31999D0183

1999/183/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 20ής Μαΐου 1998 σχετικά με κρατικές ενισχύσεις για τη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων που θα μπορούσαν να χορηγηθούν στη Γερμανία βάσει των υφισταμένων καθεστώτων περιφερειακής ενίσχυσης [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1998) 1712] (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 060 της 09/03/1999 σ. 0061 - 0073


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 20ής Μαΐου 1998 σχετικά με κρατικές ενισχύσεις για τη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων που θα μπορούσαν να χορηγηθούν στη Γερμανία βάσει των υφισταμένων καθεστώτων περιφερειακής ενίσχυσης [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1998) 1712] (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό) (1999/183/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 93 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Αφού κάλεσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο,

Εκτιμώντας ότι:

I. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1) Με την επιστολή SG(95) D/13086 της 20ής Οκτωβρίου 1995, η Επιτροπή πρότεινε στα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 93 παράγραφος 1 της συνθήκης, κατευθυντήριες γραμμές και ενδεδειγμένα μέτρα σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων (1) (στο εξής θα αναφέρονται ως «κατευθυντήριες γραμμές και ενδεδειγμένα μέτρα»).

(2) Με την ίδια επιστολή, η Επιτροπή ενημέρωσε τις γερμανικές αρχές (και τα άλλα κράτη μέλη) ότι δεν θα επέτρεπε περαιτέρω μέτρα ενίσχυσης για επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων για τα οποία θα ενημερωνόταν δυνάμει του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης, και τα οποία δεν θα είναι σύμφωνα με αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές και τα ενδεδειγμένα μέτρα και τα οποία θα εφαρμόζονταν ή θα εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται και μετά την 1 η Ιανουαρίου 1996.

(3) Η Επιτροπή επίσης ζήτησε από τις γερμανικές αρχές (και τα άλλα κράτη μέλη), βάσει του άρθρου 93 παράγραφος 1 της συνθήκης, να διαβεβαιώσουν εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της προαναφερθείσας επιστολής ότι θα συμμορφωθούν το αργότερο από την 1η Ιανουαρίου 1996 με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και τα ενδεδειγμένα μέτρα, τροποποιώντας τις υπάρχουσες ενισχύσεις τους, στην περίπτωση που οι εν λόγω ενισχύσεις δεν συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές και τα ενδεδειγμένα μέτρα. Η Επιτροπή δήλωσε πως εάν δεν ελάμβανε τέτοια διαβεβαίωση, θα διατηρούσε το δικαίωμα να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 93 παράγραφος 2 της συνθήκης.

(4) Σε απάντηση στην επιστολή της Επιτροπής της 20ής Οκτωβρίου 1995, οι γερμανικές αρχές, με επιστολές της 11ης Ιανουαρίου και της 14ης Φεβρουαρίου 1996:

α) διαβεβαίωσαν ότι, όσον αφορά στις τομεακές ενισχύσεις, θα συμμορφωθούν με τα εν λόγω ενδεδειγμένα μέτρα από την 1η Ιανουαρίου 1996, τροποποιώντας εν ανάγκη τα υφιστάμενα καθεστώτα ενίσχυσης 7

β) δήλωσαν ότι, ως προς τις περιφερειακές ενισχύσεις, είναι αναγκαία μεγαλύτερη ελαστικότητα στα ενδεδειγμένα μέτρα, δεδομένου ότι οι συνθήκες και οι γεωργικές διαρθρώσεις διαφέρουν ανάμεσα σε διαφορετικές περιοχές της Κοινότητας.

(5) Με επιστολή της 1ης Ιουλίου 1996 [SG (96) D/6026], η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γερμανία για την απόφασή της, της 12ης Ιουνίου 1996, να ανοίξει τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 93 παράγραφος 2 της συνθήκης, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων που θα μπορούσαν να χορηγηθούν στη Γερμανία με βάση τα υφιστάμενα καθεστώτα περιφερειακής ενίσχυσης (2).

(6) Κατά τη διαδικασία, η Επιτροπή εξέτασε τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η Γερμανία για να αιτιολογήσει την άρνησή της να εφαρμόσει, ως προς τα καθεστώτα περιφερειακής ενίσχυσης, τις κατευθυντήριες γραμμές όπως αυτές είχαν προταθεί από την Επιτροπή στην επιστολή της, της 20ής Οκτωβρίου 1995. Κατόπιν εξετάσεως αυτών των παρατηρήσεων, η Επιτροπή κατέληξε ότι δεν συνέτρεχε λόγος σε αυτή τη φάση για την αποδοχή της άρνησης της Γερμανίας.

(7) Με την προαναφερθείσα επιστολή, η Επιτροπή έδωσε στη Γερμανία διορία ενός μηνός από την ημερομηνία της επιστολής για να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 2, τα άλλα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν, με δημοσίευση της επιστολής στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και τους ζητήθηκε να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(8) Με επιστολή της 31ης Ιουλίου 1996, η Γερμανία κοινοποίησε τις παρατηρήσεις της στην Επιτροπή. Σε αυτήν την επιστολή, η Γερμανία αναφέρθηκε επίσης και σε περαιτέρω παρατηρήσεις οι οποίες είχαν υποβληθεί με επιστολή της 24ης Μαΐου 1996. Για τεχνικούς λόγους, οι τελευταίες αυτές δεν είχαν ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή στην απόφασή της της 12ης Ιουνίου 1996 να ανοίξει τη διαδικασία βάσει του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης.

(9) Δεν παρελήφθησαν παρατηρήσεις από άλλα κράτη μέλη ή ενδιαφερόμενα μέρη.

II. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

(10) Στις ανακοινώσεις τους της 24ης Μαΐου και της 31ης Ιουλίου 1996, οι γερμανικές αρχές πρόβαλαν δύο σειρές αντιρρήσεων στην εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών και των ενδεδειγμένων μέτρων για τα καθεστώτα προγράμματα περιφερειακής ενίσχυσης. Η πρώτη σειρά αντιρρήσεων αφορά νομικά ζητήματα τα οποία προκύπτουν από τον τρόπο με τον οποίο θεσπίστηκαν το κοινοτικό πλαίσιο και τα ενδεδειγμένα μέτρα. Η δεύτερη βασίζεται στο επιχείρημα ότι η εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών και ενδεδειγμένων μέτρων θα συνεπάγετο περιορισμό στην κρατική περιφερειακή ενίσχυση, ο οποίος θα έθετε σε σημαντικό κίνδυνο τις πιθανότητες ανάπτυξης των αγροτικών περιοχών.

1. Παρατηρήσεις νομικής φύσεως

(11) Στην επιστολή τους της 24ης Μαΐου 1996, οι γερμανικές αρχές εκφράζουν την άποψη ότι οι υφιστάμενοι κοινοτικοί κανόνες, όπως κοινοποιήθηκαν σε διάφορες ευκαιρίες από την Επιτροπή, καθώς και η επιστολή που ενέκρινε το εικοστό τρίτο ομοσπονδιακό σχέδιο-πλαίσιο για τη βελτίωση των περιφερειακών οικονομικών δομών [SG (94) D/11038 της 1ης Αυγούστου 1994] δεν δικαιολογούν έμμεσο ή άμεσο περιορισμό ενδεχομένως μέτρων κρατικής ενίσχυσης για τη μεταποίηση ή εμπορία γεωργικών προϊόντων που συνδέονται με επιλέξιμα επενδυτικά προγράμματα υπαγόμενα στο κοινό πρόγραμμα «Βελτίωση των περιφερειακών οικονομικών δομών».

(12) Σύμφωνα με τις γερμανικές αρχές, ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 866/90 του Συμβουλίου, της 29ης Μαρτίου 1990, για τη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων (3) δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει περιορισμό των μέτρων κρατικής ενίσχυσης στη μεταποίηση και εμπορία προϊόντων του παραρτήματος ΙΙ του κοινού καθεστώτος. Ο εν λόγω κανονισμός απλώς καθορίζει πώς και βάσει ποιων συνθηκών, το τμήμα Προσανατολισμού του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων μπορεί να συμβάλλει σε μέτρα βελτίωσης των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων. Το Συμβούλιο αναφέρει, στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού, ότι «θα πρέπει να προσδιοριστούν τα είδη των επενδύσεων που αφορά η παρέμβαση του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Προσανατολισμού, που στο εξής καλείται "Ταμείο", λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στις γεωργικές αγορές και στον τομέα των γεωργικών προϊόντων διατροφής, καθώς και στις προοπτικές ανάπτυξης των δυνατοτήτων διάθεσης στην αγορά για τα προϊόντα της γεωργίας». Συνεπώς, στόχος του κανονισμού είναι μόνω η διασφάλιση της συνοχής μεταξύ κοινοτικής βοήθειας και της κοινής γεωργικής πολιτικής και του συντονισμού των δραστηριοτήτων των διαφόρων Διαρθρωτικών Ταμείων μεταξύ τους και με τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των άλλων υφισταμένων χρηματοοικονομικών οργάνων.

(13) Σύμφωνα με τις γερμανικές αρχές, από αυτά προκύπτει ότι η δικαιοδοσία που δίδεται στην Επιτροπή από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 3 του προαναφερθέντος κανονισμού επιτρέπει στην Επιτροπή μόνο να προσδιορίσει τα κριτήρια επιλογής που χαρακτηρίζουν τις επενδύσεις στις οποίες μπορούν να συνεισφέρουν τα Διαρθρωτικά Ταμεία. Η Επιτροπή έκανε χρήση αυτής της δικαιοδοσίας στην απόφαση 94/173/ΕΚ, της 22ας Μαρτίου 1994, για την κατάρτιση κριτηρίων επιλογής που πρέπει να ληφούν υπόψη για τις επενδύσεις όσον αφορά τη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων και προϊόντων δασοκομίας και για την κατάργηση της απόφασης 90/342/ΕΟΚ (4). Αυτή η απόφαση δεν έχει περιοριστικές συνέπειες ως προς τις ενισχύσεις που πληρώνονται μόνο από τα κράτη μέλη, χωρίς κοινοτική οικονομική στήριξη.

