32000R2508

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2508/2000 της Επιτροπής, της 15ης Νοεμβρίου 2000, για τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου όσον αφορά επιχειρησιακά προγράμματα στον τομέα της αλιείας

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 289 της 16/11/2000 σ. 0008 - 0010


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2508/2000 της Επιτροπής

της 15ης Νοεμβρίου 2000

για τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου όσον αφορά επιχειρησιακά προγράμματα στον τομέα της αλιείας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας(1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 5 και το άρθρο 10 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 104/2000 απαιτεί από τις οργανώσεις παραγωγών να υποβάλουν επιχειρησιακό πρόγραμμα για τον προγραμματισμό της προσφοράς και την προκαταβολική ρύθμιση των παραδόσεων των μελών τους κατά την έναρξη κάθε αλιευτικής περιόδου.

(2) Το περιεχόμενο των επιχειρησιακών προγραμμάτων χρειάζεται να καθορισθεί προκειμένου οι οργανώσεις παραγωγών να μπορούν να τηρούν τις υποχρεώσεις τους. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να καθορισθούν τα στοιχεία που απαιτούνται για την στρατηγική εμπορίας, για το σχέδιο αλιευμάτων και για το σχέδιο παραγωγής των οργανώσεων παραγωγών που ασχολούνται με μη εκτρεφόμενα είδη ψαριών και με είδη υδατοκαλλιέργειας.

(3) Οι οργανώσεις παραγωγών πρέπει να εξασφαλίσουν την εσωτερική πειθαρχία προκειμένου να υπάρξουν εγγυήσεις ότι το επιχειρησιακό πρόγραμμα μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή. Οι κυρώσεις πρέπει να είναι ανάλογες προς την παράβαση και πρέπει να καθίστανται γνωστές εκ των προτέρων στα μέλη της οργάνωσης.

(4) Το χρονοδιάγραμμα υποβολής από την οργάνωση παραγωγών και της έγκρισης από τις αρμόδιες εθνικές αρχές των επιχειρησιακών προγραμμάτων θα πρέπει να καθοριστεί, προκειμένου να εξασφαλιστεί ή αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμίσεων.

(5) Θα πρέπει να χορηγείται προκαταβολή στις οργανώσεις παραγωγών προκειμένου να καλύπτουν μέρος των οικονομικών δαπανών που υφίστανται κατά την κατάρτιση επιχειρησιακών προγραμμάτων.

(6) Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί έκθεση που θα υποβάλλεται για την εφαρμογή του επιχειρησιακού προγράμματος κατά τη λήξη της αλιευτικής περιόδου για να βοηθεί την οργάνωση παραγωγών στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του προγράμματός της και τις εθνικές αρχές για να διαπιστώσουν εάν θα πρέπει να χορηγηθεί οικονομική αποζημίωση.

(7) Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης αλιευτικών προϊόντων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Στρατηγική εμπορίας και σχέδιο αλιευμάτων για οργανώσεις παραγωγών αλιευτικών προϊόντων

Άρθρο 1

Για τα είδη που αναφέρονται στα παραρτήματα Ι και IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000, η στρατηγική εμπορίας που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α) τον αριθμό των εγγεγραμμένων μελών της οργάνωσης παραγωγών κατά την πρώτη ημέρα της αλιευτικής περιόδου, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού·

β) τον αριθμό και τον τύπο των αλιευτικών σκαφών που είναι μέλη της οργάνωσης παραγωγών κατά την πρώτη ημέρα της αλιευτικής περιόδου·

γ) τον όγκο παραγωγής και τις παρεμβάσεις ανά είδος κατά την προηγούμενη περίοδο·

δ) τον ενοποιημένο κύκλο εργασιών της οργάνωσης παραγωγών κατά το προηγούμενο έτος·

ε) την ποσόστωση ανά είδος που έχει χορηγηθεί στην οργάνωση παραγωγών·

στ) το εκατοστιαίο ποσοστό των ψαριών που πωλήθηκαν μέσω πλειστηριασμών ή κατ' άλλο τρόπο κατά το προηγούμενο έτος·

ζ) τη στρατηγική βελτίωσης ή διατήρησης της ποιότητας των διατιθέμενων προϊόντων μέσω της οργάνωσης παραγωγών ή των μελών της·

η) την προαιρετική σήμανση προϊόντων ή άλλες δραστηριότητες προώθησης·

θ) προτεινόμενες νέες αγορές ή άλλες εμπορικές δυνατότητες.

