31983R1983

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1983/83 της Επιτροπής της 22ας Ιουνίου 1983 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής διανομής

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 173 της 30/06/1983 σ. 0001 - 0004
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 17 τόμος 1 σ. 0048
Ισπανική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 08 τόμος 2 σ. 0110
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 17 τόμος 1 σ. 0048
Πορτογαλική ειδική έκδοση : Κεφάλαιο 08 τόμος 2 σ. 0110


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 1983/83 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 22ας Ιουνίου 1983 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής διανομής

Ι

(Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας,

τον κανονισμό αριθ. 19/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 2ας Μαρτίου 1965 περί εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης της Ελλάδας, και ιδίως το άρθρο 1,

(1) ΕΕ αριθ. 36 της 6.3.1965, σ. 533/65.

Μετά τη δημοσίευση του σχεδίου του κανονισμού (2),

(2) ΕΕ αριθ. C 172 της 10.7.1982, σ. 3.

Μετά από διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων,

Εκτιμώντας:

1. ότι, δυνάμει του κανονισμού αριθ. 19/65/ΕΟΚ, η Επιτροπή είναι αρμόδια να εφαρμόζει με κανονισμό το άρθρο 85 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες διμερών συμφωνιών αποκλειστικής διανομής και ανάλογων εναρμονισμένων πρακτικών που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1

2. ότι η εμπειρία που έχει μέχρι τώρα αποκτηθεί επιτρέπει να καθοριστεί κατηγορία συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, για τις οποίες είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι, κατά κανόνα, πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 85 παράγραφος 3

3. ότι οι συμφωνίες αποκλειστικής διανομής της κατηγορίας που καθορίζεται στο άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 85 παράγραφος 1 της συνθήκης ότι οι συμφωνίες αποκλειστικής διανομής στις οποίες συμμετέχουν αποκλειστικά επιχειρήσεις από ένα κράτος μέλος, και οι οποίες αφορούν τη μεταπώληση εμπορευμάτων μέσα στο ίδιο κράτος μέλος, κατ’ εξαίρεση μόνον εμπίπτουν στην απαγόρευση ότι στο μέτρο, όμως, που οι συμφωνίες του είδους αυτού επηρεάζουν ενδεχομένως το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και, εκτός αυτού, πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού, δεν υπάρχει λόγος να μην τους αναγνωρίζεται το νομικό προνόμιο της εξαίρεσης κατά κατηγορίες

4. ότι δεν είναι απαραίτητο να αποκλείονται ρητά από την ορισμένη αυτή κατηγορία οι συμφωνίες που δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 της συνθήκης

5. ότι οι συμφωνίες αποκλειστικής διανομής συμβάλλουν γενικά στη βελτίωση της διανομής, επειδή ο επιχειρηματίας είναι, κατ’ αυτό τον τρόπο, σε θέση να συγκεντρώνει τις δραστηριότητες που αφορούν την πώληση της παραγωγής του και δεν είναι υποχρεωμένος να διατηρεί πολλαπλές επιχειρηματικές σχέσεις με μεγάλο αριθμό μεταπωλητών ότι οι εμπορικές συναλλαγές με έναν μοναδικό μεταπωλητή επιτρέπουν να ανταπεξέρχεται ευκολότερα στις δυσχέρειες κατά την πώληση, οι οποίες προκύπτουν κατά τις διεθνείς συναλλαγές λόγω γλωσσικών, νομικών ή άλλων διαφορών

6. ότι οι συμφωνίες αποκλειστικής διανομής διευκολύνουν την προώθηση των πωλήσεων ενός προϊόντος και επιτρέπουν την εντατικότερη οργάνωση της αγοράς, καθώς και την εξασφάλιση συνεχούς εφοδιασμού με ταυτόχρονη αρθολογική οργάνωση της διανομής ότι, παράλληλα, ενισχύουν τον ανταγωνισμό μεταξύ προϊόντων διαφόρων κατασκευαστών ότι ο ορισμός αποκλειστικού διανομέα που αναλαμβάνει τα έξοδα για την προώθηση των πωλήσεων, την εξυπηρέτηση των πελατών και τη διατήρηση αποθεμάτων αποτελεί αποτελεσματικότερο και συχνά το μόνο μέσο για τον κατασκευαστή προκειμένου να εισέλθει στην αγορά και να ανταγωνιστεί άλλους κατασκευαστές ότι τούτο ισχύει κυρίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ότι πρέπει να αφεθεί στην κρίση των συμβαλλομένων μερών να αποφασίσουν κατά πόσο και σε ποιό βαθμό επιθυμούν να περιλαμβάνουν στις συμφωνίες υποχρεώσεις που αποβλέπουν στην προώθηση των πωλήσεων

