Ψήφισμα του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 1995 για τις στοιχειώδεις εγγυήσεις των διαδικασιών εξέτασης αιτήσεων ασύλου
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 274 της 19/09/1996 σ. 0013 - 0017
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I.4 ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Ιουνίου 1995 για τις στοιχειώδεις εγγυήσεις των διαδικασιών εξέτασης αιτήσεων ασύλου ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο Κ.1, Αποφασισμένο σύμφωνα με τις κοινές ανθρωπιστικές παραδόσεις των κρατών μελών, να εγγυηθεί στους πρόσφυγες τη δέουσα προστασία, σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων, Υπενθυμίζοντας τις δεσμεύσεις των κρατών μελών, δυνάμει της ευρωπαϊκής σύμβασης για τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών της 4ης Νοεμβρίου 1950, Έχοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, μπορούν να επιτρέπουν σε εξαιρετικές περιπτώσεις τη διανομή σε αλλοδαπούς όταν συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι οι οποίοι δεν εμπίπτουν στη σύμβαση της Γενεύης του 1951, Σε επίρρωση της βούλησης των κρατών μελών να εφαρμόσουν τη σύμβαση τυ Δουβλίνου της 15ης Ιουνίου 1990 «για τον καθορισμό του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης ασύλου υποβληθείσας σε κράτος μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», Πεπεισμένο ότι προς τούτο η εξέταση των αιτήσεων ασύλου σε όλα τα κράτη μέλη πρέπει να γίνεται με ισοδύναμες διαδικασίες και να λαμβάνονται υπόψη τα συμπεράσματα της εκτελεστικής επιτροπής της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες και η σύσταση αριθ. R(81) 16 της επιτροπής υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, ΕΚΔΙΔΕΙ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΨΗΦΙΣΜΑ: I. Οι εγγυήσεις που προβλέπει το παρόν ψήφισμα εφαρμόζονται κατά την εξέταση των αιτήσεων ασύλου, κατά την έννοια του άρθρου 3 της σύμβασης του Δουβλίνου, εκτός από τη διαδικασία καθορισμού του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο σύμφωνα με την λόγω σύμβαση. Οι ειδικές εγγυήσεις που πρέπει να εφαρμοσθούν για τις διαδικασίες αυτές θα διευκρινισθούν από την εκτελεστική επιτροπή που προβλέπει η σύμβαση του Λουβλίνου. II. Γενικές αρχές μιας δίκαιης και αποτελεσματικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων ασύλου 1. Οι διαδικασίες εξέτασης των αιτήσεων ασύλου εφαρμόζονται τηρουμένης πλήρως της σύμβασης της Γενεύης του 1951 και του πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης του 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων, καθώς και των λοιπών υποχρεώσεων που απορρέουν από το δημόσιο διεθνές δίκαιο και αφορούν πρόσφυγες και ανθρώπινα δικαιώματα. Ειδικότερα τηρούνται πλήρως κατά τις εν λόγω διαδικασίες το άρθρο 1 της σύμβασης του 1951, το οποίο αφορά τον ορισμό της έννοιας «πρόσφυγας», το άρθρο 33 που αφορά την αρχή της «μη επαναπροώθησης» και το άρθρο 35 που αφορά τη συνεργασία με τις υπηρεσίες της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, προς διευκόλυνσή της στο έργο της εποπτείας της εφαρμογής της σύμβασης. 2. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική τήρηση της αρχής της «μη επαναπροώθησης», δεν εφαρμόζεται κανένα μέτρο απομάκρυνσης εφόσον εκκρεμεί η απόφαση σχετικά με την αίτηση ασύλου. III. Εγγυήσεις σχετικά με την εξέταση των αιτήσεων ασύλου 3. Οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στη διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων ασύλου, τα βασικά χαρακτηριστικά της εν λόγω διαδικασίας και οι αρμόδιες για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου αρχές ορίζονται από την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών. 4. Οι αιτήσεις ασύλου εξετάζονται από μια αρχή η οποία έχει πλήρη εξειδίκευση στα θέματα ασύλου και προσφύγων. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με πλήρη ανεξαρτησία, δηλαδή όλες οι αιτήσεις ασύλου εξετάζονται μεμονωμένα, αντικειμενικά και αμερόληπτα. 5. Κατά την εξέταση της αίτησης ασύλου, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη και εξακριβώνει αυτεπαγγέλτως όλες τις σχετικές πληροφορίες και δίδει στον αιτούντα τη δυνατότητα να εκθέσει τις περιστάσεις, καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία της περίπτωσής του. Ο αιτών εκθέτει όλα όσα γνωρίζει σχετικά και προσκομίζει όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Η αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα δεν προϋπόθετει απαραιτήτως την υποβολή τυπικών αποδεικτικών στοιχείων. 6. Οι αρμόδιες για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου αρχές έχουν πλήρη εξειδίκευση στα θέματα ασύλου και προσφύγων. Για το σκοπό αυτό: - διαθέτουν εξειδικευμένο προσωπικό με τις απαραίτητες γνώσεις και πείρα σε θέματα ασύλου και προσφύγων, το οποίο μπορεί να εκτιμήσει την ιδιαίτερη κατάσταση ενός αιτούντος άσυλο, - έχουν πρόσβαση σε ακριβείς και ενημερωμένες πληροφορίες προερχόμενες από διάφορες πηγές, ιδίως στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα προέλευσης του αιτούντος άσυλο, αλλά και στις χώρες από τις οποίες διήλθε, - έχουν δικαίωμα να ζητήσουν, εάν παραστεί ανάγκη, γνωματεύσεις εμπειρογνωμόνων για ειδικά θέματα, για παράδειγμα ιατρικής ή πολιτιστικής φύσεως. 7. Οι αρμόδιες αρχές συνοριακού ελέγχου, καθώς και οι τοπικές αρχές στις οποίες υποβάλλονται αιτήσεις ασύλου, πρέπει να λαμβάνουν σαφείς και λεπτομερείς οδηγίες, ώστε οι αιτήσεις να αποστέλλονται με όλες τις υφιστάμενες πληροφορίες χωρίς καθυστέρηση προς την αρμόδια αρχή για εξέταση. 8. Σε περίπτωση απορριπτικής απάντησης, πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα ενδίκων μέσων ενώπιον δικαστηρίου ή δευτεροβαθμίου οργάνου το οποίο αποφαίνεται επί των ατομικών περιπτώσεων υπό συνθήκες πλήρους ανεξαρτήσίας, κατά τα οριζόμενα στο σημείο 4. 9. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες υπηρεσίες να διαθέτουν ικανό προσωπικό και μέσα για να μπορούν να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους ταχέως και υπό τους καλύτερους δυνατούς όρους. IV. Δικαιώματα των αιτούντων άσυλο στα πλαίσια των διαδικασιών εξέτασης, προσφυγής και επανεξέτασης 10. Ο αιτών άσυλο πρέπει να έχει πραγματικά τη δυνατότητα να υποβάλει όσο το δυνατόν ταχύτερα την αίτησή του. 11. Οι δηλώσεις του αιτούντος άσυλο και τα λοιπά στοιχεία της αιτήσεώς του αποτελούν «ιδιαίτερα ευαίσθητα» δεδομένα που χρήζουν προστασίας. Η εθνική νομοθεσία πρέπει να προβλέπει εν προκειμένω τις ενδεδειγμένες εγγυήσεις προστασίας των δεδομένων, ιδιαίτερα έναντι των αρχών της χώρας καταγωγής του αιτούντος άσυλο. 12. Μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως, ισχύει η γενική αρχή σύμφωνα με την οποία ο αιτών άσυλο έχει δικαίωμα παραμονής στο έδαφος του κράτους στο οποίο υπέβαλε την αίτησή του. 13. Οι αιτούντες άσυλο ενημερώνονται σχετικά με την εφαρμοστέα διαδικασία και με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχουν διαρκούσης της διαδικασίς, σε γλώσσα την οποία να μπορούν να κατανοήσουν. Συγκεκριμένα: - μπορούν, εάν παραστεί ανάγκη, να ζητήσουν τις υπηρεσίες διερμηνέα, ικανού να εκθέσει τα επιχειρήματά τους ενώπιον των αρμοδίων αρχών. Οι εν λόγω υπηρεσίες διερμηνείας