31998L0005

Οδηγία 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 077 της 14/03/1998 σ. 0036 - 0043


ΟΔΗΓΙΑ 98/5/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Φεβρουαρίου 1998 για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 49 και 57 παράγραφος 1 και παράγραφος 2 πρώτο και τρίτο εδάφιο,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας:

(1) ότι, δυνάμει του άρθρου 7 Α της συνθήκης, η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 στοιχείο γ) της συνθήκης, η εξάλειψη, μεταξύ των κρατών μελών, των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των υπηρεσιών αποτελεί έναν από τους στόχους της Κοινότητας 7 ότι για τους υπηκόους των κρατών μελών συνεπάγεται ειδικότερα τη δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης ή έμμισθης επαγγελματικής δραστηριότητας σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο όπου έχουν αποκτήσει τα επαγγελματικά τους προσόντα 7

(2) ότι ένας δικηγόρος με πλήρως αναγνωρισμένη αυτή την ιδιότητά του σε ένα κράτος μέλος δικαιούται εφεξής να ζητά την αναγνώριση του διπλώματός του, προκειμένου να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος για να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου υπό τον επαγγελματικό τίτλο αυτού του κράτους μέλους, σύμφωνα με την οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (4) 7 ότι η εν λόγω οδηγία στόχο έχει την πλήρη επαγγελματική ένταξη του δικηγόρου στο κράτος μέλος υποδοχής και δεν αποβλέπει ούτε στο να τροποποιήσει τους επαγγελματικούς κανόνες που εφαρμόζονται στο κράτος αυτό ούτε να απαλλάξει το δικηγόρο από την εφαρμογή τους 7

(3) ότι ναι μεν ορισμένοι δικηγόροι μπορούν να ενταχθούν ταχέως στο επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής, ιδίως επιτυγχάνοντας στη δοκιμασία επάρκειας όπως προβλέπεται από την οδηγία 89/48/ΕΟΚ, άλλοι όμως δικηγόροι με πλήρως αναγνωρισμένη ιδιότητα πρέπει να μπορούν να ενταχθούν μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα επαγγελματικής άσκησης στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής ή να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής 7

(4) ότι το χρονικό αυτό διάστημα πρέπει να επιτρέπει στον δικηγόρο να ενταχθεί στο επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής, αφού εξακριβωθεί ότι έχει επαγγελματική πείρα στο εν λόγω κράτος μέλος 7

(5) ότι για το θέμα αυτό δικαιολογείται δράση σε κοινοτικό επίπεδο, όχι μόνο επειδή σε σχέση με το γενικό σύστημα αναγνώρισης προσφέρει στους δικηγόρους μια ευκολότερη λύση που τους επιτρέπει την ένταξη στο επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής αλλά και επειδή, παρέχοντας στους δικηγόρους τη δυνατότητα να ασκούν σε μόνιμη βάση το επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής, ανταποκρίνεται στις ανάγκες των χρηστών του δικαίου οι οποίοι, λόγω του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού των υποθέσεων που απορρέουν κυρίως από την εωτερική αγορά, αναζητούν νομικές συμβουλές κατά τις διασυνοριακές συναλλαγές στις οποίες συχνά εμπλέκονται το διεθνές, το κοινοτικό και τα εθνικά δίκαια 7

(6) ότι δράση σε κοινοτικό επίπεδο δικαιολογείται και από το γεγονός ότι μόνον ορισμένα κράτη μέλη επιτρέπουν ήδη στο έδαφός τους την άσκηση δικηγορικών δραστηριοτήτων, υπό άλλη μορφή πλην της παροχής υπηρεσιών, από δικηγόρους που έρχονται από άλλα κράτη μέλη και ασκούν το επάγγελμα βάσει του επαγγελματικού τους τίτλου καταγωγής 7 ότι, εντούτοις, η δυνατότητα αυτή, στα κράτη μέλη όπου υπάρχει, υπόκειται σε πολύ διαφορετικές προϋποθέσεις όσον αφορά, για παράδειγμα, το πεδίο δραστηριότητας και την υποχρέωση εγγραφής στα μητρώα των αρμοδίων αρχών 7 ότι οι διαφορετικές αυτές καταστάσεις εκφράζονται με ανισότητες και στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των δικηγόρων των κρατών μελών και αποτελούν εμπόδιο για την ελεύθερη κυκλοφορία 7 ότι μόνο μια οδηγία που θεσπίζει τους όρους άσκησης του επαγγέλματος, υπό άλλη μορφή πλην της παροχής υπηρεσιών, από δικηγόρους υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής είναι ικανή να επιλύσει τα προβλήματα αυτά και να προσφέρει σε όλα τα κράτη μέλη τις ίδιες δυνατότητες για τους δικηγόρους και τους χρήστες του δικαίου 7

