31999L0032

Οδηγία 1999/32/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο και για την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 121 της 11/05/1999 σ. 0013 - 0018


ΟΔΗΓΙΑ 1999/32/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 26ης Απριλίου 1999

σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο και για την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 130 Σ, παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής(1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 189 Γ της συνθήκης(3),

Εκτιμώντας:

(1) ότι οι στόχοι και οι αρχές της περιβαλλοντικής πολιτικής της Κοινότητας, όπως καθορίστηκαν στα προγράμματα δράσης για το περιβάλλον, και ειδικότερα στο πέμπτο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον(4) βάσει των αρχών που διατυπώνονται στο άρθρο 130 Ρ της συνθήκης, αποσκοπούν ιδίως στη διασφάλιση αποτελεσματικής προστασίας όλων των ατόμων από τους αναγνωρισμένους κινδύνους που προέρχονται από τις εκπομπές διοξειδίου του θείου και στην προστασία του περιβάλλοντος μέσω της πρόληψης της εναπόθεσης θείου σε ποσότητες οι οποίες υπερβαίνουν τα κρίσιμα φορτία και επίπεδα·

(2) ότι το άρθρο 129 της συνθήκης προβλέπει ότι οι απαιτήσεις στον τομέα της προστασίας της υγείας αποτελούν συνιστώσα των άλλων πολιτικών της Κοινότητας· ότι στο άρθρο 3 στοιχείο ξ) της συνθήκης επίσης προβλέπεται ότι η δράση της Κοινότητας πρέπει να περιλαμβάνει συμβολή στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας·

(3) ότι οι εκπομπές διοξειδίου του θείου συμβάλλουν σημαντικά στο πρόβλημα της όξινης βροχής στην Κοινότητα και ότι οι εκπομπές διοξειδίου του θείου έχουν επίσης άμεση επίπτωση στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον·

(4) ότι η όξινη βροχή και το ατμοσφαιρικό διοξείδιο του θείου βλάπτουν ευαίσθητα οικοσυστήματα, μειώνουν τη βιοποικιλότητα και υποβαθμίζουν τα ευχάριστα στοιχεία του περιβάλλοντος ενώ επίσης έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη γεωργική παραγωγή και στην ανάπτυξη των δασών· ότι η όξινη βροχή στις πόλεις μπορεί να προκαλέσει σημαντικές βλάβες στα κτίρια και στην αρχιτεκτονική κληρονομιά· ότι η ρύπανση από το διοξείδιο του θείου μπορεί να έχει σοβαρή επίδραση στην ανθρώπινη υγεία, ιδίως στα τμήματα του πληθυσμού που υποφέρουν από αναπνευστικές παθήσεις·

(5) ότι η όξινη βροχή είναι ένα διαμεθοριακό φαινόμενο το οποίο απαιτεί λύσεις σε κοινοτικό καθώς και σε εθνικό και τοπικό επίπεδο·

(6) ότι οι εκπομπές διοξειδίου του θείου συμβάλλουν στο σχηματισμό αιωρούμενων σωματιδίων στην ατμόσφαιρα·

(7) ότι η Κοινότητα και κάθε κράτος μέλος αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση της UNECE για τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση· ότι το δεύτερο πρωτόκολλο UNECE για τη διαμεθοριακή ρύπανση από διοξείδιο του θείου προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θα πρέπει να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του θείου σύμφωνα ή πέραν της μείωσης του 30 % που ορίζεται στο πρώτο πρωτόκολλο και ότι το δεύτερο πρωτόκολλο UNECE βασίζεται στην υπόθεση ότι θα συνεχισθεί η υπέρβαση των κρίσιμων φορτίων και επιπέδων σε μερικές ευαίσθητες περιοχές· ότι θα χρειασθεί να ληφθούν και άλλα μέτρα για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του θείου εάν πρόκειται να τηρηθούν οι στόχοι στο πέμπτο πρόγραμμα περιβαλλοντικής δράσης· ότι τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν συνεπώς να μειώσουν περαιτέρω σημαντικά τις εκπομπές διοξειδίου του θείου·

