31995R2318

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 2318/95 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 27ης Σεπτεμβρίου 1995 για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων εξαρτημάτων σωληνώσεων, από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Κροατίας και Ταϊλάνδης, και για την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ αναφορικά με τις εισαγωγές των εν λόγω εξαρτημάτων καταγωγής Σλοβακικής Δημοκρατίας και Ταϊβάν

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 234 της 03/10/1995 σ. 0004 - 0015


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 2318/95 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 27ης Σεπτεμβρίου 1995 για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων εξαρτημάτων σωληνώσεων, από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Κροατίας και Ταϊλάνδης, και για την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ αναφορικά με τις εισαγωγές των εν λόγω εξαρτημάτων καταγωγής Σλοβακικής Δημοκρατίας και Ταϊβάν

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3283/94 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1994 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1251/95 (2), και ιδίως το άρθρο 23,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88 του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 1988 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (3), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 522/94 (4), και ιδίως τα άρθρα 9 και 11,

Αφού ζήτησε τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής,

Εκτιμώντας τα εξής:

Α. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1) Τον Φεβρουάριο του 1994 η Επιτροπή ανακοίνωσε με σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (5) την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων εξαρτημάτων σωληνώσεων, από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Κροατίας, Σλοβακικής Δημοκρατίας, Ταϊβάν και Ταϋλάνδης.

Η κίνηση της σχετικής διαδικασίας ήταν αποτέλεσμα καταγγελίας την οποία υπέβαλε η Defence Committee of the EEC Steel Butt-Welding Fittings Industry (δηλαδή η «Επιτροπή υπεράσπισης του κλάδου παραγωγής συγκολλημένων κατ' άκρον εξαρτημάτων από χάλυβα της ΕΟΚ»), ενεργώντας για λογαριασμό κατασκευαστών των οποίων η συνολική παραγωγή των εν λόγω εξαρτημάτων αντιπροσωπεύει, σύμφωνα με την καταγγελία, σημαντική μερίδα της κοινοτικής παραγωγής των εν λόγω εξαρτημάτων.

Η καταγγελία περιείχε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ των προϊόντων καταγωγής των προαναφερθεισών χωρών, καθώς και σχετικά με την εξ αυτών προκύπτουσα σημαντική ζημία. Τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία εκρίθησαν ικανά να δικαιολογήσουν την κίνηση διαδικασίας.

(2) Η Επιτροπή ενημέρωσε επισήμως σχετικά τους παραγωγούς, τους εξαγωγείς και τους εισαγωγείς που η Επιτροπή γνώριζε ότι ενδιαφέρονταν, τους εκπροσώπους των χωρών εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες. Στα αμέσως ενδιαφερόμενα μέρη παρεσχέθη η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση.

(3) Τις απόψεις τους γνωστοποίησαν γραπτώς όλοι οι καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί, οι περισσότεροι παραγωγοί και εξαγωγείς των εμπλεκόμενων χωρών, καθώς και ορισμένοι από τους εισαγωγείς. Τα μέρη που το ζήτησαν έγιναν δεκτά σε ακρόαση.

(4) Καμία παρέμβαση στη διαδικασία δεν σημειώθηκε από πλευράς ή για λογαριασμό των κοινοτικών επιχειρήσεων που αγοράζουν ή μεταποιούν τα υπό εξέταση προϊόντα.

(5) Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλα τα στοιχεία που έκρινε απαραίτητα προκειμένου να εξαγάγει προκαταρκτικά συμπεράσματα και διεξήγαγε έρευνες στις εγκαταστάσεις των παρακάτω επιχειρήσεων:

α) Καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί:

Γερμανία

- Wilhelm Geldbach GmbH & Co. KG, Gelsenkirch

Γαλλία:

- Interfit SA, Maubeuge

Ηνωμένο Βασίλειο:

- BKL Fittings Ltd, Redditch

Ιταλία:

- Virgilio Cena & Figli SpA, Brescia

- Technobend, Arena

- Tectubi Srl, Podenzano

β) Παραγωγοί/εξαγωγείς στις εμπλεκόμενες χώρες:

Κροατία:

- Zeljezara Sisak «Metaflex» (Fenmark), Zagreb

Σλοβακική Δημοκρατία:

- Zeleziarne Podbrezova AS, Podbrezova

Ταϊβάν:

- C.M. Pipe Fittings Mfg. Ltd, Kaohsiung Hsien

- Rigid Industries Co. Ltd, Kaohsiung Hsien

Ταϋλάνδη:

- Awaji Sangyo (Thailand) Co. Ltd, Samutprakarn

- Thai Benkan Co. Ltd, Pragadaeng-Samutprakarn

- TTU industrial Corp. Ltd, Bangkok

γ) Εισαγωγείς στην Κοινότητα:

Ηνωμένο Βασίλειο:

- Burton Delingpole Flanges and Fittings Ltd, Warley

Ιταλία:

- Continental Flanges & Fittings, Carpanca di Inverigo

- IRC SpA, Cortemaggiore

(6) Η έρευνα για το ντάμπινγκ κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιουλίου 1993 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1993 (στο εξής: «περίοδος έρευνας»).

Β. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1. Περιγραφή του υπό εξέταση προϊόντος

(7) Τα εξαρτήματα σωληνώσεων από χάλυβα χρησιμοποιούνται για τη συνένωση σωληνώσεων και υπάρχουν σε διάφορα βασικά σχήματα, τα συνηθέστερα εκ των οποίων είναι η γωνία, το ταφ, ο συστολικός σύνδεσμος και ο κάλυκας. Κατασκευάζονται από ανθρακοχάλυβα, χαλυβδοκράματα και ανοξείδωτο χάλυβα και χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο στις βασικές βιομηχανίες, όπως των χημικών, της διύλισης πετρελαίου, της παραγωγής ενέργειας, των κατασκευών και της ναυπήγησης.

(8) Τα προϊόντα τα οποία αφορά η καταγγελία και σε σχέση με τα οποία κινήθηκε η όλη διαδικασία είναι εξαρτήματα σωληνώσεων από σίδηρο ή χάλυβα, συμπεριλαμβανομένου του ανοξείδωτου χάλυβα, που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 7307 23 10, ex 7307 23 90, ex 7307 29 30, ex 7307 29 90, 7307 93 11, 7307 93 19, ex 7307 99 30 και ex 7307 99 90.

(9) Εντούτοις, κατά την έρευνα διαπιστώθηκε ότι, μολονότι ότι όλα τα υπόψη προϊόντα τα οποία υπάγονται στους παραπάνω κωδικούς της ΣΟ έχουν ορισμένες ομοιότητες, τα εξαρτήματα από ανοξείδωτο χάλυβα παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές από την άποψη των βασικών φυσικών και τεχνικών τους χαρακτηριστικών, της τελικής τους χρήσης και των τιμών τους και ότι για τις περισσότερες χρήσεις τα εξαρτήματα αυτά δεν είναι δυνατό να υποκαταστήσουν τα άλλα εξαρτήματα από χάλυβα, και αντιστρόφως. Επομένως, τα εξαρτήματα από ανοξείδωτο χάλυβα και τα άλλα εξαρτήματα από χάλυβα πρέπει να θεωρούνται ξεχωριστά προϊόντα - επειδή οι ποσότητες εξαρτημάτων από ανοξείδωτο χάλυβα οι οποίες έχουν εισαχθεί από τις εμπλεκόμενες τρίτες χώρες είναι σχετικά μικρές, τα εξαρτήματα από ανοξείδωτο χάλυβα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 7307 23 10, ex 7307 23 90, ex 7307 29 30 και ex 7307 29 90 εξαιρέθηκαν από το αντικείμενο της έρευνας.

Οι καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί ενημερώθηκαν σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων αποφασίστηκε ο αποκλεισμός των συγκεκριμένων προϊόντων και συμφώνησαν ομοφώνως.

(10) Με βάση τα προεκτεθέντα, τα προϊόντα που αφορά η παρούσα διαδικασία είναι εξαρτήματα σωληνώσεων (εκτός από τα χυτά, τους συζευκτήρες και τους συζευκτήρες με βόλτες), από σίδηρο ή χάλυβα (μη συμπεριλαμβανομένου του ανοξείδωτου χάλυβα), με μέγιστη εξωτερική διάμετρο μη υπερβαίνουσα τα 609,6 mm, από αυτά που χρησιμοποιούνται για συγκόλληση κατ' άκρον ή για άλλους σκοπούς, τα οποία υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 7307 93 11, ex 7307 93 19, ex 7307 90 30 και ex 7307 99 90.

2. Ομοειδές προϊόν

(11) Τα υπό εξέταση εξαρτήματα είναι διαθέσιμα σε μεγάλο αριθμό τύπων που ποικίλλουν ανάλογα με τα επιμέρους χαρακτηριστικά, όπως είναι το σχήμα, το μέγεθος και το πάχος του τοιχώματος. Ωστόσο, από τα πορίσματα της έρευνας προέκυψε ότι για την παραγωγή των διαφόρων τύπων εξαρτημάτων χρησιμοποιείται η ίδια μέθοδος κατασκευής, ενώ για την εμπορία τους χρησιμοποιούνται παρεμφερή δίκτυα διανομής. Η βασική τους εφαρμογή και χρήση είναι ακριβώς ίδιες, ενώ οι διάφοροι τύποι μπορούν σε μεγάλο βαθμό να υποκαταστήσουν ο ένας τον άλλον. Για τους λόγους αυτούς και για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, έγινε δεκτό ότι ολόκληρο το φάσμα των διαφόρων τύπων εξαρτημάτων αποτελεί ένα προϊόν.

