32001L0024

Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 125 της 05/05/2001 σ. 0015 - 0023


Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

της 4ης Απριλίου 2001

για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑÏΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής(1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος(3),

Αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης(4),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Σύμφωνα με τους στόχους της συνθήκης, θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια για την αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητας με την κατάργηση όλων των εμποδίων στην ελευθερία εγκατάστασης και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητας.

(2) Παράλληλα με την κατάργηση αυτών των εμποδίων, θα πρέπει να ληφθεί πρόνοια σχετικά με την κατάσταση που ενδέχεται να δημιουργηθεί σε περίπτωση δυσχερειών ενός πιστωτικού ιδρύματος, ιδίως στην περίπτωση που το ίδρυμα αυτό έχει υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη.

(3) Η οδηγία εγγράφεται στο κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε με την οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και την άσκησή της(5). Εξ αυτού συνάγεται ότι, κατά την περίοδο της δραστηριότητάς του, το πιστωτικό ίδρυμα και τα υποκαταστήματά του αποτελούν μία ενιαία οντότητα, η οποία υπόκειται στην εποπτεία των αρμόδιων αρχών του κράτους όπου εκδόθηκε η άδεια λειτουργίας που ισχύει για όλη την Κοινότητα.

(4) Θα ήταν ιδιαίτερα άσκοπο να εγκαταλείπεται η ενότητα που αποτελεί το ίδρυμα με τα υποκαταστήματά του, όταν είναι αναγκαίο να ληφθούν μέτρα εξυγίανσης ή να κινηθεί διαδικασία εκκαθάρισης.

(5) Η έκδοση της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ης Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων(6), η οποία θέσπισε την αρχή της υποχρεωτικής συμμετοχής των πιστωτικών ιδρυμάτων σε σύστημα εγγυήσεως του κράτους-μέλους καταγωγής, καθιστά επιτακτικότερη την ανάγκη αμοιβαίας αναγνώρισης των μέτρων εξυγίανσης και των διαδικασιών εκκαθάρισης.

(6) Επιβάλλεται να ανατεθεί στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, η αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζουν και να εφαρμόζουν τα μέτρα εξυγίανσης που προβλέπονται στη νομοθεσία και τα συναλλακτικά ήθη του εν λόγω κράτους μέλους. Λόγω της δυσχέρειας που παρουσιάζει η εναρμόνιση των νομοθεσιών και των συναλλακτικών ηθών των κρατών μελών, θα πρέπει να καθιερωθεί η αμοιβαία αναγνώριση, εκ μέρους των κρατών μελών, των μέτρων που λαμβάνει έκαστο εξ αυτών για να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα των ιδρυμάτων στα οποία έχει χορηγήσει άδεια.

(7) Είναι απαραίτητο να εξασφαλισθεί ότι τα μέτρα εξυγίανσης που λαμβάνουν οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, καθώς και τα μέτρα που λαμβάνουν τα πρόσωπα ή τα όργανα στα οποία οι αρχές αυτές αναθέτουν τη διαχείριση αυτών των μέτρων εξυγίανσης, παράγουν τα αποτελέσματά τους σε όλα τα κράτη μέλη, ακόμη και προκειμένου για μέτρα που καθιστούν δυνατή την αναστολή πληρωμών, την αναστολή εκτελεστικών μέτρων ή τη μείωση απαιτήσεων καθώς και οιοδήποτε μέτρο ικανό να θίξει προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων.

(8) Ορισμένα μέτρα, ιδίως όσα θίγουν τη λειτουργία της εσωτερικής δομής των πιστωτικών ιδρυμάτων ή τα δικαιώματα των διαχειριστών ή των μετόχων, δεν χρειάζεται να καλυφθούν από την παρούσα οδηγία για να παράγουν πλήρη αποτελέσματα στα κράτη μέλη, εφόσον, βάσει του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο του κράτους καταγωγής.

(9) Για ορισμένα μέτρα, ιδίως για όσα έχουν σχέση με τη διατήρηση των προϋποθέσεων εκδόσεως άδειας λειτουργίας, ισχύει ήδη η αμοιβαία αναγνώριση, σύμφωνα με την οδηγία 2000/12/ΕΚ, εφόσον, κατά τη θέσπισή τους, δεν θίγουν προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων.

(10) Εν προκειμένω, τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην εσωτερική λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και οι διαχειριστές και οι μέτοχοι των ιδρυμάτων αυτών, υπό την ιδιότητά τους αυτή, δεν πρέπει να θεωρούνται ως "τρίτοι" κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(11) Στα κράτη μέλη όπου βρίσκονται υποκαταστήματα, απαιτείται δημόσια ανακοίνωση με την οποία να πληροφορούνται οι τρίτοι την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, όταν αυτά τα μέτρα υπάρχει κίνδυνος να δημιουργήσουν προβλήματα στην άσκηση ορισμένων εκ των δικαιωμάτων τους.

(12) Η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών, όσον αφορά τη δυνατότητά τους να ασκήσουν ένδικα μέσα, επιβάλλει στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι πιστωτές του κράτους μέλους υποδοχής να μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους των ένδικων μέσων εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας.

(13) Πρέπει να προβλεφθεί ένας σχετικός συντονισμός του ρόλου των διοικητικών ή δικαστικών αρχών στον τομέα των μέτρων εξυγίανσης και των διαδικασιών εκκαθάρισης των εγκατεστημένων σε διαφορετικά κράτη μέλη υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων, η καταστατική έδρα των οποίων ευρίσκεται εκτός της Κοινότητας.

(14) Εάν δεν έχουν ληφθεί μέτρα εξυγίανσης ή αν αυτά αποτύχουν, τα πιστωτικά ιδρύματα που αντιμετωπίζουν κρίση πρέπει να εκκαθαρίζονται. Θα πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να προβλεφθούν ορισμένες διατάξεις με στόχο την αμοιβαία αναγνώριση των διαδικασιών εκκαθάρισης και των αποτελεσμάτων τους στην Κοινότητα.

(15) Ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής πριν από την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, μπορεί να παρατείνεται κατά την εκκαθάριση για να καθίσταται δυνατή η ομαλή διεξαγωγή των διαδικασιών εκκαθάρισης.