(8) ότι η φυσική παρουσία μικρών ποσοτήτων θείου στο πετρέλαιο και τους γαιάνθρακες έχει από δεκαετίες αναγνωρισθεί ως η σημαντικότερη πηγή εκπομπών διοξειδίου του θείου οι οποίες αποτελούν μία από τις σπουδαιότερες αιτίες του φαινομένου της όξινης βροχής και μία από τις κύριες αιτίες της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που εμφανίζεται σε πολλές αστικές και βιομηχανικές περιοχές·

(9) ότι η Επιτροπή προσφάτως δημοσίευσε ανακοίνωση σχετικά με μια αποτελεσματική ως προς το κόστος, στρατηγική καταπολέμησης της όξινης βροχής στην Κοινότητα· ότι ο έλεγχος των εκπομπών διοξειδίου του θείου οι οποίες προέρχονται από την καύση ορισμένων υγρών καυσίμων έχει προσδιορισθεί ως συστατικό στοιχείο της εν λόγω αποτελεσματικής ως προς το κόστος στρατηγικής· ότι η Κοινότητα αναγνωρίζει την ανάγκη λήψης μέτρων σχετικά με όλα τα άλλα καύσιμα·

(10) ότι ειδικές μελέτες κατέδειξαν ότι τα πλεονεκτήματα από τη μείωση των εκπομπών θείου διά της μειώσεως της περιεκτικότητας των καυσίμων σε θείο θα είναι σημαντικά μεγαλύτερα σε σχέση με το κόστος για τη βιομηχανία δυνάμει της παρούσας οδηγίας· ότι η τεχνολογία για τη μείωση του επιπέδου του θείου των υγρών καυσίμων υπάρχει και είναι καλά εδραιωμένη·

(11) ότι σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και την αρχή της αναλογικότητας που διατυπώνονται στο άρθρο 3 Β της συνθήκης, ο στόχος της μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του θείου που προκύπτουν από την καύση ορισμένων τύπων υγρών καυσίμων δεν μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικά εάν το κάθε κράτος μέλος ενεργεί μεμονωμένα· ότι η μη εναρμονισμένη δράση δεν παρέχει εγγυήσεις για την επίτευξη του επιθυμητού στόχου, είναι εν δυνάμει αντιπαραγωγική και θα επιφέρει σημανπκή αβεβαιότητα στην αγορά των εν λόγω πετρελαιοειδών· ότι, ενόψει της ανάγκης μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του θείου στην Κοινότητα, είναι αποτελεσματικότερο να ληφθεί δράση στο επίπεδο της Κοινότητας· ότι η παρούσα οδηγία περιορίζεται στις ελάχιστες απαιτήσεις που είναι απαραίτητες για την επίτευξη του επιθυμητού στόχου·

(12) ότι στην οδηγία 93/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1993, σχετικά με την περιεκτικότητα ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο(5), ζητείται από την Επιτροπή να υποβάλει στο Συμβούλιο πρόταση που να προβλέπει χαμηλότερα όρια για την περιεκτικότητα σε θείο του πετρελαίου εσωτερικής καύσης και νέα όρια για την κηροζίνη των αεροσκαφών· ότι είναι σκόπιμο να καθορισθούν όρια για την περιεκτικότητα σε θείο κι άλλων υγρών καυσίμων, ιδιαίτερα για το βαρύ μαζούτ, τα πετρέλαια δεξαμενών πλοίων, το ντίζελ πλοίων και τα πετρέλαια εσωτερικής καύσης, με βάση μελέτη για τη σχέση κόστους-αποτελέσματος·

(13) ότι, σύμφωνα με το άρθρο 130 Γ της συνθήκης, η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν και να θεσπίζουν μέτρα ενισχυμένης προστασίας· ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να συμβιβάζονται με τη συνθήκη και να κοινοποιούνται στην Επιτροπή·

(14) ότι ένα κράτος μέλος, πριν τη θέσπιση νέων μέτρων ενισχυμένης προστασίας, θα πρέπει να κοινοποιεί τα σχέδια μέτρων στην Επιτροπή σύμφωνα με την οδηγία 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών(6)·

