31998L0006

Οδηγία 98/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 περί της προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 080 της 18/03/1998 σ. 0027 - 0031


ΟΔΗΓΙΑ 98/6/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Φεβρουαρίου 1998 περί της προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 129 Α παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β της συνθήκης (3), υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου που εγκρίθηκε από την επιτροπή συνδιαλλαγής στις 9 Δεκεμβρίου 1997,

Εκτιμώντας:

(1) ότι η διαφανής λειτουργία της αγοράς και η σωστή ενημέρωση αποβαίνει προς όφελος της προστασίας των καταναλωτών και του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων και προϊόντων 7

(2) ότι πρέπει να εξασφαλιστεί στους καταναλωτές ένα υψηλό επίπεδο προστασίας 7 ότι η Κοινότητα θα πρέπει να συμβάλλει σ' αυτό με συγκεκριμένες ενέργειες που υποστηρίζουν και συμπληρώνουν την ακολουθούμενη από τα κράτη μέλη πολιτική όσον αφορά την ακριβή, διαφανή και σαφή ενημέρωση των καταναλωτών επί των τιμών προϊόντων που τους προσφέρονται 7

(3) ότι το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 1975, για ένα προκαταρκτικό πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας σχετικά με την πολιτική προστασίας και ενημέρωσης του καταναλωτή (4) και το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1981, για ένα δεύτερο πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας σχετικά με την πολιτική προστασίας και ενημέρωσης του καταναλωτή (5), προβλέπουν την καθιέρωση κοινών αρχών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών 7

(4) ότι οι αρχές αυτές θεσπίστηκαν με την οδηγία 79/581/ΕΟΚ (6) περί προστασίας των καταναλωτών στο θέμα των ενδείξεων των τιμών των τροφίμων και την οδηγία 88/314/ΕΟΚ (7) όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των μη εδώδιμων προϊόντων 7

(5) ότι η σχέση μεταξύ της αναγραφής της μοναδιαίας τιμής των προϊόντων και της προσυσκευασίας τους σε προκαθορισμένες ποσότητες ή χωρητικότητες που αντιστοιχούν στις τιμές των σειρών που έχουν θεσπιστεί σε κοινοτικό επίπεδο, έχει αποδειχθεί υπερβολικά πολύπλοκη στην εφαρμογή 7 ότι είναι ανάγκη να εγκαταλειφθεί αυτή η σχέση υπέρ ενός νέου απλοποιημένου μηχανισμού και προς το συμφέρον του καταναλωτή, χωρίς να θίγονται οι κανόνες που διέπουν την τυποποίηση συσκευασιών 7

(6) ότι η υποχρέωση αναγραφής των τιμών πώλησης και της μοναδιαίας τιμής μέτρησης συμβάλλει κατά τρόπο σημαντικό στη βελτίωση της πληροφόρησης των καταναλωτών δεδομένου ότι παρέχει κατά τον απλούστερο τρόπο στους καταναλωτές τις βέλτιστες δυνατότητες αξιολόγησης και σύγκρισης της τιμής των προϊόντων και τους επιτρέπει κατά συνέπεια να προβαίνουν σε συνειδητές επιλογές με βάση απλές συγκρίσεις 7

(7) ότι θα πρέπει, συνεπώς, να υπάρχει μια γενική υποχρέωση αναγραφής τόσο της τιμής πώλησης όσο και της μοναδιαίας τιμής για όλα τα προϊόντα, με εξαίρεση τα προϊόντα που διατίθενται χύμα για τα οποία η τιμή πώλησης δεν μπορεί να οριστεί πρωτού ο καταναλωτής προσδιορίσει την επιθυμητή ποσότητα του προϊόντος 7

(8) ότι είναι ανάγκη να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ορισμένα προϊόντα πωλούνται συνήθως σε ποσότητες διαφορετικές από ένα χιλιόγραμμο, ένα λίτρο, ένα μέτρο, ένα τετραγωνικό μέτρο ή έαν κυβικό μέτρο 7 ότι ενδείκνυται, ως εκ τούτου, να μπορούν τα κράτη μέλη να επιτρέπουν την αναγραφή της μοναδιαίας τιμής με αναφορά σε διαφορετική μονάδα μετρήσεως ποσοτήτων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του προϊόντος και τις ποσότητες στις οποίες πωλείται συνήθως στο οικείο κράτος μέλος 7