(16) Η ισότητα των πιστωτών απαιτεί να εκκαθαρίζεται το πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με τις αρχές της ενότητας και της καθολικότητας, οι οποίες ορίζουν την αποκλειστική αρμοδιότητα των διοικητικών ή δικαστικών αρχών του κράτους μέλους καταγωγής και την αναγνώριση των αποφάσεών τους που πρέπει να μπορούν να παράγουν, χωρίς καμία άλλη διατύπωση, σε όλα τα άλλα κράτη μέλη, τα αποτελέσματα που τους αποδίδει το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, εκτός εάν η παρούσα οδηγία ορίζει άλλως.

(17) Η εξαίρεση όσον αφορά τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης και των διαδικασιών εκκαθάρισης, επί ορισμένων συμβάσεων και δικαιωμάτων, περιορίζεται επί των αποτελεσμάτων αυτών και δεν καλύπτει τα άλλα θέματα που αφορούν τα μέτρα εξυγίανσης και τις διαδικασίες εκκαθάρισης, όπως η αναγγελία, η εξέλεγξη, η αποδοχή και η σειρά κατάταξης των απαιτήσεων που απορρέουν από αυτές τις συμβάσεις και δικαιώματα και οι κανόνες κατανομής του προϊόντος και ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων, που διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής.

(18) Η εκούσια εκκαθάριση είναι δυνατή όταν το πιστωτικό ίδρυμα είναι φερέγγυο. Ωστόσο, οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής δύνανται, ενδεχομένως, να αποφασίζουν ένα μέτρο εξυγίανσης ή μια διαδικασία εκκαθάρισης, έστω και μετά την έναρξη εκούσιας εκκαθάρισης.

(19) Η ανάκληση της τραπεζικής άδειας λειτουργίας είναι μία από τις αναγκαίες συνέπειες της θέσης σε εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος. Ωστόσο, η εν λόγω ανάκληση δεν πρέπει να παρεμποδίζει τη συνέχιση ορισμένων δραστηριοτήτων του ιδρύματος εφόσον αυτό είναι αναγκαίο ή πρόσφορο για τις ανάγκες της εκκαθάρισης. Το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί πάντως να εξαρτά τη συνέχιση της δραστηριότητας από τη συμφωνία και τον έλεγχο των αρμόδιων αρχών του.

(20) Εξίσου σημαντική με τη δημόσια ανακοίνωση είναι η κατ' ιδίαν ενημέρωση των γνωστών πιστωτών, η οποία να τους επιτρέπει, εάν χρειασθεί, να αναγγέλουν τις απαιτήσεις τους ή να υποβάλλουν παρατηρήσεις σχετικά με τις απαιτήσεις τους εντός τακτής προθεσμίας. Αυτό δεν πρέπει να δημιουργεί διακρίσεις εις βάρος των πιστωτών που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος από το κράτος μέλος καταγωγής, βάσει του τόπου διαμονής τους ή της φύσης των απαιτήσεών τους. Η ενημέρωση των πιστωτών πρέπει να συνεχίζεται τακτικά και με τον κατάλληλο τύπο κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης.

(21) Αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας οδηγίας στα μέτρα εξυγίανσης και τις διαδικασίες εκκαθάρισης που αφορούν τα εγκατεστημένα στην Κοινότητα υποκαταστήματα πιστωτικού ιδρύματος, του οποίου η έδρα ευρίσκεται σε τρίτη χώρα, οι ορισμοί του "κράτους μέλους καταγωγής", των "αρμόδιων αρχών" και των "διοικητικών ή δικαστικών αρχών", συμπίπτουν με εκείνους του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα.

(22) Όταν πιστωτικό ίδρυμα, που έχει την έδρα του εκτός της Κοινότητας, διαθέτει υποκαταστήματα σε πολλά κράτη μέλη, κάθε υποκατάστημα τυγχάνει, όσον αφορά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, εξατομικευμένης μεταχειρίσεως σ' αυτήν την περίπτωση, οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές και οι αρμόδιες αρχές, καθώς και οι διαχειριστές και οι εκκαθαριστές καταβάλλουν προσπάθειες για τον συντονισμό των ενεργειών τους.

(23) Μολονότι είναι σημαντικό να γίνει δεκτή η αρχή, βάσει της οποίας το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής καθορίζει όλα τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης ή των διαδικασιών εκκαθάρισης, δικονομικά ή ουσιαστικά, πρέπει ωστόσο να ληφθεί υπόψη ότι τα αποτελέσματα αυτά μπορεί να συγκρούονται με τους συνήθως ισχύοντες κανόνες στα πλαίσια της οικονομικής και χρηματοδοτικής δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος και των υποκαταστημάτων του στα άλλα κράτη μέλη. Η παραπομπή στη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους αποτελεί ενίοτε αναγκαίο μέσο μετριασμού της αρχής της εφαρμογής του δικαίου του κράτους μέλους καταγωγής.

(24) Ο μετριασμός αυτός είναι αναγκαίος ιδίως για να προστατεύονται οι εργαζόμενοι που συνδέονται με το ίδρυμα με σύμβαση εργασίας, να διασφαλίζονται οι συναλλαγές που αφορούν ορισμένα αγαθά και να διαφυλάσσεται το αδιάβλητο των οργανωμένων αγορών, οι οποίες λειτουργούν σύμφωνα με το δίκαιο ενός κράτους μέλους και στις οποίες διενεργούνται συναλλαγές με αντικείμενο χρηματοοικονομικά μέσα.

(25) Οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται στα πλαίσια συστήματος πληρωμής και διακανονισμού καλύπτονται από την οδηγία 98/26/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων(7),

(26) Η έκδοση της παρούσας οδηγίας δεν αναιρεί τις διατάξεις της οδηγίας 98/26/ΕΟΚ, κατά τις οποίες η διαδικασία αφερεγγυότητας δεν πρέπει να έχει καμία επίπτωση στο αντιτάξιμο των εντολών που έχουν εισαχθεί εγκύρως σε ένα σύστημα, ούτε στις εγγυήσεις που έχουν δοθεί σε ένα σύστημα.

(27) Σε ορισμένα μέτρα εξυγίανσης ή διαδικασίες εκκαθάρισης προβλέπεται ο διορισμός προσώπου υπεύθυνου για τη διαχείριση των εν λόγω μέτρων ή διαδικασιών. Επομένως, η αναγνώριση του διορισμού του και των εξουσιών του σε όλα τα άλλα κράτη μέλη αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την υλοποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται στο κράτος μέλος καταγωγής επιβάλλεται ωστόσο να προσδιορισθεί εντός ποίων ορίων ασκούνται οι εξουσίες του όταν ενεργεί σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής.