(15) ότι, όσον αφορά το όριο περιεκτικότητας του βαρέος μαζούτ σε θείο, ενδείκνυται να προβλεφθούν παρεκκλίσεις για τα κράτη μέλη και τις περιοχές των οποίων οι περιβαλλοντικές συνθήκες επιτρέπουν παρόμοια παρέκκλιση·

(16) ότι, όσον αφορά τη θέσπιση ορίου περιεκτικότητας του βαρέος μαζούτ σε θείο, ενδείκνυται να προβλεφθούν επίσης παρεκκλίσεις για τη χρησιμοποίησή του σε εγκαταστάσεις καύσης οι οποίες συμμορφούνται με τις οριακές τιμές εκπομπών που θέτει η οδηγία 88/609/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1988, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων από μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης(7)· ότι στα πλαίσια προσεχούς αναθεώρησης της οδηγίας 188/609/ΕΟΚ μπορεί να είναι απαραίτητο να επανεξεταθούν και, εάν χρειάζεται, να αναθεωρηθούν ορισμένες διατάξεις της παρούσας οδηγίας·

(17) ότι, όσον αφορά τις μονάδες καύσης διυλιστηρίων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 παράγραφος 3 σημείο i) στοιχείο γ) της παρούσας οδηγίας, ο μέσος όρος εκπομπών διοξειδίων θείου αυτών των μονάδων δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα όρια που ορίζονται από την οδηγία 88/609/ΕΟΚ ή οποιασδήποτε μελλοντικής αναθεωρημένης μορφής της εν λόγω οδηγίας· ότι κατά την εφαρμογή αυτής της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι η αντικατάσταση από καύσιμα άλλα από αυτά που ορίζονται στο άρθρο 2 δεν θα επιφέρει αύξηση εκπομπών των όξινων ρυπογόνων ουσιών·

(18) ότι έχει ήδη θεσπισθεί οριακή τιμή 0,2 % για την περιεκτικότητα των πετρελαίων εσωτερικής καύσης σε θείο βάσει της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ· ότι η εν λόγω οριακή τιμή θα πρέπει να μεταβληθεί σε 0,1 % μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2008·

(19) ότι, σύμφωνα με την πράξη προσχώρησης του 1994, έχει χορηγηθεί παρέκκλιση στην Αυστρία και στη Φινλανδία, για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών από την ημερομηνία προσχώρησης, όσον αφορά τις διατάξεις της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ σχετικά με την περιεκτικότητα ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο·

(20) ότι οι οριακές τιμές 0,2 % (από το έτος 2000) και 0,1 % (από το έτος 2008) για την περιεκτικότητα σε θείο των πετρελαίων εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιούνται στη ναυτιλία, στα θαλασσοπόρα πλοία, ενδεχομένως παρουσιάζουν τεχνικά και οικονομικά προβλήματα για την Ελλάδα, σε όλη την επικράτειά της, για την Ισπανία στις Καναρίους Νήσους, για τη Γαλλία στα υπερπόντια διαμερίσματα, για την Πορτογαλία στα αρχιπελάγη της Μαδέρας και των Αζορών· ότι μια παρέκκλιση για την Ελλάδα, τις Καναρίους Νήσους, τα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα και τα αρχιπελάγη της Μαδέρας και των Αζορών δεν θα πρέπει να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά πετρελαίων εσωτερικής καύσης που προορίζονται για ναυτιλιακή χρήση, δεδομένου ότι τα εν λόγω πετρέλαια που εξάγονται από την Ελλάδα και τις Καναρίους Νήσους, τα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα και τα αρχιπελάγη της Μαδέρας και των Αζορών προς άλλα κράτη μέλη θα πληρούν τις απαιτήσεις που ισχύουν στο κράτος μέλος εισαγωγής· ότι ως εκ τούτου θα πρέπει να επιτραπεί στην Ελλάδα και τις Καναρίους Νήσους, τα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα και τα αρχιπελάγη της Μαδέρας και των Αζορών παρέκκλιση από τις οριακές τιμές θείου κατά βάρος για τα πετρέλαια εσωτερικής καύσης ναυτιλιακής χρήσης·

