Κανονισμός αριθ. 2322/2002 (Ευρατόμ) του Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, κέντρων ερευνών και πανεπιστημίων στην υλοποίηση του έκτου προγράμματος πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (2002-2006)
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 355 της 30/12/2002 σ. 0035 - 0044
Κανονισμός αριθ. 2322/2002 (Ευρατόμ) του Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, κέντρων ερευνών και πανεπιστημίων στην υλοποίηση του έκτου προγράμματος πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (2002-2006) ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 7, την πρόταση της Επιτροπής(1), τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(2) τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(3), Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Με την απόφαση 2002/668/Ευρατόμ του Συμβουλίου, θεσπίστηκε το έκτο πρόγραμμα πλαίσιο δραστηριοτήτων πυρηνικής έρευνας και εκπαίδευσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ) που συμβάλλει επίσης στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας (2002-2006) ("έκτο πρόγραμμα πλαίσιο")(4). Οι κανόνες χρηματοδοτικής συμμετοχής της Κοινότητας πρέπει να συμπληρωθούν από άλλες διατάξεις οι οποίες θα καθοριστούν σύμφωνα με το άρθρο 7 της συνθήκης. (2) Οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να ενταχθούν σε ένα συνεκτικό πλαίσιο που θα χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και θα λαμβάνει πλήρως υπόψη τους στόχους και τα χαρακτηριστικά των μέσων που προσδιορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ του ειδικού προγράμματος (Ευρατόμ) έρευνας και εκπαίδευσης στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας το οποίο θεσπίστηκε με την απόφαση 2002/837/Ευρατόμ του Συμβουλίου(5) ούτως ώστε να εξασφαλισθεί η κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερη εφαρμογή. (3) Οι κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, κέντρων ερευνών και πανεπιστημίων θα πρέπει να ανταποκρίνονται στη φύση των δραστηριοτήτων έρευνας (συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων επίδειξης) και εκπαίδευσης στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας. Οι κανόνες αυτοί δύνανται εξάλλου να διαφέρουν αναλόγως του εάν ο συμμετέχων είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος, σε συνδεδεμένο υποψήφιο ή μη, κράτος ή σε τρίτη χώρα, και αναλόγως της νομικής του δομής, δηλαδή εάν πρόκειται για εθνικό οργανισμό, για διεθνή οργανισμό, ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή όχι, ή για ένωση συμμετεχόντων. (4) Σύμφωνα με το έκτο πρόγραμμα πλαίσιο, οι κανόνες που αφορούν τη συμμετοχή νομικών οντοτήτων από τρίτες χώρες θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τους στόχους διεθνούς συνεργασίας που καθορίζονται ιδίως στο άρθρο 101 της συνθήκης. (5) Οι διεθνείς οργανισμοί που έχουν ως αποστολή την ανάπτυξη της ερευνητικής συνεργασίας στην Ευρώπη και οι οποίοι απαρτίζονται κατά πλειονότητα από κράτη μέλη ή συνδεδεμένα κράτη συμβάλλουν στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να ενθαρρύνονται να συμμετάσχουν στο έκτο πρόγραμμα πλαίσιο. (6) Κατά τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων που θα αναληφθούν βάσει του έκτου προγράμματος πλαισίου, θα πρέπει να τηρούνται οι αρχές δεοντολογίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εκφράζονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να επιδιώκεται η βελτίωση της ενημέρωσης του κοινού και ο διάλογος με αυτό, καθώς και η ενίσχυση του ρόλου των γυναικών στον τομέα της έρευνας. (7) Το Κοινό Κέντρο Ερευνών συμμετέχει στις έμμεσες δράσεις έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για τις νομικές οντότητες που είναι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος. (8) Κατά τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων που θα αναληφθούν βάσει του έκτου προγράμματος πλαισίου θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας και να κατοχυρώνεται η προστασία τους. Η ευθύνη της Επιτροπής για την υλοποίηση του προγράμματος πλαισίου και των ειδικών του προγραμμάτων εκτείνεται και στις δημοσιονομικές πτυχές που απορρέουν από αυτά, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 1 Αντικείμενο Ο παρών κανονισμός καθορίζει τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, κέντρων ερευνών και πανεπιστημίων στην έρευνα που διεξάγεται βάσει του έκτου προγράμματος πλαισίου δραστηριοτήτων πυρηνικής έρευνας και εκπαίδευσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, που συμβάλλει επίσης στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας (2000-2006) (καλούμενο εφεξής "έκτο πρόγραμμα πλαίσιο"). Άρθρο 2 Ορισμοί Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως: 1. "δραστηριότητα ΕΤΑΕ", μία από τις δραστηριότητες έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων επίδειξης και τις δραστηριότητες εκπαίδευσης, που περιγράφονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙΙ του έκτου προγράμματος πλαισίου, 2. "άμεση δράση", δραστηριότητα ΕΤΑΕ η οποία αναλαμβάνεται από το Κοινό Κέντρο Ερευνών (ΚΚΕρ) κατ' εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί από το έκτο πρόγραμμα πλαίσιο, 3. "έμμεση δράση", δραστηριότητα ΕΤΑΕ η οποία αναλαμβάνεται από ένα ή περισσότερους συμμετέχοντες με τη χρήση ενός μέσου του έκτου προγράμματος πλαισίου, 4. "μέσα", οι μηχανισμοί έμμεσης παρέμβασης της Κοινότητας που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙΙ του ειδικού προγράμματος (Ευρατόμ) έρευνας και εκπαίδευσης στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, 5. "σύμβαση", η χρηματοδοτική συμφωνία μεταξύ της Κοινότητας και των συμμετεχόντων η οποία έχει ως αντικείμενο την εκτέλεση μιας έμμεσης δράσης και δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ της Κοινότητας και των συμμετεχόντων, αφενός, και μεταξύ των συμμετεχόντων στην έμμεση δράση, αφετέρου, 6. "συμφωνία consortium", κάθε συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ συμμετεχόντων στην ίδια έμμεση δράση προς υλοποίησή της. Οι συμφωνίες αυτές δεν επηρεάζουν τις απορρέουσες από τον παρόντα κανονισμό ή από τη σύμβαση υποχρεώσεις των συμμετεχόντων έναντι της Κοινότητας και αλλήλων, 7. "συμμετέχων", η νομική οντότητα η οποία συνεισφέρει σε έμμεση δράση και έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις έναντι της Κοινότητας δυνάμει του παρόντος κανονισμού ή της σύμβασης, 