31998D0501

98/501/ΕΚ, Ευρατόμ: Απόφαση της Επιτροπής της 24ης Ιουλίου 1998 για ορισμένες συγκεκριμένες συναλλαγές που επισημάνθηκαν στις εργασίες για το πρωτόκολλο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, για την εφαρμογή του άρθρου 1 της οδηγίας 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για την εναρμόνιση του καθορισμού του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος σε αγοραίες τιμές [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1998) 2204] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 225 της 12/08/1998 σ. 0029 - 0032


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 24ης Ιουλίου 1998 για ορισμένες συγκεκριμένες συναλλαγές που επισημάνθηκαν στις εργασίες για το πρωτόκολλο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, για την εφαρμογή του άρθρου 1 της οδηγίας 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για την εναρμόνιση του καθορισμού του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος σε αγοραίες τιμές [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1998) 2204] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (98/501/ΕΚ, Ευρατόμ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας,

την οδηγία 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1989, για την εναρμόνιση του καθορισμού του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος σε αγοραίες τιμές (1), και ιδίως το άρθρο 1,

Εκτιμώντας:

ότι ο καθορισμός του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε αγοραίες τιμές που προβλέπεται από το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3605/93 του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1993, για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (2), που επισυνάπτεται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αναφέρεται στον ορισμό του άρθρου 2 της οδηγίας 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ 7

ότι, για την επαλήθευση των στατιστικών δεδομένων που πρέπει να υποβάλλει βάσει του πρωτοκόλλου για την διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, η Επιτροπή πληροφορείται για, και πρέπει να έχει πρόσβαση σε, ορισμένες συγκεκριμένες συναλλαγές που έχουν επιπτώσεις στο ΑΕγχΠ ή στο ΑΕΠ 7

ότι για την εφαρμογή των άρθρων 2 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3605/93 για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, είναι, επομένως, απαραίτητο να αποσαφηνιστούν και να συμπληρωθούν ορισμένοι κανόνες της δεύτερης έκδοσης του ΕΣΟΛ σχετικά με τις προαναφερθείσες συγκεκριμένες συναλλαγές, στο πλαίσιο του ορισμού του ΑΕΠατ που παρέχεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ 7

ότι τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που ιδρύθηκε βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Για την εφαρμογή του άρθρου 1 της οδηγίας 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ, οι συγκεκριμένες συναλλαγές που έχουν επιπτώσεις στο ΑΕγχΠ ή στο ΑΕΠ, και οι οποίες επισημάνθηκαν πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1997, καθώς και οι λογιστικές μέθοδοι που θα εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για τις συναλλαγές αυτές υπό τη δεύτερη έκδοση του ΕΣΟΛ, παρατίθενται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

Τα κράτη μέλη θα αναθεωρήσουν τις εκτιμήσεις τους για το ΑΕγχΠ και στο ΑΕΠ από το έτος 1994 και ύστερα, για να ληφθούν υπόψη οι λογιστικές μέθοδοι που αναφέρονται στο άρθρο 1.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 24 Ιουλίου 1998.

Για την Επιτροπή

Yves-Thibault DE SILGUY

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ L 49 της 21. 2. 1989, σ. 26.

(2) ΕΕ L 332 της 31. 12. 1993, σ. 7.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

I. Αντιμετώπιση των τόκων στην περίπτωση των κυμαινόμενων υφαιρετικών ομολογιών και των ομολογιών άνευ τοκομεριδίου

1. «Συμβατικές» ομολογίες

Το ΕΣΟΛ79 (παράγραφος 706) ορίζει την αντιμετώπιση της διαφοράς μεταξύ της τιμής έκδοσης και της ονομαστικής αξίας για ομολογίες που μπορούν να θεωρηθούν «συμβατικές» (αυτές για τις οποίες η διαφορά είναι μικρή):

- για βραχυπρόθεσμες ομολογίες, η διαφορά μεταξύ της τιμής έκδοσης και της ονομαστικής αξίας πρέπει να θεωρείται ως τόκος που καταγράφεται κατά την έκδοση των ομολογιών: επομένως, η διαφορά αυτή έχει επιπτώσεις στο κρατικό έλλειμμα,