(21) ότι οι εκπομπές θείου από τα πλοία λόγω της καύσης καυσίμων δεξαμενών με υψηλή περιεκτικότητα σε θείο συμβάλλουν στην ρύπανση από διοξείδιο του θείου και στα προβλήματα οξίνισης· ότι, στις περαιτέρω διαπραγματεύσεις της σχετικά με τη συμφωνία MARPOL στο πλαίσιο του διεθνούς ναυτιλιακού οργανισμού (ΔΝΟ), η Κοινότητα θα προωθήσει περισσότερο αποτελεσματική προστασία των περιοχών που παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία στις εκπομπές SOX καθώς και μείωση της γενικά καθιερωμένης οριακής τιμής για το πετρέλαιο δεξαμενών πλοίων (που σήμερα είναι 4,5 %)· ότι θα πρέπει να συνεχισθούν οι κοινοτικές πρωτοβουλίες για τον χαρακτηρισμό της περιοχής της Βόρειας Θάλασσας/Μάγχης ως ειδικής περιοχής ελέγχου των εκπομπών SOX·

(22) ότι πρέπει να εμβαθυνθεί η έρευνα σχετικά με τις επιπτώσεις της οξίνισης στο οικοσύστημα και στον ανθρώπινο οργανισμό· ότι η Κοινότητα θα προωθήσει την εν λόγω έρευνα στο πλαίσιο του πέμπτου ερευνητικού προγράμματος-πλαισίου(8)·

(23) ότι σε περίπτωση διατάραξης της προσφοράς αργού πετρελαίου, προϊόντων πετρελαίου ή άλλων υδρογονανθράκων, η Επιτροπή ενδέχεται να επιτρέψει την εφαρμογή υψηλότερου ορίου στην επικράτεια ενός κράτους μέλους·

(24) ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν τους κατάλληλους μηχανισμούς για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας· ότι θα πρέπει να υποβάλλονται στην Επιτροπή τακτικές εκθέσεις σχετικά με την περιεκτικότητα των υγρών καυσίμων σε θείο·

(25) ότι, για λόγους σαφήνειας, είναι αναγκαία η τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

1. Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του θείου οι οποίες οφείλονται στην καύση ορισμένων τύπων υγρών καυσίμων και, εξ αυτού, η μείωση των επιβλαβών συνεπειών των εκπομπών αυτών στον άνθρωπο και το περιβάλλον.

2. Η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του θείου, οι οποίες οφείλονται στην καύση ορισμένων υγρών καυσίμων παραγώγων πετρελαίου επιτυγχάνεται με την επιβολή ανώτατων ορίων περιεκτικότητας των εν λόγω καυσίμων σε θείο ως προϋπόθεση για τη χρήση τους εντός της επικράτειας των κρατών μελών.

Ωστόσο, οι περιορισμοί στην περιεκτικότητα ορισμένων υγρών καυσίμων παραγώγων του πετρελαίου σε θείο, οι οποίοι θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία, δεν ισχύουν:

α) - για τα υγρά καύσιμα που είναι παράγωγα του πετρελαίου και χρησιμοποιούνται από τα θαλασσοπόρα πλοία, εκτός των καυσίμων που εμπίπτουν στον ορισμό του άρθρου 2 παράγραφος 3,

- για το ντίζελ πλοίων που χρησιμοποιείται από τα πλοία τα οποία κινούνται μεταξύ τρίτης χώρας και κράτους μέλους·

β) για τα καύσιμα που προορίζονται να υποστούν κατεργασία πριν από την τελική καύση·

γ) για τα καύσιμα που προορίζονται να υποστούν κατεργασία στη βιομηχανία διύλισης.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

1. "βαρύ μαζούτ (heavy fuel oil)":

- κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου το οποίο υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 2710 00 71 έως 2710 00 78,

ή

- κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου (εκτός από το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που ορίζεται στα σημεία 2 και 3, το οποίο, λόγω των ορίων απόσταξής του, υπάγεται στην κατηγορία των βαρέων ελαίων που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα και του οποίου λιγότερο από 65 % κατ' όγκον (περιλαμβανομένων των απωλειών) αποστάζει σε θερμοκρασία 250 °C, με τη μέθοδο ASTM D86. Εάν η απόσταξη δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τη μέθοδο ΑSΤΜ D86, το πετρελαϊκό προϊόν ομοίως κατατάσσεται στην κατηγορία του βαρέος μαζούτ·

