάφορες αρχές στο εσωτερικό των κρατών μελών πρέπει να ανακοινώνουν στοιχεία σχετικά με τις αιτήσεις ενίσχυσης, τα δείγματα ελέγχου, τα αποτελέσματα των επιτόπιων ελέγχων κλπ. Πρέπει να προβλεφθούν τα βασικά στοιχεία του εν λόγω συστήματος.

(11)

Για να προαχθεί η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, πρέπει να προβλεφθεί ότι οι πληρωμές βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 μπορούν να πραγματοποιηθούν, μόνο όταν ολοκληρωθούν οι έλεγχοι σχετικά με τα κριτήρια επιλεξιμότητας.

(12)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 δίνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιλέξουν αν θα εφαρμόσουν ορισμένα από τα καθεστώτα ενίσχυσης που προβλέπονται σε αυτόν. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός πρέπει να περιλάβει διατάξεις για τις ανάγκες διαχείρισης και ελέγχου όσον αφορά κάθε δυνατή επιλογή. Οι διατάξεις αυτές που θα περιληφθούν στον παρόντα κανονισμό, επομένως, θα μπορούν να εφαρμόζονται μόνο στην έκταση που τα κράτη μέλη έχουν προβεί στις εν λόγω επιλογές.

(13)

Με σκοπό τους αποτελεσματικούς ελέγχους, πρέπει να δηλώνεται ταυτόχρονα κάθε είδος χρήσης της έκτασης και των σχετικών καθεστώτων ενίσχυσης. Επομένως, πρέπει να προβλεφθεί η υποβολή ενιαίας αίτησης ενίσχυσης που θα περιλαμβάνει όλες τις αιτήσεις ενίσχυσης, οι οποίες σχετίζονται με οποιοδήποτε τρόπο με την έκταση.

(14)

Επιπλέον, έντυπο ενιαίας αίτησης πρέπει να υποβάλλεται ακόμη και από τους γεωργούς, οι οποίοι δεν ζητούν καμία από τις ενισχύσεις που υπάγονται στην ενιαία αίτηση, εάν έχουν στη διάθεσή τους γεωργική έκταση.

(15)

Σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να καθορίσουν καταληκτική ημερομηνία μεταγενέστερη της 15ης Μαΐου ενός συγκεκριμένου έτους για την υποβολή των αιτήσεων ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης. Επειδή όλες οι αιτήσεις ενίσχυσης βάσει της έκτασης υπάγονται στην ενιαία αίτηση, ενδείκνυται να εφαρμοστεί ο κανόνας αυτός και για όλες τις άλλες αιτήσεις ενίσχυσης βάσει της έκτασης. Λόγω των ιδιαίτερων κλιματολογικών συνθηκών στη Φινλανδία και τη Σουηδία, στα εν λόγω κράτη μέλη πρέπει να επιτραπεί, βάσει του δεύτερου εδαφίου της εν λόγω διάταξης, να καθορίσουν μεταγενέστερη ημερομηνία, η οποία όμως δεν θα υπερβαίνει τις 15 Ιουνίου. Επιπλέον, πρέπει να προβλεφθούν κατά περίπτωση παρεκκλίσεις με την ίδια νομική βάση, εάν το απαιτήσουν στο μέλλον οι κλιματολογικές συνθήκες ενός συγκεκριμένου έτους.

(16)

Στην ενιαία αίτηση ο γεωργός πρέπει να δηλώνει όχι μόνο την έκταση που χρησιμοποιεί για γεωργικούς σκοπούς, αλλά και τα δικαιώματα ενίσχυσης που κατέχει. Επιπλέον, οι ειδικότερες πληροφορίες που αφορούν την παραγωγή κάνναβης, σκληρού σίτου, ρυζιού, καρπών με κέλυφος, ενεργειακών καλλιεργειών, γεωμήλων αμυλοποιίας και σπόρων προς σπορά πρέπει να ζητούνται ταυτόχρονα με την ενιαία αίτηση.

(17)

Με σκοπό την απλούστευση των διαδικασιών υποβολής της αίτησης και σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, πρέπει να προβλεφθεί σχετικά ότι τα κράτη μέλη στο μέτρο του δυνατού θα παρέχουν στο γεωργό προεκτυπωμένα στοιχεία.

(18)

Εξάλλου, με σκοπό την αποτελεσματική παρακολούθηση, κάθε κράτος μέλος πρέπει να καθορίζει το ελάχιστο μέγεθος των αγροτεμαχίων που μπορεί να είναι υποκείμενο μίας αίτησης ενίσχυσης.

(19)

Πρέπει επιπλέον να προβλεφθεί ότι δηλώνονται στο έντυπο ενιαίας αίτησης οι εκτάσεις, για τις οποίες δεν ζητείται ενίσχυση. Ανάλογα με το είδος της χρήσης, μπορεί να είναι σημαντικό να υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ορισμένες χρήσεις πρέπει να δηλώνονται χωριστά, ενώ άλλες χρήσεις μπορούν να δηλώνονται σε μία στήλη. Ωστόσο, στην περίπτωση που τα κράτη μέλη ήδη λαμβάνουν αυτές τις πληροφορίες πρέπει να επιτραπεί παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό.

(20)

Για να υπάρχει η μεγαλύτερη δυνατή ευελιξία ως προς τον προγραμματισμό των γεωργών σχετικά με τη χρήση των εκτάσεων, πρέπει να επιτρέπεται στους γεωργούς να τροποποιούν την ενιαία αίτηση μέχρι τις ημερομηνίες, κατά τις οποίες κανονικά πραγματοποιείται η σπορά, υπό τον όρον ότι τηρούνται όλες οι ιδιαίτερες απαιτήσεις στο πλαίσιο των διαφόρων καθεστώτων ενίσχυσης και ότι η αρμόδια αρχή δεν έχει ακόμη ενημερώσει τον γεωργό σχετικά με σφάλματα που περιέχονται στην ενιαία αίτηση ούτε έχει κοινοποιήσει τη διεξαγωγή επιτόπιου ελέγχου, από τον οποίο προκύπτουν σφάλματα σε σχέση με το μέρος που αφορά η τροποποίηση. Κατόπιν της τροποποίησης, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα να προσαρμόζονται τα αντίστοιχα δικαιολογητικά έγγραφα ή οι συμβάσεις που πρέπει να υποβληθούν.

(21)

Στην περίπτωση που το κράτος μέλος επιλέξει την εφαρμογή των διαφόρων καθεστώτων ενίσχυσης για ζώα, πρέπει να προβλεφθούν κοινές διατάξεις όσον αφορά τα λεπτομερή στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στις αιτήσεις ενίσχυσης για ζώα.

(22)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας, καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου (3), απαιτεί να ανακοινώνουν οι κάτοχοι βοοειδών τα δεδομένα που αφορούν αυτά τα ζώα σε μηχανογραφημένη βάση δεδομένων. Σύμφωνα με το άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, πριμοδοτήσεις στο πλαίσιο των καθεστώτων ενίσχυσης για τα βοοειδή μπορούν να καταβάλλονται μόνο για τα ζώα που ταυτοποιούνται και καταγράφονται ορθά, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000. Η μηχανογραφημένη βάση δεδομένων απέκτησε εξαιρετικά μεγάλη σημασία και όσον αφορά τη διαχείριση των καθεστώτων ενίσχυσης. Επομένως, πρέπει να παρέχεται εγκαίρως πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες στους παραγωγούς που υποβάλλουν αιτήσεις στο πλαίσιο των σχετικών καθεστώτων ενίσχυσης.

(23)

Πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που περιέχονται στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων, με σκοπό την εισαγωγή απλουστευμένων διαδικασιών υποβολής αίτησης, υπό τον όρο ότι η μηχανογραφημένη βάση δεδομένων είναι αξιόπιστη. Πρέπει να προβλεφθούν διάφορες επιλογές, οι οποίες να επιτρέπουν στα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που περιέχονται στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή, για τους σκοπούς της υποβολής και της διαχείρισης των αιτήσεων ενίσχυσης. Ωστόσο, όταν οι εν λόγω επιλογές προβλέπουν ότι ο γεωργός δεν υποχρεούται να ταυτοποιεί ατομικά τα βοοειδή για τα οποία ζητεί τις πριμοδοτήσεις, πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι κάθε δυνητικά επιλέξιμο ζώο, για το οποίο αποκαλύπτονται παρατυπίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς το σύστημα αναγνώρισης και καταγραφής, μπορεί, για την επιβολή κυρώσεων, να θεωρηθεί ζώο για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση ενίσχυσης.

(24)

Πρέπει να καθοριστούν οι λεπτομέρειες σχετικά με την υποβολή και το περιεχόμενο των αιτήσεων ενίσχυσης για την πριμοδότηση γαλακτοπαραγωγής και τις συναφείς πρόσθετες ενισχύσεις.

(25)

Πρέπει να δημιουργηθεί το γενικό πλαίσιο για την εισαγωγή απλουστευμένων διαδικασιών όσον αφορά τις ανακοινώσεις μεταξύ του γεωργού και των αρχών των κρατών μελών. Το εν λόγω πλαίσιο πρέπει ιδίως να προβλέπει τη δυνατότητα να χρησιμοποιούνται ηλεκτρονικά μέσα. Πρέπει, ωστόσο, να διασφαλίζεται ιδίως ότι τα δεδομένα που προκύπτουν με τον τρόπο αυτό είναι πλήρως αξιόπιστα και ότι οι διαδικασίες αυτές εφαρμόζονται χωρίς οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των γεωργών.

(26)

Όταν οι αιτήσεις ενίσχυσης περιέχουν προφανή σφάλματα, πρέπει να μπορούν να διορθώνονται οποιαδήποτε στιγμή.

(27)

Η τήρηση των προθεσμιών για την υποβολή των αιτήσεων ενίσχυσης, για την τροποποίηση των αιτήσεων στρεμματικής ενίσχυσης και για την υποβολή τυχόν δικαιολογητικών εγγράφων, συμβάσεων ή δηλώσεων είναι απαραίτητη, για να μπορούν οι εθνικές διοικήσεις να προγραμματίζουν και στη συνέχεια να διενεργούν αποτελεσματικούς ελέγχους της ορθότητας των αιτήσεων ενίσχυσης. Πρέπει επομένως να προβλεφθεί εντός ποίων χρονικών ορίων είναι αποδεκτές οι εκπρόθεσμες αιτήσεις. Επιπλέον, πρέπει να επιβάλλεται μείωση, για να ενθαρρύνονται οι γεωργοί να τηρούν τις προθεσμίες.

(28)

Οι παραγωγοί πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αποσύρουν τις αιτήσεις ενίσχυσης ή μέρη αυτών οποιαδήποτε στιγμή, υπό τον όρο ότι η αρμόδια αρχή δεν έχει ακόμη ενημερώσει τον γεωργό σχετικά με σφάλματα που περιέχονται στην αίτηση ενίσχυσης ούτε έχει κοινοποιήσει τη διεξαγωγή επιτόπιου ελέγχου, από τον οποίο προκύπτουν σφάλματα σε σχέση με το μέρος που αφορά η απόσυρση.

(29)

Πρέπει να παρακολουθείται αποτελεσματικά η συμμόρφωση προς τις διατάξεις για τα καθεστώτα ενίσχυσης που υπάγονται στο ολοκληρωμένο σύστημα. Για το σκοπό αυτό και προκειμένου να υπάρξει εναρμονισμένο επίπεδο παρακολούθησης σε όλα τα κράτη μέλη, είναι αναγκαίο να καθοριστούν λεπτομερώς τα κριτήρια και οι τεχνικές διαδικασίες για την διεξαγωγή των διοικητικών και επιτόπιων ελέγχων όσον αφορά τόσο τα κριτήρια επιλεξιμότητας που θεσπίζονται για τα καθεστώτα ενίσχυσης όσο και τις υποχρεώσεις πολλαπλής συμμόρφωσης. Επιπλέον, όσον αφορά τους ελέγχους συμμόρφωσης με τα κριτήρια επιλεξιμότητας, οι επιτόπιοι έλεγχοι πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να πραγματοποιούνται αιφνιδιαστικά. Όπου ενδείκνυται, τα κράτη μέλη πρέπει να συνδυάζουν τους διαφόρους ελέγχους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(30)

Πρέπει να καθοριστεί ο ελάχιστος αριθμός γεωργών που θα ελέγχεται επιτόπου στο πλαίσιο των διαφόρων καθεστώτων ενίσχυσης. Στην περίπτωση που τα κράτη μέλη επιλέξουν να εφαρμόσουν τα διάφορα καθεστώτα ενισχύσεων για ζώα, πρέπει να προβλεφθεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση με βάση την εκμετάλλευση σε σχέση με τους γεωργούς που υποβάλλουν αιτήσεις ενίσχυσης στο πλαίσιο των καθεστώτων αυτών.

(31)

Η διαπίστωση σημαντικών παρατυπιών πρέπει να υποχρεώνει σε αύξηση του επιπέδου των επιτόπιων ελέγχων στη διάρκεια του τρέχοντος και του επομένου έτους, για να επιτευχθεί ένα αποδεκτό επίπεδο βεβαιότητας όσον αφορά την ορθότητα των σχετικών αιτήσεων ενίσχυσης.

(32)

Το δείγμα του ελάχιστου ποσοστού επιτόπιων ελέγχων πρέπει να καθορίζεται εν μέρει βάσει ανάλυσης κινδύνου και εν μέρει τυχαία. Πρέπει να προσδιορισθούν οι βασικοί παράγοντες που θα λαμβάνονται υπόψη για την ανάλυση κινδύνου.

(33)

Οι επιτόπιοι έλεγχοι των γεωργών που υποβάλλουν αιτήσεις ενίσχυσης δεν χρειάζεται να διενεργούνται απαραίτητα σε κάθε μεμονωμένο ζώο ή αγροτεμάχιο. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι δειγματοληπτικά. Εντούτοις, όπου αυτό επιτρέπεται, το δείγμα πρέπει να διευρύνεται σε βαθμό που να εγγυάται αξιόπιστο και αντιπροσωπευτικό επίπεδο βεβαιότητας. Σε ορισμένες περιπτώσεις το δείγμα πιθανόν να χρειαστεί να επεκταθεί σε πλήρη έλεγχο. Τα κράτη μέλη πρέπει να ορίζουν τα κριτήρια για την επιλογή του δείγματος που θα ελεγχθεί.

(34)

Προκειμένου να διενεργούνται αποτελεσματικοί επιτόπιοι έλεγχοι, είναι σημαντικό να ενημερώνεται το προσωπικό που διενεργεί τους ελέγχους για το λόγο της επιλογής του επιτόπιου ελέγχου. Τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν αρχεία με αυτές τις πληροφορίες.

(35)

Επιπλέον, για να είναι σε θέση οι εθνικές αρχές καθώς και κάθε αρμόδια κοινοτική αρχή να παρακολουθούν τους διενεργούμενους επιτόπιους ελέγχους, είναι αναγκαίο να συντάσσεται έκθεση ελέγχου, η οποία να περιλαμβάνει τις λεπτομέρειες των ελέγχων. Στον γεωργό ή στον αντιπρόσωπό του πρέπει να δίνεται η ευκαιρία να υπογράψει την έκθεση. Εντούτοις, σε περίπτωση ελέγχων με τηλεπισκόπηση, πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να παρέχουν το δικαίωμα αυτό μόνο στις περιπτώσεις που ο έλεγχος αποκαλύπτει παρατυπίες. Ανεξάρτητα από το είδος του διενεργούμενου επιτόπιου ελέγχου, στην περίπτωση που διαπιστώνονται παρατυπίες, ο γεωργός ή ο αντιπρόσωπός του πρέπει να λαμβάνει αντίγραφο της έκθεσης.

(36)

Κατά γενικό κανόνα, οι επιτόπιοι έλεγχοι των εκτάσεων αποτελούνται από δύο μέρη, το πρώτο από τα οποία αφορά τις εξακριβώσεις και τις μετρήσεις των δηλωθέντων αγροτεμαχίων βάσει γραφικού υλικού, αεροφωτογραφιών κλπ. Το δεύτερο μέρος αποτελείται από επιθεώρηση των αγροτεμαχίων, ώστε να εξακριβωθούν οι πραγματικές διαστάσεις των δηλωθέντων αγροτεμαχίων και, ανάλογα με το υπόψη καθεστώς ενίσχυσης, η δηλωθείσα καλλιέργεια και η ποιότητά της. Όταν είναι αναγκαίο, πρέπει να πραγματοποιούνται μετρήσεις. Η επιθεώρηση στο αγρόκτημα μπορεί να πραγματοποιείται βάσει δείγματος.

(37)

Πρέπει να θεσπιστούν λεπτομερείς κανόνες για τον προσδιορισμό των εκτάσεων και για τις μεθόδους μέτρησης. Όταν καταβάλλεται ενίσχυση για την παραγωγή ορισμένων καλλιεργειών, η πείρα έχει αποδείξει ότι, σε σχέση με τον προσδιορισμό της έκτασης των αγροτεμαχίων που είναι επιλέξιμη για στρεμματικές ενισχύσεις, είναι αναγκαίο να καθοριστεί το αποδεκτό πλάτος ορισμένων στοιχείων των αγρών, όπως φράκτες, τάφροι ή τοιχία. Ενόψει των ιδιαίτερων περιβαλλοντικών αναγκών, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ορισμένος βαθμός ευελιξίας εντός των ορίων που έχουν ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό των περιφερειακών αποδόσεων.

(38)

Όσον αφορά τις εκτάσεις που δηλώνονται για τη λήψη ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος της ενιαίας ενίσχυσης, πρέπει, ωστόσο, να ακολουθείται διαφοροποιημένη προσέγγιση, δεδομένου του γεγονότος ότι οι εν λόγω ενισχύσεις δεν συνδέονται πλέον με υποχρέωση παραγωγής.

(39)

Λόγω των ιδιαιτεροτήτων του καθεστώτος ενίσχυσης για τους σπόρους προς σπορά σύμφωνα με το άρθρο 99 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, πρέπει να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις σχετικά με τον έλεγχο.

(40)

Πρέπει να καθοριστούν οι όροι για τη χρήση τηλεπισκόπησης για τους επιτόπιους ελέγχους και πρέπει να προβλεφθεί η διενέργεια φυσικών ελέγχων σε περιπτώσεις που από την φωτοερμηνεία δεν προκύπτουν σαφή αποτελέσματα.

(41)

Το άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 προβλέπει ειδικούς ελέγχους της περιεκτικότητας σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) σε περίπτωση που ο γεωργός καλλιεργεί κάνναβη σε αγροτεμάχια που έχουν δηλωθεί για τους σκοπούς του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης. Πρέπει να θεσπιστούν οι λεπτομέρειες σχετικά με τους ελέγχους αυτούς.

(42)

Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος επιλέξει την εφαρμογή των διαφόρων καθεστώτων ενίσχυσης για ζώα, όταν υποβάλλεται αίτηση ενίσχυσης στο πλαίσιο των καθεστώτων αυτών, πρέπει να καθοριστούν ο χρόνος και το ελάχιστο περιεχόμενο των επιτόπιων ελέγχων. Για να ελέγχεται αποτελεσματικά η ορθότητα των δηλώσεων που περιέχονται στις αιτήσεις ενίσχυσης και των ανακοινώσεων στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή, είναι ουσιώδους σημασίας να διεξάγεται το μεγαλύτερο μέρος αυτών των επιτόπιων ελέγχων, ενόσω τα ζώα βρίσκονται ακόμη στην εκμετάλλευση κατά τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής κατοχής.

(43)

Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος επιλέξει την εφαρμογή των διαφόρων καθεστώτων ενίσχυσης για βοοειδή, εφόσον η ορθή αναγνώριση και καταγραφή των βοοειδών είναι προϋπόθεση επιλεξιμότητας σύμφωνα με το άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι η κοινοτική ενίσχυση χορηγείται μόνο για βοοειδή που έχουν αναγνωριστεί και καταγραφεί ορθά. Οι έλεγχοι αυτοί πρέπει επίσης να διενεργούνται και για τα βοοειδή, για τα οποία δεν έχει ακόμη υποβληθεί αίτηση, αλλά που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αίτησης ενίσχυσης στο μέλλον, διότι για τα εν λόγω ζώα, λόγω της διαμόρφωσης ορισμένων από τα καθεστώτα ενίσχυσης βοοειδών, σε πολλές περιπτώσεις υποβάλλονται αιτήσεις για ενίσχυση μόνο μετά την αναχώρησή τους από την εκμετάλλευση.

(44)

Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος επιλέξει την εφαρμογή της πριμοδότησης σφαγής, πρέπει να υπάρξει ειδική πρόβλεψη για τη διενέργεια ελέγχων στα σφαγεία, προκειμένου να διαπιστώνεται κατά πόσο τα ζώα, για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση ενίσχυσης, είναι επιλέξιμα και κατά πόσο οι πληροφορίες που περιέχονται στην μηχανογραφημένη βάση δεδομένων είναι ορθές. Πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν δύο διαφορετικές βάσεις για την επιλογή των σφαγείων για τη διεξαγωγή αυτών των ελέγχων.

(45)

Στην περίπτωση αυτή, όσον αφορά την πριμοδότηση σφαγής που χορηγείται μετά την εξαγωγή των βοοειδών, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις παράλληλα με τις κοινοτικές διατάξεις ελέγχου που αφορούν τις εξαγωγές εν γένει, λόγω των διαφορών που υφίστανται όσον αφορά τους σκοπούς των ελέγχων.

(46)

Οι διατάξεις ελέγχου που προβλέπονται σε σχέση με τις ενισχύσεις για ζώα πρέπει επίσης ενδεχομένως να εφαρμόζονται και στις πρόσθετες ενισχύσεις βάσει του άρθρου 133 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003.

(47)

Έχουν θεσπιστεί ειδικές διατάξεις ελέγχου βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1082/2003 της Επιτροπής, της 23ης Ιουνίου 2003, για τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους ελάχιστους διενεργητέους ελέγχους στο πλαίσιο του συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών (4). Όταν διενεργούνται έλεγχοι βάσει του εν λόγω κανονισμού, τα αποτελέσματα πρέπει να περιλαμβάνονται στην έκθεση ελέγχου που συντάσσεται για τους σκοπούς του ολοκληρωμένου συστήματος.

(48)

Όσον αφορά τις αιτήσεις ενίσχυσης για την πριμοδότηση γαλακτοπαραγωγής και τη συναφή πρόσθετη ενίσχυση, τα βασικά κριτήρια επιλεξιμότητας είναι η ποσότητα γάλακτος που μπορεί να παραχθεί εντός της ποσότητας αναφοράς που διαθέτει ο γεωργός και εάν ο γεωργός είναι πράγματι παραγωγός γάλακτος. Η ποσότητα αναφοράς είναι ήδη γνωστή στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Η κύρια προϋπόθεση που πρέπει να ελέγχεται επιτόπου είναι, επομένως, εάν ο γεωργός είναι παραγωγός γάλακτος. Οι έλεγχοι αυτοί μπορούν να διενεργούνται ιδίως βάσει των λογιστικών ή άλλων βιβλίων του γεωργού.

(49)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 θεσπίζει υποχρεώσεις πολλαπλής συμμόρφωσης για τους γεωργούς που λαμβάνουν ενισχύσεις στο πλαίσιο όλων των καθεστώτων άμεσων ενισχύσεων, τα οποία παρατίθενται στο παράρτημα Ι του εν λόγω κανονισμού. Προβλέπει ένα σύστημα μειώσεων και αποκλεισμών στις περιπτώσεις που δεν τηρούνται οι υποχρεώσεις αυτές. Πρέπει να καθοριστούν οι λεπτομέρειες του εν λόγω συστήματος.

(50)

Πρέπει να καθοριστούν οι λεπτομέρειες σχετικά με το ζήτημα ποιες αρχές των κρατών μελών διενεργούν ελέγχους ως προς τις υποχρεώσεις πολλαπλής συμμόρφωσης.

(51)

Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι χρήσιμο για τα κράτη μέλη να διενεργούν διοικητικούς ελέγχους ως προς τις υποχρεώσεις πολλαπλής συμμόρφωσης. Ωστόσο, αυτό το ελεγκτικό εργαλείο δεν πρέπει να καταστεί υποχρεωτικό για τα κράτη μέλη, ενώ είναι χρήσιμο να προβλεφθεί ότι η χρησιμοποίησή του εναπόκειται στη διακριτική ευχέρειά τους.

(52)

Πρέπει να καθοριστεί το ελάχιστο ποσοστό ελέγχων σχετικά με την τήρηση των υποχρεώσεων πολλαπλής συμμόρφωσης. Το εν λόγω ποσοστό ελέγχων πρέπει να καθοριστεί στο 1 % των γεωργών που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας κάθε ελεγκτικής αρχής, οι οποίοι επιλέγονται βάσει της ενδεδειγμένης ανάλυσης κινδύνου. Το δείγμα πρέπει να σχηματίζεται είτε με βάση τα δείγματα γεωργών που επιλέγονται για επιτόπιο έλεγχο σε σχέση με τα κριτήρια επιλεξιμότητας είτε από τον συνολικό πληθυσμό των γεωργών που υποβάλλουν αιτήσεις για άμεσες ενισχύσεις. Στην τελευταία περίπτωση πρέπει να επιτρέπονται ορισμένες επιμέρους επιλογές.

(53)

Κατά γενικό κανόνα, λαμβανομένης υπόψη της διαφορετικής φύσης των υποχρεώσεων πολλαπλής συμμόρφωσης, οι επιτόπιοι έλεγχοι πρέπει να επικεντρώνονται σε όλες τις υποχρεώσεις, η συμμόρφωση προς τις οποίες μπορεί να ελεγχθεί τη στιγμή της επιθεώρησης. Επιπλέον, όσον αφορά τις απαιτήσεις και τα πρότυπα για τα οποία δεν μπόρεσαν να διαπιστωθούν σαφώς παραβάσεις τη στιγμή της επιθεώρησης, ο ελεγκτής πρέπει να προσδιορίζει τις περιπτώσεις που πρέπει να υποβληθούν σε περαιτέρω έλεγχο, εάν χρειάζεται.

(54)

Πρέπει να θεσπιστούν κανόνες για την κατάρτιση λεπτομερών και ειδικών εκθέσεων ελέγχου. Οι ειδικευμένοι ελεγκτές στο αγρόκτημα πρέπει να αναφέρουν τις διαπιστώσεις αλλά και τον βαθμό σοβαρότητας των διαπιστώσεων, ώστε να μπορεί ο οργανισμός πληρωμών να καθορίσει τις σχετικές μειώσεις ή, ανάλογα με την περίπτωση, να αποφασίσει για τον αποκλεισμό από τη λήψη άμεσων ενισχύσεων.

(55)

Για την αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την καταπολέμηση των παρατυπιών και των περιπτώσεων απάτης. Πρέπει να θεσπιστούν χωριστές διατάξεις σε περιπτώσεις παρατυπιών που διαπιστώνονται σε σχέση με τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τα διάφορα καθεστώτα ενισχύσεων.

(56)

Το σύστημα των μειώσεων και αποκλεισμών που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 σε σχέση με τις υποχρεώσεις πολλαπλής συμμόρφωσης, όμως, έχει διαφορετικό στόχο, δηλαδή να δημιουργήσει κίνητρο για τους γεωργούς, ώστε να τηρούν την ήδη υπάρχουσα νομοθεσία στους διάφορους τομείς της πολλαπλής συμμόρφωσης.

(57)

Οι μειώσεις και αποκλεισμοί πρέπει να καθοριστούν, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας και, στην περίπτωση των κριτηρίων επιλεξιμότητας, τα ειδικά προβλήματα που συνδέονται με περιπτώσεις ανωτέρας βίας καθώς και με έκτακτα και φυσικά περιστατικά. Στην περίπτωση των υποχρεώσεων πολλαπλής συμμόρφωσης, μειώσεις και αποκλεισμοί μπορούν να εφαρμοστούν μόνο όπου ο γεωργός έχει ενεργήσει από αμέλεια ή από πρόθεση. Οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί πρέπει να κλιμακώνονται ανάλογα με τη βαρύτητα της διαπραχθείσας παρατυπίας και πρέπει να φθάνουν μέχρι τον πλήρη αποκλεισμό από ένα ή περισσότερα καθεστώτα ενισχύσεων για καθορισμένο χρόνο. Πρέπει, όσον αφορά τα κριτήρια επιλεξιμότητας, να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων καθεστώτων ενίσχυσης.

(58)

Όσον αφορά τις αιτήσεις στρεμματικών ενισχύσεων, οι παρατυπίες αφορούν συνήθως τμήματα εκτάσεων. Η δήλωση εκτάσεων μεγαλύτερων των πραγματικών σε σχέση με ένα αγροτεμάχιο μπορεί, επομένως, να συμψηφιστεί με τη δήλωση εκτάσεων μικρότερων των πραγματικών για άλλα αγροτεμάχια της ίδιας ομάδας καλλιεργειών. Πρέπει να προβλεφθεί ότι εντός ορισμένου περιθωρίου ανοχής οι αιτήσεις ενίσχυσης απλώς προσαρμόζονται στην έκταση που προσδιορίζεται πραγματικά και οι μειώσεις αρχίζουν να εφαρμόζονται, μόνο εφόσον υπάρξει υπέρβαση του εν λόγω περιθωρίου.

