31999R0659

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 083 της 27/03/1999 σ. 0001 - 0009


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 659/1999 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 94,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3),

Εκτιμώντας:

(1) ότι, υπό την επιφύλαξη των ειδικών διαδικαστικών κανόνων οι οποίοι καθορίζονται με κανονισμούς, σε ορισμένους τομείς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμοσθεί για τις ενισχύσεις σε όλους τους τομείς 7 ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής των άρθρων 77 και 92 της συνθήκης, η Επιτροπή έχει ειδική αρμοδιότητα βάσει του άρθρου 93 της συνθήκης να αποφασίζει κατά πόσον μια κρατική ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά την εξέταση της υφισταμένης ενίσχυσης, κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με νέα ή τροποποιηθείσα ενίσχυση και κατά τη λήψη μέτρων όσον αφορά τη μη συμμόρφωση με τις αποφάσεις της ή με την απαίτηση κοινοποίησης 7

(2) ότι η Επιτροπή, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έχει ακολουθήσει και καθιερώσει μια πάγια τακτική για την εφαρμογή του άρθρου 93 της συνθήκης και έχει θεσπίσει ορισμένους διαδικαστικούς κανόνες και αρχές με μια σειρά ανακοινώσεων 7 ότι είναι σκόπιμο, για να εξασφαλισθούν στην πράξη αποτελεσματικές διαδικασίες δυνάμει του άρθρου 93 της συνθήκης, να ενισχυθεί η πρακτική αυτή και κωδικοποιηθεί μέσω κανονισμού 7

(3) ότι ένας διαδικαστικός κανονισμός σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 93 της συνθήκης θα αυξήσει τη διαφάνεια και την ασφάλεια του δικαίου 7

(4) ότι, για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια του δικαίου, είναι σκόπιμο να καθοριστούν με ποιες προϋποθέσεις μια ενίσχυση πρέπει να θεωρηθεί ως υπάρχουσα ενίσχυση 7 ότι η ολοκλήρωση και η ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς είναι μια προοδευτική διαδικασία, που αντικατοπτρίζεται στη μόνιμη ανάπτυξη της πολιτικής για τις κρατικές ενισχύσεις 7 ότι, συνεπεία αυτών των εξελίξεων, ορισμένα μέτρα, τα οποία κατά τη στιγμή που τίθενται σε εφαρμογή δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση, είναι δυνατόν να μετατραπούν σε ενίσχυση 7

(5) ότι, σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 3 της συνθήκης, όλα τα σχέδια χορήγησης νέων ενισχύσεων κοινοποιούνται στην Επιτροπή και δεν θα πρέπει να τίθενται σε εφαρμογή προτού τα εγκρίνει η τελευταία 7

(6) ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5 της συνθήκης, τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να συνεργάζονται με την Επιτροπή και να της παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκτέλεση της αποστολής της βάσει του παρόντος κανονισμού 7

(7) ότι το χρονικό διάστημα εντός του οποίου η Επιτροπή πρέπει να ολοκληρώσει την προκαταρκτική εξέταση της κοινοποιηθείσας ενίσχυσης θα πρέπει να ορισθεί σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής μιας πλήρους κοινοποίησης ή από την ημερομηνία παραλαβής μιας δεόντως αιτιολογημένης δήλωσης του οικείου κράτους μέλους ότι θεωρεί την κοινοποίηση πλήρη διότι οι συμπληρωματικές πληροφορίες που έχει ζητήσει η Επιτροπή δεν είναι διαθέσιμες ή έχουν ήδη δοθεί 7 ότι, για λόγους ασφάλειας του δικαίου, η εξέταση αυτή θα πρέπει να περατώνεται με απόφαση 7

(8) ότι σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, συνεπεία της προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή δεν μπορεί να διαπιστώσει ότι η ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, θα πρέπει να κινείται η επίσημη διαδικασία έρευνας, προκειμένου να μπορεί η Επιτροπή να συγκεντρώσει όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται για να εκτιμήσει το συμβατό της ενίσχυσης και να δίδεται η δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους 7 ότι τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων μερών διασφαλίζονται καλύτερα στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας που προβλέπεται βάσει του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης 7

(9) ότι, αφού εξετάσει τα σχόλια που υποβάλλουν τα ενδιαφερόμενα μέρη, η Επιτροπή θα πρέπει να ολοκληρώνει την εξέτασή της με οριστική απόφαση αμέσως μόλις αρθούν οι υπάρχουσες αμφιβολίες 7 ότι είναι σκόπιμο, εάν η εξέταση αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί μετά την παρέλευση δεκαοκταμήνου από την έναρξη της διαδικασίας, να έχει το οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να ζητήσει τη λήψη απόφασης, την οποία η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει εντός διμήνου 7

(10) ότι, για να εξασφαλισθεί η ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή θα έχει τη δυνατότητα να ανακαλεί μια απόφαση η οποία βασίστηκε σε εσφαλμένες πληροφορίες 7

(11) ότι, προκειμένου να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με το άρθρο 93 της συνθήκης, και ιδίως με την υποχρέωση κοινοποίησης και τη ρήτρα αναστολής της εφαρμογής που διατυπώνεται στο άρθρο 93 παράγραφος 3, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει όλες τις περιπτώσεις παράνομων ενισχύσεων 7 ότι, για λόγους διαφάνειας και ασφάλειας του δικαίου, θα πρέπει να θεσπισθούν οι διαδικασίες που ακολουθούνται στις περιπτώσεις αυτές 7 ότι, όταν ένα κράτος μέλος δεν τηρεί την υποχρέωση κοινοποίησης ή τη ρήτρα αναστολής της εφαρμογής, η Επιτροπή δεν θα πρέπει να δεσμεύεται από προθεσμίες 7

