32004R0723

Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 723/2004, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 124 της 27/04/2004 σ. 0001 - 0118


Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 723/2004

της 22ας Μαρτίου 2004

για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 283,

το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως το άρθρο 13,

την πρόταση(1) που υπέβαλε η Επιτροπή κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(2),

τη γνώμη του Δικαστηρίου(3),

τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου(4),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Από την αρχική θέσπιση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό το 1962, έχουν σημειωθεί σημαντικές πρόοδοι και καινοτομίες στην κοινωνία. Αυτές οι πρόοδοι και καινοτομίες θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται στο κανονιστικό πλαίσιο που διέπει την ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση, για να καλύπτονται οι μεταβαλλόμενες ανάγκες των οργάνων και του προσωπικού τους, ενώ παράλληλα θα τηρείται η κοινοτική διοικητική φιλοσοφία και παράδοση που βασίζεται στην αρχή της παροχής υπηρεσιών στον πολίτη.

(2) Η Κοινότητα θα πρέπει, ως εκ τούτου, να διαθέτει υψηλής ποιότητας ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση, η οποία να είναι ικανή να επιτελεί τα καθήκοντά της με βάση τα υψηλότερα δυνατά πρότυπα σύμφωνα με τις συνθήκες και να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, που θα αντιμετωπίσει στο μέλλον.

(3) Συνεπώς, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ένα πλαίσιο για την πρόσληψη από την Κοινότητα υπαλλήλων με υψηλά προσόντα από άποψη παραγωγικότητας και ακεραιότητας, οι οποίοι να επιλέγονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των πολιτών των κρατών μελών, και να τους παρέχεται η δυνατότητα να εκτελούν τα καθήκοντά τους υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν ότι η υπηρεσία λειτουργεί όσο το δυνατόν ομαλότερα.

(4) Ο ευρύτερος στόχος θα πρέπει να είναι η επίτευξη του υψηλότερου δυνατού βαθμού αποτελεσματικότητας της διαχείρισης των ανθρώπινων πόρων, στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής δημόσιας υπηρεσίας που θα χαρακτηρίζεται από ικανότητα, ανεξαρτησία, πίστη, αμεροληψία και μονιμότητα, καθώς και από πολιτιστική και γλωσσική ποικιλομορφία.

(5) Ενδείκνυται να εξασφαλισθεί ότι υπάρχει ενιαία ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση και να εφαρμόζονται κοινοί κανόνες σε όλα τα όργανα και τις Υπηρεσίες που εργάζονται για λογαριασμό της Κοινότητας. Η ύπαρξη ενιαίου κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης θα πρέπει να προσφέρει ένα χρήσιμο εργαλείο για την επαύξηση της συνεργασίας μεταξύ των οργάνων και των Υπηρεσιών στον τομέα της πολιτικής προσωπικού, προς το συμφέρον της εύρυθμης λειτουργίας των Κοινοτήτων και της αποδοτικής χρησιμοποίησης των ανθρωπίνων πόρων.

(6) Οι Υπηρεσίες θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων που αφορούν το προσωπικό, ώστε να διασφαλίζεται η αρμονική εφαρμογή των κανόνων, και ιδίως να εξασφαλίζεται η κινητικότητα του προσωπικού.

(7) Θα πρέπει να τηρείται η αρχή περί μη διακρίσεων, όπως κατοχυρώνεται στη συνθήκη ΕΚ, η οποία, ως εκ τούτου, απαιτεί την περαιτέρω ανάπτυξη μιας πολιτικής προσωπικού που εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες για όλους, ανεξαρτήτως φύλου, σωματικής ικανότητας, ηλικίας, φυλετικής ή εθνοτικής ταυτότητας, γενετήσιου προσανατολισμού και οικογενειακής κατάστασης.

(8) Οι υπάλληλοι που τελούν σε μη έγγαμη σχέση συμβίωσης αναγνωρισμένη από ένα κράτος μέλος ως σταθερή σχέση συμβίωσης, οι οποίοι δεν μπορούν να συνάψουν νομίμως γάμο, θα πρέπει να απολαύουν των ίδιων πλεονεκτημάτων με τα έγγαμα ζεύγη.

(9) Θα πρέπει να γίνει ρητή αναφορά στα μέτρα κοινωνικού χαρακτήρα και στις εργασιακές συνθήκες που πληρούν τα κατάλληλα πρότυπα υγείας και ασφάλειας· τα μέτρα αυτά αποσκοπούν στο συμβιβασμό μεταξύ εργασίας και ιδιωτικής ζωής, στην προώθηση της ισότητας ευκαιριών, καθώς και στην προστασία της υγείας και της ασφάλειας του ατόμου.

(10) Υπάρχει σαφής ανάγκη να ενισχυθεί η αρχή της εξέλιξης της σταδιοδρομίας με βάση τα προσόντα και να καθιερωθεί στενότερος δεσμός μεταξύ της επίδοσης και της αμοιβής με την παροχή μεγαλύτερων κινήτρων για καλή επίδοση μέσω διαρθρωτικών αλλαγών στο σύστημα σταδιοδρομιών, ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζεται η ισοδυναμία των μέσων τύπων σταδιοδρομίας μεταξύ της νέας και της παλαιάς διάρθρωσης, στο πλαίσιο τήρησης του πίνακα θέσεων και της δημοσιονομικής πειθαρχίας.

(11) Ο εκσυγχρονισμός του συστήματος σταδιοδρομιών απαιτεί ευρύτερη αναγνώριση της επαγγελματικής πείρας των υπαλλήλων και της αρχής της διά βίου μάθησης. Ως εκ τούτου, είναι επιθυμητό να αντικατασταθούν οι υφιστάμενες κατηγορίες προσωπικού και να ανακαταταχθεί το προσωπικό στις νέες ομάδες καθηκόντων διοικητικών υπαλλήλων (AD) και βοηθών (AST) καθώς και να διευκολυνθεί η μετάβαση από τη χαμηλότερη στην υψηλότερη ομάδα, μέσω ενός νέου μηχανισμού πιστοποίησης.

(12) Έχει προκύψει η ανάγκη να σχεδιασθεί ένα σύστημα που θα εξασφαλίζει την ισοδυναμία των μέσων τύπων σταδιοδρομίας, το οποίο, όταν εξετασθεί ως σύνολο, θα αντισταθμίζει δίκαια και εύλογα, πρώτον, την αύξηση του συνολικού αριθμού των βαθμών και, κατά δεύτερο λόγο, τη μείωση του αριθμού των κλιμακίων σε κάθε βαθμό.

(13) Για να διαφυλαχθεί ο πολυγλωσσικός χαρακτήρας των οργάνων, θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση, για τους σκοπούς της πρόσληψης και προαγωγής, στη γλωσσική επάρκεια και στην ικανότητα εργασίας σε μια τρίτη κοινοτική γλώσσα.

(14) Η αμεροληψία αποτελεί θεμελιώδη αρχή της δημόσιας υπηρεσίας, αναγνωριζόμενη από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης(5). Επομένως, είναι ζωτικής σημασίας να αποσαφηνισθούν οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων σε καταστάσεις όπου υπάρχει πραγματική ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων, τόσο πριν όσο και μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία.

(15) Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα βελτιωμένο νομικό πλαίσιο, για να αντιμετωπίζονται ζητήματα ηθικής και σεξουαλικής παρενόχλησης, και, για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να διατυπωθούν σαφείς και κατάλληλοι ορισμοί.

(16) Δεδομένου ότι το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης κατοχυρώνεται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ενδείκνυται να παρασχεθεί αυτό το βασικό δικαίωμα στους υπαλλήλους, και να τεθούν εύλογα όρια στην άσκησή του. Ταυτόχρονα, απαιτούνται σαφείς κανόνες που να διέπουν τη δημοσίευση θεμάτων συναφών με τις εργασίες της Κοινότητας, οποτεδήποτε ενδέχεται να τεθούν σε κίνδυνο τα θεμιτά συμφέροντά της.

(17) Θα πρέπει να προβλεφθούν ένα νέο νομικό πλαίσιο και εγγυήσεις για τη νομική προστασία των υπαλλήλων που αναφέρουν ενδεχόμενες παράνομες δραστηριότητες ή συμπεριφορά η οποία αποτελεί σοβαρή παράλειψη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις των κοινοτικών υπαλλήλων εντός της υπηρεσίας, σε ορισμένα σαφώς καθορισμένα πρόσωπα ή συλλογικά όργανα.

(18) Ενδείκνυται να εκλογικευθεί περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο κινούνται και διεξάγονται οι πειθαρχικές διαδικασίες. Θα πρέπει επίσης να υπάρχει μεγαλύτερη σταθερότητα στη σύνθεση των πειθαρχικών συμβουλίων, καθώς και να τροποποιηθούν οι κανόνες που αφορούν τη θέση υπαλλήλων σε αναστολή.

(19) Θα πρέπει να διασαφηνισθούν οι διαδικασίες για την παρακολούθηση των απουσιών και για την υποβολή ιατρικών πιστοποιητικών.

(20) Είναι αναγκαίο να εισαχθεί ένα νέο νομικό πλαίσιο που θα προβλέπει περιεκτική διαδικασία αντιμετώπισης περιπτώσεων επαγγελματικής ανεπάρκειας, η οποία να διασφαλίζει το δικαίωμα υπεράσπισης των ενδιαφερομένων υπαλλήλων. Οι περιπτώσεις υπαλλήλων που δεν είναι ικανοί να φθάσουν το αναμενόμενο επίπεδο επίδοσης σε εύλογο χρονικό διάστημα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται μέσα σ' αυτό το νέο νομικό πλαίσιο.

(21) Θα πρέπει να προβλεφθεί η καθιέρωση ευέλικτων εργασιακών ρυθμίσεων, οι οποίες θα καλύπτουν ιδίως, υπό ορισμένους όρους, το δικαίωμα εργασίας με μειωμένο ωράριο, την αξιοποίηση των ρυθμίσεων επιμερισμένης εργασίας και τη λήψη παρατεταμένης αδείας για προσωπικούς λόγους. Ομοίως, ενδείκνυται να εισαχθούν διατάξεις σχετικά με την άδεια για οικογενειακούς λόγους, και ειδικότερα, το δικαίωμα για πλέον ευέλικτη άδεια μητρότητας, άδεια πατρότητας, άδεια για υιοθεσία και γονική άδεια, καθώς και άδεια σε περίπτωση σοβαρής ασθένειας ενός μέλους της οικογενείας.

(22) Για να εξασφαλισθεί ότι η αγοραστική δύναμη των κοινοτικών υπαλλήλων εξελίσσεται παράλληλα με εκείνη των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων των κρατών μελών, είναι ουσιαστικής σημασίας να διατηρηθεί η αρχή ενός πολυετούς μηχανισμού αναπροσαρμογής των αποδοχών, γνωστού ως "η Μέθοδος", με την παράταση της εφαρμογής του έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, και με την επανεξέτασή του μετά από τέσσερα έτη από άποψη τήρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας.

(23) Τα πλεονεκτήματα ενός πολυετούς συστήματος αναπροσαρμογής των αποδοχών για τους υπαλλήλους θα πρέπει να εξισορροπηθούν με την εισαγωγή μιας ειδικής εισφοράς που να αντανακλά το κόστος της κοινωνικής πολιτικής, των βελτιωμένων συνθηκών εργασίας και των Ευρωπαϊκών Σχολείων. Η ειδική αυτή εισφορά θα πρέπει να αυξάνεται σε ετήσια βάση και να ισχύει για όλους τους υπαλλήλους και για την ίδια περίοδο που ισχύει το σύστημα.

(24) Επειδή το κόστος των διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται στη μεταφορά τμημάτων του μισθού σε άλλα κράτη μέλη έχει καταστεί δυσανάλογο, η μεταφορά με διορθωτικό συντελεστή θα πρέπει να περιορισθεί σε μικρότερο ποσοστό του μισθού και σε περιπτώσεις όπου η μεταφορά είναι αναγκαία, για να μπορεί ο υπάλληλος να καλύπτει δαπάνες που απορρέουν από νόμιμες υποχρεώσεις προς μέλη της οικογενείας του σε άλλα κράτη μέλη.

(25) Το κριτήριο για να εξακολουθούν οι πρώην υπάλληλοι να καλύπτονται από το Κοινό Καθεστώς Ασφάλισης Ασθενείας έχει αποδειχθεί αβέβαιο στην εφαρμογή του και θα πρέπει, επομένως, να απλουστευθεί.

(26) Τα διάφορα επιδόματα θα πρέπει να εκλογικευθούν, μέσω της αναμόρφωσης ορισμένων και της διακοπής άλλων, ώστε να καταστούν οι διοικητικοί κανόνες απλούστεροι και διαφανέστεροι. Η επιστροφή των εξόδων ταξιδίου και αποστολής θα πρέπει έτσι να προσεγγίζει περισσότερο το πραγματικό κόστος και η διαχείριση θα πρέπει να απλουστευθεί. Το σχολικό επίδομα θα πρέπει επίσης να προσεγγίζει περισσότερο, στο μέλλον, τις πραγματικές δαπάνες.

(27) Το σύστημα των οικογενειακών επιδομάτων χρειάζεται να μεταρρυθμισθεί, ώστε να επέλθουν βελτιώσεις για τις οικογένειες, και ιδίως να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα των γονέων με μικρά παιδιά.

(28) Εφόσον οι συντάξεις αποτελούν ποσοστό του τελευταίου μισθού, ενδείκνυται να εξασφαλισθεί ότι στο μέλλον οι αποδοχές και οι συντάξεις θα αναπροσαρμόζονται παράλληλα, ενώ θα διασφαλισθεί η αναλογιστική βάση του συστήματος και θα διατηρηθούν τα αντίστοιχα μερίδια των εισφορών που βαρύνουν τον υπάλληλο και τον εργοδότη, καθώς και η αρχή ότι οι συντάξεις αποτελούν ένα βάρος για τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Ο στόχος αυτός απαιτεί τη δημιουργία ενός μηχανισμού που να εξασφαλίζει τη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη αναλογιστική ισορροπία του συστήματος.

(29) Οι δημογραφικές αλλαγές και η μεταβαλλόμενη ηλικιακή διάρθρωση του σχετικού πληθυσμού επιβάλλουν διαρκώς αυξανόμενα βάρη στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό καθεστώς και απαιτούν να αυξηθεί η ηλικία συνταξιοδότησης και να μειωθεί το ετήσιο ποσοστό προσαύξησης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, υπό την επιφύλαξη όμως λήψης μεταβατικών μέτρων για τους υπαλλήλους που ήδη υπηρετούν.

(30) Η βαθύτερη ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ελεύθερη επιλογή των συνταξιούχων όσον αφορά τον τόπο διαμονής τους μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν καταστήσει πεπαλαιωμένο το σύστημα των διορθωτικών συντελεστών για τις συντάξεις. Ακόμα, το εν λόγω σύστημα έχει δημιουργήσει προβλήματα εποπτείας όσον αφορά τον τόπο διαμονής των συνταξιούχων, τα οποία θα πρέπει να υπερνικηθούν. Συνεπώς, το σύστημα αυτό θα πρέπει να καταργηθεί με μια κατάλληλη μετάβαση για τους συνταξιούχους και τους υπαλλήλους που προσλήφθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(31) Οι συνθήκες που αποτελούν τη βάση για τις τρέχουσες διατάξεις σχετικά με τις συντάξεις αναπηρίας και επιζώντων έχουν μεταβληθεί αφότου κατά πρώτον αυτές εξεδόθησαν και θα πρέπει, επομένως, οι εν λόγω διατάξεις να ενημερωθούν και να απλουστευθούν.

(32) Οι κανόνες του επιδόματος αποχώρησης θα πρέπει να τροποποιηθούν ώστε να ληφθούν υπόψη οι κοινοτικοί κανόνες για τη δυνατότητα μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Αυτό θα πρέπει να επιτευχθεί με τη διόρθωση ορισμένων αντιφάσεων και την εισαγωγή μεγαλύτερης ευελιξίας.

(33) Οι κανόνες σχετικά με τις ευέλικτες ρυθμίσεις συνταξιοδότησης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το συμφέρον τόσο των υπαλλήλων όσο και των οργάνων καθώς και τις δημοσιονομικές συνέπειες. Τα συνεπαγόμενα μέτρα θα πρέπει να εξαρτώνται από αίτημα εκ μέρους του υπαλλήλου και να συνοδεύονται από κατάλληλους οικονομικούς όρους. Η χρήση της ευχέρειας αυτής θα πρέπει να ανάγεται στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή. Σκοπός της διάταξης αυτής θα πρέπει να είναι η διευκόλυνση της διαχείρισης του προσωπικού, ιδίως στα μικρά όργανα. Η ρεαλιστική επιλογή υπέρ της πρόωρης συνταξιοδότησης πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, εξαρτάται από τη διατήρηση της ασφάλισης υγείας και των οικογενειακών επιδομάτων. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να εξισορροπηθούν με την αύξηση της ελάχιστης ηλικίας στα 55 έτη και την εισαγωγή της δυνατότητας εργασίας πέραν της τρέχουσας ηλικίας συνταξιοδότησης.

(34) Οι όροι απασχόλησης που διέπουν το συνολικό επίπεδο αποδοχών και συντάξεων για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό, παραμένουν σε τέτοιο ύψος ώστε να προσελκύουν και να συγκρατούν τους καλύτερους υποψηφίους από όλα τα κράτη μέλη σε μια ανεξάρτητη και μόνιμη ευρωπαϊκή δημόσια υπηρεσία.

(35) Οι διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους του επιστημονικού και τεχνικού κλάδου και στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τρίτες χώρες θα πρέπει να προσαρμοσθούν, να διευκρινισθούν και να ευθυγραμμισθούν με τις γενικές διατάξεις.

(36) Χρειάζεται να καθιερωθεί μια νέα κατηγορία μη μόνιμου προσωπικού, δηλαδή των συμβασιούχων υπαλλήλων. Οι υπάλληλοι αυτοί, οι αρμοδιότητες των οποίων είναι πιο περιορισμένης φύσεως, θα απαιτείται εν γένει να εργάζονται υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων. Θα προσλαμβάνονται με σκοπό, μεταξύ άλλων, να αντικαθιστούν, ενδεχομένως, επικουρικούς υπαλλήλους και υπαλλήλους της κατηγορίας D στα όργανα, στα γραφεία και στις αντιπροσωπίες της Επιτροπής, στις Αντιπροσωπείες και τις Υπηρεσίες καθώς και στους εκτελεστικούς οργανισμούς και άλλους φορείς που ιδρύονται με ειδική νομική πράξη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των εν λόγω συμβασιούχων υπαλλήλων θα πρέπει να καθορισθούν κατ' αναλογία προς εκείνα των εκτάκτων υπαλλήλων, ιδίως όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, τα επιδόματα και τις συνθήκες εργασίας.

(37) Θα πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές ρυθμίσεις, ώστε να καταστεί δυνατή η βαθμιαία εφαρμογή των νέων κανόνων και μέτρων, τηρουμένων των κεκτημένων δικαιωμάτων των υπαλλήλων δυνάμει του κοινοτικού συστήματος πριν από την έναρξη ισχύος των εν λόγω τροποποιήσεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και λαμβάνοντας υπόψη τις θεμιτές προσδοκίες τους.

(38) Τα μέτρα, ιδίως τα μέτρα για τον εκσυγχρονισμό της σταδιοδρομίας και τα οικονομικά μέτρα έχουν γίνει δεκτά ως σύνολο από τις οργανώσεις που εκπροσωπούν το προσωπικό και των οποίων η γνώμη ζητήθηκε στο πλαίσιο της επιτροπής διαβούλευσης που συστήθηκε με την απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981.

(39) Ως εκ τούτου, θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών, που ορίζει ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68(6), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2182/2003(7),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών τροποποιούνται όπως αναφέρεται στο Παράρτημα I (όσον αφορά τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων) και στο Παράρτημα II (όσον αφορά το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό).

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Μαΐου 2004.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 22 Μαρτίου 2004.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

B. Cowen

(1) ΕΕ C 291 Ε της 26.11.2002, σ. 33.

(2) ΕΕ C 62 Ε της 11.3.2004, σ. 160.

(3) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 18.2.2004 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα.)

(4) ΕΕ C 75 της 24.3.2004, σ. 1.

(5) ΕΕ C 364 της 18.12.2000, σ. 1.

(6) ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(7) ΕΕ L 327 της 16.12.2003, σ. 3.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τροποποιείται ως εξής:

1. Τα άρθρα 1 και 1α αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 1

Ο παρών κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται στους υπαλλήλους των Κοινοτήτων.

Άρθρο 1α

1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ως 'υπάλληλος των Κοινοτήτων', νοείται κάθε πρόσωπο που έχει διορισθεί, κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, σε μόνιμη θέση ενός από τα όργανα των Κοινοτήτων µε γραπτή πράξη της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής του οργάνου αυτού.

2. Ο ορισμός της παραγράφου 1 εφαρμόζεται επίσης στα πρόσωπα που διορίζονται από κοινοτικούς οργανισμούς στους οποίους εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης δυνάμει των κοινοτικών ιδρυτικών πράξεών τους (στο εξής καλούμενους 'Υπηρεσίες'). Οι αναφορές στα 'όργανα' στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ισχύουν και για τις Υπηρεσίες, εκτός εάν προβλέπεται άλλως στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης."

2. Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

"Άρθρο 1β

Εκτός αν προβλέπεται άλλως στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης,

α) η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή,

β) η Επιτροπή των Περιφερειών,

γ) ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής και

δ) ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων,

εξομοιώνονται, για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, με τα όργανα των Κοινοτήτων.

Άρθρο 1γ

Κάθε αναφορά, στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, σε πρόσωπο άρρεν νοείται ως εξίσου υποδηλώνουσα πρόσωπο θήλυ και αντιστρόφως, εκτός εάν από τα συμφραζόμενα συνάγεται σαφώς άλλως."

3. Το πρώην άρθρο 1α γίνεται άρθρο 1δ και τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι μη έγγαμες σχέσεις συμβίωσης αντιμετωπίζονται όπως και ο γάμος, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλοι οι απαριθμούμενοι στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ), του Παραρτήματος VII όροι.".

β) Στην παράγραφο 2, μετά τις λέξεις "γυναικών στην εργασία", παρεμβάλλεται η ακόλουθη φράση:

", πράγμα που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή όλων των πτυχών του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,"

γ) Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

"4. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ένα πρόσωπο θεωρείται ανάπηρο εφόσον παρουσιάζει σωματική ή πνευματική μειονεξία η οποία είναι ή πιθανολογείται ότι είναι μόνιμη. Η μειονεξία αυτή πιστοποιείται σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 33 διαδικασία.

Ένα πρόσωπο με αναπηρία πληροί τους όρους του άρθρου 28, στοιχείο ε), εάν δύναται να εκτελεί τα ουσιώδη καθήκοντα θέσης εργασίας, αφού γίνουν λογικές διαρρυθμίσεις.

Ως 'λογικές διαρρυθμίσεις' σε σχέση με τα ουσιώδη καθήκοντα της θέσης εργασίας, νοούνται τα κατάλληλα μέτρα, όπου απαιτείται, που παρέχουν τη δυνατότητα στο πρόσωπο με αναπηρία να έχει πρόσβαση, να συμμετέχει ή να προωθείται στην απασχόληση ή να εκπαιδεύεται, εκτός εάν τα μέτρα αυτά αποτελούν υπερβολική επιβάρυνση για τον εργοδότη.

5. Οσάκις πρόσωπα καλυπτόμενα από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, τα οποία θεωρούν ότι βλάπτονται, επειδή η αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως προαναφέρθηκε, δεν εφαρμόσθηκε σε αυτά, αποδεικνύουν γεγονότα, από τα οποία τεκμαίρεται ότι υπήρξε άμεση ή έμμεση διάκριση, το όργανο φέρει το βάρος της απόδειξης ότι δεν υπήρξε παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η παρούσα διάταξη δεν εφαρμόζεται στις πειθαρχικές διαδικασίες.

6. Τηρουμένης της αρχής περί μη διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού. Οι στόχοι αυτοί μπορεί ιδίως να δικαιολογούν τον καθορισμό ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης και ελάχιστης ηλικίας για τη λήψη σύνταξης αρχαιότητας.".

4. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

"Άρθρο 1ε

1. Οι εν ενεργεία υπάλληλοι έχουν δικαίωμα στα μέτρα κοινωνικής φύσεως που θεσπίζουν τα όργανα και στις υπηρεσίες που παρέχονται από τα συλλογικά όργανα κοινωνικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 9. Οι πρώην υπάλληλοι έχουν δικαίωμα σε περιορισμένα ειδικά μέτρα κοινωνικής φύσεως.

2. Στους εν ενεργεία υπαλλήλους παρέχονται συνθήκες εργασίας, οι οποίες πληρούν κατάλληλα πρότυπα υγείας και ασφάλειας, ισοδύναμα τουλάχιστον με τις ελάχιστες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στο πλαίσιο μέτρων που έχουν θεσπισθεί στους τομείς αυτούς σύμφωνα με τις Συνθήκες.

3. Τα μέτρα κοινωνικής φύσεως που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο υλοποιούνται από κάθε όργανο σε στενή συνεργασία με την επιτροπή προσωπικού, βάσει πολυετών προτεινόμενων δράσεων. Οι εν λόγω προτεινόμενες δράσεις διαβιβάζονται κάθε έτος στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού.".

5. Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α) Το ισχύον πρώτο εδάφιο αριθμείται και γίνεται παράγραφος 1.

β) Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο απαλείφονται.

γ) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 2:

"2. Εντούτοις, ένα ή περισσότερα όργανα μπορούν να αναθέτουν σε ένα από αυτά τα ίδια ή σε διοργανικό οργανισμό την άσκηση του συνόλου ή μέρους των εξουσιών που έχουν απονεμηθεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, πλην αποφάσεων που αφορούν διορισμούς, προαγωγές ή μεταθέσεις υπαλλήλων."

6. Στο άρθρο 4, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"Εάν η κενή θέση δεν είναι δυνατόν να πληρωθεί με μετάθεση, διορισμό σε θέση σύμφωνα με το άρθρο 45α ή προαγωγή γίνεται κοινοποίηση στο προσωπικό των άλλων οργάνων και/ή διοργανώνεται εσωτερικός διαγωνισμός."

7. Τα άρθρα 5, 6 και 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 5

1. Οι θέσεις που καλύπτονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και τη σημασία των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε μια ομάδα καθηκόντων των υπαλλήλων διοικήσεως (στο εξής 'AD') και σε μια ομάδα καθηκόντων των βοηθών υπαλλήλων (στο εξής 'AST').

2. Η ομάδα καθηκόντων AD περιλαμβάνει δώδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε διοικητικά, συμβουλευτικά, γλωσσικά και επιστημονικά καθήκοντα. Η ομάδα καθηκόντων AST περιλαμβάνει ένδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε εκτελεστικά καθήκοντα, καθώς και σε εργασίες γραφείου και τεχνικής φύσεως.

3. Τα ελάχιστα απαιτούμενα για διορισμό σε θέση υπαλλήλου είναι:

α) Για την ομάδα καθηκόντων AST:

i) τριτοβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα, ή

ii) δευτεροβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα, το οποίο δίνει δικαίωμα εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τριών ετών, ή

iii) οσάκις δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ή επαγγελματική πείρα ισοδύναμου επιπέδου·

β) για την ομάδα καθηκόντων AD και για τους βαθμούς 5 και 6:

i) εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές τουλάχιστον τριών ετών πιστοποιούμενες με δίπλωμα, ή

ii) οσάκις δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδύναμου επιπέδου·

γ) για την ομάδα καθηκόντων AD και για τους βαθμούς 7 έως 16:

i) εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με δίπλωμα, όταν η κανονική διάρκεια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τέσσερα έτη ή περισσότερα, ή

ii) εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με δίπλωμα και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον ενός έτους, όταν η κανονική διάρκεια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τουλάχιστον τρία έτη, ή

iii) όταν δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδύναμου επιπέδου.

4. Στο Παράρτημα I, σημείο Α, περιλαμβάνεται πίνακας περιγραφής των θέσεων-τύπων. Με αναφορά στον πίνακα αυτόν, κάθε όργανο καθορίζει, κατόπιν γνώμης της επιτροπής του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα καθήκοντα και τις συναφείς με κάθε θέση-τύπο αρμοδιότητες.

5. Οι υπάλληλοι που ανήκουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων υπόκεινται σε ταυτόσημους όρους πρόσληψης και επαγγελματικής σταδιοδρομίας.

Άρθρο 6

1. Στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού σχετικά με κάθε όργανο, ορίζεται ο αριθμός των θέσεων για κάθε βαθμό και ομάδα καθηκόντων.

2. Για να εξασφαλισθεί η ισοδυναμία της μέσης σταδιοδρομίας στη διάρθρωση σταδιοδρομιών πριν από την 1η Μαΐου 2004 (εφεξής 'παλαιά διάρθρωση σταδιοδρομιών') και μετά την 1η Μαΐου 2004 (εφεξής: 'νέα διάρθρωση σταδιοδρομιών') και με την επιφύλαξη της αρχής της προαγωγής βάσει των προσόντων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 45 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο εν λόγω πίνακας εξασφαλίζει ότι, για κάθε όργανο, ο αριθμός κενών θέσεων σε κάθε βαθμό του πίνακα θέσεων κατά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους αντιστοιχεί στον αριθμό των υπαλλήλων του κατώτερου βαθμού που υπηρετούσαν την 1η Ιανουαρίου του προηγούμενου έτους, πολλαπλασιαζόμενο επί τα ποσοστά που προβλέπονται στο Παράρτημα Ι, σημείο Β, για τον βαθμό αυτό. Τα ποσοστά αυτά εφαρμόζονται με βάση μια μέση περίοδο πέντε ετών από την 1η Μαΐου 2004.

3. Η Επιτροπή, βάσει της μεθοδολογίας που ορίζεται στην παράγραφο 5, υποβάλλει κάθε έτος στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή έκθεση σχετικά με την εξέλιξη των μέσων σταδιοδρομιών στις δύο ομάδες καθηκόντων σε όλα τα όργανα, η οποία αναφέρει κατά πόσον έχει τηρηθεί η αρχή της ισοδυναμίας και εάν όχι, σε ποια έκταση έχει παραβιασθεί. Εάν δεν έχει τηρηθεί, η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή μπορεί να λαμβάνει τα διορθωτικά μέτρα διασφάλισης που απαιτούνται για την αποκατάσταση της ισοδυναμίας.

4. Για να εξασφαλισθεί ότι το σύστημα αυτό παραμένει συνεπές προς τον πίνακα θέσεων, προς την ισοδυναμία μεταξύ της παλαιάς και της νέας διάρθρωσης σταδιοδρομιών και προς τη δημοσιονομική πειθαρχία, τα ποσοστά που προβλέπονται στο Παράρτημα Ι, σημείο Β, αναθεωρούνται στο τέλος της πενταετούς περιόδου που αρχίζει την 1η Μαΐου 2004, βάσει έκθεσης που υποβάλλεται από την Επιτροπή στο Συμβούλιο και πρότασης της Επιτροπής.

Το Συμβούλιο αποφασίζει σύμφωνα με το άρθρο 283 της Συνθήκης ΕΚ.

5. Η ισοδυναμία αξιολογείται ως αποτέλεσμα των προαγωγών και της αρχαιότητας στη διάρκεια μιας δεδομένης περιόδου αναφοράς, βάσει τεκμηρίου ότι ο αριθμός των μελών του προσωπικού παραμένει αμετάβλητος, μεταξύ της μέσης σταδιοδρομίας πριν από την 1η Μαΐου 2004 και της μέσης σταδιοδρομίας των υπαλλήλων που έχουν προσληφθεί μετά την ημερομηνία αυτή.

Άρθρο 7

1. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή τοποθετεί, με διορισμό ή μετάθεση, προς το συμφέρον και μόνο της υπηρεσίας και χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ιθαγένεια, κάθε υπάλληλο σε θέση της ομάδας καθηκόντων του που αντιστοιχεί στο βαθμό του.

Ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει να μετατεθεί εντός του οργάνου του.

2. Ο υπάλληλος δύνανται να κληθεί να καταλάβει, προσωρινά, θέση της ομάδας καθηκόντων του που αντιστοιχεί σε βαθμό ανώτερο του βαθμού στον οποίο ανήκει. Από την αρχή του τέταρτου μήνα αυτής της προσωρινής τοποθέτησης, εισπράττει εξισωτική αποζημίωση ίση με τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που αντιστοιχούν στο βαθμό και στο κλιμάκιο στα οποία ανήκει και των αποδοχών τις οποίες θα ελάμβανε στο κλιμάκιο στο οποίο θα είχε καταταγεί αν είχε διορισθεί στο βαθμό που αντιστοιχεί στην προσωρινή του τοποθέτηση.

Η διάρκεια της προσωρινής τοποθέτησης δεν υπερβαίνει το ένα έτος, εκτός αν η τοποθέτηση έχει ως αντικείμενο να εξασφαλίσει, άμεσα ή έμμεσα, την αντικατάσταση υπαλλήλου που έχει αποσπασθεί για το συμφέρον της υπηρεσίας σε άλλη θέση ή έχει κληθεί υπό τα όπλα ή είναι σε αναρρωτική άδεια μεγάλης διάρκειας."

8. Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α) Στην παράγραφο 1, στοιχείο α), παρεμβάλλεται, μετά την τρίτη παύλα, η ακόλουθη παύλα:

"- μία συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης για την επαγγελματική ανεπάρκεια ή περισσότερες, εάν ο αριθμός των υπαλλήλων στους τόπους υπηρεσίας το καθιστά αναγκαίο,".

β) Στην παράγραφο 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"Ο κατάλογος των μελών που απαρτίζουν τα όργανα αυτά κοινοποιείται στο προσωπικό του οργάνου.".

γ) Η παράγραφος 5, αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"5. Η επιτροπή εκθέσεων καλείται να γνωμοδοτήσει:

α) για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην περίοδο δοκιμασίας, και

β) για την επιλογή των υπαλλήλων, οι οποίοι θίγονται από μέτρο ελάττωσης του αριθμού θέσεων.

Είναι δυνατόν να επιφορτίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, να μεριμνήσει για την εναρμόνιση της βαθμολόγησης του προσωπικού εντός του οργάνου."

δ) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

"6. Η συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης για την επαγγελματική ανεπάρκεια καλείται να διατυπώσει τη γνώμη της για την εφαρμογή του άρθρου 51."

9. Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 10

Συνιστάται επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αποτελείται από ίσο αριθμό εκπροσώπων των οργάνων των Κοινοτήτων και εκπροσώπων των επιτροπών προσωπικού των τελευταίων. Ο τρόπος συνθέσεως της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης καθορίζεται με κοινή συμφωνία των οργάνων. Οι Υπηρεσίες εκπροσωπούνται από κοινού, σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται με συμφωνία μεταξύ αυτών και της Επιτροπής.

Η επιτροπή διαβουλεύεται με την Επιτροπή για κάθε πρόταση αναθεώρησης του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης· διαβιβάζει τη γνώμη της εντός της προθεσμίας που καθορίζεται από την Επιτροπή. Ανεξάρτητα από τα καθήκοντα τα οποία της ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, η επιτροπή αυτή δύναται να διατυπώνει οποιαδήποτε πρόταση που αποβλέπει στην αναθεώρηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η επιτροπή συνέρχεται κατόπιν αιτήσεως του προέδρου της, ενός οργάνου ή της επιτροπής προσωπικού ενός οργάνου.

Τα πρακτικά των συσκέψεων της επιτροπής αυτής διαβιβάζονται στα αρμόδια συλλογικά όργανα.".

10. Στον τίτλο Ι, προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

"Άρθρο 10β

Οι συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 24β ενεργούν προς το γενικό συμφέρον του προσωπικού, υπό την επιφύλαξη των κατά τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης αρμοδιοτήτων των επιτροπών προσωπικού.

Οι προτάσεις της Επιτροπής που αναφέρονται στο άρθρο 10 μπορούν να αποτελούν αντικείμενο διαβουλεύσεων από τις αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις.

Άρθρο 10γ

Κάθε όργανο μπορεί να συνάπτει συμφωνίες που αφορούν το προσωπικό του με τις αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις. Οι συμφωνίες αυτές δεν μπορούν να επιφέρουν τροποποιήσεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή των δημοσιονομικών υποχρεώσεων ούτε να επηρεάζουν τη λειτουργία του οικείου οργάνου. Οι αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις που τις υπογράφουν δρουν σε κάθε όργανο, υπό την επιφύλαξη των κατά τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης αρμοδιοτήτων της επιτροπής προσωπικού."

11. Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 11, προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

"Ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, τηρώντας το καθήκον πίστεως που υπέχει έναντι των Κοινοτήτων."

12. Μετά το άρθρο 11, παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

"Άρθρο 11α

1. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του και εκτός αντιθέτου διατάξεως, ο υπάλληλος δεν απασχολείται σε καμία υπόθεση στην οποία έχει, άμεσα ή έμμεσα, προσωπικό συμφέρον, ιδίως οικογενειακό ή οικονομικό, φύσεως ικανής να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του.

2. Ο υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, συμβαίνει να απασχοληθεί με υπόθεση όπως η προαναφερόμενη, ενημερώνει αμέσως σχετικά την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα και δύναται, ιδίως, να απαλλάσσει τον υπάλληλο από τον χειρισμό της υποθέσεως αυτής.

3. Ο υπάλληλος δεν δύναται να διατηρεί ή να αποκτά, αμέσως ή εμμέσως, στις επιχειρήσεις που υπόκεινται στον έλεγχο του οργάνου στο οποίο ανήκει ή σχετίζονται με το εν λόγω όργανο, συμφέροντα τέτοιας φύσεως και σημασίας που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του κατά την άσκηση των καθηκόντων του."

13. Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 12

Ο υπάλληλος απέχει από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που μπορούν να θίξουν την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του."

14. Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

"Άρθρο 12α

1. Ο υπάλληλος απέχει από κάθε μορφή ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης.

2. Ο υπάλληλος που υπήρξε θύμα ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου. Ο υπάλληλος που έχει δώσει αποδείξεις για ηθική ή σεξουαλική παρενόχληση δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου, υπό τον όρο ότι έχει ενεργήσει εντίμως.

3. Ως 'ηθική παρενόχληση', νοείται η καταχρηστική επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγή που εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις που γίνονται με πρόθεση και θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου.

4. Ως 'σεξουαλική παρενόχληση', νοείται μια συμπεριφορά γενετήσιου περιεχομένου, μη επιθυμητή από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται και η οποία έχει ως στόχο ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας του ή τη δημιουργία ενός εκφοβιστικού, εχθρικού, υβριστικού ή ενοχλητικού περιβάλλοντος. Η σεξουαλική παρενόχληση αντιμετωπίζεται ως διάκριση βάσει του φύλου.

Άρθρο 12β

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 15, ο υπάλληλος που προτίθεται να ασκήσει εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, ή να εκτελέσει υπηρεσία εκτός των Κοινοτήτων, λαμβάνει προηγουμένως άδεια από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Άρνηση της αδείας χωρεί μόνον, εάν η εν λόγω δραστηριότητα ή υπηρεσία είναι ικανή να παρεμποδίσει την άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου ή είναι ασυμβίβαστη με τα συμφέροντα του οργάνου.

2. Ο υπάλληλος ενημερώνει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή για οποιαδήποτε μεταβολή της επιτραπείσας εξωτερικής δραστηριότητας ή υπηρεσίας, η οποία μεσολάβησε μετά την υποβολή της αίτησής του προς την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1. Η άδεια μπορεί να ανακαλείται στην περίπτωση που η δραστηριότητα ή η υπηρεσία δεν πληρούν πλέον τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τελευταία πρόταση."

15. Στο άρθρο 13, δεύτερη πρόταση, οι όροι "να παραμείνει στη θέση του, να μετατεθεί ή να παυθεί" αντικαθίστανται από τους όρους "να παραμείνει στη θέση του ή να μετατεθεί".

16. Το άρθρο 14 διαγράφεται.

17. Το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 15

1. Ο υπάλληλος ο οποίος προτίθεται να θέσει υποψηφιότητα για δημόσιο λειτούργημα ειδοποιεί σχετικά την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Αυτή αποφασίζει κατά πόσον, έναντι του συμφέροντος της υπηρεσίας, ο ενδιαφερόμενος:

α) θα πρέπει να υποβάλει αίτηση αδείας για προσωπικούς λόγους, ή

β) θα πρέπει να του χορηγηθεί ετήσια άδεια, ή

γ) μπορεί να τύχει αδείας να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, ή

δ) μπορεί να συνεχίσει να εκπληρώνει όπως πριν τα καθήκοντά του.

2. Σε περίπτωση εκλογής ή διορισμού του σε δημόσιο λειτούργημα, ο υπάλληλος ενημερώνει αμέσως την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Ανάλογα με το συμφέρον της υπηρεσίας, τη σημασία του λειτουργήματος, τις υποχρεώσεις που αυτό συνεπάγεται για τον υπάλληλο και τις σχετικές με αυτές αμοιβές και αποζημιώσεις, που απορρέουν από τις εν λόγω υποχρεώσεις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει μια από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 αποφάσεις. Εάν ο υπάλληλος υποχρεωθεί να λάβει άδεια για προσωπικούς λόγους ή άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, η διάρκεια της εν λόγω άδειας ή εργασίας με μειωμένο ωράριο αντιστοιχεί με τη διάρκεια της θητείας που ανέλαβε ο υπάλληλος."

18. Το άρθρο 16, αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 16

Ο υπάλληλος έχει την υποχρέωση, μετά τη λήξη των καθηκόντων του, να σέβεται την υποχρέωση εντιμότητας και διακριτικότητας, όσον αφορά την αποδοχή ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων.

Ο υπάλληλος ο οποίος προτίθεται να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, εντός των δύο ετών που έπονται της λήξεως των καθηκόντων του, πρέπει να το δηλώσει στο όργανο στο οποίο ανήκει. Εάν η δραστηριότητα αυτή συνδέεται με την πραγματοποιηθείσα από τον υπάλληλο εργασία κατά τα τρία τελευταία έτη της υπηρεσίας του, και αν ενδέχεται να είναι ασυμβίβαστη με τα νόμιμα συμφέροντα του οργάνου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται, σε συνάρτηση με το συμφέρον της υπηρεσίας, είτε να απαγορεύσει στον υπάλληλο την άσκηση της δραστηριότητας αυτής είτε να την εγκρίνει υπό τους όρους που η ίδια κρίνει ενδεδειγμένους. Το όργανο, κατόπιν γνώμης της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης, κοινοποιεί την απόφασή του εντός προθεσμίας 30 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης. Εάν δεν έχει κοινοποιηθεί απόφαση μέχρι τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, θεωρείται ότι υπάρχει σιωπηρή αποδοχή.".

19. Το άρθρο 17 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 17

1. Ο υπάλληλος απέχει από την χωρίς άδεια κοινολόγηση των πληροφοριών που περιέρχονται στην αντίληψή του εξαιτίας των καθηκόντων του, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί ή γίνει προσιτές στο κοινό.

2. Ο υπάλληλος υπόκειται στην υποχρέωση αυτή και μετά τη λήξη των καθηκόντων του."

20. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

"Άρθρο 17α

1. Ο υπάλληλος έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, τηρουμένων δεόντως των αρχών πίστης και αμεροληψίας.

2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 και 17, ο υπάλληλος ο οποίος προτίθεται να δημοσιεύσει ο ίδιος ή να δώσει προς δημοσίευση, μόνος ή σε συνεργασία με άλλους, οποιοδήποτε κείμενο αναφερόμενο στη δραστηριότητα των Κοινοτήτων ενημερώνει εκ των προτέρων την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

Εάν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είναι σε θέση να αποδείξει ότι το ζήτημα είναι φύσεως τέτοιας που να θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα νόμιμα συμφέροντα των Κοινοτήτων, ενημερώνει τον υπάλληλο για την απόφασή της εγγράφως εντός 30 εργασίμων ημερών από τη λήψη της πληροφορίας. Εάν καμία απόφαση δεν έχει κοινοποιηθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, θεωρείται ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν είχε αντιρρήσεις."

21. Το άρθρο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 18

1. Όλα τα δικαιώματα, τα οποία αναφέρονται σε γραπτές ή άλλες εργασίες που πραγματοποιούνται από τον υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του, περιέρχονται στην Κοινότητα με τις δραστηριότητες της οποίας σχετίζονται αυτές οι γραπτές ή άλλες εργασίες. Οι Κοινότητες δύνανται να αξιώσουν να τους παραχωρηθούν νομίμως τα πνευματικά δικαιώματα που απορρέουν από τις εργασίες αυτές.

2. Κάθε εφεύρεση την οποία υπάλληλος επινόησε κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή επ' ευκαιρία της άσκησης αυτής, ανήκει αυτοδικαίως στις Κοινότητες. Το όργανο δύναται, με δικά του έξοδα και για λογαριασμό των Κοινοτήτων, να ζητά και να λαμβάνει σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε όλες τις χώρες. Κάθε εφεύρεση που σχετίζεται με τη δραστηριότητα των Κοινοτήτων και πραγματοποιείται από υπάλληλο στη διάρκεια του έτους που έπεται της λήξεως των καθηκόντων του, θεωρείται, εκτός αποδείξεως του εναντίου, ότι είχε πραγματοποιηθεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή επ' ευκαιρία της άσκησης αυτής. Στην περίπτωση που εφευρέσεις κατοχυρώνονται με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, γίνεται μνεία του ονόματος του εφευρέτη ή των εφευρετών.

3. Το όργανο δύναται, οσάκις ενδείκνυται, να χορηγεί χρηματικό βραβείο, το ποσό του οποίου καθορίζει το ίδιο, στον υπάλληλο δημιουργό εφεύρεσης κατοχυρωθείσας με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας."

22. Στο άρθρο 20 προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

"Ο υπάλληλος κοινοποιεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή τη διεύθυνσή του και την ειδοποιεί αμέσως σχετικά με κάθε αλλαγή της."

23. Στο άρθρο 21, το τρίτο εδάφιο απαλείφεται.

24. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

"Άρθρο 21α

1. Στην περίπτωση που ο υπάλληλος λάβει διαταγή την οποία θεωρεί ως αντικανονική ή εάν εκτιμά ότι από την εκτέλεσή της είναι δυνατόν να προκύψουν σοβαρές δυσχέρειες, ειδοποιεί σχετικά τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του, ο οποίος, εάν η ειδοποίηση έχει διαβιβασθεί εγγράφως, απαντά επίσης εγγράφως. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, εάν ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερος επιβεβαιώσει τη διαταγή, αλλά ο υπάλληλος κρίνει ότι η επιβεβαίωση αυτή δεν είναι ευλόγως καθησυχαστική ενόψει των λόγων του να ανησυχεί, αναφέρει εγγράφως το θέμα στην αμέσως ανώτερη ιεραρχικά αρχή. Εάν η αμέσως ανώτερη ιεραρχικά αρχή επιβεβαιώσει τη διαταγή εγγράφως, ο υπάλληλος υποχρεούται να την εκτελέσει, εκτός εάν η διαταγή είναι προδήλως παράνομη ή αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας.

2. Εάν ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερος κρίνει ότι η διαταγή πρέπει να εκτελεσθεί αμέσως, ο υπάλληλος πρέπει να την εκτελέσει, εκτός εάν αυτή είναι προδήλως παράνομη ή αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας. Ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερός του υποχρεούται, εφόσον το ζητήσει ο υπάλληλος, να δίδει τέτοιες διαταγές εγγράφως."

25. Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

"Άρθρο 22α

1. Ο υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή σε σχέση με αυτά, λαμβάνει γνώση γεγονότων βάσει των οποίων είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη πιθανής παράνομης δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης απάτης ή δωροδοκίας, επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων, ή συμπεριφοράς που αφορά την εκπλήρωση των επαγγελματικών καθηκόντων και που ενδεχομένως συνιστά σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων των υπαλλήλων των Κοινοτήτων, ενημερώνει αμελλητί τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του ή τον γενικό διευθυντή του ή, εφόσον το κρίνει χρήσιμο, τον Γενικό Γραμματέα, ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις ή απευθείας την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να δίνονται γραπτώς.

Η παρούσα παράγραφος ισχύει επίσης και στην περίπτωση σοβαρής παράλειψης συμμόρφωσης προς παρόμοια υποχρέωση εκ μέρους ενός μέλους οργάνου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου υπηρετεί σε ένα όργανο ή εργάζεται γι' αυτό.

