32000Y1127(01)

Ειδική έκθεση αριθ. 17/2000 σχετικά με τον έλεγχο της Επιτροπής για την αξιοπιστία και τη συγκρισιμότητα του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) των κρατών μελών, συνοδευόμενη από τις απαντήσεις της Επιτροπής

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 336 της 27/11/2000 σ. 0001 - 0021


Ειδικη έκθεση αριθ. 17/2000

σχετικά με τον έλεγχο της Επιτροπής για την αξιοπιστία και τη συγκρισιμότητα του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) των κρατών μελών, συνοδευόμενη από τις απαντήσεις της Επιτροπής

(υποβαλλόμενη δυνάμει του άρθρου 248 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο της συνθήκης ΕΚ)

(2000/C 336/01)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΣΥΝΟΨΗ

Το ΑΕΠ, το οποίο θεωρείται αντιπροσωπευτικό της ικανότητας συμβολής των κρατών μελών, διαδραματίζει πολύ σημαντικότερο ρόλο από τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού και μόνο. Το εν λόγω οικονομικό μέγεθος χρησιμοποιείται ως δείκτης αναφοράς στον τομέα των διαρθρωτικών δράσεων και της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Μόνο οι κοινοτικές διαδικασίες ελέγχου μπορούν να εγγυηθούν την αξιοπιστία και τη συγκρισιμότητα των ΑΕΠ, που υπολογίζονται από τα κράτη μέλη με βάση τις δικές τους ιδιαίτερες στατιστικές μεθόδους. Σημαντικές εργασίες εναρμόνισης, που πραγματοποιήθηκαν υπό την ώθηση της Επιτροπής από το 1989, κατέληξαν σε ουσιαστικές τροποποιήσεις των εθνικών ΑΕΠ. Η Επιτροπή θα πρέπει ωστόσο να βελτιώσει και να επεκτείνει τους ελέγχους, να εξασφαλίσει μια καλύτερη παρακολούθηση και να καθιερώσει ένα κατάλληλο πλαίσιο τεκμηρίωσης). Το Συνέδριο προτείνει να συνεχιστούν οι προσπάθειες που αποσκοπούν σε καλύτερη ποιότητα στοιχείων, για να υπάρχουν οι συνθήκες, ώστε το ΑΕΠ να διαδραματίζει σωστά το ρόλο του.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ)(1) αποτελεί υπολογισμό του μεγέθους μιας παραγωγής, της οποίας η πραγματική αξία είναι και παραμένει άγνωστη. Ο υπολογισμός του στηρίζεται σε εκτιμήσεις, σε συνδυασμό στοιχείων από διάφορες πηγές, σε οικονομικά υποδείγματα και σε αριθμητικές εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων.

2. Το ΑΕΠ θεωρείται στο κοινοτικό επίπεδο ως δείκτης που αντιπροσωπεύει με τον πιο πιστό τρόπο τη φοροδοτική ικανότητα των κρατών μελών. Γι' αυτό το λόγο διαδραματίζει, ιδίως από το 1988, ρόλο αυξανόμενης σημασίας και καθοριστικό για τη χρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού. Τον Μάρτιο του 1999 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Βερολίνου αποφάσισε να αυξήσει, από το 2002 και στο εξής, τη βαρύτητα του πόρου ΑΕΠ στην χρηματοδότηση του προϋπολογισμού(2).

3. Από το 1989 πραγματοποιήθηκαν, υπό την αιγίδα της Επιτροπής, σημαντικές εργασίες εναρμόνισης των εθνικών στατιστικών συστημάτων. Το Ελεγκτικό Συνέδριο εξέτασε σε ποιο βαθμό ο υπολογισμός των ΑΕΠ των κρατών μελών μπορούσε στο εξής να θεωρείται συγκρίσιμος και αξιόπιστος για τη χρησιμοποίησή του στο κοινοτικό επίπεδο(3).

4. Ο έλεγχος, ο οποίος διενεργήθηκε στην Επιτροπή, αποσκοπούσε στο να καθοριστεί σε ποιο βαθμό το σύστημα παρέχει εγγυήσεις ως προς την αξιοπιστία και τη συγκρισιμότητα των στατιστικών δεδομένων που λαμβάνονται υπόψη στο κοινοτικό επίπεδο. Στο πλαίσιό του, εξετάστηκαν οι διαδικασίες της Επιτροπής σχετικά με την τήρηση των διατάξεων από τα κράτη μέλη όσον αφορά τον υπολογισμό του ΑΕΠ, καθώς και τα υποκείμενα στατιστικά δεδομένα.

5. Η συγκρισιμότητά των ΑΕΠ μεταξύ κρατών μελών εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τον ορθό συνυπολογισμό των δύο ειδικών πτυχών των εθνικών λογαριασμών, ήτοι την πληρότητά τους, καθώς και τη διάκριση μεταξύ ενδιάμεσης ανάλωσης και τελικής χρήσης(4). Το Συνέδριο ανέλυσε τις πληροφορίες και τα δεδομένα σχετικά με τέσσερα κράτη μέλη(5), των οποίων η συμμετοχή στο κοινοτικό ΑΕΠ είναι περίπου 70 %. Επιπλέον, για να αναλύσει διεξοδικά τους λόγους ορισμένων ανωμαλιών που διαπιστώθηκαν κατά τους προηγούμενους ελέγχους, εξέτασε επίσης το ειδικό ζήτημα του συνυπολογισμού της αποφυγής πληρωμής του ΦΠΑ στους εθνικούς λογαριασμούς δύο άλλων κρατών μελών(6).

ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΕΠ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

Οι ίδιοι πόροι

6. Το ανώτατο όριο των ιδίων πόρων που μεταβιβάζονται στον κοινοτικό προϋπολογισμό ανέρχεται σε 1,27 % του συνόλου των εθνικών ΑΕΠ(7).

7. Οι συνεισφορές στον προϋπολογισμό δυνάμει του πόρου ΑΕΠ υπολογίζονται με βάση το ποσοστό του εθνικού ΑΕΠ. Ο εν λόγω πόρος χρησιμοποιείται, στο πλαίσιο της χρηματοδότησης του προϋπολογισμού, για να καλύψει τη διαφορά ανάμεσα στις προς πραγματοποίηση δαπάνες και τους άλλους διαθέσιμους πόρους (δασμούς και γεωργικές εισφορές, πόρο ΦΠΑ).

8. Ο υπολογισμός του πόρου ΦΠΑ επηρεάζεται ποικιλοτρόπως από τα στατιστικά δεδομένα. Η βάση αυτού του πόρου περιορίζεται, εάν είναι αναγκαίο, στο ισοδύναμο του 50 % του ΑΕΠ.

9. Εξάλλου, ο καθεαυτό υπολογισμός αυτής της βάσης επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τα στατιστικά δεδομένα στα οποία στηρίζεται το ΑΕΠ(8). Με άξονα αυτή τη βάση καταρτίζεται και ο σταθμισμένος μέσος συντελεστής. Το ίδιο συμβαίνει με πολλές αντισταθμίσεις ή διορθώσεις, οι οποίες αποσκοπούν στο να λαμβάνονται υπόψη οι εθνικές ιδιαιτερότητες κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας για το ΦΠΑ.

Άλλοι ρόλοι του ΑΕγχΠ/ΑΕΠ

10. Στο κοινοτικό πλαίσιο, ο ρόλος του ΑΕγχΠ/ΑΕΠ(9) δεν περιορίζεται στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού. Το εν λόγω οικονομικό μέγεθος λαμβάνεται κυρίως υπόψη στις αποφάσεις σχετικά με τις διαρθρωτικές πολιτικές ενίσχυσης των περιοχών που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη, στον προσδιορισμό του μέγιστου ποσού των δαπανών για το ΕΓΤΠΕ - Εγγυήσεις, στην κατανομή του κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ανάμεσα στα κράτη μέλη, καθώς και στον καθορισμό της χρηματοοικονομικής συμμετοχής των τρίτων κρατών που συμμετέχουν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

11. Αυτό το οικονομικό μέγεθος χρησιμοποιείται επίσης στο πλαίσιο του συμφώνου σταθερότητας που προβλέπεται από την οικονομική και νομισματική ένωση, ιδίως για την παρακολούθηση του ελλείμματος των δημοσίων οικονομικών και τον δείκτη του δημόσιου χρέους. Σε γενικές γραμμές, το ΑΕγχΠ/ΑΕΠ αποτελεί σημείο αναφοράς για το συντονισμό των εθνικών οικονομικών πολιτικών, καθώς και αυτών που έχουν ως στόχο την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς.

12. Επομένως, ο ορθός υπολογισμός του ΑΕγχΠ/ΑΕΠ δεν έχει ως μόνη συνέπεια τον καθορισμό των ιδίων πόρων και την ίση αντιμετώπιση των κρατών μελών όσον αφορά τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού. Αποτελεί ανάγκη με ευρύτερες επιπτώσεις.

ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΑΕΠ

Στο κοινοτικό επίπεδο

13. Η Επιτροπή είναι επιφορτισμένη με την επαλήθευση της εγκυρότητας των στοιχείων τα οποία, ενώ αρχικά έχουν καταρτιστεί σε εθνικό επίπεδο, είναι πιθανό να αποτελέσουν κοινοτικές στατιστικές(10).

14. Η οδηγία 89/130/ΕΟΚ, Eυρατόμ προέβλεψε τη σύσταση επιτροπής(11) για να επικουρεί την Επιτροπή κατά την επαλήθευση του υπολογισμού των ΑΕΠ, συγκεκριμένα όσον αφορά:

- την τήρηση του ευρωπαϊκού συστήματος ενοποιημένων οικονομικών λογαριασμών (ΕΣΟΛ)(12),

- την εξέταση των στοιχείων που διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη, των στατιστικών πηγών και των μεθόδων υπολογισμού,

- την επαλήθευση και την εκτίμηση της πρακτικής συγκρισιμότητας και πληρότητας των ΑΕΠ.

15. Οι διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό του πόρου ΑΕΠ προβλέπουν ότι η Επιτροπή, από κοινού με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, "ελέγχει κάθε χρόνο τα αθροιστικά μεγέθη που της κοινοποιούνται, στις περιπτώσεις ιδίως που της υποδεικνύει η επιτροπή ΑΕΠ, προκειμένου να διαπιστωθεί η τυχόν ύπαρξη σφαλμάτων υπολογισμού". Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, "να ελέγχει τους υπολογισμούς και τα βασικά στατιστικά στοιχεία (...), εφόσον αντικειμενική και δίκαια αξιολόγηση δεν είναι άλλως εφικτή"(13).

16. Στο πλαίσιο της επαλήθευσης του υπολογισμού των ΑΕΠ, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται με βάση το άρθρο 6 της οδηγίας 89/130/ΕΚ, Ευρατόμ να λάβει τα μέτρα που κρίνει αναγκαία(14). Τα κοινοτικά δημοσιονομικά συμφέροντα διαφυλάσσονται με την κοινοποίηση επιφύλαξης στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Σύμφωνα με τις διατάξεις σε θέματα ιδίων πόρων(15), αυτή η κοινοποίηση παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να απαιτήσει από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να προβεί στις κατάλληλες διορθώσεις. Για όσο διάστημα δεν αίρονται οι επιφυλάξεις, η Επιτροπή δεν θεωρεί το ΑΕΠ ενός δεδομένου οικονομικού έτους οριστικό.

Στο εθνικό επίπεδο

17. Στα κράτη μέλη, οι ίδιοι πόροι που βασίζονται στο ΑΕΠ καταχωρούνται λογιστικά ως εθνικές δαπάνες που καταβάλλονται στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω δαπάνες μπορούν να υποβληθούν σε έλεγχο από τις εθνικές αρχές σύμφωνα με τους δικούς τους ιδιαίτερους κανόνες. Στην πράξη, οι πληρωμές στον κοινοτικό προϋπολογισμό σχετικά με τον πόρο ΑΕΠ ελέγχονται μόνο μετά τη λήψη των στατιστικών δεδομένων σχετικών με τη βάση υπολογισμού. Ο καθορισμός των στατιστικών δεδομένων, καθώς και οι μέθοδοι εργασίας και οι χρησιμοποιούμενες έννοιες υποβάλλονται μόνο στη διαδικασία ελέγχου που προβλέπεται στην εθνική στατιστική υπηρεσία. Λόγω ιδίως του καθεστώτος ανεξαρτησίας της, η υπηρεσία αυτή, με τη δική της ευθύνη, καθορίζει τα δεδομένα.

ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

18. Η νομιμότητα του ΑΕΠ ως οικονομικού μεγέθους αναφοράς σε κοινοτικό επίπεδο εξαρτάται άμεσα από τη δυνατότητα εξακρίβωσης εάν τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη πληρούν τους όρους ποιότητας. Η έννοια της ποιότητας, η οποία στηρίζεται στα κριτήρια της αξιοπιστίας και της συγκρισιμότητας των στοιχείων, συνοψίζεται στο ακόλουθο διάγραμμα(16):

>PIC FILE= "C_2000336EL.000501.EPS">

19.

Οι έλεγχοι του Συνεδρίου κάλυψαν τους παράγοντες οι οποίοι ενδέχεται να θέσουν υπό αμφισβήτηση την τήρηση των παραπάνω κριτηρίων, συγκεκριμένα:

α) τη διαδικασία υπολογισμού του ΑΕΠ (σημεία 20 - 26)·

β) τις διαδικασίες ελέγχου (σημεία 27 - 62)·

γ) τη δυνατότητα μέτρησης της ποιότητας των στοιχείων (σημεία 63 - 79).

Διαδικασία υπολογισμού του ΑΕΠ

20. Οι συνιστώσες του ΑΕΠ ορίζονται από το ευρωπαϊκό σύστημα ενοποιημένων οικονομικών λογαριασμών (ΕΣΟΛ), ένα πλαίσιο στατιστικών προτύπων, εννοιών, ορισμών και κανόνων(17). Η εφαρμογή του ΕΣΟΛ από τα κράτη μέλη είναι υποχρεωτική. Σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες διατάξεις, συγκεκριμένα την οδηγία 89/130/ΕΟΚ, Eυρατόμ, τα κράτη μέλη οφείλουν να προσκομίζουν τις στατιστικές σχετικά με το ΑΕΠ.

21. Η οδηγία 89/130/ΕΟΚ, Eυρατόμ, παρόλο που το ΕΣΟΛ καθιερώνει ενιαία αρχή για τον καθορισμό των οικονομικών μεγεθών, δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη κοινή μέθοδο υπολογισμού. Αιτία είναι οι εθνικές ιδιαιτερότητες σε θέματα διαθεσιμότητας και επικαιρότητας των πηγών των στοιχείων, καθώς και όσον αφορά τις εφαρμοζόμενες μεθόδους υπολογισμού και αξιολόγησης και την οργάνωση του στατιστικού μηχανισμού.

22. Σε γενικές γραμμές, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τουλάχιστον δύο προσεγγίσεις για τον υπολογισμό του ΑΕΠ, αλλά δεν πρόκειται πάντοτε για εκτιμήσεις εντελώς ανεξάρτητες μεταξύ τους. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, εφαρμόζεται η προσέγγιση της παραγωγής και αυτή των δαπανών, ενώ τις περισσότερες φορές επικρατεί η πρώτη(18).