(59)

Επομένως, είναι αναγκαίο να οριστούν οι εκτάσεις που ανήκουν στην ίδια ομάδα καλλιεργειών. Οι εκτάσεις που δηλώνονται για τους σκοπούς του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης πρέπει, κατ’ αρχήν, να ανήκουν στην ίδια ομάδα καλλιεργειών. Ωστόσο, πρέπει να θεσπιστούν ειδικοί κανόνες για τον προσδιορισμό των συναφών δικαιωμάτων ενίσχυσης που έχουν ενεργοποιηθεί σε περίπτωση που διαπιστωθεί αναντιστοιχία μεταξύ της δηλωθείσας και της προσδιορισθείσας έκτασης. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, τα δικαιώματα από παύση καλλιέργειας πρέπει να ενεργοποιούνται πριν από κάθε άλλο δικαίωμα. Από την άποψη αυτή, πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις σχετικά με δύο περιπτώσεις. Πρώτον, η έκταση που έχει δηλωθεί ως έκταση στην οποία έχει παύσει η καλλιέργεια με σκοπό την ενεργοποίηση των δικαιωμάτων από παύση καλλιέργειας και διαπιστώνεται ότι στην πραγματικότητα δεν έχει παύσει η καλλιέργεια σε αυτή, πρέπει να αφαιρείται από τη συνολική δηλωθείσα έκταση για το καθεστώς της ενιαίας ενίσχυσης ως μη προσδιορισθείσα έκταση. Δεύτερον, το ίδιο πρέπει να ισχύει, σε πλασματική βάση, σε σχέση με την έκταση που αντιστοιχεί σε δικαιώματα από παύση καλλιέργειας, τα οποία δεν ενεργοποιούνται, εάν ταυτόχρονα άλλα δικαιώματα ενεργοποιούνται παράλληλα με την αντίστοιχη έκταση.

(60)

Είναι αναγκαίες ειδικές διατάξεις, για να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες των αιτήσεων ενίσχυσης στο πλαίσιο των καθεστώτων ενίσχυσης για τα γεώμηλα αμυλοποιίας και για τους σπόρους προς σπορά. Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος επιλέξει την εφαρμογή των διαφόρων καθεστώτων ενίσχυσης για ζώα, όταν οι γεωργοί υποβάλλουν αίτηση ενίσχυσης για ζώα και δηλώνουν έκταση παραγωγής ζωοτροφών για το σκοπό αυτό και όταν η δήλωση έκτασης του είδους αυτού μεγαλύτερης από την πραγματική δεν οδηγεί στην πληρωμή υψηλότερης ενίσχυσης για ζώα, δεν πρέπει να προβλέπονται ποινές.

(61)

Όσον αφορά τις αιτήσεις ενισχύσεων για ζώα, οι παρατυπίες οδηγούν σε άρση της επιλεξιμότητας των σχετικών ζώων. Θα πρέπει να προβλέπονται μειώσεις από το πρώτο ζώο σχετικά με το οποίο διαπιστώνονται παρατυπίες αλλά, ανεξάρτητα από το επίπεδο της μείωσης θα πρέπει να επιβάλλεται λιγότερο αυστηρή κύρωση σε περίπτωση που διαπιστώνονται παρατυπίες σε σχέση με τρία ή λιγότερα ζώα. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η αυστηρότητα της κύρωσης πρέπει να εξαρτάται από το ποσοστό ζώων σχετικά με το οποίο διαπιστώνονται παρατυπίες.

(62)

Πρέπει να επιτραπεί στους γεωργούς να αντικαθιστούν τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα εντός των επιτρεπομένων ορίων σύμφωνα με τους ισχύοντες κατά τομέα κανόνες. Εάν, λόγω φυσικών περιστάσεων, ο γεωργός δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ως προς την υποχρεωτική κατοχή βάσει των τομεακών κανόνων, δεν πρέπει να επιβάλλονται μειώσεις και αποκλεισμοί.

(63)

Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος επιλέξει την εφαρμογή της πριμοδότησης σφαγής, λόγω της σημασίας των σφαγείων για την ορθή λειτουργία ορισμένων καθεστώτων ενίσχυσης για βοοειδή, πρέπει επίσης να υπάρξει πρόβλεψη για τις περιπτώσεις που τα σφαγεία από βαρειά αμέλεια ή από πρόθεση εκδίδουν ψευδή πιστοποιητικά ή δηλώσεις.

(64)

Όσον αφορά τις παρατυπίες σε σχέση με τις πρόσθετες ενισχύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 133 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν κυρώσεις, οι οποίες πρέπει να είναι ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες σε σχέση με τα καθεστώτα στρεμματικών ενισχύσεων και ενισχύσεων για ζώα, εκτός εάν αυτό δεν ενδείκνυται. Στην τελευταία περίπτωση, τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν κατάλληλες ισοδύναμες κυρώσεις.

(65)

Πρέπει να θεσπιστούν μειώσεις και κυρώσεις όσον αφορά την πριμοδότηση γαλακτοπαραγωγής και τις πρόσθετες ενισχύσεις, σε περίπτωση που ο γεωργός ο οποίος υποβάλλει αίτηση ενίσχυσης δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του να παράγει γάλα.

(66)

Όσον αφορά τις υποχρεώσεις πολλαπλής συμμόρφωσης, εκτός από την κλιμάκωση των μειώσεων ή αποκλεισμών με βάση την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να προβλεφθεί ότι, από μια συγκεκριμένη στιγμή, οι επανειλημμένες παραβάσεις της ίδιας υποχρέωσης πολλαπλής συμμόρφωσης θα πρέπει, μετά από προειδοποίηση του γεωργού, να αντιμετωπίζονται ως μη συμμόρφωση εκ προθέσεως.

(67)

Κατά γενικό κανόνα, δεν πρέπει να επιβάλλονται μειώσεις ή αποκλεισμοί σε σχέση με τα κριτήρια επιλεξιμότητας στις περιπτώσεις που ο γεωργός έχει υποβάλει ορθές πληροφορίες από την άποψη των πραγματικών στοιχείων ή μπορεί να αποδείξει διαφορετικά ότι δεν συντρέχει υπαιτιότητά του.

(68)

Οι γεωργοί που ενημερώνουν τις αρμόδιες εθνικές αρχές οποτεδήποτε για εσφαλμένες αιτήσεις ενισχύσεων δεν πρέπει να υπόκεινται σε μειώσεις ή αποκλεισμούς, ανεξάρτητα από τον λόγο του σφάλματος, υπό τον όρο ότι ο γεωργός δεν έχει ενημερωθεί για την πρόθεση της αρμόδιας αρχής να διενεργήσει επιτόπιο έλεγχο και ότι η αρχή δεν έχει ήδη πληροφορήσει τον γεωργό σχετικά με οποιαδήποτε παρατυπία που έχει διαπιστωθεί στην αίτηση. Το ίδιο πρέπει να ισχύει σε σχέση με εσφαλμένα δεδομένα που περιέχονται στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων, τόσο για τα βοοειδή που αποτελούν αντικείμενο αίτησης ενίσχυσης, για τα οποία οι παρατυπίες όχι μόνο συνιστούν αθέτηση μιας υποχρέωσης πολλαπλής συμμόρφωσης, αλλά και παράβαση ενός κριτηρίου επιλεξιμότητας, όσο και για τα βοοειδή που δεν αποτελούν αντικείμενο αίτησης ενίσχυσης, όταν οι εν λόγω παρατυπίες έχουν σημασία μόνο στο πλαίσιο των υποχρεώσεων πολλαπλής συμμόρφωσης.

(69)

Η διαχείριση μικρών ποσών επιβαρύνει το έργο των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να επιτραπεί στα κράτη μέλη να μην πληρώνουν ποσά ενισχύσεων που είναι κατώτερα από ένα ορισμένο ελάχιστο όριο και μην απαιτούν την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων, όταν τα σχετικά ποσά είναι ελάχιστα.

(70)

Πρέπει να θεσπιστούν ειδικές και λεπτομερείς διατάξεις, για να εξασφαλιστεί η δίκαιη εφαρμογή των διαφόρων μειώσεων που επιβάλλονται σε σχέση με μία ή περισσότερες αιτήσεις ενίσχυσης του ίδιου γεωργού. Οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς να θίγουν τις πρόσθετες κυρώσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις της κοινοτικής ή της εθνικής νομοθεσίας.

(71)

Εάν, συνεπεία ανωτέρας βίας ή εκτάκτων περιστατικών, ο γεωργός δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τους τομεακούς κανόνες, πρέπει να διατηρεί το δικαίωμά του στην καταβολή της ενίσχυσης. Πρέπει να προσδιορισθεί ποιες περιπτώσεις μπορούν, ειδικότερα, να αναγνωρισθούν από τις αρμόδιες αρχές ως περιπτώσεις έκτακτων περιστατικών.

(72)

Για να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή σε όλη την Κοινότητα της αρχής της καλής πίστης στην περίπτωση της ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, θα πρέπει να θεσπιστούν οι όροι υπό τους οποίους θα είναι δυνατόν να επικαλείται κανείς αυτή την αρχή, με την επιφύλαξη της αντιμετώπισης των σχετικών δαπανών στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των λογαριασμών σύμφωνα τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1999 περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (5).

(73)

Πρέπει να θεσπιστούν κανόνες, οι οποίοι να ορίζουν τις συνέπειες της μεταβίβασης ολόκληρων εκμεταλλεύσεων που βαρύνονται με ορισμένες υποχρεώσεις σύμφωνα με τα καθεστώτα άμεσων ενισχύσεων που υπάγονται στο ολοκληρωμένο σύστημα.

(74)

Κατά γενικό κανόνα, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν περαιτέρω μέτρα απαραίτητα για τη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας του παρόντος κανονισμού. Εφόσον είναι αναγκαίο, τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν αμοιβαία συνδρομή.

(75)

Η Επιτροπή πρέπει, κατά περίπτωση, να ενημερώνεται για τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη για την τροποποίηση του τρόπου εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος. Για να μπορεί η Επιτροπή να παρακολουθεί αποτελεσματικά το ολοκληρωμένο σύστημα, τα κράτη μέλη πρέπει να της διαβιβάζουν ορισμένες ετήσιες στατιστικές ελέγχου. Τα κράτη μέλη πρέπει, επιπλέον, να ενημερώνουν την Επιτροπή για τα μέτρα που λαμβάνουν σχετικά με τη διατήρηση εκτάσεων ως μόνιμων βοσκοτόπων.

(76)

Πρέπει να θεσπιστούν κανόνες σε σχέση με τη βάση υπολογισμού των μειώσεων που εφαρμόζονται βάσει της διαφοροποίησης σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, την επακόλουθη κλείδα κατανομής των δημοσιονομικών μέσων που καθίστανται έτσι διαθέσιμα, καθώς και τον υπολογισμό του πρόσθετου ποσού ενίσχυσης που προβλέπεται στο άρθρο 12 του εν λόγω κανονισμού, ώστε να οριστούν οι κανόνες που προσδιορίζουν κατά πόσο έχει καλυφθεί το κατώτατο όριο των 5 000 EUR που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο.

(77)

Ο παρών κανονισμός πρέπει να αρχίσει να εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2005. Από την ίδια ημερομηνία πρέπει να καταργηθεί ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2419/2001. Ωστόσο, ο εν λόγω κανονισμός πρέπει να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται στις αιτήσεις ενίσχυσης που αφορούν τις περιόδους εμπορίας ή τις περιόδους πριμοδότησης που αρχίζουν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005. Είναι αναγκαίες ειδικές διατάξεις, για να εξασφαλιστεί ότι οι μειώσεις που πρέπει να εφαρμοστούν ως συνέπεια των κανόνων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2419/2001 δεν καθίστανται κενές περιεχομένου λόγω της μετάβασης στο νέο καθεστώς.

(78)

[Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής Διαχείρισης Άμεσων Ενισχύσεων],

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΜΕΡΟΣ Ι

ΠΕΔΊΟ ΕΦΑΡΜΟΓΉΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΈΣ ΔΙΑΤΆΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός καθορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου (στο εξής «το ολοκληρωμένο σύστημα»), που θεσπίστηκαν με τον τίτλο ΙΙ του κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που περιέχουν οι κανονισμοί που καλύπτουν τα μεμονωμένα καθεστώτα ενισχύσεων.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(1)

«Αρόσιμη γη»: είναι η γη που καλλιεργείται για φυτική παραγωγή και η γη υπό παύση καλλιέργειας ή γη διατηρούμενη σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 ή γη υπό θερμοκήπια ή υπό σταθερό ή κινητό κάλυμμα

(2)

«Μόνιμος βοσκότοπος»: είναι η γη που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη αγρωστωδών ή άλλων ποωδών κτηνοτροφικών φυτών με φυσικό τρόπο (αυτοφυή) ή μέσω καλλιέργειας (σπαρμένα) και δεν περιλαμβάνεται στην εναλλαγή καλλιεργειών της εκμετάλλευσης για διάστημα πενταετίας ή μεγαλύτερο

(3)

«Σύστημα αναγνώρισης και καταγραφής βοοειδών»: είναι το σύστημα αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6)

(4)

«Ενώτιο»: είναι το ενώτιο για την ατομική αναγνώριση των ζώων, το οποίο αναφέρεται στο στοιχείο α) του άρθρου 3 και στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000

(5)

«Μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή»: είναι η μηχανογραφημένη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο στοιχείο β) του άρθρου 3 και στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000

(6)

«Διαβατήριο ζώου»: είναι το διαβατήριο ζώου που αναφέρεται στο στοιχείο γ) του άρθρου 3 και στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000

(7)

«Μητρώο»: είναι το μητρώο που τηρείται από τους κατόχους των ζώων σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 92/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (7), με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 21/2004 του Συμβουλίου (8) ή με το στοιχείο δ) του άρθρου 3 και το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 αντιστοίχως

(8)

«Στοιχεία του συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής βοοειδών»: είναι τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000

(9)

«Κωδικός αναγνώρισης»: είναι ο κωδικός αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000

(10)

«Παρατυπίες»: είναι οποιαδήποτε περίπτωση μη τήρησης των κανόνων που αφορούν τη χορήγηση της συγκεκριμένης ενίσχυσης

(11)

«Ενιαία αίτηση»: είναι η αίτηση για τις άμεσες ενισχύσεις στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης και των άλλων καθεστώτων ενίσχυσης βάσει της έκτασης που θεσπίστηκαν με τους τίτλους ΙΙΙ και IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

(12)

«Καθεστώτα ενισχύσεων βάσει της έκτασης»: είναι το καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης και όλα τα καθεστώτα ενισχύσεων που θεσπίστηκαν με τον τίτλο IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, εκτός από εκείνα που θεσπίστηκαν με τα κεφάλαια 7, 11 και 12 του εν λόγω τίτλου

(13)

«Αίτηση ενίσχυσης για ζώα»: είναι οι αιτήσεις για την πληρωμή ενισχύσεων στο πλαίσιο του καθεστώτος πριμοδοτήσεων αιγοπροβάτων και του καθεστώτος ενισχύσεων βοείου κρέατος που προβλέπονται στα κεφάλαια 11 και 12 αντιστοίχως του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

(14)

«Αίτηση ενίσχυσης για την πριμοδότηση γαλακτοπαραγωγής»: είναι οι αιτήσεις για την πληρωμή ενισχύσεων στο πλαίσιο του καθεστώτος της πριμοδότησης γαλακτοπαραγωγής και της πρόσθετης ενίσχυσης που προβλέπεται στο κεφάλαιο 7 του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003·

(15)

«Χρήση»: είναι η χρήση έκτασης από την άποψη του είδους της καλλιέργειας ή της φυτικής κάλυψης ή η απουσία καλλιέργειας

(16)

«Καθεστώτα ενισχύσεων για τα βοοειδή»: είναι τα καθεστώτα ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 121 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

(17)

«Καθεστώς ενισχύσεων για τα αιγοπρόβατα»: είναι το καθεστώς ενισχύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 111 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

(18)

«Βοοειδή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση»: είναι τα βοοειδή που αποτελούν αντικείμενο αίτησης ενισχύσεων για ζώα στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεων για τα βοοειδή

(19)

«Βοοειδή για τα οποία δεν έχει υποβληθεί αίτηση»: είναι τα βοοειδή τα οποία δεν αποτελούν ακόμη αντικείμενο αίτησης ενισχύσεων για ζώα, αλλά είναι δυνητικά επιλέξιμα για ενίσχυση στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεων για τα βοοειδή

(20)

«Περίοδος υποχρεωτικής κατοχής»: είναι η περίοδος κατά την οποία ένα ζώο που αποτελεί αντικείμενο αίτησης ενίσχυσης πρέπει να κρατείται στην εκμετάλλευση, όπως προβλέπεται στις ακόλουθες διατάξεις:

α)

άρθρα 5 και 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2342/1999 της Επιτροπής, της 28ης Οκτωβρίου 1999, για καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 του Συμβουλίου περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος, όσον αφορά τα καθεστώτα πριμοδοτήσεων (9), σε σχέση με την ειδική πριμοδότηση για τα αρσενικά βοοειδή,

β)

άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2342/1999 σε σχέση με την πριμοδότηση για τη θηλάζουσα αγελάδα,

γ)

άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2342/1999 σε σχέση με την πριμοδότηση σφαγής,

δ)

άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2550/2001 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2001, που περιλαμβάνει λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2529/2001 του Συμβουλίου σχετικά με την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα του αίγειου και του πρόβειου κρέατος όσον αφορά τα καθεστώτα πριμοδότησης και τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2419/2001 (10), σε σχέση με τις ενισχύσεις που καταβάλλονται για τα αιγοπρόβατα

(21)

«Κάτοχος ζώων»: είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για ζώα είτε σε μόνιμη είτε σε προσωρινή βάση, καθώς επίσης και κατά τη διάρκεια της μεταφοράς ή στην αγορά

(22)

«Προσδιορισθείσα έκταση»: είναι η έκταση, για την οποία έχουν εκπληρωθεί όλοι οι όροι που περιλαμβάνονται στους κανόνες για τη χορήγηση της ενίσχυσης· στην περίπτωση του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης, η δηλωθείσα έκταση μπορεί να θεωρηθεί προσδιορισθείσα, μόνον εάν πράγματι συνοδεύεται από τον αντίστοιχο αριθμό δικαιωμάτων ενίσχυσης

(23)

«Προσδιορισμένο ζώο»: είναι το ζώο, για το οποίο έχουν εκπληρωθεί όλοι οι όροι που περιλαμβάνονται στους κανόνες για τη χορήγηση της ενίσχυσης·

(24)

«Περίοδος πριμοδότησης»: είναι η περίοδος στην οποία αναφέρονται οι αιτήσεις ενίσχυσης, ανεξάρτητα από τη στιγμή της υποβολής τους

(25)

«Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών» (στο εξής καλούμενο «ΣΓΠ»): είναι οι τεχνικές ηλεκτρονικού συστήματος γεωγραφικών πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

(26)

«Αγροτεμάχιο αναφοράς»: είναι μια γεωγραφικά οριοθετημένη έκταση, η οποία διατηρεί ενιαία στοιχεία αναγνώρισης, όπως έχει καταγραφεί στο ΣΓΠ, στο σύστημα αναγνώρισης του κράτους μέλους που αναφέρεται στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

(27)

«Γραφικό υλικό»: είναι οι χάρτες ή τα λοιπά έγγραφα που χρησιμοποιούνται για την ανακοίνωση του περιεχομένου του ΣΓΠ μεταξύ των αιτούντων ενίσχυση και των κρατών μελών

(28)

«Εθνικό γεωδαιτικό σύστημα»: είναι ένα σύστημα συντεταγμένων αναφοράς, το οποίο επιτρέπει την τυποποιημένη μέτρηση και την ενιαία αναγνώριση των αγροτεμαχίων σε ολόκληρο το συγκεκριμένο κράτος μέλος· όταν χρησιμοποιούνται διαφορετικά συστήματα συντεταγμένων, πρέπει να είναι συμβατά στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλους

(29)

«Οργανισμός πληρωμών»: είναι οι αρχές και οι οργανισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 του Συμβουλίου (11)

(30)

«Πολλαπλή συμμόρφωση»: είναι οι κανονιστικές απαιτήσεις διαχείρισης και οι καλές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

(31)

«Τομείς πολλαπλής συμμόρφωσης»: είναι οι διάφοροι τομείς των κανονιστικών απαιτήσεων διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 και η καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση, όπως ορίζεται στο παράρτημα IΝ του εν λόγω κανονισμού

(32)

«Πράξη»: είναι καθεμία από τις επί μέρους οδηγίες και κανονισμούς που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003· ωστόσο, η οδηγία και οι κανονισμοί που απαριθμούνται στα σημεία 6, 7, 8 και 8α του παραρτήματος ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού αποτελούν μία και μόνη πράξη

(33)

«Πρότυπο»: είναι τα πρότυπα που ορίζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 5 και το παράρτημα IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

(34)

«Απαίτηση»: όπου χρησιμοποιείται ο όρος αυτός στο πλαίσιο της πολλαπλής συμμόρφωσης, σημαίνει κάθε μεμονωμένη κανονιστική απαίτηση διαχείρισης, η οποία απορρέει από οποιοδήποτε από τα άρθρα μιας συγκεκριμένης πράξης που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 και διαφέρει επί της ουσίας από κάθε άλλη απαίτηση της ίδιας πράξης

(35)

«Μη συμμόρφωση»: είναι οποιαδήποτε μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις και τα πρότυπα· η μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού συνιστά επίσης περίπτωση μη συμμόρφωσης·

(36)

«Εξειδικευμένοι οργανισμοί»: είναι οι εθνικές αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς τις κανονιστικές απαιτήσεις διαχείρισης και την καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση

(37)

«Προσδιορισθείσα ατομική ποσότητα αναφοράς»: είναι οι ατομικές ποσότητες αναφοράς στις οποίες έχει δικαίωμα ο γεωργός.

Άρθρο 3

Διατήρηση γης ως μόνιμου βοσκοτόπου σε επίπεδο κράτους μέλους

1.   Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο το άρθρου 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της εν λόγω διάταξης, τη διατήρηση της αναλογίας της γης που αποτελεί μόνιμο βοσκότοπο σε σχέση με τη συνολική γεωργική έκταση, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 796/2004. Η υποχρέωση αυτή ισχύει σε εθνικό ή σε περιφερειακό επίπεδο.

Ωστόσο, στην περίπτωση που διατηρείται σε απόλυτους όρους η έκταση που αποτελεί μόνιμο βοσκότοπο καθοριζόμενη σύμφωνα με την παράγραφο 4, στοιχείο α), η υποχρέωση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 θεωρείται ότι έχει τηρηθεί.

2.   Για την εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η αναλογία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν μειώνεται εις βάρος της γης που αποτελεί μόνιμο βοσκότοπο κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 10 %σε σχέση με την αναλογία αναφοράς για το 2003.

3.   Η αναλογία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καθορίζεται κάθε έτος με βάση τις εκτάσεις που δηλώνουν οι γεωργοί για το συγκεκριμένο έτος.

4.   Η αναλογία αναφοράς για το 2003, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 2, καθορίζεται ως εξής:

α)

η έκταση των μόνιμων βοσκοτόπων είναι η έκταση των μόνιμων βοσκοτόπων που έχει δηλωθεί από τους γεωργούς το 2003 συν την έκταση των μόνιμων βοσκοτόπων που θα δηλωθεί το 2005 σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού και που δεν έχει δηλωθεί για οποιαδήποτε χρήση εκτός από χορτολιβαδική έκταση το 2003, εκτός εάν ο γεωργός μπορεί να αποδείξει ότι η έκταση αυτή δεν αποτελούσε μόνιμο βοσκότοπο το 2003.

Οι εκτάσεις που θα δηλωθούν το 2005 ως μόνιμοι βοσκότοποι και που ήσαν το 2003 επιλέξιμες για τη στρεμματική ενίσχυση αροτραίων καλλιεργειών σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1251/1999 του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1999 για τη θέσπιση καθεστώτος στήριξης των παραγωγών ορισμένων αροτραίων καλλιεργειών (12) δεν λαμβάνονται υπόψη.

Οι εκτάσεις που ήσαν μόνιμοι βοσκότοποι το 2003 και που έχουν δασωθεί από το 2003 και μετά ή πρόκειται να δασωθούν σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 δεν λαμβάνονται υπόψη.

β)

η συνολική γεωργική έκταση είναι η συνολική γεωργική έκταση που θα δηλωθεί από τους γεωργούς το 2005.

Άρθρο 4

Διατήρηση γης ως μόνιμου βοσκοτόπου σε ατομικό επίπεδο

1.   Εάν διαπιστωθεί ότι η αναλογία που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού μειώνεται, το αντίστοιχο κράτος μέλος προβλέπει, σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, την υποχρέωση των γεωργών που υποβάλλουν αίτηση ενίσχυσης στο πλαίσιο οποιουδήποτε από τα καθεστώτα άμεσων ενισχύσεων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 να μην αλλάζουν τη χρήση της γης που αποτελεί μόνιμο βοσκότοπο χωρίς προηγούμενη άδεια.

2.   Εάν διαπιστωθεί ότι δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η τήρηση της υποχρέωσης που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, το αντίστοιχο κράτος μέλος, πέραν των μέτρων που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με την παράγραφο 1, προβλέπει, σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, την υποχρέωση των γεωργών που υποβάλλουν αίτηση ενίσχυσης στο πλαίσιο οποιουδήποτε από τα καθεστώτα άμεσων ενισχύσεων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, να μετατρέπουν τη γη και πάλι σε μόνιμο βοσκότοπο, όσον αφορά τους γεωργούς εκείνους που διαθέτουν γη, η οποία μετατράπηκε από μόνιμο βοσκότοπο σε γη για άλλες χρήσεις.

Η υποχρέωση αυτή ισχύει, το 2005, όσον αφορά τη γη που μετατράπηκε σε γη για άλλες χρήσεις μετά την ημερομηνία που προβλεπόταν για την υποβολή των αιτήσεων στρεμματικής ενίσχυσης για το 2003. Από το 2006, η υποχρέωση αυτή ισχύει όσον αφορά τη γη που άλλαξε χρήση μετά την έναρξη της 12μηνης περιόδου που προηγείται της τελευταίας ημερομηνίας, κατά την οποία έπρεπε να υποβληθούν το αργότερο οι ενιαίες αιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 11 στο αντίστοιχο κράτος μέλος.

Στην περίπτωση αυτή, οι γεωργοί μετατρέπουν και πάλι ένα ποσοστό της εν λόγω έκτασης σε μόνιμο βοσκότοπο ή καθορίζουν την έκταση αυτή ως γη που αποτελεί μόνιμο βοσκότοπο. Το εν λόγω ποσοστό υπολογίζεται με βάση την έκταση που έχει αλλάξει χρήση από τον γεωργό και την έκταση που χρειάζεται για να αποκατασταθεί η ισορροπία.

Ωστόσο, εάν η εν λόγω γη αποτέλεσε αντικείμενο μεταβίβασης μετά τη μετατροπή της σε γη για άλλες χρήσεις, η υποχρέωση αυτή ισχύει μόνο εάν η μεταβίβαση πραγματοποιήθηκε μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2, σημείο 2, οι εκτάσεις που μετατρέπονται και πάλι σε μόνιμο βοσκότοπο ή καθορίζονται ως γη που αποτελεί μόνιμο βοσκότοπο θεωρούνται «μόνιμοι βοσκότοποι» από την πρώτη ημέρα της νέας μετατροπής ή του καθορισμού τους.

3.   Ωστόσο, η υποχρέωση των γεωργών που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που οι γεωργοί έχουν δημιουργήσει μόνιμους βοσκοτόπους στο πλαίσιο προγραμμάτων σύμφωνα με τους κανονισμούς του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 2078/92 του Συμβουλίου της 30ής Ιουνίου 1992 σχετικά με μεθόδους γεωργικής παραγωγής που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος καθώς και με τη διατήρηση του φυσικού χώρου (13) και (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1999 για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών (14) καθώς και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1017/94 του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 1994 περί αλλαγής χρήσης γαιών με αροτραίες καλλιέργειες και διάθεσης αυτών για εκτατική κτηνοτροφία στην Πορτογαλία (15).

ΜΕΡΟΣ ΙΙ

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΈΝΟ ΣΎΣΤΗΜΑ ΔΙΑΧΕΊΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΎΓΧΟΥ

ΤΙΤΛΟΣ I

ΓΕΝΙΚΆ

Άρθρο 5

Προσδιορισμός της ταυτότητας των γεωργών

Με την επιφύλαξη του άρθρου 22 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, το μοναδικό σύστημα καταγραφής της ταυτότητας κάθε γεωργού που προβλέπεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του εν λόγω κανονισμού, εξασφαλίζει ενιαίο προσδιορισμό της ταυτότητας σε σχέση με όλες τις αιτήσεις ενίσχυσης που υποβάλλει ο ίδιος γεωργός.

Άρθρο 6

Αναγνώριση αγροτεμαχίων

1.   Το σύστημα αναγνώρισης αγροτεμαχίων που αναφέρεται στο άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 λειτουργεί σε επίπεδο αγροτεμαχίου αναφοράς, όπως είναι το ενταγμένο στο κτηματολόγιο αγροτεμάχιο ή το γεωτεμάχιο καλλιέργειας, το οποίο εξασφαλίζει ενιαίο προσδιορισμό της ταυτότητας κάθε αγροτεμαχίου αναφοράς.