2. Ο υπάλληλος ο οποίος λαμβάνει τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 πληροφορίες διαβιβάζει αμελλητί στην OLAF όλα τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία γνωρίζει και από τα οποία είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη των παρατυπιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3. Ο υπάλληλος δεν υφίσταται από το όργανο καμία δυσμενή συνέπεια για το γεγονός ότι γνωστοποίησε τις αναφερόμενες στις παραγράφους 1 και 2 πληροφορίες, εφόσον ενήργησε λογικά και έντιμα.

4. Οι παράγραφοι 1 έως 3 δεν εφαρμόζονται στα επί παντός υποθέματος αποτυπούμενα στοιχεία, έγγραφα, εκθέσεις, σημειώσεις ή πληροφορίες που τηρούνται για τους σκοπούς διεξαγωγής δικαστικής διαδικασίας, εκκρεμούσας ή περατωθείσας, ή παράγονται ή κοινολογούνται στον υπάλληλο στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας.

Άρθρο 22β

1. Ο υπάλληλος ο οποίος κοινολογεί πληροφορίες κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22α, στον Πρόεδρο της Επιτροπής, στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στον Πρόεδρο του Συμβουλίου, στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, δεν υφίσταται καμία δυσμενή συνέπεια από πλευράς του οργάνου στο οποίο ανήκει, εφόσον πληρούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι:

α) ο υπάλληλος λογικά και έντιμα πιστεύει ότι οι κοινολογηθείσες πληροφορίες, όπως και κάθε ισχυρισμός που περιέχεται σ' αυτές, είναι ουσιαστικά αληθείς και

β) ο υπάλληλος έχει προηγουμένως κοινολογήσει τις ίδιες πληροφορίες στην OLAF ή στο όργανο στο οποίο υπηρετεί και έχει αφήσει να παρέλθει η προθεσμία που καθόρισε η OLAF ή το όργανο αυτό, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, για την εκ μέρους τους ανάληψη κατάλληλης δράσης. Ο υπάλληλος ενημερώνεται δεόντως για την εν λόγω προθεσμία εντός 60 ημερών.

2. Η προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που ο υπάλληλος μπορεί να αποδείξει ότι δεν είναι εύλογη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης.

3. Οι παράγραφοι 1 έως 3 δεν εφαρμόζονται στα επί παντός υποθέματος αποτυπούμενα στοιχεία, έγγραφα, εκθέσεις, σημειώσεις ή πληροφορίες που τηρούνται για τους σκοπούς διεξαγωγής δικαστικής διαδικασίας, εκκρεμούσας ή περατωθείσας, ή παράγονται ή κοινολογούνται στον υπάλληλο στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας.".

26. Στο άρθρο 23, οι όροι "βαθμών A 1 έως A 4" αντικαθίστανται από τους όρους "βαθμών AD 12 έως AD 16".

27. Τα άρθρα 24 και 24α τροποποιούνται ως εξής:

α) Στο άρθρο 24, το τρίτο και το τέταρτο εδάφιο γίνονται το νέο άρθρο 24α.

β) Στο νέο άρθρο 24α, στη νέα πρώτη παράγραφο προστίθενται οι λέξεις "Οι Κοινότητες".

28. Το ισχύον άρθρο 24α γίνεται άρθρο 24β.

29. Το άρθρο 25 τροποποιείται ως εξής:

α) Η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"Ο υπάλληλος δύναται να προσφεύγει, για ζητήματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του οργάνου στο οποίο ανήκει."

β) Το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"Οι ατομικές αποφάσεις που αναφέρονται στο διορισμό, στη μονιμοποίηση, στην προαγωγή, στη μετάθεση, στον καθορισμό της διοικητικής καταστάσεως και στη λήξη των καθηκόντων υπαλλήλου δημοσιεύονται στο όργανο στο οποίο ανήκει. Στη δημοσίευση έχει πρόσβαση όλο το προσωπικό για ένα ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα."

30. Το άρθρο 26 τροποποιείται ως εξής:

α) Στο τρίτο εδάφιο, μετά τους όρους "συστημένη επιστολή" προστίθεται το ακόλουθο κείμενο: "στην τελευταία δηλωθείσα από τον υπάλληλο διεύθυνση."

β) Το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"Ο ατομικός φάκελος του υπαλλήλου δεν δύναται να περιέχει καμία αναφορά στις πολιτικές, συνδικαλιστικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές δραστηριότητες και πεποιθήσεις ή στη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή του ή τον γενετήσιο προσανατολισμό του.

Το προηγούμενο εδάφιο, ωστόσο, δεν απαγορεύει την εισαγωγή στο φάκελο διοικητικών πράξεων και εγγράφων των οποίων έχει γνώση ο υπάλληλος και τα οποία είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης."

γ) Στο ισχύον έκτο εδάφιο, μετά τους όρους "φάκελό του", παρεμβάλλονται οι όροι: "και να λαμβάνει αντίγραφά τους."

δ) Στο ισχύον έβδομο εδάφιο, πρώτη πρόταση, μετά τους όρους "γραφεία της διοικήσεως" προστίθενται οι όροι "ή από ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο".

ε) Στο τέλος του ισχύοντος εβδόμου εδαφίου, απαλείφονται οι όροι "η οποία ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου".

31. Στον τίτλο II, προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

"Άρθρο 26α

Κάθε υπάλληλος έχει το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση του ιατρικού φακέλου του σύμφωνα με τις οριζόμενες από τα όργανα λεπτομέρειες."

32. Στο άρθρο 27, απαλείφεται το δεύτερο εδάφιο.

33. Το άρθρο 29 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 29

1. Για την πλήρωση κενής θέσης σε όργανο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού εξετάσει:

α) τις δυνατότητες πλήρωσής της με:

i) μετάθεση, ή

ii) διορισμό σύμφωνα με το άρθρο 45α, ή

iii) προαγωγή,

εντός του οργάνου,

β) τις αιτήσεις μετάθεσης που παραλήφθηκαν από υπαλλήλους του ιδίου βαθμού άλλων οργάνων ή/και το ενδεχόμενο διοργάνωσης εσωτερικού διαγωνισμού στο όργανο, με δικαίωμα συμμετοχής μόνον των μονίμων και εκτάκτων υπαλλήλων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 2 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

κινεί τη διαδικασία διαγωνισμών βάσει προσόντων ή εξετάσεων ή ταυτόχρονα βάσει προσόντων και εξετάσεων. Η διαδικασία διαγωνισμού καθορίζεται στο Παράρτημα III.

Η διαδικασία αυτή δύναται να κινείται επίσης με σκοπό την κατάρτιση πίνακα προσληπτέων.

2. Για την πρόσληψη του ανώτερου στελεχικού δυναμικού (γενικοί διευθυντές και ισότιμοί τους των βαθμών AD 16 ή AD 15 και διευθυντές και ισότιμοί τους των βαθμών AD 15 ή AD 14), καθώς και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για θέσεις που απαιτούν ειδικά προσόντα, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να υιοθετεί διαδικασία προσλήψεως διάφορη από τη διαδικασία διαγωνισμού.

3. Τα όργανα δύνανται να οργανώνουν εσωτερικούς διαγωνισμούς για κάθε ομάδα καθηκόντων βάσει προσόντων και εξετάσεων για το ενδιαφερόμενο όργανο, οι οποίοι αφορούν τον βαθμό AST 6 ή υψηλότερο και τον βαθμό AD 9 ή υψηλότερο.

Οι διαγωνισμοί αυτοί είναι ανοικτοί μόνον στους έκτακτους υπαλλήλους του εν λόγω οργάνου οι οποίοι έχουν προσληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο γ) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τα όργανα απαιτούν από τους έκτακτους υπαλλήλους ως ελάχιστα προσόντα για τους διαγωνισμούς αυτούς τουλάχιστον δέκα έτη προϋπηρεσίας με την ιδιότητα του έκτακτου υπαλλήλου, και πρόσληψη στη θέση αυτή βάσει διαδικασίας επιλογής που να εξασφαλίζει την εφαρμογή των ίδιων προτύπων με εκείνα που εφαρμόζονται για την επιλογή υπαλλήλων, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 4 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό. Κατά παρέκκλιση του στοιχείου α) της παραγράφου 1, του παρόντος άρθρου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του οργάνου που προσέλαβε τον έκτακτο υπάλληλο, πριν από την πλήρωση κενής θέσης στο εν λόγω όργανο, εξετάζει τις περιπτώσεις μετάθεσης υπαλλήλου εντός του οργάνου παράλληλα με τους επιτυχείς υποψηφίους αυτών των εσωτερικών διαγωνισμών.

4. Άπαξ ανά πενταετία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οργανώνει έναν εσωτερικό διαγωνισμό βάσει προσόντων και εξετάσεων για κάθε ομάδα καθηκόντων, όσον αφορά τον βαθμό AST 6 ή υψηλότερο και τον βαθμό AD 9 ή υψηλότερο, σύμφωνα με τους όρους που εκτίθενται στην παράγραφο 3, δεύτερο εδάφιο."

34. Το άρθρο 31 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 31

1. Οι επιλεγέντες υποψήφιοι διορίζονται στο βαθμό της ομάδας καθηκόντων που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού στον οποίο έγιναν δεκτοί.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 29, παράγραφος 2, οι προσλαμβανόμενοι υπάλληλοι μπορούν να προσλαμβάνονται μόνο στους βαθμούς AST 1 έως AST 4 ή AD 5 έως AD 8. Ο βαθμός που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού καθορίζεται από το όργανο σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α) τον στόχο της πρόσληψης υπαλλήλων με τα υψηλότερα προσόντα, όπως ορίζονται στο άρθρο 27·

β) την ποιότητα της απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας.

Για την κάλυψη ειδικών αναγκών των οργάνων, μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη, κατά την πρόσληψη υπαλλήλων, οι συνθήκες της αγοράς εργασίας που επικρατούν στην Κοινότητα.

3. Παρά την παράγραφο 2, το όργανο μπορεί, ενδεχομένως, να επιτρέπει τη διοργάνωση διαγωνισμού για τους βαθμούς AD 9, AD 10, AD 11 ή, κατ' εξαίρεση, για το βαθμό AD 12. Ο συνολικός αριθμός των υποψηφίων που διορίζονται σε κενές θέσεις των βαθμών αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20 % του συνολικού αριθμού των διορισμών που γίνονται στην ομάδα καθηκόντων AD ανά έτος σύμφωνα με το άρθρο 30, δεύτερο εδάφιο."

35. Στο άρθρο 32, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται, προκειμένου να λάβει υπόψη την επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου, να του χορηγεί προσαύξηση αρχαιότητας 24 μηνών κατ' ανώτατο όριο. Εκδίδονται γενικές εκτελεστικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου."

36. Στο άρθρο 34, παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"Κάθε υπάλληλος, πριν να μπορέσει να μονιμοποιηθεί, πρέπει να διανύσει δοκιμαστική περίοδο εννέα μηνών."

37. Στο άρθρο 35 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο στ):

"στ) γονική άδεια ή άδεια για οικογενειακούς λόγους."

38. Το άρθρο 37 τροποποιείται ως εξής:

α) Στην πρώτη παράγραφο, στοιχείο α), η δεύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"- αναλαμβάνει προσωρινά να ασκήσει καθήκοντα παρά προσώπων που εκτελεί θητεία η οποία προβλέπεται από τις Συνθήκες ή παρ' εκλεγμένω Προέδρω ενός των οργάνων ή των οργανισμών των Κοινοτήτων ή παρά πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Επιτροπής των Περιφερειών ή παρ' ομάδα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,"·

β) Μετά το τελευταίο εδάφιο, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:"Κάθε εν ενεργεία υπάλληλος ή υπάλληλος ευρισκόμενος σε άδεια για προσωπικούς λόγους δύναται να υποβάλει αίτηση απόσπασης ή είναι δυνατόν να του προταθεί απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Μόλις αποσπασθεί ο υπάλληλος, λήγει η άδεια για προσωπικούς λόγους."

39. Το άρθρο 39 τροποποιείται ως εξής:

α) Στο στοιχείο δ), δεύτερο εδάφιο, οι όροι "τη σύνταξη αναπηρίας ή τη σύνταξη επιζώντων" αντικαθίστανται από τους όρους "το επίδομα αναπηρίας ή τη σύνταξη επιζώντων".

β) Το στοιχείο ε) γίνεται στοιχείο στ) και οι όροι "της κατηγορίας ή του κλάδου του" αντικαθίστανται από τους όρους "της ομάδας καθηκόντων που ανήκει".

γ) Παρεμβάλλεται το ακόλουθο νέο στοιχείο:

"ε) Κατά το διάστημα της απόσπασής του, ο υπάλληλος διατηρεί τα δικαιώματα προαγωγής του κατά κλιμάκιο."

40. Το άρθρο 40 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 15, η άδεια διαρκεί μόνον ένα έτος. Η άδεια μπορεί να παρατείνεται περισσότερες φορές.

Κάθε περίοδος παράτασης δεν δύναται να υπερβαίνει το ένα έτος. Η συνολική διάρκεια της άδειας για προσωπικούς λόγους δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 15 έτη στο σύνολο της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου.

Εντούτοις, όταν η άδεια ζητείται για να μπορέσει ο υπάλληλος:

i) να αναθρέψει παιδί που θεωρείται συντηρούμενο από τον υπάλληλο κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VII, και έχει σοβαρό διανοητικό ή σωματικό μειονέκτημα που έχει πιστοποιηθεί από τον ιατρό σύμβουλο του οργάνου και το οποίο απαιτεί διαρκή παρακολούθηση ή φροντίδα· ή

ii) να ακολουθήσει την(τον) σύζυγό του(της), επίσης υπάλληλο ή µέλος του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, που υποχρεούνται, λόγω των καθηκόντων της(του), να έχει τη συνήθη διαμονή της(του) σε τέτοια απόσταση από τον τόπο υπηρεσίας του ενδιαφερομένου ώστε η εγκατάσταση κοινής συζυγικής στέγης σ' αυτό το μέρος να δημιουργεί προβλήματα στον αιτούντα υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του,

η άδεια μπορεί να παρατείνεται απεριόριστα, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά τον χρόνο κάθε παράτασης, εξακολουθούν να πληρούνται οι όροι που δικαιολόγησαν τη χορήγηση της άδειας."

β) Στην παράγραφο 3, δεύτερο εδάφιο, η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"Ωστόσο, ο υπάλληλος ο οποίος δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα δύναται, με αίτηση που υποβάλλει το αργότερο εντός μηνός από την έναρξη της άδειας για προσωπικούς λόγους, να συνεχίσει να απολαύει της κάλυψης που προβλέπεται σε αυτά τα άρθρα, υπό την προϋπόθεση ότι καταβάλλει τις εισφορές που είναι αναγκαίες για την κάλυψη των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 72, παράγραφος 1 και στο άρθρο 73, παράγραφος 1, κατά το ήμισυ το πρώτο έτος της αδείας για προσωπικούς λόγους και εξ ολοκλήρου κατά την υπόλοιπη διάρκεια της αδείας αυτής. Πάντως, δεν δύναται να απολαύει κάλυψης κατά των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 73, εφόσον δεν καλύπτεται επίσης έναντι των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 72. Οι εισφορές υπολογίζονται βάσει του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου."

γ) Στην παράγραφο 4, στοιχείο δ), οι όροι "της κατηγορίας ή του κλάδου του", οπουδήποτε και αν απαντώνται, αντικαθίστανται από τους όρους "της ομάδας καθηκόντων στην οποία ανήκει" και μετά τους όρους "πραγματικής επαναφοράς του" παρεμβάλλονται οι όροι "ή της απόσπασής του".

41. Στο άρθρο 41, η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

α) Στο δεύτερο εδάφιο, οι όροι "της κατηγορίας ή του κλάδου του" αντικαθίστανται από τους όρους "της ομάδας καθηκόντων του".

β) Το έκτο, το έβδομο, το όγδοο και το ένατο εδάφιο αντικαθίστανται από τα ακόλουθα εδάφια:"Στην αποζημίωση δεν εφαρμόζεται κανένας διορθωτικός συντελεστής.

Ωστόσο, στην αποζημίωση και τις τελευταίες συνολικές αποδοχές, όπως αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται ο διορθωτικός συντελεστής που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο του Παραρτήματος XI, βάσει της ισοτιμίας που έχει καθορισθεί για το κράτος μέλος στο οποίο ο δικαιούχος αποδεικνύει ότι διαμένει, υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος αυτό ήταν ο τελευταίος τόπος υπηρεσίας του δικαιούχου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, εάν το νόμισμα του κράτους μέλους δεν είναι το ευρώ, η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται βάσει των συναλλαγματικών ισοτιμιών που προβλέπονται στο άρθρο 63 του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης."

42. Στο κεφάλαιο 2 του τίτλου ΙΙΙ, παρεμβάλλεται ένα νέο τμήμα και άρθρα, που έχουν ως εξής:

"Τμήμα 6

Γονική άδεια και άδεια για οικογενειακούς λόγους

Άρθρο 42α

Κάθε υπάλληλος δικαιούται, για κάθε παιδί, γονική άδεια ανώτατης διάρκειας έξι μηνών, χωρίς καταβολή του βασικού μισθού του, την οποία πρέπει να λαμβάνει στο διάστημα των δώδεκα ετών μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία του παιδιού. Η διάρκεια της άδειας αυτής μπορεί να διπλασιάζεται για τους μόνους γονείς, που αναγνωρίζονται δυνάμει των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που εκδίδουν τα όργανα. Η ελάχιστη διάρκεια της άδειας που λαμβάνεται κάθε φορά δεν είναι μικρότερη από ένα μήνα.

Κατά τη διάρκεια της γονικής άδειάς του, ο υπάλληλος εξακολουθεί να συμμετέχει στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης· εξακολουθεί επίσης να αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα και διατηρεί το δικαίωμα του επιδόματος για συντηρούμενο τέκνο καθώς και του σχολικού επιδόματος. Επίσης, διατηρεί τη θέση του, το δικαίωμά του προαγωγής κατά κλιμάκιο και τη δυνατότητα βαθμολογικής εξέλιξής του. Η άδεια μπορεί να λαμβάνεται υπό τη μορφή είτε πλήρους παύσης της υπηρεσίας είτε εργασίας με μειωμένο ωράριο. Στην περίπτωση γονικής άδειας λαμβανομένης υπό τη μορφή εργασίας με μειωμένο ωράριο, η αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο ανώτατη διάρκεια διπλασιάζεται. Κατά τη διάρκεια της γονικής άδειάς του, ο υπάλληλος δικαιούται μηνιαίου επιδόματος 798,77 ευρώ ή ποσοστό 50 % του ποσού αυτού, στην περίπτωση εργασίας με μειωμένο ωράριο, αλλά δεν δύναται να ασκεί καμία άλλη αμειβόμενη δραστηριότητα. Το όργανο καταβάλλει ολόκληρη την εισφορά στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα άρθρα 72 και 73, υπολογιζόμενη βάσει του βασικού μισθού του υπαλλήλου. Ωστόσο, στην περίπτωση αδείας υπό τη μορφή εργασίας με μειωμένο ωράριο, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο στη διαφορά μεταξύ του πλήρους βασικού μισθού και του κατ' αναλογία μειωμένου βασικού μισθού. Για το μέρος του βασικού μισθού που πράγματι καταβάλλεται, η εισφορά του υπαλλήλου υπολογίζεται με εφαρμογή των ίδιων εκατοστιαίων ποσοστών που θα εφαρμόζοντο στην περίπτωση πλήρους απασχόλησής του.

Το επίδομα ανέρχεται σε 1065,02 ευρώ κατά μήνα ή σε ποσοστό 50 % του ποσού αυτού στην περίπτωση εργασίας με μειωμένο ωράριο, για τους αναφερόμενους στο πρώτο εδάφιο μόνους γονείς και στη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών της γονικής άδειας, όταν την άδεια αυτή λαμβάνει ο πατέρας στη διάρκεια της άδειας μητρότητας ή οποιοσδήποτε από τους γονείς αμέσως μετά την άδεια μητρότητας, στη διάρκεια της άδειας λόγω υιοθεσίας ή αμέσως μετά την άδεια λόγω υιοθεσίας. Τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο ποσά αναπροσαρμόζονται όπως και οι αποδοχές.

Άρθρο 42β

Ο υπάλληλος δικαιούται να λαμβάνει άδεια για οικογενειακούς λόγους, χωρίς καταβολή του βασικού μισθού του, στην περίπτωση που ο/η σύζυγός του, ανιών ή κατιών του, αδελφός ή αδελφή του πάσχει από ιατρικά πιστοποιημένη σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία. Η συνολική διάρκεια της άδειας αυτής δεν υπερβαίνει τους εννέα μήνες για ολόκληρη τη σταδιοδρομία του υπαλλήλου.

Εφαρμόζεται εν προκειμένω το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 42α."

43. Το άρθρο 43 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 43

Η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά στην υπηρεσία κάθε υπαλλήλου, αποτελούν το αντικείμενο περιοδικής εκθέσεως που συντάσσεται τουλάχιστον ανά διετία, κατά τα προβλεπόμενα από κάθε όργανο, σύμφωνα με το άρθρο 110. Κάθε όργανο θεσπίζει διατάξεις με τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα κατάθεσης προσφυγής στο πλαίσιο της διαδικασίας των εκθέσεων, το οποίο πρέπει να ασκείται πριν από την υποβολή αιτήματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 90, παράγραφος 2.

Η έκθεση των υπαλλήλων που ανήκουν στην ομάδα καθηκόντων AST και από τον τέταρτο βαθμό της ομάδας αυτής μπορεί επίσης να περιλαμβάνει γνώμη για το κατά πόσο, βάσει της επίδοσής του, ο ενδιαφερόμενος διαθέτει την απαιτούμενη ικανότητα για την ανάληψη καθηκόντων υπαλλήλου διοικήσεως.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον υπάλληλο, ο οποίος έχει την ευχέρεια να επισυνάπτει κάθε παρατήρηση που θεωρεί χρήσιμη."

44. Στο άρθρο 44 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:"Εάν ο υπάλληλος διορισθεί σε θέση προϊσταμένου μονάδας, διευθυντή ή γενικού διευθυντή, ενώ παραμένει στον ίδιο βαθμό και εφόσον έχει ασκήσει ικανοποιητικά τα νέα καθήκοντά του κατά τους πρώτους εννέα μήνες, απολαύει, αναδρομικά, κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του διορισμού, προαγωγής κατά κλιμάκιο στο βαθμό αυτό. Η προαγωγή αυτή συνεπάγεται αύξηση του μηνιαίου βασικού μισθού του αντίστοιχη προς την εκατοστιαία μισθολογική διαφορά μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου κλιμακίου κάθε βαθμού. Αν το ποσό της αύξησης είναι κατώτερο της διαφοράς αυτής ή αν ο υπάλληλος κατέχει τότε ήδη το τελευταίο κλιμάκιο του βαθμού του, λαμβάνει προσαύξηση του βασικού μισθού ίση με την αύξηση μεταξύ πρώτου και δευτέρου κλιμακίου μέχρι της ενάρξεως ισχύος της επόμενης προαγωγής του."

45. Τα άρθρα 45 και 46 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 45

1. Η προαγωγή απονέμεται με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 2. Συνεπάγεται για τον υπάλληλο τον διορισμό του στο αμέσως ανώτερο βαθμό της ομάδας καθηκόντων στην οποία ανήκει. Η προαγωγή απονέμεται αποκλειστικά με επιλογή μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν διανύσει ελάχιστο διάστημα δύο ετών στο βαθμό τους, μετά από συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων. Για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει ιδίως υπόψη τις εκθέσεις των υπαλλήλων, τη χρήση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους άλλων γλωσσών εκτός από τη γλώσσα για την οποία έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν εις βάθος γνώση σύμφωνα με το άρθρο 28, στοιχείο στ) και, ενδεχομένως, το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούν.

2. Οι υπάλληλοι υποχρεούνται να αποδεικνύουν, πριν από την πρώτη μετά την πρόσληψη προαγωγή τους την ικανότητά τους να ασκούν τα καθήκοντά τους σε μια τρίτη γλώσσα μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 314 της Συνθήκης ΕΚ. Τα όργανα εκδίδουν, κοινούς κανόνες, με συμφωνία μεταξύ τους, για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Οι κανόνες αυτοί προβλέπουν την πρόσβαση των υπαλλήλων στην κατάρτιση σε μια τρίτη γλώσσα και καθορίζουν τις λεπτομέρειες για την αξιολόγηση της ικανότητας των υπαλλήλων να ασκούν τα καθήκοντά τους σε μια τρίτη γλώσσα σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο δ) του Παραρτήματος III.

Άρθρο 45a

1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχεία β) και γ), υπάλληλος της ομάδας καθηκόντων AST και από τον 5ο βαθμό, μπορεί να διορισθεί σε θέση της ομάδας καθηκόντων AD, υπό την προϋπόθεση ότι:

α) έχει επιλεγεί σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου για να συμμετάσχει σε πρόγραμμα υποχρεωτικής κατάρτισης κατά τα αναφερόμενα στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου·

β) έχει ολοκληρώσει πρόγραμμα κατάρτισης που καθορίσθηκε από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και περιλαμβάνει μια σειρά υποχρεωτικών ενοτήτων και

γ) περιλαμβάνεται στον πίνακα, τον καταρτισμένο από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, των υποψηφίων οι οποίοι έχουν επιτύχει σε προφορική και γραπτή εξέταση που πιστοποιεί ότι παρακολούθησε επιτυχώς το πρόγραμμα κατάρτισης που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου. Το περιεχόμενο των εξετάσεων αυτών καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο γ) του Παραρτήματος III.

2. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή συντάσσει σχέδιο καταλόγου των υπαλλήλων της ομάδας AST που επιλέγονται για να συμμετάσχουν στο ανωτέρω πρόγραμμα κατάρτισης, βάσει των οικείων περιοδικών εκθέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 43 και του επιπέδου εκπαίδευσης και κατάρτισής τους, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις ανάγκες των υπηρεσιών. Το εν λόγω σχέδιο υποβάλλεται σε επιτροπή ίσης εκπροσώπησης προς γνωμοδότηση.

Η εν λόγω επιτροπή μπορεί να ακούσει τους υπαλλήλους που έχουν υποβάλει αίτηση συμμετοχής στο ως άνω πρόγραμμα κατάρτισης, καθώς και εκπροσώπους της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Εκδίδει, κατά πλειοψηφία, αιτιολογημένη γνώμη για το σχέδιο καταλόγου που προτείνεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εγκρίνει τον κατάλογο των υπαλλήλων που έχουν δικαίωμα να συμμετάσχουν στο ως άνω πρόγραμμα κατάρτισης.

3. Ο διορισμός σε θέση της ομάδας καθηκόντων AD δεν έχει επίπτωση στο βαθμό και στο κλιμάκιο που κατέχει ο υπάλληλος τη στιγμή του διορισμού.

4. Ο αριθμός των διορισμών σε θέσεις της ομάδας καθηκόντων AD κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος άρθρου, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20 % του συνολικού αριθμού διορισμών που γίνονται κατ' έτος σύμφωνα με το άρθρο 30, δεύτερο εδάφιο.

5. Τα όργανα θεσπίζουν τις γενικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 110.

Άρθρο 46

Ο υπάλληλος που διορίζεται σε ανώτερο βαθμό, σύμφωνα με το άρθρο 45 κατατάσσεται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού αυτού. Ωστόσο, όταν διορίζονται σε ανώτερο βαθμό σύμφωνα με το άρθρο 45, οι υπάλληλοι των βαθμών AD 9 έως AD 13 οι οποίοι ασκούν τα καθήκοντα προϊσταμένου μονάδας, κατατάσσονται στο δεύτερο κλιμάκιο του νέου βαθμού τους. Η ίδια διάταξη εφαρμόζεται στον υπάλληλο ο οποίος:

α) προαγόμενος διορίζεται διευθυντής ή γενικός διευθυντής· ή

β) είναι διευθυντής ή γενικός διευθυντής και τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 44, δεύτερη παράγραφος, τελευταία πρόταση.".

46. Στο άρθρο 48, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"Η παραίτηση αρχίζει να ισχύει κατά την ημερομηνία που ορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή· η ημερομηνία αυτή για τους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων ΑD δεν δύναται να ορίζεται σε χρόνο μεγαλύτερο από τρεις μήνες από εκείνη που είχε προτείνει ο υπάλληλος στην επιστολή παραιτήσεως και σε χρόνο μεγαλύτερο από ένα μήνα για τους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AST.".

47. Στο άρθρο 49, πρώτο εδάφιο, απαλείφεται ο αριθμός "13".

48. Το άρθρο 49 τροποποιείται ως εξής:

α) Στο πρώτο εδάφιο, οι όροι "Κάθε υπάλληλος που κατέχει θέση των βαθμών A 1 και A 2" αντικαθίστανται από τους όρους "Κάθε μέλος του ανώτερου στελεχικού δυναμικού κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 29, παράγραφος 2".

β) Στο τρίτο εδάφιο, οι όροι "της κατηγορίας ή του κλάδου του", απαλείφονται.

γ) Η πέμπτη παράγραφος αντικαθίσταται από τις ακόλουθες παραγράφους:"Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να παρέχει, κατόπιν αιτήματος, γραπτές αποδείξεις και να κοινοποιεί στο όργανο όπου ανήκει κάθε παράγοντα ο οποίος ενδέχεται να επηρεάσει το δικαίωμά του για αποζημίωση.

Η αποζημίωση δεν υπόκειται σε διορθωτικό συντελεστή.

Το άρθρο 45, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη παράγραφος του Παραρτήματος VIII εφαρμόζεται κατ' αναλογία.".

49. Ο τίτλος του Τμήματος 4 "Απόλυση λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας" αντικαθίσταται από "Διαδικασίες για επαγγελματική ανεπάρκεια".

50. Το άρθρο 51 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 51

1. Κάθε όργανο καθορίζει τις διαδικασίες εκείνες που επιτρέπουν την ανίχνευση, διαχείριση και επίλυση των περιπτώσεων επαγγελματικής ανεπάρκειας έγκαιρα και με κατάλληλο τρόπο. Όταν εξαντληθούν οι διαδικασίες αυτές, ο υπάλληλος ο οποίος, με βάση διαδοχικές περιοδικές εκθέσεις κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 43, συνεχίζει να επιδεικνύει επαγγελματική ανεπάρκεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του, μπορεί να απολύεται, να υποβιβάζεται ή να κατατάσσεται σε κατώτερη ομάδα καθηκόντων στον ίδιο βαθμό ή σε κατώτερο.

2. Κάθε πρόταση περί απολύσεως, υποβιβασμού κατά βαθμό ή ομάδα καθηκόντων ενός υπαλλήλου, εκθέτει τους λόγους που την αιτιολογούν και γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο. Η πρόταση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής παραπέμπεται στη συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης που αναφέρεται στο άρθρο 9, παράγραφος 6.

3. Ο υπάλληλος έχει το δικαίωμα να λαμβάνει πλήρως γνώση του ατομικού του φακέλου και να λαμβάνει αντίγραφα όλων των εγγράφων της διαδικασίας. Διαθέτει, για την προετοιμασία της υπεράσπισής του, προθεσμία τουλάχιστον δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της προτάσεως. Δύναται να ζητεί τη συνδρομή προσώπου της επιλογής του. Ο υπάλληλος δύναται να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις. Τυγχάνει ακροάσεως από τη συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης. Ο υπάλληλος δύναται επίσης να καλεί μάρτυρες.

4. Ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης, το όργανο εκπροσωπείται από ειδικά προς τούτο εντεταλμένο από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή υπάλληλο. Ο εν λόγω υπάλληλος απολαύει των ίδιων δικαιωμάτων, όπως και ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος.

5. Βάσει της αναφερόμενης στην παράγραφο 2 πρότασης και λαμβάνοντας υπόψη, ενδεχομένως, τις γραπτές και προφορικές δηλώσεις του ενδιαφερομένου υπαλλήλου ή των μαρτύρων, η συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης διατυπώνει, με πλειοψηφία, αιτιολογημένη γνώμη που αναφέρει το κατά την κρίση της επιβαλλόμενο μέτρο, ενόψει των γεγονότων που αποδείχθηκαν βάσει αιτήσεώς της. Διαβιβάζει τη γνώμη αυτή στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία που επελήφθη της υποθέσεως. Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει αποφάσεις της συμβουλευτικής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης, εκτός εάν πρόκειται για διαδικαστικά ζητήματα και σε περίπτωση ισοψηφίας των μελών.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εκδίδει την απόφασή της εντός δύο μηνών αφότου λάβει τη γνώμη της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης, και αφού προηγουμένως ακούσει τον υπάλληλο. Η απόφαση πρέπει να αιτιολογείται. Αναφέρει την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα.

6. Ο απολυθείς για λόγους επαγγελματικής ανεπάρκειας υπάλληλος δικαιούται κατά μήνα αποζημίωσης απόλυσης ίσης προς το μηνιαίο βασικό μισθό υπαλλήλου πρώτου κλιμακίου του βαθμού 1 και επί το καθοριζόμενο στην παράγραφο 7 διάστημα. Ο υπάλληλος δικαιούται επίσης να λαμβάνει, κατά το ίδιο διάστημα, τα προβλεπόμενα στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης οικογενειακά επιδόματα. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται βάσει του μηνιαίου βασικού μισθού υπαλλήλου βαθμού 1 σύμφωνα με το άρθρο 1 του Παραρτήματος VII.

Η αποζημίωση αυτή δεν καταβάλλεται στην περίπτωση που ο υπάλληλος παραιτηθεί μετά την κίνηση της διαδικασίας που αναφέρεται στις παραγράφους 1, 2 και 3, ή που ήδη δικαιούται άμεσης καταβολής πλήρους συντάξεως. Εάν δικαιούται επιδόματος ανεργίας στο πλαίσιο εθνικού συστήματος προστασίας κατά της ανεργίας, το ποσό του εν λόγω επιδόματος αφαιρείται από την ανωτέρω αποζημίωση.

7. Το διάστημα κατά το οποίο διενεργούνται οι αναφερόμενες στην παράγραφο 6 πληρωμές υπολογίζεται ως εξής:

α) αν, κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για απόλυση, ο ενδιαφερόμενος δεν έχει συμπληρώσει πέντε έτη υπηρεσίας, το διάστημα είναι τριών μηνών·

β) αν ο ενδιαφερόμενος έχει συμπληρώσει πέντε ή περισσότερα έτη, αλλά όχι δέκα έτη υπηρεσίας, το διάστημα είναι έξι μηνών·

γ) αν ο ενδιαφερόμενος έχει συμπληρώσει δέκα ή περισσότερα έτη, αλλά όχι είκοσι έτη υπηρεσίας, είναι εννέα μηνών·

δ) αν ο ενδιαφερόμενος έχει συμπληρώσει πάνω από είκοσι έτη υπηρεσίας, το διάστημα είναι δώδεκα μηνών.

8. Στην περίπτωση υποβιβασμού ή κατάταξής του σε κατώτερη ομάδα καθηκόντων για λόγους επαγγελματικής ανεπάρκειας, ο υπάλληλος δύναται, μετά την πάροδο έξι ετών, να ζητεί την απάλειψη από τον ατομικό του φάκελο κάθε μνείας του μέτρου αυτού.

9. Ο υπάλληλος δικαιούται επιστροφής των εύλογων εξόδων με τα οποία επιβαρύνθηκε με δική του πρωτοβουλία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής συνηγόρου υπερασπίσεώς του που δεν ανήκει στο όργανο, στην περίπτωση που η προβλεπόμενη στο παρόν άρθρο διαδικασία τερματίζεται χωρίς να έχει ληφθεί απόφαση για απόλυση, υποβιβασμό ή κατάταξη του υπαλλήλου σε κατώτερη ομάδα καθηκόντων."

51. Το άρθρο 52 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 52

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 50, ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται:

α) είτε αυτοδικαίως, την ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το 65ο έτος της ηλικίας του·

β) είτε, τη αιτήσει του, την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, εάν είναι τουλάχιστον 63 ετών ή, εάν είναι μεταξύ 55 και 63 ετών, εφόσον συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση σύνταξης που αρχίζει να καταβάλλεται αμέσως, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Παραρτήματος VIII. Το άρθρο 48, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη πρόταση, εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

Ωστόσο, κατ' εξαίρεση, ο υπάλληλος μπορεί, κατόπιν αιτήσεώς του και υπό τον όρο ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή το κρίνει δικαιολογημένο από το συμφέρον της υπηρεσίας, να εξακολουθήσει να εργάζεται μέχρι την ηλικία των 67 ετών, οπότε συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως την τελευταία ημέρα του μήνα, κατά τον οποίο συμπληρώνει την ηλικία αυτή".

52. Στο άρθρο 54, οι όροι "είτε στη σταδιοδρομία στην οποία ευρίσκεται είτε στην αμέσως ανώτερη σταδιοδρομία", αντικαθίστανται από τους όρους "είτε στον βαθμό στο οποίο ευρίσκεται είτε στον αμέσως ανώτερο βαθμό".

53. Το άρθρο 55α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 55α

1. Ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει την άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να παρέχει τη σχετική άδεια, εφόσον αυτό συμβιβάζεται με το συμφέρον της υπηρεσίας.

2. Η άδεια αυτή παρέχεται αυτοδικαίως στον υπάλληλο, στις εξής περιπτώσεις:

α) για να παρέχει φροντίδα σε τέκνο ηλικίας κάτω των 9 ετών·

β) για να παρέχει φροντίδα σε τέκνο ηλικίας 9 έως 12 ετών, εφόσον η μείωση του χρόνου εργασίας δεν υπερβαίνει το 20 % της κανονικής διάρκειας εργασίας·

γ) για να παρέχει φροντίδα στο/στη σύζυγο, σε ανιόντα, κατιόντα, αδελφό, αδελφή με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία·

δ) για την παρακολούθηση συμπληρωματικής κατάρτισης· ή

ε) από το 55ο έτος της ηλικίας για τα τελευταία πέντε έτη πριν από τη συνταξιοδότηση.

Όταν η εργασία με μειωμένο ωράριο ζητείται για την παρακολούθηση συμπληρωματικής κατάρτισης ή από το 55ο έτος της ηλικίας, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να αρνείται ή να μεταθέτει την ημερομηνία έναρξης ισχύος της, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για λόγους επιτακτικού συμφέροντος της υπηρεσίας.

Όταν ένα τέτοιο δικαίωμα για χορήγηση άδειας ασκείται για την παροχή φροντίδας στο/στη σύζυγο, σε ανιόντα, κατιόντα, αδελφό, αδελφή με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία ή για την παρακολούθηση συμπληρωματικής κατάρτισης, η σωρευτική διάρκεια των διαστημάτων εργασίας με μειωμένο ωράριο περιορίζεται σε πέντε έτη για όλη τη σταδιοδρομία του υπαλλήλου.

3. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή απαντά στο αίτημα του υπαλλήλου εντός 60 ημερών.

4. Οι κανόνες που διέπουν την εργασία με μειωμένο ωράριο και η διαδικασία χορήγησης της άδειας καθορίζονται στο Παράρτημα IVα."

54. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

"Άρθρο 55β

Ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει την άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, υπό τη μορφή επιμερισμένης απασχόλησης, σε θέση την οποία η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή έχει προσδιορίσει ως κατάλληλη για τον σκοπό αυτό. Η άδεια εργασίας με μειωμένο ωράριο υπό τη μορφή επιμερισμένης απασχόλησης δεν περιορίζεται χρονικά. Ωστόσο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να την ανακαλέσει προς το συμφέρον της υπηρεσίας, με προειδοποίηση προς τον υπάλληλο έξι μηνών. Ομοίως, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να ανακαλέσει την άδεια, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, με προειδοποίηση έξι μηνών τουλάχιστον. Στην περίπτωση αυτή, ο υπάλληλος δύναται να μετατεθεί σε άλλη θέση.

Εφαρμόζονται το άρθρο 59α και το άρθρο 3 του Παραρτήματος IVα, πλην της τρίτης προτάσεως της παραγράφου 2.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να θεσπίζει λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου."

55. Το άρθρο 56 τροποποιείται ως εξής:

α) Στο δεύτερο εδάφιο, οι όροι "των κατηγοριών A και B και του γλωσσικού κλάδου" αντικαθίστανται από τους όρους "της ομάδας καθηκόντων AD, καθώς και της ομάδας καθηκόντων AST βαθμού 5 έως 11".

β) Στο τρίτο εδάφιο, οι όροι "των κατηγοριών C και D" αντικαθίστανται από τους όρους "βαθμού AST 1 έως AST 4".

56. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

"Άρθρο 56γ

Μπορούν να χορηγούνται ειδικές αποζημιώσεις, σε ορισμένους υπαλλήλους, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτέρως επίπονες συνθήκες εργασίας τους.

Το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής η οποία υποβάλλεται κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, καθορίζει τις κατηγορίες των δικαιούχων, τα ποσοστά και τους όρους των εν λόγω ειδικών αποζημιώσεων."

57. Το άρθρο 58 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 58

Επί πλέον της προβλεπόμενης στο άρθρο 57 αδείας, οι γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης δικαιούνται, αφού προσκομίσουν ιατρικό πιστοποιητικό, άδεια είκοσι εβδομάδων. Η άδεια αυτή αρχίζει το ενωρίτερο έξι εβδομάδες πριν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού που αναφέρεται στο πιστοποιητικό και λήγει το ενωρίτερο δεκατέσσερις εβδομάδες μετά την ημερομηνία του τοκετού. Σε περίπτωση πολλαπλού ή πρόωρου τοκετού ή σε περίπτωση γέννησης παιδιού με αναπηρία, η άδεια διαρκεί εικοσιτέσσερις εβδομάδες. Για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης, πρόωρος τοκετός είναι ο τοκετός που λαμβάνει χώρα πριν από το τέλος της 34ης εβδομάδας κύησης.".

58. Το άρθρο 59 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Ο υπάλληλος που αποδεικνύει ότι κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας ή ατυχήματος απολαύει αναρρωτικής αδείας.

Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος πρέπει, το συντομότερο δυνατόν, να απευθύνει κοινοποίηση στο όργανο στο οποίο ανήκει για την αδυναμία παροχής υπηρεσιών, προσδιορίζοντας συγχρόνως τον τόπο όπου ευρίσκεται. Προσκομίζει, από την τέταρτη ημέρα της απουσίας του, ιατρικό πιστοποιητικό. Το πιστοποιητικό αυτό πρέπει να αποστέλλεται το αργότερο την πέμπτη ημέρα της απουσίας, γεγονός αποδεικνυόμενο από τη σφραγίδα του ταχυδρομείου. Άλλως, η απουσία θεωρείται αδικαιολόγητη, εκτός εάν το πιστοποιητικό δεν εστάλη για λόγους πέραν της βουλήσεως του υπαλλήλου.

Ο υπάλληλος δύναται, ανά πάσα στιγμή, να υποχρεωθεί να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση που διοργανώνεται από το όργανο. Εάν, εξ υπαιτιότητος του υπαλλήλου, η εξέταση αυτή δεν μπορέσει να πραγματοποιηθεί, η απουσία του θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να έχει λάβει χώρα η εξέταση.

Εάν το πόρισμα της εξέτασης είναι ότι ο υπάλληλος είναι ικανός να εκτελέσει τα καθήκοντά του, η απουσία του, με την επιφύλαξη του επομένου εδαφίου, θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία της εξέτασης.

Εάν ο υπάλληλος θεωρεί ότι τα πορίσματα της ιατρικής εξέτασης που διοργανώθηκε από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είναι ιατρικώς αδικαιολόγητα, μπορεί, είτε ο ίδιος είτε ένας ιατρός που ενεργεί για λογαριασμό του, να υποβάλει, εντός δύο ημερών, στο όργανο αίτηση παραπομπής του θέματος σε ανεξάρτητο ιατρό για γνωμάτευση.

Το όργανο διαβιβάζει αμέσως το αίτημα αυτό σε άλλον ιατρό, κατόπιν κοινής συμφωνίας από τον ιατρό του υπαλλήλου και από τον ιατρό-σύμβουλο του οργάνου. Εάν, εντός πέντε ημερών από το αίτημα, δεν υπάρξει τέτοια συμφωνία, το όργανο επιλέγει ένα από τα εγγεγραμμένα στον κατάλογο των ανεξάρτητων ιατρών πρόσωπα· ο εν λόγω κατάλογος συντάσσεται κάθε έτος με κοινή συμφωνία της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και της επιτροπής προσωπικού. Ο υπάλληλος μπορεί να αμφισβητήσει, εντός δύο εργάσιμων ημερών, την επιλογή του οργάνου, οπότε το τελευταίο επιλέγει άλλο πρόσωπο από τον κατάλογο· αυτή η επιλογή είναι οριστική.

Η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού, που διατυπώνεται μετά από διαβούλευση με τον ιατρό του υπαλλήλου και τον ιατρό-σύμβουλο του οργάνου, είναι δεσμευτική. Στην περίπτωση που η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού επιβεβαιώνει το πόρισμα της εξέτασης που διοργάνωσε το όργανο η απουσία θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία της εν λόγω εξέτασης. Στην περίπτωση που η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού δεν επιβεβαιώσει το πόρισμα της εν λόγω εξέτασης, η απουσία θεωρείται από κάθε άποψη δικαιολογημένη.

2. Εάν οι απουσίες αυτές για λόγους ασθενείας δεν υπερβαίνουν τις τρεις ημέρες, υπερβαίνουν όμως σε περίοδο δώδεκα μηνών συνολικά τις δώδεκα ημέρες, ο υπάλληλος πρέπει να προσκομίσει ιατρικό πιστοποιητικό για κάθε νέα απουσία λόγω ασθενείας. Από την 13η ημέρα απουσίας του λόγω ασθενείας χωρίς ιατρικό πιστοποιητικό, η απουσία του θεωρείται αδικαιολόγητη.

3. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής, ενδεχομένως, των κανόνων σχετικά με τις πειθαρχικές διαδικασίες, κάθε απουσία που κρίνεται αδικαιολόγητη σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 αφαιρείται από την ετήσια άδεια του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Στην περίπτωση που ο υπάλληλος έχει εξαντλήσει την άδειά του, στερείται των αποδοχών του για το αντίστοιχο διάστημα.

4. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να προσφύγει στην επιτροπή αναπηρίας για την περίπτωση υπαλλήλου του οποίου το σύνολο αναρρωτικών αδειών υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες κατά τη διάρκεια περιόδου τριών ετών.

5. Ο υπάλληλος δύναται να τίθεται αυτεπαγγέλτως σε άδεια, μετά από εξέταση που διενεργείται από τον ιατρό - σύμβουλο του οργάνου, αν το απαιτεί η κατάσταση της υγείας του ή αν στην κατοικία του έχει εκδηλωθεί μεταδοτική νόσος.

Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1, πέμπτο έως έβδομο εδάφιο.

6. Ο υπάλληλος υποχρεούται να υποβάλλεται κάθε έτος σε προληπτική ιατρική εξέταση είτε από τον ιατρικό σύμβουλο του οργάνου είτε από ιατρό της εκλογής του.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα ιατρικά έξοδα βαρύνουν το όργανο μέχρις ενός ανωτάτου ποσού που ορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή για διάστημα το πολύ τριών ετών, κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης."

59. Το άρθρο 59α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 59α

Η ετήσια άδεια του υπαλλήλου στον οποίο έχει επιτραπεί να εργάζεται με μειωμένο ωράριο ελαττώνεται κατ' αναλογία, όσο διαρκεί η άδεια αυτή".

60. Στο άρθρο 66, ο πίνακας αντικαθίσταται από τον ακόλουθο πίνακα:

">ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>"

61. Το άρθρο 66α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 66α

1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 3, παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(1), εφαρμόζεται από την 1η Μαΐου 2004 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, ένα προσωρινό μέτρο, στο εξής καλούμενο 'ειδική εισφορά', το οποίο αφορά τις αποδοχές που καταβάλλουν οι Κοινότητες στους εν ενεργεία υπαλλήλους.

2.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

3. α) Η βάση για τον υπολογισμό της ειδικής εισφοράς είναι ο βασικός μισθός που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των αποδοχών, από τον οποίο αφαιρούνται:

i) οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και σύνταξης καθώς και ο φόρος, πριν από την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς, που καταβάλλει υπάλληλος με τον ίδιο βαθμό και κλιμάκιο χωρίς συντηρούμενα πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2 του Παραρτήματος VII, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και

ii) ένα ποσό ίσο με τον βασικό μισθό υπαλλήλου στο βαθμό 1, κλιμάκιο 1.

β) Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της βάσης της ειδικής εισφοράς εκφράζονται σε ευρώ και πολλαπλασιάζονται με διορθωτικό συντελεστή 100.