αμείβονται από το δημόσιο, εφόσον οι διερμηνείς διορίζονται από την αρμόδια αρχή, - οι αιτούντες άσυλο μπορούν να συμβουλεύονται δικηγόρο, διορισμένο κατά τα ισχύοντα στο οικείο κράτος μέλος, ή άλλο σύμβουλο, ο οποίος τους επικουρεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, - έχουν τη δυνατότητα σε κάθε φάση της διαδικασίας να έρχονται σε επαφή με τις υπηρεσίες της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) ή με άλλες οργανώσεις αρωγής των προσφύγων εξουσιοδοτημένες να ενεργούν εξ ονόματος της Ύπατης Αρμοστείας σε κάθε κράτος μέλος, και αντιστρόφως. Πέραν τούτου, οι αιτούντες άσυλο δικαιούνται, βάσει των θεσπιζομένων από τα κράτη μέλη, να έρχονται σε επαφή με άλλες οργανώσεις για τους πρόσφυγες. Η δυνατότητα του αιτούντος να επικοινωνήσει με την Ύπατη Αρμοστεία και άλλες οργανώσεις αρωγής των προσφύγων δεν αναστέλλει απαραιτήτως την εκτέλεση της απόφασης, - ο αντιπρόσωπος των υπηρεσιών της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ενημερώνεται σχετικά με την πορεία της διαδικασίας και τις αποφάσεις των αρμοδίων αρχών, καθώς, και να εκθέτει τις παρατηρήσεις του. 14. Προτού ληφθεί οριστική απόφαση επί της αιτήσεως, ο αιτών έχει τη δυνατότητα να συνομιλήσει ιδιαιτέρως με εξειδικευμένο υπάλληλο αρμόδιο βάσει της εθνικής νομοθεσίας. 15. Η απόφαση επί της αιτήσεως ασύλου ανακοινώνεται στον αιτούντα γραπτώς. Αν απορριφθεί η αίτηση, ο αιτών ενημερώνεται σχετικά με τους λόγους απόρριψης και με τη δυνατότητα επανεξέτασης της απόφασης. Ο αιτών, εφόσον προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο, δικαιούται να ενημερωθεί σε γλώσσα που κατανοεί σχετικά με το ουσιαστικό περιεχόμενο της απόφασης και με τη δυνατότητα να ασκήσει ένδικο μέσο. 16. Ο αιτών διαθέτει προθεσμία επαρκή για την άσκηση προσφυγής και προετοιμασία της επιχειρηματολογίας του, όταν ζητεί την επανεξέτασης της απόφασης. Οι προθεσμίες αυτές ανακοινώνονται στον αιτούντα άσυλο εγκαίρως. 17. Μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί του ενδίκου μέσου, ισχύει η βασική αρχή, σύμφωνα με την οποία ο αιτών άσυλο έχει δικαίωμα παραμονής στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Εάν η εθνική νομοθεσία κράτους μέλους προβλέπει σε ορισμένες περιπτώσεις εξαίρεση από αυτήν τη βασική αρχή, πρέπει να εξασφαλίζεται τουλάχιστον η δυνατότητα του αιτούντος άσυλο να ζητήσει από τα αναφερόμενα στο σημείο 8 όργανα (δικαστήριο ή ανεξάρτητο δευτεροβάθμιο όργανο) να του παρασχεθεί λόγω των ειδικών περιστάσεων της περιπτώσεώς του η δυνατότητα να ζητήσει άδεια προσωρινής παραμονής στο έδαφος του κράτους αυτού. Μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση σχετικά με την αίτηση, δεν επιχειρείται απομάκρυνση. Προδήλως αβάσιμες αιτήσεις ασύλου 18. Σύμφωνα με το ψήφισμα των αρμόδιων για θέματα μετανάστευσης υπουργών, που εγκρίθηκε κατά τη σύνοδό τους στις 30 Νοεμβρίου και την 1η Δεκεμβρίου 1992, οι προδήλως αβάσιμες αιτήσεις ασύλου εξετάζονται σύμφωνα με τις επιταγές του ψηφίσματος. Οι εγγυήσεις του παρόντος κειμένου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αρχών που θεσπίσθηκαν με το ψήφισμα εκείνο. 19. Τα κράτη μέλη μπορούν, κατά παρέκκλιση από την αρχή του σημείου 8, να αποκλείουν τη δυνατότητα άσκησης ενδίκου μέσου κατ' απορριπτικής αποφάσεως, εάν αντ' αυτής της διαδικασίας η απόφαση επικυρωθεί από ανεξάρτητο όργανο, διάφορο του οργάνου το οποίο εξέτασε την αίτηση ασύλου. 