(14) Οι γερμανικές αρχές έχουν επίσης την άποψη ότι η ανακοίνωση της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη του 1994, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων (5), δεν αποκλείει τη χορήγηση κρατικών εισχύσεων σε τομείς που εξαιρούνται από κοινοτική συγχρηματοδότηση βάσει των προαναφερθεισών αποφάσεων. Η παράγραφος 1 αυτής της ανακοίνωσης αναφέρει ότι η Επιτροπή γενικώς εφαρμόζει τομεακούς περιορισμούς που ρυθμίζουν τη μερική χρηματοδότηση από την Κοινότητα επενδύσεων σε τομείς μεταποίησης και εμπορίας, «κατ' αναλογίαν . . . κατά την αξιολόγηση κρατικών ενισχύσεων για τέτοιες επενδύσεις». H ανακοίνωση δεν συνιστά κατάλληλο μέτρο κατά την έννοια της δεύτερης φράσης του άρθρου 93 παράγραφος 1 της συνθήκης, διότι η κατ' αναλογίαν επέκταση των περιοριστικών συνεπειών στις κρατικές ενισχύσεις δεν εφαρμόσθηκε ακολουθώντας τη διαδικασία που θεσπίζεται από τη δεύτερη φράση του άρθρου 93 παράγραφος 1 της συνθήκης (πρόταση για ενδεδειγμένο μέτρο). Ως προς τους νομοθετικούς τύπους που θεσπίζονται στο άρθρο 189 της συνθήκης, αυτή η ανακοίνωση δεν αποτελεί κανονισμό, οδηγία ή απόφαση 7 μπορεί μόνο να θεωρηθεί σύσταση, και ως τέτοια δεν είναι δεσμευτική.

(15) Επιπλέον, η Γερμανία υποστηρίζει πως η αναλογία που αναφέρεται στην ανακοίνωση προσκρούει σε σημαντικές νομικές ενστάσεις σχετικά με τον βασικό κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 866/90. Η επιθυμία του νομοθέτη, όπως εκφράζεται ρητά στο άρθρο 16 παράγραφος 5 αυτού του κανονισμού [το παρόν άρθρο 16 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 951/97], είναι να επιτρέπονται ρητά τα μέτρα κρατικών ενισχύσεων, υπό τον όρο ότι συμβιβάζονται με τα άρθρα 92 και 94 της συνθήκης. Η ανακοίνωση της Επιτροπής θέτει έναν τομεακό περιορισμό στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92 παράγραφος 3 της συνθήκης, σε αντίθεση με την επιθυμία του νομοθέτου. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 866/90, τα μέτρα που περιγράφονται στον κανονισμό πρέπει να εξυπηρετούν την πραγματοποίηση στόχων περιφερειακής πολιτικής. Συνεπώς, η ανακοίνωση δεν μπορεί να οδηγήσει σε νομικώς δεσμευτικό περιορισμό της δυνατότητας χορήγησης κρατικών ενισχύσεων.

(16) Η Γερμανία εκτιμά ότι δεν προκύπτει από την επιστολή της Επιτροπής που εγκρίνει το εικοστό τρίτο σχέδιο-πλαίσιο για τον κοινοτικό στόχο [SG(94) D11038 της 1ης Αυγούστου 1994] αποκλεισμός της πιθανότητας χορήγησης κρατικών ενισχύσεων για τον τομέα μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ. Το τέλος αυτής της εγκριτικής επιστολής περιλαμβάνει το ακόλουθο εδάφιο: «Τέλος, η Επιτροπή επιθυμεί να επιστήσει την προσοχή της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στο ότι κατά την εφαρμογή των σχεδιαζόμενων μέτρων πρέπει να τηρούνται οι διατάξεις και οι όροι τον πλαισίου και οι εξ αυτού απορρέουσες υποχρεώσεις, ιδίως ως προς την εκ των προτέρων ενημέρωσή της για τις ατομικές περιπτώσεις εφαρμογής που ισχύουν α) όταν υπάρχει σώρευση ενισχύσεων υπαγομένων σε διαφορετικούς στόχους, β) σε μερικούς τομείς της βιομηχανίας (συμπεριλαμβανομένων των όρων της συνθήκης ΕΚΑΧ), καθώς και στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας, και γ) στις γεωργο-βιομηχανικές επιχειρήσεις.»

(17) Η γερμανική κυβέρνηση επισημαίνει ότι η επιστολή έγκρισης εμπεριέχει την προϋπόθεση ότι η κοινοτική νομοθεσία περιλαμβάνει την υποχρέωση μη χορήγησης απεριορίστου κρατικής ενίσχυσης σε ορισμένους τομείς. Εντούτοις, κατά τη γνώμη της, ούτε ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 866/90, ούτε η καθιέρωση των κριτηρίων επιλογής από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, ούτε το περιεχόμενο της ανακοίνωσης της Επιτροπής του 1994, περιλαμβάνουν κάποια υποχρέωση μη εφαρμογής μέτρων κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων.

(18) Επιπλέον, οι γερμανικές αρχές τονίζουν ότι δεν μπορεί να απορρέουν κάποιες περιοριστικές συνέπειες από τους κανόνες που θεσπίστηκαν από τους ίδιους τους εθνικούς νομοθέτες βάσει του κοινού καθεστώτος. Δέχονται ότι το μέρος 1 σημείο 10.3 του εικοστού τρίτου σχεδίου-πλαισίου αναφέρεται στον καθορισμό από την Επιτροπή των κριτηρίων επιλογής για επενδύσεις στη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών και δασοκομικών προϊόντων. Εντούτοις, υπογραμμίζουν πως αυτό δεν σημαίνει ότι η τότε θέση της Επιτροπής είχε ανακοινωθεί στις γερμανικές αρχές, ή ότι είχε γίνει δεκτή σε κάποιου είδους εθελοντικά δεσμευτική μορφή. Οι γερμανικές αρχές επισημαίνουν ότι ο καθορισμός των κριτηρίων επιλογής από την Επιτροπή αναφέρεται μόνο στο μέρος 1 του σχεδίου-πλαισίου. Αυτό το μέρος όμως περιέχει μόνο μη δεσμευτικές γενικές αναφορές στη δομή και τους στόχους του σχεδίου και ορισμένα δευτερεύοντα σημεία, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης της ενίσχυσης από την Επιτροπή. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επισημαίνει επίσης ότι η παράθεση διαφόρων κανονισμών, ανακοινώσεων και κατευθυντηρίων γραμμών της Κοινότητας δεν σημαίνει αυτομάτως πως η ενίσχυση σε αυτούς τους τομείς αποκλείεται ρητώς. Τουναντίον, το μέρος 2 αναφέρει ότι οι ακόλουθοι κανόνες πρέπει να ληφθούν υπόψη στις αποφάσεις τις σχετικές με αιτήσεις χορήγησης ενίσχυσης. Ο κατάλογος αυτός συνεπώς χρησιμεύει μόνο στο να επιστήσει την προσοχή των αρχών έγκρισης που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή του κοινού καθεστώτος στα ομοσπονδιακά κράτη, στους διάφορους κανόνες που θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο σε κάποια απόφαση για συγκεκριμένη αίτηση χορήγησης ενίσχυσης. Οι γερμανικές αρχές, συνεπώς, έχουν την άποψη ότι η αναφορά στον καθορισμό των κριτηρίων επιλογής αντιπροσωπεύει μόνο μια μη δεσμευτική παραπομπή στο συντονισμό με τη γεωργική πολιτική της Επιτροπής.

2. Παρατηρήσεις σχετικά με τις συνέπειες των κατευθυντηρίων γραμμών στα καθεστώτα περιφερειακών ενισχύσεων

(19) Στις ανακοινώσεις τους της 24ης Μαΐου και 31ης Ιουλίου 1996, οι γερμανικές αρχές διατήρησαν, κατά βάση, την ίδια θέση με αυτήν που είχαν διατυπώσει στις επιστολές τους της 11ης Ιανουαρίου και 14ης Φεβρουαρίου 1996. Σύμφωνα με τις γερμανικές αρχές, οι κοινοτικές διατάξεις δεν πρέπει να συνεπάγονται υπερβολικούς περιορισμούς στην παροχή εθνικών ενισχύσεων στις περιφέρειες, περιορισμοί που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τις προοπτικές ανάπτυξης του αγροτικού περιβάλλοντος. «Η αναπλήρωση θέσεων απασχόλησης για αγρότες που εξέρχονται από το επάγγελμα λόγω των διαρθρωτικών μεταβολών μπορούν να δημιουργηθούν στον αγροτικό τομέα στους συναφείς με τη γεωργία βιομηχανικούς κλάδους. Εάν μεγάλα τμήματα του τομέα της γεωργικής μεταποίησης και της εμπορίας υπαχθούν σε άνευ περιορισμών απαγόρευση από κρατικές ενισχύσει η εμβέλεια των περιφερειακών μέτρων, ιδίως στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος: "βελτίωση των περιφερειακών οικονομικών δομών" μπορεί να μειωθεί σε απαράδεκτα επίπεδα στις αγροτικές περιοχές.»