7. ότι, κατά κανόνα, οι συμφωνίες αποκλειστικότητας του είδους αυτού εξασφαλίζουν επίσης στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει, δεδομένου ότι αυτοί οφελούνται άμεσα από τη βελτίωση της διανομής και κατ’ αυτό τον τρόπο βελτιώνεται η θέση τους από άποψη οικονομική ή προμήθειας, εφόσον, ιδίως, είναι δυνατόν να προμηθεύονται ταχύτερα και ευχερέστερα προϊόντα που έχουν κατασκευασθεί σε άλλες χώρες

8. ότι ο κανονισμός αυτός πρέπει να καθορίζει τις υποχρεώσεις που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, οι οποίες περιλαμβάνονται ενδεχομένως σε συμφωνία αποκλειστικότητας ότι οι περιορισμοί του ανταγωνισμού που επιτρέπει ο παρών κανονισμός οδηγούν σε σαφέστερη κατανομή εργασίας ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη και αναγκάζουν τον αποκλειστικό διανομέα να συγκεντρώνει τις εμπορικές του δραστηριότητες στα προϊόντα και στην περιοχή που προβλέπονται από τη σύμβαση ότι οι περιορισμοί αυτοί, στην περίπτωση που συμφωνούνται για τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης, είναι κατά κανόνα απαραίτητοι προκειμένου να επιτευχθεί η βελτίωση της διανομής των προϊόντων που επιδιώκεται με την αποκλειστική διανομή ότι επαφίεται, ενδεχομένως, στα συμβαλλόμενα μέρη να αποφασίσουν ποιες από αυτές τις διατάξεις θα συμπεριλάβουν στις συμφωνίες τους ότι άλλες υποχρεώσεις που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα εκείνες που περιορίζουν την ελευθερία του αποκλειστικού διανομέα ως προς τη διαμόρφωση των τιμών και των συμβατικών όρων ή την επιλογή των πελατών του, δεν είναι δυνατόν να εξαιρεθούν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό

9. ότι η εξαίρεση κατά κατηγορίες πρέπει να περιορίζεται σε εκείνες τις συμφωνίες για τις οποίες είναι δυνατόν να γίνει δεκτό, με βεβαιότητα, ότι ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις του άρθρου 85 παράγραφος 3

10. ότι χωρίς εξέταση. κατά περίπτωση, είναι αδύνατον να διαπιστωθεί ότι βελτιώνεται επαρκώς η διανομή των προϊόντων, όταν ένας κατασκευαστής αναθέτει την αποκλειστική διανομή των προϊόντων του σε κάποιον άλλο κατασκευαστή που βρίσκεται σε ανταγωνιστική σχέση με αυτόν ότι, ως εκ τούτου, ενδείκνυται ο αποκλεισμός των συμφωνιών του είδους αυτού από την εξαίρεση κατά κατηγορίες ότι είναι, όμως, δυνατόν να επιτραπούν ορισμένες παρεκκλίσεις από αυτό τον κανόνα υπέρ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων

11. ότι οι καταναλωτές μόνο τότε εξασφαλίζουν δίκαιη συμμετοχή στα πλεονεκτήματα, που προκύπτουν μέσω της αποκλειστικής διανομής, όταν συνεχίζει να υπάρχει η δυνατότητα παράλληλων εισαγωγών ότι συμφωνίες σχετικά με προϊόντα, τα οποία οι καταναλωτές είναι δυνατόν να προμηθεύονται μόνον από τον τον αποκλειστικό διανομέα, πρέπει, ως εκ τούτου, να αποκλείονται από την εξαίρεση κατά κατηγορίες ότι, επίσης, δεν είναι δυνατό να επιτρέπεται η καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας ή άλλων δικαιωμάτων από τα συμβαλλόμενα μέρη, με σκοπό τη δημιουργία απόλυτης εδαφικής προστασίας ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν προδικάζουν τις σχέσεις μεταξύ των κανόνων ανταγωνισμού και των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκιτησίας, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση, καθορίζονται απλώς οι προϋποθέσεις για την εξαίρεση ορισμένων κατηγοριών συμφωνιών