2. "πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (gas oil)":

- κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου το οποίο υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 2710 00 67 ή 2710 00 68

ή

- κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου το οποίο, λόγω των ορίων απόσταξής του, υπάγεται στην κατηγορία των ενδιάμεσων κλασμάτων που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα και του οποίου τουλάχιστον 85 % κατ' όγκον (περιλαμβανομένων των απωλειών) αποστάζει σε θερμοκρασία 350 °C με τη μέθοδο ASTM D86.

Τα πετρέλαια ντίζελ που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ και για την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ(9), αποκλείονται από τον παρόντα ορισμό. Επίσης εξαιρούνται από τον ορισμό αυτό τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται από μη οδικά κινητά μηχανήματα και γεωργικούς ελκυστήρες·

3. "ντίζελ πλοίων (marine gas oil)": καύσιμα που προορίζονται για ναυτική χρήση τα οποία πληρούν τον ορισμό του σημείου 2 ή το ιξώδες ή η πυκνότητα των οποίων εμπίπτουν στο εύρος του ιξώδους ή της πυκνότητας που καθορίζονται για τα ναυτικά κλάσματα στον πίνακα 1 του ISO 8217 (1996)·

4. "μέθοδος ASTM": οι μέθοδοι οι οποίες έχουν καθοριστεί από την αμερικανική εταιρεία δοκιμών υλικών στην έκδοση 1976 των προτύπων ορισμών και προδιαγραφών για τα πετρελαϊκά και τα λιπαντικά προϊόντα·

5. "μονάδα καύσης": οποιαδήποτε τεχνική συσκευή εντός της οποίας διενεργείται η οξείδωση των καυσίμων προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η εκλυόμενη θερμότητα·

6. "κρίσιμο φορτίο": ποσοτική εκτίμηση έκθεσης σε ένα ή περισσότερους ρυπαντές κάτω της οποίας δεν υφίστανται βλαβερές συνέπειες σε ευαίσθητα στοιχεία του περιβάλλοντος σύμφωνα με τις τρέχουσες γνώσεις.

Άρθρο 3

Μέγιστη περιεκτικότητα του βαρέος μαζούτ σε θείο

1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι, εντός της επικράτειάς τους, από την 1η Ιανουαρίου 2003 δεν χρησιμοποιείται βαρύ μαζούτ περιεκτικότητας σε θείο άνω του 1,00 % κατά μάζα.

2. Εφόσον τηρούνται τα πρότυπα ποιότητας του αέρα τα οποία καθορίζονται για το διοξείδιο του θείου στην οδηγία 80/779/ΕΟΚ(10) ή σε άλλο κοινοτικό νομοθέτημα που καταργεί και αντικαθιστά τα πρότυπα αυτά καθώς και σε άλλες σχετικές κοινοτικές διατάξεις και οι εκπομπές δεν συμβάλλουν στην υπέρβαση των κρίσιμων φορτίων σε άλλο κράτος μέλος, ένα κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να επιτρέψει τη χρήση βαρέος μαζούτ περιεκτικότητας σε θείο μεταξύ 1 και 3 % κατά μάζα σε τμήματα ή στο σύνολο της επικράτειάς του. Η έγκριση αυτή ισχύει μόνο για όσο χρόνο οι εκπομπές ενός κράτους μέλους δεν συμβάλλουν στην υπέρβαση των κρίσιμων φορτίων σε άλλο κράτος μέλος.