(12) ότι στις περιπτώσεις παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να λαμβάνει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες που θα τις επιτρέψουν να λάβει απόφαση και, ενδεχομένως, να αποκαθιστά αμέσως τον ανόθευτο ανταγωνισμό 7 ότι είναι επομένως σκόπιμο να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να λαμβάνει ενδιάμεσα μέτρα που να απευθύνονται στα οικεία κράτη μέλη 7 ότι αυτά τα ενδιάμεσα μέτρα μπορούν να λαμβάνουν τη μορφή διαταγής παροχής πληροφοριών, διαταγής αναστολής και διαταγής ανάκτησης των ενισχύσεων 7 ότι η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με μια διαταγή παροχής πληροφοριών, να αποφασίζει με βάση τις πληροφορίες που διαθέτει και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις διαταγές αναστολής και ανάκτησης των ενισχύσεων, να προσφεύγει απευθείας στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 2 της συνθήκης 7

(13) ότι, στις περιπτώσεις παράνομων ενισχύσεων που δεν είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, θα πρέπει να αποκαθίσταται αποτελεσματικός ανταγωνισμός 7 ότι, για το σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να ανακτάται αμελλητί η ενίσχυση, περιλαμβανομένων και των τόκων 7 ότι είναι σκόπιμο η ανάκτηση να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας 7 ότι η εφαρμογή των διαδικασιών αυτών δεν θα πρέπει να εμποδίζει την αποκατάσταση αποτελεσματικού ανταγωνισμού, εμποδίζοντας την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής 7 ότι, για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της απόφασης της Επιτροπής 7

(14) ότι, για λόγους ασφάλειας του δικαίου, είναι σκόπιμο να καθοριστεί δεκαετής προθεσμία παραγραφής για τις παράνομες ενισχύσεις, μετά την εκπνοή της οποίας δεν μπορεί να διαταχθεί ανάκτηση 7

(15) ότι η καταχρηστική εφαρμογή μιας ενίσχυσης μπορεί να έχει επιπτώσεις στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ανάλογες με εκείνες των παράνομων ενισχύσεων και θα πρέπει συνεπώς να αντιμετωπίζεται με ανάλογες διαδικασίες 7 ότι, σε αντίθεση με τις παράνομες ενισχύσεις, οι ενισχύσεις οι οποίες είναι δυνατόν να έχουν εφαρμοσθεί καταχρηστικά είναι ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί προηγουμένως από την Επιτροπή 7 ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διατάξει την ανάκτηση της ενίσχυσης λόγω της καταχρηστικής εφαρμογής της 7

(16) ότι είναι σκόπιμο να ορισθούν όλες οι δυνατότητες τις οποίες έχουν τρίτοι να υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους στις διαδικασίες για τις κρατικές ενισχύσεις 7

(17) ότι, σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 1 της συνθήκης, η Επιτροπή έχει υποχρέωση, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, να εξετάζει διαρκώς όλα τα καθεστώτα υφισταμένων ενισχύσεων 7 ότι, για λόγους διαφάνειας και ασφάλειας του δικαίου, είναι σκόπιμο να προσδιοριστεί το πεδίο της συνεργασίας βάσει του άρθρου αυτού 7

(18) ότι, προκειμένου να εξασφαλισθεί το συμβατό των υφισταμένων καθεστώτων ενισχύσεων με την κοινή αγορά και σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 1 της συνθήκης, η Επιτροπή θα πρέπει να προτείνει κατάλληλα μέτρα, εφόσον η υφισταμένη ενίσχυση δεν είναι συμβιβάσιμη ή δεν είναι πλέον συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά και θα πρέπει να κινεί τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 2 της συνθήκης, εάν το οικείο κράτος μέλος αρνείται να εφαρμόσει τα προτεινόμενα μέτρα 7

(19) ότι, για να δοθεί η δυνατότητα στην Επιτροπή να ελέγχει αποτελεσματικά τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις της και για να διευκολυνθεί η συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών στο πλαίσιο της διαρκούς εξέτασης όλων των υφισταμένων καθεστώτων ενισχύσεων στα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 1 της συνθήκης, είναι ανάγκη να καθιερωθεί μια γενική υποχρέωση υποβολής εκθέσεων σχετικά με όλα τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων 7

(20) ότι, εφόσον η Επιτροπή έχει σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσον τηρούνται οι αποφάσεις της, θα πρέπει να έχει στη διάθεσή της πρόσθετα μέσα που θα της επιτρέπουν να λαμβάνει τις αναγκαίες πληροφορίες για να διαπιστώνει κατά πόσον τηρούνται όντως οι αποφάσεις της 7 ότι, για τον σκοπό αυτό, οι επισκέψεις επιτόπιου ελέγχου αποτελούν κατάλληλο και χρήσιμο μέσο, ιδίως στις περιπτώσεις που ενδέχεται οι ενισχύσεις να εφαρμόζονται καταχρηστικώς 7 ότι, επομένως, η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει την εξουσία να πραγματοποιεί επισκέψεις επιτόπιου ελέγχου και να εξασφαλίζει τη συνεργασία των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στην περίπτωση που μια επιχείρηση αντιτίθεται στην επίσκεψη αυτή 7