12. ότι, εφόσον ο ανταγωνισμός στο στάδιο της διανομής εξασφαλίζεται από τη δυνατότητα παραλλήλων εισαγωγών, οι συμφωνίες αποκλειστικής διανομής που διέπονται από τον παρόντα κανονισμό δεν παρέχουν, κατά κανόνα, τη δυνατότητα αποκλεισμού του ανταγωνισμού επί σημαντικού τμήματος των σχετικών προϊόντων ότι αυτό ισχύει, επίσης, για συμφωνίες οι οποίες αναθέτουν στον αποκλειστικό διανομέα πεδίο εφαρμογής της σύμβασης που καλύπτει το σύνολο της κοινής αγοράς

13. ότι στην περίπτωση κατά την οποία συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές, που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό, έχουν αποτελέσματα τα οποία δεν συμβιβάζονται με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 85 παράγραφος 3 της συνθήκης, η Επιτροπή είναι τότε σε θέση να στερεί τις μετέχουσες επιχειρήσεις από το νομικό πλεονέκτημα της εξαίρεσης ορισμένων κατηγοριών

14. ότι οι συμφωνίες και οι περιπτώσεις εναρμονισμένης πρακτικής, που πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού, δεν είναι αναγκαίο να κοινοποιούνται ότι παραμένει όμως στις επιχειρήσεις η δυνατότητα, σε περιπτώσεις σοβαρής αμφιβολίας, να ζητούν για τη συγκεκριμένη περίπτωση δήλωση εκ μέρους της Επιτροπής που πιστοποιεί ότι οι συμφωνίες τους συμβιβάζονται με τον παρόντα κανονισμό

15. ότι ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3604/82 της Επιτροπής της 23ης Δεκεμβρίου 1982 περί της εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών εξειδικεύσεως (1) ότι δεν αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 86 της συνθήκης,

(1) ΕΕ αριθ. L 376 της 31.12.1982, σ. 33.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ρθρο 1

Σύμφωνα με το άρθρο 85 παράγραφος 3 της συνθήκης και υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού, το άρθρο 85 παράγραφος 1 της συνθήκης κηρύσσεται ανεφάρμοστο σε συμφωνίες στις οποίες συμμετέχουν μόνο δύο επιχειρήσεις και στις οποίες ο ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση, έναντι του άλλου, να διαθέτει μόνο σε αυτόν ορισμένα προϊόντα με σκοπό τη μεταπώληση, μέσα σε ολόκληρη την κοινή αγορά ή σε ορισμένο τμήμα αυτής.

ρθρο 2

Πέρα από την υποχρέωση του άρθρου 1, δεν είναι δυνατόν να επιβάλλεται στον προμηθευτή άλλος περιορισμός του ανταγωνισμού εκτός από την υποχρέωση να μην προμηθεύει τα προϊόντα που προβλέπονται στη σύμβαση σε καταναλωτές στην περιοχή ισχύος της συμβάσεως.

2. Δεν είναι δυνατόν να επιβάλλεται στον αποκλειστικό διανομέα κανένας άλλος περιορισμός του ανταγωνισμού εκτός από:

α) την υποχρέωση να μην κατασκευάζει ή διανέμει προϊόντα τα οποία ανταγωνίζονται τα προϊόντα που προβλέπονται στη σύμβαση

β) την υποχρέωση να προμηθεύεται τα προϊόντα που προβλέπονται στη σύμβαση μόνο από τον άλλο αντισυμβαλλόμενο

γ) την υποχρέωση να μην προβαίνει σε διαφήμιση των προϊόντων που προβλέπονται στη σύμβαση, να μην ιδρύει υποκαταστήματα και να μη διατηρεί αποθήκες διανομής έξω από τα όρια της περιοχής που αφορά η σύμβαση.

3. Οι ακόλουθες υποχρεώσεις του αποκλειστικού διανομέα δεν αντιτίθενται στη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 1:

α) παραλαβής πλήρων σειρών προϊόντων ή ελάχιστων ποσοτήτων

β) πώλησης προϊόντων που προβλέπονται στη σύμβαση με τα σήματα ή την παρουσίαση που προδιαγράφονται από τον αντισυμβαλλόμενο

γ) λήψης μέτρων για την προώθηση των πωλήσεων, και ιδίως:

- διαφήμισης,

- διατήρησης δικτύου πωλήσεων ή αποθεμάτων εμπορευμάτων,

- εξασφάλισης των υπηρεσιών εγγύησης και εξυπηρέτησης των πελατών,

- χρησιμοποίησης προσωπικού ειδικευμένου ή με τεχνική κατάρτιση.