23. Πριν από τον υπολογισμό του ΑΕΠ, συνδυάζονται τα αποτελέσματα αυτών των διαφόρων προσεγγίσεων. Ο λεπτομερής χαρακτήρας αυτής της ενοποίησης ποικίλλει ανάλογα με τα κράτη μέλη. Η πλειονότητά τους προβαίνει στο συνδυασμό σε επίπεδο προϊόντων, αλλά ορισμένα καταφεύγουν σε συνδυασμούς σε επίπεδο οικονομικών μεγεθών(19).

24. Επιφυλασσομένων των εθνικών ιδιαιτεροτήτων οι οποίες αιτιολογούν τις διαφορές των πηγών και των μεθόδων υπολογισμού του ΑΕΠ, το Συνέδριο θεωρεί, κατά το πρότυπο της Επιτροπής, ότι πέρα από την καθαρά τυπική εναρμόνιση του ΕΣΟΛ το πραγματικό πρόβλημα είναι εάν τα ΑΕΠ των κρατών μελών είναι συγκρίσιμα τόσο από θεωρητική άποψη όσο και από πρακτική(20).

25. Επιπλέον, όπως ανέφερε ήδη το Συνέδριο στις προηγούμενες παρατηρήσεις του(21), η αρχή αμεροληψίας των κοινοτικών στατιστικών(22) θα απαιτούσε τη χρησιμοποίηση του αποδοτικότερου λογιστικού πλαισίου που υπάρχει. Τον Απρίλιο του 1999 άρχισε να ισχύει μία νέα εκδοχή του ΕΣΟΛ (ΕΣΟΛ 95). Εντούτοις, στον κανονισμό έγκρισης(23) έχει προβλεφθεί να εξακολουθεί να εφαρμόζεται το παλαιό ΕΣΟΛ (ΕΣΟΛ 79), που έχει κριθεί λιγότερο αξιόπιστο, για τις ανάγκες των ιδίων πόρων μόνο και αυτό για τόσο χρονικό διάστημα όσο δεν έχει τροποποιηθεί το παρόν σύστημα χρηματοδότησης.

26. Η διατήρηση του ΕΣΟΛ 79 έχει ως συνέπεια οι λογαριασμοί, οι οποίοι καταρτίζονται προς το παρόν σύμφωνα με το ΕΣΟΛ 95, να αποτελούν αντίστροφα αντικείμενο μετατροπής μόνο για τους ιδίους πόρους. Η πράξη αυτή αποτελεί όχι μόνο αλληλεπικάλυψη εργασιών, αλλά αντιπροσωπεύει επίσης έναν πραγματικό κίνδυνο πρόσθετων σφαλμάτων. Μολονότι η νέα απόφαση για τους ιδίους πόρους, υπό έγκριση από το Συμβούλιο, προβλέπει εφαρμογή του ΕΣΟΛ 95 από το 2002 και στο εξής, δεν παύει όμως οι συνέπειες του διπλού συστήματος να παρουσιάσουν τα αποτελέσματά τους πέρα από την ημερομηνία αυτή(24).

Διαδικασίες ελέγχων

Επιφυλάξεις σχετικά με το ΑΕΠ

27. Μετά τη θέση σε ισχύ της οδηγίας 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ, η Επιτροπή έθεσε ως στόχο την εναρμόνιση των μεθόδων υπολογισμού των ΑΕΠ των κρατών μελών. Για το σκοπό αυτό, επιδόθηκε στην κατά προτεραιότητα εξέταση, από κοινού με την επιτροπή ΑΕΠ, των καταλόγων με τις μεθόδους και τις στατιστικές βάσεις που χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη για τον υπολογισμό του ΑΕΠ και των συνιστωσών του.

28. Έπειτα από αυτή την αναλυτική εξέταση, η Επιτροπή κοινοποίησε στα κράτη μέλη ορισμένες επιφυλάξεις, τις περισσότερες το 1992(25). Από τεχνικής πλευράς, επρόκειτο για θέματα σχετικά με τις μεθοδολογίες και τις πηγές που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του καθορισμού των εθνικών λογαριασμών· η Επιτροπή θεωρούσε ότι, για τους παραπάνω λογαριασμούς, ορισμένα κράτη μέλη δεν τήρησαν το κοινοτικό εννοιολογικό πλαίσιο. Μια επιφύλαξη που ίσχυε για όλα τα κράτη μέλη αφορούσε την πληρότητα των εθνικών λογαριασμών τους.

29. Για την άρση των παραπάνω επιφυλάξεων, τα κράτη μέλη όφειλαν, βελτιώνοντας τα στατιστικά τους μέσα, να αποδεικνύουν τη "συγκρισιμότητα, την αξιοπιστία και την πληρότητα" του ΑΕΠ(26). Έπειτα από αρκετές αναβολές, η προθεσμία για την ευθυγράμμιση των στατιστικών συστημάτων καθορίστηκε στην 1η Οκτωβρίου 1998. Στην Αυστρία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία δόθηκε περιθώριο ενός επιπλέον έτους.

30. Στα τέλη του 1998, υπήρχαν 85 επιφυλάξεις σχετικά με τα ΑΕΠ των δώδεκα παλαιών κρατών μελών. Ένα έτος αργότερα, μόνο 20 εκκρεμούσαν ακόμη, κυρίως για τρία από αυτά(27). Φαίνεται, λοιπόν, ότι η Επιτροπή είχε άρει το μεγαλύτερο μέρος των επιφυλάξεών της.

Παρατηρήσεις σχετικά με τις επιφυλάξεις

31. Για τα εθνικά ΑΕΠ που αναφέρθηκαν στο σημείο 5, οι έλεγχοι του Συνεδρίου κάλυψαν δύο από τις προαναφερθείσες επιφυλάξεις, ήτοι την πληρότητα του ΑΕΠ και τη διάκριση μεταξύ της τελικής χρήσης και της ενδιάμεσης ανάλωσης(28). Η εξέταση αυτών των επιφυλάξεων, οι οποίες άρθηκαν από την Επιτροπή, κατέδειξε πολλά προβλήματα, τα οποία παρουσιάζονται στη συνέχεια.

ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΕΠ

Διαφάνεια των προσαρμογών

Έλλειψη κατάλληλης αιτιολόγησης για ορισμένες προσαρμογές

32. Οι προσαρμογές με στόχο την πληρότητα είναι πολλές. Το Συνέδριο, ελλείψει συναφών εξηγήσεων, ή και απλής αιτιολόγησης, ή ακόμη ελλείψει στοιχείων, δεν μπόρεσε να διαπιστώσει το βάσιμο ορισμένων προσαρμογών.

33. Αυτό συμβαίνει, ιδίως, όταν οι προσαρμογές για την πληρότητα αιτιολογούνται με κάποιο τεχνικό συντελεστή ή με τον όρο "ορθότερη εκτίμηση", χωρίς άλλες πληροφορίες. Μερικές φορές, το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής για την εξασφάλιση πληρότητας βασίζεται σε υπολειμματικές θέσεις (λοιπά, διάφορα), χωρίς περαιτέρω επεξήγηση. Κατ'αυτόν τον τρόπο μπορεί να αιτιολογηθεί μέχρι 80 % της διόρθωσης σχετικά με την τελική χρήση. Σε μία άλλη περίπτωση εμφανίστηκαν ανακολουθίες συγκρίνοντας την εξέλιξη μιας προσαρμογής με στόχο την πληρότητα και την αποφυγή πληρωμής του ΦΠΑ. Το θέμα αυτό δεν μπόρεσε να διαλευκανθεί, διότι ορισμένες προσαρμογές στο πλαίσιο της πληρότητας, ιδίως εκείνες που είναι έμμεσες στους εθνικούς λογαριασμούς, δεν προσδιορίζονται ποσοτικά.

34. Για παράδειγμα, σε μια περίπτωση που η Επιτροπή θεωρούσε ότι δεν ήταν σε θέση να επαληθεύσει την ορθότητα κάποιας ταξινόμησης, επέλεξε να μην δώσει συνέχεια στο εν λόγω ζήτημα. Σε μια άλλη περίπτωση, η Επιτροπή έκανε δεκτή μια προσαρμογή για την εξασφάλιση πληρότητας, παρά το γεγονός ότι είχε γίνει δεκτή η έλλειψη αξιόπιστης στατιστικής βάσης. Για το τελευταίο αυτό θέμα φαίνεται να έχει εξευρεθεί προς το παρόν λύση.

Απόκλιση συγκρισιμότητας

Συγκρισιμότητα των προσαρμογών μεταξύ κρατών μελών

35. Το Συνέδριο έλαβε γνώση για μια μελέτη, αντικείμενο της οποίας ήταν η σύγκριση για ένα ίδιο κράτος μέλος, ανάμεσα στη δική του εκτίμηση σχετικά με τη δήλωση χαμηλότερου εισοδήματος των υποκειμένων σε φόρο και σε αυτή που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου χρησιμοποιούμενης από ένα άλλο κράτος μέλος. Η εργασία αυτή οδήγησε σε αποτελέσματα πολύ διαφορετικά που δεν μπόρεσαν να εξηγηθούν. Έτσι, καταλήγουμε να διερωτηθούμε κατά πόσο είναι πραγματικά δυνατή η εξακρίβωση του συγκρίσιμου χαρακτήρα των προσαρμογών σχετικά με την εξασφάλιση της πληρότητας.

Αντιμετώπιση των παράνομων δραστηριοτήτων

36. Οι παράνομες δραστηριότητες περιλαμβάνονται στο πεδίο του ΑΕΠ(29). Εντούτοις, λόγω των πρακτικών δυσκολιών σχετικά με τον υπολογισμό τους, η απόφαση 94/168/ΕΚ, Ευρατόμ τις απέκλεισε από το πεδίο των προσαρμογών για την πληρότητα. Το Συνέδριο διαπιστώνει ότι κατά συνέπεια αποτελούν αντικείμενο μη ομοιόμορφου συνυπολογισμού ανάλογα με τα κράτη μέλη και ότι δεν υπάρχει ακόμη κοινός ορισμός για τον παράνομο χαρακτήρα μιας δραστηριότητας.

Ανεπικαιρότητα των πηγών

37. Οι προσαρμογές με στόχο την πληρότητα συχνά στηρίζονται σε τεχνικούς συντελεστές που υπολογίζονται για ένα έτος αναφοράς, καθώς και σε ειδικές έρευνες ή εκτιμήσεις, που μερικές φορές είναι και οι ίδιες ανεπίκαιρες. Τίθεται, λοιπόν, το πρόβλημα της επικαιρότητας των πηγών, συγκεκριμένα εάν η δυναμική της οικονομίας που δεν παρατηρείται διαφέρει από αυτή που καταγράφουν οι στατιστικές υπηρεσίες. Σε αυτή την περίπτωση, οι εκτιμήσεις των προσαρμογών θα παρουσιάζουν εξίσου αποκλίσεις.

38. Για παράδειγμα, δεν είναι δεδομένο ότι οι βάσεις που δημιουργήθηκαν πριν 20 χρόνια είναι ακόμη συναφείς ή ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές που επήλθαν έκτοτε στον τομέα της απάτης (έκταση, τομείς δραστηριότητας, τυπολογία) ελήφθησαν υπόψη.

Διαδικασίες αναθεώρησης των προσαρμογών

39. Ορισμένα κράτη μέλη προωθούν σημαντικές προσαρμογές(30) μόνο για τα έτη αναφοράς, προκειμένου να διαθέτουν ομοιογενείς σειρές με το πέρασμα του χρόνου. Αυτή η πρακτική ανταποκρίνεται σε εθνικές απαιτήσεις, στόχος των οποίων είναι να υπάρχουν ομοιογενείς σειρές όσον αφορά τα στοιχεία του ρυθμού αύξησης. Οι εγγενείς κίνδυνοι είναι, κυρίως, η έλλειψη συγκρισιμότητας των προσαρμογών μεταξύ κρατών μελών, για παράδειγμα ανάμεσα σε αυτά που ενημερώνουν συχνά τις προσαρμογές τους και εκείνα που τις ενημερώνουν μόνο για ορισμένες βασικές μετατροπές.

40. Η αξιολόγηση αυτών των προβλημάτων είναι δυσχερής λόγω του ότι η απόφαση 94/168/ΕΚ, Eυρατόμ προβλέπει μόνο "περιγραφή (η οποία αναφέρεται) σε ένα πρόσφατο έτος για το οποίο διατίθενται οι τελικές εκτιμήσεις"(31), χωρίς να απαιτείται περιγραφή των διαδικασιών αναθεώρησης των προσαρμογών δυνάμει της πληρότητας.

Συνυπολογισμός της αποφυγής πληρωμής του ΦΠΑ

41. Η έννοια του ΑΕΠ σε τιμές αγοράς υποδηλώνει ότι η αξία των αγορών αγαθών και υπηρεσιών περιλαμβάνει τους καταβληθέντες φόρους, ιδίως τον ΦΠΑ. Σε περίπτωση απάτης ή φοροδιαφυγής(32), για τις εν λόγω αγορές λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό του ΑΕΠ η πράγματι καταβληθείσα τιμή, ήτοι χωρίς τον ΦΠΑ. Όταν ο αγοραστής καταβάλλει το φόρο χωρίς στη συνέχεια ο προμηθευτής να τον αποδώσει στην εφορία, τα κράτη μέλη οφείλουν, αντίθετα, να προβαίνουν σε προσαρμογές δυνάμει της απάτης της επονομαζόμενης "χωρίς συνενοχή".

42. Η απόφαση 98/527/ΕΚ, Eυρατόμ προβλέπει μια ειδική μέθοδο υπολογισμού της απάτης "χωρίς συνενοχή"(33). Αφήνει, ωστόσο, στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιτύχουν το ίδιο αποτέλεσμα με άλλα μέσα.

Ισοδυναμία των μεθόδων που χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη

43. Παρόλο που η απόφαση περιλαμβάνει σαφείς διατάξεις, δεν κατέστη πάντοτε δυνατό να διαπιστωθεί σε ποιο βαθμό εφαρμόστηκε η μέθοδος που προβλέπεται από την Επιτροπή, ή και η ισοδυναμία της με άλλες μεθόδους που χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν υπάρχουν αποδεικτικά έγγραφα, ενώ σε άλλες δεν εφαρμόστηκαν οι προβλεπόμενοι ορισμοί.

44. Για ορισμένα εθνικά ΑΕΠ που εξετάστηκαν, απομένει κατά συνέπεια να καθοριστεί ο ορθός τρόπος συνυπολογισμού της αποφυγής πληρωμής του ΦΠΑ.

Ανωμαλίες στα αποτελέσματα του υπολογισμού του θεωρητικού ΦΠΑ

45. Κατά τον υπολογισμό του θεωρητικού ΦΠΑ στους εθνικούς λογαριασμούς, λαμβάνονται υπόψη οι παράγοντες που μπορούν να αιτιολογήσουν καταβολή μειωμένου ΦΠΑ(34). Κατά συνέπεια, είναι αναμενόμενο ο θεωρητικός ΦΠΑ να είναι ανώτερος από το ΦΠΑ που πραγματικά εισπράχθηκε. Σύμφωνα με την επιτροπή ΑΕΠ, είναι το μόνο μέσο για να εξασφαλιστεί ότι στους εθνικούς λογαριασμούς περιλαμβάνονται τουλάχιστον ορισμένες από τις συναλλαγές που αποκρύπτονται από τις φορολογικές υπηρεσίες.