(21) ότι, χάριν της διαφάνειας και της ασφάλειας του δικαίου, είναι σκόπιμο να δίνεται δημόσια πληροφόρηση για τις αποφάσεις της Επιτροπής, τηρώντας, ταυτόχρονα, την αρχή ότι οι αποφάσεις για υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων απευθύνονται στα οικεία κράτη μέλη 7 ότι είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμο να δημοσιεύονται είτε εξ ολοκλήρου είτε σε περιληπτική μορφή όλες οι αποφάσεις οι οποίες μπορεί να θίγουν τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων μερών, ή να διατίθενται αντίγραφα των εν λόγω αποφάσεων στα ενδιαφερόμενα μέρη, στις περιπτώσεις που δεν έχουν δημοσιευθεί ή που δεν έχουν δημοσιευθεί εξ ολοκλήρου 7 ότι η Επιτροπή, κατά την παροχή δημόσιας πληροφόρησης για τις αποφάσεις της, θα πρέπει να τηρεί όλους τους κανόνες περί επαγγελματικού απορρήτου, σύμφωνα με το άρθρο 214 της συνθήκης 7

(22) ότι η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, θα πρέπει να είναι σε θέση να θεσπίζει εκτελεστικές διατάξεις οι οποίες να καθορίζουν λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις διαδικασίες του παρόντος κανονισμού 7 ότι, προκειμένου να εξασφαλισθεί η συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, είναι σκόπιμο να συσταθεί συμβουλευτική επιτροπή για τις κρατικές ενισχύσεις της οποίας θα ζητείται η γνώμη πριν να εκδώσει η Επιτροπή διατάξεις σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Άρθρο 1

ΟΡΙΣΜΟΙ

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α) «ενίσχυση»: κάθε μέτρο το οποίο πληροί όλα τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 της συνθήκης 7

β) «υφιστάμενη ενίσχυση»:

i) με την επιφύλαξη των άρθρων 144 και 172 της πράξης προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, όλες οι ενισχύσεις οι οποίες υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης στο οικείο κράτος μέλος, δηλαδή καθεστώτα ενισχύσεων και ατομικές ενισχύσεις που είχαν τεθεί σε εφαρμογή πριν, και εφαρμόζονται ακόμη έπειτα, από την έναρξη ισχύος της συνθήκης 7

ii) κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο 7

iii) κάθε ενίσχυση που θεωρείται ότι έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 6 του παρόντος κανονισμού, ή πριν από τον παρόντα κανονισμό αλλά σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή 7

iv) κάθε ενίσχυση που θεωρείται ότι είναι υφιστάμενη ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 15 7

v) κάθε ενίσχυση που θεωρείται ως υφιστάμενη ενίσχυση εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι όταν τέθηκε σε ισχύ δεν αποτελούσε ενίσχυση, αλλά στη συνέχεια έγινε ενίσχυση λόγω της εξέλιξης της κοινής αγοράς και χωρίς να μεταβληθεί από το κράτος μέλος. Όταν ορισμένα μέτρα μετατρέπονται σε ενισχύσεις λόγω της ελευθέρωσης μιας δραστηριότητας από την κοινοτική νομοθεσία, τα μέτρα αυτά δεν θεωρούνται ως υφιστάμενη ενίσχυση μετά την ταχθείσα ημερομηνία ελευθέρωσης 7

γ) «νέα ενίσχυση»: κάθε ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων 7

δ) «καθεστώς ενισχύσεων»: κάθε πράξη βάσει της οποίας, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω μέτρα εκτέλεσης, μπορούν να χορηγούνται ατομικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις οι οποίες ορίζονται στην εν λόγω πράξη κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο και κάθε πράξη βάσει της οποίας μπορεί να χορηγείται ενίσχυση μη συνδεόμενη με συγκεκριμένο σχέδιο σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις για αόριστο χρονικό διάστημα ή/και για απροσδιόριστο ποσό 7

ε) «ατομική ενίσχυση»: ενίσχυση η οποία δεν χορηγείται με βάση καθεστώς ενισχύσεων ή η οποία χορηγείται με βάση καθεστώς ενισχύσεων αλλά πρέπει να κοινοποιηθεί 7

στ) «παράνομη ενίσχυση»: νέα ενίσχυση η οποία εφαρμόζεται κατά παράβαση του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης 7

ζ) «κατάχρηση ενίσχυσης»: ενίσχυση η οποία χρησιμοποιείται από τα δικαιούχο κατά παράβαση απόφασης που έχει ληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 ή το άρθρο 7 παράγραφοι 3 ή 4 του παρόντος κανονισμού 7

η) «ενδιαφερόμενο μέρος»: κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ

Άρθρο 2

Κοινοποίηση νέας ενίσχυσης

1. Εκτός αν άλλως προβλέπεται σε κανονισμούς οι οποίοι θεσπίζονται με βάση το άρθρο 94 της συνθήκης ή άλλες συναφείς διατάξεις της, κάθε σχέδιο για τη χορήγηση νέας ενίσχυσης κοινοποιείται εγκαίρως στην Επιτροπή από το οικείο κράτος μέλος. Η Επιτροπή ενημερώνει αμελλητί το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σχετικά με την παραλαβή της κοινοποίησης.

2. Στην κοινοποίηση, το οικείο κράτος μέλος παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες που θα επιτρέψουν στην Επιτροπή να λάβει απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 7 (εφεξής αποκαλούμενη «πλήρης κοινοποίηση»).