ρθρο 3

Το άρθρο 1 δεν εφαρμόζεται, όταν:

α) κατασκευαστές όμοιων προϊόντων ή προϊόντων που θεωρούνται ομοειδή από τον καταναλωτή λόγω των ιδιοτήτων τους, της τιμής τους και της χρήσης για την οποία προορίζονται, συνάπτουν μεταξύ τους αμοιβαίες συμφωνίες αποκλειστικής διανομής για τα προϊόντα αυτά

β) κατασκευαστές όμοιων προϊόντων ή προϊόντων που θεωρούνται ομοειδή από τον καταναλωτή λόγω των ιδιοτήτων τους, της τιμής τους και της χρήσης για την οποία προορίζονται, συνάπτουν μεταξύ τους μη αμοιβαίες συμφωνίες αποκλειστικής διανομής για τα προϊόντα αυτά, εκτός εάν τουλάχιστον ο ένας από τους συμβαλλομένους πραγματοποιεί συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών που δεν υπερβαίνει τα 100 εκατομμύρια λογιστικές μονάδες (ECU)

γ) οι καταναλωτές είναι δυνατόν να προμηθεύονται τα προϊόντα που προβλέπονται στη σύμβαση στην περιοχή ισχύος της μόνον από τον αποκλειστικό διανομέα και δεν υπάρχουν έξω από την περιοχή ισχύος της σύμβασης εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού

δ) τα συμβαλλόμενα μ,έρη ή ένα από αυτά περιορίζουν τη δυνατότητα, για τους μεταπωλητές ή τους καταναλωτές, να προμηθεύονται τα προϊόντα που προβλέπονται στη σύμβαση από άλλους εμπορευόμενους μέσα στην κοινή αγορά ή, εφόσον δεν υπάρχουν εκεί εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού, έξω από την κοινή αγορά, ιδίως όταν:

1. ασκούν δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας με σκοπό να παρεμποδίζουν μεταπωλητές ή καταναλωτές να προμηθεύονται, έξω από την περιοχή που αφορά η σύμβαση ή να πωλούν μέσα στην περιοχή που αφορά η σύμβαση, προϊόντα που προβλέπονται στη σύμβαση και στα οποία έχει επιτεθεί νόμιμα σήμα ή έχουν τεθεί νόμιμα στο εμπόριο

2. ασκούν άλλα δικαιώματα ή λαμβάνουν μέτρα, με σκοπό να παρεμποδίζουν μεταπωλητές ή καταναλωτές να προμηθεύονται προϊόντα που προβλέπονται στη σύμβαση έξω από την περιοχή που αφορά η σύμβαση ή να πωλούν μέσα στην περιοχή που αφορά η σύμβαση.

ρθρο 4

1. Το άρθρο 3, περιπτώσεις α) και β), εφαρμόζεται επίσης όταν τα προϊόντα που αναφέρουν οι διατάξεις αυτές κατασκευάζονται από επιχείρηση που συνδέεται με συμβαλλόμενη επιχείρηση.

2. Συνδεδεμένες επιχειρήσεις είναι:

α) οι επιχειρήσεις στις οποίες επιχείρηση που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση διαθέτει άμεσα ή έμμεσα:

- περισσότερο από το ήμισυ του κεφαλαίου ή της περιουσίας της επιχείρησης, ή

- ποσοστό ανώτερο από το ήμισυ των δικαιωμάτων ψήφου, ή

- τη δυνατότητα να ορίζει περισσότερο από το ήμισυ των μελών τοπυ εποπτικού συμβουλίου ή των οργάνων που εκπροσωπούν κατά νόμο την επιχείρηση, ή

- τη δυνατότητα να διαχειρίζεται τις εργασίες της επιχείρησης

β) Οι επιχειρήσεις που διαθέτουν σε επιχείρηση που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία, άμεσα ή έμμεσα, τα δικαιώματα ή τις δυνατότητες επιρροής που αναφέρονται στην περίπτωση α)

γ) οι επιχειρήσεις στις οποίες μία από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στην περίπτωση β) διαθέτει άμεσα ή έμμεσα τα δικαιώματα ή τις δυνατότητες επιρροής που αναφέρονται στην περίπτωση α).

3. Οι επιχειρήσεις, στις οποίες οι επιχειρήσεις που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση ή επιχειρήσεις συνδεδεμένες με τις τελευταίες έχουν από κοινού τα δικαιώματα ή τις δυνατότητες επιρροής, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 περίπτωση α), θεωρούνται ότι είναι συνδεδεμένες με καθεμία από τις επιχειρήσεις που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση.