3. i) Υπό την επιφύλαξη της κατάλληλης παρακολούθησης των εκπομπών εκ μέρους των αρμόδιων αρχών, οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται για το βαρύ μαζούτ που χρησιμοποιείται:

α) στις μονάδες καύσης οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 88/609/ΕΟΚ, οι οποίες θεωρούνται νέες εγκαταστάσεις σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 παράγραφος 9 της εν λόγω οδηγίας και οι οποίες τηρούν τις οριακές τιμές εκπομπών διοξειδίου του θείου που ισχύουν για αυτές τις εγκαταστάσεις όπως ορίζεται στο άρθρο 4 και στο παράρτημα IV της ανωτέρω οδηγίας·

β) σε άλλες μονάδες καύσης οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του στοιχείου α), εφόσον οι εκπεμπόμενες από αυτές ποσότητες διοξειδίου του θείου δεν υπερβαίνουν τα 1700 mg/Nm3, όταν το καυσαέριο έχει περιεκτικότητα οξυγόνου 3 % κατά όγκο σε ξηρή βάση·

γ) για την καύση σε διυλιστήρια, όταν ο μηνιαίος μέσος όρος των εκπομπών διοξειδίου του θείου όλων των εγκαταστάσεων του διυλιστηρίου [εκτός των μονάδων καύσης που υπάγονται στο πεδίο του στοιχείου α)], ανεξαρτήτως του τύπου του καυσίμου ή του συνδυασμού καυσίμων που χρησιμοποιούνται, είναι εντός ορίου που ορίζει έκαστο κράτος μέλος, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 1700 mg/Nm3.

ii) Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι εγκαταστάσεις καύσης που χρησιμοποιούν βαρύ μαζούτ με συγκέντρωση θείου μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 να λειτουργούν μόνο με άδεια της αρμόδιας αρχής, στην οποία αναφέρονται συγκεκριμένα τα επιτρεπόμενα όρια εκπομπών.

4. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 επανεξετάζονται και, εάν χρειάζεται, αναθεωρούνται σύμφωνα με κάθε μελλοντική αναθεώρηση της οδηγίας 88/609/ΕΟΚ.

5. Όταν ένα κράτος μέλος κάνει χρήση των δυνατοτήτων που του παρέχονται στην παράγραφο 2, γνωστοποιεί την απόφασή του στην Επιτροπή και το κοινό τουλάχιστον δώδεκα μήνες νωρίτερα. Παρέχονται στην Επιτροπή επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να εκτιμηθεί εάν πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 2. Η Επιτροπή ενημερώνει τα λοιπά κράτη μέλη.

Εντός έξι μηνών από την ημερομηνία λήψης της γνωστοποήσης από το κράτος μέλος, η Επιτροπή εξετάζει τα προτεινόμενα μέτρα και, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 9, λαμβάνει απόφαση την οποία ανακοινώνει στα κράτη μέλη. Η απόφαση αυτή επανεξετάζεται ανά οκταετία επί τη βάσει πληροφοριών που παρέχουν στην Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 9, τα κράτη μέλη που αφορά η απόφαση.

Άρθρο 4

Μέγιστη περιεκτικότητα του πετρελαίου εσωτερικής καύσης σε θείο

1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι, εντός της επικράτειάς τους, δεν χρησιμοποιούνται πετρέλαια εσωτερικής καύσης, περιλαμβανομένου και του ντίζελ πλοίων, από:

- την 1η Ιουλίου 2000, αν η περιεκτικότητά τους σε θείο είναι άνω του 0,20 % κατά μάζα,

- την 1η Ιανουαρίου 2008, αν η περιεκτικότητά τους σε θείο είναι άνω του 0,10 % κατά μάζα.

2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, η Ισπανία, όσον αφορά τις Καναρίους Νήσους, η Γαλλία, για τα υπερπόντια διαμερίσματα, η Ελλάδα, όσον αφορά το σύνολο ή τμήματα της επικράτειάς της και η Πορτογαλία, για τα αρχιπελάγη της Μαδέρας και των Αζορών έχουν το δικαίωμα να επιτρέψουν τη χρήση στη ναυτιλία πετρελαίων εσωτερικής καύσης περιεκτικότητας σε θείο άνω των ορίων που ορίζονται στην παράγραφο 1.