(7) ότι η παρούσα οδηγία, σύμφωνα με τους σκοπούς της, αποφεύγει να ρυθμίσει αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις και δεν θίγει τους εθνικούς επαγγελματικούς κανόνες παρά μόνο στο μέτρο που είναι απαραίτητο για να επιτύχει πραγματικά τον στόχο της 7 ότι, ιδίως, δεν θίγει τους εθνικούς κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου και την άσκησή του υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής 7

(8) ότι οι δικηγόροι που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να υποχρεούνται να εγγράφονται στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, ώστε η τελευταία να μπορεί να βεβαιώνεται ότι τηρούν τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες του κράτους μέλους υποδοχής 7 ότι το αποτέλεσμα της εγγραφής αυτής όσον αφορά τις δικαστικές περιφέρειες, τους βαθμούς και τους τύπους δικαιοδοσίας των δικαστηρίων ενώπιον των οποίων οι δικηγόροι δικαιούνται να ασκούν το επάγγελμα, καθορίζεται από τη νομοθεσία που διέπει τους δικηγόρους του κράτους μέλους υποδοχής 7

(9) ότι οι δικηγόροι που δεν έχουν ενταχθεί στο επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται σ' αυτό το κράτος υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής, ώστε να εξασφαλίζεται η σωστή ενημέρωση των καταναλωτών και να υπάρχει δυνατότητα διάκρισης μεταξύ των εν λόγω δικηγόρων και των δικηγόρων του κράτους μέλους υποδοχής που ασκούν δραστηριότητες υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους αυτού 7

(10) ότι θα πρέπει να επιτρέπεται στους δικηγόρους που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας να παρέχουν νομικές συμβουλές, ιδίως σε θέματα δικαίου του κράτους μέλους καταγωγής, του κοινοτικού και διεθνούς δικαίου, καθώς και του δικαίου του κράτους μέλους υποδοχής 7 ότι αυτό επιτρεπόταν ήδη για την παροχή υπηρεσιών από την οδηγία 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους (5) 7 ότι θα πρέπει, ωστόσο, να προβλεφθεί, όπως στην οδηγία 77/249/ΕΟΚ, η δυνατότητα να μη συμπεριληφθούν στις δραστηριότητες των δικηγόρων που εργάζονται υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία ορισμένες πράξεις στον τομέα των ακινήτων και των κληρονομιών 7 ότι η παρούσα οδηγία ουδόλως θίγει τις διατάξεις των κρατών μελών σύμφωνα με τις οποίες ορισμένες δραστητιότητες περιορίζονται αποκλειστικά για επαγγέλματα διάφορα του δικηγόρου 7 ότι θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί, όπως στην οδηγία 77/249/ΕΟΚ, η δυνατότητα του κράτους μέλους υποδοχής να απαιτεί από τον δικηγόρο που εργάζεται υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με τοπικό δικηγόρο για την εκπροσώπηση ή υπεράσπιση ενός πελάτη ενώπιον των δικαστηρίων 7 ότι η υποχρέωση να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας εφαρμόζεται σύμφωνα με την ερμηνεία που έδωσε σχετικά το δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ιδίως με την απόφασή του της 25ης Φεβρουαρίου 1988 στην υπόθεση 427/85 (Επιτροπή κατά Γερμανίας) (6) 7

(11) ότι για να εξασφαλιστεί η καλή λειτουργία της δικαιοσύνης θα πρέπει τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα να επιφυλάσσουν, με ειδικούς κανόνες, την πρόσβαση στα ανώτατα δικαστήριά τους μόνον σε ειδικευμένους δικηγόρους, χωρίς ωστόσο να εμποδίζουν την ένταξη των δικηγόρων των κρατών μελών που πληρούν τις ζητούμενες προϋποθέσεις 7

(12) ότι ο δικηγόρος που εγγράφεται υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής στο κράτος μέλος υποδοχής πρέπει να παραμείνει εγγεγραμμένος στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, προκειμένου να διατηρήσει την ιδιότητα του δικηγόρου και να ευεργετηθεί από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας 7 ότι, για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητη η στενή συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών, ιδίως στο πλαίσιο ενδεχομένων πειθαρχικών διαδικασιών 7

(13) ότι οι δικηγόροι που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας δικαιούνται, ανεξαρτήτως της ιδιότητάς τους ως έμμισθων ή ανεξάρτητων δικηγόρων στο κράτος μέλος καταγωγής, να ασκούν το επάγγελμα ως έμμισθοι στο κράτος μέλος υποδοχής εφόσον το συγκεκριμένο κράτος μέλος παρέχει αυτή τη δυνατότητα στους ημεδαπούς δικηγόρους 7