8. "νομική οντότητα", κάθε φυσικό πρόσωπο ή κάθε νομικό πρόσωπο το οποίο έχει συσταθεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του τόπου εγκατάστασής του, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο ή το διεθνές δίκαιο, διαθέτει νομική προσωπικότητα και έχει την ικανότητα, ιδίω ονόματι, να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων οιασδήποτε φύσεως, 9. "consortium", το σύνολο των συμμετεχόντων στην ίδια έμμεση δράση, 10. "συντονιστής", ο συμμετέχων που ορίζεται από τους συμμετέχοντες στην ίδια έμμεση δράση και γίνεται δεκτός από την Επιτροπή και ο οποίος υπέχει συγκεκριμένες επιπλέον υποχρεώσεις απορρέουσες από τον παρόντα κανονισμό και από τη σύμβαση, 11. "διεθνής οργανισμός", κάθε νομική οντότητα που απορρέει από ένωση κρατών, άλλη πλην της Κοινότητας, η οποία έχει συσταθεί βάσει συνθήκης ή ανάλογης πράξης, διαθέτει κοινά θεσμικά όργανα και διεθνή νομική προσωπικότητα διακριτή από εκείνη των μελών της, 12. "διεθνής οργανισμός ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος", διεθνής οργανισμός τα μέλη του οποίου είναι κατά πλειονότητα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή συνδεδεμένα κράτη, και ως βασικό στόχο έχει την προώθηση της ευρωπαϊκής επιστημονικής και τεχνολογικής συνεργασίας, 13. "συνδεδεμένη υποψήφια χώρα", κάθε συνδεδεμένο κράτος το οποίο έχει αναγνωρισθεί από την Κοινότητα ως χώρα υποψήφια για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 14. "συνδεδεμένο κράτος", κράτος το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος διεθνούς συμφωνίας που έχει συναφθεί με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, δυνάμει ή βάσει της οποίας το συγκεκριμένο κράτος συνεισφέρει χρηματοδοτικά στο σύνολο ή σε μέρος του έκτου προγράμματος πλαισίου, 15. "τρίτη χώρα", κάθε κράτος πλην των κρατών μελών και των συνδεδεμένων κρατών, 16. "ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού (ΕΟΟΣ)", κάθε νομική οντότητα η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2137/85 του Συμβουλίου(6), 17. "προϋπολογισμός", η προκαταρκτική εκτίμηση του συνόλου των πόρων και δαπανών που απαιτούνται για την υλοποίηση μιας έμμεσης δράσης, 18. "παρατυπία", κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου ή κάθε αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης, η οποία προκύπτει από πράξη ή παράλειψη μιας νομικής οντότητας και η οποία ζημιώνει ή ενδέχεται να ζημιώσει, λόγω αδικαιολόγητης δαπάνης, το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή προϋπολογισμούς που διαχειρίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, 19. "προϋπάρχουσα τεχνογνωσία", οι πληροφορίες τις οποίες κατέχουν οι συμμετέχοντες πριν από τη σύναψη της σύμβασης ή που αποκτούν παράλληλα με αυτή, καθώς και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ή τα δικαιώματα που αντλούνται από τις πληροφορίες αυτές βάσει διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, καταχωρισμένων σχεδίων και υποδειγμάτων, δικαιωμάτων επί φυτικής ποικιλίας, συμπληρωματικών πιστοποιητικών προστασίας ή άλλων συναφών μορφών προστασίας, ή βάσει αιτήσεων για τη χορήγησή τους, 20. "γνώσεις", τα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών, που προκύπτουν από άμεσες δράσεις και έμμεσες δράσεις, ανεξαρτήτως εάν δύνανται ή όχι να τύχουν προστασίας, καθώς και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ή τα δικαιώματα που αντλούνται από τα αποτελέσματα αυτά βάσει διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, καταχωρισμένων σχεδίων και υποδειγμάτων, δικαιωμάτων επί φυτικής ποικιλίας, συμπληρωματικών πιστοποιητικών προστασίας ή άλλων συναφών μορφών προστασίας, ή βάσει αιτήσεων για την χορήγησή τους, 21. "διάδοση", η κοινολόγηση γνώσεων, με οιονδήποτε κατάλληλο τρόπο, πλην της δημοσίευσης η οποία απορρέει από τις διατυπώσεις προστασίας των γνώσεων, 22. "αξιοποίηση", η άμεση ή έμμεση χρησιμοποίηση των γνώσεων στο πλαίσιο ερευνητικών δραστηριοτήτων ή για την ανάπτυξη, τη δημιουργία και τη διάθεση στο εμπόριο ενός προϊόντος ή μιας μεθόδου παραγωγής ή για τη δημιουργία και την παροχή μιας υπηρεσίας, 23. "πρόγραμμα εργασιών", ένα σχέδιο που καταρτίζει η Επιτροπή για την υλοποίηση ενός ειδικού προγράμματος. 24. "κοινό πρόγραμμα δραστηριοτήτων", οι ανειλημμένες από τους συμμετέχοντες δράσεις που απαιτούνται για την υλοποίηση δικτύου αριστείας, 25. "σχέδιο υλοποίησης", όλες οι δράσεις των συμμετεχόντων σ' ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, 26. "δημόσιος φορέας", κάθε φορέας του δημόσιου τομέα ή νομική οντότητα διεπόμενη από το ιδιωτικό δίκαιο αλλά με αποστολή δημόσιας υπηρεσίας και επαρκείς χρηματοοικονομικές εγγυήσεις. Άρθρο 3 Ανεξαρτησία 1. Δύο νομικές οντότητες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού όταν δεν υφίσταται σχέση ελέγχου μεταξύ τους. Σχέση ελέγχου υφίσταται όταν η μια νομική οντότητα ελέγχει άμεσα ή έμμεσα την άλλη ή όταν η μια νομική οντότητα υπόκειται στον ίδιο άμεσο ή έμμεσο έλεγχο με την άλλη. Ο έλεγχος δύναται να απορρέει ιδίως από: α) την άμεση ή έμμεση κατοχή ποσοστού ανώτερου του 50 % επί της ονομαστικής αξίας του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου μιας νομικής οντότητας ή της πλειοψηφίας των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή εταίρων της συγκεκριμένης νομικής οντότητας· β) την άμεση ή την έμμεση κατοχή, εκ των πραγμάτων ή εκ του νόμου, της εξουσίας λήψης αποφάσεων στο εσωτερικό μιας νομικής οντότητας. 2. Η άμεση ή έμμεση κατοχή ποσοστού ανώτερου του 50 % επί της ονομαστικής αξίας του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου μιας νομικής οντότητας ή της πλειοψηφίας των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή των εταίρων της συγκεκριμένης οντότητας από οργανισμούς δημοσίων επενδύσεων, θεσμικούς επενδυτές ή εταιρείες και κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου δεν δημιουργεί αφ' εαυτής σχέση ελέγχου. 3. Η κυριότητα ή η εποπτεία νομικών οντοτήτων από τον ίδιο δημόσιο φορέα δεν δημιουργεί καθ' εαυτή σχέση ελέγχου μεταξύ τους. ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΕΜΜΕΣΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ Άρθρο 4 Πεδίο εφαρμογής και γενικές αρχές 1. Οι κανόνες που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο εφαρμόζονται στη συμμετοχή νομικών οντοτήτων σε έμμεσες δράσεις. Εφαρμόζονται δε με την επιφύλαξη των ειδικών κανόνων για τις δραστηριότητες ΕΤΑΕ που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο του θεματικού τομέα προτεραιότητας "Έρευνα στο πεδίο της ενέργειας σύντηξης" του ειδικού προγράμματος (Ευρατόμ) έρευνας και εκπαίδευσης στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας οι οποίοι καθορίζονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ. 