(12) Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι τα εξαρτήματα που πωλούν οι χώρες εξαγωγής στις εγχώριες αγορές τους και εκείνα τα οποία εξάγουν προς την Κοινότητα περιλαμβάνουν ανάλογο φάσμα τύπων, καθώς και ότι τα βασικά τεχνικά και φυσικά τους χαρακτηριστικά και η τελική τους χρήση είναι πανομοιότυπα ή παρουσιάζουν στενή ομοιότητα με τα αντίστοιχα των διαφόρων τύπων εξαρτημάτων που παράγονται και πωλούνται στην Κοινότητα.

Συνεπώς, τα εν λόγω προϊόντα θεωρήθηκαν ομοειδή προϊόντα κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88 (στο εξής: «ο βασικός κανονισμός»).

Γ. ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1. Κανονική αξία

α) Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

(13) Επειδή η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι χώρα χωρίς οικονομία αγοράς, η κανονική αξία καθορίστηκε με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν σε μία τρίτη χώρα διαθέτουσα οικονομία αγοράς. Για τον σκοπό αυτό, η καταγγέλλουσα πρότεινε να γίνει ο καθορισμός της κανονικής αξίας με βάση τις εγχώριες τιμές πώλησης του ομοειδούς προϊόντος στην Ταϋλάνδη, η οποία θα ήταν δηλαδή η «ανάλογος χώρα» κατ' εφαρμογήν των συναφών διατάξεων του βασικού κανονισμού.

(14) Προκειμένου περί της επιλογής μιας χώρας με οικονομία αγοράς, κρίθηκε ότι η επιλογή της Ταϋλάνδης ήταν ενδεδειγμένη και όχι στερούμενη λογικής, λαμβάνοντας υπόψη ότι στην αγορά της οι εγχώριες τιμές υπακούουν στις κανονικές δυνάμεις της αγοράς, ενώ υπάρχουν περισσότεροι παραγωγοί οι οποίοι ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τις πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος. Η τεχνολογία και η μέθοδος παραγωγής που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των προϊόντων στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, αφενός, και στην Ταϋλάνδη, αφετέρου, είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοιες. Επιπροσθέτως, ο όγκος παραγωγής των τριών ταϋλανδέζικων εταιρειών για τις οποίες διεξήχθη έρευνα θεωρήθηκε αρκούντως αντιπροσωπευτικός σε σύγκριση με τον όγκο των εξαγωγών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας προς την Κοινότητα, ώστε να επιτρέπει τον σωστό υπολογισμό της κανονικής αξίας. Τέλος, κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη της παρούσας διαδικασίας δεν εξέφρασε αντίρρηση για την επιλογή της Ταϋλάνδης ως αναλόγου χώρας.

(15) Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 2 παράγραφος 5 στοιχείο α) σημείο i) του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας καθορίστηκε, συνεπώς, με βάση τις μέσες σταθμισμένες τιμές εκ του εργοστασίου οι οποίες ίσχυσαν για κάθε τύπο εξαρτήματος που επώλησαν οι τρεις υπόψη ταϋλανδοί παραγωγοί στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων στην αγορά της Ταϋλάνδης κατά την περίοδο έρευνας ή, αν συντρέχουν οι περιστάσεις που περιγράφονται στο σημείο 24 της αιτιολογικής σκέψης, με βάση την κατασκευασμένη αξία, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο ii) του προαναφερθέντος κανονισμού.

β) Κροατία

(16) Ο μοναδικός παραγωγός των υπό εξέταση προϊόντων στην Κροατία έχει συνεργασθεί και έχει υποβάλει συναφή στοιχεία συμπληρώνοντας το σχετικό ερωτηματολόγιο. Εντούτοις, τα στοιχεία που διατέθηκαν για το θέμα των εγχωρίων πωλήσεων ήταν ελλειπή και δεν επέτρεπαν να καθορισθεί κατά τρόπο ικανοποιητικό η κανονική αξία.

(17) Κρίθηκαν ως εκ τούτου αναγκαία η επίκληση του άρθρου 7 παράγραφος 7 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού και ο καθορισμός της κανονικής αξίας με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Επειδή δεν είχαν διατεθεί για κάθε τύπο εξαρτήματος αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με το κόστος παραγωγής, έγινε δεκτό ότι η πλέον εύλογη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας ήταν οι τιμοκατάλογοι που ο κροάτης παραγωγός χρησιμοποιούσε στην εγχώρια αγορά. Συνεπώς, η κανονική αξία καθορίστηκε για κάθε τύπο των υπό εξέταση προϊόντων με βάση τους αναλυτικούς εγχώριους τιμοκαταλόγους που είχε κυκλοφορήσει και εφαρμόσει ο εν λόγω παραγωγός κατά την περίοδο έρευνας. Από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι πραγματοποιήθηκαν εγχώριες πωλήσεις προς ανεξάρτητους πελάτες σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες. Εξακριβώθηκε ότι συνολικά οι εγχώριες πωλήσεις ήταν επικερδείς, ότι η έκδοση των σχετικών τιμολογίων έγινε σύμφωνα με τους επίσημους τιμοκαταλόγους και ότι οι εφαρμοζόμενοι όροι πώλησης και πληρωμής ήταν οι ίδιοι για όλους τους πελάτες.

γ) Σλοβακική Δημοκρατία

(18) Η Επιτροπή χρησιμοποίησε ως βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας όσον αφορά τον μοναδικό παραγωγό των υπό εξέταση προϊόντων στη Σλοβακική Δημοκρατία τα στοιχεία τα οποία διέθεσε ο εν λόγω παραγωγός, ο οποίος συνεργάστηκε με την Επιτροπή.

(19) Προκειμένου να καθορίσει την κανονική αξία σε σχέση με τον σλοβάκο παραγωγό, η Επιτροπή ανέλυσε σε πρώτη φάση τις πωλήσεις των ομοειδών προϊόντων προς ανεξάρτητους πελάτες, με προορισμό την κατανάλωσή τους στην εγχώρια αγορά. Διαπιστώθηκε ότι οι εν λόγω πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν μεν σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες, αλλά σε τιμές που δεν επέτρεπαν την ολοσχερή κάλυψη του κόστους που ήταν ευλόγως καταλογιστέο κατά την περίοδο αναφοράς. Επειδή οι τιμές της συντριπτικής πλειονότητας των πωλήσεων αυτών, εξεταζόμενες χωριστά, υπολείπονταν ομοίως του κόστους παραγωγής, εξήχθη το συμπέρασμα ότι δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω πωλήσεις είχαν πραγματοποιηθεί υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας.

(20) Για τους παραπάνω λόγους καθορίστηκε μία κατασκευασμένη κανονική αξία για κάθε τύπο των υπό εξέταση προϊόντων που εξάγονται στην Κοινότητα, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο ii) του βασικού κανονισμού, δηλαδή με βάση το πάγιο και το μεταβλητό κόστος των πρώτων υλών και της κατασκευής, με την προσθήκη ενός εύλογου ποσού για τα έξοδα πώλησης, τα διοικητικά έξοδα και τα γενικά έξοδα, καθώς και ενός περιθωρίου κέρδους που εκρίθη εύλογο με βάση τις επικρατούσες στην αγορά της οικείας χώρας συνθήκες.

δ) Ταϊβάν

(21) Σε σχέση με τους δύο από τους τέσσερις ταϊβανούς παραγωγούς που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν απαιτούνταν περαιτέρω έρευνες. Ο ένας από αυτούς παράγει αποκλειστικά εξαρτήματα από ανοξείδωτο χάλυβα, τα οποία αποκλείστηκαν από το αντικείμενο της έρευνας (βλέπε σημείο 9 της αιτιολογικής σκέψης). Προκειμένου περί του άλλου ταϊβανού παραγωγού, διαπιστώθηκε ότι η συγκεκριμένη εταιρεία δεν είχε πραγματοποιήσει συναλλαγές με αντικείμενο της εξαγωγής των υπό εξέταση προϊόντων στην Κοινότητα κατά την περίοδο έρευνας. Επιπλέον, η εν λόγω εταιρεία ούτε είχε συνομολογήσει συμβόλαια εξαγωγών κατά την ίδια περίοδο, ούτε απέδειξε ότι είχε τη σταθερή πρόθεση να προβεί σε εξαγωγές προς την Κοινότητα.

(22) Αναφορικά με τον έναν από τους δύο άλλους ταϊβανούς παραγωγούς που συνεργάστηκαν με την Επιτροπή, απεδείχθη ότι το σύνολο των πωλήσεων της συγκεκριμένης εταιρείας στην εγχώρια αγορά κατά την περίοδο έρευνας πραγματοποιήθηκε επί ζημία. Για τον λόγο αυτό δεν έγινε δεκτό ότι οι πωλήσεις αυτές είχαν πραγματοποιηθεί υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας. Η κανονική αξία καθορίστηκε επομένως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο ii) του βασικού κανονισμού, δηλαδή με βάση μία κατασκευασμένη αξία, η οποία προκύπτει με την πρόσθεση του κόστους παραγωγής και ενός περιθωρίου ντάμπινγκ το οποίο κρίνεται εύλογο με βάση τις επικρατούσες στην αγορά της οικείας χώρας συνθήκες.