4. Η ειδική εισφορά παρακρατείται κάθε μήνα στην πηγή· το προϊόν της εγγράφεται στα έσοδα του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης."

62. Το άρθρο 68α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 68α

Ο υπάλληλος στον οποίο επιτρέπεται να εργάζεται με μειωμένο ωράριο δικαιούται αμοιβής η οποία υπολογίζεται κατά τα προβλεπόμενα στο Παράρτημα IVα".

63. Το άρθρο 70 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 70

Σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, ο επιζών σύζυγος ή τα συντηρούμενα τέκνα δικαιούνται των συνολικών αποδοχών του αποθανόντος μέχρι το τέλος του τρίτου μήνα που ακολουθεί τον μήνα του θανάτου.

Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου συντάξεως ή επιδόματος αναπηρίας, οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν όσον αφορά τη σύνταξη ή το επίδομα του αποθανόντος.".

64. Το άρθρο 70α απαλείφεται.

65. Το άρθρο 72 τροποποιείται ως εξής:

α) Στην παράγραφο 1, μετά το πρώτο εδάφιο παρεμβάλλονται τα ακόλουθα εδάφια:"Ο/η σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης ενός υπαλλήλου αντιμετωπίζεται ως σύζυγος στο πλαίσιο του καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας, όταν πληρούνται οι πρώτοι τρεις όροι του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ) του Παραρτήματος VII.

Τα όργανα μπορούν, βάσει των κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, να αναθέτουν σε ένα από αυτά την αρμοδιότητα καθορισμού των κανόνων που διέπουν την επιστροφή των εξόδων σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 110 διαδικασία."

β) Στην παράγραφο 1α, πρώτη πρόταση, οι όροι "δεν δύναται να καλυφθεί από άλλο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα υγειονομικής περιθάλψεως", αντικαθίστανται από τους όρους "δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα."

γ) Στην παράγραφο 1β, πρώτη πρόταση, οι όροι "δεν δικαιούνται επιστροφές από άλλο δημόσιο οργανισμό ασφάλισης ασθένειας" αντικαθίστανται από τους όρους "δεν ασκούν επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα".

δ) Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"2. Εάν υπάλληλος παραμείνει στην υπηρεσία των Κοινοτήτων μέχρι την ηλικία των 63 ετών ή λαμβάνει επίδομα αναπηρίας, δικαιούται, μετά τη λήξη των καθηκόντων του, των παροχών που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Η συνεισφορά υπολογίζεται βάσει της σύνταξης ή του επιδόματος.

Για πρόσωπο που λαμβάνει σύνταξη επιζώντων λόγω θανάτου υπαλλήλου εν ενεργεία ή παραμείναντος στην υπηρεσία των Κοινοτήτων μέχρι την ηλικία των 63 ετών ή δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, ισχύουν οι ίδιες παροχές. Η συνεισφορά υπολογίζεται βάσει της σύνταξης επιζώντων."

ε) Η παράγραφος 2α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"2α. Απολαύουν επίσης των προβλεπομένων στην παράγραφο 1 παροχών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν ασκούν επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα:

i) ο πρώην υπάλληλος, δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας, ο οποίος έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία των Κοινοτήτων πριν από την ηλικία των 63 ετών,

ii) ο δικαιούχος συντάξεως επιζώντων, η οποία προκύπτει από τον θάνατο πρώην υπαλλήλου, ο οποίος έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία των Κοινοτήτων πριν από την ηλικία των 63 ετών.

Η συνεισφορά που προβλέπεται στην παράγραφο 1 υπολογίζεται επί της συντάξεως του πρώην υπαλλήλου πριν από την εφαρμογή, κατά περίπτωση, του συντελεστή μειώσεως που προβλέπεται από το άρθρο 9 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Εντούτοις, ο δικαιούχος συντάξεως ορφανού απολαύει των παροχών της παραγράφου 1 μόνον κατόπιν αιτήσεώς του. Η συνεισφορά υπολογίζεται βάσει της συντάξεως ορφανού."

στ) Παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

"2β. Εφόσον πρόκειται για δικαιούχο συντάξεως αρχαιότητας ή συντάξεως επιζώντων, η προβλεπόμενη στις παραγράφους 2 και 2α συνεισφορά δεν δύναται να είναι κατώτερη αυτής που υπολογίζεται βάσει του βασικού μισθού που αντιστοιχεί στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού 1.

2γ. Ο υπάλληλος που απολύθηκε σύμφωνα με το άρθρο 51 και δεν είναι δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας, απολαύει επίσης των προβλεπομένων στην παράγραφο 1 παροχών, υπό τον όρο ότι δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα και ότι η συνεισφορά που υπολογίζεται επί του τελευταίου βασικού μισθού του τον βαρύνει κατά το ήμισυ."

66. Στο άρθρο 76, παρεμβάλλονται οι όροι "αναπηρίας ή", μετά τον όρο "λόγω".

67. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

"Άρθρο 76α

Ο επιζών σύζυγος, ο οποίος πάσχει από σοβαρή ή παρατεταμένη ασθένεια ή είναι ανάπηρος, μπορεί να λαμβάνει οικονομική ενίσχυση προς αύξηση της σύνταξης από το όργανο, για όσο χρόνο διαρκεί η ασθένεια ή η αναπηρία, βάσει εξέτασης της κοινωνικής και ιατρικής κατάστασης του ενδιαφερομένου. Οι κανόνες εκτέλεσης του παρόντος άρθρου καθορίζονται με κοινή συμφωνία μεταξύ των οργάνων, κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης."

68. Στον τίτλο V, ο τίτλος του κεφαλαίου 3 αντικαθίσταται από τον τίτλο "Συντάξεις και επίδομα αναπηρίας".

69. Το άρθρο 77 τροποποιείται ως εξής:

α) Στο πρώτο εδάφιο, ο αριθμός "60" αντικαθίσταται από τον αριθμό "63".

β) Στο δεύτερο εδάφιο, η δεύτερη και η τρίτη πρόταση αντικαθίστανται από την ακόλουθη πρόταση: "Στον υπάλληλο καταβάλλεται ποσοστό 1,90 % του τελευταίου βασικού μισθού για κάθε έτος υπηρεσίας που υπολογίζεται σύμφωνα µε το άρθρο 3 του Παραρτήματος VIII".

γ) Στο πέμπτο εδάφιο, ο αριθμός "60" αντικαθίσταται από τον αριθμό "63".

70. Το άρθρο 78 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 78

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 13 έως 16 του Παραρτήματος VIII, ο υπάλληλος δικαιούται επιδόματος αναπηρίας, αν υποστεί μόνιμη αναπηρία, θεωρούμενη ως ολική και η οποία τον θέτει σε αδυναμία εκτελέσεως των καθηκόντων που αντιστοιχούν σε θέση της ομάδας καθηκόντων του.

Το άρθρο 52 εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας. Εάν ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας να συνταξιοδοτηθεί πριν από το 65ο έτος της ηλικίας του χωρίς να έχει φθάσει στο ανώτατο ποσοστό συντάξεως, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες της συντάξεως λόγω αρχαιότητας. Τό ύψος της σύνταξης αρχαιότητας καθορίζεται με βάση τον μισθό που αντιστοιχεί στο βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο υπάλληλος όταν κατέστη ανάπηρος.

Το επίδομα αναπηρίας ισούται με το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου. Πάντως, το επίδομα αυτό δεν δύναται να είναι κατώτερο του ελαχίστου ορίου διαβίωσης.

Το επίδομα αναπηρίας υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, οι οποίες υπολογίζονται βάσει του εν λόγω επιδόματος.

Εφόσον η αναπηρία προέρχεται από ατύχημα που έχει επέλθει κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του υπαλλήλου, από επαγγελματική ασθένεια ή από πράξη αυτοθυσίας που έχει συντελεσθεί προς δημόσιο όφελος ή από το γεγονός ότι ο υπάλληλος εξέθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο προκειμένου να διασώσει ανθρώπινη ζωή, το επίδομα αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 120 % του ελάχιστου ορίου διαβίωσης. Επιπλέον, στις περιπτώσεις αυτές, η εισφορά στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως βαρύνει εξ ολοκλήρου τον προϋπολογισμό του οργάνου ή του οργανισμού που αναφέρονται στο άρθρο 1β)".

71. Το άρθρο 79 τροποποιείται ως εξής:

α) Στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο, οι όροι "η χήρα" αντικαθίστανται από τους όρους "η επιζώσα σύζυγος" και ο όρος "ο σύζυγός της" αντικαθίσταται από τον όρο "ο θανών".

β) Στο πρώτο εδάφιο, οι όροι "της συντάξεως αρχαιότητας ή αναπηρίας" αντικαθίστανται από τους όρους "της συντάξεως αρχαιότητας ή του επιδόματος αναπηρίας".

γ) Στο τρίτο εδάφιο, οι όροι "στο άρθρο 78, δεύτερο εδάφιο" αντικαθίστανται από τους όρους "στο άρθρο 78, πέμπτο εδάφιο".

72. Το άρθρο 79α διαγράφεται.

73. Το άρθρο 80 τροποποιείται ως εξής:

α) Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"Εάν ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας αποβιώσει και δεν καταλείπει σύζυγο που να δικαιούται συντάξεως επιζώντων, τα συντηρούμενα κατά τον χρόνο του θανάτου του τέκνα κατά την έννοια του άρθρου 2 του Παραρτήματος VII, δικαιούνται συντάξεως ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 21 του Παραρτήματος VIII."

β) Στο τρίτο εδάφιο, οι όροι "συντάξεως αρχαιότητας ή αναπηρίας" αντικαθίστανται από τους όρους "συντάξεως αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας".

γ) Το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"Όσον αφορά τα εξομοιούμενα με συντηρούμενα τέκνα πρόσωπα, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4 του Παραρτήματος VII, η σύνταξη ορφανού δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου."

δ) Μετά το τέταρτο εδάφιο, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο:"Σε περίπτωση υιοθεσίας τέκνου, ο θάνατος φυσικού γονέως, τον οποίο έχει υποκαταστήσει εξ υιοθεσίας γονέας, δεν γεννά δικαίωμα συντάξεως ορφανού."

ε) Το ισχύον πέμπτο εδάφιο γίνεται έκτο εδάφιο. Σ' αυτό το νέο έκτο εδάφιο, ο αριθμός "60" αντικαθίσταται από τον αριθμό "63".

στ) Προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:"Στο πρόσωπο δικαιούχου συντάξεως ορφανού δεν μπορεί να σωρεύονται περισσότερες από μια κοινοτικές συντάξεις ορφανού. Εάν το επιζόν τέκνο δικαιούται περισσότερες από μια κοινοτικές συντάξεις, λαμβάνει τη σύνταξη με το ανώτερο ή με το ανώτατο ποσό."

74. Στο άρθρο 81, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"Ο δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας, επιδόματος αναπηρίας ή συντάξεως επιζώντων, δικαιούται, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο Παράρτημα VII, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67· το επίδομα στέγης υπολογίζεται βάσει της συντάξεως ή του επιδόματος του δικαιούχου. Ο δικαιούχος συντάξεως επιζώντων δικαιούται την καταβολή των επιδομάτων αυτών εκ της αιτίας και μόνον των συντηρούμενων τέκνων του αποβιώσαντος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου κατά τον χρόνο του θανάτου του."

75. Το άρθρο 81α τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i) Στο στοιχείο γ), οι όροι "σύνταξης αναπηρίας" αντικαθίστανται από τους όρους "επιδόματος αναπηρίας".

ii) Στο στοιχείο δ), ο αριθμός "60" αντικαθίσταται από τον αριθμό "63".

β) Στην παράγραφο 3, δεύτερο εδάφιο, οι όροι ", τρίτο και τέταρτο" αντικαθίσταται από τους όρους "και τρίτο".

76. Το άρθρο 82 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 82

1. Οι συντάξεις που προβλέπονται ανωτέρω καθορίζονται βάσει των μισθολογικών κλιμάκων που ισχύουν κατά την πρώτη ημέρα του μήνα της γενέσεως δικαιώματος συντάξεως.

Στις συντάξεις δεν εφαρμόζεται κανένας διορθωτικός συντελεστής.

Οι συντάξεις σε ευρώ καταβάλλονται σ'ένα από τα νομίσματα που αναφέρονται στο άρθρο 45 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2. Όταν το Συμβούλιο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 65, παράγραφος 1, αποφασίζει αναπροσαρμογή των αποδοχών, η ίδια αναπροσαρμογή εφαρμόζεται στις συντάξεις.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας."

77. Το άρθρο 83 τροποποιείται ως εξής:

α) Στην παράγραφο 2, ο αριθμός "8,25 %" αντικαθίσταται από τον αριθμό "9,25 %" και προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:"Η συνεισφορά αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο Παράρτημα VII."

β) Η παράγραφος 4 απαλείφεται.

78. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

"Άρθρο 83α

1. Η ισορροπία του συστήματος συνταξιοδοτήσεως εξασφαλίζεται σύμφωνα με τους προβλεπόμενους στο Παράρτημα XII λεπτομερείς κανόνες.

2. Οι Υπηρεσίες οι οποίες δεν επιδοτούνται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταβάλλουν, στον εν λόγω προϋπολογισμό, το πλήρες ποσό των εισφορών που είναι αναγκαίες για τη χρηματοδότηση του συστήματος.

3. Επ' ευκαιρία της ανά πενταετία διενεργούμενης αναλογιστικής αποτίμησης σύμφωνα με το Παράρτημα XII, και με σκοπό να εξασφαλίζεται η ισορροπία του συστήματος, το Συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με το ποσοστό της εισφοράς και την ενδεχόμενη τροποποίηση της ηλικίας συνταξιοδότησης.

4. Η Επιτροπή υποβάλλει κάθε έτος στο Συμβούλιο ενημερωμένη μορφή της αναλογιστικής αποτίμησης, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2 του Παραρτήματος XII. Εφόσον αποδεικνύεται η ύπαρξη απόκλισης τουλάχιστον 0,25 τοις εκατό μεταξύ του ποσοστού της τρέχουσας εισφοράς και του ποσοστού που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της αναλογιστικής ισορροπίας, το Συμβούλιο εξετάζει κατά πόσον είναι σκόπιμη η αναπροσαρμογή του ποσοστού, σύμφωνα με τους καθοριζόμενους στο Παράρτημα XII κανόνες.

5. Για τους σκοπούς των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, το Συμβούλιο αποφασίζει, προτάσει της Επιτροπής, με ειδική πλειοψηφία, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 205, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση της Συνθήκης ΕΚ. Για τους σκοπούς της παραγράφου 3, η πρόταση της Επιτροπής υποβάλλεται κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.".

79. Στο άρθρο 85, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:"Η αίτηση επιστροφής πρέπει να υποβάλλεται το αργότερο εντός πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία κατεβλήθη το ποσό. Εάν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είναι σε θέση να αποδείξει ότι ο ενδιαφερόμενος παραπλάνησε εσκεμμένα τη διοίκηση με σκοπό να επιτύχει την καταβολή του σχετικού ποσού, η προθεσμία αυτή δεν αντιτάσσεται κατά της εν λόγω αρχής".

80. Στο άρθρο 85α, παράγραφος 2, έκτη περίπτωση, οι όροι "συντάξεων αναπηρίας" αντικαθίστανται από τους όρους "επιδομάτων αναπηρίας".

81. Στο άρθρο 86, οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

"2. Όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ή η OLAF λαμβάνουν γνώση αποδεικτικών στοιχείων για παράλειψη υποχρεώσεων κατά την έννοια της παραγράφου 1, μπορούν να κινούν διαδικασία διοικητικής έρευνας με σκοπό να εξακριβωθεί η ύπαρξη της παράληψης αυτής.

3. Οι πειθαρχικοί κανόνες, διαδικασίες και μέτρα, καθώς και οι κανόνες και διαδικασίες που αφορούν τις διοικητικές έρευνες, καθορίζονται στο Παράρτημα IX."

82. Τα άρθρα 87, 88 και 89 απαλείφονται.

83. Στο άρθρο 90, η παράγραφος 3 απαλείφεται.

84. Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

"Άρθρο 90α

Κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης δύναται να υποβάλει, στον διευθυντή της OLAF αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, με την οποία να τον καλεί να λάβει απόφαση περί αυτού σχετική με έρευνα της OLAF. Δύναται επίσης να υποβάλει στο διευθυντή της OLAF, αίτημα, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, κατά πράξεως σχετικής με έρευνα της OLAF, η οποία επηρεάζει αρνητικά τα συμφέροντά του.

Άρθρο 90β

Κάθε πρόσωπο στο οποίο εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης δύναται να υποβάλει στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων αίτηση ή αίτημα κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφοι 1 και 2, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του τελευταίου.

Άρθρο 90γ

Οι αιτήσεις και τα αιτήματα που αφορούν τους τομείς για τους οποίους τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 2, παράγραφος 2, υποβάλλονται στην εξουσιοδοτημένη αρμόδια για τους διορισμούς αρχή."

85. Το άρθρο 91α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 91α

Οι προσφυγές στους τομείς για τους οποίους τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 2, παράγραφος 2, στρέφονται κατά του οργάνου από το οποίο εξαρτάται η εξουσιοδοτημένη αρμόδια για τους διορισμούς αρχή."

86. Τα άρθρα 92, 93 και 94 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 92

Ο παρών τίτλος διαλαμβάνει τις ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους των Κοινοτήτων που κατέχουν θέσεις αμειβόμενες από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού έρευνας και επενδύσεων, η κατάταξη των οποίων έχει γίνει σύμφωνα με το Παράρτημα I σημείο Α.

Άρθρο 93

Είναι δυνατόν να χορηγούνται ειδικές αποζημιώσεις σε ορισμένους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 92, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτέρως επίπονες συνθήκες εργασίας τους.

Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, καθορίζει τα ποσοστά και τους όρους των εν λόγω ειδικών αποζημιώσεων καθώς και τους δικαιούχους.

Άρθρο 94

Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 56α και από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 56β, και μόνον σε εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν οι απαιτήσεις της υπηρεσίας, οι κανόνες ασφάλειας ή ανειλημμένες εθνικές ή διεθνείς υποχρεώσεις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προσδιορίζει τους αναφερόμενους στο άρθρο 92 υπαλλήλους, οι οποίοι μπορούν να τύχουν εφαρμογής των διατάξεων των προαναφερόμενων άρθρων."

87. Τα άρθρα 95, 96, 97, 98, 99, 100, 101, 102, 106 και 107 διαγράφονται.

88. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

"Άρθρο 107α

Το Παράρτημα XIII διαλαμβάνει ορισμένες μεταβατικές διατάξεις."

89. Το άρθρο 110 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 110

1. Οι γενικές διατάξεις προς εκτέλεση του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εκδίδονται από κάθε όργανο κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή προσωπικού του και κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Οι Υπηρεσίες εκδίδουν, μετά από διαβούλευση με την οικεία επιτροπή προσωπικού και σε συμφωνία με την Επιτροπή, τους ενδεικνυόμενους, για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κανόνες εφαρμογής.

2. Για τους σκοπούς της έκδοσης των κανόνων με συμφωνία μεταξύ των οργάνων, οι Υπηρεσίες δεν εξομοιώνονται με τα όργανα. Εντούτοις, η Επιτροπή διαβουλεύεται με τις Υπηρεσίες πριν από την έκδοση των κανόνων αυτών.

3. Όλες αυτές οι γενικές διατάξεις, καθώς και όλοι οι κανόνες που θεσπίζονται με συμφωνία μεταξύ των οργάνων, γνωστοποιούνται στο προσωπικό.

4. Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης αποτελεί το αντικείμενο τακτικών διαβουλεύσεων μεταξύ των διοικήσεων των οργάνων. Κατά τις διαβουλεύσεις αυτές, οι Υπηρεσίες έχουν κοινή εκπροσώπηση, σύμφωνα με τους κανόνες που θα καθορισθούν με συμφωνία μεταξύ τους."

90. Το Παράρτημα I αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Α. Θέσεις-τύποι σε καθεμία από τις ομάδες καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 3

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

B. Ποσοστά πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό της ισοδυναμίας των μέσων σταδιοδρομιών

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>"

91. Το Παράρτημα ΙΙ τροποποιείται ως εξής:

α) Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

i) Στο δεύτερο εδάφιο, μετά την πρώτη πρόταση, παρεμβάλλεται η ακόλουθη πρόταση:

"Πάντως, το όργανο δύναται να αποφασίσει ότι οι προϋποθέσεις εκλογής θα καθορισθούν σύμφωνα με την επιλογή που υπέδειξε το προσωπικό του οργάνου ως αποτέλεσμα δημοψηφίσματος."

ii) Στο τέταρτο εδάφιο, οι όροι "όλων των κατηγοριών και των κλάδων των υπαλλήλων", αντικαθίστανται από τους όρους "και των δύο ομάδων καθηκόντων".

β) Στο άρθρο 3α, οπουδήποτε απαντώνται στο πρώτο και τέταρτο εδάφιο, οι όροι "στο άρθρο 2, τρίτο εδάφιο", αντικαθίστανται από τους όρους "στο άρθρο 2, παράγραφος 2".

γ) Το τμήμα 3 που φέρει τον τίτλο "Πειθαρχικό Συμβούλιο" και περιλαμβάνει τα άρθρα 4, 5 και 6, απαλείφεται.

δ) Το τμήμα 4 αριθμείται εκ νέου και γίνεται "Τμήμα 3" και το "Τμήμα 5" αριθμείται εκ νέου και γίνεται "Τμήμα 4".

ε) Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 10

Τα μέλη της επιτροπής εκθέσεων διορίζονται κάθε έτος σε ίσο αριθμό από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και από την επιτροπή προσωπικού μεταξύ των υπαλλήλων του οργάνου της ομάδας καθηκόντων AD. Η επιτροπή εκλέγει τον πρόεδρό της. Τα μέλη της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης δεν δύνανται να είναι μέλη της επιτροπής εκθέσεων.

Κάθε φορά που η επιτροπή εκθέσεων καλείται να διατυπώσει σύσταση για υπάλληλο του οποίου ο αμέσως ανώτερος ιεραρχικά είναι ένα από τα μέλη της, το εν λόγω μέλος δεν συμμετέχει στη σύσκεψη."

στ) Προστίθεται το ακόλουθο Τμήμα:

"Τμήμα 5

Ισομερής συμβουλευτική επιτροπή για την επαγγελματική ανεπάρκεια

Άρθρο 12

Η ισομερής συμβουλευτική επιτροπή για την επαγγελματική ανεπάρκεια απαρτίζεται από έναν πρόεδρο και από τουλάχιστον δύο μέλη, οι οποίοι πρέπει να είναι υπάλληλοι βαθμού AD 14, κατ' ελάχιστο. Ο πρόεδρος και τα μέλη διορίζονται για περίοδο τριών ετών. Το ήμισυ των μελών διορίζει η επιτροπή προσωπικού και το άλλο ήμισυ η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Ο πρόεδρος διορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή βάσει πίνακα υποψηφίων που έχει συνταχθεί σε συνεννόηση με την επιτροπή προσωπικού.

Όταν ερευνάται η περίπτωση υπαλλήλου βαθμού μέχρι AD 14, η ισομερής συμβουλευτική επιτροπή συμπληρώνεται με δύο επιπλέον μέλη που διορίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και τα μόνιμα μέλη και ανήκουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων και στον ίδιο βαθμό τουλάχιστον με τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

Όταν η ισομερής συμβουλευτική επιτροπή καλείται να εξετάσει την περίπτωση μέλους του ανώτερου στελεχικού δυναμικού κατά την έννοια του άρθρου 29, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, συγκροτείται μία ειδική προς τούτο συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης, την οποία απαρτίζουν δύο μέλη διοριζόμενα από την επιτροπή προσωπικού και δύο μέλη διοριζόμενα από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, τα οποία είναι τουλάχιστον ισόβαθμα με τον υπάλληλο του οποίου εξετάζεται η περίπτωση.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και η επιτροπή προσωπικού συμφωνούν επί μιας ειδικής προς τούτο διαδικασίας διορισμού των δύο συμπληρωματικών μελών που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο και τα οποία πρέπει να συμμετέχουν στη σύνθεσή της, όταν εξετάζεται η περίπτωση υπαλλήλου τοποθετημένου σε χώρα εκτός της Ένωσης ή συμβασιούχου."

92. Το Παράρτημα III τροποποιείται ως εξής:

α) Στο άρθρο 1, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i) Το δεύτερο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

Α. Στο στοιχείο γ), προστίθενται οι όροι "καθώς και την προτεινόμενη ομάδα καθηκόντων και βαθμό."

Β. Στο στοιχείο δ), παρεμβάλλονται οι όροι "σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης," πριν από τους όρους "τα διπλώματα".

ii) Στο τρίτο εδάφιο, οι όροι "στο άρθρο 2, τρίτο εδάφιο" αντικαθίστανται από τους όρους "στο άρθρο 2, παράγραφος 2".

β) Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

i) Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"Την εξεταστική επιτροπή απαρτίζουν ο πρόεδρος, που ορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, και τα μέλη, που ορίζονται, σε ίσο αριθμό, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και από την επιτροπή προσωπικού."

ii) Στο δεύτερο εδάφιο, οι όροι "στο άρθρο 2, τρίτο εδάφιο" αντικαθίστανται από τους όρους "στο άρθρο 2, παράγραφος 2".

iii) Στο τέταρτο εδάφιο, μετά την έκφραση "των υπαλλήλων πρέπει" παρεμβάλλονται οι όροι "να είναι της ίδιας ομάδας καθηκόντων και να".

iv) Προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:"Εάν η εξεταστική επιτροπή αποτελείται από περισσότερα από τέσσερα μέλη, πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο μέλη από κάθε φύλο."

γ) Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

"Άρθρο 7

1. Τα όργανα, κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης αναθέτουν στην Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής: 'Υπηρεσία'), το καθήκον να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζει ότι εφαρμόζονται ομοιόμορφα πρότυπα κατά τις διαδικασίες επιλογής υπαλλήλων των Κοινοτήτων και κατά την αξιολόγηση και τις εξεταστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 45α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2. Τα καθήκοντα της Υπηρεσίας συνίστανται στα εξής:

α) διοργάνωση, ύστερα από αίτημα του εκάστοτε οργάνου, ανοικτών διαγωνισμών·

β) παροχή, ύστερα από αίτημα του εκάστοτε οργάνου, τεχνικής υποστήριξης για τους εσωτερικούς διαγωνισμούς που διοργανώνει το ίδιο·

γ) καθορισμός του περιεχομένου όλων των εξετάσεων που διοργανώνονται από τα όργανα, ώστε να εξασφαλίζεται ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 45α, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης με εναρμονισμένο και συνεπή τρόπο·

δ) ανάληψη της γενικής ευθύνης για τον καθορισμό και την οργάνωση της αξιολόγησης της γλωσσικής ικανότητας, ώστε να εξασφαλίζεται ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 45, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης με εναρμονισμένο και συνεπή τρόπο.

3. Η Υπηρεσία μπορεί, κατόπιν αιτήματος του εκάστοτε οργάνου, να επιτελεί και άλλα καθήκοντα συνδεόμενα με την επιλογή υπαλλήλων.

4. Η Υπηρεσία παρέχει υποστήριξη στα διάφορα όργανα, κατόπιν αιτήματός τους, για την επιλογή έκτακτων και συμβασιούχων υπαλλήλων, ιδίως προσδιορίζοντας το περιεχόμενο των δοκιμασιών και διοργανώνοντας τις διαδικασίες επιλογής στο πλαίσιο των άρθρων 12 και 82 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό."

93. Το μόνο άρθρο του Παραρτήματος IV τροποποιείται ως εξής:

α) Στις παραγράφους 1 και 1α, ο αριθμός"60" αντικαθίσταται από τον αριθμό "63".

β) Η παράγραφος 1α αλλάζει θέση, γίνεται παράγραφος 4 και αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"4. Την περίοδο κατά την οποία ο υπάλληλος δικαιούται αποζημίωση και κατά τους έξι πρώτους μήνες που ακολουθούν αυτή την περίοδο, ο αναφερόμενος στα άρθρα 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης υπάλληλος δικαιούται, για τον ίδιο και για τα ασφαλιστικώς καλυπτόμενα εξ αυτού πρόσωπα, τις παροχές του συστήματος υγειονομικής ασφάλισης που αναφέρεται στο άρθρο 72 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, υπό την επιφύλαξη ότι ο υπάλληλος καταβάλλει τη δέουσα συνεισφορά που υπολογίζεται, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει του βασικού μισθού ή ποσοστού του μισθού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και ότι δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα".

94. Το Παράρτημα IVα αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IVα

ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΜΕΙΜΕΝΟ ΩΡΑΡΙΟ

Άρθρο 1

Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας εργασίας με μειωμένο ωράριο υποβάλλεται από τον υπάλληλο στον αμέσως ανώτερό του ιεραρχικά δύο τουλάχιστον μήνες πριν από την αιτούμενη ημερομηνία έναρξης, εκτός των δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων επείγοντος.

Η άδεια μπορεί να χορηγείται για ελάχιστο χρονικό διάστημα ενός μηνός και μέγιστο χρονικό διάστημα τριών ετών, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 15 και στο άρθρο 55α, παράγραφος 2, στοιχείο ε).

Η άδεια δύναται να ανανεώνεται υπό τους ιδίους όρους. Οι αιτήσεις για ανανέωση υποβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, δύο τουλάχιστον μήνες πριν από το τέλος του χρονικού διαστήματος για το οποίο χορηγήθηκε η άδεια. Η διάρκεια της εργασίας με μειωμένο ωράριο δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ημίσεος της κανονικής διάρκειας εργασίας.

Εκτός των δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων, η περίοδος απασχόλησης με μειωμένο ωράριο αρχίζει την πρώτη ημέρα του μήνα.

Άρθρο 2

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, να ανακαλεί την άδεια πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος για το οποίο αυτή είχε χορηγηθεί. Η ημερομηνία ανάκλησης της άδειας δεν μπορεί να είναι πλέον των δύο μηνών μεταγενέστερη της ημερομηνίας που προτείνεται από τον υπάλληλο ή πλέον των τεσσάρων μηνών στην περίπτωση που η άδεια για εργασία με μειωμένο ωράριο είχε χορηγηθεί για περίοδο άνω του ενός έτους.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και προς το συμφέρον της υπηρεσίας, να ανακαλεί την άδεια πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος για το οποίο αυτή είχε χορηγηθεί, με προειδοποίηση προς τον υπάλληλο δύο μηνών.

Άρθρο 3

Ο υπάλληλος δικαιούται, κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο του παρεσχέθη άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, να λαμβάνει ποσοστό των αποδοχών του, αντίστοιχο του ποσοστού της κανονικής διάρκειας εργασίας. Εντούτοις, αυτό το ποσοστό δεν εφαρμόζεται στο επίδομα συντηρούμενου τέκνου, στο βασικό ποσό του επιδόματος στέγης και στο σχολικό επίδομα.

Οι εισφορές στο σύστημα υγειονομικής ασφάλισης υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού πλήρως απασχολούμενου υπαλλήλου. Οι συνεισφορές στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού υπαλλήλου εργαζόμενου με μειωμένο ωράριο. Ο υπάλληλος δύναται επίσης να ζητήσει οι συνεισφορές στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως να υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού πλήρως απασχολούμενου υπαλλήλου, σύμφωνα με το άρθρο 83 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Για την εφαρμογή των άρθρων 2, 3 και 5 του Παραρτήματος VIII, τα αποκτώμενα συνταξιοδοτικά δικαιώματα υπολογίζονται κατ' αναλογία του ποσοστού των συνεισφορών που καταβάλλει.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου εργασίας με μειωμένο ωράριο, ο υπάλληλος δεν δύναται να εργάζεται υπερωριακά ούτε να ασκεί οποιαδήποτε άλλη επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα, εκτός από δραστηριότητα σύμφωνη με το άρθρο 15 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 4

Παρά την πρώτη πρόταση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 3, υπάλληλοι ηλικίας άνω των 55 ετών, στους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια να εργάζονται με μειωμένο ωράριο για να προετοιμάσουν τη συνταξιοδότησή τους, λαμβάνουν μειωμένο βασικό μισθό, ο οποίος ισούται προς το υψηλότερο από τα δύο ποσά που λαμβάνονται κατόπιν εφαρμογής στον βασικό μισθό πλήρως απασχολουμένου υπαλλήλου των ακολούθων ποσοστών:

α) είτε 60 %·

β) είτε το ποσοστό, το υπολογιζόμενο στην αρχή της περιόδου εργασίας με μειωμένο ωράριο, που αντιστοιχεί σε έτη υπηρεσίας κατά την έννοια των άρθρων 2, 3, 4, 5, 9 και 9α του Παραρτήματος VIII, προσαυξημένο κατά 10 %.

Οι υπάλληλοι στους οποίους εφαρμόζεται το παρόν άρθρο υποχρεούνται, όταν παύσουν να εργάζονται με μειωμένο ωράριο, είτε να συνταξιοδοτηθούν είτε να επιστρέψουν το ποσό το οποίο έχουν εισπράξει στη διάρκεια της εργασίας τους με μειωμένο ωράριο, το οποίο υπερβαίνει το 50 % του βασικού μισθού.

Άρθρο 5

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων αυτών."

95. Το Παράρτημα V τροποποιείται ως εξής:

α) Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

i) Το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

Α. Στην έβδομη περίπτωση, ο όρος "γέννηση," απαλείφεται.

Β. Οι ακόλουθες περιπτώσεις παρεμβάλλονται μετά την ισχύουσα έβδομη περίπτωση:

"- γέννηση τέκνου: δέκα ημέρες, λαμβανόμενες στη διάρκεια των δεκατεσσάρων εβδομάδων που ακολουθούν τη γέννηση,

- θάνατος της συζύγου στη διάρκεια της άδειας μητρότητας: αριθμός των ημερών που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο της άδειας μητρότητας· εάν η αποβιώσασα σύζυγος δεν είναι υπάλληλος, η απομένουσα διάρκεια της άδειας μητρότητας προσδιορίζεται με αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 58 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης."

Γ. Μετά την ισχύουσα όγδοη περίπτωση, παρεμβάλλεται η ακόλουθη περίπτωση:

"- ιδιαίτερα σοβαρή ασθένεια τέκνου πιστοποιούμενη από ιατρό ή νοσοκομειακή περίθαλψη τέκνου ηλικίας το πολύ δώδεκα ετών: μέχρι πέντε ημέρες,"

Δ. Μετά την ισχύουσα ένατη περίπτωση, παρεμβάλλονται οι ακόλουθες περιπτώσεις:

"- υιοθεσία τέκνου: είκοσι εβδομάδες, και εικοσιτέσσερις εβδομάδες στην περίπτωση υιοθεσίας ανάπηρου τέκνου:

Κάθε υιοθετούμενο τέκνο παρέχει δικαίωμα μιας και μόνον περιόδου ειδικής άδειας, η οποία μπορεί να επιμερίζεται μεταξύ των υιοθετούντων γονέων, εφόσον είναι και οι δύο υπάλληλοι. Η άδεια χορηγείται μόνον αν ο/η σύζυγος του υπαλλήλου εργάζεται επ' αμοιβή και τουλάχιστον κατά ημιαπασχόληση. Εάν ο/η σύζυγος εργάζεται εκτός των κοινοτικών οργάνων και του/της χορηγείται ανάλογη άδεια, τα δικαιώματα αδείας του/της υπαλλήλου μειώνονται κατά τον αντίστοιχο αριθμό ημερών.

Σε περίπτωση ανάγκης, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να χορηγεί συμπληρωματική ειδική άδεια, εφόσον η εθνική νομοθεσία της χώρας όπου γίνεται η διαδικασία υιοθεσίας, και η οποία δεν είναι η χώρα στην οποία απασχολείται ο υιοθετών υπάλληλος, απαιτεί διαμονή του ενός ή και των δύο υιοθετούντων γονέων.

- Ειδική άδεια δέκα ημερών χορηγείται εάν ο υπάλληλος δεν δικαιούται τη συνολική ειδική άδεια των είκοσι ή εικοσιτεσσάρων εβδομάδων σύμφωνα με την πρώτη πρόταση της παρούσας περίπτωσης· αυτή η συμπληρωματική ειδική άδεια χορηγείται μία μόνον φορά ανά υιοθετούμενο τέκνο."

ii) Στο δεύτερο εδάφιο, οι όροι "του άρθρου 24, τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης" αντικαθίστανται από τους όρους "του άρθρου 24α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης".

iii) Προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

"Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης ενός υπαλλήλου αντιμετωπίζεται όπως ο σύζυγος, όταν πληρούνται οι πρώτοι τρεις όροι του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ) του Παραρτήματος VII."

β) Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

i) Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο απαλείφονται.

ii) Το ισχύον πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Οι προηγούμενες διατάξεις εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τόπο ευρισκόμενο στην επικράτεια των κρατών μελών. Εάν είναι τοποθετημένοι εκτός της επικράτειας αυτής, η οδοιπορική άδεια καθορίζεται με ειδική απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών."

96. Στο Παράρτημα VI, άρθρα 1 και 3, οι όροι "των κατηγοριών C και D" αντικαθίστανται από τους όρους "του βαθμού AST 1 έως AST 4".

97. Το Παράρτημα VII τροποποιείται ως εξής:

α) Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

i) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Το επίδομα στέγης καθορίζεται σε βασικό ποσό 149,39 ευρώ, προσαυξημένο κατά 2 % του βασικού μισθού του υπαλλήλου"

ii) Στην παράγραφο 2, το στοιχείο γ) γίνεται στοιχείο δ) και παρεμβάλλεται ένα νέο στοιχείο, ως εξής:

"γ) ο υπάλληλος ο οποίος έχει καταχωρηθεί ως σύντροφος σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, υπό τον όρο ότι:

i) το ζεύγος προσκομίζει επίσημο έγγραφο, αναγνωριζόμενο ως τέτοιο από κράτος μέλος ή από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή κράτους μέλους, που πιστοποιεί το καθεστώς τους ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης,

ii) κανείς από τους συντρόφους της σχέσης συμβίωσης δεν διατελεί σε έγγαμη σχέση συμβίωσης ούτε σε άλλη μη έγγαμη σχέση συμβίωσης,

iii) οι σύντροφοι δεν έχουν μεταξύ τους κανένα από τους εξής δεσμούς: γονείς, τέκνα, πάπποι ή μάμμες, εγγονοί ή εγγονές, αδελφοί και αδελφές, θείοι, θείες, ανεψιοί, ανεψιές, γαμβροί και νύφες,

iv) το ζεύγος δεν δύναται νομίμως να τελέσει γάμο σε κράτος μέλος· ένα ζεύγος θεωρείται ότι δύναται νομίμως να τελέσει γάμο, για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, αποκλειστικά στις περιπτώσεις που τα μέλη του ζεύγους πληρούν όλους τους όρους που τίθενται από τη νομοθεσία κράτους μέλους το οποίο επιτρέπει το γάμο ενός τέτοιου ζεύγους·".

iii) Στη νέα παράγραφο 2, στοιχείο δ), οι όροι "προβλεπόμενες στις περιπτώσεις α) και β)" αντικαθίστανται από τους όρους "προβλεπόμενες στα στοιχεία α), β) και γ)".

iv) Στην παράγραφο 3, πρώτη πρόταση, οι όροι "με βαθμό C 3, τρίτο κλιμάκιο" αντικαθίστανται από τους όρους "με βαθμό 3, δεύτερο κλιμάκιο".

β) Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

i) Στην παράγραφο 1, το ποσό των "ευρώ 247,86" αντικαθίσταται από το ποσό των "ευρώ 326,44",

ii) Στην παράγραφο 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

"Κάθε τέκνο, έναντι του οποίου ο υπάλληλος έχει υποχρέωση διατροφής σύμφωνα με δικαστική απόφαση βασιζόμενη στη νομοθεσία των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των ανηλίκων, εξομοιώνεται με συντηρούμενο τέκνο."

γ) Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

i) Το ισχύον κείμενο του άρθρου γίνεται παράγραφος 1 και λαμβάνει την ανάλογη αρίθμηση.

ii) Στη νέα παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Υπό τους καθοριζόμενους στις γενικές εκτελεστικές διατάξεις όρους, ο υπάλληλος δικαιούται σχολικού επιδόματος ίσου προς τα πραγματικά σχολικά έξοδα στα οποία υποβάλλεται, μέχρις ανωτάτου μηνιαίου ορίου ευρώ 221,50, για κάθε συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος, το οποίο είναι τουλάχιστον πέντε ετών και φοιτά κανονικά και πλήρως σε σχολείο στοιχειώδους ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που χρεώνει δίδακτρα ή σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ο όρος ο σχετικός με τη φοίτηση σε σχολείο που χρεώνει δίδακτρα δεν ισχύει πάντως όσον αφορά την επιστροφή των εξόδων μεταφοράς μαθητών."

iii) Το τρίτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

Α. Η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Το επίδομα καταβάλλεται μέχρι του διπλάσιου ποσού του προαναφερόμενου στο πρώτο εδάφιο ανωτάτου ορίου για:"

Β. Στο δεύτερο εδάφιο, προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

"ή εάν το τέκνο φοιτά σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε άλλη χώρα από αυτήν στην οποία υπηρετεί ο υπάλληλος."

Γ. Μετά τη δεύτερη περίπτωση, προστίθεται η ακόλουθη περίπτωση:

"- υπό τον ίδιο με τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις όρο, τους δικαιούχους του επιδόματος οι οποίοι δεν είναι εν ενεργεία, λαμβανομένου υπόψη του τόπου διαμονής αντί του τόπου υπηρεσίας."

iv) Μετά το τρίτο εδάφιο, παρεμβάλλεται ένα νέο εδάφιο ως εξής:

"Ο όρος ο σχετικός με τη φοίτηση σε σχολείο που χρεώνει δίδακτρα δεν ισχύει όσον αφορά τις πληρωμές βάσει του τρίτου εδαφίου."

v) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

"2. Για κάθε συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος, το οποίο είναι μικρότερο των πέντε ετών ή δεν φοιτά ακόμα κανονικά και πλήρως σε σχολείο στοιχειώδους ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το ύψος του επιδόματος αυτού ανέρχεται σε ευρώ 79,74 μηνιαίως. Εφαρμόζεται η παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο, πρώτη πρόταση."

δ) Τα Τμήματα 2α και 2β, που συμπεριλαμβάνουν τα άρθρα 4α και 4β, απαλείφονται.

ε) Στο άρθρο 5, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i) Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Αποζημίωση εγκαταστάσεως ίση προς το βασικό μισθό δύο μηνών, αν πρόκειται για υπάλληλο ο οποίος δικαιούται επιδόματος στέγης, ή προς το βασικό μισθό ενός μηνός, σε άλλες περιπτώσεις, καταβάλλεται στο μόνιμο υπάλληλο ο οποίος αποδεικνύει ότι υποχρεώθηκε να αλλάξει διαμονή, για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης".

ii) Στο δεύτερο εδάφιο, οι όροι "ή μέλη του λοιπού προσωπικού" παρεμβάλλονται μετά τους όρους "σύζυγοι υπάλληλοι". (Η συνέχεια δεν αφορά το ελληνικό κείμενο)

στ) Στο άρθρο 6, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i) Το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

Α. Στην πρώτη πρόταση, οι όροι "ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1" αντικαθίστανται από τους όρους "ο οποίος αποδεικνύει την αλλαγή της διαμονής του".

Β. Στη δεύτερη πρόταση, οι όροι "ή μέλη του λοιπού προσωπικού" παρεμβάλλονται μετά τους όρους "σύζυγοι υπάλληλοι".

ζ) Στο άρθρο 7, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"2. Η επιστροφή των εξόδων πραγματοποιείται βάσει της συνήθους συντομότερης και οικονομικότερης σιδηροδρομικής διαδρομής μεταξύ του τόπου τοποθετήσεως και του τόπου προσλήψεως ή του τόπου καταγωγής, και βάσει της τιμής εισιτηρίου πρώτης θέσης.

Όταν η αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο διαδρομή υπερβαίνει την απόσταση των 500 χιλιομέτρων, και στις περιπτώσεις που η συνήθης διαδρομή συμπεριλαμβάνει διάβαση θαλάσσης, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος, μετά από προσκόμιση των εισιτηρίων, δικαιούται την επιστροφή των εξόδων αεροπορικού εισιτηρίου διακεκριμένης θέσης ή ισοδύναμης. Εάν χρησιμοποιηθεί διαφορετικό μεταφορικό μέσο από τα προβλεπόμενα ανωτέρω, η επιστροφή των εξόδων πραγματοποιείται βάσει της τιμής του σιδηροδρομικού εισιτηρίου, αποκλειομένης της κλιναμάξης. Εάν ο υπολογισμός δεν μπορεί να γίνει στη βάση αυτή, ο τρόπος επιστροφής των εξόδων καθορίζεται με ειδική απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής."

η) Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

i) Οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Ο υπάλληλος δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος, για τον ίδιο και, αν δικαιούται επίδομα στέγης, για τον ή την σύζυγό της/του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2 ποσού ίσου προς τα έξοδα ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας του στον τόπο καταγωγής, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 7.

Όταν και οι δύο σύζυγοι είναι υπάλληλοι των Κοινοτήτων, καθένας δικαιούται, για τον εαυτό του και για τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα, την κατ' αποκοπή πληρωμή των εξόδων ταξιδίου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις· για κάθε συντηρούμενο πρόσωπο γεννάται δικαίωμα μιας και μόνον πληρωμής. Όσον αφορά τα συντηρούμενα τέκνα, η πληρωμή καθορίζεται σύμφωνα με την αίτηση του ή της συζύγου, βάσει του τόπου καταγωγής του ενός ή του άλλου συζύγου.

Εάν ο υπάλληλος τελέσει γάμο στη διάρκεια του τρέχοντος έτους και, ως εκ τούτου, αποκτήσει το δικαίωμα επιδόματος στέγης, τα οφειλόμενα για τον/την σύζυγο έξοδα ταξιδίου υπολογίζονται κατ' αναλογία του χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία τελέσεως του γάμου μέχρι το τέλος του έτους.

Ενδεχόμενη μεταβολή στη βάση υπολογισμού η οποία απορρέει από αλλαγή της οικογενειακής κατάστασης και επέρχεται μετά την ημερομηνία καταβολής των εν λόγω ποσών, δεν δημιουργεί υποχρέωση για τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο να επιστρέψει. τα ποσά που εισέπραξε.

Τα έξοδα ταξιδίου των τέκνων ηλικίας δύο έως δέκα ετών υπολογίζονται βάσει του ημίσεος της χιλιομετρικής αποζημίωσης και του ημίσεος του συμπληρωματικού κατ' αποκοπή ποσού, όπου για τον εν λόγω υπολογισμό, τα τέκνα θεωρούνται ότι έχουν συμπληρώσει το δεύτερο ή δέκατο έτος τους την 1η Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους.

2. Η κατ' αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημιώσεως που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της αποστάσεως μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και του τόπου της πρόσληψης ή της καταγωγής του· η απόσταση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο που καθορίζεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Στην ανωτέρω χιλιομετρική αποζημίωση προστίθεται ένα κατ' αποκοπή συμπληρωματικό ποσό:

ευρώ 166, αν η απόσταση σιδηροδρομικής διαδρομής μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι μεταξύ 725 χλμ. και 1450 χλμ.,

ευρώ 331,99 αν η απόσταση σιδηροδρομικής διαδρομής μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι ίση ή ανώτερη των 1450 χλμ.

Η ως άνω χιλιομετρική αποζημίωση και το κατ' αποκοπή ποσό αναπροσαρμόζονται κάθε χρόνο στην ίδια αναλογία με τις αποδοχές."

ii) Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"4. Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν για τους υπαλλήλους των οποίων ο τόπος υπηρεσίας ευρίσκεται στην επικράτεια των κρατών μελών. Ο υπάλληλος του οποίου ο τόπος υπηρεσίας ευρίσκεται εκτός της επικράτειας των κρατών μελών δικαιούται, για τον ίδιο και, αν δικαιούται επίδομα στέγης, για τον ή την σύζυγό της/του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2, κάθε ημερολογιακό έτος, να του επιστρέφονται τα έξοδα ταξιδίου στον τόπο καταγωγής του ή να του επιστρέφονται τα έξοδα ταξιδίου σε άλλο προορισμό, εντός των ορίων των εξόδων ταξιδίου μέχρι τον τόπο καταγωγής του. Πάντως, αν ο/η σύζυγος και τα αναφερόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 2 πρόσωπα, δεν διαμένουν με τον υπάλληλο στον τόπο υπηρεσίας του, τότε αυτά δικαιούνται, κάθε ημερολογιακό έτος, επιστροφή των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο καταγωγής στον τόπο υπηρεσίας ή επιστροφή των εξόδων ταξιδίου μέχρι άλλον προορισμό, εντός των ορίων των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο καταγωγής στον τόπο υπηρεσίας.