2. Οιαδήποτε νομική οντότητα που συμμετέχει σε έμμεση δράση δύναται να λαμβάνει χρηματοδοτική συνεισφορά εκ μέρους της Κοινότητας, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 6 και 7. 3. Οιαδήποτε νομική οντότητα εγκατεστημένη σε συνδεδεμένο κράτος δύναται να συμμετέχει στις έμμεσες δράσεις υπό τους ίδιους όρους και έχοντας ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις όπως οι νομικές οντότητες που είναι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 5. 4. Το ΚΚΕρ δύναται να συμμετέχει στις έμμεσες δράσεις υπό τους ίδιους όρους και έχοντας ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις όπως οι νομικές οντότητες που είναι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος. 5. Οιοσδήποτε διεθνής οργανισμός ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος δύναται να συμμετέχει σε έμμεσες δράσεις υπό τους ίδιους όρους και έχοντας ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις όπως οι νομικές οντότητες που είναι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος, σύμφωνα με την συμφωνία έδρας της. 6. Tα προγράμματα εργασίας δύνανται να προσδιορίζουν και να περιορίζουν τη συμμετοχή νομικών οντοτήτων σε μια έμμεση δράση, ανάλογα με τη δραστηριότητα και τον τύπο τους και ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο μέσο, καθώς και προκειμένου να ληφθούν υπόψη ειδικοί στόχοι του έκτου προγράμματος πλαισίου. Άρθρο 5 Ελάχιστος αριθμός και τόπος εγκατάστασης των συμμετεχόντων 1. Τα προγράμματα εργασίας καθορίζουν τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό συμμετεχόντων για κάθε έμμεση δράση καθώς και τον τόπο εγκατάστασής τους, ανάλογα με τη φύση του μέσου και τους στόχους της δραστηριότητας ΕΤΑΕ. 2. Για δίκτυα αριστείας και ολοκληρωμένα σχέδια, ο ελάχιστος αριθμός συμμετεχόντων δεν μπορεί να είναι μικρότερος των τριών, ανεξάρτητων μεταξύ τους, νομικών οντοτήτων εγκατεστημένων σε τρία διαφορετικά κράτη μέλη ή συνδεδεμένα κράτη, εκ των οποίων τουλάχιστον δύο είναι κράτη μέλη ή συνδεδεμένες υποψήφιες χώρες. 3. Οι δράσεις ειδικής στήριξης και οι δράσεις για τους ανθρώπινους πόρους και την κινητικότητα, με εξαίρεση τα δίκτυα κατάρτισης ερευνητών, δύνανται να υλοποιούνται από μία και μόνη νομική οντότητα. Όταν το πρόγραμμα εργασίας καθορίσει ένα ελάχιστο αριθμό μεγαλύτερο από ή ίσο προς δύο νομικές οντότητες εγκατεστημένες σε ισάριθμα κράτη μέλη ή συνδεδεμένα κράτη, ο αριθμός αυτός καθορίζεται σύμφωνα με τους όρους της παραγράφου 4. 4. Για άλλα μέσα εκτός των καλυπτομένων από τις παραγράφους 2 και 3, ο ελάχιστος αριθμός συμμετεχόντων δεν δύναται να είναι μικρότερος από δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους νομικές οντότητες εγκατεστημένες σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη ή συνδεδεμένα κράτη, ένα τουλάχιστον των οποίων είναι κράτος μέλος ή συνδεδεμένη υποψήφια χώρα. 5. Ένας ΕΟΟΣ, ή οιαδήποτε νομική οντότητα εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή σε συνδεδεμένο κράτος σύμφωνα με το οικείο εθνικό δίκαιο και απαρτιζόμενη από ανεξάρτητες μεταξύ τους νομικές οντότητες που πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού, δύναται να είναι μοναδικός συμμετέχων σε έμμεση δράση, υπό τον όρο ότι η σύνθεσή του (της) ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις που καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 4. Άρθρο 6 Συμμετοχή νομικών οντοτήτων από τρίτες χώρες 1. Υπό την επιφύλαξη άλλων περιορισμών που τίθενται ενδεχομένως από το πρόγραμμα εργασιών του ειδικού προγράμματος, οιαδήποτε νομική οντότητα εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα δύναται να συμμετέχει σε δραστηριότητες ΕΤΑΕ πέραν του ελαχίστου αριθμού συμμετεχόντων που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5, εφόσον η συμμετοχή αυτή προβλέπεται στο πλαίσιο μιας δραστηριότητας ΕΤΑΕ ή είναι αναγκαία για την υλοποίηση της έμμεσης δράσης. 2. Οιαδήποτε νομική οντότητα εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα δύναται να λάβει χρηματοδοτική συνεισφορά εκ μέρους της Κοινότητας εφόσον αυτή η δυνατότητα προβλέπεται στο πλαίσιο μιας δραστηριότητας ΕΤΑΕ ή εφόσον η χρηματοδοτική αυτή συνεισφορά είναι ουσιώδης για την υλοποίηση της έμμεσης δράσης. Άρθρο 7 Συμμετοχή διεθνών οργανισμών Οιοσδήποτε διεθνής οργανισμός πλην των διεθνών οργανισμών ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 5, δύναται να συμμετέχει σε δραστηριότητες ΕΤΑΕ, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6. Άρθρο 8 Προϋποθέσεις σχετικά με τις τεχνικές δυνατότητες και τους πόρους 1. Οι συμμετέχοντες πρέπει να διαθέτουν τις γνώσεις και τις τεχνικές δυνατότητες που είναι απαραίτητες για την υλοποίηση της έμμεσης δράσης. 2. Κατά το χρόνο υποβολής της πρότασής τους, οι συμμετέχοντες διαθέτουν, τουλάχιστον δυνητικά, τους πόρους που είναι απαραίτητοι για την υλοποίηση της έμμεσης δράσης και είναι σε θέση να προσδιορίζουν την προέλευση των πόρων που διατίθενται από τρίτους, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων αρχών. Κατά την εξέλιξη των εργασιών, οι συμμετέχοντες διαθέτουν, όπως και όταν χρειάζεται, τους πόρους που είναι απαραίτητοι για την υλοποίηση της έμμεσης δράσης. Ως πόροι απαραίτητοι για την υλοποίηση της έμμεσης δράσης νοούνται οι ανθρώπινοι πόροι, η υποδομή, οι χρηματοοικονομικοί πόροι, και, ενδεχομένως, τα άυλα αγαθά καθώς και άλλοι πόροι που έχουν τεθεί στη διάθεσή τους από τρίτους στο πλαίσιο προγενέστερης δέσμευσης. Άρθρο 9 Υποβολή προτάσεων έμμεσων δράσεων 1. Οι προτάσεις έμμεσων δράσεων υποβάλλονται στο πλαίσιο προσκλήσεων υποβολής προτάσεων, υπό όρους που ορίζονται στα προγράμματα εργασίας. Οι προσκλήσεις υποβολής προτάσεων δύνανται να περιλαμβάνουν διαδικασία αξιολόγησης σε δύο στάδια. Στην περίπτωση αυτή, αφού ένα σχέδιο πρότασης αξιολογηθεί θετικά σε πρώτη φάση, ζητείται από τους προτείνοντες να υποβάλουν πλήρη πρόταση σε δεύτερη φάση. 2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται: α) σε δράσεις ειδικής στήριξης των δραστηριοτήτων των νομικών οντοτήτων που προσδιορίζονται στο πρόγραμμα εργασίας· β) σε δράσεις ειδικής στήριξης που συνίστανται σε αγορά ή παροχή υπηρεσίας που διέπεται από τις διατάξεις που εφαρμόζονται για τις δημόσιες συμβάσεις· γ) σε δράσεις ειδικής στήριξης οι οποίες, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και της χρησιμότητάς τους ως προς τους στόχους και το επιστημονικό και τεχνολογικό περιεχόμενο του ειδικού προγράμματος, δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο αιτήσεων χρηματοδοτικής συνεισφοράς που υποβάλλονται στην Επιτροπή, εφόσον αυτό προβλέπεται στο πρόγραμμα εργασίας του ειδικού προγράμματος και εφόσον μια τέτοια αίτηση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής μιας ανοικτής πρόσκλησης υποβολής προτάσεων· δ) σε δράσεις ειδικής στήριξης που προβλέπονται στο άρθρο 11. 