(23) Ο άλλος ταϊβανός παραγωγός που απάντησε ομοίως στο ερωτηματολόγιο υπέβαλε δύο φορές νέα στοιχεία με τα οποία τροποποιούνταν σε σημαντικό βαθμό όσα είχε αναφέρει στις απαντήσεις του ερωτηματολογίου, και τούτο λόγω μεγάλου αριθμού σφαλμάτων και ανακολουθιών στα έγγραφα που είχε υποβάλει προηγουμένως. Η τελευταία αναθεωρημένη εκδοχή των εγγράφων αυτών περιείχε σημαντικό όγκο νέων στοιχείων και παρελήφθη από την Επιτροπή λίγον χρόνο πριν από τον προγραμματισμένο επιτόπου έλεγχο. Η Επιτροπή κατέληξε συνεπώς στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία που παρέσχε η συγκεκριμένη εταιρεία για το θέμα της κανονικής αξίας έπρεπε να μη ληφθούν υπόψη, κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 7 παράγραφος 7 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν προσκομίστηκαν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος - η Επιτροπή αποφάσισε κατά συνέπεια ότι τα προκαταρκτικά συμπεράσματα έπρεπε να διατυπωθούν με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Ως πλέον εύλογη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας θεωρήθηκαν τα στοιχεία που παρέσχε ο άλλος ταϊβανός παραγωγός ο οποίος συνεργάστηκε πλήρως με την Επιτροπή (βλέπε σημείο 22 της αιτιολογικής σκέψης).

ε) Ταϋλάνδη

(24) Και οι τρεις συνεργασθέντες ταϋλανδοί παραγωγοί επώλησαν στην εγχώρια αγορά τους σε τιμές επιτρέπουσες την πραγματοποίηση κέρδους ποσοστό μεγαλύτερο από το 5 % των ποσοτήτων που εξήγαν στην Κοινότητα κατά την περίοδο έρευνας. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω πωλήσεις θεωρήθηκαν αρκούντως αντιπροσωπευτικές, ώστε να αποτελέσουν τη βάση για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας.

Προκειμένου για ορισμένους τύπους του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι εξάγονταν στην Κοινότητα και είτε επωλούνταν επί ζημία, είτε δεν επωλούνταν καθόλου στην εγχώρια αγορά, η κανονική αξία έχει καθορισθεί ως προς τους τύπους αυτούς με βάση την κατασκευασμένη αξία, συμφώνως προς το άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο (β) περίπτωση (ii) του βασικού κανονισμού. Η κατασκευασμένη αυτή αξία περιλαμβάνει το κόστος κατασκευής κάθε τύπου προϊόντος για την εκάστοτε εταιρεία, στο οποίο προστίθενται τα εγχώρια έξοδα πώλησης και τα γενικά και διοικητικά έξοδα εκάστης εταιρείας, καθώς και ένα περιθώριο κέρδους, που αντιστοιχεί στο ύψος του κέρδους που επιτυγχάνεται υπό κανονικές συνθήκες στην Ταϋλάνδη επί πωλήσεων των προϊόντων.

(25) Ένας από τους ταϋλανδούς παραγωγούς πωλούσε το μεγαλύτερο μέρος των ποσοτήτων που διέθετε στην εγχώρια αγορά μέσω μιας συνδεόμενης εταιρείας διανομής προς μη συνδεόμενους χονδρεμπόρους. Στην περίπτωση αυτή, για την κανονική αξία ελήφθησαν ως βάση οι πωλήσεις της συνδεόμενης εταιρείας διανομής προς τους ανεξάρτητους χονδρεμπόρους πελάτες της.

(26) Σε ό,τι αφορά τους δύο άλλους ταϋλανδούς παραγωγούς, διαπιστώθηκε ότι το σύνολο των εγχώριων πωλήσεών τους είχε πραγματοποιηθεί απευθείας προς μη συνδεόμενους πελάτες.

(27) Η κανονική αξία για τους τρεις ταϋλανδούς παραγωγούς καθορίστηκε επομένως με βάση τις σταθμισμένες μέσες τιμές τους για κάθε τύπο εξαρτήματος που πωλούσαν στην εγχώρια αγορά υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας ή με βάση την κατασκευασμένη αξία, όπως εξηγείται στο σημείο 24 της αιτιολογικής σκέψης.

2. Τιμή εξαγωγής

(28) Οι τιμές εξαγωγής για όλους τους παραγωγούς και τους εξαγωγείς των πέντε εμπλεκόμενων χωρών προσδιορίστηκαν με βάση τις πράγματι πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές του ομοειδούς προϊόντος το οποίο επωλείτο προς εξαγωγή στην Κοινότητα κατά την περίοδο έρευνας.

(29) Ένας από τους ταϋλανδούς εξαγωγείς είχε πουλήσει ορισμένη ποσότητα των υπόψη προϊόντων προς μια συνδεόμενη εταιρεία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εντούτοις, κατά την έρευνα απεκαλύφθη και εξακριβώθηκε ότι οι τιμές των εν λόγω εξαγωγών, οι οποίες αφορούσαν μικρές ποσότητες και μεμονωμένους τύπους του ομοειδούς προϊόντος, ήταν συγκρίσιμες με τις τιμές πώλησης των ίδιων προϊόντων προς ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα. Επιπλέον, από σύγκριση των συμβάσεων πώλησης με συνδεόμενες εταιρείες, αφενός, και με μη συνδεόμενες εταιρείες, αφετέρου, δεν προέκυψε ότι υπήρχαν κάποιες ουσιώδεις διαφορές όσον αφορά τους όρους πώλησης. Συνεπώς, κατά την εξαγωγή προσωρινών συμπερασμάτων οι τιμές των εν λόγω πράξεων πώλησης ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό του ντάμπινγκ.

(30) Κατά την υπό εξέταση περίοδο, ένας από τους κινέζους εξαγωγείς κατείχε μέρος του μετοχικού κεφαλαίου εταιρειών εισαγωγής στη Γαλλία και τη Γερμανία. Ωστόσο, η εξέταση των τιμών εξαγωγής αποκάλυψε ότι αυτές ήταν συγκρίσιμες με εκείνες που ίσχυσαν για τις πωλήσεις των ίδιων προϊόντων προς ανεξάρτητους αγοραστές στην Κοινότητα. Κατά συνέπεια, παρά το οικονομικό ενδιαφέρον του κινέζου εξαγωγέα για τις συγκεκριμένες εταιρείες, η τιμή εξαγωγής που ελήφθη υπόψη για τη διατύπωση προσωρινών συμπερασμάτων ήταν αυτή που ίσχυσε για τις εν λόγω συναλλαγές.

(31) Όλες οι υπόλοιπες εξαγωγικές πωλήσεις εκ μέρους των άλλων παραγωγών και εξαγωγέων των εμπλεκόμενων χωρών πραγματοποιήθηκαν προς ανεξάρτητους εισαγωγείς στην Κοινότητα, δηλαδή υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας.

3. Σύγκριση

(32) Η κανονική αξία, ανά τύπο προϊόντος, συγκρίθηκε στο επίπεδο «εκ του εργοστασίου» με την τιμή εξαγωγής εκ του εργοστασίου για τον αντίστοιχο τύπο, με βάση τον σταθμισμένο μέσο όρο ολόκληρης της περιόδου έρευνας. Λαμβάνοντας υπόψη τον πολύ μεγάλο αριθμό των διαφόρων τύπων και των συναλλαγών που είχαν πραγματοποιηθεί για κάθε τύπο, εκρίθη σκόπιμο να ληφθεί ως βάση μια σταθμισμένη μέση τιμή εξαγωγής. Για λόγους δίκαιης σύγκρισης, πραγματοποιήθηκαν ορισμένες αναπροσαρμογές, ώστε να ληφθούν υπόψη διαφορές επηρεάζουσες τη συγκρισιμότητα των τιμών, όπως είναι οι επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή και οι έμμεσοι φόροι, το κόστος της μεταφοράς, της ασφάλισης, της διεκπεραίωσης και τα παρεπόμενα έξοδα, καθώς και τα έξοδα συσκευασίας, οι όροι πληρωμής και οι αμοιβές των πωλητών - τα παραπάνω στοιχεία ελήφθησαν υπόψη στις κατάλληλες περιπτώσεις και στον βαθμό που ήταν διαθέσιμα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

4. Περιθώριο ντάμπινγκ

(33) Η σύγκριση κατέδειξε την ύπαρξη ντάμπινγκ σε σχέση με όλες τις εμπλεκόμενες συνεργασθείσες εταιρείες 7 τα περιθώρια ντάμπινγκ ισούνται με το ποσό κατά το οποίο η προκύψασα κανονική αξία υπερβαίνει την τιμή εξαγωγής προς την Κοινότητα.

(34) Καθώς δεν προσκομίστηκαν στοιχεία τα οποία να δικαιολογούν την παροχή ατομικής μεταχείρισης, η Επιτροπή καθόρισε για όλους τους εμπλεκόμενους παραγωγούς και τους εξαγωγείς από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ένα ενιαίο περιθώριο ντάμπινγκ, το οποίο είχε υπολογισθεί ως το σταθμισμένο μέσο περιθώριο ντάμπινγκ που ισχύει για τους δύο συνεργασθέντες κινέζους εξαγωγείς σωρευτικώς.

(35) Τα σταθμισμένα μέσα περιθώρια ντάμπινγκ για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και για τις εταιρείες των υπολοίπων εμπλεκομένων χωρών, εκπεφρασμένα ως ποσοστά των τιμών cif στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από την καταβολή του τελωνειακού δασμού, είναι τα εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

(36) Για την περίπτωση εταιρειών οι οποίες ούτε απάντησαν το ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, ούτε καν αναγγέλθηκαν, η Επιτροπή έκρινε ότι το ντάμπινγκ έπρεπε να προσδιορισθεί με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 παράγραφος 7 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού.