Η επιστροφή αυτών των εξόδων ταξιδίου γίνεται υπό τη μορφή πληρωμής κατ' αποκοπή ποσού βάσει της τιμής αεροπορικού εισιτηρίου στην αμέσως ανώτερη από την οικονομική θέση".

θ) Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

i) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Ο υπάλληλος ο οποίος αποδεικνύει ότι είναι υποχρεωμένος να αλλάξει τόπο διαμονής για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούται, για το χρονικό διάστημα που ορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και ανά ημερολογιακή ημέρα, αποζημίωση επιβίωσης, το ποσό της οποίας καθορίζεται ως εξής:

Υπάλληλος που δικαιούται επίδομα στέγης: ευρώ 34,31.

Υπάλληλος που δεν δικαιούται επίδομα στέγης: ευρώ 27,67.

Η ανωτέρω κλίμακα αναθεωρείται επ' ευκαιρία κάθε επανεξέτασης του επιπέδου των αποδοχών που πραγματοποιείται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης".

ii) Στην παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, οι όροι "ή μέλη του λοιπού προσωπικού" παρεμβάλλονται μετά τους όρους "σύζυγοι υπάλληλοι".

iii) Η παράγραφος 3 απαλείφεται.

ι) Το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:

i) Στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο απαλείφεται.

ii) Στην παράγραφο 2, η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Η υπηρεσιακή εντολή ταξιδίου καθορίζει την πιθανή διάρκεια της αποστολής, βάσει της οποίας υπολογίζεται η προκαταβολή που μπορεί να εισπράξει ο υπάλληλος έναντι της προβλεπόμενης ημερήσιας αποζημίωσης επιβίωσης."

iii) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

"3. Εκτός ιδιαίτερων περιπτώσεων, που θα προσδιορισθούν με ειδική απόφαση, και ιδίως στην περίπτωση ανακλήσεως του υπαλλήλου από άδεια, τα έξοδα αποστολής επιστρέφονται μέχρι του ποσού της πλέον οικονομικής δυνατότητας μετακίνησης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου της αποστολής, η οποία δεν αναγκάζει τον ευρισκόμενο σε αποστολή υπάλληλο να παρατείνει σημαντικά τη διαμονή του."

ια) Τα άρθρα 12 και 13 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 12

1. Σιδηρόδρομος

Τα έξοδα ταξιδίου στις αποστολές που διενεργούνται με χρήση σιδηροδρόμου επιστρέφονται, με την προσκόμιση των δικαιολογητικών, βάσει της τιμής εισιτηρίου πρώτης θέσης της συντομότερης διαδρομής μεταξύ του τόπου τοποθέτησης και του τόπου της αποστολής.

2. Αεροπλάνο

Επιτρέπεται στους υπαλλήλους να ταξιδεύουν με αεροπλάνο εάν η μετ' επιστροφής διαδρομή είναι ίση ή ανώτερη των 800 χιλιομέτρων, υπολογιζόμενη βάσει του σιδηροδρομικού δρομολογίου.

3. Πλοίο

Οι κατηγορίες θέσεων στα πλοία καθώς και οι επιβαρύνσεις για καμπίνα προσδιορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή για κάθε εμφανιζόμενη περίπτωση, σε συνάρτηση με τη διάρκεια και το κόστος του ταξιδίου.

4. Αυτοκίνητο

Τα έξοδα ταξιδίου επιστρέφονται κατ' αποκοπή, βάσει της τιμής σιδηροδρομικού εισιτηρίου, σύμφωνα με το σημείο 1, και αποκλειομένης οποιασδήποτε άλλης συμπληρωματικής επιστροφής.

Πάντως, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να αποφασίσει να χορηγήσει στον υπάλληλο που εκτελεί αποστολή υπό ειδικές περιστάσεις και εφόσον η χρήση δημόσιων μεταφορικών μέσων παρουσιάζει σαφή μειονεκτήματα, αποζημίωση ανά διανυόμενο χιλιόμετρο αντί της επιστροφής των ανωτέρω προβλεπομένων εξόδων ταξιδίου.

Άρθρο 13

1. Η ημερήσια αποζημίωση επιβίωσης σε αποστολή καλύπτει, κατ' αποκοπήν, όλες τις δαπάνες του ευρισκόμενου σε αποστολή υπαλλήλου: το πρωινό και τα δύο κύρια γεύματα, τις άλλες τρέχουσες δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών μετακινήσεων. Οι δαπάνες στέγασης, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών φόρων, επιστρέφονται, εφόσον προσκομισθούν σχετικά δικαιολογητικά, εντός των ορίων ανωτάτου ποσού καθοριζόμενου για κάθε χώρα.

2. α)

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Εάν υπάλληλος σε αποστολή συμμετάσχει σε γεύμα ή εάν η στέγασή του προσφέρεται δωρεάν ή πληρώνεται από όργανο των Κοινοτήτων, από διοίκηση ή από τρίτο φορέα, υποχρεούται να το δηλώνει. Στην περίπτωση αυτή, επιφέρονται οι αντίστοιχες μειώσεις.

β) Η κλίμακα για τις αποστολές στις χώρες εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους των κρατών μελών καθορίζεται και προσαρμόζεται περιοδικά από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

3. Το Συμβούλιο αναθεωρεί κάθε δύο έτη τα ποσοστά που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχείο α). Η αναθεώρηση πραγματοποιείται με βάση έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τις τιμές των ξενοδοχείων, εστιατορίων και υπηρεσιών τροφοδοσίας, λαμβανομένων υπόψη των δεικτών για την εξέλιξη των εν λόγω τιμών. Για την αναθεώρηση αυτή, το Συμβούλιο αποφασίζει, προτάσει της Επιτροπής, με την ειδική πλειοψηφία που προβλέπεται από το άρθρο 205, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση της Συνθήκης ΕΚ.".

ιβ) Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

"Άρθρο 13α

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των άρθρων 11, 12 και 13 του παρόντος Παραρτήματος καθορίζονται από τα διάφορα όργανα στο πλαίσιο των γενικών εκτελεστικών διατάξεων."

ιγ) Τα άρθρα 14α και 14β απαλείφονται.

ιδ) Στο άρθρο 15, πρώτο εδάφιο, οι όροι "οι υπάλληλοι των βαθμών A1 και A2" αντικαθίστανται από τους όρους "το ανώτερο στελεχικό δυναμικό" κατά την έννοια του άρθρου 29, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

ιε) Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

i) Οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

"2. Υπό τους όρους που καθορίζονται με ρύθμιση εκδιδόμενη από τα όργανα της Κοινότητας κοινή συναινέσει και κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο υπάλληλος δύναται να διενεργεί τακτικά μεταφορά μέρους των αποδοχών του, μέσω του οργάνου στο οποίο υπηρετεί προς άλλο κράτος μέλος.

Δυνάμει της προηγούμενης διάταξης, τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο μεταφοράς, χωριστά ή σωρευτικά, είναι τα εξής:

α) στην περίπτωση τέκνων που φοιτούν σε εκπαιδευτικό ίδρυμα σε άλλο κράτος μέλος, ένα ανώτατο ποσό ανά συντηρούμενο τέκνο που αντιστοιχεί στο ποσό του σχολικού επιδόματος που πράγματι εισπράττεται για το τέκνο αυτό·

β) εφόσον προσκομισθούν έγκυρα σχετικά δικαιολογητικά, οι τακτικές πληρωμές υπέρ οποιουδήποτε άλλου προσώπου που διαμένει στο οικείο κράτος μέλος και για τις οποίες ο υπάλληλος αποδεικνύει ότι υπέχει υποχρέωση δυνάμει δικαστικής αποφάσεως ή αποφάσεως της αρμόδιας διοικητικής αρχής.

Οι μεταφορές που αναφέρονται στο στοιχείο β) δεν δύνανται να υπερβαίνουν το 5 % του βασικού μισθού του υπαλλήλου.

3. Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 2 μεταφορές γίνονται με τις τιμές συναλλάγματος που αναφέρει το άρθρο 63, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Τα μεταφερόμενα ποσά πολλαπλασιάζονται με συντελεστή που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του διορθωτικού συντελεστή που ισχύει για τη χώρα προς την οποία διενεργείται η μεταφορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο β) του Παραρτήματος XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και του διορθωτικού συντελεστή που εφαρμόζεται στις αποδοχές του υπαλλήλου που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο α), του Παραρτήματος XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης."

ii) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

"4. Ανεξαρτήτως των αναφερομένων στα εδάφια 1 έως 3 μεταφορών, ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει τακτική μεταφορά προς άλλο κράτος μέλος, βάσει της μηνιαίας τιμής συναλλάγματος και χωρίς εφαρμογή οποιουδήποτε συντελεστή. Η μεταφορά αυτή δεν δύναται να υπερβαίνει το 25 % του βασικού μισθού του υπαλλήλου."

98. Το Παράρτημα VIII τροποποιείται ως εξής:

α) Στο άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, οι όροι "σε 35" αντικαθίστανται από τους όρους "στον αναγκαίο αριθμό για τη συμπλήρωση της ανώτατης σύνταξης κατά την έννοια του άρθρου 77, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης".

β) Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 3

Με την επιφύλαξη ότι οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι έχουν καταβάλλει τις αναλογούσες προς τον χρόνο υπηρεσίας συνταξιοδοτικές εισφορές, λαμβάνονται υπόψη τα εξής, για τον υπολογισμό των συντάξιμων ετών κατά την έννοια του άρθρου 2:

α) Ο χρόνος υπηρεσίας υπαλλήλου ενός των οργάνων σε μια από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35, στοιχεία α), β), γ), ε) και στ) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Πάντως, οι υπαγόμενοι στο άρθρο 40 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης υπάλληλοι υπόκεινται στους προβλεπόμενους στην παράγραφο 3, δεύτερο εδάφιο, τελευταία πρόταση του ιδίου άρθρου όρους·

β) οι περίοδοι κατά τη διάρκεια των οποίων δημιουργήθηκαν τα δικαιώματα προς αποζημίωση που αναφέρεται στα άρθρα 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εντός ορίου πέντε ετών·

γ) οι περίοδοι κατά τη διάρκεια των οποίων γεννήθηκαν τα δικαιώματα επιδόματος αναπηρίας·

δ) οι περίοδοι υπηρεσίας υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα σύμφωνα με το Καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό. Ωστόσο, όταν ένας συμβασιούχος υπάλληλος, κατά την έννοια του ιδίου καθεστώτος, που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων, γίνεται υπάλληλος, τα συντάξιμα έτη που έχουν κτηθεί υπό την ιδιότητά του ως συμβασιούχου παρέχουν δικαίωμα σε αριθμό συντάξιμων ετών ως υπαλλήλου υπολογιζόμενο κατ' αναλογία του τελευταίου βασικού μισθού που εισέπραξε ως συμβασιούχος και του πρώτου βασικού μισθού του ως υπαλλήλου, εντός του ορίου του αριθμού ετών πραγματικής υπηρεσίας. Οι τυχόν επιπλέον εισφορές που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ του υπολογισμένου αριθμού ετών συντάξιμης υπηρεσίας και του αριθμού ετών πραγματικής υπηρεσίας επιστρέφονται στον ενδιαφερόμενο βάσει του τελευταίου βασικού μισθού που εισέπραξε ως συμβασιούχος. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις, στην περίπτωση που υπάλληλος γίνεται συμβασιούχος."

γ) Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 4

1. Ο υπάλληλος, ο οποίος αφού εργάσθηκε για ένα χρονικό διάστημα σε ένα κοινοτικό όργανο ως μόνιμος ή έκτακτος ή συμβασιούχος υπάλληλος, επανέρχεται σε κοινοτικό όργανο, αποκτά νέα δικαιώματα σύνταξης. Μπορεί να ζητήσει να ληφθεί υπόψη, για τον υπολογισμό των δικαιωμάτων σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του παρόντος Παραρτήματος, ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του ως μόνιμου, έκτακτου ή συμβασιούχου υπαλλήλου, για τον οποίο έχουν καταβληθεί εισφορές, με την επιφύλαξη:

α) ότι θα επιστρέψει το ποσό του επιδόματος αποχώρησης που του καταβλήθηκε βάσει του άρθρου 12, προσαυξημένο με τους τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο 3,5 %. Στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος έτυχε εφαρμογής των άρθρων 42 ή 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, υποχρεούται επίσης να επιστρέψει το ποσό που καταβλήθηκε κατ' εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, προσαυξημένο με τους τόκους ανατοκισμού με το προαναφερόμενο επιτόκιο·

β) να ζητήσει να δεσμευθεί, για τον σκοπό αυτό, πριν από τον υπολογισμό των μεταφερόμενων δικαιωμάτων του σύνταξης αρχαιότητας, που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, και εφόσον έχει ζητήσει και έχει επιτύχει την εφαρμογή στην περίπτωσή του τού άρθρου αυτού μετά τη νέα ανάληψη καθηκόντων του, το μέρος του ποσού που έχει μεταφερθεί προς το κοινοτικό σύστημα συνταξιοδοτήσεως που αντιστοιχεί στο αναλογιστικό ισοδύναμο, υπολογιζόμενο και μεταφερόμενο προς το σύστημα προέλευσης δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1 ή του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο β), προσαυξημένο με τους τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο 3,5 %.

Στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος έτυχε εφαρμογής των άρθρων 42 ή 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, στο προς δέσμευση ποσό συνυπολογίζεται και το ποσό που καταβλήθηκε κατ' εφαρμογή των εν λόγω άρθρων, προσαυξημένο με τους τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο 3,5 %.

Στο μέτρο που το μεταφερόμενο προς το κοινοτικό σύστημα συνταξιοδοτήσεως ποσό είναι ανεπαρκές για την ανασύσταση των δικαιωμάτων συντάξεως που αναφέρονται σε ολόκληρη την προηγούμενη περίοδο απασχόλησης, επιτρέπεται στον υπάλληλο, μετά από αίτησή του, να συμπληρώνει το οριζόμενο στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο β), ποσό.

2. Το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 επιτόκιο δύναται να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τους οριζόμενους στο άρθρο 10 του Παραρτήματος XII κανόνες."

δ) Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

i) Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Παρά τις διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 του παρόντος Παραρτήματος, ο υπάλληλος ο οποίος παραμένει στην υπηρεσία μετά την ηλικία των 63 ετών, δικαιούται προσαυξήσεως της συντάξεώς του, ίσης προς το 2 % του βασικού μισθού που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συντάξεώς του για κάθε έτος εργασίας μετά την ηλικία αυτή, χωρίς το σύνολο της συντάξεώς του να δύναται να υπερβαίνει το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του σύμφωνα µε το δεύτερο ή το τρίτο εδάφιο, ανάλογα με την περίπτωση, του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως."

ii) Στο δεύτερο εδάφιο, ο όρος "το 60ό" αντικαθίσταται από τον όρο "το 63ο".

ε) Στο άρθρο 6, οι όροι "στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού D 4" αντικαθίστανται από τους όρους "στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού 1".

στ) Το άρθρο 7 απαλείφεται.

ζ) Το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 8

Ως 'Το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο της συντάξεως αρχαιότητας' νοείται η αξία σε κεφάλαιο των παροχών που αναλογούν στον υπάλληλο και υπολογίζονται σύμφωνα με τον πίνακα θνησιμότητας που αναφέρεται στο άρθρο 9 του Παραρτήματος XII, και βάσει του ετησίου επιτοκίου 3,5 % το οποίο δύναται να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τους οριζόμενους στο άρθρο 10 του Παραρτήματος XII κανόνες."

η) Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 9

1. Υπάλληλος ο οποίος αποχωρεί από την υπηρεσία πριν από την ηλικία των 63 ετών, δύναται να ζητήσει όπως η έναρξη της καταβολής της συντάξεως αρχαιότητας:

α) αναβληθεί μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου συμπληρώνει την ηλικία των 63 ετών· ή

β) είναι άμεση, υπό την επιφύλαξη ότι συμπλήρωσε τουλάχιστον την ηλικία των 55 ετών. Στην περίπτωση αυτή, η σύνταξη αρχαιότητας μειώνεται σε συνάρτηση με την ηλικία του ενδιαφερομένου υπαλλήλου κατά τον χρόνο ενάρξεώς της συνταξιοδοτήσεώς του.

Η σύνταξη μειώνεται κατά 3,5 % για κάθε έτος πρόωρης καταβολής πριν από την ηλικία κατά την οποία ο υπάλληλος θα είχε αποκτήσει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εάν, μεταξύ της ηλικίας κατά την οποία αποκτάται το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας, κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και της ηλικίας του ενδιαφερομένου τη στιγμή εκείνη, η διαφορά υπερβαίνει ένα ακριβή αριθμό ετών, προστίθεται στη μείωση ένα επιπλέον έτος.

2. Προς το συμφέρον της υπηρεσίας, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και διαφανών διαδικασιών που καθορίζονται μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να αποφασίζει να μην εφαρμόσει την προαναφερόμενη μείωση στους ενδιαφερομένους υπαλλήλους. Ο συνολικός αριθμός των μόνιμων και έκτακτων υπαλλήλων, οι οποίοι συνταξιοδοτούνται χωρίς καμία μείωση της συντάξεώς τους ετησίως, δεν πρέπει να είναι υψηλότερος από το 10 % του συνολικού αριθμού των υπαλλήλων όλων των οργάνων που συνταξιοδοτήθηκαν το προηγούμενο έτος. Το ποσοστό αυτό μπορεί να κυμαίνεται ετησίως μεταξύ 8 % και 12 %, υπό την επιφύλαξη ενός συνολικού ποσοστού 20 % σε διάστημα διετίας και της αρχής του ουδέτερου προϋπολογισμού. Πριν από την πάροδο πενταετίας, η Επιτροπή υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση αξιολόγησης της εφαρμογής του μέτρου αυτού. Οσάκις ενδείκνυται, η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση για τον καθορισμό, ύστερα από την πενταετία, του ανώτατου ετήσιου ορίου σε ποσοστό 5 έως 10 % του συνολικού αριθμού των υπαλλήλων όλων των οργάνων, οι οποίοι συνταξιοδοτήθηκαν το προηγούμενο έτος, βάσει του άρθρου 283 της Συνθήκης ΕΚ."

θ) Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

"Άρθρο 9α

Για τον προσδιορισμό του ύψους της μειωμένης συντάξεως υπαλλήλου, ο οποίος έχει αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα που υπερβαίνουν το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του και ζητεί την άμεση καταβολή της συντάξεως αρχαιότητας δυνάμει του άρθρου 9, εφαρμόζεται η μείωση του άρθρου 9 επί ενός πλασματικού ποσού που αντιστοιχεί στα κτηθέντα συντάξιμα έτη και όχι επί ενός ποσού ίσου κατ' ανώτατο όριο με το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού. Σε καμία πάντως περίπτωση, δεν μπορεί η ούτως υπολογισθείσα μειωμένη σύνταξη να υπερβαίνει το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης."

ι) Το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:

i) Στην παράγραφο 1, οι όροι", με αναγωγή του σχετικού ποσού στην ημερομηνία της πραγματικής μεταφοράς," παρεμβάλλονται μεταξύ των όρων "το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο" και "των δικαιωμάτων της συντάξεως".

ii) Στην παράγραφο 2:

Α. Στο πρώτο εδάφιο, οι όροι:"έχει την ευχέρεια, κατά το χρόνο της μονιμοποίησής του, να ενεργήσει ώστε να καταβληθεί στις Κοινότητες, είτε το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο, είτε το κατ' αποκοπή ποσό της εξαγοράς των δικαιωμάτων σύνταξης αρχαιότητας που έχει αποκτήσει βάσει των προαναφερομένων δραστηριοτήτων."

αντικαθίστανται από τους όρους:"δικαιούται, από της μονιμοποιήσεώς του και μέχρι τη στιγμή που θεμελιώνει το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να ενεργήσει ώστε να καταβληθεί στις Κοινότητες το κεφάλαιο, με αναγωγή του σχετικού ποσού στο χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του, που αντιπροσωπεύει τα δικαιώματα σύνταξης τα οποία έχει αποκτήσει βάσει των προαναφερομένων υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων."

B. Το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"Σε παρόμοια περίπτωση το όργανο στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος καθορίζει, μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη τον βασικό μισθό του υπαλλήλου, την ηλικία του και τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημερομηνία της αιτήσεως μεταφοράς, τον αριθμό των συντάξιμων ετών που συνυπολογίζει σύμφωνα με το κοινοτικό συνταξιοδοτικό καθεστώς δυνάμει του χρόνου προϋπηρεσίας, βάσει του μεταφερθέντος κεφαλαίου, αφαιρουμένου του ποσού που αντιπροσωπεύει την ανατίμηση του κεφαλαίου μεταξύ της ημερομηνίας της αιτήσεως μεταφοράς και της πραγματικής ημερομηνίας που διενεργήθηκε η μεταφορά."

Γ. Προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:"Ο υπάλληλος μπορεί να κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής μία μόνον φορά ανά κράτος μέλος και ανά ταμείο συντάξεων."

ια) Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 12

1. Ο υπάλληλος ηλικίας κάτω των 63 ετών τα καθήκοντα του οποίου λήγουν οριστικά για άλλο λόγο εκτός από τον θάνατο ή την αναπηρία και ο οποίος δεν δύναται να απολαύει συντάξεως αρχαιότητας, άμεσης ή ετερόχρονης, δικαιούται, κατά την αποχώρησή του:

α) εάν έχει υπηρετήσει λιγότερο από ένα έτος, και εφόσον δεν έχει τύχει εφαρμογής της διευθετήσεως που ορίζεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, της καταβολής επιδόματος αποχώρησης ίσου προς το τριπλάσιο των ποσών που έχουν παρακρατηθεί από τον βασικό μισθό του ως συνταξιοδοτικές εισφορές, αφαιρουμένων των ποσών που έχουν, ενδεχομένως, καταβληθεί κατ' εφαρμογή των άρθρων 42 και 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό·

β) στις άλλες περιπτώσεις, των παροχών του άρθρου 11, παράγραφος 1, ή της καταβολής του αναλογιστικού ισοδύναμου των εν λόγω παροχών σε ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό ή ταμείο συντάξεων της επιλογής του, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω οργανισμός ή ταμείο εγγυώνται:

i) την μη επιστροφή του κεφαλαίου,

ii) την καταβολή μηνιαίας προσόδου το ενωρίτερο από το εξηκοστό και το αργότερο από το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας,

iii) συμπερίληψη διατάξεων περί ανακληρονόμησης ή συντάξεων επιζώντων,

iv) ότι η μεταφορά σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό ή άλλο ταμείο θα εγκριθεί μόνον εφόσον ο εν λόγω οργανισμός ή ταμείο πληρούν τους καθοριζόμενους στα σημεία i), ii) και iii) όρους.

2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, στοιχείο β), υπάλληλος ηλικίας κάτω των 63 ετών, ο οποίος, από την είσοδό του στην υπηρεσία, έχει καταβάλει εισφορές για τη σύσταση ή τη διατήρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του σε εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα ή σε ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό ή σε ταμείο συντάξεων της επιλογής του που πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 και ο οποίος αποχωρεί οριστικά από την υπηρεσία για άλλο λόγο εκτός από τον θάνατο ή την αναπηρία χωρίς να δύναται να λάβει σύνταξη αρχαιότητας, άμεση ή ετερόχρονη, δικαιούται, κατά την αποχώρησή του, σε καταβολή επιδόματος αποχώρησης, ίσου με το αναλογιστικό ισοδύναμο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του που απέκτησε λόγω της υπηρεσίας του στα όργανα. Στις περιπτώσεις αυτές, τα ποσά που έχουν καταβληθεί για τη σύσταση ή τη διατήρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του στο εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα, κατ' εφαρμογή των άρθρων 42 ή 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, αφαιρούνται από το επίδομα αποχώρησης.

3. Στην περίπτωση οριστικής λήξης των καθηκόντων υπαλλήλου λόγω παύσεως, το προς καταβολή επίδομα αποχώρησης ή, κατά περίπτωση, το προς μεταφορά αναλογιστικό ισοδύναμο, καθορίζεται σε συνάρτηση με την απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο η) του Παραρτήματος IX."

ιβ) Το άρθρο 12α απαλείφεται.

ιγ) Ο τίτλος του κεφαλαίου 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: "Επίδομα αναπηρίας".

ιδ) Το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

i) Το πρώτο εδάφιο αριθμείται εκ νέου και γίνεται παράγραφος 1 και οι όροι "της συντάξεως αναπηρίας", αντικαθίστανται από τους όρους "του επιδόματος αναπηρίας".

ii) Το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται και αντικαθίσταται από την ακόλουθη παράγραφο:

"2. Ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας δύναται να ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα, μόνον εφόσον η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του έχει προηγουμένως χορηγήσει άδεια. Κάθε εισόδημα από την εν λόγω επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα, το οποίο, σε συνδυασμό με το επίδομα αναπηρίας, υπερβαίνει τις τελευταίες εν ενεργεία συνολικές αποδοχές του τις καθοριζόμενες βάσει της μισθολογικής κλίμακας που ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός κατά τον οποίο καταβάλλεται το επίδομα, εκπίπτει από το επίδομα αναπηρίας.

Ο δικαιούχος επιδόματος υποχρεούται να υποβάλλει, κατόπιν αιτήματος, τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που, ενδεχομένως, θα του ζητηθούν και να κοινοποιεί στο όργανο στο οποίο ανήκει κάθε στοιχείο ικανό να μεταβάλει το εν λόγω δικαίωμα επί του επιδόματος."

ιε) Το άρθρο 14 τροποποιείται ως εξής:

i) Οι όροι "συντάξεως αναπηρίας", όπου και αν απαντώνται στο κείμενο, αντικαθίστανται από τους όρους "επιδόματος αναπηρίας" και οι όροι "της συντάξεως αυτής" αντικαθίστανται από τους όρους "του επιδόματος αυτού".

ii) Στο δεύτερο εδάφιο, οι όροι "Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 16." απαλείφονται.

ιστ) Στο άρθρο 15, ο όρος "συντάξεως" αντικαθίσταται από τον όρο "επιδόματος", οι όροι "αυτής της συντάξεως" αντικαθίστανται από τους όρους "αυτού του επιδόματος" και ο αριθμός "60" αντικαθίσταται από τον αριθμό "63".

ιζ) Το άρθρο 16 απαλείφεται.

ιη) Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

i) Οι όροι "η χήρα", όπου και αν απαντώνται στο κείμενο, αντικαθίστανται από τους όρους "ο επιζών σύζυγος".

ii) Στο πρώτο εδάφιο, οι όροι "εφόσον είχε διατελέσει σύζυγός του" αντικαθίστανται από τους όρους "εφόσον είχε διατελέσει σύζυγός του/της" και οι όροι "συντάξεως χηρείας" αντικαθίστανται από τους όρους "συντάξεως επιζώντων".

ιθ) Το άρθρο 17α τροποποιείται ως εξής:

i) Στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο, οι όροι "σύνταξη χηρείας", όπου και αν απαντώνται στο κείμενο, αντικαθίστανται από τους όρους "σύνταξη επιζώντων".

ii) Στο πρώτο και στο τρίτο εδάφιο, οι όροι "η χήρα", όπου και αν απαντώνται στο κείμενο, αντικαθίστανται από τους όρους "ο επιζών σύζυγος".

iii) Το πρώτο εδάφιο τροποποιείται περαιτέρω ως εξής:

Α. Οι όροι: "εφόσον ήταν σύζυγός του επί ένα έτος τουλάχιστον τη στιγμή που ο ενδιαφερόμενος έπαψε να είναι στην υπηρεσία του οργάνου"

αντικαθίστανται από τους όρους:

"εφόσον ο γάμος είχε τελεσθεί πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία του οργάνου και είχε διαρκέσει επί ένα τουλάχιστον έτος,".

Β. Ο όρος "ο σύζυγος" αντικαθίσταται από τον όρο "ο/η σύζυγος".

κ) Το άρθρο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 18

Ο επιζών σύζυγος πρώην υπαλλήλου δικαιούχου συντάξεως αρχαιότητας δικαιούται, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 22 και εφόσον το ζεύγος είχε τελέσει γάμο πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία του οργάνου και ο γάμος είχε διαρκέσει επί ένα τουλάχιστον έτος, συντάξεως επιζώντων ίσης με το 60 % της συντάξεως αρχαιότητας την οποία ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου του. Το ελάχιστο της συντάξεως επιζώντων είναι το 35 % του τελευταίου βασικού μισθού. Εντούτοις, το ποσό της συντάξεως επιζώντων δεν δύναται, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει το ποσό της συντάξεως αρχαιότητας την οποία ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου.

Η διάρκεια του γάμου δεν λαμβάνεται υπόψη, αν ένα ή περισσότερα τέκνα προέρχονται από γάμο του υπαλλήλου που είχε συναφθεί πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία, εφόσον ο επιζών σύζυγος επιμελείται ή έχει επιμεληθεί αυτών των τέκνων."

κα) Το άρθρο 18α τροποποιείται ως εξής:

i) Οι όροι "η χήρα", όπου και αν απαντώνται στο κείμενο, αντικαθίστανται από τους όρους "ο επιζών σύζυγος", οι όροι "60ό έτος" αντικαθίστανται από τους όρους "63ο έτος" και ο αριθμός "60" αντικαθίσταται από τον αριθμό "63".

ii) Το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

α) Οι όροι: "εφόσον κατά το χρόνο αποχώρησης του υπαλλήλου από την υπηρεσία του σε όργανο είχε διατελέσει σύζυγός του επί ένα τουλάχιστον έτος", όπου και αν απαντώνται στο κείμενο,

αντικαθίστανται από τους όρους:

"εφόσον ο γάμος είχε τελεσθεί πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία του οργάνου και είχε διαρκέσει επί ένα τουλάχιστον έτος".

β) Οι όροι "συντάξεως χηρείας", όπου και αν απαντώνται στο κείμενο, αντικαθίστανται από τους όρους "συντάξεως επιζώντων".

γ) Ο όρος "ο σύζυγός της", όπου και αν απαντώνται στο κείμενο, αντικαθίσταται από τον όρο "ο/η σύζυγός της/του".

κβ) Το άρθρο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 19

Ο επιζών σύζυγος πρώην υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, εφόσον ήταν σύζυγός του/της κατά την ημερομηνία ενάρξεως της καταβολής του επιδόματος, δικαιούται, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22 του παρόντος Παραρτήματος, συντάξεως επιζώντων ίσης με το 60 % του επιδόματος αναπηρίας το οποίο ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου.

Το ελάχιστο της συντάξεως επιζώντων ορίζεται στο 35 % του τελευταίου βασικού μισθού. Εντούτοις, το ποσό της συντάξεως επιζώντων δεν δύναται, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει το ποσό του επιδόματος αναπηρίας το οποίο ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου.".

κγ) Στο άρθρο 21, παράγραφος 1, οι όροι "η χήρα", όπου και αν εμφανίζονται στο κείμενο, αντικαθίστανται από τους όρους "ο επιζών σύζυγος" και οι όροι "σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου ή λόγω αναπηρίας" αντικαθίστανται από τους όρους "σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας".

κδ) Το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:

i) Στο πρώτο εδάφιο, οι όροι "χήρας" αντικαθίστανται από τους όρους "επιζώντος συζύγου".

ii) Στο τρίτο εδάφιο, οι όροι "σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου ή λόγω αναπηρίας", αντικαθίστανται από τους όρους "σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας".

κε) Το άρθρο 24 τροποποιείται ως εξής:

i) Στο πρώτο εδάφιο, οι όροι "σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου ή λόγω αναπηρίας", αντικαθίστανται από τους όρους "σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας".

ii) Στο δεύτερο εδάφιο, προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

"Ομοίως, το δικαίωμα συντάξεως ορφανού λήγει, εάν ο δικαιούχος παύσει να θεωρείται συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2 του Παραρτήματος VII".

κστ) Στο άρθρο 25 οι όροι "σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου ή λόγω αναπηρίας" αντικαθίστανται από τους όρους "σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας".

αα) Στο άρθρο 26, οι όροι "η χήρα" αντικαθίστανται από τους όρους "ο επιζών σύζυγος". (η συνέχεια δεν αφορά το ελληνικό κείμενο).

ββ) Το άρθρο 27 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 27

Ο διαζευγμένος σύζυγος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου δικαιούται συντάξεως επιζώντων κατά τα οριζόμενα στο παρόν κεφάλαιο, υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να αποδείξει ότι ο πρώην σύζυγος ήταν υποχρεωμένος, κατά τον χρόνο του θανάτου του, να του/της καταβάλλει διατροφή, δυνάμει δικαστικής απόφασης, ή λόγω ισχύοντος διακανονισμού μεταξύ αυτού/αυτής και του/της πρώην συζύγου, ο οποίος έχει επισήμως καταχωρηθεί.

Η σύνταξη επιζώντων δεν μπορεί, ωστόσο, να υπερβαίνει το ποσό της διατροφής που καταβάλλετο κατά τον χρόνο του θανάτου του πρώην συζύγου, το ύψος της δε αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 82 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Ο διαζευγμένος σύζυγος στερείται του δικαιώματός του, εάν είχε συνάψει νέο γάμο πριν από τον θάνατο του πρώην συζύγου. Εφαρμόζεται το άρθρο 26, εάν συνάψει νέο γάμο μετά τον θάνατο του πρώην συζύγου".

γγ) Το άρθρο 28 τροποποιείται ως εξής:

i) Στο πρώτο εδάφιο, οι όροι: "περισσότερες από µία διαζευγμένες σύζυγοι που δικαιούνται σύνταξης επιζώντων ή µία ή περισσότερες διαζευγμένες σύζυγοι και µία χήρα δικαιούμενη" αντικαθίστανται από τους όρους: "περισσότεροι από ένας διαζευγμένοι σύζυγοι που δικαιούνται σύνταξης επιζώντων ή ένας ή περισσότεροι διαζευγμένοι σύζυγοι και ένας επιζών σύζυγος δικαιούμενος".

ii) Στο δεύτερο εδάφιο, οι όροι "μιας των δικαιούχων, η μερίδα αυτής" αντικαθίστανται από τους όρους "ενός των δικαιούχων, η μερίδα αυτού".

δδ) Στο άρθρο 29, οι όροι "η πρώην σύζυγος εξέπεσε των δικαιωμάτων της" αντικαθίστανται από τους όρους "ο διαζευγμένος σύζυγος εξέπεσε των δικαιωμάτων του" και οι όροι "στη χήρα" αντικαθίστανται από τους όρους "στον επιζώντα σύζυγο".

εε) Στο άρθρο 31, οι όροι "συντάξεως αναπηρίας" αντικαθίστανται από τους όρους "επιδόματος αναπηρίας".

στστ) Στο άρθρο 31α, οι όροι:

"είτε σύμφωνα µε τους κανονισμούς (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 ή (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 2530/72 ή (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1543/73 ή (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2150/82 ή (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1679/85"

αντικαθίστανται από τους όρους:"είτε σύμφωνα µε τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1857/89(2), τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1746/2002(3), τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1747/2002(4) ή τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1748/2002(5)."

ζζ) Στο άρθρο 34, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Τα άρθρα 80 και 81 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται επίσης στα τέκνα που γεννήθηκαν πριν από την παρέλευση 300 ημερών από τον θάνατο του υπαλλήλου ή του πρώην υπαλλήλου δικαιούχου συντάξεως αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας."

ηη) Στο άρθρο 35, οι όροι "συντάξεως αρχαιότητας, αναπηρίας ή επιζώντων" αντικαθίστανται από τους όρους "συντάξεως αρχαιότητας ή επιζώντων ή επιδόματος αναπηρίας".

θθ) Στο άρθρο 36, οι όροι "ή επιδόματος αναπηρίας" παρεμβάλλονται μεταξύ των όρων "μισθού" και "υπόκειται σε συνεισφορά".

ιι) Το άρθρο 39 απαλείφεται.

ιαια) Το άρθρο 40 τροποποιείται ως εξής:

i) Στο πρώτο εδάφιο, οι όροι "συντάξεως αρχαιότητας, αναπηρίας ή επιζώντων ή της προσωρινής συντάξεως" αντικαθίστανται από τους όρους "συντάξεως αρχαιότητας, επιζώντων ή της προσωρινής συντάξεως ή του επιδόματος αναπηρίας".

ii) Το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Η σύνταξη αρχαιότητας ή το επίδομα αναπηρίας δεν δύναται να καταβάλλονται σωρευτικά με μισθό ο οποίος πληρώνεται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από μία από τις Υπηρεσίες, ούτε με την αποζημίωση που προβλέπεται στα άρθρα 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Ομοίως, δεν συμβιβάζονται με οποιαδήποτε αμοιβή προκύπτει από ανάληψη καθηκόντων σε ένα από τα όργανα ή τις Υπηρεσίες.".

ιβιβ) Το άρθρο 42 τροποποιείται ως εξής:

i) Οι όροι "σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου ή λόγω αναπηρίας", αντικαθίστανται από τους όρους "σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας".

ii) Ο όρος "ή του επιδόματός τους" παρεμβάλλεται μεταξύ των όρων "των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων" και "εντός του επομένου έτους."

ιγιγ) Στο άρθρο 44, ο όρος "οριστικά" αντικαθίσταται από τον όρο "προσωρινά" και οι όροι "του άρθρου 86 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως" αντικαθίστανται από τους όρους "του άρθρου 9 του Παραρτήματος IX".

ιδιδ) Στο άρθρο 45, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Για τους συνταξιούχους που διαμένουν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι παροχές καταβάλλονται σε ευρώ σε τράπεζα του κράτους μέλους διαμονής.

Για τους συνταξιούχους που διαμένουν εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι συντάξεις καταβάλλονται σε ευρώ σε τράπεζα της χώρας διαμονής. Η σύνταξη μπορεί, κατ' εξαίρεση, να καταβάλλεται σε ευρώ σε τράπεζα της χώρας στην οποία έχει την έδρα του το όργανο, είτε σε συνάλλαγμα στη χώρα διαμονής του συνταξιούχου, με μετατροπή βάσει των πλέον πρόσφατων τιμών συναλλάγματος που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας."

ιειε) Στο άρθρο 46, οι όροι "σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου ή λόγω αναπηρίας" αντικαθίστανται από τους όρους "σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας".

99. Το Παράρτημα IX αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

1. Όταν μια έρευνα της OLAF αποκαλύπτει το ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου ενός οργάνου, ο υπάλληλος αυτός ενημερώνεται ταχέως, εφόσον αυτό δεν βλάπτει την έρευνα. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν να συντάσσονται πορίσματα αναφερόμενα ονομαστικά σε υπάλληλο κατά την περάτωση της έρευνας, χωρίς να έχει δοθεί η δυνατότητα στον εν λόγω υπάλληλο να διατυπώσει παρατηρήσεις για τα γεγονότα που τον αφορούν. Τα πορίσματα κάνουν μνεία των εν λόγω παρατηρήσεων.

2. Στις περιπτώσεις που απαιτούν την απόλυτη τήρηση του απορρήτου για τους σκοπούς της έρευνας και συνεπάγονται προσφυγή σε ανακριτικές διαδικασίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, η εκτέλεση της υποχρέωσης να καλείται ο υπάλληλος να διατυπώσει παρατηρήσεις, μπορεί να αναβληθεί, σε συμφωνία με την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να κινείται η πειθαρχική διαδικασία, πριν να δοθεί στον υπάλληλο η δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις.

3. Εάν, κατόπιν έρευνας της OLAF, δεν μπορεί να στηριχθεί καμία κατηγορία κατά υπαλλήλου εις βάρος του οποίου προβλήθηκαν ισχυρισμοί, η έρευνα που τον αφορά περατούται, χωρίς να αναληφθεί περαιτέρω δράση με απόφαση του διευθυντή της OLAF, ο οποίος ενημερώνει τον υπάλληλο και το οικείο όργανο γραπτώς. Ο υπάλληλος μπορεί να ζητήσει να συμπεριληφθεί η απόφαση αυτή στον ατομικό του φάκελο.

Άρθρο 2

1. Οι κανόνες που ορίζονται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος εφαρμόζονται, με τις απαραίτητες τροποποιήσεις, και σε άλλες διοικητικές έρευνες που διενεργούνται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

2. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο κατά το πέρας της έρευνας και του γνωστοποιεί τα πορίσματα της αναφοράς που συντάχθηκε για την έρευνα και, κατόπιν αιτήσεώς του και με την επιφύλαξη της προστασίας των νομίμων συμφερόντων τρίτων, όλα τα έγγραφα που έχουν άμεση σχέση με τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν εις βάρος του.

3. Τα όργανα θεσπίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 3

1. Με βάση την αναφορά που συντάχθηκε για την έρευνα, αφού κοινοποιηθούν στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο όλα τα στοιχεία του φακέλου και μετά από ακρόαση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί:

α) να αποφασίζει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή καμία κατηγορία κατά του υπαλλήλου· τότε, ο τελευταίος ενημερώνεται σχετικά γραπτώς· ή

β) να αποφασίζει ότι, ακόμη και αν υπάρχει ή φαίνεται να υπάρχει παράβαση συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις, δεν πρέπει να ληφθούν πειθαρχικά μέτρα και, ενδεχομένως, να απευθύνει στον υπάλληλο προειδοποίηση· ή

γ) σε περίπτωση παράβασης συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις, κατά την έννοια του άρθρου 86 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης:

i) να αποφασίζει να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται στο τμήμα 4 του παρόντος Παραρτήματος, ή

ii) να αποφασίζει να κινήσει πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου.

Άρθρο 4

Εάν ο υπάλληλος δεν μπορεί να ακουσθεί για αντικειμενικούς λόγους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Παραρτήματος, μπορεί να ζητήσει να διατυπώσει παρατηρήσεις γραπτώς ή μπορεί να εκπροσωπηθεί από πρόσωπο της επιλογής του.

Τμήμα 2

Πειθαρχικό συμβούλιο

Άρθρο 5

1. Σε κάθε όργανο συνιστάται πειθαρχικό συμβούλιο, στο εξής καλούμενο "το συμβούλιο". Το συμβούλιο περιλαμβάνει ένα τουλάχιστον μέλος, το οποίο μπορεί να είναι ο πρόεδρος, επιλεγόμενο εκτός του οργάνου.

2. Το συμβούλιο απαρτίζεται από τον πρόεδρο και από τέσσερα τακτικά μέλη, τα οποία μπορούν να αντικαθίστανται από αναπληρωτές· για τις περιπτώσεις όπου ενέχεται υπάλληλος βαθμού μέχρι AD 13, το συμβούλιο περιλαμβάνει δύο συμπληρωματικά μέλη που ανήκουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων και στον ίδιο βαθμό με τον υπάλληλο που υποβάλλεται στην πειθαρχική διαδικασία.

3. Τα μέλη του συμβουλίου και οι αναπληρωτές τους διορίζονται μεταξύ των εν ενεργεία υπαλλήλων με βαθμό τουλάχιστον AD 14 για όλες τις περιπτώσεις, εκτός από εκείνες που αφορούν υπαλλήλους βαθμού AD 16 ή AD 15.

4. Τα μέλη του συμβουλίου και οι αναπληρωτές τους διορίζονται μεταξύ των εν ενεργεία υπαλλήλων με βαθμό AD 16 για τις περιπτώσεις που αφορούν υπαλλήλους βαθμού AD 16 ή AD 15.

5. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και η επιτροπή προσωπικού συμφωνούν για την εφαρμογή ειδικής προς τούτο διαδικασίας για τον διορισμό των δύο συμπληρωματικών μελών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και που πρέπει να μετέχουν στη σύνθεση στις περιπτώσεις όπου ενέχεται υπάλληλος τοποθετημένος σε τρίτη χώρα.

Άρθρο 6

1. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και η επιτροπή προσωπικού διορίζουν η κάθε μία, ταυτόχρονα, δύο τακτικά μέλη και δύο αναπληρωματικά.

2. Ο πρόεδρος και ο αναπληρωτής του διορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

3. Ο πρόεδρος, τα μέλη και οι αναπληρωτές διορίζονται για περίοδο τριών ετών. Εντούτοις, τα όργανα μπορούν να προβλέπουν, για τα μέλη και τους αναπληρωτές τους, μικρότερη διάρκεια θητείας, τουλάχιστον όμως ενός έτους.

4. Τα δύο μέλη του διευρυμένου συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος, διορίζονται με τον ακόλουθο τρόπο:

α) η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή συντάσσει κατάλογο που περιλαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, τα ονόματα δύο υπαλλήλων κάθε βαθμού από κάθε ομάδα καθηκόντων. Ταυτόχρονα, η επιτροπή προσωπικού διαβιβάζει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατάλογο που συντάσσει με τον ίδιο τρόπο·

β) εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση της αναφοράς επί της οποίας βασίζεται η απόφαση κίνησης της πειθαρχικής διαδικασίας ή της διαδικασίας που αναφέρεται στο άρθρο 22 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου, παρουσία του ενδιαφερομένου, προχωρεί σε κλήρωση δύο μελών του συμβουλίου από τους ανωτέρω καταλόγους, και συγκεκριμένα ένα μέλος από κάθε κατάλογο. Ο πρόεδρος μπορεί να αποφασίζει να τον αντικαταστήσει ο γραμματέας στη διαδικασία αυτή. Ο πρόεδρος κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και σε κάθε ένα από τα μέλη την πλήρη σύνθεση του συμβουλίου.

5. Εντός πέντε ημερών από τη συγκρότηση του συμβουλίου, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται μία φορά να ζητήσει την εξαίρεση ενός από τα μέλη του συμβουλίου. Το όργανο επίσης δικαιούται να ζητήσει την εξαίρεση ενός από τα μέλη του συμβουλίου.

Εντός της ίδιας προθεσμίας, τα μέλη του συμβουλίου μπορούν να προβάλλουν νόμιμους λόγους αυτοεξαίρεσής τους και πρέπει να απέχουν, εάν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων.

Ο πρόεδρος του συμβουλίου προβαίνει, εάν χρειασθεί, σε νέα κλήρωση για την αντικατάσταση των μελών που διορίσθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Άρθρο 7

Το συμβούλιο επικουρείται από ένα γραμματέα, ο οποίος διορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

Άρθρο 8

1. Ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου απολαύουν απόλυτης ανεξαρτησίας κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους.

2. Οι διασκέψεις και οι εργασίες του συμβουλίου είναι απόρρητες.

Τμήμα 3

Πειθαρχικά μέτρα

Άρθρο 9

1. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να επιβάλει μια από τις ακόλουθες κυρώσεις:

α) έγγραφη προειδοποίηση,

β) επίπληξη,

γ) αναστολή της προαγωγής κατά κλιμάκιο για διάστημα μεταξύ ενός μηνός και είκοσι τριών μηνών,

δ) τοποθέτηση σε κατώτερο κλιμάκιο,

ε) προσωρινό υποβιβασμό για περίοδο μεταξύ 15 ημερών και ενός έτους,

στ) υποβιβασμό στο εσωτερικό της ίδιας ομάδας καθηκόντων,

ζ) κατάταξη σε κατώτερη ομάδα καθηκόντων, με ή χωρίς υποβιβασμό,

η) παύση με ενδεχόμενη μείωση κατά το ανάλογο χρονικό διάστημα της σύνταξης ή με παρακράτηση, για συγκεκριμένο διάστημα, από το ποσό του επιδόματος αναπηρίας, χωρίς όμως οι συνέπειες του μέτρου αυτού να θίγουν τους έλκοντες δικαιώματα από τον υπάλληλο. Ωστόσο, στην περίπτωση τέτοιας παρακράτησης, το εισόδημα του εν λόγω πρώην υπαλλήλου δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 6 του Παραρτήματος VIII, προσαυξημένο, ενδεχομένως, με τα καταβλητέα οικογενειακά επιδόματα.

2. Στην περίπτωση υπαλλήλου που λαμβάνει σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίζει, για ορισμένο χρονικό διάστημα, παρακράτηση από το ποσό της σύνταξής του ή από το επίδομα αναπηρίας, χωρίς όμως οι συνέπειες του μέτρου αυτού να θίγουν τους έλκοντες δικαιώματα από τον υπάλληλο. Το εισόδημα του εν λόγω υπαλλήλου, εντούτοις, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 6 του Παραρτήματος VIII, προσαυξημένο ενδεχομένως με τα καταβλητέα οικογενειακά επιδόματα.

3. Για το ίδιο παράπτωμα μπορεί να επιβάλλεται μόνο μία πειθαρχική κύρωση.