46. Ωστόσο, σε αντίθεση με την προαναφερόμενη αρχή, το Συνέδριο διαπίστωσε περιπτώσεις στις οποίες ο ΦΠΑ που είχε εισπραχθεί υπερέβαινε τον θεωρητικά οφειλόμενο. Αυτή η διαπίστωση θα μπορούσε να είναι ενδεικτική μιας υποεκτίμησης των εθνικών λογαριασμών. Η Επιτροπή είχε ήδη αναφέρει αυτό το πρόβλημα, έπειτα από εργασίες που πραγματοποιήθηκαν το 1980.

47. Το 1991, η Επιτροπή είχε πράγματι διαπιστώσει, για ένα κράτος μέλος, ότι αυτή η ανωμαλία στη διαφορά μεταξύ πραγματικά εισπραχθέντων εσόδων και θεωρητικών εσόδων ΦΠΑ οφειλόταν σε υποεκτίμηση της τελικής ανάλωσης των νοικοκυριών. Το Συνέδριο, μολονότι δεν διαθέτει πλήρη αποδεικτικά στοιχεία, λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή θεωρεί πως το αναφερθέν πρόβλημα έχει τώρα επιλυθεί.

Μητρώο επιχειρήσεων

48. Ένα από τα ουσιώδη στοιχεία για να εξασφαλίζεται η πληρότητα των εθνικών λογαριασμών είναι η, κατά το δυνατόν πληρέστερη, γνώση των μονάδων των οποίων η παραγωγή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την κατάρτιση των στατιστικών. Ένα τέτοιο μέσο, το οποίο τροφοδοτείται από αρκετές πηγές πληροφοριών, έχει ως στόχο να αποφεύγονται οι παραλείψεις ή ο διπλός υπολογισμός παραγωγικών μονάδων. Το 1992, η Επιτροπή είχε εκτιμήσει ότι η ενδεχόμενη επίδραση του μητρώου επιχειρήσεων στη μέτρηση του ΑΕΠ θα μπορούσε να είναι τόσο σημαντική όσο ο συνυπολογισμός της παραοικονομίας.

49. Τα κράτη μέλη οφείλουν να καθιερώσουν ένα τέτοιο μητρώο(35). Οι έλεγχοι του Συνεδρίου κατέδειξαν, πάντως, ότι ένα κράτος μέλος ήρε την επιφύλαξη σχετικά με την πληρότητα, ενώ δεν διαθέτει ακόμη παρόμοιο μητρώο. Σε ανάλογες περιπτώσεις, η Επιτροπή θα έπρεπε, ωστόσο, να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους έκρινε με βεβαιότητα ότι αυτό το κενό δεν έχει καμιά επίπτωση στην πληρότητα των εθνικών λογαριασμών.

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΕΛΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ ΑΝΑΛΩΣΗΣ

50. Σε αντίθεση με την πληρότητα του ΑΕΠ, η διάκριση μεταξύ τελικής χρήσης και ενδιάμεσης ανάλωσης ορίζεται λεπτομερώς σε κοινοτικό επίπεδο. Οι έλεγχοι του Συνεδρίου κατέδειξαν ορισμένες περιπτώσεις, όπου ο ορισμός αυτός, που προβλέπει το ΕΣΟΛ, δεν τηρείται. Για ορισμένα από τα προβλήματα αυτά, η Επιτροπή είχε διαπιστώσει η ίδια την έλλειψη συμμόρφωσης, μερικές φορές για το σύνολο των κρατών μελών. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η επίπτωση των περιπτώσεων αυτών στον υπολογισμό του ΑΕΠ δεν είναι σημαντική.

Διαδικασίες συνδυασμού

51. Στις περιπτώσεις που δεν τηρούνται οι συμβάσεις του ΕΣΟΛ, ορισμένες στατιστικές υπηρεσίες υποδεικνύουν ότι η εξισορρόπηση των λογαριασμών αποτελεί επίλυση των προβλημάτων αυτών. Με τους ελέγχους του Συνεδρίου δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί κατά πόσο η ισορροπία μεταξύ των χρήσεων και των πόρων ενός προϊόντος παρέχει αυτόματα τη δυνατότητα αποφυγής έμμεσης απόκλισης στα στοιχεία.

52. Για να ισχύει μια τέτοια υπόθεση, θα πρέπει να αποδεικνύεται η ανεξαρτησία, όσον αφορά το πρόβλημα της εφαρμογής του ΕΣΟΛ, τουλάχιστον μιας από τις πηγές που συνδυάζονται. Είναι επίσης σημαντικό να αξιολογείται η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας συνδυασμού.

Περιορισμένη φύση των ελέγχων

53. Όσον αφορά την πληρότητα των εθνικών λογαριασμών, η Επιτροπή ανέφερε, τον Ιούλιο του 1999, ότι για το εν λόγω ζήτημα είχαν διενεργηθεί έλεγχοι εις βάθος και ότι η παραοικονομία λαμβάνεται υπόψη στην εθνική λογιστική. Τον Μάιο του 2000 πέντε κράτη μέλη εξακολουθούσαν να έχουν επιφύλαξη για το εν λόγω θέμα(36).

54. Η Επιτροπή δήλωσε ότι η άρση αυτής της επιφύλαξης προκύπτει από τη σφαιρική εκτίμηση του συνόλου των άμεσων και έμμεσων προσαρμογών που πραγματοποιήθηκαν. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στη μελέτη των πηγών και των στατιστικών μεθόδων, τις οποίες, εξάλλου, ορίζει η Επιτροπή ως την πρωτεύουσα πηγή για τον έλεγχο που διενεργεί(37)

55. Η Επιτροπή δέχεται ότι μόνο αυτή η πηγή δεν είναι δυνατό να εξασφαλίσει την ποιότητα των στοιχείων και ότι, επειδή τα μητρώα δεν είναι επαρκώς αναλυτικά, καθίσταται μερικές φορές αναγκαία η λήψη συμπληρωματικών πληροφοριών από τα κράτη μέλη.

56. Για τις δύο επιφυλάξεις που σχετίζονται με την έρευνα, τα έγγραφα που παρασχέθηκαν από την Επιτροπή αναφέρουν μεμονωμένους ελέγχους. Η Επιτροπή δεν προέβη σε αναλύσεις ικανές να παράσχουν συνολική εγγύηση ποιότητας, εξετάζοντας, για παράδειγμα, τη στατιστική οργάνωση των κρατών μελών, τις συνθήκες κατάρτισης των βασικών στοιχείων, τη συνοχή των διαφόρων χρησιμοποιούμενων πηγών, τις διαδικασίες συνδυασμού τους και τους τρόπους καθορισμού των ορίων αξιοπιστίας.

57. Οι έλεγχοι που διενεργούνται δεν τεκμηριώνονται επαρκώς κατά τρόπο που να εξακριβώνεται το επίπεδο εμβάθυνσής τους και να καθορίζεται ο βαθμός κάλυψης των διαφόρων συνιστωσών του ΑΕΠ. Ιδίως για την επιφύλαξη σχετικά με την πληρότητα των εθνικών λογαριασμών, θα ήταν επιθυμητό να καταρτιστεί αναλυτικό πρόγραμμα επαλήθευσης βασισμένο σε κριτήρια αξιοπιστίας και συγκρισιμότητας των στοιχείων(38).

58. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν θεωρεί ως ακρίβεια των στοιχείων την αυστηρή εφαρμογή των εννοιών ή ένα πλήρες πρακτικό μέτρο, αλλά μια διαδικασία που δεν πλήττεται από ουσιώδες σφάλμα. Το Συνέδριο γνωρίζει ότι δεδομένης της ίδιας της φύσης του ΑΕΠ, η ποιότητα των εκτιμήσεων εξαρτάται επίσης από τη σχέση κόστους-αποδοτικότητας. Η εφαρμογή μιας τέτοιας αρχής προϋποθέτει την ύπαρξη κριτηρίων, καθώς και μια επαρκή αιτιολόγηση. Ωστόσο, η απάντηση που παρασχέθηκε σε πολλές περιπτώσεις περιορίστηκε στο να χαρακτηριστούν τα προβλήματα που τέθηκαν ως αμελητέα, χωρίς άλλο στοιχείο να δίνει τη δυνατότητα να εκτιμηθούν οι λόγοι στους οποίους βασίζεται η κρίση αυτή.

59. Είναι, ακόμη, άξιο απορίας το γεγονός ότι η Επιτροπή, σε ορισμένες περιπτώσεις, καταλήγει στην πεποίθηση ότι τα αποτελέσματα αρκετών, ασυμβίβαστων μεταξύ τους, χειρισμών αλληλοεξουδετερώνονται και δεν έχουν, κατά συνέπεια, καμιά επίπτωση στον υπολογισμό του ΑΕΠ, ή ακόμη ότι η εφαρμογή διαφορετικών ορισμών από τις στατιστικές υπηρεσίες καταλήγει σε αποτελέσματα συμβατά και συγκρίσιμα.

ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΕΠ

60. Η επιτροπή ΑΕΠ γνωμοδοτεί ετησίως με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή. Κάθε χρόνο, από το 1990, η επιτροπή ΑΕΠ βεβαιώνει στη γνωμοδότησή της ότι "πραγματοποιήθηκαν σημαντικές βελτιώσεις" και "επισημαίνει με ικανοποίηση την πρόοδο που πραγματοποιήθηκε και πραγματοποιείται στα κράτη μέλη για την εναρμόνιση των στοιχείων του ΑΕΠ". Όσον αφορά την τήρηση των εννοιών ποιότητας, όπως εκείνων που αναφέρονται στο σημείο 18, η γνωμοδότηση της επιτροπής δεν παρέχει κανένα σημείο αναφοράς για να γίνει αντιληπτό το επίπεδο που επιτυγχάνεται σε κάθε κράτος μέλος και οι πρόοδοι που πρέπει ακόμη να πραγματοποιηθούν.

61. Το 1992, στην έκθεσή της για την εφαρμογή της οδηγίας 89/130/ΕΟΚ, Eυρατόμ, η Επιτροπή είχε δηλώσει ότι, όσον αφορά την εξέταση των στοιχείων, η επιτροπή είχε περιοριστεί στην επιβεβαίωση της διαθεσιμότητάς τους. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης των λεπτομερών μητρώων και οι διαπιστώσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν σχετικά δεν ήταν διαθέσιμα.

62. Το παραπάνω επιχείρημα δεν ισχύει πλέον. Η επιτροπή, η οποία αποτελείται από ειδικούς του τομέα, τροφοδοτείται, αφενός, από τις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη και, αφετέρου, από τις αναλύσεις της Επιτροπής. Διαθέτει, κατά κανόνα, όλα τα στοιχεία που της παρέχουν τη δυνατότητα να εκφέρει σφαιρική άποψη σχετικά με τη συγκρισιμότητα και την αξιοπιστία των στοιχείων.

Δυνατότητα μέτρησης της ποιότητας των στοιχείων

63. Η κατάρτιση των εθνικών λογαριασμών είναι δυνατό να οργανωθεί σε τρία βασικά στάδια. Στο πρώτο στάδιο χρησιμοποιείται ένα πολύπλοκο σύστημα πληροφοριών, το οποίο αποτελείται από καθαρά στατιστικές, φορολογικές, και διοικητικές πηγές, πλήρεις ή προερχόμενες από δειγματοληπτικές έρευνες, οι οποίες καθιστούν δυνατή την προσέγγιση του ΑΕγχΠ, και στη συνέχεια του ΑΕΠ, από τρεις οπτικές γωνίες (ζήτηση, παραγωγή, εισόδημα)(39). Κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης, κάθε πηγή, καθώς και ο χειρισμός της οδηγούν σε σφάλματα. Η μέτρηση της ποιότητας συνίσταται στην εκπόνηση υποδείγματος με βάση το σφάλμα κάθε βασικής παραμέτρου, ώστε στη συνέχεια να προκύψει ένδειξη σχετικά με την ποιότητα του συνολικού οικονομικού μεγέθους.

64. Κατά τη δεύτερη φάση, οι πληροφορίες που λαμβάνονται με βάση τις διαφορετικές προσεγγίσεις ή τις ανεξάρτητες πηγές συγκρίνονται και συνδυάζονται. Οι αποκλίσεις κατά την αντιπαράθεση αποτελούν έναν άλλο δείκτη ποιότητας, ο οποίος προστίθεται στους προηγούμενους (αντιπαράθεση ανάλογα με την προσέγγιση).

65. Τέλος, δεδομένου ότι οι πληροφορίες διατίθενται σταδιακά, η παραγωγή των οικονομικών μεγεθών οδηγεί σε αναθεωρήσεις. Η τελευταία προσέγγιση σε θέματα μέτρησης ποιότητας συνίσταται στη μελέτη των χαρακτηριστικών των αναθεωρήσεων, και συγκεκριμένα στη μέτρηση μιας απόκλισης στην πρώτη εκδοχή σε σύγκριση με την τελική (ανάλυση της εξέλιξης των αναθεωρήσεων).

66. Λαμβανομένης υπόψη της ανομοιογένειας των συστημάτων υπολογισμού του ΑΕΠ, επιβάλλεται ιδιαιτέρως η ανάγκη αξιολόγησης και σύγκρισης του επιπέδου που επιτυγχάνεται από κάθε κράτος μέλος σε σχέση με την έννοια ποιότητας, όπως περιγράφεται στο σημείο 18.

67. Στο παρελθόν(40), το Συνέδριο είχε συστήσει την καθιέρωση ενός μέσου μέτρησης της συγκρισιμότητας (βάσει δεικτών) και της αξιοπιστίας (μέσω διαστημάτων εμπιστοσύνης) των στοιχείων του ΑΕΠ.

68. Η Επιτροπή ανέθεσε την εξέταση αυτού του ζητήματος σε δύο εθνικά ινστιτούτα στατιστικής, τα οποία μόλις τελείωσαν τις εργασίες τους. Από αυτές προκύπτει ότι δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος χωρίς ικανοποιητική επίλυση των ακόλουθων προβλημάτων.

Αντιπαράθεση ανάλογα με την προσέγγιση

69. Για τη βελτίωση της ποιότητας του υπολογισμού του ΑΕΠ που διενεργείται με βάση διαφορετικές προσεγγίσεις, πραγματοποιούνται μερικές φορές "εξισορροπήσεις λογαριασμών". Ενδεχομένως, η ποιότητα δεν μπορεί να μετρηθεί παρά μόνο εάν έχουν διατηρηθεί στοιχεία από τα ενδιάμεσα στάδια παραγωγής, ιδίως από τα οικονομικά μεγέθη στα διάφορα στάδια της αντιπαράθεσης. Όμως, αυτό δεν συμβαίνει σε όλα τα κράτη μέλη. Θα πρέπει, κατά συνέπεια, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη να προβλέψουν σαφείς διατάξεις για το θέμα αυτό.

70. Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η ποιότητα των οικονομικών μεγεθών που προκύπτουν, όταν η εξισορρόπηση των λογαριασμών χρησιμοποιείται επίσης για την αξιολόγηση ορισμένων μεταβλητών, όπως, για παράδειγμα, των αυξομειώσεων των αποθεμάτων. Πράγματι, μια χώρα που αντιπαραθέτει δύο προσεγγίσεις για την εκτίμηση των αυξομειώσεων των αποθεμάτων, θα καταγράψει αυτόματα λιγότερα σφάλματα εξισορρόπησης από μια χώρα που εκτιμά τα αποθέματα με μεγαλύτερη αμεσότητα και κινητοποιεί, παραδόξως, περισσότερες πληροφορίες.

71. Όσον αφορά τους κλάδους δραστηριότητας, το επίπεδο λεπτομέρειας του υπολογισμού εξαρτάται από μια εκ των προτέρων επιλογή των εθνικών λογιστικών αρχών· διαφέρει, άρα, σημαντικά από χώρα σε χώρα και προκαλεί εκ των πραγμάτων αδυναμία συγκρισιμότητας.

72. Ακόμη, μια χώρα που προβαίνει στον υπολογισμό με βάση μόνο μια προσέγγιση δεν μπορεί να επωφεληθεί από την αντιπαράθεση απόψεων και δεν θα αντιμετωπίσει αποκλίσεις λόγω της αντιπαράθεσης. Θα καταγράψει υποχρεωτικά λιγότερες μεταβολές, αλλά η ποιότητα των στοιχείων δεν θα είναι απαραίτητα καλύτερη.

73. Εξάλλου, δεδομένου ότι οι προσεγγίσεις για τον υπολογισμό του ΑΕΠ δεν είναι ποτέ εντελώς ανεξάρτητες, με την εξισορρόπηση δύο προσεγγίσεων που παρουσιάζουν τα ίδια κενά, αυτά δεν καθίστανται εμφανή, αποτέλεσμα επιζήμιο για την ποιότητα του παραγόμενου οικονομικού μεγέθους.

74. Σε περίπτωση σφαλμάτων που οφείλονται στο δείγμα, υπάρχει ένα είδος συναίνεσης στις στατιστικές τεχνικές. Για τα άλλα είδη σφαλμάτων(41), αντίθετα, είτε δεν υπάρχουν πληροφορίες είτε είναι υποκειμενικές. Όμως, η υποκειμενικότητα κατά την εκτίμηση των σφαλμάτων ασκεί επίδραση στην εγκυρότητα των δεικτών συγκρισιμότητας μεταξύ κρατών μελών.

Ανάλυση της εξέλιξης των αναθεωρήσεων

75. Η απόκλιση στις πρώτες εκδοχές του ΑΕΠ μετράται σε σχέση με την οριστική εκδοχή. Επομένως, για να εξαχθούν συμπεράσματα από μια τέτοια πράξη, η ποιότητα της οριστικής εκδοχής πρέπει να αξιολογείται υποχρεωτικά πριν από την ανάλυση της εξέλιξης των αναθεωρήσεων. Πράγματι, ένας υποτυπώδης οριστικός λογαριασμός, στα πλαίσια του οποίου δεν χρησιμοποιούνται πολλές συμπληρωματικές πληροφορίες σε σχέση με τις πρώτες εκδοχές, θα υποδείκνυε έλλειψη απόκλισης σε αυτές. Η υπερβολικά αυτόματη χρησιμοποίηση των δεικτών που στηρίζονται στην εξέλιξη των αναθεωρήσεων θα οδηγούσε σε υποεκτίμηση της ποιότητας του ΑΕΠ κράτους μέλους που θα διέθετε περίπλοκο και, άρα, δυσκίνητο σύστημα πληροφοριών.

Συγκρισιμότητα μεταξύ κρατών μελών

76. Οι εθνικές μέθοδοι μέτρησης της ποιότητας των οικονομικών μεγεθών επιδιώκουν επί του παρόντος στόχους ίδιους των κρατών μελών. Πρώτος από αυτούς είναι να εξασφαλιστεί ότι τα οικονομικά μεγέθη αποτελούν ορθούς δείκτες της τάσης της οικονομίας (ανάπτυξη ή ύφεση), και ότι αυτοί οι δείκτες παρέχουν συναφή στοιχεία όσον αφορά την απόκλιση ανάπτυξης σε σχέση με μια μακροχρόνια τάση ή μια ένδειξη της θέσης της οικονομίας σε έναν κύκλο.

77. Το πρώτο εμπόδιο που πρέπει να υπερνικηθεί, ώστε να είναι δυνατή η συγκριτική μέτρηση της ποιότητας των ΑΕΠ, είναι η ανομοιογένεια των ίδιων των στατιστικών συστημάτων. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για την αναζήτηση συναίνεσης σχετικά με τον τρόπο αξιολόγησης των διαφόρων ειδών σφαλμάτων και τη συνένωσή τους σε ένα συνολικό σφάλμα.

78. Οι εργασίες της Επιτροπής για τον καθορισμό της ποιότητας των μακροοικονομικών μεγεθών και της τυπολογίας των σφαλμάτων συμβάλλουν στην κατάρτιση κοινής βάσης, σε όλα τα κράτη μέλη, όσον αφορά τη μέτρηση της ποιότητας.

79. Ωστόσο, οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν μέχρι σήμερα δεν κατέστησαν δυνατό τον έλεγχο της μέτρησης της ποιότητας υπό το πρίσμα της συγκρισιμότητάς της μεταξύ κρατών μελών· όμως, αυτό αποτελεί προϋπόθεση για τη χρησιμοποίηση του ΑΕΠ ως οικονομικού μεγέθους αναφοράς στο κοινοτικό πλαίσιο. Θα πρέπει, κατά συνέπεια, να πραγματοποιηθούν κατάλληλες εργασίες προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς και σχετικά με τα προβλήματα που αναφέρονται στα σημεία 69 έως 75, για παράδειγμα, στο πλαίσιο της ειδικής ομάδας για τη μέτρηση της ποιότητας, την οποία αποφάσισε να συστήσει η Επιτροπή.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Ένα οικονομικό μέγεθος που χρησιμοποιείται ευρέως στο κοινοτικό πλαίσιο

80. Το ΑΕΠ θεωρείται ως ο καλύτερος δείκτης της φοροδοτικής ικανότητας (σημείο 22). Καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη συμμετοχή των κρατών μελών στη χρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού και επηρεάζει άμεσα ορισμένες δαπάνες (σημεία 6 έως 10). Παράλληλα, το ΑΕΠ βρίσκεται στη βάση σημαντικών αποφάσεων, όπως αυτές που λαμβάνονται στο πλαίσιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (σημείο 11).

Ανάγκη εξασφάλισης της νομιμότητας

81. Χαρακτηριστικό του ΑΕΠ είναι ότι αποτελεί κατ' εκτίμηση υπολογισμό μιας παραγωγής, της οποίας η πραγματική αξία είναι και παραμένει άγνωστη (σημείο 1). Στην αβεβαιότητα που σχετίζεται με τη στατιστική φύση αυτού του οικονομικού μεγέθους, προστίθεται το γεγονός ότι κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει τις δικές του μεθόδους κατάρτισης στατιστικών. Πρέπει, επομένως, να εξασφαλίζεται η αναγκαία ακρίβεια κατά την εκτίμηση αυτού του οικονομικού μεγέθους (σημεία 20 - 24).

82. Για να εξασφαλίζεται η νομιμότητα του ΑΕΠ ως οικονομικού μεγέθους αναφοράς, είναι σημαντικό, κατά πρώτο λόγο, να καθορίζεται με διαφάνεια και με βάση σαφείς και τεκμηριωμένες μεθόδους. Η αξιοπιστία των στοιχείων και η συγκρισιμότητά τους σε επίπεδο κρατών μελών πρέπει να είναι δυνατό να βεβαιώνονται με κατάλληλες διαδικασίες ελέγχου (σημεία 53 - 62).

83. Ο ρόλος της Επιτροπής δεν είναι μόνο σημαντικός, αλλά και αποκλειστικός, διότι, στο εθνικό επίπεδο, οι μόνοι υφιστάμενοι έλεγχοι των μεθόδων κατάρτισης στατιστικών είναι αυτοί που διενεργούνται στους κόλπους των στατιστικών υπηρεσιών. Η Επιτροπή αποτελεί, άρα, το μόνο όργανο που είναι σε θέση να διαθέτει ταυτόχρονα οριζόντια αντίληψη της κατάστασης, τα αναγκαία μέσα ανάλυσης, καθώς και τις απαραίτητες νομικές βάσεις (σημεία 13 - 17).

84. Κάθε εξέλιξη σε θέματα μέτρησης της ποιότητας του ΑΕΠ μόνο ενίσχυση της νομιμότητάς του θα μπορούσε να επιφέρει (σημεία 63 - 79).

Ανάγκη μεγαλύτερης εναρμόνισης

85. Η εναρμόνιση των ΑΕΠ αποτελεί τον κύριο στόχο από την έγκριση της οδηγίας 89/130/ΕΟΚ, Eυρατόμ, το 1989. Το 1996, η Επιτροπή αναγνώριζε, εντούτοις, ότι δεν είχε επέλθει πλήρης εναρμόνιση των ΑΕΠ και ότι χρειάζονταν ακόμη σημαντικές προσπάθειες.

86. Για παράδειγμα, στις αρχές του 1999, αρκετά μέλη της επιτροπής ΑΕΠ εξακολουθούσαν να θεωρούν ότι οι πράξεις βελτίωσης των στοιχείων του ΑΕΠ δεν είχαν ολοκληρωθεί. Έκτοτε πάντως άρθηκε η πλειονότητα των επιφυλάξεων (σημείο 30). Το μέγεθος και η έκταση των αναγκαίων ακόμη εργασιών θα άξιζαν να εξεταστούν σε σχέση με τα παρόντα και μελλοντικά διακυβευόμενα συμφέροντα που σχετίζονται με το ΑΕΠ.

Αποτελεσματικός έλεγχος στο κοινοτικό επίπεδο

87. Μόνο η ύπαρξη ενός ευρωπαϊκού συστήματος οικονομικών λογαριασμών, καθώς και αρκετών άλλων νομοθετικών διατάξεων, δεν μπορεί να παράσχει εγγυήσεις για την αξιοπιστία και τη συγκρισιμότητα των στοιχείων (σημείο 50).

88. Ο έλεγχος των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη πρέπει να καλύπτει απαραιτήτως την αξιοπιστία που χαρακτηρίζει κάθε στατιστικό σύστημα, την εννοιολογική συγκρισιμότητα (τήρηση του ΕΣΟΛ), καθώς και την πρακτική συγκρισιμότητα (χρησιμοποιούμενες πηγές και μέθοδοι). Αυτό προϋποθέτει την εξέταση της στατιστικής οργάνωσης των κρατών μελών, των συνθηκών παραγωγής των δεδομένων αναφοράς, της συνοχής και της ανεξαρτησίας των διαφόρων πηγών, των διαδικασιών συνδυασμού τους, καθώς και των ορίων αξιοπιστίας.

89. Οι έλεγχοι του Συνεδρίου αποκάλυψαν την ύπαρξη αρκετών προβλημάτων που επηρεάζουν τις διαδικασίες ελέγχου και επικύρωσης του ΑΕΠ. Τα κενά που διαπιστώθηκαν σε θέματα τήρησης του ΕΣΟΛ, διαφάνειας των προσαρμογών, απόκλισης συγκρισιμότητας και ανεπικαιρότητας των πηγών εκ φύσεως επηρεάζουν την ποιότητα των στοιχείων σε σχέση με τις ισχύουσες διατάξεις (σημεία 32 - 52).

90. Παρά τις αναμφισβήτητες βελτιώσεις που επήλθαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, η Επιτροπή δεν απέκτησε ακόμη διαδικασίες ανάλυσης αρκετά διαφανείς που θα μπορούσαν να επικυρώσουν τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ΑΕΠ. Οι στόχοι και το περιεχόμενο της ελεγκτικής της δραστηριότητας θα πρέπει να καθορίζονται και να τεκμηριώνονται καλύτερα (σημεία 53 - 59).

91. Φαίνεται απαραίτητο να προσδιορίσει ποσοτικά η Επιτροπή την επίπτωση των επιφυλάξεων που διατύπωσε για τα ΑΕΠ. Το στοιχείο αυτό θα έπρεπε να αποτελεί ένα από τα κριτήρια για την άσκηση των δικαιωμάτων της, και να προσφύγει στο Δικαστήριο σύμφωνα με τα άρθρα 226 και 228 της συνθήκης ΕΚ.

92. Τέλος, η εφαρμογή του ΕΣΟΛ 95 στους ιδίους πόρους μπορεί, με τη χρησιμοποίηση καλύτερων διαθέσιμων στοιχείων, να βελτιώσει και να ορθολογικοποιήσει το σύστημα κατάρτισης εθνικών λογαριασμών (σημεία 25 έως 26).

Η παρούσα έκθεση εγκρίθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο στο Λουξεμβούργο κατά τη συνεδρίασή του της 14ης Σεπτεμβρίου 2000.

Για το Ελεγκτικό Συνέδριο

Jan O. Karlsson

Πρόεδρος

(1) Σύμφωνα με την οδηγία 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου της 13ης Φεβρουαρίου 1989 για την εναρμόνιση του καθορισμού του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος σε τιμές αγοράς (ΕΕ L 49 της 21.2.1989, σ. 26), το ΑΕΠ, του οποίου η εκδοχή "σε τιμές αγοράς" ισχύει για τους ιδίους πόρους, υπολογίζεται με βάση το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ). Το ΑΕΠ ισοδυναμεί με το ΑΕγχΠ, προστιθεμένων των αμοιβών από εξαρτημένη εργασία και των εισοδημάτων από περιουσία και επιχειρηματική δράση που προέρχονται από την αλλοδαπή, αφαιρουμένων δε των αντίστοιχων ροών που καταβάλλονται στην αλλοδαπή. Για μια συγκεκριμένη περίοδο, το ΑΕγχΠ αντιπροσωπεύει σε νομισματικούς όρους και σε ακαθάριστη αξία (δηλαδή χωρίς να αφαιρείται από την ανάλωση σταθερού κεφαλαίου) το τελικό προϊόν (αγαθά και υπηρεσίες) της δραστηριότητας των παραγωγικών μονάδων μόνιμων κατοίκων. Το ΑΕγχΠ μπορεί να καθοριστεί με βάση τρεις διαφορετικές απόψεις (από την άποψη της παραγωγής των παραγωγικών μονάδων μόνιμων κατοίκων, της τελικής χρήσης των αγαθών και υπηρεσιών αυτών των μονάδων, των εσόδων που γεννώνται από αυτές τις μονάδες). Οι τιμές της αγοράς που εφαρμόζονται για την εκτίμηση, σε νομισματικούς όρους, των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών περιλαμβάνουν όλους τους φόρους που σχετίζονται με την παραγωγή ή την εισαγωγή τους, αφαιρουμένων των επιδοτήσεων. Τα οικονομικά μεγέθη ΑΕΠ και ΑΕγχΠ αποτελούν μέρος των ορισμών του ευρωπαϊκού συστήματος ενοποιημένων οικονομικών λογαριασμών (ΕΣΟΛ), του οποίου η τελευταία εκδοχή (ΕΣΟΛ 95) εγκρίθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1996 (ΕΕ L 310 της 30.11.1996). Στο ΕΣΟΛ 95, η έννοια του ΑΕΠ που υπήρχε στο προηγούμενο ΕΣΟΛ (ΕΣΟΛ 79) αντικαταστάθηκε από αυτή του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος (ΑΕΕ).