Επιπλέον, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την αξιόπιστη αναγνώριση των αγροτεμαχίων και απαιτούν ιδίως η ενιαία αίτηση να συνοδεύεται από τα στοιχεία ή τα έγγραφα που έχει καθορίσει η αρμόδια αρχή και που επιτρέπουν τον εντοπισμό και τη μέτρηση κάθε αγροτεμαχίου. Το ΣΓΠ λειτουργεί βάσει εθνικού γεωδαιτικού συστήματος.

2.   Το κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι όσον αφορά τουλάχιστον το 75 % των αγροτεμαχίων αναφοράς που αποτελούν αντικείμενο αίτησης ενίσχυσης, τουλάχιστον το 90 % της αντίστοιχης έκτασης είναι επιλέξιμο σύμφωνα με το καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης. Η εκτίμηση γίνεται σε ετήσια βάση με χρησιμοποίηση των κατάλληλων στατιστικών μεθόδων.

3.   Όσον αφορά τη στρεμματική ενίσχυση για τους καρπούς με κέλυφος που προβλέπεται στο κεφάλαιο 4 του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, τα κράτη μέλη για τα οποία η εθνική μέγιστη εγγυημένη έκταση που καθορίζεται στο άρθρο 84 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού είναι μεγαλύτερη από 1 500 ha, εισάγουν, από την 1η Ιανουαρίου 2006, ένα πρόσθετο στρώμα πληροφοριών ΣΓΠ σχετικό με τον αριθμό δένδρων ανά αγροτεμάχιο, το είδος τους, τη θέση τους και τον υπολογισμό της επιφάνειας του δενδροκήπου.

Άρθρο 7

Προσδιορισμός και καταγραφή των δικαιωμάτων ενίσχυσης

1.   Το σύστημα προσδιορισμού και καταγραφής των δικαιωμάτων ενίσχυσης που προβλέπεται στο άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 είναι ηλεκτρονικό μητρώο σε επίπεδο κράτους μέλους και, ιδίως όσον αφορά τους διασταυρούμενους ελέγχους που προβλέπονται στο άρθρο 24 του παρόντος κανονισμού, εξασφαλίζει ουσιαστική ιχνηλασιμότητα των δικαιωμάτων ενίσχυσης, ιδίως όσον αφορά τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

δικαιούχο

β)

αξία

γ)

ημερομηνία σύστασης

δ)

ημερομηνία τελευταίας ενεργοποίησης

ε)

προέλευση, ιδίως όσον αφορά τη χορήγησή του, αρχική ή από το εθνικό απόθεμα, αγορά, μίσθωση, κληρονομία

στ)

είδος του δικαιώματος, ιδίως δικαιώματα παύσης καλλιέργειας, δικαιώματα υποκείμενα σε ειδικές προϋποθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 48 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 και δικαιώματα με χορήγηση άδειας σύμφωνα με το άρθρο 60 του εν λόγω κανονισμού

ζ)

ενδεχομένως, περιφερειακούς περιορισμούς.

2.   Τα κράτη μέλη στα οποία υπάρχουν περισσότεροι του ενός οργανισμοί πληρωμών, μπορούν να αποφασίσουν να λειτουργεί το ηλεκτρονικό μητρώο σε επίπεδο οργανισμού πληρωμών. Στην περίπτωση αυτή, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι τα διάφορα μητρώα είναι συμβατά μεταξύ τους.

Άρθρο 8

Γενικές αρχές για τα αγροτεμάχια

1.   Γεωτεμάχιο στο οποίο υπάρχουν δένδρα θεωρείται αγροτεμάχιο για την εφαρμογή των καθεστώτων ενίσχυσης βάσει της έκτασης, εφόσον οι γεωργικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 51 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 ή, κατά περίπτωση, η προβλεπόμενη παραγωγή μπορούν να πραγματοποιηθούν με συνθήκες αντίστοιχες με εκείνες των γεωτεμαχίων της ίδιας περιοχής, στα οποία δεν υπάρχουν δένδρα.

2.   Όσον αφορά τις εκτάσεις παραγωγής ζωοτροφών:

α)

όταν οι εκτάσεις παραγωγής ζωοτροφών χρησιμοποιούνται από κοινού, οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στην κατά ιδανικά μερίδια κατανομή τους μεταξύ των ενδιαφερομένων γεωργών, ανάλογα με το βαθμό που τις χρησιμοποιούν ή ανάλογα με το δικαίωμα χρησιμοποίησης των εκτάσεων αυτών

β)

για την εφαρμογή του άρθρου 131 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, κάθε έκταση παραγωγής ζωοτροφών πρέπει να είναι διαθέσιμη για την κτηνοτροφία για ελάχιστη περίοδο 7 μηνών που αρχίζει από την ημερομηνία που θα ορισθεί από το κράτος μέλος, μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και της 31ης Μαρτίου.

γ)

για την εφαρμογή του άρθρου 131 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, όταν μια έκταση παραγωγής ζωοτροφών βρίσκεται σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο βρίσκεται η έδρα του κατόχου της εκμετάλλευσης, η εν λόγω έκταση θεωρείται, μετά από αίτηση του γεωργού, ότι αποτελεί τμήμα της εκμετάλλευσης του εν λόγω γεωργού, υπό τον όρο ότι βρίσκεται πολύ κοντά στην εκμετάλλευση αυτή και ότι το μεγαλύτερο μέρος των γεωργικών εκτάσεων που χρησιμοποιεί ο εν λόγω γεωργός βρίσκεται στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα του.

Άρθρο 9

Σύστημα έλεγχου της πολλαπλής συμμόρφωσης

Τα κράτη μέλη καθιερώνουν σύστημα που εγγυάται τον αποτελεσματικό έλεγχο τήρησης της πολλαπλής συμμόρφωσης. Το σύστημα αυτό, σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙΙ του τίτλου ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού, προβλέπει ιδίως τα εξής:

α)

εάν η αρμόδια ελεγκτική αρχή δεν είναι ο οργανισμός πληρωμών, τη διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών σχετικά με τους γεωργούς που υποβάλλουν αίτηση για άμεσες ενισχύσεις από τον οργανισμό πληρωμών στους εξειδικευμένους ελεγκτικούς οργανισμούς ή/και, κατά περίπτωση, μέσω του συντονιστικού οργανισμού που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

β)

τις μεθόδους που θα εφαρμόζονται για την επιλογή των δειγμάτων προς έλεγχο

γ)

ενδείξεις ως προς τη φύση και την έκταση των ελέγχων που θα διενεργούνται

δ)

εκθέσεις ελέγχου που περιέχουν ιδίως κάθε αποκαλυφθείσα περίπτωση μη συμμόρφωσης και αξιολόγηση της σοβαρότητάς της, της έκτασης, του διαρκούς χαρακτήρα και της επανάληψής της

ε)

εάν η αρμόδια ελεγκτική αρχή δεν είναι ο οργανισμός πληρωμών, τη διαβίβαση των εκθέσεων ελέγχου από τους εξειδικευμένους ελεγκτικούς οργανισμούς είτε στον οργανισμό πληρωμών είτε στον συντονιστικό οργανισμό που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 ή και στους δύο

στ)

την εφαρμογή του συστήματος μειώσεων και αποκλεισμών από τον οργανισμό πληρωμών.

Τα κράτη μέλη μπορούν, επιπλέον, να προβλέψουν διαδικασία, σύμφωνα με την οποία ο γεωργός αναφέρει στον οργανισμό πληρωμών τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων και των προτύπων που έχουν εφαρμογή στην περίπτωσή του.

Άρθρο 10

Καταβολή της ενίσχυσης

1.   Με την επιφύλαξη της χρονικής περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 ή των κανόνων που προβλέπουν την πληρωμή προκαταβολών σύμφωνα με την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, οι άμεσες ενισχύσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού δεν καταβάλλονται πριν ολοκληρωθούν οι έλεγχοι σχετικά με τα κριτήρια επιλεξιμότητας, οι οποίοι πρέπει να διενεργούνται από το κράτος μέλος δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

2.   Όσον αφορά τους ελέγχους πολλαπλής συμμόρφωσης που προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ του τίτλου ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού, εάν οι έλεγχοι αυτοί δεν μπορούν να ολοκληρωθούν πριν από την καταβολή της ενίσχυσης, η ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 73 του παρόντος κανονισμού.

ΤΊΤΛΟΣ ΙΙ

ΑΙΤΉΣΕΙΣ ΕΝΊΣΧΥΣΗΣ

ΚΕΦΆΛΑΙΟ Ι

ΕΝΙΑΊΑ ΑΊΤΗΣΗ

Άρθρο 11

Ημερομηνία υποβολής της ενιαίας αίτησης

1.   Ο γεωργός που ζητεί ενίσχυση στο πλαίσιο οποιουδήποτε από τα καθεστώτα ενίσχυσης βάσει της έκτασης μπορεί να υποβάλει μόνο μία ενιαία αίτηση κατ έτος.

Ο γεωργός που δεν ζητεί ενίσχυση στο πλαίσιο οποιουδήποτε από τα καθεστώτα ενίσχυσης βάσει της έκτασης, αλλά ζητεί ενίσχυση στο πλαίσιο άλλου καθεστώτος ενίσχυσης που απαριθμείται στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, υποβάλλει, εάν έχει στη διάθεσή του γεωργική έκταση, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 796/2004, έντυπο ενιαίας αίτησης, στο οποίο απαριθμεί τις εκτάσεις αυτές σύμφωνα με το άρθρο 14. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν τους γεωργούς από την υποχρέωση αυτή, στις περιπτώσεις που οι σχετικές πληροφορίες είναι στη διάθεση των αρμοδίων αρχών στο πλαίσιο άλλων συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου που εγγυώνται συμβατότητα με το ολοκληρωμένο σύστημα σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003.

2.   Η ενιαία αίτηση υποβάλλεται σε ημερομηνία που καθορίζεται από τα κράτη μέλη, όχι όμως μεταγενέστερη της 15ης Μαΐου. Η Φινλανδία και η Σουηδία, ωστόσο, μπορούν να καθορίσουν μεταγενέστερη ημερομηνία, όχι όμως μεταγενέστερη της 15ης Ιουνίου.

Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 144 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, μπορεί να επιτραπεί να μετατεθούν οι ημερομηνίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σε ορισμένες περιοχές, όπου οι εξαιρετικές κλιματικές συνθήκες καθιστούν ανεφάρμοστες τις κανονικές ημερομηνίες.

Κατά τον καθορισμό της εν λόγω ημερομηνίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη το διάστημα που απαιτείται, ώστε να είναι διαθέσιμα όλα τα σημαντικά στοιχεία για την ορθή διοικητική και δημοσιονομική διαχείριση της ενίσχυσης και εξασφαλίζουν ότι μπορούν να προγραμματιστούν αποτελεσματικοί έλεγχοι, ιδίως έχοντας υπόψη την ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003.

3.   Εάν περισσότεροι του ενός οργανισμοί πληρωμών είναι αρμόδιοι ως προς τον ίδιο γεωργό για τη διαχείριση των καθεστώτων ενίσχυσης που υπόκεινται στην υποβολή ενιαίας αίτησης, το αντίστοιχο κράτος μέλος λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα, ώστε οι πληροφορίες που ζητούνται από το παρόν άρθρο να τίθενται στη διάθεση όλων των εμπλεκομένων οργανισμών πληρωμών.

Άρθρο 12

Περιεχόμενο της ενιαίας αίτησης

1.   Η ενιαία αίτηση περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διαπίστωση της επιλεξιμότητας για την ενίσχυση, και ειδικότερα:

α)

τα στοιχεία ταυτότητας του γεωργού

β)

τα σχετικά καθεστώτα ενίσχυσης (ένα ή περισσότερα)

γ)

τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων ενίσχυσης σύμφωνα με το σύστημα προσδιορισμού και καταγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 7 για τους σκοπούς του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης, με ανάλυση σε δικαιώματα παύσης καλλιέργειας και σε λοιπά δικαιώματα

δ)

τα στοιχεία που επιτρέπουν την αναγνώριση όλων των αγροτεμαχίων της εκμετάλλευσης, την έκτασή τους εκπεφρασμένη σε εκτάρια με ακρίβεια δύο δεκαδικών ψηφίων, την θέση τους και, ανάλογα με την περίπτωση, τη χρήση τους και το κατά πόσον πρόκειται για αρδευόμενο αγροτεμάχιο

ε)

δήλωση του γεωργού ότι γνωρίζει τους όρους που σχετίζονται με τα εν λόγω καθεστώτα ενίσχυσης.

2.   Για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων ενίσχυσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ), τα προεκτυπωμένα έντυπα που διανέμονται στους γεωργούς σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 αναγράφουν τα δικαιώματα ενίσχυσης σύμφωνα με το σύστημα προσδιορισμού και καταγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 7, με ανάλυση σε δικαιώματα παύσης καλλιέργειας και σε λοιπά δικαιώματα.

Κατά την υποβολή του εντύπου της αίτησης, ο γεωργός διορθώνει το προεκτυπωμένο έντυπο, εάν έχουν επέλθει μεταβολές, και ιδίως μεταβιβάσεις δικαιωμάτων ενίσχυσης σύμφωνα με το άρθρο 46 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003.

Ο γεωργός δηλώνει χωριστά την έκταση που δικαιολογεί δικαιώματα παύσης καλλιέργειας και την έκταση που δικαιολογεί τα λοιπά δικαιώματα. Σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, ο γεωργός διεκδικεί τα δικαιώματα παύσης καλλιέργειας πριν από κάθε άλλο δικαίωμα. Κατά συνέπεια, ο γεωργός δηλώνει την έκταση για παύση καλλιέργειας που αντιστοιχεί στον αριθμό των δικαιωμάτων παύσης καλλιέργειας που κατέχει, υπό τον όρον ότι έχει στη διάθεσή του επαρκή επιλέξιμη έκταση. Σε περίπτωση που η επιλέξιμη έκταση είναι μικρότερη από τον αριθμό των δικαιωμάτων παύσης καλλιέργειας που κατέχει, ο γεωργός μπορεί να διεκδικήσει τον αριθμό δικαιωμάτων παύσης καλλιέργειας ο οποίος αντιστοιχεί στην έκταση που έχει στη διάθεσή του.

3.   Για την αναγνώριση όλων των αγροτεμαχίων της εκμετάλλευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ), τα προεκτυπωμένα έντυπα που διανέμονται στους γεωργούς σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 αναγράφουν την μέγιστη επιλέξιμη έκταση ανά αγροτεμάχιο αναφοράς για τους σκοπούς του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης. Επιπλέον, στο γραφικό υλικό που παρέχεται στο γεωργό σύμφωνα με την ίδια διάταξη εμφαίνονται τα όρια των αγροτεμαχίων αναφοράς και τα ενιαία στοιχεία αναγνώρισής τους, ο δε γεωργός αναφέρει τη θέση κάθε αγροτεμαχίου. Κατά την υποβολή του εντύπου της αίτησης, ο γεωργός επιπλέον διορθώνει το προεκτυπωμένο έντυπο, εάν έχουν επέλθει μεταβολές.

Άρθρο 13

Ειδικές απαιτήσεις σχετικές με την ενιαία αίτηση

1.   Σε περίπτωση που μια αίτηση στρεμματικής ενίσχυσης αροτραίων καλλιεργειών σύμφωνα με το κεφάλαιο 10 του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 περιέχει δήλωση καλλιέργειας λίνου και κάνναβης για την παραγωγή ινών σύμφωνα με το άρθρο 106 του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να υποβάλλονται οι επίσημες ετικέτες που χρησιμοποιούνται στη συσκευασία των σπόρων προς σπορά σύμφωνα με την οδηγία 2002/57/ΕΚ του Συμβουλίου (16), και ιδίως με το άρθρο 12, ή, στην περίπτωση λίνου για την παραγωγή ινών, οποιαδήποτε άλλα έγγραφα αναγνωρισμένα ως ισοδύναμα από το συγκεκριμένο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένης της πιστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 19 της εν λόγω οδηγίας.

Εάν η σπορά πραγματοποιείται μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της ενιαίας αίτησης, οι εν λόγω ετικέτες ή έγγραφα υποβάλλονται το αργότερο στις 30 Ιουνίου.

Εάν οι ετικέτες των σπόρων προς σπορά κάνναβης για την παραγωγή ινών πρέπει να υποβληθούν και σε άλλες εθνικές αρχές, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι οι εν λόγω ετικέτες επιστρέφονται στο γεωργό μόλις υποβληθούν.

Στην περίπτωση κάνναβης για την παραγωγή ινών, πρέπει να παρέχονται για κάθε ποικιλία κάνναβης που σπείρεται όλες οι πληροφορίες που απαιτούνται για την αναγνώριση των αγροτεμαχίων που έχουν σπαρεί με κάνναβη.

Στην περίπτωση αυτή και στην περίπτωση που ο γεωργός προτίθεται να παραγάγει κάνναβη σύμφωνα με το άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, η ενιαία αίτηση πρέπει να περιέχει:

α)

αντίγραφο της σύμβασης ή της δέσμευσης που αναφέρονται στα άρθρα 52 και 106 του εν λόγω κανονισμού, εκτός εάν το κράτος μέλος έχει προβλέψει ότι το εν λόγω αντίγραφο μπορεί να υποβληθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία, αλλά όχι μεταγενέστερη της 15ης Σεπτεμβρίου

β)

στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 52 του εν λόγω κανονισμού, μνεία των ποσοτήτων σπόρων που χρησιμοποιούνται (kg ανά εκτάριο)

γ)

τις επίσημες ετικέτες που χρησιμοποιούνται στη συσκευασία των σπόρων προς σπορά σύμφωνα με την οδηγία 2002/57/ΕΚ του Συμβουλίου, και ιδίως με το άρθρο 12· ωστόσο, εάν η σπορά πραγματοποιείται μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της ενιαίας αίτησης, οι ετικέτες υποβάλλονται το αργότερο στις 30 Ιουνίου· εάν οι ετικέτες πρέπει να υποβληθούν και σε άλλες εθνικές αρχές, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι οι εν λόγω ετικέτες επιστρέφονται στο γεωργό μόλις υποβληθούν σύμφωνα με το παρόν σημείο.

2.   Στην περίπτωση γης υπό παύση καλλιέργειας που χρησιμοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 55 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 ή με την πρώτη περίπτωση της παραγράφου 3 του άρθρου 107 του εν λόγω κανονισμού, η ενιαία αίτηση πρέπει να περιέχει τις αναγκαίες αποδείξεις που απαιτούνται βάσει των εφαρμοστέων τομεακών κανόνων.

3.   Στην περίπτωση αίτησης ενίσχυσης για την ειδική πριμοδότηση ποιότητας για το σκληρό σίτο που προβλέπεται στο κεφάλαιο Ι του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, καθώς και για το συμπλήρωμα ενίσχυσης για το σκληρό σίτο και την ειδική ενίσχυση που προβλέπονται στο άρθρο 105 του εν λόγω κανονισμού, η ενιαία αίτηση πρέπει να περιέχει απόδειξη, σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίζονται από το κράτος μέλος, ότι έχει χρησιμοποιηθεί η ελάχιστη ποσότητα πιστοποιημένων σπόρων προς σπορά σκληρού σίτου.

4.   Στην περίπτωση αίτησης για την ειδική ενίσχυση για το ρύζι που προβλέπεται στο κεφάλαιο 3 του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, η ενιαία αίτηση πρέπει να περιέχει προσδιορισμό της ποικιλίας ρυζιού που έχει σπαρεί και τα στοιχεία αναγνώρισης των αντίστοιχων αγροτεμαχίων.

5.   Στην περίπτωση αίτησης για την στρεμματική ενίσχυση για τους καρπούς με κέλυφος που προβλέπεται στο κεφάλαιο 4 του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, η ενιαία αίτηση πρέπει να περιέχει τον αριθμό των δένδρων, τη θέση τους και το είδος τους.

6.   Στην περίπτωση αίτησης ενίσχυσης για τις ενεργειακές καλλιέργειες που προβλέπεται στο κεφάλαιο 5 του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, η ενιαία αίτηση πρέπει να περιέχει αντίγραφο της σύμβασης που έχει συνάψει ο αιτών με πρώτο μεταποιητή σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2237/2003.

7.   Στην περίπτωση αίτησης για την ενίσχυση για τα γεώμηλα αμυλοποιίας που προβλέπεται στο κεφάλαιο 6 του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, η ενιαία αίτηση πρέπει να περιέχει αντίγραφο της σύμβασης καλλιέργειας· ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι το εν λόγω αντίγραφο μπορεί να υποβληθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία, αλλά όχι μεταγενέστερη της 30ής Ιουνίου.

8.   Στην περίπτωση αίτησης για την ενίσχυση σπόρων προς σπορά που προβλέπεται στο κεφάλαιο 9 του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, η ενιαία αίτηση πρέπει να περιέχει:

α)

αντίγραφο της σύμβασης καλλιέργειας ή δήλωσης καλλιέργειας· ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι το εν λόγω αντίγραφο μπορεί να υποβληθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία, αλλά όχι μεταγενέστερη της 15ης Σεπτεμβρίου

β)

μνεία των ειδών σπόρων προς σπορά που έχουν σπαρεί σε κάθε αγροτεμάχιο

γ)

μνεία της ποσότητας πιστοποιημένων σπόρων που παράγεται, εκπεφρασμένη σε εκατόκιλα με ακρίβεια ενός δεκαδικού ψηφίου· ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι η πληροφορία αυτή μπορεί να υποβληθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία, αλλά όχι μεταγενέστερη της 15ης Ιουνίου του έτους που έπεται της συγκομιδής

δ)

αντίγραφο των δικαιολογητικών εγγράφων που αποδεικνύουν ότι οι ποσότητες των σπόρων προς σπορά που αναφέρονται έχουν πιστοποιηθεί επίσημα· ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι η πληροφορία αυτή μπορεί να υποβληθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία, αλλά όχι μεταγενέστερη της 31ης Μαΐου του έτους που έπεται της συγκομιδής.

Άρθρο 14

Γενικοί κανόνες σχετικοί με την ενιαία αίτηση και τις δηλώσεις που αφορούν ιδιαίτερες χρήσεις εκτάσεων

1.   Οι χρήσεις εκτάσεων που αναφέρονται στα άρθρα 5 παράγραφος 2 και 51 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 και εκείνες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ν του εν λόγω κανονισμού, καθώς και οι εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή λίνου που προορίζεται για ίνες, όταν οι εν λόγω εκτάσεις δεν οφείλουν να δηλωθούν σύμφωνα με το άρθρο 13 του παρόντος κανονισμού, δηλώνονται σε χωριστή στήλη στο έντυπο ενιαίας αίτησης.

Οι χρήσεις εκτάσεων που δεν αφορούν ούτε τους σκοπούς των καθεστώτων ενίσχυσης που προβλέπονται στους τίτλους ΙΙΙ και IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 ούτε απαριθμούνται στο παράρτημα Ν του εν λόγω κανονισμού, δηλώνονται σε μία ή περισσότερες στήλες για «λοιπές χρήσεις».

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο δεν εφαρμόζονται, στις περιπτώσεις που οι σχετικές πληροφορίες είναι στη διάθεση των αρμοδίων αρχών στο πλαίσιο άλλων συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου που εγγυώνται συμβατότητα με το ολοκληρωμένο σύστημα σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003.

2.   Για το πρώτο έτος εφαρμογής του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις των άρθρων 12 και 13, εάν τα δικαιώματα ενίσχυσης δεν έχουν ακόμη καθοριστεί οριστικά κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της ενιαίας αίτησης.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι όλες οι αιτήσεις για ενίσχυση βάσει του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 καλύπτονται από την ενιαία αίτηση. Στην περίπτωση αυτή, τα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ του παρόντος τίτλου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία όσον αφορά τις ιδιαίτερες απαιτήσεις που έχουν θεσπιστεί για την αίτηση ενίσχυσης στο πλαίσιο των καθεστώτων αυτών.

4.   Κάθε κράτος μέλος καθορίζει το ελάχιστο μέγεθος των αγροτεμαχίων, για τα οποία μπορεί να υποβληθεί αίτηση. Ωστόσο, το ελάχιστο μέγεθος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 0,3 εκτάρια.εκτάρια.

Άρθρο 15

Τροποποιήσεις των ενιαίων αιτήσεων

1.   Μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή της ενιαίας αίτησης, μπορούν να προστεθούν στην ενιαία αίτηση μεμονωμένα αγροτεμάχια, ανάλογα με την περίπτωση, συνοδευόμενα από τα αντίστοιχα δικαιώματα ενίσχυσης, τα οποία δεν έχουν ακόμη δηλωθεί στην ενιαία αίτηση για τους σκοπούς οποιουδήποτε από τα καθεστώτα ενίσχυσης βάσει της έκτασης, υπό τον όρο ότι τηρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα συγκεκριμένα καθεστώτα ενίσχυσης.

Υπό τους ίδιους όρους, μπορούν να γίνουν τροποποιήσεις σχετικά με τη χρήση ή το καθεστώς ενίσχυσης για μεμονωμένα αγροτεμάχια που έχουν ήδη δηλωθεί στην ενιαία αίτηση.

Εάν οι τροποποιήσεις που αναφέρονται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο έχουν επίπτωση στα τυχόν δικαιολογητικά έγγραφα ή συμβάσεις που πρέπει να υποβληθούν, επιτρέπονται επίσης οι συναφείς τροποποιήσεις στα εν λόγω έγγραφα ή συμβάσεις.

2.   Με την επιφύλαξη των ημερομηνιών που καθορίζουν η Φινλανδία ή η Σουηδία για την υποβολή της ενιαίας αίτησης σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 11 παράγραφος 2, οι τροποποιήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή εγγράφως το αργότερο έως την 31η Μαΐου, στην περίπτωση δε της Φινλανδίας και της Σουηδίας έως την 15η Ιουνίου, του σχετικού ημερολογιακού έτους.

3.   Εάν η αρμόδια αρχή έχει ήδη ενημερώσει τον γεωργό για παρατυπίες στην ενιαία αίτηση ή εάν έχει ειδοποιήσει τον γεωργό για την πρόθεσή της να πραγματοποιήσει επιτόπιο έλεγχο και ο εν λόγω επιτόπιος έλεγχος αποκαλύψει παρατυπίες, τροποποιήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν επιτρέπονται για τα αγροτεμάχια που αφορούν οι παρατυπίες.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ II

ΑΙΤΉΣΕΙΣ ΕΝΊΣΧΥΣΗΣ Για ΖΏΑ

Άρθρο 16

Απαιτήσεις σχετικές με τις αιτήσεις ενίσχυσης για ζώα

1.   Η αίτηση ενίσχυσης για ζώα περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διαπίστωση της επιλεξιμότητας για την ενίσχυση, και ειδικότερα:

α)

τα στοιχεία ταυτότητας του γεωργού

β)

αναφορά στην ενιαία αίτηση, εάν αυτή έχει ήδη υποβληθεί

γ)

τον αριθμό των ζώων κάθε είδους για τα οποία ζητείται ενίσχυση και, για τα βοοειδή, τον κωδικό αναγνώρισης των ζώων

δ)

ενδεχομένως, τη δέσμευση του γεωργού να διατηρήσει τα ζώα που αναφέρονται στο στοιχείο γ) στην εκμετάλλευσή του κατά την περίοδο υποχρεωτικής κατοχής, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τον ή τους τόπους κατοχής των ζώων, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών περιόδων

ε)

ενδεχομένως, το ατομικό όριο ή το ατομικό ανώτατο όριο για τα εν λόγω ζώα

στ)

ενδεχομένως, την ατομική ποσότητα αναφοράς γάλακτος την οποία διαθέτει ο παραγωγός την 31η Μαρτίου ή, εάν το οικείο κράτος μέλος αποφασίσει να χρησιμοποιήσει την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 44α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2342/1999, την 1η Απριλίου του αντίστοιχου ημερολογιακού έτους· σε περίπτωση που η εν λόγω ποσότητα δεν είναι γνωστή κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, ανακοινώνεται στην αρμόδια αρχή με την πρώτη ευκαιρία·

ζ)

δήλωση του γεωργού ότι γνωρίζει τους όρους που σχετίζονται με την εν λόγω ενίσχυση.

Εάν το ζώο μετακινηθεί σε άλλο τόπο κατά τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής κατοχής, ο γεωργός υποχρεούται προηγουμένως να ενημερώσει εγγράφως την αρμόδια αρχή.

2.   Τα κράτη μέλη εγγυώνται σε κάθε κάτοχο ζώων το δικαίωμα να λαμβάνει από την αρμόδια αρχή δίχως περιορισμό, σε εύλογα διαστήματα και χωρίς υπερβολική καθυστέρηση, πληροφορίες για τα δεδομένα που αφορούν τον ίδιο και τα ζώα του και που περιλαμβάνονται στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή. Κατά την υποβολή της αίτησης ενίσχυσής του, ο γεωργός δηλώνει ότι τα δεδομένα αυτά είναι ορθά και πλήρη ή διορθώνει τα εσφαλμένα και προσθέτει τα ελλείποντα δεδομένα.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι ορισμένα από τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν χρειάζεται να αναφέρονται στην αίτηση ενίσχυσης, στην περίπτωση που έχουν ήδη κοινοποιηθεί στην αρμόδια αρχή.