Άρθρο 10

Η αυστηρότητα της επιβαλλόμενης πειθαρχικής κύρωσης πρέπει να είναι ανάλογη προς τη βαρύτητα του παραπτώματος. Για τον καθορισμό της βαρύτητας του παραπτώματος και τη λήψη απόφασης για την πειθαρχική κύρωση που πρέπει να επιβληθεί, λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, τα εξής:

α) η φύση του παραπτώματος και οι περιστάσεις υπό τις οποίες έχει διαπραχθεί,

β) ο βαθμός στον οποίο το παράπτωμα επηρέασε αρνητικά την ακεραιότητα, τη φήμη ή τα συμφέροντα των οργάνων,

γ) ο βαθμός πρόθεσης ή αμέλειας στο παράπτωμα,

δ) τα κίνητρα που οδήγησαν τον υπάλληλο να διαπράξει το παράπτωμα,

ε) ο βαθμός και η αρχαιότητα του υπαλλήλου,

στ) ο βαθμός προσωπικής ευθύνης του υπαλλήλου,

ζ) το επίπεδο των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του υπαλλήλου,

η) το στοιχείο της υποτροπής στην πράξη ή την επιλήψιμη συμπεριφορά,

θ) η συμπεριφορά του υπαλλήλου σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του.

Τμήμα 4

Πειθαρχική διαδικασία χωρίς προσφυγή στο πειθαρχικό συμβούλιο

Άρθρο 11

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίζει να επιβάλει την ποινή της έγγραφης προειδοποίησης ή της επίπληξης χωρίς να συμβουλευθεί το συμβούλιο. Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ακούεται πριν να αναλάβει δράση η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

Τμήμα 5

Πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου

Άρθρο 12

1. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή υποβάλει αναφορά στο συμβούλιο, στην οποία πρέπει να σημειώνονται με σαφήνεια τα προσαπτόμενα και, εφόσον συντρέχει λόγος, οι περιστάσεις υπό τις οποίες έχουν συντελεσθεί, συμπεριλαμβανομένων όλων των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων.

2. Η αναφορά διαβιβάζεται στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και στον πρόεδρο του συμβουλίου, ο οποίος την γνωστοποιεί στα μέλη του συμβουλίου.

Άρθρο 13

1. Από την παραλαβή της αναφοράς αυτής, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται να λάβει πλήρη γνώση του ατομικού του φακέλου, καθώς και να λαμβάνει αντίγραφα όλων των εγγράφων της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των ελαφρυντικών.

2. Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος διαθέτει προθεσμία δεκαπέντε ημερών τουλάχιστον από την ημερομηνία παραλαβής της αναφοράς, με την οποία κινείται η πειθαρχική διαδικασία, για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του.

3. Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί να βοηθείται από πρόσωπο της εκλογής του.

Άρθρο 14

Εάν, παρουσία του προέδρου του συμβουλίου, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος αναγνωρίσει ότι υπάρχει παράπτωμα εκ μέρους του και αποδεχθεί άνευ επιφυλάξεων την αναφορά που αναφέρεται στο άρθρο 12 του παρόντος Παραρτήματος, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποσύρει την υπόθεση από το συμβούλιο, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ της φύσεως του παραπτώματος και της προβλεπόμενης κύρωσης. Όταν η υπόθεση αποσύρεται από το συμβούλιο, ο πρόεδρος διατυπώνει γνώμη σχετικά με την προβλεπόμενη κύρωση.

Σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να επιβάλει, κατά παρέκκλιση του άρθρου 11 του παρόντος Παραρτήματος, μία από τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχεία α) έως και δ) του παρόντος Παραρτήματος.

Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ενημερώνεται πριν να αναγνωρίσει το παράπτωμά του για τις πιθανές συνέπειες της αναγνώρισης αυτής.

Άρθρο 15

Πριν από την πρώτη συνεδρίαση του συμβουλίου, ο πρόεδρος αναθέτει σε ένα από τα μέλη του να εκπονήσει αναφορά για το σύνολο της υπόθεσης και ενημερώνει σχετικά τα λοιπά μέλη του συμβουλίου.

Άρθρο 16

1. Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ακούεται από το συμβούλιο· στην ακρόαση, μπορεί να αναπτύξει έγγραφες ή προφορικές παρατηρήσεις, αυτοπροσώπως ή μέσω αντιπροσώπου. Μπορεί να καλεί μάρτυρες.

2. Το όργανο εκπροσωπείται ενώπιον του συμβουλίου από υπάλληλο ειδικά εξουσιοδοτημένο από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ο οποίος διαθέτει τα ίδια δικαιώματα με τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

3. Το συμβούλιο μπορεί να ακούει τους υπαλλήλους της OLAF που διενήργησαν έρευνα, στις περιπτώσεις που η έρευνα άρχισε από την OLAF.

Άρθρο 17

1. Εάν το συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχει διαφωτισθεί επαρκώς για τα προσαπτόμενα ή για τις περιστάσεις υπό τις οποίες διεπράχθησαν, διατάσσει έρευνα κατ' αντιπαράσταση.

2. Ο πρόεδρος ή ένα μέλος του συμβουλίου διεξάγει την έρευνα για λογαριασμό του συμβουλίου. Για τους σκοπούς της έρευνας, το συμβούλιο μπορεί να ζητεί τη διαβίβαση οποιουδήποτε εγγράφου έχει σχέση με την υπόθεση που του έχει υποβληθεί. Το όργανο απαντά σε κάθε αίτηση του είδους αυτού εντός της προθεσμίας την οποία, ενδεχομένως, έχει τάξει το συμβούλιο. Εάν η αίτηση αυτή απευθύνεται στον υπάλληλο, λαμβάνεται υπόψη κάθε άρνησή του να συμμορφωθεί.

Άρθρο 18

Αφού εξετάσει τα έγγραφα που προσκομίζονται ενώπιόν του και λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες, γραπτές ή προφορικές, δηλώσεις, καθώς και τα πορίσματα της έρευνας η οποία διεξήχθη, το συμβούλιο εκδίδει, κατά πλειοψηφία, αιτιολογημένη γνώμη ως προς την πραγματική τέλεση των προσαπτομένων πράξεων και, ως προς τις κυρώσεις που κρίνει ότι πρέπει να επισύρουν οι πράξεις αυτές για τον υπάλληλο. Την εν λόγω γνώμη υπογράφουν όλα τα μέλη του συμβουλίου. Κάθε μέλος του συμβουλίου μπορεί να επισυνάψει στη γνώμη τη διαφορετική άποψή του. Το συμβούλιο διαβιβάζει τη γνώμη στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία λήψης της αναφοράς της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, εφόσον η προθεσμία αυτή αρκεί σε σχέση με την πολυπλοκότητα του φακέλου. Όταν έχει διενεργηθεί έρευνα με πρωτοβουλία του συμβουλίου, η προθεσμία είναι τέσσερις μήνες, εφόσον αρκεί σε σχέση με την πολυπλοκότητα του φακέλου.

Άρθρο 19

1. Ο πρόεδρος του συμβουλίου δεν ψηφίζει, εκτός εάν πρόκειται για διαδικαστικά ζητήματα ή σε περίπτωση ισοψηφίας.

2. Ο πρόεδρος μεριμνά για την εκτέλεση των αποφάσεων που έχουν ληφθεί από το συμβούλιο και γνωστοποιεί, σε κάθε ένα από τα μέλη του, όλες τις πληροφορίες και τα έγγραφα που έχουν σχέση με την υπόθεση.

Άρθρο 20

Ο γραμματέας συντάσσει πρακτικά των συνεδριάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου. Οι μάρτυρες υπογράφουν το πρακτικό των καταθέσεών τους.

Άρθρο 21

1. Τα έξοδα που προκαλούνται κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας με πρωτοβουλία του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, ιδίως οι αμοιβές που καταβάλλονται σε πρόσωπο που έχει επιλέξει για να τον βοηθήσει ή για την υπεράσπισή του, βαρύνουν τον υπάλληλο στην περίπτωση που η πειθαρχική διαδικασία καταλήξει στην επιβολή μιας μια από τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 του παρόντος Παραρτήματος.

2. Εντούτοις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίζει άλλως σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες η επιβάρυνση αυτή θα ήταν ανεπιεικής για τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

Άρθρο 22

1. Μετά από ακρόαση του υπαλλήλου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει απόφαση κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 9 και 10, του παρόντος Παραρτήματος, εντός δύο μηνών από τη λήψη της γνώμης του συμβουλίου. Η απόφαση πρέπει να αιτιολογείται.

2. Εάν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίσει να περατώσει την υπόθεση χωρίς να επιβάλλει πειθαρχική κύρωση, ενημερώνει αμελλητί τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο γραπτώς. Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί να ζητήσει να συμπεριληφθεί η απόφαση αυτή στον ατομικό του φάκελο.

Τμήμα 6

Αναστολή

Άρθρο 23

1. Σε περίπτωση βαρέος παραπτώματος που αποδίδεται στον υπάλληλο από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, είτε πρόκειται για παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεών του είτε για παράβαση δικαίου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί αμέσως να προβαίνει στην αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων του υπαλλήλου που κατηγορείται για το παράπτωμα αυτό για ορισμένο ή αόριστο διάστημα.

2. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει την απόφαση αυτή μετά από ακρόαση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, πλην εξαιρετικών περιστάσεων.

Άρθρο 24

1. Η απόφαση με την οποία απαγγέλλεται η αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων του υπαλλήλου καθορίζει εάν, κατά την περίοδο της αναστολής, ο ενδιαφερόμενος διατηρεί στο ακέραιο τις αποδοχές του ή εάν στις αποδοχές του επιβάλλεται παρακράτηση. Το ποσό που καταβάλλεται στον υπάλληλο δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 6 του Παραρτήματος VIII του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, προσαυξημένο, ενδεχομένως, με τα καταβλητέα οικογενειακά επιδόματα.

2. Η κατάσταση του υπαλλήλου, του οποίου έχει ανασταλεί η άσκηση των καθηκόντων, πρέπει να ρυθμίζεται οριστικά εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η αναστολή των καθηκόντων του παράγει αποτελέσματα. Εάν δεν ληφθεί απόφαση εντός έξι μηνών, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται να λάβει εκ νέου στο ακέραιο τις αποδοχές του, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3.

3. Η παρακράτηση μπορεί να διατηρείται και πέραν των έξι μηνών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, εάν ο υπάλληλος διώκεται ποινικά για τις ίδιες πράξεις και βρίσκεται κρατούμενος για λόγους σχετικούς με τις διώξεις αυτές. Στις περιπτώσεις αυτές, ο υπάλληλος λαμβάνει εκ νέου στο ακέραιο τις αποδοχές του μόνο αφού το αρμόδιο δικαστήριο απαγγείλει την άρση της κράτησής του.

4. Τα παρακρατηθέντα, βάσει της παραγράφου 1, ποσά καταβάλλονται στον υπάλληλο, εάν η οριστική απόφαση δεν του επέβαλε αυστηρότερη πειθαρχική κύρωση από έγγραφη προειδοποίηση, επίπληξη ή αναστολή της προαγωγής κατά κλιμάκιο ή εάν δεν του επεβλήθη ουδόλως πειθαρχική κύρωση· στην τελευταία αυτή περίπτωση, η πληρωμή γίνεται εντόκως βάσει του ποσοστού που ορίζεται στο άρθρο 12 του Παραρτήματος XII.

Τμήμα 7

Παράλληλη ποινική δίωξη

Άρθρο 25

Εάν ο υπάλληλος διώκεται ποινικώς για τις ίδιες πράξεις, η οριστική απόφαση λαμβάνεται μόνον αφού η απόφαση που εκδόθηκε από το δικαστήριο καταστεί αμετάκλητη.

Τμήμα 8

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 26

Στις περιπτώσεις που η έρευνα έχει αρχίσει από την OLAF, οι αποφάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 11, 14, 22 και 23 του παρόντος Παραρτήματος αποστέλλονται προς ενημέρωση στην OLAF.

Άρθρο 27

Ο υπάλληλος στον οποίο έχει επιβληθεί πειθαρχική κύρωση άλλη πλην της παύσεως μπορεί, μετά την πάροδο τριών ετών, εάν πρόκειται για έγγραφη προειδοποίηση ή για επίπληξη, ή μετά την πάροδο έξι ετών, εάν πρόκειται για άλλες κυρώσεις, να υποβάλει αίτηση με σκοπό να απαλειφθεί κάθε μνεία του εν λόγω μέτρου από τον ατομικό του φάκελο. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίζει, εάν πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αυτή.

Άρθρο 28

Σε περίπτωση νέων πραγματικών στοιχείων στηριζόμενων από σχετικές αποδείξεις, μπορεί να κινείται και πάλι η πειθαρχική διαδικασία από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, με δική της πρωτοβουλία ή με αίτηση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου.

Άρθρο 29

Εάν δεν γίνει δεκτή καμία κατηγορία κατά του υπαλλήλου κατ' εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 3 και του άρθρου 22, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα, με αίτησή του, στην ανόρθωση της ζημίας που υπέστη μέσω της κατάλληλης δημοσιότητας της απόφασης της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής.

Άρθρο 30

Με την επιφύλαξη του άρθρου 2, παράγραφος 3, κάθε όργανο εκδίδει, μετά από διαβούλευση με την οικεία επιτροπή προσωπικού, τις λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος Παραρτήματος, εάν το κρίνει αναγκαίο."

100. Το Παράρτημα X τροποποιείται ως εξής:

α) Στο άρθρο 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προχωρεί στις εν λόγω μεταθέσεις ακολουθώντας ειδική διαδικασία, καλούμενη 'διαδικασία κινητικότητας', της οποίας τις λεπτομέρειες καθορίζει η ίδια, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού."

β) Στο άρθρο 3, η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Στο πλαίσιο της διαδικασίας κινητικότητας, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να τοποθετήσει προσωρινά μαζί με τη θέση του, υπάλληλο τοποθετημένο σε τρίτη χώρα, στην έδρα του οργάνου ή σε οποιοδήποτε άλλο τόπο υπηρεσίας στην Κοινότητα· η τοποθέτηση αυτή, της οποίας δεν προηγείται προκήρυξη κενής θέσης, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη."

γ) Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 5

1. Όταν το όργανο παραχωρεί στον υπάλληλο κατοικία ανάλογη προς το επίπεδο των καθηκόντων του και προς το μέγεθος της οικογένειας που συντηρεί, ο υπάλληλος υποχρεούται να μείνει σ' αυτή.

2. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παραγράφου 1 καθορίζονται, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, η οποία αποφασίζει επίσης για την επίπλωση και τον λοιπό εξοπλισμό των κατοικιών, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε τόπο υπηρεσίας".

δ) Στο άρθρο 6, οι όροι "πέντε ημερολογιακών ημερών", αντικαθίστανται από τους όρους "τριών και μισής εργασίμων ημερών".

ε) Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

i) Στο πρώτο εδάφιο, οι όροι "πέντε ημερολογιακών ημερών" αντικαθίστανται από τους όρους "τριών και μισής εργασίμων ημερών" και οι όροι "δυόμισι ημερολογιακών ημερών" αντικαθίστανται από τους όρους "δύο εργασίμων ημερών".

ii) Στο δεύτερο εδάφιο, οι όροι "είκοσι ημερολογιακές ημέρες" αντικαθίστανται από τους όρους "δεκατέσσερις εργάσιμες ημέρες".

στ) Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

i) Στην παράγραφο 1, οι όροι "είκοσι ημερολογιακές ημέρες" αντικαθίστανται από τους όρους "δεκατέσσερις εργάσιμες ημέρες".

ii) Στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

α) Οι όροι "ημερολογιακές ημέρες" αντικαθίστανται από τους όρους "εργάσιμες ημέρες".

β) Η δεύτερη πρόταση απαλείφεται.

ζ) Στο άρθρο 10, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i) Το έκτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

α) στην τέταρτη περίπτωση ο αριθμός "8," αντικαθίσταται από τον αριθμό "7",

β) μετά την τέταρτη περίπτωση, παρεμβάλλεται η ακόλουθη περίπτωση:

"- 30 % εφόσον η τιμή αυτή είναι μεγαλύτερη από 7 αλλά κατώτερη ή ίση με 9",

γ) στην πέμπτη περίπτωση ο αριθμός "8" αντικαθίστανται από τους όρους "9 αλλά κατώτερη ή ίση με 11",

δ) προστίθεται η ακόλουθη περίπτωση:

"- 40 %, εφόσον η τιμή αυτή είναι ανώτερη από 11."

ii) Προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

"Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, ο υπάλληλος που τοποθετήθηκε σε τόπο θεωρούμενο δύσκολο ή πολύ δύσκολο, για τον οποίο η αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης είναι 30 %, 35 % ή 40 %, εάν δεχθεί μετάθεση σε τόπο για τον οποίο η αποζημίωση αυτή είναι 30 %, 35 % ή 40 %, εισπράττει επιπλέον της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης που προβλέπεται για το νέο τόπο υπηρεσίας του, συμπληρωματική πριμοδότηση 5 % του ποσού αναφοράς που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Η πριμοδότηση αυτή χορηγείται σωρευτικά με κάθε τοποθέτηση του υπαλλήλου σε τόπο υπηρεσίας θεωρούμενο δύσκολο ή πολύ δύσκολο, χωρίς ωστόσο το άθροισμα της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης και της πριμοδότησης να μπορεί να υπερβαίνει το 45 % του ποσού αναφοράς που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο."

η) Στο άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, πρώτη πρόταση, οι όροι "κάθε έξι μήνες" αντικαθίστανται από τους όρους "μία φορά το χρόνο".

θ) Στο άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, οι όροι "είτε σε ευρώ είτε στο νόμισμα του τόπου υπηρεσίας" αντικαθίστανται από τους όρους "σε ευρώ, στο νόμισμα του τόπου υπηρεσίας ή στο νόμισμα της δαπάνης".

ι) Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

i) Το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

α) Οι όροι "στον οποίο το θεσμικό όργανο δεν έχει παραχωρήσει επιπλωμένη κατοικία" αντικαθίστανται από τους όρους "στον οποίο παραχωρείται κατοικία κατ' εφαρμογή των άρθρων 5 ή 23 του παρόντος Παραρτήματος".

β) [η συνέχεια δεν αφορά την ελληνική έκδοση]

ii) Στο δεύτερο εδάφιο οι όροι "τα πραγματικά έξοδα εγκατάστασης" αντικαθίστανται από τους όρους "τα λοιπά έξοδα που προκλήθηκαν από την εν λόγω αλλαγή κατοικίας".

ια) Το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

i) Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

"Επιπλέον, χορηγείται στον υπάλληλο η ημερήσια αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 10 του Παραρτήματος VII, μειωμένη κατά 50 %, πλην περιπτώσεως ανωτέρας βίας, η οποία καθορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή."

ii) [η συνέχεια δεν αφορά την ελληνική έκδοση]

ιβ) Το άρθρο 19 τροποποιείται ως εξής:

"Άρθρο 19

Εφόσον οι μετακινήσεις για υπηρεσιακούς λόγους που συνδέονται ευθέως με την άσκηση των καθηκόντων του δεν εξασφαλίζονται από υπηρεσιακό όχημα στο οποίο διαθέτει πρόσβαση, ο υπάλληλος λαμβάνει για τη χρήση του προσωπικού του οχήματος, χιλιομετρική αποζημίωση, της οποίας το ποσό καθορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή".

ιγ) Στο άρθρο 21, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

"Οσάκις ο υπάλληλος είναι υποχρεωμένος να αλλάξει τόπο κατοικίας για να συμμορφωθεί προς το άρθρο 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του ή σε περίπτωση μετάθεσης, το όργανο βαρύνεται, υπό τους όρους που καθορίζει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και ανάλογα με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να του εξασφαλισθεί στέγη στον τόπο υπηρεσίας:

α) με τη μετακόμιση όλης ή μέρους της οικοσκευής από τον τόπο όπου πράγματι βρίσκεται η εν λόγω οικοσκευή προς τον τόπο υπηρεσίας, καθώς και με τη μεταφορά των προσωπικών ειδών, σε περίπτωση που τίθεται στη διάθεσή του μη επιπλωμένη κατοικία·

β) με τη μεταφορά των προσωπικών ειδών ή τη φύλαξη της οικοσκευής και των προσωπικών ειδών, σε περίπτωση που τίθεται στη διάθεσή του επιπλωμένη κατοικία."

ιδ) Στο άρθρο 23, οι όροι "των καθηκόντων που ασκεί" αντικαθίστανται από τους όρους "των καθηκόντων του".

ιε) Το κεφάλαιο 5 και το οικείο άρθρο 26 απαλείφονται.

ιστ) Το κεφάλαιο 6 και το οικείο άρθρο 27 απαλείφονται.

101. Το Παράρτημα XI αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XI

ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 64 ΚΑΙ 65 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΕΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΕΤΗΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 65, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Τμήμα 1

Στοιχεία των ετήσιων προσαρμογών

Άρθρο 1

1. Έκθεση της Στατιστικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Eurostat)

Για την εξέταση που προβλέπεται στο άρθρο 65, παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Eurostat εκπονεί κάθε χρόνο, πριν από το τέλος Οκτωβρίου, έκθεση που αναφέρεται στην εξέλιξη του κόστους ζωής στις Βρυξέλλες, στις οικονομικές ισοτιμίες μεταξύ Βρυξελλών και ορισμένων τόπων υπηρεσίας εντός των κρατών μελών και στην εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων.

2. Εξέλιξη του κόστους ζωής για τις Βρυξέλλες (διεθνής δείκτης Βρυξελλών)

Βάσει στοιχείων που παρέχουν οι βελγικές αρχές, η Eurostat καθορίζει ένα δείκτη που επιτρέπει να μετρηθεί η εξέλιξη του κόστους ζωής με το οποίο επιβαρύνονται οι υπάλληλοι των Κοινοτήτων που υπηρετούν στις Βρυξέλλες. Ο δείκτης αυτός (καλούμενος "διεθνής δείκτης Βρυξελλών") λαμβάνει υπόψη την εξέλιξη που διαπιστώθηκε μεταξύ Ιουνίου του προηγούμενου έτους και Ιουνίου του τρέχοντος έτους και βασίζεται στη στατιστική μέθοδο που ορίζεται από την ομάδα εργασίας του άρθρου 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης η οποία αναφέρεται στο άρθρο 13.

3. Εξέλιξη του κόστους ζωής εκτός Βρυξελλών (οικονομικές ισοτιμίες και τεκμαρτοί δείκτες)

α) Η Eurostat υπολογίζει, σε συμφωνία με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή τις λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, τις οικονομικές ισοτιμίες, οι οποίες καθορίζουν την αντιστοιχία αγοραστικής δύναμης:

i) των αποδοχών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους των Κοινοτήτων οι οποίοι υπηρετούν στις πρωτεύουσες των κρατών μελών, με εξαίρεση τις Κάτω Χώρες, όπου χρησιμοποιείται ο δείκτης της Χάγης αντί του δείκτη του Άμστερνταμ και σε ορισμένους άλλους τόπους υπηρεσίας, σε σχέση με τις Βρυξέλλες,

ii) των συντάξεων των υπαλλήλων που καταβάλλονται στα κράτη μέλη, σε σχέση με το Βέλγιο.

β) Οι οικονομικές ισοτιμίες αναφέρονται στον μήνα Ιούνιο κάθε έτους.

γ) Οι οικονομικές ισοτιμίες υπολογίζονται έτσι ώστε κάθε βασική θέση να μπορεί να ενημερώνεται δύο φορές το χρόνο και να ελέγχεται με άμεση έρευνα τουλάχιστον μία φορά ανά πενταετία. Για την ενημέρωση των οικονομικών ισοτιμιών, η Eurostat χρησιμοποιεί τους καταλληλότερους δείκτες, όπως αυτοί ορίζονται από την ομάδα εργασίας του άρθρου 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 13.

δ) Η εξέλιξη του κόστους ζωής εκτός Βελγίου και Λουξεμβούργου, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς μετράται με τη βοήθεια των τεκμαρτών δεικτών. Οι δείκτες αυτοί αντιστοιχούν στο γινόμενο του διεθνούς δείκτη Βρυξελλών επί την μεταβολή της οικονομικής ισοτιμίας.

4. Εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων (ειδικοί δείκτες)

α) Για να μετρηθεί σε ποσοστά η ανοδική και καθοδική εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών στις εθνικές δημόσιες υπηρεσίες, η Euroostat καθορίζει, με βάση πληροφορίες που παρέχουν πριν από το τέλος Σεπτεμβρίου οι οικείες εθνικές αρχές, ειδικούς δείκτες με τους οποίους εκφράζονται οι εξελίξεις των πραγματικών αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων μεταξύ του μηνός Ιουλίου του προηγούμενου έτους και του μηνός Ιουλίου του τρέχοντος έτους. Και οι δύο θα πρέπει να περιλαμβάνουν το ένα δωδέκατο όλων των ετησίως καταβληθέντων στοιχείων.

Οι ειδικοί δείκτες καθορίζονται με δύο μορφές:

i) ένας δείκτης για κάθε μία από τις ομάδες καθηκόντων, κατά τα οριζόμενα στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης,

ii) ένας μέσος δείκτης σταθμιζόμενος με βάση το δυναμικό των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων που αντιστοιχεί σε κάθε ομάδα καθηκόντων.

Καθένας από τους δείκτες αυτούς καθορίζεται σε πραγματικές, ακαθάριστες και καθαρές τιμές. Για τη μετάβαση από τις ακαθάριστες στις καθαρές τιμές, λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεωτικές κρατήσεις καθώς και τα γενικά φορολογικά στοιχεία.

Για τον καθορισμό των ακαθάριστων και των καθαρών δεικτών για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Eurostat χρησιμοποιεί δείγμα συντιθέμενο από τα ακόλουθα κράτη μέλη: Βέλγιο, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες και Ηνωμένο Βασίλειο. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μετά από πρόταση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δύναται να εγκρίνει νέο δείγμα που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 75 % του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που εφαρμόζεται από το έτος που έπεται του έτους της εγκρίσεώς του. Τα αποτελέσματα ανά χώρα σταθμίζονται ανάλογα με το μερίδιο του εθνικού ΑΕΠ, μετρούμενο με τη χρήση των μονάδων αγοραστικής δύναμης, όπως αναφέρεται στις πλέον πρόσφατες στατιστικές που δημοσιεύονται σύμφωνα με τους ορισμούς των εθνικών λογαριασμών που περιλαμβάνονται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών που ισχύει τη συγκεκριμένη στιγμή.

β) Οι αρμόδιες εθνικές αρχές παρέχουν στην Eurostat, κατόπιν αιτήσεώς της, όσες συμπληρωματικές πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, προκειμένου να καθορίσει ένα ειδικό δείκτη που να μετρά ορθά την εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων.

Εάν η Eurostat, μετά από νέα διαβούλευση με τις οικείες εθνικές αρχές, διαπιστώσει στατιστικές ανωμαλίες στις ληφθείσες πληροφορίες ή αδυναμία καθορισμού δεικτών που να μετρούν ορθά, από στατιστική άποψη, την εξέλιξη των πραγματικών εισοδημάτων των δημοσίων υπαλλήλων συγκεκριμένου κράτους μέλους, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή παρέχοντας και όλα τα στοιχεία εκτίμησης.

γ) Εκτός από τους ειδικούς δείκτες, η Eurostat υπολογίζει και ορισμένους δείκτες ελέγχου. Ένας από αυτούς τους δείκτες έχει τη μορφή δεδομένων που αφορούν το σύνολο των αποδοχών σε πραγματικές τιμές, κατά κεφαλή, στις κεντρικές διοικήσεις, τα οποία καθορίζονται σύμφωνα με τους ορισμούς των εθνικών λογαριασμών που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σύστημα Λογαριασμών που ισχύει τη συγκεκριμένη στιγμή.

Η Eurostat περιλαμβάνει στην έκθεσή της για τους ειδικούς δείκτες παρατηρήσεις σχετικά με τις αποκλίσεις μεταξύ των δεικτών αυτών και της εξέλιξης των δεικτών ελέγχου που αναφέρονται ανωτέρω.

Άρθρο 2

Η Επιτροπή συντάσσει ανά τριετία εμπεριστατωμένη έκθεση σχετικά με τις ανάγκες των οργάνων σε προσλήψεις, την οποία διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Βάσει της έκθεσης αυτής, η Επιτροπή υποβάλλει, ενδεχομένως, στο Συμβούλιο προτάσεις στηριζόμενες σε όλα τα κατάλληλα στοιχεία, μετά από διαβούλευση με τα άλλα όργανα στο πλαίσιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Τμήμα 2

Τρόπος της ετήσιας προσαρμογής των αποδοχών και συντάξεων

Άρθρο 3

1. Σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το Συμβούλιο αποφασίζει πριν από το τέλος κάθε έτους για την προσαρμογή των αποδοχών και συντάξεων, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, η οποία βασίζεται στα κριτήρια που προβλέπονται στο τμήμα 1 του παρόντος Παραρτήματος, με ισχύ από την 1η Ιουλίου.

2. Το ύψος της προσαρμογής ισούται με το γινόμενο του ειδικού δείκτη επί τον διεθνή δείκτη Βρυξελλών. Η προσαρμογή καθορίζεται σε καθαρές τιμές ως ποσοστό ίσο για όλους.

3. Το ύψος της προσαρμογής που καθορίζεται με τον τρόπο αυτό ενσωματώνεται, σύμφωνα με τη μέθοδο που αναφέρεται κατωτέρω, στην κλίμακα των βασικών μισθών, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο Παράρτημα XIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, καθώς και στα άρθρα 20, 63 και 93 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό:

α) το ποσό των καθαρών αποδοχών και συντάξεων χωρίς διορθωτικό συντελεστή προσαυξάνεται ή μειώνεται κατά το ύψος της ετήσιας προσαρμογής που προαναφέρθηκε·

β) ο νέος πίνακας των βασικών μισθών καταρτίζεται προσδιορίζοντας το ακαθάριστο ποσό που αντιστοιχεί, μετά την αφαίρεση του φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 και των υποχρεωτικών κρατήσεων στα πλαίσια των καθεστώτων κοινωνικής ασφάλισης και συντάξεων, στο ποσό των καθαρών αποδοχών·

γ) για τη μετατροπή αυτή των καθαρών ποσών σε ακαθάριστα, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση άγαμου υπαλλήλου που δεν λαμβάνει τις αποζημιώσεις και τα επιδόματα που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

4. Για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68, τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού πολλαπλασιάζονται με συντελεστή που αποτελείται από:

α) τον συντελεστή που προκύπτει από την προηγούμενη προσαρμογή· ή/και

β) το ύψος της προσαρμογής των αποδοχών που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

5. Κανένας διορθωτικός συντελεστής δεν εφαρμόζεται στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο. Οι διορθωτικοί συντελεστές που εφαρμόζονται:

α) στις αποδοχές που καταβάλλονται στους υπαλλήλους των Κοινοτήτων που υπηρετούν στα άλλα κράτη μέλη και σε ορισμένους άλλους τόπους υπηρεσίας·

β) κατά παρέκκλιση του άρθρου 82, παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στις συντάξεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που καταβάλλονται στα άλλα κράτη μέλη όσον αφορά το τμήμα που αντιστοιχεί στα δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την 1η Μαΐου 2004,

καθορίζονται από τις σχέσεις μεταξύ των οικονομικών ισοτιμιών που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος και των τιμών συναλλάγματος που προβλέπονται στο άρθρο 63 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης για τις αντίστοιχες χώρες.

Εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 8 του παρόντος Παραρτήματος όσον αφορά την αναδρομική εφαρμογή των διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται στους τόπους υπηρεσίας στους οποίους ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλός.

6. Τα όργανα προβαίνουν, με αναδρομική ισχύ για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων και της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της απόφασης για τη νέα προσαρμογή, στην αντίστοιχη, θετική ή αρνητική, διόρθωση των αποδοχών των εν λόγω υπαλλήλων και των συντάξεων που καταβάλλονται στους πρώην υπαλλήλους και τα λοιπά πρόσωπα που έλκουν δικαιώματα από αυτούς.

Εάν η εν λόγω αναδρομική διόρθωση συνεπάγεται ανάκτηση των καθ' υπέρβαση καταβληθέντων, η ανάκτηση αυτή μπορεί να κλιμακώνεται σε διάστημα δώδεκα μηνών το πολύ από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης για την προσεχή ετήσια προσαρμογή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ (ΑΡΘΡΟ 65 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ)

Άρθρο 4

1. Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου, οι ενδιάμεσες προσαρμογές των αποδοχών και συντάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 65, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης αποφασίζονται σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του κόστους ζωής μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου σε σχέση με το όριο ευαισθητοποίησης που ορίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1 του παρόντος Παραρτήματος και αφού ληφθεί υπόψη η πρόβλεψη της εξέλιξης της αγοραστικής δύναμης κατά την τρέχουσα ετήσια περίοδο αναφοράς.

2. Η πρόταση της Επιτροπής διαβιβάζεται στο Συμβούλιο το αργότερο το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Απριλίου.

3. Αυτές οι ενδιάμεσες προσαρμογές λαμβάνονται υπόψη για την ετήσια προσαρμογή των αποδοχών.

Άρθρο 5

1. Η Eurostat πραγματοποιεί την πρόβλεψη της εξέλιξης της αγοραστικής δύναμης για την εξεταζόμενη περίοδο τον Μάρτιο κάθε έτους, βάσει των στοιχείων που παρέχονται στη συνεδρίαση που προβλέπεται στο άρθρο 12 του παρόντος Παραρτήματος.

Εάν η πρόβλεψη αυτή εμφανίζει αρνητικό ποσοστό, το ήμισυ του ποσοστού αυτού λαμβάνεται υπόψη κατά την ενδιάμεση προσαρμογή.

2. Η εξέλιξη του κόστους ζωής για τις Βρυξέλλες μετράται από τον διεθνή δείκτη Βρυξελλών για την περίοδο από τον Ιούνιο έως το Δεκέμβριο του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.

3. Για καθένα από τους τόπους υπηρεσίας για τους οποίους καθορίσθηκε διορθωτικός συντελεστής (με εξαίρεση το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο), πραγματοποιείται κατ' εκτίμηση υπολογισμός για τον μήνα Δεκέμβριο των οικονομικών ισοτιμιών που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3. Η εξέλιξη του κόστους ζωής υπολογίζεται με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3.

Άρθρο 6

1. Το όριο ευαισθητοποίησης για την εξάμηνη περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος είναι το ποσοστό που αντιστοιχεί στο 7 % για δωδεκάμηνη περίοδο.

2. Το όριο εφαρμόζεται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο του παρόντος Παραρτήματος:

α) εάν το όριο ευαισθητοποίησης καλύπτεται ή υπερκαλύπτεται για τις Βρυξέλλες (που μετράται από την εξέλιξη του διεθνούς δείκτη Βρυξελλών μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου), οι αποδοχές προσαρμόζονται για το σύνολο των τόπων σύμφωνα με τη διαδικασία ετήσιας προσαρμογής·

β) εάν το όριο ευαισθητοποίησης δεν καλύπτεται στις Βρυξέλλες, προσαρμόζονται μόνο οι διορθωτικοί συντελεστές των τόπων, όπου η εξέλιξη του κόστους ζωής (που μετράται από την εξέλιξη των τεκμαρτών δεικτών μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου) έχει υπερβεί το όριο ευαισθητοποίησης.

Άρθρο 7

Για την εφαρμογή του άρθρου 6 του παρόντος Παραρτήματος:

Το ύψος της προσαρμογής ισούται με τον διεθνή δείκτη Βρυξελλών, ο οποίος πολλαπλασιάζεται, ενδεχομένως, επί το ήμισυ του ειδικού δείκτη των προβλέψεων, εάν αυτός είναι αρνητικός.

Οι διορθωτικοί συντελεστές ισούνται με τον λόγο μεταξύ της σχετικής οικονομικής ισοτιμίας και της αντίστοιχης τιμής συναλλάγματος που προβλέπεται στο άρθρο 63 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο οποίος, εάν το όριο ευαισθητοποίησης δεν καλύπτεται για τις Βρυξέλλες, πολλαπλασιάζεται επί το ύψος της προσαρμογής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟΥ ΣΥΝΤΕΛΕΣΗ (ΤΟΠΟΙ ΜΕ ΥΨΗΛΗ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΖΩΗΣ)

Άρθρο 8

1. Για τους τόπους με υψηλή αύξηση του κόστους ζωής (μετρώμενη από την εξέλιξη των τεκμαρτών δεικτών), ο διορθωτικός συντελεστής παράγει αποτελέσματα πριν από την 1η Ιανουαρίου για την ενδιάμεση προσαρμογή ή την 1η Ιουλίου για την ετήσια προσαρμογή. Επιδιώκεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να περιορισθεί η απώλεια αγοραστικής δύναμης στο ύψος εκείνης που θα είχε καταγραφεί σε ένα τόπο υπηρεσίας, όπου η εξέλιξη του κόστους ζωής θα αντιστοιχούσε στο όριο ευαισθητοποίησης.

2. Οι ημερομηνίες έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων της ετήσιας προσαρμογής καθορίζονται ως εξής:

α) η 16η Μαΐου για τους τόπους υπηρεσίας των οποίων ο τεκμαρτός δείκτης υπερβαίνει το 6,3 % και

β) η 1η Μαΐου για τους τόπους υπηρεσίας των οποίων ο τεκμαρτός δείκτης υπερβαίνει το 12,6 %.

3. Οι ημερομηνίες έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων της ενδιάμεσης προσαρμογής καθορίζονται ως εξής:

α) η 16η Νοεμβρίου για τους τόπους υπηρεσίας των οποίων ο τεκμαρτός δείκτης υπερβαίνει το 6,3 % και

β) η 1η Νοεμβρίου για τους τόπους υπηρεσίας των οποίων ο τεκμαρτός δείκτης υπερβαίνει το 12,6 %.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ (ΑΡΘΡΟ 64 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ)

Άρθρο 9

1. Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών, η διοίκηση ενός κοινοτικού οργάνου ή οι εκπρόσωποι των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας, μπορούν να ζητήσουν τη δημιουργία διορθωτικού συντελεστή ειδικού για τον εν λόγω τόπο.

Η σχετική αίτηση θα πρέπει να υποστηρίζεται από αντικειμενικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει, στη διάρκεια περισσότερων ετών, αισθητή διαφορά στο κόστος διαβίωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας σε σχέση με εκείνο που διαπιστώνεται στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους (εκτός των Κάτω Χωρών, όπου χρησιμοποιείται η Χάγη αντί του Άμστερνταμ). Εάν η Eurostat επιβεβαιώσει ότι η διαφορά (άνω του 5 %) είναι αισθητή και διαρκής, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει πρόταση καθορισμού διορθωτικού συντελεστή για τον εν λόγω τόπο.

2. Το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, μπορεί επίσης να αποφασίσει να αποσύρει την εφαρμογή διορθωτικού συντελεστή ειδικού για ένα δεδομένο τόπο. Σε παρόμοια περίπτωση, η πρόταση πρέπει να βασίζεται σε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α) σε αίτηση προερχόμενη από τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους, από τη διοίκηση ενός κοινοτικού οργάνου ή από τους εκπροσώπους των υπαλλήλων των Κοινοτήτων σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας, από την οποία προκύπτει ότι το κόστος διαβίωσης στον εν λόγω τόπο υπηρεσίας δεν είναι πλέον σημαντικά διαφορετικό (κατώτερο του 2 %) από εκείνο που καταγράφεται στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους. Η σύγκλιση αυτή θα πρέπει να είναι διαρκής και επικυρωμένη από την Eurostat·

β) στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν πλέον μόνιμοι και έκτακτοι κοινοτικοί υπάλληλοι τοποθετημένοι στον τόπο αυτό.

3. Το Συμβούλιο αποφασίζει επί της προτάσεως σύμφωνα με το άρθρο 64, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΡΗΤΡΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ

Άρθρο 10

Σε περίπτωση σοβαρής και αιφνίδιας επιδείνωσης της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στο εσωτερικό της Κοινότητας, η οποία εκτιμάται βάσει αντικειμενικών στοιχείων που παρέχονται για τον σκοπό αυτό από την Επιτροπή, η Επιτροπή, υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις επί των οποίων αποφασίζει το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 283 της Συνθήκης ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ EUROSTAT ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

Άρθρο 11

Έργο της Eurostat είναι να μεριμνά για την ποιότητα των βασικών δεδομένων και των στατιστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά τις προσαρμογές των αποδοχών. Έχει ιδίως καθήκον να διατυπώνει εκτιμήσεις ή να πραγματοποιεί τις απαιτούμενες μελέτες για την επίβλεψη αυτή.

Άρθρο 12

Η Eurostat συγκαλεί τον Μάρτιο κάθε έτους μια ομάδα εργασίας αποτελούμενη από εμπειρογνώμονες των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών και καλούμενη "ομάδα εργασίας του άρθρου 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης".

Κατά τη συνεδρίαση αυτή, εξετάζεται η στατιστική μεθοδολογία καθώς και η εφαρμογή της όσον αφορά τους ειδικούς δείκτες και τους δείκτες ελέγχου.

Τα στοιχεία που απαιτούνται για να γίνεται η πρόβλεψη της εξέλιξης της αγοραστικής δύναμης για την ενδιάμεση προσαρμογή των αποδοχών πρέπει επίσης να ανακοινώνονται, μαζί με τα δεδομένα για την εξέλιξη της διάρκειας του ωραρίου εργασίας στις κεντρικές διοικήσεις.

Άρθρο 13

Η Eurostat συγκαλεί τουλάχιστον μία φορά ετησίως, και το αργότερο στη διάρκεια του Σεπτεμβρίου, μια ομάδα εργασίας αποτελούμενη από εμπειρογνώμονες των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών και καλούμενη (ομάδα εργασίας του άρθρου 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης).

Κατά τη συνεδρίαση αυτή, εξετάζεται ιδίως η στατιστική μεθοδολογία και η εφαρμογή της για τον καθορισμό του διεθνούς δείκτη Βρυξελλών και των οικονομικών ισοτιμιών.

Άρθρο 14

Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Eurostat, κατόπιν αιτήσεώς της, τα στοιχεία που έχουν άμεση ή έμμεση επίπτωση στη σύνθεση και στην εξέλιξη των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΚΑΙ ΡΗΤΡΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ

Άρθρο 15

1. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο παρόν Παράρτημα εφαρμόζονται από την 1η Ιουλίου 2004 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012.

2. Στο τέλος του τέταρτου έτους αναθεωρούνται, ιδίως όσον αφορά τις δημοσιονομικές επιπτώσεις τους. Προς τούτο, η Επιτροπή υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και, ενδεχομένως, πρόταση τροποποίησης του παρόντος Παραρτήματος βάσει του άρθρου 283 της Συνθήκης ΕΚ."

102. Προστίθενται τα ακόλουθα Παραρτήματα:

"ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XII

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 83Α ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 1

1. Για τον καθορισμό της εισφοράς των υπαλλήλων στο συνταξιοδοτικό καθεστώς που αναφέρεται στο άρθρο 83α, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή πραγματοποιεί ανά πενταετία, αρχής γενομένης το 2004, την αναλογιστική αποτίμηση της ισορροπίας του συνταξιοδοτικού καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 83α, παράγραφος 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η αξιολόγηση αυτή αναφέρει εάν η εισφορά των υπαλλήλων επαρκεί να χρηματοδοτήσει το ένα τρίτο της δαπάνης που προβλέπεται από το συνταξιοδοτικό καθεστώς.

2. Για την εξέταση που αναφέρεται στο άρθρο 83α, παράγραφος 4 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή πραγματοποιεί, κάθε έτος, ενημέρωση της εν λόγω αναλογιστικής αποτίμησης, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη του πληθυσμού, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 του παρόντος Παραρτήματος, του επιτοκίου που ορίζεται στο άρθρο 10 του παρόντος Παραρτήματος και του ποσοστού ετήσιας αλλαγής στις κλίμακες μισθών των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ορίζεται στο άρθρο 11 του παρόντος Παραρτήματος.

3. Η αποτίμηση και οι ενημερώσεις πραγματοποιούνται κάθε έτος n, βάσει του πληθυσμού των ενεργών μελών του συνταξιοδοτικού καθεστώτος στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους (n-1).

Άρθρο 2

1. Η αναπροσαρμογή του ποσοστού της εισφοράς γίνεται με ισχύ από 1ης Ιουλίου, ταυτόχρονα με την ετήσια αναπροσαρμογή των αποδοχών που προβλέπεται στο άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Κάθε αναπροσαρμογή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα εισφορά μεγαλύτερη ή μικρότερη από 1 % σε σχέση με την εισφορά που ίσχυε το προηγούμενο έτος.

2. Η αναπροσαρμογή που αρχίζει να ισχύει την 1η Ιουλίου 2004 δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αύξηση της εισφοράς πέραν του 9,75 %. Η αναπροσαρμογή που αρχίζει να ισχύει την 1η Ιουλίου 2005 δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αύξηση της εισφοράς πέραν του 10,25 %.

3. Η διαφορά που διαπιστώνεται μεταξύ της αναπροσαρμογής του ποσοστού της εισφοράς που θα προέκυπτε από τον αναλογιστικό υπολογισμό και της αναπροσαρμογής που προκύπτει από την αναφερόμενη στην παράγραφο 2 μεταβολή, δεν οδηγεί ποτέ σε ανάκτηση ή, κατ' ακολουθία, σε συνυπολογισμό της κατά τους μεταγενέστερους αναλογιστικούς υπολογισμούς. Το ποσοστό της εισφοράς που θα προκύψει από τον αναλογιστικό υπολογισμό αναφέρεται στην έκθεση αποτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ

Άρθρο 3

Οι πενταετείς αναλογιστικές αποτιμήσεις καθορίζουν τις συνθήκες ισορροπίας λαμβάνοντας υπόψη, ως βάρη του καθεστώτος, τη σύνταξη αρχαιότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το επίδομα αναπηρίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 78 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και τις συντάξεις επιζώντων, όπως ορίζονται στα άρθρα 79 και 80 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 4

1. Η αναλογιστική ισορροπία αξιολογείται με βάση τη μέθοδο υπολογισμού που αναφέρεται στο παρόν κεφάλαιο.

2. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, η "αναλογιστική αξία" των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία του υπολογισμού αντιπροσωπεύει υποχρέωση προηγούμενης υπηρεσίας, ενώ η αναλογιστική αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα αποκτηθούν κατά το έτος υπηρεσίας που αρχίζει την ημερομηνία του υπολογισμού, αντιπροσωπεύει το "κόστος υπηρεσίας".

3. Εξυπακούεται ότι όλες οι συνταξιοδοτήσεις (εκτός για αναπηρία) θα επέλθουν σε καθορισμένη μέση ηλικία r. Η μέση ηλικία συνταξιοδότησης ενημερώνεται μόνο κατά την πενταετή αναλογιστική αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος και μπορεί να διαφέρει για τις διάφορες ομάδες προσωπικού.

4. Για τον καθορισμό των αναλογιστικών αξιών:

α) λαμβάνονται υπόψη οι μελλοντικές μεταβολές στο βασικό μισθό κάθε υπαλλήλου μεταξύ της ημερομηνίας υπολογισμού και της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης·

β) δεν λαμβάνονται υπόψη τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία υπολογισμού.

5. Όλες οι σχετικές διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης (ιδίως στα Παραρτήματα VIII και XIII) λαμβάνονται υπόψη κατά την αναλογιστική αποτίμηση του κόστους υπηρεσίας.

6. Εφαρμόζεται διαδικασία εξομάλυνσης για τον καθορισμό του πραγματικού προεξοφλητικού επιτοκίου και του ποσοστού ετήσιας αλλαγής στις κλίμακες μισθών των κοινοτικών υπαλλήλων. Η εξομάλυνση προκύπτει από κινητό μέσο όρο 12ετίας για το επιτόκιο και για την αύξηση στις κλίμακες μισθών.

Άρθρο 5

1. Ο τύπος υπολογισμού της εισφοράς βασίζεται στην εξίσωση:

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΙΚΟ>

2. Η εισφορά των υπαλλήλων στο κόστος χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού καθεστώτος υπολογίζεται ως το ένα τρίτο του λόγου μεταξύ του κόστους υπηρεσίας του τρέχοντος έτους (n) για όλους τους υπαλλήλους που είναι ενεργά μέλη του συνταξιοδοτικού καθεστώτος και του συνόλου των ετήσιων βασικών μισθών για τον ίδιο πληθυσμό ενεργών μελών του συνταξιοδοτικού καθεστώτος την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους (n-1).