3. Εφόσον τηρούνται τα πρότυπα ποιότητας του αέρα τα οποία καθορίζονται για το διοξείδιο του θείου στην οδηγία 80/779/ΕΟΚ ή σε άλλο κοινοτικό νομοθέτημα που καταργεί και αντικαθιστά τα πρότυπα αυτά καθώς και σε άλλες σχετικές κοινοτικές διατάξεις, και εφόσον οι εκπομπές δεν συμβάλλουν στην υπέρβαση των κρίσιμων φορτίων σε άλλο κράτος μέλος, ένα κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να επιτρέψει τη χρήση πετρελαίου εσωτερικής καύσης περιεκτικότητας σε θείο μεταξύ 0,10 % και 0,20 % κατά μάζα σε τμήματα ή στο σύνολο της επικράτειάς του. Η έγκριση αυτή εφαρμόζεται μόνο για όσο χρόνο οι εκπομπές ενός κράτους μέλους δεν συμβάλλουν στην υπέρβαση των κρίσιμων φορτίων σε άλλο κράτος μέλος και δεν θα παραταθούν πέραν της 1ης Ιανουαρίου 2013.

4. Όταν ένα κράτος μέλος κάνει χρήση των δυνατοτήτων που του παρέχονται στην παράγραφο 3, γνωστοποιεί την απόφασή του στην Επιτροπή και το κοινό τουλάχιστον δώδεκα μήνες νωρίτερα. Παρέχονται στην Επιτροπή επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να εκτιμηθεί εάν πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 3. Η Επιτροπή ενημερώνει τα λοιπά κράτη μέλη.

Εντός έξι μηνών από την ημερομηνία λήψης της γνωστοποίησης από το κράτος μέλος, η Επιτροπή εξετάζει τα προτεινόμενα μέτρα και, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 9, λαμβάνει απόφαση την οποία ανακοινώνει ατα κράτη μέλη.

Άρθρο 5

Αλλαγή στην προμήθεια καυσίμων

Εάν, ως αποτέλεσμα ξαφνικής αλλαγής στην προμήθεια αργού πετρελαίου, προϊόντων πετρελαίου ή άλλων υδρογονανθράκων καταστεί δυσχερής για ένα κράτος μέλος η εφαρμογή των ορίων μέγιστης περιεκτικότητας σε θείο που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4, το εν λόγω κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά. Η Επιτροπή μπορεί να επιτρέψει την εφαρμογή υψηλότερου ορίου εντός της επικράτειας του εν λόγω κράτους μέλους για περίοδο όχι μεγαλύτερη των έξι μηνών και κοινοποιεί την απόφασή της στο Συμβούλιο και στα κράτη μέλη. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να παραπέμψει την ανωτέρω απόφαση στο Συμβούλιο εντός μηνάς. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, μπορεί να εκδώσει διαφορετική απόφαση εντός δύο μηνών.

Άρθρο 6

Δειγματοληψία και ανάλυση

1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να ελέγχουν δειγματοληπτικά την περιεκτικότητα των χρησιμοποιούμενων καυσίμων σε θείο σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4. Η δειγματοληψία αρχίζει εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει το σχετικό όριο μέγιστης περιεκτικότητας του καυσίμου σε θείο. Πραγματοποιείται επαρκώς συχνά και με τρόπο ώστε τα δείγματα να είναι αντιπροσωπευτικά του εξεταζόμενου καυσίμου.

2. Η χρησιμοποιούμενη μέθοδος αναφοράς για τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας σε θείο είναι η οριζόμενη από:

α) τη μέθοδο ISO 8754 (1992) και PrEN ISO 14596 για το βαρύ μαζούτ και το ντίζελ πλοίων·

β) τη μέθοδο ΕΝ 24260 (1987), ISO 8754 (1992) και PrEN ISO 14596 για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης.

Η μέθοδος διαιτησίας θα είναι η ΡrΕΝ ISO 14596. Η στατιστική ερμηνεία του ελέγχου της περιεκτικότητας σε θείο των χρησιμοποιούμενων πετρελαίων εσωτερικής καύσης πραγματοποιείτα σύμφωνα με το πρότυπο ISO 4259 (1992).