Τα κράτη μέλη μπορούν ειδικότερα να εισαγάγουν διαδικασίες, βάσει των οποίων τα δεδομένα που περιέχονται στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αίτηση ενίσχυσης, υπό τον όρο ότι η μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή προσφέρει το επίπεδο βεβαιότητας και υλοποίησης που είναι αναγκαίο για την ορθή διαχείριση των σχετικών καθεστώτων ενίσχυσης. Οι διαδικασίες αυτές μπορούν να συνίστανται σε ένα σύστημα, σύμφωνα με το οποίο ο γεωργός μπορεί να υποβάλει αίτηση ενίσχυσης για όλα τα ζώα, τα οποία, κατά την ημερομηνία που καθορίζει το κράτος μέλος, πληρούν τις προϋποθέσεις ενίσχυσης βάσει των δεδομένων που περιέχονται στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, για να εξασφαλίσουν ότι:

α)

σύμφωνα με τις διατάξεις που εφαρμόζονται στο συγκεκριμένο καθεστώς ενίσχυσης, οι ημερομηνίες έναρξης και λήξης των σχετικών περιόδων υποχρεωτικής κατοχής είναι σαφώς προσδιορισμένες και γνωστές στο γεωργό·

β)

ο γεωργός γνωρίζει ότι τα ζώα που βρίσκονται εσφαλμένα ταυτοποιημένα ή καταγεγραμμένα στο σύστημα αναγνώρισης και καταγραφής βοοειδών, θεωρούνται ζώα για τα οποία έχουν διαπιστωθεί παρατυπίες, όπως αναφέρεται στο άρθρο 59.

Όσον αφορά την πριμοδότηση για τις θηλάζουσες αγελάδες σύμφωνα με το άρθρο 125 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, οι παρατυπίες που διαπιστώνονται σε σχέση με το σύστημα αναγνώρισης και καταγραφής βοοειδών κατανέμονται αναλογικά μεταξύ του αριθμού των ζώων που χρειάζονται για τη λήψη της πριμοδότησης και των ζώων που χρειάζονται για την παράδοση γάλακτος ή γαλακτοκομικών προϊόντων σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 2 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού. Ωστόσο, οι παρατυπίες αυτές κατανέμονται πρώτα στον αριθμό ζώων που δεν χρειάζονται εντός των ατομικών ορίων ή ανωτάτων ορίων που αναφέρονται στο άρθρο 125 παράγραφος 2 στοιχείο β) και στο άρθρο 126.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι ορισμένα από τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν ή πρέπει να διαβιβάζονται μέσω ενός ή περισσοτέρων οργανισμών που είναι εγκεκριμένοι από αυτά. Ωστόσο, ο γεωργός είναι πάντοτε υπεύθυνος για τα στοιχεία που έχουν διαβιβασθεί.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ III

ΑΊΤΗΣΗ ΕΝΊΣΧΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΙΜΟΔΌΤΗΣΗ ΓΑΛΑΚΤΟΠΑΡΑΓΩΓΉΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΌΣΘΕΤΕΣ ΕΝΙΣΧΎΣΕΙΣ

Άρθρο 17

Απαιτήσεις σχετικές με τις αιτήσεις ενίσχυσης για την πριμοδότηση γαλακτοπαραγωγής και τις πρόσθετες ενισχύσεις

Κάθε παραγωγός γάλακτος, ο οποίος ζητεί την πριμοδότηση γαλακτοπαραγωγής και τις πρόσθετες ενισχύσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο 7 του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, υποβάλλει αίτηση ενίσχυσης, η οποία περιέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διαπίστωση της επιλεξιμότητας για την ενίσχυση, και ειδικότερα:

α)

τα στοιχεία ταυτότητας του γεωργού

β)

δήλωση του γεωργού ότι γνωρίζει τους όρους που σχετίζονται με την εν λόγω ενίσχυση.

Η αίτηση ενίσχυσης υποβάλλεται σε ημερομηνία που καθορίζεται από τα κράτη μέλη, όχι όμως μεταγενέστερη της 15ης Μαΐου και, στην περίπτωση της Φινλανδίας και της Σουηδίας, της 15ης Ιουνίου.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ IV

ΚΟΙΝΈΣ ΔΙΑΤΆΞΕΙΣ

Άρθρο 18

Απλούστευση των διαδικασιών

1.   Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν ή να απαιτήσουν να διαβιβάζονται ηλεκτρονικώς οι πάσης φύσεως ανακοινώσεις που απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού από τον γεωργό προς τις αρχές και αντιστρόφως. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλισθεί ιδίως ότι:

α)

η ταυτότητα του γεωργού προσδιορίζεται σαφώς

β)

ο γεωργός πληροί όλες τις απαιτήσεις στο πλαίσιο του σχετικού καθεστώτος ενίσχυσης

γ)

τα δεδομένα που διαβιβάζονται είναι αξιόπιστα ενόψει της ορθής διαχείρισης του σχετικού καθεστώτος ενίσχυσης· όταν χρησιμοποιούνται τα δεδομένα που περιέχονται στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή, η εν λόγω βάση δεδομένων πρέπει να προσφέρει το επίπεδο βεβαιότητας και υλοποίησης που είναι αναγκαίο για την ορθή διαχείριση των σχετικών καθεστώτων ενίσχυσης

δ)

όταν τα συνοδευτικά έγγραφα δεν μπορούν να διαβιβασθούν με ηλεκτρονικό τρόπο, τα έγγραφα αυτά λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, εντός των ίδιων προθεσμιών που ισχύουν και στην περίπτωση διαβίβασης με μη ηλεκτρονικό τρόπο

ε)

δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ των γεωργών που χρησιμοποιούν τη μη ηλεκτρονική μέθοδο υποβολής και εκείνων που επιλέγουν την ηλεκτρονική διαβίβαση.

2.   Όσον αφορά την υποβολή των αιτήσεων ενίσχυσης, τα κράτη μέλη μπορούν, υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως ε), να θεσπίσουν απλουστευμένες διαδικασίες στις περιπτώσεις που τα δεδομένα βρίσκονται ήδη στη διάθεση των αρχών, ιδίως όταν η κατάσταση δεν έχει μεταβληθεί από την τελευταία υποβολή αίτησης ενίσχυσης στο πλαίσιο του σχετικού καθεστώτος ενίσχυσης.

Άρθρο 19

Διορθώσεις προφανών σφαλμάτων

Με την επιφύλαξη των άρθρων 11 έως 18, η αίτηση ενίσχυσης μπορεί να διορθωθεί οποιαδήποτε στιγμή μετά την υποβολή της, σε περιπτώσεις προφανών σφαλμάτων που αναγνωρίζονται από την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 20

Παρέκκλιση από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής αιτήσεων ενίσχυσης, δικαιολογητικών εγγράφων, συμβάσεων και δηλώσεων

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 του Συμβουλίου (17), όταν η καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή αίτησης ενίσχυσης ή δικαιολογητικών εγγράφων, συμβάσεων ή δηλώσεων βάσει του παρόντος τίτλου συμπίπτει με αργία, Σάββατο ή Κυριακή, τότε θεωρείται ότι συμπίπτει με την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Άρθρο 21

Εκπρόθεσμη υποβολή

1.   Εκτός περιπτώσεων ανωτέρας βίας και έκτακτων περιστατικών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 72, η υποβολή αίτησης ενίσχυσης βάσει του παρόντος κανονισμού μετά τη λήξη της σχετικής προθεσμίας οδηγεί σε μείωση κατά 1 % ανά εργάσιμη ημέρα των ποσών που ο κάτοχος εκμετάλλευσης θα είχε δικαίωμα να λάβει, εάν η αίτηση είχε υποβληθεί εμπρόθεσμα.

Με την επιφύλαξη ειδικών μέτρων που λαμβάνουν τα κράτη μέλη σε σχέση με την ανάγκη έγκαιρης υποβολής δικαιολογητικών εγγράφων, ώστε να μπορούν να προγραμματιστούν και να διενεργηθούν αποτελεσματικοί έλεγχοι, το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται επίσης στα έγγραφα, τις συμβάσεις ή δηλώσεις που πρέπει να υποβληθούν στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13, όταν τα εν λόγω έγγραφα, συμβάσεις ή δηλώσεις αποτελούν συστατικό στοιχείο της επιλεξιμότητας για τη συγκεκριμένη ενίσχυση. Στην περίπτωση αυτή, η μείωση επιβάλλεται επί του καταβλητέου ποσού για τη σχετική ενίσχυση.

Σε περίπτωση καθυστέρησης μεγαλύτερης των 25 ημερών, η αίτηση θεωρείται απαράδεκτη.

2.   Η υποβολή τροποποίησης σε ενιαία αίτηση μετά τη λήξη των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 2, οδηγεί σε μείωση κατά 1 % ανά εργάσιμη ημέρα των ποσών που σχετίζονται με την πραγματική χρήση των σχετικών αγροτεμαχίων.

Οι τροποποιήσεις της ενιαίας αίτησης είναι παραδεκτές μόνο έως τη λήξη της προθεσμίας για εκπρόθεσμη υποβολή της ενιαίας αίτησης, η οποία ορίζεται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1. Εντούτοις, στις περιπτώσεις που η ημερομηνία αυτή είναι προγενέστερη από ή συμπίπτει με την καταληκτική ημερομηνία που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2, οι τροποποιήσεις της ενιαίας αίτησης θεωρούνται απαράδεκτες μετά την ημερομηνία που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.

3.   Όσον αφορά τις εκτάσεις παραγωγής ζωοτροφών, όταν η ενιαία αίτηση υποβάλλεται εκπρόθεσμα, η προκύπτουσα μείωση επιβάλλεται επιπροσθέτως προς κάθε άλλη μείωση που εφαρμόζεται στην περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής των αιτήσεων για τις ενισχύσεις που αναφέρονται στα άρθρα 131 και 132 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003.

Άρθρο 22

Ανάκληση των αιτήσεων ενίσχυσης

1.   Μια αίτηση ενίσχυσης μπορεί να ανακληθεί εν όλω ή εν μέρει εγγράφως ανά πάσα στιγμή.

Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος χρησιμοποιεί τις δυνατότητες που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 16 παράγραφος 3, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να προβλέψει ότι οι ανακοινώσεις στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή για ένα ζώο που έχει αναχωρήσει από την εκμετάλλευση μπορούν να αντικαταστήσουν την έγγραφη ανάκληση.

Εντούτοις, εάν η αρμόδια αρχή έχει ήδη ενημερώσει τον κάτοχο της εκμετάλλευσης για παρατυπίες στην αίτηση ενίσχυσης ή εάν η αρμόδια αρχή έχει ειδοποιήσει τον κάτοχο της εκμετάλλευσης για την πρόθεσή της να πραγματοποιήσει επιτόπιο έλεγχο και ο εν λόγω επιτόπιος έλεγχος αποκαλύψει παρατυπίες, δεν επιτρέπονται αποσύρσεις για τα μέρη της αίτησης ενίσχυσης που αφορούν οι παρατυπίες.

2.   Οι ανακλήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1 επαναφέρουν τον αιτούντα στη θέση που βρισκόταν πριν υποβάλει την εν λόγω αίτηση ενίσχυσης ή μέρος της αίτησης ενίσχυσης.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

ΈΛΕΓΧΟΙ

ΚΕΦΆΛΑΙΟ Ι

ΚΟΙΝΟΊ ΚΑΝΌΝΕΣ

Άρθρο 23

Γενικές αρχές

1.   Οι διοικητικοί και οι επιτόπιοι έλεγχοι που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό πραγματοποιούνται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση της τήρησης των όρων για τη χορήγηση των ενισχύσεων, καθώς και των απαιτήσεων και προτύπων που σχετίζονται με την πολλαπλή συμμόρφωση.

2.   Οι σχετικές αιτήσεις ενίσχυσης απορρίπτονται, εάν ο γεωργός ή ο αντιπρόσωπός του παρεμποδίζουν τη διεξαγωγή ενός επιτόπιου ελέγχου.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ II

ΈΛΕΓΧΟΙ ΣΧΕΤΙΚΆ ΜΕ ΤΑ ΚΡΙΤΉΡΙΑ ΕΠΙΛΕΞΙΜΌΤΗΤΑΣ

Τμήμα Ι

Διοικητικοί έλεγχοι

Άρθρο 24

Διασταυρούμενοι έλεγχοι

1.   Οι διοικητικοί έλεγχοι που αναφέρονται στο άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 πρέπει να επιτρέπουν τον εντοπισμό παρατυπιών, ιδίως τον αυτόματο εντοπισμό με τη χρήση μηχανογραφικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων των διασταυρούμενων ελέγχων:

α)

στα δηλωθέντα δικαιώματα ενίσχυσης και στα δηλωθέντα αγροτεμάχια, αντιστοίχως, ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη πολλαπλή χορήγηση της ίδιας ενίσχυσης για το ίδιο ημερολογιακό έτος ή την ίδια περίοδο εμπορίας και να προλαμβάνεται η αδικαιολόγητη σώρευση ενισχύσεων που χορηγούνται βάσει των καθεστώτων ενίσχυσης βάσει της έκτασης που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και Ν του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

β)

στα δικαιώματα ενίσχυσης, ώστε να επαληθεύεται η ύπαρξή τους και η επιλεξιμότητα για ενίσχυση

γ)

μεταξύ των αγροτεμαχίων που δηλώθηκαν στην ενιαία αίτηση και των αγροτεμαχίων αναφοράς που περιέχονται στο σύστημα αναγνώρισης αγροτεμαχίων, ώστε να επαληθεύεται η επιλεξιμότητα για ενίσχυση των εκτάσεων καθαυτές

δ)

μεταξύ των δικαιωμάτων ενίσχυσης και της προσδιορισθείσας έκτασης, ώστε να επαληθεύεται ότι τα δικαιώματα συνοδεύονται από ίσο αριθμό επιλέξιμων εκταρίων, όπως ορίζονται στο άρθρο 44 παράγραφος 2 και στο άρθρο 54 παράγραφος 2 αντιστοίχως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

ε)

μέσω της μηχανογραφημένης βάσης δεδομένων για τα βοοειδή, ώστε να επαληθεύεται η επιλεξιμότητα για την ενίσχυση και να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη πολλαπλή χορήγηση της ίδιας ενίσχυσης για το ίδιο ημερολογιακό έτος

στ)

στις περιπτώσεις που πρέπει να υποβληθούν δικαιολογητικά έγγραφα, συμβάσεις ή δηλώσεις καλλιέργειας και κατά περίπτωση, μεταξύ των αγροτεμαχίων όπως δηλώθηκαν στην ενιαία αίτηση και στα δικαιολογητικά έγγραφα, τις συμβάσεις ή τις δηλώσεις καλλιέργειας, ώστε να επαληθεύεται η επιλεξιμότητα της έκτασης για ενίσχυση

ζ)

μεταξύ των αγροτεμαχίων που δηλώθηκαν στην ενιαία αίτηση και των αγροτεμαχίων που υποβλήθηκαν σε επίσημη εξέταση και διαπιστώθηκε ότι πληρούν τις απαιτήσεις των οδηγιών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1674/72 του Συμβουλίου της 2ας Αυγούστου 1972 περί θεσπίσεως γενικών κανόνων για την χορήγηση και χρηματοδότηση της ενισχύσεως στον τομέα των σπόρων προς σπορά (18)

2.   Στις ενδείξεις για παρατυπίες που προκύπτουν από τους διασταυρούμενους ελέγχους δίνεται συνέχεια με οποιαδήποτε άλλη πρόσφορη διοικητική διαδικασία και, εάν χρειάζεται, με επιτόπιο έλεγχο.

Τμήμα ΙΙ

Επιτόπιοι ελεγχοι

Ενότητα Ι

Κοινές διατάξεις

Άρθρο 25

Γενικές αρχές

1.   Οι επιτόπιοι έλεγχοι πραγματοποιούνται αιφνιδιαστικά. Εντούτοις, είναι δυνατόν να υπάρξει προειδοποίηση περιορισμένη στο απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, υπό τον όρο ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο ο σκοπός του ελέγχου. Η προειδοποίηση αυτή δεν μπορεί να υπερβεί τις 48 ώρες, με εξαίρεση δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις.

2.   Εάν είναι δυνατόν, οι επιτόπιοι έλεγχοι βάσει του παρόντος κανονισμού και οι λοιποί έλεγχοι που προβλέπονται από τους κοινοτικούς κανόνες πραγματοποιούνται ταυτόχρονα.

Άρθρο 26

Ποσοστό ελέγχων

1.   Ο συνολικός αριθμός των επιτόπιων ελέγχων που διεξάγονται ετησίως καλύπτει τουλάχιστον το 5 % του συνόλου των γεωργών που υποβάλλουν ενιαία αίτηση.

Με την επιφύλαξη του τρίτου εδαφίου, στις κατωτέρω περιπτώσεις τα κράτη μέλη σχηματίζουν συμπληρωματικά δείγματα προς έλεγχο τουλάχιστον:

α)

του 5 % του συνόλου των γεωργών που υποβάλλουν αίτηση ενίσχυσης για τα γεώμηλα αμυλοποιίας, η οποία προβλέπεται στο κεφάλαιο 6 του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

β)

του 5 % ανά είδος σπόρων προς σπορά, για το οποίο ζητείται ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 99 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

γ)

του 50 % του συνόλου των γεωργών που υποβάλλουν αίτηση ενίσχυσης για τους καρπούς με κέλυφος, η οποία προβλέπεται στο κεφάλαιο 4 του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος χρησιμοποιεί τη δυνατότητα να μην εισαγάγει, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, ένα πρόσθετο στρώμα πληροφοριών ΣΓΠ

Όσον αφορά όλα τα άλλα κράτη μέλη, για το έτος 2005, του 5 % του συνόλου των γεωργών που υποβάλλουν αίτηση ενίσχυσης για τους καρπούς με κέλυφος, η οποία προβλέπεται στο κεφάλαιο 4 του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, εκτός εάν έχει ήδη εισαχθεί το πρόσθετο στρώμα πληροφοριών ΣΓΠ.

Εάν το δείγμα ελέγχου που σχηματίζεται βάσει του πρώτου εδαφίου ήδη περιέχει αιτούντες για τις ενισχύσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως γ) του δευτέρου εδαφίου, οι αιτούντες αυτοί μπορούν να προσμετρηθούν στα ποσοστά ελέγχου που ορίζονται σε αυτά.

2.   Ο συνολικός αριθμός των επιτόπιων ελέγχων που διεξάγονται ετησίως καλύπτει τουλάχιστον:

α)

το ελάχιστο ποσοστό ελέγχων, 30 % ή 20 % των εκτάσεων που δηλώνονται για την παραγωγή κάνναβης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003.

Εάν ένα κράτος μέλος έχει ήδη εισαγάγει σύστημα εκ των προτέρων έγκρισης για τις καλλιέργειες αυτές και έχει ήδη κοινοποιήσει στην Επιτροπή τους λεπτομερείς κανόνες και όρους που συνδέονται με το σύστημα αυτό πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, οι τροποποιήσεις των εν λόγω λεπτομερών κανόνων ή όρων πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

β)

το 5 % του συνόλου των γεωργών που υποβάλλουν αίτηση ενίσχυσης στο πλαίσιο των καθεστώτων ενίσχυσης για τα βοοειδή. Ωστόσο, εάν η μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή δεν παρέχει το επίπεδο βεβαιότητας και υλοποίησης που είναι αναγκαίο για την ορθή διαχείριση των σχετικών καθεστώτων ενίσχυσης, το ποσοστό αυξάνεται σε 10 %. Αυτοί οι επιτόπιοι έλεγχοι πρέπει να καλύπτουν επίσης τουλάχιστον το 5 % όλων των ζώων ανά καθεστώς ενίσχυσης για τα οποία ζητείται ενίσχυση

γ)

το 10 % του συνόλου των γεωργών που υποβάλλουν αίτηση ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος ενίσχυσης για αιγοπρόβατα, ασχέτως εάν οι αιτήσεις ενίσχυσης υποβάλλονται ως τμήμα της ενιαίας αίτησης ή ανεξάρτητα

δ)

το 2 % του συνόλου των παραγωγών γάλακτος που υποβάλλουν αίτηση για την πριμοδότηση γαλακτοπαραγωγής ή/και τις πρόσθετες ενισχύσεις.

3.   Εάν οι επιτόπιοι έλεγχοι αποκαλύψουν σημαντικές παρατυπίες στο πλαίσιο συγκεκριμένου καθεστώτος ενίσχυσης ή σε μια περιφέρεια ή τμήμα περιφέρειας, η αρμόδια αρχή αυξάνει καταλλήλως τον αριθμό των επιτόπιων ελέγχων κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και αυξάνει καταλλήλως το ποσοστό των γεωργών που θα υποβληθούν σε επιτόπιο έλεγχο το επόμενο έτος.

4.   Στις περιπτώσεις που προβλέπεται ότι ορισμένα στοιχεία ενός επιτόπιου ελέγχου μπορούν να πραγματοποιηθούν βάσει δείγματος, το δείγμα αυτό πρέπει να εξασφαλίζει αξιόπιστο και αντιπροσωπευτικό επίπεδο ελέγχου. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τα κριτήρια για την επιλογή του δείγματος. Εάν οι έλεγχοι στο εν λόγω δείγμα αποκαλύψουν παρατυπίες, το μέγεθος και το εύρος του δείγματος επεκτείνονται κατάλληλα.

Άρθρο 27

Επιλογή του δείγματος ελέγχου

1.   Οι γεωργοί που υποβάλλονται σε επιτόπιους ελέγχους επιλέγονται από την αρμόδια αρχή βάσει ανάλυσης κινδύνου και βάσει ενός στοιχείου αντιπροσωπευτικότητας των αιτήσεων ενίσχυσης που υποβλήθηκαν. Η αποτελεσματικότητα των παραμέτρων που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάλυση κινδύνου τα προηγούμενα έτη αξιολογείται σε ετήσια βάση.

Για την εξασφάλιση της αντιπροσωπευτικότητας, τα κράτη μέλη επιλέγουν τυχαία ποσοστό μεταξύ 20 % και 25 % του ελάχιστου αριθμού των κατόχων εκμετάλλευσης που θα υποβληθούν σε επιτόπιους ελέγχους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 26 παράγραφοι 1 και 2.

2.   Για την ανάλυση κινδύνου λαμβάνονται υπόψη:

α)

το ποσό της ενίσχυσης

β)

ο αριθμός των αγροτεμαχίων και η έκταση ή ο αριθμός ζώων για τα οποία ζητείται ενίσχυση

γ)

οι μεταβολές σε σχέση με το προηγούμενο έτος

δ)

οι διαπιστώσεις των ελέγχων που διενεργήθηκαν τα προηγούμενα έτη

ε)

οι περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 21/2004

στ)

οι κάτοχοι εκμετάλλευσης οι οποίοι είτε μόλις υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια ή τα όρια σχετικά με τη χορήγηση των ενισχύσεων είτε μόλις υπολείπονται αυτών

ζ)

οι αντικαταστάσεις ζώων σύμφωνα με το άρθρο 58 του παρόντος κανονισμού·

η)

η συμμόρφωση με το άρθρο 49 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

θ)

η ποσότητα γεωμήλων που προορίζεται για την παρασκευή αμύλου γεωμήλων σε σχέση με την έκταση που έχει δηλωθεί στην καλλιεργητική σύμβαση που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 7

ι)

στην περίπτωση αίτησης ενίσχυσης για σπόρους προς σπορά, η οποία προβλέπεται στο κεφάλαιο 9 του τίτλου IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, η ποσότητα των πιστοποιημένων σπόρων σε σχέση με τη δηλωθείσα έκταση·

ια)

άλλοι παράγοντες που καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

3.   Η αρμόδια αρχή τηρεί αρχείο με τους λόγους για την επιλογή κάθε γεωργού για επιτόπιο έλεγχο. Ο επιθεωρητής που πραγματοποιεί τον επιτόπιο έλεγχο ενημερώνεται σχετικά πριν από την έναρξη του επιτόπιου ελέγχου.

Άρθρο 28

Έκθεση ελέγχου

1.   Για κάθε επιτόπιο έλεγχο βάσει του παρόντος τμήματος συντάσσεται έκθεση, η οποία καθιστά δυνατή την επισκόπηση των λεπτομερειών των ελέγχων που διενεργούνται. Η έκθεση πρέπει να αναφέρει ιδίως:

α)

τα καθεστώτα ενίσχυσης και τις αιτήσεις που έχουν ελεγχθεί

β)

τα άτομα που ήσαν παρόντα

γ)

τα αγροτεμάχια που ελέγχθηκαν, τα αγροτεμάχια στα οποία πραγματοποιήθηκε μέτρηση, τα αποτελέσματα των μετρήσεων για κάθε μετρηθέν αγροτεμάχιο και τις χρησιμοποιηθείσες μεθόδους μέτρησης

δ)

τον αριθμό και το είδος των ζώων που βρέθηκαν και, κατά περίπτωση, τους αριθμούς των ενωτίων, τις εγγραφές στο μητρώο και στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή και τα δικαιολογητικά έγγραφα που ελέγχθηκαν, καθώς και τα αποτελέσματα των ελέγχων και, ενδεχομένως, ιδιαίτερες παρατηρήσεις για μεμονωμένα ζώα ή/και τους κωδικούς αναγνώρισής τους

ε)

εάν η επιθεώρηση έγινε κατόπιν προειδοποίησης του γεωργού και, εάν ναι, το διάστημα που μεσολάβησε από την προειδοποίηση

στ)

τυχόν ειδικά μέτρα ελέγχου που πρέπει να εκτελούνται στο πλαίσιο μεμονωμένων καθεστώτων ενίσχυσης

ζ)

τα τυχόν περαιτέρω μέτρα ελέγχου που υλοποιήθηκαν.

2.   Στον γεωργό πρέπει να δίνεται η ευκαιρία να υπογράψει την έκθεση, για να βεβαιώσει την παρουσία του στον έλεγχο και να προσθέσει παρατηρήσεις. Σε περίπτωση που έχουν διαπιστωθεί παρατυπίες, ο γεωργός λαμβάνει αντίγραφο της έκθεσης ελέγχου.

Εάν ο επιτόπιος έλεγχος διενεργείται με τηλεπισκόπηση σύμφωνα με το άρθρο 32, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μη δώσουν στον κάτοχο της εκμετάλλευσης ή στον αντιπρόσωπό του την ευκαιρία να υπογράψουν την έκθεση ελέγχου, εάν δεν αποκαλυφθούν παρατυπίες κατά τον έλεγχο με τηλεπισκόπηση. Εάν αποκαλυφθούν παρατυπίες κατόπιν των ελέγχων αυτών, πρέπει να τους δοθεί η ευκαιρία να υπογράψουν την έκθεση, πριν η αρμόδια αρχή λάβει μέτρα βάσει των διαπιστώσεων σχετικά με τις απορρέουσες μειώσεις ή αποκλεισμούς.

Ενότητα ΙΙ

επιτόπιοι έλεγχοι των ενιαίων αιτήσεών όσον αφορά τα καθεστώτα στρεμματικησ ενίσχυσης

Άρθρο 29

Στοιχεία των επιτόπιων ελέγχων

Οι επιτόπιοι έλεγχοι καλύπτουν όλα τα αγροτεμάχια, για τα οποία ζητείται ενίσχυση στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, εκτός από εκείνα που καλύπτονται από αιτήσεις ενίσχυσης για σπόρους προς σπορά σύμφωνα με το άρθρο 99 του ίδιου κανονισμού. Ωστόσο, η πραγματική επιθεώρηση των αγρών στο πλαίσιο των επιτόπιων ελέγχων μπορεί να περιορίζεται σε δείγμα που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα μισά αγροτεμάχια για τα οποία έχουν υποβληθεί αιτήσεις.

Άρθρο 30

Προσδιορισμός των εκτάσεων

1.   Η έκταση των αγροτεμαχίων προσδιορίζεται με κάθε πρόσφορο μέσο, το οποίο καθορίζεται από την αρμόδια αρχή και εξασφαλίζει ακρίβεια μέτρησης τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη που απαιτείται για τις επίσημες μετρήσεις σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις. Η αρμόδια αρχή δύναται να καθορίζει ανοχή μετρήσεων, η οποία δεν υπερβαίνει είτε το 5 % της έκτασης του αγροτεμαχίου είτε μια ζώνη 1,5 μέτρου, εκτεινόμενη περιμετρικά του αγροτεμαχίου. Ωστόσο, η μέγιστη ανοχή για κάθε αγροτεμάχιο δεν πρέπει να υπερβαίνει, σε απόλυτες τιμές, το 1,0 εκτάριο.

2.   Η συνολική έκταση ενός αγροτεμαχίου μπορεί να λαμβάνεται υπόψη, υπό τον όρο ότι χρησιμοποιείται πλήρως σύμφωνα με τα συνήθη πρότυπα του οικείου κράτους μέλους ή περιφέρειας. Στις άλλες περιπτώσεις, λαμβάνεται υπόψη η πραγματικά χρησιμοποιούμενη έκταση.

Όσον αφορά τις περιφέρειες όπου ορισμένα στοιχεία, όπως φράκτες, τάφροι και τοιχία, εντάσσονται κατά παράδοση σε ορθές πρακτικές καλλιέργειας ή γεωργικής εκμετάλλευσης, τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίζουν ότι η αντίστοιχη επιφάνεια αποτελεί τμήμα της πλήρως χρησιμοποιούμενης έκτασης, υπό τον όρο ότι δεν υπερβαίνει ένα συνολικό πλάτος που καθορίζεται από τα κράτη μέλη. Το πλάτος αυτό πρέπει να αντιστοιχεί στο παραδοσιακό πλάτος στη συγκεκριμένη περιφέρεια και να μην υπερβαίνει τα 2 μέτρα.