Για τον σκοπό αυτό, ως τα πλέον εύλογα διαθέσιμα στοιχεία θεωρήθηκαν αυτά τα οποία συγκεντρώθηκαν και επαληθεύτηκαν από την Επιτροπή κατά την έρευνα. Εφόσον η Επιτροπή δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι οι μη συνεργασθείσες εταιρείες είχαν ασκήσει ντάμπινγκ σε έκταση μικρότερη από τη μέγιστη διαπιστωθείσα και προκειμένου να μην επιβραβευθεί η άρνηση συνεργασίας, εκρίθη σκόπιμη η εφαρμογή του υψηλότερου περιθωρίου ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί για κάποιον εξαγωγέα της οικείας χώρας.

Δ. ΚΛΑΔΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

(37) Επειδή στην έρευνα δεν συμμετείχαν όλοι οι εδρεύοντες στην Κοινότητα παραγωγοί, ενώ απεδείχθη ότι ένας κοινοτικός παραγωγός κατασκευάζει ειδικά εξαρτήματα σωληνώσεων τα οποία δεν υπάγονται στο αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει κατά πόσον οι καταγγέλλοντες αποτελούν σημαντική μερίδα της συνολικής κοινοτικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος. Επίσης η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ένας από τους καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς στο Ηνωμένο Βασίλειο εισήγαγε τα προϊόντα που υποτίθεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από έναν εξαγωγέα στην Ταϋλάνδη, ο οποίος, επιπλέον, είναι συνδεόμενη επιχείρηση.

(38) Σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές του καταγγέλλοντος βρετανού παραγωγού, η εξέταση των σχετικών στοιχείων κατέδειξε ότι σχεδόν όλοι οι παραγωγοί στο συγκεκριμένο τμήμα του κλάδου εξαρτώνται σε κάποιον βαθμό από την αγορά τύπων εξαρτημάτων που δεν περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα παραγωγής τους. Πράγματι, οι παραγωγοί εξαρτημάτων πρέπει να προσφέρουν ένα πλήρες φάσμα τύπων προϊόντος προκειμένου να ικανοποιούν τις απαιτήσεις των πελατών και, κατ' επέκταση, να είναι ανταγωνιστικοί στην αγορά.

Απεδείχθη, πραγματικά, ότι ο εν λόγω καταγγέλλων βρετανός παραγωγός εισήγε κατά την περίοδο έρευνας το υπό διεύρυνση προϊόν από έναν συνδεόμενο εξαγωγέα στην Ταϋλάνδη, ως προς τον οποίον έχει διαπιστωθεί η άσκηση πρακτικών ντάμπινγκ. Εντούτοις, το ύψος των εισαγωγών αυτών δεν υπερέβη, ως απεδείχθη, το 2 % των συνολικών πωλήσεων που πραγματοποίησε ο βρετανός παραγωγός στην αγορά της Κοινότητας. Επιπροσθέτως, οι εισαγόμενες ποσότητες συνίσταντο κατά κύριο λόγο σε τύπους του προϊόντος που δεν κατασκεύαζε ο εν λόγω παραγωγός και προορίζονταν να συμπληρώσουν το προσφερόμενο από αυτόν φάσμα προϊόντων - οι ποσότητες αυτές εισάγονταν με αποκλειστικό σκοπό την προάσπιση της θέσης του εν λόγω παραγωγού στην αγορά. Θεωρείται συνεπώς ότι, μολονότι πρόκειται για συνδεόμενα μέρη, ένα τόσο χαμηλό ύψος εισαγωγών δεν θα μπορούσε να παράσχει κάλυψη στον βρετανό παραγωγό έναντι των συνεπειών του ντάμπινγκ, ούτε να του προσπορίσει κάποιο ουσιαστικό όφελος, καθώς και ότι δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να εξαιρεθεί ο συγκεκριμένος παραγωγός από τον ορισμό του «κλάδου παραγωγής της Κοινότητας».

(39) Κατά τη διάρκεια της έρευνας ένας από τους καταγγέλλοντες ιταλούς παραγωγούς ήρε τη συμμετοχή του στην καταγγελία για τον λόγο ότι τα προϊόντα που κατασκεύαζε δεν εξάγονταν από τις εμπλεκόμενες χώρες εξαγωγής.

(40) Όσον αφορά το μερίδιο επί της παραγωγής των παραγωγών που συνέπραξαν στην καταγγελία, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα υποβληθέντα στοιχεία, καθώς και πρόσθετα δεδομένα τα οποία παρεσχέθησαν κατά την επιτόπια έρευνα από τους καταγγέλλοντες παραγωγούς 7 σημειωτέον ότι οι παραγωγοί αυτοί είναι σαφώς οι σημαντικότεροι παραγωγοί με την έδρα τους στην Κοινότητα. Η Επιτροπή χρησιμοποίησε επίσης αξιόπιστα στοιχεία που προέκυψαν από έρευνα της αγοράς.

Με βάση το προεκτεθέν σκεπτικό, το μερίδιο επί της συνολικής κοινοτικής παραγωγής που κατείχαν οι καταγγέλλοντες παραγωγοί κατά την περίοδο έρευνας υπολογίστηκε σε 85 %, δηλαδή αντιστοιχεί σε σημαντική μερίδα της συνολικής παραγωγής της Κοινότητας.

Ε. ΖΗΜΙΑ

1. Σώρευση των συνεπειών των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ

(41) Για την εξακρίβωση του αντικτύπου των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ επί του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, η Επιτροπή συνεκτίμησε τις συνέπειες του συνόλου των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ από τις χώρες τις οποίες αφορά η παρούσα έρευνα. Προκειμένου να κριθεί κατά πόσον η σώρευση αυτή είναι σκόπιμη, εξετάσθηκε κατά πόσον η ποσότητα που αντιστοιχεί σε κάθε χώρα εξαγωγής ήταν άξια λόγου και κατά πόσον οι εισαγωγές από τις χώρες αυτές βρίσκονταν σε ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους.

(42) Ένας από τους εμπλεκόμενους ταϋλανδούς παραγωγούς ισχυρίστηκε, για τις ανάγκες της εκτίμησης της ζημίας, ότι οι εισαγωγές από τη συγκεκριμένη χώρα δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη σωρευτικά με τις εισαγωγές από τις υπόλοιπες χώρες εξαγωγής τις οποίες αφορά η παρούσα διαδικασία, δεδομένου ότι το μερίδιο της κοινοτικής αγοράς που κατέχουν οι εισαγωγές από την Ταϋλάνδη δεν θα μπορούσε να συντελέσει στην πρόκληση σημαντικής ζημίας στον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας. Επίσης υποστηρίχθηκε ότι το συγκεκριμένο μερίδιο αγοράς παρουσίαζε μείωση.

Η Επιτροπή έχει εξετάσει τους ισχυρισμούς αυτούς. Απεδείχθη πως οι ποσότητες των υπό εξέταση προϊόντων οι οποίες εισήχθησαν κατά την περίοδο έρευνας από την Ταϋλάνδη αντιπροσωπεύουν ποσοστό 2,6 % της κοινοτικής κατανάλωσης. Εφόσον ανέρχεται στο παραπάνω πσοστό, το μερίδιο αγοράς της Ταϋλάνδης δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί αμελητέο. Αναφορικά με την εξέταση των μεριδίων αγοράς της Ταϋλάνδης, έχει σημειωθεί σταθερή αύξηση, από 0,4 % το 1989, σε 1,6 % το 1991 και σε 2,6 % το 1993 και κατά την περίοδο έρευνας. Συνεπώς, είναι απορριπτέα τα επιχειρήματα του συγκεκριμένου ταϋλανδού εξαγωγέα.

(43) Σε ό,τι αφορά τη Σλοβακική Δημοκρατία και την Ταϊβάν, η Επιτροπή διαπίστωσε πως τα μερίδια αγοράς τα οποία κατείχαν οι εισαγωγές από τις εν λόγω δύο χώρες μειώθηκαν μεταξύ του 1992 και της περιόδου έρευνας από 3,2 % σε 1,5 % και από 3,4 % σε 1,6 %, αντιστοίχως. Αντιθέτως, τα μερίδια αγοράς που κατείχαν οι υπόλοιπες τρεις εμπλεκόμενες χώρες αυξήθηκαν κατά το ίδιο διάστημα 7 η αύξηση αυτή ήταν από 6,8 % σε 8,5 % για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, από 1,6 % σε 3,2 % για την Κροατία και από 2,4 % σε 2,6 % για την Ταϋλάνδη.

Λαμβάνοντας υπόψη το χαμηλό και σε αξιοσημείωτη πτώση ύψους των εισαγωγών από τη Σλοβακική Δημοκρατία και από την Ταϊβάν, σε αντίθεση με τα αυξανόμενα μερίδια αγοράς των υπολοίπων εμπλεκόμενων χωρών, έγινε δεκτό ότι οι συγκεκριμένες εισαγωγές δεν ήταν αιτία πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας. Κατά συνέπεια, δεν ελήφθησαν υπόψη σωρευτικώς με τις εισαγωγές από τις υπόλοιπες τρεις εμπλεκόμενες χώρες και αντιστοίχως, εξαιρέθηκαν από την εκτίμηση της ζημίας.