(2) Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Βερολίνου, 24 - 25 Μαρτίου 1999, συμπεράσματα της προεδρίας, III. Ίδιοι πόροι και ελλείψεις ισορροπίας του προϋπολογισμού, σημεία 67 έως 76. Αυτή η συμφωνία μεταξύ αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων απαιτεί την έγκριση νέας απόφασης σχετικά με το σύστημα ιδίων πόρων. Η θέση σε ισχύ μιας τέτοιας απόφασης υπόκειται σε εθνικές διαδικασίες επικύρωσης. Η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση νέας απόφασης τον Ιούλιο του 1999 [COM(1999) 333 τελικό της 8.7.1999]. Το Συνέδριο γνωμοδότησε σχετικά με την εν λόγω πρόταση απόφασης (βλέπε γνωμοδότηση αριθ. 8/99, ΕΕ C 310 της 28.10.1999, σ. 1).

(3) Το Συνέδριο έδωσε αναφορά των εργασιών του σχετικά με το ΑΕΠ στις ετήσιες εκθέσεις για τα οικονομικά έτη 1991 (σημεία 1.119 - 1.131), 1992 (σημεία 1.80 - 1.104), 1993 (1.68 - 1.101), 1994 (σημεία 1.112 - 1.131) και 1995 (σημεία 1.104 - 1.128).

(4) Για τον πληρέστερο ορισμό των εννοιών πληρότητα, ενδιάμεση ανάλωση και τελική χρήση, βλέπε το παράρτημα I.

(5) Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο.

(6) Ιρλανδία, Λουξεμβούργο.

(7) Το 1999, το σύνολο των ιδίων πόρων ανερχόταν σε 85.555 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία 37 % δυνάμει του πόρου ΦΠΑ και 44 % δυνάμει του πόρου ΑΕΠ.

(8) Υπό την επιφύλαξη ειδικών προσαρμογών που υπαγορεύονται από το μέλημα συγκρίσιμου υπολογισμού μεταξύ κρατών μελών, η βάση του πόρου ΦΠΑ ενός κράτους μέλους υπολογίζεται διαιρώντας τα έσοδα που εισπράχθηκαν κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους με το μέσο σταθμισμένο συντελεστή. Αυτός θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τη στάθμιση των διαφόρων συντελεστών του ΦΠΑ που εφαρμόζονται στις διάφορες φορολογούμενες πράξεις, οι οποίες παρουσιάζονται στατιστικά.

(9) Στην υποσημείωση 1 της σελίδας 3 γίνεται υπόμνηση της διαφοράς μεταξύ ΑΕγχΠ και ΑΕΠ.

(10) Στους κόλπους της Επιτροπής, αρμόδια για την εκτέλεση των καθηκόντων σχετικά με την παραγωγή αυτών των στατιστικών είναι η Eurostat (απόφαση 97/281/ΕΚ της Επιτροπής της 21ης Απριλίου 1997, ΕΕ L 112 της 29.4.1997, σ. 56). Όσον αφορά τον πόρο ΑΕΠ, η Eurostat εκδίδει και κοινοποιεί τα στοιχεία που προκύπτουν δυνάμει της βάσης στην υπηρεσία διατάκτη για θέματα ιδίων πόρων. Εκτός από τις ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται για τον υπολογισμό του ΑΕΠ, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 1997 σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές έδωσε τον ορισμό των θεμελιωδών αρχών στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται οι κοινοτικές στατιστικές (ΕΕ L 52 της 22.2.1997, σ. 1). Πρόκειται συγκεκριμένα για τις αρχές της αμεροληψίας, της αξιοπιστίας, της καταλληλότητας, της σχέσης αποτελεσματικότητας/κόστους, του στατιστικού απορρήτου και της διαφάνειας. Εξάλλου, αυτές οι αρχές εισήχθησαν πρόσφατα στη συνθήκη ΕΚ (άρθρο 285). Δυνάμει αυτής της διάταξης, η Επιτροπή μπορεί να προτείνει στο Συμβούλιο τη λήψη μέτρων για την κατάρτιση στατιστικών, εφόσον τούτο απαιτείται για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων της Κοινότητας.

(11) Στην επιτροπή ΑΕΠ, η οποία αποτελείται από αντιπροσώπους των κρατών μελών, προεδρεύει η Επιτροπή.

(12) Η λειτουργία του ΕΣΟΛ περιγράφεται στο σημείο 20.

(13) Άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1552/89 του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 1989 (ΕΕ L 155 της 7.6.1989).

(14) Βλέπε επίσης την υποσημείωση 3 της σελίδας 4 σχετικά με τις θεμελιώδεις αρχές των κοινοτικών στατιστικών και την κατάρτιση στατιστικών, εφόσον τούτο απαιτείται, για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων της Κοινότητας, δυνάμει του άρθρου 235 της συνθήκης ΕΚ.

(15) Ιδιαίτερα το άρθρο 10 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1552/89 του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 1989.

(16) Η οδηγία 89/130/ΕΚ, Eυρατόμ χρησιμοποιεί πολλούς όρους ή έννοιες που συμβάλλουν στην ποιότητα του ΑΕΠ, χωρίς να δίνει τον ορισμό τους ή να τους ιεραρχεί. Θίγει την ανάγκη "ενίσχυσης του συγκρίσιμου και της αξιοπιστίας" (πρώτη αιτιολογική σκέψη) και αναφέρει συγκεκριμένα ότι "τα δεδομένα για το ΑΕΠτ.α. πρέπει να είναι συγκρίσιμα τόσο μεθοδολογικά όσο και πρακτικά, καθώς και αντιπροσωπευτικά της οικονομίας των κρατών μελών" (τρίτη αιτιολογική σκέψη). Οι ίδιες έννοιες αναφέρονται στο άρθρο 7, το οποίο καθορίζει το ρόλο της επιτροπής ΑΕΠ (βλέπε παραπάνω, σημείο 14).

(17) Το ΕΣΟΛ είναι ένα λογιστικό πλαίσιο προσαρμοσμένο στις δομές των οικονομιών των κρατών μελών. Λόγω της συνοχής του με το σύστημα εθνικών λογαριασμών των Ηνωμένων Εθνών (ΣΕΛ) θεωρείται ως μέσο διεθνούς σύγκρισης. Το ΕΣΟΛ καθιστά δυνατή τη συστηματική και λεπτομερή περιγραφή μιας "συνολικής οικονομίας" (μιας περιφέρειας, μιας χώρας ή μιας ομάδας χωρών), των συνιστωσών της και της δομής της, της σχέσης της με άλλες οικονομίες και της εξέλιξής της με την πάροδο του χρόνου.

(18) Στην υποσημείωση 1 της σελίδας 3 γίνεται υπόμνηση σχετικά με τις προσεγγίσεις για τον υπολογισμό του ΑΕγχΠ, από το οποίο προέρχεται το ΑΕΠ. Στο παράρτημα ΙΙ, όπου συνοψίζεται ο τρόπος υπολογισμού του ΑΕΠ για κάθε κράτος μέλος, γίνεται αναφορά στην ποικιλία των εφαρμοζόμενων προσεγγίσεων.

(19) Τα βασικά χαρακτηριστικά των μεθόδων ενοποίησης παρουσιάζονται στο παράρτημα II.

(20) Ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το οικονομικό έτος 1991, απάντηση της Επιτροπής στο σημείο 1.129.

(21) Ειδική έκθεση αριθ. 6/98 σχετικά με τον απολογισμό του συστήματος των πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ και στο ΑΕΠ, σημεία 3.17 - 3.22.

(22) Βλέπε την υποσημείωση 3 της σελίδας 4.

(23) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1996 περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας (ΕΕ L 310 της 30.11.1996, σ. 243).

(24) Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η φορολογική βάση ενός οικονομικού έτους οδηγεί σε προσαρμογές κατά τα επόμενα οικονομικά έτη.

(25) Βλέπε σημείο 16. Αυτά τα σημεία, τα οποία ανέρχονται σε 157, απαριθμούνται στην απόφαση 97/619/ΕΚ, Ευρατόμ της Επιτροπής της 3ης Σεπτεμβρίου 1997 (ΕΕ L 252 της 16.9.1997, σ. 33). Ορισμένα κράτη μέλη έκαναν επίσης χρήση της δυνατότητας κοινοποίησης επιφυλάξεων, προκειμένου να παράσχουν αργότερα καλύτερης ποιότητας στοιχεία για ορισμένα ειδικά θέματα.

(26) Απόφαση 97/619/ΕΚ, Eυρατόμ, πρώτη αιτιολογική σκέψη.

(27) Το σύνολο των εκκρεμών επιφυλάξεων στα τέλη του 1999 ανέρχεται σε 69. Στις 20 προαναφερθείσες επιφυλάξεις, πρέπει να προστεθούν 34 σχετικά με την Αυστρία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, καθώς και μία επιφύλαξη για κάθε κράτος μέλος σχετικά με τη μετάβαση από το ΕΣΟΛ 79 στο ΕΣΟΛ 95.

(28) Βλέπε παράρτημα Ι για αναλυτική περιγραφή αυτών των εννοιών.

(29) Για την εθνική λογιστική παρουσιάζουν εξ ορισμού ενδιαφέρον οι οικονομικές ροές και όχι η νομιμότητά τους. Ως εκ τούτου, οι παράνομες δραστηριότητες καταλογίζονται ως παραγωγή, αρκεί τα μέρη της συναλλαγής να ενεργούν με βάση κοινή συμφωνία. Αυτή η αρχή περιλαμβάνεται στο σύστημα εθνικών λογαριασμών των Ηνωμένων Εθνών (ΣΕΛ) 93 (3.54 - 3.56, 6.30 - 6.33) και στο ΕΣΟΛ 95 (σημεία 1.13 και 1.42). Το ΕΣΟΛ 79, δεδομένου ότι δεν κάνει ρητή αναφορά σε αυτές τις δραστηριότητες και ελλείψει αντίθετης ένδειξης, μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να τις περιλαμβάνει. Το ΣΕΛ 93 (σημείο 6.35) αναφέρει ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην παραοικονομία (ή την οικονομία που δεν παρατηρείται άμεσα) και τις παράνομες δραστηριότητες δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια.

(30) Για παράδειγμα, εννοιολογικές αλλαγές, καθώς και ουσιαστική βελτίωση ή, ενδεχομένως, δημιουργία μιας πηγής δεδομένων.

(31) Άρθρο 3 της απόφασης 94/168/ΕΚ, Eυρατόμ.

(32) Σε αυτή την περίπτωση, ο προμηθευτής δεν δηλώνει στην εφορία μια φορολογητέα συναλλαγή με τη συμφωνία του αγοραστή ενός αγαθού ή του αποδέκτη μιας υπηρεσίας. Η καταβαλλόμενη τιμή είναι, άρα, εξ ορισμού αφορολόγητη. Σε μια ανάλογη περίπτωση, δεν χρειάζεται διόρθωση του ΑΕΠ δυνάμει του ΦΠΑ. Αυτός ο τύπος απάτης ονομάζεται "απάτη με συνενοχή".

(33) ΕΕ L 234 της 21.8.1998, σ. 39. Σύμφωνα με αυτή την απόφαση, η απάτη "χωρίς συνενοχή" υπολογίζεται αφού αφαιρεθούν τα θεωρητικά έσοδα ΦΠΑ (έσοδα που προκύπτουν εάν όλοι οι υποκείμενοι σε φόρο συμμορφώνονται προς τη νομοθεσία) από τα εξής στοιχεία:

- τα έσοδα ΦΠΑ που εισπράχθηκαν,

- οι προσωρινές αποκλίσεις μεταξύ των στοιχείων του Υπουργείου Οικονομικών και των εθνικών λογαριασμών,

- οι ακυρώσεις απαιτήσεων σε περιπτώσεις πτωχεύσεων,

- τα διαφυγόντα έσοδα (φοροδιαφυγή "με συνενοχή").

(34) Όπως αναφέρεται στην υποσημείωση 1 της σελίδας 8, πρόκειται κυρίως για τις ταμειακές αποκλίσεις και τις ακυρώσεις απαιτήσεων.

(35) Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2186/93 του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 1993, σχετικά με τον κοινοτικό συντονισμό της ανάπτυξης μητρώων επιχειρήσεων για στατιστικούς σκοπούς (ΕΕ L 196 της 5.8.1993, σ. 1).

(36) Ανάμεσα στα οποία η Αυστρία, η Φινλανδία και η Σουηδία. Η προθεσμία διαβίβασης των δικαιολογητικών εγγράφων για αυτά τα κράτη μέλη είχε οριστεί στην 1η Οκτωβρίου 1999.

(37) Βλέπε το σημείο 27.

(38) Βλέπε, παραδείγματος χάριν, το σχεδιάγραμμα που παρατίθεται στο σημείο 18.

(39) Βλέπε την υποσημείωση 1 της σελίδας 3.

(40) Ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το οικονομικό έτος 1995, σημείο 1.126.

(41) Για παράδειγμα, σφάλματα σχετικά με τον κύριο πληθυσμό ή σχετικά με τη βάση, σφάλματα μέτρησης, σφάλματα στις μεθόδους, σφάλματα στην αντιμετώπιση της έλλειψης απαντήσεων, σφάλματα οφειλόμενα στην εκπόνηση υποδειγμάτων με βάση τα οικονομικά φαινόμενα.

Παραρτημα I

Η πληρότητα του ΑΕΠ

Εννοιολογικό πλαίσιο

1. Η πληρότητα αντικατοπτρίζει την ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ΑΕΠ το σύνολο των δραστηριοτήτων που οδηγούν στην παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών. Αποτελεί έναν από τους παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά την πρακτική συγκρισιμότητα.

2. Ένα μέρος των οικονομικών δραστηριοτήτων δεν αποτελεί αντικείμενο των μέσων άμεσης παρακολούθησης, όπως τα ερωτηματολόγια, οι περιοδικές απογραφές και οι δειγματοληψίες. Η ύπαρξη μέρους της οικονομίας, το οποίο δεν υπόκειται σε άμεση παρατήρηση, απορρέει, κατά βάση, από ενδογενή αδυναμία της ικανότητας μέτρησης του στατιστικού μηχανισμού(1) ή και από οικονομικές δραστηριότητες που ασκούνται κατά παράβαση του νόμου, ιδίως με σκοπό την αποφυγή πληρωμής φόρων ή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης(2). Σε αυτό το πλαίσιο χρησιμοποιείται συχνά ο όρος "παραοικονομία"(3).

3. Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι στατιστικές υπηρεσίες πρέπει να προβαίνουν σε κατάλληλες προσαρμογές των διαφόρων συνιστωσών του ΑΕγχΠ/ΑΕΠ. Το τμήμα της οικονομίας που δεν παρατηρείται άμεσα ποικίλλει από ένα κράτος μέλος στο άλλο. Συνδέεται με τη φύση και την ποιότητα του εθνικού στατιστικού μηχανισμού.

Πληρότητα: ανάγκη συμβιβασμού

4. Με την ανάπτυξη των μεθόδων και των πηγών επιτυγχάνεται η βελτίωση του βαθμού κάλυψης του ΑΕΠ, ήτοι η πληρότητά του. Τα κενά σε αυτόν τον τομέα επιφέρουν αποκλίσεις στη μέτρηση του ΑΕΠ, οδηγούν σε πλημμελή πρακτική συγκρισιμότητα του ΑΕΠ ανάμεσα στα κράτη μέλη και μειώνουν, έτσι, την εγκυρότητα του ΑΕΠ ως οικονομικού μεγέθους αναφοράς.

5. Η αναζήτηση της πληρότητας ωθεί, ωστόσο, στη χρησιμοποίηση μη στατιστικών πηγών, οι οποίες καταρχήν δεν δημιουργήθηκαν για να ανταποκρίνονται σε έννοιες των εθνικών λογαριασμών(4). Προκύπτουν έτσι, αφενός, δυσχέρειες κατά την προσαρμογή αυτών των εξωτερικών πηγών στο υφιστάμενο στατιστικό σύστημα και, αφετέρου, αβεβαιότητα η οποία αυξάνεται όσο οι εξεταζόμενοι πληθυσμοί είναι σπάνιοι, μη εμφανείς και επηρεάζουν τις πληροφορίες(5).

6. Η δυνατότητα να καταστεί το ΑΕΠ πλήρες είναι επομένως περιορισμένη. Μια τέτοια πράξη προϋποθέτει συμβιβασμό μεταξύ της μείωσης των αποκλίσεων (λαμβάνεται υπόψη πληρέστερο πεδίο εσωτερικής παραγωγής) και της αύξησης της αβεβαιότητας (χρησιμοποίηση αναγκαστικά ατελών πηγών και μεθόδων). Από κοινοτική άποψη, η επιτυχία αυτού του συμβιβασμού καθορίζεται, εξάλλου, από τη συγκρισιμότητά του ανάμεσα στα κράτη μέλη.

Η απόφαση 94/168/ΕΚ, Ευρατόμ

7. Όταν εκδόθηκε η οδηγία 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ, το Συμβούλιο και η Επιτροπή είχαν τονίσει το ζήτημα της αύξησης του βαθμού κάλυψης της λεγόμενης παραοικονομίας στο πλαίσιο των εθνικών λογαριασμών. Η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι, από αυτή την άποψη, η κατάσταση διέφερε ανάλογα με τα κράτη μέλη, "ακόμη και για χώρες που έχουν συγκρίσιμα επίπεδα στατιστικής ανάπτυξης"(6).

8. Η απόφαση 94/168/ΕΚ, Ευρατόμ της Επιτροπής της 22ας Φεβρουαρίου 1994(7), έχει ως στόχο τη βελτίωση της πληρότητας του ΑΕΠ και δίνει τον ορισμό των όρων αναφοράς που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα κράτη μέλη, όπως εμφανίζεται στο ακόλουθο διάγραμμα(8).

>PIC FILE= "C_2000336EL.001401.EPS">

9. Η εν λόγω απόφαση έχει, παράλληλα, ως στόχο να αυξήσει τη διαφάνεια του υπολογισμού του ΑΕΠ, παρέχοντας τρόπους επαλήθευσης της εγκυρότητας που καθιστούν δυνατή την εκτίμηση της αξιοπιστίας ορισμένων συνιστωσών του ΑΕΠ(9).

Διάκριση μεταξύ τελικής χρήσεως και ενδιάμεσης ανάλωσης

10. Η προστιθέμενη αξία μιας οικονομίας, από την οποία προέρχεται το ΑΕγχΠ, ισοδυναμεί με την αξία των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών, έπειτα από αφαίρεση των ενδιάμεσων αναλώσεων. Είναι, επομένως, αναγκαίο να διακρίνεται η τελική χρήση των αγαθών και των υπηρεσιών από τη χρήση που ενσωματώνεται στη διαδικασία παραγωγής.

11. Η εν λόγω διάκριση αποτελεί βασική πράξη στην κατάρτιση των εθνικών λογαριασμών. Ο λανθασμένος καταλογισμός της αξίας των αγαθών και των υπηρεσιών έχει άμεση επίπτωση στην αξία του ΑΕΠ. Για παράδειγμα, ανάλογα με το αν η ενδιάμεση ανάλωση είναι υπο- ή υπερεκτιμημένη, το ΑΕΠ θα είναι υπερ- ή υποεκτιμημένο.

12. Οι έννοιες της ενδιάμεσης ανάλωσης και της τελικής χρήσης ορίζονται στο ΕΣΟΛ(10). Όταν το έκρινε αναγκαίο, η επιτροπή ΑΕΠ(11) πρόσθεσε κριτήρια ταξινόμησης.

(1) Για παράδειγμα, οι μονάδες παραγωγής περιορισμένου μεγέθους απαλλάσσονται μερικές φορές από την υποχρέωση υποβολής πληροφοριακών στοιχείων στις φορολογικές υπηρεσίες και τις υπηρεσίες κοινωνικής ασφάλισης ή τα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία δεν διαβιβάζονται αυτόματα στις στατιστικές υπηρεσίες. Σε αυτή την περίπτωση, τα στοιχεία που διαθέτουν οι στατιστικές υπηρεσίες σχετικά με τις εγγεγραμμένες και οικονομικά ενεργές μονάδες ενδέχεται να αποδειχθούν ατελή ή πεπαλαιωμένα. Σχετικά με αυτό το ζήτημα, μπορεί να σημειωθεί ότι ο αριθμός των επιχειρήσεων που απασχολούν λιγότερα από 10 άτομα και, παράλληλα, ο κίνδυνος του μη συνυπολογισμού τους από τις στατιστικές υπηρεσίες, ενδέχεται να ποικίλλουν αισθητά από τη μια χώρα στην άλλη.

(2) Πρόκειται ιδίως για τις παράνομες μονάδες παραγωγής, ή για εγγεγραμμένους υποκείμενους στο φόρο, οι οποίοι δηλώνουν στις φορολογικές αρχές μέρος μόνο της φορολογητέας προστιθέμενης αξίας.

(3) Η έννοια της παραοικονομίας αποδίδεται με πολλαπλούς ορισμούς. Στο διεθνές επίπεδο, ένας ορισμός δίδεται από το σύστημα εθνικών λογαριασμών των Ηνωμένων Εθνών (σημεία 6.34 - 6.36). Στο ΕΣΟΛ δεν έχει προβλεφθεί σχετικός ορισμός. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι διάφορες χώρες εξαρτώνται, ταυτόχρονα, από τα διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα και από τον κατά το μάλλον ή ήττον πλήρη χαρακτήρα της επιδιωκόμενης μέτρησης. Αρκετά κράτη μέλη επέλεξαν, σε μεγάλο βαθμό, μια προσέγγιση που στηρίζεται στις διαφορές απόκλισης στην καταχώριση μεταξύ πηγών (στοιχεία ανάλωσης ή παραγωγής/φορολογικά στοιχεία), προσθέτοντας, ωστόσο, πληθώρα διορθώσεων ad hoc, προερχόμενων από εξειδικευμένες έρευνες που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, από τη χρησιμοποίηση στατιστικών σχετικά με την καταβολή καθυστερούμενων φόρων, καθώς και από την εκτίμηση της παραγωγής βάσει υποδειγμάτων (για παράδειγμα, με τη χρησιμοποίηση των βαθμών απόδοσης στο γεωργικό τομέα).

(4) Για παράδειγμα, φορολογικές πηγές, συγκεκριμένες έρευνες, αστυνομικές έρευνες και διοικητικές πηγές.

(5) Ενδεικτικά, οι λογαριασμοί που ακολουθούσαν τα πρώτα πρότυπα του συστήματος εθνικών λογαριασμών των Ηνωμένων Εθνών επικεντρώνονταν στην καταχωρισμένη οικονομία. Δεν ήταν πλήρεις, ήταν όμως αξιόπιστοι. Η προσφυγή σε πολλαπλές πηγές καθιστά αναγκαία την αντιπαράθεση και, επομένως, έναν υπερβολικό αριθμό υποδειγμάτων, γεγονός το οποίο στην πράξη δημιουργεί περισσότερη αβεβαιότητα, πλημμελή έλεγχο της μείωσης της απόκλισης και, τέλος, χαμηλότερη ποιότητα.

(6) Πρώτη έκθεση εφαρμογής της οδηγίας 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ SEC(92) 588 τελικό της 31.3.1992, σ. 3. Έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την παρακολούθηση των παρατηρήσεων που συνοδεύουν τη σύσταση του Συμβουλίου σχετικά με τη χορήγηση απαλλαγής στην Επιτροπή για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το οικονομικό έτος 1992, 23.1.1995, παράρτημα I, σ. 1 και 3.

(7) ΕΕ L 77 της 19.3.1994, σ. 51.

(8) Βλέπε το άρθρο 2 της εν λόγω απόφασης. Με τον όρο "πρωτογενή έσοδα", στο ΕΣΟΛ 95 (σημείο 8.22) "εννοούνται τα έσοδα που διαθέτουν οι μονάδες μόνιμοι κάτοικοι λόγω της άμεσης συμμετοχής τους στη διαδικασία παραγωγής και τα έσοδα που εισπράττει ο ιδιοκτήτης από τα χρηματοοικονομικά ή ενσώματα στοιχεία του ενεργητικού, τα οποία δεν παράγονται ως αντάλλαγμα της διάθεσής τους σε μια άλλη θεσμική μονάδα".

(9) Τα κράτη μέλη όφειλαν να συντάσσουν περιγραφή όλων των υπολογισμών και των επανορθώσεων που κρίνονταν απαραίτητοι, ώστε να λαμβάνονται υπόψη, ανάλογα με την προσέγγιση για τον υπολογισμό του ΑΕΠ, στοιχεία που δεν παρατηρούνται άμεσα. Έπρεπε, επίσης, να πραγματοποιήσουν έλεγχο εγκυρότητας με βάση τα στοιχεία για την απασχόληση, να συντάξουν κατάσταση των συνιστωσών των εσόδων σε είδος και των φιλοδωρημάτων, καθώς και μια έκθεση σχετικά με τη σκοπιμότητα της χρησιμοποίησης πληροφοριών που προέρχονται από φορολογικούς ελέγχους για τη βελτίωση της πληρότητας των εθνικών λογαριασμών. Ένα πέμπτο στοιχείο, που σχετίζεται ιδιαίτερα με την αντιμετώπιση αποφυγής πληρωμής του ΦΠΑ στους εθνικούς λογαριασμούς, προβλεπόταν στην απόφαση 98/527/ΕΚ, Ευρατόμ της Επιτροπής της 24ης Ιουλίου 1998 (ΕΕ L 234 της 21.8.1998, σ. 39).

(10) ΕΣΟΛ 79, σημεία 320 - 335. ΕΣΟΛ 95, σημεία 3.69 - 3.99.

(11) Βλέπε το σημείο 14 στο κείμενο της έκθεσης.

Παραρτημα II

Κύρια χαρακτηριστικά του υπολογισμού του ΑΕΠ από τα κράτη μέλη

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Απαντησεις της Επιτροπής

ΣΥΝΟΨΗ

Η Επιτροπή έχει πλήρη συνείδηση της ανάγκης να διασφαλιστεί η ποιότητα του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ), λαμβανομένου υπόψη του ουσιαστικού ρόλου που αποδίδεται στο μέγεθος αυτό στο κοινοτικό πλαίσιο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, υπό την αιγίδα της Eurostat (Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων), έχει πραγματοποιήσει σημαντικές εργασίες εδώ και δέκα και πλέον έτη, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην επιτροπή ΑΕΠ, προκειμένου να βελτιωθεί η αξιοπιστία, η συγκρισιμότητα και η πληρότητα αυτού του οικονομικού μεγέθους.

Τα κυριότερα στάδια της προσέγγισης που ακολουθήθηκε ήταν τα ακόλουθα:

- κατάρτιση της οδηγίας ΑΕΠ ως νομικού πλαισίου για την εναρμόνιση του ΑΕΠ· με την εν λόγω οδηγία θεσπίστηκε η επιτροπή ΑΕΠ, η οποία αποτελείται από τους πλέον έμπειρους λογιστικούς εμπειρογνώμονες και στατιστικολόγους των κρατών μελών, προεδρεύεται δε από την Eurostat,

- κατάρτιση από τα κράτη μέλη, και με την οικονομική υποστήριξη της Επιτροπής, ενός καταλόγου στον οποίο περιγράφονται οι πηγές τους και οι μέθοδοι υπολογισμού του ΑΕΠ που χρησιμοποιούν,

- εξέταση των καταλόγων αυτών από τη Eurostat και από την επιτροπή ΑΕΠ. Η εξέταση αυτή, σε συνδυασμό με τις ελεγκτικές αποστολές που πραγματοποίησε η Eurostat, οδήγησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην απόφαση, με την έγκριση της επιτροπής ΑΕΠ, να λάβει μέτρα για την αποσαφήνιση του εφαρμοστέου Συστήματος Λογαριασμών (ΕΣΟΛ 79) και τη βελτίωση του ΑΕΠ. Έδωσε επίσης τη δυνατότητα στην Επιτροπή να κοινοποιήσει, σε κάθε κράτος μέλος, τα προβλήματα που έπρεπε να επιλυθούν προκειμένου να γίνει το ΑΕΠ του αξιόπιστο, συγκρίσιμο και πλήρες (επιφυλάξεις για το ΑΕΠ). Οι επιφυλάξεις αυτές επιτρέπουν τη διασφάλιση των κοινοτικών συμφερόντων και την ισότιμη αντιμετώπιση των κρατών μελών,

- οικονομική υποστήριξη της Επιτροπής και παρακολούθηση από τη Eurostat και την επιτροπή ΑΕΠ των βελτιώσεων του ΑΕΠ που πραγματοποίησε κάθε κράτος μέλος κατ' εφαρμογήν των επιφυλάξεων. Προκειμένου να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η διαφάνεια αυτής της παρακολούθησης, εκπρόσωποι ορισμένων κρατών μελών συμμετέσχαν στις ενημερωτικές αποστολές που πραγματοποιήθηκαν στα περισσότερα άλλα κράτη μέλη για την παρακολούθηση των τελικών εργασιών σχετικά με τις σημαντικότερες επιφυλάξεις, και ιδίως όσον αφορά την επιφύλαξη για την πληρότητα του ΑΕΠ.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι έλεγχοι που πραγματοποίησαν σε τακτική βάση οι υπηρεσίες της, καθώς και οι προαναφερόμενες εργασίες, κατέστησαν δυνατή τη βελτίωση της ποιότητας και την επίτευξη ενός ικανοποιητικού επιπέδου συγκρισιμότητας των δεδομένων του ΑΕΠ των κρατών μελών.