Τα κράτη μέλη δύνανται, εφόσον το κοινοποιήσουν εκ των προτέρων στην Επιτροπή, να επιτρέπουν πλάτος άνω των 2 μέτρων, εάν οι αντίστοιχες εκτάσεις αροτραίων καλλιεργειών έχουν ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό των αποδόσεων στις εν λόγω περιφέρειες.

3.   Επιπλέον της παραγράφου 2, στην περίπτωση των αγροτεμαχίων που δηλώνονται για τους σκοπούς των καθεστώτων ενιαίας ενίσχυσης, οποιοδήποτε στοιχείο αναφέρεται στις πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 ή συνιστά ενδεχομένως μέρος της καλής γεωργικής και περιβαλλοντικής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 5 και στο παράρτημα IΝ του ίδιου κανονισμού, αποτελεί τμήμα της συνολικής έκτασης ενός αγροτεμαχίου.

4.   Η επιλεξιμότητα των αγροτεμαχίων εξακριβώνεται με κάθε πρόσφορο μέσο. Για τον σκοπό αυτό, ζητούνται, εάν χρειάζεται, συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία.

Άρθρο 31

Στοιχεία των επιτόπιων ελέγχων των αιτήσεων ενίσχυσης για σπόρους προς σπορά

Οι επιτόπιοι έλεγχοι με αντικείμενο τις αιτήσεις ενίσχυσης για σπόρους προς σπορά σύμφωνα με το άρθρο 99 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, συνίστανται ειδικότερα:

(α)

σε ελέγχους στο επίπεδο του κατόχου εκμετάλλευσης που έχει υποβάλει την αίτηση ενίσχυσης:

(i)

σε όλα τα αγροτεμάχια για να εξακριβωθούν τα είδη ή οι ποικιλίες σπόρων που έχουν σπαρθεί σε κάθε δηλούμενο αγροτεμάχιο

(ii)

στα έγγραφα για να εξακριβωθεί τουλάχιστον ο πρώτος προορισμός των σπόρων για τους οποίους ζητείται ενίσχυση

(iii)

για άλλες εξακριβώσεις που ενδεχομένως κρίνονται απαραίτητες από τα κράτη μέλη με σκοπό να διασφαλιστεί ότι δεν καταβάλλεται ενίσχυση για σπόρους, οι οποίοι δεν έχουν πιστοποιηθεί ή προέρχονται από τρίτες χώρες

(β)

εάν ο πρώτος προορισμός των σπόρων προς σπορά είναι βελτιωτής ποικιλιών ή φυτώριο, σε συμπληρωματικούς ελέγχους στις εγκαταστάσεις τους για να διασφαλιστεί ότι:

(i)

ο βελτιωτής ποικιλιών ή το φυτώριο έχει πράγματι αγοράσει τους σπόρους και έχει καταβάλει το αντίτιμο σύμφωνα με την καλλιεργητική σύμβαση

(ii)

η πληρωμή για την αγορά των σπόρων εμφαίνεται στα λογιστικά βιβλία του βελτιωτή ποικιλιών ή του φυτωρίου

(iii)

οι σπόροι διατέθηκαν πράγματι στην αγορά για σπορά. Ως διάθεση στην αγορά νοείται η διαθεσιμότητα ή η διατήρηση σε απόθεμα, η επίδειξη προς πώληση, η προσφορά προς πώληση, η πώληση ή η παράδοση σε άλλο πρόσωπο. Για τον σκοπό αυτό, διενεργείται φυσικός έλεγχος και έλεγχος των βιβλίων αποθήκης και των λογιστικών βιβλίων του βελτιωτή ποικιλιών ή του φυτωρίου

(γ)

όπου ενδείκνυται, σε ελέγχους στο επίπεδο των τελικών χρηστών.

Άρθρο 32

Τηλεπισκόπηση

1.   Για το δείγμα που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη δύνανται να χρησιμοποιούν την τηλεπισκόπηση αντί των κλασικών μέσων επιτόπιου ελέγχου, υπό τους όρους του παρόντος άρθρου. Εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, τα άρθρα 23, 25, 26, 27 και 28, το άρθρο 29 πρώτη πρόταση και το άρθρο 30.

2.   Οι περιοχές που πρόκειται να ελεγχθούν με τηλεπισκόπηση επιλέγονται με βάση ανάλυση κινδύνου ή τυχαία.

Στην περίπτωση της επιλογής με βάση ανάλυση κινδύνου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τους κατάλληλους παράγοντες κινδύνου και ειδικότερα:

(α)

την οικονομική σημασία των περιοχών από πλευράς κοινοτικής ενίσχυσης

(β)

τη σύνθεση των αιτήσεων ενίσχυσης

(γ)

τη διάρθρωση των συστημάτων των αγροτεμαχίων και την πολυπλοκότητα του γεωργικού τοπίου

(δ)

την έλλειψη κάλυψης κατά τα προηγούμενα έτη

(ε)

τους τεχνικούς περιορισμούς της αποτελεσματικής χρήσης της τηλεπισκόπησης, όσον αφορά την οριοθέτηση της περιοχής

(στ)

τα πορίσματα των ελέγχων που διενεργήθηκαν τα προηγούμενα έτη.

3.   Οι επιτόπιοι έλεγχοι με τηλεπισκόπηση καλύπτουν είτε:

(α)

το σύνολο των αιτήσεων με τις οποίες ζητείται ενίσχυση στο πλαίσιο των καθεστώτων που προβλέπονται στους τίτλους ΙΙΙ και IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 για έκταση της οποίας το 80 % τουλάχιστον βρίσκεται στην υπό έλεγχο περιοχή ή

(β)

τις αιτήσεις ενίσχυσης που επιλέγονται από την αρμόδια αρχή βάσει του άρθρου 27 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

Οι αιτήσεις που επιλέγονται τυχαία σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο μπορούν να ελέγχονται με τηλεπισκόπηση.

4.   Εφόσον ένας κάτοχος εκμετάλλευσης έχει επιλεγεί για επιτόπιο έλεγχο, σύμφωνα με την παράγραφο 3, τουλάχιστον το 80 % της έκτασης, για την οποία ζητεί ενίσχυση στο πλαίσιο των καθεστώτων που προβλέπονται στους τίτλους ΙΙΙ και IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, αποτελεί το αντικείμενο επιτόπιου ελέγχου με τηλεπισκόπηση.

5.   Εφόσον ένα κράτος μέλος κάνει χρήση της δυνατότητας διεξαγωγής των επιτόπιων ελέγχων με τηλεπισκόπηση, προβαίνει σε:

(α)

φωτοερμηνεία δορυφορικών εικόνων ή αεροφωτογραφιών όλων των αγροτεμαχίων που πρόκειται να ελεγχθούν ανά αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 4, με σκοπό την αναγνώριση της φυτικής κάλυψης και τη μέτρηση της έκτασής τους

(β)

επιτόπιο φυσικό έλεγχο όλων των αγροτεμαχίων, για τα οποία η φωτοερμηνεία δεν επιτρέπει να επαληθευθεί η ακρίβεια της δήλωσης κατά τρόπο που κρίνεται ικανοποιητικός από την αρμόδια αρχή.

6.   Οι συμπληρωματικοί έλεγχοι που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 διεξάγονται με τα κλασικά μέσα επιτόπιου ελέγχου, εάν δεν είναι πλέον δυνατόν να διενεργηθούν με τηλεπισκόπηση κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου έτους.

Άρθρο 33

Εξακρίβωση της περιεκτικότητας τετραϋδροκανναβινόλης στις καλλιέργειες κάνναβης

1.   Το σύστημα που πρέπει να χρησιμοποιείται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 για τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας τετραϋδροκανναβινόλης (εφεξής καλούμενη «THC») στις καλλιέργειες κάνναβης παρατίθεται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

2.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή, το αργότερο στις 15 Νοεμβρίου της εξεταζόμενης περιόδου εμπορίας, έκθεση των αποτελεσμάτων του προσδιορισμού της περιεκτικότητας THC. Στην έκθεση αυτή αναφέρονται για κάθε ποικιλία:

(α)

στην περίπτωση της διαδικασίας Α που προβλέπεται στο παράρτημα Ι ο χρόνος λήψης των δειγμάτων

(β)

ο αριθμός των αναλύσεων που διεξήχθησαν

(γ)

τα αποτελέσματα, εκφραζόμενα σε περιεκτικότητα THC, με κατανομή ανά 0,1 %

(δ)

τα μέτρα που ελήφθησαν σε εθνικό επίπεδο.

3.   Εάν κατά τους ελέγχους διαπιστωθεί, σε σημαντικό αριθμό δειγμάτων μιας δεδομένης ποικιλίας, ότι η περιεκτικότητα THC υπερβαίνει την τιμή που καθορίζεται στο άρθρο 52 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, μπορεί να αποφασιστεί, με την επιφύλαξη άλλων μέτρων που θα ληφθούν ενδεχομένως από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 144 παράγραφος 2 του ίδιου κανονισμού, η εφαρμογή της διαδικασίας Β που προβλέπεται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού για τη συγκεκριμένη ποικιλία κατά το επόμενο ημερολογιακό έτος.

4.   Οι ποικιλίες κάνναβης προοριζόμενης για την παραγωγή ινών, που είναι επιλέξιμες για άμεσες ενισχύσεις, παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ. Οι αιτήσεις των κρατών μελών που αφορούν την προσθήκη μιας ποικιλίας κάνναβης στον κατάλογο του εν λόγω παραρτήματος πρέπει να συνοδεύονται από έκθεση, η οποία θα περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των αναλύσεων που έχουν διεξαχθεί σύμφωνα με τη διαδικασία Β που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙ, καθώς και περιγραφή της υπόψη ποικιλίας.

Ενότητα ΙΙΙ

Επιτόπιοι έλεγχοι των αιτήσεών ενίσχυσης για κτηνοτροφία

Άρθρο 34

Χρονοδιάγραμμα των επιτόπιων ελέγχων

1.   Για τα άλλα καθεστώτα ενισχύσεων πλην των προβλεπόμενων στο άρθρο 123 παράγραφος 6 και στο άρθρο 130 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, τουλάχιστον το 60 % του ελάχιστου ποσοστού επιτόπιων ελέγχων που προβλέπεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 στοιχείο β) τελευταία πρόταση του παρόντος κανονισμού, διενεργούνται κατά τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής κατοχής που επιβάλλει το αντίστοιχο καθεστώς ενισχύσεων. Οι υπόλοιποι επιτόπιοι έλεγχοι διενεργούνται κατά τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής κατοχής που επιβάλλει ένα τουλάχιστον από τα εν λόγω καθεστώτα ενισχύσεων.

Εντούτοις, όταν ένα κράτος μέλος κάνει χρήση των δυνατοτήτων που παρέχει το άρθρο 68 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, το σύνολο του ελάχιστου ποσοστού επιτόπιων ελέγχων που προβλέπεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 στοιχείο β) τελευταία πρόταση, διενεργούνται κατά τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής κατοχής που επιβάλλει το αντίστοιχο καθεστώς ενισχύσεων.

2.   Τουλάχιστον το 50 % του ελάχιστου ποσοστού επιτόπιων ελέγχων που προβλέπεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 στοιχείο γ), διενεργούνται κατά τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής κατοχής. Εντούτοις, το σύνολο του ελάχιστου ποσοστού επιτόπιων ελέγχων διενεργούνται κατά τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής κατοχής στα κράτη μέλη, όπου το σύστημα που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 21/2004 για τα αιγοπρόβατα δεν έχει επιβληθεί και δεν εφαρμόζεται πλήρως, ιδίως όσον αφορά την αναγνώριση των ζώων και την επιμελή τήρηση μητρώων.

Άρθρο 35

Στοιχεία των επιτόπιων ελέγχων

1.   Οι επιτόπιοι έλεγχοι καλύπτουν όλα τα ζώα για τα οποία έχουν υποβληθεί αιτήσεις ενίσχυσης στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεων που αποτελούν το αντικείμενο του ελέγχου και, στην περίπτωση των ελέγχων με αντικείμενο τα καθεστώτα ενισχύσεων για βοοειδή, επίσης τα βοοειδή για τα οποία δεν έχει υποβληθεί αίτηση.

2.   Οι επιτόπιοι έλεγχοι περιλαμβάνουν ειδικότερα:

(α)

έλεγχο για να εξακριβωθεί αν ο αριθμός των παρόντων στην εκμετάλλευση ζώων, για τα οποία έχουν υποβληθεί αιτήσεις και ο αριθμός των βοοειδών για τα οποία δεν έχει υποβληθεί αίτηση, αντιστοιχούν στον αριθμό των ζώων που έχουν καταχωρηθεί στα μητρώα και, προκειμένου για βοοειδή, στον αριθμό των ζώων που έχουν δηλωθεί στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή

(β)

όσον αφορά τα καθεστώτα ενισχύσεων για βοοειδή, έλεγχο για να εξακριβωθεί

η ορθότητα των καταχωρήσεων στο μητρώο και των δηλώσεων στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή, σε δείγμα δικαιολογητικών, όπως τιμολόγια αγορών και πωλήσεων, πιστοποιητικά σφαγής, κτηνιατρικά πιστοποιητικά και, όπου έχει εφαρμογή, διαβατήρια ζώου, σχετικών με τα ζώα για τα οποία υποβλήθηκαν αιτήσεις ενίσχυσης κατά το δωδεκάμηνο πριν από τον επιτόπιο έλεγχο,

αν τα στοιχεία που τηρούνται στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή αντιστοιχούν σε εκείνα του μητρώου, σε δείγμα που καλύπτει τα ζώα για τα οποία υποβλήθηκαν αιτήσεις ενίσχυσης κατά το δωδεκάμηνο πριν από τον επιτόπιο έλεγχο,

αν όλα τα ζώα που είναι παρόντα στην εκμετάλλευση και διανύουν ακόμη την περίοδο υποχρεωτικής κατοχής, είναι επιλέξιμα για την αιτούμενη ενίσχυση,

αν όλα τα βοοειδή που είναι παρόντα στην εκμετάλλευση αναγνωρίζονται με τη βοήθεια ενωτίων και, όπου έχει εφαρμογή, διαθέτουν διαβατήριο ζώου, καθώς επίσης αν έχουν καταχωρηθεί στο μητρώο και έχουν δεόντως δηλωθεί στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή.

Ο έλεγχος που αναφέρεται στο στοιχείο (β) τέταρτη περίπτωση διενεργείται ατομικά σε κάθε αρσενικό βοοειδές που διανύει ακόμη την περίοδο υποχρεωτικής κατοχής και για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση ειδικής πριμοδότησης για βόειο κρέας, με εξαίρεση τις αιτήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 123 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ο έλεγχος της ορθής εγγραφής στο διαβατήριο ζώου και στο μητρώο και δήλωσης στη βάση δεδομένων για τα βοοειδή μπορεί να είναι δειγματοληπτικός

(γ)

όσον αφορά το καθεστώς ενισχύσεων για αιγοπρόβατα, έλεγχο για να εξακριβωθεί:

(i)

βάσει του μητρώου, αν όλα τα ζώα, για τα οποία υποβλήθηκαν αιτήσεις ενίσχυσης κατά το δωδεκάμηνο πριν από τον επιτόπιο έλεγχο, παρέμειναν στην εκμετάλλευση καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής κατοχής,

(ii)

η ορθότητα των καταχωρήσεων στο μητρώο, σε δείγμα δικαιολογητικών, όπως τιμολόγια αγορών και πωλήσεων και κτηνιατρικά πιστοποιητικά.

Άρθρο 36

Μέτρα όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους στα σφαγεία

1.   Στην περίπτωση της ειδικής πριμοδότησης για το βόειο κρέας που προβλέπεται στο άρθρο 123 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 και της πριμοδότησης σφαγής που προβλέπεται στο άρθρο 130 του ίδιου κανονισμού και όταν ένα κράτος μέλος κάνει χρήση των δυνατοτήτων που παρέχει το άρθρο 68 του εν λόγω κανονισμού, διενεργούνται επιτόπιοι έλεγχοι στα σφαγεία. Στην περίπτωση αυτή τα κράτη μέλη διενεργούν επιτόπιους ελέγχους είτε:

(α)

στο 30 % τουλάχιστον του συνόλου των σφαγείων, κατόπιν επιλογής με βάση ανάλυση κινδύνων· οι έλεγχοι αυτοί καλύπτουν δείγμα ίσο με το 5 % του συνολικού αριθμού των βοοειδών που εσφάγησαν στο ελεγχόμενο σφαγείο κατά το δωδεκάμηνο πριν από τον επιτόπιο έλεγχο, ή

(β)

στο 20 % τουλάχιστον των σφαγείων που έχουν εγκριθεί εκ των προτέρων σύμφωνα με ιδιαίτερα κριτήρια αξιοπιστίας, τα οποία καθορίζονται από τα κράτη μέλη, κατόπιν επιλογής με βάση ανάλυση κινδύνου· οι έλεγχοι αυτοί καλύπτουν δείγμα ίσο με το 2 % του συνολικού αριθμού των βοοειδών που εσφάγησαν στο ελεγχόμενο σφαγείο κατά το δωδεκάμηνο πριν από τον επιτόπιο έλεγχο.

Οι επιτόπιοι έλεγχοι στα σφαγεία περιλαμβάνουν εκ των υστέρων σχολαστική εξέταση των εγγράφων, σύγκριση με τα στοιχεία της μηχανογραφημένης βάσης δεδομένων για τα βοοειδή και έλεγχο των συγκεντρωτικών πινάκων των πιστοποιητικών σφαγής ή αντίστοιχων πληροφοριών, που έχουν διαβιβαστεί στα άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2342/1999.

2.   Οι επιτόπιοι έλεγχοι στα σφαγεία περιλαμβάνουν δειγματοληπτικούς φυσικούς ελέγχους των διαδικασιών σφαγής που πραγματοποιούνται την ημέρα του επιτόπιου ελέγχου. Εφόσον κρίνεται αναγκαίο, ελέγχεται κατά πόσον τα σφάγια που προσκομίζονται για ζύγιση είναι επιλέξιμα για ενίσχυση.

Άρθρο 37

Μέτρα ελέγχου όσον αφορά την πριμοδότηση που χορηγείται μετά την εξαγωγή

1.   Όσον αφορά την πριμοδότηση σφαγής που χορηγείται για τα εξαγόμενα σε τρίτες χώρες βοοειδή σύμφωνα με το άρθρο 130 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 και όταν ένα κράτος μέλος κάνει χρήση των δυνατοτήτων που παρέχει το άρθρο 68 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, όλες οι εργασίες φόρτωσης υπόκεινται σε επιτόπιους ελέγχους, οι οποίοι διενεργούνται ως εξής:

(α)

κατά τη φόρτωση, εξακριβώνεται αν όλα τα βοοειδή αναγνωρίζονται με τη βοήθεια ενωτίων. Επιπλέον, τουλάχιστον το 10 % των βοοειδών που υποβάλλονται στην εξακρίβωση αυτή, ελέγχονται ατομικά με σκοπό να επαληθευθεί η ταυτοποίησή τους

(β)

κατά την αναχώρηση από την κοινοτική επικράτεια:

εφόσον έχει τοποθετηθεί επίσημη τελωνειακή σφραγίδα στο μεταφορικό μέσο, ελέγχεται αν η σφραγίδα είναι άθικτη. Εάν η σφραγίδα είναι άθικτη, διενεργείται δειγματοληπτικός έλεγχος, μόνον εάν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την κανονικότητα του φορτίου,

εάν δεν έχει τοποθετηθεί επίσημη τελωνειακή σφραγίδα στο μεταφορικό μέσο ή η τελωνειακή σφραγίδα έχει παραβιαστεί, επανελέγχεται τουλάχιστον το 50 % των βοοειδών που ελέγχθηκαν ατομικά κατά τη φόρτωση.

2.   Τα διαβατήρια των ζώων παραδίδονται στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000.

3.   Ο οργανισμός πληρωμών ελέγχει εξονυχιστικά τις αιτήσεις ενίσχυσης με βάση τα αρχεία πληρωμών και άλλα διαθέσιμα στοιχεία, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στα σχετικά με την εξαγωγή έγγραφα και στις παρατηρήσεις των αρμόδιων ελεγκτικών αρχών και εξακριβώνει αν τα διαβατήρια των ζώων έχουν παραδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Άρθρο 38

Ειδικές διατάξεις για τις πρόσθετες ενισχύσεις

Στις πρόσθετες ενισχύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 133 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν, κατά περίπτωση, τις διατάξεις του παρόντος τίτλου. Εάν η εφαρμογή αυτών των διατάξεων δεν ενδείκνυται, λόγω της διάρθρωσης του καθεστώτος πρόσθετων ενισχύσεων, τα κράτη μέλη προβλέπουν ελέγχους που εξασφαλίζουν επίπεδο ελέγχου ισοδύναμο με εκείνο που ορίζει ο παρών κανονισμός.

Άρθρο 39

Ειδικές διατάξεις για την έκθεση ελέγχου

1.   Όταν τα κράτη μέλη διενεργούν επιτόπιους ελέγχους κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε συνδυασμό με επιθεωρήσεις κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1082/2003 η έκθεση ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 28 του παρόντος κανονισμού συμπληρώνεται από τις εκθέσεις που συντάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1082/2003.

2.   Στην περίπτωση των ελέγχων στα σφαγεία που προβλέπονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1, η έκθεση ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 28 μπορεί να συνίσταται σε σημείωση στα λογιστικά βιβλία του σφαγείου των ζώων που ελέγχθηκαν.

Όσον αφορά τους ελέγχους που προβλέπονται στο άρθρο 36 παράγραφος 2, η έκθεση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τους αναγνωριστικούς αριθμούς, το βάρος των σφαγίων και την ημερομηνία σφαγής για όλα τα ζώα που εσφάγησαν και ελέγχθηκαν την ημέρα του επιτόπιου ελέγχου.

3.   Στην περίπτωση των ελέγχων που προβλέπονται στο άρθρο 37, η έκθεση ελέγχου μπορεί να συνίσταται μόνο σε αναφορά των ζώων που ελέγχθηκαν.

4.   Εάν από τους επιτόπιους ελέγχους που διενεργούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό προκύψουν περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του τίτλου Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000, αντίγραφα της έκθεσης ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 28 του παρόντος κανονισμού διαβιβάζονται, χωρίς καθυστέρηση, στις αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1082/2003.

Ενοτητα IV

Επιτόπιοι έλεγχοι των αιτήσεων για πριμοδότηση γαλακτοπαραγωγησ και πρόσθετες ενισχύσεις

Άρθρο 40

Επιτόπιοι έλεγχοι με αντικείμενο τις αιτήσεις για πριμοδότηση γαλακτοπαραγωγής και τις πρόσθετες ενισχύσεις

Οι επιτόπιοι έλεγχοι καλύπτουν τους όρους επιλεξιμότητας, ειδικότερα με βάση τα λογιστικά ή άλλα βιβλία του κατόχου της εκμετάλλευσης.

ΚΚΕΦΆΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΈΛΕΓΧΟΙ ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΊΜΕΝΟ ΤΗ ΠΟΛΛΑΠΛΉ ΣΥΜΜΌΡΦΩΣΗ

Τμημα Ι

Κοινες διαταξεις

Άρθρο 41

Γενικές αρχές και ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ισχύουν οι εξής γενικές αρχές και ορισμοί:

(α)

ως «επανειλημμένη» μη συμμόρφωση νοείται η μη συμμόρφωση προς την ίδια απαίτηση, το ίδιο πρότυπο ή την ίδια υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 4, η οποία διαπιστώνεται περισσότερες από μία φορές εντός περιόδου τριών συναπτών ετών, υπό τον όρο ότι ο κάτοχος της εκμετάλλευσης είχε ενημερωθεί για την προηγούμενη κατάσταση μη συμμόρφωσης και, ανάλογα με την περίπτωση, είχε τη δυνατότητα να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να θέσει τέρμα σε αυτήν

(β)

η «έκταση» της μη συμμόρφωσης προσδιορίζεται λαμβάνοντας ιδίως υπόψη αν η μη συμμόρφωση έχει ευρύτερες επιπτώσεις ή περιορίζεται στην εκμετάλλευση καθεαυτή

(γ)

η «σοβαρότητα» της μη συμμόρφωσης εξαρτάται ιδίως από τη βαρύτητα των συνεπειών της, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της σχετικής απαίτησης ή προτύπου

(δ)

το κατά πόσον η μη συμμόρφωση έχει «διαρκή χαρακτήρα» εξαρτάται ιδίως από τη χρονική διάρκεια των επιδράσεών της ή από τη δυνατότητα τερματισμού των εν λόγω επιδράσεων με εύλογα μέσα.

Άρθρο 42

Αρμόδια ελεγκτική αρχή

1.   Αρμόδιοι για τον έλεγχο της τήρησης των εκάστοτε απαιτήσεων και προτύπων είναι οι εξειδικευμένοι ελεγκτικοί οργανισμοί.

Οι οργανισμοί πληρωμών είναι αρμόδιοι για τον καθορισμό των μειώσεων ή των αποκλεισμών σε μεμονωμένες περιπτώσεις σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙ του τίτλου IΝ του παρόντος κανονισμού.

2.   Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίζουν ότι οι έλεγχοι με αντικείμενο το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων, προτύπων, πράξεων ή τομέων της πολλαπλής συμμόρφωσης διενεργούνται από τους οργανισμούς πληρωμών, υπό τον όρο ότι το κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι η αποτελεσματικότητα των ελέγχων είναι τουλάχιστον εφάμιλλη εκείνης που επιτυγχάνεται όταν οι έλεγχοι διεξάγονται από εξειδικευμένο ελεγκτικό οργανισμό.

Τμημα ΙΙ

Διοικητικοι έλεγχοι

Άρθρο 43

Διοικητικοί έλεγχοι

Ανάλογα με τις εκάστοτε απαιτήσεις, πρότυπα, πράξεις ή τομείς της πολλαπλής συμμόρφωσης, τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίζουν να διενεργούν διοικητικούς ελέγχους, ειδικότερα εκείνους που προβλέπονται ήδη από τα συστήματα ελέγχου τα οποία ισχύουν για την αντίστοιχη απαίτηση, πρότυπο, πράξη ή τομέα της πολλαπλής συμμόρφωσης.

Τμημα ΙΙΙ

Επιτόπιοι έλεγχοι

Άρθρο 44

Ελάχιστο ποσοστό ελέγχων

1.   Για τις απαιτήσεις ή τα πρότυπα που υπάγονται στην αρμοδιότητά της, η αρμόδια ελεγκτική αρχή διενεργεί ελέγχους στο 1 % τουλάχιστον του συνόλου των κατόχων εκμετάλλευσης, οι οποίοι έχουν υποβάλει αιτήσεις ενίσχυσης στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεων που προβλέπονται στους τίτλους ΙΙΙ και IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 και για τα οποία η συγκεκριμένη ελεγκτική αρχή είναι επίσης αρμόδια.

Σε περίπτωση όπου οι νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν για τις απαιτήσεις και τα πρότυπα, ορίζουν ήδη ελάχιστα ποσοστά ελέγχων, εφαρμόζονται αυτά τα ποσοστά αντί του ελάχιστου ποσοστού που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

2.   Εάν κατά τους επιτόπιους ελέγχους διαπιστωθεί σημαντικός βαθμός μη συμμόρφωσης σε ένα δεδομένο τομέα της πολλαπλής συμμόρφωσης, αυξάνεται ο αριθμός των επιτόπιων ελέγχων που διενεργούνται κατά την επόμενη περίοδο ελέγχου.

Άρθρο 45

Επιλογή του δείγματος ελέγχου

1.   Με την επιφύλαξη των ελέγχων που διενεργούνται μετά τον εντοπισμό περιπτώσεων μη συμμόρφωσης, οι οποίες υποπίπτουν στην αντίληψη της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής με άλλον τρόπο, οι εκμεταλλεύσεις που πρόκειται να ελεγχθούν σύμφωνα με το άρθρο 44 επιλέγονται με βάση ανάλυση κινδύνου που διενεργείται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, όπου έχει εφαρμογή, ή ανάλυση κινδύνου κατάλληλη για τις απαιτήσεις ή τα πρότυπα. Η εν λόγω ανάλυση κινδύνου μπορεί να διενεργείται σε επίπεδο μεμονωμένης γεωργικής εκμετάλλευσης ή κατηγορίας εκμεταλλεύσεων ή γεωγραφικών περιοχών ή, στην περίπτωση της παραγράφου 3 στοιχείο (β) δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου, σε επίπεδο επιχείρησης.

2.   Για τις απαιτήσεις ή τα πρότυπα που υπάγονται στην αρμοδιότητά της, η αρμόδια ελεγκτική αρχή επιλέγει τους κατόχους εκμετάλλευσης που πρόκειται να ελεγχθούν σύμφωνα με το άρθρο 44 από το δείγμα των κατόχων εκμετάλλευσης που έχουν ήδη επιλεγεί σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 27 και για τους οποίους ισχύουν οι εξεταζόμενες απαιτήσεις ή πρότυπα.