(44) Όσον αφορά τις εισαγωγές από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, την Κροατία και την Ταϋλάνδη, διαπιστώθηκε ότι τα υπό διεύρυνση προϊόντα που εισήχθησαν από καθεμία από τις χώρες αυτές ήταν, ανά τύπο και ανά μέγεθος, όμοια από κάθε άποψη, ότι ήταν δυνατό να υποκαταστήσουν το ένα το άλλο και ότι διετίθεντο στην αγορά της Κοινότητας εντός ανάλογης χρονικής περιόδου και βάσει παρεμφερών εμπορικών όρων. Οι διάφορες εισαγωγές βρίσκονταν σε ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους, καθώς και με το ομοειδές προϊόν που κατασκεύαζε ο κλάδος παραγωγής της Κοινότητας. Οι όγκοι εισαγωγών από καθεμιά από τις χώρες αυτές κατά την υπό εξέταση περίοδο ήταν σημαντικοί, ενώ οι τάσεις των τιμών παρόμοιες. Υπό τις συνθήκες αυτές και σύμφωνα με την πρακτική των οργάνων της Κοινότητας, γίνεται δεκτό ότι υπάρχουν ικανοί λόγοι οι οποίοι υπαγορεύουν τη σωρευτική ανάλυση των εισαγωγών καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Κροατίας και Ταϋλάνδης (στο εξής ο όρος «εμπλεκόμενες χώρες εξαγωγής» περιλαμβάνει αποκλειστικά τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, την Κροατία και την Ταϋλάνδη).

2. Κοινοτική κατανάλωση, όγκος, μερίδιο αγοράς και τιμές των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ

α) Κοινοτική κατανάλωση

(45) Τα στοιχεία τα σχετικά με την κοινοτική κατανάλωση των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας αναφέρονται στις συνολικές πωλήσεις στην Κοινότητα τις οποίες πραγματοποίησαν οι συνεργασθέντες κοινοτικοί παραγωγοί - σε αυτές έχουν προστεθεί οι κατά προσέγγιση πωλήσεις των μη συνεργασθέντων παραγωγών και οι συνολικές εισαγωγές καταγωγής τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων από τις υπόψη χώρες εξαγωγής. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία ο όγκος της κατανάλωσης στην Κοινότητα παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερός μεταξύ του 1989 και του 1993, σημειώνοντας ελαφρά αύξηση από 53 132 τόνους το 1989 σε 54 406 τόνους το 1993 και σε 27 189 τόνους κατά τους έξι μήνες της περιόδου έρευνας.

β) Όγκος των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ

(46) Οι εισαγωγές στην Κοινότητα από τις εμπλεκόμενες χώρες εξαγωγής σωρευτικώς σημείωσαν σταθερή αύξηση από 1 304 τόνους το 1989 σε 7 309 τόνους το 1993, για να φθάσουν τους 3 854 τόνους κατά την περίοδο έρευνας 7 η πορεία αυτή ισοδυναμεί με αύξηση της τάξεως του 491 % σε ετήσια βάση σε σύγκριση με το 1989.

γ) Μερίδια αγοράς

(47) Μεταξύ του 1989 και της περιόδου έρευνας, τα σωρευτικά μερίδια αγοράς στην Κοινότητα τα οποία κατείχαν οι εμπλεκόμενες χώρες εξαγωγής αυξήθηκαν από 2,5 % σε 14,3 % 7 η εξέλιξη του μεριδίου εκάστης χώρας ήταν η εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

δ) Τιμές των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ

(48) Οι τιμές των εισαγωγών που απετέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις εμπλεκόμενες χώρες εξαγωγής ήταν αισθητά χαμηλότερες από τις τιμές τις οποίες εφάρμοζαν οι κοινοτικοί παραγωγοί κατά την περίοδο έρευνας. Προκειμένου να προσδιορίσει την απόκλιση των τιμών, η Επιτροπή συνέκρινε τις τιμές που εφάρμοζαν οι οικείοι εξαγωγείς με τις τιμές πώλησης στην κοινοτική αγορά τις οποίες εφάρμοζαν οι καταγγέλλοντες παραγωγοί που έχουν την έδρα τους στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Τα προαναφερθέντα κράτη μέλη αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος της κοινοτικής αγοράς για τα συγκεκριμένα προϊόντα που απορροφούν περισσότερο από το 85 % των επίμαχων εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

(49) Η σύγκριση των τιμών πραγματοποιήθηκε με βάση τις πωλήσεις προς τον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη σε συγκρίσιμο στάδιο εμπορίας, καθώς και, όπου ήταν διαθέσιμα επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ανά τύπο προϊόντος για την πλειονότητα των μεγεθών και τιμών πάχους τοιχώματος 7 για τον σκοπό αυτό ελήφθησαν υπόψη τα εισαγόμενα προϊόντα που είχαν επίσης ληφθεί υπόψη για την εξαγωγή των προκαταρκτικών συμπερασμάτων περί ντάμπινγκ.

(50) Πραγματοποιήθηκαν ορισμένες αναπροσαρμογές, προκειμένου να εξασφαλισθεί η συγκρισιμότητα των τιμών από την άποψη των εξόδων μεταφοράς, τα οποία αφαιρέθηκαν από τις τιμές πώλησης των κοινοτικών παραγωγών, καθώς και από την άποψη των τελωνειακών δασμών, οι οποίοι προστέθηκαν στις τιμές εισαγωγής, στις κατάλληλες περιπτώσεις. Επιπλέον, οι τιμές εισαγωγής αναπροσαρμόστηκαν στο βαθμό που εκρίθη σκόπιμο με βάση ένα περιθώριο του εισαγωγέα, το οποίο συμπεριλαμβάνει τα έξοδα εκτελωνισμού και διεκπεραίωσης, τις τραπεζικές επιβαρύνσεις και ένα περιθώριο κέρδους.

(51) Με βάση συγκρίσιμους τύπους προϊόντος, οι σταθμισμένες μέσες τιμές πώλησης κάθε επιμέρους εξαγωγέα συγκρίθηκαν με τις αντίστοιχες τιμές πώλησης των καταγγελλόντων παραγωγών στην αγορά της Κοινότητας. Η απόκλιση των τιμών, ως ποσοστό των πραγματικών τιμών πώλησης εκ του εργοστασίου των κοινοτικών παραγωγών, κυμαινόταν κατά την περίοδο έρευνας από 24,5 % μέχρι 40,7 % για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, από 21,3 % μέχρι 37,8 % για την Ταϋλάνδη, ενώ για την Κροατία ανερχόταν σε 21,9 %.

3. Κατάσταση του κλάδου παραγωγής της Κοινότητας

α) Κοινοτική παραγωγή

(52) Ο όγκος παραγωγής των υπόψη προϊόντων από τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας μειώθηκε από τους 54 104 τόνους το 1989 στους 45 402 τόνους το 1993 και στους 22 432 τόνους κατά την περίοδο έρευνας (6 μήνες) 7ελαττώθηκε δηλαδή κατά 17,1 % σε ετήσια βάση σε σύγκριση με το 1989. Η μείωση της παραγωγής υπήρξε ιδιαιτέρως αξιοσημείωτη στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία 7 οι τρεις αυτές χώρες απορρόφησαν συνολικά το 78 % περίπου των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ από τις εμπλεκόμενες χώρες εξαγωγής κατά την περίοδο αναφοράς.

β) Ικανότητα παραγωγής και χρησιμοποίηση ικανότητας

(53) Επειδή οι βασικές παραγωγικές εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για τα εξαρτήματα σωληνώσεων είναι επίσης σχεδιασμένες και χρησιμοποιούνται για την κατασκευή και άλλων τύπων του εν λόγω προϊόντος, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στο αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί επακριβώς το μέγεθος της ικανότητας παραγωγής που ισχύει για τα υπό εξέταση προϊόντα, ούτε τα αντίστοιχα ποσοστά χρησιμοποίησης ικανότητας. Εντούτοις, διαπιστώθηκε πως ο όγκος των υπολοίπων τύπων του προϊόντος οι οποίοι κατασκευάζονται με τον ίδιο βασικό εξοπλισμό έχει μειωθεί σε ποσοστό ανάλογο με αυτό που ισχύει για εκείνον των υπό εξέταση προϊόντων. Τα ποσοστά χρησιμοποίησης ικανότητας τα οποία απεδείχθησαν κατά την έρευνα μπορούν επομένως να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικά.

(54) Από το 1985, ο κλάδος παραγωγής εξαρτημάτων σωληνώσεων της Κοινότητας έχει υποστεί διαδικασία αναδιάρθρωσης, με αποτέλεσμα τη μείωση της συνολικής ετήσιας ικανότητας παραγωγής του από τους 120 000 τόνους, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, σε επίπεδο κατώτερο των 100 000 τόνων το 1993, και τούτο μετά από εξορθολογισμό των εγκαταστάσεων και τη διακοπή λειτουργίας αρκετών μονάδων παραγωγής. Παρά τις προσπάθειες αυτές, η συνολική χρησιμοποίηση ικανότητας των κοινοτικών παραγωγών ελαττώθηκε αισθητά μεταξύ του 1989 και της περιόδου έρευνας, με εξαίρεση έναν παραγωγό ο οποίος μέχρι το 1990 εξαρτάτο σε μεγαλύτερο βαθμό από αγορές προϊόντων, αλλά στη συνέχεια αποφάσισε να συμπληρώσει το φάσμα των εξαρτημάτων που κατασκεύαζε ο ίδιος. Παρόλα αυτά, το ποσοστό χρησιμοποίησης ικανότητας για όλους τους κοινοτικούς παραγωγούς ήταν κατώτερο του 55 % κατά την περίοδο έρευνας, δηλαδή σε επίπεδο το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ήταν αρκετό, ώστε να επιτρέπει έναν εύλογο καταλογισμό και την κάλυψη των πάγιων εξόδων.