(9) ότι η υποχρέωση αναγραφής της μοναδιαίας τιμής μπορεί να επιβαρύνει υπερβολικά ορισμένες μικρές επιχειρήσεις λιανικής πώλησης σε συγκεκριμένες περιστάσεις και ότι θα πρέπει, επομένως, να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν την υποχρέωση αυτή κατά τη διάρκεια μιας κατάλληλης μεταβατικής περιόδου 7

(10) ότι θα πρέπει να διατηρηθεί επίσης η δυνατότητα για τα κράτη μέλη να εξαιρούν από την υποχρέωση αναφοράς της μοναδιαίας τιμής τα προϊόντα για τα οποία η αναγραφή αυτή δεν θα ήταν χρήσιμη ή θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση, επί παραδείγματι όταν η αναφορά μιας ποσότητας δεν αποτελεί σημαντική πληροφορία για τη σύγκριση των τιμών ή όταν διαφορετικά προϊόντα διατίθενται στο εμπόριο με την ίδια συσκευασία 7

(11) ότι τα κράτη μέλη, με σκοπό τη διευκόλυνση της εφαρμογής του εν λόγω συστήματος, έχουν, σε ό,τι αφορά τα μη εδώδιμα προϊόντα, τη δυνατότητα να καταρτίσουν κατάλογο των προϊόντων ή κατηγοριών προϊόντων για τα οποία παραμένει εφαρμοστέα η υποχρέωση αναγραφής της μοναδιαίας τιμής 7

(12) ότι ρυθμίσεις σε κοινοτικό επίπεδο επιτρέπουν τη διασφάλιση μιας ομοιογενούς και διαφανούς πληροφόρησης υπέρ του συνόλου των καταναλωτών στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς 7 ότι η νέα απλουστευμένη προσέγγιση είναι συγχρόνως επαρκής και απαραίτητη για την επίτευξη του στόχου αυτού 7

(13) ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι το σύστημα θα είναι αποτελεσματικό 7 ότι η διαφάνεια του συστήματος πρέπει να διατηρηθεί όταν θα εισαχθεί το ευρώ 7 ότι, προς τούτο, θα πρέπει να περιορισθεί ο μέγιστος αριθμός των προς αναγραφή τιμών 7

(14) ότι θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις μικρές επιχειρήσεις λιανικής πώλησης 7 ότι, προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή, στην έκθεσή της για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας που θα υποβληθεί το αργότερο τρία έτη μετά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1, θα πρέπει να λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη την πείρα που αποκτήθηκε από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας από τις μικρές επιχειρήσεις λιανικής πώλησης, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη θέσπιση του ενιαίου νομίσματος 7 ότι η έκθεση αυτή, λαμβάνοντας υπόψη τη μεταβατική περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 6, θα πρέπει να συνοδεύεται από πρόταση,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να ορίσει την αναγραφή της τιμής πώλησης και της μοναδιαίας τιμής μέτρησης των προϊόντων τα οποία προσφέρονται από τους εμπόρους στους καταναλωτές, προκειμένου να βελτιωθεί η ενημέρωση των καταναλωτών και να διευκολυνθεί η σύγκριση των τιμών.

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α) τιμή πώλησης, η τελική τιμή που ισχύει για μια μονάδα του προϊόντος ή για δεδομένη ποσότητα του προϊόντος, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ και όλων των λοιπών φόρων 7

β) μοναδιαία τιμή, η τελική τιμή, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ και όλων των λοιπών φόρων, η οποία ισχύει για ποσότητα ενός χιλιογράμμου, ενός λίτρου, ενός μέτρου, ενός τετραγωνικού μέτρου ή ενός κυβικού μέτρου του προϊόντος ή για μια διαφορετική μονάδα μετρήσεως ποσοτήτων η οποία χρησιμοποιείται κατά τρόπο γενικευμένο και συνήθη στο οικείο κράτος μέλος για τη διάθεση στο εμπόριο ειδικών προϊόντων 7

γ) προϊόντα πωλούμενα χύμα, τα προϊόντα που δεν είναι προσυσκευασμένα και μετρούνται παρουσία του καταναλωτή 7

δ) έμπορος, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πωλεί ή προσφέρει για πώληση προϊόντα που εμπίπτουν στην εμπορική ή επαγγελματική του δραστηριότητα 7

ε) καταναλωτής, κάθε φυσικό πρόσωπο που αγοράζει ένα προϊόν για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στον τομέα της εμπορικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας.