20. Τα κράτη μέλη διαπιστώνουν ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει νομικός ή πραγματικός λόγος, τηρουμένης της σύμβασης της Γενεύης του 1951, για να αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους που υποβάλλει αίτηση ασύλου. Σ' αυτή τη βάση, για την αίτηση ασύλου που υποβάλλει υπήκοος άλλου κράτους μέλους τηρείται ταχύρρυθμη ή απλοποιημένη διαδικασία, σύμφωνα με τους κανόνες και τις επικρατούσες σε κάθε κράτος μέλος συνήθειες 7 άλλωστε, διευκρινίζεται ότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να υποχρεούνται -όπως προβλέπει η σύμβαση της Γενεύης στην οποία αναφέρεται η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση- να προβούν σε επιμέρους εξέταση κάθε αίτησης ασύλου. 21. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν, σε περιορισμένες περιπτώσεις που ορίζει το εθνικό δίκαιο, παρέκκλιση από την αρχή του σημείου 17, όταν, σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια τα οποία δεν συνδέονται με τη συγκεκριμένη αίτηση, μία αίτηση είναι προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια των σημείων 9 και 10 του ψηφίσματος που εγκρίθηκε από τους αρμόδιους για θέματα μετανάστευσης υπουργούς κατά τη σύνοδό τους της 30ής Νοεμβρίου και 1ης Δεκεμβρίου 1992. Εντούτοις, θα πρέπει τουλάχιστον να διασφαλιστεί ότι η σχετική με την αίτηση απόφαση έχει ληφθεί σε υψηλό επίπεδο και ότι η ορθότητα της απόφασης εξασφαλίζεται δυνάμει πρόσθετων επαρκών μέτρων (παραδείγματος χάρη, η ίδια εκτίμηση, πριν από την εκτέλεση της απόφασης, από άλλη αρχή, κεντρικού χαρακτήρα και διαθέτουσα τις απαραίτητες γνώσεις και πείρα στον τομέα του ασύλου και των προσφύγων). 22. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις από την αρχή του σημείου 17 για αιτήσεις ασύλου, εφόσον, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, έχει εφαρμογή η έννοια της τρίτης χώρας υποδοχής, όπως ορίζεται στο από 30ής Νοεμβρίου και 1ης Δεκεμβρίου 1992 ψήφισμα των αρμόδιων για θέματα μετανάστευσης υπουργών. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη δικαιούνται να προβλέψουν, επίσης ως εξαίρεση από την αρχή του σημείου 15, ότι η απορριπτική απόφαση, η αιτιολογία της και τα δικαιώματα του αιτούντος ανακοινώνονται προφορικώς αντί γραπτώς στον αιτούντα. Αν όμως το απαιτήσει, η απόφαση του ανακοινώνεται και γραπτώς. Οι αρχές της τρίτης χώρας ενημερώνονται, εφόσον απαιτείται, για το γεγονός ότι η αίτηση ασύλου δεν εξετάσθηκε κατ' ουσίαν. Αιτήσεις ασύλου στα σύνορα 23. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν διοικητικά μέτρα, ώστε ο αιτών άσυλο να έχει τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως ασύλου στα σύνορα. 24. Τα κράτη μέλη δικαιούνται, εφόσον προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο, να ακολουθήσουν ειδική διαδικασία εξέτασης, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η αίτηση ασύλου είναι προδήλως αβάσιμη, πριν αποφασισθεί η είσοδος του αιτούντος. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας δεν επιχειρείται απομάκρυνση. Εάν η αίτηση είναι προδήλως αβάσιμη, η είσοδος στον αιτούντα άσυλο μπορεί να απαγορευθεί. Το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους μπορεί να προβλέπει για τις περιπτώσεις αυτές εξαίρεση από τη γενική αρχή του ανασταλτικού αποτελέσματος του ενδίκου μέσου (αρχή του σημείου 17). Ωστόσο, πρέπει να εξασφαλισθεί τουλάχιστον ότι η απόφαση για την άρνηση της εισόδου λαμβάνεται από υπουργείο ή άλλη ανάλογη κεντρική αρχή και ότι επαρκή συμπληρωματικά μέτρα διασφάλισης (λόγου χάρη η προηγούμενη εξέταση από άλλη κεντρική αρχή) εγγυώνται την ορθότητα της απόφασης. Οι εν λόγω αρχές διαθέτουν την απαραίτητη γνώση και πείρα επί των θεμάτων ασύλου. 