(14) ότι η παρούσα οδηγία επιτρέπει στους δικηγόρους να ασκούν το επάγγελμά τους σε άλλο κράτος μέλος υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής, μεταξύ άλλων λόγων και για να τους διευκολύνει να αποκτούν τον επαγγελματικό τίτλο αυτού του κράτους μέλους υποδοχής 7 ότι, δυνάμει των άρθρων 48 και 52 της συνθήκης ΕΟΚ, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, το κράτος μέλος υποδοχής είναι πάντοτε υποχρεωμένο να λαμβάνει υπόψη του την επαγγελματική πείρα που έχει αποκτηθεί στην επικράτειά του 7 ότι μετά από τριετή πραγματική και τακτική δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής και σε θέματα δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένου του κοινοτικού δικαίου, είναι εύλογο να τεκμαίρεται ότι οι δικηγόροι αυτοί έχουν αποκτήσει τα προσόντα που απαιτούνται για την πλήρη ένταξή της στο δικηγορικό επάγγελμα του κράτους μέλους υποδοχής 7 ότι, στο τέλος αυτής της περιόδου, ο δικηγόρος πρέπει να είναι σε θέση να αποκτήσει τον επαγγελματικό τίτλο αυτού του κράτους εφόσον μπορεί, με την επιφύλαξη σχετικού ελέγχου, να αποδείξει επαγγελματική επάρκεια στο κράτος μέλος υποδοχής 7 ότι εάν η τουλάχιστον τριετής πραγματική και τακτική δραστηριότητα περιλαμβάνει μικρότερη διάρκεια άσκησης στον τομέα του δικαίου του κράτους μέλους υποδοχής, η αρμόδια αρχή πρέπει να λαμβάνει επίσης υπόψη κάθε άλλη γνώση στον τομέα αυτού του δικαίου την οποία μπορεί να ελέγξει κατά τη διάρκεια συνέντευξης 7 ότι εάν δεν αποδεικνύεται η πλήρωση αυτών των προϋποθέσεων, η απόφαση της αρμόδιας αρχής του εν λόγω κράτους να μηχορηγήσει τον επαγγελματικό τίτλο αυτού του κράτους σύμφωνα με τις λεπτομέρειες διευκόλυνσης που συνδέονται με αυτές τις προϋποθέσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένη και υποκείμενη σε προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων δυνάμει του εσωτερικού δικαίου 7

(15) ότι οι οικονομικές και επαγγελματικές εξελίξεις στην Κοινότητα δείχνουν ότι η δυνατότητα συλλογικής άσκησης, συμπεριλαμβανομένης και της υπό μορφήν ενώσεως, του δικηγορικού επαγγέλματος καθίσταται πραγματικότητα 7 ότι η άσκηση του επαγγέλματος υπό συλλογική μορφή στο κράτος μέλος καταγωγής δεν θα πρέπει να αποτελεί πρόσχημα για την παρεμβολή εμποδίων και κωλυμάτων στην εγκατάσταση των δικηγόρων που είναι μέλη της ομάδας αυτής στο κράτος μέλος υποδοχής 7 ότι, ωστόσο, πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να επιτύχουν τον θεμιτό στόχο εξασφάλισης της ανεξαρτησίας του επαγγέλματος 7 ότι θα πρέπει να προβλεφθούν ορισμένες εγγυήσεις σε όλα τα κράτη μέλη που επιτρέπουν την άσκηση του επαγγέλματος υπό συλλογική μορφή,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

1. Η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο να διευκολύνει την επί μονίμου βάσεως άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου με την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία ή του εμμίσθου σε άλλο κράτος μέλος, διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκαν τα επαγγελματικά προσόντα.

2. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοείται ως:

α) δικηγόρος, κάθε πρόσωπο, υπήκοος ενός κράτους μέλους, που δικαιούται να ασκεί τις επαγγελματικές του δραστηριότητες υπό έναν από τους ακόλουθους επαγγελματικούς τίτλους:

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

β) κράτος μέλος καταγωγής, το κράτος μέλος στο οποίο ο δικηγόρος απέκτησε το δικαίωμα να φέρει έναν από τους επαγγελματικούς τίτλους που αναφέρονται στο στοιχείο α), προτού ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου σε άλλο κράτος μέλος 7

γ) κράτος μέλος υποδοχής, το κράτος μέλος στο οποίο ο δικηγόρος ασκεί επάγγελμα σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας 7

δ) επαγγελματικός τίτλος καταγωγής, ο επαγγελματικός τίτλος του κράτους μέλους στο οποίο ο δικηγόρος απέκτησε το δικαίωμα να φέρει τον τίτλο αυτόν πριν ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου στο κράτος μέλος υποδοχής 7

ε) ομάδα, κάθε ένωση προσώπων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους, στο πλαίσιο της οποίας οι δικηγόροι ασκούν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες συλλογικά και υπό κοινή επωνυμία 7

στ) σχετικός επαγγελματικός τίτλος ή σχετικό επάγγελμα, κάθε επαγγελματικός τίτλος ή επάγγελμα που υπόκειται στην αρμόδια αρχή, στα μητρώα της οποίας εγγράφεται ο δικηγόρος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3, και αρμόδια αρχή, η εν λόγω αρχή.

3. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται τόσο στους δικηγόρους που ασκούν το επάγγελμα ως ελεύθεροι επαγγελματίες, όσο και στους δικηγόρους που ασκούν το επάγγελμα ως έμμισθοι στο κράτος μέλος καταγωγής και, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 8, στο κράτος μέλος υποδοχής.

4. Η άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, δεν αναφέρεται στην παροχή υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ.

Άρθρο 2

Δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής

Κάθε δικηγόρος έχει το δικαίωμα να ασκεί μονίμως, σε κάθε άλλο κράτος μέλος και υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, τις δραστηριότητες του δικηγόρου όπως καθορίζονται στο άρθρο 5.

Η ένταξη στο επάγγελμα του δικηγόρου του κράτους μέλους καταγωγής υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 10.

Άρθρο 3

Εγγραφή στα μητρώα της αρμόδιας αρχής

1. Ο δικηγόρος που επιθυμεί να ασκήσει επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο απέκτησε τον επαγγελματικό του τίτλο είναι υποχρεωμένος να εγγαφεί στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του εν λόγω κράτους μέλους.

2. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής προβαίνει σε εγγραφή του δικηγόρου κατόπιν προσκομίσεως του πιστοποιητικού εγγραφής του στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής. Μπορεί να απαιτήσει να μην έχουν παρέλθει περισσότεροι από τρεις μήνες από την ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής. Ενημερώνει για την εγγραφή την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

3. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1:

- στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, οι δικηγόροι που εργάζονται υπό επαγγελματικό τίτλο διαφορετικό από εκείνους του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, εγγράφονται στα μητρώα είτε της αρχής που είναι αρμόδια για το επάγγελμα του «barrister» ή του «advocate» είτε της αρχής που είναι αρμόδια για το επάγγελμα του «solicitor»,

- στο Ηνωμένο Βασίλειο, αρμόδια αρχή για έναν «barrister» της Ιρλανδίας είναι εκείνη του επαγγέλματος του «barrister» ή του «advocate» και, για έναν «solicitor» της Ιρλανδίας, εκείνη του επαγγέλματος του «solicitor»,

- στην Ιρλανδία, αρμόδια αρχή για έναν «barrister» ή έναν «advocate» του Ηνωμένου Βασιλείου είναι εκείνη του επαγγέλματος του «barrister» και, για έναν «solicitor» του Ηνωμένου Βασιλείου, εκείνη του επαγγέλματος του «solicitor».

4. Όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δημοσιεύει τα ονόματα των δικηγόρων που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα της, δημοσιεύει και τα ονόματα των δικηγόρων που είναι εγγεγραμμένοι δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 4

Άσκηση επαγγέλματος υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής

1. Ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής είναι υποχρωμένος να το ασκεί υπό τον τίτλο αυτό, ο οποίος πρέπει να είναι διατυπωμένος στη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους καταγωγής, αλλά κατά τρόπο σαφή και μη επιτρέποντα σύγχυση με τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής.

2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, το κράτος μέλος υποδοχής δύναται να απαιτήσει από τον δικηγόρο που εργάζεται υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, να αναφέρει την επωνυμία της επαγγελματικής οργάνωσης του κράτους μέλους καταγωγής στην οποία ανήκει ή την ονομασία του δικαστηρίου στο οποίο επιτρέπεται να παρίσταται κατ' εφαρμογή της νομοθεσίας του κράτους μέλους καταγωγής. Το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί επίσης να ζητήσει από τον δικηγόρο που εργάζεται υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής να αναφέρει την εγγραφή του στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του εν λόγω κράτους μέλους.

Άρθρο 5

Τομέας δραστηριότητας

1. Υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3, ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής ασκεί τις ίδιες δραστηριότητες με τον δικηγόρο που ασκεί επάγγελμα υπό τον ενδεδειγμένο επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής και μπορεί, ειδικότερα, να παρέχει νομικές συμβουλές σε θέματα δικαίου του κράτους μέλους καταγωγής, του κοινοτικού και του διεθνούς δικαίου, καθώς και του δικαίου του κράτους μέλους υποδοχής. Σε κάθε περίπτωση, ο εν λόγω δικηγόρος τηρεί τους διαδικαστικούς κανόνες που ισχύουν στα εθνικά δικαστήρια.