3. Το κόστος υπηρεσίας είναι το άθροισμα:

α) του κόστους της υπηρεσίας συνταξιοδότησης (που αναλύεται στο άρθρο 6 του παρόντος Παραρτήματος), δηλ. η αναλογιστική αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα αποκτηθούν κατά το έτος n, συμπεριλαμβανομένης της αξίας του μέρους της εν λόγω σύνταξης που θα οφείλεται στον επιζώντα σύζυγο ή/και στα συντηρούμενα τέκνα κατά τον θάνατο του υπαλλήλου μετά τη συνταξιοδότησή του (ανακληρονόμηση)·

β) του κόστους της υπηρεσίας αναπηρίας (που αναλύεται στο άρθρο 7 του παρόντος Παραρτήματος), δηλαδή η αναλογιστική αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα οφείλονται στους εν ενεργεία υπαλλήλους οι οποίοι αναμένεται να καταστούν ανάπηροι κατά το έτος n και

γ) του κόστους της υπηρεσίας επιζώντων (που αναλύεται στο άρθρο 8 του παρόντος Παραρτήματος), δηλαδή η αναλογιστική αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα οφείλονται εξ ονόματος των εν ενεργεία υπαλλήλων οι οποίοι αναμένεται να αποβιώσουν κατά το έτος n.

4. Η αξιολόγηση του κόστους υπηρεσίας βασίζεται στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και στις ενδεδειγμένες προσόδους, όπως αναλύεται στα άρθρα 6 έως 8 του παρόντος Παραρτήματος.

Οι πρόσοδοι αυτές παρέχουν την αναλογιστική παρούσα αξία του 1 ευρώ ετησίως, λαμβανομένων υπόψη του επιτοκίου, του ποσοστού της ετήσιας αλλαγής στις κλίμακες μισθών και της πιθανότητας να επιζήσει κανείς έως την ηλικία συνταξιοδότησης.

5. Λαμβάνονται υπόψη τα ελάχιστα όρια διαβίωσης που αναφέρονται στο κεφάλαιο 2 του τίτλου V του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο Παράρτημα VIII.

Άρθρο 6

1. Για να υπολογισθεί η αξία των συντάξεων αρχαιότητας, υπολογίζονται για κάθε υπάλληλο εν ενεργεία τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν κατά το έτος n, πολλαπλασιάζοντας τον κατά προβολή βασικό μισθό του τη στιγμή της συνταξιοδότησης επί τον εφαρμοστέο συντελεστή επαύξησης.

Εάν τα συσσωρευμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα (από την ημέρα της πρόσληψης, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών), τα οποία έχουν πιστωθεί στον υπάλληλο στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1 φθάνουν τουλάχιστον το 70 %, θεωρείται ότι ο υπάλληλος δεν έχει αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα κατά το έτος n.

2. Ο κατά προβολή βασικός μισθός (PS) κατά τη συνταξιοδότηση υπολογίζεται με αφετηρία τον βασικό μισθό στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους και λαμβανομένου υπόψη του ποσοστού ετήσιας αύξησης στον πίνακα μισθών και του εκτιμώμενου ετήσιου ποσοστού αύξησης λόγω αρχαιότητας και προαγωγών, ως εξής:

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΙΚΟ>

Όπου:

SAL= τρέχων μισθός

GSG= εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών)

ISP= εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό αύξησης λόγω αρχαιότητας και προαγωγών

m= διαφορά μεταξύ της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης (r) και της παρούσας ηλικίας του υπαλλήλου (x)

Εφόσον οι υπολογισμοί γίνονται σε πραγματικούς όρους, μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού, το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στις κλίμακες μισθών και το ετήσιο ποσοστό αύξησης λόγω αρχαιότητας και προαγωγών, είναι ποσοστά αύξησης που δεν περιλαμβάνουν τον πληθωρισμό.

3. Βάσει του υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί από ένα δεδομένο υπάλληλο, η αναλογιστική αξία των εν λόγω συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων (και των ανακληρονομικών συντάξεων που συνδέονται με αυτά) υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τα ετήσια συνταξιοδοτικά δικαιώματα, όπως ορίσθηκαν ανωτέρω, με το άθροισμα:

α) μιας άμεσης προσόδου αναβαλλόμενης στην ηλικία x, αναβαλλόμενης επί m έτη:

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΙΚΟ>

όπου:

x= ηλικία του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

τ= επιτόκιο

kpx= πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας x να επιζεί σε k έτη

m= διαφορά μεταξύ της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης (r) και της παρούσας ηλικίας του υπαλλήλου (x)

GSG= εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών)

ω= ανώτατο όριο του πίνακα θνησιμότητας

και

β) μιας άμεσης ανακληρονομικής προσόδου αναβαλλόμενης στις ηλικίες x και y, όπου y είναι η θεωρητική ηλικία του συζύγου. Η τελευταία αυτή πρόσοδος πολλαπλασιάζεται επί την πιθανότητα να συνάψει γάμο ο υπάλληλος και επί το εφαρμοστέο ποσοστό ανακληρονόμησης που καθορίζεται σύμφωνα με το Παράρτημα VIII:

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΙΚΟ>

Όπου:

x= ηλικία του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

y= ηλικία του συζύγου του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

τ= επιτόκιο

kpx= πιθανότητα για έναν υπάλληλο ηλικίας x να επιζεί σε k έτη

kpy= πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας y (σύζυγος του υπαλλήλου ηλικίας x) να επιζεί σε k έτη

m= διαφορά μεταξύ της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης (r) και της παρούσας ηλικίας του υπαλλήλου (x)

GSG= εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών)

ω= ανώτατο όριο του πίνακα θνησιμότητας.

4. Ο υπολογισμός του κόστους υπηρεσίας για τη συνταξιοδότηση λαμβάνει υπόψη:

α) το κίνητρο επαύξησης για τους υπαλλήλους που παραμένουν στην υπηρεσία μετά την ηλικία συνταξιοδότησης·

β) τον συντελεστή μείωσης για τους υπαλλήλους που αποχωρούν από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης.

Άρθρο 7

1. Για να υπολογισθεί η αξία των εν λόγω επιδομάτων αναπηρίας, ο αριθμός των επιδομάτων που αναμένεται να καταστούν πληρωτέα κατά το έτος n, μετράται εφαρμόζοντας σε κάθε εν ενεργεία υπάλληλο την πιθανότητα να καταστεί ανάπηρος κατά το έτος αυτό. Η πιθανότητα αυτή στη συνέχεια πολλαπλασιάζεται επί το ετήσιο ποσό των επιδομάτων αναπηρίας το οποίο θα δικαιούται ο υπάλληλος.

2. Για τον υπολογισμό της αναλογιστικής αξίας των επιδομάτων αναπηρίας που καθίστανται το πρώτον απαιτητά κατά το έτος n, χρησιμοποιούνται οι ακόλουθες πρόσοδοι:

α) μια άμεση προσωρινή πρόσοδος στην ηλικία x:

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΙΚΟ>

Όπου:

x= ηλικία του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

τ= επιτόκιο

kpx= πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας x να επιζεί σε k έτη

m= διαφορά μεταξύ της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης (r) και της παρούσας ηλικίας του υπαλλήλου (x)

GSG= εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών),

και

β) μια άμεση ανακληρονομική πρόσοδος. Η τελευταία αυτή πρόσοδος πολλαπλασιάζεται επί την πιθανότητα να συνάψει γάμο ο υπάλληλος και επί το εφαρμοστέο ποσοστό ανακληρονόμησης.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΙΚΟ>

Όπου:

x= ηλικία του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

y= ηλικία του συζύγου του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

τ= επιτόκιο

kpx= πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας x να επιζεί σε k έτη

kpy= πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας y (σύζυγος του προσώπου ηλικίας x) να επιζεί σε k έτη

m= διαφορά μεταξύ της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης (r) και της παρούσας ηλικίας του υπαλλήλου (x)

GSG= εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών).

Άρθρο 8

1. Η αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα καταστούν πληρωτέα στους επιζώντες κατά το έτος n, μετράται εφαρμόζοντας σε κάθε εν ενεργεία υπάλληλο την πιθανότητα να αποβιώσει στη διάρκεια του έτους. Η πιθανότητα αυτή στη συνέχεια πολλαπλασιάζεται επί το ετήσιο ποσό της σύνταξης του συζύγου που θα καταστεί πληρωτέα κατά το τρέχον έτος. Ο υπολογισμός λαμβάνει υπόψη τις πιθανές συντάξεις ορφανού που θα μπορούσαν να καταστούν πληρωτέες.

2. Για τον υπολογισμό της αναλογιστικής αξίας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα καταστούν πληρωτέα στους επιζώντες κατά το έτος n, χρησιμοποιείται μια άμεση πρόσοδος. Η πρόσοδος αυτή πολλαπλασιάζεται επί την πιθανότητα να συνάψει γάμο ο υπάλληλος:

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΙΚΟ>

Όπου:

y= ηλικία του συζύγου του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

τ= επιτόκιο

kpy= πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας y (σύζυγος του προσώπου ηλικίας x) να επιζεί σε k έτη

GSG= εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών)

ω= ανώτατο όριο του πίνακα θνησιμότητας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 9

1. Οι δημογραφικές παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αναλογιστική αποτίμηση βασίζονται στην παρατήρηση του πληθυσμού των συμμετεχόντων στο καθεστώς, ο οποίος αποτελείται από το εν ενεργεία προσωπικό και τους συνταξιούχους. Οι πληροφορίες αυτές συγκεντρώνονται κάθε έτος από την Επιτροπή βάσει των πληροφοριών που λαμβάνονται από τα διάφορα όργανα και τις Υπηρεσίες, το προσωπικό των οποίων συμμετέχει στο καθεστώς.

Από την παρατήρηση του πληθυσμού αυτού, προκύπτουν ιδίως η διάρθρωση του πληθυσμού, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης και ο πίνακας αναπηρίας.

2. Ο πίνακας θνησιμότητας αναφέρεται σε πληθυσμό που έχει τα πλησιέστερα δυνατά χαρακτηριστικά με τον πληθυσμό των συμμετεχόντων στο καθεστώς. Ενημερώνεται μόνο κατά την πενταετή αναλογιστική αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος.

Άρθρο 10

1. Τα επιτόκια που λαμβάνονται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς βασίζονται στα παρατηρούμενα μέσα ετήσια επιτόκια του μακροχρόνιου δημόσιου χρέους των κρατών μελών, τα οποία δημοσιεύονται από την Επιτροπή. Για τον υπολογισμό του αντίστοιχου επιτοκίου μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού, το οποίο χρειάζεται για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, χρησιμοποιείται ο κατάλληλος δείκτης τιμών καταναλωτή.

2. Το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο που λαμβάνεται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, είναι ο μέσος όρος των πραγματικών μέσων επιτοκίων για τα 12 έτη που προηγούνται του τρέχοντος έτους.

Άρθρο 11

1. Η ετήσια αλλαγή στις κλίμακες μισθών των υπαλλήλων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, βασίζεται στους ειδικούς δείκτες που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 4 του Παραρτήματος XI.

2. Το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο που λαμβάνεται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, είναι ο μέσος όρος των καθαρών ειδικών δεικτών για την Ευρωπαϊκή Ένωση για τα 20 έτη που προηγούνται του τρέχοντος έτους.

Άρθρο 12

Το επιτόκιο που αναφέρεται στα άρθρα 4 και 8 του Παραρτήματος VIII για τον υπολογισμό των σύνθετων τόκων, είναι το πραγματικό επιτόκιο που αναφέρεται στο άρθρο 10 του παρόντος Παραρτήματος και αναθεωρείται, εάν χρειάζεται κατά τις πενταετείς αναλογιστικές αποτιμήσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Άρθρο 13

1. Η Eurostat είναι η αρχή που ευθύνεται για την τεχνική εφαρμογή του παρόντος Παραρτήματος.

2. Την Eurostat επικουρούν ένας ή περισσότεροι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες κατά τη διενέργεια των αναλογιστικών αποτιμήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος. Η Eurostat παρέχει στους εν λόγω εμπειρογνώμονες ιδίως τις παραμέτρους που προβλέπονται στα άρθρα 9 έως 11 του παρόντος Παραρτήματος.

3. Η Eurostat υποβάλλει κάθε έτος την 1η Σεπτεμβρίου έκθεση σχετικά με τις αποτιμήσεις και τις ενημερώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος.

4. Τα ενδεχόμενα ζητήματα μεθοδολογίας που ανακύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος Παραρτήματος εξετάζονται από την Eurostat σε συνεργασία με τους εθνικούς εμπειρογνώμονες των αρμοδίων υπηρεσιών των κρατών μελών και με τον ανεξάρτητο ειδικευμένο εμπειρογνώμονα. Προς τούτο, η Eurostat συγκαλεί συνεδρίαση της εν λόγω ομάδας, τουλάχιστον άπαξ του έτους. Εντούτοις, η Eurostat μπορεί να συγκαλεί συχνότερες συνεδριάσεις, εάν το κρίνει αναγκαίο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΡΗΤΡΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ

Άρθρο 14

1. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερη πρόταση, και παράγραφος 3, καθώς και τα άρθρα 9, 10, 11, και 12 του παρόντος Παραρτήματος εφαρμόζονται από την 1η Ιουλίου 2004 έως τις 30 Ιουνίου 2013.

2. Επ' ευκαιρία της πενταετούς αναλογιστικής αποτίμησης, το παρόν Παράρτημα μπορεί να επανεξετασθεί από το Συμβούλιο, ιδίως όσον αφορά τις δημοσιονομικές επιπτώσεις του και την αναλογιστική ισορροπία, με βάση έκθεση συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από πρόταση της Επιτροπής, η οποία συντάσσεται μετά από γνωμοδότηση της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το Συμβούλιο αποφασίζει για την πρόταση αυτή με την ειδική πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 205, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση της Συνθήκης ΕΚ.

3. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 83α του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, υποβάλλονται στο Συμβούλιο, έως το τέλος του 2008, δεύτερη αποτίμηση, έκθεση και, εάν χρειασθεί, πρόταση της Επιτροπής.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII

Μεταβατικά μέτρα που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους των Κοινοτήτων

Τμήμα 1

Άρθρο 1

1. Κατά τη διάρκεια της περιόδου από την 1η Μαΐου 2004 έως τις 30 Απριλίου 2006, το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Οι θέσεις που αναφέρονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και το επίπεδο των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε τέσσερις κατηγορίες που ορίζονται κατά φθίνουσα ιεραρχική τάξη με τα γράμματα A*, B*, C* και D*.

2. Η κατηγορία A* περιλαμβάνει δώδεκα βαθμούς, η κατηγορία B* εννέα βαθμούς, η κατηγορία C* επτά βαθμούς και η κατηγορία D* πέντε βαθμούς."

2. Κάθε αναφορά στην ημερομηνία πρόσληψης νοείται ως αναφορά στην ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας.

Άρθρο 2

1. Την 1η Μαΐου 2004 και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 8 του παρόντος Παραρτήματος, οι βαθμοί των υπαλλήλων που βρίσκονται σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, λαμβάνουν νέα ονομασία ως εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 του παρόντος Παραρτήματος, ο μηνιαίος βασικός μισθός καθορίζεται, για κάθε βαθμό και κάθε κλιμάκιο, σύμφωνα με τους κατωτέρω πίνακες (ποσά σε ευρώ):

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

3. Οι μισθοί για τους νέους ενδιάμεσους βαθμούς χρησιμοποιούν τα ποσά εφαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 7 του παρόντος Παραρτήματος.

Άρθρο 3

Η διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1 του παρόντος Παραρτήματος δεν έχει καμία επίπτωση στο κλιμάκιο στο οποίο βρίσκεται ένας υπάλληλος ούτε στην αρχαιότητα στο βαθμό και στο κλιμάκιο που έχει αποκτήσει. Οι μισθοί καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος Παραρτήματος.

Άρθρο 4

Για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και για την περίοδο που ορίζεται στην εισαγωγική πρόταση του άρθρου 1 του παρόντος Παραρτήματος:

α) Οι όροι "ομάδα καθηκόντων" αντικαθίσταται από τον όρο "κατηγορία":

i) Στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης:

- στο άρθρο 5, παράγραφος 5,

- στο άρθρο 6, παράγραφος 1,

- στο άρθρο 7, παράγραφος 2,

- στο άρθρο 31, παράγραφος 1,

- στο άρθρο 32, τρίτο εδάφιο,

- στο άρθρο 39, στοιχείο στ),

- στο άρθρο 40, παράγραφος 4,

- στο άρθρο 41, παράγραφος 3,

- στο άρθρο 51, παράγραφοι 1, 2, 8 και 9,

- στο άρθρο 78, πρώτο εδάφιο,

ii) στο Παράρτημα II του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, άρθρο 1, τέταρτο εδάφιο,

iii) στο Παράρτημα III του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης:

- στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο γ),

- στο άρθρο 3, τέταρτο εδάφιο,

iv) στο Παράρτημα IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης:

- στο άρθρο 5,

- στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχεία στ) και ζ)·

β) οι όροι "ομάδα καθηκόντων AD" αντικαθίστανται από τους όρους "κατηγορία A*":

i) στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης:

- στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ),

- στο άρθρο 48, τρίτο εδάφιο,

- στο άρθρο 56, δεύτερο εδάφιο,

ii) στο Παράρτημα II του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, άρθρο 10, παράγραφος 1·

γ) οι όροι "ομάδα καθηκόντων AST" αντικαθίστανται από τους όρους "κατηγορίες B*, C* και D*":

i) Στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης:

- στο άρθρο 43, δεύτερο εδάφιο,

- στο άρθρο 48, τρίτο εδάφιο,

ii) στο Παράρτημα VI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, άρθρα 1 και 3·

δ) οι όροι "του βαθμού AST 1 έως AST 4 "αντικαθίστανται από τους όρους "των κατηγοριών C* και D* βαθμοί 1 έως 4", στο άρθρο 56, τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

ε) στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο (α) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι "την ομάδα καθηκόντων AST" αντικαθίστανται από τους όρους "τις κατηγορίες B* και C*"·

στ) το άρθρο 29, παράγραφος 4 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: "Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οργανώνει τουλάχιστον ένα διαγωνισμό για τις κατηγορίες C*, B* και A* πριν από την 1η Μαΐου 2006"·

ζ) στο άρθρο 43, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι "καθηκόντων υπαλλήλου διοικήσεως" αντικαθίστανται από τους όρους "καθηκόντων στην αμέσως ανώτερη κατηγορία"·

η) στο άρθρο 45α, παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι "ομάδας καθηκόντων AST" αντικαθίστανται από τους όρους "κατηγορίας Β*" και οι όροι "ομάδας καθηκόντων AST" αντικαθίστανται από τους όρους "θέσης στην κατηγορία Α*"·

θ) στο άρθρο 46 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι "AD 9 έως AD 14" αντικαθίστανται από τους όρους "A *9 έως A *14"·

ι) στο άρθρο 29, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι "βαθμών AD 16 ή AD 15" αντικαθίστανται από τους όρους "βαθμών A *16 ή A* 15" και οι όροι "βαθμών AD 15 ή AD 14" από τους όρους "βαθμών A *15 ή A* 14"·

ια) στο Παράρτημα II του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στο άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, ο όρος "AD 14" αντικαθίσταται από τον όρο "A *14"·

ιβ) στο Παράρτημα IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στο άρθρο 5:

i) στην παράγραφο 2, ο όρος "AD 13" αντικαθίσταται από τον όρο "A *13",

ii) στην παράγραφο 3, ο όρος "AD 14" αντικαθίσταται από τους όρους "A *14 ή ανώτερο βαθμό" και οι όροι "AD 16 ή AD 15" από τους όρους "A *16 ή A *15",

iii) στην παράγραφο 4, ο όρος "AD 16" αντικαθίσταται από τους όρους "A *16" και ο όρος "AD 15" από τον όρο "A *15"·

ιγ) στο άρθρο 43, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι "και από τον τέταρτο βαθμό" διαγράφονται·

ιδ) στο άρθρο 5, παράγραφος 4 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η παραπομπή στο "Παράρτημα I, σημείο A", αντικαθίσταται από την παραπομπή στο "Παράρτημα XIII.1"·

ιε) οπουδήποτε στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης γίνεται αναφορά στο βασικό μηνιαίο μισθό υπαλλήλου βαθμού AST 1, αντικαθίσταται από αναφορά στο βασικό μηνιαίο μισθό υπαλλήλου βαθμού D *1.

Άρθρο 5

1. Παρά το άρθρο 45 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπάλληλοι που είχαν σειρά προαγωγής την 1η Μαΐου 2004 εξακολουθούν να έχουν σειρά προαγωγής, έστω και αν δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει ελάχιστη περίοδο δύο ετών στο βαθμό τους.

2. Οι υπάλληλοι που είναι εγγεγραμμένοι σε πίνακα υποψηφίων ικανών να μεταφερθούν σε άλλη κατηγορία πριν από την 1η Μαΐου 2006 κατατάσσονται, εάν η μετάβαση πραγματοποιηθεί μετά την 1η Μαΐου 2004, στον ίδιο βαθμό και στο ίδιο κλιμάκιο με αυτό που κατείχαν στην παλαιά κατηγορία ή, ελλείψει αυτών, στο πρώτο κλιμάκιο του εισαγωγικού βαθμού της νέας κατηγορίας.

3. Τα άρθρα 1 έως 11 του παρόντος Παραρτήματος ισχύουν, για τους έκτακτους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, οι οποίοι στη συνέχεια προσλαμβάνονται ως υπάλληλοι σύμφωνα με την παράγραφο 4.

4. Οι έκτακτοι υπάλληλοι που είναι εγγεγραμμένοι σε πίνακα υποψηφίων ικανών να μεταφερθούν σε άλλη κατηγορία ή σε πίνακα επιτυχόντων υποψηφίων εσωτερικού διαγωνισμού πριν από την 1η Μαΐου 2006 κατατάσσονται, εάν η πρόσληψη πραγματοποιηθεί μετά την 1η Μαΐου 2004 στον ίδιο βαθμό και στο ίδιο κλιμάκιο με αυτό που κατείχαν ως έκτακτοι υπάλληλοι στην παλαιά κατηγορία ή, ελλείψει αυτών, στο πρώτο κλιμάκιο του εισαγωγικού βαθμού της νέας κατηγορίας.

5. Ο υπάλληλος βαθμού A3 την 30ή Απριλίου 2004 πρέπει, εάν διορισθεί μετά την εν λόγω ημερομηνία ως διευθυντής, να προάγεται στον επόμενο ανώτερο βαθμό, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 5 του παρόντος Παραρτήματος. Το άρθρο 46, τελευταία πρόταση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δεν εφαρμόζεται.

Άρθρο 6

Με την επιφύλαξη των άρθρων 9 και 10 του παρόντος Παραρτήματος, για την πρώτη προαγωγή των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, τα ποσοστά που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2 και στο Παράρτημα I, σημείο B του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης προσαρμόζονται, για να καταστούν σύμφωνα με τις διευθετήσεις που ισχύουν σε κάθε όργανο πριν από την ημερομηνία αυτή.

Όταν η προαγωγή ενός υπαλλήλου παράγει αποτελέσματα πριν από την 1η Μαΐου 2004, διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που ισχύουν την ημερομηνία κατά την οποία η προαγωγή παράγει αποτελέσματα.

Άρθρο 7

Ο μηνιαίος βασικός μισθός των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, καθορίζεται σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

1. Ο μηνιαίος βασικός μισθός που καταβάλλεται σε κάθε υπάλληλο δεν υφίσταται καμία μεταβολή λόγω της αλλαγής της ονομασίας των βαθμών σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1 του παρόντος Παραρτήματος.

2. Για κάθε υπάλληλο υπολογίζεται, την 1η Μαΐου 2004, ένας συντελεστής πολλαπλασιασμού. Ο εν λόγω συντελεστής πολλαπλασιασμού ισούται με τον λόγο που υπάρχει μεταξύ του μηνιαίου βασικού μισθού που καταβάλλεται στον υπάλληλο πριν από την 1η Μαΐου 2004 και του ποσού εφαρμογής που ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος.

Ο μηνιαίος βασικός μισθός που καταβάλλεται στον υπάλληλο κατά την 1η Μαΐου 2004 ισούται με το γινόμενο του ποσού εφαρμογής επί τον συντελεστή πολλαπλασιασμού.

Ο συντελεστής πολλαπλασιασμού χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του μηνιαίου βασικού μισθού του υπαλλήλου κατά την προαγωγή κατά κλιμάκιο ή κατά την προσαρμογή των αποδοχών.

3. Παρά τις ανωτέρω διατάξεις, για τις περιόδους μετά την 1η Μαΐου 2004, ο μηνιαίος βασικός μισθός που καταβάλλεται στον υπάλληλο δεν είναι μικρότερος από τον μηνιαίο βασικό μισθό που θα είχε εισπράξει δυνάμει του συστήματος που ίσχυε πριν από την ημερομηνία αυτή επ' ευκαιρία της αυτόματης προαγωγής κατά κλιμάκιο στον βαθμό που κατείχε προηγουμένως. Για κάθε βαθμό και για κάθε κλιμάκιο, ο παλαιός βασικός μισθός που λαμβάνεται υπόψη ισούται με το ποσό εφαρμογής μετά την 1η Μαΐου 2004, πολλαπλασιαζόμενο επί τον συντελεστή που ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος.

4. Ο υπάλληλος βαθμού A*10 έως A*16 και AD10 έως 16 αντίστοιχα, ο οποίος την 30ή Απριλίου 2004 είναι προϊστάμενος μονάδας, διευθυντής ή γενικός διευθυντής ή, στη συνέχεια διορίζεται προϊστάμενος μονάδας, διευθυντής ή γενικός διευθυντής και έχει ασκήσει τα νέα του καθήκοντα κατά τους πρώτους εννέα μήνες, δικαιούται αύξηση του μηνιαίου βασικού μισθού αντίστοιχη με τη διαφορά κατά ποσοστό μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου κλιμακίου των βαθμών που αναφέρονται στον πίνακα του άρθρου 2, παράγραφος 1 και στον πίνακα του άρθρου 8, παράγραφος 1 του παρόντος Παραρτήματος.

5. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3, για κάθε υπάλληλο, η πρώτη προαγωγή που λαμβάνεται μετά την 1η Μαΐου 2004, πρέπει, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκε πριν από την 1η Μαΐου 2004 και ανάλογα με το κλιμάκιο που κατέχει τη στιγμή που παράγει αποτελέσματα η προαγωγή του, να συνεπάγεται αύξηση του μηνιαίου βασικού μισθού που καθορίζεται βάσει του ακόλουθου πίνακα:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Για να καθορισθεί το εφαρμοστέο ποσοστό, κάθε βαθμός διαιρείται σε μια σειρά πλασματικών κλιμακίων που αντιστοιχούν σε δύο μήνες υπηρεσίας και σε πλασματικά ποσοστά μειωμένα κατά ένα δωδέκατο της διαφοράς μεταξύ του ποσοστού του συγκεκριμένου κλιμακίου και εκείνου του αμέσως ανώτερου κλιμακίου για κάθε πλασματικό κλιμάκιο.

Για τον υπολογισμό του μισθού προ της προαγωγής, όταν ο υπάλληλος δεν βρίσκεται στο τελευταίο κλιμάκιο του βαθμού του, λαμβάνεται υπόψη η αξία του πλασματικού κλιμακίου. Για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης, κάθε βαθμός διαιρείται επίσης σε πλασματικούς μισθούς που προχωρούν, από το πρώτο έως το τελευταίο πραγματικό κλιμάκιο, κατά ένα δωδέκατο της διετούς αύξησης κατά κλιμάκιο στο βαθμό αυτό.

6. Κατά την εν λόγω πρώτη προαγωγή, καθορίζεται νέος συντελεστής πολλαπλασιασμού. Αυτός ο συντελεστής πολλαπλασιασμού ισούται με τον λόγο μεταξύ των νέων βασικών μισθών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παραγράφου 5 και του ποσού εφαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του παρόντος Παραρτήματος. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 7, ο εν λόγω συντελεστής πολλαπλασιασμού εφαρμόζεται επί του μισθού κατά την προαγωγή κατά κλιμάκιο και κατά την αναπροσαρμογή των αποδοχών.

7. Εάν, μετά από μια προαγωγή, ο συντελεστής πολλαπλασιασμού είναι κατώτερος της μονάδας, ο υπάλληλος, κατά παρέκκλιση του άρθρου 44 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, παραμένει στο πρώτο κλιμάκιο του νέου βαθμού του, για όσο διάστημα ο συντελεστής πολλαπλασιασμού παραμένει κατώτερος της μονάδας ή ο ενδιαφερόμενος δεν λαμβάνει νέα προαγωγή. Υπολογίζεται νέος συντελεστής πολλαπλασιασμού, για να ληφθεί υπόψη η αξία της προαγωγής κατά κλιμάκιο, στην οποία θα είχε δικαίωμα ο υπάλληλος δυνάμει του εν λόγω άρθρου. Όταν ο συντελεστής φθάσει τη μονάδα, ο υπάλληλος αρχίζει να προχωρεί από το ένα κλιμάκιο στο άλλο σύμφωνα με το άρθρο 44 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εξάλλου, εάν ο συντελεστής πολλαπλασιασμού υπερβεί τη μονάδα, το υπόλοιπο που, ενδεχομένως, απομένει, μετατρέπεται σε αρχαιότητα στο κλιμάκιο.

8. Ο συντελεστής πολλαπλασιασμού εφαρμόζεται κατά τις μεταγενέστερες προαγωγές.

Άρθρο 8

1. Οι βαθμοί που εισάγονται δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1 αλλάζουν ονομασία, με ισχύ από την 1η Μαΐου 2006 ως εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 του παρόντος Παραρτήματος, οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί καθορίζονται για κάθε βαθμό και κάθε κλιμάκιο βάσει του πίνακα που περιλαμβάνεται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Όσον αφορά τους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, ο πίνακας που εφαρμόζεται έως ότου παραγάγει αποτελέσματα η πρώτη προαγωγή τους μετά την ημερομηνία αυτή, είναι ο εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Άρθρο 9

Από την 1η Μαΐου 2004 έως την 30ή Απριλίου 2011 και κατά παρέκκλιση του Παραρτήματος Ι, σημείο B του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, όσον αφορά τους υπαλλήλους των βαθμών AD 12 και 13 και του βαθμού AST 10, τα ποσοστά που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είναι τα εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Άρθρο 10

1. Οι υπάλληλοι που υπηρετούν στις κατηγορίες C ή D πριν από την 1η Μαΐου 2004, τοποθετούνται από την 1η Μαΐου 2006 στις σταδιοδρομίες που επιτρέπουν προαγωγές:

α) στην παλαιά κατηγορία C, έως το βαθμό AST 7·

β) στην παλαιά κατηγορία D, έως το βαθμό AST 5.

2. Για τους υπαλλήλους αυτούς, από την 1η Μαΐου 2004 και κατά παρέκκλιση του Παραρτήματος I, σημείο B του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα ποσοστά που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είναι τα εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

3. Υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος 1 μπορεί να καθίσταται μέλος της ομάδας καθηκόντων των βοηθών χωρίς περιορισμό, αφού επιτύχει σε γενικό διαγωνισμό ή βάσει διαδικασίας πιστοποίησης. Η διαδικασία πιστοποίησης βασίζεται στην αρχαιότητα, την εμπειρία, τα προσόντα και το επίπεδο κατάρτισης των υπαλλήλων και τη διαθεσιμότητα των θέσεων στην ομάδα καθηκόντων AST. Οι υποψηφιότητες των υπαλλήλων για την πιστοποίηση εξετάζονται από επιτροπή ίσης εκπροσώπησης. Τα όργανα θεσπίζουν τους κανόνες εφαρμογής της εν λόγω διαδικασίας πριν από την 1η Μαΐου 2004. Εάν χρειασθεί, τα όργανα θεσπίζουν ειδικές διατάξεις για να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές που έχουν ως αποτέλεσμα να τροποποιούνται τα εφαρμοστέα ποσοστά προαγωγής.

4. Με την έκθεση που προσκομίζεται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή παρέχει επίσης πληροφορίες σχετικά με το δημοσιονομικό αντίκτυπο των ποσοστών προαγωγών που προβλέπει το παρόν Παράρτημα, και με την ένταξη των υπαλλήλων που υπηρετούν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στο νέο σύστημα για τις σταδιοδρομίες, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας πιστοποίησης.

5. Το παρόν άρθρο δεν ισχύει για τους υπαλλήλους οι οποίοι θα αλλάξουν κατηγορία μετά την 1η Μαΐου 2004.

Άρθρο 11

Το άρθρο 45, παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται για προαγωγές που παράγουν αποτελέσματα πριν από την 1η Μαΐου 2006.

Τμήμα 2

Άρθρο 12

1. Κατά το διάστημα από την 1η Μαΐου 2004 έως την 30ή Απριλίου 2006, η αναφορά στους βαθμούς των ομάδων καθηκόντων AST και AD στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 31 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, γίνεται ως εξής:

- AST1 έως AST4: C*1 έως C*2 και B*3 έως B*4,

- AD5 έως AD8: A*5 έως A*8,

- AD9, AD10, AD11, AD12: A*9, A*10, A*11, A*12.

2. Το άρθρο 5, παράγραφος 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δεν εφαρμόζεται στους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται από πίνακες ικανότητας που συντάσσονται κατόπιν διαγωνισμών που έχουν δημοσιευθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004.

3. Οι υπάλληλοι που έχουν εγγραφεί σε πίνακα ικανότητας πριν από την 1η Μαΐου 2006 και προσλαμβάνονται μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 30ής Απριλίου 2006, κατατάσσονται:

- εάν ο πίνακας έχει συνταχθεί για την κατηγορία A*, B* ή C*, στον βαθμό του διαγωνισμού που δημοσιεύθηκε,

- εάν ο πίνακας έχει συνταχθεί για την κατηγορία A, LA, B ή C, στο βαθμό που προβλέπει ο κατωτέρω πίνακας:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Άρθρο 13

1. Οι υπάλληλοι που έχουν εγγραφεί σε πίνακα ικανότητας πριν από την 1η Μαΐου 2006 και προσλαμβάνονται μετά την ημερομηνία αυτή, κατατάσσονται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3 του άρθρου 12 και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα όργανα μπορούν να προσλαμβάνουν υπαλλήλους επιφορτισμένους με καθήκοντα γλωσσομαθούς νομικού στο βαθμό Α *7 ή AD* 7 αντίστοιχα, οι οποίοι είχαν εγγραφεί σε πίνακα ικανότητας κατόπιν διαγωνισμού στο βαθμό LA7 και LA6 ή A*7 πριν από την 1η Μαΐου 2006. Εντούτοις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, λαμβάνοντας υπόψη την κατάρτιση και την ειδική πείρα για τη θέση εκ μέρους του συγκεκριμένου προσώπου, μπορεί να χορηγεί πρόσθετη αρχαιότητα στον βαθμό του/της· η αρχαιότητα αυτή δεν υπερβαίνει τους 48 μήνες.

Τμήμα 3

Άρθρο 14

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Τα ποσά αυτά αναπροσαρμόζονται κάθε έτος κατά ποσοστό ίδιο με το ποσοστό της ετήσιας αναπροσαρμογής που ορίζεται στο Παράρτημα XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 15

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Τα ποσά αυτά αναπροσαρμόζονται κάθε έτος κατά ποσοστό ίδιο με το ποσοστό της ετήσιας αναπροσαρμογής που προβλέπεται στο Παράρτημα XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 16

Παρά το άρθρο 3 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο υπάλληλος που λαμβάνει κατ' αποκοπή σχολικό επίδομα εξακολουθεί να το λαμβάνει, εφόσον πληρούνται οι όροι υπό τους οποίους του είχε χορηγηθεί και το αργότερο έως τις 31 Αυγούστου 2008. Εντούτοις, τα ποσά των κατ' αποκοπή πληρωμών θα μειωθούν στο 80 % της αξίας που είχαν στις 30 Απριλίου 2004, την 1η Σεπτεμβρίου 2004, στο 60 % της εν λόγω αξίας την 1η Σεπτεμβρίου 2005, στο 40 % της εν λόγω αξίας την 1η Σεπτεμβρίου 2006 και στο 20 % της εν λόγω αξίας την 1η Σεπτεμβρίου 2007.

Άρθρο 17

Κατά την περίοδο από 1ης Μαΐου 2004 έως 31 Δεκεμβρίου 2008, παρά το άρθρο 17, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είναι δυνατόν να μεταφερθεί ένα συμπληρωματικό ποσό, υπό τους ακόλουθους όρους:

α) το ποσό πρέπει να έχει μεταφερθεί κανονικά πριν από την 1η Μαΐου 2004 και οι όροι βάσει των οποίων δόθηκε η έγκριση για τη μεταφορά πρέπει να εξακολουθούν να πληρούνται·

β)

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Άρθρο 18

1. Οι δικαιούχοι οι οποίοι, το μήνα που προηγήθηκε της 1ης Μαΐου 2004, είχαν δικαίωμα στην κατ' αποκοπή αποζημίωση που αναφέρεται στο παλαιό άρθρο 4α του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το διατηρούν "ad personam" έως τον 6ο βαθμό. Τα ποσά της αποζημίωσης προσαρμόζονται κάθε έτος κατά ποσοστό ίδιο με αυτό που χρησιμοποιείται για την ετήσια αναπροσαρμογή των αποδοχών που αναφέρεται στο Παράρτημα XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εάν, λόγω της διακοπής της κατ' αποκοπήν αποζημίωσης, οι καθαρές αποδοχές υπαλλήλου ο οποίος έχει προαχθεί στον 7ο βαθμό, είναι κατώτερες από τις καθαρές αποδοχές που εισέπραττε, με όλες τις λοιπές συνθήκες αμετάβλητες, τον μήνα που προηγήθηκε της προαγωγής, ο εν λόγω υπάλληλος δικαιούται αντισταθμιστικής αποζημίωσης ίσης προς τη διαφορά έως την προαγωγή του στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού.

2. Οι υπάλληλοι των κατηγοριών C και D πριν από την 1η Μαΐου 2004, οι οποίοι δεν έχουν καταστεί μέλη της ομάδας καθηκόντων των βοηθών AST, χωρίς περιορισμό σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 3 του παρόντος Παραρτήματος, εξακολουθούν να δικαιούνται είτε συμψηφιστικής άδειας είτε αμοιβής, όταν οι υπηρεσιακές ανάγκες δεν επιτρέπουν την συμψηφιστική άδεια πριν από τη λήξη του μήνα που έπεται εκείνου, κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι υπερωρίες, όπως προβλέπεται στο Παράρτημα VI.

Άρθρο 19

Εάν, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από 1ης Μαΐου 2004 έως 31 Δεκεμβρίου 2008, οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές υπαλλήλου πριν από την εφαρμογή οποιουδήποτε διορθωτικού συντελεστή, είναι κατώτερες από τις καθαρές αποδοχές που θα εισέπραττε με την ίδια προσωπική κατάσταση τον μήνα πριν από την 1η Μαΐου 2004, ο εν λόγω υπάλληλος δικαιούται αντισταθμιστικής αποζημίωσης ίσης προς τη διαφορά. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, όταν η μείωση των καθαρών αποδοχών απορρέει από την ετήσια προσαρμογή των αποδοχών που αναφέρεται στο Παράρτημα XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Αυτή η εγγύηση διατήρησης του καθαρού εισοδήματος δεν καλύπτει την επίπτωση της ειδικής εισφοράς, τις αλλαγές στο ποσοστό των συνταξιοδοτικών εισφορών ή τις αλλαγές στις ρυθμίσεις που αφορούν τη μεταφορά μέρους του μισθού.

Τμήμα 4

Άρθρο 20

1. Στις συντάξεις των υπαλλήλων που συνταξιοδοτούνται πριν από την 1η Μαΐου 2004 εφαρμόζεται ο διορθωτικός συντελεστής που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο β), του Παραρτήματος ΧΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, για τα κράτη μέλη, στα οποία αποδεικνύουν ότι έχουν την κύρια διαμονή τους.

Ο ελάχιστος εφαρμοστέος διορθωτικός συντελεστής ισούται με 100.

Εάν ορίσουν τη διαμονή τους σε τρίτη χώρα, ο εφαρμοστέος διορθωτικός συντελεστής ισούται με 100.

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 45 του Παραρτήματος VIII, η σύνταξη των δικαιούχων που διαμένουν σε ένα κράτος μέλος καταβάλλεται στο νόμισμα του κράτους μέλους διαμονής, υπό τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 63, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, από την 1η Μαΐου 2004 έως την 1η Μαΐου 2009 οι συντάξεις που καθορίζονται πριν από την 1η Μαΐου 2004 προσαρμόζονται με εφαρμογή του μέσου όρου των διορθωτικών συντελεστών που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5 στοιχεία α) και β) του Παραρτήματος XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για το κράτος μέλος όπου ο δικαιούχος της σύνταξης αποδεικνύει ότι έχει την κύρια διαμονή του. Ο εν λόγω μέσος όρος υπολογίζεται με βάση τον διορθωτικό συντελεστή που προβλέπεται στον ακόλουθο πίνακα:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Εάν τροποποιηθεί τουλάχιστον ένας από τους συντελεστές του άρθρου 3, παράγραφος 5 του Παραρτήματος ΧΙ, ο μέσος όρος τροποποιείται επίσης με ισχύ από την ίδια ημερομηνία.

3. Για τους υπαλλήλους που συνταξιοδοτούνται πριν από την 1η Μαΐου 2004 και δεν λαμβάνουν σύνταξη από την 1η Μαΐου 2004, εφαρμόζεται η μέθοδος υπολογισμού των προηγούμενων παραγράφων κατά τον καθορισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων:

α) στα έτη συντάξιμης υπηρεσίας κατά την έννοια του άρθρου 3 του Παραρτήματος VIII που έχουν αποκτηθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004 και

β) στα έτη συντάξιμης υπηρεσίας που προκύπτουν από μεταφορά δυνάμει του άρθρου 11 του Παραρτήματος VIII σχετική με τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο του συστήματος του τόπου καταγωγής πριν από την 1η Μαΐου 2004 από τον εν ενεργεία υπάλληλο πριν από την 1η Μαΐου 2004.

Στις συντάξεις τους εφαρμόζεται ο διορθωτικός συντελεστής, μόνον εάν η διαμονή του υπαλλήλου συμπίπτει με τη χώρα του τόπου καταγωγής τους κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3 του Παραρτήματος VII. Ωστόσο, για οικογενειακούς ή ιατρικούς λόγους, οι δικαιούχοι συντάξεως υπάλληλοι μπορούν κατ' εξαίρεση να υποβάλλουν αίτηση στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή για αλλαγή του τόπου καταγωγής τους. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται κατόπιν προσκομίσεως από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο των κατάλληλων δικαιολογητικών στοιχείων.

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 45 του Παραρτήματος VIII, η σύνταξη των δικαιούχων που διαμένουν σε ένα κράτος μέλος καταβάλλεται στο νόμισμα του κράτους μέλους διαμονής, υπό τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 63, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ' αναλογία στα επιδόματα αναπηρίας και στα επιδόματα των άρθρων 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1857/89, (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2688/95(1), (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2689/95(2), (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1746/2002, (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1747/2002 ή (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1748/2002. Ωστόσο, το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στους δικαιούχους του επιδόματος που αναφέρονται στο άρθρο 41 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι οποίοι διαμένουν στη χώρα όπου βρίσκεται ο τελευταίος τόπος υπηρεσίας τους.

Άρθρο 21

Παρά τη δεύτερη πρόταση του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 77, ο υπάλληλος ο οποίος εισήλθε στην υπηρεσία πριν από την 1η Μαΐου 2004 δικαιούται 2 % του μισθού που αναφέρεται στην εν λόγω πρόταση ανά έτος συντάξιμης υπηρεσίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 του Παραρτήματος VIII.

Άρθρο 22

1. Υπάλληλοι που είναι ηλικίας 50 ετών ή μεγαλύτερης ή έχουν 20 ή περισσότερα έτη υπηρεσίας, την 1η Μαΐου 2004 δικαιούνται σύνταξης αρχαιότητας όταν φθάσουν στην ηλικία των 60 ετών.

Υπάλληλοι που είναι ηλικίας μεταξύ 30 και 49 ετών την 1η Μαΐου 2004, δικαιούνται σύνταξης αρχαιότητας στην ηλικία που καθορίζεται στον κατωτέρω πίνακα:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Υπάλληλοι που είναι ηλικίας κάτω των 30 ετών την 1η Μαΐου 2004, δικαιούνται σύνταξης αρχαιότητας στην ηλικία των 63 ετών.

Για υπαλλήλους που υπηρετούν πριν από την 1η Μαΐου 2004, η ηλικία συνταξιοδότησης που λαμβάνεται υπόψη για όλες τις αναφορές που γίνονται στην ηλικία συνταξιοδότησης στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ορίζεται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, εκτός αν άλλως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

2. Παρά το άρθρο 2 του Παραρτήματος VIII, εάν ο υπάλληλος που εισήλθε στην υπηρεσία πριν από την 1η Μαΐου 2004 παραμείνει στην υπηρεσία μετά την ηλικία κατά την οποία θα είχε αποκτήσει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας, δικαιούται προσαυξήσεως του ποσοστού της βασικής συντάξεώς του για κάθε έτος εργασίας μετά την ηλικία αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι το σύνολο της συντάξεως να δεν υπερβαίνει το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού κατά την έννοια του δεύτερου ή του τρίτου εδαφίου, ανάλογα με την περίπτωση, του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Η προσαύξηση χορηγείται επίσης σε περίπτωση θανάτου, εάν ο υπάλληλος έχει παραμείνει στην υπηρεσία πέραν της ηλικίας κατά την οποία είχε αποκτήσει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας.

Εάν, κατ' εφαρμογή του Παραρτήματος IVα, ο υπάλληλος που εισήλθε στην υπηρεσία πριν από την 1η Μαΐου 2004 και εργάζεται με μειωμένο ωράριο, συνεισφέρει στο συνταξιοδοτικό σύστημα κατ' αναλογία του χρόνου που εργάζεται, η προσαύξηση στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, εφαρμόζονται μόνον κατά την ίδια αναλογία.

Για υπαλλήλους που είναι ηλικίας 50 ετών ή μεγαλύτερης ή έχουν 20 ή περισσότερα έτη υπηρεσίας, η προσαύξηση της σύνταξης που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο ισούται με 5 % του ποσού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχαν αποκτήσει στην ηλικία των 60 ετών. Για υπαλλήλους που είναι ηλικίας μεταξύ 40 και 49 ετών, το ανώτατο όριο προσαύξησης της σύνταξης καθορίζεται σε 3,0 % του μισθού που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης, το οποίο όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει το 4,5 % των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτούν οι υπάλληλοι αυτοί στην ηλικία των 60 ετών. Για υπαλλήλους που είναι ηλικίας μεταξύ 35 και 39 ετών, το ανώτατο όριο προσαύξησης της σύνταξης καθορίζεται σε 2,75 % του μισθού που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης, το οποίο όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει το 4,0 % των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτούν οι υπάλληλοι αυτοί στην ηλικία των 60 ετών. Για υπαλλήλους που είναι ηλικίας μεταξύ 30 και 34 ετών, το ανώτατο όριο προσαύξησης της σύνταξης καθορίζεται σε 2,5 % του μισθού που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης, το οποίο όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει το 3,5 % των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτούν οι υπάλληλοι αυτοί στην ηλικία των 60 ετών. Για υπαλλήλους που είναι ηλικίας κάτω των 30 ετών, το ανώτατο όριο προσαύξησης της σύνταξης καθορίζεται σε 2,0 % του μισθού που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης.

3. Εάν, σε επί μέρους εξαιρετικές περιπτώσεις, η εισαγωγή των νέων συνταξιοδοτικών διατάξεων παράγει άνισα αποτελέσματα για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα ορισμένων υπαλλήλων σε βαθμό που αποκλίνει σημαντικά από τις κατά μέσον όρο μειώσεις, η Επιτροπή προτείνει κατάλληλα αντισταθμιστικά μέτρα στο Συμβούλιο. Το Συμβούλιο αποφασίζει επί της προτάσεως αυτής με την ειδική πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 205, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση της Συνθήκης ΕΚ.

4. Υπάλληλοι, οι οποίοι έχουν εισέλθει στην υπηρεσία πριν από την 1η Μαΐου 2004 και οι οποίοι, κατόπιν εφαρμογής των άρθρων 2, 3 και 11 του Παραρτήματος VIII, δεν δύνανται να φθάσουν στην ηλικία των 65 ετών το ανώτατο ποσοστό σύνταξης αρχαιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 77, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, μπορούν να αποκτούν συμπληρωματικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα, υπό την επιφύλαξη του εν λόγω ανωτάτου ορίου.