(20) Στην επιστολή τους της 24ης Μαΐου 1996, οι γερμανικές αρχές υποστηρίζουν ότι ευκαιρίες απασχόλησης σε αγροτικές περιοχές για τους αγρότες που αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους λόγω διαρθρωτικών αλλαγών, μπορούν κατ' εξοχήν να δημιουργηθούν στους συνδεόμενους με τη γεωργία βιομηχανικούς τομείς. H παρούσα πρόταση της Επιτροπής για υιοθέτηση των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την μεταποίηση και εμπορία προϊόντων που υπάγονται στο παράρτημα ΙΙ, θεωρείται πως καταλήγει σε αδικαιολόγητη μείωση των περιφερειακών ενισχύσεων σε αγροτικές περιοχές. Το σημείο 3 στοιχείο α) περιπτώσεις ii) και iii) των κατευθυντηρίων γραμμών και ενδεδειγμένων μέτρων περιέχουν πολύ ευρείς ορισμούς της μεταποίησης και της εμπορίας. Ο όρος «μεταποίηση», επί παραδείγματι, καλύπτει οποιαδήποτε διαδικασία έχει να κάνει με γεωργικά προϊόντα που υπάγονται στο παράρτημα ΙΙ και ο όρος «εμπορία» καλύπτει, επί παραδείγματι, τη συσκευασία προϊόντων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, ή την κατασκευή μηχανημάτων μεταφόρτωσης. Η απόφαση 94/173/ΕΚ και η εφαρμογή της με τον τρόπο που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές, καλύπτει μεγάλης εμβέλειας αποκλεισμούς. Στους τομείς των σιτηρών και του ρυζιού, όλες οι επενδύσεις που σχετίζονται με εργοστάσια αμύλου σιτηρών, μύλους, μύλους παραγωγής βύνης και σιμιγδαλιού και με δευτερεύοντα προϊόντα αυτής της βιομηχανίας, αποκλείονται, με την εξαίρεση προϊόντων για καινοτόμες μη διατροφικές εφαρμογές. Ο κατάλογος των αποκλεισμών αναφέρει επίσης ότι σε κάποιες περιφέρειες του στόχου 1 μπορεί να χορηγηθεί ενίσχυση μόνον όταν αποδεικνύεται έλλειψη παραγωγικής ικανότητας. Τα ερωτήματα α) πότε μπορεί να θεωρηθεί πως υπάρχει τέτοια έλλειψη και β) τι αποδεικτικά στοιχεία απαιτούνται, δεν βρίσκουν απαντήσεις, ούτε στην πρόταση ούτε στην ανωτέρω απόφαση της Επιτροπής. Όλες οι τοποθετήσεις πάνω στο προτεινόμενο κοινοτικό μέτρο που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα, από τα ομοσπονδιακά κρατίδια που είναι αρμόδια για την εφαρμογή του κοινοτικού καθεστώτος, ζητούν από την κυβέρνηση να απορρίψει την πρόταση για ενδεδειγμένο μέτρο σχετικό με την περιφερειακή ενίσχυση. Όλες οι γνώμες συμπίπτουν με τη θέση ότι η χορήγηση περιφερειακής ενίσχυσης για τη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων από εμπορικές εταιρείες (βιομηχανία, υπηρεσίες) είναι απαραίτητο εργαλείο αρωγής στις αγροτικές περιφέρειες με ακατάλληλες δομές.

(21) Στην επιστολή τους της 31ης Ιουλίου 1996, οι γερμανικές αρχές αμφισβητούν την ιδέα σύμφωνα με την οποία εφαρμογή κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών θα βελτιώσει την εναρμόνιση με την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών. Οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές δεν καλύπτουν την παραγωγή γεωργικών προϊόντων, αλλά μάλλον τη βιομηχανική τους μεταποίηση και την εμπορία των υφισταμένων προϊόντων που υπάγονται στο παράρτημα ΙΙ. Οι γερμανικές αρχές υποστηρίζουν συνεπώς ότι o τρόπος με τον οποίον ρυθμίζονται η τιμή και η ποσότητα σύμφωνα με την οργάνωση κοινής αγοράς δεν μπορεί να επηρεασθεί από περιορισμούς στη βιομηχανική μεταποίηση ή εμπορία. Τα γεωργικά πλεονάσματα δεν ενθαρρύνονται από την παρουσία ανταγωνιστικών ικανοτήτων μεταποίησης, αλλά από κίνητρα στην παραγωγή στα πλαίσια των εν λόγω οργανώσεων κοινής αγοράς. Οι σχετικές με την εργασιακή πολιτική εκτιμήσεις προκαλούν βάσιμο ενδιαφέρον για μια ανταγωνιστική βιομηχανία μεταποίησης γεωργικών προϊόντων σε λιγότερο ευνοημένες αγροτικές περιοχές, ανεξαρτήτως εάν τα βασικά γεωργικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται παράγονται από τον εγχώριο γεωργικό τομέα ή εισάγονται.

(22) Στο πλαίσιο αυτό, οι γερμανικές αρχές αναφέρονται στο κείμενο του κοινοτικού πλαισίου στήριξης 1994-1999 σχετικά με τη συνδρομή των Διαρθρωτικών Ταμείων δυνάμει του στόχου 1, υπογραμμίζοντας τις παρακάτω διατυπώσεις:

«Μια ανταγωνιστική βιομηχανία μεταποίησης είναι απαραίτητη για την οικονομική ώθηση στο γεωργικό τομέα και την ύπαιθρο στο σύνολό της. Το τμήμα Προσανατολισμού του ΕΓΤΠΕ θα συνεισφέρει συνεπώς στις επενδυτικές ενισχύσεις προς όφελος των εταιρειών του τομέα μεταποίησης και εμπορίας, βάσει των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 866/90 και (ΕΟΚ) αριθ. 867/90.» (σημείο 198, δεύτερη και τρίτη φράση).

«Ως προς τη μεταποίηση και εμπορία ζωικών προϊόντων, το Ταμείο θα συμπληρώσει πάνω απ' όλα τις αλυσίδες προστιθεμένης αξίας. Στόχος αυτής της στρατηγικής είναι να παραχθούν υψηλής αξίας και ποιότητας προϊόντα. Η Επιτροπή πιστεύει πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να διαφυλαχθεί ο γεωργικός τομέας στην ανατολική Γερμανία μακροπρόθεσμα.» (σημείο 199 στο τέλος).

(23) Δεδομέντου ότι αυτά τα αποσπάσματα τονίζουν την ανάγκη μιας σε κοινοτική κλίμακα οικονομικής συμμετοχής σε ανταγωνιστικές βιομηχανικές εταιρείες που ασχολούνται με τη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, οι γερμανικές αρχές δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί εθνικά μέτρα που προωθούν ανταγωνιστικές βιομηχανίες μεταποίησης απαγορεύθηκαν τελείως σε μερικές περιπτώσεις. Επιπλέον, η παρούσα γερμανική νομοθεσία απαγορεύει τη χορήγηση ενίσχυσης σε εταιρείες που δεν είναι μακροπρόθεσμα ανταγωνιστικές.

(24) Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η γερμανική κυβέρνηση έδωσε κάποια παραδείγματα για να αποδείξει την ειδική επιρροή των ενδεδειγμένων μέτρων στον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων:

- στο Σλέσβιγκ - Χολστάιν, δύο προγράμματα που βρίσκονται στο στάδιο της προετοιμασίας θα διατηρήσουν συνολικά σχεδόν 500 μόνιμες θέσεις εργασίας στις αγροτικές περιοχές Bφchling και Groίenbrode,

- στη Σαξονία, πρόκειται σύντομα να εφαρμοσθεί καθεστώς ενίσχυσης στον τομέα της μεταποίησης και αφορά 40 περίπου θέσεις αγροτικής εργασίας. Από το 1990, περίπου 300 μόνιμες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν ή διατηρήθηκαν μέσω 20 αγροτικών προγραμμάτων,

- στην Κάτω Σαξονία, πάνω από 560 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα επενδύθηκαν από το 1993 στην μεταποίηση και εμπορία αγροτικών προϊόντων, με την οικονομική ενίσχυση να αποτελεί συνολικώς 62 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα. Η Κάτω Σαξονία έχει συνεπώς μερίδιο 12 % περίπου του συνολικού όγκου των επενδύσεων που λαμβάνουν οικονομική ενίσχυση. Χάρις σε αυτά τα μέτρα δημιουργήθηκαν πάνω από 1 240 νέες θέσεις εργασίας και διαφυλάχθηκαν 606 θέσεις εργασίας,

- στη Βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία, 86 επενδυτικά προγράμματα πρόκειται να δημιουργήσουν 2 474 νέες θέσεις εργασίας και να διατηρήσουν 599 μόνιμες θέσεις εργασίας. Άλλα τρία προγράμματα λαμβάνουν ενίσχυση αυτή τη στιγμή. Αυτά πρόκειται να δημιουργήσουν 168 νέες θέσεις εργασίας,

- στη Ρηνανία - Παλατινάτο, μόνον από το 1994 δημιουργήθηκαν περίπου 200 μόνιμες θέσεις εργασίας μέσω περιφερειακής στήριξης σε επτά συνολικά εταιρείες,

- στη Σαξονία - Άνχαλτ, 28 αιτήσεις ενίσχυσης στα πλαίσια του κοινού καθεστώτος, που αφορούν σε επενδύσεις περίπου 220 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων, προβλέπεται να διατηρήσουν και να δημιουργήσουν συνολικώς 1 150 θέσεις εργασίας περίπου. Υπάρχει ξεκάθαρη στροφή στις επενδύσεις, από μεγάλης κλίμακας προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες γενικώς εστιάζονται σε επενδύσεις στη μεταποίηση προϊόντων χαρακτηριστικών ή παραδοσιακών της περιοχής,

- στο Μέκλενμπουργκ - Δυτική Πομερανία, η βιομηχανία τροφίμων είναι η κύρια πηγή απασχόλησης. Αποτελεί το 23,8 % των επιχειρήσεων μεταποίησης και απασχολεί το 21,8 % όλων των εργαζομένων στη μεταποίηση. Τη συνεχιζόμενη σημασία της βιομηχανίας μεταποίησης τροφίμων στο Μέκλενμπουργκ- Δυτική Πομερανία στο μέλλον, μπορεί να τη δει κανείς από τον αριθμό αιτήσεων χρηματοδότησης στα πλαίσια του κοινού καθεστώτος. Τον Ιούλιο 1996, εκκρεμούσαν 55 αιτήσεις, οι οποίες αφορούσαν σε επενδύσεις συνολικού ύψους 354 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων και οι οποίες πρόκειται να δημιουργήσουν ή να διατηρήσουν περίπου 2 400 μόνιμες θέσεις εργασίας. Είναι πάλι ιδιαίτερα σημαντικό από άποψη περιφερειακής πολιτικής, το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των προγραμματιζόμενων επενδύσεων προορίζεται για σοβαρά στερημένες αγροτικές περιοχές, με έμφαση στη δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης για τις γυναίκες. Οι επενδύσεις θα μπορούσαν συνεπώς να βοηθήσουν και στην επίλυση ποιοτικών διαρθρωτικών ελλειμμάτων.