2. Τα κράτη μέλη, που στην επικράτειά τους επιτρέπουν σε συγκεκριμένη κατηγορία δικηγόρων να συντάσσουν έγγραφα βάσει των οποίων παρέχεται η εξουσία διαχείρισης της περιουσίας αποβιώσαντος, ή τα οποία αναφέρονται στην κτήση ή μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, και των οποίων η σύνταξη σε άλλα κράτη μέλη ανατίθεται αποκλειστικά σε επαγγέλματα διαφορετικά από εκείνα του δικηγόρου, δύνανται να αποκλείσουν από τις δραστηριότητες αυτές τους δικηγόρους που ασκούν επάγγελμα υπό επαγγελματικό τίτλο καταγωγής κτηθέντα σε κάποιο από τα εν λόγω κράτη μέλη.

3. Για την άσκηση των δραστηριοτήτων εκπροσώπησης και υπεράσπισης ενός πελάτη ενώπιον δικαστηρίου και στο μέτρο που το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής επιφυλάσσει τις δραστηριότητες αυτές στους δικηγόρους που ασκούν επάγγελμα υπό επαγγελματικό τίτλο του κράτους αυτού, το τελευταίο μπορεί να επιβάλει στους δικηγόρους που εργάζονται υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής να ενεργούν κατόπιν συμφωνίας είτε με έναν δικηγόρο που ασκεί τη δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη της υποθέσεως και ο οποίος θα είναι υπεύθυνος, εάν χρειαστεί, έναντι του δικαστηρίου αυτού, είτε με έναν «avouι» που ασκεί τη δραστηριότητά του ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.

Ωστόσο, προς εξασφάλιση της καλής λειτουργίας της δικαιοσύνης, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ειδικούς κανόνες πρόσβασης στα ανώτατα δικαστήρια, όπως η χρησιμοποίηση ειδικευμένων δικηγόρων.

Άρθρο 6

Ισχύοντες επαγγελματικοί και δεοντολογικοί κανόνες

1. Ανεξάρτητα από τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες στους οποίους υπόκειται στο κράτος μέλος καταγωγής του, ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής υπόκειται στους ίδιους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες όπως οι δικηγόροι που ασκούν επάγγελμα υπό τον σχετικό επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής, για όλες τις δραστηριότητες που ασκεί στην επικράτεια του κράτους αυτού.

2. Πρέπει να εξασφαλίζεται η κατάλληλη εκπροσώπηση των δικηγόρων που ασκούν επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής, στα επαγγελματικά σωματείατου κράτους μέλους υποδοχής. Η εκπροσώπηση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον το δικαίωμα ψήφου κατά τις εκλογές για την ανάδειξη των οργάνων τους.

3. Το κράτος μέλος υποδοχής δύναται να υποχρεώσει τον δικηγόρο που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής είτε να συνάψει ασφάλεια επαγγελματικής ευθύνης είτε να εγγραφεί σε ταμείο επαγγελματικών εγγυήσεων, σύμφωνα με τους κανόνες τους οποίους το κράτος αυτό ορίζει για τις επαγγελματικές δραστηριότητες που ασκούνται στο έδαφός του. Εντούτοις, ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή σε περίπτωση που αποδείξει ότι καλύπτεται από ασφάλεια ή εγγύηση που έχει συσταθεί σύμφωνα με τους κανόνες του κράτους μέλους καταγωγής εφόσον η εν λόγω ασφάλεια ή εγγύηση είναι ισοδύναμη τόσο ως προς τους όρους όσο και ως προς την έκταση της κάλυψης. Όταν η ισοδυναμία είναι μόνο μερική, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δύναται να απαιτήσει τη σύναψη συμπληρωματικής ασφάλειας ή εγγύησης για να καλυφθούν όσα στοιχεία δεν καλύπτονται από την ασφάλεια ή την εγγύηση που έχει συναφθεί σύμφωνα με τους κανόνες του κράτους μέλους καταγωγής.

Άρθρο 7

Πειθαρχικές διαδικασίες

1. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του δικηγόρου, που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, προς τις ισχύουσες στο κράτος μέλος υποδοχής υποχρεώσεις, εφαρμόζονται οι δικονομικοί κανόνες, οι κυρώσεις και οι προσφυγές που προβλέπονται στο κράτος μέλος υποδοχής.

2. Πριν κινηθεί πειθαρχική διαδικασία κατά του δικηγόρου που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνει σχετικά, το συντομότερο δυνατό, την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, παρέχοντάς της όλες τις χρήσιμες πληροφορίες.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται mutatis mutandis κατά την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η οποία ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους ή των κρατών μελών υποδοχής.

3. Χωρίς να θίγονται οι εξουσίες της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής ως προς την λήψη αποφάσεων, η εν λόγω αρχή συνεργάζεται καθ' όλη τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής. Ειδικότερα, το κράτος μέλος υποδοχής λαμβάνει τα απαιτούμενα μέτρα ώστε η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής να μπορέσει να διατυπώσει τα επιχειρήματά της ενώπιον της αρμόδιας για την εκδίκαση της προσφυγής αρχής.

4. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αποφασίζει για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί, κατ' εφαρμογή των ιδίων αυτού ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων, στην απόφαση η οποία έχει ληφθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής κατά του δικηγόρου που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής.

5. Χωρίς να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την απόφαση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, η προσωρινή ή οριστική αφαίρεση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής συνεπάγεται αυτόματα για τον ενδιαφερόμενο δικηγόρο την προσωρινή ή οριστική απαγόρευση ασκήσεως του επαγγέλματος υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής στο κράτος μέλος υποδοχής.

Άρθρο 8

Άσκηση του επαγγέλματος με την ιδιότητα του εμμίσθου

Ο δικηγόρος που είναι εγγεγραμμένος στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής μπορεί να εργάζεται υπό την ιδιότητα του έμμισθου δικηγόρου σε άλλο δικηγόρο, ένωση ή εταιρεία δικηγόρων, ή δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση, εφόσον το κράτος μέλος υποδοχής το επιτρέπει στους δικηγόρους που είναι εγγεγραμμένοι υπό τον επαγγελματικό τίτλο αυτού του κράτους μέλους.

Άρθρο 9

Αιτιολογία και προσφυγές

Οι αποφάσεις απόρριψης ή ανάκλησης της εγγραφής που αναφέρεται στο άρθρο 3, καθώς και οι αποφάσεις επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων, πρέπει να αιτιολογούνται.

Κατά των αποφάσεων αυτών μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων βάσει του εσωτερικού δικαίου.

Άρθρο 10

Εξομοίωση με δικηγόρο του κράτους μέλους υποδοχής

1. Ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής και αποδεικνύει τριετή τουλάχιστον πραγματική και τακτική επαγγελματική δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής και στον τομέα του δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένου του κοινοτικού δικαίου, απαλλάσσεται από τους όρους που προβλέπονται από το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ για την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου στο κράτος μέλος υποδοχής. Με τον όρο «πραγματική και τακτική επαγγελματική δραστηριότητα» νοείται η πραγματική άσκηση της δραστηριότητας χωρίς άλλη διακοπή, εκτός από εκείνες που απορρέουν από την καθημερινή ζωή.

Εναπόκειται στον ενδιαφερόμενο δικηγόρο να αποδείξει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ότι επί μια τριετία τουλάχιστον ήσκησε πραγματικά και τακτικά αυτή τη δραστηριότητα στον τομέα του δικαίου του κράτους μέλους υποδοχής. Προς τούτο:

α) ο δικηγόρος υποβάλλει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής κάθε χρήσιμο στοιχείο και έγγραφο, ιδίως σχετικά με τον αριθμό και τη φύση των φακέλλων που έχει χειριστεί 7

β) η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να ελέγξει τον πραγματικό και τακτικό χαρακτήρα της ασκηθείσας δραστηριότητας και να καλέσει, εν ανάγκη, τον δικηγόρο να υποβάλει προφορικώς ή γραπτώς πρόσθετες εξηγήσεις ή διευκρινίσεις σχετικά με τα στοιχεία και έγγραφα που αναφέρονται στο στοιχείο α).

Η απόφαση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής να μην χορηγήσει την απαλλαγή εάν δεν αποδεικνύεται η πλήρωση των απαιτήσεων που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο, πρέπει να είναι αιτιολογημένη και υποκείμενη σε προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων δυνάμει του εσωτερικού δικαίου.

2. Ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής σε κράτος μέλος υποδοχής μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να ζητήσει την αναγνώριση του διπλώματός του σύμφωνα με την οδηγία 89/48/ΕΟΚ, προκειμένου να έχει πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου του κράτους μέλους υποδοχής και να το ασκεί υπό τον επαγγελματικό τίτλο που αντιστοιχεί στο επάγγελμα αυτό στο εν λόγω κράτος μέλος.

3. Ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής και ο οποίος αποδεικνύει τριετή τουλάχιστον πραγματική και τακτική επεγγελματική δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής, αλλά μικρότερη διάρκεια άσκησης στον τομέα του δικαίου του συγκεκριμένου κράτους μέλους, μπορεί να λάβει από την αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους άδεια πρόσβασης στο επάγγελμα του δικηγόρου του κράτους μέλους υποδοχής και άσκησης του επαγγέλματος υπό τον επαγγελματικό τίτλο που αντιστοιχεί σε αυτό το επάγγελμα σε αυτό το κράτος μέλος, χωρίς να πληροί τους όρους του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις και οι όροι που ακολουθούν:

α) η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνει υπόψη της την πραγματική και τακτική δραστηριότητα κατά την ανωτέρω περίοδο, καθώς και κάθε γνώση και επαγγελματική πείρα στον τομέα του δικαίου του κράτους μέλους υποδοχής και κάθε συμμετοχή σε μαθήματα ή σεμινάρια που αφορούν το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματικών και δεοντολογικών κανόνων 7