Οι εισφορές που πρέπει να καταβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι αντιστοιχούν στο σύνολο του ποσού των εισφορών που βαρύνει τους ίδιους και τον εργοδότη τους, σύμφωνα με το άρθρο 83, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η Επιτροπή, μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, καθορίζει τη μέθοδο υπολογισμού των εισφορών που πρέπει να καταβάλλονται από τους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται ότι, με την απόκτηση αυτή, διαφυλάσσεται η αναλογιστική ισορροπία και ότι η μέθοδος εφαρμόζεται χωρίς δημοσιονομικές επιδοτήσεις από το συνταξιοδοτικό σύστημα των ευρωπαϊκών οργάνων. Η Επιτροπή θεσπίζει αυτές τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005.

Οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι μπορούν να επωφεληθούν από τη διευθέτηση αυτή για διάστημα πέντε ετών από την 1η Μαΐου 2004, υπό την επιφύλαξη ενός ανωτάτου διαστήματος εισφορών διαρκείας: τριών μηνών για τους υπαλλήλους ηλικίας μεταξύ 45 και 49 ετών την 1η Μαΐου 2004· εννέα μηνών για τους υπαλλήλους ηλικίας μεταξύ 38 και 44 ετών την ημερομηνία αυτή· δεκαπέντε μηνών για τους υπαλλήλους ηλικίας μεταξύ 30 και 37 ετών την ημερομηνία αυτή· και δύο ετών για τους υπαλλήλους ηλικίας κάτω των 30 ετών την ημερομηνία αυτή.

Άρθρο 23

1. Παρά το άρθρο 52 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, μπορεί να ζητείται η εφαρμογή του άρθρου 9, δεύτερη περίπτωση, του Παραρτήματος VIII από τους υπαλλήλους, οι οποίοι έχουν εισέλθει στην υπηρεσία πριν από την 1η Μαΐου 2004 και οι οποίοι αποχωρούν από την υπηρεσία πριν από την ηλικία κατά την οποία θα είχαν αποκτήσει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας, σύμφωνα με το άρθρο 22 του παρόντος Παραρτήματος:

α) από την ηλικία των 50 ετών, για τους υπαλλήλους που είναι ηλικίας τουλάχιστον 45 ετών ή έχουν 20 έτη υπηρεσίας ή περισσότερα, την 1η Μαΐου 2004·

β) από την ηλικία που καθορίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα, για τους υπαλλήλους ηλικίας μέχρι 45 ετών την 1η Μαΐου 2004:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

2. Στις περιπτώσεις αυτές, στη μείωση των δικαιωμάτων σύνταξης αρχαιότητας που αναφέρεται στο άρθρο 9 του Παραρτήματος VIII για τους υπαλλήλους που αποχωρούν από την υπηρεσία τουλάχιστον στην ηλικία των 55 ετών, προστίθεται μια συμπληρωματική μείωση κατά 4,483 % των κτηθέντων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, εάν η καταβολή της σύνταξης αρχίζει στην ηλικία των 54 ετών· κατά 8,573 %, εάν αρχίζει στην ηλικία των 53 ετών· κατά 12,316 %, εάν αρχίζει στην ηλικία των 52 ετών· κατά 15,778 %, εάν αρχίζει στην ηλικία των 51 ετών· και κατά 18,934 %, εάν η καταβολή της σύνταξης αρχαιότητας αρχίζει στην ηλικία των 50 ετών.

Άρθρο 24

1. Στην περίπτωση σύνταξης που καθορίζεται πριν από την 1η Μαΐου 2004, το δικαίωμα σύνταξης του δικαιούχου παραμένει καθορισμένο μετά την ημερομηνία αυτή σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονταν όταν καθορίσθηκε αρχικά το δικαίωμα. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την κάλυψη στο πλαίσιο του κοινού συστήματος υγειονομικής ασφάλισης. Εντούτοις, οι κανόνες σχετικά με τα οικογενειακά επιδόματα και τους διορθωτικούς συντελεστές που ισχύουν μετά την 1η Μαΐου 2004, εφαρμόζονται αμέσως, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 20 του παρόντος Παραρτήματος.

Παρά το πρώτο εδάφιο, οι δικαιούχοι σύνταξης αναπηρίας ή σύνταξης επιζώντων μπορούν να ζητήσουν να υπαχθούν στις διατάξεις που εφαρμόζονται από την 1η Μαΐου 2004.

2. Όταν οι παρούσες διατάξεις αρχίσουν να ισχύουν, το ονομαστικό ποσό της καθαρής σύνταξης που εισπράττεται πριν από την 1η Μαΐου 2004 είναι εγγυημένο. Αυτό το εγγυημένο ποσό προσαρμόζεται, ωστόσο, σε περίπτωση μεταβολής της οικογενειακής κατάστασης ή της χώρας διαμονής του δικαιούχου. Για τα άτομα που συνταξιοδοτούνται μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 31ης Δεκεμβρίου 2007, είναι εγγυημένο το ονομαστικό ποσό της καθαρής σύνταξης που εισπράττεται κατά τη συνταξιοδότησή τους, λαμβάνοντας ως στοιχείο αναφοράς τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που ισχύουν την ημερομηνία της συνταξιοδότησής τους.

Για τους σκοπούς εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, εάν η σύνταξη που υπολογίζεται βάσει των ισχυουσών διατάξεων είναι κατώτερη από την ονομαστική σύνταξη, όπως ορίζεται κατωτέρω, χορηγείται αντισταθμιστικό ποσό ίσο προς τη διαφορά.

Για τους δικαιούχους σύνταξης πριν από την 1η Μαΐου 2004, η ονομαστική σύνταξη υπολογίζεται κάθε μήνα, λαμβάνοντας υπόψη την οικογενειακή κατάσταση και τη χώρα διαμονής τη στιγμή του υπολογισμού, καθώς και τους κανόνες του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που ισχύουν την προηγουμένη της 1ης Μαΐου 2004.

Για τους υπαλλήλους που συνταξιοδοτούνται μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 31ης Δεκεμβρίου 2007, η ονομαστική σύνταξη υπολογίζεται κάθε μήνα, λαμβάνοντας υπόψη την οικογενειακή κατάσταση και τη χώρα διαμονής τη στιγμή του υπολογισμού, καθώς και τους κανόνες του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που ισχύουν την ημερομηνία που συνταξιοδοτούνται.

Σε περίπτωση θανάτου μετά την 1η Μαΐου 2004 δικαιούχου σύνταξης που έχει καθορισθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, η σύνταξη επιζώντων καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την εγγυημένη ονομαστική σύνταξη, της οποίας επωφελείτο ο θανών.

3. Εφόσον οι δικαιούχοι σύνταξης αναπηρίας δεν έχουν ζητήσει να υπαχθούν στις διατάξεις που εφαρμόζονται μετά την 1η Μαΐου 2004, και δεν έχουν κηρυχθεί ικανοί να επανέλθουν στα καθήκοντά τους, οι συντάξεις αναπηρίας που διατηρούν με τον τρόπο αυτό θεωρούνται συντάξεις αρχαιότητας, όταν οι δικαιούχοι φθάνουν την ηλικία των 65 ετών.

4. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται στους δικαιούχους μιας από τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 41 ή 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή σύμφωνα µε τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1857/89, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2688/1995, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2689/1995, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1746/2002, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1747/2002 ή τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1748/2002. Ωστόσο, οι συντάξεις αρχαιότητας που λαμβάνουν καθορίζονται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν την ημερομηνία που αρχίζουν να καταβάλλονται.

Άρθρο 25

1. Για τις συντάξεις που καθορίζονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, ο βαθμός που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της σύνταξης καθορίζεται σύμφωνα με τους πίνακες του άρθρου 2, παράγραφος 1 και του άρθρου 8, παράγραφος 1 του παρόντος Παραρτήματος.

Ο βασικός μισθός που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της σύνταξης του δικαιούχου ισούται με τον μισθό του πίνακα του άρθρου 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, για τον νέο βαθμό που καθορίζεται με τον τρόπο αυτό, στο ίδιο κλιμάκιο, σταθμιζόμενο με ποσοστό ίσο προς τον λόγο μεταξύ του βασικού μισθού της παλαιάς κλίμακας και του μισθού της κλίμακας του άρθρου 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης για το ίδιο κλιμάκιο.

Για τα κλιμάκια της παλαιάς κλίμακας για τα οποία δεν υπάρχει αντιστοιχία στην κλίμακα του άρθρου 66 του, κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, για τον υπολογισμό του ποσοστού που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, χρησιμοποιείται ως στοιχείο αναφοράς το τελευταίο κλιμάκιο του ίδιου βαθμού.

Για τα κλιμάκια του βαθμού D4 της παλαιάς κλίμακας, για τον υπολογισμό του ποσοστού που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, χρησιμοποιείται ως στοιχείο αναφοράς το πρώτο κλιμάκιο του πρώτου βαθμού.

2. Μεταβατικά, ο βασικός μισθός κατά την έννοια των άρθρων 77 και 78 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του Παραρτήματος VIII καθορίζεται με εφαρμογή του αντίστοιχου συντελεστή πολλαπλασιασμού που ορίζεται στο άρθρο 7, στον μισθό που αντιστοιχεί στην κατάταξη του δικαιούχου, η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του δικαιώματος σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας, σύμφωνα με τον πίνακα του άρθρου 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Για τα κλιμάκια της παλαιάς κλίμακας που δεν έχουν αντιστοιχία στην κλίμακα του άρθρου 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, για τον υπολογισμό του συντελεστή πολλαπλασιασμού, χρησιμοποιείται ως στοιχείο αναφοράς το τελευταίο κλιμάκιο του ίδιου βαθμού.

Για τις συντάξεις αρχαιότητας και τα επιδόματα αναπηρίας που καθορίζονται μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 30ής Απριλίου 2006, εφαρμόζεται το άρθρο 8, παράγραφος 1.

3. Για τους δικαιούχους σύνταξης επιζώντων, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου σε σχέση με τον αποβιώσαντα υπάλληλο ή πρώην υπάλληλο.

4. Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ' αναλογία στους δικαιούχους μιας από τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 41 ή 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή σύμφωνα µε τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1857/89, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2688/1995, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2689/1995, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1746/2002, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1747/2002 ή τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1748/2002.

Άρθρο 26

1. Οι αιτήσεις που αφορούν τη χρήση των δυνατοτήτων μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII, οι οποίες υποβάλλονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, εξετάζονται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν κατά τον χρόνο υποβολής τους.

2. Εφόσον η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII δεν έχει ακόμη εκπνεύσει την 1η Μαΐου 2004, οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι, οι οποίοι δεν είχαν υποβάλει σχετική αίτηση εντός των προθεσμιών που προβλέπονταν προηγουμένως ή των οποίων η αίτηση είχε απορριφθεί λόγω εκπρόθεσμης υποβολής, μπορούν να υποβάλλουν ακόμη ή να υποβάλλουν εκ νέου αίτηση μεταφοράς δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII.

3. Υπάλληλοι οι οποίοι είχαν υποβάλει αίτηση μεταφοράς εμπροσθέτως, αλλά είχαν απορρίψει την πρόταση που τους είχε γίνει, οι οποίοι δεν είχαν υποβάλει αίτηση μεταφοράς εντός των προθεσμιών που προβλέπονταν προηγουμένως ή των οποίων η αίτηση είχε απορριφθεί λόγω εκπρόθεσμης υποβολής, μπορούν να υποβάλλουν ακόμη ή να υποβάλλουν εκ νέου σχετική αίτηση το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου 2004.

4. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, το όργανο όπου υπηρετεί ο υπάλληλος καθορίζει τον αριθμό συντάξιμων ετών που λαμβάνει υπόψη σύμφωνα με το δικό του καθεστώς, κατ' εφαρμογή των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις του παρόντος Παραρτήματος. Εντούτοις, για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η ηλικία και ο βαθμός του υπαλλήλου κατά τον χρόνο μονιμοποίησης.

5. Υπάλληλοι που έχουν αποδεχθεί μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους κατ' εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII πριν από την 1η Μαΐου 2004, μπορούν να ζητήσουν νέο υπολογισμό της προσαύξησης που έχει ήδη πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος των κοινοτικών οργάνων κατ' εφαρμογή του εν λόγω άρθρου. Ο νέος υπολογισμός βασίζεται στις παραμέτρους που ίσχυαν κατά τη λήψη προσαύξησης, προσαρμοσμένες σύμφωνα με το άρθρο 22 του παρόντος Παραρτήματος.

6. Υπάλληλοι που έχουν τύχει προσαύξησης κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1, μπορούν να ζητήσουν την εφαρμογή της παραγράφου 5, από της κοινοποιήσεως της προσαύξησης στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος των κοινοτικών οργάνων.

Άρθρο 27

1. Κατά τον υπολογισμό του αναλογιστικού ισοδυνάμου που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1 και στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο β), του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι απολαύουν, για το τμήμα των δικαιωμάτων τους που σχετίζονται με περιόδους υπηρεσίας προγενέστερες της 1ης Μαΐου 2004, των ακόλουθων διατάξεων.

Το αναλογιστικό ισοδύναμο της σύνταξης αρχαιότητας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το άθροισμα:

α) του ποσού των κρατήσεων που έγιναν στο βασικό μισθό ως συνταξιοδοτικές εισφορές, προσαυξημένου με τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο 3,5 %·

β) επιδόματος αποχώρησης ανάλογου προς τον πραγματικό χρόνο υπηρεσίας που έχει συμπληρωθεί, το οποίο υπολογίζεται με βάση ένα μήνα και μισό του τελευταίου βασικού μισθού στον οποίο έγιναν κρατήσεις για κάθε έτος υπηρεσίας·

γ) του συνολικού ποσού που καταβλήθηκε στις Κοινότητες σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, προσαυξημένου με τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο 3,5 %.

2. Ωστόσο, εάν οι μόνιμοι ή έκτακτοι υπάλληλοι αποχωρήσουν διότι οι συμβάσεις τους ανακλήθηκαν ή λύθηκαν, το επίδομα αποχώρησης που πρέπει να καταβάλλεται ή, το αναλογιστικό ισοδύναμο που πρέπει να μεταφέρεται, καθορίζονται βάσει της απόφασης που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο η) του Παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

3. Εκτός εάν έχει τύχει εφαρμογής το άρθρο 11, παράγραφοι 2 ή 3 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης οι υπάλληλοι που υπηρετούν την 1η Μαΐου 2004 και οι οποίοι, εν απουσία της δυνατότητας μεταφοράς σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, θα είχαν δικαίωμα καταβολής επιδόματος αποχώρησης σύμφωνα με τους κανόνες του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που ίσχυαν πριν από την 1η Μαΐου 2004, διατηρούν το δικαίωμα καταβολής επιδόματος αποχώρησης, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία.

Άρθρο 28

Οι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 2 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, οι οποίοι απασχολούνται με σύμβαση την 1η Μαΐου 2004 και διορίζονται ως υπάλληλοι μετά την ημερομηνία αυτή, κατά τη συνταξιοδότηση, έχουν δικαίωμα αναλογιστικής αναπροσαρμογής των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησαν ως έκτακτοι υπάλληλοι, στο οποίο συνεκτιμάται η αλλαγή στην ηλικία τους συνταξιοδότησης κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 29

Για έκτακτους υπαλλήλους που έχουν προσληφθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο (γ) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, με σκοπό να επικουρήσουν μία πολιτική ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν ισχύει η απαίτηση που ορίζει το άρθρο 29, παράγραφοι 3 και 4 του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ότι ο έκτακτος υπάλληλος έχει επιτύχει σε διαδικασία επιλογής σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 4 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό

(1) ΕΕ L 280 της 23.11.1995, σ. 1 Κανονισμός ο οποίος τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2458/98 (ΕΕ L 307 της 17.11.1998, σ. 1).

(2) ΕΕ L 280 της 23.11.1995, σ. 4 Κανονισμός ο οποίος τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2458/98.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII.1

Θέσεις - τύποι κατά τη μεταβατική περίοδο

Θέσεις - τύποι κάθε κατηγορίας, όπως προβλέπονται στο άρθρο 4, στοιχείο ιδ) του παρόντος Παραρτήματος.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>"

(1) ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 8. Κανονισμός ο οποίος τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1750/2002 (ΕΕ L 264, 2.10.2002, σ. 15).

(2) ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 2. Κανονισμός ο οποίος τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2458/98 (ΕΕ L 307 της 17.11.1998, σ. 1).

(3) ΕΕ L 264 της 2.10.2002, σ. 1.

(4) ΕΕ L 264 της 2.10.2002, σ. 5.

(5) ΕΕ L 264 της 2.10.2002, σ. 9.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΛΟΙΠΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τροποποιείται ως εξής:

1. Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α) Στη δεύτερη παύλα, προστίθενται οι ακόλουθοι όροι μετά "του επικουρικού υπαλλήλου":

"μέχρι την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 52."

β) Μετά την περίπτωση "- του επικουρικού υπαλλήλου", παρεμβάλλεται η ακόλουθη περίπτωση:

"- του συμβασιούχου υπαλλήλου".

γ) Προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

"Κάθε αναφορά στο παρόν καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό σε πρόσωπο άρρεν νοείται ως εξίσου υποδηλώνουσα πρόσωπο θήλυ και αντιστρόφως, εκτός εάν από τα συμφραζόμενα συνάγεται σαφώς άλλως."

2. Στο άρθρο 2, στοιχείο γ), οι όροι:

"ή παρ' εκλεγμένω προέδρω οργάνου των Κοινοτήτων, ή πολιτική ομάδα της (ευρωπαϊκής) Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως"

αντικαθίστανται από τους όρους:

"ή παρ' εκλεγμένω προέδρω οργάνου ή οργανισμού των Κοινοτήτων ή παρά πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Επιτροπής των Περιφερειών ή παρ' ομάδα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής".

3. Το άρθρο 3, στοιχείο β) τροποποιείται ως εξής:

α) Στην πρώτη περίπτωση, οι όροι "των κατηγοριών B, C, D ή του γλωσσικού κλάδου" αντικαθίστανται από τους όρους "της ομάδας καθηκόντων των βοηθών (AST)".

β) Στη δεύτερη περίπτωση, οι όροι "της κατηγορίας A, που δεν έχει βαθμό A 1 και A 2" αντικαθίστανται από τους όρους:

"της ομάδας καθηκόντων των διοικητικών υπαλλήλων (AD), εκτός από το ανώτερο στελεχικό δυναμικό (Γενικός διευθυντής ή ισοδύναμος των βαθμών AD 16 ή AD 15 και διευθυντής ή ισοδύναμος των βαθμών AD 15 ή AD 14)".

4. Μετά το άρθρο 3, παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

"Άρθρο 3α

1. Για τους σκοπούς του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, ως 'συμβασιούχοι υπάλληλοι' νοούνται οι υπάλληλοι οι οποίοι δεν τοποθετούνται σε θέση προβλεπόμενη στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο αντίστοιχο όργανο, και οι οποίοι προσλαμβάνονται για να εκτελούν καθήκοντα είτε με μειωμένο ωράριο είτε με πλήρες ωράριο:

α) σε ένα όργανο για την εκτέλεση χειρωνακτικής εργασίαςή την παροχή υπηρεσιών διοικητικής υποστήριξης·

β) στις Υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 1α, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

γ) σε άλλους οργανισμούς που έχουν συσταθεί εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, με ειδική νομική πράξη που εκδίδεται από ένα ή περισσότερα όργανα και επιτρέπει την προσφυγή σ' αυτό το είδος προσωπικού·

δ) στις αντιπροσωπείες και τα γραφεία των κοινοτικών οργάνων·

ε) σε άλλους οργανισμούς που βρίσκονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Βάσει των πληροφοριών που παρέχουν όλα τα όργανα, η Επιτροπή υποβάλλει κάθε έτος έκθεση προς την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σχετικά με την απασχόληση των συμβασιούχων υπαλλήλων, η οποία αναφέρει εάν ο συνολικός αριθμός των εν λόγω συμβασιούχων υπαλλήλων παρέμεινε εντός του ορίου του 75 % των συνολικά απασχολουμένων σε Υπηρεσίες, σε άλλους οργανισμούς εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε αντιπροσωπείες και γραφεία των κοινοτικών οργάνων και σε άλλους οργανισμούς που βρίσκονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα. Σε περίπτωση μη τήρησης αυτού του ορίου, η Επιτροπή προτείνει στις Υπηρεσίες, σε άλλους οργανισμούς εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις αντιπροσωπείες και στα γραφεία των κοινοτικών οργάνων ή σε άλλους οργανισμούς που βρίσκονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα, τη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων.

Άρθρο 3β

Για τους σκοπούς του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, ως 'συμβασιούχοι υπάλληλοι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα', νοούνται οι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται σε ένα όργανο για το διάστημα που ορίζεται στο άρθρο 88, σε μια από τις ομάδες καθηκόντων που ορίζονται στο άρθρο 89:

α) για να εκτελούν, με μειωμένο ωράριο ή με πλήρες ωράριο, καθήκοντα άλλα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 3α, παράγραφος 1, στοιχείο α), χωρίς να τοποθετούνται σε θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο αντίστοιχο όργανο·

β) για να αντικαθιστούν, αφού εξετασθούν οι δυνατότητες προσωρινής τοποθέτησης υπαλλήλου εντός του οργάνου, ορισμένα πρόσωπα που βρίσκονται προσωρινά σε αδυναμία να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους, και συγκεκριμένα:

i) μόνιμους ή έκτακτους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AST,

ii) κατ' εξαίρεση, μόνιμους ή έκτακτους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AD, οι οποίοι κατέχουν πολύ εξειδικευμένη θέση, εκτός από προϊσταμένους μονάδας, διευθυντές, γενικούς διευθυντές και υπαλλήλους ισοδύναμων καθηκόντων.

Η χρησιμοποίηση συμβασιούχων υπαλλήλων για επικουρικά καθήκοντα αποκλείεται στις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 3α."

5. Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 4

Για τους σκοπούς του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό ως 'τοπικοί υπάλληλοι', νοούνται οι υπάλληλοι οι οποίοι προσλαμβάνονται σε τόπους υπηρεσίας εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τις τοπικές συνήθειες για την εκτέλεση χειρωνακτικής ή βοηθητικής εργασίας σε θέση που δεν προβλέπεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο αντίστοιχο όργανο, και αμείβονται από τις συνολικές πιστώσεις που ανοίγονται για τον σκοπό αυτό στο εν λόγω τμήμα του προϋπολογισμού. Ως τοπικοί υπάλληλοι νοούνται επίσης οι υπάλληλοι οι οποίοι έχουν προσληφθεί σε τόπους υπηρεσίας που βρίσκονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εκτέλεση καθηκόντων διαφορετικών από αυτά που αναφέρονται ανωτέρω και τα οποία δεν θα εδικαιολογείτο, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, να εκτελούνται από υπάλληλο ή από μέλος του προσωπικού άλλης ιδιότητας κατά την έννοια του άρθρου 1."

6. Στο άρθρο 6, δεύτερο εδάφιο, οι όροι "του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο" αντικαθίστανται από τους όρους "του άρθρου 1α, παράγραφος 2, του άρθρου 1β" και οι όροι "του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο" αντικαθίστανται από τους όρους "του άρθρου 2, παράγραφος 2."

7. Στο άρθρο 7α, ο αριθμός "24α" αντικαθίσταται από τον αριθμό "24β".

8. Το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 8

Η πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου για τον οποίο ισχύει το άρθρο 2, στοιχείο α) μπορεί να γίνεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Η σύμβαση του εν λόγω υπαλλήλου που προσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά για ορισμένο χρόνο. Κάθε μεταγενέστερη ανανέωση γίνεται για αόριστο χρόνο.

Η πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου για τον οποίο ισχύει το άρθρο 2, στοιχεία β) ή δ) δεν υπερβαίνει την τετραετία και η διάρκειά της μπορεί να περιορίζεται σε συντομότερο διάστημα. Η σύμβαση μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά για διάστημα δύο ετών το πολύ, εφόσον η αρχική σύμβαση προβλέπει δυνατότητα ανανέωσης και εντός των ορίων που προβλέπονται στη σύμβαση αυτή. Κατά τη λήξη της περιόδου αυτής, λύεται η υπαλληλική σχέση του υπαλλήλου ως εκτάκτου με βάση τις παρούσες διατάξεις. Μετά τη λήξη της σύμβασής του, ο υπάλληλος μπορεί να τοποθετηθεί σε μόνιμη θέση στα όργανα, μόνο εάν μονιμοποιηθεί σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

Η πρόσληψη έκτακτου υπαλλήλου για τον οποίο ισχύει το άρθρο 2, στοιχείο γ) δύναται να είναι μόνο αορίστου χρόνου."

9. Μετά το άρθρο 9, παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

"Άρθρο 9α

Η Επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση σχετικά με τη χρησιμοποίηση έκτακτων υπαλλήλων, η οποία αναφέρει ιδίως τον αριθμό των υπαλλήλων, το επίπεδο και τον τύπο των θέσεων, τη γεωγραφική ισορροπία, και τους δημοσιονομικούς πόρους για κάθε ομάδα καθηκόντων."

10. Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 10

Τα άρθρα 1δ, και 1ε, το άρθρο 5, παράγραφοι 1, 2, 3 και 4, καθώς και το άρθρο 7 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Η σύμβαση του εκτάκτου υπαλλήλου πρέπει να καθορίζει επακριβώς τον βαθμό και το κλιμάκιο στους οποίους προσλαμβάνεται ο έκτακτος υπάλληλος.

Η τοποθέτηση εκτάκτου υπαλλήλου σε θέση που αντιστοιχεί σε βαθμό ανώτερο από τον βαθμό στον οποίο έχει προσληφθεί, καθιστά αναγκαία τη σύναψη συμπληρωματικής συμφωνίας στη σύμβαση προσλήψεώς του.

Ο τίτλος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους που μισθοδοτούνται από τις πιστώσεις έρευνας και επενδύσεων του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο τίτλος VIIIA του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τρίτες χώρες."

11. Στο άρθρο 12, προστίθενται οι ακόλουθοι παράγραφοι:

"3. Η Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εφεξής 'Υπηρεσία', παρέχει υποστήριξη στα διάφορα όργανα, κατόπιν αιτήματός τους, για την επιλογή εκτάκτων υπαλλήλων, προσδιορίζοντας ιδίως το περιεχόμενο των δοκιμασιών και διοργανώνοντας τους διαγωνισμούς. Η Υπηρεσία εξασφαλίζει τη διαφάνεια των διαδικασιών επιλογής για το έκτακτο προσωπικό που προσλαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 2, στοιχεία α), β) και δ).

4. Κατόπιν αιτήματος οργάνου, η Υπηρεσία εξασφαλίζει την εφαρμογή των ίδιων προτύπων που ισχύουν για την επιλογή των υπαλλήλων, στις διαδικασίες επιλογής που διοργανώνονται για την πρόσληψη των εκτάκτων υπαλλήλων.

5. Εφόσον χρειάζεται, κάθε όργανο εκδίδει γενικές διατάξεις σχετικά με τις διαδικασίες πρόσληψης εκτάκτων υπαλλήλων σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης."

12. Το άρθρο 14 τροποποιείται ως εξής:

α) Η τρίτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, συντάσσεται για τον έκτακτο υπάλληλο, έκθεση σχετικά με τις ικανότητες που διαθέτει για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, καθώς και σχετικά με την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση αυτή διαβιβάζεται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Ο έκτακτος υπάλληλος ο οποίος δεν επιδεικνύει επαρκή προσόντα για να διατηρηθεί στη θέση του απολύεται. Εντούτοις, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί, κατ' εξαίρεση, να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για μέγιστο διάστημα έξι μηνών, ενδεχομένως με τοποθέτηση του εκτάκτου υπαλλήλου σε άλλη υπηρεσία."

β) Στο τέταρτο εδάφιο, οι όροι "ωστόσο, η διάρκεια της υπηρεσίας δεν μπορεί να ξεπεράσει την κανονική διάρκεια της δοκιμασίας" διαγράφονται.

13. Στο άρθρο 15, παράγραφος 2, διαγράφονται οι όροι "για το προσωπικό που αναφέρεται στο άρθρο 2, στοιχεία α), γ) και δ)".

14. Στο άρθρο 16, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Τα άρθρα 42α, 42β και 55 έως 61 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με τη διάρκεια και το ωράριο εργασίας, τις υπερωρίες, τη συνεχή υπηρεσία, την υποχρέωση επιφυλακής στον τόπο εργασίας ή στην οικία, τις άδειες και τις αργίες εφαρμόζονται κατ' αναλογία. Η ειδική άδεια, η γονική άδεια και η άδεια για οικογενειακούς λόγους δεν μπορούν να παρατείνονται πέρα από τη διάρκεια της σύμβασης."

15. Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

α) Στο πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, ο αριθμός "έξι" αντικαθίσταται από τον αριθμό "δώδεκα".

β) Στο τέταρτο εδάφιο:

i) οι όροι "αν ο υπάλληλος αποδείξει ότι δεν είναι δυνατόν να καλυφθεί από άλλο δημόσιο καθεστώς ασφάλισης, έναντι των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 28" αντικαθίστανται από τους όρους "αν ο υπάλληλος δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα",

ii) οι όροι "που προβλέπεται στο άρθρο αυτό" αντικαθίστανται από τους όρους "έναντι των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 28",

iii) οι όροι "που είναι αναγκαίες για την κάλυψη των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 28" αντικαθίστανται από τους όρους "που προβλέπονται από το άρθρο αυτό".

16. Το άρθρο 20 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 20

1. Τα άρθρα 63, 64, 65 και 65α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί του νομίσματος στο οποίο εκφράζονται οι αποδοχές, καθώς και περί των όρων συναλλαγματικής προσαρμογής και τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των εν λόγω αποδοχών, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

2. Τα άρθρα 66, 67, 69 και 70 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με τους βασικούς μισθούς, τα οικογενειακά επιδόματα, το επίδομα αποδημίας και το επίδομα θανάτου εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

3. Το άρθρο 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης για την ειδική εισφορά εφαρμόζεται κατ' αναλογία όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους.

4. Ο έκτακτος υπάλληλος που έχει συμπληρώσει δύο έτη αρχαιότητας σε κλιμάκιο του βαθμού του ανέρχεται αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού του."

17. Στο άρθρο 21, οι αριθμοί "3, 4 και 4α" αντικαθίστανται από τους αριθμούς "3 και 4", και οι όροι "των οικογενειακών επιδομάτων, της αποζημιώσεως αποδημίας και της πάγιας αποζημιώσεως" αντικαθίστανται από τους όρους "των οικογενειακών επιδομάτων και του επιδόματος αποδημίας".

18. Στο άρθρο 24, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"3. Εντούτοις, η αποζημίωση εγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 και η αποζημίωση επανεγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεν μπορούν να είναι μικρότερες από:

α) ευρώ 976,85, για τον υπάλληλο που δικαιούται του επιδόματος στέγης· και

β) ευρώ 580,83, για τον υπάλληλο που δεν δικαιούται του επιδόματος στέγης.

Όταν δύο σύζυγοι, μόνιμοι ή άλλοι υπάλληλοι των Κοινοτήτων, δικαιούνται και οι δύο της αποζημίωσης εγκατάστασης ή επανεγκατάστασης, αυτή καταβάλλεται μόνο στο σύζυγο που έχει τον υψηλότερο βασικό μισθό."

19. Στο άρθρο 28, πρώτο εδάφιο, οι όροι "σύνταξης αναπηρίας" αντικαθίστανται από τους όρους "επιδόματος αναπηρίας".

20. Το άρθρο 28α τροποποιείται ως εξής:

α) Οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

"3. Το επίδομα ανεργίας καθορίζεται σε σχέση με το βασικό μισθό που είχε ο πρώην έκτακτος υπάλληλος κατά την έξοδό του από την υπηρεσία. Το εν λόγω επίδομα ανεργίας ανέρχεται στο:

α) 60 % του βασικού μισθού επί μια αρχική περίοδο δώδεκα μηνών,

β) 45 % του βασικού μισθού από τον δέκατο τρίτο έως τον εικοστό τέταρτο μήνα,

γ) 30 % του βασικού μισθού από τον εικοστό πέμπτο έως τον τριακοστό έκτο μήνα.

Εκτός από την αρχική περίοδο των έξι μηνών, κατά τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζεται το κατώτερο όριο που ορίζεται παρακάτω, ενώ δεν εφαρμόζεται το ανώτερο όριο, τα ποσά που ορίζονται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν μπορούν να είναι κατώτερα από ευρώ 1171,52 ούτε μεγαλύτερα από ευρώ 2343,04. Τα όρια αυτά προσαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και οι κλίμακες μισθών που περιλαμβάνονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σύμφωνα με το άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4. Η περίοδος κατά την οποία το επίδομα ανεργίας καταβάλλεται στον πρώην έκτακτο υπάλληλο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 36 μήνες από την ημερομηνία εξόδου του από την υπηρεσία και δεν υπερβαίνει σε καμμία περίπτωση το ένα τρίτο του πραγματικού χρόνου υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει. Εάν όμως, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ο πρώην έκτακτος υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους των παραγράφων 1 και 2, διακόπτεται η καταβολή του επιδόματος ανεργίας. Η καταβολή του επιδόματος ανεργίας επαναλαμβάνεται, εάν, πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής, ο πρώην έκτακτος υπάλληλος πληροί και πάλι τους εν λόγω όρους χωρίς όμως να έχει αποκτήσει δικαίωμα σε εθνικό επίδομα ανεργίας."

β) Οι παράγραφοι 6 και 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

"6. Το επίδομα ανεργίας και τα οικογενειακά επιδόματα καταβάλλονται από την Επιτροπή σε ευρώ. Δεν εφαρμόζεται κανένας διορθωτικός συντελεστής.

7. Όλοι οι έκτακτοι υπάλληλοι συμμετέχουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Η συνεισφορά αυτή καθορίζεται σε 0,81 % του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, μετά την έκπτωση ποσού ευρώ 1065,02, και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές που προβλέπονται στο άρθρο 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η συνεισφορά αυτή αφαιρείται κάθε μήνα από τον μισθό του ενδιαφερομένου και αφού αυξηθεί κατά τα δύο τρίτα που βαρύνουν το όργανο, καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο ανεργίας. Το ταμείο αυτό είναι κοινό για όλα τα όργανα, τα οποία καταβάλλουν κάθε μήνα τις συνεισφορές τους στην Επιτροπή, το αργότερο οκτώ ημέρες μετά την πληρωμή των αποδοχών. Η εντολή πληρωμής και η καταβολή κάθε δαπάνης που απορρέει από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, γίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού που διέπει τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης."

γ) Η παράγραφος 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"11. Ένα έτος μετά την καθιέρωση του παρόντος συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας και, στη συνέχεια, ανά διετία, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση για την οικονομική κατάσταση του συστήματος. Εκτός από την έκθεση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει στο Συμβούλιο προτάσεις αναπροσαρμογής των συνεισφορών που προβλέπονται στην παράγραφο 7, εάν το απαιτεί η ισορροπία του συστήματος. Το Συμβούλιο αποφασίζει επί των προτάσεων αυτών σύμφωνα με την παράγραφο 3".

21. Στο άρθρο 30, προστίθενται οι όροι "ή αναπηρίας" ύστερα από τους όρους "παρατεταμένης ασθένειας".

22. Το άρθρο 33 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 33

1. Υπάλληλος ο οποίος έχει προσβληθεί από αναπηρία που θεωρείται ολική και ο οποίος είναι υποχρεωμένος, για τον λόγο αυτό, να διακόψει την υπηρεσία του στο όργανο, δικαιούται, για όσο χρόνο διαρκεί η ανικανότητα αυτή, επιδόματος αναπηρίας, του οποίου το ποσό καθορίζεται ως εξής.

Το άρθρο 52 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας. Εάν ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας συνταξιοδοτηθεί πριν από το 65 έτος της ηλικίας του χωρίς να έχει φθάσει στο ανώτατο ποσοστό συντάξεως, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες της συντάξεως αρχαιότητας. Το ποσό της σύνταξης αρχαιότητας καθορίζεται με βάση τον μισθό που αντιστοιχεί στον βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο υπάλληλος όταν κατέστη ανάπηρος.

Το ποσό του επιδόματος αναπηρίας ορίζεται στο 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του εκτάκτου υπαλλήλου. Ωστόσο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης που ορίζεται στο άρθρο 6 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το επίδομα αναπηρίας υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, που υπολογίζονται βάσει του εν λόγω επιδόματος.

Εφόσον η αναπηρία του υπαλλήλου προέρχεται από ατύχημα το οποίο συνέβη κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του, από επαγγελματική ασθένεια ή από πράξη αυτοθυσίας προς δημόσιο όφελος ή από το γεγονός ότι ο υπάλληλος εξέθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο προκειμένου να διασώσει ανθρώπινη ζωή, το επίδομα αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 120 % του ελάχιστου ορίου διαβίωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, ο προϋπολογισμός του πρώην εργοδότη του βαρύνεται με τις εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος.

Εάν η αναπηρία έχει προκληθεί σκόπιμα από τον υπάλληλο, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίσει ότι ο υπάλληλος θα πρέπει να λάβει μόνο το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 39.

Ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας δικαιούται επίσης, υπό τους όρους που προβλέπονται στο Παράρτημα VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση το επίδομα του δικαιούχου.

2. Η κατάσταση αναπηρίας κρίνεται από την επιτροπή αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 9 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

3. Το όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 40 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης μπορεί να υποβάλει περιοδικά σε εξετάσεις τον δικαιούχο επιδόματος αναπηρίας, για να βεβαιωθεί ότι εξακολουθεί να πληροί τους απαιτούμενους όρους για τη λήψη του εν λόγω επιδόματος. Εάν η επιτροπή αναπηρίας διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται πλέον οι όροι αυτοί, ο υπάλληλος αναλαμβάνει και πάλι υπηρεσία στο όργανο, εφόσον δεν έχει λήξει η σύμβασή του.

Ωστόσο, εάν ο ενδιαφερόμενος δεν είναι δυνατόν επαναπροσληφθεί στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, η σύμβαση μπορεί να λυθεί με την καταβολή αποζημίωσης ύψους αντίστοιχου με τις αποδοχές που θα είχε εισπράξει κατά το διάστημα της προθεσμίας καταγγελίας και, ενδεχομένως, με την αποζημίωση λύσης της σύμβασης που προβλέπεται στο άρθρο 47. Το άρθρο 39 τυγχάνει επίσης εφαρμογής."

23. Το άρθρο 34 τροποποιείται ως εξής:

α) Στο δεύτερο εδάφιο, οι όροι "σύνταξης αναπηρίας" αντικαθίστανται από τους όρους "επιδόματος αναπηρίας" και ο αριθμός "60" αντικαθίσταται από τον αριθμό "63".

β) Στο τρίτο εδάφιο, οι όροι "σύνταξης αναπηρίας" αντικαθίστανται από τους όρους "επιδόματος αναπηρίας" και ο αριθμός "60" αντικαθίσταται από τον αριθμό "63".

24. Στο άρθρο 35, ο όρος "η χήρα" αντικαθίστανται από τους όρους "ο επιζών σύζυγος".

25. Το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:

α) Στο πρώτο εδάφιο, ο όρος "Η χήρα" αντικαθίστανται από τους όρους "Ο επιζών σύζυγος" και οι όροι"σύνταξης χήρας" αντικαθίστανται από τους όρους "σύνταξης επιζώντων".

β) Στο δεύτερο εδάφιο, οι όροι"Η δικαιούχος" αντικαθίστανται από τους όρους "Ο δικαιούχος" και οι όροι "συντάξεως χηρείας" αντικαθίστανται από τις λέξεις "συντάξεως επιζώντων".

26. Το άρθρο 37 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 37

Εάν ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας αποβιώσει και δεν καταλείπει σύζυγο που να δικαιούται σύνταξη επιζώντων, τα συντηρούμενα κατά τον χρόνο του θανάτου τέκνα, δικαιούνται σύνταξης ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 80 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται στα τέκνα που πληρούν τους ίδιους όρους, σε περίπτωση θανάτου ή σύναψης νέου γάμου του συζύγου που δικαιούται σύνταξης επιζώντων.

Εφόσον ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας έχει αποβιώσει χωρίς να πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 80, τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Σε περίπτωση θανάτου ενός πρώην εκτάκτου υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχεία α), γ) ή δ), ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία των 63 ετών και είχε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία των 63 ετών, τα τέκνα, που αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα σύμφωνα με το άρθρο 2 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δικαιούνται σύνταξης ορφανού με τους ίδιους όρους με εκείνους που προβλέπονται στα προηγούμενα εδάφια.

Η σύνταξη ορφανού προσώπου που εξομοιούται με συντηρούμενο τέκνο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 4 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου.

Ο θάνατος φυσικού γονέως, τον οποίο έχει υποκαταστήσει εξ υιοθεσίας γονέας, δεν γεννά δικαίωμα συντάξεως ορφανού.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το ορφανό δικαιούται σχολικού επιδόματος."

27. Το άρθρο 39 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 39

1. Κατά την έξοδό του από την υπηρεσία, ο υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 2 δικαιούται σύνταξης αρχαιότητας, μεταφοράς του αναλογιστικού ισοδυνάμου ή καταβολής του επιδόματος αποχώρησης, σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του τίτλου V και του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εφόσον ο υπάλληλος δικαιούται σύνταξης αρχαιότητας, τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα μειώνονται κατ' αναλογία προς τα ποσά που καταβάλλονται δυνάμει του άρθρου 42.

Το άρθρο 9, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ισχύει υπό τις ακόλουθες συνθήκες:

Προς το συμφέρον της υπηρεσίας, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και διαφανών διαδικασιών που καθορίζονται μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να αποφασίσει να μην εφαρμόσει μείωση στη σύνταξη έκτακτου υπαλλήλου, μέχρι τον αριθμό των οκτώ έκτακτων υπαλλήλων κατ' ανώτατο όριο, σε όλα τα όργανα, για κάθε έτος. Ο αριθμός αυτός μπορεί να κυμαίνεται ετησίως, υπό την επιφύλαξη του μέσου όρου των δέκα ανά διετία, και της αρχής του ουδέτερου προϋπολογισμού. Πριν από την πάροδο πενταετίας, η Επιτροπή υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση αξιολόγησης της εφαρμογής του μέτρου αυτού. Εφόσον χρειάζεται, η Επιτροπή υποβάλει πρόταση μεταβολής, μετά από πέντε έτη, του μέγιστου ετήσιου αριθμού, βάσει του άρθρου 283 της Συνθήκης ΕΚ.

2. Το άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 3 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους υπαλλήλους κατά την έννοια του άρθρου 2 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

3. Ο δικαιούχος σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου δικαιούται, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το ανάλογο τμήμα του επιδόματος στέγης υπολογίζεται με βάση τη σύνταξη του δικαιούχου."

28. Στο άρθρο 40, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στον υπάλληλο, ο οποίος εντός τριών μηνών από την υπαγωγή του στις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ζητεί να προβεί στην επιστροφή των εν λόγω ποσών, με τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με επιτόκιο 3,5 % ετησίως· το επιτόκιο μπορεί να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12 του Παραρτήματος XII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης."

29. Στο άρθρο 41, μετά τους όρους "του άρθρου 83", παρεμβάλλονται οι όροι "και του άρθρου 83α".

30. Στο άρθρο 42, οι όροι "το 16,5 % του βασικού μισθού" αντικαθίστανται από τους όρους "δύο φορές το ποσοστό που προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης".

31. Το άρθρο 47 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 47

Εκτός από την περίπτωση θανάτου, η υπαλληλική σχέση του εκτάκτου υπαλλήλου λύεται:

α) στο τέλος του μήνα, κατά τη διάρκεια του οποίου ο υπάλληλος φθάνει στην ηλικία των 65 ετών· ή

β) όταν υφίσταται σύμβαση ορισμένου χρόνου:

i) κατά την ημερομηνία που καθορίζεται στη σύμβαση,

ii) στο τέλος της προθεσμίας καταγγελίας που καθορίζεται στη σύμβαση και παρέχει στον υπάλληλο ή στο όργανο την ευχέρεια να λύσει τη σύμβαση πριν από τη λήξη της. Η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ανά έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τον ένα μήνα και ανώτατο όριο τους τρεις μήνες. Όσον αφορά τον έκτακτο υπάλληλο του οποίου ανανεώθηκε η σύμβαση, το ανώτατο όριο είναι έξι μήνες. Πάντως, η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον αυτή η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων πάντοτε των ανωτέρω ορίων. Σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εκ μέρους του οργάνου, ο υπάλληλος δικαιούται αποζημίωσης ίσης με το ένα τρίτο του βασικού του μισθού για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας λήξης των καθηκόντων του και της ημερομηνίας κατά την οποία θα έληγε η σύμβασή του,

iii) στην περίπτωση που ο υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο α) και με την επιφύλαξη της προσφυγής στην παρέκκλιση που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η παρέκκλιση αυτή, εφαρμόζεται η προθεσμία καταγγελίας που προβλέπεται στο σημείο (ii) του παρόντος στοιχείου β)· ή

γ) όταν υφίσταται σύμβαση αορίστου χρόνου:

i) στο τέλος της προθεσμίας καταγγελίας που προβλέπεται στη σύμβαση· η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα για κάθε πλήρες έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τους τρεις μήνες και ανώτατο όριο τους δέκα μήνες. Πάντως, η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον αυτή η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων των ανωτέρω ορίων,

ii) στην περίπτωση που ο υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο α) και με την επιφύλαξη της προσφυγής στην παρέκκλιση που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η παρέκκλιση αυτή, εφαρμόζεται η προθεσμία καταγγελίας που προβλέπεται στο σημείο ii) του παρόντος στοιχείου γ)".

32. Στο άρθρο 48, το στοιχείο β) διαγράφεται και το στοιχείο γ) αριθμείται εκ νέου και γίνεται στοιχείο β).

33. Στο άρθρο 49, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, οι όροι "άρθρο 88" αντικαθίστανται από τους όρους "άρθρα 23 και 24 του Παραρτήματος IX".

34. Στο άρθρο 50, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, οι όροι "άρθρο 88" αντικαθίσταται από τους όρους "άρθρο 23 και 24 του Παραρτήματος IX".

35. Τα άρθρα 51 και 52 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 51

Οι συμβάσεις επικουρικών υπαλλήλων συνάπτονται για ορισμένο χρόνο και είναι ανανεώσιμες.

Άρθρο 52

Η πραγματική διάρκεια της σύμβασης επικουρικού υπαλλήλου, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας ενδεχόμενης ανανέωσής της, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη ή να παραταθεί πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2007. Δεν μπορούν να προσληφθούν νέοι επικουρικοί υπάλληλοι μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2006."

36. Στο άρθρο 53, τέταρτο εδάφιο, οι όροι "του άρθρου 1α" αντικαθίστανται από τους όρους "του άρθρου 1εδ."

37. Στο άρθρο 57, προστίθενται οι όροι ", πλην του άρθρου 55α, παράγραφος 2, στοιχεία δ) και ε)."

38. Το άρθρο 65 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 65

Εκτός από το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο γ), τα άρθρα 67 και 69 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και τα άρθρα 1, 2 και 4 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σχετικά με τη χορήγηση των οικογενειακών επιδομάτων και του επιδόματος αποδημίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία."

39. Το άρθρο 66 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 66

Στην περίπτωση υπαλλήλου που αμείβεται ημερησίως, οι αποδοχές που οφείλονται για κάθε αμειβόμενη ημέρα είναι ίσες με το ένα εικοστό των μηνιαίων αποδοχών. Οι αποδοχές καταβάλλονται στο τέλος κάθε τρέχουσας εβδομάδας."

40. Τα άρθρα 67 και 68 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 67

Τα άρθρα 7, 11, 12, 13 και 13α του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, που αφορούν την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου και αποστολής, καθώς και τη χορήγηση των αποζημιώσεων στέγασης και μεταφοράς, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Άρθρο 68

Εάν ο υπάλληλος αμείβεται κατά μήνα, οι αποδοχές καταβάλλονται το αργότερο την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός.

Όταν οι αποδοχές δεν οφείλονται για πλήρη μήνα, τα ποσά διαιρούνται σε τριακοστά, και:

α) εάν ο πραγματικός αριθμός αμειβόμενων ημερών είναι ίσος ή κατώτερος των δεκαπέντε, ο αριθμός των οφειλόμενων τριακοστών ισούται με τον πραγματικό αριθμό αμειβόμενων ημερών,

β) εάν ο πραγματικός αριθμός αμειβόμενων ημερών είναι μεγαλύτερος των δεκαπέντε, ο αριθμός των οφειλόμενων τριακοστών ισούται με τη διαφορά μεταξύ τριάντα και του πραγματικού αριθμού των μη αμειβόμενων ημερών.