(25) Συμπερασματικώς, οι γερμανικές αρχές υπογραμμίζουν ότι η δυνατότητα χορήγησης αμιγώς εθνικής ενίσχυσης για τη στήριξη μιας ανταγωνιστικής βιομηχανίας μεταποίησης και ενός ανταγωνιστικού τομέα εμπορίας πρέπει να διατηρηθεί και για νομικούς λόγους όπως και για τη στήριξη της περιφερειακής πολιτικής.

III. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΩΝ

1. Γενικά

(26) Το άρθρο 93 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ προβλέπει ότι η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, θα θέσει υπό διαρκή αναθεώρηση όλα τα συστήματα ενίσχυσης που υπάρχουν σε αυτά τα κράτη. Θα προτείνει σε αυτά όποια ενδεδειγμένα μέτρα είναι απαραίτητα για την προοδευτική ανάπτυξη ή τη λειτουργία της κοινής αγοράς.

(27) Με επιστολή SG (95) D/13086 της 20ής Οκτωβρίου 1995, η Επιτροπή πρότεινε στη Γερμανία, σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 1 της συνθήκης, κατευθυντήριες γραμμές και ενδεδειγμένα μέτρα για κρατικές ενισχύσεις σχετικά με επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντών. Στην ίδια επιστολή, η Επιτροπή ενημέρωνε τις γερμανικές αρχές ότι δεν θα επέτρεπε κανένα νέο καθεστώς ενίσχυσης που δεν θα συμμορφωνόταν με αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές και που θα εφαρμοζόταν ή θα εξακολουθούσε να εφαρμόζεται μετά την 1η Ιανουαρίου 1996. Ζήτησε επίσης από τη Γερμανία και τα άλλα κράτη μέλη να διαβεβαιώσουν, εντός δύο μηνών από τη λήψη της εν λόγω επιστολής, ότι θα συμμορφωθούν με τις κατευθυντήριες γραμμές και τα ενδεδειγμένα μέτρα, τροποποιώντας τα καθεστώτα ενίσχυσης που διαθέτουν.

(28) Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν αμφισβήτησαν οι γερμανικές αρχές το δικαίωμα της Επιτροπής να κάνει τέτοια πρόταση. Δήλωσαν μάλιστα στην Επιτροπή ότι είναι προετοιμασμένες να αποδεχθούν την πρόταση για τα τομεακά καθεστώτα ενίσχυσης, ενώ επιμένουν στην ανάγκη μεγαλύτερης ελαστικότητας των περιφερειακών καθεστώτων ενίσχυσης. Αντικείμενα της παρούσας διαδικασίας είναι, αφενός, η άρνηση των γερμανικών αρχών να εφαρμόσουν τις κατευθυντήριες γραμμες και τα ενδεδειγμένα μέτρα στις κρατικές ενισχύσεις με περιφερειακούς στόχους και, αφετέρου, να προσαρμόσουν υφιστάμενα καθεστώτα περιφερειακών ενισχύσεων στις κατευθυντήριες γραμμές και ενδεδειγμένα μέτρα.

2. Εξέταση των νομικών αντιρρήσεων που προέβαλε η Γερμανία

(29) Οι γερμανικές αρχές υποστηρίζουν ότι από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 866/90 δεν μπορούν να απορρέουν περιορισμοί σε μέτρα κρατικής ενίσχυσης, καθότι αυτός ο κανονισμός αναφέρεται μόνο στο εάν και υπό ποιες συνθήκες μπορεί το ΕΓΤΠΕ να συμβάλλει σε μέτρα βελτίωσης της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων. Επιπλέον, το άρθρο 16 παράγραφος 5 του κανονισμού επιτρέπει ρητά τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων όταν αυτές υπόκεινται σε όρους ή κανόνες που διαφέρουν από τους προβλεπόμενους στον κανονισμό, ή όταν το ύψος των ενισχύσεων ξεπερνά το ανώτατο όριο που καθορίζεται σ' αυτόν, υπό τον όρο ότι αυτά τα μέτρα είναι σύμφωνα με τα άρθρα 92, 93 και 94 της συνθήκης. Συνεπώς, η απόφαση 90/342/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τη θέσπιση των κριτηρίων επιλογής που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τις επενδύσεις που αφορούν τη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των αγροτικών προϊόντων και προϊόντων δασοκομίας (6) και η απόφαση 94/173/ΕΚ, η οποία την αντικατέστησε, μπορεί να περιορίζουν το φάσμα επενδύσεων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο στήριξης από τα διαρθρωτικά ταμεία της Κοινότητας, όμως δεν επηρεάζουν εκείνες τις επενδύσεις που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο περιφερειακών κρατικών ενισχύσεων χρηματοδοτούμενων μόνον από τα κράτη μέλη.

(30) Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί αυτό το επιχείρημα. Όντως, το άρθρο 16 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 866/90 επιτρέπει τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων οι οποίες υπόκεινται σε όρους ή κανόνες διαφορετικούς από αυτούς που αναφέρονται στον κανονισμό, ή όταν το ύψος των ενισχύσεων ξεπερνά το ανώτατο όριο που καθορίζεται σ' αυτόν. Όμως, αυτή η δυνατότητα υπόκειται, όπως ρητώς αναφέρεται, στον όρο να συμμορφώνονται οι ενισχύσεις με τα άρθρα 92, 93 και 94 της συνθήκης. Το άρθρο 42 της συνθήκης, το οποίο αποτελεί μια από τις νομικές βάσεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 866/90, προβλέπει ότι οι διατάξεις του σχετικού με τον ανταγωνισμό κεφαλαίου εφαρμόζονται στην παραγωγή και την εμπορία των γεωργικών προϊόντων μόνο στο βαθμό που καθορίζεται από το Συμβούλιο. Το Συμβούλιο έχει συνεπώς τη δυνατότητα να περιορίσει την εφαρμογή των κανόνων για κρατική ενίσχυση στον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων (7). Ωστόσο, αντί να κάνει χρήση αυτής της δυνατότητας, το, Συμβούλιο δήλωσε ρητά στο άρθρο 16 παράγραφος 5 του κανονισμού ότι τα άρθρα 92, 93 και 94 της συνθήκης θα εφαρμόζονται σε τέτοια μέτρα. Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 866/90 δεν περιέχει κάποιον ρητό ή έμμεσο περιορισμό στις διακριτικές εξουσίες που δίδονται στην Επιτροπή από το άρθρο 92 παράγραφος 3 της συνθήκης, να αποφασίζει εάν η ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Το ερώτημα που απομένει λοιπόν είναι εάν η Επιτροπή δικαιούται, όταν εξετάζει κατά πόσο συμβιβάζονται με το άρθρο 92 της συνθήκης οι κρατικές ενισχύσεις για την μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων που χορηγούνται στα πλαίσια καθεστώτων περιφερειακής ανάπτυξης, να εφαρμόσει κατ' αναλογίαν τους ίδιους τομεακούς περιορισμούς που χρησιμοποιεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 866/90, για μέτρα χρηματοδοτούμενα από την Κοινότητα. Αυτό το ερώτημα εξετάζεται κατωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 35 και 36.

(31) Οι γερμανικές αρχές υποστηρίζουν περαιτέρω ότι η ανακοίνωση της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη το 1994 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, δεν αποκλείει τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε τομείς που αποκλείονται από κοινοτική συγχρηματοδότηση, δεδομένου ότι η ανακοίνωση αυτή δεν ήταν σύμφωνη με τους τύπους που προβλέπονται στο άρθρο 93 παράγραφος 1 της συνθήκης.

(32) Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτό το επιχείρημα δεν σχετίζεται με τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, η οποία έχει αποκλειστικά να κάνει με την άρνηση της Γερμανίας να εφαρμόσει την πρόταση για ενδεδειγμένα μέτρα που της απευθύνθηκε με την επιστολή SG(95) D/13086 της 20ής Οκτωβρίου 1995. Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν κατέδειξε η Γερμανία πως η Επιτροπή δεν σεβάστηκε τις προβλεπόμενες από τη συνθήκη διαδικασίες, όταν προέβη σε αυτή την πρόταση.

(33) Εξάλλου, οι γερμανικές αρχές υποστηρίζουν ότι κανένας αποκλεισμός της δυνατότητας μέτρων κρατικής ενίσχυσης για τη μεταποίηση και εμπορία προϊόντων του παραρτήματος ΙΙ δεν προκύπτει από την επιστολή της Επιτροπής που εγκρίνει το εικοστό τρίτο σχέδιο-πλαίσιο για το κοινό καθεστώς [SG(94) D11038 της 1ης Αυγούστου 1994]. Ειδικότερα, οι γερμανικές αρχές υποστηρίζουν ότι το σημείο στο τέλος της επιστολής, όπου η Επιτροπή επισύρει την προσοχή της Γερμανίας στην ανάγκη να λάβει υπόψη τα προβλεπόμενα από το κοινοτικό δίκαιο σχετικά με κάποιους τομείς της βιομηχανίας (συμπεριλαμβανομένης και της γεωργίας) και τις βιομηχανικά οργανωμένες αγροτικές επιχειρήσεις όταν εφαρμόζει το σχέδιο-πλαίσιο, δεν έχει νομική συνέπεια, διότι, τη δεδομένη στιγμή, το κοινοτικό δίκαιο δεν περιείχε κάποια υποχρέωση μη εφαρμογής μέτρων κρατικής ενίσχυσης στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων.

(34) Κατά την άποψη της Επιτροπής, ούτε αυτό το επιχείρημα δεν σχετίζεται με τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, εφόσον τα ζητήματα στα οποία αναφέρεται έλαβαν χώρα πριν από την ημερομηνία της προτάσεως της Επιτροπής για ενδεδειγμένα μέτρα. Εντούτοις, η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να ανοίξει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 2 της συνθήκης εάν διαπιστωθεί ότι χορηγήθηκαν ενισχύσεις για τη μεταποίηση και εμπορία προϊόντων του παραρτήματος ΙΙ κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, στα πλαίσια του εικοστού τρίτου σχεδίου-πλαισίου του κοινού καθεστώτος, ή στα πλαίσια οιουδήποτε άλλου καθεστώτος περιφερειακής ενίσχυσης στη Γερμανία.