(28) Επιβάλλεται η προστασία των πιστωτών οι οποίοι συμβάλλονται με το το πιστωτικό ίδρυμα πριν από τη θέσπιση μέτρου εξυγίανσης ή την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης, από τις διατάξεις περί ακυρότητας, ακυρωσίας ή κήρυξης του ανενεργού που προβλέπονται στο δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, όταν ο έλκων όφελος εκ της συναλλαγής αποδεικνύει ότι, κατά το εφαρμοστέο επί της συναλλαγής δίκαιο, δεν υφίσταται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κανένα μέσο που να επιτρέπει την προσβολή της εν λόγω πράξης.

(29) Επιβάλλεται να διαφυλλαχθεί η εμπιστοσύνη των τρίτων αγοραστών στο περιεχόμενο των δημόσιων βιβλίων ή των λογαριασμών ως προς ορισμένα στοιχεία του ενεργητικού που αποτελούν αντικείμενο εγγραφής στα εν λόγω δημόσια βιβλία ή λογαριασμούς και, κατ' επέκταση, των αγοραστών ακινήτων, ακόμη και μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης ή τη λήψη μέτρου εξυγίανσης. Ο μόνος τρόπος για να διαφυλαχθεί η εμπιστοσύνη είναι να διέπεται το κύρος της κτήσης από το δίκαιο του τόπου όπου ευρίσκεται το ακίνητο ή του κράτους το οποίο επιτάσσει την τήρηση του δημόσιου βιβλίου ή του λογαριασμού.

(30) Τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης ή των διαδικασιών εκκαθάρισης επί εκκρεμοδικίας διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη, κατ' εξαίρεση από την εφαρμογή της lex cοncursus τα αποτελέσματα αυτών των μέτρων και διαδικασιών επί των επιμέρους πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης που προκύπτουν από τις δίκες αυτές, διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα που θέτει η παρούσα οδηγία.

(31) Επιβάλλεται να προβλεφθεί ότι οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν αμελλητί τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής για τη λήψη μέτρου εξυγίανσης ή την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης, ει δυνατόν πριν από τη λήψη του μέτρου ή την κίνηση της διαδικασίας ή, αν όχι, αμέσως μετά.

(32) Το επαγγελματικό απόρρητο όπως ορίζεται στο άρθρο 30 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ είναι ουσιώδες στοιχείο όλων των διαδικασιών ενημέρωσης ή διαβούλευσης. Για το λόγο αυτό, πρέπει να τηρείται από όλες τις διοικητικές αρχές στις διαδικασίες αυτές, ενώ οι δικαστικές αρχές εξακολουθούν να υπόκεινται, ως προς το σημείο αυτό, στις εθνικές διατάξεις που τις αφορούν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα και τα υποκαταστήματά τους που έχουν συσταθεί σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους της καταστατικής έδρας, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 πρώτο και τρίτο σημείο της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, υπό την επιφύλαξη των όρων και εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 της ίδιας οδηγίας.

2. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν τα υποκαταστήματα πιστωτικού ιδρύματος, η καταστατική έδρα του οποίου ευρίσκεται εκτός της Κοινότητας, εφαρμόζονται μόνον εάν υπάρχουν υποκαταστήματα του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος σε δύο τουλάχιστον κράτη μέλη της Κοινότητας.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

- "κράτος μέλος καταγωγής": το κράτος μέλος καταγωγής κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 6 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ,

- "κράτος μέλος υποδοχής": το κράτος μέλος υποδοχής κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 7 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ,

- "υποκατάστημα": υποκατάστημα κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 3 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ,

- "αρχές αρμόδιες": οι αρμόδιες αρχές κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 4 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ,

- "διαχειριστής": πρόσωπο ή όργανο, διοριζόμενο από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές, έργο του οποίου είναι η διαχείριση των μέτρων εξυγίανσης,

- "διοικητικές ή δικαστικές αρχές": οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές των κρατών μελών οι αρμόδιες για τα μέτρα εξυγίανσης ή για τις διαδικασίες εκκαθάρισης,

- "μέτρα εξυγίανσης": τα μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση πιστωτικού ιδρύματος και είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής εκτελεστικών μέτρων ή μείωσης των απαιτήσεων,

- "εκκαθαριστής": κάθε πρόσωπο ή όργανο διοριζόμενο από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές, έργο του οποίου είναι η διαχείριση των διαδικασιών εκκαθάρισης,

- "διαδικασίες εκκαθάρισης": οι συλλογικές διαδικασίες τις οποίες κινούν και ελέγχουν οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές κράτους μέλους με σκοπό τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων υπό την εποπτεία των αρχών αυτών, ακόμη και όταν η διαδικασία αυτή περατώνεται με πτωχευτικό συμβιβασμό ή άλλο ανάλογο μέτρο,

- "οργανωμένη αγορά": οργανωμένη αγορά κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 13 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ,

- "τίτλος": όλοι οι τίτλοι που αναφέρονται στο τμήμα Β του παραρτήματος της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ.

TITΛΟΣ II

ΜΕΤΡΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ

A. Πιστωτικά ιδρύματα με καταστατική έδρα εντός της Κοινότητας

Άρθρο 3

Λήψη μέτρων εξυγίανσης - εφαρμοστέο δίκαιο

1. Οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής είναι οι μόνες αρμόδιες να αποφασίζουν για την εφαρμογή ενός ή περισσότερων μέτρων εξυγίανσης σε πιστωτικό ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη.

2. Τα μέτρα εξυγίανσης διέπονται από τους νόμους, κανονισμούς και διαδικασίες που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής, εκτός αν άλλως ορίζει η παρούσα οδηγία.

Τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν όλα τα αποτελέσματά τους σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους σε ολόκληρη την Κοινότητα, χωρίς άλλες διατυπώσεις, καθώς και έναντι τρίτων στα άλλα κράτη μέλη, και αν ακόμη οι ισχύουσες διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής δεν προβλέπουν τέτοια μέτρα ή εξαρτούν την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις οι οποίες δεν πληρούνται.

Τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν τα αποτελέσματά τους σε ολόκληρη την Κοινότητα μόλις παράγουν τα αποτελέσματά τους στο κράτος μέλος όπου έχουν ληφθεί.

Άρθρο 4

Ενημέρωση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής

Oι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής υποχρεούνται να ενημερώνουν αμελλητί, με όλα τα μέσα, τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής για κάθε απόφασή τους να λάβουν μέτρα εξυγίανσης, καθώς και για τα συγκεκριμένα αποτελέσματα που θα μπορούσαν να έχουν αυτά τα μέτρα, ει δυνατόν πριν από τη λήψη τους ή, άλλως, αμέσως μετά. Η διαβίβαση γίνεται μέσω των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής.

Άρθρο 5

Ενημέρωση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής

Εάν οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής κρίνουν απαραίτητη τη λήψη, στην επικράτειά τους, ενός ή περισσοτέρων μέτρων εξυγίανσης, υποχρεούνται να ενημερώσουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής. Η διαβίβαση γίνεται μέσω των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής.

Άρθρο 6

Δημοσίευση

1. Εφόσον η θέση σε εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης που αποφασίσθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2, ενδέχεται να θίξει τα δικαιώματα τρίτων σε κράτος μέλος υποδοχής, και αν η απόφαση η οποία διατάσσει το μέτρο υπόκειται σε ένδικο μέσο στο κράτος μέλος καταγωγής, οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, ο διαχειριστής ή κάθε πρόσωπο αρμόδιο για το σκοπό αυτό στο κράτος μέλος καταγωγής, οφείλουν να δημοσιεύουν απόσπασμα της απόφασής τους στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και σε δύο εφημερίδες που κυκλοφορούν σε όλη την επικράτεια κάθε κράτους μέλους υποδοχής, ώστε να είναι εφικτή η έγκαιρη άσκηση του ένδικου μέσου.

2. Το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 απόσπασμα της απόφασης αποστέλλεται, το συντομότερο δυνατόν και με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο, στο Γραφείο των Επίσημων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στις δύο εφημερίδες που κυκλοφορούν σε όλη την επικράτεια κάθε κράτους μέλους υποδοχής.

3. Το Γραφείο των Επίσημων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δημοσιεύει το απόσπασμα το αργότερο δώδεκα ημέρες μετά την αποστολή του.

4. Το δημοσιευόμενο απόσπασμα αποφάσεως πρέπει να αναφέρει, στην επίσημη γλώσσα ή στις επίσημες γλώσσες των οικείων κρατών μελών, ιδίως το αντικείμενο και τη νομική βάση της ληφθείσας απόφασης, την προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων, και δη μία ευκόλως κατανοητή ένδειξη της ημερομηνίας λήξεως των προθεσμιών αυτών, καθώς και την ακριβή διεύθυνση των διοικητικών ή δικαστικών αρχών που είναι αρμόδιες να αποφανθούν επί του ενδίκου μέσου.

5. Τα μέτρα εξυγίανσης εφαρμόζονται ανεξάρτητα από τα μέτρα που προβλέπουν οι παράγραφοι 1 έως 3, και παράγουν πλήρη αποτελέσματα έναντι των πιστωτών, εκτός αν οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή το σχετικό με τα μέτρα αυτά δίκαιο του εν λόγω κράτους ορίζουν άλλως.

Άρθρο 7

Καθήκον ενημέρωσης των γνωστών πιστωτών και δικαίωμα αναγγελίας απαιτήσεων

1. Εάν το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής επιβάλλει την αναγγελία απαιτήσεως για την αναγνώρισή της ή προβλέπει την υποχρεωτική κοινοποίηση του μέτρου στους πιστωτές που έχουν σε αυτό το κράτος την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική έδρα τους, οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή ο διαχειριστής ενημερώνουν επίσης και όσους γνωστούς πιστωτές έχουν την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική έδρα τους στα άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 14 και του άρθρου 17 παράγραφος 1.

2. Εάν το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής παρέχει στους πιστωτές που έχουν σε αυτό το κράτος την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική έδρα τους, το δικαίωμα να αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους ή να υποβάλλουν παρατηρήσεις σχετικά με αυτές, τότε έχουν το αυτό δικαίωμα και οι πιστωτές που έχουν την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική έδρα τους στα άλλα κράτη μέλη. Το δικαίωμα αυτό ασκείται σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 16 και του άρθρου 17 παράγραφος 2.

B. Πιστωτικά ιδρύματα με καταστατική έδρα εκτός της Κοινότητας

Άρθρο 8

Υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων τρίτων χωρών

1. Οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος, του οποίου η καταστατική έδρα ευρίσκεται εκτός Κοινότητας, υποχρεούνται να ενημερώνουν αμελλητί, με όλα τα μέσα, τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών υποδοχής, όπου το ίδρυμα έχει δημιουργήσει υποκαταστήματα, τα οποία περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 11 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, τον δημοσιευόμενο ετησίως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, για κάθε απόφασή τους να λάβουν μέτρα εξυγίανσης, καθώς και για τα συγκεκριμένα αποτελέσματα που θα μπορούσαν να έχουν αυτά τα μέτρα, ει δυνατόν πριν από τη λήψη τους ή, αν όχι, αμέσως μετά. Η διαβίβαση γίνεται μέσω των αρμόδιων αρχών του κράτους υποδοχής οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του οποίου αποφάσισαν την εφαρμογή του μέτρου.

2. Οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 προσπαθούν να συντονίζουν τις ενέργειές τους.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ

A. Πιστωτικά ιδρύματα με καταστατική έδρα εντός της Κοινότητας

Άρθρο 9

Έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης - Ενημέρωση των άλλων αρμόδιων αρχών

1. Οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής οι οποίες είναι υπεύθυνες για την εκκαθάριση, είναι μόνες αρμόδιες να αποφασίζουν την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη.

Η απόφαση περί ενάρξεως διαδικασίας εκκαθάρισης, την οποία λαμβάνει η διοικητική ή δικαστική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, αναγνωρίζεται, χωρίς άλλες διατυπώσεις, στο έδαφος όλων των άλλων κρατών μελών, στα οποία και παράγει αποτελέσματα μόλις η απόφαση αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της στο κράτος μέλος έναρξης της διαδικασίας.

2. Οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής οφείλουν να ενημερώνουν αμελλητί, με όλα τα μέσα, τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής για την απόφασή τους να κινήσουν διαδικασία εκκαθάρισης, καθώς και για τα συγκεκριμένα αποτελέσματα που θα μπορούσε να έχει αυτή η διαδικασία, ει δυνατόν πριν από την έναρξή της ή, άλλως, αμέσως μετά. Η διαβίβαση γίνεται μέσω των αρμόδιων αρχών του κράτους καταγωγής.

Άρθρο 10

Εφαρμοστέο δίκαιο

1. Το πιστωτικό ίδρυμα εκκαθαρίζεται σύμφωνα με τους νόμους, κανονισμούς και διαδικασίες που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής, εκτός αν άλλως ορίζει η παρούσα οδηγία.

2. Το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής καθορίζει ιδίως τα εξής:

α) τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων απεκδύθη το πιστωτικό ίδρυμα και τη μεταχείριση των περιουσιακών στοιχείων τα οποία απέκτησε μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης,

β) τις εξουσίες του πιστωτικού ιδρύματος και τις εξουσίες του εκκαθαριστή,

γ) τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι παραδεκτός ένας συμψηφισμός,

δ) τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης επί των υφισταμένων συμβάσεων, στις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα είναι συμβαλλόμενο μέρος,

ε) τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης επί των ατομικών διώξεων, εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 32,

στ) τις απαιτήσεις που πρέπει να αναγγελθούν στο παθητικό του πιστωτικού ιδρύματος και τη μεταχείριση των απαιτήσεων που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης,

ζ) τους κανόνες αναγγελίας, εξέλεγξης και αποδοχής των απαιτήσεων,

η) τους κανόνες διανομής του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων, την κατάταξη των απαιτήσεων και τα δικαιώματα των πιστωτών οι οποίοι ικανοποιήθηκαν μερικώς, μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, δυνάμει εμπράγματου δικαιώματος ή μέσω συμψηφισμού,

θ) τις προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας εκκαθάρισης, ιδίως δια πτωχευτικού συμβιβασμού,

ι) τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας εκκαθάρισης,

ια) τον καταλογισμό των εξόδων και δαπανών της διαδικασίας εκκαθάρισης,

ιβ) τους κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, ακυρωσίας και κήρυξης του ανενεργού των επιβλαβών για το σύνολο των πιστωτών δικαιοπραξιών.

Άρθρο 11

Γνωμοδότηση των αρμόδιων αρχών πριν από την εκούσια εκκαθάριση

1. Τα καταστατικά όργανα πιστωτικού ιδρύματος οφείλουν να ζητούν, με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο, τη γνώμη των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής, πριν να λάβουν απόφαση για εκούσια εκκαθάριση.

2. Η εκούσια εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος δεν κωλύει τη λήψη μέτρων εξυγίανσης ή την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης.

Άρθρο 12

Ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος

1. Όταν αποφασίζεται η έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύματος ενώ δεν έχουν ληφθεί μέτρα εξυγίανσης, ή τα ληφθέντα έχουν αποτύχει, η άδεια λειτουργίας του εν λόγω ιδρύματος ανακαλείται, τηρουμένης ιδίως της διαδικασίας του άρθρου 22 παράγραφος 9 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ.

2. Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν κωλύει τον αρμόδιο ή τους αρμόδιους για την εκκαθάριση να εξακολουθήσουν ορισμένες δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος, στο βαθμό που απαιτείται ή ενδείκνυται για τις ανάγκες της εκκαθάρισης.

Το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να προβλέπει ότι οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται με τη συγκατάθεση και υπό τον έλεγχο των αρμόδιων αρχών του εν λόγω κράτους μέλους.

Άρθρο 13

Δημοσίευση

Η δημόσια ανακοίνωση της απόφασης περί ενάρξεως της εκκαθαρίσεως εξασφαλίζεται από τους εκκαθαριστές ή οιαδήποτε διοικητική ή δικαστική αρχή, λαμβάνει δε χώρα δια καταχωρίσεως αποσπάσματος της απόφασης περί εκκαθαρίσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και σε δύο εφημερίδες τουλάχιστον οι οποίες κυκλοφορούν στην επικράτεια κάθε κράτους μέλους υποδοχής.

Άρθρο 14

Ενημέρωση των γνωστών πιστωτών

1. Μόλις αρχίσει η διαδικασία εκκαθάρισης, η διοικητική ή δικαστική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή ο εκκαθαριστής ενημερώνει ταχέως και ατομικά τους πιστωτές οι οποίοι είναι γνωστοί και έχουν την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική έδρα τους σε άλλα κράτη μέλη, εκτός αν το δίκαιο του κράτους καταγωγής δεν απαιτεί αναγγελία της απαιτήσεως προκειμένου να αναγνωρισθεί.

2. Η ενημέρωση αυτή γίνεται με την αποστολή σημειώματος το οποίο αναφέρει, μεταξύ άλλων, τις τηρητέες προθεσμίες, τις κυρώσεις που προβλέπονται ως προς τις προθεσμίες αυτές, το αρμόδιο όργανο ή αρχή προς το οποίο ή την οποία πρέπει να αναγγέλλονται οι απαιτήσεις ή οι παρατηρήσεις σχετικά με τις απαιτήσεις, καθώς και τα άλλα επιβεβλημένα μέτρα. Το σημείωμα αυτό αναφέρει επίσης αν οι πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις έχουν προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια, οφείλουν να προβαίνουν σε αναγγελία της απαιτήσεως.

Άρθρο 15

Εκπλήρωση παροχών

Ο προβαίνων σε εκπλήρωση παροχής προς ένα πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο δεν είναι νομικό πρόσωπο και αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας εκκαθάρισης που έχει αρχίσει σε άλλο κράτος μέλος, και όχι, όπως θα όφειλε, προς τον εκκαθαριστή της διαδικασίας αυτής, ελευθερώνεται εάν αγνοούσε την έναρξη της διαδικασίας. Μέχρις αποδείξεως του εναντίου, η άγνοια της έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης τεκμαίρεται, εφόσον η εκπλήρωση της παροχής έλαβε χώρα πριν από τα κατ' άρθρο 13 μέτρα δημοσιότητας. Εάν έλαβε χώρα μετά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 13 μέτρα δημοσιότητας, τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι ο εκπληρώσας τελούσε εν γνώσει της έναρξης της διαδικασίας.