ρθρο 5

1. Για την εφαρμογή του άρθρου 3 περίπτωση β) ισχύει η ευρωπαϊκή λογιστική μονάδα (ECU) που προβλέπεται για την κατάρτιση του προϋπολογισμού της Κοινότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 207 και 209 της συνθήκης.

2. Το άρθρο 1 εξακολουθεί να εφαρμόζεται αν, κατά τη διάρκεια δύο συνεχόμενων οικονομικών ετών, ο συνολικός κύκλος εργασιών που αναφέρεται στο άρθρο 3 περίπτωση β) δεν αυξάνεται περισσότερο από 10%.

3. Ο συνολικός κύκλος εργασιών προκύπτει από το σύνολο των κύκλων εργασιών που έχουν πραγματοποιήσει η συμβαλλόμενη επιχείρηση και οι συνδεδεμένες με αυτή επιχειρήσεις κατά το τελευταίο οικονομικό έτος με όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες, χωρίς να υπολογίζονται οι φόροι και τα λοιπά τέλη. Κατά τον υπολογισμό αυτό δεν λαμβάνονται υπόψη οι κύκλοι εργασιών μεταξύ της συμβαλλόμενης επιχείρησης και των επιχειρήσεων που είναι συνδεδεμένες με αυτή, καθώς επίσης και οι κύκλοι εργασιών των συνδεδεμένων μεταξύ τους επιχειρήσεων.

ρθρο 6

Η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να ανακαλεί το πλεονέκτημα της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού αριθ. 19/65/ΕΟΚ, όταν διαπιστώσει, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συμφωνία που εξαιρείται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό έχει, εντούτοις, αποτελέσματα που είναι ασυμβίβαστα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 85 παράγραφος 3 της συνθήκης, ιδίως όταν:

α) τα προϊόντα που προβλέπονται στη συμφωνία δεν βρίσκονται, στην περιοχή που αφορά η συμφωνία, σε πραγματικό ανταγωνισμό με όμοια προϊόντα ή με προϊόντα που θεωρούνται ομοειδή από τον καταναλωτή λόγω των ιδιοτήτων, της τιμής τους και της χρήσης για την οποία προορίζονται

β) δυσχαιρένεται σημαντικά για άλλους προμηθευτές η πρόσβαση στα διάφορα στάδια διανομής στην περιοχή που αφορά η συμφωνία

γ) άλλα περιστατικά, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 3 περιπτώσεις γ) και δ), καθιστούν αδύνατη για τους ενδιάμεσους εμπόρους ή τους καταναλωτές την προμήθεια προϊόντων που προβλέπονται στη σύμβαση από εμπόρους που βρίσκονται έξω από την περιοχή που ορίζει η σύμβαση, σύμφωνα με τους εκεί επικρατούντες όρους

δ) ο αποκλειστικός διανομέας:

1. αποκλείει από την προμήθεια, χωρίς αντικειμενικά εύλογη αιτία, κατηγορίες αγοραστών οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να προμηθεύονται αλλού τα προϊόντα που προβλέπονται στη σύμβαση με δίκαιους όρους ή εφαρμόζει έναντι αυτών διαφορετικές τιμές ή όρους πώλησης,

2. πωλεί σε υπερβολικά υψηλές τιμές τα προϊόντα που προβλέπονται στη σύμβαση.

ρθρο 7

Η απαγόρευση του άρθρου 85 παράγραφος 1 της συνθήκης δεν εφαρμόζεται, κατά την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1983 μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 1986, σε συμφωνίες οι οποίες είτε υφίστανται την 1η Ιουλίου 1983 ή αρχίζουν να ισχύουν μεταξύ 1ης Ιουλίου 1983 και 31ης Δεκεμβρίου 1983 και πληρούν τις προϋποθέσεις εξαίρεσης που προβλέπονται με τον κανονισμό αριθ. 67/67/ΕΟΚ (1).

(1) ΕΕ αριθ. 57 της 25.3.1967, σ. 849/67.

ρθρο 8

Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε συμφωνίες που συνάπτονται με σκοπό τη μεταπώληση ποτών σε εστιατόρια ή καυσίμων για αυτοκίνητα οχήματα σε πρατήρια βενζίνης.

ρθρο 9

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στις περιπτώσεις εναρμονισμένης πρακτικής της κατηγορίας που αναφέρεται στο άρθρο 1.

ρθρο 10

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιουλίου 1983.

Ισχύει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1997.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Έγινε στις Βρυξέλλες, στις 22 Ιουνίου 1983.

Για την Επιτροπή

Frans ANDRIESSEN

Μέλος της Επιτροπής