3. Η διαμόρφωση της πολιτικής της Επιτροπής σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων

(35) Στις κατευθυντήριες γραμμές και τα ενδεδειγμένα μέτρα για κρατική ενίσχυση συνδεόμενη με επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, η Επιτροπή εξήγησε τη φιλοσοφία που βρίσκεται πίσω από την πολιτική της ως προς τις κρατικές ενισχύσεις σε αυτόν τον τομέα, ως εξής:

«Κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες χορηγούνται για επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων, στρεβλώνουν ή απειλούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους τύπους παραγωγής, είναι, στο βαθμό που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές, μη συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

Δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ των προτέρων το ενδεχόμενο μια επενδυτική κρατική ενίσχυση στον τομέα της μεταποίησης και της εμπορίας γεωργικών προϊόντων να δικαιούται κάποια από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3. Αποτελεί, εντούτοις, πάγια πολιτική της Επιτροπής να θεωρεί ότι, σε συγκεκριμένους τομείς γεωργικών προϊόντων, η κρατική ενίσχύση για τέτοιου είδους επενδύσεις δεν μπορεί να δικαιούται οποιασδήποτε από τις παρεκκλίσεις αυτές, ή σε άλλους τομείς μπορεί να δικαιούται μία από τις παρεκκλίσεις αυτές μόνον εφόσον πληρούνται αυστηρά ορισμένες προϋποθέσεις.

Πράγματι, οι τομεακοί αυτοί περιορισμοί, οι οποίοι θεσπίσθηκαν μετά την ανάλυση των αντιπροσωπευτικών αγορών σε κοινοτικό επίπεδο, εφαρμόζονται από την Επιτροπή κατά την εκτίμηση του κοινού συμφέροντος οποιασδήποτε δημόσιας ενίσχυσης για επενδύσεις στον τομέα αυτό, είτε πρόκειται για κοινοτική είτε για εθνική ενίσχύση, συνδεδεμένη με μια επένδυση σε αυτόν τον τομέα. Κατ' αυτό τον τρόπο, η Επιτροπή επιδιώκει να εξασφαλίσει συμβατότητα μεταξύ της κοινής γεωργικής πολιτικής και της πολιτικής κρατικών ενισχύσεων, ούτως ώστε να μην ενθαρρύνονται επενδύσεις του είδους αυτού στην περίπτωση κατά την οποία, λόγω διαρθρωτικών αιτιών, αυτό είναι αντίθετο προς το κοινό συμφέρον.

Η βασική αυτή φιλοσοφία παραμένει έγκυρη και, ως εκ τούτου, εφαρμόζεται στο πλαίσιο των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών και των ενδεδειγμένων μέτρων.»

(36) Οι νέες κατευθυντήριες γραμμές και τα ενδεδειγμένα μέτρα που ανακοινώθηκαν στα κράτη μέλη με επιστολή της Επιτροπής της 20ής Οκτωβρίου 1995, δεν συνιστούν σημαντική αλλαγή στην προηγούμενη πολιτική της Επιτροπής, αλλά μάλλον την προσαρμογή μιας υφισταμένης πολιτικής σε διαφορετικές συνθήκες της αγοράς. Υπήρξε όντως για πολλά χρόνια πάγια πολιτική της Επιτροπής να αποκλείει ή να περιορίζει τις κρατικές ενισχύσεις για επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, σε τομείς με πλεονάζον δυναμικό. Η αιτιολόγηση αυτής της πολιτικής είναι ότι οι κρατικές ενισχύσεις για επενδύσεις σε τέτοιους τομείς είναι πιθανό να έχουν δυσμενή αντίκτυπο σε επενδυτές που δεν λαμβάνουν τέτοιες ενισχύσεις. Επιπλέον, τέτοιες ενισχύσεις είναι απίθανο να επιφέρουν διαρθρωτική βελτίωση διαρκείας στο σχετικό τομέα, αλλά πιθανό να έχουν βλαβερές συνέπειες στην εμπορία και να αλληλοαναιρεθούν εξουδετερώνοντας τις προσπάθειες των εθνικών και κοινοτικών αρχών να αντιμετωπίσουν τις διαρθρωτικές δυσχέρειες στους σχετικούς τομείς. Συνεπώς, αυτές οι ενισχύσεις θα επηρεάσουν τις συνθήκες του εμπορίου σε βαθμό τέτοιον που να έρχεται σε αντίθεση με το κοινό συμφέρον. Τέτοιες ενισχύσεις δεν μπορούν συνεπώς να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, ούτε υπό την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο α), ούτε υπό αυτήν του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

Σε αυτά τα πλαίσια, η Επιτροπή κάνει επίσης αναφορά στην απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιανουαρίου 1997 στην υπόθεση C-169/95 (Ισπανία κατά Επιτροπής) (8). Σε αυτή την απόφαση, μετά από εξέταση της διαφοράς στη διατύπωση μεταξύ του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο α) και του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ), το Δικαστήριο απεφάνθη ότι «από την εν λόγω επισημανθείσα διαφορά στη διατύπωση δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή οφείλει, οσάκις εφαρμόζει το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο α), να αγνοεί παντελώς το κοινοτικό συμφέρον και να περιορίζεται στην εξακρίβωση του ειδικού περιφερειακού σκοπού των οικείων μέτρων, χωρίς να αξιολογεί την επίπτωσή τους στη σχετική αγορά ή στις σχετικές αγορές στο σύνολο της Κοινότητας. Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 92 παράγραφος 3 απονέμει στην Επιτροπή διακριτική εξουσία η άσκηση της οποίας συνεπάγεται εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που πρέπει να πραγματοποιούνται σε κοινοτικό πλαίσιο [. . .]. Η Επιτροπή έχει επανειλημμένως ενημερώσει τα κράτη μέλη σχετικά με τις αρχές τις οποίες σκόπευε να εφαρμόσει, δυνάμει των εξουσιών που της απονέμουν τα άρθρα 92 και της συνθήκης, στα καθεστώτα περιφερειακών ενισχύσεων. Αυτό είναι, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο της ανακοινώσεώς της του 1988 σχετικά με τη μέθοδο εφαρμογής του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ), στις περιφερειακές ενισχύσεις [. . .]. Από τις εν λόγω αρχές προκύπτει ότι η εφαρμογή του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ), απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον οι επιπτώσεις που έχουν οι ενισχύσεις τις οποίες αφορούν οι εν λόγω διατάξεις της συνθήκης σε περιφερειακό επίπεδο, αλλά επίσης, ενόψει του άρθρου 92 παράγραφος 1, οι επιπτώσεις των ενισχύσεων αυτών επί του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου και, επομένως, ο τομεακός αντίκτυπος που μπορούν να έχουν στο κοινοτικό επίπεδο.» (αιτιολογικές σκέψεις 17 έως 20).

(37) Προκειμένου να εξασφαλίσει μια συνεκτική προσέγγιση στα μέτρα στήριξης της ανάπτυξης στον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ίδιοι περιορισμοί τομεακής φύσεως που ισχύουν για τη χορήγηση τέτοιων ενισχύσεων πρέπει να εφαρμόζονται και στις ενισχύσεις επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από την Κοινότητα αλλά και στα μέτρα που χρηματοδοτούνται αποκλειστικώς από κράτη μέλη. Με αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή προσπαθεί να εξασφαλίσει το συμβιβάσιμο μεταξύ της κοινής αγροτικής πολιτικής και της πολιτικής κρατικών ενισχύσεων, ούτως ώστε να μην ενθαρρύνεται κάποια επένδυση εκεί όπου, για διαρθρωτικούς λόγους, έρχεται σε αντίθεση με το κοινοτικό συμφέρον. Προφανώς, οι προσπάθειες σε κοινοτικό επίπεδο για τη μείωση ή εξάλειψη διαρθρωτικών πλεονασμάτων θα υπονομεύονταν εάν τα κράτη μέλη ήσαν ελεύθερα να παρέχουν ενίσχυση σε εθνικό επίπεδο.

(38) Στην αρχή, η Επιτροπή εφήρμοζε τέτοιους τομεακούς περιορισμούς βάσει ειδικών μέτρων που λαμβάνονταν για κάθε σχετικό τομέα χωριστά (ζάχαρη, ισογλυκόζη, γαλακτοκομικά προϊόντα). Ωστόσο, μετά την έκδοση της απόφασης 90/342/ΕΟΚ, η Επιτροπή άρχισε να εφαρμόζει στις νέες κρατικές ενισχύσεις κατ' αναλογίαν την απόφαση, ούτως ώστε να εξασφαλίσει ότι οι κατηγορίες που εξαιρούνται από την κοινοτική ενίσχυση θα εξαιρούνται επίσης από τις κρατικές ενισχύσεις.

(39) Αυτή η εξέλιξη της πολιτικής της Επιτροπής ως προς την εφαρμογή τομεακών περιορισμών στις ενισχύσεις για επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων περιγράφεται σαφέστατα στις ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής για την πολιτική ανταγωνισμού. Η ΧΧή έκθεση (1990) (9) καθώς και η ΧΧΙη έκθεση (1991) (10) αναφέρονται στην εφαρμογή τομεακών περιορισμών για συγκεκριμένα προϊόντα. Η ΧΧΙΙη έκθεση (1992) αναφέρει σαφώς (11):

«Στη διαρθρωτική πολιτική για τις επενδύσεις σε επίπεδο μεταποίησης και εμπορίας, ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 866/90 επιτρέπει, κατ' αρχήν, στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μονομερή μέτρα, σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 92 και 93, σε όλους τους τομείς που καλύπτονται από τον κανονισμό.

Στην πράξη, η ελευθερία αυτή περιορίζεται από την πολιτική της Επιτροπής, η οποία αποκλείει από τις κρατικές ενισχύσεις τις ίδιες επενδύσεις που αποκλείονται από την κοινοτική συγχρηματοδότηση, σύμφωνα με το σημείο 2 του παραρτήματος της απόφασης 90/342/ΕΟΚ της Επιτροπής της 7ης Ιουνίου 1990.»

Αυτή η τοποθέτηση επιβεβαιώθηκε με χρήση παρομοίων διατυπώσεων, στην ΧΧΙΙΙη (1993) (12) και ΧΧΙVη (1994) (13) έκθεση.