Άρθρο 16

Δικαίωμα αναγγελίας απαιτήσεων

1. Οι πιστωτές που έχουν την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική έδρα τους σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους καταγωγής, καθώς και οι δημόσιες αρχές των κρατών μελών, δικαιούνται να αναγγέλλουν εγγράφως τις απαιτήσεις τους ή να υποβάλλουν εγγράφως παρατηρήσεις σχετικά με αυτές.

2. Οι απαιτήσεις όλων των πιστωτών, οι οποίοι έχουν την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική έδρα τους σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους καταγωγής, τυγχάνουν της αυτής μεταχείρισης και κατάταξης με τις ομοειδείς απαιτήσεις που τυχόν αναγγέλλουν πιστωτές που έχουν την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική έδρα τους στο κράτος μέλος καταγωγής.

3. Εξαιρέσει των περιπτώσεων κατά τις οποίες το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής προβλέπει την υποβολή παρατηρήσεων σχετικά με τις απαιτήσεις, ο πιστωτής αποστέλλει αντίγραφο των τυχόν αποδεικτικών στοιχείων και αναφέρει το είδος της απαιτήσεως, το χρόνο της γένεσής της και το ύψος της. Αναφέρει επίσης εάν διεκδικεί για την απαίτησή του κάποιο προνόμιο, εμπράγματη ασφάλεια ή επιφύλαξη κυριότητας καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία καλύπτονται από αυτή την ασφάλεια.

Άρθρο 17

Γλώσσες

1. Η κατ' άρθρα 13 και 14 ενημέρωση πραγματοποιείται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους καταγωγής. Χρησιμοποιείται προς τούτο έντυπο που φέρει, σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον τίτλο "Πρόσκληση για αναγγελία απαιτήσεως τηρητέες προθεσμίες", ή, εάν το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής προβλέπει την υποβολή παρατηρήσεων σχετικά με τις απαιτήσεις, τον τίτλο "Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων σχετικά με απαίτηση τηρητέες προθεσμίες".

2. Οι πιστωτές που έχουν την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική έδρα τους σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους καταγωγής, μπορούν να αναγγέλουν την απαίτησή τους ή να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με αυτήν, στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους. Στην περίπτωση όμως αυτή, η αναγγελία της απαιτήσεως (ή η υποβολή παρατηρήσεων σχετικά με την απαίτηση) πρέπει να φέρει τον τίτλο "Αναγγελία απαιτήσεως" (ή "Υποβολή παρατηρήσεων σχετικά με τις απαιτήσεις"), στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους καταγωγής. Είναι δυνατόν επίσης να υποχρεωθεί να προσκομίσει μετάφραση της αναγγελίας της απαιτήσεως ή της υποβολής των παρατηρήσεων επί των απαιτήσεων στη γλώσσα αυτή.

Άρθρο 18

Τακτική ενημέρωση των πιστωτών

Οι εκκαθαριστές ενημερώνουν τακτικά, και με τον κατάλληλο τρόπο, τους πιστωτές, ιδίως σχετικά με την πορεία της εκκαθάρισης.

B. Πιστωτικά ιδρύματα με καταστατική έδρα εκτός Κοινότητας

Άρθρο 19

Υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων τρίτων χωρών

1. Οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος, του οποίου η καταστατική έδρα ευρίσκεται εκτός της Κοινότητας, υποχρεούνται να ενημερώνουν αμελλητί, με όλα τα μέσα, τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών υποδοχής όπου το ίδρυμα έχει συστήσει υποκαταστήματα, τα οποία περιλαμβάνονται στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 11 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ και δημοσιεύεται ετησίως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, για την απόφασή τους να κινήσουν διαδικασία εκκαθάρισης, καθώς και για τα συγκεκριμένα αποτελέσματα που θα μπορούσε να έχει αυτή η διαδικασία, ει δυνατόν πριν από την έναρξή της ή, αν όχι, αμέσως μετά. H διαβίβαση πραγματοποιείται μέσω των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής το οποίο αναφέρεται το πρώτον.

2. Οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές οι οποίες αποφασίζουν την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ενός υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος του οποίου η καταστατική έδρα ευρίσκεται εκτός της Κοινότητας, ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών υποδοχής σχετικά με την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης και την ανάκληση της άδειας.

Η διαβίβαση πραγματοποιείται μέσω των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής που αποφάσισε την έναρξη της διαδικασίας.

3. Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 διοικητικές ή δικαστικές αρχές προσπαθούν να συντονίζουν τις ενέργειές τους.

Οι τυχόν εκκαθαριστές προσπαθούν επίσης να συντονίζουν τις ενέργειές τους.

ΤΙΤΛΟΣ IV

KOIΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΜΕΤΡΩΝ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ

Άρθρο 20

Αποτελέσματα επί ορισμένων συμβάσεων και δικαιωμάτων

Τα αποτελέσματα ενός μέτρου εξυγίανσης ή της έναρξης μιας διαδικασίας εκκαθάρισης:

α) επί των συμβάσεων και σχέσεων εργασίας, διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο του κράτους μέλους το οποίο διέπει τη σύμβαση εργασίας,

β) επί συμβάσεως, η οποία παρέχει δικαίωμα καρπώσεως ακινήτου ή κτήσεως κυριότητας επ' αυτού, διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται το ακίνητο. Το δίκαιο αυτό ορίζει και εάν ένα περιουσιακό στοιχείο είναι κινητό ή ακίνητο,

γ) επί των δικαιωμάτων επί ακινήτου, πλοίου ή αεροσκάφους τα οποία χρήζουν καταχωρήσεως σε δημόσιο βιβλίο, διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο του κράτους μέλους το οποίο επιτάσσει την τήρηση του βιβλίου,

Άρθρο 21

Εμπράγματα δικαιώματα τρίτων

1. Η θέση σε εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης ή η έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης δεν θίγουν το εμπράγματο δικαίωμα πιστωτού ή τρίτου επί ενσωμάτων ή ασωμάτων αντικειμένων, κινητών ή ακινήτων (τόσο συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων όσο και περιουσίας ως συνόλου, η σύνθεση του οποίου τροποποιείται), τα οποία ανήκουν στο πιστωτικό ίδρυμα και ευρίσκονται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους κατά τη στιγμή της θέσης σε εφαρμογή των μέτρων αυτών ή της έναρξης της ενλόγω διαδικασίας.