3.   Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 2, η αρμόδια ελεγκτική αρχή δύναται, για τις απαιτήσεις ή τα πρότυπα που υπάγονται στην αρμοδιότητά της, να επιλέξει ένα δείγμα ελέγχου αποτελούμενο από το 1 % του συνόλου των κατόχων εκμετάλλευσης, οι οποίοι έχουν υποβάλει αιτήσεις ενίσχυσης στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεων που προβλέπονται στους τίτλους ΙΙΙ και IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 και οι οποίοι υποχρεούνται να τηρούν τουλάχιστον μία από τις απαιτήσεις ή ένα από τα πρότυπα.

Στην περίπτωση αυτή:

(α)

εάν η αρμόδια ελεγκτική αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα, βάσει της ανάλυσης κινδύνου σε επίπεδο γεωργικής εκμετάλλευσης, ότι οι μη δικαιούχοι άμεσης ενίσχυσης αντιπροσωπεύουν υψηλότερο κίνδυνο από εκείνους που έχουν υποβάλει αίτηση ενίσχυσης, δύναται να αντικαταστήσει τους κατόχους εκμετάλλευσης που έχουν υποβάλει αίτηση ενίσχυσης από μη δικαιούχους. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, ο συνολικός αριθμός των ελεγχόμενων κατόχων εκμετάλλευσης πρέπει να φθάνει το ποσοστό ελέγχων που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο. Οι λόγοι των εν λόγω αντικαταστάσεων εξηγούνται και τεκμηριώνονται καταλλήλως

(β)

εάν το θεωρεί αποτελεσματικότερο, η αρμόδια ελεγκτική αρχή δύναται να διενεργήσει την ανάλυση κινδύνου στο επίπεδο των επιχειρήσεων, ειδικότερα των σφαγείων, των εμπόρων ή των προμηθευτών αντί του επιπέδου της γεωργικής εκμετάλλευσης. Οι κάτοχοι εκμετάλλευσης που ελέγχονται με τον τρόπο αυτό μπορούν να συνυπολογίζονται στο ποσοστό ελέγχων που προβλέπεται στο άρθρο 44.

4.   Η αρμόδια ελεγκτική αρχή δύναται να αποφασίζει να συνδυάσει τις διαδικασίες που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3, εφόσον ο συνδυασμός αυτός αυξάνει την αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου.

Άρθρο 46

Προσδιορισμός της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις και τα πρότυπα

1.   Στις περιπτώσεις όπου προβλέπεται, η τήρηση των απαιτήσεων και των προτύπων προσδιορίζεται με τα μέσα που ορίζει η ισχύουσα για την εκάστοτε απαίτηση ή πρότυπο νομοθεσία.

2.   Στις άλλες περιπτώσεις και όπου ενδείκνυται, ο προσδιορισμός πραγματοποιείται με κάθε πρόσφορο μέσο, το οποίο καθορίζεται από την αρμόδια ελεγκτική αρχή και εξασφαλίζει ακρίβεια τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη που απαιτείται για τους επίσημους προσδιορισμούς σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις.

3.   Όπου ενδείκνυται, οι επιτόπιοι έλεγχοι επιτρέπεται να διενεργούνται με εφαρμογή τεχνικών τηλεπισκόπησης.

Άρθρο 47

Στοιχεία των επιτόπιων ελέγχων

1.   Κατά τη διεξαγωγή των ελέγχων στο δείγμα που προβλέπεται στο άρθρο 44, η αρμόδια ελεγκτική αρχή μεριμνά ώστε να ελέγχεται η συμμόρφωση όλων των κατόχων εκμετάλλευσης που επιλέγονται κατ’ αυτόν τον τρόπο προς τις απαιτήσεις και τα πρότυπα για τα οποία αυτή είναι αρμόδια.

2.   Οι έλεγχοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διενεργούνται, κατά κανόνα, στο πλαίσιο μίας επιθεώρησης και καλύπτουν τις απαιτήσεις και τα πρότυπα, των οποίων η τήρηση μπορεί να ελεγχθεί κατά το χρόνο αυτής της επιθεώρησης, με στόχο τον εντοπισμό πιθανών περιπτώσεων μη συμμόρφωσης προς τις εν λόγω απαιτήσεις και πρότυπα και, επιπλέον, περιπτώσεων που πρέπει να υποβληθούν σε περαιτέρω ελέγχους.

Άρθρο 48

Έκθεση ελέγχου

1.   Για κάθε επιτόπιο έλεγχο δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου, ανεξαρτήτως του εάν ο κάτοχος εκμετάλλευσης επιλέχθηκε για επιτόπιο έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 45 ή μετά τη διαπίστωση μη συμμόρφωσης που υπέπεσε στην αντίληψη της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής με άλλον τρόπο, η αρμόδια ελεγκτική αρχή συντάσσει έκθεση ελέγχου.

Η έκθεση υποδιαιρείται στα ακόλουθα μέρη:

(α)

ένα γενικό μέρος που περιλαμβάνει, ειδικότερα, τις ακόλουθες πληροφορίες:

(i)

τον κάτοχο εκμετάλλευσης που επιλέχθηκε για τον επιτόπιο έλεγχο,

(ii)

τα παρόντα κατά τον έλεγχο πρόσωπα,

(iii)

αν ο κάτοχος της εκμετάλλευσης είχε ειδοποιηθεί για την επίσκεψη των ελεγκτών και, εάν ναι, την περίοδο προειδοποίησης

(β)

ένα μέρος στο οποίο αναφέρονται χωριστά οι εξακριβώσεις που πραγματοποιήθηκαν όσον αφορά κάθε πράξη και πρότυπο και το οποίο περιλαμβάνει, ειδικότερα, τις ακόλουθες πληροφορίες:

(i)

τις απαιτήσεις και τα πρότυπα που αποτελούσαν το αντικείμενο του επιτόπιου ελέγχου,

(ii)

το είδος και την έκταση των εξακριβώσεων που πραγματοποιήθηκαν,

(iii)

τις διαπιστώσεις,

(iv)

τις πράξεις και τα πρότυπα σε σχέση με τα οποία διαπιστώθηκε μη συμμόρφωση

(γ)

ένα μέρος αξιολόγησης, το οποίο παρέχει εκτίμηση της σημασίας της μη συμμόρφωσης σε σχέση με κάθε πράξη ή/και πρότυπο, βάσει των κριτηρίων «σοβαρότητα», «έκταση», «διαρκής χαρακτήρας» και «επανάληψη» σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, με ένδειξη των παραγόντων που ενδεχομένως δικαιολογούν αύξηση ή ελάττωση της μείωσης που πρέπει να επιβληθεί.

Σε περίπτωση όπου οι διατάξεις που διέπουν την εξεταζόμενη απαίτηση ή πρότυπο αφήνουν περιθώρια να μην δίδεται συνέχεια στις διαπιστούμενες περιπτώσεις μη συμμόρφωσης, η έκθεση πρέπει να περιλαμβάνει σχετική μνεία. Το ίδιο ισχύει στις περιπτώσεις όπου το κράτος μέλος παρέχει περίοδο χάριτος για τη συμμόρφωση προς νέο πρότυπο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1999 για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) (19) ή προβλέπει περίοδο για τη συμμόρφωση νέων γεωργών με τα ελάχιστα πρότυπα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 445/2002 της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2002, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 (20).

2.   Ο κάτοχος της εκμετάλλευσης ενημερώνεται για κάθε διαπίστωση μη συμμόρφωσης.

3.   Με την επιφύλαξη τυχόν ειδικών διατάξεων της νομοθεσίας που διέπει τις απαιτήσεις και τα πρότυπα, η έκθεση ελέγχου οριστικοποιείται εντός μηνός από τον επιτόπιο έλεγχο. Ωστόσο, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται σε τρεις μήνες, ιδίως εάν το απαιτεί η φυσική ή χημική ανάλυση.

Εάν η αρμόδια ελεγκτική αρχή είναι άλλη από τον οργανισμό πληρωμών, η έκθεση διαβιβάζεται στον οργανισμό πληρωμών εντός μηνός από την οριστικοποίησή της.

ΤΊΤΛΟΣ IV

ΒΆΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΎ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧΎΣΕΩΝ, ΤΩΝ ΜΕΙΏΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΏΝ

ΚΕΦΆΛΑΙΟ Ι

ΔΙΑΠΙΣΤΏΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΈΣ ΜΕ ΤΑ ΚΡΙΤΉΡΙΑ ΕΠΙΛΕΞΙΜΌΤΗΤΑΣ

Τμημα Ι

Καθεστώς ενιαίασ ενισχυσής και άλλα καθεστωτα στρεμματικησ ενίσχυσης

Άρθρο 49

Γενικές αρχές

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, διακρίνονται οι ακόλουθες καλλιεργητικές ομάδες, κατά περίπτωση:

(α)

εκτάσεις για τους σκοπούς του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης, ανάλογα με την περίπτωση, οι οποίες πρέπει να πληρούν τους ειδικούς για καθεμία όρους

(β)

εκτάσεις για τις οποίες ισχύει διαφορετικό ποσοστό ενίσχυσης

(γ)

εκτάσεις υπό καθεστώς παύσης καλλιέργειας, οι οποίες δηλώνονται στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεων που προβλέπονται στον τίτλο IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 και, ενδεχομένως, εκτάσεις υπό καθεστώς παύσης καλλιέργειας, για τις οποίες ισχύει διαφορετικό ποσοστό ενίσχυσης

(δ)

εκτάσεις καλλιεργούμενες για την παραγωγή ζωοτροφών, που δηλώνονται για τους σκοπούς του άρθρου 131 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

(ε)

εκτάσεις καλλιεργούμενες για την παραγωγή ζωοτροφών, πλην των βοσκοτόπων και των εκτάσεων με αροτραίες καλλιέργειες κατά την έννοια του άρθρου 132 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, οι οποίες δηλώνονται για τους σκοπούς του ίδιου άρθρου

(στ)

βοσκότοποι κατά την έννοια του άρθρου 132 παράγραφος 3 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, που δηλώνονται για τους σκοπούς του ίδιου άρθρου.

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του στοιχείου β), για τους σκοπούς του στοιχείου α) λαμβάνεται υπόψη η μέση αξία των διαφόρων δικαιωμάτων ενίσχυσης για την αντίστοιχη έκταση που έχει δηλωθεί.

2.   Εάν η έκταση που προσδιορίζεται για τους σκοπούς του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης είναι μικρότερη από εκείνη που έχει δηλωθεί, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις για να προσδιοριστεί ποιο από τα δικαιώματα ενίσχυσης πρέπει να επιστραφεί στο εθνικό απόθεμα σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 και το άρθρο 42 παράγραφος 8 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003:

(α)

λαμβάνεται υπόψη η προσδιορισθείσα έκταση, αρχίζοντας από τα δικαιώματα ενίσχυσης με την υψηλότερη αξία

(β)

στην έκταση αυτή αποδίδονται πρώτα τα δικαιώματα ενίσχυσης που έχουν την υψηλότερη αξία, ακολουθούμενα από εκείνα με την αμέσως χαμηλότερη αξία.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα δικαιώματα που συνδέονται με την παύση καλλιέργειας, διαχωρίζονται από τα άλλα δικαιώματα ενίσχυσης.

3.   Σε περίπτωση όπου η ίδια έκταση χρησιμεύει ως βάση για μια αίτηση ενίσχυσης στο πλαίσιο περισσότερων του ενός καθεστώτων στρεμματικής ενίσχυσης, η έκταση αυτή λαμβάνεται υπόψη χωριστά για καθένα από τα εν λόγω καθεστώτα ενίσχυσης.

Άρθρο 50

Βάση υπολογισμού σε σχέση με τις εκτάσεις που δηλώνονται

1.   Στην περίπτωση των αιτήσεων ενίσχυσης στο πλαίσιο των καθεστώτων στρεμματικής ενίσχυσης, με εξαίρεση τις ενισχύσεις για γεώμηλα αμυλοποιίας και σπόρους προς σπορά που προβλέπονται στα κεφάλαια 6 και 9, αντίστοιχα, του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, εάν διαπιστωθεί ότι η προσδιορισθείσα έκταση μιας καλλιεργητικής ομάδας είναι μεγαλύτερη από τη δηλωθείσα στην αίτηση ενίσχυσης, χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της ενίσχυσης η δηλωθείσα έκταση.

2.   Με την επιφύλαξη των ενδεχόμενων μειώσεων ή αποκλεισμών που πρέπει να επιβληθούν μετά από πραγματικό προσδιορισμό της έκτασης σύμφωνα με τα άρθρα 51 και 53, όσον αφορά τις αιτήσεις ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης, εάν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δηλωθέντων δικαιωμάτων ενίσχυσης και της δηλωθείσας έκτασης, η ενίσχυση υπολογίζεται με βάση το μικρότερο μέγεθος.

3.   Με την επιφύλαξη των μειώσεων και των αποκλεισμών σύμφωνα με τα άρθρα 51 και 53, στην περίπτωση των αιτήσεων ενίσχυσης στο πλαίσιο των καθεστώτων στρεμματικής ενίσχυσης, με εξαίρεση τις ενισχύσεις για γεώμηλα αμυλοποιίας και σπόρους προς σπορά που προβλέπονται στα κεφάλαια 6 και 9, αντίστοιχα, του τίτλου IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, εάν η έκταση που έχει δηλωθεί σε ενιαία αίτηση υπερβαίνει εκείνη που έχει προσδιοριστεί για τη συγκεκριμένη καλλιεργητική ομάδα, η ενίσχυση υπολογίζεται με βάση την προσδιορισθείσα έκταση για την εν λόγω καλλιεργητική ομάδα.

4.   Με την επιφύλαξη των μειώσεων και των αποκλεισμών σύμφωνα με τα άρθρα 51 και 53, όσον αφορά τις αιτήσεις ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις στα δικαιώματα που συνδέονται με την παύση καλλιέργειας, για τους σκοπούς του ορισμού της «προσδιορισθείσας έκτασης» που διατυπώνεται στο άρθρο 2 στοιχείο (22):

(α)

εάν ο κάτοχος της εκμετάλλευσης δεν έχει δηλώσει ολόκληρη την οικεία έκταση για την ενεργοποίηση των σχετικών με την παύση καλλιέργειας δικαιωμάτων που διαθέτει, συγχρόνως όμως, έχει δηλώσει μια αντίστοιχη έκταση για την ενεργοποίηση άλλων δικαιωμάτων, η εν λόγω έκταση θεωρείται ότι έχει δηλωθεί ως έκταση υπό καθεστώς παύσης καλλιέργειας και ότι δεν έχει προσδιοριστεί για τους σκοπούς της καλλιεργητικής ομάδας που αναφέρεται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 στοιχείο α)

(β)

εάν, σε δηλωθείσα έκταση υπό καθεστώς παύσης καλλιέργειας, διαπιστωθεί ότι δεν έχει παύσει η καλλιέργεια, η εν λόγω έκταση θεωρείται ότι δεν έχει προσδιοριστεί.

5.   Όσον αφορά τις εκτάσεις που δηλώνονται για την ειδική πριμοδότηση ποιότητας για τον σκληρό σίτο σύμφωνα με το άρθρο 72 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, καθώς και για το συμπλήρωμα ενίσχυσης και την ειδική ενίσχυση για τον σκληρό σίτο σύμφωνα με το άρθρο 105 του ίδιου κανονισμού, εάν διαπιστωθεί διαφορά μεταξύ της ελάχιστης ποσότητας πιστοποιημένων σπόρων που έχει καθοριστεί από το κράτος μέλος και της ποσότητας που χρησιμοποιήθηκε πραγματικά, η έκταση προσδιορίζεται με διαίρεση της συνολικής ποσότητας πιστοποιημένων σπόρων, για τη χρήση της οποίας ο κάτοχος της εκμετάλλευσης έχει υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία δια της ελάχιστης ποσότητας πιστοποιημένων σπόρων ανά εκτάριο που έχει καθοριστεί από το κράτος μέλος στη σχετική περιοχή παραγωγής.

6.   Η μέγιστη επιλέξιμη έκταση για την καταβολή στρεμματικής ενίσχυσης για αροτραίες καλλιέργειες σύμφωνα με το κεφάλαιο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, υπολογίζεται με βάση την προσδιορισθείσα έκταση των γαιών υπό καθεστώς παύσης καλλιέργειας και κατ’ αναλογία για κάθε καλλιέργεια. Εντούτοις, οι πληρωμές στους παραγωγούς αροτραίων καλλιεργειών σε σχέση με την προσδιορισθείσα έκταση των γαιών υπό καθεστώς παύσης καλλιέργειας, μειώνονται στο ύψος που αντιστοιχεί στην έκταση η οποία θα ήταν αναγκαία για την παραγωγή 92 τόνων σιτηρών, σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003.

7.   Εάν ο κάτοχος της εκμετάλλευσης δεν κατέστη δυνατόν να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του λόγω ανωτέρας βίας ή εκτάκτων περιστάσεων κατά την έννοια του άρθρου 72, διατηρεί το δικαίωμά του να λάβει ενίσχυση για την έκταση που ήταν επιλέξιμη κατά το χρόνο που προέκυψαν οι λόγοι ανωτέρας βίας ή οι έκτακτες περιστάσεις.

Άρθρο 51

Μειώσεις και αποκλεισμοί σε περιπτώσεις δήλωσης έκτασης μεγαλύτερης από την πραγματική

1.   Εάν, όσον αφορά μια καλλιεργητική ομάδα, η έκταση που έχει δηλωθεί για τους σκοπούς οποιουδήποτε καθεστώτος στρεμματικής ενίσχυσης, πλην εκείνων που καλύπτουν τα γεώμηλα αμυλοποιίας και τους σπόρους προς σπορά σύμφωνα με τα άρθρα 93 και 99, αντίστοιχα, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, υπερβαίνει την προσδιορισθείσα έκταση σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφοι 3 έως 5 του παρόντος κανονισμού, η ενίσχυση υπολογίζεται με βάση την προσδιορισθείσα έκταση, μειωμένη κατά το διπλάσιο της διαπιστωθείσας διαφοράς, εφόσον αυτή υπερβαίνει το 3 % ή τα δύο εκτάρια, αλλά δεν υπερβαίνει το 20 % της προσδιορισθείσας έκτασης.

Εάν η διαφορά υπερβαίνει το 20 % της προσδιορισθείσας έκτασης, δεν χορηγείται καμία ενίσχυση βάσει της έκτασης για τη σχετική καλλιεργητική ομάδα.

2.   Εάν για τη συνολική προσδιορισθείσα έκταση που καλύπτεται από ενιαία αίτηση ενίσχυσης, με εξαίρεση τις ενισχύσεις για γεώμηλα αμυλοποιίας και σπόρους προς σπορά σύμφωνα με τα άρθρα 93 και 99, αντίστοιχα, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, η δηλωθείσα έκταση υπερβαίνει την προσδιορισθείσα σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφοι 3 έως 5 του παρόντος κανονισμού κατά ποσοστό άνω του 30 %, δεν χορηγείται η ενίσχυση, την οποία θα δικαιούνταν ο κάτοχος της εκμετάλλευσης στο πλαίσιο αυτών των καθεστώτων ενίσχυσης σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφοι 3 έως 5 του παρόντος κανονισμού για το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος.

Εάν η διαφορά υπερβαίνει το 50 %, ο κάτοχος της εκμετάλλευσης αποκλείεται και πάλι από τη λήψη ενισχύσεων μέχρι ποσού ίσου με εκείνο που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της δηλωθείσας έκτασης και της προσδιορισθείσας σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφοι 3 έως 5. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με τις καταβολές ενισχύσεων στο πλαίσιο οποιουδήποτε από τα καθεστώτα ενισχύσεων που αναφέρονται στους τίτλους ΙΙΙ και IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, τις οποίες δικαιούται ο κάτοχος της εκμετάλλευσης κατόπιν των αιτήσεων που υποβάλλει κατά τη διάρκεια των τριών ημερολογιακών ετών μετά το ημερολογιακό έτος της διαπίστωσης. Εάν το ποσό δεν συμψηφίζεται πλήρως με τις εν λόγω πληρωμές, το υπόλοιπο διαγράφεται.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, εάν ένας κάτοχος εκμετάλλευσης, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση ενίσχυσης για ενεργειακές καλλιέργειες σύμφωνα με το άρθρο 88 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 ή έχει δηλώσει αγροτεμάχια ως εκτάσεις υπό καθεστώς παύσης καλλιέργειας σύμφωνα με το άρθρο 55 στοιχείο β) ή το άρθρο 107 παράγραφος 3 πρώτη περίπτωση του ίδιου κανονισμού, δεν παραδώσει την απαιτούμενη ποσότητα μιας δεδομένης πρώτης ύλης, θεωρείται ότι δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή του ως προς τα αγροτεμάχια που προορίζονται για ενεργειακούς σκοπούς ή τελούν υπό καθεστώς παύσης καλλιέργειας, αντίστοιχα, για έκταση που υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό της έκτασης των γαιών, τις οποίες αυτός καλλιεργεί και χρησιμοποιεί για την παραγωγή των πρώτων υλών επί το ποσοστό της δεδομένης πρώτης ύλης που δεν παραδόθηκε.

Άρθρο 52

Μειώσεις όσον αφορά τις αιτήσεις ενίσχυσης για γεώμηλα αμυλοποιίας και σπόρους προς σπορά

1.   Εάν διαπιστωθεί ότι η έκταση που πράγματι καλλιεργείται είναι μικρότερη κατά ποσοστό άνω του 10 % από εκείνη που έχει δηλωθεί για την καταβολή της ενίσχυσης για γεώμηλα αμυλοποιίας, η οποία προβλέπεται στο κεφάλαιο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, η καταβλητέα ενίσχυση μειώνεται κατά το διπλάσιο της διαπιστωθείσας διαφοράς.

2.   Εάν διαπιστωθεί ότι η έκταση που πράγματι καλλιεργείται είναι μικρότερη κατά ποσοστό άνω του 10 % από εκείνη που έχει δηλωθεί για την καταβολή της ενίσχυσης για σπόρους προς σπορά, η οποία προβλέπεται στο κεφάλαιο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, η καταβλητέα ενίσχυση μειώνεται κατά το διπλάσιο της διαπιστωθείσας διαφοράς.

3.   Εφόσον διαπιστωθεί ότι οι παρατυπίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 διαπράχθηκαν εκ προθέσεως από τον κάτοχο της εκμετάλλευσης, δεν εγκρίνεται το σύνολο του ποσού ενίσχυσης που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2.

Στην περίπτωση αυτή, ο κάτοχος της εκμετάλλευσης αποκλείεται και πάλι από τη λήψη ενίσχυσης ύψους ίσου με το εν λόγω ποσό. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με τις καταβολές ενισχύσεων στο πλαίσιο οποιουδήποτε από τα καθεστώτα ενισχύσεων που αναφέρονται στους τίτλους ΙΙΙ και IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, τις οποίες δικαιούται ο κάτοχος της εκμετάλλευσης κατόπιν των αιτήσεων που υποβάλλει κατά τη διάρκεια των τριών ημερολογιακών ετών μετά το ημερολογιακό έτος της διαπίστωσης. Εάν το ποσό δεν συμψηφίζεται πλήρως με τις εν λόγω πληρωμές, το υπόλοιπο διαγράφεται.

Άρθρο 53

Δήλωση έκτασης μεγαλύτερης από την πραγματική εκ προθέσεως

Εάν διαπιστωθεί ότι οι διαφορές μεταξύ της δηλωθείσας έκτασης και της προσδιορισθείσας σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 3, παράγραφος 4 στοιχείο β) και παράγραφος 5 οφείλονται σε παρατυπίες που διαπράχθηκαν εκ προθέσεως, δεν χορηγείται η ενίσχυση, την οποία θα δικαιούνταν ο κάτοχος της εκμετάλλευσης στο πλαίσιο του συγκεκριμένου καθεστώτος ενίσχυσης σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 3, παράγραφος 4 στοιχείο β) και παράγραφος 5 για το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος.

Επιπλέον, εάν η εν λόγω διαφορά υπερβαίνει το 20 % της προσδιορισθείσας έκτασης, ο κάτοχος της εκμετάλλευσης αποκλείεται και πάλι από τη λήψη ενισχύσεων μέχρι ποσού ίσου με εκείνο που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της δηλωθείσας έκτασης και της προσδιορισθείσας σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 3, παράγραφος 4 στοιχείο β) και παράγραφος 5. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με τις καταβολές ενισχύσεων στο πλαίσιο οποιουδήποτε από τα καθεστώτα ενισχύσεων που αναφέρονται στους τίτλους ΙΙΙ και IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, τις οποίες δικαιούται ο κάτοχος της εκμετάλλευσης κατόπιν των αιτήσεων που υποβάλλει κατά τη διάρκεια των τριών ημερολογιακών ετών μετά το ημερολογιακό έτος της διαπίστωσης. Εάν το ποσό δεν συμψηφίζεται πλήρως με τις εν λόγω πληρωμές το υπόλοιπο διαγράφεται.

Άρθρο 54

Μειώσεις και αποκλεισμοί όσον αφορά τις αιτήσεις ενίσχυσης για σπόρους προς σπορά

1.   Εφόσον διαπιστωθεί ότι οι σπόροι προς σπορά που καλύπτονται από αίτηση ενίσχυσης δεν διατέθηκαν πραγματικά στην αγορά κατά την έννοια του άρθρου 31 στοιχείο β) σημείο (iii) από τον κάτοχο της εκμετάλλευσης για σπορά, η καταβλητέα ενίσχυση για τα συγκεκριμένα είδη, μετά την επιβολή τυχόν μειώσεων σύμφωνα με το άρθρο 52, μειώνεται κατά 50 %, εάν η ποσότητα που δεν διατέθηκε στην αγορά υπερβαίνει το 2 %, αλλά δεν υπερβαίνει το 5 % της ποσότητας που καλύπτεται από την αίτηση ενίσχυσης. Εάν η ποσότητα που δεν διατέθηκε στην αγορά υπερβαίνει το 5 %, δεν χορηγείται καμία ενίσχυση για σπόρους προς σπορά για τη συγκεκριμένη περίοδο εμπορίας.

2.   Εφόσον διαπιστωθεί ότι ζητείται ενίσχυση για σπόρους προς σπορά που δεν πιστοποιήθηκαν επίσημα ή δεν συγκομίστηκαν στο υπόψη κράτος μέλος κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους έναρξης της περιόδου εμπορίας για την οποία έχει καθοριστεί η ενίσχυση, δεν χορηγείται καμία ενίσχυση για την εν λόγω περίοδο εμπορίας ούτε και για την επόμενη.

Άρθρο 55

Υπολογισμός των εκτάσεων με καλλιέργειες ζωοτροφών για τις πριμοδοτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 131 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

1.   Για τον υπολογισμό της καλλιεργούμενης για την παραγωγή ζωοτροφών έκτασης για τη χορήγηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 131 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, εφαρμόζονται το άρθρο 50 παράγραφοι 1 και 3, το άρθρο 51 παράγραφος 1 και το άρθρο 53.

2.   Εάν διαπιστωθεί διαφορά που υπερβαίνει το 50 % μεταξύ της δηλωθείσας έκτασης και της προσδιορισθείσας σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 3, ο κάτοχος της εκμετάλλευσης, στο πλαίσιο των αιτήσεων ενίσχυσης που υποβάλλει κατά τη διάρκεια των τριών ημερολογιακών ετών μετά το ημερολογιακό έτος της διαπίστωσης, αποκλείεται και πάλι από τη λήψη ενισχύσεων για έκταση καλλιεργούμενη για την παραγωγή ζωοτροφών ίση με την διαφορά μεταξύ της δηλωθείσας και της προσδιορισθείσας έκτασης. Εάν η έκταση που πρόκειται να αποκλειστεί δεν συμψηφίζεται πλήρως εντός της περιόδου αυτής, το υπόλοιπο διαγράφεται.

3.   Οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 επιβάλλονται μόνον εάν η δηλωθείσα έκταση είχε ή θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την καταβολή υψηλότερης ενίσχυσης.

Άρθρο 56

Υπολογισμός των εκτάσεων με καλλιέργειες ζωοτροφών για την καταβολή ενίσχυσης εκτατικοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 132 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

1.   Οι ενισχύσεις εκτατικοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 132 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 δεν επιτρέπεται να χορηγούνται για αριθμό ζώων μεγαλύτερο από εκείνο για τον οποίο μπορούν να καταβληθούν οι πριμοδοτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 131 του ίδιου κανονισμού μετά την εφαρμογή του άρθρου 55 του παρόντος κανονισμού.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η καλλιεργούμενη για την παραγωγή ζωοτροφών έκταση προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 50.

Εάν δεν σημειώνεται υπέρβαση του ανωτάτου ορίου του συντελεστή πυκνότητας σε σχέση με την έκταση που προσδιορίζεται με τον τρόπο αυτό, η προσδιορισθείσα έκταση αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό της ενίσχυσης εκτατικοποίησης.

Σε περίπτωση υπέρβασης του ανωτάτου ορίου, το συνολικό ποσό ενίσχυσης που δικαιούται ο κάτοχος της εκμετάλλευσης, κατόπιν των αιτήσεων ενίσχυσης στο πλαίσιο των καθεστώτων ενίσχυσης που αναφέρονται στο άρθρο 131 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, τις οποίες υποβάλλει κατά το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος, μειώνεται κατά το 50 % του ποσού που ο κάτοχος της εκμετάλλευσης έχει λάβει ή θα είχε διαφορετικά λάβει ως ενίσχυση εκτατικοποίησης.

