31998R1659

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1659/98 του Συμβουλίου της 17ης Ιουλίου 1998 σχετικά με την αποκεντρωμένη συνεργασία

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 213 της 30/07/1998 σ. 0006 - 0008


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1659/98 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 17ης Ιουλίου 1998 σχετικά με την αποκεντρωμένη συνεργασία

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 130 Χ,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Γ της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας:

ότι η αποκεντρωμένη συνεργασία αποτελεί νέα προσέγγιση στην αναπτυξιακή συνεργασία η οποία τοποθετεί τους φορείς στο επίκεντρο της εφαρμογής της δράσης και συνεπώς επιδιώκει την επίτευξή του διττού σκοπού της προσαρμογής των δράσεων στις ανάγκες και της βιωσιμότητάς τους 7

ότι η σημασία μιας αναπτυξιακής προσέγγισης της αποκεντρωμένης συνεργασίας έχει υπογραμμισθεί στην τέταρτη σύμβαση ΑΚΕ-ΕΚ, στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 443/92 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, περί χρηματοδοτικής και τεχνικής βοήθειας καθώς και οικονομικής συνεργασίας με τις αναπτυσσόμενες χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας (3), καθώς επίσης και στο ψήφισμα του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 1991, για τη συνεργασία με τους ΜΚΟ, και σε πολυάριθμα ψιφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 7

ότι η αρμόδια επί του προϋπολογισμού αρχή αποφάσισε την εγγραφή κονδυλίου στον προϋπολογισμό του 1992, με σκοπό την προώθηση της συγκεκριμένης προσέγγισης στο σύνολο των αναπτυσσόμενων χωρών 7

ότι ποσό δημοσιονομικής αναφοράς, κατά την έννοια του σημείου 2 της δήλωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 6ης Μαρτίου 1995, σχετικά με την εγγραφή δημοσιονομικών διατάξεων στις νομοθετικές πράξεις (4), έχει περιληφθεί στον παρόντα κανονισμό για το διάστημα 1991-2001, χωρίς αυτό να θίγει τις αρμοδιότητες της αρμόδιας επί του προϋπολογισμού αρχής όπως στη συνθήκη 7

ότι η αποκεντρωμένη συνεργασία αποσκοπεί να επιφέρει μακροπρόθεσμα μια πραγματική αλλαγή στις ενωσιακές διαδικασίες στον τομέα της συνεργασίας για την ανάπτυξη 7

ότι η αποκεντρωμένη συνεργασία συντελεί ουσιαστικά στην επίτευξη των στόχων της πολιτικής της Κοινότητας στον τομέα της συνεργασίας για την ανάπτυξη, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 130 Υ της συνθήκης 7

ότι είναι σκόπιμο να καθοριστούν αναλόγως οι διοικητικές διαδικασίες,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Η Κοινότητα υποστηρίζει δράσεις και πρωτοβουλίες διαρκούς και σταθερής ανάπτυξης, τις οποίες αναλαμβάνουν φορείς της αποκεντρωμένης συνεργασίας της Κοινότητας και των αναπτυσσόμενων χωρών, και ιδίως όσες προωθούν:

- μια ανάπτυξη στηριζόμενη σε μεγαλύτερη συμμετοχή, η οποία να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις πρωτοβουλίες των πληθυσμών των αναπτυσσόμενων χωρών,

- μια συμβολή στη διαφοροποίηση και στην ενίσχυση των κοινωνιών των πολιτών, καθώς και στον εκδημοκρατισμό στη βάση, σε αυτές χώρες,

- την κινητοποίηση των φορέων της αποκεντρωμένης συνεργασίας στην Κοινότητα και στις αναπτυσσόμενες χώρες υπέρ των στόχων αυτών, στο πλαίσιο διαρθρωμένων προγραμμάτων.

Όλες οι αναπτυσσόμενες χώρες μπορούν να επιλέγονται για τις δράσεις που αφορούν την προώθηση της αποκεντρωμένης συνεργασίας.

Άρθρο 2

Οι κατά προτεραιότητα τομείς των δράσεων, στα πλαίσια του παρόντος κανονισμού, είναι οι ακόλουθες:

- ανάπτυξη του ανθρώπινου και τεχνικού δυναμικού, τοπική, αγροτική ή αστική ανάπτυξη στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα στις αναπτυσσόμενες χώρες,

- ενημέρωση και κινητοποίηση των φορέων της αποκεντρωμένης συνεργασίας,

- στήριξη της ενίσχυσης του θεσμικού πλαισίου και των δυνατοτήτων δράσης των εν λόγω φορέων,

- μεθοδολογική υποστήριξη και παρακολούθηση των δράσεων.