2. Τα δικαιώματα της παραγράφου 1 είναι ιδίως:

α) το δικαίωμα απευθείας ή μέσω τρίτου διάθεσης περιουσιακού στοιχείου και ικανοποίησης από το τίμημα ή τις προσόδους του, ιδίως δυνάμει ενεχύρου ή υποθήκης·

β) το αποκλειστικό δικαίωμα είσπραξης μιας απαίτησης, ιδίως το δικαίωμα το οποίο είναι ασφαλισμένο είτε με ενέχυρο, αντικείμενο του οποίου είναι η απαίτηση είτε με εκχώρηση της απαίτησης αυτής·

γ) το δικαίωμα διεκδίκησης του περιουσιακού στοιχείου εις χείρας οιουδήποτε κατέχοντος ή καρπουμένου αντίθετα προς την επιθυμία του δικαιούχου ή/και επιστροφής του στον διεκδικούντα·

δ) το εμπράγματο δικαίωμα καρπώσεως περιουσιακού στοιχείου.

3. Το δικαίωμα, που εγγράφεται σε δημόσιο βιβλίο και είναι αντιτάξιμο έναντι τρίτων, βάσει του οποίου δύναται να αποκτηθεί εμπράγματο δικαίωμα κατά την έννοια της παραγράφου 1, εξομοιώνεται προς εμπράγματο δικαίωμα.

4. Η παράγραφος 1 δεν κωλύει τις αγωγές για αναγνώριση της ακυρότητας, ακυρωσίας ή κήρυξης του ανενεργού, κατά το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο ιβ).

Άρθρο 22

Επιφύλαξη κυριότητας

1. Η θέση εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης ή η έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης κατά πιστωτικού ιδρύματος που αγοράζει ένα περιουσιακό στοιχείο δεν θίγουν τα δικαιώματα του πωλητή, που βασίζονται σε επιφύλαξη κυριότητας, εάν, κατά την στιγμή της θέσης σε εφαρμογή των μέτρων αυτών ή της έναρξης της εν λόγω διαδικασίας, το περιουσιακό στοιχείο ευρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από το κράτος μέλος της θέση σε εφαρμογή των μέτρων αυτών ή της έναρξης της εν λόγω διαδικασίας.

2. Η θέση σε εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης ή η έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης κατά πιστωτικού ιδρύματος που πωλεί ένα περιουσιακό στοιχείο, μετά την παράδοση αυτού του περιουσιακού στοιχείου, δεν συνιστά λόγο λύσεως ή καταγγελίας της πώλησης και δεν εμποδίζει τον αγοραστή να αποκτήσει την κυριότητα του πωληθέντος, εάν κατά τη στιγμή της θέσης σε εφαρμογή αυτών των μέτρων εξυγίανσης ή της έναρξης της εν λόγω διαδικασίας, το περιουσιακό στοιχείο ευρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από το κράτος μέλος της θέσης σε εφαρμογή των μέτρων αυτών ή της έναρξης της εν λόγω διαδικασίας.

3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν κωλύουν τις αγωγές αναγνώρισης της ακυρότητας, ακυρωσίας ή κήρυξης του ανενεργού κατά το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο ιβ).

Άρθρο 23

Συμψηφισμός

1. Η θέση σε εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης ή η έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης δεν θίγουν το δικαίωμα πιστωτή να ζητήσει τον συμψηφισμό της απαίτησής του με την απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος, εφόσον ο συμψηφισμός αυτός επιτρέπεται από το εφαρμοστέο στην απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος δίκαιο.

2. Η παράγραφος 1 δεν κωλύει τις αγωγές αναγνώρισης της ακυρότητας, ακυρωσίας ή κήρυξης του ανενεργού, κατά το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο ιβ).

Άρθρο 24

Lex rei sitae

Η άσκηση των δικαιωμάτων κυριότητας ή άλλων δικαιωμάτων επί τίτλων, η ύπαρξη ή μεταβίβαση των οποίων προϋποθέτει την εγγραφή τους σε δημόσιο βιβλίο, λογαριασμό ή κεντρικό σύστημα καταθέσεων, τηρούμενο ή ευρισκόμενο σε κράτος μέλος, διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο τηρείται ή ευρίσκεται το δημόσιο βιβλίο, ο λογαριασμός ή το κεντρικό σύστημα καταθέσεων στο οποίο έχουν εγγραφεί αυτά τα δικαιώματα.

Άρθρο 25

Σύμφωνα συμψηφισμού και μετατροπής χρέους

Τα σύμφωνα συμψηφισμού και μετατροπής χρέους ("netting agreements"), διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση που διέπει τα σύμφωνα αυτά.

Άρθρο 26

Σύμφωνα επαναγοράς

Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 24, τα σύμφωνα επαναγοράς ("repurchase agreements") διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση που διέπει τα σύμφωνα αυτά.

Άρθρο 27

Οργανωμένη αγορά

Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 24, οι συναλλαγές που διενεργούνται στο πλαίσιο οργανωμένης αγοράς διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση που διέπει τις συναλλαγές αυτές.

Άρθρο 28

Απόδειξη του διορισμού εκκαθαριστή

1. Ο διορισμός διαχειριστή ή εκκαθαριστή αποδεικνύεται με την προσκόμιση επικυρωμένου αντιγράφου της απόφασης διορισμού ή με οποιαδήποτε άλλη βεβαίωση της διοικητικής ή δικαστικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής.

Είναι δυνατό να απαιτηθεί μετάφραση στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ο διαχειριστής ή ο εκκαθαριστής προτίθεται να ενεργήσει. Δεν απαιτείται νομιμοποίηση ή άλλη ανάλογη διατύπωση.