3.   Όταν η διαφορά μεταξύ της δηλωθείσας και της προσδιορισθείσας έκτασης οφείλεται σε παρατυπίες που διαπράχθηκαν εκ προθέσεως και εφόσον σημειώνεται υπέρβαση του ανωτάτου ορίου του συντελεστή πυκνότητας σε σχέση με την προσδιορισθείσα έκταση, δεν εγκρίνεται το σύνολο του ποσού ενίσχυσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 53 δεύτερο εδάφιο.

Τμημα ΙΙ

Κτηνοτροφικές Πριμοδοτήσεις

Άρθρο 57

Βάση υπολογισμού

1.   Στις περιπτώσεις όπου ισχύει ατομικό όριο ή ατομικό ανώτατο όριο, ο αριθμός ζώων που αναφέρεται στις αιτήσεις ενίσχυσης περιορίζεται στο όριο ή στο ανώτατο όριο που έχει καθοριστεί για τον συγκεκριμένο κάτοχο εκμετάλλευσης.

2.   Σε καμία περίπτωση δεν χορηγείται ενίσχυση για αριθμό ζώων μεγαλύτερο από τον αναφερόμενο στην αίτηση ενίσχυσης.

3.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 59 και 60, εάν ο αριθμός ζώων που έχει δηλωθεί σε αίτηση ενίσχυσης υπερβαίνει εκείνον που έχει προσδιοριστεί κατόπιν διοικητικών ή επιτόπιων ελέγχων, η ενίσχυση υπολογίζεται με βάση τα προσδιορισθέντα ζώα.

Εντούτοις, εάν ο κάτοχος της εκμετάλλευσης δεν κατέστη δυνατόν να εκπληρώσει την υποχρέωσή του όσον αφορά την κατοχή των ζώων, λόγω ανωτέρας βίας ή εκτάκτων περιστάσεων κατά την έννοια του άρθρου 72, διατηρεί το δικαίωμά του να λάβει ενίσχυση για τον αριθμό ζώων που ήταν επιλέξιμος κατά το χρόνο που προέκυψαν οι λόγοι ανωτέρας βίας ή οι έκτακτες περιστάσεις.

4.   Όταν διαπιστώνονται παρατυπίες όσον αφορά το σύστημα αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:

(α)

ένα βοοειδές που έχει απολέσει ένα από τα δύο ενώτια θεωρείται ότι έχει προσδιοριστεί, υπό τον όρο ότι αναγνωρίζεται σαφώς και ατομικώς βάσει των άλλων στοιχείων του συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών

(β)

εάν οι διαπιστούμενες παρατυπίες αφορούν εσφαλμένες καταχωρήσεις στο μητρώο ή στα διαβατήρια των ζώων, το συγκεκριμένο ζώο θεωρείται ότι δεν έχει προσδιοριστεί, μόνον εάν τα σχετικά σφάλματα διαπιστωθούν τουλάχιστον σε δύο ελέγχους εντός 24 μηνών. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, τα συγκεκριμένα ζώα θεωρούνται ως μη προσδιορισθέντα μετά την πρώτη διαπίστωση.

Στις καταχωρήσεις και τις δηλώσεις στο σύστημα αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών εφαρμόζεται το άρθρο 19.

Άρθρο 58

Αντικατάστασ

1.   Τα βοοειδή που είναι παρόντα στην εκμετάλλευση θεωρούνται ως προσδιορισθέντα, μόνον εάν προσδιορίζεται η ταυτότητά τους στην αίτηση ενίσχυσης. Ωστόσο, οι θηλάζουσες αγελάδες ή οι δαμαλίδες, για τις οποίες ζητείται ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 125 ή το άρθρο 129 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, καθώς και οι γαλακτοπαραγωγές αγελάδες, για τις οποίες ζητείται ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 132 παράγραφος 4 του ίδιου κανονισμού μπορούν να αντικαθίστανται κατά την περίοδο υποχρεωτικής κατοχής εντός των ορίων που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα, χωρίς αυτό να επιφέρει απώλεια του δικαιώματος λήψης της αιτούμενης ενίσχυσης.

2.   Οι αντικαταστάσεις κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 πραγματοποιούνται εντός 20 ημερών από το συμβάν που κατέστησε αναγκαία την αντικατάσταση και καταχωρούνται στο μητρώο το αργότερο τρεις ημέρες μετά την ημέρα της αντικατάστασης. Η αρμόδια αρχή στην οποία έχει υποβληθεί η αίτηση ενίσχυσης ενημερώνεται εντός επτά ημερών από την αντικατάσταση.

Εντούτοις, σε περίπτωση όπου ένα κράτος μέλος κάνει χρήση των δυνατοτήτων που παρέχει το άρθρο 16 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, το εν λόγω κράτος μέλος δύναται να προβλέπει ότι η δήλωση στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή, της αναχώρησης του ενός ζώου από την εκμετάλλευση και της άφιξης του άλλου ζώου στην εκμετάλλευση εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, μπορεί να υποκαταστήσει τη διαβίβαση των πληροφοριών αυτών στην αρμόδια αρχή.

3.   Όταν ένας κάτοχος εκμετάλλευσης έχει υποβάλει αίτηση ενίσχυσης για προβατίνες και για αίγες και το ποσό της ενίσχυσης που καταβάλλεται είναι το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις, μια προβατίνα μπορεί να αντικατασταθεί από μια αίγα και αντιστρόφως. Οι προβατίνες και οι αίγες για τις οποίες ζητείται ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 113 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 μπορούν να αντικαθίστανται κατά την περίοδο υποχρεωτικής κατοχής εντός των ορίων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο, χωρίς αυτό να επιφέρει απώλεια του δικαιώματος λήψης της αιτούμενης ενίσχυσης.

4.   Οι αντικαταστάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 3 πραγματοποιούνται εντός δέκα ημερών από το συμβάν που κατέστησε αναγκαία την αντικατάσταση και καταχωρούνται στο μητρώο το αργότερο τρεις ημέρες μετά την ημέρα της αντικατάστασης. Η αρμόδια αρχή στην οποία έχει υποβληθεί η αίτηση ενίσχυσης ενημερώνεται εντός πέντε εργασίμων ημερών από την αντικατάσταση.

Άρθρο 59

Μειώσεις και αποκλεισμοί όσον αφορά τα βοοειδή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση ενίσχυσης

1.   Εάν, σε σχέση με μια αίτηση ενίσχυσης στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεων για τα βοοειδή, διαπιστωθεί διαφορά μεταξύ του δηλωθέντος αριθμού ζώων και του προσδιορισθέντος σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 3, το συνολικό ποσό της ενίσχυσης, το οποίο δικαιούται ο κάτοχος της εκμετάλλευσης στο πλαίσιο αυτών των καθεστώτων για τη συγκεκριμένη περίοδο πριμοδότησης, μειώνεται κατά το ποσοστό που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, εφόσον οι παρατυπίες δεν αφορούν περισσότερα από τρία ζώα.

2.   Εάν οι διαπιστούμενες παρατυπίες αφορούν περισσότερα από τρία ζώα, το συνολικό ποσό της ενίσχυσης, το οποίο δικαιούται ο κάτοχος της εκμετάλλευσης στο πλαίσιο των καθεστώτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 για τη συγκεκριμένη περίοδο πριμοδότησης, μειώνεται κατά:

(α)

το ποσοστό που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3, εάν αυτό δεν υπερβαίνει το 10 %,

(β)

το διπλάσιο του ποσοστού που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3, εάν αυτό υπερβαίνει το 10 %, αλλά δεν υπερβαίνει το 20 %.

Εάν το ποσοστό που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 υπερβαίνει το 20 %, δεν χορηγείται η ενίσχυση, την οποία θα δικαιούνταν ο κάτοχος της εκμετάλλευσης σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 3 στο πλαίσιο των εν λόγω καθεστώτων για τη συγκεκριμένη περίοδο πριμοδότησης.

Εάν το ποσοστό που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 υπερβαίνει το 50 %, ο κάτοχος της εκμετάλλευσης αποκλείεται και πάλι από τη λήψη ενισχύσεων μέχρι ποσού ίσου με εκείνο που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του δηλωθέντος αριθμού ζώων και του προσδιορισθέντος σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 3. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με τις καταβολές ενισχύσεων στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεων για βοοειδή, τις οποίες δικαιούται ο κάτοχος της εκμετάλλευσης κατόπιν των αιτήσεων που υποβάλλει κατά τη διάρκεια των τριών ημερολογιακών ετών μετά το ημερολογιακό έτος της διαπίστωσης. Εάν το ποσό δεν συμψηφίζεται πλήρως με τις εν λόγω πληρωμές, το υπόλοιπο απαλείφεται

3.   Για να καθοριστούν τα ποσοστά που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, ο αριθμός των βοοειδών για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση στο πλαίσιο όλων των καθεστώτων ενισχύσεων για βοοειδή κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου πριμοδότησης και σε σχέση με τα οποία διαπιστώθηκαν παρατυπίες, διαιρείται δια του συνολικού αριθμού βοοειδών που προσδιορίστηκαν για την εν λόγω περίοδο πριμοδότησης.

4.   Εφόσον οι διαφορές μεταξύ του δηλωθέντος αριθμού ζώων και του προσδιορισθέντος σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 3 οφείλονται σε παρατυπίες που διαπράχθηκαν εκ προθέσεως, απορρίπτεται η ενίσχυση, την οποία θα δικαιούνταν ο κάτοχος της εκμετάλλευσης στο πλαίσιο του ή των σχετικών καθεστώτων ενισχύσεων για βοοειδή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 57 παράγραφος 3 για τη συγκεκριμένη περίοδο πριμοδότησης.

Σε περίπτωση όπου η διαφορά που διαπιστώνεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου υπερβαίνει το 20 %, ο κάτοχος της εκμετάλλευσης αποκλείεται και πάλι από τη λήψη ενισχύσεων μέχρι ποσού ίσου προς εκείνο που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του δηλωθέντος αριθμού ζώων και του προσδιορισθέντος σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 3. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με τις καταβολές ενισχύσεων στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεων για βοοειδή, τις οποίες δικαιούται ο κάτοχος της εκμετάλλευσης κατόπιν των αιτήσεων που υποβάλλει κατά τη διάρκεια των τριών ημερολογιακών ετών μετά το ημερολογιακό έτος της διαπίστωσης. Εάν το ποσό δεν συμψηφίζεται πλήρως με τις εν λόγω πληρωμές, το υπόλοιπο απαλείφεται.

Άρθρο 60

Μειώσεις και αποκλεισμοί όσον αφορά τα αιγοπρόβατα για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση ενίσχυσης

1.   Όταν, όσον αφορά τις αιτήσεις ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος ενισχύσεων για αιγοπρόβατα, διαπιστώνεται διαφορά σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 3, εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, το άρθρο 59 παράγραφοι 2, 3 και 4 από το πρώτο ζώο σε σχέση με το οποίο έχουν διαπιστωθεί παρατυπίες.

2.   Εάν διαπιστωθεί ότι ένας εκτροφέας προβάτων που διαθέτει στην αγορά πρόβειο γάλα ή προϊόντα πρόβειου γάλακτος δεν το έχει δηλώσει στην αίτηση πριμοδότησης, το ποσό της ενίσχυσης που δικαιούται, περιορίζεται στο ποσό της πριμοδότησης που καταβάλλεται στους εκτροφείς προβάτων, οι οποίοι διαθέτουν στην αγορά πρόβειο γάλα και προϊόντα πρόβειου γάλακτος, μειωμένο κατά τη διαφορά μεταξύ αυτού του ποσού και του πλήρους ποσού της πριμοδότησης για προβατίνες.

3.   Όταν, όσον αφορά τις αιτήσεις για συμπληρωματική πριμοδότηση, διαπιστώνεται ότι δεν βρίσκεται τουλάχιστον το 50 % της έκτασης της εκμετάλλευσης που χρησιμοποιείται για γεωργικούς σκοπούς σε περιοχή που αναφέρεται στο άρθρο 114 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, δεν καταβάλλεται συμπληρωματική πριμοδότηση, ενώ η πριμοδότηση για αιγοπρόβατα μειώνεται κατά το ισόποσο του 50 % της συμπληρωματικής πριμοδότησης.

4.   Στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι το ποσοστό της χρησιμοποιούμενης για γεωργικούς σκοπούς έκτασης της εκμετάλλευσης, το οποίο βρίσκεται σε περιοχή που περιλαμβάνεται στον κατάλογο του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2550/2001, είναι μικρότερο από 50 %, δεν καταβάλλεται η πριμοδότηση για τις αίγες.

5.   Εάν, στην περίπτωση παραγωγού που μετακινεί εποχιακά το ποίμνιό του και έχει υποβάλει αίτηση για συμπληρωματική πριμοδότηση, διαπιστωθεί ότι δεν βόσκησε το 90 % των ζώων του για 90 ημέρες τουλάχιστον σε περιοχή που αναφέρεται στο άρθρο 114 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, δεν καταβάλλεται συμπληρωματική πριμοδότηση, ενώ η πριμοδότηση για αιγοπρόβατα μειώνεται κατά το ισόποσο του 50 % της συμπληρωματικής πριμοδότησης.

6.   Εφόσον διαπιστωθεί ότι η παρατυπία που αναφέρεται στην παράγραφο 2, 3, 4 ή 5 οφείλεται σε μη συμμόρφωση εκ προθέσεως, δεν εγκρίνεται το σύνολο του ποσού ενίσχυσης που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο.

Στην περίπτωση αυτή, ο κάτοχος της εκμετάλλευσης αποκλείεται και πάλι από τη λήψη ενίσχυσης ύψους ίσου με το εν λόγω ποσό. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με τις καταβολές ενισχύσεων στο πλαίσιο του καθεστώτος ενισχύσεων για αιγοπρόβατα, τις οποίες δικαιούται ο κάτοχος της εκμετάλλευσης κατόπιν των αιτήσεων που υποβάλλει κατά τη διάρκεια των τριών ημερολογιακών ετών μετά το ημερολογιακό έτος της διαπίστωσης.

7.   Όσον αφορά τους κατόχους εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν προβατίνες και αίγες, για τις οποίες δικαιούνται το ίδιο ποσό πριμοδότησης, εφόσον από επιτόπιο έλεγχο προκύψει διαφορά στη σύνθεση του ποιμνίου ως προς τον αριθμό των ζώων ανά είδος, τα ζώα θεωρείται ότι ανήκουν στην ίδια ομάδα.

Άρθρο 61

Φυσικά περιστατικά

Οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί που προβλέπονται στα άρθρα 59 και 60 δεν επιβάλλονται στις περιπτώσεις όπου, λόγω των επιπτώσεων φυσικών περιστατικών στην αγέλη ή στο ποίμνιο, ο κάτοχος της εκμετάλλευσης αδυνατεί να εκπληρώσει την υποχρέωσή του να εκτρέφει, κατά τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής κατοχής, τα ζώα για τα οποία έχει υποβάλει αίτηση ενίσχυσης, υπό τον όρο ότι έχει ενημερώσει εγγράφως την αρμόδια αρχή εντός δέκα εργασίμων ημερών από τη διαπίστωση της μείωσης του αριθμού των ζώων.

Με την επιφύλαξη των πραγματικών συνθηκών που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αναγνωρίζουν, ειδικότερα, τα ακόλουθα φυσικά περιστατικά της διαβίωσης της αγέλης ή του ποιμνίου:

(α)

θάνατος ζώου εξαιτίας ασθένειας,

(β)

θάνατος ζώου μετά από ατύχημα, για το οποίο δεν ευθύνεται ο κάτοχος της εκμετάλλευσης.

Άρθρο 62

Ψευδείς βεβαιώσεις και δηλώσεις σφαγείων

Όσον αφορά τις δηλώσεις ή βεβαιώσεις που εκδίδονται από τα σφαγεία σε σχέση με την πριμοδότηση σφαγής κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2342/1999, εάν διαπιστωθεί ότι το σφαγείο χορήγησε ψευδή βεβαίωση ή δήλωση από βαριά αμέλεια ή από πρόθεση, το κράτος μέλος επιβάλλει τις κατάλληλες εθνικές κυρώσεις. Εάν οι παρατυπίες αυτές διαπιστωθούν για δεύτερη φορά, αφαιρείται από το εμπλεκόμενο σφαγείο, για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους, το δικαίωμα έκδοσης δηλώσεων ή βεβαιώσεων που ισχύουν για την καταβολή πριμοδοτήσεων.

Άρθρο 63

Διαπιστώσεις σχετικές με τις πρόσθετες ενισχύσεις

Για τις πρόσθετες ενισχύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 133 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, τα κράτη μέλη προβλέπουν μειώσεις και αποκλεισμούς ισοδύναμους κατ’ ουσία με τους προβλεπόμενους στον παρόντα τίτλο.

Τμημα ΙΙΙ

Πριμοδοτηση γαλακτοπαραγωγης και προσθετες ενισχυσεις

Άρθρο 64

Πριμοδότηση γαλακτοπαραγωγής και πρόσθετες ενισχύσεις

Όσον αφορά τις διαπιστώσεις που συνδέονται με τις αιτήσεις για την πριμοδότηση γαλακτοπαραγωγής και τις πρόσθετες ενισχύσεις, εφαρμόζονται το άρθρο 50, το άρθρο 51 παράγραφος 1 και το άρθρο 53 στο βαθμό που ο όρος «έκταση» διαβάζεται ως «ατομική ποσότητα αναφοράς» και ο όρος «προσδιορισθείσα έκταση» ως «προσδιορισθείσα ατομική ποσότητα αναφοράς».

Εάν, στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 30 του κανονισμού 2237/2003, ο ενδιαφερόμενος δεν αρχίσει την παραγωγή μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αίτησης, η προσδιορισθείσα ατομική ποσότητα αναφοράς θεωρείται ότι είναι μηδενική. Στην περίπτωση αυτή, η αίτηση ενίσχυσης που έχει υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο για το συγκεκριμένο έτος απορρίπτεται. Ένα ποσό ίσο με εκείνο που καλύπτεται από την απορριφθείσα αίτηση, συμψηφίζεται με τις καταβολές ενισχύσεων στο πλαίσιο οποιουδήποτε από τα καθεστώτα ενισχύσεων που καθορίζονται στους τίτλους ΙΙΙ και IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, τις οποίες δικαιούται ο ενδιαφερόμενος κατόπιν των αιτήσεων που υποβάλλει κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους μετά το ημερολογιακό έτος της διαπίστωσης.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΙΙ

ΔΙΑΠΙΣΤΏΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΈΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΛΑΠΛΉ ΣΥΜΜΌΡΦΩΣΗ

Άρθρο 65

Γενικές αρχές και ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 41.

2.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, μια πράξη ή παράλειψη αποδίδεται άμεσα στον μεμονωμένο γεωργό που διέπραξε τη μη συμμόρφωση και ο οποίος, κατά το χρόνο διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης, ήταν υπεύθυνος για τη σχετική εκμετάλλευση, έκταση, μονάδα παραγωγής ή το σχετικό ζώο. Σε περίπτωση μεταβίβασης της εν λόγω εκμετάλλευσης, έκτασης, μονάδας παραγωγής ή ζώου μετά την έναρξη της μη συμμόρφωσης, ο διάδοχος θεωρείται εξίσου υπεύθυνος, εάν συνεχιστεί η μη συμμόρφωση, υπό τον όρο ότι θα μπορούσε εύλογα να την εντοπίσει και να θέσει τέρμα σε αυτήν.

3.   Σε περίπτωση όπου αρμόδιοι για τη διαχείριση των διαφορετικών καθεστώτων άμεσης ενίσχυσης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, είναι περισσότεροι του ενός οργανισμοί πληρωμών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, ειδικότερα εκείνης σύμφωνα με την οποία εφαρμόζεται ένα ποσοστό μείωσης στο σύνολο των άμεσων ενισχύσεων για τις οποίες έχει υποβληθεί αίτηση από τον κάτοχο εκμετάλλευσης.

4.   Οι καταστάσεις μη συμμόρφωσης θεωρούνται ως «προσδιορισθείσες», εάν έχουν διαπιστωθεί κατόπιν ελέγχου οποιουδήποτε είδους, ο οποίος διενεργήθηκε σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ή έχουν υποπέσει στην αντίληψη της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής με άλλον τρόπο.

Άρθρο 66

Επιβολή μειώσεων σε περίπτωση αμέλειας

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 71, εάν η προσδιορισθείσα μη συμμόρφωση οφείλεται σε αμέλεια του κατόχου της εκμετάλλευσης, επιβάλλεται μείωση στο συνολικό ποσό άμεσης ενίσχυσης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, που έχει χορηγηθεί ή πρόκειται να χορηγηθεί στον συγκεκριμένο κάτοχο εκμετάλλευσης κατόπιν των αιτήσεων ενίσχυσης που υπέβαλε ή θα υποβάλει ακόμα κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους της διαπίστωσης. Η μείωση αυτή ανέρχεται, κατά κανόνα, σε 3 % του εν λόγω συνολικού ποσού.

Εντούτοις, ο οργανισμός πληρωμών δύναται, βασιζόμενος στην εκτίμηση που παρέχεται από την αρμόδια ελεγκτική αρχή στην έκθεση ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 1 στοιχείο γ), να αποφασίσει είτε να μειώσει το ανωτέρω ποσοστό σε 1 % ή να το αυξήσει σε 5 % του εν λόγω συνολικού ποσού ή, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 48 παράγραφος 1 στοιχείο γ), να μην επιβάλει καμία μείωση.

2.   Όταν διαπιστώνονται περισσότερες της μίας καταστάσεις μη συμμόρφωσης προς διάφορες πράξεις ή πρότυπα για τον ίδιο τομέα πολλαπλής συμμόρφωσης, οι καταστάσεις αυτές θεωρούνται ως μία κατάσταση μη συμμόρφωσης για τον καθορισμό της μείωσης σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.   Όταν διαπιστώνονται περισσότερες της μίας καταστάσεις μη συμμόρφωσης σε διαφορετικούς τομείς πολλαπλής συμμόρφωσης, η διαδικασία καθορισμού της μείωσης που περιγράφεται στην παράγραφο 1 εφαρμόζεται χωριστά για κάθε κατάσταση μη συμμόρφωσης και τα προκύπτοντα ποσοστά μείωσης αθροίζονται. Η μέγιστη μείωση δεν πρέπει, ωστόσο, να υπερβαίνει το 5 % του συνολικού ποσού που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

4.   Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης εκ προθέσεως σύμφωνα με το άρθρο 67, όταν διαπιστώνεται επανειλημμένη μη συμμόρφωση, το ποσοστό που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 για την πρώτη κατάσταση μη συμμόρφωσης, τριπλασιάζεται για την πρώτη επανάληψη. Προς τούτο, εάν το εν λόγω ποσοστό έχει καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, ο οργανισμός πληρωμών προσδιορίζει το ποσοστό που θα είχε εφαρμοστεί για την πρώτη κατάσταση μη συμμόρφωσης προς τη συγκεκριμένη απαίτηση ή πρότυπο.

Σε περίπτωση περαιτέρω επαναλήψεων, ο τριπλασιασμός εφαρμόζεται κάθε φορά στο ποσοστό μείωσης που έχει προκύψει για την προηγούμενη επανειλημμένη μη συμμόρφωση. Η μέγιστη μείωση δεν πρέπει, ωστόσο, να υπερβαίνει το 15 % του συνολικού ποσού που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Μόλις συμπληρωθεί το ανώτατο ποσοστό του 15 %, η αρμόδια αρχή ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο κάτοχο εκμετάλλευσης ότι εάν διαπιστωθεί ακόμη μία φορά η ίδια κατάσταση μη συμμόρφωσης, θα θεωρηθεί ότι αυτός έχει ενεργήσει εκ προθέσεως κατά την έννοια του άρθρου 67. Εάν διαπιστωθεί μετέπειτα μη συμμόρφωση, το εφαρμοστέο ποσοστό μείωσης καθορίζεται με τριπλασιασμό του γινομένου του προηγούμενου πολλαπλασιασμού, όπου ισχύει, πριν από την εφαρμογή του περιορισμού σε 15 % που προβλέπεται στην τελευταία πρόταση του δεύτερου εδαφίου.

Άρθρο 67

Επιβολή μειώσεων και αποκλεισμών στις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης εκ προθέσεως

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 71, εφόσον η διαπιστωθείσα μη συμμόρφωση έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως, η εφαρμοστέα μείωση στο συνολικό ποσό που αναφέρεται στο άρθρο 66 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο ανέρχεται, κατά κανόνα, σε 20 % του εν λόγω συνολικού ποσού.

Εντούτοις, ο οργανισμός πληρωμών δύναται, βασιζόμενος στην εκτίμηση που παρέχεται από την αρμόδια ελεγκτική αρχή στην έκθεση ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 1 στοιχείο γ), να αποφασίσει να μειώσει το ανωτέρω ποσοστό σε 15 % τουλάχιστον ή, κατά περίπτωση, να το αυξήσει έως και στο 100 % του εν λόγω συνολικού ποσού.

2.   Εάν η μη συμμόρφωση εκ προθέσεως αφορά ένα συγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων, ο κάτοχος της εκμετάλλευσης αποκλείεται από το καθεστώς αυτό για το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος.

Σε ακραίες περιπτώσεις από πλευράς έκτασης, σοβαρότητας ή διαρκούς χαρακτήρα της μη συμμόρφωσης ή όταν διαπιστώνεται επανειλημμένη μη συμμόρφωση εκ προθέσεως, ο κάτοχος της εκμετάλλευσης αποκλείεται από το σχετικό καθεστώς ενισχύσεων και το επόμενο ημερολογιακό έτος.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΚΟΙΝΈΣ ΔΙΑΤΆΞΕΙΣ

Άρθρο 68

Εξαιρέσεις από την επιβολή μειώσεων και αποκλεισμών

1.   Οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί που προβλέπονται στο κεφάλαιο Ι δεν επιβάλλονται στις περιπτώσεις όπου ο κάτοχος της εκμετάλλευσης έχει υποβάλει ακριβή πραγματικά στοιχεία ή μπορεί να αποδείξει με άλλον τρόπο ότι δεν συντρέχει υπαιτιότητα στο πρόσωπό του.

2.   Οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί που προβλέπονται στο κεφάλαιο Ι δεν εφαρμόζονται για τα μέρη της αίτησης ενίσχυσης, ως προς τα οποία ο κάτοχος της εκμετάλλευσης ενημερώνει εγγράφως την αρμόδια αρχή ότι η αίτηση ενίσχυσης είναι ανακριβής ή κατέστη ανακριβής μετά την υποβολή της, υπό τον όρο ότι η αρμόδια αρχή δεν έχει γνωστοποιήσει στον κάτοχο της εκμετάλλευσης την πρόθεσή της να διενεργήσει επιτόπιο έλεγχο και δεν τον έχει ήδη ενημερώσει σχετικά με παρατυπίες στην αίτηση.

Η αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο ενημέρωση από τον κάτοχο της εκμετάλλευσης έχει ως αποτέλεσμα την προσαρμογή της αίτησης ενίσχυσης στην πραγματική κατάσταση.

Άρθρο 69

Τροποποιήσεις και προσαρμογές των καταχωρήσεων στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή

Για τα βοοειδή που αποτελούν αντικείμενο αιτήσεων ενίσχυσης, από τον χρόνο υποβολής της αίτησης ενίσχυσης εφαρμόζεται το άρθρο 68 στα σφάλματα και τις παραλείψεις σε σχέση με τις καταχωρήσεις στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή.

Όσον αφορά τα βοοειδή για τα οποία δεν ζητείται ενίσχυση, το ίδιο ισχύει για τις μειώσεις και τους αποκλεισμούς που επιβάλλονται σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙ του παρόντος τίτλου.

Τίτλος V

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 70

Ελάχιστες πληρωμές

Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να μην χορηγούν καμία ενίσχυση, εάν το ποσό ανά αίτηση ενίσχυσης δεν υπερβαίνει τα 100 ευρώ.

Άρθρο 71

Σώρευση μειώσεων

1.   Σε περίπτωση όπου μια κατάσταση μη συμμόρφωσης συνιστά επίσης παρατυπία, με αποτέλεσμα να καλύπτεται από την επιβολή μειώσεων ή αποκλεισμών σύμφωνα τόσο με το κεφάλαιο Ι, όσο και με το κεφάλαιο ΙΙ του τίτλου IV:

(α)

οι μειώσεις ή οι αποκλεισμοί σύμφωνα με το κεφάλαιο Ι του τίτλου IΝ εφαρμόζονται ως προς τα αντίστοιχα καθεστώτα ενισχύσεων

(β)

οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙ του τίτλου IV εφαρμόζονται ως προς το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που πρόκειται να χορηγηθούν στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης και άλλων καθεστώτων ενισχύσεων, τα οποία δεν υπόκεινται στις μειώσεις ή τους αποκλεισμούς που αναφέρονται στο στοιχείο (α).