Μέχρι σήμερα έχει επιτελεστεί σημαντική πρόοδος· ωστόσο, η βελτίωση της ποιότητας των εθνικών στατιστικών και λογαριασμών αποτελεί, εκ φύσεως, συνεχή διαδικασία. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η συνέχιση των εργασιών και ερευνών με τα κατάλληλα μέσα.

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι πρέπει να καταβληθούν πρόσθετες προσπάθειες στο μέλλον για την καλύτερη περιγραφή των πραγματοποιουμένων ελέγχων και την πληρέστερη τεκμηρίωση των φακέλων ελέγχου.

Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι συγκεκριμένες παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τα επιμέρους μελετώμενα κράτη μέλη δεν θέτουν σε αμφισβήτηση το κύρος του ΑΕΠ και τον έλεγχο του μεγέθους αυτού από την Επιτροπή. Οι λεπτομερείς απαντήσεις που ακολουθούν αποσαφηνίζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις σχετικές παρατηρήσεις.

ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΕΠ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

6 - 12. Η Επιτροπή γνωρίζει τη σημασία που έχει η αξιοπιστία του ΑΕΠ και του ΑΕγχΠ (ακαθάριστο εγχώριο προϊόν) για τις διάφορες κοινοτικές πολιτικές. Γι' αυτό το λόγο ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη δημιουργία ενός μηχανισμού ελέγχου των εν λόγω μεγεθών από την ίδια. Τα κράτη μέλη τα οποία συνέρχονται στα πλαίσια της επιτροπής ΑΕΠ συμμετέχουν στην εφαρμογή του μηχανισμού αυτού προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα και η διαφάνειά του.

ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Διαδικασίες ελέγχων

Παρατηρήσεις σχετικά με τις επιφυλάξεις

Πληρότητα του ΑΕΠ

Διαφάνεια των προσαρμογών

32 - 33. Η συντριπτική πλειονότητα της οικονομίας καλύπτεται από αξιόπιστες στατιστικές ή διοικητικές πηγές. Επιπλέον, τα κράτη μέλη πραγματοποιούν πολυάριθμες προσαρμογές προκειμένου να διασφαλίσουν την πληρότητα του ΑΕΠ τους, ενσωματώνοντας τη λαθραία οικονομία. Είναι, επίσης, αληθές ότι οι εξηγήσεις που δίνονται για ορισμένες από τις προσαρμογές αυτές δεν είναι, μερικές φορές, ιδιαίτερα λεπτομερείς. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν, εξ ορισμού, άμεσες στατιστικές πηγές για την παραοικονομία. Ως εκ τούτου, οι λεγόμενες "εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων" αποτελούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη μοναδική υπάρχουσα βάση στην οποία μπορούν να στηριχθούν οι διάφορες Εθνικές Στατιστικές Υπηρεσίες (ΕΣΥ) για να πραγματοποιήσουν προσαρμογές. Πρέπει, πάντως, να υπογραμμιστεί ότι η προσέγγιση αυτή αφορά ένα πολύ περιορισμένο ποσοστό του ΑΕΠ.

Η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να ζητά επιμόνως από τις ΕΣΥ, αφενός, να αντικαταστήσουν, εκεί όπου είναι δυνατόν (ιδίως στις περιπτώσεις στις οποίες δεν χρησιμοποιούνται στατιστικές πληροφορίες επειδή είναι ελλιπείς ή ασυνάρτητες), τις εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων από βελτιωμένες στατιστικές πηγές και, αφετέρου, να παρέχουν καλύτερη πληροφόρηση για τις προσαρμογές.

Μη παρακολούθηση ενός προβλήματος ταξινόμησης και αποδοχή μιας προσαρμογής που γίνεται για την εξασφάλιση πληρότητας και η οποία δεν βασίζεται σε αξιόπιστη στατιστική βάση

34. Η έρευνα και οι συζητήσεις που πραγματοποίησε η Eurostat κατέδειξαν ότι τα τέσσερα κράτη μέλη που μελετήθηκαν (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο) εφαρμόζουν διαδικασίες ή προσαρμογές που επιτρέπουν την ικανοποιητική διευθέτηση του προβλήματος ταξινόμησης που επισημάνθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Είναι αλήθεια ότι η Γερμανία είχε πραγματοποιήσει το 1988, δηλαδή πριν από την έκδοση της απόφασης σχετικά με την πληρότητα, μια προσαρμογή η οποία δεν εδραζόταν σε στέρεη στατιστική βάση. Αυτή ακριβώς η κατάσταση είχε οδηγήσει την Επιτροπή στην απόφαση να κοινοποιήσει επιφύλαξη σχετικά με την πληρότητα. Δεδομένου ότι η Γερμανία πραγματοποίησε ήδη τις εργασίες που απαιτεί η απόφαση σχετικά με την πληρότητα και ανήγαγε τα αποτελέσματα των εργασιών αυτών έως το 1988, συνάγεται ότι η εν λόγω προσαρμογή δεν διαδραματίζει πλέον κανένα ρόλο στην αξιολόγηση του ΑΕΠ.

Απόκλιση συγκρισιμότητας

Συγκρισιμότητα των προσαρμογών μεταξύ κρατών μελών

35. Τα διάφορα κράτη μέλη χρησιμοποιούσαν πάντοτε τις δικές τους μεθόδους για την ενσωμάτωση της παραοικονομίας στο ΑΕΠ. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην κατάσταση των στατιστικών πηγών και στην πολιτικοδιοικητική οργάνωση των χωρών, αποτέλεσμα των οποίων είναι ότι ορισμένες προσεγγίσεις που μπορούν να εφαρμοστούν σε κάποιες χώρες δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν από άλλες.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι η σύγκριση του αποτελέσματος που δίνει μια εθνική μέθοδος με το αποτέλεσμα που θα έδινε η μέθοδος αυτή σε μια άλλη χώρα εμπεριέχει κινδύνους. Σύμφωνα με την απόφαση σχετικά με την πληρότητα, η Επιτροπή ελέγχει τη συγκρισιμότητα της συμπερίληψης της παραοικονομίας στα διάφορα κράτη μέλη με βάση διάφορα στοιχεία, και ιδίως με βάση τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζουν την κοινή μεθοδολογία η οποία προβλέπεται στην εν λόγω απόφαση.

Αντιμετώπιση των παράνομων δραστηριοτήτων

36. Ο αποκλεισμός των παράνομων δραστηριοτήτων από το πεδίο των προσαρμογών που γίνονται για λόγους πληρότητας και από το ΑΕΠ εξηγείται από το γεγονός ότι, κατά τις συζητήσεις που διεξήχθησαν σχετικά με την απόφαση 94/168/ΕΚ, Ευρατόμ, τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην επιτροπή ΑΕΠ υπογράμμισαν ότι δεν διέθεταν τα αναγκαία στατιστικά και μεθοδολογικά μέσα για τη μέτρηση αυτών των δραστηριοτήτων. Επιπλέον, οι κάποιες εμπειρίες που υπάρχουν στον τομέα αυτό είχαν αποδειχθεί εξαιρετικά αποσπασματικές και άνισες από χώρα σε χώρα. Ως εκ τούτου, η επιτροπή ΑΕΠ αποφάσισε να επικεντρώσει τις προσπάθειές της στον ορισμό και την εφαρμογή, στα διάφορα κράτη μέλη, μεθόδων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της πληρότητας του ΑΕΠ, περιλαμβάνοντας τις δραστηριότητες που είναι μεν νόμιμες, αλλά δεν δηλώνονται ή δεν παρατηρούνται άμεσα (αδήλωτη εργασία κ.λπ.).

Υπό το πρίσμα του ΑΕΠ, το ουσιαστικό ζήτημα έγκειται στο γεγονός ότι οι κυριότερες δραστηριότητες οι οποίες εντάσσονται συνήθως στην έννοια "παράνομες δραστηριότητες" είναι, στην πράξη, εξαιρετικά δύσκολο να μετρηθούν, ανεξάρτητα από το πραγματικό νομικό καθεστώς τους στη μία ή την άλλη χώρα.

Προκειμένου να συμβάλει στις εργασίες που αποσκοπούν στην ανάπτυξη αξιόπιστων μεθόδων για την ικανοποιητική μέτρηση αυτών των δραστηριοτήτων, η Επιτροπή συγχρηματοδότησε ορισμένες εργασίες του Office for National Statistics του Ηνωμένου Βασιλείου (ONS) το 1998, καθώς και ένα σεμινάριο των κρατών μελών που πραγματοποιήθηκε για το θέμα αυτό το Σεπτέμβριο του 1999 στις Κάτω Χώρες. Τα πρώτα αποτελέσματα των εργασιών του ONS παρουσιάστηκαν στα πλαίσια αυτού του σεμιναρίου.

Τα συμπεράσματα του εν λόγω σεμιναρίου, που παρουσιάστηκαν στην ομάδα εργασίας "Εθνικοί Λογαριασμοί"(1) το Δεκέμβριο του 1999, αποτελούν μια πρώτη συμβολή της Eurostat και των κρατών μελών στο εγχειρίδιο το οποίο καταρτίζει σήμερα ο ΟΟΣΑ σχετικά με την μη παρατηρούμενη οικονομία. Όταν το εγχειρίδιο αυτό, καθώς και τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξάγονται επί του παρόντος σε ορισμένα κράτη μέλη, είναι διαθέσιμα, η Eurostat θα διατυπώσει προτάσεις σχετικά με τις μεθόδους εκτίμησης των παράνομων δραστηριοτήτων.

Ανεπικαιρότητα των πηγών

37 - 40. Είναι αλήθεια ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι συντελεστές που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των προσαρμογών που γίνονται με στόχο την πληρότητα βασίζονται σε ανεπίκαιρες πηγές.

Η Eurostat γνωρίζει το πρόβλημα που δημιουργεί το ζήτημα αυτό σε σχέση με την πληρότητα. Γι' αυτό το λόγο, κατά τις επισκέψεις ελέγχου που πραγματοποιεί, δίνει έμφαση στην ανάγκη χρησιμοποίησης των πλέον πρόσφατων πηγών.

Συνυπολογισμός της αποφυγής πληρωμής του ΦΠΑ

Μη απόδειξη του συνυπολογισμού της αποφυγής πληρωμής του ΦΠΑ ή της ισοδυναμίας των μεθόδων που χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη

41 - 44. Στα σχετικά κράτη μέλη, η χρήση και η αντιπαραβολή των στοιχείων που προέρχονται από το τμήμα των δαπανών επιτρέπουν να συνυπολογίζεται, με έμμεσο τρόπο, η αποφυγή πληρωμής του ΦΠΑ.

Ανωμαλίες στα αποτελέσματα του υπολογισμού του θεωρητικού ΦΠΑ

45 - 47. Το Ελεγκτικό Συνέδριο παρατηρεί ότι, για το Λουξεμβούργο, ο θεωρητικός ΦΠΑ (δηλαδή το προϊόν των συντελεστών του ΦΠΑ από τις φορολογητέες συναλλαγές) ήταν χαμηλότερος από τα έσοδα του ΦΠΑ, επισημαίνοντας ότι ορισμένες συναλλαγές δεν είχαν ίσως ληφθεί υπόψη στους εθνικούς λογαριασμούς.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η αναθεώρηση των εθνικών λογαριασμών του Λουξεμβούργου έλυσε το πρόβλημα των αρνητικών αποκλίσεων του ΦΠΑ. Πράγματι, οι αποκλίσεις του ΦΠΑ που υπολογίστηκαν με βάση τους εθνικούς λογαριασμούς που διαβιβάστηκαν τον Οκτώβριο του 1999 είναι θετικές.

Μητρώο επιχειρήσεων

48 - 49. Στη Γερμανία, η επιφύλαξη σχετικά με την πληρότητα ήρθη, αν και η χώρα αυτή δεν διαθέτει ακόμη ολοκληρωμένο μητρώο επιχειρήσεων, πράγμα το οποίο αποτελεί στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό για την πληρότητα.

Είναι σαφές ότι ένα μητρώο ποιότητας αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό εργαλείο για τη βελτίωση της πληρότητας. Το μητρώο αυτό είναι υπό κατάρτιση στη Γερμανία, σύμφωνα με την προθεσμία που προβλέπεται στην παρέκκλιση την οποία χορήγησε στη χώρα αυτή η επιτροπή στατιστικού προγράμματος.

Στη Γερμανία, η έρευνα σχετικά με την πληρότητα θεμελιώθηκε κυρίως στη σύγκριση των δεδομένων απασχόλησης. Η διαδικασία αυτή αποσκοπεί ακριβώς στην κάλυψη των κενών που δημιουργεί μια ενδεχόμενη έλλειψη πληρότητας λόγω της απουσίας αξιόπιστου μητρώου, δεδομένου ότι τα δημογραφικά δεδομένα που χρησιμοποιούνται ως μέσο επικύρωσης των εκτιμήσεων του ΑΕΠ δεν εξαρτώνται από μητρώα.

Διάκριση μεταξύ τελικής χρήσης και ενδιάμεσης ανάλωσης

Διαδικασίες συνδυασμού

51 - 52. Η Eurostat δέχεται το επιχείρημα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με το οποίο η εξισορρόπηση μεταξύ των χρήσεων και των πόρων ενός προϊόντος δεν επιτρέπει, από μόνη της, την αυτόματη διόρθωση μιας απόκλισης η οποία επηρεάζει συγχρόνως τις δύο πηγές δεδομένων. Ωστόσο, η Eurostat πιστεύει ότι μια προσπάθεια εξισορρόπησης των πόρων και των χρήσεων, η οποία γίνεται με βάση αξιόπιστες πηγές αναφοράς και σε λεπτομερές επίπεδο, αποτελεί πολύ καλή βάση για την παραγωγή αξιόπιστων εκτιμήσεων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, κατά τις αποστολές ελέγχου που πραγματοποιεί, η Eurostat δίνει και θα εξακολουθήσει να δίνει έμφαση στις δύο αυτές πτυχές.

Εξάλλου, όταν η απόκλιση επηρεάζει συγχρόνως τις δύο πηγές, η Eurostat ζητά από τους εθνικούς λογιστές να αναζητήσουν εναλλακτικές προσεγγίσεις που επιτρέπουν συχνά την εξεύρεση ικανοποιητικής λύσης, όπως η σύγκριση των δεδομένων για την απασχόληση.

Περιορισμένη φύση των ελέγχων

54 - 56. Όλες οι εργασίες που πραγματοποιεί εδώ και δέκα και πλέον έτη η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, έχουν ως σκοπό να κατοχυρώσουν την ποιότητα του ΑΕΠ.

Οι κατάλογοι που διαβιβάστηκαν από τα κράτη μέλη για πρώτη φορά το 1991 και οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως σημείο αφετηρίας για τις εργασίες της Επιτροπής και της επιτροπής ΑΕΠ περιγράφουν τη στατιστική οργάνωση των κρατών μελών, καθώς επίσης τις στατιστικές πηγές και τις λογιστικές μεθόδους που χρησιμοποιούν. Κατά τους ελέγχους που πραγματοποιεί, η Eurostat αξιολογεί το βαθμό στον οποίο οι πτυχές αυτές συμβάλλουν στο κύρος των εκτιμήσεων του ΑΕΠ.