γ) Όγκος πωλήσεων και μερίδιο αγοράς

(55) Οι συνολικές πωλήσεις των υπό εξέταση προϊόντων τις οποίες πραγματοποίησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί στην αγορά της ΕΕ μειώθηκαν από τους 41 006 τόνους το 1989 στους 34 937 τόνους το 1993, ενώ ανήλθαν στους 17 889 τόνους κατά την περίοδο έρευνας, δηλαδή από τον Ιούλιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1993. Σε σύγκριση με το 1989 οι πωλήσεις κατά την περίοδο έρευνας αντιστοιχούν, σε ετήσια βάση, σε μείωση κατά 12,7 %. Παρότι η ετήσια κατανάλωση στην Κοινότητα παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερή μεταξύ του 1989 και της περιόδου έρευνας, το μερίδιο αγοράς το οποίο κατείχαν οι κοινοτικοί παραγωγοί μειώθηκε από 77,2 % σε 65,7 % κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια, το μερίδιο αγοράς το οποίο έχει χάσει ο κλάδος παραγωγής της Κοινότητας είναι σχεδόν ίσο με το μερίδιο αγοράς που έχουν κερδίσει οι εμπλεκόμενες χώρες εξαγωγής (από 2,5 % σε 14,3 %).

δ) Τιμές πώλησης

(56) Εξαιτίας της εφαρμογής αισθητά χαμηλότερων τιμών εκ μέρους των εμπλεκομένων χωρών εξαγωγής, οι εγχώριες και άλλες τιμές πώλησης στην αγορά της Κοινότητας τις οποίες εφάρμοζαν οι καταγγέλλοντες παραγωγοί μειώθηκαν σημαντικά μεταξύ του 1989 και της περιόδου έρευνας, ιδίως προκειμένου για εκείνους τους τύπους προϊόντος οι οποίοι βρίσκονταν σε ευθέως ανταγωνιστική σχέση με τις επίμαχες εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

ε) Αποδοτικότητα

(57) Παρά τις σημαντικές περικοπές του κόστους, οι οποίες επετεύχθησαν μέσω των συνεχών μέτρων εξορθολογισμού, η χρηματοοικονομική κατάσταση του μεγαλύτερου μέρους του κοινοτικού κλάδου παραγωγής έχει χειροτερεύσει, ιδίως μετά την άφιξη του 1992 στην αγορά της Κοινότητας μαζικών ποσοτήτων εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ. Κατά την περίοδο έρευνας, όλοι οι καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί είτε υπέστησαν χρηματοοικονομικές απώλειες, είτε είδαν τα κέρδη τους να συρρικνώνονται.

στ) Απασχόληση

(58) Όσον αφορά την κατάσταση της απασχόλησης σε ολόκληρο τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής εξαρτημάτων σωληνώσεων, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, εξαιτίας των προσπαθειών αναδιάρθρωσης και της διακοπής λειτουργίας τριών εργοστασίων, το συνολικό εργατικό δυναμικό των κοινοτικών παραγωγών μειώθηκε κατά 15 % περίπου μεταξύ του 1989 και της περιόδου έρευνας. Η σημαντική συρρίκνωση των παραγγελιών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ανεπαρκή χρησιμοποίηση ικανότητας, ανάγκασε σε ορισμένες περιπτώσεις τους κοινοτικούς παραγωγούς να καθιερώσουν ρυθμίσεις απασχόλησης με μειωμένο ωράριο, ενώ σε μια επιμέρους περίπτωση αποφασίστηκε η δραστική μείωση κατά το ένα τρίτο του συνολικού απασχολούμενου προσωπικού.

4. Συμπέρασμα σχετικά με τη Ζημία

(59) Η προκαταρκτική εξέταση των στοιχείων των σχετικών με τη ζημία απέδειξε ότι ο κλάδος παραγωγής της Κοινότητας είχε υποστεί, ειδικότερα, μείωση της παραγωγής του και του όγκου πωλήσεων και σημαντική απώλεια μεριδίου αγοράς, καθώς και ότι δεν ήταν σε θέση να προβεί σε αυξήσεις των τιμών, ούτως ώστε να καλυφθεί η αύξηση του κόστους παραγωγής, σε συνδυασμό με επιδείνωση των χρηματοοικονομικών του αποτελεσμάτων.

(60) Υπό το φως της σπουδαιότητας των προαναφερθέντων αρνητικών οικονομικών παραμέτρων, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι ο κλάδος παραγωγής της Κοινότητας έχει υποστεί σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

ΣΤ. ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

(61) Η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον η σημαντική ζημία που έχει υποστεί ο κλάδος παραγωγής της Κοινότητας έχει προκληθεί από τις εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ και κατά πόσον άλλοι παράγοντες ενδέχεται να έχουν προκαλέσει τη ζημία ή συντελέσει σε αυτήν.

1. Συνέπεια των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ

(62) Κατά την εξέταση που διενήργησε, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η πορεία των εισαγωγών από τις εμπλεκόμενες χώρες εξαγωγής, το αυξανόμενο μερίδιο αγοράς τους και η πτωτική πίεση επί των τιμών την οποία άσκησαν οι εν λόγω εισαγωγές συνέπεσαν με τη συρρίκνωση της κοινοτικής παραγωγής, της χρησιμοποίησης ικανότητας, του όγκου πωλήσεων, του μεριδίου αγοράς, των κερδών και της απασχόλησης, η οποία οδήγησε, ιδίως κατά το 1992, σε επιδείνωση της ανταγωνιστικής και χρηματοοικονομικής θέσης του κλάδου παραγωγής της Κοινότητας.

(63) Παρότι η κατανάλωση των υπό εξέταση προϊόντων παρέμεινε σχετικά σταθερή, το μερίδιο αγοράς των επίμαχων εισαγωγών αυξήθηκε από 2,5 % το 1989 σε 14,3 % κατά την περίοδο έρευνας, ενώ το μερίδιο αγοράς που κατείχαν οι κοινοτικοί παραγωγοί μειώθηκε από 77,2 % σε 65,7 %. Τα παραπάνω στοιχεία αποδεικνύουν ότι το μερίδιο αγοράς που έχει χάσει ο κλάδος παραγωγής της Κοινότητας αντιστοιχεί σε αυτό που έχουν κερδίσει οι χώρες εξαγωγής.

(64) Προκειμένου για τις τιμές των εισαγωγών που απετέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, διαπιστώθηκαν σημαντικά περιθώρια πραγματοποίησης πωλήσεων σε χαμηλότερες τιμές. Λαμβανομένης υπόψη της ευαισθησίας στις τιμές της αγοράς εξαρτημάτων σωληνώσεων, τα σημαντικά περιθώρια πραγματοποίησης πωλήσεων σε χαμηλότερες τιμές έχουν εξαναγκάσει τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να μειώσει τις τιμές του σε μια προσπάθεια να επιτύχει μία εύλογη χρησιμοποίηση ικανότητας και ένα εύλογο μερίδιο αγοράς. Η συμπίεση αυτή των τιμών έχει προκαλέσει μία γενική έλλειψη αποδοτικότητας, η οποία αποδεικνύεται από τις χρηματοοικονομικές απώλειες της πλειονότητας των κοινοτικών παραγωγών.

2. Συνέπειες άλλων παραγόντων

(65) Επίσης εξετάστηκε κατά πόσον άλλοι παράγοντες, εκτός των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ από τις εμπλεκόμενες χώρες, ενδέχεται να έχουν προκαλέσει τη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ή να έχουν συντελέσει σε αυτήν. Η Επιτροπή εξέτασε, ειδικότερα, την εξέλιξη και τον αντίκτυπο των εισαγωγών των υπό εξέταση προϊόντων από τρίτες χώρες τις οποίες δεν αφορά η παρούσα διαδικασία, τις τάσεις της εμφανούς κατανάλωσης στην αγορά της Κοινότητας, καθώς και τις συνέπειες των εισαγωγών που πραγματοποίησε ένας καταγγέλλων κοινοτικός παραγωγός.

(66) Ο όγκος των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ταϊβάν και της Σλοβακικής Δημοκρατίας, υπήρξε σχετικά σταθερός σε γενικές γραμμές και ανήλθε κατά το 1989 στους 10 822 τόνους και κατά την περίοδο έρευνας στους 10 892 τόνους σε ετήσια βάση, αντιπροσωπεύοντας μερίδια αγοράς 20,3 % και 20,0 % αντιστοίχως. Αν ληφθεί υπόψη ότι οι συνολικές εισαγωγές από τις χώρες εξαγωγής τις οποίες αφορά η παρούσα διαδικασία αυξήθηκαν κατά 6 400 τόνους, ενώ το μερίδιο αγοράς τους αυξήθηκε κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες στο ίδιο χρονικό διάστημα, εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι συγκεκριμένες χώρες εξαγωγής ήταν σαφώς αυτές που ωφελήθηκαν περισσότερο από την άποψη του όγκου πωλήσεων και του μεριδίου αγοράς. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, διαπιστώθηκε ότι οι τιμές των εισαγωγών από τις περισσότερες από τις υπόλοιπες τρίτες χώρες ήταν σαφώς υψηλότερες από τις τιμές των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ, ενώ δεν προέκυψαν ενδείξεις που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές από τρίτες χώρες μη καλυπτόμενες από την παρούσα διαδικασία έχουν αποτελέσει αντικείμενο ντάμπινγκ.