(40) Εξάλλου, αυτή η πολιτική ανακοινώθηκε ρητά στη γερμανική κυβέρνηση και στο πλαίσιο ατομικών αποφάσεων σχετικά με μεμονωμένα καθεστώτα ενίσχυσης για τα οποία είχε ενημερωθεί η Επιτροπή. Παραδείγματος χάρη, με επιστολή της 30ής Μαρτίου 1993 [SG(93) D/5076], η Επιτροπή ενημέρωσε τη γερμανική κυβέρνηση για την απόφασή της να ανοίξει τη διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 93 παράγραφος 2 της συνθήκης, ως προς τις ενισχύσεις που είχε αποφασίσει να χορηγήσει η γερμανική κυβέρνηση για τον εκσυγχρονισμό ενός αλευρόμυλου στη Δρέσδη (C 6/93). Σε αυτήν την επιστολή, η Επιτροπή έγραφε:

«Στην αξιολόγηση των κρατικών ενισχύσεων για επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας, είναι καθιερωμένη πολιτική της Επιτροπής να εφαρμόζονται τα συγκεκριμένα κριτήρια επιλογής για τον τομέα, τα οποία αναφέρονται στο σημείο 2 του παραρτήματος στην απόφαση 90/342/ΕΟΚ της Επιτροπής ("τομεακοί περιορισμοί") κατ' αναλογίαν, δεδομένου ότι έχουν σχεδιασθεί με τρόπο ώστε να λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση της κοινοτικής αγοράς.»

Δήλωση με πανομοιότυπη διατύπωση περιλαμβάνεται και στην επιστολή της Επιτροπής της 28ης Ιουνίου 1993 [SG(93) D10681] με την οποία άνοιγε η διαδικασία σχετικά με την ενίσχυση για τον εκσυγχρονισμό αλευρόμυλων στη Σαξονία (C 15/93).

(41) Αφού, ιδίως μετά τη μεταρρύθμιση της κοινής γεωργικής πολιτικής μέσω της έκδοσης της απόφασης 94/173/ΕΚ της Επιτροπής, προσαρμόστηκαν τα κριτήρια επιλογής και οι κατηγορίες επενδύσεων που εξαιρούνται από κοινοτική ενίσχυση δεδομένων των τότε συνθηκών της αγοράς, κατέστη σαφές πως η Επιτροπή έπρεπε να τροποποιήσει την πολιτική της για τις κρατικές ενισχύσεις. Σε ανακοίνωση προς τα κράτη μέλη της 1ης Ιουλίου 1994, η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι σκόπευε να αναθεωρήσει την πρακτική της σε αυτόν τον τομέα μόλις συμπληρώνονταν οι απαραίτητες προπαρασκευαστικές εργασίες με τα κράτη μέλη. Εντούτοις, για λόγους νομικής εξασφάλισης, η Επιτροπή θα συνέχιζε να εφαρμόζει τους τομεακούς περιορισμούς όπως αναφέρονται στην απόφαση 90/342/ΕΟΚ μέχρι τη συμπλήρωση των προπαρασκευαστικών εργασιών. Στην ίδια ανακοίνωση, η Επιτροπή δήλωνε πάλι τη βασική της φιλοσοφία να εφαρμόζει τους ίδιους τομεακούς περιορισμούς και σε μέτρα χρηματοδοτούμενα από την Κοινότητα και σε εκείνα που χρηματοδοτούνται αποκλειστικά μέσω κρατικών ενισχύσεων.

(42) Η Επιτροπή ξεκίνησε την αναθεώρησή της, εγκρίνοντας, στις 30 Νοεμβρίου 1994, ένα πρώτο σχέδιο των κατευθυντηρίων γραμμών για αυτό το είδος ενισχύσεων, το οποίο εστάλη στα κράτη μέλη με επιστολή της 13ης Φεβρουαρίου 1995. Αφού σιμβουλεύθηκε τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της ομάδας εργασίας για τις συνθήκες ανταγωνισμού στη γεωργία σε συνεδρίαση της 3ης Μαΐου 1995, η Επιτροπή ενέκρινε τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και τα ενδεδειγμένα μέτρα με απόφαση της 19ης Ιουλίου 1995.

(43) Επιβεβαιώνοντας την καθιερωμένη πρακτική εφαρμογής κατ' αναλογίαν των τομεακών περιορισμών στη μερική κοινοτική χρηματοδότηση τέτοιων επενδύσεων βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 866/90, ακόλουθες τροποποιήσεις εισήχθησαν σε σχέση με τα ισχύοντα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1995:

- εφαρμογή των τομεακών περιορισμών που περιγράφονται στα σημεία 1.2 (δεύτερη και τρίτη περίπτωση) και στο σημείο 2 του παραρτήματος της απόφασης 90/342/ΕΟΚ,

- αυτόματη προσαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών και των ενδεδειγμένων μέτρων ώστε να λαμβάνονται υπόψη μελλοντικές τροπολογίες στην απόφαση 94/173/ΕΚ,

- καθορισμός ανωτάτων επιπέδων δημόσιας ενίσχυσης σε όρους ακαθάριστων ποσοστών,

- εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών και ενδεδειγμένων μέτρων και σε ενισχύσεις για επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων σε επίπεδο γεωργικής εκμετάλλευσης,

- όπου χορηγείται κρατική ενίσχυση, στα πλαίσια γενικού προγράμματος περιφερειακής ή τομεακής ενίσχυσης, στο οποίο η Επιτροπή δεν έχει εγείρει αντιρρήσεις βάσει των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης ΕΚ, η οποία υπόκειται στους ειδικούς όρους που αναφέρονται στο σημείο 2 του παραρτήματος στην απόφαση 94/173/ΕΚ, υφίσταται πιθανή απαίτηση υποβολής ετήσιας έκθεσης στην Επιτροπή, που θα της επιτρέψει να ελέγξει ότι πληρούνται όλοι οι όροι που αναφέρονται στο σημείο 2 του παραρτήματος της απόφασης 94/173/ΕΚ για τη χορήγηση τέτοιας ενίσχυσης,

- κατάργηση ορισμένων μέσων οι διατάξεις των οποίων έχουν ενταχθεί στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και ενδεδειγμένα μέτρα.

4. Εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών και καταλλήλων μέτρων σε προγράμματα περιφερειακής ενίσχυσης

(44) Καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας, οι γερμανικές αρχές αμφισβήτησαν ουσιαστικά την εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών σε καθεστώτα περιφερειακής ενίσχυσης. Εν πρώτοις, υποστηρίζουν ότι εάν μεγάλα τμήματα του τομέα μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων απεκλείοντο συστηματικά από εθνική ενίσχυση, το πεδίο εφαρμογής των περιφερειακών μέτρων για τη βελτίωση περιφερειακών οικονομικών δομών θα μπορούσε να πέσει, στις αγροτικές περιοχές, σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα. Με άλλα λόγια, οι γερμανικές αρχές υποστηρίζουν ότι η εφαρμογή εθνικών καθεστώτων περιφερειακής ενίσχυσης θα έπρεπε να έχει προτεραιότητα έναντι των ειδικών απαιτήσεων της κοινής γεωργικής πολιτικής.

Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί τη θέση αυτή. Η κοινή γεωργική πολιτική, η καθιέρωση της οποίας επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 3 στοιχείο ε) της συνθήκης, βασίζεται στην ανάπτυξη, μέσω των κοινών οργανώσεων αγοράς και μέσω διαρθρωτικών μέτρων, συγκεκριμένων μηχανισμών στήριξης οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες των τομέων που αφορούν, και συνεπώς διαφέρουν σημαντικά κατά περίπτωση. Αυτή η πολιτική αναπτύχθηκε σε κοινοτικό επίπεδο, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται από το άρθρο 43 της συνθήκης, και εφαρμόζεται και διευθύνεται σε κοινοτικό επίπεδο. Συνεπώς, όταν τα κράτη μέλη σχεδιάζουν και εφαρμόζουν τα προγράμματά τους κρατικής ενίσχυσης, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής, και ιδιαιτέρως τους συγκεκριμένους περιορισμούς στη χορήγηση οικονομικής στήριξης σε κάποιους τομείς, είτε σε επίπεδο πρωτογενούς παραγωγής είτε σε επίπεδο μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων. Γι' αυτόν τον λόγο, η Επιτροπή επέμεινε πάντοτε ότι τα εθνικά προγράμματα περιφερειακής ενίσχυσης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους ειδικούς κανόνες που εφαρμόζονται στο γεωργικό τομέα.

(45) Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί τη διάκριση που κάνουν οι γερμανικές αρχές μεταξύ προγραμμάτων τομεακής και περιφερειακής ενίσχυσης. Όταν εκτιμά το συμβιβάσιμο των μέτρων εθνικής ενίσχυσης με το άρθρο 93 παράγραφος 3 της συνθήκης, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τις οικονομικές συνέπειες του μέτρου, και ιδιαιτέρως την έκταση στην οποία είναι πιθανό αυτό το μέτρο να επηρεάσει αρνητικά τις συνθήκες εμπορίου σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. H κατηγορία στην οποία το κράτος μέλος αποφασίζει να υπαγάγει την ενίσχυση είναι τουλάχιστον δευτερευούσης σημασίας. Ειδάλλως θα ήταν εύκολο να αποφύγει ένα κράτος μέλος την εφαρμογή περιοριστικής πολιτικής για κάποια είδη ενίσχυσης, με αλλαγή της κατηγορίας του μέτρου «τομεακής ενίσχυσης» σε μέτρο «περιφερειακής ενίσχυσης», ή μεταφέροντας μια επένδυση από ζώνη που δεν δικαιούται περιφερειακή ενίσχυση σε άλλη που δικαιούται. Υπό αυτές τις συνθήκες, οποιοιδήποτε περιορισμοί επιβάλλονται από την Επιτροπή στη χορήγηση ενισχύσεων σε τομείς με πλεονάζον δυναμικό, δεν θα είχαν κανένα χρήσιμο αποτέλεσμα.