25. Πέραν τούτου, τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον στο εθνικό δίκαιο τυγχάνει εφαρμογής η έννοια των τρίτων χωρών υποδοχής κατά την έννοια του από 30ής Νοεμβρίου και 1ης Δεκεμβρίου 1992 ψηφίσματος των αρμόδιων για θέματα μετανάστευσης υπουργών, να προβλέπουν εξαιρέσεις από τις αρχές των σημείων 7 και 17. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης, κατά παρέκκλιση από το σημείο 15, να προβλέπουν ότι η απορριπτική απόφαση, η αιτιολογία της και τα δικαιώματα του αιτούντος του γνωστοποιούνται προφορικώς αντί γραπτώς. Η απόφαση μπορεί να επιβεβαιώνεται γραπτώς, αν το απαιτήσει ο αιτών. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην πρώτη φράση της παραγράφου 25, η διαδικασία μπορεί να διεξάγεται προτού ληφθεί η απόφαση για την είσοδο. Στην περίπτωση αυτή, η είσοδος μπορεί να απαγορευθεί. V. Πρόσθετες εγγυήσεις για ασυνόδευτους ανηλίκους και γυναίκες Ανήλικοι που δεν συνοδεύονται από ενήλικες 26. Θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε οι ανήλικοι άνευ συνοδείας οι οποίοι ζητούν άσυλο να εκπροσωπούνται από ένα φορέα ή από ένα προς τούτο οριζόμενο ενήλικα, εφόσον δεν έχουν την ικανότητα να παρίστανται ενώπιον δικαστηρίου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Κατά την προσωπική συζήτηση, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι μπορούν να επικουρούνται από τους προαναφερόμενους ενήλικες ή αντιπρόσωπους του ως άνω φορέα, οι οποίοι και μεριμνούν για τα συμφέροντα του ανηλίκου. 27. Κατά την εξέταση της αίτησης ασύλου μη συνοδευόμενο ανηλίκου λαμβάνονται υπόψη η πνευματική ανάπτυξη και η ωριμότητά του. Γυναίκες 28. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να μετέχουν, στη διαδικασία ασύλου, εάν παραστεί ανάγκη, ειδικευμένες γυναίκες υπάλληλοι και γυναίκες διερμηνείς, ιδίως όταν οι αιτούσες άσυλο λόγω των εμπειριών τους ή για λόγους πολιτιστικούς δυσκολεύονται να εκθέσουν τους λόγους της αιτήσεώς τους. VI. Διαμονή εφόσον πληρούνται τα κριτήρια της ιδιότητας του πρόσφυγα 29. Το κράτος μέλος το οποίο, με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο σχετικά με την εφαρμογή της έννοιας της τρίτης χώρας υποδοχής, εξετάζει την αίτηση ασύλου, οφείλει να αναγνωρίζει στον αιτούντα ο οποίος πληροί τα κριτήρια του άρθρου 1 της σύμβασης της Γενεύης την ιδιότητα του πρόσφυγα. Τα κράτη μέλη δικαιούνται, βάσει του εθνικού τους δικαίου, να μην κάνουν πλήρη χρήση των ρητρών εξαίρεσης της σύμβασης της Γενεύης. Στον εν λόγω πρόσφυγα εξασφαλίζεται καταρχήν το δικαίωμα διαμονής στα ανωτέρω κράτη μέλη. VII. Λοιπές περιπτώσεις 30. Το παρόν ψήφισμα δεν θίγει τις νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών όσον αφορά τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο σημείο 11 του ψηφίσματος που εξέδωσαν οι αρμόδιοι για θέματα μετανάστευσης υπουργοί κατά τη σύνοδό τους στις 30 Νοεμβρίου και 1η Δεκεμβρίου 1992, σχετικά με τις προδήλως αβάσιμες αιτήσεις ασύλου. VIII. Συμπληρωματικά μέτρα 31. Τα κράτη μέλη θα λαμβάνουν υπόψη τις παρούσες αρχές κατά την εκπόνηση όλων τωνπροτάσεων τροποποίησης της εθνικής νομοθεσίας. Επίσης, τα κράτη μέλη θα μεριμνήσουν ώστε να προσαρμόσουν την εθνική τους νομοθεσία στις παρούσες αρχές έως την 1η Ιανουαρίου 1996. Κατά διαστήματα θα ελέγχουν, σε συνεργασία με την Επιτροπή και σε συνεννόηση με την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, τη λειτουργία των εν λόγω αρχών και θα κρίνουν εάν απαιτούνται πρόσθετα μέτρα. IX. Ευνοϊκότερες ρυθμίσεις 32. Τα κράτη μέλη δικαιούνται να προβλέπουν στο εθνικό δίκαιο, ως προς τη δικονομική θέση του αιτούντος άσυλο, διατάξεις ευνοϊκότερες απ' ό,τι προβλέπουν οι κοινές στοιχειώδεις εγγυήσεις.