Άρθρο 3

Ρήτρα αναστολής της εφαρμογής

Οι ενισχύσεις που χρήζουν κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1, δεν τίθενται σε εφαρμογή παρά μόνον αφού η Επιτροπή λάβει, ή θεωρηθεί ότι έχει λάβει, απόφαση με την οποία εγκρίνει την εν λόγω ενίσχυση.

Άρθρο 4

Προκαταρκτική εξέταση της κοινοποίησης και αποφάσεις της Επιτροπής

1. Η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση μόλις τη λάβει. Με την επιφύλαξη του άρθρου 8, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 ή 4.

2. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση.

3. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης, δεν δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, το κηρύσσει συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά (εφεξής αποκαλούμενη «απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων»). Στην απόφαση αυτή, αναφέρεται η συγκεκριμένη εξαίρεση της συνθήκης που εφαρμόσθηκε.

4. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 2 της συνθήκης (εφεξής αποκαλούμενη «απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας»).

5. Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4, πρέπει να λαμβάνονται εντός δύο μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει την επομένη της ημέρας παραλαβής της πλήρους κοινοποίησης. Η κοινοποίηση θεωρείται πλήρης εάν, εντός δύο μηνών από την παραλαβή της ή από την παραλαβή οποιασδήποτε πρόσθετης πληροφορίας που ζητήθηκε, η Επιτροπή δεν ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες. Η προθεσμία μπορεί να παρατείνεται με τη συγκατάθεση τόσο της Επιτροπής όσο και του οικείου κράτους μέλους. Εφόσον είναι απαραίτητο, η Επιτροπή δύναται να καθορίζει πιο περιορισμένα χρονικά περιθώρια.

6. Εάν η Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 ή 4 εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η ενίσχυση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από την Επιτροπή. Το οικείο κράτος μέλος μπορεί κατόπιν τούτου να θέσει σε εφαρμογή τα εν λόγω μέτρα αφού ειδοποιήσει προηγουμένως σχετικά την Επιτροπή, εκτός εάν η τελευταία λάβει απόφαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο εντός προθεσμίας 15 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της ειδοποίησης.

Άρθρο 5

Αίτηση παροχής πληροφοριών

1. Εφόσον η Επιτροπή θεωρήσει ότι οι πληροφορίες που υπέβαλε το οικείο κράτος μέλος σχετικά με μέτρο που κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 είναι ελλιπείς, ζητάει όλες τις αναγκαίες συμπληρωματικές πληροφορίες. Όταν το κράτος μέλος απαντήσει στο αίτημα αυτό, η Επιτροπή το ενημερώνει ότι έλαβε την απάντηση.

2. Εφόσον το οικείο κράτος μέλος δεν παρέχει τις ζητούμενες πληροφορίες εντός της προθεσμίας που έταξε η Επιτροπή ή τις παρέχει κατά τρόπο ελλιπή, η Επιτροπή προβαίνει σε υπόμνηση, και τάσσει μια πρόσθετη εύλογη προθεσμία για την υποβολή των πληροφοριών.

3. Η κοινοποίηση θεωρείται ότι έχει αποσυρθεί, εάν είτε οι ζητούμενες πληροφορίες δεν παρασχεθούν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, εκτός εάν η τελευταία έχει παραταθεί πριν από τη λήξη της, με τη συγκατάθεση τόσο της Επιτροπής όσο και του οικείου κράτους μέλους, είτε το οικείο κράτος μέλος υποβάλει στην Επιτροπή δήλωση δεόντως αιτιολογημένη, πριν από τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας, στην οποία αναφέρει ότι, κατά την εκτίμησή του, η κοινοποίηση είναι πλήρης, δεδομένου ότι οι ζητηθείσες συμπληρωματικές πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή έχουν ήδη δοθεί. Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 αρχίζει την επομένη ημέρα της παραλαβής της δήλωσης. Εάν η κοινοποίηση θεωρηθεί ότι έχει αποσυρθεί, η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά το κράτος μέλος.

Άρθρο 6

Επίσημη διαδικασία έρευνας

1. Στην απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή αναφέρει συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, προβαίνει σε προσωρινή εκτίμηση σχετικά με το χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου μέτρου ως ενίσχυσης και εκθέτει τις αμφιβολίες της για το συμβατό του μέτρου με την κοινή αγορά. Η απόφαση καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα. Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ταχθείσα προθεσμία.

2. Οι παρατηρήσεις που λαμβάνονται διαβιβάζονται στο οικείο κράτος μέλος. Εφόσον ζητηθεί από ένα ενδιαφερόμενο μέρος, για λόγους πιθανής ζημίας, η ταυτότητά του αποκρύπτεται από το οικείο κράτος μέλος. Το οικείο κράτος μέλος μπορεί να απαντήσει στα σχόλια που υποβάλλονται εντός ορισμένης προθεσμίας που δεν υπερβαίνει συνήθως τον ένα μήνα. Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ταχθείσα προθεσμία.

Άρθρο 7

Αποφάσεις της Επιτροπής να περατώσει την επίσημη διαδικασία έρευνας

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 8, η επίσημη διαδικασία έρευνας περατώνεται με την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.

2. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι, ενδεχομένως κατόπιν τροποποιήσεων που επέφερε το οικείο κράτος μέλος, το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση.

3. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι, ενδεχομένως κατόπιν τροποποιήσεων που επέφερε το οικείο κράτος μέλος, αίρονται οι αμφιβολίες για το συμβατό του κοινοποιηθέντος μέτρου με την κοινή αγορά, αποφασίζει ότι η ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά (εφεξής αποκαλούμενη «θετική απόφαση»). Στην απόφαση αυτή, αναφέρεται η συγκεκριμένη εξαίρεση της συνθήκης που εφαρμόσθηκε.

4. Η Επιτροπή μπορεί να συνοδεύει τη θετική απόφασή της με όρους υπό τους οποίους μπορεί να θεωρηθεί μια ενίσχυση συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, και μπορεί να θεσπίσει υποχρεώσεις που της επιτρέπουν να ελέγχει την τήρηση της εν λόγω απόφασης (εφεξής αποκαλούμενη «υπό όρους απόφαση»).

5. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η κοινοποιηθείσα ενίσχυση δεν είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, αποφασίζει να μην τεθεί σε εφαρμογή (εφεξής αποκαλούμενη «αρνητική απόφαση»).

6. 6. Οι αποφάσεις κατ' εφαρμογή των παραγράφων 2, 3, 4 και 5 πρέπει να λαμβάνονται μόλις αρθούν οι αμφιβολίες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 4. Η Επιτροπή προσπαθεί κατά το δύνατόν να λάβει απόφαση εντός προθεσμίας 18 μηνών από την έναρξη της διαδικασίας. Η προθεσμία μπορεί να παρατείνεται κατόπιν κοινής συμφωνίας της Επιτροπής με το οικείο κράτος μέλος.

6. Μετά την εκπνοή της αναφερόμενης στο άρθρο 6 προθεσμίας και εάν το ζητήσει το οικείο κράτος μέλος, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση εντός δύο μηνών, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει. Εν ανάγκη, εφόσον οι διαθέσιμες πληροφορίες δεν αρκούν για τη διαπίστωση της συμβατότητας, η Επιτροπή λαμβάνει αρνητική απόφαση.

Άρθρο 8

Απόσυρση της κοινοποίησης

1. Το οικείο κράτος μέλος μπορεί να αποσύρει την κοινοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 2 σε εύθετο χρόνο, προτού η Επιτροπή λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 4 ή 7.

2. Στις περιπτώσεις που η Επιτροπή έχει κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, η Επιτροπή περατώνει τη διαδικασία αυτή.

Άρθρο 9

Ανάκληση απόφασης

Η Επιτροπή μπορεί να ανακαλέσει μια απόφαση που έλαβε σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 2 ή 3 ή το άρθρο 7 παράγραφοι 2, 3, 4, αφού δώσει πρώτα στο οικείο κράτος μέλος την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, εφόσον η απόφαση βασίστηκε σε εσφαλμένες πληροφορίες παρασχεθείσες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, και οι οποίες ήσαν καθοριστικές για την απόφαση. Πριν ανακαλέσει μια απόφαση και λάβει νέα απόφαση, η Επιτροπή κινεί την επίσημη διαδικασία έρευνας δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 4. Τα άρθρα 6, 7 και 10, το άρθρο 11 παράγραφος 1 και τα άρθρα 13, 14, και 15, εφαρμόζονται, mutatis mutandis.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ

Άρθρο 10

Εξέταση, αίτηση παροχής πληροφοριών και διαταγή παροχής πληροφοριών

1. Εφόσον η Επιτροπή έχει στην κατοχή της πληροφορίες από τις οποίες απορρέει ότι υπήρξαν παράνομες ενισχύσεις, ανεξαρτήτως της πηγής τους, εξετάζει αμελλητί τις πληροφορίες αυτές.

2. Εν ανάγκη, ζητάει πληροφορίες από το οικείο κράτος μέλος. Εφαρμόζονται το άρθρο 2 παράγραφος 2 και το άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2, mutatis mutandis.

3. Στις περιπτώσεις όπου, παρά την υπόμνηση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2, το οικείο κράτος μέλος δεν παρέχει τις ζητούμενες πληροφορίες εντός της προθεσμίας που έταξε η Επιτροπή ή παρέχει ελλιπείς πληροφορίες, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση με την οποία απαιτεί την παροχή των πληροφοριών αυτών (εφεξής αποκαλούμενή «διαταγή παροχής πληροφοριών»). Στην απόφαση αυτή, ορίζεται ποιες πληροφορίες ζητούνται και τάσσεται κατάλληλη προθεσμία για την υποβολή τους.

Άρθρο 11

Διαταγή αναστολής ή προσωρινής ανάκτησης της ενίσχυσης

1. Η Επιτροπή μπορεί, αφού δώσει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, να εκδώσει απόφαση, με την οποία απαιτεί από το κράτος μέλος να αναστείλει κάθε παράνομη ενίσχυση έως ότου η Επιτροπή λάβει απόφαση για το συμβατό της ενίσχυσης με την κοινή αγορά (εφεξής αποκαλούμενη «διαταγή αναστολής»).

2. Η Επιτροπή μπορεί, αφού καλέσει το οικείο κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, να εκδώσει απόφαση, με την οποία απαιτεί από το κράτος μέλος την προσωρινή ανάκτηση κάθε παράνομης ενίσχυσης, έως ότου ληφθεί απόφαση της Επιτροπής για το συμβατό της ενίσχυσης με την κοινή αγορά (εφεξής αποκαλούμενη «διαταγή ανάκτησης»), εφόσον πληρούνται τα εξής κριτήρια:

- σύμφωνα με την κρατούσα πρακτική, δεν υπάρχουν αμφιβολίες περί του χαρακτήρα του συγκεκριμένου μέτρου ως ενίσχυσης,

- επιβάλλεται να αναληφθεί επείγουσα δράση,

- υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να προξενηθεί ουσιώδης και ανεπανόρθωτη ζημία σε ανταγωνιστή.