(46) Η Επιτροπή δέχεται ότι ο τομέας μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων είναι σημαντικός για την ευρωπαϊκή οικονομία. Ειδικότερα, επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα είναι πιθανό να προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη αγροτικών περιοχών και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης σε αυτές τις περιοχές. Επενδύσεις στην μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων είναι επίσης πιθανό να βοηθήσουν τους αγρότες να βρουν νέους τρόπους διάθεσης των προϊόντων τους. Γι' αυτόν τον λόγο, η Κοινότητα προβλέπει σημαντική οικονομική στήριξη σε τέτοιες επενδύσεις, στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 866/90. Εξάλλου, η Επιτροπή επικρότησε ήδη και ενέκρινε κρατικές ενισχύσεις σε αυτόν τον τομέα, επιτρέποντας αυτήν τη στιγμή ενισχύσεις μέχρι και 55 ή 75 % σε περιφέρειες του στόχου 1 (14).

(47) Πρέπει, επιπλέον, να σημειωθεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές ανάγκες των καθεστώτων περιφερειακής ενίσχυσης, δεδομένου ότι επιτρέπουν υψηλότερο ποσοστό ενίσχυσης από το προαναφερθέν όταν αυτό είναι το ποσοστό που εφαρμόζετα στο εν λόγω καθεστώς περιφερειακής ενίσχυσης. Το σημείο 4 στοιχείο β) σημείο ii) των κατευθυντηρίων γραμμών και των ενδεδειγμένων μέτρων αναφέρει:

«Τα καθεστώτα ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα, τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, ενισχύσεις στον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων υπόκεινται στους όρους των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών και των ενδεδειγμένων μέτρων όσον αφορά τις επενδύσεις αυτές. Κατά τη θέση σε εφαρμογή ενός καθεστώτος ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα, εφαρμόζεται το ύψος της εγκριθείσας ενίσχυσης στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος.»

(48) Οι γερμανικές αρχές υποστηρίζουν ότι η απόφαση 94/173/ΕΚ αποκλείει μεγάλο αριθμό επενδύσεων στη μεταποίηση και επεξεργασία γεωργικών προϊόντων. Είναι αλήθεια ότι σημαντικός αριθμός τύπων επενδύσεων αποκλείονται άνευ όρων, με την εν λόγω απόφαση. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η Επιτροπή έλαβε στην πραγματικότητα υπόψη τις περιφερειακές ανομοιογένειες ως προς τα τομεακά όρια αυτά καθαυτά στην έκδοση του 1990, όπως και σε αυτή του 1994, και προβλέπει ολόκληρη σειρά εξαιρέσεων από τις απαγορεύσεις που περιγράφονται σε αυτούς τους περιοριστικούς όρους, ούτως ώστε να στηρίξει λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες και ιδιαιτέρως περιοχές του στόχου 1. Παραδείγματος χάρη, τα τομεακά όρια ενίοτε επιτρέπουν επενδύσεις, που διαφορετικά θα αποκλείονταν, σε περιφέρειες του στόχου 1 με αποδεδειγμένη έλλειψη απόδοσης της παραγωγής ή υπό τον όρο ότι δεν υπάρχει συνολική αύξηση της απόδοσης. Ακόμη και σε τομείς όπου δεν υφίστανται παρεκκλίσεις προς όφελος των λιγότερο ευνοημένων περιοχών, σε πολλές περιπτώσεις δεν απαγορεύονται όλες οι επενδύσεις. Ειδικότερα, επενδύσεις για την ανανέωση των εγκαταστάσεων παραγωγής ώστε να πληρούνται απαιτήσεις υγιεινής, καλής μεταχείρισης των ζώων ή προστασίας του περιβάλλοντος συχνά επιτρέπονται υπό τον όρο να μην υπάρξει αύξηση της απόδοσης της παραγωγής ή υπό τον όρο μείωσης της απόδοσης της παραγωγής.

(49) Οι γερμανικές αρχές διαμαρτύρονται επίσης πως η απόφαση 94/173/ΕΚ δεν διευκρινίζει πότε πρέπει να θεωρηθεί ότι υφίσταται τέτοια έλλειψη απόδοσης ή τι αποδεικτικά στοιχεία απαιτούνται. Εντούτοις, το δεύτερο εδάφιο του σημείου 3 στοιχείο β) των κατευθυντηρίων γραμμών αναφέρει ότι «όταν χορηγείται κρατική ενίσχυση, βάσει των ειδικών όρων που αναφέρονται στο σημείο 2 του παραρτήματος της απόφασης 94/173/ΕΚ στο πλαίσιο ενός γενικού, περιφερειακού ή τομεακού καθεστώτος ενισχύσεων, σχετικά με την οποία η Επιτροπή δεν εξέφρασε αντιρρήσεις... πρέπει να υποβάλλεται ετήσια έκθεση στην Επιτροπή, η οποία να παρέχει πληροφορίες σχετικά με οποιαδήποτε χορήγηση τέτοιου είδους ενίσχυσης κατά τη διάρκεια του σχετικού έτους και, ιδίως, να περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες που θα διευκολύνουν την Επιτροπή να διαπιστώσει, χωρίς να καταφύγει σε πρόσθετες έρευνες, ότι πληρούνται όλοι οι όροι σχετικά με τη χορήγηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στο σημείο 2 του παραρτήματος της απόφασης 94/173/ΕΚ.» Συνεπώς, η κύρια ευθύνη για τη διαπίστωση της τήρησης των όρων που περιγράφονται στην απόφαση 94/173/ΕΚ είναι στα χέρια των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών. Εάν οι αρμόδιες αρχές έχουν κάποια αμφιβολία σχετικά με την εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων, έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να ζητήσουν διευκρινήσεις από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 5 της συνθήκης.

(50) Εξάλλου, οι γερμανικές αρχές δεν παρείχαν λεπτομέρειες για τον τρόπο ακριβώς με τον οποίο η εφαρμογή των τομεακών περιορισμών που περιλαμβάνονται στην απόφαση 94/173/ΕΚ έρχεται σε σύγκρουση με τη δική τους πολιτική περιφερειακής ενίσχυσης. Στην επιστολή τους της 31ης Ιουλίου 1996, οι γερμανικές αρχές έκαναν στην Επιτροπή μια γενική περιγραφή της σημασίας των κρατικών ενισχύσεων για τη μεταποίηση και εμπορία των γεωργικών προϊόντων, αλλά δεν προσδιόρισαν ακριβώς τη φύση των σχετικών επενδύσεων ή την έκταση στην οποία τα εν λόγω μέτρα επηρεάζονται από τους τομεακούς περιορισμούς που περιλαμβάνονται στην απόφαση 94/173/ΕΚ.

(51) Δεδομένου ότι 14 κράτη μέλη έχουν δεχθεί την εφαρμογή των τομεακών περιορισμών στα καθεστώτα περιφερειακής ενίσχυσης, και δεδομένης της απουσίας λεπτομερούς επεξήγησης από τις γερμανικές αρχές των λόγων για τους οποίους θεωρούν ότι η εφαρμογή αυτών των τομεακών περιορισμών θα έχει ως αποτέλεσμα έναν απαράδεκτο περιορισμό της πολιτικής περιφερειακής ενίσχυσης, η Επιτροπή οφείλει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η θέση των γερμανικών αρχών δεν δικαιολογείται.

(52) Εάν οι γερμανικές αρχές θεωρούν ότι ένας ή περισσότεροι από τους τομεακούς περιορισμούς που περιλαμβάνονται στην απόφαση 94/173/ΕΚ είναι υπερβολικά περιοριστικοί, έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να ζητήσουν από την Επιτροπή να αναθεωρήσει και εάν είναι απαραίτητο να τροποποιήσει τα προβλεπόμενα από την εν λόγω απόφαση. Αυτό θα είχε το πλεονέκτημα να επιτρέψει τη χορήγηση όχι μόνον κρατικών ενισχύσεων, αλλά και κοινοτικής οικονομικής στήριξης μέσω των Διαρθρωτικών Ταμείων στις εν λόγω δραστηριότητες και θα έδινε επίσης τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διατηρήσει τη συνοχή μεταξύ της κοινής γεωργικής πολιτικής και της πολιτικής κρατικών ενισχύσεων.

(53) Περαιτέρω, οι γερμανικές αρχές αμφισβητούν την υπόθεση ότι η εισαγωγή κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών θα βελτιώσει τη συνοχή με την κοινή οργάνωση γεωργικών αγορών. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και τα ενδεδειγμένα μέτρα δεν καλύπτουν την παραγωγή γεωργικών προϊόντων αλλά τη βιομηχανική τους μεταποίηση και την εμπορία των υφισταμένων προϊόντων του παραρτήματος ΙΙ. Οι γερμανικές αρχές συνεπώς υποστηρίζουν πως ο τρόπος με τον οποίον ρυθμίζονται η τιμή και η ποσότητα στα πλαίσια της οργάνωσης κοινής αγοράς δεν μπορεί να επηρεασθεί από περιορισμούς στη βιομηχανική μεταποίηση ή την εμπορία. Τα γεωργικά πλεονάσματα δεν ενθαρρύνονται από την ύπαρξη ανταγωνιστικών δυνατοτήτων μεταποίησης, αλλά από κίνητρα στην παραγωγή στα πλαίσια των εν λόγω οργανώσεων γεωργικής αγοράς.