Άρθρο 7

Σύνταξη εκθέσεων και επανεξέταση

1. Με βάση τα αποτελέσματα της δειγματοληψίας και της ανάλυσης οι οποίες διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 6, τα κράτη μέλη, έως την 30ή Ιουνίου κάθε έτους, υποβάλλουν στην Επιτροπή σύντομη έκθεση σχετικά με την περιεκτικότητα σε θείο των υγρών καυσίμων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και χρησιμοποιήθηκαν εντός της επικράτειάς τους κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει περίληψη των παρεκκλίσεων που χορηγήθηκαν δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 3.

2. Με βάση, μεταξύ άλλων, τις ετήσιες εκθέσεις οι οποίες υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 και τις παρατηρούμενες τάσεις της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα και της οξίνισης, η Επιτροπή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η Επιτροπή μπορεί να συνοδεύσει την εν λόγω έκθεση με προτάσεις αναθεώρησης της παρούσας οδηγίας και ιδίως των οριακών τιμών που θεσπίζονται για κάθε κατηγορία καυσίμου και των παρεκκλίσεων και εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3 και στο άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 3.

3. Η Επιτροπή εξετάζει τί μέτρα μπορούν να ληφθούν για να μειωθεί η συμβολή των καυσίμων των πλοίων στην οξίνιση, πέραν εκείνων που προσδιορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, και εάν απαιτείται, υποβάλλει πρόταση έως το τέλος του 2000.

Άρθρο 8

Τροποποήση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ

1. Η οδηγία 93/12/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

α) στο άρθρο 1, η παράγραφος 1 στοιχείο α) και η παράγραφος 2 διαγράφονται·

β) στο άρθρο 2, το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 και η παράγραφος 3 διαγράφονται·

γ) τα άρθρα 3 και 4 διαγράφονται.

2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2000.

Άρθρο 9

Συμβουλευτική επιτροπή

Η Επιτροπή επικουρείται από μια επιτροπή συμβουλευτικού χαρακτήρα την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην εν λόγω επιτροπή σχέδιο των μέτρων που πρόκειται να ληφθούν. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό, μέσα σε προθεσμία που μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος και, εάν χρειασθεί, προβαίνει σε ψηφοφορία.

Η γνώμη καταχωρείται στα πρακτικά. Επιπλέον κάθε κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να ζητήσει να καταχωρηθεί η θέση του στα πρακτικά.

Η Επιτροπή λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη τη γνώμη της επιτροπής και την ενημερώνει για τον τρόπο με τον οποίο έλαβε υπόψη τη γνώμη αυτή.

Άρθρο 10

Μεταφορά στην εθνική νομοθεσία

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονίστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από την 1η Ιουλίου 2000. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομέρειες της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα κείμενα των διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 11

Ποινές

Τα κράτη μέλη ορίζουν τις κυρώσεις που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις παράβασης των θεσπιζόμενων δυνάμει της παρούσας οδηγίας εθνικών διατάξεων. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 12

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 13

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Λουξεμβούργο, 26 Απριλίου 1999.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. FISCHER

(1) ΕΕ C 190 της 21.6.1997, σ. 9 και

ΕΕ C 259 της 18.8.1998, σ. 5.

(2) ΕΕ C 355 της 21.11.1997, σ. 1.

(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαΐου 1998 (ΕΕ C 167 της 1.6.1998, σ. 111), κοινή θέση του Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 1998 (ΕΕ C 364 της 25.11.1998, σ. 20) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Φεβρουαρίου 1999 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4) ΕΕ C 138 της 17.5.1993, σ. 5.

(5) ΕΕ L 74 της 27.3.1993, σ. 81.

(6) ΕΕ L 109 της 26.4.1983, σ. 8· απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 96/139/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 32 της 10.2.1996, σ. 31).

(7) ΕΕ L 336 της 7.12.1988, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 94/66/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 24.12.1994, σ. 83).

(8) ΕΕ L 26 της 1.2.1999, σ. 1.

(9) ΕΕ L 350 της 28.12.1998, σ. 58.

(10) ΕΕ L 229 της 30.8.1980, σ. 30· οδηγία όπως τροποποήθηκε τελευταία από την οδηγία 91/692/ΕΟΚ (ΕΕ L 377 της 31.12.1991, σ. 48).