β) ο δικηγόρος παρέχει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής κάθε χρήσιμη πληροφορία και έγγραφο, ιδίως σχετικά με τους φακέλλους που έχει χειριστεί. Η αξιολόγηση της πραγματικής και τακτικής δραστηριότητας του δικηγόρου στο κράτος μέλος υποδοχής, όπως και η αξιολόγηση της ικανότητάς του να συνεχίσει την εκεί ασκηθείσα δραστηριότητα, γίνεται στο πλαίσιο συνέντευξης με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αντικείμενο της οποίας είναι η εξακρίβωση του πραγματικού και τακτικού χαρακτήρα της ασκηθείσας δραστηριότητας.

Η απόφαση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής να μην χορηγήσει την άδεια εάν δεν αποδεικνύεται η πλήρωση των απαιτήσεων που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο, πρέπει να είναι αιτιολογημένη και υποκείμενη σε προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων δυνάμει του εσωτερικού δικαίου.

4. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί, με αιτιολογημένη απόφαση υποκείμενη σε προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων βάσει του εσωτερικού δικαίου, να αρνηθεί την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου στον δικηγόρο, εάν κρίνει ότι προσβάλλεται η δημόσια τάξη λόγω, ιδίως, πειθαρχικών διώξεων, καταγγελιών ή άλλων οιασδήποτε φύσεως γεγονότων.

5. Οι εκπρόσωποι της αρμόδιας αρχής στους οποίους ανατίθεται η εξέταση της αιτήσεως, εξασφαλίζουν το απόρρητο των πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους.

6. Ο δικηγόρος που εισέρχεται στο επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί, παράλληλα με τον επαγγελματικό τίτλο που αντιστοιχεί στο επάγγελμα του δικηγόρου στο κράτος μέλος υποδοχής, τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής διατυπωμένο στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους καταγωγής.

Άρθρο 11

Συλλογική άσκηση του επαγγέλματος

Όταν στο κράτος μέλος υποδοχής επιτρέπεται η συλλογική άσκηση του επαγγέλματος στους δικηγόρους που εργάζονται υπό τον σχετικό επαγγελματικό τίτλο, οι ακόλουθες διατάξεις ισχύουν για τους δικηγόρους που επιθυμούν να εργασθούν υπ' αυτόν τον τίτλο ή που εγγράφονται στα μητρώα της αρμόδιας αρχής:

1. Ένας ή περισσότεροι δικηγόροι που ασκούν το επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής σε κράτος μέλος υποδοχής και που είναι μέλη της ίδιας ομάδας στο κράτος μέλος καταγωγής, μπορούν να ασκούν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες στο πλαίσιο ενός υποκαταστήματος ή πρακτορείου της ομάδας τους στο κράτος μέλος υποδοχής. Ωστόσο, όταν οι θεμελιώδεις κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της ομάδας αυτής στο κράτος μέλος καταγωγής δεν συμβιβάζονται με τους θεμελιώδεις κανόνες που απορρέουν από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής, αυτές οι τελευταίες διατάξεις εφαρμόζονται εφόσον η τήρησή τους δικαιολογείται από το γενικό συμφέρον της προστασίας των πελατών και των τρίτων.

2. Κάθε κράτος μέλος παρέχει σε δύο ή περισσότερους δικηγόρους, που προέρχονται από την ίδια ομάδα ή κατάγονται από το ίδιο κράτος μέλος και ασκούν επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής στο έδαφός του, τη δυνατότητα να υιοθετήσουν μια συλλογική μορφή άσκησης του επαγγέλματος. Εάν το κράτος μέλος υποδοχής επιτρέπει διαφορετικές συλλογικές μορφές άσκησης του επαγγέλματος στους δικηγόρους του, οι ίδιες συλλογικές μορφές πρέπει να είναι προσιτές και στους προαναφερόμενους δικηγόρους. Οι όροι σύμφωνα με τους οποίους οι δικηγόροι αυτοί ασκούν τις δραστηριότητές τους συλλογικά στο κράτος μέλος υποδοχής διέπονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους.

3. Το κράτος μέλος υποδοχής λαμβάνει τα μέτρα που απαιτούνται για να καταστεί δυνατή και η συλλογική άσκηση του επαγγέλματος:

α) μεταξύ πολλών δικηγόρων που ασκούν επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής και προέρχονται από διαφορετικά κράτη μέλη 7

β) μεταξύ ενός ή περισσοτέρων δικηγόρων που αναφέρονται στο στοιχείο α) και ενός ή περισσοτέρων δικηγόρων του κράτους μέλους υποδοχής.