Άρθρο 2

1. Ως είδη που αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό μερίδιο των εκφορτώσεων μιας οργάνωσης παραγωγών εκλαμβάνονται τα είδη που συνέβαλαν:

α) κατά 5 % τουλάχιστον της συνολικής παραγωγής της οργάνωσης παραγωγών στη διάρκεια του προηγούμενου έτους κατ' όγκο ή κατ' αξία για τα είδη που καλύπτονται από ποσοστώσεις αλιευμάτων όπως έχουν ορισθεί κατά το άρθρο 8 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3760/92 του Συμβουλίου(2), ή

β) κατά 10 % τουλάχιστον της συνολικής παραγωγής της οργάνωσης παραγωγών στη διάρκεια του προηγούμενου έτους κατ' όγκο ή κατ' αξία για τα είδη που δεν καλύπτονται από τις προαναφερόμενες ποσοστώσεις αλιευμάτων που αναφέρονται στο στοιχείο α).

2. Για τα είδη που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000, τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το σχέδιο αλιευμάτων περιλαμβάνει ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα προγραμματισμού της προσφοράς που καθορίζεται για όλη την αλιευτική περίοδο και στηρίζεται σε εποχικές τάσεις (τιμή, παραγωγή και ζήτηση) στην αγορά.

3. Το σχέδιο αλιευμάτων μπορεί να είναι απλοποιημένο στην περίπτωση που δεν υπάρχουν προβλήματα στην αγορά, ιδίως αποσύρσεις.

4. Στην περίπτωση ύπαρξης σχεδίων αλιευμάτων που έχουν καθορισθεί σε ένα κράτος μέλος σε διαφορετικό επίπεδο από εκείνο των οργανώσεων παραγωγών, η οργάνωση παραγωγών μπορεί να αναφέρεται στα εν λόγω σχέδια.

Εντούτοις, η ύπαρξη τέτοιου είδους σχεδίων δεν απαλλάσσει την οργάνωση παραγωγών από τη λήψη περαιτέρω μέτρων για τη ρύθμιση της προσφοράς των μελών της, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 5.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Στρατηγική εμπορίας και σχέδιο παραγωγής για οργανώσεις παραγωγών προϊόντων υδατοκαλλιέργειας

Άρθρο 3

Για τα είδη που αναφέρονται στο παράρτημα V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000, η στρατηγική εμπορίας του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού περιλαμβάνει:

α) τον αριθμό των εγγεγραμμένων μελών της οργάνωσης παραγωγών κατά την πρώτη ημέρα της αλιευτικής περιόδου, όπως ορίζεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού·

β) τον όγκο των ειδών που αλιεύθηκαν κατά την προηγούμενη αλιευτική περίοδο·

γ) το μέσο όρο τιμής πώλησης των οικείων ειδών κατά την προηγούμενη αλιευτική περίοδο·

δ) τον ενοποιημένο κύκλο εργασιών της οργάνωσης παραγωγών κατά την προηγούμενη αλιευτική περίοδο·

ε) την χρησιμοποιηθείσα μέθοδο εκτροφής·

στ) τις περιόδους αιχμής όσον αφορά την παραγωγή και τις πωλήσεις·

ζ) τη στρατηγική βελτίωσης ή διατήρησης της ποιότητας των διατιθέμενων προϊόντων μέσω της οργάνωσης παραγωγών ή των μελών της·

η) την προαιρετική σήμανση προϊόντων ή άλλες δραστηριότητες προώθησης·

θ) ανάλυση αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των προτεινόμενων νέων διεξόδων διάθεσης προϊόντων ή άλλων εμπορικών ευκαιριών.

Άρθρο 4

Το σχέδιο παραγωγής που αναφέρεται στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000, περιλαμβάνει ένα ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα προγραμματισμού της προσφοράς για την αλιευτική περίοδο που στηρίζεται σε εποχικούς συντελεστές παραγωγής και αναμενόμενες τάσεις στην αγορά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Μέτρα που εφαρμόζονται σε είδη των παραρτημάτων Ι, ΙV και V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000

Άρθρο 5

Στο επιχειρησιακό πρόγραμμα που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000, δηλώνονται οι λόγοι για τυχόν συνήθεις δυσκολίες που ανέκυψαν στην αγορά κατά τις τελευταίες αλιευτικές περιόδους και εξειδικεύονται τα προληπτικά μέτρα που ελήφθησαν για την προσαρμογή της προσφοράς.

Άρθρο 6

1. Η οργάνωση παραγωγών λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να προσπαθήσει να διορθώσει την κατάσταση όποτε μεταβάλλονται οι συνθήκες της αγοράς:

α) ώστε οι αποσύρσεις ως εκατοστιαίο ποσοστό των διατιθέμενων προς πώληση ποσοτήτων οποιοδήποτε μήνα να αυξάνονται κατά πέντε εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το μέσο ποσοστό αποσύρσεων κατά τους προηγούμενους τρεις μήνες, ή

β) όποτε ανακύπτουν οποιεσδήποτε άλλες σοβαρές δυσκολίες στην αγορά.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου δεν λαμβάνονται υπόψη ως αποσύρσεις τα προϊόντα που αποσύρονται για ενισχύσεις στη μεταφορά όπως αναφέρεται στο άρθρο 23 και στο άρθρο 24 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000.