3. Η Επιτροπή δύναται να δημοσιεύει προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος, προκειμένου να διευκολύνεται στον προσδιορισμό σαφών στόχων και απαιτήσεων που μπορούν να περιληφθούν στα προγράμματα εργασίας και στις προσκλήσεις υποβολής προτάσεων, υπό την επιφύλαξη των αποφάσεων που η Επιτροπή ενδέχεται να λάβει στη συνέχεια σχετικά με την αξιολόγηση και την επιλογή προτάσεων για έμμεσες δράσεις. 4. Οι προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος και οι προσκλήσεις υποβολής προτάσεων δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και κοινολογούνται όσο το δυνατόν ευρύτερα, ιδίως μέσω των ιστοσελίδων του έκτου προγράμματος πλαισίου και μέσω ειδικών διαύλων ενημέρωσης όπως τα εθνικά σημεία επαφής που ιδρύουν τα κράτη μέλη και τα συνδεδεμένα κράτη. Άρθρο 10 Αξιολόγηση και επιλογή των προτάσεων έμμεσων δράσεων 1. Οι προτάσεις έμμεσων δράσεων που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 και παράγραφος 2 στοιχείο γ) αξιολογούνται με βάση τα ακόλουθα κριτήρια, όπου αυτά έχουν εφαρμογή: α) επιστημονική και τεχνολογική αριστεία και βαθμός καινοτομίας· β) ικανότητα επιτυχούς διεξαγωγής της έμμεσης δράσης και εξασφάλισης της αποτελεσματικής της διαχείρισης, αξιολογούμενης από άποψη πόρων και ικανοτήτων, με συνεκτίμηση των οργανωτικών ρυθμίσεων που προβλέπουν οι συμμετέχοντες· γ) συνάφεια προς τους στόχους του ειδικού προγράμματος· δ) ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία, κρίσιμη μάζα κινητοποιούμενων πόρων και συνεισφορά στις κοινοτικές πολιτικές· ε) ποιότητα του σχεδίου αξιοποίησης και διάδοσης των γνώσεων, δυνατότητες προαγωγής της καινοτομίας, και σαφές σχέδιο για τη διαχείριση της διανοητικής ιδιοκτησίας. 2. Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχείο δ), θα λαμβάνονται επίσης υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια: α) όσον αφορά τα δίκτυα αριστείας, η έκταση και η ένταση των προσπαθειών ολοκλήρωσης που θα καταβληθούν και η ικανότητα του δικτύου να προαγάγει την αριστεία και πέραν των μελών του, καθώς και οι προοπτικές βιώσιμης ενοποίησης των ερευνητικών τους δυνατοτήτων και πόρων και μετά τη λήξη της περιόδου που καλύπτει η χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας· β) όσον αφορά τα ολοκληρωμένα σχέδια, ο φιλόδοξος χαρακτήρας των στόχων και η έκταση των πόρων που θα κινητοποιηθούν, προκειμένου τα σχέδια αυτά να συμβάλουν ουσιαστικά στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας ή στην επίλυση κοινωνικών προβλημάτων· γ) όσον αφορά τις ολοκληρωμένες πρωτοβουλίες για τις υποδομές, οι προοπτικές συνέχισης της πρωτοβουλίας και μετά τη λήξη της περιόδου που καλύπτει η χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας. 3. Κατά την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, μπορούν να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα πρόσθετα κριτήρια: α) οι συνέργειες με την εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα· β) η ετοιμότητα και η ικανότητα για σύμπραξη με φορείς πέραν της ερευνητικής κοινότητας και με το κοινό ως σύνολο, για συμβολή στην ευαισθητοποίηση του κοινού και στη διάδοση της γνώσης και για διερεύνηση των ευρύτερων κοινωνικών επιπτώσεων της προτεινόμενης εργασίας· γ) οι δραστηριότητες ενίσχυσης του ρόλου των γυναικών στον τομέα της έρευνας. 4. Οι προσκλήσεις υποβολής προτάσεων καθορίζουν, ανάλογα με τη φύση των εφαρμοζόμενων μέσων ή ανάλογα με τους στόχους της δραστηριότητας ΕΤΑΕ, με ποιόν τρόπο θα εφαρμόζει η Επιτροπή τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Το πρόγραμμα εργασίας είναι δυνατόν να προσδιορίζει ακριβέστερα ή να συμπληρώνει τα κριτήρια αυτά, καθώς και εκείνα που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3, προκειμένου ιδίως να λαμβάνεται υπόψη η συμβολή των προτάσεων για έμμεσες δράσεις στη βελτίωση της πληροφόρησης και του διαλόγου με το κοινό και στην προαγωγή της ανταγωνιστικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. 5. Οι προτάσεις έμμεσης δράσης που αντιβαίνουν στις θεμελιώδεις αρχές δεοντολογίας ή δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο πρόγραμμα εργασίας ή στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων δεν επιλέγονται. Οι προτάσεις αυτές δύνανται να αποκλειστούν ανά πάσα στιγμή από τις διαδικασίες αξιολόγησης και επιλογής. Οιοσδήποτε συμμετέχων έχει διαπράξει παρατυπία στο πλαίσιο της εκτέλεσης μιας έμμεσης δράσης, δύναται να αποκλεισθεί ανά πάσα στιγμή από τη διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής, τηρουμένης δεόντως της αρχής της αναλογικότητας. 6. Η Επιτροπή αξιολογεί τις προτάσεις, επικουρούμενη από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες οι οποίοι ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11. Στην περίπτωση ορισμένων δράσεων ειδικής στήριξης, και ιδίως εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2, ορίζονται ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες μόνον εφόσον η Επιτροπή το κρίνει σκόπιμο. Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κατάλογο των επιλεγέντων εμπειρογνωμόνων. Όλες οι υποβαλλόμενες προτάσεις έμμεσων δράσεων αντιμετωπίζονται με εχεμύθεια από την Επιτροπή, η οποία εξασφαλίζει την τήρηση της αρχής της εμπιστευτικότητας σε όλες τις διαδικασίες και εκ μέρους και των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων. Η αξιολόγηση των προτάσεων δεν γίνεται ανώνυμα, εκτός αν αυτό ορίζεται στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων. 7. Οι προτάσεις έμμεσων δράσεων επιλέγονται βάσει των πορισμάτων της αξιολόγησης και λαμβάνοντας υπόψη το ύψος των διαθέσιμων κοινοτικών πόρων. Η Επιτροπή θεσπίζει και δημοσιεύει κατευθυντήριες γραμμές με λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τις διαδικασίες αξιολόγησης και επιλογής. Άρθρο 11 Διορισμός ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων 1. Η Επιτροπή ορίζει ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες για τους σκοπούς των αξιολογήσεων που προβλέπονται από το έκτο πρόγραμμα πλαίσιο και το ειδικό πρόγραμμα, καθώς και για την συνδρομή που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 6 και στο άρθρο 18 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο. Η Επιτροπή δύναται επίσης να συγκροτεί ομάδες ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, τις οποίες συμβουλεύεται ως προς την εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής στον τομέα της έρευνας. 2. Η Επιτροπή ορίζει τους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες σύμφωνα με μία από τις ακόλουθες διαδικασίες: α) Για τις αξιολογήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6 του έκτου προγράμματος πλαισίου και στο άρθρο 7 παράγραφος 2 του ειδικού προγράμματος, η Επιτροπή ορίζει ως ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες ιδιαίτερα εξέχουσες προσωπικότητες από τον χώρο της επιστήμης, της βιομηχανίας ή της πολιτικής οι οποίες διαθέτουν σημαντική πείρα σε θέματα έρευνας, ερευνητικής πολιτικής ή διαχείρισης ερευνητικών προγραμμάτων σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο. β) Για να την επικουρήσουν στην αξιολόγηση των προτάσεων δικτύων αριστείας και ολοκληρωμένων σχεδίων και στην παρακολούθηση όσων επιλέγονται και τίθενται σε εφαρμογή, η Επιτροπή ορίζει ως ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες προσωπικότητες από τον χώρο της επιστήμης ή της βιομηχανίας ή/και με πείρα στο χώρο της καινοτομίας οι οποίοι διαθέτουν γνώσεις ανωτάτου επιπέδου και διεθνές κύρος στο οικείο εξειδικευμένο πεδίο. γ) Για τη συγκρότηση των ομάδων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο, η Επιτροπή ορίζει ως ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες επαγγελματίες οι οποίοι διαθέτουν αναγνωρισμένες γνώσεις, προσόντα και πείρα υψηλού επιπέδου στο πεδίο ή στα θέματα που αποτελούν αντικείμενο των εργασιών της ομάδας. δ) Σε περιπτώσεις άλλες πλην εκείνων που προβλέπονται στα στοιχεία α), β) και γ), και με σκοπό την ισόρροπη συνεκτίμηση των διαφόρων συντελεστών της έρευνας, η Επιτροπή ορίζει ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες που διαθέτουν κατάλληλες γνώσεις και προσόντα σε σχέση με τα καθήκοντα που τους ανατίθενται. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή προκηρύσσει προσκλήσεις υποβολής υποψηφιοτήτων οι οποίες απευθύνονται σε άτομα ή σε ερευνητικά ιδρύματα προκειμένου να καταρτισθούν πίνακες κατάλληλων υποψηφίων, ή δύναται, όταν το κρίνει σκόπιμο, να επιλέγει, εκτός πίνακα, οιοδήποτε πρόσωπο το οποίο διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα. 3. Κατά το διορισμό ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι οι εμπειρογνώμονες δεν αντιμετωπίζουν σύγκρουση συμφερόντων λόγω του θέματος επί του οποίου καλούνται να εκφέρουν γνώμη. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή απαιτεί από τους εμπειρογνώμονες να υπογράψουν δήλωση με την οποία βεβαιώνουν την μη ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων κατά τον χρόνο διορισμού τους και δεσμεύονται να ενημερώσουν την Επιτροπή σχετικά με οιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων ανακύψει ενδεχομένως κατά τη διάρκεια της αποστολής τους. Άρθρο 12 Συμβάσεις και συμφωνίες consortium 1. Για κάθε πρόταση που επιλέγεται προς έμμεση δράση, η Επιτροπή συνάπτει σύμβαση. Η σύμβαση αυτή καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του έκτου προγράμματος πλαισίου και του παρόντος κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά των εκάστοτε χρησιμοποιούμενων μέσων. Αφού διαβουλευθεί με τους ενδιαφερόμενους κύκλους των κρατών μελών και των συνδεδεμένων κρατών, η Επιτροπή θα εκπονήσει πρότυπη σύμβαση ώστε να διευκολύνει την κατάρτιση συμβάσεων. 2. Η σύμβαση καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμμετεχόντων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, και ιδίως τις ρυθμίσεις για την επιστημονική, τεχνολογική και χρηματοοικονομική παρακολούθηση της έμμεσης δράσης, την επικαιροποίηση των στόχων της, την τροποποίηση της σύνθεσης του consortium, την καταβολή της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας, και εφόσον απαιτείται, τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας των αναγκαίων δαπανών. Η σύμβαση καθορίζει κανόνες διάδοσης και αξιοποίησης των γνώσεων και των αποτελεσμάτων σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 2 της συνθήκης. Η σύμβαση, που συνάπτεται μεταξύ της Επιτροπής και όλων των συμμετεχόντων σε μια έμμεση δράση, αρχίζει να ισχύει μόλις υπογραφεί από την Επιτροπή και το συντονιστή. Οι άλλοι συμμετέχοντες που κατονομάζονται στη σύμβαση προσχωρούν σ' αυτή σύμφωνα με τους όρους της και έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμμετεχόντων. Κάθε συμμετέχων που συμπράττει σε υπό εκτέλεση έμμεση δράση προσχωρεί στη σύμβαση και έχει έναντι της Κοινότητας τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμμετεχόντων. 3. Προκειμένου να κατοχυρωθεί η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, στις συμβάσεις προβλέπονται κατάλληλες κυρώσεις, όπως ορίζονται, μεταξύ άλλων, στον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων(7). 4. Οι συμμετέχοντες σε μια έμμεση δράση συνάπτουν συμφωνία consortium, εκτός αν ορίζεται άλλως στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων. Η Επιτροπή δημοσιεύει μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα σημεία που μπορεί να ρυθμίζει η συμφωνία κοινοπραξίας, όπως π.χ.: α) την εσωτερική οργάνωση του consortium· β) τις ρυθμίσεις περί δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας· γ) τη διευθέτηση εσωτερικών διαφορών, σχετικών με τη συμφωνία consortium. Προς το σκοπό αυτόν, η Επιτροπή διαβουλεύεται με τους ενδιαφερόμενους κύκλους των κρατών μελών και των συνδεδεμένων κρατών. Άρθρο 13 Εκτέλεση των έμμεσων δράσεων 1. Το consortium εκτελεί την έμμεση δράση και λαμβάνει όλα τα αναγκαία και εύλογα μέτρα προς τούτο. Η κοινοτική χρηματοδοτική συνεισφορά καταβάλλεται στο συντονιστή. Ο συντονιστής διαχειρίζεται την κοινοτική χρηματοδοτική συνεισφορά όσον αφορά τον καταμερισμό της μεταξύ συμμετεχόντων και δραστηριοτήτων σύμφωνα με τη σύμβαση και με τις αποφάσεις που λαμβάνει το consortium ακολουθώντας τις εσωτερικές διαδικασίες που ορίζονται στη συμφωνία consortium. Οι συμμετέχοντες ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε συμβάν, συμπεριλαμβανομένων των τροποποιήσεων της συμφωνίας consortium, που ενδέχεται να επηρεάζει την υλοποίηση της έμμεσης δράσης και τα δικαιώματα της Κοινότητας. 