(67) Προκειμένου περί της εξέλιξης της ζητήσεως, η εμφανής κατανάλωση των υπό εξέταση προϊόντων στην Κοινότητα μεταξύ του 1989 και της περιόδου έρευνας αυξήθηκε ελαφρά από τους 53 132 τόνους σε 54 378 τόνους σε ετήσια βάση.

(68) Όσον αφορά τις συνέπειες των εισαγωγών των υπό εξέταση προϊόντων τις οποίες πραγματοποίησε ένας από τους καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς, διαπιστώθηκε ότι ο όγκος των εισαγωγών αυτών κατά την περίοδο έρευνας δεν υπερέβη το 2 % των συνολικών του πωλήσεων στην Κοινότητα, ότι το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών αφορούσε τύπους προϊόντος που προορίζονταν να συμπληρώσουν το φάσμα προϊόντων που δεν κατασκεύαζε ο εν λόγω παραγωγός και ότι οι τιμές στις οποίες τα εισαγόμενα προϊόντα μεταπωλούνταν από τον συγκεκριμένο παραγωγό δεν διέφεραν ουσιωδώς από τις τιμές πώλησης των προϊόντων που παρήγε ο ίδιος ή από τις τιμές των άλλων κοινοτικών παραγωγών. Εξάγεται συνεπώς το συμπέρασμα ότι ο εισάγων παραγωγός δεν συμμετείχε στις πρακτικές ντάμπινγκ και ότι ο εν λόγω παραγωγός ούτε ήταν καλυμμένος έναντι των συνεπειών του ντάμπινγκ, ούτε ωφελείτο από αυτό.

3. Συμπέρασμα

(69) Υπό το φως των παραπάνω διαπιστώσεων, η Επιτροπή έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, για τις ανάγκες της διατύπωσης των προσωρινών της συμπερασμάτων, οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ των υπό εξέταση προϊόντων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Κροατίας και Ταϋλάνδης έχουν προξενήσει σημαντική ζημία στον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας.

Ζ. ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

1. Γενικές παρατηρήσεις

(70) Κατά την αξιολόγηση του συμφέροντος της Κοινότητας, είναι σκόπιμο να εξετασθεί ιδιαιτέρως η ανάγκη της εξάλειψης των στρεβλώσεων του εμπορίου που προκαλούν οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, καθώς και της αποκατάστασης συνθηκών ουσιαστικού ανταγωνισμού στην κοινοτική αγορά των συγκεκριμένων προϊόντων. Αποτέλεσμα των τυχόν μέτρων αντιντάμπινγκ πρέπει να είναι η αύξηση του ύψους των τιμών των εξαγωγών, πράγμα το οποίο θα επηρέαζε και τη σχετική ανταγωνιστικότητά τους.

Παρόλα αυτά, μολονότι τα παραπάνω απορρέουν από την ανάγκη αντιστάθμισης των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ, τυχόν μη λήψη τέτοιου είδους μέτρων θα μπορούσε, αντιθέτως, να έχει αρνητικές συνέπειες για την κατάσταση του ανταγωνισμού στην αγορά της Κοινότητας σε περίπτωση εξαφάνισης των κοινοτικών παραγωγών. Η εξάλειψη των αθέμιτων πλεονεκτημάτων τα οποία αποκτώνται μέσω των πρακτικών ντάμπινγκ πρέπει κανονικά να αποτρέψει την περαιτέρω επιδείνωση της θέσης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιβολή των σχετικών μέτρων δεν πρέπει να αναμένεται ότι θα έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την κατάσταση του ανταγωνισμού στην αγορά της Κοινότητας. Υπό το φως των παραπάνω δεδομένων, η Επιτροπή εξέτασε τις συνέπειες των ενδεχόμενων μέτρων αντιντάμπινγκ για τις εισαγωγές χαλύβδινων εξαρτημάτων από τις εμπλεκόμενες χώρες εξαγωγής σε συνάρτηση με τα ιδιαίτερα συμφέροντα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και των χρηστών.

2. Συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(71) Έχει αποδειχθεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ότι, αν λάβει κανείς υπόψη τις εκτεταμένες και αυξανόμενες χρηματοοικονομικές απώλειες που υφίσταται ο κλάδος παραγωγής της Κοινότητας, η μη λήψη μέτρων αντιντάμπινγκ σε σχέση με τις επίμαχες εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ θα επιβάρυνε περαιτέρω την ήδη επισφαλή κατάστασή του και θα απειλούσε τη βιωσιμότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής εξαρτημάτων σωληνώσεων. Η εξέλιξη αυτή πρέπει ιδίως να αξιολογηθεί σε συνάρτηση με τις αξιόλογες προσπάθειες που οι κοινοτικοί παραγωγοί έχουν καταβάλει με σκοπό τον εκσυγχρονισμό και την αυτοματοποίηση των παραγωγικών τους εγκαταστάσεων μέχρι του σημείου να μπορούν να ανταγωνίζονται οποιονδήποτε παραγωγό ο οποίος αναπτύσσει δραστηριότητα υπό θεμιτές συνθήκες ανταγωνισμού. Σε περίπτωση που οι εν λόγω παραγωγοί αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την οικεία αγορά, όλες αυτές οι επενδύσεις θα πάνε χαμένες.

(72) Απεδείχθη επίσης ότι, για να είναι σε θέση να κατασκευάζουν ολόκληρο το φάσμα προϊόντων με ανταγωνιστικό κόστος, οι κοινοτικές επιχειρήσεις που κατασκευάζουν χαλύβδινα εξαρτήματα σωληνώσεων εξαρτώνται από την επίτευξη κάποιου εύλογου ποσοστού χρησιμοποποίησης του εξοπλισμού τους 7 αυτός με τη σειρά του επιτυγχάνεται κατά βάση με την παραγωγή τυποποιημένων και ανταποκρινόμενων στις ποιοτικές απαιτήσεις της αγοράς εξαρτημάτων, τα οποία βρίσκονται σε άμεσο ανταγωνισμό με τα εισαγόμενα με πρακτικές ντάμπινγκ από τις εμπλεκόμενες χώρες εξαγωγής προϊόντα και τα οποία αντιπροσωπεύουν μεγάλο μέρος των εσόδων που παράγει ο συγκεκριμένος τομέας δραστηριότητας του κλάδου. Τυχόν συρρίκνωση της συγκεκριμένης παραγωγικής δραστηριότητας θα είχε επίσης επιπτώσεις για την παραγωγή και άλλων κατηγοριών προϊόντων ανώτερης ποιότητας, προκαλώντας αύξηση του κόστους τους και των τιμών που καλούνται να καταβάλουν οι κοινοτικοί καταναλωτές.

3. Συμφέρον των χρηστών

(73) Όπως αναφέρεται στο σημείο 70 της αιτιολογικής σκέψης, οι χρήστες των εξαρτημάτων σωληνώσεων που εισάγονται από τις εμπλεκόμενες χώρες εξαγωγής θα είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν κανονικές τιμές αγοράς σε περίπτωση επιβολής δασμών. Οι αγοραστές τους οποίους αφορά μια τέτοια εξέλιξη είναι εταιρείες δραστηριοποιούμενες στον τομέα κατασκευής κτιρίων, πλοίων και εργοστασίων παραγωγής χημικών προϊόντων, διύλισης πετρελαίου και παραγωγής ενέργειας. Κατά την έρευνα δεν υπεβλήθη στην Επιτροπή κανένα στοιχείο σχετικά με τις συνέπειες ενδεχόμενων μέτρων αντιντάμπινγκ για τους εν λόγω αγοραστές ή χρήστες. Οι εν λόγω συνέπειες είναι πιθανό να διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από περίπτωση σε περίπτωση, ανάλογα με την ποσότητα εξαρτημάτων που απαιτείται για την εκάστοτε κατασκευή. Εντούτοις, η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ επί των χαλύβδινων εξαρτημάτων πρόκειται να έχει περιορισμένες συνέπειες για τους υπόψη κλάδους που τα χρησιμοποιούν, δεδομένου ότι η επιβάρυνση του συνολικού κόστους της κατασκευής για την οποία χρησιμοποποιούνται τα εξαρτήματα είναι πολύ μικρή. Εν πάση περιπτώσει, η έρευνα κατέδειξε ότι στην αγορά είναι δυνατό να γίνουν δεκτές υψηλότερες τιμές για τα χαλύβδινα εξαρτήματα, επειδή οι τιμές των εισαγωγών από τρίτες χώρες τις οποίες δεν αφορά η παρούσα διαδικασία ήταν, όπως απεδείχθη, αισθητά υψηλότερες από εκείνες των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ.

(74) Τέλος, πρέπει να έχει κανείς υπόψη ότι η αύξηση των τιμών λόγω της επιβολής μέτρων αντιντάμπινγκ έχει ως σκοπό να επιτρέψει την εξάλειψη ενός πλεονεκτήματος ως προς τις τιμές, το οποίο απορρέει από μία αθέμιτη πρακτική και ζημιώνει τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας 7 η κατάσταση του τελευταίου φαίνεται καταδικασμένη να επιδεινωθεί σε περίπτωση που δεν ληφθούν μέτρα. Αν η επιδείνωση αυτή οδηγήσει στην εξαφάνιση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ο ανταγωνισμός στην κοινοτική αγορά χαλύβδινων εξαρτημάτων θα συρρικνωθεί σημαντικά, και μία τέτοια κατάσταση δεν συμβαδίζει με τα συμφέροντα ούτε των αγοραστών, ούτε των χρηστών.