2.   Όπου ισχύει μετά την εφαρμογή της παραγράφου 1, εάν πρέπει να επιβληθούν διάφορες μειώσεις συνεπεία διαφοροποίησης, καταστάσεων μη συμμόρφωσης και παρατυπιών, η αρμόδια αρχή υπολογίζει τις μειώσεις ως εξής:

(α)

πρώτον, επιβάλλονται οι μειώσεις σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003

(β)

δεύτερον, το προκύπτον ποσό ενίσχυσης που θα δικαιούνταν ο κάτοχος της εκμετάλλευσης μειώνεται κατά τα προβλεπόμενα στο κεφάλαιο Ι του τίτλου IΝ του παρόντος κανονισμού

(γ)

τρίτον, το προκύπτον ποσό χρησιμοποιείται ως βάση για τον υπολογισμό των ενδεχόμενων μειώσεων που πρέπει να επιβληθούν συνεπεία εκπρόθεσμης υποβολής βάσει του άρθρου 21 του παρόντος κανονισμού

(δ)

τέταρτον, το προκύπτον ποσό μειώνεται κατά τα προβλεπόμενα στο κεφάλαιο ΙΙ του τίτλου IΝ του παρόντος κανονισμού.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου (21), οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν θίγουν τις πρόσθετες κυρώσεις που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή άλλων διατάξεων του κοινοτικού ή του εθνικού δικαίου.

Άρθρο 72

Ανωτέρα βία και έκτακτες περιστάσεις

Οι λόγοι ανωτέρας βίας και οι έκτακτες περιστάσεις κατά την έννοια του άρθρου 40 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που κρίνονται ικανοποιητικά από την αρμόδια αρχή, κοινοποιούνται εγγράφως στην εν λόγω αρχή εντός δέκα εργασίμων ημερών από την ημέρα που ο κάτοχος της εκμετάλλευσης είναι σε θέση να το πράξει.

Άρθρο 73

Ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών

1.   Σε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής, ο κάτοχος της εκμετάλλευσης επιστρέφει το σχετικό ποσό, προσαυξημένο κατά τους τόκους που υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν ότι τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά επιστρέφονται με αφαίρεση των ποσών αυτών από τις προκαταβολές ή τις ενισχύσεις, οι οποίες καταβάλλονται στον κάτοχο της εκμετάλλευσης στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεων που αναφέρονται στους τίτλους ΙΙΙ και IΝ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ανάκτησης. Εντούτοις, ο κάτοχος της εκμετάλλευσης μπορεί να επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό χωρίς να αναμείνει την αφαίρεση.

3.   Οι τόκοι υπολογίζονται για το χρονικό διάστημα από την κοινοποίηση της υποχρέωσης επιστροφής στον κάτοχο της εκμετάλλευσης έως την επιστροφή ή την αφαίρεση.

Το εφαρμοστέο επιτόκιο υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, αλλά δεν πρέπει να είναι χαμηλότερο από εκείνο που εφαρμόζεται για την ανάκτηση ποσών βάσει των εθνικών διατάξεων.

4.   Η υποχρέωση επιστροφής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν ισχύει, εάν η πληρωμή οφείλεται σε σφάλμα της αρμόδιας ή άλλης αρχής, το οποίο δεν ήταν εύλογα δυνατόν να εντοπιστεί από τον κάτοχο της εκμετάλλευσης.

Εντούτοις, εφόσον το σφάλμα συνδέεται με πραγματικά στοιχεία που υπεισέρχονται στον υπολογισμό της σχετικής ενίσχυσης, το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται μόνον εάν η απόφαση ανάκτησης δεν κοινοποιήθηκε εντός δωδεκαμήνου από την πληρωμή.

5.   Η υποχρέωση επιστροφής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν ισχύει, εάν το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της ημερομηνίας καταβολής της ενίσχυσης και της ημερομηνίας της πρώτης κοινοποίησης στον δικαιούχο από την αρμόδια αρχή σχετικά με το αχρεώστητο της σχετικής πληρωμής υπερβαίνει τα δέκα έτη.

Εντούτοις, η περίοδος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιορίζεται σε τέσσερα έτη, εάν ο δικαιούχος ενήργησε καλόπιστα.

6.   Τα ποσά που πρέπει να ανακτηθούν λόγω της επιβολής μειώσεων και αποκλεισμών κατ’ εφαρμογή του άρθρο 21 και του τίτλου IΝ υπόκεινται, σε όλες τις περιπτώσεις, σε τετραετή παραγραφή.

7.   Οι παράγραφοι 4 και 5 δεν ισχύουν για τις προκαταβολές.

8.   Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να μην ανακτούν ποσά ίσα με 100 ευρώ ή μικρότερα, χωρίς τους τόκους, ανά κάτοχο εκμετάλλευσης και ανά περίοδο πριμοδότησης, υπό τον όρο ότι η εθνική νομοθεσία τους δεν προβλέπει ανάκτηση στις περιπτώσεις αυτές.

Σε περίπτωση όπου τα ποσά τόκων πρέπει να ανακτώνται ανεξάρτητα από τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, τα κράτη μέλη δύνανται, υπό τους αυτούς όρους, να αποφασίσουν να μην ανακτούν ποσά τόκων ίσα με 50 ευρώ ή μικρότερα.

Άρθρο 74

Μεταβίβαση εκμεταλλεύσεων

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, νοούνται ως:

(α)

«μεταβίβαση εκμετάλλευσης», η πώληση, η εκμίσθωση ή ανάλογος τύπος σύμβασης που καλύπτει τις σχετικές μονάδες παραγωγής

(β)

«μεταβιβάζων», ο κάτοχος εκμετάλλευσης την οποία μεταβιβάζει σε άλλο γεωργό

(γ)

«διάδοχος», ο γεωργός στον οποίο μεταβιβάζεται η εκμετάλλευση.

2.   Εάν μια εκμετάλλευση μεταβιβαστεί εξ ολοκλήρου από ένα γεωργό σε άλλον μετά την υποβολή αίτησης ενίσχυσης και πριν πληρωθούν όλοι οι όροι χορήγησης της ενίσχυσης, δεν χορηγείται ενίσχυση στον μεταβιβάζοντα για την εκμετάλλευση που έχει μεταβιβαστεί.

3.   Η ενίσχυση για την οποία έχει υποβάλει αίτηση ο μεταβιβάζων χορηγείται στον διάδοχο, εφόσον:

(α)

ο διάδοχος ενημερώσει την αρμόδια αρχή για την μεταβίβαση και ζητήσει την καταβολή της ενίσχυσης εντός προθεσμίας που καθορίζεται από τα κράτη μέλη

(β)

ο διάδοχος υποβάλει τα αποδεικτικά στοιχεία που ενδεχομένως απαιτεί η αρμόδια αρχή

(γ)

πληρούνται όλοι οι όροι χορήγησης της ενίσχυσης όσον αφορά την εκμετάλλευση που έχει μεταβιβαστεί.

4.   Από τη στιγμή που ο διάδοχος ενημερώνει την αρμόδια αρχή και ζητεί την καταβολή της ενίσχυσης σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο α):

(α)

ο διάδοχος αποκτά όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μεταβιβάζοντος που απορρέουν από την έννομη σχέση μεταξύ του μεταβιβάζοντος και της αρμόδιας αρχής, την οποία δημιουργεί η αίτηση ενίσχυσης

(β)

όλες οι αναγκαίες ενέργειες για τη χορήγηση της ενίσχυσης και όλες οι δηλώσεις του μεταβιβάζοντος που έγιναν πριν από τη μεταβίβαση, αποδίδονται στον διάδοχο για τους σκοπούς της εφαρμογής των σχετικών κοινοτικών κανόνων

(γ)

η εκμετάλλευση που έχει μεταβιβαστεί θεωρείται, κατά περίπτωση, ως χωριστή εκμετάλλευση για τη σχετική περίοδο εμπορίας ή πριμοδότησης.

5.   Εάν υποβληθεί αίτηση ενίσχυσης μετά την πραγματοποίηση των αναγκαίων ενεργειών για τη χορήγηση της ενίσχυσης και η εκμετάλλευση μεταβιβαστεί εξ ολοκλήρου από ένα γεωργό σε άλλον, αφού έχουν αρχίσει οι ενέργειες αυτές, αλλά πριν πληρωθούν όλοι οι όροι χορήγησης ενίσχυσης, η ενίσχυση μπορεί να χορηγηθεί στον διάδοχο, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι όροι της παραγράφου 3 στοιχεία α) και β). Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται η παράγραφος 4 στοιχείο β).

6.   Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίζουν, κατά περίπτωση, να χορηγήσουν την ενίσχυση στον μεταβιβάζοντα. Στην περίπτωση αυτή:

(α)

δεν χορηγείται καμία ενίσχυση στον διάδοχο και

(β)

τα κράτη μέλη εφαρμόζουν, τηρουμένων των αναλογιών, τις απαιτήσεις των παραγράφων 2 έως 5.

7.   Εάν μια εκμετάλλευση μεταβιβαστεί εξ ολοκλήρου από ένα γεωργό σε άλλον κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 44 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, ο διάδοχος μπορεί να υποβάλει για τα σχετικά αγροτεμάχια αίτηση ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης.

Άρθρο 75

Πρόσθετα μέτρα και αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των κρατών μελών

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα [περαιτέρω] μέτρα που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή του ολοκληρωμένου συστήματος και παρέχουν την αναγκαία αμοιβαία συνδρομή για τους σκοπούς των ελέγχων που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Προς τούτο, τα κράτη μέλη δύνανται, για τις περιπτώσεις όπου ο παρών κανονισμός δεν προβλέπει κατάλληλες μειώσεις και αποκλεισμούς, να προβλέπουν κατάλληλες εθνικές κυρώσεις κατά των παραγωγών ή άλλων παραγόντων της αγοράς, όπως σφαγεία ή ενώσεις που μετέχουν στη διαδικασία χορήγησης ενισχύσεων, για να διασφαλίσουν την τήρηση των απαιτήσεων ελέγχου, όπως το μητρώο αγέλης της εκμετάλλευσης ή η εκπλήρωση των υποχρεώσεων κοινοποίησης.

2.   Τα κράτη μέλη αλληλοβοηθούνται για να εξασφαλίσουν τη διενέργεια αποτελεσματικών ελέγχων και τον έλεγχο της γνησιότητας των υποβαλλόμενων εγγράφων ή/και της ακρίβειας των ανταλλασσόμενων στοιχείων.

Άρθρο 76

Κοινοποιήσεις

1.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή, το αργότερο στις 31 Μαρτίου κάθε έτους για το καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης και τα άλλα καθεστώτα στρεμματικής ενίσχυσης και το αργότερο στις 31 Αυγούστου κάθε έτους για τις κτηνοτροφικές πριμοδοτήσεις, έκθεση που καλύπτει το προηγούμενο ημερολογιακό έτος και περιλαμβάνει κυρίως τα ακόλουθα στοιχεία:

(α)

την πορεία της εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος, όπου αναφέρονται, ειδικότερα, οι επιλογές όσον αφορά τον έλεγχο των απαιτήσεων πολλαπλής συμμόρφωσης και οι αρμόδιες ελεγκτικές αρχές, στις οποίες έχει ανατεθεί ο έλεγχος των σχετικών με την πολλαπλή συμμόρφωση απαιτήσεων και προϋποθέσεων

(β)

τον αριθμό των αιτήσεων, καθώς και τη συνολική έκταση και τον συνολικό αριθμό ζώων, με ανάλυση κατά καθεστώς ενισχύσεων

(γ)

τον αριθμό των αιτήσεων, καθώς και τη συνολική έκταση και το συνολικό αριθμό των ζώων που καλύφθηκαν από τους ελέγχους

(δ)

τα πορίσματα των ελέγχων που διενεργήθηκαν, με αναφορά των μειώσεων και των αποκλεισμών που επιβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή του τίτλου IV.

Ταυτόχρονα με τη διαβίβαση στην Επιτροπή των κοινοποιήσεων σχετικά με τις κτηνοτροφικές πριμοδοτήσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη κοινοποιούν επίσης το συνολικό αριθμό των δικαιούχων, οι οποίοι έλαβαν ενισχύσεις στο πλαίσιο καθεστώτων ενισχύσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος.

2.   Επιπλέον, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή, το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου κάθε έτους, το ποσοστό των μονίμων βοσκοτόπων επί του συνόλου των γεωργικών γαιών, που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν επίσης στην Επιτροπή, το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου 2005, το εν λόγω ποσοστό κατά το έτος αναφοράς 2003, που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2.

3.   Σε εξαιρετικές, δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη δύνανται, κατόπιν συμφωνίας με την Επιτροπή, να παρεκκλίνουν από τις ημερομηνίες που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Η μηχανογραφημένη βάση δεδομένων που αποτελεί μέρος του ολοκληρωμένου συστήματος χρησιμεύει για την τεκμηρίωση των ειδικών πληροφοριών, τις οποίες τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διαβιβάζουν στην Επιτροπή στο πλαίσιο των τομεακών κανόνων.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΊΗΣΗ

Άρθρο 77

Βάση υπολογισμού της μείωσης

Το ποσό της μείωσης σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 υπολογίζεται με βάση τα ποσά των άμεσων ενισχύσεων που δικαιούνται οι κάτοχοι εκμετάλλευσης, πριν από την επιβολή μειώσεων ή αποκλεισμών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ή, στην περίπτωση των καθεστώτων ενισχύσεων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, αλλά δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τίτλου ΙΙΙ ή IΝ του ίδιου κανονισμού, σύμφωνα με τις ειδικές νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν για τα καθεστώτα αυτά.

Άρθρο 78

Κλείδα κατανομής

Η κλείδα κατανομής των υπόλοιπων ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 προκύπτει με στάθμιση των μεριδίων των κρατών μελών στις γεωργικές γαίες και στη γεωργική απασχόληση με συντελεστή 65 % και 35 %, αντίστοιχα.

Το μερίδιο κάθε κράτους μέλους στις γεωργικές γαίες και στη γεωργική απασχόληση διορθώνεται σε συνάρτηση με το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) του, εκφραζόμενο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, χρησιμοποιώντας το ένα τρίτο της απόκλισης από το μέσο όρο των κρατών μελών για τα οποία ισχύει η διαφοροποίηση.

Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιούνται τα ακόλουθα βασικά δεδομένα, τα οποία στηρίζονται στα στοιχεία της Eurostat του Αυγούστου του 2003:

(α)

για τις γεωργικές γαίες, η έρευνα διάρθρωσης 2000 για τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 571/88 του Συμβουλίου (22)

(β)

για τη γεωργική απασχόληση, η ετήσια σειρά της έρευνας εργατικού δυναμικού 2001 που καλύπτει την απασχόληση στη γεωργία, στη θήρα και στην αλιεία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 577/98 του Συμβουλίου (23)

(γ)

για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, ο μέσος όρος τριετίας, 1999 έως 2001, με βάση τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών.

Άρθρο 79

Πρόσθετο ποσό ενίσχυσης

1.   Για να προσδιοριστεί αν έχει συμπληρωθεί το κατώτατο όριο των 5 000 ευρώ που αναφέρεται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό των άμεσων ενισχύσεων που θα έπρεπε να χορηγηθούν, πριν από την επιβολή μειώσεων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ή, στην περίπτωση των καθεστώτων ενισχύσεων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, αλλά δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τίτλου ΙΙΙ ή IΝ του ίδιου κανονισμού, σύμφωνα με τις ειδικές νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν για τα καθεστώτα αυτά.

Εντούτοις, στις περιπτώσεις όπου ένας κάτοχος εκμετάλλευσης αποκλείεται από τη λήψη άμεσων ενισχύσεων συνεπεία παρατυπιών ή μη συμμόρφωσης, δεν χορηγείται κανένα πρόσθετο ποσό ενίσχυσης.

2.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή, το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου, το συνολικό ποσό πρόσθετων ενισχύσεων που χορηγήθηκαν για το προηγούμενο έτος.

ΜΕΡΟΣ IV

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΈΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΈΣ ΔΙΑΤΆΞΕΙΣ

Άρθρο 80

Κατάργηση

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2419/2001 καταργείται. Ωστόσο, εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις αιτήσεις ενίσχυσης που αφορούν περιόδους εμπορίας ή πριμοδότησης με ημερομηνία έναρξης πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005.

Σε περίπτωση όπου οι μειώσεις με συμψηφισμό σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 33 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 34 παράγραφος 2, το άρθρο 35 παράγραφος 3 τελευταία πρόταση, το άρθρο 38 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο και παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 40 παράγραφοι 1 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2419/2001 δεν είναι δυνατόν να συμψηφιστούν πλήρως πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, το υπόλοιπο συμψηφίζεται με τις πληρωμές στο πλαίσιο οποιουδήποτε καθεστώτος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, υπό τον όρο ότι δεν έχουν λήξει οι προθεσμίες συμψηφισμού που καθορίζονται στις εν λόγω διατάξεις.

2.   Οι παραπομπές στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2419/2001 νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙΙ.

Άρθρο 81

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται στις αιτήσεις ενίσχυσης, οι οποίες αφορούν περιόδους εμπορίας ή πριμοδότησης που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, της 21 Απριλίου 2004

Για την Επιτροπή

Franz FISCHLER

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 21/2004 (ΕΕ L 5 της 9.1.2004, σ. 8).

(2)  ΕΕ L 327 της 12.12.2001, σ. 11. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 118/2004 (ΕΕ L 17 της 21.1.2004, σ.7).

(3)  ΕΕ L 204 της 11.8.2000, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση—Παράρτημα II: Κατάλογος ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 20 της Πράξης Προσχώρησης—6. Γεωργία—Β. Κτηνιατρική και φυτοϋγειονομική νομοθεσία—I. Κτηνιατρική νομοθεσία (ΕΕ L 236 της 23.9.2003, σ. 381).

(4)  ΕΕ L 156 της 25.6.2003, σ. 9.

(5)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 103.

(6)  ΕΕ L 204 της 11.8.2000, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 355 της 5.12.1992, σ. 32.

(8)  ΕΕ L 5 της 9.1.2004, σ. 8.

(9)  ΕΕ L 281 της 4.11.1999, σ. 30. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1473/2003 (ΕΕ L 211 της 21.8.2003, σ. 12.)

(10)  ΕΕ L 341 της 22.12.2001, σ. 105. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2307/2003 (ΕΕ L 342 της 30.12.2003, σ. 11).

(11)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 103.

(12)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 215 της 30.7.1992, σ. 80.

(14)  EE L 160 της 26.6.1999, σ. 80

(15)  EE L 112 της 3.5.1994, σ. 2.

(16)  ΕΕ L 193 της 20.7.2002, σ. 74.

(17)  ΕΕ L 124 της 8.6.1971, σ. 1.

(18)  ΕΕ L 177 της 4.8.1972, σ. 1.

(19)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 80. Ο κανονισμός τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1783/2003 (ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 70)

(20)  ΕΕ L 74 της 15.3.2002, σ. 1. Ο κανονισμός τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 963/2003 (ΕΕ L 138 της 5.6.2003, σ. 32).

(21)  ΕΕ L 312 της 23.12.1995, σ. 1

(22)  ΕΕ L 56 της 2.3.1988, σ. 1

(23)  ΕΕ L 77 της 14.3.1998, σ. 3


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΣΟΤΙΚΟ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ Δ9-ΤΕΤΡΑΥΔΡΟΚΑΝΝΑΒΙΝΟΛΗΣ ΣΤΙΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΚΑΝΝΑΒΗΣ

1.   Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Σκοπός της παρούσας μεθόδου είναι ο προσδιορισμός της περιεκτικότητας των ποικιλιών κάνναβης (Cannabis satiνa L.) σε Δ9-τετραϋδροκανναβινόλη (εφεξής καλούμενη «THC»). Ανάλογα με την περίπτωση, εφαρμόζεται είτε η διαδικασία Α είτε η διαδικασία Β που περιγράφονται κατωτέρω.

Η αρχή της μεθόδου συνίσταται στον ποσοτικό προσδιορισμό της Δ9-THC με αέρια χρωματογραφία (GC) μετά από εκχύλιση με κατάλληλο διαλύτη.

1.1.   Διαδικασία Α

Η διαδικασία Α ακολουθείται για τους ελέγχους της παραγωγής που προβλέπονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 και στο άρθρο 26 παράγραφος 2 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού.

1.2.   Διαδικασία Β

Η διαδικασία Β ακολουθείται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 και στο άρθρο 33 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.

2.   Δειγματοληψία

2.1.   Δείγματα

(α)

Διαδικασία Α: από κάθε επιλεγόμενο φυτό του πληθυσμού δεδομένης ποικιλίας κάνναβης, λαμβάνεται τμήμα μήκους 30 εκατοστών, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον μία θηλυκή ταξιανθία. Τα δείγματα συλλέγονται κατά την περίοδο μεταξύ 20 ημερών μετά την έναρξη της ανθοφορίας και 10 ημερών μετά το τέλος της, στη διάρκεια της ημέρας, με βάση συστηματικό σχήμα, ώστε το δείγμα να είναι αντιπροσωπευτικό του αγρού, αποκλείοντας τα άκρα της καλλιέργειας.

Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν τη διεξαγωγή της δειγματοληψίας κατά την περίοδο μεταξύ της ημέρας έναρξης της ανθοφορίας και 20 ημερών μετά την έναρξή της, υπό τον όρο ότι, για κάθε καλλιεργούμενη ποικιλία, συλλέγονται αντιπροσωπευτικά δείγματα σύμφωνα με τους ανωτέρω κανόνες, κατά την περίοδο μεταξύ 20 ημερών μετά την έναρξη της ανθοφορίας και 10 ημερών μετά το τέλος της.

(β)

Διαδικασία β: από κάθε επιλεγόμενο φυτό του πληθυσμού δεδομένης ποικιλίας κάνναβης, λαμβάνεται το ανώτερο ένα τρίτο. Τα δείγματα συλλέγονται κατά το δεκαήμερο μετά το τέλος της ανθοφορίας, στη διάρκεια της ημέρας, με βάση συστηματικό σχήμα, ώστε το δείγμα να είναι αντιπροσωπευτικό του αγρού, αποκλείοντας τα άκρα της καλλιέργειας. Στην περίπτωση των διοίκων ποικιλιών, λαμβάνονται δείγματα μόνον από θηλυκά φυτά.

2.2.   Μέγεθος του δείγματος

Διαδικασία Α: το δείγμα περιλαμβάνει μέρη 50 φυτών ανά αγρό.

Διαδικασία Β: το δείγμα περιλαμβάνει μέρη 200 φυτών ανά αγρό.

Κάθε δείγμα τοποθετείται, χωρίς να συνθλίβεται, σε υφασμάτινο ή χάρτινο σάκο και αποστέλλεται στο εργαστήριο για ανάλυση.

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν τη συλλογή δεύτερου δείγματος για επιβεβαιωτική ανάλυση, εάν χρειαστεί, δείγμα το οποίο διατηρείται είτε από τον παραγωγό είτε από τον υπεύθυνο για την ανάλυση φορέα.

2.3.   Ξήρανση και αποθήκευση του δείγματος

Τα δείγματα ξηραίνονται το ταχύτερο δυνατό και, οπωσδήποτε, εντός 48 ωρών σε θερμοκρασία κάτω των 70 °C με οποιαδήποτε μέθοδο. Τα δείγματα πρέπει να ξηραίνονται μέχρι σταθερού βάρους και υγρασίας μεταξύ 8 % και 13 %.

Τα ξηρά δείγματα διατηρούνται, χωρίς να συνθλίβονται, σε θερμοκρασία κάτω των 25 °C σε σκοτεινό χώρο.

3.   Προσδιορισμός της περιεκτικότητας THC

3.1.   Παρασκευή του δείγματος ανάλυσης

Από τα ξηρά δείγματα αφαιρούνται οι βλαστοί και τα σπέρματα μεγέθους άνω των 2 mm.

Τα ξηρά δείγματα λειοτριβούνται μέχρι να ληφθεί ημιλεπτόκοκκη σκόνη (διέλευση από κόσκινο με βροχίδες διαμέτρου 1 mm).

Η σκόνη μπορεί να αποθηκευτεί για 10 εβδομάδες σε θερμοκρασία κάτω των 25 °C σε σκοτεινό και ξηρό χώρο.

3.2.   Αντιδραστήρια και διάλυμα εκχύλισης

Αντιδραστήρια

Δ9 -τετραϋδροκανναβινόλη χρωματογραφικής καθαρότητας,

σκουαλάνιο χρωματογραφικής καθαρότητας, ως εσωτερικό πρότυπο.

Διάλυμα εκχύλισης

35 mg σκουαλανίου ανά 100 ml εξανίου.

3.3.   Εκχύλιση της Δ9-THC

Ζυγίζονται 100 mg του κονιοποιημένου δείγματος ανάλυσης, φέρονται σε φυγοκεντρικό σωλήνα και προστίθενται 5 ml του διαλύματος εκχύλισης που περιέχει το εσωτερικό πρότυπο.

Το σύνολο τοποθετείται για είκοσι λεπτά σε λουτρό υπερήχων. Ακολουθεί φυγοκέντρηση για πέντε λεπτά στις 3000 περιστροφές ανά λεπτό και, κατόπιν, απομακρύνεται το υπερκείμενο διάλυμα THC. Το διάλυμα αυτό εισάγεται στον χρωματογράφο και εκτελείται ποσοτικός προσδιορισμός.

3.4.   Αέρια χρωματογραφία

α)

Εργαστηριακά σκεύη και όργανα

αεριοχρωματογράφος, εξοπλισμένος με ανιχνευτή ιονισμού φλόγας και με σύστημα εισόδου δείγματος με δυνατότητα διαχωρισμού του ρεύματος αερίου (split/splitless),

στήλη που επιτρέπει καλό διαχωρισμό των κανναβινοειδών, π.χ. γυάλινη τριχοειδής στήλη μήκους 25 m και διαμέτρου 0,22 mm, με μη πολικό φαινυλ-μεθυλ-σιλοξάνιο συγκεντρώσεως 5 % ως στατική φάση.

β)

Καμπύλη βαθμονόμησης

Τουλάχιστον τρία σημεία για τη διαδικασία Α και πέντε σημεία για τη διαδικασία Β, συμπεριλαμβανομένων των σημείων 0,04 και 0,50 mg/ml Δ9 -THC σε διάλυμα εκχύλισης.

γ)

Πειραματικές συνθήκες

Δίδονται ενδεικτικά οι ακόλουθες συνθήκες για τη στήλη που αναφέρεται στο στοιχείο α):

θερμοκρασία κλιβάνου 260 °C

θερμοκρασία συστήματος εισόδου δείγματος 300 °C

θερμοκρασία ανιχνευτή 300 °C

δ)

Εισαγόμενος όγκος: 1 μl

4.   Αποτελέσματα

Τα αποτελέσματα εκφράζονται με ακρίβεια δύο δεκαδικών ψηφίων σε γραμμάρια Δ9-THC ανά 100 γραμμάρια δείγματος ανάλυσης που έχει ξηρανθεί μέχρι σταθερού βάρους. Εφαρμόζεται ανοχή 0,03 g/100 g.

Διαδικασία Α: ένας προσδιορισμός ανά δείγμα ανάλυσης.

Ωστόσο, εάν το προκύπτον αποτέλεσμα υπερβαίνει την οριακή τιμή που προβλέπεται στο άρθρο 52 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, διεξάγεται δεύτερος προσδιορισμός για κάθε δείγμα ανάλυσης και ως αποτέλεσμα λαμβάνεται ο μέσος όρος των αποτελεσμάτων των δύο προσδιορισμών.

Διαδικασία Β: το αποτέλεσμα αντιστοιχεί στο μέσο όρο των αποτελεσμάτων δύο προσδιορισμών ανά δείγμα ανάλυσης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Ποικιλίες κάνναβης προοριζόμενης για την παραγωγή ινών, που είναι επιλέξιμες για άμεσες ενισχύσεις

α.   Κάνναβη για την παραγωγή ινών

 

Carmagnola

 

Beniko

 

Chamaeleon

 

Cs

 

Delta-Ilosa

 

Delta 405

 

Dioica 88

 

Εpsilon 68

 

Fedora 17

 

Felina 32

 

Ferimon – Férimon

 

Fibranova

 

Fibrimon 24

 

Futura 75

 

Juso 14

 

Red Petiole

 

Santhica 23

 

Santhica 27

 

Uso 31

β.   Κάνναβη για την παραγωγή ινών, εγκεκριμένη για την περίοδο εμπορίας 2004/2005

 

Bialobrzeskie

 

Cannacomp (1)

 

Fasamo

 

Felina 34 – Félina 34

 

Fibriko TC

 

Finola

 

Lipko (2)

 

Silesia (3)

 

Tiborszαllαsi (2)

 

UNIKO-B


(1)  μόνο στην Ουγγαρία

(2)  μόνο στην Ουγγαρία

(3)  μόνο στην Πολωνία


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Άρθρα του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2419/2001 της Επιτροπής

Άρθρα του παρόντος κανονισμού

1

2

2

3

5

4 παράγραφος 1

6 παράγραφος 1

4 παράγραφος 2

14 παράγραφος 4

5

8

6

7

8

15

9

10

16

11

18

12

19

13

21

14

22

15

23(1)

16

24

17 παράγραφος 1

25 παράγραφος 1

17 παράγραφος 2

25 παράγραφος 2

17 παράγραφος 3

23 παράγραφος 2

18

26

19

27

20

28

21

29

22

30

23

32

24

34

25

35

26

36

27

37

28

38

29

39

30

49

31 παράγραφος 1

50 παράγραφος 1

31 παράγραφος 2

50 παράγραφος 3

31 παράγραφος 3

50 παράγραφος 6

31 παράγραφος 4

50 παράγραφος 7

32

51

33

53

34

55

35

56

36

57

37

58

38

59

39

40

60

41

61

42

62

43

63

44

68

45

69

46

70

47

71

48

72

49

73

50

74

51

75

52

76

53

54