2. Οι διαχειριστές και οι εκκαθαριστές μπορούν να ασκούν εντός όλων των κρατών μελών όλες τις εξουσίες που μπορούν να ασκούν στο κράτος μέλος καταγωγής. Μπορούν επιπλέον να ορίζουν πρόσωπα για να τους επικουρούν ή, ενδεχομένως, να τους εκπροσωπούν κατά την εκτέλεση του μέτρου εξυγίανσης ή της διαδικασίας εκκαθάρισης, ιδίως στα κράτη μέλη υποδοχής, και ιδίως για να βοηθούν τη διευθέτηση των δυσχερειών που τυχόν συναντούν οι πιστωτές του κράτους μέλους υποδοχής.

3. Κατά την άσκηση των εξουσιών του, ο διαχειριστής ή ο εκκαθαριστής τηρεί το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο προτίθεται να ενεργήσει, ιδίως τις διαδικασίες ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων ενημέρωσης των μισθωτών εργαζομένων. Οι εξουσίες αυτές δεν μπορούν να περιλαμβάνουν δικαίωμα χρήσης βίας ούτε δικαίωμα λήψης απόφασης επί νομικής διαδικασίας ή διαφοράς.

Άρθρο 29

Εγγραφή σε δημόσιο βιβλίο

1. Ο διαχειριστής, ο εκκαθαριστής και κάθε διοικητική ή δικαστική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, μπορεί να ζητεί την καταχώρηση του μέτρου εξυγίανσης ή της απόφασης περί ενάρξεως διαδικασίας εκκαθάρισης στο κτηματολόγιο, στο μητρώο των εμπόρων και σε κάθε άλλο δημόσιο βιβλίο το οποίο τηρείται στα άλλα κράτη μέλη.

Πάντως, κάθε κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει την υποχρεωτική εγγραφή. Στην περίπτωση αυτή, η αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο αρχή ή πρόσωπο πρέπει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για τη εξασφάλιση της εγγραφής αυτής.

2. Τα έξοδα καταχώρησης θεωρούνται ως έξοδα και δαπάνες της διαδικασίας.

Άρθρο 30

Επιβλαβείς πράξεις

1. Το άρθρο 10 δεν ισχύει για τους κανόνες περί ακυρότητας, ακυρωσίας ή ανενεργού πράξεων που είναι επιβλαβείς για το σύνολο των πιστωτών, εάν ο καθ' έλκων όφελος από τις πράξεις αυτές αποδείξει ότι:

- η πράξη η επιβλαβής για το σύνολο των πιστωτών διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους διάφορου του κράτους μέλους καταγωγής, και ότι

- το δίκαιο αυτό δεν προβλέπει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κανένα μέσο προσβολής της πράξης αυτής.

2. Εάν ένα μέτρο εξυγίανσης που ελήφθη από δικαστική αρχή θέτει κανόνες περί ακυρότητας, ακυρωσίας ή κήρυξης του ανενεργού των πράξεων που είναι επιβλαβείς για το σύνολο των πιστωτών και έχουν πραγματοποιηθεί πριν από τη λήψη του μέτρου, το άρθρο 3 παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 31

Προστασία τρίτων

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα, μετά τη λήψη μέτρου εξυγίανσης ή την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, συνάψει δικαιοπραξία δια της οποίας διατίθενται εξ επαχθούς αιτίας:

- ακίνητο, ή

- πλοίο ή αεροσκάφος εγγραφόμενο υποχρεωτικά σε δημόσιο βιβλίο, ή

- τίτλοι ή δικαιώματα επ'αυτών των τίτλων, για την ύπαρξη ή τη μεταβίβαση των οποίων απαιτείται η εγγραφή σε δημόσιο βιβλίο ή λογαριασμό ή οι οποίοι τοποθετούνται σε κεντρικό σύστημα καταθέσεων που τηρείται ή ευρίσκεται σε κράτος μέλος,

το κύρος της δικαιοπραξίας διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται το ακίνητο αυτό ή το οποίο επιτάσσει την τήρηση του εν λόγω βιβλίου, λογαριασμού ή συστήματος καταθέσεων.

Άρθρο 32

Εκκρεμοδικία

Τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης ή της διαδικασίας εκκαθάρισης επί εκκρεμούς δίκης με αντικείμενο πράγμα ή δικαίωμα των οποίων απεκδύθη το πιστωτικό ίδρυμα, διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο υφίσταται η εκκρεμοδικία.

Άρθρο 33

Επαγγελματικό απόρρητο

Όλα τα πρόσωπα, τα οποία καλούνται να λάβουν ή να δώσουν πληροφορίες στο πλαίσιο των διαδικασιών ενημέρωσης ή διαβουλεύσεων που προβλέπονται στα άρθρα 4, 5, 8, 9, 11 και 19, δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο, σύμφωνα με τους κανόνες και τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 30 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, εξαιρέσει των δικαστικών αρχών, για τις οποίες εφαρμόζονται οι ισχύουσες εθνικές διατάξεις.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 34

Εφαρμογή

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία μέχρι τις 5 Μαΐου 2004. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται μόνον στα μέτρα εξυγίανσης που λαμβάνονται και τις διαδικασίες εκκαθάρισης που αρχίζουν μετά την ημερομηνία η οποία αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο. Μέτρα που ελήφθησαν ή διαδικασίες που άρχισαν πριν από την ημερομηνία αυτή, εξακολουθούν να διέπονται από το δίκαιο που ίσχυε κατά τη λήψη του μέτρου ή την έναρξη της διαδικασίας.

2. Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή, κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

3. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 35

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 36

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Λουξεμβούργο, 4 Απριλίου 2001.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Η Πρόεδρος

N. Fontaine

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

B. Rosengren

(1) ΕΕ C 356 της 31.12.1985, σ. 55 και

ΕΕ C 36 της 8.2.1988, σ. 1.

(2) ΕΕ C 263 της 20.10.1986, σ. 13.

(3) ΕΕ C 332 της 30.10.1998, σ. 13.

(4) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαρτίου 1987 (ΕΕ C 99 της 13.4.1987, σ. 211), η οποία επιβεβαιώθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1993 (EE C 342 της 20.12.1993, σ. 30), κοινή θέση του Συμβουλίου της 17ης Ιουλίου 2000 (ΕΕ C 300 της 20.10.2000, σ. 13) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Ιανουαρίου 2001 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Απόφαση του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 2001.

(5) ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2000/28/ΕΚ (ΕΕ L 275 της 27.10.2000, σ. 37).

(6) ΕΕ L 135 της 31.5.1994, σ. 5.

(7) ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45.