(75) Έχοντας εξετάσει προσεκτικά όλες τις παραπάνω παραμέτρους, η Επιτροπή καταλήγει συνεπώς στο συμπέρασμα ότι η επιβολή προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών των υπό εξέταση προϊόντων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Κροατίας και Ταϋλάνδης έγκειται στο συμφέρον της Κοινότητας, και τούτο προκειμένου να αποτραπεί η πρόκληση περαιτέρω ζημίας από τις επίμαχες εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα που καλύπτει η έρευνα.

Υπό το φως των προεκτεθέντων, κρίνεται σκόπιμη η επιβολή μέτρων υπό μορφή προσωρινού δασμού κατ' αξίαν.

Η. ΔΑΣΜΟΣ

(76) Για να καθορίσει το ύψος του προσωρινού δασμού, η Επιτροπή έλαβε υπόψη την έκταση του ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε και το ύψος δασμού που απαιτείται προκειμένου να εξαλειφθεί η ζημία την οποία υφίσταται ο κλάδος παραγωγής της Κοινότητας.

(77) Επειδή η ζημία συνίστατο κατά κύριο λόγο σε συμπίεση των τιμών, απώλεια μεριδίου αγοράς και, ιδίως, χρηματοοικονομικές απώλειες, η εξάλειψή της προϋποθέτει την αύξηση των τιμών εξαγωγής που εφαρμόζουν οι εμπλεκόμενοι εξαγωγείς σε τέτοιο βαθμό, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα στον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας να αυξήσει τις τιμές τους σε επίπεδα που να επιτρέπουν την πραγματοποίηση κέρδους, χωρίς απώλεια όγκου πωλήσεων.

Για να υπολογίσει την αναγκαία αύξηση των τιμών, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι οι τιμές των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ πρέπει να συγκριθούν με τιμές πώλησης οι οποίες να αντανακλούν το κόστος παραγωγής που ισχύει για τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας συν ένα εύλογο ποσό κέρδους.

(78) Βάσει του παραπάνω σκεπτικού, οι σταθμισμένες μέσες τιμές εξαγωγής για τους τύπους προϊόντος που ελήφθησαν κατά τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ, προσαρμοσμένες όπου ήταν απαραίτητο στο «εκ του εργοστασίου» επίπεδο του κοινοτικού παραγωγού, συγκρίθηκαν όσον αφορά την περίοδο έρευνας, σε επίπεδο «ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας», με τις πραγματικές σταθμισμένες μέσες τιμές πώλησης που εφάρμοσαν οι οικείοι κοινοτικοί παραγωγοί και στη συνέχεια αυξήθηκαν καταλλήλως, ώστε να καλύπτουν το κόστος παραγωγής συν ένα περιθώριο κέρδους ύψους 5 %. Το εν λόγω περιθώριο ντάμπινγκ εκρίθη εύλογο για τις ανάγκες διατύπωσης του προκαταρκτικού συμπεράσματος και συγκρίσιμο με εκείνο που θα περίμενε κανείς ότι θα επιτυγχάνετο αν δεν υπήρχαν οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ.

Από τη σύγκριση αυτή προέκυψαν τα ακόλουθα περιθώρια ζημίας:

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

(79) Εφόσον, στην περίπτωση του κροάτη παραγωγού (της Zeljezara Sisak) και του ταϋλανδού παραγωγού (της TTU), τα περιθώρια ζημίας είναι χαμηλότερα από τα αντίστοιχα διαπιστωθέντα περιθώρια ντάμπινγκ, οι προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ πρέπει να καθορισθούν με βάση το χαμηλότερο αυτό επίπεδο όπως προβλέπει το άρθρο 13 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ο προσωρινός δασμός δεν πρέπει να υπερβαίνει το αποδειχθέν περιθώριο ντάμπινγκ.

(80) Για τους λόγους που εκτίθενται στο σημείο 34 της αιτιολογικής σκέψης καθορίστηκε ενιαίος δασμός για τους δύο συνεργασθέντες παραγωγούς/εξαγωγείς από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.

(81) Για να καθορίσει το ύψος του προσωρινού δασμού που θα ισχύσει για τους εξαγωγείς σε καθεμιά από τις εμπλεκόμενες χώρες εξαγωγής οι οποίοι ούτε απάντησαν στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, ούτε καν αναγγέλθηκαν, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι δασμοί έπρεπε να καθορισθούν με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 7 παράγραφος 7 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού. Έγινε δεκτό ότι τα πλέον εύλογα στοιχεία ήταν αυτά που αποδείχθηκαν κατά την έρευνα και ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος για να πιστεύει κανείς ότι οποιοιδήποτε δασμοί χαμηλότερου ύψους από τους υψηλότερους δασμούς που κρίθηκαν αναγκαίοι θα ήταν αρκετοί για την εξάλειψη της ζημίας που έχουν προξενήσει οι επίμαχες εισαγωγές. Κατά συνέπεια, προκειμένου να αποτραπεί η καταστρατήγηση του δασμού και να μην επιβραβευθεί η άρνηση συνεργασίας, κρίνεται ενδεδειγμένη η επιβολή του υψηλότερου δασμού που έχει ορισθεί για τους εξαγωγείς της ίδιας χώρας.

(82) Με βάση τα προεκτεθέντα, οι προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ ορίζονται ως εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

Θ. ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΛΟΒΑΚΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΑΪΒΑΝ

(83) Όπως εξηγείται στο σημείο 43 της αιτιολογικής σκέψης, έγινε δεκτό ότι οι εισαγωγές των υπό εξέταση προϊόντων καταγωγής Σλοβακικής Δημοκρατίας και Ταϊβάν δεν συνετέλεσαν σημαντικά στη ζημία που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Κοινότητας. Για τον λόγο αυτό η Επιτροπή θεωρεί πως δεν είναι αναγκαία η λήψη προστατευτικών μέτρων και πως επιβάλλεται η περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ αναφορικά με τις προαναφερθείσες δύο χώρες.

(84) Στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής δεν διατυπώθηκε καμία αντίρρηση για την παραπάνω πρόθεση της Επιτροπής.

(85) Τα ευθέως ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και με το σκεπτικό βάσει των οποίων η Επιτροπή εσκόπευε να περατώσει τη διαδικασία αναφορικά με τη Σλοβακική Δημοκρατία και την Ταϊβάν, και τους παρεσχέθη η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις του σχετικά.

Ι. ΤΕΛΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

(86) Για λόγους χρηστής διοικήσεως, πρέπει να ταχθεί προθεσμία εντός της οποίας οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση. Ακόμη, πρέπει να επισημανθεί ότι όλα τα συμπεράσματα τα οποία διατυπώνονται για τις ανάγκες του παρόντος κανονισμού είναι προσωρινά, και ενδέχεται να χρειασθεί να επανεξετασθούν σε περίπτωση που η Επιτροπή προτείνει την επιβολή οριστικού δασμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1. Επιβάλλεται προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές εξαρτημάτων σωληνώσεων (εκτός των χυτών, των συζευκτήρων και των συζευκτήρων με βόλτες), από σίδηρο ή χάλυβα (μη συμπεριλαμβανομένου του ανοξείδωτου χάλυβα), με μέγιστη εξωτερική διάμετρο μη υπερβαίνουσα τα 609,6 mm, από αυτά που χρησιμοποιούνται για συγκόλληση κατ' άκρον ή για άλλους σκοπούς, τα οποία υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 7307 93 11 (κωδικός Taric 7307 93 11*91), ex 7307 93 19 (κωδικός Taric 7307 93 19*91), ex 7307 99 30 (κωδικός Taric 7307 99 30*91) και ex 7307 99 90 (κωδικός Taric 7307 99 90*91) και είναι καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Κροατίας και Ταϋλάνδης.

2. Το ύψος του δασμού που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή «ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας», πριν από την επιβολή του δασμού, ορίζεται ως εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

3. Με την επιφύλαξη τυχόν διαφορετικής ρυθμίσεως, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

4. Η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα των προϊόντων που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 εξαρτάται από την παροχή εγγύησης, ίσης με το ποσό του προσωρινού δασμού.

Άρθρο 2

Περατούται η διαδικασία αντιντάμπινγκ αναφορικά με τις εισαγωγές εξαρτημάτων σωληνώσεων που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 7307 93 11, ex 7307 93 19, ex 7307 99 30 και ex 7307 99 90, καταγωγής Σλοβακικής Δημοκρατίας και Ταϊβάν.

Άρθρο 3

Με την επιφύλαξη του άρθρου 7 παράγραφος 4 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88, τα ενδιαφερόμενα μέρη δύνανται να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή εντός ενός μηνός από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 4

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 27 Σεπτεμβρίου 1995.

Για την Επιτροπή

Leon BRITTAN

Αντιπρόεδρος

(1) ΕΕ αριθ. L 349 της 31. 12. 1994, σ. 1.

(2) ΕΕ αριθ. L 122 της 2. 6. 1995, σ. 1.

(3) ΕΕ αριθ. L 209 της 2. 8. 1988, σ. 1.

(4) ΕΕ αριθ. L 66 της 10. 3. 1994, σ. 10.

(5) ΕΕ αριθ. C 35 της 3. 2. 1994, σ. 4.