Η ανάκτηση γίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 14 παράγραφοι 2 και 3. Μετά την πραγματική ανάκτηση της ενίσχυσης, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση εντός της προθεσμίας που ισχύει για τις κοινοποιημένες ενισχύσεις.

Η Επιτροπή μπορεί να επιτρέψει στο κράτος μέλος να συνδυάσει την επιστροφή της ενίσχυσης με την καταβολή ενίσχυσης για τη διάσωση της αφορώμενης επιχείρησης.

Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται μόνο στις παράνομες ενισχύσεις που εκτελούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 12

Μη συμμόρφωση με διαταγή

Εάν το κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί με διαταγή αναστολής ή προσωρινής ανάκτησης της ενίσχυσης, η Επιτροπή δύναται, παράλληλα με τη διεξαγωγή έρευνας επί της ουσίας της υπόθεσης βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, να προσφύγει απευθείας στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και να ζητήσει δήλωση περί του ότι η εν λόγω μη συμμόρφωση αποτελεί παράβαση της συνθήκης.

Άρθρο 13

Αποφάσεις της Επιτροπής

1. Μετά την εξέταση της ενδεχόμενης ύπαρξης παράνομων ενισχύσεων, εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 2, 3 ή 4. Στην περίπτωση απόφασης για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η διαδικασία περατώνεται με απόφαση βάσει του άρθρου 7. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του κράτους μέλους με διαταγή παροχής πληροφοριών, η απόφαση αυτή λαμβάνεται με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες.

2. Στις περιπτώσεις ενδεχόμενης ύπαρξης παράνομων ενισχύσεων και με την επιφύλαξη του άρθρου 11 παράγραφος 2, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από την προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 και στο άρθρο 7 παράγραφοι 6 και 7.

3. Εφαρμόζεται το άρθρο 9 mutatis mutandis.

Άρθρο 14

Ανάκτηση της ενίσχυσης

1. Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο (εφεξής αποκαλούμενη «απόφαση ανάκτησης»). Η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

2. Το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί δυνάμει απόφασης ανάκτησης περιλαμβάνει και τους σχετικούς τόκους, υπολογιζόμενους με το δέον επιτόκιο που ορίζει η Επιτροπή. Οι τόκοι πρέπει να καταβληθούν από την ημερομηνία κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση ετέθη στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της ανάκτησής της.

3. Με την επιφύλαξη απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατ' εφαρμογή του άρθρου 185 της συνθήκης, η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτό και σε περίπτωση κινήσεως διαδικασίας ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που διαθέτουν στα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών μέτρων, με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας.

Άρθρο 15

Παραγραφή

1. Οι εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση της ενίσχυσης υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής.

2. Η προθεσμία αυτή αρχίζει να προσμετράται από την ημέρα κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση χορηγείται στον δικαιούχο είτε ως ατομική ενίσχυση είτε ως ενίσχυση βάσει ενός καθεστώτος ενισχύσεων. Κάθε ενέργεια της Επιτροπής ή κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αίτησης της Επιτροπής, σε σχέση με την παράνομη ενίσχυση, διακόπτει την περίοδο παραγραφής. Έπειτα από κάθε διακοπή, η προθεσμία αρχίζει να προσμετράται από την αρχή. Η προθεσμία παραγραφής αναστέλλεται για όσο διάστημα η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας εκκρεμούσης ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3. Κάθε ενίσχυση της οποίας η περίοδος παραγραφής έχει εκπνεύσει, θεωρείται ως υφιστάμενη ενίσχυση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ

Άρθρο 16

Καταχρηστική εφαρμογή ενίσχυσης

Με την επιφύλαξη του άρθρου 23, η Επιτροπή μπορεί, σε περιπτώσεις καταχρηστικής εφαρμογής ενισχύσεων, να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4. Τα άρθρα 6, 7, 9, 10, το άρθρο 11 παράγραφος 1, και τα άρθρα 12, 13, 14 και 15 εφαρμόζονται, mutatis mutandis.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

Άρθρο 17

Συνεργασία σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 1 της συνθήκης

1. Η Επιτροπή λαμβάνει από το οικείο κράτος μέλος όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εξέταση, σε συνεργασία με το κράτος μέλος, των υφιστάμενων καθεστώτων ενισχύσεων σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 1 της συνθήκης.

2. Εφόσον η Επιτροπή θεωρήσει ότι ένα καθεστώς ενισχύσεων δεν είναι συμβιβάσιμο ή δεν είναι πλέον συμβάσιμο με την κοινή αγορά, ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος για την προκαταρκτική της γνώμη και το καλεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας ενός μηνός. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την προθεσμία αυτή, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις.

Άρθρο 18

Πρόταση κατάλληλων μέτρων

Εφόσον η Επιτροπή, με βάση τις πληροφορίες που υπέβαλε το οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 17, συνάγει ότι το υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων δεν είναι συμβιβάσιμο ή δεν είναι πλέον συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά, εκδίδει σύσταση με την οποία προτείνει κατάλληλα μέτρα στο οικείο κράτος μέλος. Η σύσταση μπορεί να προτείνει, συγκεκριμένα:

α) την ουσιαστική τροποποίηση του καθεστώτος ενισχύσεων, ή

β) την επιβολή ορισμένων διαδικαστικών όρων, ή

γ) την κατάργηση του καθεστώτος ενισχύσεων.