Είναι αλήθεια ότι οι κατάλογοι αυτοί είναι εξαιρετικά λεπτομερείς όσον αφορά ορισμένες πτυχές και ανεπαρκείς για άλλες.

Παραδείγματος χάριν, οι εν λόγω κατάλογοι καταρτίστηκαν πριν από την έκδοση της απόφασης σχετικά με την πληρότητα και των συστάσεων της επιτροπής ΑΕΠ σχετικά με την οριοθέτηση μεταξύ ενδιάμεσης ανάλωσης και τελικών χρήσεων. Ως εκ τούτου, οι μελέτες που εκπονήθηκαν για τις δύο αυτές πτυχές κατέδειξαν την ανάγκη να πραγματοποιηθούν, στα κράτη μέλη, συμπληρωματικές εργασίες και να παρασχεθούν πρόσθετες πληροφορίες. Η τεκμηρίωση που ζητήθηκε διαβιβάστηκε στα πλαίσια των εκθέσεων των κρατών μελών σχετικά με την πληρότητα και με τη μορφή των εγγράφων και εξηγήσεων που ελήφθησαν από τις ΕΣΥ κατά τη διάρκεια και μετά τις αποστολές ελέγχου που πραγματοποίησε η Eurostat, κυρίως από το 1995 και μετά.

Οι εργασίες ελέγχου των εθνικών λογαριασμών και του ΑΕΠ συνεπάγονται, από τη φύση τους, την πραγματοποίηση συνεχών ανταλλαγών με τις ΕΣΥ, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να αναλύονται καταρχάς τα διαθέσιμα έγγραφα και μετά να ζητούνται και να λαμβάνονται υπόψη συμπληρωματικές πληροφορίες για το ένα ή το άλλο θέμα.

Σχετικά με το θέμα αυτό (επίσης σημείο 56), ο αναγνώστης παραπέμπεται στην απάντηση της Eurostat σχετικά με τη "μέτρηση της ποιότητας των εθνικών ΑΕΠ" (σημεία 63 έως 79).

57. Η κατευθυντήρια γραμμή την οποία ακολουθεί η Eurostat κατά τον έλεγχο του ΑΕΠ αποσκοπεί, σύμφωνα με την οδηγία ΑΕΠ, στην αξιοπιστία των στατιστικών πηγών, τη συγκρισιμότητα των κανόνων (μέσω της τήρησης του ΕΣΟΛ) και των αποτελεσμάτων, καθώς και στην πληρότητα (αντιπαραβολή των διαφόρων πηγών, ύπαρξη ενός συνόλου προσαρμογών που κρίνονται ικανοποιητικές).

Τα στοιχεία αυτά αναλύονται στις εκθέσεις που υποβάλλει η Eurostat στην επιτροπή ΑΕΠ, ενώ, όταν η Eurostat εκτιμά ότι το ένα ή το άλλο από τα τρία αυτά κριτήρια δεν πληρούνται, κοινοποιεί επιφυλάξεις και αναλαμβάνει την παρακολούθησή τους. Εν συνεχεία, βάσει των εργασιών που πραγματοποιούνται και των διορθώσεων που γίνονται στο ΑΕΠ από τα κράτη μέλη, η Eurostat εκτιμά αν η τάδε ή η δείνα επιφύλαξη είναι δυνατόν να αρθούν. Οι εκθέσεις που υπέβαλαν τον Οκτώβριο του 1999 τα κράτη μέλη σχετικά με τις εν λόγω εργασίες και διορθώσεις διαβιβάστηκαν, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Ομοίως, διαβιβάστηκε στο Συνέδριο το ανακεφαλαιωτικό έγγραφο της Eurostat σχετικά με τη δυνατότητα άρσης ή μη των επιφυλάξεων για τα 4 κράτη μέλη που ελέγχθηκαν από το Συνέδριο.

Ωστόσο, η Επιτροπή συμφωνεί με το Ελεγκτικό Συνέδριο ότι πρέπει να καταβληθούν και άλλες προσπάθειες στο μέλλον για την καλύτερη περιγραφή της φύσης των πραγματοποιουμένων ελέγχων και την καλύτερη τεκμηρίωση των φακέλων ελέγχου.

58 - 59. Σχετικά με το σημαντικό ή μη χαρακτήρα ενός στοιχείου υπολογισμού του ΑΕΠ, η Eurostat δεν έκρινε ρεαλιστικό να καθορίσει εκ των προτέρων τι πρέπει να θεωρείται ως σημαντικό, π.χ. υπό τη μορφή ενός ποσοστού του ΑΕΠ. Καθορίζει τη θέση της κατά περίπτωση, με βάση τα επαγγελματικά κριτήρια που εφαρμόζει ως προς τη σχετική σημασία που έχουν τα διάφορα οικονομικά φαινόμενα για τις ανάγκες ενός στατιστικού υπολογισμού.

Σε σχέση με την αρχή "κόστος-αποτελεσματικότητα", η Eurostat εκτιμά ότι ο a priori καθορισμός του τι πρέπει να θεωρείται σημαντικό για το ΑΕΠ προϋποθέτει τον υπολογισμό κάθε μιας από τις μικρές αυτές θέσεις και, κατά συνέπεια, τη διάθεση δυσανάλογων πόρων. Κατά τη γνώμη της Eurostat, μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αντίθετη προς τη αρχή "κόστος-αποτελεσματικότητα".

Ρόλος της επιτροπής ΑΕΠ

60 - 62. Η Επιτροπή σημειώνει την παρατήρηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σύμφωνα με την οποία η επιτροπή ΑΕΠ διαθέτει τώρα όλα τα αναγκαία στοιχεία (που της παρασχέθηκαν από τα κράτη μέλη και τη Eurostat) ώστε να μπορεί να εκφέρει, στη γνωμοδότησή της για το ΑΕΠ, σφαιρική άποψη σχετικά με τη συγκρισιμότητα και την αξιοπιστία των στοιχείων του ΑΕΠ.

Στις προηγούμενες γνωμοδοτήσεις της η επιτροπή ΑΕΠ περιοριζόταν στο να σημειώνει τη διαθεσιμότητα των εν λόγω στοιχείων. Σήμερα, στην ετήσια γνωμοδότησή της για το ΑΕΠ, η επιτροπή ΑΕΠ επισημαίνει ότι, κατά την άποψή της, έχει πραγματοποιηθεί σημαντική πρόοδος στην εναρμόνιση του ΑΕΠ, δηλαδή στην εφαρμογή της οδηγίας ΑΕΠ.

Στην πράξη, η επιτροπή ΑΕΠ παραλαμβάνει και αναλύει τα στοιχεία που της αποστέλλουν τα κράτη μέλη, καθώς επίσης τις εκθέσεις της Eurostat και τις προτάσεις της για τη βελτίωση του ΑΕΠ.

Το ζήτημα του είδους της γνωμοδότησης την οποία πρέπει να διατυπώνει η επιτροπή ΑΕΠ τέθηκε πολλές φορές στους κόλπους της ίδιας της επιτροπής. Μέχρι σήμερα, η θέση της επιτροπής ΑΕΠ ήταν να θεωρεί ότι απόκειται στην Επιτροπή να λαμβάνει θέση σχετικά με την ποιότητα του ΑΕΠ κάθε κράτους μέλους. Ωστόσο, η Επιτροπή θα προτείνει στην επιτροπή ΑΕΠ να επανεξετάσει το θέμα αυτό σε προσεχή συνεδρίασή της.

Δυνατότητα μέτρησης της ποιότητας των στοιχείων

63 - 79. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι έλεγχοι που πραγματοποιούν τακτικά οι υπηρεσίες της σχετικά με την τήρηση των λογιστικών κανόνων και τη βελτίωση των στατιστικών πηγών, σε συνδυασμό με τις εργασίες που πραγματοποιούνται στα πλαίσια της επιτροπής ΑΕΠ των κρατών μελών, είναι σε θέση να διασφαλίσουν την ορθή και ικανοποιητική εφαρμογή της οδηγίας ΑΕΠ.

Η Επιτροπή είναι ανοιχτή σε νέες μεθόδους ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων του ΑΕΠ. Ωστόσο, η Επιτροπή και η επιτροπή ΑΕΠ έχουν ήδη εκφράσει τις επιφυλάξεις τους όσον αφορά τις εννοιολογικές πτυχές και την αξιοπιστία μαθηματικών δεικτών συγκρισιμότητας.

Σχετικά με την αξιοπιστία, η Επιτροπή γνωρίζει τη θεωρητική σημασία που έχει η μέτρησή της με διαστήματα εμπιστοσύνης, παρά το γεγονός ότι, στη δημοσιονομική πρακτική, η μέτρηση αυτή δεν θα μπορούσε να έχει καμία επίπτωση. Αφού υπέβαλε στην επιτροπή ΑΕΠ, τον Ιούλιο του 1999, έκθεση σχετικά με τα συμπεράσματα των μελετών που είχε αναθέσει στην Istat και στην ONS (CPNB/272), η Επιτροπή συγκρότησε μια task force για τη μέτρηση της ποιότητας, αποτελούμενη από έξι κράτη μέλη. Στην εν λόγω task force συμμετέχουν, ειδικότερα, εμπειρογνώμονες που διαθέτουν μεγάλη πείρα στον τομέα των εθνικών λογαριασμών, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκτίμηση της καταλληλότητας και της δυνατότητας πρακτικής εφαρμογής των προβλεπόμενων προσεγγίσεων.

Η Επιτροπή γνωρίζει τη σημασία που έχουν ορισμένες πτυχές τις οποίες επισημαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο, και ιδίως οι δυσκολίες που συνδέονται με τη μέτρηση των σφαλμάτων, καθώς και το ζήτημα της συγκρισιμότητας των μελετωμένων λύσεων. Οι πτυχές αυτές θα ληφθούν υπόψη στις εργασίες της task force.

Η task force αναμένεται να υποβάλει την έκθεσή της κατά το πρώτο εξάμηνο του 2001. Με βάση την έκθεση αυτή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα υποβάλει προτάσεις.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Ένα οικονομικό μέγεθος που χρησιμοποιείται ευρέως στο κοινοτικό πλαίσιο

Ανάγκη εξασφάλισης της νομιμότητας

80 - 81. Η Επιτροπή έχει πλήρη συνείδηση της ανάγκης να εξασφαλιστεί η ποιότητα των εθνικών λογαριασμών και του ΑΕΠ των κρατών μελών, λαμβανομένου υπόψη του ουσιώδους ρόλου τον οποίο διαδραματίζουν το ΑΕγχΠ και το ΑΕΠ στο κοινοτικό πλαίσιο. Για το λόγο αυτό πραγματοποιούνται εδώ και δέκα και πλέον έτη σημαντικές εργασίες σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, προκειμένου να βελτιωθεί η αξιοπιστία, η συγκρισιμότητα και η πληρότητα του εν λόγω οικονομικού μεγέθους.

82 - 84. Η διαφάνεια του μηχανισμού ελέγχου του ΑΕΠ διασφαλίζεται από τις εργασίες της επιτροπής ΑΕΠ, η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από τη Eurostat. Πράγματι, οι κατάλογοι των στατιστικών πηγών και μεθόδων που χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη, οι εκθέσεις τις Eurostat (εκθέσεις για τους καταλόγους και εκθέσεις αποστολών για την ανάλυση της κατάστασης των εθνικών λογαριασμών κάθε κράτους μέλους σε σχέση με τους στόχους της αξιοπιστίας, της συγκρισιμότητας και της πληρότητας), καθώς και τα αποτελέσματα των εργασιών των κρατών μελών σχετικά με τις επιφυλάξεις ΑΕΠ διαβιβάζονται στην επιτροπή ΑΕΠ και συζητούνται μ' αυτήν.

Ανάγκη μεγαλύτερης εναρμόνισης

Αποτελεσματικός έλεγχος στο κοινοτικό επίπεδο

85 - 91. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι έλεγχοι τους οποίους πραγματοποιούν τακτικά οι υπηρεσίες της σχετικά με την αξιοπιστία και την καταλληλότητα των στατιστικών πηγών, τη συγκρισιμότητα των ορισμών και των κανόνων (μέσω της τήρησης του ΕΣΟΛ) και των αποτελεσμάτων, καθώς και την πληρότητα των εθνικών λογαριασμών των κρατών μελών (αντιπαραβολή διαφόρων πηγών, ύπαρξη ενός συνόλου προσαρμογών που κρίνονται ικανοποιητικές), σε συνδυασμό με τις εργασίες τις επιτροπής ΑΕΠ, είναι σε θέση να εγγυηθούν την ορθή και ικανοποιητική εφαρμογή της οδηγίας ΑΕΠ.

Οι βελτιώσεις τις οποίες επέφεραν στο ΑΕΠ τους τα κράτη μέλη κατόπιν των εν λόγω ελέγχων και εργασιών επέτρεψαν την άρση των επιφυλάξεων για το ΑΕΠ. Το έγγραφο στο οποίο αναφέρεται το Ελεγκτικό Συνέδριο στην παράγραφο 86 (έγγραφο CPNB/267 "πρακτικά της συνεδρίασης της επιτροπής ΑΕΠ του Φεβρουαρίου του 1999", σημείο 11.2) παρουσιάζει τις απόψεις της επιτροπής ΑΕΠ σχετικά με ένα σχέδιο δήλωσης της επιτροπής στατιστικού προγράμματος για την ποιότητα των δεδομένων των εθνικών λογαριασμών. Η επιτροπή ΑΕΠ θέλησε να υπογραμμίσει το συνεχή χαρακτήρα της διαδικασίας βελτίωσης της ποιότητας των στατιστικών και των εθνικών λογαριασμών. Για το σκοπό αυτό, επέμεινε στην ανάγκη "να χρησιμοποιηθεί προσεκτική διατύπωση, ώστε να μην δοθεί η εντύπωση ότι οι εργασίες βελτίωσης του ΑΕΠ έχουν ολοκληρωθεί πλήρως". Ωστόσο, η επιτροπή ΑΕΠ δεν αμφισβητεί την εγκυρότητα των στοιχείων του ΑΕΠ τα οποία χρησίμευσαν ως βάση για την άρση των επιφυλάξεων.

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι πρέπει να καταβληθούν στο μέλλον πρόσθετες προσπάθειες για την καλύτερη περιγραφή των πραγματοποιουμένων ελέγχων και την πληρέστερη τεκμηρίωση των σχετικών φακέλων.

92. Η Επιτροπή υποστηρίζει τη σύσταση που διατυπώνει το Ελεγκτικό Συνέδριο να βασίζονται οι ίδιοι πόροι στο ΕΣΟΛ 95, δεδομένου μάλιστα ότι είχε προτείνει η ίδια τη λύση αυτή το 1996, στα πλαίσια της διαδικασίας έγκρισης του ΕΣΟΛ 95.

(1) Ομάδα εργασίας για τους εθνικούς λογαριασμούς, στην οποία συμμετέχουν εμπειρογνώμονες της Eurostat και των κρατών μελών.