- για μεσομακροπρόθεσμες ομολογίες, η διαφορά μεταξύ της τιμής έκδοσης και της ονομαστικής αξίας δεν πρέπει να θεωρείται ως τόκος αλλά ως κέρδη και ζημίες κτήσης 7 επομένως η διαφορά αυτή δεν έχει επιπτώσεις στο κρατικό έλλειμμα,

Στην περίπτωση αυτή, είναι απαραίτητο να γίνουν οι ακόλουθες διακρίσεις:

- διάκριση μεταξύ βραχυπρόθεσμων και μεσομακροπόθεσμων 7 ορίζεται στο σημείο 2 παρακάτω,

- διάκριση μεταξύ ομολογιών για τις οποίες η διαφορά μεταξύ της τιμής έκδοσης και της ονομαστικής αξίας θεωρείται μικρή (συμβατικές ομολογίες) και ομολογιών για τις οποίες η διαφορά αυτή είναι μεγάλη (μη συμβατικές ομολογίες) 7 αυτό συμβαίνει στις υφαιρετικές ομολογίες ή τις ομολογίες με υψηλό πριμ. Το σημείο 3 παρακάτω ασχολείται με τις ομολογίες που εκδίδονται με μεγάλη έκπτωση (υφαιρετικές).

2. Διάκριση μεταξύ βραχυπρόθεσμων και μεσομακροπρόθεσμων

Τα γραμμάτια και οι βραχυπρόθεσμες ομολογίες είναι αυτές που έχουν λήξη μέχρι και δώδεκα μήνες.

Αυτό θα εξασφαλίσει για τις χώρες της ΕΕ τέλεια συγκρισιμότητα της αντιμετώπισης για συμβατικές ομολογίες που εκδίδονται με τιμή που βρίσκεται κοντά στην ονομαστική αξία και αυτό είναι συνεπές με το ΕΣΟΛ79 7 έτσι, για βραχυπρόθεσμες ομολογίες, η καταγραφή των πληρωμών τόκων δεν μπορεί να μεταφερθεί από το ένα έτος στο άλλο.

3. Κυμαινόμενες υφαιρετικές ομολογίες

Οι κυμαινόμενες υφαιρετικές ομολογίες είναι ομολογίες που εκδίδονται με τιμή χαμηλότερη της ονομαστικής αξίας και οι οποίες αποφέρουν τόκο με επιτόκιο χαμηλότερο του επιτοκίου της αγοράς.

Κυμαινόμενες υφαιρετικές ομολογίες ορίζονται ως αυτές των οποίων το ονομαστικό τοκομερίδιο είναι μικρότερο από το 50 % της αντίστοιχης απόδοσης κατά τη λήξη (υπολογισμός με βάση την τιμή έκδοσης).

Γι' αυτές τις κυμαινόμενες υφαιρετικές ομολογίες, η διαφορά μεταξύ της τιμής έκδοσης και της ονομαστικής αξίας πρέπει να θεωρείται ως τόκος, και ο τόκος αυτός πρέπει να καταγράφεται τη στιγμή της εξόφλησης της ομολογίας. Αυτό είναι συνεπές με την απόφαση που έχει ληφθεί για την αντιμετώπιση των ομολογιών άνευ τοκομεριδίων.

4. Ομολογίες άνευ τοκομεριδίων

Η διαφορά μεταξύ της τιμής έκδοσης και της τιμής εξόφλησης μιας ομολογίας άνευ τοκομεριδίων θα πρέπει να θεωρείται ως τόκος, που θα καταγράφεται ως τόκος που καταβάλλεται κατά τη λήξη της ομολογίας.

II. Αντιμετώπιση του τόκου στην περίπτωση των ομολογιών με τιμαριθμική ρήτρα

Στην περίπτωση των ομολογιών με τιμαριθμική ρήτρα, θα πρέπει να εφαρμόζονται δύο διαφορετικές αντιμετωπίσεις, ανάλογα με το εάν η ομολογία είναι συνδεδεμένη με έναν δείκτη τιμών καταναλωτή ή εάν συνδέεται με ένα χρηματοπιστωτικό περιουσιακό στοιχείο όπως ένα ξένο νόμισμα ή ο χρυσός.