Άρθρο 19

Νομικές συνέπειες της πρότασης κατάλληλων μέτρων

1. Εφόσον το οικείο κράτος μέλος δέχεται τα προτεινόμενα μέτρα και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή, η τελευταία σημειώνει τη διαπίστωση αυτή και ενημερώνει σχετικά το κράτος μέλος. Το κράτος μέλος δεσμεύεται με την αποδοχή του να εφαρμόσει τα κατάλληλα μέτρα.

2. Εφόσον το οικείο κράτος μέλος δεν δέχεται τα προτεινόμενα μέτρα και η Επιτροπή, αφού εξετάσει τους ισχυρισμούς του οικείου κράτους μέλους, εξακολουθεί να θεωρεί ότι τα μέτρα αυτά είναι αναγκαία, κινεί διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4. Τα άρθρα 6, 7 και 9 εφαρμόζονται, mutatis mutandis.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

Άρθρο 20

Δικαιώματα των ενδιαφερομένων μερών

1. Κάθε ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 6 έπειτα από απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος που έχει υποβάλει παρατηρήσεις και σε κάθε δικαιούχο ατομικής ενίσχυσης, αποστέλλεται αντίγραφο της απόφασης που έλαβε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 7.

2. Κάθε ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να ενημερώσει την Επιτροπή για τεκμαιρόμενη παράνομη ενίσχυση και τεκμαιρόμενη καταχρηστική εφαρμογή ενίσχυσης. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να εξετάσει την περίπτωση, ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο μέρος. Εφόσον η Επιτροπή λάβει απόφαση για υπόθεση που αφορά το αντικείμενο της παρασχεθείσας πληροφορίας, αποστέλλει αντίγραφο της απόφασης αυτής στο ενδιαφερόμενο μέρος.

3. Κάθε ενδιαφερόμενο μέρος λαμβάνει, κατόπιν αιτήσεώς του, αντίγραφο κάθε απόφασης που λαμβάνεται δυνάμει των άρθρων 4 και 7, του άρθρου 10 παράγραφος 3 και του άρθρου 11.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΕΛΕΓΧΟΣ

Άρθρο 21

Ετήσιες εκθέσεις

1. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή ετήσιες εκθέσεις σχετικά με όλα τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων για τα οποία δεν έχει επιβληθεί ειδική υποχρέωση υποβολής εκθέσεων με υπό όρους απόφαση βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 4.

2. Εάν, παρά την υπόμνηση, το οικείο κράτος μέλος δεν υποβάλει την ετήσια αυτή έκθεση, η Επιτροπή μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 18 όσον αφορά το εν λόγω καθεστώς ενίσχυσης.

Άρθρο 22

Επιτόπιος έλεγχος

1. Στις περιπτώσεις που η Επιτροπή έχει σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσον τηρούνται οι αποφάσεις για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων, οι θετικές αποφάσεις ή οι υπό όρους αποφάσεις όσον αφορά συγκεκριμένη ενίσχυση, το οικείο κράτος μέλος, αφού του δοθεί η δυνατότητα υποβολής των παρατηρήσεών του, της επιτρέπει να προβεί σε επισκέψεις επιτόπιου ελέγχου.

2. Οι εντεταλμένοι υπάλληλοι της Επιτροπής έχουν την εξουσία, προκειμένου να επαληθεύουν τη συμμόρφωση προς τη σχετική απόφαση:

α) να εισέρχονται σε όλες τις εγκαταστάσεις και γήπεδα της συγκεκριμένης επιχείρησης 7

β) να ζητούν επιτόπου προφορικές διευκρινίσεις 7

γ) να εξετάζουν τα βιβλία και άλλα επαγγελματικά έγγραφα και να λαμβάνουν ή να ζητούν αντίγραφα.

Η Επιτροπή μπορεί να επικουρείται, εν ανάγκη, από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες.

3. Η Επιτροπή ενημερώνει, σε εύθετο χρόνο και γραπτώς, το οικείο κράτος μέλος σχετικά με την επιτόπου επίσκεψή της και γνωστοποιεί τα στοιχεία ταυτότητας των εντεταλμένων υπαλλήλων και εμπειρογνωμόνων. Εάν το κράτος μέλος έχει δεόντως αιτιολογημένες αντιρρήσεις σχετικά με την επιλογή των εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής, οι τελευταίοι διορίζονται σε κοινή συμφωνία με το κράτος μέλος. Οι υπάλληλοι της Επιτροπής και οι εμπειρογνώμονες οι οποίοι είναι εντεταλμένοι να διενεργήσουν τον επιτόπιο έλεγχο, επιδεικνύουν γραπτό ένταλμα όπου αναφέρεται το αντικείμενο και ο σκοπός της επίσκεψης.

4. Οι εντεταλμένοι υπάλληλοι του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να διενεργηθεί ο έλεγχος δύνανται να είναι παρόντες κατά την επίσκεψη ελέγχου.

5. Η Επιτροπή διαβιβάζει στο κράτος μέλος αντίγραφο της έκθεσης που προκύπτει από την επίσκεψη ελέγχου.