2. Η τεχνική εφαρμογή της έμμεσης δράσης αποτελεί συλλογική ευθύνη των συμμετεχόντων. Κάθε συμμετέχων είναι επίσης υπεύθυνος για τη χρήση της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνεισφοράς ανάλογα με το μερίδιό του στο σχέδιο, με ανώτατο όριο το σύνολο των καταβολών που έχει εισπράξει. Αν ένας συμμετέχων αθετήσει τη σύμβαση και η κοινοπραξία δεν επανορθώσει, η Επιτροπή δύναται, ως έσχατο μέσον και εφόσον έχει διερευνήσει όλες τις άλλες οδούς, να θεωρήσει υπεύθυνους τους συμμετέχοντες υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) ανεξάρτητα από τα προσήκοντα μέτρα που θα λάβει έναντι του ασυνεπούς συμμετέχοντος, η Επιτροπή απαιτεί από τους λοιπούς συμμετέχοντες να εκτελέσουν την έμμεση δράση. β) αν η εκτέλεση αποβαίνει αδύνατη ή αν οι λοιποί συμμετέχοντες αρνούνται να συμμορφωθούν με το στοιχείο α), η Επιτροπή δύναται να θέσει τέρμα στη σύμβαση και να ανακτήσει την κοινοτική χρηματοδοτική συνεισφορά. Κατά τη διερεύνηση της ζημίας, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις εργασίες που έχουν ήδη αναληφθεί και τα επιτευχθέντα αποτελέσματα, βεβαιώνοντας έτσι την οφειλή. γ) το μέρος της κατά το στοιχείο β) βεβαιούμενης οφειλής που βαρύνει τον ασυνεπή συμμετέχοντα επιμερίζεται από την Επιτροπή μεταξύ των λοιπών συμμετεχόντων, ανάλογα με το μερίδιο των αποδεκτών δαπανών που αναλογεί σε κάθε συμμετέχοντα, και μέχρι του ποσού της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνεισφοράς που δικαιούται να λάβει ο κάθε συμμετέχων. Αν ο συμμετέχων είναι διεθνής οργανισμός, δημόσιος φορέας ή νομική οντότητα, τη συμμετοχή του οποίου στην έμμεση δράση εγγυάται κράτος μέλος ή συνδεδεμένο κράτος, ο συμμετέχων αυτός υπέχει ευθύνη μόνον για τα δικά του χρέη και όχι για την οφειλή οποιουδήποτε άλλου συμμετέχοντος. 3. Η παράγραφος 2 δεν έχει εφαρμογή στις έμμεσες δράσεις που υλοποιούνται με τη βοήθεια μέσων όπως οι δράσεις για την προώθηση και ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού και της κινητικότητας και, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, στις δράσεις ειδικής στήριξης. 4. Ο συντονιστής τηρεί λογαριασμούς από τους οποίους είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ανά πάσα στιγμή η αναλογία των κοινοτικών κονδυλίων που έχει καταμερισθεί σε κάθε συμμετέχοντα για τους σκοπούς του σχεδίου. Ο συντονιστής κοινοποιεί τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή κάθε έτος. 5. Σε περίπτωση που διάφορες νομικές οντότητες συγκεντρώνονται σε μία κοινή νομική οντότητα η οποία ενεργεί ως μοναδικός συμμετέχων σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 5, η συγκεκριμένη νομική οντότητα αναλαμβάνει τα καθήκοντα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. Η ευθύνη των μελών της ορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο δυνάμει του οποίου έχει συσταθεί η εν λόγω νομική οντότητα. Άρθρο 14 Χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας 1. Σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ του έκτου προγράμματος πλαισίου, και εντός των ορίων του κοινοτικού πλαισίου των κρατικών ενισχύσεων στην έρευνα και ανάπτυξη(8), η χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας δύναται να λάβει τις ακόλουθες μορφές: α) προκειμένου για δίκτυα αριστείας, λαμβάνει τη μορφή προκαθορισμένης επιχορήγησης για την ολοκλήρωση βάσει του κοινού προγράμματος δραστηριοτήτων. Το ύψος της εν λόγω επιχορήγησης καθορίζεται ανάλογα με το βαθμό ολοκλήρωσης, τον αριθμό των ερευνητών που όλοι οι συμμετέχοντες σκοπεύουν να ολοκληρώσουν, τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε ερευνητικού τομέα και το κοινό πρόγραμμα δραστηριοτήτων. Χρησιμοποιείται για να συμπληρώνει τους πόρους που διαθέτουν οι συμμετέχοντες για την υλοποίηση του κοινού προγράμματος δραστηριοτήτων. Η επιχορήγηση αυτή καταβάλλεται βάσει των αποτελεσμάτων, ανάλογα με την εξέλιξη της εκτέλεσης του κοινού προγράμματος δραστηριοτήτων, και υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές δαπάνες, που πρέπει να έχουν επαληθευθεί από εξωτερικό λογιστικό ελεγκτή ή, στην περίπτωση δημόσιων φορέων, από αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο, υπερβαίνουν το ποσό της ενίσχυσης· β) στην περίπτωση ορισμένων δράσεων προαγωγής των ανθρώπινων πόρων και της κινητικότητας και ορισμένων δράσεων ειδικής στήριξης, με εξαίρεση τις έμμεσες δράσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο β), δύναται να λάβει τη μορφή κατ' αποκοπήν ποσού· γ) προκειμένου για ολοκληρωμένα σχέδια ή άλλα μέσα, με εξαίρεση εκείνα που προβλέπονται στα στοιχείο α) και β) και με εξαίρεση τις έμμεσες δράσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο β), λαμβάνει τη μορφή επιχορήγησης στον προϋπολογισμό, το ύψος της οποίας υπολογίζεται ως ποσοστό επί του προϋπολογισμού που προβλέπουν οι συμμετέχοντες για την υλοποίηση της έμμεσης δράσης, και προσαρμόζεται ανάλογα με τον τύπο της δραστηριότητας και λαμβανομένου υπόψη του κοστολογικού μοντέλου που χρησιμοποιεί ο εκάστοτε συμμετέχων. Οι δαπάνες που απαιτούνται για την υλοποίηση της έμμεσης δράσης πρέπει να επαληθεύονται από εξωτερικό λογιστικό ελεγκτή ή, στην περίπτωση δημόσιων φορέων, από αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο. 2. Οι επιλέξιμες δαπάνες ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, πληρούν δε τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) πρέπει να είναι πραγματικές, οικονομικές και αναγκαίες για την εκτέλεση της έμμεσης δράσης· β) πρέπει να προσδιορίζονται σύμφωνα με τις συνήθεις αρχές λογιστικής του εκάστοτε συμμετέχοντος· γ) πρέπει να καταγράφονται στους λογαριασμούς των συμμετεχόντων, ή, προκειμένου περί πόρων τρίτων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 τελευταίο εδάφιο, στα αντίστοιχα χρηματοοικονομικά έγγραφα των εν λόγω τρίτων· δ) δεν συμπεριλαμβάνουν έμμεσους φόρους, δασμούς και τόκους, και δεν επιτρέπεται να προσπορίζουν κέρδος. Κατά παρέκκλιση της αρχής του πραγματικού κόστους και με τη συμφωνία των συμμετεχόντων, η σύμβαση δύναται να ορίζει μέσα ποσοστά κοινοτικής χρηματοδοτικής συμμετοχής ανά κατηγορία δαπανών ή προκαθορισμένα κατ' αποκοπήν ποσά, καθώς και μία τιμή ανά δραστηριότητα προσεγγίζουσα τις προβλεπόμενες δαπάνες. 