Άρθρο 3

1. Η τιμή πώλησης και η μοναδιαία τιμή αναγράφονται για όλα τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1. Η αναγραφή της μοναδιαίας τιμής υπόκειται στο άρθρο 5. Δεν είναι απαραίτητο να εμφαίνεται η τιμή μονάδος εφόσον ταυτίζεται με την τιμή πωλήσεως του προϊόντος.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να μην εφαρμόζουν την παράγραφο 1:

- στα προϊόντα που διατίθενται κατά την παροχή υπηρεσίας,

- στις πωλήσεις με δημοπρασίες και στις πωλήσεις έργων τέχνης και αντικών.

3. Όταν τα προϊόντα διατίθενται στο εμπόριο χύμα, αναγράφεται μόνον η μοναδιαία τιμή.

4. Στις διαφημίσεις που αναφέρουν την τιμή πώλησης των προϊόντων του άρθρου 1, αναγράφεται και η μοναδιαία τιμή με την επιφύλαξη του άρθρου 5.

Άρθρο 4

1. Η τιμή πώλησης και η μοναδιαία τιμή πρέπει να είναι σαφείς, ευκόλως αναγνωρίσιμες και ευανάγνωστες. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι ο ανώτατος αριθμός των προς αναγραφή τιμών είναι περιορισμένος.

2. Η μοναδιαία τιμή αναφέρεται σε ποσότητα που δηλώνεται σύμφωνα με τις εθνικές και κοινοτικές διατάξεις.

Όταν κοινοτικές ή εθνικές διατάξεις απαιτούν την αναγραφή του καθαρού βάρους και του καθαρού στραγγισμένου βάρους για ορισμένα προσυσκευασμένα προϊόντα, αρκεί η αναγραφή της μοναδιαίας τιμής του καθαρού στραγγισμένου βάρους.

Άρθρο 5

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από την υποχρέωση αναγραφής της μοναδιαίας τιμής τα προϊόντα για τα οποία η αναγραφή αυτή δεν θα ήταν χρήσιμη λόγω της φύσης τους ή του προορισμού τους ή θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση.

2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 τα κράτη μέλη μπορούν, όσον αφορά τα μη εδώδιμα προϊόντα, να καταρτίζουν πίνακα προϊόντων ή κατηγοριών προϊόντων για τα οποία εξακολουθεί να υφίσταται υποχρέωση αναγραφής της μοναδιαίας τιμής.

Άρθρο 6

Εάν η υποχρέωση αναγραφής της μοναδιαίας τιμής θα αποτελούσε υπέρμετρη επιβάρυνση για ορισμένες μικρές επιχειρήσεις λιανικής πώλησης λόγω του αριθμού των πωλουμένων προϊόντων, του χώρου πώλησης, της φύσης του τόπου πώλησης, των ειδικών συνθηκών πώλησης όταν το προϊόν δεν είναι απευθείας προσιτό στον καταναλωτή, ή λόγω ορισμένων μορφών επιχείρησης, όπως είναι ορισμένες μορφές εμπορίου που διεξάγονται με πλανόδιους πωλητές, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν, για μια μεταβατική περίοδο που αρχίζει από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1, ότι δεν εφαρμόζεται, με την επιφύλαξη του άρθρου 12, η υποχρέωση αναγραφής της μοναδιαίας τιμής προϊόντων άλλων από εκείνα που διατίθενται στο εμπόριο χύμα, τα οποία πωλούνται από τις εν λόγω επιχειρήσεις.