6. Εφόσον μια επιχείρηση αντιτίθεται στη διενέργεια ελέγχου που έχει διαταχθεί με απόφαση της Επιτροπής δυνάμει του παρόντος άρθρου, το οικείο κράτος μέλος παρέχει την απαραίτητη συνδρομή στους υπαλλήλους και τους εμπειρογνώμονες που είναι εντεταλμένοι από την Επιτροπή για να μπορέσουν να διενεργήσουν την επίσκεψη ελέγχου. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη λαμβάνουν, αφού ζητήσουν τη γνώμη της Επιτροπής, τα αναγκαία μέτρα εντός 18 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 23

Μη συμμόρφωση με απόφαση

1. Εφόσον το οικείο κράτος μέλος δεν συμμορφώνεται με μια υπό όρους ή αρνητική απόφαση, και ιδίως στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 14, η Επιτροπή μπορεί να προσφεύγει απευθείας στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 2 της συνθήκης.

2. Εάν η Επιτροπή θεωρήσει ότι το οικείο κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί με μια απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η Επιτροπή μπορεί να ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 171 της συνθήκης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 24

Επαγγελματικό απόρρητο

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό τους, περιλαμβανομένων των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων που έχει διορίσει η Επιτροπή, υποχρεούνται να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες οι οποίες καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου και οι οποίες έχουν περιέλθει σ' αυτούς στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 25

Αποδέκτες των αποφάσεων

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V και VII απευθύνονται στο οικείο κράτος μέλος. Η Επιτροπή κοινοποιεί αμελλητί τις αποφάσεις αυτές στο οικείο κράτος μέλος και παρέχει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να δηλώσει στην Επιτροπή τις πληροφορίες τις οποίες θεωρεί ότι καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου.

Άρθρο 26

Δημοσίευση των αποφάσεων

1. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύντομη ανακοίνωση των αποφάσεων που λαμβάνει σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 3 και το άρθρο 18 σε συνδυασμό με το άρθρο 19 παράγραφος 1. Στη σύντομη ανακοίνωση δηλώνεται ότι υπάρχει δυνατότητα να ληφθεί αντίγραφο της απόφασης στην αυθεντική γλωσσική απόδοση ή αποδόσεις.

2. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τις αποφάσεις που λαμβάνει σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 στην αυθεντική γλωσσική τους απόδοση. Στην Επίσημη Εφημερίδα η οποία δημοσιεύεται σε γλώσσες άλλες εκτός από τη γλώσσα της αυθεντικής απόδοσης, η αυθεντική γλωσσική απόδοση συνοδεύεται από περιεκτική περίληψη στη γλώσσα αυτής της Επίσημης Εφημερίδας.

3. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τις αποφάσεις που λαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 7.

4. Στην περίπτωση που εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 6 ή το άρθρο 8 παράγραφος 2, δημοσιεύεται σύντομη ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

5. Το Συμβούλιο, ενεργώντας ομόφωνα, μπορεί να αποφασίσει τη δημοσίευση αποφάσεων κατ' εφαρμογήν του άρθρου 93 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο της συνθήκης, στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 27

Εκτελεστικές διατάξεις

Η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 29, είναι αρμόδια για τη θέσπιση εκτελεστικών διατάξεων όσον αφορά τη μορφή, το περιεχόμενο και τα άλλα στοιχεία των κοινοποιήσεων, τη μορφή, το περιεχόμενο και τα άλλα στοιχεία των ετήσιων εκθέσεων, τις λεπτομέρειες σχετικά με τις προθεσμίες και τον υπολογισμό των προθεσμιών, καθώς και τα επιτόκια που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.

Άρθρο 28

Συμβουλευτική επιτροπή για τις κρατικές ενισχύσεις

Συγκροτείται συμβουλευτική επιτροπή για τις κρατικές ενισχύσεις, εφεξής αποκαλούμενη «επιτροπή», η οποία απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από τον αντιπρόσωπο της Επιτροπής.

Άρθρο 29

Αίτηση της γνώμης της επιτροπής

1. Η Επιτροπή ζητάει τη γνώμη της επιτροπής πριν από τη θέσπιση κάθε εκτελεστικής διάταξης σύμφωνα με το άρθρο 27.

2. Η γνώμη της επιτροπής ζητείται σε συνεδρίαση την οποία συγκαλεί η Επιτροπή. Τα εξεταστέα σχέδια και έγγραφα προσαρτώνται στην πρόσκληση. Η συνεδρίαση λαμβάνει χώρα έπειτα από παρέλευση δύο τουλάχιστον μηνών από την αποστολή της πρόσκλησης. Η προθεσμία αυτή μπορεί να συντμηθεί σε περίπτωση επείγοντος.

3. Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των ληπτέων μέτρων. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της επί του σχεδίου εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να ορίσει o πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος, εν ανάγκη προβαίνοντας σε ψηφοφορία.

4. Η γνώμη καταχωρείται στα πρακτικά. Επιπλέον, κάθε κράτος μέλος έχει δικαίωμα να ζητήσει να καταχωρηθεί η θέση του στα πρακτικά. Η επιτροπή μπορεί να εισηγηθεί τη δημοσίευση της γνώμης αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

5. Η Επιτροπή λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη τη γνώμη της επιτροπής και την ενημερώνει για τον τρόπο με τον οποίο έλαβε υπόψη τη γνώμη αυτή.

Άρθρο 30

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 22 Μαρτίου 1999.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. VERHEUGEN

(1) ΕΕ C 116 της 16. 4. 1998, σ. 13.

(2) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1999 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3) ΕΕ C 284 της 14. 9. 1998, σ. 10.