Άρθρο 3

Οι εταίροι της συνεργασίας οι οποίοι είναι δυνατό να επιλέγονται για να χρηματοδοτηθούν κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, είναι οι φορείς αποκεντρωμένης συνεργασίας στην Κοινότητα και στις αναπτυσσόμενες χώρες, δηλαδή: τοπικές δημόσιες αρχές, μη κυβερνητικοί οργανισμοί, επαγγελματικές ενώσεις και τοπικές ομάδες πρωτοβουλίας, συνεταιρισμοί, συνδικάτα, γυναικείες οργανώσεις και οργανώσεις νέων, εκπαιδευτικά και ερευνητικά ιδρύματα, εκκλησίες και όλες οι μη κυβερνητικές ενώσεις που μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη.

Άρθρο 4

1. Η χρηματοδότηση των δράσεων του άρθρου 1 από την Κοινότητα καλύπτει μία τριετία (1999-2001).

Το ποσό δημοσιονομικής αναφοράς για την εφαρμογή του παρόντος προγράμματος, για το διάστημα 1999 έως 2001, είναι 18 εκατομμύρια Ecu.

Οι ετήσιες πιστώσεις εγκρίνονται από την αρμόδια επί του προϋπολογισμού αρχή, εντός των ορίων των δημοσιονομικών προοπτικών.

2. Η αρμόδια επί του προϋπολογισμού αρχή καθορίζει τις διαθέσιμες για κάθε οικονομικό έτος πιστώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές της καλής δημοσιονομικής διαχείρισης που αναφέρονται στο άρθρο 2 του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται για το γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 5

1. Στα μέσα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο των δράσεων κατ' άρθρο 1 περιλαμβάνονται μελέτες, παροχή τεχνικής βοήθειας, δράσεις κατάρτισης ή άλλες υπηρεσίες, προμήθειες και εργασίες, διαχειριστικοί έλεγχοι και αποστολές αξιολόγησης και ελέγχου.

2. Η κοινοτική χρηματοδότηση είναι δυνατό να παρέχεται τόσο για τις επενδυτικές δαπάνες, πλην της αγοράς ακινήτων, όσο και τακτικά έξοδα (π.χ. διοικητικές δαπάνες, έξοδα συντήρησης και λειτουργίας), λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το σχέδιο πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να επιδιώκει μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα.

3. Για κάθε δράση συνεργασίας, επιδιώκεται συνεισφορά των εταίρων που ορίζονται στο άρθρο 3. Η συνεισφορά αιτείται ανάλογα προς τα μέσα των συγκεκριμένων εταίρων και το χαρακτήρα κάθε δράσης.

4. Μπορεί να επιδιώκεται συγχρηματοδότηση από κοινού με άλλους χρηματοδότες, ιδίως με τα κράτη μέλη.

5. Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της συνοχής και συμπληρωματικότητας που ορίζονται στη συνθήκη, και με σκοπό να εξασφαλιστεί η μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας του συνόλου των δράσεων αυτών, η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει όλα και απαραίτητα συντονιστικά μέτρα, και ιδίως:

α) καθιέρωση ενός συστήματος τακτικής ανταλλαγής και ανάλυσης πληροφοριών σχετικά με τις χρηματοδοτούμενες δράσεις ή αυτές που προβλέπεται να χρηματοδοτηθούν από την Κοινότητα και τα κράτη μέλη 7

β) επιτόπου συντονισμό των δράσεων αυτών, με τακτικές συνεδριάσεις και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αντιπροσώπων της Επιτροπής και των κρατών μελών στη δικαιούχο χώρα.

Άρθρο 6

Η χρηματοδοτική στήριξη βάσει του παρόντος κανονισμού έχει τη μορφή επιστρεπτέων ενισχύσεων.

Άρθρο 7

1. Η Επιτροπή εξετάζει, αποφασίζει και διαχειρίζεται τις δράσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με τις ισχύουσες δημοσιονομικές και άλλες διαδικασίες, και ιδίως εκείνες που προβλέπονται στον δημοσιονομικό κανονισμό, ο οποίος εφαρμόζεται για το γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2. Οι αποφάσεις για τις μη επιστρεπτέες ενισχύσεις των οποίων η χρηματοδότηση δυνάμει του παρόντος κανονισμού υπερβαίνει το 1 εκατομμύριο Ecu ανά δράση, καθώς και οιαδήποτε τροποποίηση η οποία επισύρει περισσότερο από 20 % αύξηση του ποσού που εγκρίθηκε αρχικά για μια τέτοια δράση, λαμβάνονται με τη διαδικασία του άρθρου 8.

3. Κατά την αξιολόγηση των σχεδίων και των προγραμμάτων, λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες:

- η αποτελεσματικότητα και η βιωσιμότητα των δράσεων,

- οι πολιτιστικές και κοινωνικές πτυχές, καθώς και οι πτυχές που αφορούν την ισότητα των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών, και το περιβάλλον,

- η θεσμική ανάπτυξη που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων της δράσης,

- η πείρα από παρόμοιες δράσεις.