Εάν το δικαίωμα στα οικογενειακά επιδόματα και στο επίδομα αποδημίας γεννάται μετά την ημερομηνία εισόδου του υπαλλήλου στην υπηρεσία, ο υπάλληλος λαμβάνει τα επιδόματα αυτά από την πρώτη ημέρα του μηνός στη διάρκεια του οποίου γεννήθηκε το δικαίωμα αυτό. Κατά τη λήξη του εν λόγω δικαιώματος, οι υπάλληλοι τα λαμβάνουν έως την τελευταία ημέρα του μηνός στη διάρκεια του οποίου λήγει το δικαίωμα."

41. Στο άρθρο 70, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α) στο πρώτο εδάφιο, ο όρος ", ανεργίας" παρεμβάλλεται μετά τον όρο "αναπηρίας"·

β) στο δεύτερο εδάφιο, οι όροι "ή προστασίας από την ανεργία" παρεμβάλλονται μετά τους όρους "σε καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως".

42. Το άρθρο 74 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 74

Εκτός από την περίπτωση θανάτου, η υπαλληλική σχέση του επικουρικού υπαλλήλου, λύεται:

α) κατά την ημερομηνία που καθορίζεται στη σύμβαση·

β) στο τέλος του μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου ο υπάλληλος φθάνει στην ηλικία των 65 ετών·

γ) στο τέλος της προθεσμίας καταγγελίας που καθορίζεται στη σύμβαση και παρέχει στον υπάλληλο ή στο όργανο την ευχέρεια να λύσει τη σύμβαση πριν από τη λήξη της. Η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ανά έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τον ένα μήνα και ανώτατο όριο τους τρεις μήνες. Πάντως, η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον αυτή η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων των ανωτέρω ορίων. Σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εκ μέρους του οργάνου, ο υπάλληλος δικαιούται αποζημίωσης ίσης με το ένα τρίτο του βασικού του μισθού για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας λήξης των καθηκόντων του και της ημερομηνίας κατά την οποία θα έληγε η σύμβασή του·

δ) στην περίπτωση που ο υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο α), και με την επιφύλαξη της προσφυγής στην παρέκκλιση που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η παρέκκλιση αυτή, εφαρμόζεται η προθεσμία καταγγελίας που προβλέπεται στο στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου."

43. Το άρθρο 75 τροποποιείται ως εξής:

α) Στην εισαγωγική φράση, οι όροι "ορισμένου ή αορίστου χρόνου", διαγράφονται,

β) Το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"γ) σε περίπτωση που ο υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο δ). Εντούτοις, η σύμβασή του μπορεί να λυθεί μόνον αν ο ενδιαφερόμενος δικαιούται επιδόματος αναπηρίας·".

44. Στο άρθρο 78, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

"Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006, ημερομηνία από την οποία το οικείο προσωπικό υπάγεται στους όρους που καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 90."

45. Ο σημερινός τίτλος IV καθίσταται τίτλος V και παρεμβάλλεται ο ακόλουθος τίτλος:

"ΤΙΤΛΟΣ IV

ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 79

1. Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι μισθοδοτούνται από τις συνολικές πιστώσεις που ανοίγονται προς το σκοπό αυτό στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο όργανο.

2. Εφόσον χρειάζεται, κάθε όργανο εκδίδει γενικές εκτελεστικές διατάξεις που διέπουν τη χρησιμοποίηση των συμβασιούχων υπαλλήλων, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

3. Η Επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση σχετικά με τη χρησιμοποίηση συμβασιούχων υπαλλήλων, η οποία αναφέρει τον αριθμό των υπαλλήλων, το επίπεδο και τον τύπο των θέσεων, τη γεωγραφική ισορροπία, και τους δημοσιονομικούς πόρους για κάθε ομάδα καθηκόντων.

4. Τα όργανα, οι Υπηρεσίες και οι άλλοι οργανισμοί που απασχολούν συμβασιούχους υπαλλήλους παρέχουν ετησίως ενδεικτικές προβλέψεις για τη χρησιμοποίηση συμβασιούχων υπαλλήλων ανά ομάδα καθηκόντων, στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού.

Άρθρο 80

1. Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι υποδιαιρούνται σε τέσσερις ομάδες καθηκόντων που αντιστοιχούν στα καθήκοντα που καλούνται να ασκήσουν. Κάθε ομάδα καθηκόντων υποδιαιρείται σε βαθμούς και σε κλιμάκια.

2. Η αντιστοιχία μεταξύ καθηκόντων-τύπων και των αντίστοιχων ομάδων καθηκόντων εμφαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

3. Με βάση τον πίνακα αυτό, κάθε όργανο ή οργανισμός που αναφέρεται στο άρθρο 3α αποφασίζει, κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, την περιγραφή των αρμοδιοτήτων για κάθε καθήκον-τύπο.

4. Το άρθρο 1ε του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με τα μέτρα κοινωνικής φύσεως και τις συνθήκες εργασίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

Άρθρο 81

Το άρθρο 11 εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΟΡΟΙ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ

Άρθρο 82

1. Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών, χωρίς διάκριση φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, πολιτικών φρονημάτων, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, ηλικίας ή αναπηρίας, φύλου ή γενετήσιου προσανατολισμού και ανεξάρτητα από την προσωπική ή την οικογενειακή τους κατάσταση.

2. Πρόσληψη συμβασιούχου υπαλλήλου απαιτεί τουλάχιστον:

α) Στην ομάδα καθηκόντων I, επιτυχή ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.

β) Στις ομάδες καθηκόντων II και III:

i) τριτοβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα, ή

ii) δευτεροβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα, το οποίο δίνει δικαίωμα εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τριών ετών, ή

iii) όταν δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ή επαγγελματική πείρα ισοδύναμου επιπέδου.

γ) Στην ομάδα καθηκόντων IV:

i) εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές τουλάχιστον τριών ετών πιστοποιούμενες με δίπλωμα, ή

ii) όταν δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδύναμου επιπέδου.

3. Συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσλαμβάνεται μόνον εάν:

α) είναι υπήκοος ενός από τα κράτη μέλη, εκτός εάν εγκριθεί παρέκκλιση από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, και απολαύει των πολιτικών του δικαιωμάτων·

β) έχει τακτοποιηθεί στρατολογικά κατά τη νομοθεσία περί στρατολογίας που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του,

γ) παρέχει τα εχέγγυα ήθους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

δ) πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του και

ε) προσκομίζει αποδείξεις ότι διαθέτει εις βάθος γνώσεις μιας από τις γλώσσες των Κοινοτήτων και ικανοποιητικής γνώση μιας άλλης γλώσσας των Κοινοτήτων στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

4. Στην αρχική σύμβαση, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί να μη ζητεί από τον ενδιαφερόμενο την προσκόμιση δικαιολογητικών σχετικών με την εκπλήρωση των όρων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ), των παραγράφων 2 και 3, εάν η πρόσληψη του ενδιαφερομένου δεν πρόκειται να υπερβεί τους τρεις μήνες.

5. Η Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, παρέχει υποστήριξη στα διάφορα όργανα, κατόπιν αιτήματός τους, για την επιλογή συμβασιούχων υπαλλήλων, ιδίως προσδιορίζοντας το περιεχόμενο των δοκιμασιών και διοργανώνοντας τους διαγωνισμούς. Η Υπηρεσία εξασφαλίζει τη διαφάνεια των διαδικασιών επιλογής για τους συμβασιούχους υπάλληλους.

6. Εφόσον χρειάζεται, κάθε όργανο εκδίδει γενικές διατάξεις σχετικά με την πρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 83

Πριν από την πρόσληψή του, ο συμβασιούχος υπάλληλος υποβάλλεται σε ιατρική εξέταση από έναν από τους ιατρούς-συμβούλους του οργάνου, για να δοθεί η δυνατότητα στο όργανο να εξακριβώσει ότι εάν ο υπάλληλος πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 82, παράγραφος 3, στοιχείο δ).

Το άρθρο 33 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

Άρθρο 84

1. Ο συμβασιούχος υπάλληλος, η σύμβαση του οποίου συνάπτεται για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους, διανύει περίοδο δοκιμασίας κατά τους έξι πρώτους μήνες της υπηρεσίας του, εάν ανήκει στην ομάδα καθηκόντων I, και κατά τους εννέα πρώτους μήνες, εάν ανήκει σε μία από τις άλλες ομάδες καθηκόντων.

2. Εάν, στη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας, ο συμβασιούχος υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του, λόγω ασθενείας ή ατυχήματος, για διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα.

3. Το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, συντάσσεται για τον συμβασιούχο υπάλληλο, έκθεση σχετικά με τις ικανότητες που διαθέτει για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, καθώς και για την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση διαβιβάζεται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Ο συμβασιούχος υπάλληλος ο οποίος δεν επιδεικνύει επαρκή προσόντα για να διατηρηθεί στη θέση του απολύεται. Εντούτοις, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί, κατ' εξαίρεση, να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για διάστημα το πολύ έξι μηνών, ενδεχομένως με τοποθέτηση του συμβασιούχου υπαλλήλου σε άλλη υπηρεσία.

4. Σε περίπτωση έκδηλης ανικανότητας του δόκιμου συμβασιούχου υπαλλήλου, είναι δυνατόν να συντάσσεται έκθεση σε οποιαδήποτε στιγμή της περιόδου δοκιμασίας. Η έκθεση διαβιβάζεται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Βάσει της έκθεσης αυτής, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίσει να απολύσει τον συμβασιούχο υπάλληλο πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με προειδοποίηση ενός μηνός.

5. Ο δόκιμος συμβασιούχος υπάλληλος που απολύεται δικαιούται αποζημίωσης ίσης με το ένα τρίτο του βασικού του μισθού για κάθε μήνα της περιόδου δοκιμασίας που έχει συμπληρώσει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 3Α

Άρθρο 85

1. Οι συμβάσεις πρόσληψης συμβασιούχων υπαλλήλων που αναφέρονται στο άρθρο 3α μπορούν να συνάπτονται για ορισμένο χρόνο τουλάχιστον τριών μηνών και πέντε ετών το πολύ. Μπορούν να ανανεωθούν το πολύ για μια φορά για ορισμένη περίοδο όχι άνω των πέντε ετών. Η αρχική σύμβαση και η πρώτη ανανέωση πρέπει να έχουν συνολική διάρκεια 6 μηνών τουλάχιστον για την ομάδα καθηκόντων Ι και 9 μηνών τουλάχιστον για τις άλλες ομάδες καθηκόντων. Τυχόν μεταγενέστερη ανανέωση μπορεί να γίνεται μόνο για αόριστο χρόνο.

Οι περίοδοι που καλύπτονται από σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου που αναφέρεται στο άρθρο 3β δεν προσμετρώνται, όταν πρόκειται για τη σύναψη ή την ανανέωση συμβάσεων δυνάμει του παρόντος άρθρου.

2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, τελευταία πρόταση, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει ότι μόνο η τέταρτη ανανέωση μιας σύμβασης για μέλος της ομάδας καθηκόντων Ι θα είναι αορίστου χρόνου, υπό την προϋπόθεση ότι η συνολική διάρκεια της απασχόλησής του για ορισμένη περίοδο δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη.

3. Ο συμβασιούχος υπάλληλος για την ομάδα καθηκόντων IV υποχρεούται, πριν από την ανανέωση συμβάσεως αορίστου χρόνου, να αποδεικνύει την ικανότητά του να εργάζεται σε τρίτη γλώσσα μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 314 της Συνθήκης ΕΚ. Οι κοινοί κανόνες για την πρόσβαση σε κατάρτιση και οι λεπτομέρειες για την αξιολόγηση που αναφέρονται στο άρθρο 45, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

4. Ο συμβασιούχος υπάλληλος πρέπει να έχει διανύσει περίοδο δοκιμασίας σύμφωνα με το άρθρο 84 πριν από την ανανέωση συμβάσεως αορίστου χρόνου.

Άρθρο 86

1. Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 3α μπορούν να προσλαμβάνονται μόνο:

i) στους βαθμούς 13, 14, ή 16, για την ομάδα καθηκόντων IV,

ii) στους βαθμούς 8, 9 ή 10, για την ομάδα καθηκόντων III,

iii) στους βαθμούς 4 ή 5, για την ομάδα καθηκόντων II,

iv) στο βαθμό 1, για την ομάδα καθηκόντων I.

Για την κατάταξη σε βαθμό των εν λόγω συμβασιούχων υπαλλήλων σε κάθε ομάδα καθηκόντων, λαμβάνονται υπόψη τα προσόντα και η πείρα των ενδιαφερομένων. Για την κάλυψη των ειδικών αναγκών των οργάνων, μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες της αγοράς εργασίας που επικρατούν στην Κοινότητα. Οι εν λόγω συμβασιούχοι υπάλληλοι κατά την πρόσληψη κατατάσσονται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού τους.

2. Όταν ένας συμβασιούχος υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 3α μετακινείται σε νέα θέση της ίδιας ομάδας καθηκόντων, δεν μπορεί να κατατάσσεται σε βαθμό ή σε κλιμάκιο κατώτερα από τα προβλεπόμενα στην προηγούμενη θέση του.

Όταν ο εν λόγω συμβασιούχος υπάλληλος ανέρχεται σε υψηλότερη ομάδα καθηκόντων, κατατάσσεται σε βαθμό και κλιμάκιο που του αποφέρουν αποδοχές τουλάχιστον ίσες με εκείνες που ελάμβανε με την προηγούμενη σύμβαση.

Οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται, όταν ο εν λόγω συμβασιούχος υπάλληλος συνάπτει νέα σύμβαση με όργανο ή οργανισμό αμέσως μετά από προηγούμενη σύμβαση του ίδιου είδους με άλλο όργανο ή οργανισμό.

Άρθρο 87

1. Το άρθρο 43, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αφορά τις εκθέσεις εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους, που αναφέρονται στο άρθρο 3α, οι οποίοι προσλαμβάνονται για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους.

2. Ο αναφερόμενος στο άρθρο 3α συμβασιούχος υπάλληλος που έχει συμπληρώσει δύο έτη αρχαιότητας σε κλιμάκιο του βαθμού του, ανέρχεται αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού αυτού.

3. Στην περίπτωση συμβασιούχου υπαλλήλου αναφερομένου στο άρθρο 3α, η κατάταξη στον αμέσως ανώτερο βαθμό της ίδιας ομάδας καθηκόντων γίνεται με απόφαση της αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο. Συνεπάγεται για τον εν λόγω συμβασιούχο υπάλληλο την κατάταξη στο πρώτο κλιμάκιο του αμέσως ανώτερου βαθμού. Αυτή η κατάταξη γίνεται αποκλειστικά με επιλογή, μεταξύ των αναφερομένων στο άρθρο 3α συμβασιούχων υπαλλήλων που έχουν προσληφθεί για διάστημα τουλάχιστον τριών ετών και έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον δύο έτη στο βαθμό τους, μετά από συγκριτική εξέταση των προσόντων των εν λόγω συμβασιούχων υπαλλήλων που είναι επιλέξιμοι για κατάταξη σε υψηλότερο βαθμό, καθώς και των εκθέσεων για τους υπαλλήλους αυτούς. Το άρθρο 45, παράγραφος 1, τελευταία πρόταση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ'αναλογία.

4. Συμβασιούχος υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 3α μπορεί να μετακινείται σε υψηλότερη ομάδα καθηκόντων, μόνο μέσω συμμετοχής σε γενική διαδικασία επιλογής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 3Β

Άρθρο 88

Στην περίπτωση των αναφερομένων στο άρθρου 3β συμβασιούχων υπαλλήλων:

α) η σύμβαση συνάπτεται για ορισμένο χρόνο και είναι ανανεώσιμη·

b) η πραγματική διάρκεια της απασχόλησης σε ένα όργανο, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας ενδεχόμενης ανανέωσης, δεν υπερβαίνει τα τρία έτη.

Οι περίοδοι που καλύπτονται από σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου που αναφέρεται στο άρθρο 3α δεν προσμετρώνται, όταν πρόκειται για τη σύναψη ή την ανανέωση συμβάσεων δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 89

1. Οι αναφερόμενοι στο άρθρο 3β συμβασιούχοι υπάλληλοι μπορούν να προσλαμβάνονται σε οποιοδήποτε βαθμό των ομάδων καθηκόντων II, III και IV που αναφέρονται στο άρθρο 80, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων και της πείρας των ενδιαφερομένων. Για την κάλυψη των ειδικών αναγκών των οργάνων, μπορούν να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι συνθήκες της αγοράς εργασίας που επικρατούν στην Κοινότητα. Οι εν λόγω συμβασιούχοι υπάλληλοι κατά την πρόσληψη κατατάσσονται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού τους.

2. Συμβασιούχος υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 3β που έχει συμπληρώσει δύο έτη αρχαιότητας σε κλιμάκιο του βαθμού του, ανέρχεται αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού αυτού.

Άρθρο 90

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του παρόντος τίτλου, οι διερμηνείς συνεδριάσεων που προσλαμβάνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή την Επιτροπή για λογαριασμό των κοινοτικών οργάνων και οργανισμών υπόκεινται στους όρους που καθορίζονται στη συμφωνία της 28ης Ιουλίου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Επιτροπής και του Δικαστηρίου, εξ ονόματος των οργάνων, αφενός, και των αντιπροσωπευτικών επαγγελματικών ενώσεών τους, αφετέρου.

Οι τροποποιήσεις της εν λόγω συμφωνίας που απαιτούνται για την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 723/2004 του Συμβουλίου(1) υιοθετούνται πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2006 σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 78. Οι τροποποιήσεις της εν λόγω συμφωνίας μετά την 31η Δεκεμβρίου 2006 υιοθετούνται με συμφωνία μεταξύ των οργάνων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΟΡΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Άρθρο 91

Τα άρθρα 16 έως 18 εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΑ

Άρθρο 92

Τα άρθρα 19 έως 27 εφαρμόζονται κατ' αναλογία, με την επιφύλαξη των τροποποιήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 90 και 94.

Άρθρο 93

Η κλίμακα των βασικών μισθών καθορίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Άρθρο 94

Παρά το άρθρο 24, παράγραφος 3, η αποζημίωση εγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 και η αποζημίωση επανεγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, δεν μπορούν να είναι κατώτερες από:

- 734,76 ευρώ, για τον συμβασιούχο υπάλληλο που δικαιούται επιδόματος στέγης· και

- 435,62 ευρώ, για τον συμβασιούχο υπάλληλο που δεν δικαιούται επιδόματος στέγης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

ΠΑΡΟΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Τμήμα Α

Ασφάλιση ασθενείας και ατυχήματος, παροχές κοινωνικής ασφάλισης

Άρθρο 95

Το άρθρο 28 εφαρμόζεται κατ' αναλογία. Εντούτοις, το άρθρο 72, παράγραφοι 2 και 2α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δεν εφαρμόζεται στον συμβασιούχο υπάλληλο ο οποίος έχει παραμείνει στην υπηρεσία των Κοινοτήτων μέχρι την ηλικία των 63 ετών, εκτός εάν έχει εργασθεί ως συμβασιούχος υπάλληλος για διάστημα μεγαλύτερο των 3 ετών.

Άρθρο 96

1. Ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος, ο οποίος βρίσκεται άνεργος μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία του σε κοινοτικό όργανο, και:

α) δεν δικαιούται σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας από τις Κοινότητες·

β) η αποχώρησή του από την υπηρεσία δεν οφείλεται σε παραίτηση ή σε διακοπή της σύμβασής του για πειθαρχικούς λόγους·

γ) έχει συμπληρώσει τουλάχιστον εξάμηνη υπηρεσία·

δ) διαμένει σε κράτος μέλος,

δικαιούται μηνιαίου επιδόματος ανεργίας υπό τους όρους που καθορίζονται κατωτέρω.

Εάν δικαιούται παροχών ανεργίας στο πλαίσιο ενός εθνικού συστήματος, υποχρεούται να το δηλώνει στο όργανο στο οποίο υπαγόταν, το οποίο ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό των εν λόγω παροχών αφαιρείται από το επίδομα που καταβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 3.

2. Για να δικαιούται του επιδόματος ανεργίας, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος:

α) εγγράφεται, με αίτησή του, ως επιζητών εργασία στις υπηρεσίες απασχόλησης του κράτους μέλους όπου διαμένει·

β) τηρεί τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού στον δικαιούχο παροχών ανεργίας βάσει των διατάξεών της·

γ) διαβιβάζει κάθε μήνα στο όργανο που υπαγόταν, το οποίο και τη διαβιβάζει αμέσως στην Επιτροπή, βεβαίωση της αρμόδιας εθνικής υπηρεσίας απασχόλησης, η οποία αναφέρει εάν τηρεί ή όχι τις υποχρεώσεις και τους όρους που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β).

Η Κοινότητα μπορεί να αποφασίσει τη χορήγηση ή τη συνέχιση της χορήγησης του επιδόματος, έστω και αν δεν πληρούνται οι εθνικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β), σε περίπτωση ασθένειας, ατυχήματος, μητρότητας, αναπηρίας ή άλλης κατάστασης που θεωρείται ανάλογη, καθώς και όταν η εθνική υπηρεσία, η οποία είναι αρμόδια για την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων, τον απαλλάσσει.

Η Επιτροπή, αφού λάβει τη γνώμη επιτροπής εμπειρογνωμόνων, καθορίζει τις διατάξεις που κρίνει απαραίτητες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

3. Το επίδομα ανεργίας καθορίζεται σε σχέση με τον βασικό μισθό που ελάμβανε ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία. Το εν λόγω επίδομα ανεργίας ανέρχεται στο:

α) 60 % του βασικού μισθού επί μια αρχική περίοδο δώδεκα μηνών·

β) 45 % του βασικού μισθού από τον δέκατο τρίτο έως τον εικοστό τέταρτο μήνα·

γ) 30 % του βασικού μισθού από τον εικοστό πέμπτο έως τον τριακοστό έκτο μήνα.

Εκτός της αρχικής εξάμηνης περιόδου, στη διάρκεια της οποίας εφαρμόζεται το κατώτερο όριο που ορίζεται κατωτέρω, ενώ το ανώτερο όριο δεν εφαρμόζεται, τα ποσά που υπολογίζονται κατ' αυτόν τον τρόπο, δεν μπορούν να είναι κατώτερα από ευρώ 878,64 ούτε ανώτερα από ευρώ 1757,28. Τα όρια αυτά προσαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και οι κλίμακες μισθών που περιλαμβάνονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σύμφωνα με το άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4. Το επίδομα ανεργίας καταβάλλεται στον πρώην συμβασιούχο υπάλληλο από την ημέρα εξόδου του από την υπηρεσία για μέγιστο διάστημα τριάντα έξι μηνών και σε κάθε περίπτωση για διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο του πραγματικού χρόνου υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει. Εάν όμως, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2, διακόπτεται η καταβολή του επιδόματος ανεργίας. Η καταβολή του επιδόματος επαναλαμβάνεται, εάν, πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος αυτού, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος πληροί και πάλι τους εν λόγω όρους, χωρίς να έχει αποκτήσει δικαίωμα σε εθνική παροχή ανεργίας.

5. Ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται το επίδομα ανεργίας δικαιούται των οικογενειακών επιδομάτων που προβλέπει το άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται βάσει του επιδόματος ανεργίας και υπό τους όρους που καθορίζονται στο άρθρου 1 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να δηλώνει τα ανάλογα επιδόματα που καταβάλλονται από άλλη πηγή στον ίδιο ή στη σύζυγό του· τα επιδόματα αυτά αφαιρούνται από τα επιδόματα που καταβάλλονται κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται το επίδομα ανεργίας δικαιούται, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 72 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κάλυψης των κινδύνων ασθενείας χωρίς να επιβαρύνεται με εισφορές.

6. Το επίδομα ανεργίας και τα οικογενειακά επιδόματα καταβάλλονται από την Επιτροπή σε ευρώ. Δεν εφαρμόζεται διορθωτικός συντελεστής.

7. Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι συμμετέχουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Η συνεισφορά αυτή καθορίζεται σε 0,81 % του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, μετά την έκπτωση ποσού ευρώ 798,77, και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές που προβλέπονται στο άρθρο 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η συνεισφορά αυτή αφαιρείται κάθε μήνα από τον μισθό του ενδιαφερομένου και, αφού αυξηθεί κατά τα δύο τρίτα που βαρύνουν το όργανο, καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο ανεργίας. Το ταμείο αυτό είναι κοινό για τα όργανα, τα οποία καταβάλλουν κάθε μήνα τις συνεισφορές τους στην Επιτροπή, το αργότερο οκτώ ημέρες μετά την πληρωμή των αποδοχών. Η εντολή πληρωμής και η καταβολή κάθε δαπάνης που απορρέει από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, γίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού που διέπει τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

8. Το επίδομα ανεργίας που καταβάλλεται στον άνεργο πρώην συμβασιούχο υπάλληλο υπόκειται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου.

9. Οι εθνικές υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για θέματα απασχόλησης και ανεργίας, ενεργώντας στο πλαίσιο της εθνικής τους νομοθεσίας, και η Επιτροπή συνεργάζονται μεταξύ τους αποτελεσματικά προκειμένου να εξασφαλίζουν την καλή εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

10. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής που εκδίδονται βάσει του άρθρου 28α, παράγραφος 10 εφαρμόζονται και στο παρόν άρθρο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

11. Ένα έτος μετά την καθιέρωση του παρόντος συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας και, στη συνέχεια, ανά διετία, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση για την οικονομική κατάσταση του συστήματος. Εκτός από την έκθεση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει στο Συμβούλιο προτάσεις αναπροσαρμογής των συνεισφορών που προβλέπονται στην παράγραφο 7, εάν το απαιτεί η ισορροπία του συστήματος. Το Συμβούλιο αποφασίζει επί των προτάσεων αυτών σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Άρθρο 97

Το άρθρο 74 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με το επίδομα τοκετού και το άρθρο 75 του του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με την ανάληψη εκ μέρους του οργάνου των εξόδων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Άρθρο 98

Το άρθρο 76 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με τη χορήγηση δωρεών, δανείων ή προκαταβολών εφαρμόζονται κατ' αναλογία στον συμβασιούχο υπάλληλο κατά τη διάρκεια της σύμβασής του ή μετά τη λήξη της, εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος είναι ανίκανος προς εργασία συνεπεία βαρείας παρατεταμένης ασθένειας ή αναπηρίας ή ατυχήματος που συνέβη κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του και εφόσον αποδεικνύει ότι η εν λόγω ασθένεια ή ατύχημα δεν καλύπτεται από άλλο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης.

Τμήμα Β

Ασφάλιση κινδύνων αναπηρίας και θανάτου

Άρθρο 99

Ο συμβασιούχος υπάλληλος ασφαλίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις κατά των κινδύνων θανάτου ή αναπηρίας που επέρχονται κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του.

Οι πληρωμές και οι παροχές που προβλέπονται στο παρόν τμήμα αναστέλλονται, εάν η αμοιβή που λαμβάνει ο συμβασιούχος υπάλληλος λόγω της εργασίας του, έχει ανασταλεί δυνάμει του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Άρθρο 100

Εάν η ιατρική εξέταση που προηγείται της πρόσληψης συμβασιούχου υπαλλήλου, αποκαλύψει ότι ο ενδιαφερόμενος πάσχει από ασθένεια ή από αναπηρία, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίζει την υπαγωγή του στο ευεργέτημα των παροχών που προβλέπονται για την περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου μόνο στο τέλος περιόδου πέντε ετών που αρχίζει από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας στο όργανο, για τους κινδύνους που απορρέουν από αυτή την ασθένεια ή αναπηρία.

Ο συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσβάλει την απόφαση αυτή ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 101

1. Συμβασιούχος υπάλληλος ο οποίος έχει προσβληθεί από αναπηρία που θεωρείται ολική και ο οποίος υποχρεούται, για τον λόγο αυτό, να διακόψει την υπηρεσία του στο όργανο, δικαιούται, για όσο χρόνο διαρκεί η ανικανότητα αυτή, επιδόματος αναπηρίας, του οποίου το ποσό καθορίζεται ως ακολούθως.

Το άρθρο 52 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας. Εάν ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας συνταξιοδοτηθεί πριν από το 65 έτος της ηλικίας του χωρίς να έχει φθάσει στο ανώτατο ποσοστό συντάξεως, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες της συντάξεως αρχαιότητας. Το ποσό της σύνταξης αρχαιότητας καθορίζεται με βάση τον μισθό που αντιστοιχεί στον βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο συμβασιούχος υπάλληλος, όταν κατέστη ανάπηρος.

2. Το ποσό του επιδόματος αναπηρίας καθορίζεται στο 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του συμβασιούχου υπαλλήλου. Ωστόσο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τον μηνιαίο βασικό μισθό συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων Ι, βαθμός 1, κλιμάκιο 1. Το επίδομα αναπηρίας υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, που υπολογίζονται, βάσει του επιδόματος αυτού.

3. Εφόσον η αναπηρία του συμβασιούχου υπαλλήλου προέρχεται από ατύχημα το οποίο συνέβη κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του, από επαγγελματική ασθένεια ή από πράξη αυτοθυσίας προς δημόσιο όφελος ή από το γεγονός ότι ο υπάλληλος εξέθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο προκειμένου να διασώσει ανθρώπινη ζωή, το επίδομα αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 120 % του μηνιαίου βασικού μισθού συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων Ι, βαθμός 1, κλιμάκιο 1. Στις περιπτώσεις αυτές ο προϋπολογισμός του πρώην εργοδότη βαρύνεται με τις εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος.

4. Εάν η αναπηρία έχει προκληθεί σκόπιμα από τον συμβασιούχο υπάλληλο, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίζει ότι ο υπάλληλος θα πρέπει να λάβει μόνο το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 109.

5. Ο υπάλληλος που λαμβάνει επίδομα αναπηρίας δικαιούται, των οικογενειακών επιδομάτων που προβλέπονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σύμφωνα με το Παράρτημα VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης· το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση το επίδομα του υπαλλήλου.

Άρθρο 102

1. Η κατάσταση αναπηρίας κρίνεται από την επιτροπή αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2. Το δικαίωμα επιδόματος αναπηρίας αρχίζει να ισχύει από την επόμενη ημέρα της λύσεως της υπαλληλικής σχέσης του ενδιαφερομένου συμβασιούχου υπαλλήλου σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 48 που εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

3. Το όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 40 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης μπορεί να υποβάλλει περιοδικά σε εξετάσεις τον δικαιούχο επιδόματος αναπηρίας, για να βεβαιωθεί ότι εξακολουθεί να πληροί τους απαιτούμενους όρους για τη λήψη του εν λόγω επιδόματος. Εάν η επιτροπή αναπηρίας διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται πλέον οι όροι αυτοί, ο συμβασιούχος υπάλληλος αναλαμβάνει και πάλι υπηρεσία στο όργανο, εφόσον δεν έχει λήξει η σύμβασή του.

Ωστόσο, εάν ο ενδιαφερόμενος δεν είναι δυνατόν να επαναπροσληφθεί στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, η σύμβαση μπορεί να λυθεί με την καταβολή αποζημίωσης ύψους αντίστοιχου με τις αποδοχές που θα είχε εισπράξει κατά το διάστημα της προθεσμίας καταγγελίας και, ενδεχομένως, με την αποζημίωση λύσης της σύμβασης που προβλέπεται στο άρθρο 47. Το άρθρο 109 τυγχάνει επίσης εφαρμογής.

Άρθρο 103

1. Οι έλκοντες δικαίωμα από αποβιώσαντα συμβασιούχο υπάλληλο, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 4 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούνται σύνταξης επιζώντων κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 104 έως 107.

2. Σε περίπτωση θανάτου ενός πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία των 63 ετών, είχε δε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία των 63 ετών, οι έλκοντες δικαίωμα, από τον αποβιώσαντα πρώην συμβασιούχο υπάλληλο, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 4 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούνται σύνταξης επιζώντων κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω Παράρτημα.

3. Σε περίπτωση αφάνειας για διάστημα μεγαλύτερο του έτους, συμβασιούχου υπαλλήλου ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας ή σύνταξης αρχαιότητας ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία των 63 ετών, είχε δε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη της καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία των 60 ετών, οι διατάξεις των κεφαλαίων 5 και 6 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αφορούν τις προσωρινές συντάξεις εφαρμόζονται κατ' αναλογία στον/στην σύζυγο του/της και στα πρόσωπα που θεωρούνται συντηρούμενα από τον άφαντο.

Άρθρο 104

Το δικαίωμα σύνταξης αρχίζει να ισχύει από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί το μήνα του θανάτου ή, εάν συντρέχει περίπτωση, από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την περίοδο κατά την οποία ο επιζών σύζυγος, τα ορφανά ή τα συντηρούμενα πρόσωπα του αποβιώσαντος υπαλλήλου δικαιούνται των απολαβών του κατ' εφαρμογή του άρθρου 70 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 105

Ο επιζών σύζυγος συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούται, σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σύνταξης επιζώντων. Το ποσό της σύνταξης δεν είναι κατώτερο από το 35 % του τελευταίου μηνιαίου βασικού μισθού που εισέπραξε ο συμβασιούχος υπάλληλος ούτε από το μηνιαίο βασικό μισθό συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων Ι, βαθμός 1, κλιμάκιο 1. Σε περίπτωση θανάτου συμβασιούχου υπαλλήλου, το ποσό της σύνταξης επιζώντων προσαυξάνεται μέχρι το 60 % της σύνταξης αρχαιότητας που θα είχε καταβληθεί στον συμβασιούχο υπάλληλο, εάν μπορούσε να την αξιώσει, ανεξάρτητα από τον χρόνο υπηρεσίας ή την ηλικία του, τον χρόνο του θανάτου.

Ο δικαιούχος σύνταξης επιζώντων δικαιούται, υπό τους όρους που προβλέπονται στο Παράρτημα VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εντούτοις, το ποσό του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου είναι ίσο με το διπλάσιο του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο β) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 106

1. Εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος ή ο δικαιούχος σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας αποβιώσει και δεν καταλείπει σύζυγο που να δικαιούται σύνταξης επιζώντων, τα τέκνα που θεωρούνται συντηρούμενα, δικαιούνται σύνταξης ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 80 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται στα τέκνα που πληρούν τους ίδιους όρους, σε περίπτωση θανάτου ή σύναψης νέου γάμου του συζύγου που δικαιούται σύνταξης επιζώντων.

3. Εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος ή ο δικαιούχος σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας έχει αποβιώσει χωρίς να πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 80, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4. Σε περίπτωση θανάτου ενός πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου, ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία των 63 ετών, είχε δε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία των 63 ετών, τα τέκνα που αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα κατά την έννοια του άρθρου 2 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούνται σύνταξης ορφανού με τους ίδιους όρους με εκείνους που προβλέπονται αντίστοιχα στις προηγούμενες παραγράφους.

5. Η σύνταξη ορφανού προσώπου που εξομοιούται με συντηρούμενο τέκνο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 4 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου. Εντούτοις, το δικαίωμα σύνταξης λήγει, εάν τρίτος έχει υποχρέωση διατροφής σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

6. Ο θάνατος φυσικού γονέως, τον οποίο έχει υποκαταστήσει εξ υιοθεσίας γονέας, δεν γεννά δικαίωμα σύνταξης ορφανού.

7. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το ορφανό δικαιούται σχολικού επιδόματος.

Άρθρο 107

Σε περίπτωση διαζυγίου ή οσάκις συνυπάρχουν περισσότερες από μία ομάδες επιζώντων που δύνανται να αξιώσουν σύνταξη επιζώντων, η σύνταξη αυτή κατανέμεται σύμφωνα με τον τρόπο που προβλέπεται στο κεφάλαιο 4 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 108

Οι κανόνες για τα ανώτατα όρια και την κατανομή που προβλέπονται στο άρθρο 81α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Τμήμα Γ

Σύνταξη αρχαιότητας και επίδομα αποχώρησης

Άρθρο 109

1. Κατά την έξοδο από την υπηρεσία, ο συμβασιούχος υπάλληλος δικαιούται σύνταξης αρχαιότητας, μεταφοράς του αναλογιστικού ισοδυνάμου ή καταβολής του επιδόματος αποχώρησης σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του τίτλου V και του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος δικαιούται σύνταξης αρχαιότητας, τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα δεν καλύπτουν περιόδους που αντιστοιχούν σε εισφορές οι οποίες έχουν πληρωθεί βάσει του άρθρου 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

2. Το άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 3 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

3. Πρόσωπο που καθίσταται δικαιούχος σύνταξης αρχαιότητος, δικαιούται, εάν έχει εργασθεί για διάστημα μεγαλύτερο των τριών ετών ως συμβασιούχος υπάλληλος, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης· το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση τη σύνταξη του δικαιούχου.

Άρθρο 110

1. Εάν συμβασιούχος υπάλληλος διορισθεί μόνιμος ή έκτακτος υπάλληλος των Κοινοτήτων, δεν λαμβάνει το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 109, παράγραφος 1.

Περίοδοι υπηρεσίας συμβασιούχου υπαλλήλου των Κοινοτήτων λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των συντάξιμων ετών κατά τα προβλεπόμενα στο Παράρτημα VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2. Εάν το όργανο άσκησε το δικαίωμα επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 112, τα δικαιώματα του συμβασιούχου υπαλλήλου επί της σύνταξης αρχαιότητας μειώνονται αναλογικά με την περίοδο που αντιστοιχεί στα ποσά που εισπράχθησαν.

3. Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται στον συμβασιούχο υπάλληλο ο οποίος, εντός τριών μηνών από την υπαγωγή του στον κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ζητεί να του επιτραπεί να επιστρέψει τα εν λόγω ποσά, προσαυξημένα με τόκους ανατοκισμού, οι οποίοι υπολογίζονται με 3,5 % ετήσιο επιτόκιο· το επιτόκιο μπορεί να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12 του Παραρτήματος XII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Τμήμα Δ

Χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης αναπηρίας και ασφάλειας ζωής, καθώς και του συνταξιοδοτικού συστήματος

Άρθρο 111

Για τη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα Τμήματα Β και Γ, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις των άρθρων 83 και 83α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, καθώς και των άρθρων 36 και 38 του Παραρτήματος VIII του ίδιου κανονισμού.

Άρθρο 112

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από το όργανο, ο συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να ζητήσει από το όργανο την πραγματοποίηση των πληρωμών, στις οποίες υποχρεούται να προβεί, για να συστήσει ή να διατηρήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ασφάλιση κατά της ανεργίας, ασφάλιση αναπηρίας, ασφάλεια ζωής και ασφάλιση ασθενείας στην τελευταία χώρα όπου καλυπτόταν από παρόμοια καθεστώτα. Κατά τη διάρκεια καταβολής των εν λόγω εισφορών, ο συμβασιούχος υπάλληλος δεν απολαύει του κοινοτικού καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας. Επιπλέον, κατά το διάστημα που αντιστοιχεί στις εν λόγω εισφορές, ο συμβασιούχος υπάλληλος δεν καλύπτεται από τα καθεστώτα ασφάλειας ζωής και ασφάλισης αναπηρίας της Κοινότητας και δεν αποκτά δικαιώματα στο πλαίσιο των κοινοτικών καθεστώτων ασφάλισης κατά της ανεργίας και συντάξεων

Η πραγματική διάρκεια των πληρωμών αυτών για κάθε συμβασιούχο υπάλληλο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Εντούτοις, το όργανο μπορεί να αποφασίζει να παρατείνει το διάστημα αυτό σε ένα έτος. Οι πληρωμές βαρύνουν τον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων. Οι πληρωμές για τη σύσταση ή διατήρηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δεν υπερβαίνουν το διπλάσιο του ποσοστού που προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Τμήμα Ε

Διακανονισμός διεκδικήσεων συμβασιούχων υπαλλήλων

Άρθρο 113

Τα άρθρα 40 έως 44 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Τμήμα ΣΤ

Καταβολή των παροχών

Άρθρο 114

1. Τα άρθρα 81α και 82 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και το άρθρο 45 του Παραρτήματος VIII του ίδιου κανονισμού σχετικά με την καταβολή των παροχών εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

2. Όλα τα ποσά που οφείλει ο συμβασιούχος υπάλληλος στις Κοινότητες, σύμφωνα με το παρόν σύστημα προνοίας, κατά την ημερομηνία καταβολής των παροχών, αφαιρούνται από το ποσό των παροχών που αποδίδεται στον υπάλληλο ή στους έλκοντες δικαιώματα από αυτόν, με τρόπο που καθορίζει το όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 45 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η απόδοση μπορεί να κλιμακωθεί σε μηνιαίες δόσεις.

Τμήμα Ζ

Υποκατάσταση της Κοινότητας

Άρθρο 115

Οι διατάξεις του άρθρου 85α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με την υποκατάσταση της Κοινότητας εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΩΝ

Άρθρο 116

Εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 85 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Άρθρο 117

Οι διατάξεις του τίτλου VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί προσφυγών εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΟΥΝ ΣΕ ΤΡΙΤΗ ΧΩΡΑ

Άρθρο 118

Οι διατάξεις των άρθρων 6 έως 16 και 19 έως 25 του Παραρτήματος X του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ' αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τρίτες χώρες. Εντούτοις, το άρθρο 21 του εν λόγω Παραρτήματος εφαρμόζεται μόνον εάν η διάρκεια της σύμβασης δεν είναι μικρότερη από ένα έτος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ

Άρθρο 119

Τα άρθρα 47 έως 50α, εφαρμόζονται κατ' αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

Σε περίπτωση πειθαρχικής διαδικασίας κατά συμβασιούχου υπαλλήλου, το Πειθαρχικό Συμβούλιο που αναφέρεται στο Παράρτημα ΙΧ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο άρθρο 49 του παρόντος καθεστώτος, που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, περιλαμβάνει δύο συμπληρωματικά μέλη της ίδιας ομάδας καθηκόντων και του ίδιου βαθμού με τον ενδιαφερόμενο συμβασιούχο υπάλληλο. Τα εν λόγω δύο συμπληρωματικά μέλη διορίζονται με ειδική προς τούτο διαδικασία, η οποία συμφωνείται μεταξύ της αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και της επιτροπής προσωπικού."

46. Τα ισχύοντα άρθρα 79 και 80 λαμβάνουν νέα αρίθμηση και γίνονται άρθρα 120 και 121.

47. Το ισχύον άρθρο 81 καθίσταται άρθρο 122 και αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 122

Οι διαφορές μεταξύ του οργάνου και του τοπικού υπαλλήλου που υπηρετεί σε τρίτη χώρα υπάγονται σε διαιτητική αρχή, υπό τους όρους που καθορίζονται στη ρήτρα διαιτησίας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση του τοπικού υπαλλήλου."

48. Ο τίτλος VI διαγράφεται.

49. Ο ισχύον τίτλος V γίνεται τίτλος VI και τα πρώην άρθρα 82 και 83 γίνονται άρθρα 123 και 124, αντιστοίχως.

50. Το άρθρο 124 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 124

Τα άρθρα 1γ, 1δ, 11, 11α, 12 και 12α, το άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, τα άρθρα 17 και 17α, 19, 22, 22α και 22β, το άρθρο 23, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των υπαλλήλων, καθώς και τα άρθρα 90 και 91 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί προσφυγών, εφαρμόζονται κατ' αναλογία."

51. Στον τίτλο VII, τα ισχύοντα άρθρα 99, 100 και 101 διαγράφονται και παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

"Άρθρο 125

Με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό ΙΙ, το Παράρτημα περιλαμβάνει τις μεταβατικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται με σύμβαση στο πλαίσιο του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό."

52. Στον τίτλο VIII, τα ισχύοντα άρθρα 102 και 103 γίνονται άρθρα 126 και 127 αντιστοίχως.

53. Στο νέο άρθρο 126, οι όροι "του άρθρου 103" αντικαθίστανται από τους όρους "του άρθρου 127".

54. Προστίθεται το ακόλουθο Παράρτημα:

"ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Μεταβατικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπάγονται στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό

Άρθρο 1

1. Οι διατάξεις του Παραρτήματος XIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ' αναλογία στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 30 Απριλίου 2004.

2. Κατά τη διάρκεια της περιόδου από 1ης Μαΐου 2004 έως τις 30 Απριλίου 2006, στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό αντικαθίστανται:

α) στο άρθρο 3, στοιχείο β), πρώτη περίπτωση, οι όροι "της ομάδας καθηκόντων των βοηθών (AST)" από τους όρους "των κατηγοριών Β και Γ"·

β) στο άρθρο 3, στοιχείο β), δεύτερη περίπτωση, οι όροι "της ομάδας καθηκόντων των διοικητικών υπαλλήλων (AD)" από τους όρους"της κατηγορίας Α", οι όροι "AD 16 ή AD 15" από τους όρους "A*16 ή A*15" και οι όροι "AD 15 ή AD 14" από τους όρους "A*15 ή A*14".

Άρθρο 2

1. Σύμφωνα με το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, προσφέρει απασχόληση συμβασιούχου υπαλλήλου αορίστου χρόνου σε κάθε πρόσωπο που απασχολείται από τις Κοινότητες την 1η Μαΐου 2004, δυνάμει σύμβασης τοπικού υπαλλήλου αορίστου χρόνου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, σε μία από τις Υπηρεσίες ή σε έναν από τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 3α, παράγραφος 1, στοιχεία β) και γ) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό. Η προσφορά απασχόλησης βασίζεται σε αξιολόγηση των καθηκόντων που θα εκτελεί ο υπάλληλος ως συμβασιούχος. Η οικεία σύμβαση παράγει αποτελέσματα το αργότερο από την 1η Μαΐου 2005. Το άρθρο 84 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό δεν εφαρμόζεται στη σύμβαση αυτή.

2. Στην περίπτωση που η κατάταξη του υπαλλήλου ο οποίος αποδέχεται την προσφορά της σύμβασης θα οδηγούσε σε μείωση των αποδοχών του, το όργανο μπορεί να καταβάλει ένα συμπληρωματικό ποσό, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα διαφορά μεταξύ της νομοθεσίας του κράτους μέλους υπηρεσίας στον τομέα της φορολογίας, της κοινωνικής ασφάλισης και των συντάξεων και των σχετικών διατάξεων που εφαρμόζονται στον συμβασιούχο υπάλληλο.

3. Εφόσον χρειάζεται, κάθε όργανο εκδίδει γενικές διατάξεις για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4. Ο υπάλληλος που δεν αποδέχεται την προσφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να διατηρήσει τη συμβατική του σχέση με το όργανο.

Άρθρο 3

Επί μια πενταετία από την 1η Μαΐου 2004, οι τοπικοί υπάλληλοι ή οι συμβασιούχοι υπάλληλοι της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου που τελούσαν υπό καθεστώς τοπικού υπαλλήλου αυτής της Γενικής Γραμματείας πριν από την 1η Μαΐου 2004, μπορούν να συμμετέχουν σε εσωτερικούς διαγωνισμούς του Συμβουλίου υπό τους ίδιους όρους με τους μονίμους και τους εκτάκτους υπαλλήλους του οργάνου.

Άρθρο 4

Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου εκτάκτων υπαλλήλων, στους οποίους εφαρμόζεται το άρθρο 2, στοιχείο δ) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και οι οποίες δεν έχουν λήξει την 1η Μαΐου 2004, μπορούν να ανανεωθούν. Εάν η σύμβαση έχει ήδη ανανεωθεί άπαξ η νέα σύμβαση συνάπτεται για αόριστο χρόνο. Οι συμβάσεις αορίστου χρόνου εκτάκτων υπαλλήλων, στους οποίους εφαρμόζεται το άρθρο 2, στοιχείο δ) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και οι οποίες δεν έχουν λήξει, παραμένουν αμετάβλητες.

Άρθρο 5

1. Οι πρώην έκτακτοι υπάλληλοι, οι οποίοι την 1η Μαΐου 2004 είναι άνεργοι και υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 28α του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, οι οποίες είχαν εφαρμογή πριν από την 1η Μαΐου 2004, εξακολουθούν να υπάγονται σε αυτές τις διατάξεις έως τη λήξη της περιόδου ανεργίας τους.

2. Οι έκτακτοι υπάλληλοι, η σύμβαση των οποίων δεν έχει λήξει την 1η Μαΐου 2004, μπορούν, με αίτησή τους, να υπαχθούν στο άρθρο 28α του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, οι οποίες είχαν εφαρμογή πριν από την 1η Μαΐου 2004. Η αίτηση αυτή πρέπει να υποβάλλεται το αργότερο 30 ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία λήξης της οικείας σύμβασης εκτάκτου υπαλλήλου."

(1) ΕΕ L 124 της 27.4.2004, σ. 1.