Οι λεπτομέρειες σύμφωνα με τις οποίες οι δικηγόροι αυτοί ασκούν τις δραστηριότητές τους συλλογικά στο κράτος μέλος υποδοχής διέπονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους.

4. Ο δικηγόρος που επιθυμεί να εργασθεί υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για το γεγονός ότι είναι μέλος ομάδας στο κράτος μέλος καταγωγής του και παρέχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την ομάδα αυτή.

5. Κατά παρέκκλιση των σημείων 1 έως 4, το κράτος μέλος υποδοχής, στο μέτρο που απαγορεύει στους δικηγόρους υπό τον σχετικό επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στο πλαίσιο ομάδας συμπεριλαμβάνουσας άτομα ξένα προς το επάγγελμα, δύναται να αρνηθεί σε έναν δικηγόρο εγγεγραμμένο υπό τον επαγγελαματικό του τίτλο καταγωγής να εργασθεί στο έδαφός του υπό την ιδιότητα του μέλους της ομάδας αυτής. Η ομάδα θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνει άτομα ξένα προς το επάγγελμα όταν:

- το κεφάλαιό της κατέχεται εν όλω ή εν μέρει, ή

- η επωνυμία υπό την οποία ασκεί τη δραστηριότητά της χρησιμοποιείται, ή

- η εξουσία λήψης αποφάσεων ασκείται, εκ των πραγμάτων ή εκ του δικαίου,

από άτομα μη έχοντα την ιδιότητα του δικηγόρου κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2.

Όταν οι θεμελιώδεις κανόνες που διέπουν μια τέτοια ομάδα δικηγόρων στο κράτος μέλος καταγωγής είναι ασύμβατοι είτε με τους ισχύοντες κανόνες στο κράτος μέλος υποδοχής είτε με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου, τότε το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί, χωρίς τους περιορισμούς που προβλέπονται στο σημείο 1, να εναντιωθεί στο άνοιγμα υποκαταστήματος ή πρακτορείου στο έδαφός του.

Άρθρο 12

Επωνυμία της ομάδας

Ανεξαρτήτως των όρων υπό τους οποίους ασκούν το επάγγελμα οι δικηγόροι που εργάζονται στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής, δύνανται να αναφέρουν την επωνυμία της ομάδας στην οποία ανήκουν στο κράτος μέλος καταγωγής.

Το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτήσει να αναφέρεται, εκτός από την επωνυμία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, και η νομική μορφή της ομάδας στο κράτος μέλος καταγωγής ή/και τα ονόματα των μελών της ομάδας που ασκούν το επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής.

Άρθρο 13

Συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής και καταγωγής και απόρρητο

Για να διευκολυνθεί η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και να αποφευχθούν τυχόν καταστρατηγήσεις των διατάξεών της με μοναδικό σκοπό τη μη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής συνεργάζονται στενά μεταξύ τους και παρέχουν η μία στην άλλη αμοιβαία συνδρομή.

Οι αρχές αυτές τηρούν το απόρρητο των πληροφοριών που ανταλλάσσουν.

Άρθρο 14

Ορισμός των αρμοδίων αρχών

Τα κράτη μέλη ορίζουν, το αργότερο έως τις 14 Μαρτίου 2000, τις αρμόδιες αρχές που εξουσιοδοτούνται να δέχονται τις αιτήσεις και να λαμβάνουν τις αποφάσεις που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία. Πληροφορούν σχετικά τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

Άρθρο 15

Έκθεση της Επιτροπής

Δέκα έτη το αργότερο από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή θα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την πορεία της εφαρμογής της οδηγίας.

Αφού προβεί σε όλες τις αναγκαίες διαβουλεύσεις, θα παρουσιάσει, με αυτή την ευκαιρία, τα συμπεράσματά της και τις τυχόν τροποποιήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να επέλθουν στο ισχύον σύστημα.

Άρθρο 16

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι τις 14 Μαρτίου 2000. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οιλεπτομερείς διατάξεις της αναφοράς αυτής εκδίδονται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 17

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 18

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 16 Φεβρουαρίου 1998.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. M. GIL-ROBLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. CUNNINGHAM

(1) ΕΕ C 128 της 24. 5. 1995, σ. 6 καιΕΕ C 355 της 25. 11. 1996, σ. 19.

(2) ΕΕ C 256 της 2. 10. 1995, σ. 14.

(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Ιουνίου 1996 (ΕΕ C 198 της 8. 7. 1996, σ. 85). Κοινή θέση του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1997 (ΕΕ C 297 της 29. 9. 1997, σ. 6). Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 1997. Απόφαση του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997.

(4) ΕΕ L 19 της 24. 1. 1989, σ. 16.

(5) ΕΕ L 78 της 26. 3. 1977, σ. 17 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 1994.

(6) Συλλογή ΔΕΚ 1988, σ. 1123.