4. Σε κάθε συμφωνία ή σύμβαση χρηματοδότησης η οποία συνάπτεται βάσει του παρόντος κανονισμού προβλέπεται, ότι η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο δύνανται να διενεργού επιτόπιους ελέγχους, σύμφωνα με τις συνήθεις διαδικασίες που έχει θεσπίσει η Επιτροπή στο πλαίσιο των ισχυουσών διατάξεων, και ιδίως του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται για το γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

5. Η συμμετοχή σε προσκλήσεις προς υποβολή προσφορών και σε ανάθεση συμβάσεων είναι ανοικτή επί ίσοις όροις σε όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα των κρατών μελών και της δικαιούχου χώρας, ενώ είναι δυνατό να επεκταθεί και σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες και, σε δεόντως αιτιολογιμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, σε άλλες τρίτες χώρες.

6. Οι προμήθειες πρέπει να κατάγονται από τα κράτη μέλη, τη δικαιούχο χώρα ή από άλλες αναπτυσσόμενες χώρες. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και εφόσον οι περιστάσεις το δικαιολογούν οι προμήθειες είναι δυνατό να κατάγονται και από άλλες τρίτες χώρες.

Άρθρο 8

1. Η Επιτροπή επικουρείται από την γεωγραφικώς καθοριζόμενη επιτροπή των αρμόδια για την ανάπτυξη.

2. Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην εν λόγω επιτροπή σχέδιο των ληπτέων μέτρων. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό, εντός προθεσμίας που μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος ανάλογα με το επείγον του συγκεκριμένου θέματος. Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπει το άρθρο 148 παράγραφος 2 της συνθήκης για τις αποφάσεις που καλείται να λάβει το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής. Κατά τη ψηφοφορία στην επιτροπή, οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών σταθμίζονται με τον τρόπο που ορίζεται στο προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν συμμετέχει στην ψηφοφορία.

3. α) Η Επιτροπή θεσπίζει τα σχεδιαζόμενα μέτρα τα οποία ισχύουν αμέσως.

β) Όταν ωστόσο τα μέτρα αυτά δεν συμφωνούν προς τη γνώμη της επιτροπής, η Επιτροπή γνωστοποιεί αμέσως στο Συμβούλιο τα εν λόγω μέτρα. Στην περίπτωση αυτή:

- η Επιτροπή αναστέλλει την εφαρμογή των μέτρων τα οποία αποφάσισε για ένα μήνα από την ημερομηνία της γνωστοποίησης,

- το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, δύναται να αποφασίσει διαφορετικά εντός της προθεσμίας της προβλεπόμενης στην πρώτη περίπτωση.

Άρθρο 9

Μία φορά ετησίως, συνεδριάζει επιτροπή του άρθρου 8 προκειμένου να συζητήσει τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές που υποβάλλονται από τον εκπρόσωπο της Επιτροπής για τις δράσεις του επόμενου έτους.

Άρθρο 10

Μετά από κάθε δημοσιονομικό έτος, η Επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική παρουσίαση των δράσεων που χρηματοδοτήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους, καθώς και αξιολόγηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού κατά την αυτή χρονική περίοδο.

Η ετήσια έκθεση παρέχει, μεταξύ άλλων, λεπτομέρειες για τους φορείς αποκεντρωμένης συνεργασίας με τους οποίους συνήφθησαν οι συμβάσεις.

Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη, ανά τρίμηνο, για τις εγκεκριμένες δράσεις και σχέδια, αναφέροντας το κόστος και τον χαρακτήρα τους, τη δικαιούχο χώρα και τους εταίρους. Οι πληροφορίες αυτές συνοδεύονται από παράρτημα με σαφή παρουσίαση των σχεδίων ή προγραμμάτων που υπερβαίνουν το 1 εκατομμύριο Ecu.

Άρθρο 11

Η Επιτροπή αξιολογεί τακτικά τις χρηματοδοτούμενες από την Κοινότητα δράσεις προκειμένου να διαπιστώσει αν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι τους και να χαράξει κατευθύνσεις για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των μελλοντικών δράσεων. Η Επιτροπή υποβάλλει στην επιτροπή του άρθρου 8 σύνοψη των αξιολογήσεων που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να εξεταστούν από αυτήν. Οι εκθέσεις αξιολόγησης ευρίσκονται στη διάθεση των κρατών μελών που το ζητούν.

Άρθρο 12

Πριν από το τέλος του 2000, η Επιτροπή θα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο συνολική αξιολόγηση των δράσεων που χρηματοδοτήθηκαν από την Κοινότητα βάσει του παρόντος κανονισμού, η οποία θα συνοδεύεται από εισήγηση για το μέλλον του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 13

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Εφαρμόζεται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2001.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Ιουλίου 1998.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

W. RUTTENSTORFER

(1) ΕΕ C 250 της 26.9.1995, σ. 13.

(2) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1995 (ΕΕ C 17 της 22.1.1996, σ. 460), κοινή θέση του Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 1997 (ΕΕ C 43 της 9.2.1998) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 1ης Απριλίου 1998 (ΕΕ C 138 της 4.5.1998).

(3) ΕΕ L 52 της 27.2.1992, σ. 1.

(4) ΕΕ C 102 της 4.4.1996, σ. 4.