(54) Η Επιτροπή δεν αποδέχεται τη μάλλον άκαμπτη διάκριση που προσπαθούν να χαράξουν οι γερμανικές αρχές μεταξύ των τομέων πρωτογενούς παραγωγής, που καλύπτονται από τις οργανώσεις κοινής αγοράς, και τη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων. Η αποκτηθείσα εμπειρία από τη λειτουργία της κοινής γεωργικής πολιτικής δείχνει ότι η δημιουργία νέου δυναμικού μεταποίησης και εμπορίας κάποιων ειδών γεωργικών προϊόντων θα έχει την τάση να ενθαρρύνει τους γεωργούς να παράγουν μεγαλύτερες ποσότητες αυτών των προϊόντων. Αντιστρόφως, μέτρα που λαμβάνονται για τη μείωση της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής σε κάποιους τομείς μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την υπεραπόδοση των βιομηχανιών μεταποίησης και εμπορίας για τα εν λόγω προϊόντα, εκτός εάν γίνουν αντίστοιχες περικοπές στην απόδοση αυτών των βιομηχανιών. Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 866/90 βασίζεται μάλιστα ειδικώς σε αυτή τη στενή οικονομική σχέση μεταξύ πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής και επεξεργασίας των γεωργικών προϊόντων. Ο κανονισμός βασίζεται, ειδικότερα, στην αρχή ότι επενδύσεις πρέπει να γίνονται υπό την προϋπόθεση ότι θα εντάσσονται σε τομεακά σχέδια, τα οποία θα περιλαμβάνουν μια εις βάθος ανάλυση της κατάστασης στο σχετικό τομέα και την προτεινόμενη βελτίωση. Επιπλέον, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι οι επενδύσεις είναι βιώσιμες και ότι οι γεωργοί θα απολαμβάνουν ένα σημαντικό μερίδιο των κερδών από αυτές τις ενέργειες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι έχει επίσης το δικαίωμα να λάβει υπόψη τη στενή οικονομική σχέση μεταξύ της πρωτογενούς παραγωγής και της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων, όταν καθορίζει εάν οι κρατικές ενισχύσεις μπορούν να θεωρηθούν συμβάσιμες με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 της συνθήκης.

(55) Εξάλλου, η Επιτροπή θα ήθελε να επισημάνει ότι στόχος της στη διαμόρφωση της πολιτικής της ως προς τις κρατικές ενισχύσεις για επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, είναι να εξασφαλίσει τη συνοχή μεταξύ της πολιτικής ανταγωνισμού και της κοινής γεωργικής πολιτικής στο σύνολό της. Για να εξασφαλισθεί αυτή η συνοχή, η Επιτροπή προσπαθεί να διασφαλίσει ότι εφαρμόζονται οι ίδιοι τομεακοί περιορισμοί σε όλες τις δημόσιες επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα, είτε χρηματοδοτούνται από τα κράτη μέλη είτε από την Κοινότητα. Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι οι τομεακοί περιορισμοί που περιλαμβάνονται στην απόφαση 90/342/ΕΟΚ, καθώς και οι αλλαγές που επιφέρει η απόφαση 94/173/ΕΚ, εισήχθησαν κατόπιν εκτεταμένης αναλύσεως αντιπροσωπευτικών αγορών, στο επίπεδο των βιομηχανιών μεταποίησης και επεξεργασίας και όχι στο επίπεδο της πρωτογενούς παραγωγής. Παραδείγματος χάρη, ο αποκλεισμός επενδύσεων σχετικών με την παραγωγή αμύλου βασίζεται στη συνεχιζόμενη ύπαρξη υπεραπόδοσης στον τομέα της παραγωγής αμύλου, και όχι σε κάποια ενδεχόμενη υπεραπόδοση στην παραγωγή γεωμήλων ή σιτηρών που χρησιμοποιούνται ως πρώτες ύλες στην παραγωγή αμύλου. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι περιορισμοί στις επενδύσεις σχετικά με τη σφαγή βοοειδών, χοίρων, προβάτων και πουλερικών βασίζονται στην υπεραπόδοση στον τομέα των σφαγείων, και όχι στα επίπεδα της πρωτογενούς παραγωγής. Οι υπόλοιποι τομεακοί περιορισμοί βασίζονται επίσης στην ύπαρξη υπεραπόδοσης στους τομείς της μεταποίησης και επεξεργασίας.

(56) Τέλος, οι γερμανικές αρχές υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να μπορούν να χορηγούνται κρατικές ενισχύσεις ανεξαρτήτως του εάν τα πρωτογενή γεωργικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται παράγονται από τον εγχώριο γεωργικό τομέα ή εισάγονται. Σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 951/975 του Συμβουλίου (15), αποκλείεται κοινοτική χρηματοδότηση επενδύσεων στη μεταποίηση ή την εμπορία προϊόντων από τρίτες χώρες. Εντούτοις, οι κατευθυντήριες γραμμές και τα ενδεδειγμένα μέτρα που καλύπτουν την κρατική ενίσχύση σε σχέση με επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων δεν αποκλείουν ρητά τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων για επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων εισαγομένων από τρίτες χώρες, και η Επιτροπή δεν θα είχε αντιρρήσεις για τέτοιες ενισχύσεις, αρκεί να πληρούνται όλες οι άλλες προϋποθέσεις που αναφέρονται στις κατευθυντήριες γραμμές και ενδεδειγμένα μέτρα, και ιδιαιτέρως οι τομεακοί περιορισμοί που προβλέπονται από την απόφαση 94/173/ΕΚ. Αιτία αυτής της διαφορετικής προσέγγισης είναι ότι η Επιτροπή θεωρεί αναγκαίο να εξασφαλισθεί ότι η κοινοτική χρηματοδότηση χρησιμοποιείται στην ανάπτυξη ικανοτήτων μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων κοινοτικής προέλευσης. Από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζουν εάν θα χορηγούν κρατικές ενισχύσεις για την μεταποίηση και εμπορία εισαγομένων γεωργικών προϊόντων, αρκεί βεβαίως να συμμορφώνονται με τα άρθρα 92 και 93 της συνθήκης, ούτως ώστε να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαίτερη κατάσταση σε εθνικό επίπεδο. Για τους παραπάνω λόγους, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο.

IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(57) Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα, οι προτάσεις και τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι γερμανικές αρχές δεν δικαιολογούν την άρνησή τους να συμφωνήσουν στην εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών και των ενδεδειγμένων μέτρων στα καθεστώτα περιφερειακής ενίσχυσης όπως προτάθηκαν από την Επιτροπή.

(58) Με εξαίρεση τη Γερμανία, όλα τα άλλα κράτη μέλη συνεφώνησαν άνευ όρων στην εισαγωγή των κατευθυντηρίων γραμμών και των ενδεδειγμένων μέτρων. Ελλείψει σαφούς αιτιολόγησης από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί τη μη εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών και ενδεδειγμένων μέτρων για τα καθεστώτα περιφερειακής ενίσχυσης σε ένα μόνο από τα κράτη μέλη.

(59) Εφόσον η Γερμανία αρνείται να συμμορφωθεί με αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές και τα ενδεδειγμένα μέτρα, η Επιτροπή, έχοντας κινήσει και ακολουθήσει τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 93 παράγραφος 2, έχει δικαίωμα, με απόφαση ληφθείσα βάσει των προβλεπομένων διατάξεων, καθώς και των λόγων που αναφέρονται στο μέρος ΙΙΙ, να απαιτήσει την τροποποίηση των υφισταμένων καθεστώτων ενίσχυσης, υποχρεώνοντας τη Γερμανία να συμμορφωθεί με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις που σχετίζονται με επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων. Για να επιτευχθεί αυτό, είναι απαραίτητο να απαιτηθεί από τη Γερμανία να τροποποιήσει τα υφιστάμενα καθεστώτα της ενίσχυσης, προσαρμόζοντάς τα στην απόφαση 94/173/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τα καθεστώτα περιφερειακής ενίσχυσης της Γερμανίας δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, ως προς το ότι δεν συμμορφώνονται προς τις κατευθυντήριες γραμμές και τα ενδεδειγμένα μέτρα για τις κρατικές ενισχύσεις τις σχετικές με επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, οι οποίες είχαν ανακοινωθεί στη Γερμανία με την επιστολή [SG(95) D/13086] της 20ής Οκτωβρίου 1995.

Άρθρο 2

Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, η Γερμανία τροποποιεί ή, όπου αυτό είναι απαραίτητο, καταργεί τις υφιστάμενες ενισχύσεις και τα υφιστάμενα καθεστώτα ενίσχυσης, ώστε να εξασφαλίσει ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Ειδικότερα, σύμφωνα με το σημείο 3 στοιχείο β) των κατευθυντηρίων γραμμών που αναφέρονται στο άρθρο 1, η Γερμανία μεριμνά ώστε:

1. να μην χορηγούνται κρατικές ενισχύσεις για επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, και αυτό ισχύει για όλες τις επενδύσεις οι οποίες αναφέρονται στη δεύτερη και τρίτη περίπτωση του σημείου 1.2 του παραρτήματος της απόφασης 94/173/ΕΚ ή οι οποίες αποκλείονται άνευ όρων από το σημείο 2 αυτού του παραρτήματος,

2. να μην χορηγούνται κρατικές ενισχύσεις για τις άλλες επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων οι οποίες αναφέρονται στο σημείο 2 του παραρτήματος της απόφασης 94/173/ΕΚ, εκτός εάν αυτές πληρούν τους ειδικούς όρους που αναφέρονται σε αυτό το παράρτημα.

Άρθρο 3

Η Γερμανία ενημερώνει την Επιτροπή για τα μέτρα που θεσπίζει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση, εντός δύο μηνών από την επίσημη κοινοποίησή της.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 1998.

Για την Επιτροπή

Franz FISCHLER

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ C 29 της 2. 2. 1996, σ. 4.

(2) ΕΕ C 36 της 5. 2. 1997, σ. 13.

(3) ΕΕ L 91 της 6. 4. 1990, σ. 1 7 αυτός ο κανονισμός αντικαταστάθηκε αργότερα από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 951/97 του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για τη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 142 της 2. 6. 1997, σ. 22).

(4) ΕΕ L 79 της 23. 3. 1994, σ. 29.

(5) ΕΕ C 189 της 12. 7. 1994, σ. 5.

(6) ΕΕ L 163 της 29. 6. 1990, σ. 71.

(7) Βλέπε ειδικότερα τον κανονισμό αριθ. 26, της 4ης Απριλίου 1962, περί εφαρμογής ορισμένων κανόνων ανταγωνισμού στην παραγωγή και την εμπορία γεωργικών προϊόντων (ΕΕ 30 της 20. 4. 1962, σ. 993/62).

(8) Συλλογή 1997, σ. Ι-135.

(9) Σημείο 337.

(10) Σημείο 317.

(11) Σημείο 506.

(12) Σημείο 550.

(13) Σημείο 371.

(14) Παραρτήματα στις κατευθυντήριες γραμμές περί κρατικών ενισχύσεων σχετικά με επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων.

(15) Βλέπε υποσημείωση 3.