Άρθρο 7

Τα κράτη μέλη παρέχουν τα κατάλληλα μέτρα για την πληροφόρηση όλων των ενδιαφερόμενων προσώπων σχετικά με τη μεταφορά αυτής της οδηγίας στην εθνική τους νομοθεσία.

Άρθρο 8

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κυρώσεις για την παράβαση των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογήν της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την επιβολή τους. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες προς την παράβαση και αποτρεπτικές.

Άρθρο 9

1. Η εννεαετής μεταβατική περίοδος που αναφέρεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 95/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Νοεμβρίου 1995, για την τροποποίηση της οδηγίας 79/581/ΕΟΚ περί προστασίας των καταναλωτών στο θέμα των ενδείξεων των τιμών των τροφίμων και την οδηγία 88/314/ΕΟΚ για την προστασία των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των μη εδώδιμων προϊόντων (8), παρατείνεται μέχρι την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας.

2. Οι οδηγίες 79/581/ΕΟΚ και 88/314/ΕΟΚ καταργούνται από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 10

Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ διατάξεις που είναι πιο ευνοϊκές όσον αφορά την ενημέρωση των καταναλωτών και τη σύγκριση των τιμών, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων τους δυνάμει της συνθήκης.

Άρθρο 11

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 18 Μαρτίου 2000. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Οι θεσπιζόμενες διατάξεις εφαρμόζονται από την ημερομηνία αυτή.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

3. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν τις διατάξεις οι οποίες διέπουν τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8, καθώς και οιαδήποτε μεταγενέστερη τροπολογία επ' αυτών.

Άρθρο 12

Το αγρότερο τρία έτη μετά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο γενική έκθεση για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, και ιδίως για την εφαρμογή του άρθρου 6, συνοδευόμενη από πρόταση.

Επ' αυτής της βάσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο επανεξετάζουν τις διατάξεις του άρθρου 6 και θα προβούν στις δέουσες ενέργειες, σύμφωνα με τη συνθήκη, εντός τριών ετών από την εκ μέρους της Επιτροπής υποβολή της προτάσεως που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Άρθρο 13

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 14

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 16 Φεβρουαρίου 1998.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. M. GIL-ROBLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. CUNNINGHAM

(1) ΕΕ C 260 της 5. 10. 1995, σ. 5 και

ΕΕ C 249 της 27. 8. 1996, σ. 2.

(2) ΕΕ C 82 της 19. 3. 1996, σ. 32.

(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 1996 (ΕΕ C 141 της 13. 5. 1996, σ. 191), κοινή θέση του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1996 (ΕΕ C 333 της 7. 11. 1996, σ. 7) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Φεβρουαρίου 1997 (ΕΕ C 85 της 17. 3. 1997, σ. 26). Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1997 και απόφαση του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1997.

(4) ΕΕ C 92 της 25. 4. 1975, σ. 1.

(5) ΕΕ C 133 της 3. 6. 1981, σ. 1.

(6) ΕΕ L 158 της 26. 6. 1979, σ. 19 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 95/58/ΕΚ (ΕΕ L 299 της 12. 12. 1995, σ. 11).

(7) ΕΕ L 142 της 9. 6. 1988, σ. 19 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 95/58/ΕΚ (ΕΕ L 299 της 12. 12. 1995, σ. 11).

(8) ΕΕ L 299 της 12. 12. 1995, σ. 11.

Δήλωση της Επιτροπής

Στο άρθρο 2 στοιχείο β)

Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η έκφραση «η οποία ισχύει για ποσότητα ενός χιλιογράμμου, ενός λίτρου, ενός μέτρου, ενός τετραγωνικού μέτρου ή ενός κυβικού μέτρου του προϊόντος ή για διαφορετική μονάδα μετρήσεως ποσοτήτων», η οποία αναφέρεται στο άρθρο 2 στοιχείο β), καλύπτει επίσης και την περίπτωση των προϊόντων που πωλούνται μεμονωμένα ή με το κομμάτι.

Δήλωση της Επιτροπής

Στο άρθρο 12 παράγραφος 1

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 12 παράγραφος 1 κατ' ουδέναν τρόπο επηρεάζει το δικαίωμα πρωτοβουλίας που διαθέτει.