Στην περίπτωση που η ομολογία συνδέεται με έναν δείκτη τιμών καταναλωτή, η «αύξηση του κεφαλαίου» λόγω της κίνησης του δείκτη πρέπει να θεωρείται ως τόκος. Ο τόκος θα πρέπει να καταγράφεται τη στιγμή της εξόφλησης της ομολογίας.

Στην περίπτωση που η ομολογία συνδέεται με ένα χρηματοπιστωτικό περιουσιακό στοιχείο όπως ένα ξένο νόμισμα ή ο χρυσός, η «αύξηση του κεφαλαίου» δεν πρέπει να θεωρείται ως τόκος αλλά ως «κέρδος/ζημία κεφαλαίου», όπως συμβαίνει με τις ομολογίες που εκδίδονται σε ξένο συνάλλαγμα.

ΙΙΙ. Κεφαλαιοποιημένοι τόκοι καταθέσεων και άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται από το ΕΣΟΛ79

Ο τόκος πρέπει να καταγράφεται ξεχωριστά από το αρχικό κεφάλαιο και το κεφαλαιοποιημένο ποσό πρέπει να καταγράφεται όταν καθίσταται πληρωτέο, και όχι να κατανέμεται μεταξύ διαφορετικών περιόδων. Αυτό σημαίνει ότι, στην περίπτωση των καταθέσεων ή παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν υποχρεώσεις των θεσμικών μονάδων, οι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι πρέπει να καταγράφονται ως δαπάνες των θεσμικών μονάδων όταν ο τόκος καταβάλλεται στους κατόχους των μέσων αυτών.

IV. Αντιμετώπιση των εναλλάξιμων ομολογιών που εκδίδονται σε διάφορα τμήματα «coupons courus»

Στην περίπτωση των εναλλάξιμων ομολογιών (ομολογίες που εκδίδονται κατά τμήματα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές χωρίς μεταβολή της ημερομηνίας πληρωμής των τοκομεριδίων) το πληρωτέο τοκομερίδιο πρέπει να καταγράφεται ως βραχυπρόθεσμη υποχρέωση στον τίτλο «εισπρακτέοι και πληρωτέοι λογαριασμοί» (κωδικός F72 του ΕΣΟΛ79).

Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι αν μια θεσμική μονάδα εκδίδει ομολογίες σε διάφορα τμήματα αλλά με το ίδιο τοκομερίδιο, θα αυξάνει την τιμή έκδοσης των πιο πρόσφατων τμημάτων για να εξασφαλίσει την ίδια απόδοση σε όλους τους κατόχους της ομολογίας. Η διαφορά μεταξύ της αρχικής τιμής έκδοσης και της υψηλότερης τιμής έκδοσης του δεύτερου τμήματος καταγράφεται ως βραχυπρόθεσμη υποχρέωση προς τον κάτοχο του δεύτερου τμήματος, που εξοφλείται όταν καθίσταται πληρωτέο το τοκομερίδιο.

V. Γραμμικές ομολογίες

Οι γραμμικές ομολογίες είναι, όπως οι εναλλάξιμες ομολογίες, ομολογίες που εκδίδονται σε διάφορα τμήματα από την ίδια γραμμή, δηλαδή με το ίδιο ονομαστικό επιτόκιο, καθώς και τις ίδιες ημερομηνίες πληρωμής των τοκομεριδίων και εξόφλησης κατά τη λήξη.

Χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι μπορούν να εκδοθούν νέα τμήματα πολλά έτη μετά την πρώτη έκδοση. Επομένως, εκδίδονται με εκπτώσεις και πριμ που μπορούν να είναι σημαντικά λόγω μεταβολών των αγοραίων επιτοκίων κατά την περίοδο που έχει παρέλθει από την πρώτη έκδοση.

Για να γίνεται η διάκριση μεταξύ της ονομαστικής αξίας και της τιμής κατά την έκδοση (έκπτωση ή πριμ) κατά τη στιγμή της έκδοσης του νέου τμήματος, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των τμημάτων που εκδίδονται μέσα σε δώδεκα μήνες από την πρώτη έκδοση και των τμημάτων που εκδίδονται μετά τους δώδεκα μήνες.