3. Το κόστος διαχείρισης της κοινοπραξίας επιστρέφεται μέχρι ποσοστού 100 % του πραγματικού κόστους και περιλαμβάνει το κόστος των πιστοποιητικών λογιστικού ελέγχου. Στην περίπτωση αυτή οι νομικές οντότητες που συμμετέχουν στην έμμεση δράση βάσει επιπρόσθετου κόστους δύνανται να ζητήσουν επιστροφή του συνόλου των δαπανών που έχουν καταβάλει για διαχείριση, εφόσον μπορούν να τις αποδείξουν λεπτομερώς. Οι συμβάσεις καθορίζουν ένα μέγιστο ποσοστό διαχειριστικών δαπανών σε σχέση με την κοινοτική συνεισφορά. Ένα μερίδιο μέχρι 7 % προορίζεται για τις δαπάνες διαχείρισης του consortium. Άρθρο 15 Αλλαγές στη σύνθεση του consortium 1. Το consortium δύναται να τροποποιήσει τη σύνθεσή του εξ ιδίας πρωτοβουλίας, και ιδίως να την διευρύνει ώστε να περιλαμβάνει οιαδήποτε νομική οντότητα συμβάλλουσα στην υλοποίηση της έμμεσης δράσης. Το consortium οφείλει να γνωστοποιεί κάθε αλλαγή της σύνθεσής του στην Επιτροπή, η οποία μπορεί να προβάλει αντιρρήσεις εντός έξι εβδομάδων από της γνωστοποιήσεως. Οι τυχόν νέοι συμμετέχοντες προσχωρούν στη σύμβαση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 παράγραφος 2. 2. Στο κοινό πρόγραμμα δραστηριοτήτων ενός δικτύου αριστείας ή στο σχέδιο υλοποίησης ενός ολοκληρωμένου σχεδίου προσδιορίζονται οι αλλαγές στη σύνθεση του consortium που συνεπάγονται προηγουμένη προκήρυξη σχετικού διαγωνισμού. Το consortium προκηρύσσει τον διαγωνισμό και εξασφαλίζει την ευρεία κοινολόγησή του χρησιμοποιώντας ειδικά μέσα πληροφόρησης, και ιδίως τις ιστοσελίδες που αφορούν το έκτο πρόγραμμα πλαίσιο, τον εξειδικευμένο τύπο και φυλλάδια. Το consortium αξιολογεί τις προσφορές με βάση τα κριτήρια που εφαρμόστηκαν για την αξιολόγηση και την επιλογή της έμμεσης δράσης, τα οποία έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφοι 4 και 5, και με τη βοήθεια ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων οι οποίοι ορίζονται από consortium σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχείο β). Οι συνακόλουθες αλλαγές του consortium ακολουθούν τη διαδικασία του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1. Άρθρο 16 Συμπληρωματική χρηματοδοτική συνεισφορά Η Επιτροπή δύναται να αυξήσει τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας για μια υπό εκτέλεση έμμεση δράση προκειμένου να επεκτείνει το πεδίο της συγκεκριμένης έμμεσης δράσης σε νέες δραστηριότητες για τις οποίες χρειάζεται ενδεχομένως προσχώρηση νέων συμμετεχόντων. Για το σκοπό αυτό, προκειμένου περί των έμμεσων δράσεων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 και παράγραφος 2 στοιχείο γ), η Επιτροπή προκηρύσσει πρόσκληση υποβολής συμπληρωματικών προτάσεων, την οποία δημοσιεύει και κοινολογεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 και η οποία μπορεί να περιορισθεί, αν χρειασθεί, στις ήδη υπό εκτέλεση έμμεσες δράσεις. Η Επιτροπή αξιολογεί και επιλέγει τις εν λόγω προτάσεις σύμφωνα με το άρθρο 10. Άρθρο 17 Δραστηριότητες του consortium υπέρ τρίτων Σε περίπτωση που η σύμβαση προβλέπει ότι το σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων του consortium αναλαμβάνονται υπέρ τρίτων, το consortium εξασφαλίζει ότι αυτό λαμβάνει την δέουσα δημοσιότητα, σύμφωνα με όσα ορίζονται, ενδεχομένως, στη σύμβαση. Το consortium αξιολογεί και επιλέγει τις τυχόν αιτήσεις τρίτων σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας, της ισότιμης μεταχείρισης και της αμεροληψίας και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στη σύμβαση. Άρθρο 18 Τεχνική, τεχνολογική και χρηματοοικονομική παρακολούθηση και έλεγχοι 1. Η Επιτροπή αξιολογεί, κατά διαστήματα, τις έμμεσες δράσεις στις οποίες συνεισφέρει η Κοινότητα, με βάση τις εκθέσεις προόδου που της υποβάλλουν οι συμμετέχοντες σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, και οι οποίες καλύπτουν επίσης την υλοποίηση του προγράμματος αξιοποίησης ή διάδοσης των γνώσεων. Για την παρακολούθηση των δικτύων αριστείας, των ολοκληρωμένων σχεδίων και, εφόσον χρειάζεται, άλλων έμμεσων δράσεων, η Επιτροπή επικουρείται από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες οι οποίοι ορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 2. Η Επιτροπή μεριμνά ώστε ο χειρισμός όλων των πληροφοριών που λαμβάνει σχετικά με την προϋπάρχουσα τεχνογνωσία και τις γνώσεις που αναμένεται να αποκτηθούν ή που αποκτώνται κατά τη διεξαγωγή μιας έμμεσης δράσης να γίνεται με εμπιστευτικότητα. 2. Σύμφωνα με τη σύμβαση, η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσει την επίτευξη των στόχων της έμμεσης δράσης κατά τρόπον ώστε να κατοχυρώνονται τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας. Η Επιτροπή δύναται, εφόσον χρειάζεται για τη διασφάλιση αυτών των συμφερόντων, να αναπροσαρμόσει τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας ή να αναστείλει την έμμεση δράση σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού ή των όρων της σύμβασης. 3. Η Επιτροπή, ή οιοσδήποτε εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπός της, έχει δικαίωμα να διενεργεί επιστημονικούς, τεχνολογικούς και χρηματοοικονομικούς ελέγχους στους συμμετέχοντες, προκειμένου να επαληθεύσει ότι η έμμεση δράση υλοποιείται ή έχει υλοποιηθεί σύμφωνα με τους όρους που έχουν δηλώσει οι συμμετέχοντες και σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης. Η σύμβαση ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι συμμετέχοντες μπορούν να προβάλουν αντιρρήσεις στη διενέργεια τεχνολογικού ελέγχου από ορισμένους εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους της Επιτροπής σχετικά με την αξιοποίηση ή διάδοση των γνώσεων. 4. Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 160 Γ της συνθήκης, το Ελεγκτικό Συνέδριο δύναται να ελέγχει την χρήση της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας. Άρθρο 19 Πληροφορίες διατιθέμενες στα κράτη μέλη και στα συνδεδεμένα κράτη Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση κάθε κράτους μέλους ή συνδεδεμένου κράτους που το ζητεί τις χρήσιμες πληροφορίες που διαθέτει σχετικά με τις γνώσεις που προκύπτουν από εργασίες εκτελεσθείσες στο πλαίσιο έμμεσης δράσης, εφόσον οι πληροφορίες αυτές έχουν σημασία για τις δημόσιες πολιτικές, εκτός εάν οι συμμετέχοντες προβάλουν αιτιολογημένες αντιρρήσεις. Αυτή η διαθεσιμότητα των πληροφοριών δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση τη μεταβίβαση δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων της Επιτροπής ή των συμμετεχόντων, σε θέματα δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, στα κράτη μέλη ή τα συνδεδεμένα κράτη που λαμβάνουν τις εν λόγω πληροφορίες. Εφόσον οι εν λόγω γενικές πληροφορίες δεν έχουν δημοσιοποιηθεί ή καταστεί προσιτές στο κοινό από τους συμμετέχοντες ή δεν έχουν κοινοποιηθεί χωρίς κανέναν περιορισμό εμπιστευτικότητας, τα κράτη μέλη ή τα συνδεδεμένα κράτη συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας της Επιτροπής, όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Άρθρο 20 Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας Κατά την εκτέλεση των έμμεσων δράσεων, η Επιτροπή εξασφαλίζει την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διενεργώντας αποτελεσματικούς ελέγχους, λαμβάνοντας αποτρεπτικά μέτρα και, σε περίπτωση που διαπιστωθούν παρατυπίες, επιβάλλοντας αποτελεσματικές και αναλογικές κυρώσεις αποτρεπτικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95, (Ευρατόμ, ΕΚ) 2185/96(9) και (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου(10). ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΕΤΑΕ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ "ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΥΝΤΗΞΗΣ" Άρθρο 21 Πεδίο εφαρμογής Οι κανόνες που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο εφαρμόζονται στις δραστηριότητες ΕΤΑΕ που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο του θεματικού τομέα προτεραιότητας "Έρευνα σχετικά με την ενέργεια σύντηξης". Σε περίπτωση οιασδήποτε αντιθέσεως μεταξύ των κανόνων που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο και εκείνων των κεφαλαίων Ι και ΙΙ, ισχύουν οι κανόνες που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο. Άρθρο 22 Διαδικασίες Οι δραστηριότητες ΕΤΑΕ οι οποίες αναλαμβάνονται στο πλαίσιο του θεματικού τομέα δραστηριότητας "Έρευνα στο πεδίο της ενέργειας σύντηξης" δύνανται να υλοποιηθούν βάσει των διαδικασιών που καθορίζονται στα εξής πλαίσια: α) στις συμβάσεις σύμπραξης με κράτη μέλη, συνδεδεμένα κράτη ή νομικές οντότητες εγκατεστημένες στα κράτη αυτά· β) στην ευρωπαϊκή συμφωνία για την ανάπτυξη της σύντηξης (EFDA)· γ) σε κάθε άλλη πολυμερή συμφωνία συναφθείσα μεταξύ της Κοινότητας και συνδεδεμένων νομικών οντοτήτων· δ) από νομικές οντότητες οι οποίες ενδέχεται να συσταθούν αφού γνωμοδοτήσει η συμβουλευτική επιτροπή για το πρόγραμμα σύντηξης η οποία αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του ειδικού προγράμματος (Ευρατόμ) έρευνας και εκπαίδευσης στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας· ε) σε άλλες συμβάσεις περιορισμένου χρόνου με μη συνδεδεμένες νομικές οντότητες εγκατεστημένες στα κράτη μέλη ή σε συνδεδεμένα κράτη· στ) σε διεθνείς συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες ή με οιαδήποτε νομική οντότητα ενδέχεται να συσταθεί βάσει τέτοιου είδους συμφωνίας. Άρθρο 23 Κοινοτική χρηματοδοτική συνεισφορά 1. Οι συμβάσεις σύμπραξης που αναφέρονται στο άρθρο 22 στοιχείο α) και οι συμβάσεις περιορισμένου χρόνου που αναφέρονται στο άρθρο 22 στοιχείο ε) καθορίζουν τους κανόνες περί κοινοτικής χρηματοδοτικής συνεισφοράς στις δραστηριότητες τις οποίες καλύπτουν. Το ετήσιο βασικό ποσοστό της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνεισφοράς δεν υπερβαίνει το 20 % καθ' όλη την διάρκεια του έκτου προγράμματος πλαισίου. 2. Κατόπιν διαβούλευσης της συμβουλευτικής επιτροπής για το πρόγραμμα σύντηξης που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του ειδικού προγράμματος (Ευρατόμ) έρευνας και εκπαίδευσης στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, η Επιτροπή δύναται να χρηματοδοτεί: α) κατά ενιαίο ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 40 %: i) τις κεφαλαιουχικές δαπάνες επακριβώς καθορισμένων σχεδίων στα οποία η συμβουλευτική επιτροπή έχει αποδώσει προτεραιότητα: το καθεστώς προτεραιότητας επικεντρώνεται σε δράσεις άμεσης σημασίας για το Next Step/ITER, εκτός των σχεδίων που έχουν ήδη λάβει προτεραιότητα σε προηγούμενα προγράμματα πλαίσια, ii) τις δαπάνες συμμετοχής σε επακριβώς καθορισμένα σχέδια που ενισχύουν την αμοιβαία συνεργασία μεταξύ ενώσεων που προκύπτουν από τις συμβάσεις σύμπραξης που αναφέρονται στο άρθρο 22, μέχρι ενός ετησίου ανωτάτου ορίου κοινοτικής στήριξης 100000 ευρώ ανά ένωση· β) ειδικά καθορισμένες πολυμερείς δραστηριότητες που υλοποιούνται βάσει της ευρωπαϊκής συμφωνίας ανάπτυξης της σύντηξης ή από οιαδήποτε νομική οντότητα έχει συσταθεί για τον σκοπό αυτό, συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών. 3. Στην περίπτωση σχεδίων και δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χρηματοδοτική συνεισφορά πέραν του ετησίου βασικού ποσοστού που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, όλες οι νομικές οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 22 στοιχεία α), β), γ), δ) και ε) έχουν δικαίωμα συμμετοχής στα πειράματα που διεξάγονται με χρήση του σχετικού εξοπλισμού. 4. Η χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας σε δραστηριότητες που υλοποιούνται στο πλαίσιο συμφωνίας διεθνούς συνεργασίας προβλεπόμενης στο άρθρο 22 στοιχείο στ) καθορίζεται στη συμφωνία ή από οιαδήποτε νομική οντότητα έχει συσταθεί βάσει αυτής. Η Κοινότητα, από κοινού με τις συνδεδεμένες με το πρόγραμμα νομικές οντότητες, δύναται να δημιουργήσει οιαδήποτε ενδεδειγμένη νομική οντότητα με σκοπό τη διαχείριση της συμμετοχής και της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας σε αυτή τη συμφωνία. Άρθρο 24 Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 5 Νοεμβρίου 2002. Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος T. Pedersen (1) ΕΕ C 103 Ε της 30.4.2002, σ. 331. (2) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 3 Ιουλίου 2002 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). (3) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 17 Ιουλίου 2002 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). (4) ΕΕ L 232 της 29.8.2002, σ. 34. (5) ΕΕ L 294 της 29.10.2002, σ. 74. (6) ΕΕ L 199 της 31.7.1985, σ. 1. (7) ΕΕ L 312 της 23.12.1995, σ. 1. (8) ΕΕ C 45 της 17.2.1996, σ. 5. (9) Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2). (10) Κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (ΕΕ L 136 της 31.5.199, σ. 8).