2. Η οργάνωση παραγωγών ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους για τυχόν διαβήματα στα οποία προέβη σύμφωνα με την παράγραφο 1. Δεν υφίσταται ανάγκη αναθεωρήσεως του επιχειρησιακού προγράμματος, εκτός αν την απαιτήσουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους.

Άρθρο 7

Από την οργάνωση παραγωγών καταρτίζεται κατάλογος των κυρώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000, και διατίθεται σε όλα τα μέλη της.

Οι κυρώσεις είναι ανάλογες προς την παράβαση.

Άρθρο 8

Οι απρόβλεπτες περιστάσεις, που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000, είναι γεγονότα που είναι ανεξάρτητα των πράξεων της οργάνωσης παραγωγών, και επηρεάζουν την αγορά των σχετικών ειδών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV

Διαδικαστικά θέματα

Άρθρο 9

1. Η αλιευτική περίοδος διαρκεί δώδεκα μήνες και αρχίζει κανονικά την 1η Ιανουαρίου, εκτός εάν δικαιολογείται και συμφωνηθεί με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους μια εναλλακτική περίοδος ή ημερομηνία έναρξης.

2. Η οργάνωση παραγωγών υποβάλει το επιχειρησιακό της πρόγραμμα εντός επτά εβδομάδων από την έναρξη της αλιευτικής περιόδου. Η οργάνωση παραγωγών θέτει αμέσως σε εφαρμογή το πρόγραμμα.

3. Το οικείο κράτος μέλος εγκρίνει το επιχειρησιακό πρόγραμμα εντός δώδεκα εβδομάδων από την έναρξη της αλιευτικής περιόδου.

Εάν το κράτος μέλος επιθυμεί η οργάνωση παραγωγών να προβεί σε σημαντικές τροποποιήσεις του προγράμματος, το χρονοδιάγραμμα για την έγκριση μπορεί να παραταθεί κατά δύο ακόμη εβδομάδες.

Άρθρο 10

Μετά την έγκριση του επιχειρησιακού προγράμματος από το οικείο κράτος μέλος και το αργότερο τέσσερις μήνες μετά την έναρξη της αλιευτικής περιόδου, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να χορηγήσει προκαταβολή 50 % του ύψους της αποζημίωσης που χορηγείται στην οργάνωση παραγωγών βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000, υπό τον όρο ότι η οργάνωση παραγωγών έχει προβεί στη σύσταση εγγύησης ύψους τουλάχιστον 105 % του ποσού της προκαταβολής.

Άρθρο 11

1. Ο αριθμός των σκαφών που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του ποσού που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000, είναι ο συνολικός αριθμός των σκαφών μελών της οργάνωσης παραγωγών κατά την πρώτη ημέρα της αλιευτικής περιόδου.

2. Η αντιπροσωπευτικότητα μιας οργάνωσης παραγωγών που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ποσού που ορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000, καθορίζεται με βάση στοιχεία της αλιευτικής περιόδου που προηγείται της περιόδου για την οποία καταρτίστηκε το επιχειρησιακό πρόγραμμα.

3. Η πενταετής περίοδος που αναφέρεται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 1 και στο παράρτημα VΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 ισοδυναμεί προς πέντε αλιευτικές περιόδους, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1.

Άρθρο 12

Η οργάνωση παραγωγών συντάσσει έκθεση των δραστηριοτήτων της, την οποία αποστέλλει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εντός επτά εβδομάδων από το τέλος της αλιευτικής περιόδου. Η έκθεση περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) περιγραφή της αγοράς για τα είδη που καλύπτονται από το επιχειρησιακό πρόγραμμα, η οποία επικεντρώνεται στις ενδεχόμενες δυσκολίες εμπορίας που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της αλιευτικής περιόδου, τα μέτρα που λήφθηκαν για την αντιμετώπισή τους όπως απαιτείται από το άρθρο 6, καθώς και τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν και, ενδεχομένως, το λόγο για τον οποίο η οργάνωση παραγωγών δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες αυτές·

β) αντίγραφο των κανόνων της οργάνωσης παραγωγών κατά την πρώτη αλιευτική περίοδο υλοποίησης του προγράμματος, μετέπειτα δε τυχόν τροποποίηση των εν λόγω κανόνων·

γ) κατάλογο των κυρώσεων που έχει θεσπίσει η οργάνωση παραγωγών σύμφωνα με το άρθρο 7.

Άρθρο 13

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2001.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Νοεμβρίου 2000.

Για την Επιτροπή

Franz Fischler

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ L 17 της 21.1.2000, σ. 22.

(2) ΕΕ L 389 της 31.12.1992, σ. 1.