Για κάθε τμήμα που εκδίδεται μέσα σε δώδεκα μήνες από την πρώτη έκδοση, η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας και της τιμής έκδοσης (έκπτωση ή πριμ) πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κέρδος ή ζημία κεφαλαίου.

Για κάθε τμήμα που εκδίδεται μετά από τους δώδεκα μήνες που ακολουθούν την πρώτη έκδοση, η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας και της τιμής έκδοσης (έκπτωση ή πριμ) πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τόκος.

VI. Χρηματοδοτική μίσθωση

Όλες οι συναλλαγές οι σχετικές με τη χρηματοδοτική μίσθωση πρέπει να αντιμετωπίζονται ως λειτουργική μίσθωση. Για παράδειγμα, αυτό σημαίνει ότι αν μια θεσμική μονάδα πωλεί ακίνητη ιδιοκτησία ή άλλα πάγια περουσιακά στοιχεία και μετά τα μισθώνει από τους νέους ιδιοκτήτες τους με την πρόθεση να τα αγοράσει κατά τη λήξη της μίσθωσης (οπότε η πράξη αυτή έχει πολλά χαρακτηριστικά χρηματοδοτικής μίσθωσης), οι συναλλαγές πρέπει να αντιμετωπίζονται ως λειτουργική μίσθωση. Επομένως, τα έσοδα από την πώληση της ακίνητης ιδιοκτησίας καταγράφονται ως έσοδο που μειώνει το έλλειμμα. Η υποχρέωση επαναγοράς των περιουσιακών στοιχείων κατά τη λήξη της μίσθωσης είνα εξαρτώμενη υποχρέωση που δεν καταγράφεται στο χρέος.

VII. Ταξινόμηση των εθνικών οργανισμών που λειτουργούν για λογαριασμό της ΕΚ (ΕΓΤΠΕ κ.λπ.)

Οι θεσμικές μονάδες που πραγματοποιούν δραστηριότητες ρύθμισης της αγοράς και διανέμουν επιδοτήσεις πρέπει να ταξινομούνται ως εξής: αν αυτοί οι θεσμικοί φορείς δεν μπορούν να διαχωριστούν σ' αυτούς που ασχολούνται με τη ρύθμιση της αγοράς και σ' αυτούς που ασχολούνται με τη διανομή επιδοτήσεων, οι μονάδες αυτές θα πρέπει να ταξινομούνται στον τομέα του δημοσίου αν οι δαπάνες τους που αντιστοιχούν στη ρύθμιση της αγοράς σε σύγκριση με τις συνολικές δαπάνες είναι μικρότερες από 80 %.

VIII. Ανταλλαγές επιτοκίων και νομισμάτων

Στην περίπτωση των ανταλλαγών επιτοκίων, μόνο οι καθαρές πληρωμές (εισπράξεις) τόκων μεταξύ των δύο μερών της ανταλλαγής θα πρέπει να καταγράφονται.

Στην περίπτωση της ανταλλαγής νομισμάτων, τα οποιαδήποτε οφειλόμενα χρέη σε ξένο συνάλλαγμα θα πρέπει να αποτιμώνται ανάλογα με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία και όχι με τη συναλλαγματική ισοτιμία που είχε συμφωνηθεί στη σύμβαση ανταλλαγής.

IX. Συνταξιοδοτικά ταμεία

Ορισμένα συνταξιοδοτικά ταμεία που χρηματοδοτούν παροχές κυρίως βάσει παρακράτησης εισφορών από το μισθό και σε μικρότερο βαθμό βάσει χρηματοδότησης κεφαλαίων θα πρέπει να κατατάσσονται στον υποτομέα των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης του δημοσίου.

Τα κριτήρια ταξινόμησης είναι ότι τα ταμεία αυτά είναι θεσμικές μονάδες, εφόσον τηρούν πλήρη σειρά λογαριασμών και έχουν αυτονομία λήψης αποφάσεων, και ότι πληρώνουν παροχές στον ασφαλισμένο χωρίς αναφορά στην επιμέρους έκθεση σε κίνδυνο, πράγμα που σημαίνει ότι αυτά τα συνταξιοδοτικά προγράμματα που βασίζονται στην απασχόληση έχουν δημιουργηθεί βάσει μιας αρχής συλλογικής χρηματοπιστωτικής ισορροπίας.